© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η Κωνσταντίνα ανοίγει το δικό της vintage store και μας μιλάει για τη βιώσιμη μόδα

Κωδικός Ιστορίας
24369
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κωνσταντίνα Σολδάτου (Κ.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
14/03/2023
Ερευνητής/τρια
Όλγα Σταθοπούλου (Ό.Σ.)
Ό.Σ.:

[00:00:00]Είναι 15/03/23, είμαι η Όλγα Σταθοπούλου και η αφηγήτριά μας είναι η Κωνσταντίνα Σολδάτου. Καλησπέρα!

Κ.Σ.:

Καλησπέρα, Όλγα!

Ό.Σ.:

Θα ήθελες να μου πεις λίγα λόγια για εσένα;

Κ.Σ.:

Ναι, αμέ! Λοιπόν, με λένε Κωνσταντίνα Σολδάτου, είμαι 25 χρονών, 26 θα γίνω σε λίγο καιρό, και είμαι από την Λευκάδα, το Μεγανήσι συγκεκριμένα, ένα πολύ μικρό νησάκι. Έχω ένα vintage κατάστημα εδώ στο Παγκράτι, το οποίο λέγεται «Handpicked Cherries», και γενικότερα τα τελευταία τέσσερα με πέντε χρόνια ασχολούμαι πάρα πολύ με το ethical living όσον αφορά και τα ρούχα, δηλαδή το vintage κατάστημα που έχω, αλλά και γενικότερα άλλες επιλογές που μπορεί να έχουμε στην καθημερινότητά μας, όπως είναι η διατροφή μας και γενικότερα τι αγοράζουμε, από πού το αγοράζουμε και πώς επιλέγουμε να ζήσουμε.

Ό.Σ.:

Πώς ξεκίνησε η όλη ιδέα του να ξεκινήσεις δικό σου μαγαζί σε αυτή την ηλικία;

Κ.Σ.:

Θα σου πω. Όταν ήρθα στην Αθήνα για να σπουδάσω, ουσιαστικά ξεκίνησα να γνωρίζω το vintage και το second hand. Πριν από αυτό δεν ήξερα κάτι για το συγκεκριμένο, δεν ήξερα καν ότι υπήρχαν μαγαζιά που πουλούσαν δεύτερο χέρι ρούχα. Παράλληλα, σπούδαζα ναυτιλιακά στο ΠΑΠΕΙ, κάτι το οποίο, η αλήθεια είναι, ποτέ δεν μου άρεσε. Ήθελα να περάσω Πολυτεχνείο, αλλά δεν κατάφερα να περάσω και, παρόλο που δεν μου άρεσε, ήταν κάτι που με ενθάρρυναν πάρα πολλοί γνωστοί μου να το συνεχίσω, γιατί έχει, όντως, πολύ καλή επαγγελματική αποκατάσταση και, όντως, βρήκα δουλειά. Και παράλληλα με τη δουλειά, όταν ήρθε η καραντίνα που είχα πάρα πολύ ελεύθερο χρόνο, ξεκίνησα να το σκέφτομαι γιατί μου άρεσε πάρα πολύ το thrifting. Και όσο δούλευα πήγαινα σχεδόν κάθε μέρα, ήταν σαν χόμπι μου, πήγαινα σε αυτά τα μαγαζιά που τα έχουν όλα πάρα πολύ φθηνά και μου άρεσε να ψάχνω και να βρίσκω θησαυρούς, ουσιαστικά όμορφα vintage κομμάτια. Έτσι, είχα μαζέψει μια πάρα πολύ μεγάλη γκαρνταρόμπα και μέσα στην καραντίνα, με ενθάρρυνση και από την ξαδέρφη μου που ζούσαμε μαζί, ξεκίνησα να κάνω φωτογραφίσεις έτσι με τα ρούχα που ήδη είχα και να τα ανεβάζω στο Instagram, κάτι που ξεκίνησε πολύ πολύ σιγά να πηγαίνει όλο και καλύτερα. Kαι έτσι ξεκίνησε να μου μπαίνει η ιδέα, ότι ξέρεις τι; Ίσως αυτή είναι και η διέξοδός σου να κάνεις κάτι που πραγματικά σου αρέσει και να αφήσεις τη δουλειά, που ξέρεις ότι δεν σου αρέσει και ότι ποτέ δεν θα σου αρέσει, πίσω σου. Και κάπως κι έτσι έγινε. Μετά από λίγο καιρό, όταν ξεκίνησαν να ανεβαίνουν αρκετά οι πωλήσεις και να βλέπω ότι είναι κάτι που θα μπορούσε, όντως, να γίνει ο βιοπορισμός μου, ρε παιδί μου, αποφάσισα να σταματήσω τη δουλειά μου και να αφοσιωθώ σε αυτό.

Ό.Σ.:

Η ζωή στη Λευκάδα πώς ήτανε και πώς...; Τότε είχες στο μυαλό σου ότι θέλεις, ότι οι επιλογές σου να είναι πιο συνειδητές, το από πού ψωνίζεις, τη διατροφή σου και όλα αυτά που είπες;

Κ.Σ.:

Η ζωή μου στη Λευκάδα, δηλαδή πριν φύγω για τη σχολή, δεν είχε καθόλου αυτό το κομμάτι μέσα. Ήμουν σαν έφηβη, ρε παιδί μου, όχι πολιτικοποιημένη να το πω, ήμουν σχετικά woke, ας πούμε, είχα μια άποψη, δεν είχα ψάξει ποτέ και ούτε είχε έρθει στην αντίληψή μου κάτι για τις συνέπειες του fast fashion, ας πούμε, ή γενικότερα δεν είχα ασχοληθεί με τον βιγκανισμό ή με άλλα πράγματα. Είχα κάποιους ενδοιασμούς στο μυαλό μου, απλά όταν ήρθα στην Αθήνα και ξεκίνησα να εκτίθεμαι σε διάφορες ιδέες και διάφορες φιλοσοφίες, τότε ξεκίνησα να το ψάχνω κι εγώ περισσότερο. Η αλήθεια είναι ότι, ειδικά όταν είσαι νεότερος και είσαι και στην επαρχία, ίσως μπορεί να μην είναι τόσο εύκολο για εσένα να εκτεθείς σε διάφορα πράγματα σε σχέση με το να είσαι σε ένα μεγάλο κέντρο, όπως είναι η Αθήνα, ας πούμε, και μια μεγάλη πόλη. Οπότε για εμένα ξεκίνησαν όλες αυτές οι αναζητήσεις αργότερα, δηλαδή όταν ξεκίνησα να σπουδάζω.

Ό.Σ.:

Κάθε πότε πήγαινες και αγόραζες ρούχα; Τι είδους ρούχα σου άρεσαν;

Κ.Σ.:

Όσο ήμουνα στη δουλειά, και πριν καν βρω τη δουλειά, πήγαινα περίπου κάθε μέρα, κάθε δεύτερη μέρα. Όχι αναγκαστικά αγόραζα κάτι κάθε μέρα, αλλά μου άρεσε πάρα πολύ το ψάξιμο, ήταν πραγματικά χόμπι για εμένα. Δηλαδή μου άρεσε σε αυτά τα μαγαζιά, που όλοι ξέρουμε που είναι σε κάθε δεύτερο τετράγωνο, που τα έχουν όλα με 5-10 ευρώ, τα λεγόμενα thrifts shops, με ψάξιμο μπορείς να βρεις πολύ όμορφα κομμάτια. Kι εμένα αυτό μου άρεσε πάρα πολύ, γιατί είχα ξεκινήσει σιγά σιγά να αγκαλιάζω όλο και περισσότερο το vintage, ξεκίνησα και το thrift γενικότερα, το second hand. Ξεκίνησα όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα με το να αγοράζω μόνο vintage τζινάκια, γιατί μου άρεσαν πάρα πολύ η ποιότητά τους και ήταν και πολύ πιο οικονομικά σε σχέση με το να αγόραζες σε καινούργια, και γενικότερα ήταν win-win. Και σιγά σιγά, ξεκίνησα να εκτίθεμαι και στα υπόλοιπα ρούχα, δηλαδή μετά μπορεί να ξεκίνησα να παίρνω και ένα πουκάμισο, μετά και ένα φόρεμα. Και σε κάποια φάση ήρθε στη ζωή μου και το έμαθα ουσιαστικά τις επιπτώσεις που είχε το fast fashion, γιατί πριν από αυτό, χωρίς καν να γνωρίζω, και όπως όλοι μας, ρε παιδί μου, ψώνιζα από fast fashion.  Όταν, λοιπόν, ξεκίνησα να μαθαίνω τι επιπτώσεις έχει, κρύβονται πίσω από αυτό, είδα συγκεκριμένα ένα ντοκιμαντέρ που λέγεται το «The true cost», που αναφέρει όλες τις επιπτώσεις που έχει, από την αρχή δηλαδή, από το πώς παράγεται το βαμβάκι που θα παράξεις τα ρούχα [00:05:00]και ποια είναι η εκμετάλλευση που παίζει πίσω από όλους αυτούς τους αγρότες στην Ινδία, ας πούμε, που τους εκμεταλλεύονται πάρα πολύ, στην εκμετάλλευση που έχουν οι εργάτες που φτιάχνουν αυτά τα ρούχα, στην τεράστια καταστροφή του περιβάλλοντος, καθώς είναι μία από τις πιο ρυπογόνες βιομηχανίες στον κόσμο η βιομηχανία των ρούχων. Γενικότερα, όταν ξεκίνησα να μαθαίνω όλα αυτά, αποφάσισα ότι είναι σχετικά πάρα πολύ εύκολη απόφαση να πεις ότι: «Ξέρεις τι; Θα κόψω το fast fashion και θα ξεκινήσω να ψωνίζω πιο ηθικά». Είτε να ψωνίζω από vintage μαγαζιά και second hand, είτε να ψωνίζω από μαγαζιά που έχουν καινούργια ρούχα, απλά πιο ηθικά, είτε να παράγονται στην Ελλάδα, είτε να παράγονται από βιολογικά, ας πούμε, βιολογικό βαμβάκι και βιολογικές πρώτες ύλες, να ξέρεις ότι ο κόσμος που τα φτιάχνει πληρώνεται. Οπότε κάπως έτσι ξεκίνησα και, προφανώς, για εμένα, για το budget που είχα εκείνη την περίοδο, το thrifting ήταν η πιο οικονομική λύση, γιατί μπορούσες να βρεις πάρα πολύ όμορφα και ποιοτικά ρούχα σε πάρα πολύ χαμηλές τιμές.

Ό.Σ.:

To thrifting είναι πιο οικονομικό από το να αγοράζεις ρούχα από fast fashion μαγαζιά;

Κ.Σ.:

Το thrifting σίγουρα είναι πιο οικονομικό. Αρχικά, εδώ θα ήθελα να κάνω τον διαχωρισμό ανάμεσα στο thrifting, το vintage και το fast fashion. Γιατί το thrifting γενικότερα είναι ένας συγκεχυμένος όρος και χρησιμοποιείται με πολύ ευρεία έννοια και υπάρχει μια μικρή διαφορά με το vintage. Το thrifting, λοιπόν, και το thrift σημαίνει ότι ψωνίζεις ρούχα που είναι γενικότερα δεύτερο χέρι. Αυτά τα ρούχα που είναι δεύτερο χέρι μπορεί να είναι από οπουδήποτε. Μπορεί είτε να είναι vintage ρούχα που είναι από τα 70s-80s ή οτιδήποτε, μπορεί όμως και να είναι ρούχα fast fashion που να είναι από πριν πέντε χρόνια, ξέρω 'γω. Οπότε σε αυτά τα καταστήματα που λέμε, που τα έχουν όλα πάρα πολύ φθηνά και είναι όλα 5-10 ευρώ, έχουν ρούχα που είναι thrift μέσα, δηλαδή δεύτερο χέρι από οπουδήποτε. Και εφόσον, λοιπόν, υπάρχει τόσο μεγάλη συλλογή και μπορείς να βρεις πάρα πάρα πολλά διαφορετικά πράγματα και, συνήθως, πρέπει να ψάξεις πολύ για να βρεις όμορφα κομμάτια που να σου κάνουν, που να είναι στο στυλ σου, γι’ αυτό είναι και πολύ φθηνά. Οπότε αρχικά, όσον αφορά το thrifting σίγουρα είναι ένας πάρα πολύ οικονομικός τρόπος να ψωνίζεις, αρκετά πιο οικονομικός από το fast fashion και πιο οικονομικός και από το vintage. Μετά πάμε στο vintage, το οποίο είναι ρούχα που είναι είτε δεύτερο χέρι, είτε dead stock, τα οποία είναι διαλεγμένα κομμάτια, είναι vintage. Εν έτη 2023 vintage σημαίνει κομμάτια που είναι από τις αρχές του 2000 και πίσω, δηλαδή είναι από είκοσι χρόνια και πάνω, τα οποία τα περισσότερα μαγαζιά, όπως και το δικό μου, ή τα διαλέγουμε ένα-ένα με βάση την κατηγορία τους, το τι κομμάτια είναι, είτε τα διαλέγουμε ανά κατηγορία και πάλι κάθε δέκα κομμάτια, είκοσι κομμάτια ή με το κιλό, αλλά προσέχουμε να είναι οι προμηθευτές από τους οποίους παίρνουμε, να μας εγγυούνται την ποιότητα και ότι είναι, όντως, vintage κομμάτια, εξού και είναι και λίγο πιο υψηλή η τιμή. Και μετά πάμε στο fast fashion. Να σας πω ότι τα vintage κομμάτια που ανέφερα προηγουμένως ουσιαστικά έχουν τις ίδιες, αν όχι και χαμηλότερες, τιμές από το fast fashion. Το fast fashion, λοιπόν, όπως ξέρουμε όλες τις πολύ μεγάλες πολυεθνικές: Zara, H&M, Shein, Bershka κ.λπ., ουσιαστικά παράγουν τα ρούχα τους. Το κόστος που έχουν για να παράγουν τα ρούχα τους είναι πάρα πάρα πολύ χαμηλό, γιατί φτιάχνουν τα ρούχα τους σε χώρες όπως είναι το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν, η Τουρκία, γενικότερα σε διάφορες χώρες όπου οι εργάτες δεν πληρώνονται καθόλου ή πληρώνονται ελάχιστα. Και με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά βγάζουν τεράστιο, τεράστιο κέρδος πάνω από αυτά τα ρούχα, τα οποία ρούχα, όπως ανέφερα και πριν, καταστρέφουν το περιβάλλον, μπλα μπλα μπλα. Η ποιότητα είναι πάρα πολύ κακή, επομένως με το ίδιο budget που θα έχει ένα άτομο για να ψωνίσει από fast fashion, είτε με ακριβώς το ίδιο budget μπορεί να ψωνίσει vintage κομμάτια πιο ποιοτικά, κάποιες φορές ακόμα και πιο οικονομικά, είτε μπορεί να ψωνίσει από thrift με πολύ χαμηλότερο budget και να βρει, επίσης, με λίγο ψάξιμο πολύ όμορφα κομμάτια, πάρα πολύ οικονομικά.

Ό.Σ.:

Όταν εσύ ξεκίνησες κι αγόραζες και έκανες τη δική σου συλλογή από ρούχα, πώς και μετά αποφάσισες να ανοίξεις λογαριασμό στο Instagram για να τα πουλήσεις;

Κ.Σ.:

Το σκεφτόμουν αρχικά. Στην αρχή είχα ενδοιασμούς για το τι θα πούνε γνωστοί μου, ας πούμε, αλλά μου άρεσε πάρα πολύ. Και οι στιγμές αυτές που πήγαινα και έψαχνα ρούχα γενικότερα ήτανε, πώς λέμε αυτό, η ψυχοθεραπεία, ρε παιδί μου. Δηλαδή άνοιγε το μυαλό μου λίγο, έφευγα απ’ όλη αυτή την πολύ, όλο αυτό το έντονο στρες που μου δημιουργούσε η δουλειά και όλοι οι παράγοντες που υπήρχαν γύρω από τη ζωή μου. Οπότε έτσι κάπως πήρα το θάρρος και είπα ότι αν μπορώ αυτό το πράγμα που το κάνω σαν χόμπι μου, δηλαδή να βρίσκω όμορφα ρούχα, να το κάνω κι επάγγελμά μου, δηλαδή να αφοσιωθώ στο να βρω όμορφα κομμάτια για να τα πουλάω ουσιαστικά, τότε αυτό θα ήταν τέλειο πραγματικά. Και αλήθεια, δηλαδή σκέφτομαι πως ήμουν τύπου δυο-τρία χρόνια πριν που δούλευα σε μια εταιρεία που, παρόλο μου άρεσαν πάρα πολύ, συμπαθούσα πάρα πολύ τους συναδέλφους μου[00:10:00], δεν μου άρεσε η δουλειά αυτό καθαυτό και ήμουν στεναχωρημένη. Δηλαδή, δεν μου ταίριαζε καθόλου. Αν μου έλεγες τότε ότι, όντως, θα κατάφερνα να ανοίξω το δικό μου μαγαζί και να είμαι ανεξάρτητη, ακόμα και με τα βάρη που έρχονται στο να έχεις μια δικιά σου επιχείρηση και με τα άγχη και όλα αυτά, πραγματικά δεν θα σε πίστευα, και χαίρομαι πάρα πολύ που έγινε όλο αυτό.

Ό.Σ.:

Πώς ήτανε η περίοδος που αποφάσισες σιγά σιγά ότι, «Ok, πρέπει να σταματήσω την άλλη δουλειά, γιατί δεν με κάνει χαρούμενη και πρέπει να κάνω αυτό που με κάνει χαρούμενη»; Δηλαδή τι σκέψεις σου περνούσαν από το μυαλό; Πώς ξεκίνησε; Πώς έγινε, πώς αποφάσισες «τώρα ανοίγω τον λογαριασμό»;

Κ.Σ.:

Θα σου πω. Τον λογαριασμό τον άνοιξα πριν φύγω από τη δουλειά. Αρχικά, δούλευα παράλληλα τη σελίδα με τη δουλειά μου. Δηλαδή όσο δούλευα είχα ξεκινήσει το Instagram και πούλαγα από κει τα κομμάτια. Και κάποια στιγμή, όταν είδα ότι πήγαινε καλά η δουλειά, παρόλο που στο μυαλό μου ακόμα είχα ότι παράλληλα αυτό ίσως να γίνει πολύ αργότερα ένα κανονικό επάγγελμα, ή να είναι ένα παράλληλο εισόδημα, δεν είχα δηλαδή κάνει ακόμα τον διαχωρισμό στο μυαλό μου, ότι ξέρεις τι; Τέλος με τα ναυτιλιακά. Και κάποια στιγμή έκατσα κάτω και το σκέφτηκα και λέω να το κοιτάξω πραγματικά. Δηλαδή η δουλειά που κάνω τώρα δεν είναι κάτι που, όντως, μου αρέσει. Ακόμα και να ρίξω λεφτά και να κάνω ένα μεταπτυχιακό πάνω σε κάτι που πάλι δεν μου αρέσει, δεν πίστευα δηλαδή ότι πραγματικά θα καταφέρω κάτι. Ακόμα και να βρω μια δουλειά που να είναι σεβαστή, ρε παιδί μου, και να έχει έναν καλό μισθό, και πάλι δεν θα ήμουνα ποτέ αρκετά ικανοποιημένη, γιατί θα έκανα κάτι που δεν θα μου άρεσε, θα μου έφερνε πάρα πολύ έντονο άγχος και πραγματικά θα μου έκανε περισσότερο κακό απ’ ό,τι καλό. Οπότε έγινε ο διαχωρισμός στο μυαλό μου έτσι πολύ στιγμιαία. Και ήταν μια μέρα που πραγματικά άφησα όλα μου τα άγχη και του φόβους και είπα: «Ξέρεις τι; Απλά αφέσου, απλά θα φύγεις. Its ok δηλαδή, δεν χρειάζεται επειδή το σπούδασες ή επειδή κάποιος περιμένει να το κάνεις, να το κάνεις. Μπορείς να κάνεις ό,τι θες. Πάρε το ρίσκο να κάνεις κάτι διαφορετικό. Το πολύ πολύ, αν δεν πετύχει, δεν πέτυχε, θα ξαναβρείς άλλη δουλειά, its ok». Κι έτσι και έκανα! Και να σου πω την αλήθεια, όταν πήρα την απόφαση στο μυαλό μου και μου έκανε αυτό το κλικ, χαλάρωσα, δηλαδή πραγματικά έφυγε αυτό το έντονο άγχος που είχα πάνω από το κεφάλι μου.  Ακόμα και τη δουλειά που έκανα μέσα στους τελευταίους, ας πούμε, δύο μήνες, όσο είχα μείνει στην εταιρεία, ήμουν πάρα πολύ πιο χαλαρή και σκεφτόμουν ότι: «Ok, δεν έγινε κάτι. Δηλαδή και κάτι να κάνω λάθος και να φύγω από τη δουλειά και να μην πετύχει αυτό το άλλο που θέλω να κάνω, it’s ok». Μπορούμε να παίρνουμε ρίσκα στη ζωή μας, μπορούμε να δοκιμάζουμε διαφορετικά πράγματα, ειδικά τώρα που είμαστε στα 20s μας, ας πούμε, κι έχουμε τον χρόνο και το περιθώριο να το κάνουμε αυτό. Γιατί άμα δεν το κάνουμε τώρα, πότε θα το κάνουμε; Οπότε κάπως έτσι έγινε. Και να σου πω, δεν το έχω μετανιώσει καθόλου, γιατί πέραν του γεγονός ότι, όντως, πάει καλά και μου αρέσει πάρα πολύ και χρόνο με τον χρόνο μεγαλώνει, το έχω ευχαριστηθεί γιατί πραγματικά είναι κάτι που μου αρέσει και νιώθω καλύτερα με αυτό. Δηλαδή νιώθω καταρχάς πιο νέα. Ένιωθα ότι στα 22 μου, ξέρω γω, ήμουνα 30 με τόσα άγχη που είχα στο κεφάλι μου, ενώ τώρα νιώθω αρκετά πιο απελευθερωμένη και ουσιαστικά ελέγχω μόνη μου τη δική μου ζωή.

Ό.Σ.:

Είχες χρόνο όταν ξεκίνησες να το κάνεις παράλληλα με την άλλη σου δουλειά, είχες χρόνο να ασχοληθείς και με το Instagram και με τα ρούχα και με τις φωτογραφίσεις;

Κ.Σ.:

Ουσιαστικά, ασχολούμουν κάθε Σαββατοκύριακο. Δηλαδή κάθε Σαββατοκύριακο ή κάθε δεύτερο, ανάλογα το πότε προλάβαινα, καθόμουν κι έβγαζα φωτογραφίσεις και ανέβαζα, ξέρω γω, μια-δυο φορές την εβδομάδα καινούργια ρούχα. Ένας από τους λόγους που αποφάσισα κιόλας να φύγω από τη δουλειά, και δεν έφυγα αργότερα, ξέρω γω, ήταν γιατί πίστευα ότι αν ασχολούμαι κάθε μέρα με αυτό, αντί για μια φορά ή μια φορά ή δυο φορές την εβδομάδα, θα πήγαινε και πιο καλά, έτσι; Δηλαδή είχα καταφέρει να το φτάσω σε ένα αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο με το ότι ασχολούμαι μία φορά την εβδομάδα. Λέω: «Άμα ασχολούμαι και κάθε μέρα, τότε θα πάει και πολύ πολύ καλύτερα». Έτσι κι αποφάσισα να φύγω. Γιατί τώρα, όταν δουλεύεις οκτάωρο κάθε μέρα, είναι και περιορισμένος ο χρόνος σου. Προσπαθούσα να κάνω και παραδόσεις, ας πούμε, μετά τη δουλειά. Ξύπναγα νωρίς πριν τη δουλειά για να πηγαίνω ας πούμε 7:00 το πρωί στο ταχυδρομείο για να στέλνω τα δέματα, γιατί μόνο τότε προλάβαινα επειδή δούλευα όλη τη μέρα μετά. Οπότε ήταν αρκετά κουραστικό. Και όταν αποφάσισα να φύγω, άνοιξε πάρα πολύ ο χρόνος μου, είχα περισσότερο χρόνο για να σκεφτώ πόσο καλύτερα θα μπορούσα να προωθήσω τη δουλειά μου. Οπότε, ναι, κι έτσι έγινε.

Ό.Σ.:

Πώς λειτουργούσες αρχικά και τώρα ακόμα το Instagram; Δηλαδή κάνεις διαφημίσεις; Ασχολείσαι… Πρώτα ασχολιόσουν πιο λίγο, μετά ξεκίνησες να ασχολείσαι καθημερινά και με φωτογραφίσεις και τα λοιπά; Δηλαδή, τι ήταν αυτό που σε έκανε να ανέβεις στο Instagram;

Κ.Σ.:

Θα σου πω. Ξεκινώντας δεν είχα ιδέα γενικότερα για τα Social Media, πέρα από τη[00:15:00] χρήση που τους έκανα εγώ σαν πρόσωπο, σαν άτομο, και ξεκίνησα πάρα πολύ ταπεινά. Ανέβαζα απλά πράγματα στην αισθητική που μου άρεσε, στο vintage κ.λπ. Πολύ αργότερα δηλαδή, μετά το πρώτο εξάμηνο, ξέρω γω, κάτι τέτοιο, ξεκίνησα να κάνω και προωθήσεις ας πούμε, πληρωμένες διαφημίσεις. Κάποια στιγμή ξεκίνησα να κάνω και giveaways με είτε influencers είτε γνωστές σελίδες, έτσι ώστε να γίνει η σελίδα μου γνωστή και σε πιο ευρύ κοινό. Το οποίο μπορώ να πω ότι με βοήθησε αρκετά. Συνεργάστηκα με διάφορα άτομα που ήταν πάρα πολύ καλά και με βοήθησαν πάρα πολύ στο να ανέβω. Και με πολλά από αυτά κάναμε και συνέχεια συνεργασίες. Μετά από αυτό, πέραν δηλαδή από τις διαφημίσεις και τα giveaways, θέλεις να κάνεις consistent content, δηλαδή να ανεβάζεις συνεχόμενα, να ανεβάζεις καινούρια πράγματα, να κάνεις ένα, να κάνεις connect ουσιαστικά με το κοινό σου. Πέρα ότι βλέπουν όμορφα ρούχα από εσένα, να βλέπουνε, πώς να σ’ το πω, να περιμένουν να δούνε πράγματα από εσένα, έτσι ώστε να σε δούνε μια φορά, να σε δούνε δύο φορές και μετά να το περιμένουνε. Αυτό προσπάθησα να κάνω ουσιαστικά, να γίνω κομμάτι της καθημερινότητας στο κοινό μου. Πέρα του ότι για να προωθήσω τη δουλειά μου, αλλά ήθελα να το κάνω και για να έχουνε αυτό στο μυαλό τους, ρε παιδί μου, ότι να μπει η εναλλακτική του vintage ή του thrifting σε κάποιο άτομο που μπορεί να μην το είχε προηγουμένως και να μην ήξερε ακριβώς ποια μπορεί να είναι η έννοια, με το να βλέπει έτσι πολύ ωραία trendy και κουλ ρούχα, να το σκεφτεί, να το προτιμήσει από το να πάρει κάτι αντίστοιχο από fast fashion ή από κάπου αλλού. Oπότε κάπως έτσι το σκέφτηκα. Πέρυσι, πριν από λίγους μήνες, κιόλας ξεκίνησα και το TikTok, που πριν από αυτό δεν είχα ούτε δικό μου TikTok ούτε επιχειρησιακό. Γενικότερα, δεν ασχολούμουνα καθόλου. Και μπορώ να σου πω ότι το TikTok είναι game changer γενικότερα για τις επιχειρήσεις, γιατί είναι πολύ πιο άμεσο. Και ανεξάρτητα με το αν έχεις ήδη ακόλουθους, μπορείς να προωθήσεις την επιχείρησή σου. Δηλαδή ένα βίντεο που μπορεί να κάνεις, αν γίνει viral αμέσως, θα εκτεθείς σε πάρα πολύ μεγάλο κοινό. Κοινό που μπορεί να μην είχε καν ιδέα για το vintage ή για το thrift ή για το μαγαζί σου γενικότερα. Δηλαδή, όταν ξεκίνησα να κάνω βιντεάκια στο TikTok και κάποια από αυτά γινόντουσαν, ας πούμε, μπορεί να είχαν γίνει viral, ερχόταν πάρα πολύς κόσμος και μου έλεγαν ότι: «Σε είδα από το TikTok και βλέπω τα βιντεάκια σου στο TikTok» ή «Είδα ένα TikTok σου και συνειδητοποίησα ότι το μαγαζί σου ήταν δίπλα από το σπίτι μου!». Δηλαδή συνέχεια έχω τέτοιου είδους εμπειρίες με πελάτες μου, οπότε είναι πάρα πολύ σημαντικό. Νομίζω εγώ πέρα από το οκτάωρο που χτυπάω στο μαγαζί, χτυπάω κι άλλο τόσο στα Social κάθε μέρα και θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό. Δηλαδή πιστεύω ότι αν ξεκινούσα απλά μια επιχείρηση όπως την ξεκίνησα, χωρίς να είχα κανένα υπόβαθρο στα Social, πραγματικά θεωρώ ότι θα είχα τύπου σίγουρα ένα 60-70% λιγότερη πελατεία και λιγότερο τζίρο, σίγουρο αυτό για εμένα.

Ό.Σ.:

Με τόσο χρόνο που αφιερώνεις και στο μαγαζί και στα Social, σου μένει χρόνος για εσένα; Δηλαδή η καθημερινότητά σου πώς είναι; Πόσες ώρες δουλεύεις; Πόσες ώρες ασχολείσαι με το μαγαζί;

Κ.Σ.:

Λοιπόν, θα σου πω γιατί, δυστυχώς, αυτό είναι ένα θέμα. Όταν ξεκίνησα το μαγαζί πέρυσι, δηλαδή το φυσικό κατάστημα, πέρυσι τον Δεκέμβριο, τον Δεκέμβριο του '21 συγκεκριμένα, ήμουν τόσο απορροφημένη με όλο αυτό που σταμάτησα όλα τα τριγύρω. Δηλαδή, ερχόμουν στο μαγαζί από το πρωί και έφευγα τύπου δύο ώρες μετά το κλείσιμο γιατί καθόμουν έφτιαχνα πράγματα, έβγαζα φωτογραφίσεις, έκανα εκείνο, έκανα το άλλο. Και δεν είχα και υπάλληλο τότε, υπάλληλο πήρα φέτος από το φθινόπωρο. Οπότε τα έκανα όλο μόνη. Και πέραν του ότι καθόμουν και στο μαγαζί, ασχολιόμουν πάρα πολύ και με τα Social, ή μπορεί να έκανα μπαζάρ, οπότε ήμουν και τα Σαββατοκύριακα, δούλευα και Σαββατοκύριακα γενικότερα. Και ήτανε, και σε κάποια φάση σταμάτησα λίγο, το σκέφτηκα και λέω: «Ξεκίνησε το μαγαζί μου, πάει καλά, μου αρέσει. Ένας από τους λόγους, όμως, που ξεκίνησα να κάνω κάτι δικό μου είναι για να μπορώ να έχω και λίγο χρόνο για τον εαυτό μου, να μην νιώθω, ρε παιδί μου, ότι δουλεύω όλη μέρα». Και μετά από λίγο καιρό ξεκίνησα να βρίσκω, ρε παιδί μου, μια ισορροπία. Συνειδητοποίησα ότι μπορώ να δουλεύω και να βγάζω σωστά τη δουλειά μου, χωρίς να είμαι πάνω από το κινητό όλη μέρα, και πιστεύω το έχω καταφέρει τον τελευταίο καιρό. Με βοήθησε πάρα πολύ σίγουρα το ότι βρήκα υπάλληλο και με βοηθάει πάρα πολύ, με βοηθάει στην διαχείριση των Social. Δηλαδή το γεγονός ότι έχω ένα άτομο να κρατάει την κάμερα για να βγάλουμε μαζί ένα βίντεο, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χρόνο μού γλιτώνει, ότι με βοηθάει γενικότερα στο μαγαζί. Γιατί το να βγάζεις όλα αυτά τα ρούχα, να τα περνάς από το steamer, να κάνεις όλες αυτές τις διαδικασίες που πρέπει να τα κάνουμε, είναι πολύ χρονοβόρες. Και πλέον έχω χρόνο.  Ας πούμε, έχω ξεκινήσει τους τελευταίους μήνες και κάνω aerial silks, που μου αρέσει πάρα πολύ, και επιτέλους έχω κάτι, ρε παιδί μου, που νιώθω ότι είναι σαν χόμπι που δεν είναι, είναι ξεχωριστό με τη δουλειά. Γιατί όλα τα υπόλοιπα χόμπι μου συνδέονται με τη δουλειά μου, οπότε[00:20:00] είναι κάτι, ρε παιδί μου, που δεν με βγάζει από όλο αυτό, δεν με βγάζει από το σκεπτικό. Οπότε ξεκινώντας αυτό, πραγματικά το περιμένω πώς και πώς και, ξέρεις, νιώθω ότι κάνω ένα break. Κι επίσης, αποφάσισα να σταματήσω να ανοίγω το μαγαζί τη Δευτέρα, έτσι ώστε να είμαι πενθήμερο αντί για έξι μέρες. Γιατί ήμουν Δευτέρα με Σάββατο, ενώ τώρα είμαι Τρίτη με Σάββατο, οπότε να δουλεύω πέντε μέρες την εβδομάδα αντί για έξι. Και νομίζω ότι ήταν μια καλή απόφαση, γιατί έτσι κι αλλιώς ο περισσότερος κόσμος που έρχεται στο μαγαζί είναι από τα Social, οπότε απλά ξέρει απλώς ότι τις Δευτέρες δεν ανοίγουμε κι έρχεται από Τρίτη. Και να μπορώ κι εγώ να ξεκουράζομαι λίγο, ρε παιδί μου, και να κάνω και πιο ποιοτικό content, γιατί άμα δουλεύω όλη μέρα, κάθε μέρα, κουράζομαι και κάνω τα ίδια και τα ίδια. Οπότε, ναι, όσο περνάει ο καιρός νομίζω ότι βρίσκω μια ισορροπία και μπορώ να βάζω και τις προσωπικές μου ανάγκες, ρε παιδί μου, μπροστά, πέρα από τη δουλειά.

Ό.Σ.:

Πόσο χρόνο αφιερώνεις στις φωτογραφίες και ποια είναι και η διαδικασία; Δηλαδή, πώς τις τραβάς, πόση ώρα σου παίρνει; Τι απαιτεί όλο αυτό;

Κ.Σ.:

Τώρα, τον τελευταίο καιρό, επειδή δουλεύω και συνέχεια στο μαγαζί, δεν κάνω τόσο συχνά όσο θα ήθελα. Βέβαια, έχω ανοίξει site, οπότε πλέον αναγκάζομαι να κάνω συχνά φωτογραφίσεις. Τι περισσότερες φορές τις κάνω μόνη μου. Είτε στον πάνω όροφο έχω ένα φόντο άσπρο από πίσω και τις κάνω μόνη μου με self timer, είτε φορεμένα τα κομμάτια, είτε αν είναι παντελόνια, ας πούμε, που είναι λίγο πιο δύσκολο να τα φωτογραφίσεις, ανάλογα και το νούμερο, τα φωτογραφίζω σε άσπρη επιφάνεια και βγάζω το φόντο από πίσω ουσιαστικά, μόνα τους. Και κάποιες φορές, ανά καιρούς μπορεί να συνεργαστώ με φωτογράφους ή με άτομα γνωστά μου, ρε παιδί μου, που είναι καλά στη φωτογράφιση γενικότερα για να βγάλουμε κάτι λίγο πιο ιδιαίτερο, κάτι σε street style, κάτι διαφορετικό. Αλλά είναι ένα θέμα για εμένα γενικότερα η φωτογράφιση, γιατί τώρα που έχω ξεκινήσει το site μου δεν είναι, είναι δύσκολο να ανεβάσεις πάρα πολλά κομμάτια γιατί, επειδή υπάρχει ένα κομμάτι από το καθένα, θα έπρεπε να κάθεσαι να τα φωτογραφίζεις κάθε ένα από αυτά. Δεν είναι, ρε παιδί μου, ότι έχω σαράντα κωδικούς, κάνω μια ωραία μεγάλη φωτογράφιση, πληρώνω έναν καλό φωτογράφο και τις έχω τις φωτογραφίες να τις χαρώ. Είναι ότι θέλει συνέχεια να φωτογραφίζεις κομμάτια, οπότε παίρνει πάρα πολύ χρόνο όλο αυτό, γιατί πάρα πολύς κόσμος με ρωτάει, ρε παιδί μου: «Πού μπορώ να βρω όλα σου τα κομμάτια;». Εγώ τώρα αυτή τη στιγμή μες στο κατάστημα έχω πάνω από πεντακόσια με εξακόσια κομμάτια. Τώρα στο site, ας πούμε, άντε, να υπάρχουν εκατό –και λίγα σου λέω τώρα, πεντακόσια-εξακόσια, δηλαδή γύρω στα τριακόσια πρέπει να είναι όλα τα τζιν που έχω! Οπότε είναι ένα θέμα γιατί, ok, τα φωτογραφίζεις, αλλά πρέπει να είναι και λίγο ωραίο, πρέπει να πάρεις και τις διαστάσεις από το κάθε κομμάτι, είναι μια διαδικασία, ρε παιδί μου. Ελπίζω ότι όσο περνάει ο καιρός, τώρα θα μπορέσω να το κάνω όλο και καλύτερα γιατί πέραν... Είναι ένας πάρα πολύ καλός τρόπος να επεκταθείς, δηλαδή να μπορέσεις να κάνεις, να φτάσεις και άτομα που δεν μπορούν να έρθουνε στο μαγαζί σου, για να στέλνεις και σε όλη την Ελλάδα και στην Ευρώπη και στην Κύπρο κ.λπ. Οπότε σίγουρα είναι μία από τους στόχους για τον τελευταίο καιρό και πρέπει να μπει σαν προτεραιότητα.

Ό.Σ.:

Τι στυλ σου αρέσει εσένα προσωπικά περισσότερο στα ρούχα; Τι επιλέγεις να παίρνεις για το μαγαζί και για εσένα αντίστοιχα;

Κ.Σ.:

Λοιπόν, εγώ γενικότερα είμαι πολύ αλλοπρόσαλλο άτομο και κάθε περίπου δύο χρόνια, ενάμιση χρόνο αλλάζω και στυλ. Εντελώς όμως, ριζικά! Αλλάζω τα μαλλιά μου κάθε τρεις μήνες, οπότε το μαγαζί αλλάζει ανάλογα και με την αισθητική που έχω εγώ. Όχι εντελώς, ρε παιδί μου, αλλά επηρεάζεται αρκετά. Όταν ξεκίνησα, μου άρεσε πάρα πολύ το κλασικό vintage, δηλαδή τα πάρα πολύ ωραία φλοράλ πουκάμισα, ωραία τζιν παντελόνια και ψηλόμεσα, ίσιες γραμμές κ.λπ., όμορφα φορέματα κι αυτά, τα οποία ακόμα μου αρέσουν και ανά καιρούς ντύνομαι κι έτσι, αλλά πλέον μου αρέσει πάρα πολύ και λίγο πιο grunge αισθητική, μου αρέσει και το w2k, μου αρέσουν και τα λίγο χαμηλοκάβαλα cargo παντελόνια. Oπότε θα έλεγα ότι στην αισθητική που έχει το μαγαζί μου αυτή τη στιγμή είναι mixed. Διαλέγω πράγματα πάντα που μου αρέσουν και αισθητικές και κομμάτια που θα τα φόραγα κι εγώ πάντα η ίδια. Δηλαδή αν δω κάτι και λέω: «Χριστέ μου, αυτό είναι χάλια, δεν θα το φόραγα!», δεν θα το φέρω στο μαγαζί, ακόμα κι αν είναι trendy. Οπότε, ναι, υπάρχει αυτή η μίξη και προσπαθώ να υπάρχει έτσι μια μεγάλη γκάμα και από στυλ και από νούμερα γενικότερα που θα μπορούν να εξυπηρετούν τους πάντες. Όσα περισσότερα άτομα μπορέσουν να έρθουν στο μαγαζί να βρούνε κάτι που πραγματικά να τους αρέσει και να είναι κάτι ξεχωριστό που θα μείνει στην γκαρνταρόμπα τους και θα τους προσθέσει κάτι.

Ό.Σ.:

Τα ρούχα πού τα βρίσκεις; Ποια είναι διαδικασίας που τα αγοράζεις; Πας από κάπου κοντά; Τα παραγγέλνεις;

Κ.Σ.:

Τα ρούχα, το να βρω τους προμηθευτές γενικότερα, όταν ξεκίνησε ήταν από τα πιο δύσκολα κομμάτια, γιατί δεν είχα ιδέα από πού βρίσκουνε γενικότερα vintage ρούχα, second hand ρούχα, και δεν είναι κάτι που λέγεται και πολύ εύκολα. Δηλαδή, αν ρωτήσεις άτομα μέσα στον κύκλο, μέσα στο vintage και στο thrift[00:25:00] community, δεν μοιράζονται πολύ εύκολα τα άτομα τους προμηθευτές τους, γιατί υπάρχει πάρα πολλή έρευνα πίσω από όλο αυτό και ο καθένας τους βρίσκει μόνος του. Έψαξα, λοιπόν, στο ίντερνετ πολύ για vintage προμηθευτές, έκανα μια αρκετά μεγάλη έρευνα και βρήκα αρκετούς στην Ευρώπη και τέσταρα σιγά σιγά, δηλαδή έπαιρνα μικρές ποσότητες από τον εκάστοτε προμηθευτή για να βεβαιωθώ ότι έχει καλή ποιότητα και, όντως, vintage κομμάτια και μετά παρήγγελνα και μεγαλύτερες ποσότητες. Την έχω πάθει μια-δυο φορές και μου έχουν έρθει κομμάτια που έχουν πολλές φθορές ή που δεν είναι ωραία, μπορεί να μην είναι vintage, οπότε σίγουρα θέλει ψάξιμο για να βρεις τα κομμάτια που σου αρέσουν, τις κατηγορίες που σου αρέσουν. Γιατί πάρα πολλά κομμάτια τα ψάχνουμε όλα τα μαγαζιά, όλα τα μαγαζιά ψάχνουμε τα ίδια κομμάτια. Όλοι ψάχνουμε vintage Levi’s παντελόνια, όλοι ψάχνουμε κορσέδες, οπότε είναι πολύ δύσκολο και να τα βρεις. Συνέχεια μπορεί να είναι sold out, οπότε θέλει συνέχεια να το κυνηγάς. Αλλά πλέον θεωρώ ότι έχω φτάσει σε ένα επίπεδο που έχω μια σχέση με τους προμηθευτές, έχω βρει διάφορους, οπότε δεν είναι ότι βασίζομαι σε ένα συγκεκριμένο άτομο. Αν δεν βρω από τον ένα, θα βρω από τον άλλον. Αλλά, ναι, θέλει ένα ψάξιμο και θέλει και το κυνήγι του. Δηλαδή εγώ κάθε μέρα θα μπω και θα τσεκάρω να δω αν ο τάδε έφερε αυτό, ξέρω 'γω, για να μπορέσω να έχω, ρε παιδί μου, πάρα πολλά πράγματα στο μαγαζί, για να έχω διαθεσιμότητα, για να ξέρει ο άλλος ότι όποτε θέλει θα βρίσκει σε εμένα αυτά τα πράγματα.

Ό.Σ.:

Από ποιες χώρες κυρίως παίρνεις ρούχα;

Κ.Σ.:

Παίρνω πάρα πολύ από Ευρώπη. Συγκεκριμένα, παίρνω Ιταλία, Ολλανδία, από Αγγλία έχω πάρει αρκετές φορές. Τον τελευταίο καιρό παίρνω και Ισπανία. Έχω πάρει και από Γερμανία κι από Ελλάδα έχω βρει κάποιους προμηθευτές. Απλά από Ελλάδα όσους έχω βρει, ας πούμε, καθαρά vintage, second hand προμηθευτές, δεν έχουν την τέλεια ποιότητα που βρίσκω στο εξωτερικό. Μπορεί κάποιες φορές με ψάξιμο σε κάποιες συγκεκριμένες κατηγορίες να βρω, αλλά έχω παρατηρήσει ότι στο εξωτερικό βρίσκεις –στην Ευρώπη, όχι γενικότερα στο εξωτερικό–, βρίσκεις με πιο καλή ποιότητα. Ή ανά καιρούς μπορεί να με προσεγγίσουν άτομα που έχουνε, ξέρω 'γω, αποθήκες από μαγαζιά που έχουν κλείσει, παλιό stock από τα 90s, από τα 00s και πολλές φορές έχω φέρει και dead stock πράγματα, αλλά κυρίως Ευρώπη.

Ό.Σ.:

Πηγαίνεις ποτέ να τα δεις από κοντά; Τα παραγγέλνεις;

Κ.Σ.:

Συνήθως, τα παραγγέλνω online. Τώρα τον τελευταίο καιρό η αλήθεια είναι ότι κανονίζω για να πάω στο εξωτερικό, γιατί θα ήθελα πάρα πολύ να τους γνωρίσω κι από κοντά τους προμηθευτές μου. Κυρίως, θα ήθελα φουλ να πάω Ιταλία, Νάπολη και Άμστερνταμ, στην Ολλανδία, απλά το θέμα είναι ότι δεν βρίσκω κάποιον να έρθει μαζί μου και δεν θέλω να πάω μόνη μου! Στη Γαλλία είχα πάει γιατί είχα συμμετάσχει σε ένα vintage μπαζάρ, με είχανε καλέσει και είχα δει διάφορα μαγαζιά πώς λειτουργούνε εκεί και είχα και δει και κάποιους προμηθευτές. Αλλά σίγουρα πρέπει να πάω Νάπολη και Άμστερνταμ, είναι στο πρόγραμμά μου.

Ό.Σ.:

Πώς ήταν η εμπειρία με το…

Κ.Σ.:

Τη Γαλλία;

Ό.Σ.:

Ναι.

Κ.Σ.:

Θα σου πω, ήταν κάτι που έτυχε, ήταν πολύ τυχαίο. Δηλαδή είχανε έρθει το καλοκαίρι στο κατάστημα κάποιες κοπέλες που ήταν solo travelers και μία από αυτές της άρεσε πάρα πολύ το μαγαζί, όλες βασικά, είχαν πάρει πάρα πολλά κομμάτια και της άρεσε πολύ το μαγαζί. Και μου είπε ότι μια γνωστή της ασχολείται με αυτό και κάνει πάρα πολλά μπαζάρ στο Παρίσι και αν κάποια στιγμή με ενδιέφερε, ας πούμε, θα μπορούσα να πάω εκεί. Και της λέω: «Σίγουρα, γιατί όχι;». Μου λέει: «άα της δώσω το όνομά σου και αν θέλεις μπορείς να πας». Και, όντως, μετά από δυο-τρεις μήνες η φίλη της μου έστειλε και μου είπε ότι: «Σε πρότεινε η Ρωξάνη και αν θέλεις μπορείς να συμμετάσχεις στο τάδε event που έχουμε...», πότε είχα πάει; Αρχές Νοεμβρίου. Και ενθουσιάστηκα πάρα πολύ! Ήτανε, βέβαια, πήγα από το πουθενά δηλαδή, δεν είχα...

Ό.Σ.:

Τι έκανες εκεί;

Κ.Σ.:

Πήρα ρούχα μαζί μου και ουσιαστικά συμμετείχα στο μπαζάρ, πουλούσα τα κομμάτια μου. Ήταν μια πάρα πολύ ωραία εμπειρία, είχε πάρα πολύ κόσμο. Γνώρισα και διάφορες άλλες κοπέλες με vintage και handmade κομμάτια εκεί από το Παρίσι και μπορώ να πω ότι, ναι, έμαθα πολλά και μου άρεσε πάρα πολύ η εμπειρία. Ήταν και η πρώτη φορά που έκανα και solo travel, δεν έχω ξανακάνει ποτέ στη ζωή μου. Με φιλοξένησε αυτή η κοπέλα που είχα γνωρίσει εδώ στο μαγαζί. Αλλά την όλη διαδικασία, το ψάξιμο, τριγυρνούσα την πόλη, το μπαζάρ, τα έκανα μόνη μου, οπότε ήταν μια αρκετά όμορφη εμπειρία. Θα το ξαναέκανα πιστεύω! Απλά για την επόμενη φορά θα ήξερα και καλύτερα το τι κομμάτια θα έπρεπε να πάρω μαζί μου, ας πούμε. Σίγουρα θα αγόραζα και περισσότερες, θα νοίκιαζα βασικά και περισσότερες κρεμάστρες, γιατί είχα πάρει μόνο δύο μαζί μου, γιατί ήμουν μόνη μου, είχα μια βαλίτσα, οπότε δεν είχα πάρα πολύ χώρο. Αλλά, ναι, σαν εμπειρία ήταν κάτι το πρωτόγνωρο και το διαφορετικό.

Ό.Σ.:

Στο μαγαζί σου τι κόσμο προσεγγίζεις κυρίως;

Κ.Σ.:

Σίγουρα, το μεγαλύτερο ποσοστό των πελατών μου είναι νεότερα άτομα, δηλαδή τύπου ηλικίες 16-30 και αυτό κυρίως γιατί έρχονται και με βλέπουν από τα Social. Αλλά επειδή βρίσκομαι στο Παγκράτι και το Παγκράτι γενικότερα έχει και πολύ[00:30:00], οι περισσότεροι κάτοικοί του είναι άτομα που είναι από ηλικίες τύπου 40-50 και πάνω, έχω και πάρα πολύ κόσμο αυτής της ηλικίας. Δηλαδή από τον περίπατο, έχουν μάθει το μαγαζί από τη γειτονιά πλέον και έρχονται και ξανάρχονται. Και κάποιες από τις καλύτερές μου πελάτισσες είναι αυτές οι κυρίες, όντως, που έρχονται γιατί ψάχνουν συγκεκριμένα vintage κομμάτια, δηλαδή έρχονται και παίρνουν δυο-δυο τα δερμάτινα μπουφάν, τα παλτό, τα σακάκια, τα πουκάμισα. Και το χαίρομαι πάρα πολύ γιατί είναι άτομα που έχουν μεγαλώσει με αυτά τα ρούχα. Δηλαδή είναι άτομα που ξέρουνε πώς είναι τα ποιοτικά ρούχα και γι’ αυτό τα προτιμάνε κιόλας και τα ψάχνουνε συγκεκριμένα αυτά και ξέρουν ότι με το να αγοράσουν vintage, ουσιαστικά το παίρνουν πολύ πολύ πιο φθηνά σε σχέση με το να παίρναν τώρα καινούρια ρούχα αντίστοιχης ποιότητας.

Ό.Σ.:

Πώς ήταν η διαδικασία του να βρεις χώρο, να τον διαμορφώσεις, να ξεκινήσεις μια δική σου εταιρεία ουσιαστικά;

Κ.Σ.:

Θα σου πω. Φεύγοντας από τη δουλειά μου στη ναυτιλιακή, είχα κάνει αίτηση σε ένα πρόγραμμα του ΟΑΕΔ. Είχαμε συμφωνήσει να μου κάνουν απόλυση, τέλος πάντων, από την εταιρεία και είχα κάνει αίτηση σε αυτό το πρόγραμμα στον ΟΑΕΔ, και ξεκίνησα να ψάχνω για να ανοίξω το μαγαζί. Στην αρχή σκεφτόμουν να ψάξω show room, δηλαδή να βρω έναν χώρο σε όροφο, ας πούμε, κάπου στο κέντρο, μικρό, για να μην έχω πάρα πολλά έξοδα, έτσι ώστε να ανοίγω ίσως δυο-τρεις φορές την εβδομάδα. Αλλά στο ψάξιμο συνειδητοποίησα ότι αν βρω λίγο πιο απόκεντρο, όπως είναι το Παγκράτι, ας πούμε, μια βιτρίνα, θα είναι λίγο παραπάνω απ’ ό,τι θα νοίκιαζα, ξέρω 'γω, τα 30 τετραγωνικά στο κέντρο, σε όροφο. Οπότε διάλεξα να νοικιάσω βιτρίνα για να έχω και τον περίπατο. Πέραν από ότι τα άτομα που με βλέπουν από τα Social, να έχω και τη βιτρίνα μου, να με βλέπει και ο κόσμος κανονικά. Και μπορώ να σου πω ότι ήταν πάρα πολύ σωστή απόφαση και αν ήμουν, αν ξαναπήγαινα πίσω, θα έβρισκα και ακόμα πιο ακριβό και σε πιο κεντρικό σημείο, ας πούμε, βιτρίνα γιατί πραγματικά αξίζει. Όταν εκτίθεσαι στον άλλον και σε βλέπει συνέχεια, είναι πιο εύκολο να μπει μέσα, να δει το μαγαζί σου, να πάρει κάτι, σε σχέση με το να είσαι απλά σε έναν όροφο και να μην φαίνεσαι. Οπότε κάπως έτσι το σκέφτηκα και διάλεξα αυτό το σημείο. Και σκέψου και το σημείο που είμαστε τώρα, στην Φρύνης, παρόλο που είναι γνωστός δρόμος στο Παγκράτι, είμαστε σε ένα πολύ ψηλό κομμάτι της, οπότε δεν έρχεσαι συχνά από εδώ, συνήθως θα στρίψεις στην Φιλολάου, που είναι ακριβώς από κάτω μας. Γιατί πάρα πολύς κόσμος που έρχεται στο μαγαζί μου λέει: «Μα πώς γίνεται και δεν έχω δει το μαγαζί σου και μένω δίπλα;». Δηλαδή δεν περνάς από εδώ, παρόλο που είναι γνωστός δρόμος. Οπότε κάπως έτσι το σκέφτηκα. Μετά, η αλήθεια είναι ότι είχα ένα συγκεκριμένο budget στο μυαλό μου και είχα στο μυαλό μου και ότι θα μπούνε και τα χρήματα από την επιδότηση, άλλο που μπήκανε έναν χρόνο αργότερα. Αλλά, τέλος πάντων, με το budget που είχα το ξεπέρασα κατά πολύ, γιατί ήθελα να το κάνω έτσι ακριβώς όπως το είχα στο μυαλό μου. Ήθελα όλες τις κρεμάστρες να τις κάνω costume, ήθελα να πάρω όμορφα vintage έπιπλα για να τονίσουν, ρε παιδί μου, το vintage στοιχείο μέσα στο μαγαζί. Και γενικότερα, ήταν λίγο στενή η αρχή μου, γιατί σκεφτόμουν ότι μια φορά θα το ανοίξω, θα κάνω όλα τα έξοδα μαζί. Αν το ξαναέκανα, θα το έκανα πιο χαλαρά, δηλαδή δεν θα έκανα τόσα πολλά πράγματα όλα μαζί, γιατί δεν χρειάζεται κιόλας. It’s ok, δεν χρειάζεται να έχεις τον τέλειο πολυέλαιο με το που ανοίξεις, μπορείς να τον βάλεις και δύο μήνες μετά! Αλλά, ναι, ήμουνα λίγο αγχωμένη τον πρώτο καιρό. Νομίζω, όμως, ότι παρόλα αυτά, εντάξει, όντως έκανα λίγο παραπάνω έξοδα, αλλά it’s ok, νομίζω ότι όλα αυτά που πήρα προσθέτουν πραγματικά στο μαγαζί και δίνουν αυτή την πινελιά που ήθελα να βγάζει εξαρχής, να σου βγάζει αυτό το vintage αίσθημα όταν θα μπαίνεις, όχι μόνο τα ρούχα αλλά και όλη η αισθητική του χώρου.

Ό.Σ.:

Μέσα σε αυτό το διάστημα πώς είναι να διαχειρίζεσαι εσύ όλο το μαγαζί, τα οικονομικά, το τι εμπόρευμα μπαίνει κι όλα αυτά;

Κ.Σ.:

Θα σου πω, είναι και καλό και κακό. Είναι καλό γιατί νιώθω ότι… Όχι νιώθω, παίρνω όλες τις αποφάσεις μόνη μου, δεν χρειάζεται να ρωτήσω κανέναν, αποφασίζω εγώ για το πώς, τι πράγματα θα πάρω, πόσα χρήματα θα ξοδέψω, κάνω το budget για το κατάστημά μου. Από την άλλη, επειδή τα κάνω όλα μόνη μου συνέχεια, φοβάμαι ότι μου ξεφεύγουν πράγματα. Δηλαδή τσεκάρω και διπλοτσεκάρω τα e-mail του λογιστή μου, μήπως έχω ξεχάσει να πληρώσω κάτι, έχω αυτό το άγχος, ότι επειδή είμαι μόνη μου και οι υποχρεώσεις είναι πάρα πολλές, που δεν είναι, ρε παιδί μου, ότι είναι δύσκολο να γίνουν, απλά είναι πολλές και, ξέρεις, σε βαραίνουν, δηλαδή σκέφτεσαι ότι μπορεί να ξεχάσω να κάνω κάτι. Για παράδειγμα, για πρώτη φορά –και έπαθα σοκ όταν το συνειδητοποίησα–, τον προηγούμενο μήνα ξέχασα να βάλω ενοίκιο για το μαγαζί. Το ξέχασα απλά και είχε πάει 6-7 του μήνα και λέω, και όταν το όταν ξαφνικά το συνειδητοποίησα έπαθα σοκ. Είναι αυτό, ρε παιδί μου, ότι τρέχουν τα πράγματα τόσο πολύ. Και ασχολείσαι και με το μαγαζί, ασχολείσαι και με τα Social, ασχολείσαι με όλα, και αυτό, [00:35:00]υπερφορτώνεσαι. Αλλά όσον αφορά το γεγονός ότι τα κάνω μόνη μου, ρε παιδί μου, και είμαι ανεξάρτητη, αυτό, ναι, μου αρέσει γιατί έχω όλο τον έλεγχο εγώ.

Ό.Σ.:

Ποιοι είναι οι μεγαλύτεροί σου φόβοι σχετικά με το μαγαζί; Το μεγαλύτερό σου άγχος;

Κ.Σ.:

Το μεγαλύτερό μου άγχος το είχα στην αρχή, το αν θα πετύχει όντως και αν θα το αγκαλιάσει ο κόσμος και αυτό το εγχείρημα που κάνω, ρε παιδί μου, θα καταφέρει όντως να με βιοπορίσει. Το οποίο θεωρώ ότι πέτυχε, έχω φτάσει σε ένα στάδιο όπου είμαι πολύ ικανοποιημένη. Και αυτό, θέλω ο κόσμος να το αποδεχτεί, ρε παιδί μου. Θα μου άρεσε πάρα πολύ να γίνει όλο και πιο γνωστό, όχι μόνο το δικό μου μαγαζί αλλά γενικότερα το vintage. Δηλαδή τώρα που ξεκινάνε και ανοίγουν όλο και περισσότερο vintage μαγαζιά το χαίρομαι πραγματικά και σκέφτομαι να ανοίξουμε κι άλλοι, όσοι περισσότεροι μπορούμε και να γίνει το vintage το νέο mainstream αντί το Zara, ξέρω 'γω, και το H&M. Δηλαδή πραγματικά αυτό είναι που σκέφτομαι, γιατί τον τελευταίο καιρό έχει γίνει, όντως, πολύ δημοφιλές το vintage και δεν θέλω να είναι απλά ένα trend και θα περάσει και να πούμε: «Εντάξει, ok, το φορέσαμε, πάμε σε κάτι άλλο». Θέλω να μείνει αυτό. Και ο κόσμος, πέραν του ότι μπορεί να βρίσκει όμορφα και ποιοτικά κομμάτια, μπορεί να σκεφτεί και το ηθικό κομμάτι του να ψωνίσεις κάτι vintage και second hand και να το υιοθετήσει γενικότερα για την υπόλοιπη ζωή του.

Ό.Σ.:

Τελειώνει ποτέ αυτό; Δηλαδή η διαθεσιμότητα στα ρούχα.

Κ.Σ.:

Ποτέ! Είναι τόσα πολλά τα ρούχα σε αυτόν τον πλανήτη και είμαστε τόσοι πολλοί εμείς που συνέχεια υπάρχουνε ρούχα και ανακυκλώνονται. Αν σκεφτείς ότι πλέον ο κάθε άνθρωπος αγοράζει τόσα πολλά ρούχα και τα χρησιμοποιεί τύπου μια, δυο, τρεις φορές και μετά αυτά τα ρούχα καταλήγουν στη χωματερή. Όλα αυτά τα ρούχα, λοιπόν, αντί καταλήγουν στη χωματερή, γίνονται μια ανακύκλωση και έρχονται σε μαγαζιά σαν το δικό μου ή σε μαγαζιά τύπου thrift για να τα παίρνουν άλλα άτομα και να δίνεται μια δεύτερη, τρίτη, τέταρτη ευκαιρία σε αυτά τα ρούχα, αντί να καταλήξουν στα σκουπίδια. Υπάρχει τόσο μεγάλη και άπλετη διαθεσιμότητα από ρούχα, είτε vintage είτε πιο σύγχρονα, οπότε πραγματικά όλοι αυτοί που λένε ότι με το να μεταπουλάμε εμείς ρούχα –όχι να μεταπουλάμε–, με το να πουλάμε vintage, second hand ρούχα ότι ανεβάζουμε τις τιμές τους και ότι όλο αυτό που κάνουμε δεν είναι σωστό ή ότι έτσι δεν δουλεύει κόσμος για να φτιάχνει καινούργια ρούχα, είναι όλα μπούρδες. Υπάρχουν τόσα πολλά ρούχα, τόσο μεγάλη διαθεσιμότητα και πραγματικά είναι ο πιο ηθικός τρόπος να ψωνίζεις, γιατί ουσιαστικά δεν παράγεται κάτι καινούργιο, παίρνεις κάτι που ήδη υπάρχει σε αυτό τον πλανήτη και το αγοράζεις, το πουλάς, του δίνεις μια δεύτερη ευκαιρία. Γιατί ακόμα και να αγοράσεις ρούχα από εταιρείες που είναι πραγματικά πολύ ηθικές και πολύ καλές, παράγουν κάτι καινούργιο, οπότε υπάρχει, ρε παιδί μου, ένα μικρό βάρος στον πλανήτη από αυτό. Πιστεύω πραγματικά ότι αν θες να ψωνίσεις ηθικά και σε ενδιαφέρει όλο αυτό, το vintage είναι ο πιο άμεσος τρόπος για να το κάνεις αυτό, γιατί υπάρχουν πάρα πάρα πολλά ρούχα και, αν δεν τα πάρεις εσύ, πραγματικά θα καταλήξουν σε χωματερές.

Ό.Σ.:

Πέρα από vintage ρούχα, έχεις ρούχα handmade;

Κ.Σ.:

Ναι, έχω handmade ρουχαλάκια, κυρίως αυτά που φτιάχνουμε εγώ και η μαμά μου. Κάνουμε Crochet συγκεκριμένα. Είναι κάτι αντίστοιχο με το πλέξιμο με βελονάκι και είναι κάτι που μου αρέσει πάρα πολύ και το έχω σαν χόμπι. Κι εγώ και η μαμά μου το έχουμε χόμπι, ρε παιδί μου, εδώ και καιρό και σκεφτήκαμε ότι θα ταίριαζε πάρα πολύ όμορφα με το μαγαζί. Εγώ συγκεκριμένα φτιάχνω έτσι όμορφα πλεχτά τοπάκια, τύπου πεταλούδες, έτσι όμορφα σχέδια και η μαμά μου φτιάχνει και τοπάκια και τσάντες, και το έχουμε κάνει συνδυαστικά με το κατάστημα.

Ό.Σ.:

Θυμάσαι τη μέρα που βρήκες αυτόν τον χώρο εδώ; Πώς ένιωσες όταν τον είδες, τι φαντάστηκες;

Κ.Σ.:

Ναι, θα σου πω. Όταν το είδα, μου άρεσε πάρα πολύ. Και παρόλο που είχα δει το ακριβώς δίπλα μαγαζί, που τώρα το έχει μια πάρα πολύ καλή κυρία, η Δώρα, που έχει παπουτσάκια, που το δίπλα μαγαζί μετά ήταν καλύτερο, αλλά για κάποιον λόγο εγώ είδα αυτό και ερωτεύτηκα. Το δίπλα είναι γωνιακό να φανταστείς! Μου άρεσε πάρα πολύ και έψαχνα κάτι, έψαχνα έναν μεγάλο χώρο σαν κι αυτόν, ρε παιδί μου –αυτό είναι 100 τετραγωνικά, 50 πάνω, 50 κάτω–, και ήθελα να έχει τον πάνω χώρο, να έχει μια άπλα, γιατί ήξερα ότι θα χρειάζομαι και αποθήκη, ήξερα ότι θα χρειάζομαι κι έναν χώρο για να κάνω φωτογραφίσεις και γενικότερα ότι αν πήγαινε καλά, γιατί στην αρχή το ξεκίνησα μόνο το κάτω κομμάτι του μαγαζιού, το πάνω το είχα ξεκάθαρα για φωτογραφίσεις και για αποθήκη, παρόλο που είχα βάλει από την αρχή τις κρεμάστρες. Είχα στο μυαλό μου ότι αν πάει καλά και συνεχίσει, τότε θα επεκταθώ και στον επάνω όροφο. Γιατί ξεκινώντας, μόνο και μόνο για να γεμίσω τον κάτω όροφο με ρούχα, ας πούμε, ήταν γύρω στα 5-6 χιλιάδες παραπάνω ευρώ εμπόρευμα. Οπότε σιγά σιγά, βλέποντας ότι τραβάει το μαγαζί, ξεκίνησα να φέρνω και αντρικά κομμάτια και περισσότερες κατηγορίες και γέμισα και τον πάνω όροφο. Αυτό νομίζω με τράβηξε, ότι είχε πάρα πολύ χωρητικότητα το μαγαζί και το σημείο του[00:40:00], παρόλο που όλα αυτά που είπαμε πριν, που έχει λίγο τα θεματάκια του, είναι σχετικά καλό, αλλά αυτό. Γενικότερα, όλα τα υπόλοιπα τα έκανα από την αρχή, δηλαδή δεν υπήρχε τίποτα μέσα. Μέχρι και τη σκάλα έβαψα αυτό το όμορφο το χρυσό! Και μου άρεσε αυτό, ήταν blank canvas, ρε παιδί μου, και μπορούσα να κάνω ακριβώς αυτό που ήθελα. Οπότε, ναι, μου άρεσε αρκετά αυτός ο χώρος, μου έβγαλε πολλά πράγματα.

Ό.Σ.:

Πώς και αποφάσισες να ανοίξεις και site ενώ έχεις ήδη Instagram; Επίσης, ποιο δουλεύει περισσότερο ή ποιο έχει περισσότερες προοπτικές;

Κ.Σ.:

Το Instagram το δουλεύω εδώ και πολύ καιρό και η ιδέα για το site την είχα, επίσης, εδώ και αρκετό καιρό, απλά έχω δει και άλλα καταστήματα που αντίστοιχα με το δικό μου που έχουν site καταλήγουν να δουλεύουν κι εκείνοι από το Instagram. Τώρα ο λόγος που το κάνω, βέβαια, είναι για να μεταφερθεί η δουλειά αυτή που έχω με τις παραγγελίες από το Instagram, αν γίνεται εν καιρώ να μεταφερθεί στο site, γιατί είναι πιο άμεσο και καλύτερη εξυπηρέτηση και για τον πελάτη. Αυτή τη στιγμή οι περισσότερες παραγγελίες εξακολουθούν να είναι από το Instagram, γιατί δεν είμαι τόσο consistent με το site. Είχα κι ένα μικρό θεματάκι με το site, με τις πληρωμές, το έφτιαξα. Oπότε τώρα που το έχω φτιάξει κι έχω μπει σε μια γραμμή και μπορώ να είμαι consistent και με το site, θα ήθελα πάρα πολύ να μεταφερθούνε οι παραγγελίες στο site, γι’ αυτό τον λόγο που είπα πριν. Tώρα, θα δούμε πώς θα πάει.

Ό.Σ.:

Το λειτουργείς εσύ το site;

Κ.Σ.:

Ναι, το φτιάξαμε στο Shopify. Που είναι ένα web space που μπορείς να σχεδιάσεις μόνος σου την ιστοσελίδα σου ουσιαστικά και πληρώνεις ένα μηνιαίο, μια μηνιαία συνδρομή, και τρέχεις έτσι το site. Το έκανα έτσι δοκιμαστικά, έτσι ώστε να δω αν πάει καλά και προχωρήσει τότε να μπορώ να φτιάξω δική μου σελίδα από την αρχή, γιατί αυτό είναι ένα αρκετά μεγάλο έξοδο, θες δυο-τρία χιλιάρικα να φτιάξεις ιστοσελίδα. Οπότε, ναι, αν δούμε ότι πάει και αξίζει, θα φτιάξουμε κανονική ιστοσελίδα. Γιατί έχω τόσα πολλά κομμάτια στο μαγαζί! Δηλαδή πέρα από τα vintage ρούχα που έχω, έχω πάρα πολλά αξεσουάρ, έχω επίσης χειροποίητα κοσμήματα, τα χειροποίητα ρούχα, τσάντες, καπέλα, έχω πάρα πάρα πολλά κομμάτια. Τα οποία, αν κατάφερνα να ανεβάζω, ρε παιδί μου, σε καθημερινό στάδιο από είκοσι-τριάντα κομμάτια από όλα αυτά που έχω, θεωρώ ότι θα πήγαινε πολύ καλά.

Ό.Σ.:

Ποια είναι η φιλοσοφία πίσω από τα μπαζάρ που κάνεις; Γιατί τα κάνεις;

Κ.Σ.:

Θα σου πω, ξεκίνησα να κάνω αρχικά μπαζάρ πριν ανοίξω το κατάστημα, μαζί, σε συνεργασία με άλλα καταστήματα αντίστοιχου περιεχομένου, είτε vintage είτε χειροποίητα. Ο σκοπός τότε, όταν δεν είχα το μαγαζί, είναι έτσι ώστε οι πελάτες μας να μπορούν να εκτίθενται σε ολόκληρη τη συλλογή μας, να τα βλέπουν από κοντά. Τώρα πλέον που έχω το μαγαζί, κάθε έναν-δυο μήνες κάνω έτσι μεγάλα εκπτωτικά μπαζάρ γιατί ξέρω ότι πολύς κόσμος έχει χαμηλότερο μπάτζετ, οπότε είναι πιο εύκολο για εκείνους να ψωνίσουν με εκπτώσεις τα κομμάτια που θέλουν και να έρχονται να τα παίρνουν όλα μαζί, ρε παιδί μου. Νομίζω γι’ αυτόν τον σκοπό τα κάνω, για τον κόσμο που περιμένει. Και είναι πάρα πολύς κόσμος που πραγματικά το περιμένει. Ξέρω είναι πολλά άτομα που τα βλέπω και έρχονται συγκεκριμένα σε κάθε μπαζάρ. Οπότε και γι’ αυτό και για να μάθει περισσότερος κόσμος τα προϊόντα μας, έτσι, με τις χαμηλότερες τιμές, για ένα ευχαριστώ σε όλους του πελάτες που έρχονται και ξαναέρχονται στο μαγαζί. Ναι, γι’ αυτόν τον λόγο.

Ό.Σ.:

Έχεις γνωρίσει κόσμο μέσω του μαγαζιού;

Κ.Σ.:

Πάρα πολύ. Έχω γνωρίσει κόσμο... Πώς γνωρίζω τώρα εσένα που κάνουμε τη συνέντευξη; Έχω γνωρίσει κόσμο φωτογράφους ή μοντέλα ή άτομα που νοικιάζουν τα ρούχα, άτομα πελάτες μου. Είχα γνωρίσει ας πούμε την κοπέλα που πήγα στο Παρίσι και έμεινα και στο σπίτι της. Πραγματικά γνωρίζω πολύ κόσμο και μου αρέσει όλο αυτό, γιατί με βγάζει λίγο από το καβούκι μου και είναι ωραίο.

Ό.Σ.:

Γιατί στο Παγκράτι;

Κ.Σ.:

Μ’ αρέσει το Παγκράτι. Παρόλο που δεν μένω εδώ, το θεωρώ έτσι μια ωραία alternative περιοχή, μου αρέσουν πάρα πολύ τα μπαράκια του και είχα παρατηρήσει ότι είχε αυτό το κοινό, ότι δεν είχε πολλά vintage μαγαζιά. Όταν είχα έρθει εγώ, όταν άνοιξα εγώ, υπήρχε άλλο ένα, η «Κρεμάστρα», που ήταν εδώ λίγο πιο κάτω, αλλά δυστυχώς έκλεισε μετά από λίγο καιρό αφού άνοιξα εγώ. Και πλέον νομίζω, χωρίς να βάζω και το χέρι μου στη φωτιά, πρέπει να είμαι το μόνο vintage κατάστημα. Α, συγγνώμη, άνοιξε νομίζω τις προάλλες ένα άλλο κατάστημα εδώ λίγο πιο πάνω, thrift vintage, αλλά δεν πρέπει να υπάρχει άλλο. Δηλαδή όλα τα υπόλοιπα, ξέρεις, είναι τα κλασικά thrift, τα πολύ φθηνά που ξέρουμε. Οπότε θεώρησα ότι είναι καλό βήμα, γιατί οι περιοχές που ξέρουμε όλοι για το vintage είναι στο Ψυρρή, στο Θησείο, στο Μοναστηράκι, που κι εγώ εκεί σκέφτηκα στην αρχή, αλλά λέω: «Εντάξει, ρε παιδί μου, υπάρχουν τόσα πολλά εκεί και είναι και πάρα πολύ ακριβές οι βιτρίνες εκεί», οπότε σκέφτηκα: «Γιατί όχι στο Παγκράτι; Γιατί όχι κάπου λίγο πιο διαφορετικά;». Κι έτσι κατέληξα εδώ.

Ό.Σ.:

Υπάρχει κάτι άλλο που θα ήθελες να προσθέσεις;

Κ.Σ.:

Θα ήθελα να προσθέσω αυτό: Τα vintage ρούχα γενικότερα είναι κάτι πάρα πολύ ιδιαίτερο, έχουν μια ιστορία από πίσω τους και [00:45:00]ψωνίζοντας από vintage μαγαζιά μπορείς πραγματικά να βρεις πάρα πολύ ιδιαίτερα και ποιοτικά κομμάτια. Οπότε θα το πρότεινα ανεπιφύλακτα σε όλους όσους θέλουν να βρουν έναν πιο ηθικό και εναλλακτικό τρόπο να ψωνίσουν, να προτιμήσουν τα vintage καταστήματα και τα second hand, γιατί έτσι όχι μόνο κάνουν μια πράσινη επιλογή στα ψώνια τους, αλλά στηρίζουν και μικρές επιχειρήσεις που πραγματικά το έχουν ανάγκη σε σχέση πάρα πολύ μεγάλες πολυεθνικές, όπως όλες αυτές που ξέρουμε. Αυτά!

Ό.Σ.:

Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ!

Κ.Σ.:

Εγώ σε ευχαριστώ, Όλγα!