Η ζωή στη Ζέρβη Εδέσσης κατά τη δεκαετία του 1960
Ενότητα 1
Τα έθιμα των Χριστουγέννων και του Καρναβαλιού
00:00:00 - 00:07:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα, η κυρία Μαίρη Πάσχου; Καλησπέρα μας! Είμαι εδώ με την κυρία Μαίρη Πάσχου, στην Έδεσσα, είναι 12 του Ιουνίου του 2023. Θέλετ… στην αίθουσα, τραβούσαμε τα θρανία μας στην άκρη και χορεύαμε « Καλώς μας ήρθες τρελό μας καρναβάλι ». Τώρα, εντάξει, αυτό είναι Απόκριες.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Οι αγροτικές και οικιακές εργασίες στο χωριό. Η σχολική ζωή
00:07:36 - 00:30:38
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
25 Μαρτίου, που λες, κάναμε και παρέλαση και ας είχε χιόνι, θα κάναμε την παρέλασή μας, θα λέγαμε τα ποιηματάκια μας. Ποιήματα αρκετά, όλοι …ιά φορά κι αυτή να σ' τα πει. Αυτοί τα θυμούνται πιο πολύ. Ναι, δεν μπορώ να θυμηθώ παροιμίες, πολλά… Αλλά δεν μου έρχονται τώρα στο μυαλό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Έθιμα των Θεοφανίων και του γάμου. Παραδοσιακά φαγητά
00:30:38 - 00:46:38
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κάτι άλλο από τη ζωή στο χωριό θυμάστε; Ζωή στο χωριό… Τα πανηγυράκια μας, της Αγίας Παρασκευής, του Αγίου Γεωργίου είπαμε έχουμε. Κάναμε … ξέρω κάτι άλλο. Τι έκαναν; Στο σπίτι έκαναν, ό,τι έκαναν. Έκαναν. Μας φρόντιζαν, μεγαλώσαμε… Παραπέρα δεν μπορώ… Τι άλλο; Δεν μου έρχεται!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Σχολική ζωή. Αγροτικές και οικιακές εργασίες
00:46:38 - 00:56:05
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εντάξει. Θα μας πείτε κάποιο στιγμιότυπο έτσι από τα παιδικά σας χρόνια; Στο σχολείο; Πώς τα περνούσατε; Πως ήταν οι δάσκαλοι απέναντί σας; …και ο Νίκος, αφού τελείωσε. Είναι, ανά δυόμισι χρόνια είμαστε. Ήρθε να μάθει τέχνη μαραγκός και ήμασταν δύο στο κρεβάτι, εγώ κι ο Μπάμπης.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η κατασκήνωση «Το Σπίτι του παιδιού» και η εφηβική ζωή στην Έδεσσα
00:56:05 - 01:02:13
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μετά από δυόμισι χρόνια, αφού τελείωσα και εγώ το σχολείο μου, πήγαμε και μία θάλασσα τότε. Ήταν το Σπίτι του Παιδιού, βασιλίσσης Φρειδερίκη…ε και, εντάξει, κατεβαίναμε. Ένα, δύο, τρία χρόνια αυτό, μετά από τρία χρόνια χαλαρώσαμε, μεγαλώσαμε… Δεκαπέντε! Μέχρι εδώ. Κι άλλο να λέω;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η γνωριμία και ο γάμος με τον σύζυγο. Ταξίδι στα Ιεροσόλυμα
01:02:13 - 01:28:21
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να πεις… To πώς γνώρισα τον Μανώλη μετά; Συνέχεια; Αυτά τώρα έφυγαν από τα παιδικά χρόνια. Δεν πειράζει. Πάμε, συνεχίζουμε! Ναι; Δεν θέ…καλά. Βοηθήσατε, φυσικά! Ευχαριστώ πάρα πολύ! Να 'στε καλά! Κι εσείς! Εύχομαι καλή επιτυχία σε όλα. Ευχαριστώ. Σε ό,τι χρησιμεύουν αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα, η κυρία Μαίρη Πάσχου;
Καλησπέρα μας!
Είμαι εδώ με την κυρία Μαίρη Πάσχου, στην Έδεσσα, είναι 12 του Ιουνίου του 2023. Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για εσάς; Aπό πού κατάγεστε; Πώς ονομάζεστε;
Kαι βεβαίως… Ναι, ονομάζομαι Πάσχου Μαίρη το γένος Ίνδου από το χωριό Ζέρβη Εδέσσης γεννηθείσα εκεί το 1957, 7 Σεπτεμβρίου, ορίστε και η ηλικία μου… Μεγαλώσαμε στο χωριό αυτό, ακριτικό χωριό βέβαια, όχι πολλά πράγματα, αλλά με ό,τι παρείχε εκεί το χωριό περάσαμε, ζήσαμε. Παιδικά χρόνια με λαστιχένια παπουτσάκια, με νύχια σπασμένα, με δάχτυλα ξυπόλητα. Tρέχαμε εδώ, εκεί, ξέγνοιαστα… Στο σχολείο, είχαμε και σχολείο ωραίο και καλό, πολλά παιδιά, είχαμε ως και εκατόν πενήντα παιδιά, όταν ήμασταν στα χρόνια μας. Τρέχαμε και παίζαμε τα ξέγνοιαστα χρόνια. Μεγαλώνοντας είχαμε, είμαστε τέσσερα τέσσερα αδέρφια, εγώ είμαι η τρίτη. Σαν κορίτσι, εντάξει, βοήθαγα τη μανούλα μου και τα αδέρφια μου βοήθαγα. Ο μπαμπάς μου πήγαινε να δουλεύει, να στα ρύζια, να στα - δεν ξέρω - εκτός πήγαινε, είχαμε τις φροντίδες του χωριού. Αγελαδίτσα, αγελαδίτσα στον στάβλο είχαμε, κατσικούλες είχε η μανούλα, ζύμωνε ψωμάκι, έκανε δουλίτσες στο χωράφι και όταν γύριζε, έπλενε και τα πόδια του πατέρα…Τα έπλενε. Το μπέικο το είχανε αυτό οι άντρες. Και ας ξεκινήσουμε, από Χριστούγεννα θα πούμε, ας πιάσουμε χρονική λίγο αναμνήσεις Χριστουγέννων. Θυμούμαι που περιμέναμε τον ιερέα. Και χιόνια να είχε, ο ιερέας θα ερχότανε. Μπορεί να ήταν μεσημέρι, μπορεί να ήταν 11, θα ερχόταν να κάνουμε Χριστούγεννα. Τρέχαμε, «Μάνα, ήρθε, ήρθε ο παπάς». Ωραία! Πήγαινε ο μπαμπάς μου να κόβει ένα δέντρο χριστουγεννιάτικο. Τι δέντρο; Aυτά τα κέδρα, χριστουγεννιάτικα, για να χαιρόμαστε, ωραία και καλά. Το στολίζαμε με βαμβάκι, χρυσόχαρτα από τα τσιγαράκια του - είχε και τσιγάρο ο παππούς, κάπνιζε - να κάνουμε σχέδια, να τυλίγουμε τα καρύδια. Το κάναμε ένα δεντράκι την παραμονή Χριστουγέννων, σαν παιδικά τώρα χρόνια. Το πρωί θα λέγαμε και κάλαντα, τα οποία κάλαντα με χιόνια πάντα, ένα τουρβά στον ώμο ο καθένας, καλαντίζαμε από τα χαράματα. Το βράδυ έκαναν οι μεγάλοι - και εμείς μαζί - φωτιά στο χωριό μεγάλη, με όλα αυτά τα κέδρα. Κατά τα μεσάνυχτα και θα έβγαιναν οι μεγάλοι άντρες για να πούνε -Τζαμαλάρηδες ντυμένοι, υποτίθεται απ’ τα κάρβουνα της φωτιάς βάφανε τα προσωπάκια τους και βγαίναν αυτοί πρώτα να πούνε «Ωωω, Κόλντα, ωωωω, Σούρβα», φώναζαν. Τους κέρναγαν αυτούς τζιμπρίνες. Είχαν σφάξει τα γουρουνάκια παραμονές, για να περάσουν γιορτές.
Τι είναι οι τζιμπρίνες;
Οι τζιμπρίνες, το λίπος το χοιρινό, τηγανιτό χοιρινό και ωμά τους δίνανε, για να κάνουν μεζέ ύστερα όλοι μαζί αυτοί, η παρέα, να γιορτάσουνε τα Χριστούγεννα. Και μετά εμείς αρχίζαμε χαράματα, αφού τελείωναν αυτοί. Στα σπίτια που πηγαίναμε είχανε καλαμπόκι και σιτάρι. Η παρέα που είχε καλαμπόκι, θα μάζευε το καλαμπόκι, όποια έδινε η μανούλα, η νοικοκυρά καλαμπόκι. Σε άλλα σπίτια έδιναν σιτάρι, στον άλλον τουρβά, ωραία. Τον γεμίζαμε τον τουρβά, τα λέγαμε τα καλαντάκια μας. Χαράματα, ξημερώματα τρέχαμε στον μπακάλη για να πάμε να ψωνίσουμε τα καλούδια μας. Τα ζύγισε τα σιταράκια μας και μας έδινε αυτός λεφτά αντίστοιχα και φωνάζαμε, καλέ, χαρά… Αυτή ήταν η χαρά μας! Πηγαίναμε ύστερα στην εκκλησιά, όταν ερχόταν ο παπάς, όποια ώρα ερχόταν να γιορτάσουμε. Στον Άι – Γιώργη επάνω ψηλά, αλλά πηγαίναμε.. Πάμε στην ημέρα των Χριστουγέννων. Όργανα, και ας είχε χιόνι! Είχαμε δύο μουσικά συγκροτήματα, τρία, δύο, βασικά δύο.. Κλαρίνο, τύμπανο, κορνέτα, μικρό τύμπανο και κάναμε το γλέντι γύρω-γύρω στην πλατεία. Όλοι χορεύαμε. Μπορεί και δεύτερη μέρα, γιατί - και τρίτη. Και πάμε σε Πρωτοχρονιά να πούμε. Πρωτοχρονιά τα ίδια, πάλι, φωτιές πάλι, κάλαντα πάλι. Περιττό να πω, το πρωί όποιος έπεφτε, γλιστρούσαμε από τα χιόνια, τα σιτάρια σκορπισμένα από 'δώ κι από 'κεί.
Τα ίδια κάλαντα λέγατε;
Τα ίδια, τα ίδια κάλαντα…. Τα Χριστούγεννα λέγαμε «Ωωω, σούρβα» και
Tα θυμάσαι;
Την Πρωτοχρονιά λέγαμε «Ωωω, κόλιντα μπάμπω, κόλιντα μπάμπω». Σούρβα, κόλιντα, ναι …
Σούρβα τι σημαίνει;
Σούρβα που ανάβαμε τις φωτιές. Ακριβώς τι σημαίνει; Το άναμμα της φωτιάς, ναι, αν το θυμάμαι καλά. Και μας δίνανε ύστερα τα καλαντάρια μας, τα κόλιαντα αυτά ήτανε. Μια οικογένεια μάς έδινε μισή δραχμή, αλλά είχε πολλά σκυλιά προς την πάνω γειτονιά και δεν τολμούσαμε να πολυπάμε. Περιμέναμε άλλες παρέες να έρθουνε για να ανεβούμε στο τελευταίο σπίτι του χωριού. Μισή δραχμή έδινε εκείνος, αυτό! Πάμε, να σου πω. Πάει, θα σου πω της Μεγάλης τώρα, Απόκριες… Απόκριες, επίσης, ντυνόμαστε καρναβάλια. Όργανα. Κάποιοι μεγάλοι άντρες επίσης ντύνονταν. Θα πηγαίναμε να χαιρετίσουμε να κάνουμε τη συγχώρεση, να ζητήσουμε από όλους, παππούδες, θείες, γιαγιάδες, συγχώρεση. Να μας δώσουν την συγχώρεση και λεφτά συνάμα, κάνα λεφτάκι, εικοσάλεπτο, δεκάλεπτο, ό,τι είχανε... Ναι, πάλι είχαν τα όργανα, πάλι ψυχαγωγία τέτοια, με το αυτό είχαμε, γύρω - γύρω όλοι, γι' αυτό και μάθαμε τους χορούς, τους παραδοσιακούς χορούς από μικρά. Τα μάθαμε όλοι. Μεγάλοι και γύρω - γύρω οι μικροί. Να, ο κύκλος μεγάλος! Απόκριες…
Τι ντυνόσασταν;
Καρναβαλάκια. Ό,τι βρίσκαμε, αλλά είχε και μάσκα στο χωριό. Χάρτινες μάσκες έφερνε το μαγαζί και φορούσαμε και μία μάσκα. Ε ναι, να μη μας γνωρίζουνε. Ναι, ό,τι βρίσκαμε. Κυρίως μάσκα φέρνανε. Δεν ξέρω εγώ τίποτα άλλο, δεν μου έρχεται στο μυαλό.
Αν θυμάμαι καλά, τα καρναβάλια γίνεται το έθιμο των προσταβάινα. Έτσι δεν το λέμε;
Ναι, τα μικρά καρναβάλια, τα μεγάλα καρναβάλια είναι το προσταβάινε που λες, προσταβάινε.
Θα μας το εξηγήσετε λίγο;
Η Κυριακή της συγχωρήσεως είναι, ναι, αυτή. Αυτό που λέω ότι πάμε να γυρίσουμε σε όλους τους μεγάλους, παππούδες, θείους και έτσι και λέγαμε και κατιτίς, δεν ξέρω, αυτό! Και μετά στην πλατεία γυρνούσαμε και κάνανε τους χορούς κι αυτά. Το βραδάκι, αν έβραζε, οι μάνες έβραζαν και τα αυγουλάκια τους, θα τα δένανε με μία κλωστή χοντρούλα έτσι στον πλάστη - ο πλάστης που κάνουμε την πίτα- και να κάνουνε την Λάμκα. Η Λάμκα είναι το βρασμένο αυγό με τον πλάστη να την μοιράσει στα στόματα των, «Αμ, αμ», να ανοίγουμε εμείς τα στόματα, να πιάσουμε το αυγό, που σημαίνει να φάμε αυγό τώρα, να κλείσει το στόμα μας με αυτό το αυγό και να ανοίξει το Πάσχα ύστερα το κόκκινο αυγό. Νηστεία, αρχίζει η νηστεία... Έκαναν και πίτα, τυρόπιτα, οι μάνες, ναι. Και άρχιζε η Σαρακοστή μετά. Από εκεί δεν ξέρω, δεν θυμάμαι… Τη Σαρακοστή δεν είχαμε ιδιαίτερα παπά, για να πούμε ότι κάναμε τις Παρασκευές τους Χαιρετισμούς, δεν θυμάμαι. Ο παπάς ερχόταν μόνο στις μεγάλες εορτές, ναι! 25 Μαρτίου που είναι μέσα στη Σαρακοστή, όμως, κάναμε την παρέλασή μας. Κάναμε και τα καρναβάλια στο σχολείο, γιορτούλα. Ναι, ντυμένοι με τα καρναβαλάκια μας στο σχολείο, στην αίθουσα, τραβούσαμε τα θρανία μας στην άκρη και χορεύαμε «Καλώς μας ήρθες τρελό μας καρναβάλι». Τώρα, εντάξει, αυτό είναι Απόκριες.
25 Μαρτίου, που λες, κάναμε και παρέλαση και ας είχε χιόνι, θα κάναμε την παρέλασή μας, θα λέγαμε τα ποιηματάκια μας. Ποιήματα αρκετά, όλοι μας, όχι τώρα δυο-τρεις που έχουνε. Με το γιακαδάκι μας το άσπρο, με ποδιά, κάναμε και παρέλαση, ναι, παρέλαση, μέχρι την πλατεία κάτω. Το σχολείο μας ήτανε στο τέλος του χωριού και κατέβαινε μέχρι την πλατεία κάτω, έτσι. Και σαν Άνοιξη πηγαίναμε και εκδρομούλες με το σχολείο μας. Είχαμε τον δάσκαλό μας, έναν δάσκαλο που είχε κουμπάρο στην Παναγίτσα και όταν μας έκανε μια εκδρομή μεγάλη, ας το πούμε, στην Παναγίτσα μάς πήγαινε, στο διπλανό χωριό, γιατί έχει και κουμπάρο δάσκαλο. Και από την τρελή χαρά μας να πάμε και στην Παναγίτσα, θαρρείς ποιος ξέρει τι θα δούμε, αλλά κάναμε μια πορεία αρκετούτσικη μέχρι την Παναγίτσα. Πάσχα…Το Πάσχα ήταν και αυτό ευλογημένο, μέσα σε αυτές τις μέρες του Πάσχα, από 25 Μαρτίου κι έτσι, να σπείρουνε τις πατατούλες. Τρέχαμε κι εμείς να βάλουμε πατατούλες στο χωράφι με τη μάνα. Εγώ με μικρή τσαπίτσα. Και τα αγόρια ερχόντουσαν, οι θείες. Τα φασόλια να σπείρουμε, τα καλαμπόκια, κολοκύθια στα καλαμπόκια δίπλα. Ναι, και αφού έβγαιναν αυτά, όταν μεγάλωναν λίγο καιρό, επίσης βοηθούσαμε, για να τα σκάψουμε, να τα κάνουμε φωλίτσες έτσι, για να έχουνε τη δροσιά τους τα φυτά. Όλοι μαζί, με τις μάνες… Δυο- δυο, τρεις γυναίκες θα πηγαίναν, δυο συννυφάδες, τρεις, έτσι, και εμείς μαζί, σειρά- σειρά ο καθένας. Η θεία μου η Ρωξάνη είχε κι ένα ραδιόφωνο στην ποδιά της να ακούει τον Λαμπίρη. Τι θυμάμαι τώρα… Σ' τα λέω κι αυτά;
Εννοείται. Όλα.
Η θεία μου η Ρωξάνη ήταν λίγο, είχαν λίγο πιο άνεση χρημάτων, ίσως, και είχε το ραδιόφωνο. Και μας βοηθούσανε, δεν μπορούσαμε να τελειώσουμε, μας βοήθησαν και λίγο κι εμάς. Καλό, μαθαίναμε δουλίτσα δηλαδή από τα μικρά χρόνια, βέβαια.
Τι άλλα εργαλεία είχατε. Είχατε τσάπες από ό,τι είπατε, κάτι άλλο;
Χειρωνακτικά;
Ναι.
Εργαλεία; Οι τσάπες, το δρεπάνι. Κόβανε το σιτάρι, το θέριζαν με το χέρι. Το δρεπάνι του παππού το έχω εδώ εγώ, μου το έδωσε: «Πάρ’ το, να το έχεις ενθύμιο!». Τον κοσά… Ο κοσάς είναι που έκοβαν οι άντρες τα τριφύλλια, τα χόρτα, την βρίζα. Η βρίζα ήτανε για τα ζωάκια να τρώνε. Και χειρωνακτικά… Τα τσε[00:10:00]κούρια είχαν οι άντρες να κόβουν τα ξύλα κι εμείς είχαμε ένα μικρό για να μαθαίνουμε, κι εμείς κι εμείς κόβαμε ξύλα, μικρό, το μπαλτάτσε. Το μεγάλο τσεκούρι είναι ο μπαλτάς και το μικρούτσικο το μπαλτάτσε. Χειρωνακτικά, τι άλλο; Χειρωνακτικά… Δεν ξέρω τώρα.
Υπήρχαν μηχανές; Είχατε κάτι;
Ο μπαμπάς, οι μπαμπάδες μας είχανε, όργωναν με τα ζωάκια. Το αλέτρι, είχαν το αλέτρι με τα ζωάκια, δεν είχανε μηχανές. Αργότερα ήρθανε οι μηχανές. O θείος Χρήστος είχε τρακτέρ, νωρίς είχε, ο θείος Πέτρος, οργώνανε κι αυτοί. Και όταν πια αρχίσανε να έρχονται μηχανές να θερίζουν, να αλωνίζουν μετά. Πρώτα θέριζαν με τα χέρια τους τα αυτά, μετά τα πηγαίνανε στα αλώνια, τις θημωνιές όλες αυτές έξω από το χωριό κι εκεί ερχόταν μηχανή να τα αλωνίσει. Χαρά κιι εμείς, τρέχαμε εκεί. Πλην αυτού όμως, αυτό που έκοβε θα ήταν η βρίζα, θυμάμαι, με τα χέρια πάλι ο παππούς ο Ντίνες - Κώστας. Στο αλώνι τα απλώνανε τα στάχυα και τα… Αγελάδα θα ήτανε, γαϊδουράκια θα ήταν γύρω- γύρω από το αλώνι, ένας στύλος στη μέση, στο κέντρο του αλωνιού, ένας ξύλινος, χοντρός στύλος, γύρω- γύρω το αλογάκι μέχρι να τυλιχτεί στο κέντρο. Μετά το γύριζε από την άλλη πλευρά γύρω- γύρω- γύρω μέχρι να ανοίξει, να πάει σε όλο το αλώνι. Και μέχρι να τρέξει αυτός, να κάνει αυτός εκεί το γύρω-γύρω, εμείς πηδάγαμε και τρέχαμε μέσα στα στάχυα να κάνουμε τις τούμπες μας, ναι! Μετά, μετά το σιτάρι ήταν, όχι, η βρίζα ήταν, μετά να το κάνουμε με τα φτυάρια να το αερίσουν να φύγουνε τα στάχυα, να πετάνε στον αέρα τα σιταράκια αυτά… Η βρίζα. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να θυμηθώ. Να τα πετάνε ψηλά- ψηλά, να μαζεύεται η κούπα - κούπα και το αεράκι να παίρνει τα στάχυα τα ψιλά. Χειρωνακτικές δουλειές όλες! Και μαζεύαμε τα δοχεία αυτά κι έτσι. Τα στάχυα αυτά τα έριχνε ο παππούς - αυτά ήταν για να τρώνε τα ζώα. Τα βάζαμε μετά στον αχυρώνα. Ο αχυρώνας μέσα είχε… Οι βάσεις του ήταν ξύλα χοντρά, καστανίσια ξύλα - ή δεν ξέρω, οτιδήποτε - της σκέπης, ας πούμε, και ανεβαίναμε σε αυτές τις σκεπές εμείς, σε αυτά τα χοντρά ξύλα και μας έλεγε: «Τώρα να πηδήξετε, να παίζετε. Να πηδήξετε, να παίζετε». Το τερπνόν μετά του ωφελίμου! Εμείς χαρά, να πηδάμε, αλλά αυτό είχε και τον σκοπό να τα καθίζει τα στάχυα για να κάθονται για να ρίξουν κι άλλα. Να τα στοιβάξουμε λίγο έτσι, να τα πατήσουμε. Τρελή χαρά, ναι! Παιδιά, τρέχαμε εκεί. Αυτά στο θέρος. Καρπούς είχε διάφορους καρπούς και πάλι κερασιά είχε και πηγαίναμε, τρώγαμε εκείνη την κερασιά, όταν σχολάγαμε από το σχολείο. «Πάμε στην κερασιά να μαζέψουμε κεράσια;». Πηγαίναμε στην κερασιά, να μαζέψουμε κεράσια. Του πατούσαμε τα φασόλια τα καημένα. «Πάλι πατήσατε τα φασόλια;». «Έπρεπε να φάμε κεράσια!». Τα φασόλια… Μηλαράκια, τα άγρια, έβαζε. Έφερνε ο μπαμπάς με τα δέντρα ο πρώτος που έφερνε. «Έφερα εγώ αυτό!», έλεγε. «Έφερα κερασιές, έφερα, και σιτάρι έφερα εγώ!», έλεγε ο μπαμπάς μου. «Και έφερα και την τάδε ποικιλία μήλα, την τάδε ποικιλία!». Έφερναν κερασάκια σιγά-σιγά, έφεραν και τα μηλαράκια. Γέμιζε και καρπούς δέντρα. Αρκετά αργότερα και τα ροδάκινά τους κι αυτά, τι είχαν, αχλαδάκια είχαν άγρια, πολλά αχλαδάκια είχαν. Τρώγαμε, συντηρούμασταν με αυτά. Μπουλούβρες μαύρες, και αυτές πολύ ωραίες, συμπληρώναμε.
Τι είναι αυτό;
Τα κορόμηλα… Όχι, μπουλούβρες… Καϊσιά. Είχε και μία καϊσιά στο δέντρο στην αυλή… Καϊσιά, καρύδια είχε, είχε καρπούς, τα οποία ήτανε φυτεμένα από παλιά, από μόνα τους, δέντρα μεγάλα. Βέβαια, τα θυμάμαι μεγάλα εγώ! Γκορτσιές… Κι από τις γκορτσιές τρώγαμε. Μαζεύαμε να τρώει το γουρουνάκι. Το άγριο αχλάδι είναι η γκόρτσια. Μία κοντούλα είχε η θεία Ρωξάνη. Τρέχαμε στην κοντούλα και εμείς μετά από το σχολείο να φάμε κοντούλες νοστιμότατες. Τα κορόμηλα τα μικρά, τα κίτρινα, τα άγρια… Όλα αυτά ήταν άγρια, δεν ήταν φυτεμένα, δηλαδή, όπως τώρα, εμβολιασμένα με αυτά. Άγρια κορόμηλα, τα οποία τα χάραζαν οι μάνες σε δύο - τρία μέρη, για να τα στεγνώσουν στον ήλιο, να έχουμε για τον χειμώνα. Όπως και στέγνωναν και τσιρόνια, για να έχουν για τον χειμώνα. Τα απλώνανε. Τα τσιρόνια, τα ψάρια τα μικρά της λίμνης, ναι, για να έχουμε για τον χειμώνα. Όπως και το γουρουνάκι… Τα Χριστούγεννα που σφάζαμε το έβαζαν στο λίπος, το τηγανίζανε λίγο και το έβαζαν στο λίπος, το στοιβάζανε στο δοχείο, για να έχει να τρώμε τις Κυριακές. Ο μπαμπάς μου εν των μεταξύ ήταν κυνηγός. Είχε ένα σκυλί, την Κάρμεν, θυμάμαι, και μετά κι άλλο. Ποιος ξέρει; Και επειδή είχε χιόνια, κατέβαιναν οι λαγοί χαμηλά, κυνηγούσαν, μας έφερνε και λαγούς. Μεγαλώσαμε με λαγούς εμείς. Για αυτό τρέχω, λες, τόσο;
Μπορεί.
Ναι. Έφερνε συχνά λαγούς. Τα ποδαράκια από τους λαγούς μάς τα καθάριζαν να τα έχουμε στο σχολείο να σβήνουμε τον πίνακα. Είχε σφουγγάρι βέβαια, κι είχαμε και ποδαράκια. Στο σχολείο μας ξυλόσομπες είχανε. Κουβαλάγαμε. Από το ένα στο άλλο πάω τώρα, ε;
Δεν πειράζει
Ό,τι θυμάμαι, ε;
Λέγε, λέγε!
Κουβαλάγαμε ξύλα από το σπίτι κάθε πρωί, κυρίως τον χειμώνα, έβραζε η μάνα, τρώγαμε τραχανό στο σπίτι, τραχανός! Το φτιάχναμε το καλοκαίρι, ζεστό να πάμε σχολείο, αλλά έβαζε και στις τσέπες μας κάστανα, ζεστά κι αυτά, για να φάμε στο διάλειμμα. Και από ένα ξύλο στον ώμο, τη τσαντούλα, πάνινη τσαντούλα έραβε ο μπαμπάς μας. Ήτανε ράφτης ο μπαμπάς μας. Στον στρατό έραβε και εκεί στους χωριανούς τα παντελόνια τους. Και να πάμε στο σχολείο για να έχουμε ζέστη.
Άρα το πρωινό ήταν τραχανάς;
Τραχανός, τραχανός, τραχανάς! Τα αυγά… Κι αυγά μας δίνανε να φάμε, αλλά τα δίνανε, τα κρατούσαν να δώσουνε να πάρουν ζάχαρη, ας πούμε, στον μπακάλη, να αγοράσουν κάτι. Δεν είχε το ρευστό χρήμα τόσο, όχι! Και μια τσουληθράρα εν τω μεταξύ από το σχολείο από την κατηφόρα προς τα κάτω, γλιστρώντας κατεβαίναμε όλοι προς τα κάτω. Τι χαρά! Είχε χιόνια, είχε χιόνια. Οι κλιματολογικές - πώς λέτε - ήταν φυσιολογικές τότε οι συνθήκες. Είχε χιόνια, παρόλα αυτά πηγαίναμε. Δεν κάναμε, δεν είχε διακοπή το σχολείο λόγω χιονιού. Οι δάσκαλοι έμεναν στο χωριό και τους φέρναμε τα ξύλα πίσω αντί να τα πάμε στο σπίτι ευθεία. Τα πηγαίναμε στο σχολείο και μετά αγκαλίτσα, όποιος ήθελε, τα αγόρια ή κι εμείς. Και εγώ κουβάλησα κάποιες φορές, να πάμε μία αγκαλίτσα στον δάσκαλο να ζεσταίνεται το σπίτι του.
Οι δάσκαλοι ήταν από μακριά, δηλαδή;
Aπό μακριά, από μακριά… Kαι έμεναν εκεί. Χειμώνας ήτανε δεν μπορούσαν να πηγαινοέρχονται.
Πόσους δασκάλους είχε περίπου το σχολείο για εκατόν πενήντα παιδιά που είπατε πριν;
Οι πιο μεγάλοι, πιο παλιά. Εγώ θυμάμαι δυο - δυο τάξεις πρέπει να ήταν. Α'- Β', Γ'- Δ', Ε' - ΣΤ'. Έτσι, ναι. Και μετά το νηπιαγωγείο λίγο το θυμάμαι. Κάναμε, όμως, εξετάσεις τρανές. Η αυλή του σχολείου ήταν τεράστια. Χορούς κάναμε ντυμένοι με την ποδίτσα μας, γυμναστικές επιδείξεις. Ναι, κάναμε. Είχαμε δραστηριότητες κι έτσι, καλοκαιρινές, το αποχαιρετιστήριο. Πάω από το ένα στο άλλο; Ή θύμιζέ τα μου με τη σειρά, δεν ξέρω.
Όχι, όχι… Μια χαρά! Πώς ήταν μικρή η Μαίρη ντυμένη, όταν πήγαινε στο σχολείο; Τι φορούσε;
E, και τι δεν φορούσα! Tον χειμώνα και τι δεν φορούσα! Θα με έντυνε η μάνα μου καλτσόν, μάλλινες καλτσούλες μέχρι το γόνατο, μπότες λαστιχένιες, υφαντό, κομπινεζόν θα το πω, φανελάκι θα το πω, βαμβακερό, μισομάλλινο, κάτι τέτοιο, ναι, παλτό. Ερχόντανε δέματα από την Ούντρα. Έτσι λέγανε: «Η Ούντρα έστειλε δέματα ρούχα!». Είχαμε και ρουχάκια από ‘κεί. Ντυνόμασταν, καλά, εντάξει, περάσαμε και με τα ρουχάκια. Δεν είχε. Ήτανε παραμεθόριο, σου λέω, χωριό. Και μάλλινες καλτσούλες και μπότες λαστιχένιες. Το καλοκαίρι λαστιχένια άσπρα πάλι σοσόνια. Πως θα τα πούμε εκείνα τα ασπράκια τα παπούτσια; Nαι, και τσόκαρα. Kαι να σκοντάψουμε τα δαχτυλάκια μας. Κάτι είχε, περνάγαμε. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι λόγια τσόκαρα ήταν. Παντούφλες, ναι!
Πώς ήταν οι σχέσεις των ανθρώπων στο χωριό;
Όλοι μαζί, όλοι μαζί! Εντάξει, σαν χωριό θα υπήρχε κάποια διαφορά εδώ - εκεί που δεν την ξέραμε εμείς. Παιδιά ήμασταν. Αλλά όλοι μαζί! Βοηθιόντουσαν όλοι μαζί, μαζευόντουσαν να κάνουνε το γουρουνάκι πέντε- έξι άντρες, μαζευόντουσαν να πάνε στο χωράφι πόσοι άντρες, μαζευόντουσαν να πάνε στο κυνήγι πόσοι άντρες. Ο μπαμπάς μου, ας πούμε. Οι γυναίκες… Πιο παλιά πήγαιναν να κάνουν και τους δρόμους, προσωπική εργασία, να κάνουν αυλάκια και άντρες. Και οι γυναίκες να βοηθάνε, με τσάπα, με φτυάρι, με κασμά… Και κασμάς είναι τέτοιο εργαλείο. Ναι, για να κάνουν τους δρόμους, για να κάνουν τα αυλάκια, για να ποτίζουν το χωράφια. Πότιζαν τότε με τα αυλάκια. Έτρεχε από το ποταμάκι και με τη σειρά ο καθένας. Κανένας ζωηρούλης, πονηρούλης το έπαιρνε το νερό πιο πάνω. Σταματούσε σ' εμάς. Άντε, να πάμε να ψάχνουμε το νερό ποιος το σταμάτησε να ποτίσουμε και εμείς. Πάντα υπήρχαν κι αυτές, εντάξει! Μαζεύονταν, κάνανε οι γειτόνοι. Και απ’ το διπλανό χωριό είχαν χωράφια κοντά μας, γιατί ο Άγιος ήταν πιο ψηλά. Δεν έχει το χωράφια του πάνω, χαμηλά ήταν, σ' εμάς κοντά. Όλοι μαζί, κουβέντα, θα καθόμασταν να φάμε. «Άντε, θα τρώμε;», «Θα τρώμε!». Όλοι μαζί ερχόντουσαν από εκείνο το χωράφι, από το άλλο, από δίπλα. Κουβέντα, μέχρι να φάμε, να πούμε, να ξεκουραστούμε πάλι μαζί. Ή και οι πιο παλιοί… Εγώ τώρα το θυμάμαι σαν σε ταινία, που λένε, λίγο. Ναι. Με τα γαϊδουράκια, ναι. Ο μπαμπάς μου είχε κι ένα άλογο. Ζωηρό άλογο ήτανε, αλλά το έφερνε βόλτα, ανέβαινε πάνω, ναι…
Πώς το έλεγαν;
Δεν ξέρω πώς το έλεγε εκείνο το άλογο, δεν θυμάμαι!
Τι έκανε με το άλογο; Tι εργασίες έκαν[00:20:00]ε με το άλογο;
Και θα όργωνε, ναι. Και θα όργωνε, αλλά κυρίως, επειδή ήτανε - θα τον πούμε, δεν ξέρω- ο μπαμπάς μου ήταν λίγο που έλεγε ότι -αναπαυμένη η ψυχούλα του, «Από όλα έκανα, μόνο παπάς δεν έκανα και δάσκαλος». Ναι, ήξερε. Είχε, πήγαινε και στο βουλγαρικό σχολείο, έλεγε. Είχε θέληση να μάθει, ήξερε. Και οπότε ήταν στην κοινότητα, τον έβαζε να κάνει εδώ σαν δραστηριότητες, σαν να προσέχει εδώ. Εκεί η κοινότητά μας ήταν, εμείς ήμασταν με την Παναγίτσα μαζί, μία κοινότητα, Ζέρβη - Παναγίτσα. Και από 'δώ, εκεί, να ελέγχει, να κάνει, το είχε μέσον, ναι.
Είπατε ότι ο πατέρας σας πήγαινε στο βουλγαρικό σχολείο. Τι εννοείτε;
Μάθαινε και λίγα, μάθαιναν και Βουλγάρικα. Έτσι είπε. Τώρα πού ήταν αυτό το σχολείο, ούτε ξέρω! Και η κυρά Δωροθέα λέει για το βουλγαρικό. Είχε, είχε. Δεν μπορώ να θυμηθώ πού ήταν αυτό. Και τα παλιά χρόνια που εγώ θα ήμουν πιο μικράκι ή δεν θα είχα γεννηθεί, μάλλον. Προφανώς, γιατί, ναι… Δεν θυμάμαι πολλά, ναι. Ο μπαμπάς μου παντρεύτηκε τη μαμά μου ηλικίας δέκα - πόσο, καλέ, πριν παντρευτεί πήγε φαντάρος; Ναι, ναι, ναι! Μικροί παντρεύονταν και τη διάλεξαν οι δικοί της, γιατί ήταν δουλευταρού. Και τον περνούσε δύο χρόνια, δυο χρόνια πιο μεγάλη. Και κράτησε η οικογένεια, γιατί είχε κι αδέρφια τέσσερα και να προσέχει και τα αδέρφια, τα πιο μικρά αδέρφια του μπαμπά μου «Τέτα» την φώναζαν τη μαμά μου, «Τέτα», σαν να ήταν η μητέρα τους που λένε. Η μαμά μου ήταν στοργική και τα φρόντιζε, ναι, όντως… Όλους! Πολύ δουλευταρού κι αυτή, πολύ δουλευταρού! Όντως, «Μέλισσα», μου έλεγε ο μπαμπάς μου, «Κι εσύ σαν τη μαμά σου, μέλισσα από 'δώ και από 'κεί. Όλα τα κάνεις, τρέχεις από 'δώ, τρέχεις από 'κεί. Δούλευε σε όλα, σε όλα, σε όλα, παντού, παντού. Πάμε να πούμε … Τι… Πάσχα..
Να μου πείτε λίγο …
Σταματήσαμε στο Πάσχα.
Και λίγο για τον πατέρα σας που συμμετείχε στην Αντίσταση. Υπήρχε κάποια ιστορία που να σας έλεγε από την εμπειρία του, έτσι, από αυτά που έζησε;
Ο μπαμπάς μου ήταν στην Αντίσταση. Και η μάνα μου για λίγο.
Πριν γεννηθείτε εσείς, σωστά;
Ναι, όχι, ήμασταν γεννημένοι, μικροί. Σαν χρονολογίες δεν θυμάμαι να σου πω. Τότε με τον εμφύλιο πόλεμο, μετά το '40.
Πριν…
Πριν. Εγώ το ‘57 γεννήθηκα. Βεβαίως! Έλεγαν ότι ήταν δύσκολα, ότι είχανε μία διαίσθηση ότι… Πολλά δεν θα σε πω, δεν μπορώ να θυμηθώ εδώ, όχι! Ότι είχανε τον αγώνα τους, τον είχανε. Ότι πέρασαν δύσκολα στον εμφύλιο, περάσανε. Το έλεγε η μάνα: «Εμείς αυτά που ζήσαμε να μην τα ζήσετε εσείς». Είχαν δυσκολίες, αλλά τα περισσότερα αυτά ο Νίκος θα σ' τα πει.
Που βρίσκονταν; Θυμάστε; Σας έχουν πει;
Εκεί γύρω. Δεν ξέρω, δεν ξέρω! Εδώ κολλάω, κάποια κενά έχω μετά το ‘15, ναι…
Δεν πειράζει. Πάμε στα έθιμα του χωριού ξανά… Το καλοκαίρι υπήρχε κάποια γιορτή, την οποία κάνατε οι συγχωριανοί; Κάποια έθιμα που τηρούσατε;
Είχαμε την Αγία Παρασκευή ανέκαθεν. Τον Άι Γιώργη πρώτα που είναι νωρίτερα, βλέπεις, μετά από το Πάσχα βασικά. Όλοι έτσι, πάλι έτσι τα έθιμα τα συνηθισμένα… Τι έκαμναν; Έκαναν και τα τσουρεκάκια, όπως τώρα. Έκαναν και τις προετοιμασίες, να ασπρίσουν όλο το σπίτι, να… Την Καθαρά Δευτέρα όλο το σπίτι έπρεπε να καθαριστεί και να ασπριστεί, τα καζάνια να τα πλένουν από το λίπος που κάνανε τον χειμώνα όλο, βλέπεις, του γουρουνιού, να καθαριστούν όλα, να τα τρίψουν, να καθαρίσουν, για να έρθει η Σαρακοστή. Καθαροί να είναι, ναι! Η Καθαρά Δευτέρα, ναι, ήτανε… Στο ποταμάκι πηγαίναμε εκεί, λίγο έτσι το έξω απ’ το χωριό, κοντά εκεί να πλένουν τα κιλίμια, τις κουρελούδες πιο πολύ είχανε, κουρελούδες οι οποίοι ήταν υφαμένοι από τους ίδιους, τις ίδιες. Ο αργαλειός… Σε όλα τα σπίτια είχαν οι γυναίκες τον αργαλειό και να τα πλένουν και στο ποτάμι. Να, τα ξύλα, να, τα καζάνια, να, το κοπάνι, να τα κοπανήσουμε και τα ρούχα και τα κιλίμια. Και όλα εκεί τα έπλεναν. Και εμείς τρέχαμε και εμείς βοηθάγαμε. Εκεί στο ποταμάκι ανάβαν φωτιά και είχαν δύο- τρία καζάνια να παίρνουν το ζεστό νεράκι, σαπούνι άσπρο και να πλένουνε. Το νερό αυτό περνούσε, ερχόταν από τον μύλο. Τώρα πάω αλλού… Από τον μύλο, πάνω από το ποταμάκι αυτό ερχόταν από την κόκκινη, κόκκινο ποτάμι πάνω από την Αγία Παρασκευή. Από τα έθιμα τώρα, στάσου… Να σ' το πω και αυτό, για μην το ξεχάσω. Είχαμε και έναν αλευρόμυλο ο παππούς, ο οποίος ήταν του χωριού ο αλευρόμυλος. Μετά είχε και ένας άλλος, ο Μήτρος. Αλέθανε το καλαμπόκι, το σιτάρι τους, τα σουσάμια τους. Είχαν, λέει, και σουσάμια ο παππούς έκανε, ο μπαμπάς μου έκανε και σουσάμια. Και μοίραζε ο παππούς… Πολύ, πολύ! Όποιοι περνούσαν, μα γύφτοι από 'κεί πήγαιναν εδώ εκεί, μοίραζε ο παππούς ψωμί να τους δώσει να φάνε ή αλεύρι. Κάτι θα τους έδινε να κάνουν. Όταν έχεις αλευρόμυλο είσαι, το θεωρούσε, ευλογία και μετά.
Εσείς τον προλάβετε τον μύλο;
Ναι, ναι, τον προλάβαμε τον μύλο. Πηγαίναμε κι εμείς εκεί… Η μαμά μου εκεί το συντηρούσαν, γιατί ήταν η πιο μεγάλη, βλέπεις, νύφη εκεί, το φτιάχνανε, το διορθώνανε. Έπεσε και μία πέτρα από έναν μάστορα που του έδινε του ανθρώπου. Έπεσε στη μέση της, η καημένη η μάνα μου! Γιατί βοηθάγανε οι γυναίκες σε όλα, είπαμε, σε όλα. Και ο μεγάλος μου αδερφός γεννήθηκε εκεί, γιατί μετά από το χωράφι έπρεπε να είναι στον μύλο να αλέθουνε. Κοιμώμενοι, ξυπνούσαν, δουλεύαν και τη νύχτα, ρε παιδί μου, πω, πω! Είτε τα χαράματα είτε μέχρι να κοιμηθούνε, για να γίνει και το αλεύρι. Πώς ξέχασαν από το χωριό, από το σπίτι να φέρουνε το κλειδί. Για να μη γυρίσουν πάλι στο χωριό, ήταν μια απόσταση σαν από 'δώ ως τον σταθμό. «Θα την ανοίξουμε την έτσι πόρτα λίγο». Ήταν δεμένη με την αλυσίδα. «Θα μπούμε έτσι». Αυτή έγκυος, όμως, πώς μπήκε μέσα, στριμώχτηκε, ζορίστηκε το παιδί και γεννήθηκε εκείνη την μέρα. Άντε, να τρέχει ο μπαμπάς μου να φωνάζει και τη μάνα, τη γιαγιά… Είχαν, είχανε! Κοιμούνταν εκεί, ας πούμε, είχανε ένα κρεβάτι ξύλινο κι εκεί, κοιμούνταν εκεί. Περάσανε αυτά τα δύσκολα τα πέρασαν, άλλα επιβιώσανε, δόξα τω Θεώ. Είχαν τον μύλο, είχαν και ένα καζάνι, μία καζανάρκα, καζανάρκα, στο οποίο έβραζαν τσίπουρο. Η γιαγιά μου το έχει αυτό. Η γιαγιά μου ήτανε μόνη, γιατί ο παππούς τον σκότωσαν στου Βάλτου τα χωριά, στα νερά κάτω του Βάλτου Γιαννιτσών. Εκεί τον εκτέλεσαν, προδοτικά θα το πω, τους κατηγόρησαν για κάτι, προδόθηκαν για κάτι με πολλούς άλλους εκεί. Και ήτανε η γιαγιά μόνη. Συντηρούσε αυτή το καζάνι. Πήγαινε και ο μπαμπάς μου, πήγαινε και ο θείος Πέτρος κι εμείς μαζί. Τα σταφύλια εκεί πέρα να τα κάνουν, μαζεύαν τα σταφύλια, τους καρπούς. Πάντα υπήρχαν οι καρποί αυτοί, είπαμε, με συντήρηση και κάναν το τσίπουρο για να έχουν στα γλέντια, τους γάμους, τα γλεντάκια τους, αυτά. Οι γέροι πάντα, οι άντρες έπιναν ένα τσιπουράκι. Τρέχαμε εκεί, έψηναν κάστανα, καθόμασταν. Ωραίο ήταν και αυτό! Αυτό είχανε. Τι άλλο είχανε; Σαν και πόρους ζωής…
Με τα ζώα ασχολιόταν κάποιος; Δηλαδή κτηνοτροφία, αλλά συστηματική..
Μεγάλη, όχι! Οι δικοί μου όχι μεγάλη. Είχαν τρεις αγελάδες ή τέσσερις, μοσχαράκι ή δύο, ανάλογα, οι κότες δίπλα. Μετά είχε και κατσικάκια, δύο κατσίκες, αργότερα αυτές… Όσο για τη συντήρηση της οικογένειας! Το γάλα έκανε η μαμά μου τυρί το καλοκαίρι, έκαμνε γιαούρτι, βλέπεις, περάσαμε με αυτά. Πίναμε, είχαμε να ζήσουμε. Το καλοκαίρι που πήγαινε το έκαμνε, έπιανε το μάγια και με άφηνε εμένα στο σπίτι να το κάνω στο τσαντίλου… Στο τσαντίλου… Να το βάλω το πηγμένο γάλα στο δίχτυ, θα το πω δίχτυ, για να στραγγίσει, αφού ωρίμαζε για να γίνει. «Θα γίνει», λέει, «κατά τις 12 η ώρα θα γίνει. Να το κάνεις εκεί, για να μην παραγίνει και δεν έχουμε ύστερα πολλή ποσότητα, να μην βγάλει πολύ νερό, υγρό». Το υγρό αυτό, το νερό που στράγγιζε το έκανε μυζήθρα. Το έβραζε και έβγαινε μυζήθρα από αυτό. Είχαμε και μυζήθρα, έκανε πιτούλες, έκανε πιτούλες στο σατς, πιτούλες στο σατς… Το σατς τι ήτανε; Βέβαια, έψηναν φαγητά, έβραζαν έξω στην πυροστιά, κατσαρόλα στην πυροστιά με ξυλάκια. Το σατς ήτανε ο φούρνος, θα το πω, ο φούρνος για ένα ταψί. Είχαν φούρνο, για να ζυμώνει το ψωμάκι της, κάθε εβδομάδα ζύμωναν ψωμί, έκανε πλαστά. Η πινακωτή χωρούσε - πόσα να πούμε; - δέκα πλαστά, δέκα πλαστά, ζύμωνε ωραία και καλά και γέμιζε τον φούρνο για μία φορά τη βδομάδα. Αλλά το σάτς ήταν ένα βοοειδές, κάτι σαν γάστρα. Το ταψί κάτω, επάνω αυτό με ζεστά κάρβουνα από κάτω και στάχτη ζεστή. Κάτω είχε κάτω, έκαιγε πρώτα να γίνουν όλα αυτά. Κάτω ήταν η ζέστη στάχτη και πάνω πάλι στο σατς έβαζε στάχτη με ένα σιδερένιο στεφάνι γύρω-γύρω να στέκεται για να ψηθεί. Ωραίο κι αυτό, πολύ ωραίο γινόταν!
Τι έφτιαχνε εκεί; Θυμάστε καθόλου τις μυρωδιές;
Τις πίτες, τις πίτες και φαγητό… Θα έβαζε, όταν είχε ψητό- τι στην ευχή- πατάτες, κυρίως πατάτες. Τι θα έβαζε; Ρύζι ήταν πιο δυσκολόβραστο, δύσκολο. Δεν είχε τόσα, είχε πιο λίγο, θα έβαζε πιο λίγο. Πιο πολύ πατατούλες έκανε εκεί και κυρίως πίτα για πιο γρήγορα. Να κάνει μια πίτα ή ένα ψωμί. Αν δεν μπορούσε να κάνει σήμερα ψωμί, έκανε ένα ταψί ψωμί πλαστό στον φούρνο, στο σατς. Και τι είπαμε άλλο να σου πω;
Αν θυμάστε κάποιο παραμύθι που σας έλεγαν μικρή, κάποια παροιμία ή γενικότερα κάποια ιστορία που λεγόταν στο χωριό;
Παραμύθι… Έλεγε ο μπαμπάς μου πολλά του Αισώπου, έλεγε πολλά, όμως στα παιδιά μου. Εγώ δεν μ[00:30:00]πορώ να θυμηθώ παραμύθι να με έλεγε, αλλά τον Αίσωπο τον έλεγε στα παιδιά μου όλα, τα παραμύθια της αλεπούς, της καρακάξας, της, ξέρω 'γώ, αυτά. Παροιμίες… «Σίτι γκόσπου ζακανέιντε! Σίτι γκόσπου ζακανέιντε!».
Δηλαδή;
Που σημαίνει... Αυτό το λέω τώρα κι εγώ, αλλά δεν ξέρω ακριβώς τι σημαίνει. Αυτό το λέω και τώρα εγώ, αλλά δεν ξέρω τώρα. Έχει ο Θεός πολλά, ζακανέιτε. Σίτι, μας ταΐζει ο Θεός και μας… Μας ταΐζει… Ζακανέιτε… Αχ, δεν μπορώ να σ' το ερμηνεύσω. Αυτά θα σ' τα πει η Τασούλα ή η Κούλα. Θα τη βρούμε καμιά φορά κι αυτή να σ' τα πει. Αυτοί τα θυμούνται πιο πολύ. Ναι, δεν μπορώ να θυμηθώ παροιμίες, πολλά… Αλλά δεν μου έρχονται τώρα στο μυαλό.
Κάτι άλλο από τη ζωή στο χωριό θυμάστε;
Ζωή στο χωριό… Τα πανηγυράκια μας, της Αγίας Παρασκευής, του Αγίου Γεωργίου είπαμε έχουμε. Κάναμε τα πανηγυράκια μας πάντα με αυτά τα όργανα στην εκκλησία... Τι… Δεν είπαμε από τα Χριστούγεννα στα Θεοφάνια που πήγαμε μετά. Ε, είπαμε για Χριστούγεννα;
Για Χριστούγεννα είπαμε. Για Πρωτοχρονιά δεν είπαμε.
Ναι, αλλά μας έλουζε η μανούλα μέσα νωρίς-νωρίς για να κοιμηθούμε. Και το Πάσχα, επίσης! Το απόγευμα νωρίς να πάρουμε σειρά, να γίνεται το νερό, γιατί έναν- έναν μέσα στη σκάφη μάς έλουζε στο δωμάτιο. Και τι θα σου έλεγα τώρα; Για να πάμε στην εκκλησία, όταν είχε εκκλησία, ήτανε μέρα ιερή να πάμε όλοι μαζί. Δεν είχε, όλα τα παιδιά, δεν έχει να πούμε ότι κοιμούνται τα παιδιά στο σπίτι, όπως τώρα βαριούνται να ξυπνούν όλοι μαζί.
Και τα Θεοφάνια τι κάνατε;
Τα Θεοφάνια… Παγωνιά πάντα, θα πηγαίναμε στην εκκλησία. Η προετοιμασία θα ήταν στο σπίτι, ναι, να ντυθούμε καλά να πάμε, αυτό! Έψηνε η μάνα την παραμονή ζυμαρένια, σκέτα κουλουράκια, στρογγυλά, και οκταράκια έτσι τα έκανε, έσκαζε και καλαμπόκια, τα πακαπούκα, τις φούσκες που λέμε, πιτσάρκα τσένκα. Τα πιτσάρκα, αχ, θα σου πω και για τα καλαμπόκια. Κοίτα, από το ένα το άλλο τι θυμάμαι! Είχαμε καλαμπόκια, καθαρίζαμε όλοι μαζί καλαμπόκια, όταν τα μαζεύαμε... Θα πάμε στο φθινόπωρο μετά… Στάσου τώρα, να σου πω για τις τέτοιες. Σκάζαμε αυτά τα καλαμποκάκια τα μικρά, φουσκίτσες και μας έβαζε… Μου έδινε εμένα να τα ράβω με μία κλωστή, να τα περάσω σε μία κλωστή να γίνει σαν κολιές. Είχε πάρει κι ένα στάχυ από βρίζα, ένα δεματάκι και το έκανε σχήμα σταυρού, έτσι. Σε αυτό το στάχυ με κόκκινη κλωστή μάλλινη, σε αυτό το στάχυ έδενε τα κουλουράκια αυτά ψημένα μόνο με ζυμάρι και τα οποία τα παίρναμε στον ποταμό, στην εκκλησία και στον ποταμό. Σε μία κανάτα είχαν μήλα, καρύδια ό,τι φρούτα είχανε στεγνά και τέτοια, οτιδήποτε. Να πάρουν νερό για τα φρούτα αυτά, για να πάει να ποτιστεί το χωράφι, όταν θα γινότανε η κατάδυση, η οποία - θα το πω αυτό… Τα ψωμάκια αυτά είναι για τα ζωάκια, να φάνε, ευλογία. Και τα καλαμπόκια ήτανε για τις κοτούλες. Το στάχυ αυτό για τα χωράφια να ραντιστεί με το νεράκι και η κλωστή η κόκκινη για τα ζωάκια. Τις - πώς τις λένε; - ότι τα έχουμε από τις προβατίνες. Τα μάλλινα… Προβατίνες, το μάλλινο το αυτό, γιατί με αυτά κάναμε τα ρούχα μας όλα, τα υφαντά μας, τα πλεκτά τους, οι κάλτσες, όλα αυτά. Και θα παίρναμε και μία εικόνα από το σπίτι μας, θα πηγαίναμε πάνω στον ποταμό που ήταν ο μύλος εδώ. Ο μύλος είχε και μια λίμνη τεχνητή, θα την πούμε, η οποία για να αυξομειώνει το νερό στον μύλο. Εκεί θα πηγαίναμε να ρίξουμε τον σταυρό. Σπάζανε το, όταν ήταν μαλακός ο καιρός, μπαίνανε κάποια παιδιά. Όταν ήταν παγωνιά, σπάζανε τον πάγο και τον ρίχνανε έτσι, για να πάρουνε, να κάνει κατάδυση τον σταυρό. Και μεγάλες εικόνες από την εκκλησία παίρναμε. Τις μεγάλες τις εικόνες, οι άντρες αυτές τις κουβαλούσαν. Και μετά είχανε ο παπάς με ένα παλικαράκι είχαν το κότλε. Ένα μικρό κότλε που το λέγανε, μικρό τύπου καζανάκι, σαν καζάνι μεγάλο, αλλά μικρό. Κοτλέ είναι αυτό και με αυτό…. Και βασιλικό βάζαμε σε αυτό το δεματάκι, το οποίο ήτανε και για ευλογία. Το βασιλικό από τον σταυρό, γιατί ήτανε σχήμα σταυρού λέει είναι αυτό. Και αυτό, επειδή μ’ άρεζε εμένα και έπαιρνε γεύση το πακαπούκα, μέχρι να πάω σπίτι το έτρωγα. Τρώγαμε και από αυτά, δεν τα τρώγαμε όλα, αφήναμε και για τις κότες, γιατί είχε γεύση βασιλικού. Και με όλες αυτές τις εικόνες μετά γυρνάγαμε πάλι στην εκκλησία, για να τελειώσει η τέτοια, η Θεία Λειτουργία. «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου», όλοι το ψάλλαμε μαζί με τον ψάλτη. Και εμείς πίσω όλοι, μετά ο ιερέας και ένα παιδί που βοηθούσε- πώς θα τους πούμε- καντηλανάφτης στα σπίτια, για να ευλογήσει τα σπίτια, το κάθε σπίτι. Γιατί; Για να μάσει ένα φραγκάκι μικρό για να έχει και για την εκκλησία κάτι, έτσι. Αυτά τα Θεοφάνια... Και πάλι ντυνόμαστε, νομίζω, καρναβάλακια τα Θεοφάνια. Πιο λίγο, όμως. Πάλι είχε ένα πανηγυράκι μετά, ναι! Ψεύτικα θα το πω αυτό, δεν ξέρω! Και μετά θα σε πάω πού;
Tα Θεοφάνια λέγατε κάλαντα;
Όχι! Δεν είχαμε κάλαντα. Θρακιώτικα ακούσαμε εδώ κάποτε, κάλαντα δεν είχαμε. Είχαμε… Μπορεί να με έρθει κάποια στιγμή μετά να σε πω κάτι για όλα αυτά. Το καλοκαιράκι πάλι, το Πάσχα το κάναμε πάλι όλοι μαζί στην Ανάσταση, μα όλοι μαζί… Οι γιορτές αυτές οι μεγάλες που ερχόταν ο ιερέας. Στους γάμους που κάναμε πάλι είχαμε τον ιερέα. Ερχότανε… Από που ερχότανε; Μετά από χρόνια έγινε απ’ το χωριό μας ιερέας και είχαμε πάντα ιερέα. Στους γάμους ετοιμάζανε πιο παλιά, λέει ο μπαμπάς μου, μία εβδομάδα γάμο κάνανε. Την Δευτέρα θα έκαναν… Δεν ξέρω τι, τα έλεγε. Την Τρίτη κάτι άλλο… Tι έλεγε; Tι ετοιμάζανε; Tα πιο παλιά... Ετοιμασίες, αυτό, εκείνο, το άλλο, η προίκα… Στην προίκα πηγαίνανε να πάρουνε με τα ζωάκια τα προικιά. Αλογάκια βάζανε να πάνε τα προικιά της νύφης.
Τι ήταν συνήθως η προίκα;
Υφαντά, υφαντά! Τα κρεβάτια και αυτά τα είχαν δεν ξέρω πώς, από πού. Υφαντά! Χειμώνας… Έπρεπε να έχουν υφαντά, μαξιλάρια, κουβερτούλες, στρωσίδια κάτω, τον ρουχισμό της, αυτά που είχε κάνει, ετοιμάσει. Ναι, υφαντά! Αργότερα ήταν και κάποια παπλώματα, αλλά πιο πολύ με υφαντά παπλώματα. Όλα αυτά χοντρά έτσι, τα οποία τα πηγαίνανε στο μπατάνι και τα χτυπούσανε και να κάνουν κουβέρτες κι έτσι. Και τέτοια και τα υφαντά τα απλά έτσι που υφαίνανε οι γυναίκες. Η νύφη θα πέρναγε με τα πόδια πάντα αυτά. Από κάθε γειτονιά που θα πέρναγε, θα φρόντιζε η νοικοκυρά να πάει να ρίξει ρυζάκι να ριζώσουν. Και μετά πηγαίναμε… Θα πηγαίναμε στο σπίτι του γαμπρού. Χαρούλες… Τι χαρά εμείς κάναμε! Επειδή είχε γάμο να χορέψουμε ένα… Χαρά! Μας έδιναν στα κοριτσάκια ένα, ζλάτο το λέγαμε, λεπτή τρέσα ασημένια να βάλουμε εδώ, να είμαστε στη χαρά της νύφης εκεί και του γαμπρού, να ξεχωρίζουμε ότι είμαστε εκεί. Το κάλεσμα το κάνανε με γαρίφαλο, γαρίφαλο το μπαχάρι, το μπαχαρικό γαρίφαλο, το στεγνό, σε κόκκινο χαρτάκι τυλιγμένο, τρία γαρίφαλα σαν καραμελίτσα, τυλιγμένο σε μπουκετάκια τα πηγαίναμε. Το κάλεσμα αυτό ήταν στα σπίτια. Και την ημέρα ύστερα που θα ήταν ο γάμος, θα είχανε σε ένα δίσκο στραγάλια και τσίπουρο και θα πηγαίναν στον καθένα να γίνει το κάλεσμα το προσωπικό για το γλέντι… Για τον γάμο και για το γλέντι συνάμα, έτσι. Τι άλλο θες να με ρωτήσεις εδώ, για να τα θυμάμαι;
Πώς ήταν τα νυφικά που φορούσαν οι νύφες;
Απλά, απλά… Στα πιο παλιά, η μάνα μου είχε νυφικό το φόρεμα το υφασμάτινο ραμμένο. Πώς το λέγανε αυτό; Ούτε σαν σατέν… Σαν σατέν, αλλά δεν ήταν η μαμά μου σατέν. Ήταν ένα σαν σκληρό, ωραίο ύφασμα. Πώς το λέγανε αυτό το ύφασμα; Όχι άσπρο… Η μάνα μου δεν ήτανε, δεν… Στις φωτογραφίες που βλέπω, δεν είχα γεννηθεί για να το δω. Αλλά μετά ήτανε… Είχε νυφικά άσπρα, απλά, απλά. Δεν είχε όλα αυτά. Φρόντιζαν να έχουν το άσπρο, το ωραίο, το όμορφο. Τα πιο παλιά δεν τα θυμάμαι… Πιο παλιά έτσι παντρευόντουσαν, με τα ρούχα τους τα καλά. Ένα φόρεμα καλό θα είχανε, με πιέτες πολλές έτσι, με δίπλες, με τσαπράζια, με αυτά τα παλιά, αυτά τα παλιά, τα οποία εδώ κι εκεί σκορπίσανε. Χορεύαμε εμείς με αυτά τα φουστάνια τους, τα οποία ήταν τα καλά τους… Τα έραβε η θεία Βασιλική, θυμάμαι! Και για να κάνουμε παραστάσεις τότε στο σχολείο φορούσαμε αυτά τα ρουχάκια. Ένα- ένα, πώς χάθηκαν αυτά; Που έλεγε η μάνα μου: «Οι Παναγιτσιώτισσες όλα τα κράτησαν». Στη μέση είχαν ένα μεγάλο τσαπράζι σαν ζώνη, εδώ, ντούμπλες φορεμένες στον λαιμό με σκάλισμα και χρυσές είχανε, φορούσαν ντούμπλες. Ήταν χρυσές, θυμάμαι. Τα άλλα τα ασημένια, θα τα πω, ήτανε με ένα γαντζάκι να τα φοράνε εδώ. Ένα με δύο - τρεις σειρές έτσι και σκαλωμένα επάνω, καμιά πέτρα είχε. Όμορφα ήταν και εκείνα για εκείνη την εποχή, ναι!
Η σχέση της νύφης με την πεθερά, με τον πεθερό πώς ήταν;
Όλες μαζί, ναι, καλές, όλες μαζί συνεργάζονταν. Στο σπίτι ήταν της πεθεράς, περίμενε τη νύφη με χαρά η κάθε πεθερά. Ο πεθερός την έπαιρνε αγκαλίτσα για να τη βάλει μέσα, τη σή[00:40:00]κωνε από το προαύλιο της πόρτας να τη βάλει μέσα. Στα χεράκια της κρατούσε δύο λειτουργίες ή δύο ψωμάκια. Να κρατάει και - στους αγκώνες κάτω είχε δύο λειτουργιές και στα χέρια να ρίχνει νεράκι για να πάει στο σπίτι, να κυλάει η ζωή της καλή και να έχει ευλογία το ψωμί. Τη γλύκαινε και με ένα γλυκό να μπει, να περάσει μέσα και ήταν σε μία οικογένεια, ζούσανε μαζί. Να φανταστείς εμείς ήτανε, εγώ θυμάμαι, γιατί το παλιό σπίτι το κάψανε τότε οι αυτοί που λέμε εμφύλιοι και μετά υπήρχανε οι διχόνοιες μεταξύ. Οι Παναγιτσιώτες τότε που είχαν έρθει εκείνα τα χρόνια - ήταν και υποτίθεται ότι οι πιο καλοί του κράτους ήταν, ας το πούμε, οι ευνοούμενοι, κάψανε το παλιό το σπίτι. Και αυτό που είχαμε και ζούσαμε μετά ήταν τέσσερα δωμάτια. Τα τέσσερα δωμάτια ήταν στα τέσσερα αδέρφια, ας πούμε, και μέναμε όλοι σε ένα δωμάτιο. Η κάθε οικογένεια είχε ένα δωμάτιο για να μαγειρέψουνε στη σόμπα εκεί… Το χειμώνα σόμπα, το καλοκαίρι έξω στην αυλή μαγειρεύανε. Αυτό ήταν το δωμάτιο. Οι πιο πολλοί έτσι μέσα σε ένα σπίτι. Αλλού, φυσικά, είχαν κι άλλο δωμάτιο, θα ζούσαν όλοι μαζί και δίπλα. Πιο παλιά μπορεί, τα πιο μεγάλα σπίτια θα είχανε! Όλοι μαζί, όμως. Όχι χώρια! Αργότερα έγινε το λίγο-λίγο έτσι πιο χαλαρό. Ποιος ξέρει; Δεν ξέρω.
Στο γάμο υπήρχε κάποιο έθιμο μεταξύ του ζευγαριού, δηλαδή κάτι που έπρεπε να κάνει η νύφη στον γαμπρό ή ο γαμπρός στη νύφη;
Δεν ξέρω τι είχαν να κάνουνε. Έθιμα..
Πήγαιναν το νυφικό στη νύφη…
Ναι, ναι, ναι! Έλα, βοήθα με… Βέβαια!
Το καρβέλι…
Βέβαια, όλοι μαζί οι φίλοι του γαμπρού, το σόι θα πήγαιναν στη νύφη να πάνε το νυφικό βέβαια, να κάνουν και εκεί ένα γλεντάκι, να ρίξουν και αλεύρι αν πάει ο γαμπρός, γιατί δεν πρέπει να δει τη νύφη. Βέβαια... Και πιο παλιά γλεντάνε πιο πολύ, έλεγε ο μπαμπάς μου, βέβαια. Αυτό. Και όλοι μαζί να πάνε μετά την άλλη μέρα να πάρουνε με τα όργανα - ντάμπα ντούμπα- ο κουμπάρος και ο γαμπρός και όλο, το μισό χωριό να πάει στην νύφη, να πάρουν την νύφη από 'κεί, να χορέψουν κι εκεί, να προσφέρουν μια μπουγάτσα. Έτσι λέγανε ένα πλαστό ψωμί, το οποίο στον χορό τον τρίτο να το σπάσουνε στα τρία. Πιο μετά ήταν να το σπάσουν στον χορό. Πιο παλιά ήτανε, το έσπαζαν οι δύο συμπέθεροι. Θα πήγαιναν να… Στο σπίτι της νύφης να κεραστούν οι συμπέθεροι, θα ανέβαιναν επάνω, κόσμος κάτω, οι πιο κουμπάροι και έτσι πάνω και αυτή την μπουγάτσα θα την σπάζανε οι δύο συμπέθεροι, δεξιά και αριστερά ο καθένας και μετά τη σταυρώναν, αυτά τα δύο κομμάτια, και το ξαναέσπαζαν πάλι και γίνονταν σαν να γίνεται ένα σχήμα σταυρού, ας πούμε. Τέσσερα κομμάτια και το μοίραζαν αυτό μετά σε όλους αυτό. Η ευλογία, αυτή η ευλογία του ψωμιού ήτανε πάντα. Πάντα… Και τώρα το κάνανε και ακόμα και στα πρόσφατα χρόνια το κάναμε και εμείς. Ναι, μπουγάτσα… Τη χορεύαμε γύρω-γύρω τη μπουγάτσα ο πουμπρατίμης. Οι πουμπρατίδηδες είναι οι βοηθοί του γάμου, του γαμπρού, και οι πομπρατίμες στην νύφη, οι γυναίκες, οι φιλενάδες, ας πούμε, οι φίλες. Βοηθούσαν και κάνανε, θα το χορεύανε οι πομπρατίμες την μπουγάτσα πρώτα αυτοί εδώ κάτω, τρεις, τρεις χορούς και μετά ανεβαίναν απάνω να κάνουν αυτό που είπα. Κερνιόντουσαν εκεί τα κουφέτα τους, στραγαλοκούφετα πιο πολύ και λίγα κουφέτα, γιατί δεν ήτανε… Πιο πολύ για να χαρούνε, στραγάλια, κουφέτα, έτσι. Και με τον χορό όλοι μαζί, ντάμπα - ντούμπα, στην εκκλησία. Μπροστά όλοι οι νέοι, για να χορεύουν, τα όργανα, για να συνοδεύσουν το ζευγάρι χορεύοντας όλοι. Και πίσω οι πιο μεγάλοι άνθρωποι… Θα γινόταν η στέψη ωραία και καλά, θα έδεναν τη νύφη και τον γαμπρό, θα έδεναν ένα ύφασμα, θα τους έριχναν στην πλάτη και τους δύο μαζί για να σκεπάσει αυτό το ύφασμα να είναι ενωμένοι. Να είναι πάντα ενωμένοι… Αυτό και τα ρυζάκια ωραία και καλά, ναι. Και μετά πάλι με τα όργανα πίσω, αφού τελείωνε η στέψη. Και πήγαιναν να χορέψουν στο σπίτι του γαμπρού, στο σπίτι της νύφης, όπου είχε μεγάλο χώρο. Στου γαμπρού κυρίως, έτσι. Κι αν όχι στην πλατεία… Ωραία χρόνια! Κάτσε εκεί πέρα!
Καλά είμαι. Άρα το γλέντι γινόταν ή στην πλατεία ή στο σπίτι του γαμπρού.
Στο σπίτι του γαμπρού... Ναι, ναι, ναι…
Τα φαγητά ήταν…
Κυρίως στο σπίτι του γαμπρού… Τα φαγητάκια τους, δικά τους, βέβαια.
Χειροποίητα;
Ψήνανε, βέβαια. Α, ναι. Να μην πούμε για το φαγιό; Βράζανε ή ψήνανε αυτό… Aρνιά, αρνάκια, βέβαια. Αν είχε ο άλλος μοσχάρι, θα είχε μοσχαράκι, θα έσφαζε ό,τι είχε ο καθένας. Με πατάτα και ότι είχε, βέβαια. Τρώγανε, κάνανε, βέβαια, στο φούρνο. Βοηθούσαν οι γυναίκες, στον φούρνο ψήνανε.
Γλυκά είχε καθόλου εκείνη την εποχή;
Γλυκά του σπιτιού γλυκά. Χαλβά κυρίως, του σπιτιού γλυκά, δεν είχανε να πούμε ότι θα πάρουνε. Οι πιο λίγο που είχανε αν είχανε πιο χρήμα, πιο αυτό, θα έπαιρναν. Στο σπίτι κάνανε χαλβά έτσι. Είχανε χειροποίητα. Τώρα τι άλλο θυμάμαι για γλυκό, δεν ξέρω… Έκανε η μαμά μου και χαλβά και από το αλεύρι έκανε, έπαιρνε το τύπου νεσεστέ, το πρώτο αλεύρι, το πιο απαλό, απαλό και θα μας έκανε χαλβά αλευρίσιο. Με λίγη ζάχαρη το έκαμνε, να γλυκαθούμε, ναι. Κυρίως έβραζε γλυκό μετά το κεράσι, αφού είχαν κεράσια. Μετά έβραζε γλυκό κεράσι, αλλά πιο παλιά αυτοί είχανε το σπιτικό το σιμιγδαλίσιο, κάνανε.. Τι άλλο είχανε; Δεν ξέρω, δεν ξέρω τι λιχουδιές. Θυμάμαι από τα κάλαντα που τρέχαμε να πάρουμε με τα λεφτά που μαζεύαμε. Μετά πια, αφού το μπακάλικο είχε κάτι γλυκάκια. Κορνέ, ροξ μεγάλο, γλειφιτζούρι. Τι είχε; Kαραμέλες… Kαι είχε και θρεψίνη. Αυτό κυρίως τα Χριστούγεννα το παίρναμε με τα λεφτάκια μας, Απόκριες, σε χειμώνα. Αυτό είναι, φτιαγμένο ήταν από τα σταφύλια. Η θρεψίνη, ζωμός σταφυλιού, θυμάμαι, σε χρώμα χάλκινο χρώμα κιόλας. Θρεψίνη, το γλυκό μας! Αν είχαμε λεφτάκια, αυτό τρέχαμε στον μπακάλη να πάρουμε. Δεν ξέρω κάτι άλλο. Τι έκαναν; Στο σπίτι έκαναν, ό,τι έκαναν. Έκαναν. Μας φρόντιζαν, μεγαλώσαμε… Παραπέρα δεν μπορώ… Τι άλλο; Δεν μου έρχεται!
Εντάξει. Θα μας πείτε κάποιο στιγμιότυπο έτσι από τα παιδικά σας χρόνια; Στο σχολείο; Πώς τα περνούσατε; Πως ήταν οι δάσκαλοι απέναντί σας;
Aμάν, μην μου θυμίζεις… Στο σχολείο περνάγαμε καλά, εντάξει. Καλοί και οι δάσκαλοι, αυστηροί. Τα νυχάκια να τα καθαρίσουμε, όταν ερχόταν επιθεωρητής, να έχουμε καθαρό μαντήλι, να τα βάλουμε πάνω στο τραπέζι, να τα δει. Να είμαστε καθαροί, σιδερωμένη πόδια, γιακά άσπρο. Τώρα αυτό δεν θυμάμαι… Το φορούσαμε κάθε μέρα ή στις γιορτές μόνο τη πόδια με το γιακά; Δεν μπορώ να θυμηθώ. Τ ο φορούσαμε κάθε μέρα ή... Ναι, οι δάσκαλοι… Ναι, είχαν αυστηρότητα. Μία βέργα είχαν πάντα στο θρανίο, στο χέρι και αν δεν ήταν ο μαθητής καλός την έτρωγε τη βεργιά. «Ποιος θα φέρει βέργα;». «Ο Φίλιππας». «Εγώ, κύριε!». Ποιος θα φάει, όμως, πρώτα βεργιά; Ο Φίλιππας! Εμ, δεν ξέραμε. Όλη την ημέρα τρέχαμε από εδώ και από εκεί…Δεν ήμουν τόσο έξυπνη σαν τον μπαμπά μου, θα πω. Δεn θυμόμουνα πολύ η αλήθεια είναι. Αλλά δεν-, θυμάμαι που έφαγα ξύλο… Ναι, στον πίνακα και εγώ μία φορά, όχι ξύλο, βεργιά, αλλά εδώ στα πόδια μου. Όπως ήμουν στο πίνακα δεν θυμόμουν τι να γράψω. Τι να γράψω, όμως, τώρα; Αριθμητική θα ήταν, ορθογραφία θα ήτανε; Δεν ξέρω. Για να κάνω στον πίνακα. Και ήταν καλοκαιράκι και μου έδωσε εδώ στα πόδια μου βεργιά, χρατς, έτσι εκεί, έτρωγαν βεργιές. Έτρωγαν. Η Ελένη έτρωγε. Ιανουάριο, δεν μπορεί να πει τον Ιανουάριο η Ελένη και το έλεγε «Ινουάριο». Δεν μπορούσε να πει. «Άνοιξε το χέρι»… Πόσες βεργιές έτρωγε εκείνη. Το μάζευε το χέρι εκείνη. «Άνοιξε το χέρι». «Μα, πονάει!». Πονούσε. «Ιανουάριος», «Ινουάριος», πάλι, Ινουάριος»… Αχ, βρε Ελένη. Πώς…; Εμείς πονούσαμε. Δεν μπορούσε να το πει, ναι! Όμως εκεί ο δάσκαλος ήθελε, λέει, να το πει καλά. Δεν το έλεγε, επειδή δεν το μάθαινε, δεν έβγαινε! Ποιος ξέρει; Έτρωγε, όμως. Έδιναν βεργιές. Και όταν πήγα στο σπίτι η μάνα μου «Α, μωρ’ μάικου σο σα βνου τζιμάρε. Αχ, νταγόζα, μπούστη δάσκαλο», έλεγε. «Αχ, να τον πάρει η ευχή τον δάσκαλο. Γιατί», λέει, «αυτά τα πόδια σου έτσι είναι;». Ανέβηκα πάνω στην ταράτσα τη σκάλα, για να κάνουμε αυτό το σιτάρι που σου έλεγα, για να βγάλει αλεύρι για να κάνει τον νισεστέ. Ναι! Ε, ο δάσκαλος! Ναι, προσπαθούσε, η αλήθεια είναι αυτή, να μάθουμε. Πηγαίναμε να τον πάρουμε και τον ευλογημένο στη Φλώρινα. Απ’ τη Φλώρινα ήτανε, αυτόν θυμάμαι πιο πολύ. Τους άλλους… Ο κύριος Παύλος, ο κύριος Βαγγέλης, η κυρία Γεωργία. Και πηγαίναμε στο δημόσιο να τον πάρουμε για με το γαϊδουράκι. Δύο γαϊδούρια, εγώ και η Γεωργίτσα, ή εγώ και η Σταυρούλα, ή η Σταυρούλα και η Καίτη, ξέρω εγώ. Να έρθει από τη Φλώρινα με το λεωφορείο στον δημόσιο δρόμο και εμείς με το γαϊδουράκι να το ανεβάσουμε από τον Κάμπο στο χωριό, όπου είναι τώρα το ανεμοδρόμιο. Λίγο πιο κάτω εκεί, ο δρόμος εκεί και έφευγε Σάββατο για να ερχότανε την Κυριακή. Παρασκευή έφευγε, Σάββατο; Για μία μέρα, νομίζω κάναμε και Σάββατο σχολείο. Για να τον πάρουμε... Έρχονταν, αυτά κυρίως το καλοκαιράκι, γιατί τον χειμώνα έμεναν εκεί. Αλλά όταν ήθελαν να ανέβουνε για γιορτές, για γιορτές, κυρίως Πάσχα, Χριστούγεννα. Δεν ξέρω. Ναι, Πάσχα, Χριστούγεννα. Όχι καλοκαιράκι, έμεναν πιο πολύ εκεί και έτσι, ναι. Τι να θυμηθώ από το σχολείο άλλο; Κάναμε τα απαραίτητα τα κάναμε. Όποιος είχε [00:50:00]ευστροφία, όμως, αυτός κρατούσε γνώση. Το πήρα το απολυτήριο με εννιά. Το άξιζα όμως; Δεν ξέρω. Αφού πήγα να γράψω στο γυμνάσιο και δεν θυμόμουν πάλι τα μαθηματικά. Δεν τα θυμόμουν, δεν μπορούσα. Του ΄λεγα: «Δεν θα περάσω δεν θέλω να έρθω». «Θα έρθεις, θα προσπαθήσεις». «Δεν μπορώ!». Δεν μπορούσα.
Το γυμνάσιο πού ήτανε; Ήταν στην Έδεσσα;
Έδεσσα, ναι! Έδεσσα… Και λέει η Βαγγελιώ: «Με πόσα τούβλα, ξέρεις, είναι χτισμένο αυτό το γυμνάσιο», σε ένα διάλειμμα που βγήκαμε. «Πού να ξέρω, ρε συ Βαγγελιώ… Με πόσα τούβλα είναι;». «Μμμ, χαζή», λέει, «Πόσα τούβλα είμαστε εδώ», λέει, «στην αυλή; Με τόσα τούβλα είναι», λέει, «κτισμένο το γυμνάσιο». Καλέ, λέω χαζή. Ε, να έτσι. Του και α, τααααα, αυτό το βιβλίο το είχαμε, το διαβάζαμε. Τι άλλο με έχεις ρωτήσει γύρω από το σχολείο και δεν-, και ξέφυγα;
Αυτά για το σχολείο στη Ζέρβη περισσότερο. Και τώρα πάμε στην Έδεσσα σιγά-σιγά…
Όχι, έχει κι άλλο από το χωριό, πήγαμε… Πού πήγαμε μετά; Eίχαμε να πούμε κι άλλο. Στα καλαμπόκια μας πήγαμε;
Όχι.
Tο Φθινόπωρο.
Να τα πούμε και αυτά.
Ναι, πατάτες μαζεύαμε, όταν ήτανε, τις ξελουκαδιάζαμε από το αυτό. Τα φασόλια τα μαζεύαμε, όταν γίνονταν το καλοκαίρι. Στην ταράτσα τα κάναμε με ένα ξύλο να τα χτυπάμε, να στεγνώσουν, να σκορπάνε τα φασόλια. Τις πατατούλες τις αποθηκεύαμε. Ξεχωρίζαμε τις πιο μικρές. Είχαμε να ταΐσουμε και γουρουνάκια. Τα καλαμπόκια αργότερα, τα τσαπίζαμε κι εκείνα, βλέπεις, όλα, την άνοιξη… Τα τσαπίζαμε και τα καλαμπόκια που φυτεύαμε για να μην τα παίρνει ο αέρας, τους κάναμε φωλιές μεγάλες και όταν τα μαζεύαμε, σπάζαμε τα κοτσάνια, πηγαίναμε, σπάζαμε τα κοτσάνια ξέχωρα και τα φύλλα μετά πάλι ξέχωρα, να φάνε τα ζωάκια. Τα κοτσάνια μετά στην αυλή όλα τα ρίχναμε και μαζευόμασταν όλοι μαζί, μικροί-μεγάλοι, να τα καθαρίζουμε τα καλαμπόκια. Μετά είχα μία χειροκίνητη μηχανή με το χέρι γύρω-γύρω τη ροδέλα. Ρίχναμε στη λεκανίτσα τα επάνω τα καλαμπόκια και τζούκου, τζούκου, τζούκου μέσα, έβγαινε το σπυρί. Αυτά τα κοτσάνια τα είχαμε για προσάναμμα στη σόμπα από τα καλαμπόκια κι αυτά ήταν για να τρώνε τα ζωάκια. Όμως, κάναμε και κατσαμάκι το λέγανε. Έψηνε το αλευροκάλαμπο και το κάναν κατσαμάκι. Αυτοί το τρώγανε με τζιμπρίνες οι μεγάλοι, εμείς θέλαμε με ζάχαρη να το φάμε. Ναι, και τις κολοκύθες μετά. Και οι κολοκύθες ήταν δίπλα στα καλαμπόκια. Κολοκύθες… Τις στοιβάζαμε σε μία γωνιά στο σπίτι και τις ξεσποριάζαμε σιγά-σιγά. Παίρναμε τα σπόρια για να τα ψήνουμε για εμάς και εκείνα τα κολοκύθια τα κόβαμε κομματάκια με το τσεκουράκι για να τα τρώνε οι αγελαδίτσες ή το γουρουνάκι. Όλα τα ήτανε, το ένα συμπλήρωνε το άλλο. Δεν πετούσαν κάτι και να φάνε και τα ζωάκια. Και νυχτέρια κάναμε όσο, λέω, καθαρίζαμε τα καλαμπόκια. Τραχανούδες κάναμε το καλοκαίρι στις ταράτσες, έτσι, για να έχει φύλλα. Τα φύλλα ήταν απλωμένα, οι κόρες που τις λέγαμε… Κόρες, απλωμένα στα στάχυα από τις βρίζες. Κρατούσαν ξέχωρα στάχυα, δεν τα πατούσαν, όπως είπα πριν με του παππού το αλώνι και τα δένανε δεμάτια και τα βρέχανε για να συντηρηθούν έτσι και τα απλώναμε στο… Τότε δεν είχε ταράτσα. Η μαμά μου έκανε την αυλή- και η κάθε μαμά- με λιπέσκες και τσιμέντωναν με λιπέσκες.
Τι είναι λιπέσκες;
Oι λιπέσκες… Nτρέπομαι να σ' το πω. Είναι οι τούμπες από τις αγελάδες και τις αραιώνανε με το νεράκι και στρώνανε τις αυλές, γιατί ήταν χωμάτινες, ξέρεις. Και αυτό ήταν σαν μία μόνωση. Στέγνωνε ύστερα αυτό, με νερό αραιωμένα, στέγνωνε και γινόταν ένα τσιμέντο καφέ από τις λιπέσκες, αλλά δεν μύριζε μετά. Ήτανε τσιμέντο, για να κάνουν εκεί τα φασόλια, τα καλαμπόκια, να απλώσουμε τραχανά. Βάζανε εκεί αυτά τα στάχυα που σου λέω, τα δεμάτια, και πάνω εκεί τα φύλλα, τα απλώναμε για να στεγνώνουν εύκολα για! Οι γυναίκες έκαναν τα φύλλα και εμεί τα γυρίζαμε από 'δώ, από 'κεί για να κάνουμε για το χειμώνα… Τις λιπέσκες… Ναι, ήταν μια μόνωση και με αυτές κάνανε πολλές μονώσεις. Και στους τοίχους να κλείσουνε. Ήτανε σαν ένα είδος τσιμέντου. Ναι, ναι, τα θυμάμαι αυτά. Θυμάμαι που έκανε και μέσα στο κουζινάκι το… Αρχικά, κουζινάκι είχαμε πολύ μικρό με... Τι έκανε η μάνα μου; Με απλά έτσι, με ένα με λινάτσα σκεπασμένο, με δύο βαρέλια να έχει σκιά για να καθόμαστε να φάμε και να κάνει το φαγάκι. Kαι το τσιμέντωναν κι εκείνο το μέρος. Όλη την αυλή. Ναι, ναι, ναι!
Το κουζινάκι ήταν έξω από το σπίτι;
Στην αυλή, έξω… Tο καλοκαίρι δεν μας πειράζει. Tον χειμώνα, όμως, μαγείρευε μέσα στο στη σόμπα. Μέσα εκεί η μάνα, εκεί μας έλουζε, εκεί μας έπλενε, εκεί μαγείρευε, εκεί κοιμόμασταν, όλα εκεί. Τα πρώτα μας τα κρεβάτια ήτανε από άχυρο, αυτό το άχυρο που το κάναμε, που το πατούσαν οι αγελαδίτσες, αφράτο έτσι. Μετά έβαζε και καλαμποκοφύλλα, στρώμα, στρωμάτινο κάτω, μέσα σε στρώμα σε ύφασμα, ας πούμε, το οποίο μέσα το γέμιζαν αυτά εδώ και κοιμόμασταν εκεί. Μετά πήραν ένα κρεβάτι, μετά πήραν κι ένα ακόμα. Σιδερένια κι αυτά. Και κοιμόμασταν σε κρεβάτι δύο άτομα, τρία άτομα. Ο Νίκος, ο αδερφός μου, έφυγε πιο νωρίς, αφού τελείωσε το σχολείο να έρθει να μάθει. Πάμε τώρα στα χρόνια τα εδώ… Ο Σάκης ήδη είχε φύγει, αφού τελείωσε το σχολείο. Έπαιρναν παιδιά από άπορους, η Φρειδερίκη τότε, να θυμηθούμε και τη Φρειδερίκη, η βασίλισσα Φρειδερίκη. Και έπαιρναν, πήγαιναν στο γυμνάσιο και -πού;- στο γυμνάσιο στην Κεφαλονιά, που ο Νίκος λέει: «Τότε ήταν μήπως και τότε ήταν κομματικά». Δεν ξέρω πώς τα έλεγε, ο Νίκος θυμάται πιο πολλά τέτοια και έκανε εκεί το γυμνάσιο του. Μετά έφυγε και ο Νίκος, αφού τελείωσε. Είναι, ανά δυόμισι χρόνια είμαστε. Ήρθε να μάθει τέχνη μαραγκός και ήμασταν δύο στο κρεβάτι, εγώ κι ο Μπάμπης.
Μετά από δυόμισι χρόνια, αφού τελείωσα και εγώ το σχολείο μου, πήγαμε και μία θάλασσα τότε. Ήταν το Σπίτι του Παιδιού, βασιλίσσης Φρειδερίκης ήταν αυτό, βασιλεύς Παύλος μάλλον ήτανε τότε το Σπίτι του Παιδιού. Πήγαμε ένα καλοκαίρι στη Θάσο. Να πάνε από δύο τρία, δυο κορίτσια σε δύο έως τρεις φορές, δεκαπέντε μέρες μια παρτίδα, δεκαπέντε άλλες, από κάθε χωριό και μας πήγαν στη Θάσο… Πω, πω!
Σαν κατασκήνωση ήταν αυτό;
Κατασκήνωση, κατασκήνωση… Πριν αυτό, πήγαμε και στη Σωτήρα, εδώ! Είχανε και στον Σωτήρα, στη Σωτήρα; Κατασκηνώσεις βουνού, ας το πούμε, ναι! Εκεί πηγαίναν πολλά παιδάκια, πήγαιναν όλοι εδώ πηγαίνανε, πιο πολλά. Και πριν κατέβω στην Έδεσσα, στο Σπίτι του Παιδιού, στην ηλικία μπορεί και δώδεκα και εντεκάμισι, δεν ξέρω, χρονών είχαν εκεί στο Σπίτι του Παιδιού, ήταν η αρχηγός, είχαμε μία μοδίστρα, μία υφάντρια, έναν κηπουρό που είχε ένα πολύ ωραίο κήπο, το έκανε στο Σπίτι του Παιδιού με λουλούδια πάρα πολλά και έβαζε και ζαρζαβάτια. Εκεί περνάγαμε πολλές ώρες από μικρά. Είχε κούνια, είχε γλίστρα. Μας μάζευαν το καλοκαίρι στην αίθουσα κάτω, ψυχαγωγία εκεί, ναι! Και με τα Σπίτια του Παιδιού οι μανάδες μας μάθανε να κάνουνε με τον κύριο Μπάμπη κομπόστες, φασολάκια στα βάζα, φρούτα, ναι! Εκεί και στον αργαλειό να μάθουμε και αργαλειό είπαν τα κορίτσια, όποια θέλει. Εκεί ύφαινα ένα σεμέν τέτοιο, ένα σετ σεμέν σε ψιλό στημόνι. Έμαθα να υφαίνω. Βέβαια, έμπαινα και στον αργαλειό της μαμάς μου να κάνω τα κουρελούδια λίγο-λίγο έτσι.
Ήξερες, δηλαδή, από πιο πριν;
Από μεράκι, ναι, θέλεις να μάθεις, όταν βλέπεις. Και που ζύμωνε κοιτούσα πώς ζύμωνε, τι έκανε, στη μεγάλη τη σκάφη, μας έβαζε και συνάμα να βοηθάμε και βοηθώντας βλέπεις και μαθαίνεις και κάνεις. Ναι, κι έκανα ένα σεμέν εκεί. Η μοδίστρα μάς μάθαινε να ρεμπατεύουμε, να κάνουμε. Μας έβαζε και ο μπαμπάς μου να ρεμπατεύουμε, αφού έραβε στο σπίτι, ρεμπατεύαμε το ύφασμα του παντελονιού. Λίγο κοπτική σε αυτόν τον χρόνο, υφαντική… Και η αρχηγός μάς μάθαινε να κάνουμε κέικ, μελομακάρονα, γλυκάκια. Για φαγητά δεν θυμάμαι. Μπορεί και φαγητάκια να κάναμε. Είχε και μία κουζίνα, δηλαδή, εκεί κι έναν φούρνο και κάναμε τέτοια. Πλήρη κουζίνα, ναι. Βέβαια!
Σας προετοίμαζαν δηλαδή για καλές νοικοκυρές;
Ναι, ναι, ναι! Ήταν καλό αυτό. Κάτω είχε και μαραγκό. Είχε και μαραγκό, αλήθεια, κάτω και έκανε τα διάφορα του κήπου και ό,τι χρειαζόταν το Σπίτι του Παιδιού. Δεν ξέρω αν έκανε και στους χωρικούς, δεν ξέρω. Τα δε αγόρια… Δεν ξέρω τι τα μάθαιναν τα αγόρια. Κυρίως εμάς, ναι! Τα αγόρια δεν ξέρω αν τα μάθαιναν κάτι. Δεν θυμάμαι.
Ίσως ο μαραγκός κάτι…
Ναι, δεν θυμάμαι!
Ωραία. Και μετά…
Βάλε την μαξιλάρα…
Ευχαριστώ! Και μετά ήρθατε στην Έδεσσα, δηλαδή όταν γίνατε δώδεκα αναγκαστικά;
Από εκεί, ναι, ναι… Από εκεί τελειώσαμε αυτά, το καλοκαίρι, βλέπεις, πήγαμε στην Θάσο μία τέτοια… Και από 'κεί και πέρα ο μπαμπάς μου λέει να μάθω μια τέχνη και εγώ αφού δεν ήθελα να πάω γυμνάσιο.
Δεν πήγατε καθόλου γυμνάσιο;
Δεν πήγα, γιατί δεν πέρασα, βλέπεις. Και η ξαδέρφη μου η Τούλα λέει: «Θα σε βοηθήσω εγώ, θα σε βοηθήσω». Έβλεπα τον εαυτό μου ότι δεν θα καταφέρνω, δεν, αφού δεν… Κι ήθελα να μείνω, όμως, στο χωριό, να μη φύγω, για να είμαι στο χωριό. Μου άρεσε να είμαι στο χωριό, δεν ήθελα να φύγω! Όχι, ο μπαμπάς μου: «Θα φύγεις, να πας να μάθεις κι εσύ τέχνη. Τι θα κάνεις εδώ; Τι θα..;». «Ναι, αλλά η μαμά μου είναι μόνη», τρία αδέρφια, «εγώ δεν θέλω να αφήσω τη μαμά μου». Δεν ήθελα να φύγω. Δεν ξέρω. Ήμουν μικρή και δεν ήθελα να αφήσω τη μαμά μου. Δεν ξέρω. Ε, φύγαμε. Με έστειλε με το ζόρι -πόσο;- έναν μήνα… Δεν ξέρω. «Διάλεξε, ή κομμωτική ή ραπτική να μάθεις[01:00:00]». Κομμώτρια ήτανε μία ξαδέρφη εδώ του μπαμπά μου, να πάμε στην Αννέτα! Ραπτική είχε μία γειτόνισσα στου θείου Πασχάλη να κάνουμε εκεί ραπτική. Σαν να μην ήθελα ραπτική. Δεν θέλω να κάθομαι. Όχι, δεν θέλω. Πάλι με έστειλε και έμενα στην Αννέτα να μαθαίνω κομμώτρια, εδώ, τρία χρόνια κομμωτική. Κι όταν ήρθα εδώ με φαινότανε, βέβαια, πόλη από το χωριό. Εγώ ήρθα μία βλάχα από το χωριό. Καλό, εντάξει, αλλά καλό, γιατί δεν ήμουν μόνη. Ήταν ήδη ο αδερφός μου εδώ πέρα και είχα παρέα. Δεν… Θα φοβόμουνα ίσως μόνη. Κι αυτός εκεί κι εγώ εδώ στην Αννέτα, μαραγκός ο ένας.
Μένατε στο σπίτι της;
Όχι, είχε ένα δωμάτιο νοίκιαζε ο αδερφός μου, ένα δωμάτιο για όσο ήταν μόνος του. Εδώ στον Μίχο κιόλας, όπου είναι εδώ τα… Και μετά νοικιάσαμε ένα, δύο δωμάτια, σαλόνι, κουζίνα και σαλόνι και μείναμε εδώ πάλι μαζί. Καλό αυτό, καλό. Κι έτσι έμεινα εδώ, έμαθα αυτή εδώ. Αυτά ήταν τα χρόνια! Ο νους μου ήταν στη μαμά μου, ψυχούλα! Μάζευε ραδίκια να μας στείλει να φάμε ραδίκια σαλάτα, φαγητό μας μαγείρευε. Ποιος ερχόταν; Ούτε ξέρω. Δεν θυμάμαι… Ερχόταν, μας έστελνε κάτι, όπως τώρα κάνω εγώ τον Μανώλη.
Κάθε πόσο καιρό ανεβαίνατε πάνω στο χωριό πάλι να τους δείτε; Ήταν εύκολο;
Το Σάββατο, ναι. Είχε κάθε Σάββατο λεωφορείο, αλλά πώς γυρνούσα; Είχε και τη Δευτέρα; Καθόλου δεν θυμάμαι. Α, ναι… Ήθελα να πηγαίνω. Ναι, ναι… Και όταν πήγαινα εκεί, ξέρεις τι με έκανε η μάνα μου να φάω; Σουτ μακάλο… Η λεγόμενη κάσια τώρα. Η κάσια ή η μπεσαμέλ που τη λέτε εσείς, η άσπρη ή η κόκκινη σάλτσα μπεσαμέλ. Γιάχνιζε το αλεύρι με το πιπεράκι το κόκκινο, έβαζε και το νεράκι, έγινε πηχτό, πήχτωνε, τυράκι μέσα… Το αγαπημένο μου! Και αν είχε αυγό, θα έβαζε κι αυγό. Αν όχι, με τυράκι. Αυτό με έκανε για να χαίρομαι. Ναι, το αγαπημένο μου κάσια, σουτ μακάλο. Ναι, ανεβαίναμε και, εντάξει, κατεβαίναμε. Ένα, δύο, τρία χρόνια αυτό, μετά από τρία χρόνια χαλαρώσαμε, μεγαλώσαμε… Δεκαπέντε! Μέχρι εδώ. Κι άλλο να λέω;
Να πεις…
To πώς γνώρισα τον Μανώλη μετά; Συνέχεια; Αυτά τώρα έφυγαν από τα παιδικά χρόνια.
Δεν πειράζει. Πάμε, συνεχίζουμε!
Ναι;
Δεν θέλεις να μας τα πεις αυτά;
Ε, γιατί όχι; Δεν είναι και άσχημα και αυτά. Μπορεί να έχω κάποια που ήδη να σε έλεγα καλύτερα, αλλά… Από εδώ, ναι, τρία χρόνια μάθαινα την κομμωτική σε αυτά. Περιττό να πω ότι όταν, πώς βρέχει τώρα εδώ, όταν ήρθα εδώ έβρεχε, δηλαδή χειμώνας ήτανε. Το φθινόπωρο, κανονικό φθινόπωρο, βροχή, έναν μήνα βροχή, ψιλή, ψιλή, ψιλή, βροχή όμως και μετά ο χειμώνας κανονικός ήτανε. Πώς μου φαινότανε; Λονδίνο έλεγαν εδώ είναι. Εκεί δεν τον είχαμε αυτό τον καιρό. Εδώ, στην Έδεσσα, επειδή τα ποτάμια, δεν ξέρω, είχανε άλλο κλίμα. Και κάποια στιγμή, Μάιος, θα πάμε να κάνουμε Πρωτομαγιά. Οι φίλοι εδώ, θα πήγαιναν όλοι της γειτονιάς, της κομμώτριάς μου ο αδερφός, που ήταν και σόγια μας και όλοι οι φίλοι της γειτονιάς. Και η Μαίρη λέει: «Να πας και εσύ», λέει «με τον Τάλιο θα είσαι, μην φοβάσαι, θα είναι και η Γεωργία η ξαδέρφη μου». Είχα… Εγώ πού να πάω, καλέ, εγώ από το χωριό βγαλμένη… Δεν ήθελα, δεν… Γιατί για γενέθλια έλεγε η Θάλεια και εγώ δεν ήθελα να πάω. Για γενέθλια, ναι. Όχι, πάρτι γενεθλίων. Ναι, πάρτι γενεθλίων. Τι ήταν αυτό; Kι εκεί θυμάμαι, από το ένα στο άλλο, λέει, οι συνομήλικοι της Θάλειας, η οποία ήταν ανιψιά της Αννέτας και λέει ένας εκεί Γιώργιος, Γιώργος… Και μου έκανε τόση εντύπωση! Πω, πω! Λέει: «Μήπως θέλεις να γίνεις παπαδιά;». «Τι να γίνω παπαδιά, δηλαδή;» «Να», λέει, «εγώ θέλω να παντρευτώ, αλλά θέλω να γίνω παπάς».
Ήθελε να σε παντρευτεί μάλλον.
Ναι, μάλλον θα του ήμουν έτσι συμπαθής. Ποιος ξέρει; Αχ, Παναγία μου, που ήρθα εγώ εδώ πέρα τώρα; Και ξέρεις ποιος ήτανε: Ο παπά - Γιώργης ο Σπιρλής, ο οποίος όντως ήθελε να γίνει παπάς από μικρός. Και: «Θέλω να κάνω», λέει, «μια εκκλησία», λέει, «εδώ στον σταθμό κοντά». Τότε είχε ένα όνειρο..
Και το έκανε…
Δεν ξέρω αν την έχτισε αυτός ή όχι, αν βοήθησε αυτός, αλλά ότι έγινε ιερέας, έγινε. Εγώ φυσικά τώρα δεν, πού να… Όμως, μετά όμως, γνώρισα τον Μανώλη πηγαίνοντας στην Πρωτομαγιά. Γνωρίσαμε όλη η παρέα εκεί μαζί και εγώ και η Τούλα η ξαδέρφη μου, η Τούλα, η Γεωργία, οι φιλενάδες εδώ πέρα που ήτανε αδερφές των φίλων αυτών. Κάναμε μία Πρωτομαγιά, γνωριστήκαμε με τον Μανώλη από 'κεί και πέρα και συνεχίσαμε να είμαστε γνωστοί. Στο μέλλον αρραβωνιαστήκαμε.
Βγαίνετε κανονικά έξω μαζί;
Mε τον Μανώλη; Βγήκαμε το απόγευμα της Πρωτομαγιάς, να πούμε, θα κεραστούμε γλυκό και μετά δεν θυμάμαι αν βγαίναμε. Βγαίναμε, ναι. Δεν ξέρω, όμως, αν βγαίναμε όλοι μαζί παρέα. Ναι, και παρεούλα θα βγαίναμε… Και μετά σιγά-σιγά συμπαθήσαμε ο ένας τον άλλον, αγαπηθήκαμε, αρραβωνιαστήκαμε… Πω, πω!
Θυμάστε τον αρραβώνα σας; Πώς ήταν; Είχε πολλά άτομα;
Ο αρραβώνας… Ο Τάλιος, η Φιλίτσα έγινε κι αυτουνού η αρραβωνιαστικιά, η Βαγγελιώ με τον Σαραβάκο τον Βαγγέλη, κι αυτή αρραβωνιαστικιά, αρραβωνιασμένοι, ήμασταν παρεούλα εκείνο τον καιρό, ας πούμε, που γνωριστήκαμε… Και πήγαμε στο χωριό αυτοί να κάνουμε αρραβώνα εκεί. Όχι, να γνωριστούμε… Καλέ, δεν θυμάμαι!
Και τα συμπεθέρια να φανταστώ…
Με βρίσκεις ένα κενό τώρα. Ναι, δεν θυμάμαι τα συμπεθέρια. Ο αρραβώνας πρέπει να έγινε εδώ μετά. Εκεί πήγαμε για να γνωριστούν, να με ζητήσει ο Μανώλης. Ναι, να με ζητήσει με αυτά τα, με αυτούς τους φίλους που σου λέω επισήμως. Να με ζητήσει, ναι, και μετά έγινε αρραβώνας εδώ. Εδώ στο σπίτι της πεθεράς μου… Ναι, ναι, ναι… Απλά πράγματα κι όμορφα! Έκανε τα δωράκια η πεθερούλα, αυτά που έπρεπε να κάνει στη νύφη, μία τσαντούλα, τα γαντάκια της μέσα, λίγα πράγματα. Ένα δαχτυλίδι δικό της μου χάρισε και μετά μου χαρίζανε ένα- ένα τα πραγματάκια, γιατί κι αυτοί είχανε μία δυσκολία άλφα. Ναι, μου πήραν έναν σταυρό μετά, να, αυτό… Μετά ένα βραχιολάκι στον γάμο, εκείνο, η θεία. Ναι, ναι έτσι, απλά πράγματα, απλά και ωραία. Βγήκαμε και μία φωτογραφία εβδομαδιαία πάλι, σαν ανάμνηση. Ναι, απλά πράγματα κι όμορφα.
Και μετά να φανταστώ ήρθε ο γάμος…
Ο γάμος ήρθε μετά από τρία χρόνια αρραβωνιασμένη, δεκαοχτώ χρονών τελείωνα. Ναι, ναι… Δεκαεννιά χρόνων ήμουνα. Ναι, ναι, τελείωνα δεκαοχτώ στα δεκαεννιά. Ήρθε ο γάμος. «Τρία χρόνια αρραβωνιασμένο με έχεις, τρία χρόνια το καημένο…» Πώς έλεγε το τραγούδι; Ο Σιάτης έλεγε: «Αχ, βρε Μαίρη, τρία χρόνια μου το τραγούδαγε το τραγούδι αυτό. «Δύο χρόνια αρραβωνιασμένο, τρίτο δεν θα αντέξω, με άλλον θα τα μπλέξω» Μου το τραγούδαγε ο Σιάτης, ήταν ο οδοντίατρός μου και πήγαινα με αυτό το τραγούδι, ο οποίος παντρεύτηκε ίδια μέρα με εμένα κι αυτός.
A, ναι;
Εεε, τι πάθαμε! Χειμωνιάτικο καιρό, 7 Δεκεμβρίου παντρευτήκαμε, που λέτε. Στο χωριό είχε στεγνό καιρό, εδώ είχε αέρα κι εκεί λίγο αέρα είχε. Μα κρύο, μα κρύο… Με όλα τα αυτά που κάναν τα συνήθεια τα καλά κι ωραία. Το κάνανε το σπιτάκι, εντωμεταξύ, τότε. Ήταν παλιό το σπίτι της πεθεράς μου. Ήτανε… Πώς τις λέτε τώρα; Πώς μένεις εσύ…
Mεζονέτες.
Mεζονέτα… Ναι, πάνω-κάτω ήτανε, θυμάμαι, ναι. Eνωμένα τα σπίτια, το ένα δίπλα στο άλλο. Και όλοι μαζί, κουμπαριό κι αυτά, πήγαμε εκεί, ένα λεωφορείο μαζί γεμίσαμε, οι κουμπάροι, εμείς, όποιος ήρθε κάτω εδώ στην Έδεσσα, κάναμε τον γάμο ωραία και καλά. Γλέντι δεν είχαμε εδώ εμείς, κάναμε εκεί το Σάββατο το βράδυ, στο χωριό, στην αυλή του σπιτιού μας. Όλα καλά κι ωραία, δόξα τω Θεώ! Και μετά εδώ δεν είχανε γλέντι αυτοί, δεν κάναμε. Είχανε, φάγανε όλα τα λεφτά να κάνουν το σπιτάκι, να μείνουμε στο καινούριο σπίτι…
Δεν πειράζει. Πώς ήταν το σπίτι; Tο πρώτο σπίτι…
To πρώτο σπίτι ήτανε εδώ, η Παρμενίωνος εδώ γωνία, το οποίο ήταν μοιρασμένο σε δύο συννυφάδες, δύο ξαδέρφια, δηλαδή, ήταν εδώ, το μισό συνιδιοκτησία, το μισό ήταν η θεία Σούλα και το μισό η πεθερά μου. Χαμηλά κάτω ήταν το κατώγι, η κουζίνα αριστερά, το μπάνιο δεξιά, ο καμπινές τουρκικός έτσι, με το αυλάκι να περνά κάτω. Μέσα στο βάθος ήτανε η αποθήκη του σπιτιού, θα πούμε, που ήτανε τα πράγματα εκεί, ένα δωμάτιο μεγάλο, το οποίο συντηρούσαν τα πράγματά τους, όλα εκεί. Και η βρύση… Είχαν και βρύση, λαμαρίνες από πάνω, σκάλα ξύλινη επάνω κι είχε επάνω τρία δωμάτια. Ο χώρος αυτός που ήταν κάτω, το κατώγι που μπαίναμε, το σαλόνι, που λέμε, το κάτω, πάνω τα δωμάτια, ένα γωνία το οποίο ήταν η σόμπα και για χειμώνα. Και αυτά… Μεγάλο και εκεί και πίσω ένα ακόμα. Τρία δωματιάκια, ωραία. Ήταν, ας πούμε, για μία οικογένεια. Να, τόσα άτομα, δύο και δύο εμείς μετά, τέσσερις, γιατί πήγαινα κι εγώ εκεί. Έμενα εκεί. Αλλά μία σόμπα σε ένα δωμάτιο, όπως κι εμείς, ζήσαμε κι εμείς οι ίδιοι, μία σόμπα σε ένα δωμάτιο είχαμε, στην κουζίνα όπου ήμασταν όλη μέρα τα πρώτα χρόνια.
Για όλο το σπίτι;
Ναι, το άλλο σπίτι. Μετά βάλαμε το άλλο δωμάτιο που ήταν τα παιδιά βάλαμε μία, όταν φύγαμε μετά από αυτό το σπίτι και στο παιδικό είχαμε σόμπα, έτσι, μία σόμπα σε ένα δωμάτιο και κάτω είχαν και αυτοί μία σόμπα να μαγειρεύουν και για να… Είχε αργαλειό η πεθερά μου, ξενοδούλευε, χήρα ήταν πολύ ν[01:10:00]έα. Ο Μανώλης δεν γνώρισε πατέρα, δεν τον θυμότανε. Ύφαινε, έπλενε και ρούχα μεροκάματο και κένταγε.
Πώς πέθανε ο πεθερός σας; Θυμάστε;
O πεθερός μου, ο πεθερός μου πέθανε από περιτονίτιδα. Τον έπιασε πόνος ξαφνικός, ενώ είχε φάει, είπανε, και κεράσια, ήταν εποχή κερασιών τώρα όπως και είπανε μήπως είναι από τα κεράσια. Όμως, δεν ήτανε από τα κεράσια, ήταν οξεία περιτονίτιδα και όταν πήγανε και κάνανε τι κάνανε, δεν μπόρεσαν να τον σώσουνε εκείνα τα χρόνια. Έκανε… Τι έκανε; Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς ο γιατρός, αλλά έφυγε από τη ζωή νωρίς.
Άρα ο άντρας σας δεν γνώρισε πατέρα;
Ήταν εννιά μηνών. Ο Γιάννης ήταν δυόμισι. Ο Γιάννης λίγο τον θυμάται.
Γιάννης είναι ο αδερφός του συζύγου;
O κουνιάδος μου, ναι. Kαι η γυναίκα ζούσε με τον παππού. Eίχανε τον πεθερό της που την βοηθούσε πάρα πολύ όμως αυτός και ήταν γνώστης πολλών πραγμάτων κι αυτός, όλη η γειτονιά στον μπάρμπα- Γιάννη έτρεχε να τον δείξει τι; Να του πει τι; Τα πάντα… Δηλαδή να τους λύσει την απορία σε οτιδήποτε, να βοηθήσει, καντούρια έβαζε, που βάζουμε κι εμείς τώρα σε ένα μπουκάλι. Και όποιος χτυπούσε στον μπάρμπα Γιάννη έτρεχε να του βάλει καντούρια, στο λαδάκι έβαζε. Βοηθούσε, ήταν γνώστης. Και την κράτησε πολύ, τη βοηθούσε πολύ.
Έχετε και εσείς συνταγή για καντουρόλαδο;
Καντούρια, ναι βέβαια.
Πώς το κάνετε;
Το καντούρι είναι ένα φυτό σαν το καλαμπόκι, ένας καρπός. Όμως δεν είναι σαν σπόρος, είναι σαν αγγουράκι σπυρωτό, κίτρινο- πορτοκαλί σαν το καλαμπόκι, βέβαια, το χρώμα έτσι, σπυρωτό, αλλά είναι λαχανικό αυτό, πώς θα το πω αυτό; Καρπό της γης κι αυτό είναι. Και βάζουμε τα κομματάκια, το κόβουμε σε κομματάκια αυτό και τα βάζουμε τον καρπό αυτόν στο λάδι, ελαιόλαδο, να το αφήσουμε να σταθεί στον ήλιο, να σταθεί, να ωριμάσει, να δώσει τις ουσίες του και μετά αυτό με ένα ξυλάκι, είχε αυτός ένα ξυλάκι και τους έδινε, λέει, στην πληγή έβαζε λίγο καρπό, έβαζε στην πληγή τους. Τότε όλοι χτυπούσαν. Ποιο παιδί δεν έτρεχε και ποιο δεν έσπαζε χέρι, πόδι ή δεν γραντζουνιόταν; Nαι, και το έκανε αυτό και άμα τελείωνε το λαδάκι, θα έβαζε μέχρι την επόμενη χρονιά να ξανακάνει. Έτσι έλεγε, ναι.
Πόσο καιρό το αφήνετε το καντούρι μέσα στο ελαιόλαδο μέχρι να γίνει;
Kαι είκοσι μέρες γίνεται, να ωριμάσει να δώσει…
Και χρησιμεύει μόνο στις πληγές;
Στις πληγές, άμα τον πονάει το στομάχι πίνουν και στο στομάχι να κάνει λίγο καλό. Αυτό.
Ωραία.
Για τις πληγές το είχαν αυτό.
Εσείς, δηλαδή, όταν παντρευτήκατε, μένατε με την πεθερά;
Ναι, με την πεθερά και με τον κουνιάδο.
Και τον κουνιάδο… Ο παππούς είχε πεθάνει, που είπατε;
Ο παππούς, ναι. Δεν τον γνώρισα εγώ τον παππού.
Πώς ήταν οι σχέσεις σας; Ήταν καλές οι σχέσεις με την πεθερά;
Καλές. Σαν κορίτσι κι όπως όλα τα κορίτσια στη νεαρή ηλικία, έχουν κάποια αντίδραση. Γιατί όταν μπαίνεις σε ένα άλλο σπίτι, άλλες συνήθειες, άλλες απαιτήσεις, άλλα να προσφέρεις, άλλα, άλλα, άλλα. Εντάξει, μικρό κορίτσι ήμουνα, έπρεπε να μάθω. Με μάθαινε: «Έτσι Μαίρη, μάνα μου», «Έτσι, Μαίρη, μάνα μου», «Έτσι Μαίρη, μάνα μου». Ναι, ναι. Με μεγάλωσε και μετά εγώ βρέθηκα στα γεράματά της, ας πω. Και ο Μανώλης με μεγάλωσε… Κι ο Μανώλης με μεγάλωσε! Εμένα με μεγάλωσε ο Μανώλης! Δεκαπέντε χρονών…
Ο Μανώλης πόσο ήταν, όταν γνωριστήκατε;
Ναι, αυτός ήτανε είκοσι έξι, οκτώ χρόνια, εννιά με πέρναγε, ε;
Ναι.
Έτσι. Δεν ξέρω. Τόσο… Είκοσι τέσσερα στα είκοσι πέντε. Είκοσι πέντε, είκοσι τέσσερα, θαρρώ, μ' έλεγε. Ναι, ήτανε πάρα πολύ καλός… Πάρα πολύ καλός. Περάσαμε καλά μαζί από τη στιγμή την πρώτη είχε έναν άλφα σεβασμό. Ήταν πολύ καλός, λεπτός, λεπτότητα είχε. Δόξα τω Θεώ! Δόξα τω Θεώ!
Μου είπατε πριν ότι έχετε κάνει κι ένα ταξίδι στα Ιεροσόλυμα…
Α, ναι. Μαζί του, βέβαια!
Πώς θα περιγράφατε αυτή την εμπειρία;
Αυτή η εμπειρία είναι ό,τι καλό… Ταξίδια δεν είχαμε πάει εμείς, γιατί η δουλειά του δεν τον επέτρεπε. Καλοκαίρι ήταν οι φούριες του. Μια φορά πήγαμε τα παιδάκια στη θάλασσα, για να χαρούν κι αυτά τα ευλογημένα μια χρονιά και μετά πήγαμε μαζί το 2010. Ναι, τον Μάιο. Τέτοιος καιρός… Πολύ καλό. Πολύ… Θα το περιέγραφα… Φέρνει τον ανθρώπινο νου, όταν πας αποκλειστικά σε τέτοια μέρη νομίζω… Πώς τη λέτε εσείς; Yπάρχει μια…
Αναβιώνεις, ξαναζείς…;
Όχι, όχι… Έτσι, αυτή η αίγλη των τόπων αυτών. Πώς να το πω; Αυτή η ευλογημένη Γη μας χάρισε μία άλφα ηρεμία, ταπείνωση μέσα εκεί, πίστη πιο μεγάλη. Μας δυνάμωσε την πίστη, ναι. Πιο πολύ… Όχι ότι δεν έχουμε την πίστη μας. Τώρα λιγοψυχάω λίγο στην πίστη μου, γιατί λίγο, όσο πιο πολύ φεύγουμε από τα γεγονότα της γεννήσεως όλων αυτών των χρόνων του Κυρίου λίγο, νομίζω, απομακρυνόμαστε. Εγώ έτσι θαρρώ στον εαυτό μου. Εκεί, όμως, ήσουν τόσο κοντά σε όλα αυτά τα γεγονότα. Και μόνο που ήσουν εκεί και υπήρχε αυτό το αυθόρμητο, σαν να ζούσες κι εσύ μαζί εκείνα τα χρόνια. Και να τρέχουν τα δάκρυα, χωρίς να θέλεις -θα μου ‘ρθουν και τώρα- ναι, ναι, ναι. Ειδικά στον τόπο εκεί του μαρτυρίου… Όλα αυτά, ναι. Να πάει ο κάθε άνθρωπος, Έλληνας, Ορθόδοξος, ό,τι είναι… Τούρκος, Μούρκος… Όχι, ο Τούρκος δεν είναι ορθόδοξοι. Να αξιωθούν να πάνε όλες οι χριστιανικές χώρες που έχουν δηλαδή χριστιανούς. Δεν ξέρω πώς να σ' τα πω τώρα. Τώρα εδώ τα ‘χασα.
Μια χαρά μας τα είπες!
Ναι, πολύ καλή εμπειρία, πολύ καλή εμπειρία και θα ξαναπήγαινα και όπως πήγα και δεύτερη φορά. Και όπως πήγα. Ο Μανώλης εκεί πέρα έβγαλε τα εσώψυχά του, που λένε. Ναι, ναι. Κι από τότε κοινωνούσε. Δίσταζε να πάει να κοινωνήσει, ναι. Κι από τότε κοινωνούσε, ήθελε να πάει να κοινωνήσει, ήθελε να πάει μαζί μου στην Ανάσταση, ήθελε να πάει, ενώ ήταν τότε πιο παλιά μόνο στην πλατεία. Και πάλι, έστω μέχρι την εκκλησία εκεί, πηγαίναμε στο «Δεύτε». Πολύ καλή, πολύ καλή. Μας αξίωσε και πήγαμε και δεν το μετανιώσαμε και δόξα τω Θεώ. Και μακάρι να έχουμε χρόνο να πάμε και σε όλα τα υπόλοιπα άλλα, πολύ… Η πρώτη εξόρμηση που θα έλεγα να κάνει ο κάθε άνθρωπος από τον τόπο του είναι πρώτα εκεί να πάει και μετά να γυρίζει, άμα έχει τη δυνατότητα σε άλλα μέρη. Να βρεθείς σε αυτούς τους Αγίους Τόπους… Αν το βλέπεις, αν είναι έτσι για προσκυνηματική, δηλαδή, αν είναι μόνο για κρουαζιέρα και τέτοια, δεν μπορείς να την ζήσεις όλη αυτή… Μπορεί και κάποια στιγμή να ζήσουν… Σε μία μέρα δεν προλαβαίνεις να πας, όμως, σε αυτούς τους τόπους.
Δηλαδή ήταν μία εμπειρία που σας άλλαξε;
Μας δυνάμωσε, μας δυνάμωσε περισσότερο. Ναι, μας θεμελίωσε περισσότερo την πίστη. Έτσι νομίζω εγώ, έτσι νομίζω εγώ. Στο Σαραντάριο επάνω έμεινε εκεί ο Χριστός σαράντα μέρες. Τι είναι το Σαραντάριο; Δεν είναι πάρα πολύ ψηλό βουνό, αλλά είναι. Εγώ τη δεύτερη φορά το πήγα με τα ποδαράκια μου από κάτω. Σε όλη την περιοχή εκεί είναι το πιο ψηλό βουνό. Και μόνο που καθόταν εκεί τόσο καιρό και ήταν στον πειρασμό όλη την ώρα να τον πειράζει, όλες αυτές τις ημέρες, να μην μιμηθώ εγώ λίγο το δικό του, την δικιά του δύναμη; Δηλαδή σε φέρνει έτσι κάπως, ας πούμε, σου έρχεται ένα τέτοιο… Και όλα αυτά δεν περιγράφονται. Στον Πανάγιο Τάφο, στην Αγία Αποκαθήλωση… Να θες να πας και να ξαναπάς. Να θες να πας και πάλι να ξαναπάς. Ναι, μυστήριο ξένο! Δόξα τω Θεώ. Δεν ξέρω άλλο να σου πω, δεν μου έρχονται να σου πω αν είναι καλά ή όχι. Ρωτώντας μπορεί να μου έρχεται κάτι. Αν με ρωτάτε κάτι ακόμα.
Εγώ νομίζω ότι με καλύψατε για το ταξίδι στα Ιεροσόλυμα. Σχετικά με αυτό δεν έχω κάτι άλλο να σας ρωτήσω. Θα ήθελα να μάθω τώρα, αν θα αλλάζατε κάτι στη ζωή σας γυρνώντας τα χρόνια πίσω. Θα είχατε κάνει κάτι διαφορετικό;
Σαν τι διαφορετικό να έκανα; Αφήνω τον εαυτό μου να είναι γεμάτο από τη ζωή, έτσι όπως έρχεται… Γιατί; Τι άλλο να φέρω πίσω στη ζωή μου; Nα έχω πιο υπομονή, να είχα πιο υπομονή σε κάποια πράγματα που δεν είχα… Πιο πείρα, που δεν είχα. Τώρα έχω πείρα και τότε δεν την είχα. Τι να άλλαζα πίσω; Αυτά, μία... Τι να άλλαζα;
Για τη δουλειά σας δεν μας είπατε…
Η δουλειά μας;
Για την κομμωτική…
Αυτή που… Αν την συνέχισα ή όχι; Και βέβαια, ναι! Έπρεπε να βοηθάμε, στο σπίτι, όμως, όταν ήθελα να κάνω -εντάξει, δεν μετάνιωσα τώρα- κάτι που δεν μπόρεσε να γίνει, δεν μπόρεσε να γίνει, δεν θα το κάνεις έναν κόμπο και να τυραννάει την ψυχή σου. Εγώ έτσι πιστεύω για τον εαυτό μου. Υπάρχουν πολλά πράγματα, μικροπράγματα τα οποία δεν θα ήθελες να τα κάνεις, τα έκανες, όμως, τώρα, περάσανε… Δεν… Αν, αν, αν μπορούσα να ήμουν έτσι, αν, αν… Αυτό το αν όμως δεν έγινε, αυτή ήταν η ζωή. Δεν μπορώ να αλλάξω τώρα. Τι να αλλάζω; Για πες μου… Σαν τι να ήθελα να αλλάξω; Tι να έκανα; Όλα καλά… Και τι ήταν αυτό που ρωτήθηκα;
H απόφαση της κομμωτικής… Ήταν τελικά αυτό σας ταίριαζε;
Ναι, συμβιώνεις μετά με αυτό, γίνεσαι ένα. Αφού έκατσα τρία χρόνια, το αγάπησα. Τι θα κάνω; Tο ψαλίδι το πήρα… Μετά από τρία χρόνια το πήρα το ψαλίδι. Μέχρι τότε βοηθούσα την κομμώτριά μου, τύλιγα, ξετύλιγα, σκούπιζ[01:20:00]α, σφουγγάριζα, έβλεπα, οπτικά πρώτα. Και το ψαλίδι το πήρα στα τρία χρόνια, να είμαι σίγουρη. Τον εαυτό μου τύλιγα, τον εαυτό μου λίγο κουτσούρευα, σαν λίγο-λίγο δηλαδή. Η καλύτερη μάθηση είναι στον εαυτό σου για τύλιγμα, όμως, και χτένισμα πρώτα. Όχι το ψαλίδι, όχι! Σιγά-σιγά εκείνο… Και μετά εργάστηκα σε ένα δωμάτιο εδώ της θείας μου Ουρανίας είχα, κοντά εδώ στο σπίτι κι εκεί εξασκούσα λίγο λίγο. Πρώτα τις θείες, πρώτα τις γνωστές, κάτι έτσι λίγο - λίγο. Και μετά το χαλάσανε εκεί, εδώ το σπίτι, τι έκανα μετά; Δεν έκανα, γιατί είχα ήδη δύο παιδιά και… Α, μέχρι και το τρίτο εκεί ήμουνα. Πριν γεννηθεί το τρίτο έφυγα από 'κεί. Μετά από δέκα χρόνια γεννήθηκε το τρίτο παιδάκι μου. Δεν ήθελε ο Μανώλης να πολύ δουλεύω, γιατί να μην κουράζω και τη γιαγιά. Δυο παιδάκια να την αφήνουμε, είναι τόσο κουρασμένη, έλεγε. Ήθελα εγώ να πάω να κάνω και να πάρω το δίπλωμα τότε, να πάω από τη σχολή, να κάνω το δίπλωμα Ήρθε το τρίτο παιδάκι, δεν... Το άφησα. Έμεινα έγκυος κι έμεινε αυτό. Και μετά δεν ήθελα να αφήσω καθόλου, για να μην κουράζω τη γιαγιά. «Άμα πας σε μαγαζί», λέει, «θα είσαι όλη την ώρα εκεί. Τα παιδιά;». Ήταν κουρασμένη όντως η πεθερά μου, σου είπα πως ξενοδούλευε. Και έτσι το άφησα και αφού μεγάλωσαν λίγο τα παιδιά, μετά στο σπίτι μέσα, στο σπίτι είχα έναν χώρο και έκανα στο σπίτι εκεί. Και έτσι έτσι πορευτήκαμε, λίγο-λίγο, μεγάλωσαν τα παιδάκια. Κάπου, σε κάποια χρόνια πάλι τα άφησα, γιατί είχα τη μαμά μου. Ε, μετά πιο πολύ, πιο εδώ να βοηθάω τη μαμά μου, δεν ήταν τόσο καλά. Μετά την πεθερά μου. Μετά το Μανώλη. Και έτσι μειώθηκε λίγο αυτό. Έπρεπε να φροντίσουμε ανθρώπους μας. Όλα καλά. Τώρα κουρεύομαι, όμως, μόνη μου μετά από τόσα χρόνια. Όλα αυτά τα χρόνια κόβω μαλλάκια μου, χτενίζω μαλλάκια μου, κάνω δυο - τρεις κυρίες που έχουν μείνει.
Ωραία, θα θέλετε να μοιραστείτε κάτι άλλο μαζί μας;
Όπως;
Κάτι άλλο από τη ζωή σας… Κάτι που ήταν σημαντικό και δεν το θυμηθήκαμε την ώρα της συνέντευξης…
Τώρα να πούμε και τα φρέσκα;
Ό,τι θέλετε.
Τα τωρινά εννοείς;
Ό,τι θέλετε.
Νομίζω ότι επειδή λέγαμε για τα πιο έτσι, τα παλιά… Να πούμε και τα τωρινά;
Ό,τι θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας…
Μοιράζομαι, προσπαθώ να μοιράζομαι με όλους. Κάναμε οικογένεια, τρία παιδάκια κι εμείς, μεγαλώσαμε αυτά τα παιδάκια ωραία και καλά, με διάφορες αντιξοότητες και με διάφορα καλά. Όλα καλά!
Γεμάτη ζωή είχατε…
Γεμάτη ζωή… Στα δεκαοχτώ ήθελε η Δήμητρα, η Ξένια, να… Η Δήμητρα πρώτα, να αρραβωνιαστεί, σαν κι εμένα και αυτή μικρή. Ή τον Γιάννη ή όχι. Μετά και η Ξένια, στον χρόνο επάνω κι εκείνη, ναι! Την πέρασε η Δήμητρα, αρραβωνιάστηκε κι αυτή, κάναμε γάμους. Καλά, όλα και καλά. Όλα καλά, ωραία και καλά. Δεν έχουμε παράπονο, κάναμε οικογένεια ωραία και καλά, παντρεύτηκαν. Κι εμείς με τον Μανώλη... Τώρα, τα θλιβερά τα αφήνουμε στην άκρη… Και μετά έχουμε τον γιο μας… Ο Άκης είναι δέκα χρόνια πιο μετά από την Δήμητρα. Ναι, τρία παιδάκια και καλά. Πορευτήκαμε, όλα καλά… Δόξα τω Θεώ!
Σήμερα τηρείτε κάποια από τα έθιμα του χωριού; Κάνετε κάποια έθιμα;
Έθιμα του χωριού… Ναι, κάνουμε, προσπαθούμε να κάνουμε κατιτίς. Μένουν κάποια… Τι να πω… Να τα πω και τα…;
Ποια; Ναι, ποια τηρείτε, ας πούμε, σήμερα;
Το να θέλω να ζυμώσω ψωμάκι μου, κάνω λειτουργίες πιο πολύ και ψωμάκι. Το να θέλω να κάνω τραχανό, τα κάνω και τα φύλλα. Το να θέλω να έχω, όπως είχε η μάνα μου, την σοδειά της τον χειμώνα, τα φασόλια να τα έχει, καλά, η πατάτα δεν αντέχει και παίρνουμε, είπαμε, τον τραχανά, ό,τι είναι φαγώσιμο, στεγνό να το έχω στο σπίτι σαν για χειμώνα. Δεν είναι εκείνοι οι χειμώνες, αλλά αυτό μου έχει μείνει, να έχω στο σπίτι ανά πάσα στιγμή, να έχει στο σπίτι, να είναι καλυμμένο, να έχω την οικογένειά μου πλήρη. Το να θέλω να κάνω τα, όταν κάνουμε έναν γάμο εδώ, θέλω να τηρήσω και λίγο τα παραδοσιακά, γιατί αυτή είναι η παράδοσή μας. Δεν την πολύ… Ίσως μου διαφεύγει, αλλά η παράδοση υπάρχει. Τις σάλτσες μας, να τις κάνουμε και στο σπίτι τις σαλτσούλες μας, τα πιπέρια μας. Όλα αυτά είναι παραδόσεις, δεν είναι να πάω στο μαγαζί και τα πήρα. Μου έχουν μείνει από αυτές τις γυναίκες που φρόντιζαν έτσι το σπίτι τους. Θέλω να κάνω, να έχω. Ποια παράδοση άλλη;
Στις γιορτές έτσι τα Χριστούγεννα, το Πάσχα…;
Να μαζευτούμε, ναι. Τα κάνουμε κι αυτά όλοι μαζί, αυτά τα αποκριάτικα τα κάνουμε μέχρι και πρόσφατα, μικρά που ήταν τα παιδιά κάναμε και τις αποκριάτικες εκδηλώσεις μας. Ναι, τις πασχαλινές να κάνουμε αυτό, το τσουρέκι, να ετοιμάσουμε, να καθαρίσουμε, όπως έκαναν λίγο πολύ. Μπορεί να μην τα κάνω όλα, αλλά μένει, μένει… Επειδή μεγάλωσα στο χωριό λίγο λίγο και το χωριό έχει άλλη κουλτούρα, άλλη, άλλα συνήθεια, άλλη παράδοση.
Τη Λάμκα την τηρείτε;
Βέβαια.
Τι κάνετε, δηλαδή;
Θα βράσουμε τα αυγουλάκια μας, θα τα δέσουμε σε μια κλωστούλα άσπρη ή κόκκινη, αναλόγως, στον πλάστη. Έχω και τον πλάστη μου, θα κάνω και εγώ τις πίτες μου, όπως έκαναν αυτοί που είπαμε. Υπάρχουν αυτά. Θα μαζευόντουσαν, πιο πολύ μαζευόμασταν, τώρα δεν… Λίγο σκορπίσαμε, η αλήθεια είναι, οι από ' δώ οι μεν, από 'δώ οι δε. Θα κάνουμε το αυγουλάκι γύρω- γύρω σε όλους από τρεις φορές να πιάσουνε… Όποιος μπορεί να πιάσει το αυγό και να νηστέψει αυτός, καλά είναι να κλείσει το στόμα με αυγό. Το κατά πόσο μπορεί ο καθένας είναι στη δική του κρίση μετά, ναι, κάνουμε τα αποκριάτικα.
Τη ζωή στο χωριό τη νοσταλγείτε καθόλου; Δηλαδή, θα γυρνούσατε και πάλι στο χωριό να μείνετε μόνιμα;
Mου αρέσει, ναι, μου αρέσει να μείνω, αλλά δεν με αφήνουνε οι συνθήκες. Έχω γεμάτη ζωή εδώ, ενεργή. Όχι πολλά πράγματα, αλλά δεν… Ναι, να κάνω εδώ κάτι, να βοηθώ την οικογένειά μου όσο μπορώ και δεν τα καταφέρνω. Αλλά θέλω να πάω, να βγάλω τα παπούτσια μου πάλι, να μπω στο χωράφι ξυπόλητη. Έχουμε το χωραφάκι, ειδικά εκεί το ένα που είναι κάτω στο ανεμοδρόμιο, άμμος είναι. Εκεί ξυπόλητη ήθελα να κάνω δουλειές και γενικά ήθελα ξυπόλητη, όταν τσαπίζαμε, δεν ήθελα να φοράω τα παπούτσια. Και θαρρείς και ήξερα το χώμα κάνει καλό, κάτι τι μας προσφέρει το χώμα; Kάτι έχει… Tο άργιλό του, τι στην ευχή έχει; Aυτή την ξυποληταριά την ήθελα ή επειδή μεγάλωσα ξυπόλητη, δεν ξέρω. Nαι, μου αρέσει, θα μ' αρέσει να πάω. Ναι, και πηγαίνω και πηγαίνω, όσο μπορώ. Πάμε να μάσουμε κεράσια τώρα σιγά σιγά, να μαζέψουμε τα κερασάκια μας. Βοηθάμε και τον Μπάμπη.
Αυτά από εμένα…
Δεν έχει κάτι άλλο;
Eκτός αν έχετε κάτι άλλο να προσθέσετε.
Αν έχει κάτι άλλο ή να μου θυμίσετε, να θυμηθώ, γιατί λίγο η μνήμη μου με μπερδεύει. Έχει κάτι άλλο να με ρωτάς; Ωραία. Σε ευχαριστώ!
Εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ!
Σε ευχαριστώ!
Ήταν πολύτιμες…
Δεν ξέρω, αν σε βοήθησα.
Οι λεπτομέρειες που μας είπατε από τη ζωή στο χωριό, από τα έθιμα. Ήταν σπουδαία αυτά που μας είπατε…
Το προσπάθησα. Δεν μπορώ, δεν ξέρω αν βοήθησα καλά ή όχι καλά.
Βοηθήσατε, φυσικά! Ευχαριστώ πάρα πολύ! Να 'στε καλά!
Κι εσείς! Εύχομαι καλή επιτυχία σε όλα.
Ευχαριστώ.
Σε ό,τι χρησιμεύουν αυτά.
Φωτογραφίες

Φωτογραφία αρραβώνα
Αριστερά απεικονίζεται η κ. Μαίρη Πάσχου κ ...

Καρναβάλια στην Έδεσσα
Η κ. Μαίρη Πάσχου με τον σύζυγό της σε χορό.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η κύρια Μαίρη Πάσχου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ζέρβη Έδεσσας και μεταφέρει τα ήθη, έθιμα και τις παραδόσεις του χωριού της για όλες της θρησκευτικές γιορτές του χρόνου. Αναπολεί τα σχολικά της χρόνια, την καθημερινότητα των ανθρώπων στο χωριό και εκμυστηρεύεται τον τρόπο γνωριμίας με τον σύζυγό της. Αναφέρεται, ακόμη, στο ταξίδι που τη στιγμάτισε, το ταξίδι στα Ιεροσόλυμα.
Αφηγητές/τριες
Μαίρη Πάσχου
Ερευνητές/τριες
Ανθούλα Αλεξιάδου
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/06/2023
Διάρκεια
88'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η κύρια Μαίρη Πάσχου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ζέρβη Έδεσσας και μεταφέρει τα ήθη, έθιμα και τις παραδόσεις του χωριού της για όλες της θρησκευτικές γιορτές του χρόνου. Αναπολεί τα σχολικά της χρόνια, την καθημερινότητα των ανθρώπων στο χωριό και εκμυστηρεύεται τον τρόπο γνωριμίας με τον σύζυγό της. Αναφέρεται, ακόμη, στο ταξίδι που τη στιγμάτισε, το ταξίδι στα Ιεροσόλυμα.
Αφηγητές/τριες
Μαίρη Πάσχου
Ερευνητές/τριες
Ανθούλα Αλεξιάδου
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/06/2023
Διάρκεια
88'