Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Ο άνθρωπος που ανέλαβε το πρώτο rock bar στην Βέροια
Ενότητα 1
Παιδικά χρόνια δίπλα στο ποτάμι και η εργασία από νωρίς
00:00:00 - 00:11:39
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είμαι ο Θανάσης Σκούφιας, ερευνητής στο Istorima, είμαι μαζί με τον κύριο Δημητριάδη Ελευθέριο, είναι 16 Ιουνίου του 2023, βρισκόμαστε στ… Ακούγαμε πάρα πολλή μουσική, ωραία ήταν, δουλεύαμε, περνάγαμε καλά, είχαμε κοπελίτσες. Καλά περνάγαμε! Και με τη φτώχεια μας καλά ήμασταν!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 2
Μακριά μαλλιά, ταξίδια στα νησιά και νυχτερινή ζωή
00:11:39 - 00:20:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μου είπατε ότι είχατε και μακρύ μαλλί. Ναι, πάρα πολύ μακρύ. Μπορεί στην Ελλάδα να ήμουνα μες στους δέκα μαλλιάδες, έτσι τους λέγαν τότες,…υ, κοιτάζουμε την οικογένειά μας, τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, έχουμε και δύο εγγόνια, που είναι πάρα πολύ καλά παιδιά. Και συνταξιούχοι!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 3
Η ιστορία της πρώτης pub και οι μετέπειτα ενασχολήσεις
00:20:59 - 00:44:40
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μου μιλήσατε πριν για την pub. Ναι. Η πρώτη pub. Ναι Στην Βέροια. Ναι. Για μιλήστε μου γι’ αυτό. Πώς, πώς το αναλάβατε το μαγαζί; Αυτ… ζωή μας ή για την pub την πρώτη και τη ζωή μας. Θέλετε να συμπληρώσετε κάτι άλλο; Να ’σαι καλά και όλα καλά. Ευχαριστώ πολύ. Και εγώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
[00:00:00]Είμαι ο Θανάσης Σκούφιας, ερευνητής στο Istorima, είμαι μαζί με τον κύριο Δημητριάδη Ελευθέριο, είναι 16 Ιουνίου του 2023, βρισκόμαστε στην Βέροια και ξεκινάμε. Καλησπέρα σας.
Καλησπέρα.
Θα μου πείτε τ’ όνομά σας;
Δημητριάδης Ελευθέριος λέγομαι.
Πολύ ωραία.
Είμαι από την Βέροια, γεννήθηκα το 1955, 28 Οκτωβρίου. Μεγάλωσα στην Βέροια. Πήγα φαντάρος, γύρισα. Τώρα για την ηλικία μου τη μικρή, δουλεύαμε σε ένα εμπορικό κατάστημα 14 χρονών. Από εκεί μάθαμε πάρα πολλά πράγματα, γιατί ήταν μεγαλύτεροι και μας συμβουλεύανε για τη ζωή και για, γενικά για το εμπόριο. Μετά πήγαμε στον στρατό, μετά απ’ τον στρατό ανοίξαμε την πρώτη pub στην Βέροια, η οποία ήτανε καμιά έξι μήνες με δύο άλλα παιδιά, τα οποία θέλαν να το πουλήσουν το μαγαζί. Το πήρα εγώ, το ξεκίνησα για έξι-εφτά μήνες πάλι και εγώ. Μετά το άφησα, φυσικά, το πούλησα πάλι και εγώ. Μετά ασχολήθηκα με τα, με τα ρούχα το 1981, όταν βγήκε το ΠΑ.ΣΟ.Κ., τον Οκτώβριο! Ασχοληθήκαμε με τα ρούχα με τη γυναίκα μου, παντρεύτηκα 27 χρονών. Κάναμε την πρώτη μπουτίκ, δεν υπήρχαν τότες πολλά μαγαζιά. Ήμασταν μες στα τρία μαγαζιά που ήμασταν, είχε πάρα πολλή δουλειά, περάσαμε καλά και φτωχοί και χωρίς να πάμε σχολείο και πολλά τέτοια. Η ζωή μάς δίδαξε πώς να συμπεριφερόμαστε σαν ανθρώποι στον κόσμο και γενικά πάνω στη δουλειά, να μπορούμε να ανταπεξέλθουμε, να φερόμαστε σωστά, ευγενικά, για να μπορούμε να ’χουμε δουλίτσα να επιβιώσουμε.
Τα παιδικά σας χρόνια στην Βέροια πώς ήταν;
Τα παιδικά χρόνια ήμασταν, μέναμε στην Ουρανίας, η οποία λεγότανε Κεμάλ Μπέη, ήταν ο Κεμάλ εκεί ο Μπέης, δεν τα ξέρω και πολύ καλά, τότες με την τουρκοκρατία. Μεγαλώσαμε εκεί, δίπλα στο ποτάμι, κλείναμε και το ποτάμι εκεί πέρα με πέτρες και με τέτοια. Κάναμε μπάνιο εκεί, το μέρος λεγόταν Καμάρες. Κλείναμε το ποτάμι, κάναμε μπάνιο, εκεί μάθαμε μπάνιο δηλαδή. Όχι στις πισίνες τώρα που μαθαίνουν τα παιδιά. Μες στα κρύα, μας τσιμπούσαν και οι νεροφίδες!
Ναι.
Ήτανε χρόνια, μπορώ να πω, εντάξει, γλυκά! Παίζαμε μπίλιες, όταν ερχόντουσαν Χριστούγεννα, Πάσχα, πηγαίναμε στις γιαγιάδες, μας δίνανε κανένα φράγκο. Πέντε δραχμές, δέκα δραχμές. Τότες υπήρχε ο Κλήμης, ο ονομαζόμενος στο επώνυμο Κάργατζης, πιο επάνω απ’ το «Ολύμπιον» τον κινηματογράφο ήτανε και πηγαίναμε παίρναμε σοκολάτες, μπισκότα, καραμέλες, τέτοια πράγματα. Μετά μεγαλώσαμε–
Οι γονείς–
Οι γονείς–
Οι γονείς σας με τι ασχολούντανε;
Οι γονείς μας, ο πατέρας μου ήταν εργάτης, η μητέρα μου δεν δούλευε γιατί είχε τρία παιδιά να μεγαλώσει και έπρεπε να είναι δίπλα στα παιδιά. Μας μεγάλωσε, ήταν δίπλα μας πάντα, μας αγαπούσαν…
Τα ονόματα τους;
Αικατερίνη και Ευστράτιος. Μετά ήταν να φύγουμε για την Αυστραλία, γιατί είχαν φύγει όλα τα αδέρφια του πατέρα μου, τα οποία ήτανε πέντε στο σύνολο. Τέσσερις ήταν Αυστραλία, ένας-ένας έφευγε και εμείς ήταν να φύγουμε τελευταίοι, αλλά επειδή είχε θέματα με γραφειοκρατία, με χαρτιά, να πάμε στην Αθήνα στο[00:05:00] Προξενείο, να κάνουμε τα δόντια, να δούμε αν είμαστε καλά, να πάρουμε χαρτιά ότι είμαστε καλά, ότι έτσι… Για να πάμε εκεί έτοιμοι για δουλειά. Δεν πήγαμε τελικά, μείναμε εδώ. Πήγα σε ένα εμπορικό κατάστημα, φυσικά, και δούλεψα με ρούχα, είδη προικός, υφάσματα. Γενικά με το εμπόριο ήτανε, μικρό παιδί εγώ. Πήγαινα τα ψώνια σπίτι του αφεντικού. Των αφεντικών, γιατί ήταν τέσσερα αφεντικά, τα οποία ήταν καλά αφεντικά και ο αρχηγός, που ήταν ο Τσικερδάνος, οπωσδήποτε έδινε ΙΚΑ, μίκα, όλα σωστά και κιμπάρικα! Φυσικά με είχε πει, όταν ήτανε να πάω για δουλειά με λέει: «Γράψε ένα κείμενο», να δει τα γράμματά μου. Μ’ έκανε και κάτι προσθέσεις να κάνω, καλά που μ’ έκανε προσθέσεις, γιατί άμα μ’ έλεγε για διαίρεση και αφαίρεση δεν ήξερα εγώ. Δεν, δεν έδινα προσοχή στο σχολείο τόσο ώστε να τα μάθω. Αυτά, έτσι, για την ηλικία την αυτήν.
Μεγαλώνοντας εσείς σε τι μαγαζιά βγαίνατε στην Βέροια;
Βασικά–
Τι σας άρεσε;
Βασικά δούλευα σερβιτόρος σε μαγαζιά, όπως το «Τζιτζί», στο, στην «Verona» εδώ πέρα στην πιτσαρία. Μετά κάναμε με τη γυναίκα… Είχαμε έναν δεσμό, κάναμε μια μπουτίκ με γυναικεία ρούχα. Οπωσδήποτε στην αρχή ήτανε… Επειδή δεν ξέραμε και πολλά πράγματα, είχα μία εμπειρία φυσικά απ’ το κατάστημα που δούλευα μικρό παιδί και αυτό με βοήθησε να έχω μία τάξη, να μπορώ να επιβιώσω, να πηγαίνω στην Αθήνα, να ψωνίζω, να ’ρχομαι. Και αυτό έγινε το ’81 όταν βγήκε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. συγκεκριμένα και είχαμε πολλή δουλίτσα. Ήταν καλά γιατί ήμασταν μέσα τρία μαγαζιά, τρία μαγαζιά τότες είχε. Τώρα οπωσδήποτε έχει πάρα πολλά μαγαζιά, έχουν μπει και οι Κινέζοι. Τα ξέρετε αυτά. Αυτά.
Από νεαρή ηλικία δηλαδή είχατε μια επαφή με την επιχειρηματικότητα…
Ναι.
Και την εστίαση.
Ναι.
Σας άρεσε όλο αυτό;
Κοίταξε, απ’ τη στιγμή που βγάζεις κάποια χρήματα για να επιβιώσεις, σου αρέσει δεν σου αρέσει, αναγκαστικά το κάνεις. Τώρα, εντάξει, είναι λίγο… Ήταν λίγο δύσκολα τα πράγματα μέχρι να κατασταλάξω τι θέλω και πού και πώς και τι, αλλά τα καταφέραμε. Κάναμε την μπουτίκ, πηγαίναμε καλά. Οπωσδήποτε τώρα φύγαμε απ’ την μπουτίκ, κάναμε ένα μαγαζί, το οποίο, σε ένα άλλο μέρος από ό,τι ήμουν εγώ εκεί στην Ιπποκράτους πήγαμε στην Προφήτου Ηλία και εκεί τώρα είναι ο γιος μου, ο οποίος ασχολείται με τα γυναικεία ρούχα. Πήρε στα χέρια του, δηλαδή, το μαγαζί. Και έχουμε και αυτό εδώ το, την εστίαση και ποτά έχουμε και burger έχουμε, καλά είναι. Τα παιδιά είναι καλά. Δουλεύουν, όπως όλοι μας. Τώρα οι δουλειές, ε, πότε πάν’ καλά, πότε δεν πάνε, πότε έχει, ποτέ δεν έχει… Στο σύνολο, όμως, είναι καλά.
Και τα παιδιά ακολούθησαν τη δικιά σας πορεία.
Ναι. Ο ένας πήρε το μαγαζί με τα ρούχα, ο οποίος το πάει πάρα πολύ καλά, και ο άλλος, ο Χρήστος, ασχολείται με την εστίαση. Όπως είπαμε με τα burger, με τα falafel, με διάφορα τέτοια καινούργια που εμφανίστηκαν, γιατί παλιά δεν υπήρχαν αυτά. Καλά είναι και η ζωή συνεχίζεται.
Εσείς μικρός σε τι μαγαζιά βγαίνατε;
Εμείς–
Τον ελεύθερο χρόνο σας πώς τον περνούσατε;
Στα… Το βράδυ πηγαίναμε στα club, χορεύαμε, πίναμε και κανένα ποτό. Καλά ήτανε, αλλά τον περισσότερο καιρό ήμασταν όλο στη δουλειά, δηλαδή μες στα μαγαζιά αυτά δου[00:10:00]λεύαμε κιόλας συν τω χρόνως.
Σας άρεσε η μουσική;
Μουσική ναι, πάρα πολύ. Ακούγαμε rock και soul, που η soul, black music που την λένε τώρα, δεν ξέρω, μ’ άρεσε πάρα πολύ. Και πολύ rock. Τώρα, όταν είχαμε την pub οπωσδήποτε οι γονείς και τα… Που ακούγανε rock μουσική, όποιος άκουγε rock μουσική νομίζαν ότι: «Παίρνουν ναρκωτικά αυτοί, κάνουν, ράνουν», επειδή και στις τηλεοράσεις είχε διάφορα θέματα για τους τραγουδιστές με ναρκωτικά και με τέτοια. Φυσικά, εμείς δεν μπλέξαμε με ναρκωτικά…
Υπήρχε δηλαδή μια… Ήταν δακτυλοδεικτούμενη η rock μουσική.
Ναι. Και όλο rock ακούγαμε, δεν... Rock και soul, όπως είναι ο James Brown o μεγάλος, που άφησε εποχή, οι Jackson Five που ήταν o Jackson με τους, με τα αδέρφια του. Έξι άτομα. Μετά έκανε αυτός τη… Μόνος του ξεκίνησε, καλά ήταν. Ακούγαμε πάρα πολλή μουσική, ωραία ήταν, δουλεύαμε, περνάγαμε καλά, είχαμε κοπελίτσες. Καλά περνάγαμε! Και με τη φτώχεια μας καλά ήμασταν!
Μου είπατε ότι είχατε και μακρύ μαλλί.
Ναι, πάρα πολύ μακρύ. Μπορεί στην Ελλάδα να ήμουνα μες στους δέκα μαλλιάδες, έτσι τους λέγαν τότες, με τον χιπισμό, με τέτοια. Φυσικά εγώ δεν ήμουνα βρομιάρης, προσπαθούσα πάντα τα μαλλιά μου να τα έχω καθαρά, ασχέτως που είχαμε το… Τον κουβά και τον ντενεκέ πάνω στην, στη σόμπα και παίρναμε με τον κουβά, γιατί τότες δεν είχαμε μπάνια και τέτοια. Παίρναμε τον κουβά, βάζαμε το νερό από το… Από τη σόμπα στον κουβά, βγαίναμε έξω μέσα στο κρύο, με ένα κυπελάκι εκεί αλουμινένιο, ρίχναμε και λίγο σαμπουάν, τα φτιάχναμε και βγαίναμε έξω να ’μαστε καθαροί, να ’μαστε ωραίοι. Όχι βρόμικοι και… Όπως ήταν ο χιπισμός. Κι εμένα μ’ άρεσε ο χιπισμός, αλλά δεν θα μπορούσα να πάω να ζήσω στα Μάταλα μέσα στα χώματα και μέσα στα… Στις τρύπες εκεί, δεν… Δεν μου πήγαινε, δεν ξέρω, δεν… Τώρα άλλοι πηγαίναν, όπως πήγα και εγώ φυσικά, τα είδα από κοντά. Πολύ ωραία είναι. Άμα ο καθένας τού αρέσει, γιατί ερχόντουσαν πάρα πολλοί Εγγλέζοι, Γάλλοι, Γερμανοί και καθόντουσαν με τους μήνες. Όσο τους επιτρεπόταν εκεί πέρα να, στην Κρήτη. Καλά ήτανε, είχαμε πάει και στην Μύκονο. Στην Μύκονο όταν πήγα δεν υπήρχε κόσμος εκεί. Ήτανε στο Super Paradise μία παράγκα που πούλαγε καμιά πορτοκαλάδα και καμιά «Coca-Cola». Δεν είναι όπως είναι σήμερα, ήταν τελείως διαφορετικά. Πηγαίναμε απ’ την Χώρα με τα γαϊδουράκια στο Super Paradise ή με τα πόδια ή με το καϊκάκι. Το καϊκάκι ήθελε λεφτά, εμείς δεν είχαμε και πολλά λεφτά. Δεν το ρισκάραμε, τα είχαμε τα λεφτά να φάμε κάνα σάντουιτς και πηγαίναμε είτε με τα πόδια είτε με κανένα γαϊδουράκι από πίσω, τσούκου-τσούκου. Γυρίσαμε νησιά, πήγαμε στην Κέρκυρα, στην Νάξο, στην Ύδρα, εκεί κοντά στην Αίγινα απ’ την Αθήνα, γιατί δούλευα και σ’ ένα μαρμαράδικο στην Ελευσίνα κάτω, το οποίο κάθε Σάββατο βγαίναμε έξω και καμιά φορά πηγαίναμε και με το καράβι στην Αίγινα που ήταν και κοντά. Να ξεσκάσουμε λίγο, γιατί δουλεύαμε όλη την εβδομάδα. Μόνο το Σάββατο μπορούσαμε να, το απόγευμα να πλυθούμε, πάλι με τον ντενεκέ, πάλι με ξύλα να ζεστάνουμε τον, τον ντενεκέ με το νερό. Να πλυθούμε, να καθαριστούμε και να πάμε στην Πλάκα, που τότες η Πλάκα ήτανε τελείως διαφορετική απ’ ό,τι τώρα. Είχε πολλές μπουάτ που τραγουδάγανε ο Πουλόπουλος, οι Poll… Κι ήταν όμορφα τότες με τα club, μετά φύγανε τα club και είναι τώρα πιο πολλοί[00:15:00] στην εστίαση, σε τέτοια πράματα.
Άρα η ζωή σας ήτανε… είχε ποικιλία…
Ποικιλία, είχε ποικιλία. Ψαχνόμουνα να δω τι, πώς, τι θα κάνω, τι θα ράνω, γιατί δεν είχαμε και κεφάλαια ούτως ώστε να κάνουμε αμέσως δουλειές. Και την μπουτίκ που άνοιξα την, τα πήρα δανεικά από την αδερφούλα μου, που τα είχε για προίκα γιατί δούλευε χρόνια. Μου έδωσε ένα ποσόν, τριακόσιες χιλιάδες θυμάμαι, την ευχαριστώ πολύ. Μετά δεν φτάναν αυτά για το μαγαζί, θέλαμε και σακούλες, θέλαμε κι άλλα πράγματα. Την πήραμε άλλες διακόσιες χιλιάδες, πεντακόσιες και την είπα: «Αγγελική, άμα τυχόν δεν πάμε καλά θα δουλέψω σερβιτόρος και θα σου τα δώσω». Αλλά ανοίξαμε το μαγαζί τον Οκτώβριο, τότες που είπαμε. Πήγε καλά το μαγαζάκι, ψωνίζαμε ωραία πραματάκια απ’ την Αθήνα και από Θεσσαλονίκη και πηγαίναμε καλά, μας αγαπούσε και ο κόσμος.
Το μακρύ μαλλί που μου είπατε.
Ναι.
Αλλά και η rock μουσική.
Ναι.
Ήταν μία επανάσταση μήπως για εσάς; Απέναντι σε μια συντηρητική κοινωνία–
Κοίταξε, επειδή τώρα όταν ήμουνα πολύ μαλλιάς, με πολύ μακριά μαλλιά, είχα προβλήματα με τον κόσμο, γιατί απ’ όπου περνούσα με σφυρίζανε, με λέγανε, ξέρω γω, διάφορα και με στεναχωρούσανε λίγο, γιατί εγώ δεν τους πείραζα. Απλώς έκανα το κέφι μου, χωρίς να πειράξω κανέναν. Ήταν υπερβολικά μεγάλα τα μαλλιά, ήμουν που με ξέρανε όλοι στην Βέροια. Με ήξεραν «ο Λευτέρης ο μαλλιάς». Και απ’ τις pub κι απ’ τα μαγαζιά που δούλευα. Μετά που σου είπα ότι τα κόψαμε, μετά απ’ τον στρατό τα κόψαμε τα μαλλιά και ασχοληθήκαμε με δουλειές. Έπρεπε να σοβαρευτούμε πιο πολύ και να μπορέσουμε να επιβιώσουμε, να παντρευτούμε, να κάνουμε οικογένεια, τα σκεφτόμασταν κι αυτά… Και αυτά.
Οι φίλοι σας και η οικογένειά σας τι σας έλεγε, όταν είχατε μακρύ μαλλί;
Ο πατέρας μου μ’ έλεγε: «Σαν Ιταλός αιχμάλωτος είσαι». Και του ’λεγα: «Ρε πατέρα, τώρα, μόδα είναι αυτά, θα, θα περάσει». «Όχι, κόψε τα μαλλιά» και κάτι τέτοια μ’ έλεγε. Εντάξει, το… Επειδή τον επηρεάζανε και οι γείτονες κι αυτά: «Ο γιος σου έτσι, ο γιος σου έτσι» κάπου και αυτός στεναχωριόταν, δεν το ήθελε αυτό, αλλά πέρασε κι αυτό.
Τα κόψατε άρα όταν πήγατε στρατό.
Ναι, όταν πήγα στον στρατό τα ’κοψα και έξω από το Σύνταγμα εκεί στην Καλαμάτα που πήγα τα έβαλα και μια φωτιά εκεί, δεν ξέρω γιατί… Και από τότε δεν ασχολήθηκα με τα μαλλιά, δεν άφησα μαλλιά, απλώς φυσιολογικά.
Φωτιά γιατί;
Δεν ξέρω.
Μόνος σας;
Ναι, εκεί έτσι. Έξω, προτού μπω μέσα, τα είχα σε–
Έξω από το στρατόπεδο;
Ναι, τα είχα σε μια σακούλα. Τα ’βαλα εκεί, τα ’βαλα φωτιά.
Σας είδε κάνεις;
Εντάξει, οι φαντάροι, αυτοί που ήταν από διάφορα μέρη και κοιτάζαν, σου λέει: «Τι μαλλιά είναι αυτά;».
Το αγαπούσατε το μαλλί σας.
Ήταν και ωραίο και ξάνθαινε κιόλας τα καλοκαίρια γιατί χτύπαγε κι ο ήλιος… Και ξάνθαινε και γινόνταν ακόμα καλύτερα. Και καλύτερα ακόμα γινόταν όταν το ’κανα μπάνιο και ήταν φρεσκαδούρα και περπάταγα και πήγαινε πέρα-δώθε, να πούμε, το μαλλί και το ευχαριστιόμουν. Αλλά είχα προβλήματα με τον κόσμο που… Σφύριζε ο ένας, έκανε ο άλλος… Νομίζανε ότι κάτι κάνουν τώρα μ’ αυτό, αλλά, εντάξει, τι να κάνουμε; Έτσι είναι η ζωή.
Αφήσατε μετά μακρύ μαλλί ξανά;
Όχι, ποτέ. Ούτε το θέλω τώρα, δεν θέλω. Μόλις μεγαλώνει λίγο πάω τα κόβω να, δεν τα μπορώ.
Και γυρνάτε απ’ τον στρατό.
Ναι.
Και τι σκέφτεστε για το μέλλον σας; Κάτι πρέπει να κάνετε.
Πρέπει να δουλέψω, να βγάζω λεφτά, να μπορώ να πάρω τα τσιγάρα μου, να μην επιβαρύνομαι σε κανέναν, να έχω το ποτό μου, να έχω τον καφέ μου, τα απαραίτητα δηλαδή. Τσιγάρα, ποτό, καφέ, αυτά. Όχι τίποτα ιδιαίτερα και κα[00:20:00]νένα ρούχο, να ’μαστε ωραίοι. Και δούλευα πολλές ώρες και 8 και 10 και 12. Δούλευα εδώ στην «Verona», σε μια πιτσαρία, δούλευα στον «Αλέξανδρο», σε μια καφετέρια, δούλευα στο «Τζιτζί»… Ήτανε απ’ τα πρώτα μαγαζιά που είχαν γίνει, όπως είναι ο «Αλέξανδρος» και η «Verona», εδώ, η πιτσαρία που ήτανε. Ήταν και φίλοι φυσικά και αλληλοβοηθιόμασταν. Και φτάσαμε σε μια ηλικία τώρα που σας μιλάω, 68 χρονών, είμαι ευχαριστημένος απ’ τη ζωή μου, κοιτάζουμε την οικογένειά μας, τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, έχουμε και δύο εγγόνια, που είναι πάρα πολύ καλά παιδιά. Και συνταξιούχοι!
Μου μιλήσατε πριν για την pub.
Ναι.
Η πρώτη pub.
Ναι
Στην Βέροια.
Ναι.
Για μιλήστε μου γι’ αυτό. Πώς, πώς το αναλάβατε το μαγαζί;
Αυτό ήρθανε… Ένας απ’ τα δύο παιδιά που το είχαν ανοίξει το μαγαζί και μου λέει: «Πουλάμε το μαγαζί, επειδή δεν μπορούμε να τα βρούμε μεταξύ μας, θα ασχοληθούμε με κάτι άλλα πράγματα» και λέει «άμα θέλεις, πάρ’ το». Και το πήρα το μαγαζί για έξι-εφτά μήνες. Φυσικά η μουσική ήταν rock πάντα, όχι λαϊκά, ποτέ. Τώρα ακούμε λίγο Ζαφείρη Μελά και Γονίδη, αλλά τότες δεν υπήρχαν αυτά. Ούτε Καζαντζίδη ούτε… Μόνο ξένη μουσική, Deep Purple, Led Zeppelin, Doors, όλοι αυτοί.
Ωραία–
Jethro Tull, το φλάουτο. Μας άρεζε η μουσική και χόρευα πάρα πολύ. Και πολλές φορές σε κάποιες ντισκοτέκ, και στην Ρόδο που ήμουνα φαντάρος, πήραμε το πρώτο βραβείο, και στο Λουτράκι, στις Κεχριές, που προτού πάω στην Κύπρο, γιατί πήγα και εκεί ένα διάστημα, γύρω σε έναν χρόνο. Και εκεί παίρναμε και λεφτά, δυόμισι χιλιάδες, γιατί εδώ παίρναμε πενήντα δραχμές. Εκεί είχε μπανάνες για φρούτο, εδώ δεν είχε μπανάνες για φρούτο. Είχε άλλα φρούτα και εντάξει… Έτσι πέρναγε και παίρναμε.
Αυτό το μαγαζί ποτέ άνοιξε;
Το μαγαζί, αυτή η pub άνοιξε… Εγώ τώρα ήμουνα στον στρατό, τέλειωσα ’76… Γύρω στα ’77, 1977. Όπως είπαμε, το κράτησα και εγώ 6 μήνες, 7, εκεί περίπου και μετά τ’ άφησα. Ασχολήθηκα με το… Σαν σερβιτόρος και μετά σιγά-σιγά με τον δεσμό που είχα σκεφτήκαμε να ανοίξουμε μια μπουτίκ, μια που κι η γυναίκα ήθελε κάτι τέτοιο με ρούχα και μ’ αυτά. Εγώ είχα μια εμπειρία απ’ το κατάστημα που δούλευα μικρό παιδί με τα υφάσματα και με τα πανάκια, τα οποία τα ψιλογνώριζα, και κάναμε την μπουτίκ και ήταν όλα καλά.
Θέλω λίγο να εστιάσουμε στο μαγαζί, στην pub.
Ναι.
Πρώτη φορά εκεί πέρα ποτέ πήγατε εσείς; Με κάποιον φίλο σας πήγατε;
Αυτό όταν το είχανε τα παιδιά, λίγο πιο μπροστά από μένα, από τον στρατό που γύρισα και το πήρα, όταν ερχόμασταν εκεί πηγαίναμε κι εμείς. Είχε δουλειά το μαγαζί, είχε δουλειά με τα παιδιά. Ε, μετά το πήρα εγώ, δεν είχε τόση πολλή δουλειά γιατί ανοίξανε ένας απ’ τους δύο στην κάτω πιάτσα, ας την πούμε. Γιατί εμείς ήμασταν ψηλά, επί της Μητροπόλεως, εκεί που είναι τα «Στάσου Μύγδαλα» από πάνω και… Εντάξει, μετά το ’δωσα το μαγαζί. Ερχόταν νεολαία, άκουγε μουσική, αφήναν μαλλιά και αυτοί. Εντάξει, βλέπανε εμένα, τους έδινα εγώ κουράγιο, γιατί εγώ ήμουνα ο πρώτος μαλλιάς και μετά αυτοί ακολουθούσανε εμένα…
Περιγράψτε μου λίγο τον χώρο. Πώς ήτανε;
Ο χορός ήταν ένας τετραγωνισμένος χώρος γύρω στα, μπορώ να πω 80 τετραγωνικά, με ένα μπαρ, με φωτογραφίες, όχι τίποτα ντεκόρ ιδιαίτερα και με πολλά λεφτά και… Απλό μαγαζί[00:25:00], το πιο πολύ ήτανε να έχεις καλά μηχανήματα. Τότες είχαμε τα «Κenwood», αυτά δουλεύαμε τότες τα μηχανήματα… Τα «Hitachi», «Kenwood»… Πουλάγαμε μουσική τότες. Δεν πουλάγαμε πλακάκια και αυτά, ντεκόρ και τέτοια… Απλά πράματα ήταν αυτά. Πουλάγαμε μουσική, δηλαδή ερχόταν ο άλλος να ακούσει rock, να χορέψει, να χτυπηθεί, να πιει δύο ποτά, να κουνήσει τα μαλλιά του πάνω-κάτω… Αυτά που… Αυτά γινόντουσαν, που και τώρα γίνονται, όταν κάποιος είναι ευδιάθετος και ακούει μια μουσική με τζιρτζίρια και ουάουα! Αναστατώνεται…
Το όνομα του μαγαζιού πώς ήτανε;
«Pub Rock 12».
Τι συμβολίζει αυτό;
Μάλλον ήτανε το, το 12 πρέπει να ’ναι, Μητροπόλεως 12, και το βγάλανε «Pub Rock 12», απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι. Τώρα με βρίσκεις λίγο… Δεν το πολυξέρω αυτό, αλλά έτσι το φαντάζομαι. Ότι ήταν το νούμερο της Μητροπόλεως 12 και το βγάλαν «Pub Rock 12», ξέρω γω. Και παρέμεινε, όταν το πήρα εγώ, πάλι το ίδιο όνομα, δεν το άλλαξα.
Προχωρήσατε σε κάποια αλλαγή;
Δεν υπήρχαν λεφτά για να κάνουμε αλλαγή. Τα αυτά, τα λεφτά κι αυτά, που ήταν γύρω στις τετρακόσιες χιλιάδες, είχα δουλέψει σερβιτόρος, μάζευα… Τότες δεν πήρα την αδερφή μου, ήτανε πιο νωρίς. Μετά όταν ανοίξαμε την μπουτίκ, που σας είπα ότι πήρα τριακόσιες χιλιάδες και μετά άλλες διακόσιες για να συμπληρώσουμε, γιατί δεν φτάνανε. Θέλαμε σακούλες, θέλαμε τέτοια πράματα. Αυτά.
Και περνούσε ο καιρός.
Ναι.
Το μαγαζί δεν πήγαινε καλά, μου είπατε.
Δεν πήγαινε καλά, ήρθε ένας Ελληνογερμανός, που ήταν στην Γερμανία… Τώρα εγώ για να το πουλήσω, να φύγω απ’ αυτό το, γιατί δούλευα και ο χρόνος χωρίς χρήματα δεν είχε μεγάλο τζίρο. Μέχρι και βάζαμε και λεφτά μέσα για να φανεί στον άλλον ότι το μαγαζί πάει καλά και τέτοια. Όλο πονηράδες, τα ελληνικά μας. Εντάξει, το παιδί το ήθελε το μαγαζί. Πιστεύω ότι και φυσιολογικά να το, να τ’ άφηνα έτσι δεν θα ’λεγε τίποτα. Απλώς για να επηρεαστεί, γιατί πάντα το χρήμα αναστατώνει τον άνθρωπο, βάζαμε και κανένα χιλιάρικο μέσα παραπάνω για να φανεί ο τζίρος από δυο χιλιάδες, τέσσερις, πέντε, έξι… Αναλόγως, για να επηρεάσουμε τον αγοραστή. Δεν είναι καλά πράγματα αυτά, αλλά η ζωή μάς ανάγκαζε να κάνουμε κόλπα για να επιβιώσουμε.
Το διατήρησε ως pub;
Το διατήρησε ο… Πώς τον λέγαν κιόλας; Δεν τον θυμάμαι, το παιδί. Ένα καλό παιδί ήτανε και είχε και λεφτάκια, γιατί δούλευαν στην Γερμανία ο πατέρας του και είχε πάρα πολλή τρέλα με την ξένη μουσική και το ’θελε το μαγαζί. Είχε κι αυτός τον κόσμο του, είχε δουλίτσα, αλλά μετά από ένα διάστημα το ’κλεισε κι αυτός, διορίστηκε δάσκαλος, αν δεν κάνω λάθος, και το παράτησε κι αυτός. Στην αρχή το ξεκίνησε, μετά, εφόσον διορίστηκε, πήγε στη δουλειά του.
Εσείς συνεχίσατε να πηγαίνετε;
Ναι, κάπου-κάπου πήγαινα, γιατί ήταν καλό παιδί και να τον βοηθήσουμε, να τον τζιράρουμε. Κάποιες στιγμές πήγαινα κι εγώ. Γιατί δουλεύαμε κιόλας και ο χρόνος ήταν περιορισμένος, μετά δουλεύαμε με σκαρπίνια, με τέτοια, να ήμασταν και κομψοί, αλλά το βράδυ τα πόδια πονάγανε. Μόλις πήγαινα σπίτι έβαζα τη λεκάνη με το νερό, που πάντα υπήρχε στη σόμπα το ζεστό νερό. Και τα ’βαζα μέσα, τα μούλιαζα και ησύχαζα κι έτσι κοιμόμουνα και την άλλη μέρα πάλι δουλειά.
Παρόλο αυτά ήταν η πρώτη pub.
Η πρώτη pub–
Το πρώτο rock bar–
Που έγινε, που έγινε στην Βέροια και είχε γίνει και ντόρος ότι άνοιξε ένα μαγαζί με, pub με μουσική, αυτό… Και είχε κόσμο σαν αρχή[00:30:00], ο κόσμος σ’ ένα καινούργιο μαγαζί και ειδικά τότες… Ήρθε κόσμος, αυτό... Μετά το πήρα εγώ.
Και όταν το αναλάβατε τι ονειρευόσασταν γι’ αυτό το μαγαζί;
Να ’χει λίγο δουλίτσα, να μπορούμε να επιβιώσουμε, αυτό… Και να περνάει καλά ο κόσμος, να τον φερόμαστε καλά για να ξανάρθει πάλι και έτσι περάσανε ο καιρός. Έφυγα κι εγώ και πήγα σε άλλη παραλία!
Κάνατε πάρτι εκεί;
Κάναμε κάποια πάρτι, κάτι γενέθλια, κάτι τέτοια πράγματα. Τώρα είναι τελείως διαφορετικά, είναι αλλιώς. Τότες δεν υπήρχαν και χρήματα πολλά στις οικογένειες ούτως ώστε να μπορούν να τζιράρουμε και να κάνουμε, αλλά ικανοποιούμασταν και με τα λίγα που βγάζαμε. Εντάξει, πορευόμασταν.
Άρα οι λόγοι για τους οποίους δεν πέτυχε αυτό το μαγαζί ποιοι θεωρείτε ότι ήταν; Μου είπατε ότι ήταν έξω–
Ήτανε–
Απ’ το κέντρο.
Ναι, ήτανε πάνω και που έπιασε όσο έπιασε, ξέρω γω, από απόψεως δουλειάς και έτσι ήτανε ότι ήταν το πρώτο μαγαζί. Αλλά κανονικά έπρεπε αυτό το μαγαζί να είναι προς την Ελιά, τέλος πάντων, σ’ εκείνη την περιοχή, για να μπορεί να… Γιατί εδώ κάτω υπήρχε πιο πολύς κόσμος, εκεί ήταν λίγο ξεκάρφωτα, αλλά επειδή ήταν σαν πρώτο μαγαζί ερχότανε κόσμος. Είχε δουλειά. Μετά ανοίξανε μαγαζιά προς την Ελιά και εκείνα κει ήτανε λίγο απόμερα, δεν πηγαίνανε πολλοί.
Το σημείο ήτανε που–
Το σημείο. Ήταν πάνω-πάνω που δεν βόλευε εκεί, εδώ ήταν καλύτερα.
Μήπως και οι γονείς δεν αφήναν τα παιδιά τους επειδή η μουσική ήταν τέτοια–
Οι γονείς δεν αφήναν, φοβόντουσαν, γιατί σου λέει: «Εκεί έχει ναρκωτικά, έχει αυτά», διάφορα τέτοια θέματα και, εντάξει τώρα, οι λίγο πιο μεγάλοι δεν καταλάβαιναν και τους γονείς. Σου λέει: «Τι; Εμείς πάμε, πίνουμε μια μπίρα, καλά είναι, ακούμε μουσική». Τώρα κάποιοι γονείς τα, τα φτιάχναν πιο δύσκολα τα θέματα. «Μην πάτε εκεί, έχει ναρκωτικά». Επειδή ακούγαμε ξένη μουσική δεν πάει να πει ότι υπάρχουν και ναρκωτικά και τέτοια πράματα, αλλά τότες επειδή και ο λαός ήταν λίγο πιο καθυστερημένος σε τέτοια θέματα, με την καλή έννοια φυσικά πιο καθυστερημένοι… Εντάξει, το είχαν το μαγαζί σαν «μην πάτε εκεί, έχει ναρκωτικά».
Στεναχωρεθήκατε όταν έκλεισε;
Όχι ιδιαίτερα, γιατί εγώ δούλευα. Ήθελα να κάνω κάτι, να γίνω επιχειρηματίας, γιατί και 14 χρονών που δούλευα στον Τσικερδάνο έβλεπα τι γίνεται με το εμπόριο. Ότι είναι μια καλή δουλειά το εμπόριο. Κάποιος φίλος με είχε πει παλαιότερα ότι το εμπόριο το ευλόγησε ο Θεός! Να βρεις κάτι και να το πουλάς, όχι βιοτεχνία και εργοστάσια και τέτοια. Εμπόριο, εμπόριο! Το ευλόγησε ο Θεός! Έτσι με είχε πει και λέω: «Όντως, έχει δίκιο». Άλλο τώρα να έχεις μια βιοτεχνία, άλλο να ’χεις μια εστίαση που να το φτιάχνεις εσύ το σουβλάκι, το μπιφτέκι, το τέτοιο, κι άλλο να πάρεις ένα αντικείμενο και να το πουλάς χωρίς πολλά-πολλά. Δίνεις λεφτά, παίρνεις αυτό, το πουλάς, ξαναπαίρνεις, το πουλάς, ξαναπαίρνεις. Ήταν καλύτερα το εμπόριο και έτσι μετά ασχολήθηκα με την μπουτίκ με τη γυναίκα μου. Παντρευτήκαμε, κάναμε την μπουτίκ και μέχρι σήμερα, από το ’81 μέχρι σήμερα, το μαγαζί δουλεύει. Απλώς άλλαξε διεύθυνση. Έφυγε απ’ την Ιπποκράτους, πήγε Προφήτου Ηλία σε ιδιόκτητο χώρο και εκεί είναι το παιδί και ασχολείται με τη δουλειά ο ένας και ο άλλος είναι στην εστίαση.
Στα επόμενα rock bar που ανοίξαν στην Βέροια πηγαίνατε;
Σ’ όλα τα μαγαζιά πήγαινα[00:35:00], γιατί υπήρχαν και φιλίες και μας αγαπούσανε. Μετά, εντάξει, θέλαμε να πιούμε ένα ουίσκι, δύο ουίσκι. Δεν πίναμε πολύ. Εγώ ειδικά δεν παρα-το-τραβούσα, είχα μία ήρεμη κατάσταση με τα ποτά. Πίναμε ένα ποτό, δύο ποτά. Αυτό ήτανε. Μετά απ’ τα club και απ’ τα, απ’ την ξένη μουσική ήρθε ένας φίλος από την Βοστώνη, απ’ το Boston και γίναμε φιλαράκια. Και αυτός άνοιξε ένα μαγαζί με εστίαση και τέτοια και πηγαίναμε στα μπουζούκια. Του ’λεγα: «Πάμε σ’ ένα κλαμπάκι να γουστάρουμε εκεί πέρα, με δέκα χιλιάδες θα την βγάλουμε, θα ’μαστε αρχηγοί. Αυτός προτιμούσε να πάμε στα μπουζούκια να πληρώσουμε διακόσιες χιλιάδες κι εκατό χιλιάδες τότες. Είχαμε λεφτά και ειδικά αυτός είχε πάρα πολλά και με κέρναγε κιόλας το παιδί. Να ’ναι καλά εκεί που είναι ψηλά, γιατί συγχωρέθηκε. Ο Νίκος ο Αμερικάνος, που είχε το πρώτο μαγαζί και αυτός, που ήρθε απ’ την Βοστώνη κι έκανε self service, το πρώτο μαγαζί στην Ιπποκράτους. Και έκανε self service και είχε πάρει και το «Mι», ενώ λεγόταν «Smile», το «Mι» το ’κλεψε από τα «Mc Donald’s», το «Mι», και τον είχαν κάνει και ο δικηγόρος που έλεγχε την Ελλάδα σε τέτοια θέματα, κλεψίματα και αυτά από φίρμες κι αυτά, γιατί ήταν πολυεθνική και είναι… Και το ’βγαλε μετά το «Mι» κι έβαλε το μικρό, το «Smile». Και πηγαίναμε στα μπουζούκια, εκεί πέρα πάλι εγώ ήμουνα στην rock, ήμουν στην soul, ήμουν σε τέτοια αυτά. Σιγά-σιγά πηγαίναμε, καθόμασταν, ερχόντουσαν οι κοπέλες, τότες ήταν με κοπέλες τριγύρω μας: «Από πού είσαι; Απ’ την Λάρισα» και διάφορα ψέματα, η κάθε μία έλεγε ό,τι ήθελε, τέλος πάντων, κι εσύ άκουγες, χωρίς να ξέρεις αν είναι απ’ την Λάρισα ή απ’ την Κατερίνη… Και μπήκαμε και στα λαϊκά, δηλαδή μας άρεσαν και τα λαϊκά, «σ’ αγαπώ, δεν μπορώ, θα χωρίσω», εκείνα, ξέρεις, οι κουβέντες αυτές και τα τέτοια μάς επηρέαζαν να πιούμε και κάνα ποτό παραπάνω και έτσι μπήκαμε και στα λαϊκά. Και καλά είναι κι αυτά, εντάξει είναι. Και ακόμα μας αρέσουν, ακούμε και ξένη και λαϊκά…
Όλα!
Σ’ όλα μέσα, σ’ όλα μέσα. Καλά είναι, έρχονται στιγμές που τα θέλεις καμιά φορά και αυτά.
Ανάλογα–
Και το ποτό λίγο σε επηρεάζει, σκέφτεσαι και τίποτα διάφορα θέματα και συγκινείσαι, εντάξει.
Τώρα rock μουσική ή λαϊκό πιο πολύ προτιμάτε ν’ ακούτε;
Ανάλογα με τη βραδιά τώρα και με τους φίλους. Συνήθως τώρα, επειδή μεγαλώσαμε κιόλας, δεν πάμε γιατί θα πουν: «Τι θέλει αυτός τώρα;». Τα παιδιά τώρα 20 χρονών. «Αυτός τι θέλει τώρα εδώ 68 χρονών να ακούει rock;». Που εγώ μεγάλωσα με την rock, με την soul και δεν πολυπάμε. Και εκεί που πάμε έχουν μια μουσική απαλή. Ελληνικά φυσικά. Καμιά φορά πηγαίνουμε και σε κανένα rock έτσι να ξεδώσουμε, να πούμε, να ακούσουμε λίγο τους Grand Funk, ν’ ακούσουμε τον Jimmy Hendrix με τα τζιρτζίρια του που ήταν απίθανος, γιατί ήμαστε και παιδιά απ’ το Woodstockτότες. Το Woodstock το είδαμε στον κινηματογράφο δέκα φορές, γιατί είχε πολύ ωραία μουσική και ήταν όλα τα καλύτερα συγκροτήματα, να πούμε, του κόσμου και ήταν πάρα πολύ ωραία τότε στο Woodstock. Και από εκεί ξεκίνησε και ο χιπισμός και όλα τα… Ναρκωτικά, το ελεύθερο σεξ, να μην κομπλάρουν, να μην κάνουν, να κάνουν σεξ όπου θέλουν, να πίνουν ό,τι θέλουν, να κάνουν ό,τι θέλουν.
Η μουσική υπήρξε ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής σας.
Ναι! Ναι, γιατί δούλευα και σε μια ντισκοτέκ, αυτό δεν το ’παμε, που εκεί πέρα δεν παίρναμε λεφτά, απλώς ήμασταν μικρά παιδιά. Ξεκινάγαμε καριέρα, έτσι, να δούμε τι γίνεται[00:40:00] και πολλές φορές το αφεντικό κοίταζε τι παίρνω, τι κάνω και εγώ επειδή δεν υπήρχαν και λεφτά έπαιρνα τρία νερά και το ένα ήταν βότκα, να πούμε, και φαινόταν σαν νερό και το πήγαινα στα φιλαράκια να ψιλοπιούμε κάτι, να φτιαχτούμε. Γιατί όταν φτιάχνεσαι είσαι πιο ευδιάθετος, κάνεις πράγματα που δεν τα κάνεις νορμάλ και ξέρω γω, τέτοια πράγματα… Και δουλεύαμε εκεί πέρα στην ντισκοτέκ. Πάλι προτού να πάω στον στρατό φυσικά, και ο κόσμος τότες, ανοίγαμε Σαββατοκύριακο, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή. Ειδικά το Σάββατο είχε πάρα πολλή δουλειά, ακούγαμε μουσική μέχρι τις 12:00, rock και soul, και μετά τις 12:00 ελληνικά, γιατί ο λαός ήθελε και λίγο το ελληνικό μετά τις 12. Φτιαχνόντουσαν κιόλας… Εν τω μεταξύ, εκεί πέρα στην ντισκοτέκ επειδή και μουσική έβαζα και τον σερβιτόρο έκανα, μετά παίρνανε disc jockey και έβαζε μουσική και δεν χόρευε κανένας. Ποιος θα πάει πρώτος στην πίστα, δεν πήγαινε κανένας. Αναγκαζόμουν εγώ, έπαιρνα μια κοπέλα, «έλα να χορέψουμε». Μόλις ανεβαίναμε πάνω στην πίστα σ’ ένα δευτερόλεπτο γέμιζε η πίστα, μετά κατέβαινα εγώ γιατί είχα και δουλειά. Απλώς τους ξεκίναγα εγώ, τους ξεκίναγα εγώ.
Τα νοσταλγείτε όλα αυτά τώρα;
Ποιο;
Τα νοσταλγείτε όλα αυτά;
Εντάξει, απλώς περνάνε από το μυαλό μου, περνάνε από το μυαλό μου… Αλλά, εντάξει, η ζωή συνεχίζεται. Τώρα έχουμε άλλα ενδιαφέροντα, άλλα θέματα, έχουμε τα εγγόνια, είμαστε δίπλα στα παιδιά μας, τους βοηθάμε όσο μπορούμε.
Αν τα εγγόνια σας έρθουν και σας πουν θέλουν να αφήσουν μακρύ μαλλί ή ότι πηγαίνουν πολύ σε rock bar, σε μαγαζιά που…
Ε, τώρα τα παιδιά ό,τι θέλουν κάνουν. Δεν μπορείς να τους πεις εσύ τώρα, όπως ήταν ο πατέρας μου παλιά, που έλεγε: «Σαν Ιταλός αιχμάλωτος είσαι, κόψε τα μαλλιά, κόψε τα μαλλιά». Μ’ έλεγε: «Σαν Ιταλός αιχμάλωτος είσαι», μ’ έλεγε! «Ρε μπαμπά» λέω, «θα περάσει και αυτό, μη στεναχωριέσαι. Θα περάσει αυτό!». Λέει: «Πότε θα περάσει» λέει, «κόψ’ τα από εκεί να ησυχάσουμε». Αλλά εμείς, εντάξει, όταν ήταν να κοπούν, κοπήκαν. Μετά τον στρατό τέλειωσε αυτό το… Μέχρι 20 χρονών είχαμε μαλλιά, αυτά. Μετά τα κόψαμε, κοιτάζαμε να βρούμε καμιά δουλειά, να επιβιώσουμε, να κάνουμε καμιά επιχείρηση και όπως, όπως τα σκεφτόμουνα, μας ήρθαν έτσι καλά.
Τώρα που τα θυμηθήκατε όλα αυτά;
Συγκινήθηκα λίγο, για να είμαι ειλικρινής, αλλά είπαμε. Η ζωή συνεχίζεται.
Οι αναμνήσεις.
Οι αναμνήσεις. Κορίτσια μπόλικα είχαμε τότες, χαμός γινόταν. Πέρα-δώθε, απ’ εδώ, απ’ εκεί… Είχαμε πολλές αυτές, γιατί ήμουν κι εκκεντρικός εγώ και όλες θέλανε να είναι μαζί μου, αλλά τι να πρωτοπρολάβω! Ό,τι μπορούσα έκανα. Αυτά.
Θέλω να σας ευχαριστήσω.
Ευχαριστώ και εγώ!
Η ιστορία σας ήταν πάρα πολύ ωραία.
Επειδή είσαι καλό παιδί γι’ αυτό κάθισα μαζί σου να τα πούμε–
Να ’στε καλά!
Γιατί ξέρω και τον πατέρα σου.
Να ’στε καλά!
Αλλά κι άλλος να ερχότανε πάλι θα τον βοηθούσα να, εφόσον θέλει να κάτι τέτοιο να μάθει για τη ζωή μας ή για την pub την πρώτη και τη ζωή μας.
Θέλετε να συμπληρώσετε κάτι άλλο;
Να ’σαι καλά και όλα καλά.
Ευχαριστώ πολύ.
Και εγώ.
Φωτογραφίες

Λευτέρης Δημητριάδης
Εν ώρα εργασίας στην πρώτη pub της πόλης.

Λευτέρης Δημητριάδης
Στο μαγαζί.

Λευτέρης Δημητριάδης
Το μακρύ μαλλί του, σύμβολο της νεανικής τ ...
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Λευτέρης Δημητριάδης εξιστορεί πώς ανέλαβε τη διεύθυνση της πρώτης pub στην Βέροια το 1977, αμέσως μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας. Η δημιουργία ενός μαγαζιού με εντελώς διαφορετική φυσιογνωμία και μουσική αισθητική από αυτές που γνώριζε μέχρι τότε η τοπική κοινωνία ήταν και ο λόγος που η επιχείρηση δεν μακροημέρευσε. Παρ' όλ' αυτά, δεν παύει να αποτελεί το πρώτο μαγαζί στην πόλη από το οποίο ήχησε rock μουσική, προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις. Η πρωτοποριακή για εκείνη την εποχή εμφάνιση του αφηγητή, με το μακρύ και φουντωτό μαλλί του, υπήρξε υπήρξε βασικό στοιχείο της προσωπικότητας του. Όπως ο ίδιος αφηγείται, ήταν κάτι που αγάπησε, όπως βεβαίως και τη rock μουσική, κόντρα σε όλες τις κοινωνικές νόρμες της επαρχιακής Βέροιας εκείνης της εποχής.
Αφηγητές/τριες
Ελευθέριος Δημητριάδης
Ερευνητές/τριες
Θανάσης Σκούφιας
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
15/06/2023
Διάρκεια
44'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Λευτέρης Δημητριάδης εξιστορεί πώς ανέλαβε τη διεύθυνση της πρώτης pub στην Βέροια το 1977, αμέσως μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας. Η δημιουργία ενός μαγαζιού με εντελώς διαφορετική φυσιογνωμία και μουσική αισθητική από αυτές που γνώριζε μέχρι τότε η τοπική κοινωνία ήταν και ο λόγος που η επιχείρηση δεν μακροημέρευσε. Παρ' όλ' αυτά, δεν παύει να αποτελεί το πρώτο μαγαζί στην πόλη από το οποίο ήχησε rock μουσική, προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις. Η πρωτοποριακή για εκείνη την εποχή εμφάνιση του αφηγητή, με το μακρύ και φουντωτό μαλλί του, υπήρξε υπήρξε βασικό στοιχείο της προσωπικότητας του. Όπως ο ίδιος αφηγείται, ήταν κάτι που αγάπησε, όπως βεβαίως και τη rock μουσική, κόντρα σε όλες τις κοινωνικές νόρμες της επαρχιακής Βέροιας εκείνης της εποχής.
Αφηγητές/τριες
Ελευθέριος Δημητριάδης
Ερευνητές/τριες
Θανάσης Σκούφιας
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
15/06/2023
Διάρκεια
44'