«Τον άντρα μου δεν τον ερωτεύτηκα, αλλά σταδιακά τον αγάπησα»: Η κυρία Ελευθερία θυμάται τον γάμο της, τα παιδικά της χρόνια και την Κατοχή
Ενότητα 1
Αναμνήσεις από την Κατοχή
00:00:00 - 00:11:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Καλημέρα σας. Πώς σας λένε; Ελευθερία Τρανξίδου, είπα του άντρα μου το επίθετο. Ωραία. Ο μήνας σήμερα έχει 12, είναι Ιούνιος …; Αυτό μπορεί να το βάλετε κι εσείς στον νου σας, εγώ τι να πω; Δεν ξέρω, ήμουν μωρό. Ο μπαμπάς μου κι η μαμά μου δεν κρίνανε ποτέ κανέναν.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 2
Τα παιδικά χρόνια, η αγροτική ζωή και ο σύζυγος της αφηγήτριας
00:11:50 - 00:36:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η μαμά μου ήταν τόσο της εκκλησίας, πίστευε τόσο πολύ, μας έβαζε και διαβάζαμε από μωρά των Αγίων αυτά, προσευχές, ιστορίες των Αγίων, του Α… πω; Είπα για τον άντρα μου γιατί, κοίταξε, αυτά έπρεπε να τα πω. Ο άντρας μου ήταν τέλειος. Εκείνη τη μέρα δεν μπορούσα όλα μαζί να τα πω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Το σπίτι της παιδικής ηλικίας, η συζυγική ζωή και η σχέση με τα πεθερικά
00:36:14 - 00:58:27
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα φτάσουμε και στον άντρα. Πάμε πίσω ακόμα, όταν ήσουνα παιδί. Για πες μου. Το σπίτι σου πώς ήταν στα Σιδερά, το θυμάσαι; Ναι, ένα σπίτι…μαι. Απ’ το άγχος καίγεται το σώμα μου κι εγώ δεν κάθομαι. Κατάλαβες τι έχω; Ναι. Και πολλά κι άλλα… Τέλος πάντων, καλά είμαι, Δόξα τω Θεώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Αλλεργικές κρίσεις και νόσηση από κορονοϊό
00:58:27 - 01:17:13
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πιστεύω και ο Θεός με κρατάει. Κορίτσι μου, η πίστη… ξέρεις τι λέει ο Χριστός κι η Παναγία; «Τι ζητήσατε και δεν σας το ’δωσα;». Όλα μας τα …ράχνες πα έχω, αυτά άβαφτα… δεν πειράζει, γιαγιά. Λίγο τα καθαρίζω, τα ’χω καθαρά, χαμηλά κάνω κάτι, ψηλά δεν μπορώ. Εμείς να ’μαστε καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 5
Η συζυγική ζωή
01:17:13 - 01:38:58
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι, ναι. Δεν μπορούμε. Τα παιδιά, για τα παιδιά είναι αυτά. Η Τασούλα, η Τάσα είναι πολύ καλό κορίτσι, η νύφη μου, και ο γιος μου. Ήθελα να…ιλάμε… εγώ τώρα έχω πάρα πολλά, ας πούμε. Η μάνα μου είχε πολλά, πάρα πολλά. Μάνα μου… Τι τράβηξε κι η καημένη η μανούλα μου; Τέλος πάντων.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Ο γάμος της αφηγήτριας
01:38:58 - 02:10:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τον γάμο σου τον θυμάσαι; Τον γάμο μου; Ε, πώς; Πώς ήτανε; Ναι, κάναμε γάμο, ναι, παντρευτήκαμε κανονικά. Κάλεσαν το χωριό, στην πεθερά μ…κορίτσια: «Παντρέψαμε και πάλι εμείς θα τους δίνουμε;», ναι, έλεγα. Και πήγαινα δούλευα μεροκάματο και τους πήγαινα και λεφτά, κορίτσι μου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 7
Ποντιακές συνταγές
02:10:23 - 02:18:13
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και μαγειριές! Να κάνω μια κατσαρόλα σαρμάδες, να κάνω κεφτεδάκια, να κάνω πίτες, να κάνω κάνα γλυκό. Πίτες έκανα πέντε ταψιά: κολοκυθόπιτες… ευχαριστημένη στα γεράματά μου, δηλαδή στη μεγάλη ηλικία… και απ’ τα παιδιά μου και απ’ τον άντρα μου ευχαριστημένη. Τέλεια! Αυτό. Ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Καλησπέρα.
Καλημέρα σας.
Πώς σας λένε;
Ελευθερία Τρανξίδου, είπα του άντρα μου το επίθετο.
Ωραία. Ο μήνας σήμερα έχει 12, είναι Ιούνιος του 2023, εγώ λέγομαι Καλεμκερίδου Μαρία και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Και είμαστε στο σπίτι της κυρίας Ελευθερίας, που θα μας πει την ιστορία της. Είσαι έτοιμη;
Ναι.
Πες μας για αρχή πότε γεννήθηκες και πού;
Γεννήθηκα στον Σιδερά, το 1940. Το 1940 γεννήθηκα. Τον καιρό εκείνο ήταν πόλεμος, στον πόλεμο. Οι γονείς μου, ο πατέρας μου ήτανε στον Αλβανικό Πόλεμο, ναι, έκανε… Ήτανε τα χρόνια εκείνα δύσκολα και τον παίρνανε… ήταν νέος και τον παίρνανε τακτικά. Πέντε χρόνια, πέντε φορές τον πήρανε στον στρατό. Ήταν βαθμοφόρος. Ήτανε πολύ έξυπνος, μάθαινε γράμματα. Ήτανε… Είχε… Ήταν λοχίας, ναι. Και δεν πήγε στο Γυμνάσιο, γιατί δεν είχαν να φάνε. Γι’ αυτό και μόνο. Ήταν πολύ τετραπέρατος ο μπαμπάς μου και έτσι τον κάναν και λοχία. Σύμφωνα, τον βλέπανε, είναι έξυπνος και… Αυτά. Πήγαινε εκεί κι εμείς γεννιόμασταν και ερχότανε, μας έβρισκε, έβρισκε τη μαμά μου, έφευγε. Η μαμά μου έμεινε έγκυος, μας έκανε όλους έτσι. Ούτε ο ίδιος ήτανε, ούτε στην αδερφή μου την πρώτη, την Παρθένα. Αυτή είναι στην Κρήτη παντρεμένη… Καλά κάνω και τα λέω όλα αυτά; Ναι. Στην Κρήτη παντρεμένη η πρώτη αδερφή μου. Το πιο πρώτο πέθανε, τη λέγανε Σοφία. Πέθανε εκείνο, ύστερα ήταν η Παρθένα. Αυτή παντρεύτηκε στην Κρήτη, μετά που μεγάλωσε βέβαια. Εγώ όμως παντρεύτηκα στον Σιδερά. Αλλά ήταν τα δύσκολα τα χρόνια, πολύ δύσκολα. Δεν είχαμε να φάμε. Ο μπαμπάς μου θυσία έκανε, μικρό παιδί τον πάντρεψαν, γιατί… και τι να έκαμνε; Ήθελαν να παντρευτούνε, να κάνουν οικογένεια, να τους δώσουν δυο χωράφια. Τότε μοίραζαν και τα χωράφια, για να τους δώσουν κλήρο. Και όλοι πήρανε, αλλά ο μπαμπάς μου, επειδής ήταν μικρός, πήρε αργά. Κράτησαν έναν κλήρο γεωπονικό, γιατί πήρε ο θείος, του πατέρα μου ο αδερφός, είπε θα πάρει απ’ το αυτό… απ’ το… Πώς το λένε; Η μαμά μου μεγάλωσε στο ορφανοτροφείο. Όταν ερχόταν απ’ την πατρίδα… Αφήνω το ένα –πειράζει;– και λέω το άλλο…
Θα σε ρωτήσω ξανά μετά.
Ναι, ναι. Όταν ερχόταν απ’ την Τουρκία η μάνα της με τα μωρά, τότε επί Κεμάλ, αυτά ήταν μικρά, η μαμά μου ήτανε 3 χρονών. Μόνο το όνομά της ήξερε και τη ρώτησαν: «Πώς σε λένε;» και είπε: «Ανατατία», δηλαδή Αναστασία, αλλά Ανατατία. Και, κοίταξε, όλοι όσοι βρήκαν τα παιδιά τους τα πήρανε. Ήταν πολλά που δεν βρήκαν τους γονείς τους και τους πήρανε και τους φέρανε στην Κοζάνη. Τους μάζεψαν, όσους δεν βρήκαν τους γονείς, και σε αυτά τα παιδιά ήταν και η μαμά μου. Είχε πολλά αδέρφια, δέκα αδέρφια είχε η μαμά μου. Ναι. Η μάνα της όσα μπόρεσε πήρε στα χέρια της, κι ο πατέρας. Και τα άλλα έμειναν, χάθηκαν. Χάθηκε ένας αδερφός, Θεόδωρος, είναι και άλλοι δύο, αλλά δεν τους θυμάμαι. Δεν ξέρω. Τους είπε το όνομα, αλλά δεν θυμάμαι. Τέλος πάντων, αυτά που θυμάμαι. Και τη φέρανε στο ορφανοτροφείο της Κοζάνης, Λειψίστα το λέγανε. Τώρα η Νεάπολη είναι η Λειψίστα στην Κοζάνη μέσα; Εγώ θα τα πω, αυτοί τα ξέρουνε. Ναι. Μεγάλωσε, έγινε 14 χρονών. Ένας, ένας, όλοι βρίσκανε τους γονείς. Ήταν πολλά κορίτσια, πάρα πολλά, αλλά δεν θυμάμαι ακριβώς. Πενήντα-εξήντα; Δεν ξέρω, πολλά, ναι. Γιατί τα ’βλεπα φωτογραφία, μία καμένη φωτογραφία. Όταν καήκαμε, τη μισή βρήκαμε, τη μισή. Κι όλο κορίτσια, δεσποινίδες, όμορφες, κούκλες! Και ήταν σε αυτά μέσα και η μαμά μου. Αυτή ήταν στη Νεάπολη. Από την Κοζάνη πήγαν στη Νεάπολη, στο ορφανοτροφείο. Εκεί μεγάλωσαν. Ύστερα έμειναν λίγα κορίτσια, δεν ξέρω, έξι-εφτά. Τα φέραν στην Κοζάνη και ένα, ένα παντρευότανε. Τότε, όταν πήγαινε ο πατέρας μου… Είπε ο αδερφός του πατέρα μου ήτανε της εκκλησίας πολύ, ήτανε… έκαμνε μαθήματα, αυτός ήτανε… έκανε… Πώς το λένε; Να το πω δεν ξέρω. Όταν κάνεις μάθημα…
Ήταν δάσκαλος;
…θεολογίας…
Θεολόγος.
Ναι. Ήξερε πολύ, διάβαζε πολύ, ήταν της εκκλησίας και τα ’καμνε μαθήματα. Και λέει: «Λάζαρε, ξέρω», λέει, «στο ορφανοτροφείο έχει κορίτσια, να πάρουμε, να κάνουμε κι ένα καλό για σένα». Μικρός ήτανε, αφού τσοπάνος, βοσκούσε τα πρόβατα. Έτσι μεγάλωσε. Ο παππούς μου ήτανε ράφτης, τερζής λεγόταν… Εγώ το λέω, αυτοί καταλαβαίνουν. Το τερζής είναι τουρκικό. Ράφτης δηλαδή. Ο παππούς μου, ο πατέρας του, τρία αδέρφια, ναι. Ήρθαν εδώ στην Ελλάδα και ράβανε. Ο μπαμπάς μου… έμαθε και ο μπαμπάς μου να ράβει, από τον πατέρα του. Ο πατέρας του ήταν ο Παύλος και η μάνα του η Ναταλία. Ύστερα ο πατέρας μου… ο παππούς μου, πέθανε η γυναίκα του, η Ναταλία, και ξαναπαντρεύτηκε και πήρε την Κυριακή και έκανε δύο κορίτσια και μ’ αυτήνα. Ναι. Αλλά ο παππούς μου είχε τον πατέρα μου, τον Λάζαρο, τον Αβραάμ –ο πρώτος, Αβραάμ–, ο Λάζ-… ο Θεόδωρος και ύστερα ο Λάζαρος. Τα τρία αγόρια αυτά. Και μετά έκανε με τη γιαγιά την Κυριακή δύο κορίτσια, τη Δέσπω και τη Φωτεινή. Δύο κορίτσια, αδερφές, έκανε με τη δεύτερη μάνα. Και ζούσανε… φτώχεια μεγάλη, πάρα πολλή φτώχεια. Και μ’ αυτά μεγαλώναμε κι εμείς συν τον χρόνο. Αλλά είχα πατέρα πολύ εργατικό, σ’ όλα μέσα ήτανε. Ενώ δεν ήξερε, ντουβάρια έχτιζε, μάντρες έκανε, αυλόγυρους, σπίτια, σκεπές, σοβάτιζε… Τα πάντα! Η μάνα μου στο ορφανοτροφείο έμαθε ωραία εργόχειρα, κεντούσε, έραβε, έκαμνε απ’ όλα. Ήταν 14 χρονών, μικρή, και την πήρανε… παντρεύτηκε ο πατέρας μου και τη φέρανε στο χωριό. Κι αυτή έκλαιγε: «Πού με πάτε στο βουνό;». Την έβαλαν επάνω στο άλογο και έπεσε, δεν ήξερε να κρατηθεί, πρώτη φορά κάθισε. Δεν ήξεραν, οι χωριανοί τη βάλανε πάνω στο άλογο κι έπεσε, φορούσε και τακούνια. Και, ναι, ύστερα: «Πάρτε με πίσω», φώναζε. Ύστερα την είπαν: «Μη φοβάσαι, θα σε κρατάμε». Και την κρατήσανε δεξιά και αριστερά, άντρες δυο την κρατούσανε, και τη φέρανε στο χωριό. Ε, δεν ήξερε κανέναν, τίποτα. Φτώχεια. Ο μπαμπάς μου ήταν πιο σαΐνης: «Εγώ θα σε μάθω», την έλεγε. Ζύμωνε ο μπαμπάς μου, ναι, ας ήταν και μικρός: «Εγώ», λέει, «Δεν θα πας πουθενά. Και στα φαγητά θα σε δείξω». Ήξερε. Μες στο ορφανοτροφείο κεντήματα, εργόχειρα, ραψίματα… Ήτανε πρώτη, δεν την έφτανε κανένας! Ραψίματα, να κάνει κουμπότρυπες ρελιάστρες, να κάνει σχέδια… Σχέδια; Είχε το δειγματολόγιο, διαφορετικά όλα. Και μια προίκα τη δώσανε, ένα μπαούλο, για να παντρέψει όλα τα παιδιά της. Τόσα πολλά! Όλο εργόχειρα, πιπίλες και ψιλοδουλεμένα… Πώς να σ’ το πω; Αυτοί οι καταραμένοι οι Γερμανοί, δεν ξέρω, μπορεί να είναι και καλοί, δεν μ’ ενδιαφέρει, αλλά μας ζεμάτισαν, μας τα κάψαν όλα, δεν μας άφησαν ούτε ρούχα ούτε τίποτα. Ναι. Κι εγώ, όταν μας κάψανε οι Γερμανοί, ήμουνα 3 χρονών κοριτσάκι. Θυμάμαι πόσο… Τον μπαμπά μου… Όλους τους άντρες του χωριού τους μάζεψαν σ’ ένα μέρος κοντά, εκεί στο σχολείο απ’ όξω, κάτω, στον δρόμο στην άκρη. Έτοιμο με το αυτόματο, αυτό το μεγάλο που… τη ροπή, ροπή… Πώς τη λένε; Αυτό που θερίζει, που σκοτώνει όλους μαζί, με τη σειρά. Άμα χανόταν ένας Γερμανός, όλους τους άντρες του χωριού θα τους σκότωναν. Όλους! Κι οπότε ψάξανε, ψάξανε, όλους τους βρήκαν, ευτυχώς και δεν σκότωσαν κανέναν. Εντωμεταξύ… Δεν τους σκότωσαν. Εντωμεταξύ όμως, όλα τα παιδ-… τους γονείς και τα παιδιά τα μάζεψαν μες στο σχολείο. Όλοι κλαίγανε –με συγχωρείς–, κατουριότανε… Το σχολείο έγινε μπάρα μέσα, τα έκαναν απάνω τους, λερωνότανε όλοι. Καθόταν ένας στην πόρτα κι αυτό… Τώρα ίσως να το θυμάμαι εγώ, ίσως να μου το είπε κι η αδερφή μου και το ’χω στην άποψή μου. Δεν ξέρω καλά. Θυμάμαι έναν Γερμανό που έκαμνε: λονς-λονς, αυτό το θυμάμαι, και είχε ένα σπαθί γυαλιστερό και το όπλο στον ώμο του και το κουνούσε: λονς-λονς. Φοβέριζε, το [00:10:00]έβγαζε από δω και έκαμνε με το σπαθί. Περάστε μέσα δηλαδή, λονς, περάστε. Ναι. Και μπήκαμε μέσα, πήγαμε με τη μάνα μου… Ο μπαμπάς μου, πριν να μπούμε μέσα, μας είπε να πάμε να βγάλουμε… τη μάνα μου, να βγάλει όλα τα πράγματα έξω από το σπίτι. Και τα ’βγαλε και τα ’βαλε στον φούρνο μέσα. Όλα τα κάψανε. Έλυσε τα ζώα: «Λύσ’ τα», λέει, «να φύγουν στο βουνό, να μην καούνε». Ο μπαμπάς μου τη μάνα μου, γιατί αυτός ήταν μαζεμένοι, τους πήραν, δεν τους αφήναν να φύγουνε. Τους είχαν έτοιμους για να τους θερίσουνε. Κι οπότε, αφού τα ’κανε η μαμά μου, και πήγε και πήγαμε κι εμείς. Όλοι κλαίγανε, όλοι, κλαίγαμε κι εμείς, μωρά. Όλοι κλαίγανε, τι να κάνουμε; Σου λέει: «Θα σκοτώσουν και τους άντρες όλους», τι να κάνουν τα γυναικόπαιδα; Ευτυχώς… έκαμναν τον σταυρό τους κι αυτό το εκκλησάκι… έκαναν ύστερα ένα εκκλησάκι, αφού δεν σκοτώσανε και ο Θεός έκανε δηλαδή θέλημα Θεού. Γλιτώσαμε! Δεν σκοτώθηκε Γερμανός, έχτισαν και το χωριό. Του χωριού η εκκλησία είναι Άγιος Γεώργιος, αλλά κάναν κι ένα εκκλησάκι εκεί… στο μέρος όπου τους είχανε στη σειρά έτοιμους να τους σκοτώσουν κάναν τον Αϊ-Γιώργη, εκκλησάκι μικρό. Ναι. Κι ακόμα εκεί είναι το εκκλησάκι. Το χαλάσαν και το κάναν πιο καλό, πιο καινούριο. Δηλαδή πολύ δύσκολα χρόνια περάσαμε. Στο χωριό μέσα υπήρχαν σπίτια που δεν καήκανε. Τώρα, για κάποιο λόγο δεν κάηκαν; Αυτό μπορεί να το βάλετε κι εσείς στον νου σας, εγώ τι να πω; Δεν ξέρω, ήμουν μωρό. Ο μπαμπάς μου κι η μαμά μου δεν κρίνανε ποτέ κανέναν.
Η μαμά μου ήταν τόσο της εκκλησίας, πίστευε τόσο πολύ, μας έβαζε και διαβάζαμε από μωρά των Αγίων αυτά, προσευχές, ιστορίες των Αγίων, του Αγίου Αντωνίου, ολωνών των Αγίων. Μας έλεγαν: «Κι ύστερα θα κοιμάστε», μας έβαζε… Πολύ φοβήθηκε η μάνα μου. Φοβόταν, γι’ αυτό έγινε πολύ της εκκλησίας. Κάθε Κυριακή πήγαινε στην εκκλησία. Είχα μια μάνα λεπτή, σπαθί, όμορφο σώμα, κούκλα, χέρια χρυσά. Όλο το χωριό έντυνε. Πουκάμισα, εσώρουχα, τα πάντα. Κι ερχότανε, εμείς ήμασταν μωρά, και μας κάναν τις δουλειές απ’ τα χωράφια. Ναι. Κι ο μπαμπάς μου έραβε παντελόνια. Τους έραβε, τους έκανε, τους έκαμνε δουλειές, τους όργωνε τα χωράφια. Κι ερχόταν αυτοί, ήταν άλλοι ορφανοί, άλλοι αυτοί, κι ερχόταν μας βοηθούσανε, τους κουβαλούσαμε, είχαμε αγελάδες. Ο πατέρας μου ήταν πολύ άξιος, δούλευε σαν δέκα άντρες. Κι εγώ τον έμοιασα πολύ. Απ’ τα παιδιά εγώ είμαι έτσι, τον πατέρα μου μοιάζω. Ακόμα, είμαι 82 στα 83 και δουλεύω. Κάνω δουλειές. Με λένε, ο γιος μου, να μην κάνω τίποτα, να πίνω τον καφέ μου, να κάθομαι, κι εγώ φυτεύω απ’ όλα. Και κήπο και πατάτες και κρεμμύδια και απ’ όλα. Βάζω, να ’χω να δώσω τον γιο μου που είναι εδώ. Ο ένας ο γιος μου είναι στην Αμερική. Έφυγε το πρώτο παιδί μου. Έφυγε γιατί βρήκε κοπέλα απ’ το χωριό μας, από δω, τη λένε Φωτεινή… Η Σαββίδου η Φωτεινή είναι η νύφη μου, ναι. Καλό κορίτσι, πολύ καλό κορίτσι. Και ο γιος μου καλό παιδί, εργατικό, άξιο, σ’ όλα μέσα. Μοιάζει τον μπαμπά μου, εμένα δηλαδή, αλλά… Κι ο άντρας μου άξιος, να μη χάσω τον άντρα μου. Ο άντρας μου, ό,τι έλεγα, είναι ο Τρανξίδης ο Κωνσταντίνος, του Ευσταθίου και της Χρυσής ο γιος. Ναι. Κι αυτός είχε αδερφές τρεις και ένα… δύο αδέρφια, ο σύζυγός μου και ο αδερφός του, ο Γρηγόρης. Αυτός πήγε στην Αυστραλία. Πέθανε νωρίς, 34 χρονών. Εγώ δεν έχω… εγώ έχω μόνο τον Στάθη. Την πεθερά μου ο πεθερός μου δεν την έβαζε. Ούτε τους γονείς μου έχω τ’ όνομα, ούτε Λάζαρο ούτε Αναστασία. Έβαζαν οι νονοί ό,τι ήθελαν. Ηθέλαμε ελευθερία να σωθούμε, δηλαδή να ’χουμε Ελευθερία να ζούμε, μ’ έβαλε η νονά μου Ελευθερία. Είναι και κουνιάδα μου, του άντρα μου η αδερφή, που με βάφτισε. Την Ειρήνη τη βάφτισε μία ξαδέρφη της, έβαλε Ειρήνη. Θέλουμε ησυχία, ειρήνη. Και είχαμε ονόματα αυτά που μας βάλανε, αυτά που επιθυμούσανε ο κόσμος, τότε, εκείνα τα χρόνια. Ναι. Και… Αυτά που λέτε, όλα δηλαδή. Ζήσαμε πολύ δύσκολα, δουλεύαμε από μωρό. Μωρό όταν ήμουνα, στο Δημοτικό, 10, 9-10 χρονών, είχαμε άλογα. Έκοβα τ’ αλώνι εγώ. Το έκοβα, εννοείται τα γυρνούσα, τα ’διωχνα κι έκοβαν, έκαναν το στάρι. Πήγαινα στο χωράφι μαζί με τον πατέρα μου, έκαμνα δεματικά, εμείς τα λέμε. Έβαζαν επάνω κι εγώ τα ’δενα. Εγώ πόση δύναμη θα είχα να δέσω δεματικά; Έκαμνα δεματικά. Θέριζα μαζί τους, ένα κι ένα. Ένα δεμάτι σήκωνα στη φορά. Όπου είχε χόρτο μ’ έβαζαν εμένα και θέριζα ένα δεμάτι ολόκληρο, το ’βαζα στο δεματικό και το ’δενα. Τόσο μικρό, δουλειά να δεις. Γι’ αυτό που ζω μέχρι τώρα εδώ, ένα πράγμα θα σας πω: ο άνθρωπος που δουλεύει δεν πεθαίνει, που δεν δουλεύει πεθαίνει. Αυτό να το ’χετε μέσα σας. Σας το λέω γιατί έζησα. Εγώ δεν πίστευα να ’ρθω μέχρι εδώ. Εγώ έλεγα: «Μέχρι τα 40 μου θα πεθάνω». Πολλή, πολλή, πολλή δουλειά. Έπεφτε το ζάχαρό μου και δεν ήξερα. Κι έπεφτα, έτρεμα, και δεν γνώριζα. Και ύστερα πήγαμε στον γιατρό και με είπε ο γιατρός: «Όταν κάνεις, όταν τρέμεις, ιδρώνεις;». Λέω: «Ναι, γιατρέ, μούσκεμα νερό και δεν έχω δύναμη να κάνω δουλειά. Θέλω να αρμέξω τις αγελάδες». «Το ζάχαρό σου είναι. Δοκίμασε», λέει, «φάε ζάχαρη». Και μόλις έτρωγα τη ζάχαρη γινόμουν καλά. Και κατάλαβα από τότε… Ήμουνα και μικρή ακόμα. Τα παιδιά μου στο σπίτι ήταν ακόμα, μικρά, ήτανε 15, 14, 16, αυτού μέσα. Ναι. Ε, δούλευα πάρα πολύ. Απ’ τον άντρα μου έβγαζα περισσότερα λεφτά. Αυτός έπαιρνε απ’ το ΚΤΕΛ, ήταν εισπράκτορας, έπαιρνε 30-31, ανάλογα. Εγώ έπαιρνα 32-33, μόνο απ’ το γάλα, γιατί τα ζώα τότε, είχα πέντε αγελάδες. Έβγαζα περισσότερα λεφτά. Πήγαινα τα βοσκούσα, εγώ η ίδια μου, τα τάιζα, έπαιρνα κάθε μήνα έναν τόνο γιαρμά, για κείνες τις αγελάδες, αλλά είχα και ταύρους, απ’ τις αγελάδες. 500 κιλά ταύρο πουλούσα. Κατάλαβες τι πουλούσα; Ζωντανό όμως. Ναι. Και ο άνθρωπος που τα ’παιρνε έλεγε… συγχαρητήρια μ’ έλεγαν. Έπαιρναν το χέρι μου και μ’ έλεγαν συγχαρητήρια. Και δεν έβαζα τον άντρα μου, δεν τον γνώριζαν. Άμα πήγαινε να τα λύσει, θα τον χτυπούσανε. Έμπαινα εγώ μπροστά, τα ’βαζα κι εμένα δεν με πειράζανε, γιατί με ήξεραν. Εγώ τα τάιζα, εγώ τα κοίταζα, με γνώριζαν. Απορούσανε. Όπου πήγαινα, οι άνθρωποι που ερχόταν, οι χασάπηδες, με σύστηναν, μ’ έλεγαν: «Αυτηνής της κυρίας το χέρι πάρτε το, πέστε την συγχαρητήρια». Και, που λες, αυτά τα αυτά έχω να σας πω. Έχω κι άλλα όμως. Και ο άντρας μου όμως ήτανε πολύ καλός.
Θα μας πεις και για τον άντρα σου. Ας το πάρουμε λίγο από την αρχή, για να μη χάσουμε. Πόσα αδέρφια είχες, δεν μας είπες; Πόσα αδέρφια;
Πόσα αδέρφια είμαστε; Εμείς είμαστε πέντε ζωνταν-… Τώρα είμαστε τέσσερις. Τρία κορίτσια κι έναν αδερφό έχουμε. Πέντε ήμασταν. Έναν αδερφό και τέσσερα κορίτσια. Και δύο πεθάνανε, εφτά έκανε η μάνα μου. Ναι.
Ήσασταν πολλά παιδιά δηλαδή.
Ναι, αρκετά. Εφτά παιδιά κάναμε. Δύο πεθάνανε και πέντε μεγάλωσαν κανονικά. Ο αδερφός μου είναι στη Γερμανία. Πήρε σπίτι, έχει δυο κορίτσια, ναι, είναι καλά. Αρρώστησε πολύ όμως. Είχε μαγαζί, έψηνε, ίδρωνε, έπαθε ιγμορίτιδα απ’ τη δουλειά. Αγαπούσε τη δουλειά. Πολύ καλό παιδί, μοιάζει τον πατέρα μου, εργατικό… Πολύ καλός! Κι η νύφη μου καλό κορίτσι, κι η νύφη μου τον βοηθούσε, έκανε όλες τις σαλάτες, πολλές! Οι Γερμανοί τρώνε πολλή σαλάτα, αλλά διαφορετικά από εμάς. Ειδικά χόρτα. Αυτός έκαμνε φαγητά για τους Γερμανούς, όχι για τους Έλληνες. Γερμανικό σύστημα είχε κι όλοι οι Γερμανοί τρώγανε, γέμιζαν μες στο μαγαζί, πολλοί. «Έβγαλα λεφτά», λέει, «για όλη την οικογένεια του πατέρα μου, να ζούνε, να τρών’ πλούσια». Αλλά στο τέλος χάθηκαν όλα. «Αρρώστησα», λέει, «και χάθηκαν τα λεφτά στους γιατρούς, εδώ, εκεί, πάνε». Γιατί προχθές μιλήσαμε και λέει: «Καλά είμαι, πάω σ’ έναν γιατρό να κοιτάξω να γίνω καλά», γιατί υπόφερε πολύ αυτός. Πήγε στα νοσοκομεία τους κι έπαθε τη Β, αυτό το έτσι που λένε, να μην το λέω, ναι, τον κόλλησαν οι γιατροί μες στο νοσοκομείο. «Με τα χέρια ματωμένα», λέει, «ερχόταν μ’ έπιαναν», λέει, «Τους έλεγα: ‘Τι [00:20:00]είναι αυτά;’», γιατί ο αδερφός μου ξέρει καλά τα γερμανικά, «‘Μη φοβάσαι’, λέει, ‘δεν είναι τίποτα’». Κι όμως κόλλησε. Πιο χειρότερα… έκανε θεραπεία χειρότερη από χημειοθεραπεία. Κατάλαβες; Τέτοια φάρμακα. Μια γιατρός γυναίκα τον γλίτωσε, απ’ τη Γερμανία. Πόσοι γιατροί προσπάθησαν και δεν μπόρεσαν. Μία γυναίκα τον είπε: «Θα σε κάνω καλά» και τον έκανε καλά. Τώρα με τα εμβόλια έπαθε ξανά, κάτι τον πείραξε, το τελευταίο εμβόλιο που έκανε. Δεν ξέρω ποιο είναι, τέταρτο είναι; Πέμπτο είναι; Δεν γνωρίζω.
Ας το αφήσουμε το εμβόλιο…
Ναι. Στα πρώτα καλά…
Πάμε πίσω σε σένα.
Ναι.
Είπες στα παιδικά σου χρόνια ότι δουλεύατε πολύ. Τι άλλο θυμάσαι;
Δουλεύαμε γιατί εκάναμε πρόβατα, γιατί δεν υπήρχαν λεφτά στα χέρια μας. Είχαμε τα χωράφια… Αχ, ξέχασα να σου πω: όταν παντρεύτηκε ο πατέρας μου, πήρε γεωπονικό κλήρο. Άφησαν ένα για έναν γεωπόνο κι αυτός, όταν όλα τα μοίρασαν και δεν υπήρχε άλλος κλήρος πουθενά, ο πατέρας μου ήταν ο τελευταίος, και του ’δωσε αυτός… το ’δωσε τον γεωπονικό κλήρο, το ’δωσε 32 στρέμματα, όλο σ’ ένα μέρος, το πιο καλύτερο μέρος. Είναι όπως εδώ στην Κοιλάδα η λίμνη. Πώς είναι μαύρο το χώμα; Έτσι είναι κι εκεί. Σ’ ένα μέρος. Ένα κομμάτι είναι αυτό, 32 στρέμματα. Το ’δωσαν τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου χρυσό έβγαζε από κει. Πατάτες… ζύγιζε την πατάτα κι η πατάτα ερχότανε μία οκά… Παλιά ήταν η οκά, εσύ δεν ξέρεις. Η οκά και 100 γραμμάρια. Ακούς πόσο ήτανε; 100 δράμια λεγόταν, γραμμάρια; Δεν ξέρω. Τώρα εγώ… Την οκά ξέρω. Ναι. Βάλε, μαζεύαμε, γεμίζαμε το κάρο, δύο κάρα, τα κάρα, τις κάσες, και πηγαίναμε. Και οι [Δ.Α.], το δίπλα το χωριό, πήγαιναν. Άλλος έκανε τρεις ντενεκέδες, άλλος πέντε, άλλος έξι: «Λάζαρε, το χωράφι σου όλο πατάτα είναι». Και τίποτα! Ούτε λίπασμα ούτε τίποτα. Μαύρο χώμα, αλλά χώμα. Μαύρο, πίσσα, κατάμαυρο. Πίσσα το λέω, ναι, σαν πίσσα. Πράγματι δηλαδή. Κι απορούσαν: «Τι πατάτα;»… Και νόστιμη, καλή! Κοτρόνες ολόκληρες βγάζαμε. Τι να τα κάμναμε; Δεν πουλούσαμε τότε, δεν πουλούσαμε τίποτα. Όλοι δίναμε έτσι. Ύστερα κάναμε σιτάρια, κάναμε κριθάρια, κάναμε καλαμπόκια, σ’ αυτό το χωράφι, απ’ όλα. Ύστερα ο πατέρας μου, αρχίσαμε να μεγαλώνουμε, νοίκιαζε χωράφια, έβαζε καλαμπόκια. Παίρναμε 50 στρέμματα, νοικιάζαμε, και κάναμε καλαμπόκια. Πουλούσαμε και μ’ αγόραζαν φουστάνια, παπούτσια, ρούχα. Κάθε φθινόπωρο και άνοιξη πουλούσε ή απ’ τα πρόβατα ή απ’ τα γεννήματα. Δεν υπήρχαν αλλού, τι να κάναμε; Δεν ήτανε. Γάλα δεν πουλούσαμε. Ύστερα, ύστερα ήρθε τυροκομείο στο χωριό μας, έκαναν τυροκομείο, κι έπαιρναν το γάλα το πρόβειο. Το αγελαδινό όχι. Το αγελαδινό ο κάθε νοικοκύρης στην αρχή το ξοδεύαμε. Ύστερα, και πηγαίναμε… ναι, κάναμε… ό,τι περίσσευε εκάναμε βούτυρο, για να τρώμε εμείς. Θυμάμαι καλά, κάναμε… είχαμε κατσαρόλες τσίγκινες, όχι σε τενεκέδες, τέτοιες που έπαιρναν έναν τενεκέ, και εκάναμε δύο τέτοια για τον χειμώνα, εξόν που τρώγαμε. Και κάναμε αυτό, μυζήθρα… Τσοκαλίκ το λέγαμε εμείς, τσοκαλίκ το λέγαμε. Κάναμε αυτά, πίτες, τσοκαλικλία τα λέγαμε, ποντιακά. Όποιος τα καταλαβαίνει. Πίτες κάναμε, όπως βάζεις τη μυζήθρα, βάζαμε κι αυτό και τρώγαμε. Τα ψήναμε πάνω σε… σατς το λέγαμε, σ’ ένα σιδερένιο πράμα, και τα βάζαμε από κάτω φωτιά και τα ψήναμε και τα δίπλωνε η μάνα μου, τα ’κανε, και ύστερα τ’ αλείφαμε αγελαδινό βούτυρο… Τώρα να είχαμε να φάμε! Και κάναμε τέτοια, όλα απ’ το σπίτι: πλιγούρι, γιοχάδες, τραχανά, μακαρίνα, μακαρόνι που κόβαμε, κους-κους, το ψωμί μας. Όλα ήταν τα φαγητά ζυμαρικά απ’ το σπίτι. Ούτε λίπασμα ούτε τίποτα. Όλα ήταν αγνά, τρώγαμε δηλαδή εντελώς καθαρά, δεν υπήρχε τότε λίπασμα. Δεν παίρναμε, δεν ξέραμε τέτοια πράγματα. Και κάναμε σιτάρι… Αν σου πω ήταν για 2 μέτρα; Κεφάλι είχανε πάνω από μιάμιση πιθαμή, τέτοια, μεγάλα. Τα ’βλεπες, το στάρι έγερνε από το βάρος το πολύ. Σαν κρανοπίπιλα δηλαδή το στάρι. Πού να έχεις τώρα τέτοια πράματα; Ρίχνουν, ρίχνουν, ταΐζουν και τίποτα δεν κάνουν. Ο Θεός έδωσε τότε ευλογίες πολύ. Μπορεί να ήταν φτώχειες… Ερχόταν, τότε που ήμουνα μικρή, το ’40, ερχότανε από την Αθήνα, γνωρίσαμε… κάναμε έναν φίλο, τον Σωκράτη. Ερχότανε στο χωριό μας και έτρωγε στο σπίτι μας. Τον είχαμε και λίγο γνωριστήκαμε, σαν συγγενείς. Κι ερχόταν, μας έβρισκε. Κι εμένα με πετούσε ψηλά και μ’ έπαιρνε. Έχω το σημάδι εδώ, κάπνιζε τσιγάρο και απ’ το τσιγάρο έπεσε φωτιά κι έκλαψα εγώ. Κι όπως με πετούσε, ναι, έπεσε απ’ το τσιγάρο το αποτσίγαρο λίγο και μ’ έκαψε εδώ. Και το ’χω εδώ μέσα σημάδι, απ’ τον Σωκράτη. Ερχόταν πολλοί από άλλα μέρη, όλους η μάνα μου τους έδινε καλαμπόκι, σιτάρι… ό,τι είχαμε, τους τάιζε, τους έβαζε στο σπίτι. Πολλή φιλοξενία έκανε η μάνα μου. Πολύ φοβόταν τον Θεό. Φοβότανε γιατί πήγε ο πατέρας μου στον πόλεμο και γύρισε, ήρθε καλά, υγιής. Και η μάνα μου όλους τους τάιζε, όποιος ερχόταν, δεν έλεγε: «Αυτόν δεν τον ξέρω, πού τον βάζω στο σπίτι;». Και την έλεγαν: «Να σε δώσουμε εργόχειρα, να σε δώσουμε;» και δεν τα ’παιρνε. «Μηχανή να σε δώσουμε; Δώσ’ μας δύο τενεκέδες καλαμπόκι», μία μηχανή, δεν την έπαιρνε: «Τι να την κάνω; Έχω μηχανή», έλεγε, «Πάρτε, φάτε». Κι ο Θεός… θα σε πω, κορίτσι μου, ως τώρα δεν μας λείπουν τίποτα, έχουμε της μάνας μου τις ευλογίες κι εμείς την ακολουθούμε. Κάνουμε ό,τι κάνει κι η μάνα μου, όχι ότι είμαστε καλοί, δεν ξέρω, είναι χάρισμα Θεού. Κι εμένα –θα σας πω κι ένα άλλο–, όταν με βάφτισαν, με βάφτισαν με το παλιό εορτολόγιο τρεις παπάδες. Ακόμα δεν γυρίσανε τότε οι παπάδες, ήρθαν από την Καστοριά, δύο Καστοριανοί και ένας ο δικός μας, του παπα-Γιώργη ο πατέρας. Παπα-Γιώργης μάλλον λεγότανε. Όχι, παπα-Γιώργης ήταν ο γιος του, ψάλτης. Και ο πατέρας του, το όνομά του, ο γιος του… Λευτέρης; Δεν ξέρω, δεν το θυμάμαι το όνομά του. Τέλος πάντων.
Δεν πειράζει.
Ο γιος του ψάλτης. Άμα σου πω ότι στην Αθήνα των Αθηνών ο ψάλτης δεν τον έφτανε. Έψελνε αυτός, μία φωνή δυνατή, σιδερένια, όπως ο Καζαντζίδης. Τέτοια φωνή είχε, αλλά έψελνε. Δεν υπήρχε, σου λέω ο καλύτερος. Και όταν με βάφτισαν, δεν ξέρω τι καταλάβανε, είπανε… η μάνα μου το θυμάται κι ο πατέρας μου: «Αυτό το κορίτσι», λέει, «θα είναι τυχερό». Η τύχη μου; Έγινα με το παλιό, αλλά θα σας πω και κάτι άλλο, ένα που κι εγώ τ’ απορούσα: στον σύζυγο, στον άντρα μου, ό,τι έλεγα, λέω: «Κώστα, να πάρουμε μία κουζίνα» ή, ας πούμε: «Να πάρουμε μία τηλεόραση»… Έτσι καθόμασταν, τρώγαμε και το ’λεγα έτσι: «Να πάρουμε, καλά είναι». Την άλλη μέρα το ’φερνε. «Κατσαρόλες», έλεγα, «να πάρουμε», τα διαφήμιζε αυτά τα Fissler, τα πρώτα… όλα με τα πήρε και τα ’φερνε όλα στο σπίτι. Εγώ δεν πήρα τίποτα. Ήταν πολύ νοικοκύρης. Θέλαμε κάτι να φάμε: «Να είχαμε», λέω γω, «να είχαμε, να τρώγαμε αυτό σήμερα τι καλά ήτανε». Τρώγαμε, σηκωνόταν, πήγαινε, το ’φερνε. «Καλά, πού ήσουνα;», τον λέω. «Να…», λέει. Παναγία μου! Δεν… αλλιώς δεν μ’ έλεγε τίποτα, την αγάπη του την έδειχνε με αυτό τον τρόπο.
Σε πρόσεχε πολύ.
Πολύ, πολύ, δεν μπορώ να σ’ το πω. Και με ζήλευε και με πρόσεχε. Το στόμα μου άνοιγα, ό,τι έλεγα ερχόταν στο σπίτι, τα πάντα. Η αγάπη μου… Κι όταν θα πέθαινε… Δεν θα το ξεχάσω ποτέ, θα το θυμάμαι. Τον άντρα μου έχω τώρα… στα έντεκα πήγε που πέθανε. Πέθανε το ’13, απ’ το… 13 Μαρτίου. Το ’13, 13 Μαρτίου, κοίταξε με την ημερομηνία. Και με λέει… πριν τρεις-τέσσερις μέρες, καθόμασταν στο κρεβάτι και μ’ έπιασε από τον ώμο και με λέει: «Πώς θα χωρίσουμε; Εγώ ξέρεις σ’ ερωτεύτηκα». Κι εγώ τον λέω –σάματι δεν το ήξερα; Αλλά έκανα πως δεν ξέρω–, λέω: «Τώρα το λες; Αυτό έπρεπε να το λες [00:30:00]νωρίς». «Καλά», λέει, «δεν το καταλάβαινες από αυτά που έκανα;». Λέω: «Ίσως να είμαι χοντροκέφαλη, να μην το κατάλαβα». Πώς δεν το καταλάβαινα, αλίμονο, είναι δυνατόν; Μόλις άνοιγα το στόμα μου, όλα ερχότανε. Δεν έλεγε: «Δεν έχω»… Όλα! Που καταλάβαινα ούτε να έχει φιλενάδα, όπως κάνουν μερικοί. Γιατί ο άνθρωπος ο τέτοιος φαίνεται, άμα κάνει τέτοια πράματα, πρώτα από τα λεφτά. Τα λεφτά τα ’δινε στα χέρια μου, σε μένα όλα, κι ύστερα μ’ έλεγε: «Ελευθερία, τώρα θέλω να παραδώσω το φύλλο, δώσ’ με τα λεφτά, κράτα αυτά, εκείνα, θα μαζέψουμε, θα πάρουμε αυτοκίνητο». Πήραμε ένα αυτοκίνητο, Zastava, ακόμα εδώ αυτοκίνητα κανείς δεν είχε. Ο Στάθης κουβαλούσε όλα τα παιδιά στη ΔΕΗ μέσα, ναι, τους έβαζε στο… φορτηγό το ’κανε και κουβαλούσε. Ύστερα πήραμε και το Astra το Opel. Ε, ύστερα… Κι αυτό το είχαμε κάπου δεκαεφτά-δεκαοχτώ χρόνια. Ε, ύστερα, αρρώστησε κι ο άντρας μου. Για μισό χρόνο, έζησε ογδόντα χρόνια. Ήταν να πεθάνει σε μισό χρόνο, το πολύ σε έναν χρόνο, και τον έκανα κι έζησε έξι χρόνια. Με τη δίαιτα που τον έκανα, τα φαγητά τα καλά που τον μαγείρευα, τα ψάρια, την καλοφαγία, στον φούρνο όλα και στην κατσαρόλα ό,τι έκαμνα, αυτά που έπρεπε. Τον κοίταξα τόσο καλά, λες κι εγώ έλεγα: «Δεν θα πάθει τίποτα». Κι όμως από μέσα δούλευε. Έκανε και εγχείρηση, όλα τα ’κανε. Τέλος πάντων. Ε, τον πρόσεξα. Η νύφη μου η μεγάλη μ’ έκανε διαφήμιση στην Αμερική, λέει τη μάνα της: «Κοίταξε», λέει, «σαν την πεθερά μου γυναίκα δεν υπάρχει. Κοίταξε», λέει, «τόσο καλά τον πεθερό μου», λέει, «Αν δεν τον κοιτούσε, θα ’φευγε ήδη τότε», λέει, «σ’ έναν χρόνο το πολύ. Είδες», λέει, «πώς τον έκανε; Εσύ τίποτα δεν κάνεις για τον πατέρα μου», λέει. Αφού δεν έκαμνε η συμπεθέρα, δεν μπορούσε. Τα κορίτσια έβαζε μπροστά. Καλή ήταν κι αυτή, δεν λέω ότι δεν ήταν καλή. Μαγείρευε καλά, τον γιο μου τον φώναζε όπου δουλεύει, γιατί πήγαινε μακριά: «Στάθη, πού είσαι;», τον έπαιρνε τηλέφωνο, γιατί την είπα: «Νομίζω ο γιος μου νηστικός είναι. Μπορεί να τον ταΐζετε, εγώ αισθάνομαι ότι είναι νηστικός». Έτσι αυτή με ερχότανε. Όταν έφυγε ο γιος μου στην Αμερική, όλα μαύρα με φάνηκαν. Δεν γνώριζα από δω σε 10 μέτρα τους ανθρώπους, μαύρους τους έβλεπα απ’ τη στεναχώρια μου. Το πρώτο παιδί μου έφυγε στην Αμερική. Εγώ με τι φτώχειες τα μεγάλωσα; Πήγα στο νοσοκομείο να γεννήσω, γιατί στο σπίτι δεν είχαμε λεφτά, δεν είχαμε, και πήγε πήρε δανεικό ένα χιλιάρικο από μία ξαδέρφη της και με πήγε με ταξί στο νοσοκομείο. Ούτε πάνα είχα να τυλίξω το μωρό. Εγώ δεν ήξερα, μικρό ήμουν, 17 χρονών, τι ήξερα; Ναι. Μόλις τότε έκλεισα τα 18, μικρή ήμουνα και γέννησα. Και με είπε ο γυναικολόγος –ήταν ο Πονηρίδης, στο νοσοκομείο απάνω–, και με είπε… ήρθε, με χάιδεψε και με είπε: «Αχ, κοριτσάκι μου, είσαι πολύ μικρό», λέει, «μην κάνεις άλλο παιδάκια. Πρόσεχε», με λέει. Δηλαδή θα σακατευτείς, γιατί μικρή όταν κάνεις… τα βλέπεις τα χάλια μου, πουλάκι μου. Και δούλευα και δούλευα, δούλευα γιατί έκανα τέσσερα παιδιά. Αυτά είναι, τέσσερα έμεινα έγκυος, τέσσερα γέννησα, δεν έχασα ούτε ένα. Όπως πάνε μερικές και τα πετάνε. Είπα μία φορά να χάσω το μικρό, γιατί κουράστηκα, αλλά καλά που δεν τον άφησα… Δεν μ’ άφησε ο άντρας μου, με είπε: «Ελευθερία, ο Στάθης θα κάνει αδερφό». Τον παπά το είπα κι απόρησε, το είπα τον παπά όταν εξομολογήθηκα. «Τι λες;», με λέει. «Αυτό που σε λέω, πάτερ», λέω, «Θα ’χει αδερφό, τα κορίτσια είναι δύο». «Κι εγώ το ξέρω», με λέει. Ήτανε τέτοιος, βοηθούσε πολύ. Κάποιος να ’λεγε κάτι, έτρεχε, τον έφερνε παραγγελίες. Εδώ οι γυναίκες, ό,τι ήθελαν τους έφερνε, κλωστές να πλέκουνε, ό,τι ήθελαν. Έκαμνε αγγελίες, κρυφά από τους άντρες τους, και τους τα ’φερνε, ναι, για να δώσουν τα παιδιά τους. Τι δεν έκανε; Ό,τι τον έλεγαν, ήτανε πρόθυμος. Στον δρόμο, όταν έβρισκε χτυπημένους, το λεωφορείο δεν ήθελε να τους πάρει κι αυτός τον είπε: «Θα σε καταγγείλω. Περίμενε, θα πάρουμε τους τραυματίες». «Εγώ», λέει, «τώρα βιάζομαι». «Δεν υπάρχει βιάζομαι». Και είναι η γυναίκα με το μωρό και τους πήρε και τους κρατούσε αυτός, κανείς δεν βοηθούσε. Και πήγαν από πίσω, απ’ τα Κοίλα, τους αφήσαν στο νοσοκομείο κι ύστερα φύγανε. Τον έβαλαν να ψευδομαρτυρήσει. Ένας οδηγός γλίστρησε το αυτοκίνητο και πήγε χτύπησε μία κούρσα –δεν ξέρω τι μάρκα ήτανε, με τα είπε, αλλά εγώ τα ξεχνώ– και τον ήθελε να τον βάλει να ψευδομαρτυρήσει και τον είπε: «Εγώ δεν θα… Θα πω την αλήθεια. Βάλε άλλον, όποιον θέλεις βάλε. Εγώ δεν πάω να ψευδομαρτυρήσω». Στο δικαστήριο δεν πήγαμε κάνεις, οικογενειακώς. Το σπίτι μας να πάρουνε… να παίρνανε, δεν θα πηγαίναμε. Ήμαστε τέτοιοι, φιλήσυχοι, ούτε αγαπάμε να αρπάζουμε ούτε τίποτα. Κι ο άντρας μου κι εγώ κι όλοι. Κι ο πεθερός μου τέτοιος κι η πεθερά μου. Οι γονείς μου… Φυσικά εγώ απ’ τους γονείς μου έχω τα αυτά, κληρονομικά είναι αυτά. Η μάνα μου, ο πατέρας μου, λαιμαργία δεν είχαν ποτέ. Ναι. Γιατί κοιτάς;
Όχι, τίποτα. Συνέχισε.
Άλλο τι να πω; Είπα για τον άντρα μου γιατί, κοίταξε, αυτά έπρεπε να τα πω. Ο άντρας μου ήταν τέλειος. Εκείνη τη μέρα δεν μπορούσα όλα μαζί να τα πω.
Ενότητα 3
Το σπίτι της παιδικής ηλικίας, η συζυγική ζωή και η σχέση με τα πεθερικά
00:36:14 - 00:58:27
Θα φτάσουμε και στον άντρα. Πάμε πίσω ακόμα, όταν ήσουνα παιδί.
Για πες μου.
Το σπίτι σου πώς ήταν στα Σιδερά, το θυμάσαι;
Ναι, ένα σπίτι Γ είχαμε κι ακόμα το ’χουμε. Βάλε του πατέρα μου το σπίτι… το κρατάνε, το συντήρησαν γιατί ήταν τόσο καλό. Ήτανε σε Γ, είχε από δω ένα δωμάτιο, κουζίνα, καθιστικό, απ’ την αριστερή, από μπροστά όπως θα πάμε, από δω. Στη μέση είχαμε… το ’κανε καλντερίμι ο ίδιος, με πέτρα, ο μπαμπάς μου. Αρκετό ένα μέρος, όπως είναι… Πώς να σε πω; Τετραγωνικά 5 επί 5, 6 επί 6, κάπου έτσι, όπως είναι το Γ, όλο μέσα, γύρω-γύρω. Εξόν από κει, είχαμε κάτω… είχαμε τ’ αλώνι, αλωνίζαμε τα στάρια κι είχαμε και την αχερώνα. Η αχερώνα ήτανε 2 μέτρα βάθος και 1 μέτρο απάνω, 3 μέτρα. Όταν αλωνίζαμε, τα άχυρα τού τα ’ριχναν κατευθείαν μέσα. Και αλώνι; Το παλαμίζαμε με κοπριά και με χώμα κόκκινο, τα εκάναμε λάσπη και το παλαμίζαμε όλο κι όταν τα σκουπίζαμε το στάρι, ήταν κατακάθαρο. Κατάλαβες πώς ήταν; Τέτοιο αλώνι είχαμε, έλαμπε. Και ντουβάρια… είχαμε χτίσει γύρω-γύρω ντουβάρια 2 μέτρα. Ξεροντούβαρα, ξεροντούβαρα, χωρίς λάσπη. Ξέρεις τι θα πει ξεροντούβαρο; Λάσπη όταν δεν βάζεις μέσα. Ούτε έπεφταν ούτε τίποτα. Κι εγώ μάστορας, κι εγώ έχτιζα. Με τον πατέρα μου έμαθα, ήρθα εδώ στην Κοιλάδα και όλοι τρόμαζαν που έκανα τέτοια. Και σκεπές ανέβαινα και έσταζαν τα μαντριά και τα διόρθωνα. Τέλος πάντων. Και το σπίτι μας, αυτό το… στη μέση ήτανε σαλόνι, ας πω, σαν σαλόνι. Εκείνα τα χρόνια δεν είχαμε πολλά αυτά. Το άλλο, το καλό το δωμάτιο, που είχαμε ένα δωμάτιο, από κάτω είχε υπόγειο. Ερχότανε λίγο πιο χαμηλό και είχε ένα υπόγειο ενάμισο μέτρο στο ύψος. Είχαμε σκαλοπάτια, κατεβαίναμε κάτω και είχαμε όλα τις τροφές: ρεβίθια, καλαμπόκια, φασόλια, φύλλα που κάναμε γιοχάδες, αυτά για τις πίτες, τα ψωμιά μας. Είχε ξύλο, ράφι, και τα βάζαμε απάνω, ένα, ένα έτσι και τα σκεπάζαμε. Και δεν παθαίνανε… πόσες μέρες έξω τα κρατούσαμε, πεινασμένοι –τρώγαμε και πολύ ψωμί–, δέκα μέρες, οχτώ μέρες. Ζύμωνε. Να, τέτοια πλαστά ψωμιά κάναμε. Ναι. Είχαμε όλα. Οι πατάτες μας… Εκεί κάτω, εκείνο, το είχαμε όλο για φαγητά. Καθαρό, έλαμπε, τ’ ασβεστώναμε, κούκλα. Χώμα όμως από κάτω, παλαμισμένο, και όλα σε τενεκέδες, στα βαρέλια, τα τουρσιά μας… Βαρέλια ολόκληρα κάναμε, απ’ όλα, με καυτερό πιπέρι. Και κρατούσαν, δεν πάθαιναν τίποτα. Έπαιρνε ο πατέρας μου δύο τσουβάλια από την αγορά λάχανα και τα κάναμε σε ένα βαρέλι μέσα. Εμείς τα ζεματίζαμε λίγο και τα κάναμε και γινόταν πολύ ωραία, πάρα πολύ. Βάζαμε και λεμόνι, το λεμόνι τα κρατάει, ναι, μοσχοβολούσανε. Τέλος πάντων. Και το σπίτι μας στη μέση μέσα ήταν σαλόνι. Έκανε ο μπαμπάς μου, όταν ήμασταν εκεί ακόμα μωρά, ένα σύνθετο, μπουφέ, ένα πανέμορφο. Το ’χτισε ο ίδιος του, με ξύλα γερά. Κι ακόμα το ’χει, στον Αϊ-Γιώργη είναι, το ’χει ακόμα ο αδερφός μου, εκεί είναι. Και το είχαμε ακριβώς… μόλις άνοιγες την πόρτα, εκείνο αντίκρυ ήτανε. Το ’βλεπες, είχε μέσα… κάτω ήτανε κλειστές ντουλάπες, βάζαμε τα σκεύη μας: κατσαρόλες, είχαμε μέλια μέσα, γλυκά, η[00:40:00] μάνα μου ό,τι καλά… τα πιάτα τα καλά, ναι. Εκείνα που είχαμε καθημερινά τα είχαμε… ταρέζι το λέγαμε, είχαμε και ταρέζι, που βάζουν τα πιάτα. Και είχαμε, όπως ήταν η ντουλάπα απέναντι στον τοίχο, έπιπλο. Και είχαμε και ένα αμπάρι με τέσσερα μάτια. Το πήραμε έναν… δεν ξέρω, τον έλεγαν Μποτός, ήταν νομίζω απ’ την Καλαμιά. Και το ’χτισε αυτός, αλλά κι ο πατέρας μου μαζί. Ήτανε ραμποτέ, όλα περασμένα και έβαζε… όποιο μάτι ήθελες το χαμήλωνες όταν ήθελες να πάρεις. Αλλά είχε και μάτια, καπάκι μπροστά, ένα τόσο με καπάκι μέσα. Άνοιγες κι έπαιρνες σιτάρι, καλαμπόκι… Έπιπλο, έπιπλο με βίδες, με σίδερα. Το είχε το κάθε μάτι από μπροστά μέχρι πίσω με βιδωτό, για να μην ανοίξει, γιατί ήταν πολύ… 2-3, 2μισι μέτρα και παραπάνω ψηλό, ως απάνω στις γρεντιές. Είχαμε γρεντιές στο σπίτι. Ως εκεί ήτανε. Κι από πίσω είχαμε την κουζίνα. Το ταρέζι φαινότανε και είχαμε ένα βαρέλι γιαρμά, που κάνουμε… ένα-δύο βαρέλια γιαρμά για τα ζώα, είχαμε βόδια που οργώναμε. Κι εκείνα τα χρόνια τα βόδια τα ταΐζαμε καλά. Πουρτσάκι το λέγανε. Όπως είναι η φακή, αυτό ήτανε το ρόβι. Ρόβι. Πουρτσάκι το λέγανε, τούρκικα φαίνεται. Κι εγώ τα ξέρω και τα δυο. Και είχαμε ένα βαρέλι, ένα αυτό… βαρέλι… βαρέλι δεν ήτανε, αμπάρι. Ο πατέρας μου το ’κανε όλο… πεπιεσμένο χαρτί ήτανε; Δεν ξέρω τι ήτανε. Αλλά ο σκελετός ήτανε με ξύλο, δεν χαλούσε. Και τα κάρφωσε αυτά, τα ’κανε αμπάρι, έπαιρνε μέσα πάνω από τόνο αλεύρι, πάνω από έναν τόνο αλεύρι. Και εβάζαμε εκεί… εκεί μέσα όλο είχαμε αλεύρι. Το γεμίζαμε κάθε χρόνο και είχαμε απάνω τη σκάφη που ζυμώναμε τα ψωμιά. Όταν ζυμώναμε, βάζαμε κι εκεί απάνω ύστερα, πιο ευκολία. Και είχαμε δύο κατσαρόλες τσίγκινες, από έναν τενεκέ βούτυρα, γελαδίσια. Εβάζαμε στα φαγητά. Είχαμε ύστερα γουρούνια, κάναμε και δυο-τρεις τενεκέδες λίπος. Είχαμε χρονιάτικα γουρούνια. Απ’ όλα είχαμε, νηστικοί δεν ήμασταν. Εκόβαμε αρνιά, κότες εκατό. Το βουνό μαύριζε από κότες, όλοι κότες είχαμε. Εκάναμε πουλιά, καθόταν κλώσες, έβγαιναν, έκαναν. Κάτι έγινε απότομα, λέω, δεν ξέρω, όλα άρχισαν να ψοφάνε. Έριξαν αρρώστια για να πουλάνε τα φάρμακα. Κατάλαβες τι έγινε; Έβραζε ο λαιμός τους, κάτι πάθαιναν, ψοφούσαν. Άιντε ψοφ-… Δεν έμειναν κότες, όλα άρρωστα, στην αυλή μέσα όλα ψόφια. Από τι γίνεται; Τώρα τα κλείσαμε, γιατί δεν ψοφάνε; Δεν ψοφάν… Ψοφάνε από κανένα άμα γεράσει. Τα ’χω χρόνια πολλά. Αλλά δεν κάθονται κλώσες, δεν κάθονται. Γιατί εμείς τότε καθότανε οι κότες μας όλες. Πέντε-δέκα κλώσες, για βάλε από δέκα πουλιά, πόσα θα κάναμε; Γέμιζε το βουνό πουλιά. Ναι. Όλοι έτσι. Το βουνό λες και πρόβατα είχε, κότες. Δεν τα τρώγαν ούτε οι αλεπούδες. Τώρα τι γίνεται δεν ξέρω. Και τα κουνέλια μέσα απ’ την πόρτα μας τα τρώνε. Ναι. Αυτό. Αυτά είχαμε, αλλά ζούσαμε καλά. Θα σου πω, μετά που άρχισα να μεγαλώνουμε, είχαμε όλα. Εδίναμε τους φτωχούς. Εγώ ήμουνα το νούμερο ένα. Η μάνα μου: «Ελευθερία, θα πας στο τάδε σπίτι, θα πας στο τάδε», έβαζε και έκαμνε γιαούρτι, τους πήγαινα, χτυπούσαμε το γιαούρτι, εβγάζαμε βούτυρο. Εβάζαμε, είχαμε… καστρούγια τα λέγαμε εμείς, τσίγκινα τέτοια με χερούλια, και έβαζε το ταν, το αριάνι, αυτό που εκάναμε απ’ το βούτυρο. Έβαζε και ένα κομμάτι, σαν τη γροθιά μου πιο χοντρό, ένα βούτυρο μέσα και πήγαινα, αυτοί που δεν είχανε αγελάδες. Σ’ όλους πήγαινα και μ’ έδιναν καραμέλες, πορτοκάλια, δεν θα το ξεχάσω, καλέ. Μ’ αγαπούσανε και μ’ έλεγαν: «Kuzum, gel, gel», τουρκικά, «Gel, kuzum, gel. Otur, otur». Λέω: «Θεία, θα φύγω, θα φύγω», δεν ήξερα τουρκικά, «Θα φύγω». «Otur, otur, κάτσε, κάτσε λίγο», καθόμουνα. Πήγαινε μ’ έφερνε από μέσα κάτι, καραμέλες… Ύστερα, εκείνα τα χρόνια έκαναν αυτοί τον Αϊ-Βασίλη… τόπια τα λέγανε. Καβούρδιζαν τ’ αλεύρι, έβαζαν… έκαναν σιρόπι με ζάχαρη και το αλεύρι αυτό το σταρίσιο που καβούρδιζαν το ’καμναν τόπια. Αυτά ήταν του Αγίου Βασιλείου τα δώρα εκείνα τα χρόνια απ’ την πατρίδα. Έτσι τα κάναν αυτά οι τουρκόφωνοι, αυτοί που μιλάνε τουρκικά. Πόντιοι ναι μεν, αλλά στην πατρίδα δεν είχανε Πόντιους μέσα, είχανε… ήξεραν απ’ τους Τούρκους που είχαν μέσα το χωριό τους, όλο τούρκικα μιλούσανε. Έχουμε και στο χωριό μας τέτοιους, αλλά είναι πολύ φιλόξενοι, καλοί. Αν σου πω, από μας καλύτεροι είναι. Άμα πας τώρα: «Καλωσόρισες», ας μη σε ξέρουν, θα σε καλωσορίσουν, θα σε κεράσουν, θα σε πουν: «Έλα στο σπίτι μου», να σε φιλοξενήσουν. Και τώρα, και τώρα. Τι να σε πω; Πολλούς καλούς χωριανούς έχουμε, το Σιδερά, εγώ είμαι απ’ τον Σιδερά Κοζάνης, ναι. Το χωριό μας ήταν το πιο καλύτερο χωριό. Κι εκείνα τα χρόνια –θα σε πω κι αυτό–, όταν πηγαίναμε στο χωράφι και τελειώναμε, ας πούμε, μεσημέρι, δεν φεύγαμε. Δίπλα ποιος ήταν; Να πάμε να τον βοηθήσουμε. Όλο βοηθούσαμε ο ένας τον άλλον… όχι λεφτά. Τα λεφτά, τώρα, ύστερα έγιναν. Λεφτά δεν υπήρχε. Δούλευαν όλοι, βοηθούσαμε. Μόλις τελειώναμε, βοηθούσαμε. Ύστερα, εμείς Κυριακές, ας πούμε, δεν πηγαίναμε. Ήταν άλλοι, που ήτανε κακομοίρηδες, δεν είχανε τα παιδιά τους, δεν ξέρω τι ήτανε, έλεγε τα αδέρφια μου ο πατέρας μου να πάνε και δεν πηγαίνανε κι εμένα μ’ έστειλε. Εγώ ήμουνα καλοπροαίρετο παιδί, σ’ όλους πήγαινα. Κι έλεγα: «Πατέρα, πες τους…», σκοτώθηκε το παιδί τους κι έλεγα: «Πατέρα, πες τους να μην κλαίνε, δεν μπορώ να τους ακούω, δεν πάω άλλο». Ναι. Και τους είπε: «Να μην κλαίτε, το κορίτσι κλαίει, φοβάται. Δεν θα κλαίτε», λέει, «άλλο δεν θα ’ρθει». Και πήγαινα τους βοηθούσα. Εγώ ήμουνα το καλύτερο παιδί του πατέρα μου που έτρεχα παντού. Όλοι, και τώρα την αδερφή μου να ρωτήσεις θα σ’ το πει –την Άννα, αυτήν που έρχεται εδώ. Εγώ δεν τα λέω από μόνη μου, όντως με αγαπάνε, γιατί είμαι γελαστού, χαμογελαστού, είμαι παιδί πρόσχαρο, είμαι παιδί εργατικό, ήμουν παιδί τα πάντα. Ίσως γι’ αυτό έλεγαν να είμαι το τυχερό. Και ο άντρας μου να μ’ ακούει, ό,τι έλεγα να τρέχει να μου τα φέρνει. Εγώ αυτό δεν το είδα πουθενά, ο δικός μου μόνο το έκανε αυτό, σοβαρά σ’ το λέω. Λίγοι άντρες είναι τέτοιοι, ξεχωριστοί. Πολύ λίγοι, δεν… Γιατί με έβλεπε και δούλευα κιόλας, ίσως κι αυτό… να οφείλεται και σ’ αυτό. Εγώ δεν τον άφησα ποτέ, τον λυπόμουνα, φοβόμουνα, έλεγα: «Έχουμε τέσσερα μωρά κι εγώ να δουλεύω, να έχουμε. Δεν θέλω να είμαι κακομοίρα, θέλω να είμαι από όλους από πάνω». Κατάλαβες; Δεν θέλω να λέγανε: «Κακομοίρα». Όλοι καθότανε, γελούσανε, ίσως με κορόιδευαν κιόλας… τη μαντίλα δεν την έβγαλα απ’ το κεφάλι μου κι όμως ήμουνα και τόσο όμορφη, είχα και τόσο ωραία μαλλιά και όλα τα καλά ήμουνα. Αλλά, κορίτσι μου, δεν κοίταξα καθόλου τον εαυτό μου. Το κατάλαβες; Και τώρα τον μπαμπά σου ξέρεις τι τον λέω; «Κράτα κάτι για σένα». Ακούς τι τον λέω; Αυτό έχει έννοια. Να κάνουμε δουλειές, πουλάκι μου, να κρατήσουμε και λίγο. Και τον γιο μου, τον Στάθη. Έτσι είναι κι αυτός στην Αμερική. Κάτι να κρατάμε για τον εαυτό μας, γιατί άμα θα γεράσουμε, χαμένο καιρό έχουμε, θα χτυπάμε το κεφάλι μας. Που τώρα έτσι είμαι και πάλι δεν κάθομαι. Έμαθα! Αν δεν κάνω τίποτα, νομίζω είμαι μηδέν, πεθαμένη. Θέλω να δουλεύω πάλι, κάτι να κάνω. Ας μη μπορώ, ό,τι μπορώ. Ναι. Αυτά κάνω. Άλλο τι να σε πω; Μωρέ, ατελείωτα είναι.
Μέσα στο σπίτι είχατε ρεύμα ή νερό;
Τίποτα, όχι, όχι. Απ’ τα πηγάδια. Αν δεις τι τραβούσαμε. Πάγους, πάγους, τα πόδια μου μελάνιαζαν. Πήγαινα στα πηγάδια, έφερνα… μία ώρα δρόμο. Και μία αν δεν ήταν και λίγο δεν ήτανε. Ας πούμε, ξέρεις μέχρι πού πήγαινα; Μέχρι τα φανάρια. Πόσο είναι από δω ως τα φανάρια;
Απόσταση μεγάλη.
Απόσταση. Χίλια μέτρα είναι; Ε, τόσο πηγαίναμε και πηγαίναμε στα πηγάδια και το σώμα το τσιμέντο τόσο ήταν και απάνω τα πηγάδια όλο πάγο. Φοβόμουνα να πατήσω απάνω, έριχνα τον κουβά και… γιατί πάγωσε όλο, όταν το ’βγαζα το σκοινί, γινόταν όλο πάγο, για να βάλω στα μπετόνια. Δεν είχα βαρέλια, μπετόνια. Κάποτε –με συγχωρείς– το γαϊδούρι δεν άντεξε, ήθελε να φύγει. Είχε και σίδερα, το ’δενα, τραβούσε να φύγει. Κρύωσε, θα ψοφούσε και τα ’κανα μισά κι έφυγα. Κατάλαβες τι έκανα; [00:50:00]Έλιωνα χιόνια και πότιζα τα ζώα στο σπίτι. Τι έκανα, κορίτσι μου; Ο άντρας μου στη Γερμανία, μ’ άφησε πέντε-έξι χρόνια, γι’ αυτό κι ύστερα ήρθαμε εδώ. Μετά έκανα δύο παιδιά στον Σιδερά. Έκανα τον Στάθη και την Ελένη. Ύστερα άνοιξαν οι δρόμοι για τη Γερμανία, ήταν εκεί ο γαμπρός του Κώστα, πήγανε στη Γερμανία αυτοί κι ύστερα τον έκαναν πρόσκληση τον Κώστα. Πήγε κι αυτός. Τι να έκαμνε; Φτώχεια καταραμένη. Από κει κι ύστερα είδαμε λεφτά στα χέρια μας, ως τότε λεφτά τίποτα. Αφού και την κοπριά εγώ την κουβαλούσα απ’ τα ζώα, με το κάρο στα χωράφια. Το κατάλαβες; Και πήγαινα έκοβα με τον πεθερό μου, δεκαπέντε ημέρες λεχώνα στην Έφη, στην Ευθυμούλα μου, και πηγαίναμε κόβαμε από πίσω γκόρτσα, αγριόγκορτσα. Και όλο αγκάθια. Ο πεθερός μου ήταν χοντρός, δεν μπορούσε να ανεβεί. Εγώ ανέβαινα στο κάρο και φόρτωνα το κάρο. Κατάλαβες τι γινότανε, πουλάκι μου; Και εφέρναμε πέντε-έξι κάρα για τον χειμώνα, να ’χουμε να κάνουμε ψωμί. Κι ο άντρας μου στη Γερμανία. Κι εγώ τι να έκανα; Όλα τα ’κανα, δεν άφησα δουλειά για δουλειά. Όλα, νερά, αυτά, τα ζώα, τα πεθερικά μου κοίταξα ως τελευταία… Με την πεθερά μου τριάντα χρόνια έζησα, στο σπίτι μου μέσα, όχι να την έχω χωριστά, μες στα πόδια μου. Ερχόταν, μ’ έλεγε: «Να κοιμούμαι κι εγώ μαζί σου μες στη μέση»… Γελάς. Στη μέση στο κρεβάτι. Φοβότανε. Έπαθε τελευταία Αλτσχάιμερ, τρία χρόνια, και δεν ντρεπότανε τότε κι έλεγε: «Εγώ πα ας έρχομαι, κοιμάμαι μαζί σου». «Έλα», την έλεγα, «Έλα κοιμού κι εσύ παέ», ατό εμάρανε εμάς. Σ’ ένα δωμάτιο κοιμόμασταν τον χειμώνα όλοι, πεθερός, πεθερά, ο άντρας μου, εγώ. Πού να εκάναμε; Γι’ αυτό ήθελε να φύγουμε ο Κώστας και πήγε στη Γερμανία. Και αυτό το σπίτι, το παλιό, που πήραμε, 40.000 το πληρώσαμε. 40.000, δυο διαμερίσματα το ’65 θα παίρναμε κι οπότε… Δεν ξέρω γιατί ήρθαμε εδώ, δεν μπορούσα να τον πω και τίποτα. Επειδής ήταν η νονά μου, η Παρθένα, η κουνιάδα μου, ήταν εδώ. Εμείς βέβαια ξέραμε αγροτικές δουλειές να κάνουμε, ίσως και γι’ αυτό. Ενώ άμα ήμουνα στην Κοζάνη, θα δούλευα καθαρίστρια, εγώ θα ’βγαζα πάλι τα λεφτά, θα τα ’βγαζα. Ξέρεις γιατί δεν πήγα στην Κοζάνη; Γιατί η πεθερά μου ήθελε να ’ρθει πιο πρώτα από μένα. Πάλι θα την είχα μαζί μου. Θα έπρεπε να πάρουμε μεγάλο σπίτι, να νοικιάσουμε. Κατάλαβες; Δεν θα βγαίναμε. Το σκεφτόμουν αυτό. Καλό ήτανε, ναι, αλλά αυτή από μένα δεν χωριζότανε. Ήμουνα πολύ καλόψυχια, ντρεπόμουνα, δεν τους έκανα… δεν μπορούσα να μαλώσω μαζί τους. «Όχι» ποτέ δεν είπα, σύμφωνα σε τίποτα δεν είπα «όχι». Ό,τι ήθελαν. Αφού τη ρωτούσα: «Τι φαΐ να κάνουμε;»… Και ήταν ένας εδώ, Καμμένο τον ελέγανε, έφερνε πουλούσε πράματα, φρεσκάδια, απ’ όλα, απ’ την Κίσσα. Λέω: «Μάμα, τι να κάνουμε; Τι να πάρουμε; Τι θέλεις να μαγειρέψουμε;». Έκανε τον σταυρό του. Λέω: «Θείο, τι έπαθες;». «Εσύ γιατί ρωτάς την πεθερά σου;», λέει. «Ε», λέω, «πρέπει να θέλει κι ατέ», λέω, «κρίμα κι έν. Ό,τι θέλει ατέ θα παίρνω κι εφτάω και τρώμε». «Μωρέ μπράβο, σ’ αυτά τα χρόναι», λέει, «να ρωτάς τον πεθερό, την πεθερά». «Εγώ αΐκσα είμαι», είπα… θείο Τάη τον έλεγα, «Εγώ αΐκσα είμαι», είπα τονε, «Μ’ αρέσει να παίρνω γνώμη. Ας κάνω το χατίρι της, δεν πειράζει». Ναι. Κι αυτοί ας με εκάνανε… ερχόταν σειρά με κορόιδευε κιόλας και ύστερα μετάνιωνε, έλεγε: «Ελευθερία, εγώ κι είμαι καλέσα», μ’ έλεγε: «Είμαι…». Πώς το λένε; Το ’λεγε… κι ο Κώστας το ’λεγε πολλές φορές… Πώς λέμε αχάριστη. Ναι, έτσι: «Κακέσα είμαι», λέει, «Και με τον εαυτό μου μαλώνω». Εγώ δεν την έδινα σημασία σ’ αυτά που έλεγε, καθόλου, καθόλου. Δεν θύμωνα ποτέ. Δεν ξέρω να θύμωσα, δεν θύμωσα ποτέ, δεν έκανα παράπονο ποτέ. Τώρα, όταν λέω, με τη μάνα σου καμιά φορά τα λέμε, και τα λέω και λέει… Η μάνα σου ποτέ δεν άκουσα να πει για τον παππού σου. Δεν ξέρω πώς πέρασε, τι έκανε; Εγώ τέτοια γυναίκα δεν είδα. Λέω: «Μαρία, ξέρεις τι; Μία έννοια βγάζω απ’ τον νου μου. Επειδή δεν φόρεσες μαύρα», λέω, «μήπως δεν ήσουν ευχαριστημένη;». «Όχι, όχι», λέει, «Ελευθερία. Άκουσες ποτέ τίποτα; Όχι». «Ή», λέω, «το κρατάς για να μην πάρεις αμαρτίες;». Εγώ την είπα: «Κοίταξε, κι εμένα με έκαμνε, αλλά δεν θύμωνα». Ήταν νευρικός ο Κώστας, τα ήθελε όλα τέλεια, ήθελε όλο να δουλεύουμε. Μας έλεγε… και τα μωρά, να μας βλέπει: «Τίποτα δεν κάνετε. Σφουγγαρίστε, τρίψτε», μ’ έλεγε. Επειδής με ζήλευε, νόμιζε θα μπλέξω με κάποιον. Αυτός τώρα η φαντασία του. Κατάλαβες; Όταν δεν μ’ εμπιστεύεσαι εσύ εμένα, άρα ανασφαλής, ένιωθε ανασφάλεια. Ενώ ήταν τόσο καλός, τόσο καλός, εγώ πώς θα έκανα τέτοια πράματα; Πα, πα, Παναγία μου… Μα δεν μ’ έδωσες τέτοια αφορμή να κάνω τέτοια πράματα, εσύ με είχες… εγώ ήθελα κι έκανα τις δουλειές. Που δούλευα, εγώ ήθελα και τα ’κανα. Να σου πω την αλήθεια ήμουνα τέτοια, το είχα, ο χαρακτήρας μου ήτανε. Δεν ήθελα να είμαι κάτω στα πόδια κανενός. Ήθελα να είμαι πάντα πάνω, να είμαι… να έχω, να μη ζητάω, να μην πω ποτέ: «Δώσε με», να δίνω και να μην παίρνω. Το κατάλαβες πώς ήμουνα; Α, αυτό τον χαρακτήρα είχα. Δεν πήγαινα ποτέ. Η Βασιλική μ’ έλεγε: «Καλά», λέει, «εσύ… όλο εμείς παίρνουμε από σένα ψωμί, εσύ γιατί δεν έρχεσαι παίρνεις;». «Θα σε πω», την είπα. Εγώ ήξερα για τον άντρα μου, δεν έτρωγε ξένα, κι εγώ την έλεγα: «Βασιλική…». Τα μωρά μου, για να τα κάνω πίτες, τυρόπιτες, περεσκία… Ναι, έκανα ένα ταψί, ένα ψωμί, το ’κανα περεσκία. Πριν να πάω στον φούρνο, πρώτα έκανα το ταψί τα περεσκία. Τα ’ψηνα με μπόλικο τυρί, γιατί είχα εγώ απ’ τα ζώα μου. Κι αυγά, κι εκείνα να. Έτρωγαν η γειτονιά και μ’ έλεγαν: «Πώς τα κάνεις;». Ναι. Του σχολείου τα μωρά, όλοι ερχόταν. Το ταψί τελείωνε ώσπου να το δεις. Ναι, όλοι έτρωγαν. «Δώσε, ας φάν’ τα μωρά», έλεγα. Τους έκανα τέτοια πράματα. Τι δεν έκανα; Πίτες; Πέντε ταψιά. Όταν άνοιγα πίτες, δεν έκανα ένα. Ο Στάθης πήγαινε… εδώ στη ΔΕΗ δούλευε. Τότε δούλευαν σε εταιρείες, ήτανε… δούλευαν… ερχόταν οι εταιρείες και έπιαναν… άνοιξαν οι δουλειές. Και τον είχαν ομαδάρχη τον Στάθη. Ο Στάθης, άμα ήταν αυτού μέσα, καλέ, θα ήταν τώρα αρχηγός, θα ’παιρνε παιδιά μέσα, θα ήταν εργολάβος. Άδικα το παιδί έφυγε, αλλά τον ψάρεψε η Φωτεινούλα μας. Τέλος πάντων. Να είναι καλά, γεροί να είναι, αγαπημένοι. Αφού πήγα είδα και το καράβι το πρώτο που πήγε στην Αμερική. Πήγα στη θάλασσα, εκεί που ήτανε. Με πήγανε παντού. Και πού δεν πήγα; Σε όλα. Ναι. Ως και στο αυτό πήγα… Πήγαμε, πήγαμε στο καζίνο, το μεγαλύτερο καζίνο της Αμερικής. Εκεί μόνο είναι τέτοιο καζίνο, ένα, δεν υπάρχει αλλού. Έπαιξα κι εγώ εκεί, στο καζίνο. Έπαιξα εκεί στα μικρά παιχνίδια που παίζουνε, ναι. Τέλος πάντων. Ναι, πέρασα καλά. Δύο φορές πήγα στην Αμερική κι εγώ, δύο φορές πήγα, ναι. Τώρα έπρεπε να πάω, τώρα δεν μπορώ. Γι’ αυτό… στην υγειά μου είμαι πιο καλά, αλλά έχω άλλα, γερόντικα προβλήματα, απ’ την πολλή τη δουλειά. Αλλά πάλι δεν κάθομαι. Απ’ το άγχος καίγεται το σώμα μου κι εγώ δεν κάθομαι. Κατάλαβες τι έχω; Ναι. Και πολλά κι άλλα… Τέλος πάντων, καλά είμαι, Δόξα τω Θεώ.
Πιστεύω και ο Θεός με κρατάει. Κορίτσι μου, η πίστη… ξέρεις τι λέει ο Χριστός κι η Παναγία; «Τι ζητήσατε και δεν σας το ’δωσα;». Όλα μας τα δίνει. Να σου πω, δεν έχω παράπονο και με τα ’δειξε: «Αυτό με είπες, σ’ το ’δωσα. Εκείνο με είπες, σ’ το ’δωσα. Εκείνο με είπες, σ’ το ’δωσα». Απ’ τη μέλισσα… όταν πήγε πρώτη φορά ο άντρας μου στη Γερμανία και είχα τα δύο μωρά, θα πέθαινα, εγώ δεν ήξερα που είμαι αλλεργικιά, αλλεργικιά από μέλισσα. Αχ κορίτσι μου, «Τώρα», λέω, «τι να κάνω;». Με τσίμπησε η μέλισσα, την πρώτη φορά έβαλα πάνω λάσπη και το μαχαίρι, κάτι έκανα, αλλά τα μάτια μου κοκκίνισαν και ξυζόμουνα κι έβγαλα κάτι σαν σπάνταλα, σπάνταλα απάνω μου, μόλυνση έπαθα. Την πρώτη φορά. Ήταν Μάρτιος μήνας, εκεί μέσα, που βγαίνουν οι μέλισσες, ζέστα. Έπλενα ρούχα έξω στη σκάφη. Τέλος πάντων, με τσίμπησε τότε θαρρώ εδώ στο πόδι μου, στη σκάφη όπως έπλενα. Πήγα μέσα, η πεθερά μου αμέσως κι εκείνη έβαλε και το σίδερο, έβαλα κι αυτό, ύστερα εβάλαμε και αμμωνία. Ναι, και μ’ εκείνο… ε, ας πω ότι πέρασε, σιγά σιγά. Την άλλη χρονιά πάλι τα ίδια, με τσιμπάει εδώ στο χέρι, όπως έπλενα στη σκάφη μέσα. Χριστέ μου, μόλις με τσίμπησε, δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα, κόπηκε η αναπνοή, άρχισε η φωνή μου[01:00:00] να κλείνει. Πήγα μέσα: «Μάμα», λέω, «δεν είμαι καλά»… Την πεθερά μου δεν την έλεγα «μητέρα», «μάμα» την έλεγα, και τον πεθερό μου «πάπα». Τους έλεγα χαϊδευτικά. Τους φερνόμουν, σε λέω, τέλεια. Όχι να το πω, ας το πουν όλοι, όλοι το ξέρουν. Και με λέει: «Κάτσον», με είδε αυτή, κατάλαβε. «Δεν είμαι καλά». Ώσπου να πω: «Δεν είμαι καλά», άρχισε να κλείνει, να κλείνει. Ο άντρας μου στη Γερμανία. Το μωρό, η Νίτσα, ήτανε 8 μηνών… όχι, όχι, παραπάνω ήτανε. Την πρώτη φορά ήτανε 5 μηνών, όταν έφυγε, το δεύτερο μωρό μου. Αυτό ήταν, μου φαίνεται, γύρω στο 1μισι χρονών. Μετά έναν χρόνο ήρθε, με αποθυμούσε. Ήρθε ο Κώστας, με δώρα, με απ’ όλα, μας έφερε απ’ όλα. Τον δεύτερο χρόνο με τσίμπησε… Τώρα τι να κάνω; «Δεν είμαι καλά», είπα, ερίξαμε ξίδι, κάτι έκανα με το μαχαίρι, σίδερο… Τίποτα! Κάθισα στο κρεβάτι: «Μάνα, τα παιδιά μου», είπα, «Θα πεθάνω!». Το κατάλαβα, κλείνεται η φωνή μου, έκλεισε, έκλεισε. Ξάπλωσα έτσι, έπεσα κάτω: «Παναγία μου», είπα, «τα παιδιά μου! Παναγία μου, βοήθησέ με!». Με το που έπεσα κάτω, έκλεισε η φωνή μου κι απότομα πήρα λίγο οξυγόνο, λίγο. Ξάπλα όμως είμαι. Η πεθερά μου μ’ άφησε κι έφυγε. Με είδε! Ξέρεις τι έπαθε το πρόσωπό μου; Σούφρωσε, πρήστηκε, μελάνιασε. Αυτό το είδα μετά δύο ώρες. Δεν μπορούσα να σηκωθώ, να κάνω τίποτα. Ύστερα, σαν λίγο, λίγο, λίγο, η Παναγιά με βοήθησε, που τη φώναξα. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Κι άλλα είναι, κορίτσι μου… Και μόλις είπα: «Παναγία μου, βοήθησέ με, τα παιδιά μου θα μείνουν στον δρόμο», έκανα έτσι και έπεσα κάτω, έκλεισε η φωνή μου. Ύστερα, λίγο κάτι, σαν να πήρα λίγο κάτι, κάτι. «Έχω», λέω… κατάλαβα ότι το μυαλό μου έχω, λίγο οξυγόνο πήρα. Σιγά σιγά ήρθε οξυγόνο, ήρθε, ήρθε, ήρθε. Είχα λίγο δύσπνοια, αλλά σιγά σιγά άρχισα σηκώθηκα, έκατσα. Άκουσε που μιλάω, η πεθερά μου, έφυγε έξω, «Θα πεθάνει», με είδε να πεθάνω. Ύστερα ήρθε: «Καλά είσαι, άντε τιδέν ’κ’ έχεις». Ας είναι η Παναγία. Ύστερα λέω: «Τον καθρέφτη φέρε να δω». «Όχι», είπε με, «Τον καθρέφτη όχι». «Γιατί;», λέω, «Φέρε μου», δεν είχα δύναμη να σηκωθώ να πάω να τον κοιτάξω. Κάθισα έτσι, τα ρούχα εμείνανε, πήγε τα ’πλυνε η ίδια της, η πεθερά μου. Εγώ δεν μπορούσα. Κάθισα, κάθισα. Τα μωρά μου πού ήταν δεν ξέρω. Σχολείο, στο νηπιαγωγείο; Δεν ξέρω πού τα είχα, γιατί ο Στάθης ήταν μικρός ακόμα. Αν ήταν ενάμισο η αυτή… Δύο χρόνια διαφορά είχανε με τη Νίτσα, ακριβώς. Φεβρουάριο μετά δύο χρόνια γεννήθηκε η Νίτσα. Και λέει… Έκανα, κάθισα, ύστερα πέρασαν δύο ώρες, πήγα πήρα τον καθρέφτη. Όταν πήρα τον καθρέφτη, όταν είδα τον εαυτό μου, τρόμαξα. Το μάτι μου, το άσπρο ήταν όλο αίμα. Αίμα μαύρο, σκοτεινό. Έβλεπα όμως, όχι πολύ καθαρά, δεν έβλεπα καθαρά. Είδα το πρόσωπό μου σούφρα, μελανιασμένο, αγριεύτηκα: «Χριστέ μου», είπα, «εγώ πώς γλίτωσα;». Είπα: «Παναγία μου, σ’ ευχαριστώ, εσύ με βοήθησες. Παναγία μου!», φώναζα. Η πεθερά μου: «Καλά είσαι, μη φοβάσαι». Δεν το είπα τον Κώστα. Έναν μήνα ξυζόμουνα, ούτε γιατρό πήγα, κι έβγαζα φούσκες τέτοιες κι έτρεχαν… το δηλητήριο. Το κατάλαβες, κορίτσι μου; Κανένας εκεί στον Σιδερά, ποιος θα σε πάει στον γιατρό; Χιόνια ακόμα είχαμε τότε. Μες στα χιόνια πατούσα κι έπλενα, δεν υπήρχε μέρος. Πού; Μες στο σπίτι τα νερά πού θα τα κουβαλούσα; Τα ’ριχνα μες στην αυλή. Αχ κορίτσι μου! Τουαλέτες δεν είχαμε, ένα ψεύτικο εκεί με δύο πέτρες. Τίποτα! Φτώχεια καταραμένη! Πήγε στη Γερμανία, πήραμε στην Πτολεμαΐδα οικόπεδο. Ο πατέρας μου τον είπε: «Να πας στην Πτολεμαΐδα». Τι ακούς τον πατέρα μου; Τότε ήταν τα έργα κι έφυγαν… πριν να είναι… είχε η Πτολεμαΐδα ψωμί. Ύστερα πήγε στη Γερμανία. Τον άλλο χρόνο το κάναμε επίσημα επάνω μας, μας στοίχισε 27 χιλιάρικα όλο μαζί. Το κάναμε επίσημο, το χωρίσαμε, για να το… «Μπορεί να χτίσουμε», είπαμε. Κι οπότε ξανά πήγε στη Γερμανία, πήγε… πέντε χρόνια πήγε έτσι. Πηγαινοερχότανε σχεδόν κάθε χρόνο, ενάμισο, έναν χρόνο ερχότανε. Γιατί είπε: «Αν πάω σε ξένη γυναίκα, άλλο δεν θα γυρίσω πίσω». Ο άντρας μου, όπως είναι θα το πω, έτσι μ’ έλεγε. «Δεν πάω πουθενά», λέει. Γιατί και στο λεωφορείο που δούλευε δεν είχαν λεφτά και τον έλεγε: «Έλα», λέει, «πάμε στο ξενοδοχείο», λέει, «θα σε ξεχρεώσω». Την έλεγε: «Κορίτσι μου, εγώ έχω γυναίκα, παιδιά και δεν πάω. Πάνε βρες. Άμα θέλεις, φέρ’ με τα κι άμα δεν θέλεις, μην τα φέρεις». Λέει: «Πάρ’ το ρολόι μου». «Ούτε το ρολόι σου θέλω», λέει, «Άμα θέλεις πάνε». Τι πήγε έκανε, έναν γύρο, λέει, βρήκε κάποιον, πήγε έφερε τα λεφτά. Ναι. Στην Αθήνα όταν πήγαινε ταξίδι, ήταν τέτοιος, είπε: «Εγώ δεν θα λερώσω. Πριν να παντρευτώ τι έκανα… δεν λέω δεν πήγα, αλλά μετά που πήρα εσένα», λέει, «δεν πήγα πουθενά». «Μπράβο, αυτό μόνο φτάνει», λέω. Κοίταξε, χαίρεσαι όταν ακούς τέτοια πράματα. Έτσι δεν είναι, κορίτσι μου; Ναι. Και γι’ αυτό σε λέω. Και με τη μέλισσα αυτό έπαθα, κορίτσι μου, με γλίτωσε. Ύστερα το ’παθα και με την πενικιλίνη, την ένεση. Ενώ το ήξερα, μ’ έδωσε μια γιατρός, αυτή η τρελογιατρός, μ’ έδωσε πενικιλίνη. Καλά, ενέσεις μ’ έδωσε η γυναίκα, ήμουνα… είχα σαν… επειδής όλο έκαμνα δουλειές, ίδρωνα, σαν βρογχικό, και με λέει: «Να σε δώσω τις ενέσεις», αλλά δεν ήξερε αυτή εγώ που έχω αυτό…
Αλλεργία.
Ναι. Σάματι εγώ το σκεφτόμουνα; Το πέρασα, αλλά δεν ξέρω ότι οι ενέσεις πενικιλίνης πειράζουνε. Μ’ έδωσε ενέσεις, θα σε πω, τα ’κανα. Ήτανε… δεν ξέρω, οχτώ, δέκα; Νομίζω τα τελείωσα. Αλλά ένα πράμα ένιωσα, ένιωθα που αυτά από εδώ φούσκωναν, από δω. Αλλά εδώ δεν κατάλαβα τίποτα. Ύστερα, μετά μία βδομάδα, μόλις τα τελείωσα κι ύστερα, άρχισε να κλείνει εδώ η καρδιά μου, να μην παίρνω οξυγόνο. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, καθόμουν έτσι. Ο Κώστας έφευγε. «Εγώ τώρα τι θα κάνω; Δεν μπορώ να κοιμάμαι. Κώστα, δεν μπορώ, κάτι έπαθα. Με πείραξαν οι ενέσεις». Πήγαινα μαζί του: «Πάρε με και πήγαινε στον γιατρό». Δεν μπορούσε, γιατί έπρεπε να πάει στη δουλειά. Κάπου πήγε δρομολόγιο, πήγα μαζί του, πήγα, και με πήγε στον Δρακουλίδη, στον γιατρό. «Αχ», με λέει, «Τι έκανες;», με λέει. Λέω: «Τι έκανα; Έκανα πενικιλίνης». «Αυτό να μην το ξανακάνεις ποτέ, είσαι αλλεργικιά», λέει, «Πώς γλίτωσες;», με λέει. Έτσι μ’ έκανε. «Πέρασα», λέω, «μία μπόρα κι αυτή δεύτερη». Ξέρεις τι με είπε; «Η καρδιά σου είναι τόσο γερή», λέει, «γι’ αυτό γλίτωσες». Έτσι με είπε, σοβαρά σου λέω. Καλά, τι γερή καρδιά είχα, από σίδερο ήτανε και δεν έσκασε αρτηρία. Έπρεπε να σκάσει για να πεθάνω. Κατάλαβες; Αλλά δεν… πάγωνε. Ξέρεις τι ένιωθα; Πάγωνε η καρδιά μου και μεγάλωνε, σαν να… νόμιζα τόση καρδιά έχω. Ακούς; Μπορεί να φούσκωσε μέσα μου και μ’ έπαιρνε… μ’ έκλεινε. Δεν μπορούσα και μ’ έδωσε φάρμακα, κάτι μ’ έδωσε, το πέρασα. Και από τότε και ύστερα όλο προσέχω. Αλλεργικιά, να μη με δώσετε… Αφού παίρνω αντιβιώσεις κι αυτά και, άμα είναι να μη δώσουνε αντιβίωση γερή, απ’ αυτά που πειράζουνε, με δίνουνε ελαφριά, ναι. Τα λέω στους γιατρούς όταν πάω, όπου πάω, τους λέω: «Είμαι αλλεργικιά». Να σου πω τώρα εδώ που πήγα, με το… που μ’ έπιασε… μου είπαν ότι είχα το… αυτή την αρρώστια πώς την είπαμε;
Τώρα, τον covid.
Τον κορονοϊό. Μ’ έπιασε, αλλά το πέρασα, δεν κατάλαβα. Μόνο όρεξη δεν είχα. Δεν είχα όρεξη και δεν έπαιρνα γεύση καθόλου. Πόνο ή κάτι να ’χω, κάτι… τίποτα δεν είχα, δεν κατάλαβα τίποτα. [01:10:00]Αλλά κρύωσα. Απ’ το κρύο; Δεν ξέρω από τι έπαθα. Και κουράστηκα πολύ κι επειδής δεν έτρωγα, έπαθα ουρολοίμωξη. Δηλαδή τα ούρα μου… ναι, με πείραξε, δεν έπινα νερό. Δεν είχα… άνοστα όλα. [Δ.Α.] είπα να ανεβώ εδώ πάνω, να ’ρθω να καθίσω εδώ. Κι όπως ανέβηκα, κορίτσι μου, εδώ, έφερα αυτό το χαλί, το είχα πλυμένο. Δεν μπορούσα να τ’ ανεβάσω, το ’βαλα στο πόδι μου απάνω και το κρατούσα στρογγυλό. Σκάλα, σκάλα το σήκωνα λίγο και το ’φερνα. Την άλλη μέρα… Κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ εδώ, την άλλη μέρα περίμενα θα ’ρχόταν ο Στάθης. Δεν τους λέω τίποτα. Περίμενα τον Στάθη, δεν ήρθε. Εγώ έπλυνα, καλή ώρα όπως σήμερα, που έχω κάτω ρούχα ν’ απλώσω. Αλλά δεν με πειράζει, εδώ θα τα βάλω μέσα. Ναι, κοιμήθηκα όπως ήμουν κουρασμένη, εξαντλημένη. Δεν άντεχα, δεν έτρωγα. Κρέατα μ’ έφερναν, τις κότες τα ’ριχνα. Δεν μπορούσα να τα φάω. Ο Στάθης μ’ έφερνε σουβλάκια… μ’ έφερνε ο Γιώργος όλα, τα πάντα, απ’ όλα με κουβαλούσαν τα παιδιά. Ήταν κι ο Στάθης εδώ με τη νύφη. «Φάε», φρούτα έτρωγα λίγο, εκείνα με κράτησαν. Ναι. Έτρωγα, κοιμήθηκα εδώ πάνω, δεν κατέβαινα, έβαλα τερλίκια, άλλαξα τα ρούχα, έπλυνα, δεν ξέρω αν τα κρέμασα, ούτε θυμάμαι. Ήρθε ο Στάθης, να με φωνάζει: «Μάνα, μάνα! Σήκω, μάνα!». Ξάπλα εδώ, η σόμπα πιάνει, εγώ τίποτα! Δεν άκουγα τίποτα. Λέει μία ώρα με φώναζε. Δεν μ’ έπιασε; Δεν ξέρω, δεν κατάλαβα. Ας μ’ ακουμπούσε, θα ξυπνούσα, έτσι πιστεύω. Φοβήθηκε, αυτός νόμιζε με χτύπησε εγκεφαλικό, έτσι νόμιζε. Πήρε τηλέφωνο, ήτανε κάτω η αυτή, η Φωτεινούλα: «Η μάνα μου», λέει, «φαίνεται τη χτύπησε εγκεφαλικό, τι θα κάνω;», λέει. Πήρε το ασθενοφόρο, στο νοσοκομείο τηλέφωνο, να ’ρθουν να με πάρουνε. Ήρθε το ασθενοφόρο και βλέπω ήρθε ένα καρότσι. Δεν ξέρω… τότε πώς σηκώθηκα δεν ξέρω. Χόρτασα τον ύπνο μου; Κάποτε σηκώθηκα, με είδαν κι αυτοί. Εγώ δεν κοιτάζω από ψηλά, κοιτάζω από κάτω. Κάτι με ρόδες έρχεται, λέω: «Αυτό τι είναι;». Λέει: «Καρότσι». Κι ύστερα κοίταξα το παιδί: «Και για ποιον το φέρατε;». «Για σένα», λέει. «Καλά, εγώ δεν έχω τίποτα». «Γιατί σε φώναζε ο γιος σου», είπε με, «Εδώ και δύο ώρες», λέει, «σε φωνάζουμε. Είχες τίποτα;». «Όχι», λέω, «κουράστηκα», λέω, «δεν έτρωγα και κοιμήθηκα σαν πεθαμένη». Μακάρι να πέθαινα, ούτε θα καταλάβαινα, σοβαρά σου λέω. «Και θα σε πάρουμε, τώρα ήρθαμε», λέει, «δεν γίνεται. Μπας και κάτι έχεις», λέει, «Θα σε εξετάσουμε και θα σε φέρουμε πίσω». Με πήρανε, δεν ήμουν… πράγματι δεν είχα εγκεφαλικό, τίποτα δεν είχα. Απλώς είχα πολλή αδυναμία, η καρδιά μου αδυνάτισε πάρα πολύ. Έπρεπε να τρώω μοσχαρίσιο κρέας, το σίδερό μου έπεσε εντελώς. Είχα ουρικό οξύ, ουρικό αυτό… όχι ουρικό οξύ έχω, είχα ουρολοίμωξη και πήγαμε και χτυπούσαν ενέσεις. «Εγώ πέρασα κορονοϊό. Πέρασαν πάνω δεκαπέντε μέρες, τρεις εβδομάδες», λέω, «Δεν έχω τίποτα, αλλά όρεξη δεν έχω». Και αυτοί πάλι με πήγανε μέσα… με πήγαν ένα βράδυ με άλλους κι ύστερα μ’ ανέβασαν σ’ αυτούς μέσα που έχουν ουρικό… αυτό, τον κορονοϊό. Και με χτυπούσαν κάτι ενέσεις, δεν ξέρω τι ενέσεις. Τέτοιες σύριγγες. Τα χέρια μου έγιναν σαν σακούλες. Με πείραξαν και με χτυπούσαν, επειδής ήμουν ξάπλα, στον αφαλό. Εγώ έγινα χειρότερα. Ίδρωνα, ίδρωνα, ίδρωνα, αλλά και πάγωνα. Ίδρωνα και πάγωνα. Με πείραξαν οι ενέσεις στο αυτό, στην αλλεργία. Τους είπα: «Ξέρεις ότι έχω τη μεγαλύτερη αλλεργία; Άμα πάθω κάτι, καήκατε», είπα, «Προσέξτε καλά», είπα. «Τι έχεις;», με λέει. «Έχω…». Άλλο δεν μ’ έκαναν κάτι, δεν μ’ έκαναν, το κατάλαβαν. «Έχω τη μεγαλύτερη αλλεργία». «Από τι;», λέει. «Από μέλισσα κι από πενικιλίνη». «Εμείς δεν σε κάνουμε τέτοια». Το αυτό πρέπει να με πείραζε, το κορτιζόν. Το κορτιζόν κάτι είχε μέσα από αυτό. Έτσι νομίζω. Βάζουν, λίγο πενικιλίνη θα ’χουνε, γιατί μερικά τα βάζουνε. Πενικιλίνη σκέτη τώρα δεν τη βάζουνε. Το βάζουνε ανάμεικτα, για να μην… κάτι άμα είναι, να προλάβουνε. Τέλος πάντων. Επίσης κάποτε ακουμπάω εδώ, λέω μήπως κάνω κάτι. Και που λες, με κράτησαν τρεις μέρες. Αλλά τον Γιώργο, όταν πήγαμε εκεί, τον είπαν… Μ’ έκαναν εξετάσεις. Εντάξει όλα, δεν είχα τίποτα. «Τώρα που ήρθε», λέει, «ας την κάνουμε μία θεραπεία», λέει, «να μην πας… Ύστερα, κάτι άμα πάθει, θα πουν: ‘Κοίταξε, πήγε στο νοσοκομείο και δεν την έδωσαν σημασία». Με κράτησαν. «Καλά», είπε κι ο Γιώργος, δεν ήθελε να μ’ αφήσει. Κι εγώ δεν ήθελα. Ύστερα… Αφού μ’ έφεραν και οξυγόνο εδώ. Εγώ δεν είχα ανάγκη από οξυγόνο. Πάντα ανέβαινε 96, 97, 94, 93, 96… Γιατί… ξέρεις από οξυγόνο, ναι; Καλά ήμουνα. Το ’βαλα, αλλά όχι πολύ. Λίγο το κράτησα κι εγώ, το ’βαζα κάπου-κάπου, λέω: «Ας το βάλω, αφού το ’φεραν εδώ». Το κρατήσαμε έναν μήνα. Τέλος πάντων. Το είχα, κάπου-κάπου το ’βαζα, «Καλό είναι», λέω, «ας το βάλω». Τέλος πάντων. Και μ’ αυτά πέρασα την αρρώστια αυτή, αλλά δεν κατάλαβα τίποτα, καλά είμαι. Ξανά δεν μ’ έπιασε, αυτό είναι. Δεν έκανα εμβόλιο, τελείωσε, φοβόμουν επειδής είχα το… αυτό το…
Την αλλεργία.
Την αλλεργία. Φοβόμουνα. Πολύ μεγάλη αλλεργία. Δέκα φορές θα πέθαινα απ’ αυτό, ναι. Ύστερα στο νυν και αεί. Δύο φορές απ’ τη μέλισσα και μία απ’ την ένεση την πενικιλίνη, βάλε. Κι όταν πάω, κάνω το αυτό… Θα σε πω. Όταν με βάζουν στο μηχάνημα να με δούνε, να με κάνουνε, με κάνανε… Στο μεγάλο, καλέ, που κάνουμε, στο πέτρινο εκεί που κάνουμε, όπως κάνει και η γιαγιά σου, για να δει το σπάσιμο. Πώς το λέμε;
Ή αξονική ή μαγνητική.
Αξονική και μαγνητική έκανα, έκανα. Δεν μ’ έκαναν ένεση και με ρωτούσαν: «Είσαι καλά;». «Είμαι πολύ καλά. Ούτε κατάλαβα», λέω, «πραγματικά». Γιατί δεν μπορώ να κάνω τις δου-… Θέλω όλα τέλεια να είναι κι εγώ τώρα δεν τα δίνω. Αράχνες πα έχω, αυτά άβαφτα… δεν πειράζει, γιαγιά. Λίγο τα καθαρίζω, τα ’χω καθαρά, χαμηλά κάνω κάτι, ψηλά δεν μπορώ.
Εμείς να ’μαστε καλά.
Ναι, ναι. Δεν μπορούμε. Τα παιδιά, για τα παιδιά είναι αυτά. Η Τασούλα, η Τάσα είναι πολύ καλό κορίτσι, η νύφη μου, και ο γιος μου. Ήθελα να τον χάσω, έβαλα στον νου μου, ναι, και είπε ο Κώστας ότι έτσι και έτσι. Το είπα τον εξομολόγο μου και ξέρεις τι με είπε; «Μπράβο τον Κώστα. Και τι;», λέει, «Είπε ότι θα ’χει και αδερφό ο αδερφός του». Λέω: «Ναι, έτσι με είπε. Θα ’χει ο Στάθης», λέει, «αδερφό». «Και πού το ξέρεις;». «Εγώ το ξέρω», είπε. «Σώπα!», με λέει. Λέω: «Μην τον βλέπεις τον Κώστα έτσι», τον λέω. Ήτανε ο Κώστας λιγομίλητος, λίγο νευρικός, λιγο-… ναι, αυτό, και ζηλιάρης πολύ. Λέω: «Πάτερ, καλός, καλύτερος δεν υπήρχε. Ό,τι έλεγα τα ’φερνε. Δεν έχω παράπονο», λέω. Θύμωνε επί τούτου, ζήλευε αν μιλούσα με κάποιον. Με γυναίκα! Σου λέει: «Αυτήν αγαπάς περισσότερο από μένα». Ακούς;
Α, τόσο πολύ σε ζήλευε.
Τ’ άκουσα απ’ το στόμα του κι έφυγε. Και τη γυναίκα, ναι. Και ποτέ δεν της το ’πα, ποτέ. Δεν τα λέω σε κανέναν, [Δ.Α.] το είπα. Ναι. Και τις γυναίκες που μιλούσα: «Τι έχεις», λέει, «απάνω σου κι όλοι σ’ αγαπάνε; Εγώ», λέει, «γιατί είμαι έτσι;». Λέω: «Κοίταξε, τον άνθρωπο και τον ξένο θα τον αγαπάς σαν τον εαυτό σου, γι’ αυτό δεν είσαι», είπα. Λέει: «Εμένα δεν μ’ αγάπησε κανένας». «Τι είπες;», είπα, «Η μάνα σου χωριστά σ’ έκαμνε φαγητό, επειδή σε είχε ένα παιδί ακόμα. Ύστερα έκανε τον Γρηγόρη. Και εσένα: ‘Τι θέλεις, Κώστα;’, ‘Περέκ, μάνα. Άντε, μάνα, περέκ με το γιαούρτι’». Θα τον τάιζε. Τα κορίτσια όχι, τον Κώστα. Γιατί είχε αγόρι.
Τον είχε αδυναμία.
Ναι, τον είχε πολλή αδυναμία και γι’ αυτό είχε ’ρθει μαζί μας. Είχε και τον Γρηγόρη, αλλά ο Γρηγόρης την άφησε κι έφυγε, ούτε ήθελε να την πάρει και: «Ούτε μαζί μας θα ’ρθεις», την είπε. Η Ελευθερία, η συννυφάδα μου, σε είπε… αυτή ήταν Γιαννιώτισσα, Ηπειρώτισσα. Και ξέρεις τι έλεγε; Πολύ σκληρή. Σε έλεγε: «Α, Ελευθερία», –όταν αρρώστησε ο Γρηγόρης, είχε στο κεφάλι καρκίνο, εδώ– και είπε: «Ελευθερία, πολύ συγκινήθηκα τώρα, ως ποτέ μου δεν συγκινήθηκα». Λέω: «Γιατί», λέω, «δεν συγκινιόσουν;». «Δεν είχα ανάγκη», λέει, «εύκολα δεν συγκινιόμουνα». Άμα πω τώρα κάτι, θα ψοφάς στα γέλια. Αυτή έπεσε απ’ του Αλή Πασά τα αυτά, λέει, –τόσο θα πω–, γι’ αυτό λέει δεν συγκινιέται. Είναι σαν άντρας, αλλά σκληρή, Γιαννιώτισσα, ναι. Καλή όμως ήταν, δεν ήταν και κακιά, δεν μπορώ να πω. Ο κουνιάδος μου ήταν ηθοποιός, πλακατζής, όλο [01:20:00]αστεία και γελούσαν. Η Αυστραλία, όλοι για κείνον έλεγαν, όλους τους έκαμνε και γελούσανε. Ανέβαινε στα τραπέζια πάνω και τους έκανε τον ηθοποιό κι όλοι σκάγανε στα γέλια. Καλό παιδί ήτανε. Έφυγε κι αυτός νωρίς, νωρίς, να όπως φεύγουν από δω. Αυτόν τον έφαγε ο καρκίνος, τον έφαγε, ναι. Ε, ο Κώστας πάλι, δόξα τω Θεώ… λέω τον Θεό: «Και τώρα να ήτανε, θα είχα παρέα», σάματι τον άντρα στα γεράματα για παρέα τον… ο ένας με τον άλλον. Έμεινε… παρά μισό χρόνο, 80 χρονών θα ήταν τώρα. Έχει δεκατρία… ναι, δέκα στα έντεκα χρόνια που πέθανε. Ναι. Καλό παράδεισο να έχει. Πέρασα καλά, τον μιλάω από δω κάποτε…
Στη φωτογραφία είναι;
Ναι, ναι, ο Κώστας είναι, ναι. Αυτός, κοίταξε, επειδής γέρασε απότομα από το… Εκεί κοίταξ’ τον. Ήταν πολύ όμορφος. Αυτά είναι του Κώστα, ο ένας είναι του… αυτός είναι ο Κώστας, του Στάθη ο Κωστάκης, ο μεγάλος, το πρώτο παιδί, κι ο άλλος είναι ο Γιώργος, ο μικρός τώρα. Το κορίτσι μας δεν το βλέπεις εκεί; Κοίταξ’ την. Ναι. Και πίσω κοίταξε, δύο φωτογραφίες. Όχι, όχι… Εκεί είναι μωρά που τα κοίταζα. Αυτή η φωτογραφία έχει μία ακόμη από πίσω. Την κορνίζα πιάσ’ την…
Θα τη δούμε, ναι, θα τη δούμε κι αυτή.
Κατάλαβες; Τα κοιτούσα εγώ, αυτοί πηγαίνανε στη δουλειά. Ο Γιώργος στη ΔΕΗ, η νύφη μου είναι καθηγήτρια… Αυτή μηχανολόγος είναι, που κάνει… στα Γυμνάσια κάνει μαθήματα. Ευτυχώς έχει δουλειά. Κάποτε έτσι παθαίνω, πιάνομαι, ναι, ναι, ναι, όταν θέλω ένα πράγμα να πω. Ενώ είμαι σ’ όλα τετραπέρατη…
Τα λες όπως πρέπει, δεν ξεχνάς τίποτα.
Καλά είμαι, δόξα τω Θεώ. Μόνο που δεν ακούω, κορίτσι μου, καλά, αλλιώς είμαι πολύ καλά, ναι, ναι, δόξα τω Θεώ. Αν και δούλεψα, δόξα τω Θεώ, βράχος είμαι, ναι. Ακόμα καλά είμαι. Μπορεί να έχω αυτά που έχω, προβλήματα… αυτά τα ’κανα απ’ την πολλή δουλειά. Όλο στα χωράφια του κόσμου, εγώ χωράφια δεν είχα. Έβγαζα ένα εκατομμύριο, όχι ευρώ, χιλιάρικα. Ζώα, γάλα έδινα, έπαιρναν περισσότερο απ’ τον άντρα μου. 30.000-32.000 κάθε μήνα απ’ το γάλα μου. Εξόν όταν πουλούσαμε μοσχάρια και ταύρους, σχεδόν τα δύο χρόνια μια φορά. Κάθε χρόνο παίρναμε κι από κει. Εχτίσαμε στην Πτολεμαΐδα διώροφο μαγαζί, αυτό το πουλήσαμε όλο. Δούλευα μεροκάματο και τους πήγαινα… Αν δεν δούλεψα; Ύστερα ο άντρας μου δεν θα με ήθελε. Τέτοιο κορόιδο, ναι, πού θα ’βρισκε; Αλλά ήταν και καλός, όχι, δεν μπορώ να πω. Με μάλωνε, τελευταία με μάλωνε, με λέει: «Μ’ έβαλες κι εμένα στα χώματα να δουλεύω», για χώματα πήγαινα εγώ κι ερχόταν κι αυτός όταν είχε άδεια. Ερχόταν, άνοιγε τσουβάλια και βάζαμε πατάτες, κουβαλούσαμε και παίρναμε λεφτά. Τι καταλάβαμε; Γιατί δεν κρατήσαμε για τον εαυτό μας τίποτα; Τελευταία μ’ έλεγε: «Ελευθερία, να κάνω και το έξω πέτρα;». «Όχι, θα τρώμε, θα πίνουμε και θα γυρνάμε». Τελευταία πηγαίναμε στα μπάνια κάθε χρόνο, είκοσι χρόνια. Στα είκοσι χρόνια, μόνο δύο χρόνια δεν πήγα. Που πήρε σύνταξη, στα είκοσι χρόνια, δύο χρόνια. Τα άλλα τα χρόνια πηγαίναμε στην Αιδηψό, στα ζεστά νερά. Περνούσαμε καλά κι όταν δεν έδιναν και λεφτά, εμείς μόνοι μας πηγαίναμε, πληρώναμε, κάναμε τα μπάνια μας. Γι’ αυτό είμαι ακόμα καλά. Αλλιώς ξέρεις τι θα ’μουνα; Η γιαγιά σου πόσα έχει αυτά, αρθριτικά στα πόδια της; Τα δικά μου εγώ μες στα ζεστά τα νερά. Ξέρεις τι νερά έχει η Αιδηψός; Πα, πα, πα, πα. Πήγες καθόλου;
Πήγα, πήγα.
Σ’ άρεσε;
Ωραία ήταν.
Ωραία δεν…
Όλη η Εύβοια είναι ωραία.
Πολύ! Πήγαμε και στον Ιωάννη τον Ρώσο, πήγαμε σ’ έναν άλλο άγιο. Πολύ πήγαμε, σε πολλά μοναστήρια πήγαμε, πήγαμε. Πολύ ωραία, πάρα πολύ. Αυτό το μέρος είναι ευλογημένο, παιδί μου, όλο ελιά και μοναστήρια είναι. Τι είναι αυτό, Παναγία μου; Πολύ ωραία, πάρα πολύ. Περνούσαμε καλά, τρώγαμε, πίναμε. Δεν μ’ άφηνε να μαγειρεύω τίποτα. Έτοιμα. Το πρωί παίρναμε το πρωινό μας, το τοστ, το γάλα, τρώγαμε ό,τι τρώγαμε. Το μεσημέρι στο εστιατόριο. Ήταν εστιατόριο, είχες τον δίσκο, έπαιρνες ό,τι φαγητά είχαν μαγειρεμένα. Ποιο ήθελες, έπαιρνες. Τρώγαμε, πηγαίναμε στην παραλία ή μέσα, όπου ήθελες. Τρώγαμε μια χαρά. Για το βράδυ, ένα ελαφρύ. Κάνα γιαούρτι, πάλι κάτι θα παίρναμε και τρώγαμε στο σπίτι. Πέρασα με τον άντρα μου πολύ ωραία. Ήθελε τέτοια ζωή, να βγαίνουμε, να γυρνάμε. Πού δεν πήγαμε; Εδώ πάνω δεν φάγαμε… Εγώ δεν έφαγα καμήλας κρέας… αγριογούρουνο, ελάφι έφαγα, εδώ στα βουνά απάνω που είναι στο… Αμύνταιο; Όχι. Πώς λέγεται; Απάνω, απάνω.
Έχει σε διάφορα μέρη.
Έχει ένα μαγαζί που είχε άγρια ζώα και πηγαίναμε και τρώγαμε. Εγώ, ο Γιώργος κι η Τάσα, η νύφη μου, καλό κορίτσι. Τώρα έλεγε ο Κώστας: «Ποιος θα πληρώσει, Τάσα, εγώ ή εσύ; Εσύ θα πληρώσεις, Τάσα». «Εγώ πληρώνω», έλεγε, αλλά ο Κώστας πλήρωνε. Κι αυτή πλήρωνε κι εγώ τους πλήρωνα, έπαιρνα μισθό: «Τώρα», λέω, «εγώ θα…». Πηγαίναμε στο Άργος Ορεστικό, πηγαίναμε στην Καστοριά, πηγαίναμε σ’ όλα τα μέρη, γυρίζαμε. Πού δεν πήγαμε; Στα Μετέωρα δεν πήγαμε; Πού δεν πήγαμε, πουλάκι μου; Σε όλα γυρίσαμε, πηγαίναμε. Γύρισα. Μόνο που δεν πήγα κάτω στην Παλιά Ελλάδα, δεν πήγα. Δεν πήγα εκεί. Ο Κώστας πήγαινε με το λεωφορείο, πήγαιναν οι… αυτοί, οι πρόεδροι του συνεταιρισμού, πήγαιναν… απ’ την Κοζάνη. Πήγαιναν πολύ… αυτοί οι μορφωμένοι όλοι, που δουλεύουνε στις τράπεζες, έκαναν εκδρομές και πήγαιναν με το λεωφορείο τους και τους πήγαινε και γύρισε παντού. Κι έλεγε ο Κώστας: «Εμείς πήγαμε στον ομφαλό της γης». Κάτω εκεί είναι ο ομφαλός της γης, γιατί η Παλιά Ελλάδα είναι η Ελλάδα η καθεαυτού. Εδώ πάνω ήταν… αυτά όλα ήτανε… ξένοι τα είχανε. Κατάλαβες; Και ύστερα, με τον πόλεμο, οι πολεμιστές, ο Ρήγας Φεραίος, ο Κολοκοτρώνης, όλοι οι αυτοί, οι ήρωες, πολέμησαν. Αρματολοί και κλέφτες. Οι αρματολοί πολέμησαν, οι κλέφτες έφαγαν, έζησαν, τους έβαλαν στη φυλακή. Ακριβώς αυτό έκαναν. Ας είμαι και του Δημοτικού, το μυαλό μου κόβει, διαβάζω. Εγώ γέρασα και μορφώθηκα απ’ το διάβασμα και δεν μπορεί κανένας να με γελάσει, ας είμαι και μεγάλη. Διαβάζω βιβλία της εκκλησίας. Της εκκλησίας τα βιβλία ξέρεις τι γράφουνε; Όλα, τα πάντα! Και για τότε και για τώρα και για πάντα. Κατάλαβες; Όλα από κει τα ξέρω, απ’ της εκκλησίας τα βιβλία. Γι’ αυτό και την εκκλησία θέλουν να την κλείσουνε. Κατάλαβες; Αλλά στον κόσμο ο Θεός δεν θα τους αφήσει ποτέ. Αυτό να το ξέρουνε. Ο Θεός ό,τι θέλει γίνεται. Ό,τι θέλουμε εμείς όχι. «Εγώ», λέει, «θα τους κόψω τον αυχένα», τη ζωή. Βλέπεις; Όλοι… Κάπου διάβασα, κορίτσι μου… Θα σ’ το πω, θα το πω κι ας τ’ ακούσουνε. Ας μάθουνε και οι άντρες να κρατάνε νηστεία. Τη νηστεία την έκανε ο Χριστός, για μας σταυρώθηκε, για τη δική μας την αμαρτία, για να μας συγχωρέσει γι’ αυτά που κάνουμε. Ναι, όμως εμείς πρέπει να εξομολογηθούμε, να τα λέμε στον εξομολόγο μας, να βρούμε καλόν εξομολόγο, καλόν ιερέα, να λέμε τις αμαρτίες μας, να κρατάμε τη νηστεία. Τέσσερις νηστείες έκανε ο Θεός. Κι αυτά είναι για να αποτοξινωνόμαστε απ’ αυτά που τρώμε, αλλά αυτοί δεν το καταλαβαίνουνε και νομίζουνε ότι: άμα τρώμε, θα ζήσουμε. Επειδής τρώμε, πεθαίνουμε. Τρώνε, παχαίνουνε, απ’ το λίπος φράζει η καρδιά, βουλώνουν οι αρτηρίες κι όλοι, τα νέα τα παιδιά, χάνονται άδικα. Κατάλαβες; Γι’ αυτό θέλω να σου πω ότι, κορίτσι μου, πρέπει να τηρούμε τον νόμο του Θεού και ο Θεός δεν θα μας χάσει ποτέ. Ποτέ! Γιατί αυτός κάνει… Η μάνα του ουρανού και της γης είναι η Παναγία και ο πατέρας μας ο Χριστός. Ο Θεός ο ίδιος έκανε τον υιό του, τον έκανε άνθρωπο, για να μας πονάει, να μας καταλαβαίνει, να μας συγχωράει τις αμαρτίες μας. Γι’ αυτό γεννήθηκε σαν άνθρωπος, έγινε σαν εμάς, έζησε στη γη. Γιατί τον ετιμώρησε… κι ο διάβολος κι αυτόνα τον έκανε σάραντα ημέρες, τον ανέβαζε στα κεραμίδια, τον έκαμνε… Τον έκανε πάρα πολλά! Απ’ αυτό κατάλαβε ότι ο άνθρωπος έχει αδυναμίες κι ότι αμαρτάνει. Κι άμα εξομολογιέται, συγχωρούνται, πουλάκι μου. Και θα [01:30:00]προσπαθήσουμε όμως να μην τα κάνουμε ξανά. Έτσι, έτσι.
Έτσι πρέπει.
Ναι. Και δεν πρέπει. Και γι’ αυτό, πουλάκι μου, εγώ ένα πράγμα ξέρω, έμαθα στη ζωή μου να μην… να αγαπώ τον κόσμο όλο. Δεν έχω εχθρούς, αγαπώ όλο τον κόσμο, κι αυτοί που έχουν κι αυτοί που δεν έχουν. Να βοηθάω. Αν μπορώ, να δίνω. Όχι να παίρνω. Δεν θέλω να παίρνω. Αλλά με το ζόρι να με δίνουν, με αγαπάνε όλοι. Όλους τους αγαπάω κι όλοι με αγαπάνε, με καταλαβαίνουμε. Και θα σου πω, να μην… ποτέ σε δικαστήρια, δεν θα κρεμάς κανέναν. Ό,τι κάποιος, ό,τι κάνει λάθος, ο Θεός θα το βρει. Δεν είναι ανάγκη εμείς να πάμε να τιμωρούμε κανέναν. Κατάλαβες; Η αγάπη μας θα είναι ο Χριστός κι ο Θεός κι η Παναγία κι όλοι οι Άγιοι. Αυτοί θυσιάστηκαν για μας. Κατάλαβες, κορίτσι μου; Κι οπότε πρέπει να είμαστε αγαπητοί σε όλους. Αν αγαπάμε εμείς, θα μας αγαπάνε κι αυτοί. Έτσι, έτσι είναι: η αγάπη είναι αμοιβαία, δίνουμε και παίρνουμε. Έτσι είναι η αγάπη, αυτή είναι. Και οι νηστείες, πρέπει να τις κρατάμε. Αν τις κρατάμε… Αν έχουμε πρόβλημα, θα το πεις στον ιερέα σου, τον εξομολόγο σου. Αν είναι, θα σε πει το γάλα, το κρέας, αν κάνει να το φας. Γιατί κάποτε έχουμε, βλέπεις, έλλειψη κάτι και πρέπει… Θα το πεις. Κι εκείνος άνθρωπος είναι, θα καταλάβει. Θα σε πει: «Φάε». Αλλά Τετάρτη, Παρασκευή… τουλάχιστον Τετάρτη, Παρασκευή… Τρών’ τις καθημερινές… την Τρίτη τρώνε φασόλια, την Τετάρτη κρέας. Ε, όχι, πουλάκι μου, όχι, όχι, αυτό δεν το δέχομαι. Κατάλαβες; Ό,τι και να είμαστε, πρέπει να είμαστε… Από μωρά έτσι εμάθαμε, απ’ τη μάνα μας. Ξέρεις πώς κρατούσαμε νηστείες; Κακάο σκέτο μ’ έκαμνε, ούτε γάλα. Ναι, σκέτο κακάο μας έκαμε. Ναι, καβούρδιζε αλεύρι σιταρίσιο και μ’ έκανε… δεν έκανε με καλαμποκίσιο, δεν ήξερε η μάνα μου. Και μας έκαμε κι ένα νόστιμο ήτανε! Μας έκαμνε χαβίτς, σαν κρέμα, μαύρο, μελαχρινό, σοκολάτα, σαν σοκολάτα. Τι δεν μας έκαμνε; Είχα μια μάνα νοικοκυρά. Τη φασολάδα τη μαγείρευε, κορίτσι μου, όπως μαγειρεύουν τώρα και πιο καλύτερα. Τι φαγητά λες; Φακές, φασόλια, τα καλύτερα! Τα μακαρόνια μας, τα καλύτερα! Κόβαμε κότες, τρώγαμε κρέατα, είχαμε αρνιά, σφάζαμε, τρώγαμε. Μετά, σαν μεγαλώναμε κι εμείς, γινήκαμε 10, 11, 12, τρώγαμε καλά. Δουλεύαμε, έπρεπε να τρώμε, πηγαίναμε στο χωράφι. Ναι. Και γαλακτερά, τα πάντα είχαμε. Ναι. Και πρόβατα και αυτό. Κι έκανε η μάνα μου τυριά, όπως κάνουν… τέτοια κομμάτια, ούτε τυροκόμος τα ’καμνε. Ερχόταν ο τυροκόμος στο χωριό μας, γιατί ήταν το παιδί απ’ το χωριό: «Αναστασία, με πέρασες», λέει, «Ξέρεις ότι κάνεις καλύτερο τυρί από μένα;». Και τους έδινε κι έτρωγαν τον χειμώνα, δεν είχανε. Α, δεν τα ξεχνάω. Ερχόταν στο σπίτι μας, καλέ παιδιά. Η μάνα μου, ο πατέρας μου, εκείνοι ήταν παιδιά μικρά… εμείς αγόρι δεν είχαμε, τον Θόδωρο μικρό. Έρχονταν, καθόταν στο σπίτι μας. Τους έδινε η μάνα μου, τι να έκαμνε; Τους έλεγε: «Πάντε φάτε», τους έδινε ένα κομμάτι τέτοιο, ένα κιλό τυρί, «Πάντε να φάτε». Ναι. Αυτά που σε λέω, ναι. Πόσα, πουλάκι μου, θυμάμαι; Κι άλλα είναι. Αυτά είναι ατελείωτα, να σε πω την αλήθεια, ατελείωτα. Ιστορίες θέλεις; Ό,τι θέλεις. Άλλο τι θέλεις να με ρωτήσεις;
Είχαμε μείνει στα παιδικά σου χρόνια. Μας είπες για το χωριό σου, τα Σιδερά, μας είπες για την Κατοχή, για τον πατέρα σου που πολέμησε πέντε φορές…
Ναι, ναι.
Μας είπες μετά και που ήρθες εδώ στην Κοιλάδα, που παντρεύτηκες. Μας είπες για τον άντρα σου και μας είπες ότι ήσουνα πάρα πολύ εργατική.
Ναι.
Πώς τον γνώρισες τον άντρα σου;
Πώς τον γνώρισα; Στον Σιδερά, στο χωριό μου. Απ’ το ίδιο χωριό είμαστε. Ναι, εκεί. Αυτός, λέει, μ’ αγαπούσε κι ήθελε να με πάρει κι εγώ δεν τον ήθελα. Δεν ξέρω, δεν τον συμπαθούσα, να πω την αλήθεια. Γιατί πώς λένε «ερωτευόμαστε», εγώ τέτοια δεν ξέρω, δεν κατάλαβα τέτοιο. Ο έρωτας ήρθε απλά.
Ωραία. Πες μας για τον άντρα σου.
Για τον…
Για τον άντρα σου, ναι.
Για τον άντρα μου; Ναι, ήρθαμε εδώ στο χωριό, επειδή απ’ τον Σιδερά φύγαμε… Τα μωρά μου ήτανε… το τρίτο κοριτσάκι ήταν ενάμισο χρονών όταν ήρθα εδώ. Αυτό γεννήθηκε το ’64, η Έφη, Ευθυμία. Ναι, και τη φέραμε εδώ, γιατί ο δρόμος εδώ ήταν πάντα καθαρός, τα λεωφορεία δουλεύανε. Στον Σιδερά γινόταν εκείνα τα χρόνια 2 μέτρα χιόνι και δεν δούλευε λεωφορείο. Κι ένα λεωφορείο… δεν ήταν λεωφορείο, ήταν ένα φορτηγό και το ’κλεισε από πάνω και το ’κανε λεωφορείο. Μέσα έβαζε μοσχάρια, ξυλείες, ανθρώπους, ζώα, οτιδήποτε. Ό,τι έβρισκε έβαζε, όλοι μέσα ήτανε. Τι να ’καμνες; Ήτανε μέρη που ήταν δύσκολη η αυτή… το ταξίδι, δηλαδή τον δρόμο, να πηγαινοερχόμαστε στην Κοζάνη. Με τα πόδια πηγαινοερχόμασταν κι ερχόμασταν, με τα πόδια. Εκείνα τα χρόνια με το ζώο, με άλογο, με γαϊδουράκι, πηγαίναμε στην Κοζάνη, ψωνίζαμε… Κι ερχόταν κι αυτό το λεωφορείο. Έγινε… ένας Κοζανίτης, Καραμαζής τον λέγανε, είχε αυτοκίνητο. Και πάλι έχει και νομίζω έχει φορτηγό ο γιος του. Τέλος πάντων. Και τον κάναμε και κουμπάρο, βάφτισε και τον πρώτο γιο μας. Αυτός τον βάφτισε, γιατί ο νονός ήτανε… δεν μπορούσε, ήτανε μακριά και δεν τον βάφτισε και τον βάφτισε ο Καραμαζής, ο κουμπάρος μας. Τέλος πάντων. Και είχα τα τρία παιδιά μου, τον Στάθη, την Ελένη και την Ευθυμία. Ήρθαμε εδώ στο χωριό. Ήρθε απ’ τη Γερμανία ο σύζυγος και λέει: «Να πάμε πιο κάτω…».
Περίμενε, θα μας πεις κι αυτό. Γιατί δεν τον ήθελες τον άντρα σου στην αρχή;
Ε, μα δεν ξέρω, μ’ ερχόταν μεγάλος. Νόμιζα είναι μεγάλος, επειδής με περνούσε εφτά, στα οχτώ κοντά, γύρω στα οχτώ. Και νόμιζα ότι είναι μεγάλος, γι’ αυτό. Όχι, ήταν και πολύ όμορφος. Πολύ, πολύ μοντέρνος, πάντα καθαρός, περιποιημένος. Δεν ξέρω… Γιατί, ξέρω γω, έλεγαν όλοι: «Ερωτευόμαστε» κι εγώ μικρό ήμουνα, αλλά δεν ερωτεύτηκα ποτέ, δεν κατάλαβα από έρωτα τι θα πει. Δεν ξέρω. Ενώ όταν τον πήρα, τον αγαπούσα τον άντρα μου. Φοβόμουνα πολύ να μην πάθει τίποτα. Άρα, πάει να πει ότι τον αγαπούσα. Γιατί δούλευε στα λεωφορεία, ύστερα μπήκε, μετά που πήγε στη Γερμανία και ήρθε. Δεν τον άφησα. Τον έστειλαν πρόσκληση να πάει πάλι στη Γερμανία κι εγώ φοβόμουνα, είχα τα μωρά, δεν ήθελα να πάει. Τον λέω: «Καλύτερα εδώ, να δουλέψουμε, να είμαστε μαζί. Δεν θέλω να πας». Ναι. Μ’ άκουσε, δεν πήγε. Τον παρακαλούσα, στο εργοστάσιο δούλευε καλά. Ναι. Τέλος πάντων, δεν πήγε, κάθισε, έκανε τα χαρτιά του, μπήκε στο ΚΤΕΛ. Έκανε τα χαρτιά του. Έπρεπε να ήξερες και γράμματα κι αυτός τελείωσε το Δημοτικό. Εντάξει ήτανε. Γιατί άμα δεν είχες το Δημοτικό, δεν σε βάζανε. Και έγραφε πάρα πολύ όμορφα, ήτανε λες κι ήταν μορφωμένος. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος… Α, ναι. Και επειδής τα παιδιά όλο κατουρούσαν απάνω τους και κάνανε, δεν ήθελε να κάνει δασκαλική, σιχαινότανε, ο πεθερός μου. Θα το πω κι αυτό, γιατί έτσι είναι. Δεν λέω ψέματα. Σιχαινόταν πολύ, ναι, και άφησε τη δασκαλική. Η πεθερά μου τον έλεγε: «Γιατί να μην κάνεις δασκαλική; Βρήκες ευκαιρία» κι ένας άλλος που… και που… Ούτε ορθογραφικά λάθη έκανε. Έβγαλε όπως βγάζεις το πανεπιστήμιο, εκεί. Κάπως τη λένε τη σχολή, το αυτό, αυτή τη σχολή στην πατρίδα, εκεί. Κάπως το ’λεγε ο Τσακαλίδης, δεν μπορώ να το πω. Εδώ τώρα το λέμε πανεπιστήμιο, εκεί το λένε…
Ακαδημία;
Ε;
Ακαδημία;
Όχι, όχι, αλλιώς, αλλιώς. Ο Τσακαλίδης το ξέρει αυτό, γιατί έγραψε την ιστορία της μάνας μου, ο Τσακαλίδης, και του πατέρα μου… του χωριού όλου, του Σιδερά. Έγραψε την ιστορία, αλλά πολλά πράματα όχι, λίγα πράματα. Η μαμά μου είχε πολλά, όπως μιλάμε… εγώ τώρα έχω πάρα πολλά, ας πούμε. Η μάνα μου είχε πολλά, πάρα πολλά. Μάνα μου… Τι τράβηξε κι η καημένη η μανούλα μου; Τέλος πάντων.
Τον γάμο σου τον θυμάσαι;
Τον γάμο μου; Ε, πώς;
Πώς ήτανε;
Ναι, κάναμε γάμο, ναι, παντρευτήκαμε κανονικά. Κάλεσαν το χωριό, στην πεθερά μου ήμουνα εγώ… Αφού κλεφτήκαμε. Σ’ το είπα;
Όχι, πες το, δεν μου το ’πες αυτό.
Α, ναι! Α, επειδή ο δικός μου, ο άντρας μου… Μία ξαδέρφη μου ήταν μία πολύ, πολύ κοντούλα και καλή όμως νοικοκυρά, καλό κορίτσι, δεν μπορώ να σε πω, τέλεια. Σ’ εκείνα τα χρόνια ήταν ανώτερη από μένα, δηλαδή στις δουλειές. Αλλά εγώ ήμουνα πιο λεβέντισσα, ψηλή, όμορφη. Ναι, ο σύζυγος ήθελε εμένα να πάρει, όχι εκείνη. Αυτοί τον πήγαιναν στο σπίτι, τον καλόπαιρναν, τον έκαναν, αλλά όχι. Επειδής ήτανε… δεν είχε πατέρα, ο θείος μου –δηλαδή του πατέρα μου αδερφός– πέθανε, η θεία μου θύμωσε, δεν ήθελε, σου λέει: «Θα δώσεις, θ’ αφήσεις το ορφανό και θα δώσεις το κορίτσι σου;». Κατάλαβες; Αυτοί ήρθα[01:40:00]ν με ζήτησαν, στο σπίτι. Η μαμά μου πάλι δεν ήθελε να με δώσει, μ’ έλεγε: «Αυτοί είναι τεμπέληδες», για τον πεθερό μου και την πεθερά μου. Δεν πήγαινε… η πεθερά μου στο χωράφι δεν πήγε ποτέ. Ο πεθερός μου ήταν αγροφύλακας. Τη δασκαλική δεν την έκανε, ήθελε να γυρνάει ελεύθερα. Τεμπέλικες δουλειές. Η δασκαλική είναι δύσκολη. Αλλά ήταν έξυπνος, αμάν Παναγία μου, ιστορίες να δεις, πράματα να δεις, ναι. Θα σου πω. Και έτσι, που λες, ο… Τώρα για μια στιγμή, το μυαλό μου έκανε… Ναι. Τώρα θα σε πω. Ο πατέρας μου ήθελε να με δώσει στον Κώστα και φώναξε τη γειτόνισσα και την είπε, λέει: «Θα το κάνω αλλιώς. Θα πω την έκλεψαν κι εγώ νίβω τας χείρας μου», να μη φανεί ο μπαμπάς μου. Κι η μαμά μου, επειδή ήταν πολύ της εκκλησίας, δεν ενδιαφερότανε ούτε να μας παντρέψει, ούτε προίκα να μας κάνει, ούτε τίποτα. Δεν… Ήταν φτώχειες κιόλας. Αλλά πάλι κάτι έκανε… ύστερα έκανε και με τα ’φερε όλα, ναι. Και με πήγαν, με ψώνισαν. Θα σε πω. Ναι, έβαλε την Αναστασία, την είχαμε και φιλενάδα… Αυτή πήγε στην Αυστραλία, Αναστασία τη λέγανε, γειτόνισσά μου. Και λέει: «Πάνε, φώναξε…», την είπε ο πατέρας μου. Είδα μία σκιά, νύχτα ήτανε, τρώγαμε με τη μαμά μου. Λέει: «Ελευθερία, Ελευθερία», με φώναξε. Λέω: «Ναι». «Έλα», λέει, «λίγο, σε θέλω». Εγώ δεν ήξερα, αμέριμνη. Κάπου ήμουνα, γύρισα και με φώναξε. Όπως ήμουνα έτσι, πήγα. Λέει: «Δεν θα βγάλεις φωνή». «Κάποιος», λέω, «πέρασε εκεί μεριά». «Η μάνα σου να μην ξέρει». «Τι είναι;», λέω. «Ήρθε ο Κώστας για να σε πάρει. Συνεννοήθηκε με τον πατέρα σου», λέει, «για να σε κλέψει». «Αμάν!», λέω, «Μπα», λέω, «Καλέ εγώ δεν πάω. Πού θα πάω; Ντρέπομαι. Εγώ πού θα πάω;», λέω, «Πα, πα, πα». Λέει: «Όχι», λέει, «ο μπαμπάς σου είπε», λέει, «οπωσδήποτε θα πας, γιατί», λέει, «η θεία σου θυμώνει και δεν γίνεται να κάνουμε διαφορετικά». Κι επηρέαζε όλους τους συγγενείς η θεία μου, όλοι θυμώσανε, κατάλαβες; Και ήμασταν… μόνη μου. Γάμο να κάναμε, δεν θα ’ρχόταν κανένας. Κι έτσι με πήρε ο Κώστας και πήγαμε, κατεβήκαμε στον Ανθότοπο. Είχε την αδερφή του, την Άννα. Ήταν εκεί, ήταν και γιορτή μου φαίνεται, στη μεσοβδόμαδα, εβδομάδα του Πάσχα… Ποια γιορτή είναι; Της Ζωοδόχου Πηγής; Κάποιο είναι, ναι. Και κατεβήκαμε, εγώ, ο Κώστας και ένας ξάδερφός του, του άλλου του θείου, του πεθερού μου του αδερφού, παιδί. Πρώτος ξάδερφος. Οι τρεις μαζί κατεβήκαμε όλο το βουνό και πήγαμε στο Κηπάρι, Κηπάρι. Όχι στον Ανθότοπο, Ανθότοπο είναι το άλλο. Στο Κηπάρι. Πήγαμε εκεί στην αδερφή του, λέει… άνοιξε, χτύπησε την πόρτα, μπήκε ο Κώστας πρώτα, λέει: «Πώς και ήρθες, Κώστα, τέτοια ώρα; Πού ήσουνα;». «Ήμουνα στο πανηγύρι», λέει, «και είπα να ’ρθω από δω». «Τι κάνετε; Τι κάνει η μάνα μου; Όλοι καλά;». Εγώ δεν με είδε, κρύφτηκα. Ναι, ναι, και γελούσε ο Κώστας. Λέει: «Κάτι έκανες εσύ», λέει, «Γιατί γελάς;», τον λέει. «Τίποτα», λέει, «Έτσι γελάω». Λέει: «Όχι, πες με. Κάτι…», βγήκε εκείνη έξω. Βγήκε, κατάλαβε, σου λέει: «Αυτός κάτι έκανε». Ήρθε: «Α, εσύ είσαι», με λέει, «Κλεφτήκατε;». «Ναι, ναι!». Πήγαμε, καθίσαμε στο σπίτι, με λέει: «Θα φάτε;». «Όχι», λέω, «έφαγα». Η αλήθεια έφαγα εγώ, ναι, κι ο Κώστας δεν ήθελε να φάει, κι εκείνος έφαγε. Ναι. Ύστερα μείναμε εκεί, στο σπίτι τους, μείναμε στο σπίτι. Έστρωσε, κοιμηθήκαμε εκεί. Την άλλη μέρα φύγαμε στο χωριό, το πρωί, πήγαμε πάλι στο σπίτι. Πήγαμε στου Κώστα το σπίτι. Άλλο στο σπίτι πού να πάω; Η μάνα μου, ήθελε η μάνα μου, αλλά δεν πήγα. Ναι. Πήγαμε, ε μείναμε εκεί. Ύστερα, μετά, του Αγίου Κωνσταντίνου, μετά το Πάσχα δηλαδή, του Αγίου Κωνσταντίνου, κάναμε και τον γάμο. Κατάλαβες; Ναι, εκάναμε και τον γάμο. Εγώ, όλα εγώ! Μαγείρευα, καθάριζα, επήραν και γυναίκες, ε ό,τι μπορέσαμε εκάναμε. Τις αυλές να σκουπίζω, τα σπίτια να διορθώσω λίγο, να κάνω. Γιατί δεν είχε η πεθερά μου, τα κορίτσια της όλα παντρεμένα και αυτή μεγάλη. Μεγάλη δεν ήταν, αλλά δεν έκανε. 50 χρονών τι είναι; Μεγάλη; Εγώ είμαι τώρα και κάνω δουλειές. Αυτή πάντα δεν μπορούσε. Μία κοντούλα η πεθερά μου… Αυτή είναι. Κι ο πεθερός μου. Αυτοί είναι. Η μάνα μου, ο πατέρας μου είναι αλλιώτικοι και δεν τους έχω. Τον πατέρα μου στρατιώτη τον έχω, εγώ τον μοιάζω. Και είπα τον Γιώργο να κάνουμε μία κορνίζα και τη μάνα μου, τους δυο μαζί. Ε, θα τους κάνει ακόμα ο Γιώργος. Εγώ δεν μπορώ να πάω στην Κοζάνη. Τέλος πάντων. Και, που λες, ναι, η πεθερά μου κοντούλα, όπως την Ευανθία, αλλά έξυπνη, τετραπέρατη, πανέξυπνη. Ο πεθερός μου είχε τον πατέρα του ήτανε γιατρός. Γιατρός, ήξερε γιατρικά, και στα ζώα και στους ανθρώπους και παντού. Σπασμένα πόδια έκανε καλά, έκαμνε… πελεκούσε ξύλα, τα ’καμνε, τα ’βαζε στον γύψο. Ήξερε έπαιρνε φάρμακα, τα πασάλειβε, τα έκανε και τα έδενε και γινόταν καλά. Ούτε μολύνανε ούτε παθαίναν τίποτα. Ναι, έκαμνε και τέτοια του πεθερού μου ο πατέρας. Θόδωρο τον λέγανε. Ναι. Και η πεθερά μου έμαθε πολλά πράματα απ’ αυτούς. Ναι, κάναμε τον γάμο. Το χωριό μας έχει τον Άγιο Γεώργιο, είπαμε, από τότε που… απ’ αυτό το πράμα που έγινε η εκκλησία μας είναι ο Άγιος Γεώργιος. Πήγαμε στην εκκλησία, στεφανωθήκαμε, είχαμε κόσμο, αρκετούς είχαμε. Οι γονείς μου… η μάνα μου δεν ήρθε. Η αδερφή μου η μικρή ήρθε. Ούτε αδερφός μου ήρθε. Ο πατέρας μου φυσικά, επειδή σαν ένοχος, δεν ήρθε. Ναι, και πήγαμε, παντρεύτηκα. Η άλλη η αδερφή μου ήταν παντρεμένη στην Κρήτη, η μεγάλη. Η αδερφή μου η Ειρήνη… είχα την αδερφή μου την Ειρήνη, κι αυτή δεν ήρθε. Αυτή ήταν πίσω από μένα. Είχαμε ένα αγόρι, πέθανε, και ήταν αυτή. Λόγια με είπε; Αυτά δεν κάνει να τα λέω. Ναι, γιατί να παντρευτώ και έμεινε μόνη της. Την έλεγα: «Γιατί με τα έλεγες αυτά; Με έβριζες;». Λέει: «Έχασα», λέει, «τη δύναμη», γιατί εγώ είμαι η δύναμή της. Ήταν πολύ έξυπνη, δηλαδή καλό κορίτσι ήτανε, μ’ αγαπούσε τόσο πολύ! Αφού παντρεύτηκε, παντρεύτηκε κι εμένα με ξεχώριζε απ’ όλους. Το κατάλαβες; Ερχόταν σε μένα… Τόσο άξια αδερφή να έχω. Και να μαγειρεύει τόσο καλά, σαν τη μάνα μας. Η μάνα μου έκαμνε πολύ ωραία φαγητά. Μαγείρευε κι έλεγε: «Ελευθερία, τα φαγητά σου όταν τρώω, θυμάμαι τη μανούλα μας». Κατάλαβες; Και ερχόταν σε μένα, καθόταν… σ’ όλους καθόταν από λίγο, σε μένα καθόταν πολύ, μήνες. Κι ερχόταν εδώ κοιμότανε. Την έλεγα: «Αυτό δικό σου είναι, να ’ρχεσαι, όσο είσαι να χωράς. Όχι, εδώ θα ’ρχεσαι, να κάθεσαι μαζί μας». Και πηγαίναμε παντού. Τέλος πάντων. Ναι.
Πώς σου φάνηκε που δεν ήρθανε οι δικοί σου στον γάμο; Στεναχωρήθηκες;
Με κακοφάνηκε, βέβαια. Στεναχωρήθηκα, πώς δεν στεναχωρήθηκα; Τι να έκανα; Λέω… ξέρεις τι είπα; Κάποτε ήρθαν οι φιλενάδες μου… θα σε πω την αλήθεια, τι τους είπα. Ο άντρας μου κοιμόταν μέσα κι αυτός έδινε αυτί. Η πόρτα ήτανε κλειστή… λίγο, τόσο ανοιχτή, λίγο, λιγάκι. Κι εγώ έκανα βούτυρο, αφού χτυπούσα… ξυλάκι το λέμε εμείς κι έβγαζα το βούτυρο, στην πεθερά μου. Οι νύφες… τις παίρναν για… αν σε πω για δούλες; Αν σου πω, κατάλαβέ το. Ναι. «Ελευθερία, λαΐζουμε. Α, λαΐζουμε», τα ’καμνα. Ήρθαν τα κορίτσια, οι φιλενάδες μου. Με ρωτούσανε πώς είναι ο γάμος. Το σκέφτηκα πολύ και το είπα… άργησα να το πω, στάθηκα, ξανά με ρώτησαν. Λέω: «Κορίτσια, δεν έπρεπε ακόμα να παντρευτώ, μικρή είμαι». Να σου πω την αλήθεια. Αυτός είναι ο γάμος; Έκανα έτσι. Αυτός τ’ άκουσε, ναι. Γιατί είπα έτσι, θύμωσε. Θύμωσε και δεν με μιλούσε, ναι. «Κοίταξε να σου πω», τον λέω, «Να μη θυμώνεις. Εγώ στη μάνα μου ήμουνα πιο καλά, ζούσα πιο καλά, είχαμε απ’ όλα. Εδώ ήρθα, δεν έχετε τίποτα», κι έτσι τον είπα, «Μόνο πατάτες έχετε. Κι αλεύρι δεν έχετε. Εμείς πάνε να δεις του πατέρα μου το σπίτι, βροντάει. Εμείς αλλιώς ζούσαμε στη μάνα μου». Η μάνα μου ήταν πολύ νοικοκυρά, μαγείρευε πολύ ωραία φαγητά, όπως μαγειρεύεις τώρα. Κρέμες, το ρυζόγαλο με τ’ όνομα, με την κανέλα… Ακόμα ακόμα από κείνα τα χρόνια. Θα κάνω… Ο πατέρας μου είχε χιούμορ, θα σου πω. Έλεγα: «Πατέρα», μικροί ήμασταν, τον έλεγα: «Πατέρα, φέρε μας μαστίχα», απ’ τη Χίο, με το κουκούτσι που είναι και είχε και μέσα και κερί. Και πήγαινε στον Γκέκα… Ήταν κι ο Τζώρας, αλλά εμείς απ’ τον Γκέκα, τον είχε… φαντάροι μαζί ήταν και τον γνώριζε και[01:50:00] πήγαινε, από κει έπαιρνε. Μας έλεγε… είχε χιούμορ κι έλεγε: «Ντο θέλετε; Μαστίχα;», ποντιακά, «Το καρά», το βόδι που μαριότανε, «στον καρά δέατε, ψαλαφέστε, ας δίσα σε», γιατί μαργκόταν το βόδι κι έτρωγε, μασούσε μία από δω, μία από κει. «Θα δις σας μαστίχα», δηλαδή είχε χιούμορ ο πατέρας μου, μας έκανε και γελούσαμε. Και μας έφερνε όμως, πάντα. Ολόκληρη τέτοιο, σακούλα. Και μασούσαμε όλο τον καιρό, είχαμε. Μόλις τελείωνε, τον ελέγαμε πάλι και μας έφερνε. Ό,τι τον ελέγαμε. Ήταν τόσο καλός ο πατέρας μας. Δεν έχω απ’ τον πατέρα μου παράπονο ή να με μάλωσε ή να με χτύπησε ή κάτι να μ’ έκανε. Πάντα όμως ήμουν και υπάκουο παιδί. Κι όλοι μας, όλοι μας. Κανέναν δεν μας… με το ζόρι δεν μας έκανε τίποτα. Τέλος πάντων.
Τις αποφάσεις στο σπίτι, όταν παντρεύτηκες, ποιος τις έπαιρνε; Ποιος αποφάσιζε στο σπίτι;
Που παντρεύτηκα; Ο πατέρας μου, ο κυρίαρχος. Ο πατέρας μου, η μάνα μου όχι.
Και μετά, που παντρεύτηκες;
Που παντρεύτηκα κι ύστερα… δεν μ’ άφηνε ο Κώστας να πάω στο σπίτι, ζήλευε. Μια φορά πήγα, τα πρόβατα τα ’διωξα στον τσοπάνο απάνω κι ήταν τσοπάνος ο θείος του και τα πήγα, και η μάνα μου μ’ έκανε απ’ το σπίτι, γιατί το σπίτι μας φαινότανε απ’ το σπίτι το δικό τους, ήταν χαμηλά, και μ’ έκανε: «Έλα» και πήγα. Ε ρε, γιατί πήγα; Άλλο δεν με μιλούσε.
Γιατί δεν σ’ άφηνε;
«Δεν θα πας στη μάνα σου», επηρεαζόμουν τάχατις, κάτι θα μ’ έλεγε, αν με… «Αχ πουλάκι μου», με είπε, «πού πήγες σ’ αυτούς μέσα;», έκανε η μάνα μου, «Αυτοί είναι», λέει, «όλοι κηφήνες», λέει. «Ο πατέρας μου, μάνα, δεν το ήξερε. Πού μ’ έδωσε;», την είπα. «Τι να σε πω, μάνα μου; Τι να κάνω εγώ;». Εγώ, βλέπεις, ήμουν υπάκουο, ό,τι μ’ έλεγε έπρεπε να το κάνω, έτσι θεωρούσα, γιατί ήταν ο πατέρας μου. Έπρεπε να τον ακούσω. Τότε δεν παντρεύαμε, όπως παντρεύονται τώρα, αρέσουμε και παίρνουμε ότι… Α, τέτοια δεν υπήρχε. Ο πατέρας μου είπε, έπρεπε να τον… Κι όταν με ρωτούσαν κάποτε, έλεγα: «Αν με δώσει ο πατέρας μου. Αν δεν με δώσει ο πατέρας μου, δεν…». Αλλά πολλοί ήθελαν να με πάρουν και θα ζούσα καλά. Και στην Κοζάνη ζαχαροπλάστης και πολλοί. Και στη Θεσσαλονίκη, στην Περιστερώνα, πολλοί. Μ’ έστελναν γράμματα. Όλοι ήταν κοντοί κι εγώ δεν ήθελα κοντό! Κοίταξε να δεις! Αλλά θα περνούσα βασίλισσα, αυτό το ξέρω. Να τα πω καθαρά. Ε, ο Κώστας πάλι είχε μέτριο μπόι, δεν ήταν ούτε κοντός, ούτε ψηλός, μέτριος. Εγώ, όλοι οι κοντοί μ’ αγαπούσανε. Παναγία μου, τι κακό. Κάποτε ήρθε ένας απ’ την Ασβεστόπετρα, ψηλός. Γύρισε όλο το χωριό κι εμένα άρεσε. Τέλος πάντων, τον έφερε ο φίλος του, μαζί υπηρετούσαν. Και μία ζηλιάρα απ’ το χωριό μας το χάλασε. Είχαν λίγο συγγένεια: «Αυτή», λέει, «με όλους τα ’χει», λέει… Ψέματα! Εγώ δεν είχα κανέναν, τίποτα. Γιατί όλοι ήθελαν να με πάρουν και δεν ήθελα κανέναν. Ε, ήταν και παιδιά που ήτανε… σ’ ένα σπίτι τρεις ήτανε, κι οι τρεις με είπανε: «Θέλουμε να σε πάρουμε». «Καλά κάνετε, αλλά εγώ δεν σας παίρνω». Δεν ήθελα, έλεγα κι αυτό. Αφού ένας, που ήτανε αυτός ο ζαχαροπλάστης, ερχόταν μαζί μου απάνω στα πηγάδια. Επαίρναμε νερό, εμείς δεν είχαμε… Και ήρθε στον δρόμο. Τον πρόσβαλα, δεν έπρεπε να το πω αυτό. Ε, αφού δεν έφευγε, ερχόταν μαζί μου. Ο κόσμος θα τον δουν, τι θα πουν; Αυτός μαζί της πού πάει; Ναι. Και τον είπα… Λέει: «Γιατί δεν θέλεις να με πάρεις;». «Γιατί… θα σ’ το πω», λέω, «αλλά δεν θέλω να θυμώσεις». Λέει: «Πες με». «Γιατί είσαι κοντός», τον είπα. Γελάς. Τα ’λεγα, δηλαδή ήμουνα ντόμπρος άνθρωπος. Τα αγόρια, ξέρεις, τα χτυπούσα, όλους, σχολείο. Δεν άφηνα. Όλοι έλεγαν: «Θα σε πάρουμε», εμένα. Μόλις μ’ έλεγαν, μία κλοτσιά στο πόδι, άιντε το ’παιρναν κι έτρεχαν. Ναι, ήμουν κορίτσι τσαρλατάνα, ζωηρό κορίτσι, αγοροκόριτσο που λένε, τέτοιο ήμουνα. Ας ήταν και σ’ εκείνα τα χρόνια. Σ’ ένα κλαδί, τόσο λεπτό, γυρνούσα σβούρα στο δέντρο, έβαζα τα πόδια από μέσα κι έκαμνα –να τα πω δεν μπορώ– τούμπες, όπως κάνει ο πίθηκας, ακριβώς έτσι. Τόσο ζωηρή ήμουνα. Στο γαϊδούρι απάνω, στο σαμάρι, όρθια στεκόμουνα και πήγαινε το γαϊδούρι. Μια φορά έπεσα, ξανά δεν το ’κανα. Ναι. Λέω… Αφού το ’κανα κι αυτό, γιατί το γαϊδούρι είδε κι άλλα γαϊδούρια κι άρχισε να τρέχει. Γι’ αυτό θα… και έπεσα. Δηλαδή ήμουν πολύ ζωηρή, δεν φοβόμουνα καθόλου. Και με λέει ο Κώστας… Εγώ ήθελα να γίνω… και να οδηγάω. Και δεν μ’ άφηνε, δεν ήθελε, ζήλευε, φοβότανε, σου λέει: «Θα μ’ αφήσει να φύγει». Ποιος ξέρει τι σκεφτότανε, δεν μ’ άφησε. Τελευταία, με λέει: «Βλέπεις, αν μάθαινες να οδηγήσεις, θα ερχόσουν να μ’ έπαιρνες. Τώρα», λέει, «γιατί να κάθομαι να στεναχωριέμαι πώς θα ’ρθω;». «Μ’ άφησες;», τον λέω. «Πώς δεν σ’ άφηνα;». «Τα ξέχασες φαίνεται», λέω. Ναι, τα ξεχνούσε. Δεν μ’ άφηνε… Δεν ξεχνούσε τίποτα. Δεν μ’ άφηνε, φοβότανε. Εγώ οδηγούσα καλύτερα από άντρα, δεν φοβόμουν καθόλου, ήμουνα [Δ.Α.]. Τον έβλεπα έκοβε το τιμόνι κι εγώ νόμιζα εγώ είμαι: «Κόψ’ το τιμόνι», λέω, «και κάν’ το… γύρνα το απότομα και να μπει ίσα». Αφού ξέρω πώς πρέπει να κάνεις. «Α! Εσύ νομίζεις εύκολο είναι». Ε, δεν ήταν και αυτόματο το αυτοκίνητο, ήτανε ξέρεις απ’ τα παλιά, το Zastava. Και το Opel που πήραμε τα ίδια ήτανε. Τέλος πάντων, καλά ήμασταν, τον άρεζε. Πέρασα καλά μαζί του. Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα, αλλά ύστερα πήγε δούλεψε, πήγε στη Γερ-… Και μετά, μόλις εκάναμε το πρώτο παιδί, το δεύτερο, πέντε μηνών με άφησε και πήγε στη Γερμανία. Και πήγαινε δούλευε, έφερνε λεφτά, μας έπαιρνε πράματα, μας έντυνε, μας έφερνε, μας ψώνιζε, ερχόταν έπαιρνε τη ζάχαρη με το τσουβάλι, τα μακαρόνια, τα κριθαράκια, τα… ό,τι θα φάμε, τα όσπρια. Όλο τον χειμώνα τι θα φάμε. Τη ζάχαρη με τα τσουβάλια. Όλα… μας αγόραζε, τρώγαμε καλά όσο καθότανε και ύστερα έφευγε.
Εσύ γιατί δεν πήγες μαζί του;
Γιατί είχα μωρό κι εκείνα τα χρόνια δεν αφήνανε. Μωρά άμα πας, μωρά, οι Γερμανοί δεν σ’ έβαζαν μέσα. Τα πρώτα χρόνια έτσι ήτανε. Δεν σ’ έβαζαν γιατί τσίριζαν τα μωρά, έκλαιγαν κι αυτοί ενοχλιότανε. Κατάλαβες τι γινόταν; Και ο άντρας μου καθόταν σε παράγκες, σε τολ, πώς τα λένε αυτά τα… οι παράγκες. Αλλά παράγκες… έλαμπαν! Και καθόταν εκεί, γιατί δεν είχαν γυναίκες. Και ήταν κι άλλοι χωριανοί, πολλοί, κι όπως ο γαμπρός του, τα αδέρφια του, όλοι μαζί. «Κάθε Κυριακή», λέει, «μαγειρεύαμε. Εγώ μαγείρευα», ο Κώστας μαγείρευε, «Έκαμνα», λέει, «στιφάδο». Αυτό ήξερε, στιφάδο με κρέας. Και φώναζαν και φίλους, όλοι μαζί τρώγανε, περνούσαν καλά. Τις άλλες μέρες τρώγανε ξεροφαγία, παίρνανε όπως τρώμε, ας πούμε, κι εδώ έτοιμα φαγητά. Άμα θέλεις, πας στο εστιατόριο, άμα θέλεις, παίρνεις τρως. Ναι, δεν μαγειρεύανε. Καλά. Πήγαινε έτσι, δούλεψε κάμποσα χρόνια, έναν χρόνο, πέντε χρόνια δούλεψε. Και μ’ έφερνε και λεφτά, πάντα μας έφερνε, ναι. Και μάζεψα λεφτά απ’ τον πρώτο χρόνο. Τον δεύτερο πήραμε οικόπεδο, στην Πτολεμαΐδα, 17.000, ναι, χιλιάρια τότε. Τον δεύτερο χρόνο ήρθε, το έκανε επίσημα απάνω του, στον εαυτό του. Ύστερα μάζεψε πάλι λεφτά και ερχόταν και μας ψώνιζε και ήρθε και πήραμε… είπαμε θα φύγουμε απ’ το χωριό. Θέλαμε να τους αφήσουμε τους γονείς και να φύγουμε, γιατί ήταν κι ο κουνιάδος μου. Αυτός όμως έφυγε στην Αυστραλία. Είχαμε του θείου του Λάμπη, του πεθερού μου του αδερφού, το παιδί στην Αυστραλία. Τον πήρε, τον έκανε πρόσκληση. Έφυγε κι αυτός, ελεύθερος. Ύστερα πούλησαν και τα χωράφια, ο πεθερός μου, κι ήρθαν εδώ. Κι αυτός ήρθε εδώ. Και τα λεφτά σχεδόν τα ξοδέψαμε, από πίσω του. Να τον ντύσει, να τον κάνει ο Κώστας… Μόνο πήραμε ένα χωράφι, 50.000. Τα πουλήσαμε στην κόρη, στην κόρη του, αυτή που έμεινε στο χωριό. Μόνο τα χωράφια, το σπίτι όχι. Και ο κουνιάδος μου… Ναι, τι θα ’λεγα; Πήραμε 5 στρέμματα χωράφι. Αυτό έχουμε εδώ. Χωράφι μόνο ένα, μόνο αυτό είναι. Κι αυτό το πήρε ο δρόμος και δεν μας αποζημίωσε, μας έδωσε μόνο 200.000. Μας πήρε… ήταν 5.100 και μας άφησε 3.700. Δηλαδή αυτά τα χωράφια έπρεπε να μας δώσουν κι άλλα. Και μας είπε: «Αυτοαποζημιώθηκε, αυτοαποζημιώθηκε». Έπρεπε να κάνουμε δικαστήρια, θα τα ’τρωγαν τα δικαστήρια κι οπότε δεν κάναμε τίποτα και το χωράφι είναι 3.700… 3.750 ακριβώς. Το ’χει ο Ντένης εδώ το… και παίρνω σιτάρι για τις κότες, τίποτα άλλο. Δεν παίρνω λεφτά. 50 ευρώ ή 60 που θα πάρω, παίρνω σιτάρι γι’ αυτό και δίνω τις κότες και τρώνε. Τέλος πάντων.
Όταν ήρθατε εδώ, στην Κοιλάδα, είχες δικά σου ζώα μου είπες…
Ναι, εκάναμε… Κοίταξε, ήρθαμε κι ήταν κι ο πεθερός μου. Με τον πεθερό μου ζήσαμε δεκατέσσερα χρόνια μόνο, με την [02:00:00]πεθερά μου τριάντα. Έζησε πολλά, ναι. Ο πεθερός μου, τότε κάνανε δάνειο και επαίρναμε από όξω ζώα, άμα ηθέλαμε, καλή ράτσα, άμα θέλαμε. Επί Παπαδοπούλου νομίζω ήτανε. Να το πω κι αυτό, γιατί έκανε… πολύ βοηθούσε. Κι εμείς, όμως, στον Σιδερά χρωστούσαμε ένα δάνειο που εκάναμε από μία αχερώνα μεγάλη, πελώρια. Είπαμε: «Θα κάνουμε ζώα, πρόβατα». Ύστερα εφύγαμε, το χρέος το είχαμε. Έφερε εδώ ο πεθερός μου τα ζώα που είχαμε εκεί απ’ το χωριό. Ήταν άγριες οι αγελάδες, αυτά που διώχναμε στο βουνό. Τα βοσκούσε τσοπάνος, δεν ήταν βελτιωμένες οι αγελάδες. Και τα πουλήσαμε και ξεχρεώσαμε, εφτά χιλιάρικα. Χιλιάρικα εφτά, που χρωστούσαμε για την αχερώνα. Ίσα, ίσα, τα ζώα τα δώσαμε εκεί. Εμείναμε ταπί, λεφτά δεν υπήρχαν. Τέλος πάντων. Τώρα έχουμε και μωρά, θέλουμε να πάρουμε αγελάδα. Έγινε αυτό που έγινε, ο Κώστας μπήκε στο ΚΤΕΛ, μπορούσαμε να πάρουμε. Λέει τον πεθερό μου… ο πεθερός μου το πήρε επάνω του, λέει: «Κάνε εσύ», λέει. Κι ο Κώστας μπορούσε, αλλά ο πεθερός μου το πήρε. Λέει: «Υπόγραψε». Και πήραμε αγελάδα. Εμείς κι ο Τσαουσίδης, ο γαμπρός του. Πήραμε δύο, τον καθένα από ένα. Τα ’στειλαν… αυτά με ήρθανε με… δεν ξέρω, με καράβι, με τι ήρθανε. Ολλανδίας ήτανε, ναι. Πολύ καλές αγελάδες, ξανθές αγελάδες. Να… τέτοια! Μοσχάρια ήταν ακόμα, καινούργια. Και γκαστρωμένα, με μοσχάρι νομίζω ήρθε, θαρρώ. Γιατί κάποια είπαν απορρίψαν, το δικό μας όχι. Ναι, και την είχαμε. Και απ’ αυτήνα εκάναμε το μαντρί, το γεμίσαμε, εκάναμε κι άλλα μοσχάρια, θηλυκά και ταύρους εκάναμε και μοσχάρια. Αφού πουλούσαμε ταύρους! 500 κιλά, σε λέω, ήταν ο ταύρος! Ναι, εκάναμε και αγελάδες κι εκάναμε πέντε αγελάδες και πουλούσα. Έπιανα 100 κιλά γάλα, τις έπαιρνα 90, 80, 85, ανάλογα πώς τα βοσκούσαμε. Αλλά τα ταΐζαμε καλά. Κάθε μήνα αγοράζαμε έναν τόνο γιαρμά, εξόν τριφύλλια. Γέμιζα μία αχερώνα τριφύλλια, φορτηγά ολόκληρα έφερνα, μ’ άδειαζαν στην αχερώνα. Τα άχυρα… Στον κάμπο δεν άφησα παντζάρια και πατάτες. Πήγαινα, μάζευα και έφερνα, άδειαζα να ταΐζω. Τα κόβαμε και τα ταΐζαμε στις αγελάδες, με τις σκάφες. Και γιαρμά μέσα, ένα το πρωί, ένα το βράδυ. Σκάφες μεγάλες, έπαιρναν 10 κιλά. Τα ταΐζαμε πολύ καλά και τα είχαμε τετράπαχα. Κι έκαναν κάτι μοσχάρια πολύ τέλεια! Είχα και μία γειτόνισσα εδώ, η αδερφή Βαρβάρα, εμείς δεν μπορούσαμε… Αυτή ήτανε απ’ τον πατέρα της γιατρός, αυτή έμαθε. Ύστερα, ο πατέρας της γιατρός και ξεγεννούσε τις αγελάδες, ήξερε να ξεγεννάει αγελάδες. Αφού και οι γιατροί το παραδέχτηκαν. Αφού ψοφούσαν τα μοσχάρια, βγαίναν στον γοφό της αγελάδας, στο μέρος μες στο πόδι και δεν μπορούσε το μοσχάρι να γυρίσει, να βγει. Έπρεπε να το ισιάξεις, να το φέρεις… Το ’φερνε η ίδια της, με το χέρι. Και τι χέρια να είχε; Να, τόσα δα. Κι έβαζε το σκοινί και το τραβούσαμε και το παίρναμε. Όλα τα μοσχάρια, τις αγελάδες μου, αυτή τα ξεγεννούσε. Ήτανε τέλεια γυναίκα, γιατρός τι να σε πω; Μεγάλη ιστορία. Και…
Η καθημερινότητά σου πώς ήτανε; Η καθημερινότητά σου; Είχες τα ζώα, που είναι δύσκολη δουλειά για μια γυναίκα, και είχες και παιδιά…
Θα σου πω. Τα παιδιά, είχα το σχολείο μου δίπλα, ήτανε κοντά. Όταν ζούσε η πεθερά μου, τα προστάτευε. Εγώ επήγαινα στα ζώα, η πεθερά μου ήταν μαζί, δεν τα άφηνε, τα είχε από κοντά. Πηγαίνανε παίζανε με της γειτόνισσας τα παιδιά στο σχολείο. Όταν ήταν το σχολείο, πηγαίναν στο σχολείο. Τα μεγάλα κοιτούσαν το μικρό. Ο Γιώργος είναι… κοντά με τον Στάθη δέκα χρόνια διαφορά έχουνε, εννέα-δέκα, εκεί μέσα. ’60 με ’69, τόσο. Δηλαδή το ’69 είναι ο Γιώργος, το ’60 είναι ο Στάθης. Αυτό είναι το τελευταίο παιδί μου. Και το προστάτευαν. Τους έλεγα: «Προσέξτε καλά, κάτι έπαθε, καήκατε». Ναι. Η Ελένη η καημένη τα τραβούσε, την έπιανε τα μαλλιά και χαλινό: «Έλα» και καθόταν… όλο στη ράχη της το είχε. Πολύ τον αγαπάει, τον Γιώργο τον αγαπάει. Κάτι να πει για τον Γιώργο κάνεις, τρελαίνεται. Κι αυτός την αγαπάει την Ελένη πάρα πολύ, γιατί αυτή τον μεγάλωσε. Εγώ πήγαινα στα ζώα, βοσκούσα τα ζώα. Όταν ήταν για χωράφια, τα ’κλεινα μέσα, τα τάιζα κι ερχόμουν το βράδυ. Στα μωρά δεν έκανα εμπιστοσύνη να τα βοσκάνε, γιατί ήταν μικρά. Όλο το καλοκαίρι δούλευα στα χωράφια, όταν ήτανε τσαπίσματα, πατάτες, παντζάρια… Βγάζαμε πατάτες. Αφού και με κρεμμύδι… το κρεμμύδι το φυτεύαμε πίσω απ’ το άλογο πέντε άτομα. Έπαιρνε ο νοικοκύρης και πήγαινα φύτευα κρομμύδια. Τραβούσε αυλακιές κι εμείς φυτεύαμε. Ναι, πήγαινα κι εκεί. Ένα εκατομμύριο έβγαζα τον κάθε χρόνο. Εξόν απ’ τα ζώα, έβγαζα κι απ’ τα μεροκάματα ένα εκατομμύριο, εγώ μόνο. Βάλε δηλαδή τι έκανα. Αυτά τα παιδιά πώς τα μεγαλώσαμε; Επειδής στερηθήκαμε εμείς… Τα παιδιά τα κοίταξα με όλη την ψυχή μου κι ούτε τ’ άφηνα να πάω στη Γερμανία. Ο άντρας μου και να έλεγε να πάμε, δεν τ’ άφηνα στην πεθερά μου και στον πεθερό μου, δεν τα εμπιστευόμουνα. Είδες; Τώρα όμως έκαναν οικογένειες, δεν μπορούν να ’ρθουν πάντα, έρχονται τον χρόνο μια φορά, άντε δύο, άλλοτε καθόλου…
Είπες ότι κι εσύ έπαιρνες καλά λεφτά τότε, έβγαζες πιο πολλά από τον άντρα σου…
Έπαιρνα πιο πολλά απ’ τον άντρα μου. Έβγαζα καλά λεφτά εγώ.
Πώς του φαινόταν αυτό;
Ε;
Πώς του φαινόταν αυτό;
Τίποτα, χαιρόμουνα. Να πω ότι έδειχνα ότι γιατί έβγαλα λεφτά να έχω… δεν το ’κανα ποτέ. Ούτε έδειξα ποτέ… τον άντρα μου να τον προσβάλω, να τον πω ότι… Εκείνος μ’ έλεγε: «Με περνάς σ’ όλα. Και στη σύνταξη», τελευταία με λέει, «το ξέρεις ότι εσύ θα πάρεις περισσότερο από μένα;», γιατί έπαιρνα κι απ’ την πολύτεκνη, έπαιρνα και… «Εσύ με πέρασες σε όλα». Ναι, δεν έδειξα ποτέ τίποτα.
Είχες δικό σου πορτοφόλι, τα είχες μόνη σου;
Όχι, όχι, μαζί τα είχαμε, όχι. Τα είχα εγώ στο συρτάρι μου κι αυτός στα δικά του. Όταν ήθελε, μ’ έλεγε ο άντρας μου: «Ελευθερία;». Λέω: «Τι είναι;». Λέει: «Θα με κάνεις εσωτερικό δάνειο;». Ναι. Τα δικά του πήγαινε ψώνιζε, ψώνιζε. Αφού είχαμε κάτω στο υπόγειο λάδια δεν ξέρω πόσα μπετόνια. Δοχεία μεγάλα. Και τα πεντάκιλα και τα μεγάλα. Χαρτί υγείας, τουαλέτας, ολόκληρα ρόλους, βουνά. Τα ’φερνε, όσο πήγαινε στην Κοζάνη ψώνιζε. Χαρτομάντιλα, χαρτοπετσέτες… Τα πάντα! Το σπίτι τι θέλει; Απορρυπαντικά, Skip, Ariel… δεν ξέρω, μπορεί να είχαμε και δέκα. Αφού έφυγε δύο χρόνια, τρία, δεν αγόρασα τίποτα. Ακόμα απ’ τα μαντίλια του έχω κάτω, χαρτομάντιλα. Ναι. Στην τουαλέτα με χαρτομάντιλο σκουπιζόταν, δεν έπαιρνε… το χαρτί για μένα το ’παιρνε, για τα παιδιά δηλαδή. Ήτανε πολύ… άρεζε τα πιο όμορφα να φοράει, τα πιο ακριβά. «Εσύ πας παίρνεις», δηλαδή με λέει, «όλα», λέει, «της λαϊκής φοράς». Λέω: «Και τι έγινε;»… Ναι, όταν πάμε σε γάμο και σε αυτό, έπαιρνα καλά, έχω και καλά ρούχα. Αυτός ήθελε το καλύτερο πουκάμισο να πάρει, να δώσει 100 ευρώ να πάρει πουκάμισο. Παπούτσια; Τα καλύτερα, καλύτερη μάρκα, στο καλύτερο μαγαζί. Άρεζε το ντύσιμο πολύ. Πλενόταν, ήταν πεντακάθαρος. Δηλαδή δεν τον σιχαινόσουν που κοιμόσουν μαζί του, μοσχοβολούσε πάντα. Δεν κάπνιζε, δεν έπινε, ήτανε σαν εμένα, καθαρός δηλαδή. Και οι δυο μας ήμασταν τέλειοι. Ναι.
Κάπου εδώ νομίζω θα κλείσουμε σιγά σιγά την ιστορία που μας είπες. Θέλεις κάτι άλλο να πεις εσύ, που δεν σε ρώτησα;
Όλα θαρρώ… νομίζω… Ναι, καλά, καλά περνάμε. Δεν ξέρω, καμιά φορά μπορεί να ’χω κάνα έλλειμμα. Θέλεις να την κλείσεις; Άλλο δεν…
Θα κλείσουμε, ναι.
Ναι, ναι. Ήθελα να πω, με έναν λόγο, στη ζωή μου μπορεί να μην ήθελα να πάρω τον άντρα αυτόν, αλλά που τον πήρα δεν έχασα. Και πάλι αν ερχόμουνα στη ζωή, τον ίδιο θα ’παιρνα. Αυτό φτάνει. Κατάλαβες; Άλλο τι να πω; Σ’ τα λέω με πολλή αγάπη όλα αυτά, όχι ότι θέλω να δείξω ότι είμαι καλή, έτσι είναι. Και ποτέ δεν έδειξα ότι δουλεύω γω κι ο άντρας μου ή πήρε πιο λίγα ή… Ποτέ! Ούτε μαζί του έκανα ποτέ παράπονο ή τίποτα. Ή να μαλώσω. Δεν μ’ αρέζαν να μαλώνουμε. Δεν μ’ άρεζε στο σπίτι μέσα οι άνθρωποι που μαλώνουνε. Μ’ άρεζε, με γλυκιά γλώσσα, όλα να τα λέμε όμορφα, σαν αδέρφια, σαν αντρόγυνο, σαν μία οικογένεια με τα παιδιά της, συνεννοημένα, όμορφα. Κι ο άντρας μου ποτέ δεν έλεγε τίποτα. Τα παιδιά μου, αν ήθελαν λεφτά, τον [02:10:00]έλεγα: «Ρε Κώστα, τα παιδιά… η τάδε… το κορίτσι ζητάει λεφτά». «Ε, τι να κάνουμε; Θα το πάω». Δεν έλεγε τίποτα, τίποτα. Εγώ πολλές φορές θύμωνα, έλεγα δηλαδή για τα κορίτσια: «Παντρέψαμε και πάλι εμείς θα τους δίνουμε;», ναι, έλεγα. Και πήγαινα δούλευα μεροκάματο και τους πήγαινα και λεφτά, κορίτσι μου.
Και μαγειριές! Να κάνω μια κατσαρόλα σαρμάδες, να κάνω κεφτεδάκια, να κάνω πίτες, να κάνω κάνα γλυκό. Πίτες έκανα πέντε ταψιά: κολοκυθόπιτες, τυρόπιτες, σπανακοτυρόπιτες, όλα. Ο γαμπρός μου, όταν πάω, με περιμένει να πάω, πότε να πάω, να τον πάω. Κατάλαβες; Πάλι τους κάνω και πάω, με άδεια χέρια δεν πάω. Και η νύφη μου κάνει, η αλήθεια, άμα πω θα πάω, θα κάνει το γλυκό μες στα τάπερ, ένα, δύο, τρία κέικ, απ’ όλα. Τώρα, επειδής γέρασα, εγώ δεν κάνω, αλλά φαγητά που κάνω, που μπορώ, είτε κεφτέδες, είτε σαρμαδάκια, είτε… Πίτα τώρα δεν μπορώ ν’ ανοίγω, κάνω μ’ έτοιμα φύλλα. Παίρνω αυτά οι Πόντιοι που κάνουνε –Πόντιοι είμαστε φυσικά–, τα γιοχάδες, και μ’ εκείνα κάνω περέκια, κάνω πίτες, στον φούρνο τα ψήνω, στην κουζίνα. Όπως η πίτα που ανοίγει σχεδόν είναι.
Θα μας πεις πώς τα κάνεις τα περέκια;
Ναι, να σε πω. Παίρνω τα περέκια, λαδώνω το ταψί –στον φούρνο που ψήνω εννοείται… Τα ανοιχτά φύλλα. Κάνουμε και μαντίλες στο τηγάνι, αλλά θα σε πω για τ’ ανοιχτό. Για τ’ ανοιχτό βάζω οχτώ φύλλα, για να είναι λίγο χοντρό, και λαδώνω το ταψί, βρέχω στη βρύση όρθια ένα-ένα το φύλλο και το βάζω κάτω. Παίρνω το πινέλο, μες στο ποτήρι έχω λάδι… Ψιλό λάδι. Δεν βάζω βούτυρα τίποτα, με ψιλό λάδι. Το λαδώνω καλά, ελαφριά, κάνω το άλλο, βάζω τέσσερα κάτω και ύστερα τρίβω… βάζω… έχω το σπανάκι ζεματισμένο, ναι. Και λίγο το κάνω στο τηγάνι μέσα με λίγο λάδι, καλό λάδι –το σπανάκι το κάνουμε καλό λάδι– μέσα, το αχνίζω λίγο, ελαφρώς, όχι να το… σχεδόν ψημένο, γιατί τα ’χω στους καταψύκτες. Και ύστερα ρίχνω λίγο αλάτι, το κοιτάζω, είναι έτοιμο, αλλά βάζω κρεμμύδι. Εμείς οι Πόντιοι πολύ κρεμμύδι, κρεμμύδια τρώμε. Άλλοι δεν θέλουν κρεμμύδια. Ο κάθε ένας το κάνει όπως θέλει. Εγώ το κάνω με κρεμμύδι και το αχνίζω λίγο, αμέσως μόλις ροδίσει το κρεμμύδι, το ρίχνω το σπανάκι, το κλείνω. Δεν το ψήνω, είναι σχεδόν ψημένο. Το ανακατεύω καλά, έτοιμο. Κι ύστερα, μόλις βάζω τα τέσσερα φύλλα, το πρώτο αυτό, βάζω πρώτα όλο το σπανάκι και ύστερα τρίβω όλο το τυρί με το χέρι μου από πάνω, ναι, και λίγο το πατάω, λίγο έτσι, κι άμα θέλεις, κάνεις και χτυπάς κι αυγό και ρίχνεις από πάνω. Πιο καλά έτσι, χωριστά. Και τα κάνω όπως θέλω εγώ. Και ξανά πάλι τα άλλα τα τέσσερα. Και λίγο μαλακώνει, τ’ αφήνω κι αρχίζω κι ύστερα το κόβω κομμάτια. Το κόβω, το ετοιμάζω, όλα έτοιμα, ανάβω τον φούρνο, τον φούρνο της κουζίνας, και το βάζω μέσα και ψήνεται. Το λαδώνω φυσικά κι από πάνω λίγο και γίνεται ένα τέλειο. Άμα θέλεις κι απάνω χτυπάς λίγο αυγό, γίνεται πιο ωραίο ακόμα. Ό,τι θέλεις, δηλαδή όπως θέλεις το κάνεις. Κάνουμε και μαντίλες, μαντίλες, διπλωμένα, μια-δύο το φύλλο. Μόλις θέλω να κάνω, το κάνω στο τηγάνι γρήγορα, τάκα-τάκα. Φέρνω το τυρί δίπλα μου, βρέχω το φύλλο, το γυρνάω από όπου είναι ανοιχτά, βρέχεται. Το τηγάνι το βάζω απάνω. Πρέπει λίγο να καεί, για να μην κολλήσει το φύλλο. Μόλις καεί το τηγάνι, το βάζω μέσα. Λίγο τσιρίζει, πετιέται, αλλά το σηκώνω το μισό, τρίβω το τυρί μέσα, το κλείνω. Ροδίζει, το κοιτάζω, το σιγοψήνω. Ύστερα, το γυρνάω κι απ’ την άλλη μεριά και ψήνεται και τα βάζω στη σειρά, πόσα θέλω να κάνω. Και γίνεται… μοσχοβολάει! Αν θέλεις, κι εκεί βάζεις σπανάκι. Το σπανάκι σχεδόν ψημένο είναι και το κάνεις και με σπανάκι και με τυρί, όπως θέλεις, και σ’ αυτά. Αλλά περισσότερο τα κάνω με τυρί μόνο. Έχω τον ιερέα μου που αγαπάει. Ξέρεις τι με λέει ο ιερέας μου; Λέει: «Πίτα μ’ έκανες απ’ αυτά που κάνεις; Μ’ έφερες πίτα;». Εγώ τώρα δεν άκουσα και με λέει η Φωφώ: «Ελευθερία, ξέρεις τι σε είπε ο παπάς;». «Τι με είπε;». Ναι. Λέει: «Είπε», λέει, «‘Πίτα μ’ έκανες;’». Όσο έρχεται στην εκκλησία, τον κάνω πίτα, περέκι. Το ξέρω που τ’ αγαπάει. Τα σπανάκια δεν τα θέλει, χόρτα δεν θέλει. Αυτός είναι Βλάχος, θέλει… Έτσι πρέπει να είναι οι Βλάχοι. Από Βλάχοι, απ’ αυτούς, απ’ τους… Τώρα, Λαρισαίος είναι, αλλά αυτοί όλοι από δω πάνω απ’ τα Γρεβενά είναι, από Ιωάννινα, αυτό, από δω πάνω απ’ τα χωριά και κατέβηκαν. Η Λάρισα όλο απ’ αυτούς έχει, ναι. Και καλός είναι ο παπάς μας, είναι τέλειος, είναι αρχιμανδρίτης. Μορφωμένος, σπούδασε δικηγόρος και τα παράτησε κι έγινε με το παλιό, χωρίς μισθό. Κατάλαβες τι είναι; Να ζεις χωρίς μισθό. Εμείς τι να πούμε; Έρχεται για τέσσερα άτομα εδώ: η γιαγιά σου… η μάνα σου πάω να πω, η γιαγιά σου, η Φωφώ, η Δέσποινα κι εγώ… κι η αδερφή Βαρβάρα πέθανε. Κανένας. «Και ένα άτομο να μείνει», λέει, «τον Αϊ-Νικόλα δεν θα τον αφήσω». Ο Θεός κάτι θα κάνει, θα γεμίσει κι ο Άγιος Νικόλαος. Όλα εδώ είναι, θα ’ρθουν όλα, σιγά σιγά, σιγά, να το θυμάσαι, Μαρία μου. Το κατάλαβες; Θυμάσαι ερχόσασταν κι εσείς, στον Αϊ-… Ε, έλεγαν… κάτι κάναν από δω, από κει. Δεν πειράζει, κορίτσι μου, δεν πειράζει. Εδώ με τον καινούργιο παίρνουν λεφτά και θέλουν να τους δίνουν κι άλλα. Ο δικός μας που δεν έπαιρνε; Σε ρωτάω, τι πρέπει να κάνουμε εμείς; Κι εμείς δεν έχουμε πολλά λεφτά, ε το κατά δύναμιν. Αν μπορούμε, κάτι… τον δίνουμε τουλάχιστον τη βενζίνη, τουλάχιστον. Ναι, αυτό, τίποτ’ άλλο. Ούτε τη βενζίνη ξεχρεώνουμε. Αυτό, πουλάκι μου.
Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για τις ιστορίες που μας είπες. Ήτανε πάρα πολύ ωραίες.
Να είσαι καλά. Κι εγώ ευχαριστώ! Ναι, και ωραίες και όμορφες. Η ζωή έχει πάρα πολλά, ατελείωτα, να σου πω την αλήθεια. Αλλά, άμα ρωτήσεις ξανά απ’ την αρχή, θα πω κι άλλα και έτσι δεν τελειώνουνε. Κι αυτό θέλω να σε πω κι ο καθένας ας καταλάβει, ας βάλει το μυαλό του να δουλέψει. Ας καταλάβει απ’ αυτά που είπα… Κι άλλα είναι από πίσω, πολύ όμορφα όλα, άλλα καλά, άλλα κακά, ας είναι, όπως και να ’ναι. Τέλος πάντων, όλα καλά. Εγώ πάντως είμαι ευχαριστημένη στα γεράματά μου, δηλαδή στη μεγάλη ηλικία… και απ’ τα παιδιά μου και απ’ τον άντρα μου ευχαριστημένη.
Τέλεια!
Αυτό. Ναι.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η κυρία Ελευθερία είναι μια γυναίκα που δούλεψε σκληρά από μικρή ηλικία. Ο άντρας της την έκλεψε και κατ’ επέκταση αναγκάστηκε να παντρευτεί. Στην παρούσα ιστορία περιγράφει τη ζωή της, εστιάζοντας στη θέση της γυναίκας και στο πόσο σημαντικό είναι να έχουμε πίστη. Αρχικά, μιλάει για την περίοδο της Κατοχής και για την καταστροφή του χωριού της, Σιδερά Κοζάνης, από τις γερμανικές δυνάμεις. Στη συνέχεια, μοιράζεται αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια, την αγροτική ζωή, την οικογένειά της και το σπίτι τους. Ακόμη, μιλάει για τον σύζυγό της, τον έγγαμο βίο, τη σχέση με τα πεθερικά της, αλλά και το γεγονός ότι η ίδια δούλευε και κέρδιζε περισσότερα χρήματα από τον άντρα της. Τέλος, μιλάει για τον γάμο της, αλλά και διάφορα άλλα ζητήματα και επεισόδια από τη ζωή της.
Αφηγητές/τριες
Ελευθερία Τρανξίδου-Σεϊρεκίδου
Ερευνητές/τριες
Μαρία Καλεμκερίδου
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/06/2023
Διάρκεια
138'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η κυρία Ελευθερία είναι μια γυναίκα που δούλεψε σκληρά από μικρή ηλικία. Ο άντρας της την έκλεψε και κατ’ επέκταση αναγκάστηκε να παντρευτεί. Στην παρούσα ιστορία περιγράφει τη ζωή της, εστιάζοντας στη θέση της γυναίκας και στο πόσο σημαντικό είναι να έχουμε πίστη. Αρχικά, μιλάει για την περίοδο της Κατοχής και για την καταστροφή του χωριού της, Σιδερά Κοζάνης, από τις γερμανικές δυνάμεις. Στη συνέχεια, μοιράζεται αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια, την αγροτική ζωή, την οικογένειά της και το σπίτι τους. Ακόμη, μιλάει για τον σύζυγό της, τον έγγαμο βίο, τη σχέση με τα πεθερικά της, αλλά και το γεγονός ότι η ίδια δούλευε και κέρδιζε περισσότερα χρήματα από τον άντρα της. Τέλος, μιλάει για τον γάμο της, αλλά και διάφορα άλλα ζητήματα και επεισόδια από τη ζωή της.
Αφηγητές/τριες
Ελευθερία Τρανξίδου-Σεϊρεκίδου
Ερευνητές/τριες
Μαρία Καλεμκερίδου
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/06/2023
Διάρκεια
138'