Η νομαδική ζωή από τον κάμπο στο βουνό
Ενότητα 1
Αναμνήσεις από το βουνό – Η δύσκολη αγροτική ζωή
00:00:00 - 00:05:20
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γεια. Είμαι ο Γιάννης ο Συγκούνας, βρίσκομαι στα Τρίκαλα και είναι 2 Ιουνίου. Γεια σας! Μιλήστε! Πείτε μας κάτι. Τι– Πώς σας λένε; Τι μ… τα λες; Άμα δεν θέλετε να τα θυμάστε ας συνεχίσουμε. Και μετά; Ε; Μην τα θυμάστε τώρα! Πέρασαν αυτά! Αφού με ρωτάς, να μη στα πω; Ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Το ξεχειμώνιασμα και οι καλλιέργειες
00:05:20 - 00:11:35
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και για πείτε μου– Εμείς δεν είχαμαν χωράφια. Ήμασταν ορεινοί. Ήσασταν ορεινοί και καταλαβαίνετε μόνο για να ξεχειμωνιάσετε που λένε; Να …Και γιατί σταματήσατε το σχολείο; Γιατί πέθανε ο πατέρας μου, ήμασταν πέντε αδέρφια. Δεν είχα, δεν ευκαιρούσα να πάω. Ναι. Με σταμάτησε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Οι απώλειες και τα πανηγύρια στο χωριό
00:11:35 - 00:21:45
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Για πείτε. Πώς πέθανε ο πατέρας σας; Αν… Θυμάστε πώς πέθανε ο πατέρας σας; Ο πατέρας μου τον χτύπησαν οι Ιταλοί. Πού τον χτύπησαν οι Ιταλο… ούλος ο κόσμος. Δεν τραγουδάγαν ούλοι. Εγώ τραγούδαγα πολύ. Πολύ. Τι τα θέλεις εσύ αυτά; Ε; Τι τα θέλεις εσύ αυτά, τα παλιά τα δικά μας;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Οι Ιταλοί, οι σκοτωμοί και τα χωράφια
00:21:45 - 00:30:49
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι τα θέλω; Εκείνα τα παιδικά χρόνια, στα 6 που είπατε, που χάσατε τον πατέρα σας υπήρχε…; Οι άνθρωποι εκεί στο χωριό μετά πώς βίωσαν αυτό τ…‘χουν που ακουμπάν τώρα. Μένουν το βράδυ στα Τρίκαλα, κοιμούνται εδώ. Δεν πάει χαμένο. Με πήρε τηλέφωνο, αυτός ο Ντίνος ήταν στο εξωτερικό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η αντάρτισσα και το επεισόδιο μεταξύ ανταρτών και Ζερβικών
00:30:49 - 00:40:46
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και να σας πάω λίγο πίσω, τότε στον θάνατο του πατέρα σας. Είπατε ότι τον τσιφλικά τον σκοτώσανε αντάρτες. Τον σκότωσαν οι αντάρτες και έμα…Και γιάνονταν… Επααίναν οι σφαίρες [Δ.Α. 00:12:59]. Τα θυμάμαι σαν τώρα, λες και τις ακούω τις σφαίρες. Τι καταλαβαίνεις εσύ απ’ αυτά τώρα;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Παραδοσιακά τραγούδια, το πανηγύρι και το κλαρίνο
00:40:46 - 00:43:26
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και θυμάστε κάποιο τραγούδι από κείνην την εποχή; Πολλά. Πολλά θυμάμαι. Για πείτε! Να σου πω τραγούδι; Άμα θέλετε! Πείτε μου ένα τραγούδ…βαίνεις νόστιμο, να ακούσεις το στόμα του ανθρώπου πώς τραγουδάει. Στο μεγάφωνο. Έχουμε έναν που τραγουδάει στο χωριό. Πώς τον λένε; Νίκο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Γεια. Είμαι ο Γιάννης ο Συγκούνας, βρίσκομαι στα Τρίκαλα και είναι 2 Ιουνίου. Γεια σας! Μιλήστε! Πείτε μας κάτι.
Τι–
Πώς σας λένε;
Τι μου ‘πες να κάνω τώρα;
Πώς σας λένε;
Αγγελική.
Στο επίθετο;
Ε;
Στο επίθετο;
Χονδρού.
Χονδρού. Και πού μεγαλώσατε; Πού γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα στα Φάρσαλα.
Κι εκεί μεγαλώσατε;
Εκεί μεγάλωσα.
Ποια–
Το καλοκαίρι… Τον χειμώνα στα Φάρσαλα, το καλοκαίρι στο χωριό.
Τι κάνατε;
Ε;
Τι; Με τι ασχολούσασταν;
Εμείς ζώα είχαμαν, πρόβατα.
Ζώα, ε; Και βγάζατε γάλα;
Γάλα, τυρί.
Και ήσασταν δηλαδή… Πηγαίνατε με τα πόδια;
Με τα πόδια τότε. Μια βδομάδα στον δρόμο.
Και από πού πηγαίνατε;
Στα Φάρσαλα τον χειμώνα και το καλοκαίρι στο χωριό.
Όχι, εννοώ ποιο δρομολόγιο ακολουθούσατε όπως πηγαίνατε απ’ τα μονοπάτια. Θυμάστε τίποτα;
Ούλα τα θυμάμαι, ντιπ. Σαν τώρα.
Για πείτε! Ξεκινούσατε πρωί;
Τότε ήταν τσαΐρια. Δεν ήταν σπαρμένα όπως είναι τώρα.
Ναι.
Ξεφορτώναμαν τα ζώα–
Ναι ναι. Συνεχίστε. Ναι.
Και κατεβαίναμαν στο, στα τσαΐρια και φτιάχναμε στρούγκα με τις κουβέρτες και αρμέγαμαν τα πρόβατα.
Σαν… Πώς ήταν αυτές οι καλύβες; Σαν καλύβες;
Εκεί που καθόμασταν τον χειμώνα;
Ναι ναι.
Εκεί καλύβες είχαμαν.
Και;
Ε;
Καλύβες, ε;
Καλύβες με βάλτο.
Τι είν’ ο βάλτος;
Βάλτος είναι που βγαίνει στα νερά μέσα.
Και για πείτε. Και πηγαίνατε στα ταξίδια κι όταν φτάνατε;
Ε;
Ποια ήταν η…; Τι; Όταν φτάνατε εκεί στον προορισμό σας, που ανεβαίνατε στο βουνό, τι κάνατε; Θυμάστε τις δουλειές;
Τι δουλειές είχαμαν;
Ναι, όταν φτάνατε εκεί.
Όταν φτάναμε παέναμεν στο σπίτι μας. Όποιος μπόρηγε πάγαινε στα ζωντανά. Όποιος δεν… Εμείς οι γυναίκες στο σπίτι. Οι άντρες στα πρόβατα.
Και τι δουλείες υπήρχαν εκεί στο σπίτι;
Στο σπίτι τι δουλειές ήταν. Τι έχει το σπίτι; Το… Ό,τι έχει κι εδώ. Να μαγειρέψεις, να σκουπίσεις, να πλύνεις, να σιδερώσεις. Ούλα τα ‘χει, τα θέλει το σπίτι.
Και στο βουνό πού ήταν στο χωριό;
Ε;
Στο βουνό που ανεβαίνατε πού ήτανε;
Πού ήταν;
Ναι, το μέρος.
Και να στο πω θα το καταλάβεις;
Πείτε το μου εσείς.
Σε βουνό, να περάσεις πολλά βουνά να πας στο χωριό. Πολλές ράχες.
Πολλές ράχες, ε; Και το χωριό πώς το λέγανε που πηγαίνατε;
Μεσοχώρα.
Στη Μεσοχώρα Τρικάλων, ε; Ωραία! Και πότε γεννηθήκατε;
Ε;
Πότε γεννηθήκατε;
Πότε γεννήθηκα; Το ’33; Το 33 νομίζω γεννήθηκα. Τον Μάιο μήνα.
Μάη μήνα του ’33.
Στον δρόμο κιόλα, στο Φανάρι Μαγούλα.
Εδώ δίπλα που έχει και το κάστρο.
Ε;
Εδώ δίπλα στο Φανάρι που έχει και το κάστρο.
Όχι.
Πού;
Το Φανάρι Μαγούλα είναι προς… Κοντά στην Καρδίτσα.
Και δύσκολα τα…; Πώς ήταν τα πρώτα χρόνια εκεί; Θυμάστε τίποτα;
Τι να θυμηθώ; Τα πρώτα χρόνια εμείς με τα ζωντανά παιδευόμασταν. Κουραζόμασταν.
Δύσκολη η αγροτική δουλειά.
Δύσκολη, δύσκολη.
Πολύ δύσκολη. Πολύ. Και; Υπήρχε…; Τι θυμάστε απ’ αυτά τα χρόνια;
Ε;
Τι θυμάστε απ’ αυτά τα χρόνια;
Τι να θυμηθώ; Κούραση.
Πολλή κούραση, ε.
Αλλά ήμασταν νέοι. Δεν καταλαβαίναμαν τίποτα. Τώρα τι κάνουμε;
Μια χαρά σάς βλέπω.
Τι να με βλέπεις; Είμαι 92.
92 χρονών είστε!
Τι να ιδείς τώρα από μένα;
Και μετά; Τα πρώτα χρόνια δηλαδή, όλα, όλον αυτόν τον καιρό δουλεύατε; Για… Μετά κάνατε παιδιά; Οικογένεια;
Ναι. Μετά παντρεύτηκα, έκανα τρία αγόρια.
Τρία αγόρια.
Τον άντρα μου τον έχασα γρήγορα. Τα μεγάλωσα μόνη μου τα παιδάκια.
Από τι ηλικία;
36 χρονών πάει ο άντρας μου.
Και εσείς τι ηλικία είχατε τότε;
Κι εγώ ήμαν τότε 27.
27 χρονών. Και πολύ… Και ήταν δύσκολα αυτά τα χρόνια;
Πολύ!
Όταν χάσατε τον άντρα σας.
Έτσι μεγαλώνεις τρία παιδιά μόνη μου; Αυτός, ο Ντίνος ήταν μωρό. Τον είχα στην πλάτη.
Τον άντρα σας, αν επιτρέπεται, από πού, από τι τον χάσατε;
Από ατύχημα. Έπεσε τ’ αυτοκίνητο. Ήταν στ’ αυτοκίνητο και… Έπεσε τ’ αυτοκίνητο και σκοτώθηκαν πολλοί τότε.
Σε ατύχημα με λεωφορείο;
Φορτωτικό ήταν.
Α! Ήταν στη δουλειά;
[00:05:00]Φορτωτικό ήταν η συγκοινωνία τότε.
Κι έπεσε τ’ αυτοκίνητο στο Στεφάνι. Σκοτώθηκαν δεκαπέντε-δεκαέξι άτομα. Δίπλα απ’ το χωριό.
Δίπλα απ’ τη Μεσοχώρα, στο Στεφάνι.
Τι τα θυμάσαι αυτά; Τι τα θέλεις αυτά και μου τα λες;
Άμα δεν θέλετε να τα θυμάστε ας συνεχίσουμε. Και μετά;
Ε;
Μην τα θυμάστε τώρα! Πέρασαν αυτά!
Αφού με ρωτάς, να μη στα πω; Ναι.
Και για πείτε μου–
Εμείς δεν είχαμαν χωράφια. Ήμασταν ορεινοί.
Ήσασταν ορεινοί και καταλαβαίνετε μόνο για να ξεχειμωνιάσετε που λένε;
Να ξεχειμωνιάσουμε κατεβαίναμαν.
Και ποιοι…; Και εφόσον δεν είχατε χωράφια πού; Ποια γη χρησιμοποιούσατε;
Ζώα είχαμαν, πρόβατα. Αυτά χρησιμοποιούσαμε. Αυτά που εβγάναμε το γάλα, το πουλήγαμαν.
Εννοώ και πώς καθορίζατε τις περιοχές που θα πηγαίνατε εσείς τα ζώα και πώς οι άλλοι;
Πού τα πηγαίναμε τα ζώα;
Ναι. Και ποιος σας…; Από πού ζητάγατε άδεια ας πούμε;
Πουθενά. Τα ‘ταν τσαΐρια τότε. Μην τηράς τώρα, είναι σπαρμένα ούλα. Τα ‘ταν τσαΐρια άσπαρτα. Οι Καραγκούνηδες τότε ήταν παντάφτωχοι.
Για πείτε!
Ξεφορτώναμε εκεί εμείς τα μουλάρια μας, τα ζώα και φτιάχναμε στρούγκα με τις κουβέρτες. Και αρμέγαμεν τα πρόβατα κι έρχονταν οι Καραγκούνηδες με τα κριτσαπαλάκια να πάρουν λίγο γάλα. Πολλή φτώχεια είχαν οι Καραγκούνηδες.
Πολλή φτώχεια οι…
Μεγάλη φτώχεια. Δεν έφτιαχναν χωράφια όπως τώρα φτιάχνουν και τα ‘χουν τώρα που έγιναν νοικοκυραίοι.
Γίναν νοικοκυραίοι τώρα;
Τώρα είναι νοικοκυραίοι. Τώρα βγήκαν τα τρακτέρια, τώρα τα τέτοια. Τότε ήταν κάνα ζευγάρι μουλάρια που έφτιαχναν τίποτα.
Άλλαξε η γεωργία τώρα.
Άλλαξε πολύ τώρα. Βγήκαν μέσα πολλά τώρα.
Και εκεί ποιοι κατείχαν τη γη;
Ε;
Στην… Πάνω… Ποιοι κατείχαν τη γη εκεί στο, στα Φάρσαλα όπου πηγαίνατε;
Τι ήταν;
Ποιοι είχανε χωράφι εκεί στα Φάρσαλα, αφού…;
Ποιοι είχαν χωράφια;
Ποιοι είχαν τα χωράφια; Εκεί που… Αυτά που… Δεν υπήρχαν καθόλου χωράφια εκεί στα Φάρσαλα;
Εμείς δεν είχαμαν.
Ok.
Δεν είχαμε εμείς στα Φάρσαλα χωράφια. Μόνο… Είχα μόνο ορεινό κτήμα κι αυτά και βοσκάγαμαν τα ζώα.
Ορεινό κτήμα στη Μεσοχώρα.
Όχι Μεσοχώρας. Μεσοχώρα έβγαινε μόνο το καλοκαίρι. Λέμε για τον χειμώνα που ‘χαμαν τα… Που ‘χαμαν… Στα Φάρσαλα ήμασταν τον χειμώνα.
Κατάλαβα. Ναι.
Την άνοιξη εφεύγαμαν. Πααίναμαν στο χωριό μας.
Στη Μεσοχώρα.
Ναι.
Εκεί–
Δέκα μέρες στον δρόμο.
Δέκα μέρες στον δρόμο, ε; Με τα ζώα.
Με τα ζώα. Και με τα πρόβατα, να τα αρμέγουμε στον δρόμο. Έρχονταν οι Καραγκούνηδες κι έπαιρναν το γαλατάκι. Πείναγαν τότε οι Καραγκούνηδες, ήταν πολύ παντάφτωχοι. Τώρα έγιναν τσελιγκάδες όλοι.
Ναι. Και πάνω στο βουνό στο χωριό είχανε, είχατε χωράφια;
Είχαμαν. Όχι όπως είναι στον κάμπο χωράφια. Κομμάτια κομμάτια, έτσι στα βουνά, κομμάτια κομμάτια. Αλλά δεν τα σπέρνουμεν ούλα. Ήταν όξω απ’ το χωριό, ήταν…
Ναι. Και τι βάζατε; Τι έβγαινε εκεί στα ορεινά;
Βάζαμε καλαμπόκια και φασόλια.
Καλαμπόκια και φασόλια, ε;
Φασόλια.
Χώρια ή μεικτά;
Α; Μαζί μέσα τα φασόλια.
Μαζί, ε;
Για να… Ανέβαιναν μες στις καλαμποκιές τα φασόλια.
Για πείτε μου γι’ αυτό!
Ανέβαιναν τις καλαμποκιές τα φασόλια πάνω.
Ναι, ε;
Αντί για ξύλα…
Και χρησιμοποιούσατε δηλαδή…; Για πείτε!
Ανέβαιναν στις καλαμποκιές τα φασόλια. Κι όσα δεν ανέβαιναν δεν πάθαιναν τίποτα. Πλήθος φασολάκια. Τώρα δεν γιάνονται.
Γιατί δεν γίνονται;
Δεν ξέρω τώρα. Άλλαξε η ατμόσφαιρα κι αυτά δεν γίνονται. Τώρα άμα δεν βάλουμε λίγο κοπριά, άμα δεν τα ποτίζουμε συνέχεια δεν βγαίνει. Δεν γιάνονται.
Και το κάνανε όλοι εκεί στο βουνό αυτό που λέτε; Τα βάζανε όλα μαζί;
Όλοι, όλοι, όλοι! Πολλοί έβαναν. Έβαναν, ναι. Έβαναν. Μερικοί έζηγαν απ’ αυτά.
Από τις ορεινές καλλιέργειες;
Ναι. Κάθονταν μόνιμοι στο χωριό, δεν κατέβαιναν. Εμείς καμπόσοι κατεβαίναμαν στα Φάρσαλα. Άλλη ζωή κι άλλη εκείνοι που κάθονταν απάνω. Ό,τι έβγαναν το καλοκαίρι απ’ το χωραφάκι τους εκείνο έτρωγαν.
Ναι, ε; Και στις διαδρομές σας πού σταματούσατε όταν πηγαίνατε προς το χωριό ή όταν κατεβαίνατε;
Σας είπα, ήταν τσαΐρια όλα. Άσπαρτα τότε.
Θυμάστε τη διαδρομή που κατεβαίνατε από τη Μεσοχώρα;
Ντιπ. Σαν να–
Πώς πηγαίνατε;
Σαν να είμαι τώρα. Τα θυμάμαι όλα.
Για πείτε;
Τι να σου πω;
Πώς πηγαίνατε; Πώς κατεβαίνετε από κει; Απ’ το ποτάμι πηγαίνετε και κατεβαίνατε; Από πού πηγαίνατε;
Ποιο ποτάμι;
Πηγαίνατε προς τα πίσω, προς τα Τρίκαλα και πηγαίνατε από τα μονοπάτια;
Από εδώ, κατά εδώ ερχόμασταν.
Ναι.
[00:10:00]Όχι προς τα πάνω. Κάτω ερχόμασταν.
Ναι, για πείτε!
Τι να σου πω;
Πώς πηγαίνατε; Το τέτοιο θέλω να…
Πώς πηγαίναμε;
Ναι. Από πού; Ποια χωριά περνάγατε;
Περνάγαμε Βαθύρεμμα, Στουρναραίικα–
Ναι.
Πύλη και ερχόμασταν στα Τρίκαλα.
Πόσες μέρες το κάνατε μέχρι Τρίκαλα;
Απ’ το χωριό;
Ναι.
Όταν ήμαστε με τα ζώα; Μια βδομάδα. Άμα πααίναμε έτσι μια μέρα φτάναμε.
Μια μέρα, ε;
Περπάτημα όμως! Όχι…
Και ανεβοκατεβαίνατε συχνά στα Τρίκαλα τότε με τα πόδια;
Ε;
Ανεβοκατεβαίνετε έτσι μια μέρα συχνά;
Μια μέρα όχι, δεν φτάναμε. Μέχρι την Πύλη ερχόμασταν και κοντά παίρναμαν τα λεωφορεία και ερχόμασταν εδώ. Μέχρι την Πύλη με τα πόδια. Ξέρεις πού είναι η Πύλη;
Ξέρω, ξέρω!
Μέχρι εκεί ερχόμασταν.
Και για πείτε. Να πάμε λίγο πίσω τώρα πάλι.
Άιντε! Πού; Πόσο πίσω;
Λίγο πίσω. Εσείς πήγατε σχολείο;
Εγώ πολύ λίγο πήγα.
Για πείτε.
Τι να πω;
Για το σχολείο. Τι θυμάστε; Πήγατε δηλαδή μια τάξη;
Στην τρίτη τάξη πήγα.
Τρίτη τάξη, ε;
Τρίτη
Πού; Στα Φάρσαλα;
Και στα Φάρσαλα και στο χωριό. Τον χειμώνα στα Φάρσαλα. Το καλοκαίρι εβγαίναμε στο χωριό.
Και γιατί σταματήσατε το σχολείο;
Γιατί πέθανε ο πατέρας μου, ήμασταν πέντε αδέρφια. Δεν είχα, δεν ευκαιρούσα να πάω.
Ναι.
Με σταμάτησε.
Για πείτε. Πώς πέθανε ο πατέρας σας; Αν… Θυμάστε πώς πέθανε ο πατέρας σας;
Ο πατέρας μου τον χτύπησαν οι Ιταλοί.
Πού τον χτύπησαν οι Ιταλοί;
Στο κεφάλι τον χτύπησαν, ραγίστηκε το κεφάλι και πάει αίμα στο μυαλό.
Γιατί τον χτύπησαν οι Ιταλοί;
Γιατί ήταν ένας τσιφλικάς, Μαραθέας, και τον σκότωσαν και έμασαν το…
Είχαμε μείνει στον θάνατο του πατέρα σας. Είπατε ότι τον χτύπησαν Ιταλοί–
Ναι.
Στο κεφάλι.
Στο κεφάλι. Σκότωσαν τον τσιφλικά οι αντάρτες. Δυο-τρεις ήταν τότε. Τότε πρωτόβγαιναν.
Για πείτε μου.
Ε;
Ποιοι τον σκότωσαν τον τσιφλικά;
Τον σκότωσαν στο σπίτι του, μέσα τον σκότωσαν.
Ποιοι;
Α;
Ποιοι τον σκότωσαν;
Στο σπίτι του τον σκότωσαν. Μες στο σπίτι τον σκότωσαν.
Πώς τον λέγανε;
Μαραθέα. Τσιφλικάς, αυτός είχε… Από σύνορα, απ’ τα Φάρσαλα μέχρι τον Δομοκό, όλα δικά του.
Όλα, ε; Και κει τι ήτανε;
Ε;
Χωράφια.
Χωράφια, στάρια, καλαμπόκια, κουκιά. Τα θυμάμαι πολύ καλά.
Ναι, ε; Γιατί θα περπατούσατε.
Ε; Ναι.
Και τα βλέπατε. Και για πείτε, και οι Ιταλοί γιατί τον…; Οι Ιταλοί γιατί χτύπησαν τον πατέρα σας; Εννοώ τη σχέση είχε ο πατέρα σας;
Ε;
Τι σχέση είχε ο πατέρας σας και τον χτύπησαν οι Ιταλοί; Το κάνανε, τους χτυπούσανε όλους ή τον χτύπησαν…;
Έμασαν το χωριό ούλο.
Α! Για πείτε!
Κι έφτιαξαν έναν λάκκο μεγάλο και σκότωναν δώδεκα-δώδεκα. «Ταπ», μέσα. Και κάποιος πάει και τους σταμάτησε και εκεί και τους έκλεισαν μέσα. Μέσα σε κτήριο και τους χτύπαγαν. Εκεί τον χτύπησαν τον πατέρα μου στο κεφάλι. Α, ξέχασα, αγόρι μου!
Α, δεν πειράζει!
Ξέχασα!
Δεν πειράζει! αυτά είναι εύκολα! Για πείτε. Και εσείς πόσων χρονών ήσασταν τότε;
Εγώ 6 χρονών ήμαν τότε. 6 ή 5. Αφού ξέρω κι εγώ ακριβώς; Μικρή ήμουνα. Αφού λίγο θυμάμαι, πολύ λίγο τον πατέρα μου. Ορφάνια μεγάλωσα, ορφανή. Παντρεύτηκα, έχασα και τον άντρα μου γλήγορα, έμεινα με τρία παιδάκια. Ο μικρός ήταν αβάφτιστος και πήρε το όνομα του πατέρα του. Πέρασα πολλές κακουχίες [Δ.Α. 00:02:42] βλέπεις. Πάρα πολλές! Έτσι μεγαλώνουν τρία παιδιά ύστερα μόνη μου; Τελείωναν το σχολείο στο χωριό, οι δασκάλοι ήθελαν να τα στείλουν στα γυμνάσια. Ήταν καλοί μαθηταί. Πώς να φύγω ‘γώ από πάνω, να ‘ρθω κάτω να φυλάξω τα παιδιά; Δεν μπορούσα να φύγω. Και τα ‘στελνα πότε στα οικοτροφεία. Αλλά για να πάνε στο οικοτροφείο έπρεπε να ‘χουν πολύ καλό βαθμό. Να πάνε στο οικοτροφείο. Κατάλαβες ποιο λέω το οικοτροφείο;
Ναι, ναι!
Να κάθονται, να τρώνε–
Για πείτε μου.
Ναι.
Για πείτε μου πώς λειτουργούσε.
Ε;
Τι ήταν το οικοτροφείο; Για πείτε μου.
Πού ήταν;
Όχι, τι ήτανε. Δεν ξέρω, για πείτε μου.
Το οικοτροφείο;
Ναι, ναι!
Κτήριο ήταν ολόκληρο και πάνε οι άποροι εκεί. Οι άποροι, οι φτωχοί, τους έπαιρναν κι όποιος έχει καλό βαθμό.
Ναι; Όποιος είχε καλό βαθμό στο σχολείο; Και τα… Και πηγαίναν τα παιδιά εκεί; Τα παιδιά σας τα είχατε στείλει;
[00:15:00]Και τα πηγαίναμε πότε εκεί, πότε νοικιασμένα μοναχά τους. Με μεγάλες δυσκολίες να τα μάθουνε γράμματα. Κι εγώ έβγαιναν απ’ το δημοτικό κι οι δασκάλοι μου ‘λεγαν να τα στείλω γυμνάσιο. Ήταν καλοί μαθηταί. Ούτε φροντιστήρια ούτε τίποτα, ντιπ. Δεν υπήρχαν φροντιστήρια.
Δεν υπήρχαν καθόλου; Διαβάζανε μόνο τους τα παιδιά;
Ε;
Εσείς ξέρατε γράμματα;
Εγώ δεν ήξερα πολλά γράμματα, δεν πήγα. Ως την τρίτη τάξη πήγα. Δεν ήξερα. ορφάνεψα, πάει ο πατέρας μου. Ύστερα, με σταμάτησαν. Δεν πήγα, δεν το ‘βγαλα το σχολείο μου.
Και αφού ορφανέψατε απ’ τον πατέρα σας πώς ήταν η ζωή εκεί στα Φάρσαλα;
Πώς ήταν η ζωή άμα λείπουνε οι γονείς;
Για πείτε μου. Εσείς πώς μεγαλώσατε εκεί; Σας–
Πώς μεγαλώσαμε;
Σας βοήθησαν κάποιοι εκεί στο χωριό;
Ε;
Σας βοήθησαν αυτοί στο χωριό;
Δεν βοηθάει κανένας τώρα. Ούτε τότε ούτε τώρα. Δεν βοηθάει. Ό,τι έχεις… Μοναχά που δεν είχαμαν γκρίνιες, αυτά. Κάπως μαζευόταν κι αυτό που δεν… Δεν μάλωναν. Δεν μας μάλωναν, δεν μας τέτοιωναν.
Δεν υπήρχαν γκρίνιες είπατε;
Ε;
Δεν υπήρχαν γκρίνιες είπατε;
Ναι!
Για πείτε γι’ αυτό!
Σου ‘πα, δεν υπήρχαν γκρίνιες.
Δεν μαλώνανε οι άνθρωποι, ε;
Όχι. Όχι. Τώρα βομπίριασε ο κόσμος.
Τι κάνανε;
Βομπίριασε. Παλιά λέξη αυτή.
Τι σημαίνει αυτό; Βομπίριασε;
Αναπόδιασαν. Ανάποδοι, αναπόδιασαν. Ζηλεύουν τώρα. Δεν ξέρετε τι έπαθε ο κόσμος τώρα;
Ναι, ε; Ζηλεύουνε λέτε;
Ναι. Ζηλεύετε ο ένας τον άλλον.
Ζηλεύονται οι άνθρωποι;
Ναι. Εγώ, επειδή έμεινα ορφανή απ’ τον άντρα μου και πάαινα τα παιδιά σχολείο, τα ετοίμαζα, τα περιποιόμουν πάρα πολύ καλά να μην πληροφορηθούν τα παιδιά που ‘ταν ορφανά.
Ναι.
Κι έβγαλε λόγο ο δάσκαλος και λέει: «Τα πιο καθαρά της κυρία Αγγελική Χονδρού παιδάκια έρχονται στο σχολείο!», λέει. Τα άλλα μουντζουρωμένα, λερωμένα. Εγώ τα ‘χα κομπλέ και κάθε δεκαπέντε ημέρες άλλα ρούχα. Να μην έχουν τα ίδια. Τόσον εγωισμό είχα. Σαν εγωισμό.
Για να μην καταλάβει ποιος ότι είναι ορφανά;
Α;
Για να μην καταλάβει ποιος ότι είναι ορφανά;
Ναι ναι.
Τα παιδιά τα άλλα;
Ναι, να μην πληροφορηθούν τα παιδιά τα δικά μου τα ορφανά απ’ τα άλλα. Και τα περιποιόμουνα πιο καλά απ’ τ’ άλλα τα παιδιά εγώ. Πολύ τα παιδάκια μου τα πάγαινα. Τα καλοέντυνα, τα καλοπεριποιόμουν. Πάγαιναν πολύ καθαρά στο σχολείο. Και έβγαλε κάποτε λόγο ο δάσκαλος και είπε: «Η Αγγελική –λέει– χωρίς τον άντρα της πώς τα βολεύει –λέει– κι έρχονται τα παιδιά τόσο καθαρά εδώ; Κι εσείς –λέει– άλλα λερωμένα –λέει–, άλλα τρύπια παντελόνια –λέει–, άλλα τρύπιες κάλτσες –λέει–, άλλες…». Τα θυμάμαι πολύ καλά αυτά. Πέρασαν μπόρες εδώ που με βλέπεις. Πώς έζησα κι έφτασα τα 90 δεν ξέρω. Και δεν μ’ άφηκε και κάνα κουσούρι. Δεν έχω τίποτα, ντιπ. Γεράματα έχω τώρα. Αχ αχ! Τι τα θες αυτά τα δυσάρεστα;
Άμα σας στεναχωρούνε εγώ… Πάμε στο τώρα, αφού σας στεναχωρούνε το τότε.
Ε;
Στο τώρα. Τώρα. Πάνω εκεί στο χωριό πηγαίνετε;
Πώς; Στο χωριό;
Στο χωριό, ναι.
Πηγαίνουμε, ναι. Ξεκινάμε. Σήμερα, αύριο φεύγουμε για το χωριό.
Και κει υπάρχει κόσμος;
Πώς; Γεμάτο το χωριό. Δεν φεύγουν όλοι απ’ το χωριό τον χειμώνα.
Και με τι ασχολείται τώρα ο κόσμος εκεί;
Εκεί τώρα ο κόσμος είναι όλο μεγάλοι. Οι νέοι δουλεύουν σια κάτω. Το καλοκαίρι βγαίνουν.
Το καλοκαίρι ανεβαίνουν οι νέοι, ε;
Το καλοκαίρι, τότε τον Δεκαπενταύγουστο προπαντός. Τότε ανεβαίνουν για κάνα εικοσαριά μέρες και πάλι στη δουλειά τους σια κάτω. Γένεται πανηγύρι, γένεται…
Ναι;
Τρίβουμε το πιπέρι.
Για πείτε για αυτό! Πώς είναι…;
Όταν τελειώνει το πανηγύρι την τρίτη μέρα βαρούν τα όργανα Πώς το τρίβουν το πιπέρι οι διαβόλοι οι καλογέροι. Και αποστομάει ο κόσμος κατά κει. Τρίβει με τον κώλο, πότε με τα γόνατα, πότε… Τρίβει το πιπέρι. Έχει πολλή πλάκα αυτό την τελευταία μέρα.
Είν’ η τελευταία μέρα του πανηγυριού;
Ναι ναι! Η τελευταία μέρα. Την τρίτη μέρα, είναι τρείς μέρες το πανηγύρι.
Το κάνετε κι από παλιά αυτό το πανηγύρι;
Ε;
Το κάνετε από παλιά;
Πολύ παλιά, από αρχή. Κι ούτε οι [Δ.Α.], η συνέχεια αυτή. Το κάνουν και τώρα το πανηγύρι.
[00:20:00]Θυμάστε το πρώτο πανηγύρι που είχατε πάει;
Το πρώτο;
Ναι!
Όταν αγροίκησα. Όταν αγροίκησα το πανηγύρι τού ‘ταν μια ζωή.
Ναι. Ποιο… Αν θυμάστε… Το πρώτο, το πιο παλιό πανηγύρι που θυμάστε.
Θυμάμαι. Θυμάμαι. Τότε ήταν πιο καλό. Ήταν πολύς λαός, τραγούδαγε ο κόσμος κιόλα.
Τραγουδάγαν όλοι μαζί;
Όλοι μαζί. Δεν κάθονται τώρα με το μεγάφωνο. Τώρα δεν καταλαβαίνεις. Άλλο απ’ το σφύριγμα αυτό, τίποτα δεν καταλαβαίνεις. Τραγούδαγε κιόλα ο κόσμος. Τα όργανα ήταν στο πόδι, γυροβολιά στον χορό.
Α, ναι, ε;
Γύρω γύρω γύρω στον χορό τα όργανα.
Για πείτε!
Ναι! Όπως πάει ο χορός, από κοντά τα όργανα, τρία-τέσσερις άντρες που βάραγαν τα… Άλλος κλαρίνο, άλλος βιολί, άλλος μαντολίνο.
Ναι, ε;
Για… Ήταν ωραία τότε. Και τώρα το κάνουν, αλλά τότε τραγούδαγε κιόλα ο κόσμος. Τώρα δεν έχουν κέφια να τραγουδάνε, να… Τραγουδάγαμαν τότε. Και σε γάμους… Αν ήταν γάμος τον εξηπυρέταγαν με τραγούδι.
Για πείτε γι’ αυτό. Στον γάμο τι; Πηγαίνετε με τραγούδια εκεί;
Όξω απ’ το χωριό ήταν ένας μαχαλάς, πολλά σπίτια, μιάμιση ώρα όξω απ’ το χωριό. Και έκαναν τον γάμο εκεί. Πααίναμαν, άργηγαν το όργανα να ‘ρθουν, με το τραγούδι χορεύαμαν.
Ναι; Με το τραγούδι του κόσμου; Αυτό που τραγουδάγατε όλοι μαζί.
Όλοι μαζί. Όποιοι τραγούδαγαν. Δεν τραγουδάει ούλος ο κόσμος. Δεν τραγουδάγαν ούλοι. Εγώ τραγούδαγα πολύ. Πολύ. Τι τα θέλεις εσύ αυτά;
Ε;
Τι τα θέλεις εσύ αυτά, τα παλιά τα δικά μας;
Τι τα θέλω; Εκείνα τα παιδικά χρόνια, στα 6 που είπατε, που χάσατε τον πατέρα σας υπήρχε…; Οι άνθρωποι εκεί στο χωριό μετά πώς βίωσαν αυτό το…; Που είπατε ότι σκοτώθηκαν πολλοί άνθρωποι τότε.
Ναι ναι. Τότε. Έφτιαξαν έναν λάκκο και τους σκότωναν δώδεκα-δώδεκα με μία ριπή και «τακ», τους πέταγαν μέσα. Κι ήρθε μια διαταγή κοντά σταμάτησαν. Και αυτούνους, αφού σταμάτησαν, τους έβαλαν μέσα σ’ ένα κτήριο και τους χτύπαγαν. Εκεί, εκεί χτύπησαν τον πατέρα μου. Στο κεφάλι και ραγίστει και πάει αίμα στο μυαλό.
Και πόσοι σκοτώθηκαν τότε;
Πολλοί σκοτώθηκαν. Δυο δωδεκάδες μια φορά.
Δυο δωδεκάδες.
Μαζί αυτοί–
Ναι.
Με μία ριπή.
Ναι;
«Τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα». Τα θυμάμαι, ντιπ. Σαν να τ’ ακούω μου ‘ρχεται.
Τι θυμάστε;
Α;
Τι θυμάστε που λέτε;
Θυμάμαι τις ριπές.
Ακούγατε τις ριπές, ε;
«Τάκα τάκα τάκα», μαζί, δώδεκα καταγής. Ήρθε η νέα διαταγή, σταμάτησαν και τους υπόλοιπους τους έκλεισαν μέσα και τους χτύπαγαν. Εκεί χτύπησαν τον πατέρα μου.
Πώς τον ‘λεγαν τον πατέρα σας;
Γιώργο.
Γιώργος;
Γιώργος Μάστορας, Γιώργο Μάστορα.
Γιώργο Μάστορα. Και τον πατέρα του;
Ε;
Και τον πατέρα του; Θυμάστε το όνομα; Έτσι για το…
Τον πατέρα μου δεν μου ‘πες τώρα;
Ναι ναι. Γιώργος Μάστορας.
Ναι.
Και ακούγατε τις ριπές τι ώρα;
Ε;
Το πρωί ακούγατε τις ριπές; Εσείς τι κάνατε;
Τι ώρα; Αυτό δεν το θυμάμαι, τι ώρα τις ακούγαμε τις ριπές. Την ημέρα τις ακούγαμαν.
Την ημέρα, ε; Δουλεύατε εσείς τότε που τις ακούγατε τις ριπές στα ζώα;
Τότε δεν δούλευα, επειδή ήμαν μικρή και τότε δεν…
Ήσασταν στο σπίτι σας;
Ε;
Ήσασταν στο σπίτι;
Ήμασταν στα Φάρσαλα. Εκεί γιάνονταν αυτά.
Και μετά απ’ αυτό το επεισόδιο, που σκοτώθηκε τόσος κόσμος, πώς συνεχίσατε να ζείτε εκεί;
Τι έκανα;
Μετά από αυτό το… Που σκοτώθηκε πόσος κόσμος. Πόσοι σκοτώθηκαν περίπου; Θυμάστε;
Θυμάμαι είκοσι τέσσερις μια φορά. Θυμάμαι εκεί. Τέσσερις αργότερα. Θυμάμαι αυτούνους καλά. Αλλά κάπου κάπου σκότωναν κανέναν. Τότε–
Έτσι, ε;
Τότε πρωτόβγαιναν οι αντάρτες. Δυο-τρεις ήταν τότε.
Για πείτε.
Και σκότωναν τσιφλικάδες. Αυτοί ‘ναι που ‘χαν περιουσίες.
Ναι, ε;
Ήταν αυτός ο Μαραθέας, ο τσιφλικάς είχε απ’ τα Φάρσαλα σύνορο ως τον Δομοκό ούλο το μέρος δικό του. Ούλος ο κάμπος δικός του. Και για να κάνουν τα χωράφια, με ζώα τα ‘καναν τότε, με ζευγάρια. Κατάλαβες ποια λέμε ζευγάρια;
Για πείτε μου.
Δυο ζώα μαζί.
Ναι, ε; Και–
Και τράβαγαν τ’ αλέτρι. Τώρα βγήκαν τα μηχανήματα. Με τα ζώα, εκατό ζευγαράδες να τηράς στον κάμπο να οργώνουν τα πραματάκια.
Εκατό ζευγαράδες;
Ε;
Εκατό ζευγαράδες είπατε;
Ήταν–
Πώς πηγαίνανε;
Πολύ μέρος. Πολύ μέρος, με το ζευγάρι τότε. Ό,τι έπαιρνε τ’ αλέτρι. Μην τηράς τώρα που βγήκαν τα μηχανήματα, τα τρακτέρια και τα κάνουν. Τα θυμάμαι πολύ καλά αυτά.
Για πείτε τι άλλο θυμάστε εκεί απ’ τα χωράφια;
Ε;
Τι άλλο θυμάστε εκεί απ’ τα χωράφια;
[00:25:00]Για τα χωράφια;
Ναι, ναι.
Τι άλλο να θυμηθώ για τα χωράφια; Γιάνονταν τότε. Ό,τι να έβανες γιάνονταν. Χωράφια ολόκληρα κουκιά. Χωράφια ολόκληρα ρεβίθια. Φακές γιομάτο, γιάνονταν τότε. Τώρα δεν βλέπω, δεν ξέρω. Δεν… Πηγαίναμαν στο χωριό εμείς και γιάνονταν. Τώρα δεν φτιάχνει κανένας τίποτα. Έπιασαν όλοι τον κάμπο σια κάτω. Τι τα θέλεις τα παλιά, μάνα μου; Τα παλιά ήταν…
Για πείτε.
Κούραση. Κούραση μεγάλη ήταν τα παλιά. Να φτιάξεις, να ξεχειμάσεις ξύλα… Έπρεπε ούλο το καλοκαίρι να κάνεις κουμάντο, για να περάσεις τον χειμώνα.
Ναι, πείτε εσείς! Όλο… Για πείτε γι’ αυτό, για τα ξύλα. Για την εργασία με τα ξύλα.
Ανέβαινα στην κορφή στον πλάτανο και τα γκρέμαγα ούλα κάτω, ίσα που ‘φτανα στο χοντρό.
Από πάνω προς τα κάτω;
Από πάνω προς τα κάτω τον θέριζα.
Ναι, ε;
«Γκαπ γκαπ» με το τσεκούρι ως που έφτανα στο χοντρό.
Και πώς ανεβαίνατε; Με σκοινί;
Τι με σχοινί; Με τίποτα, με τα πόδια μας, «Γραπ, γραπ, γραπ».
Μέχρι πάνω;
Πού καταλαβαίναμαν; Ανεβαίναμαν, με το τσεκούρι ούλα τα αρχίναμαν απ’ την κορυφή ίσα που φτάναμαν στο χοντρό.
Ναι, ε; Από πάνω ως κάτω, ες
Είχα ένα γαϊδουράκι εγώ στο σπίτι μου, το φόρτωνα. Πόσα και να το ‘βανα το καημένο, πάαινε πάαινε. Ούτε τα γύρναγε ποτέ ούτε… Πάιανε στο σπίτι ίσα. Το ‘χω σε μια φωτογραφία αυτού και στεναχωριέμαι άμα το βλέπω.
Το γαϊδουράκι, ε;
Το λέγαμαν Μένιο. Ο Μένιος! Το γαϊδουράκι φύλαξε την οικογένειά μου.
Ναι, ε;
Ούλο το καλοκαίρι… Είχαμαν χωράφια όξω απ’ το χωριό, πααίναμαν στο χωράφι, το φόρτωνα ξύλα και περνάγαμε τον χειμώνα. Το γαϊδουράκι . Εκεί τα μεγάλωσα τα παιδιά μου, μες στο χιόνι.
Χιόνιζε συχνά τότε;
Α;
Χιόνιζε συχνά τότε;
Ε;
Χιόνιζε συχνά, ε;
Χιόνιζε και πολύ χιόνι. Και άμα το–
Για πείτε.
Άμα το πάγωνε το κράταγε πολύν καιρό καταγής. Δεν μπορήγαμαν να πάμε στη βρύση, δεν είχαμαν νερά μέσα. Δεν μπορήγαμαν να πάμε στη βρύση, πέφταμαν. Και φτιάχναμαν πουρπούρια με ύφασμα να πάμε να πάρουμε νερό να μην σκοτωνόμαστε. Πάγωνε κι ήταν γρατσουνισιές. Μην τα συζητάς αυτά, τις νίλες τις παλιές. Αλλά ήμασταν γεροί ανθρώποι όμως. Τώρα ούλα τα ‘χουμε και κακορίζικος ο κόσμος.
Για πείτε γι’ αυτά τα… Αυτά που φτιάχνατε με το ύφασμα. Τα… Για να περπατάτε.
Ύφασμα, στον αργαλειό ύφασμα.
Ναι.
Το κόβαμαν και το φτιάχναμαν σπορπόδια, τα λέγαμαν, απ’ όξω απ’ τα παπούτσια.
Σαν κάλυμμα;
Να μην γλιστράνε.
Ναι, ε;
Γλίστραγε όταν ήταν παγωμένο το χιόνι, έπεφτες κάτω και άμα έβανες αυτά δεν γλίστραγες τόσο. Τέτοιες… Καμπόσοι έφτιαχναν κλάπες, έλεγαν, ένα στρόγγυλο… Μια βέργα στρόγγυλη και ανάμεσα έβαναν… Πώς το ‘λεγαν αυτό το σχοινί; Με ένα σχοινί, δεν… Τήρα, μου πάει στον νου και το ξέχασα πάλι. Ήταν σαν σπάγκος αυτό, δεν κόβονταν αμέσως. Το ‘φτιαχναν… Πέρα δώθε, πέρα, πέρα δώθε και δεν βούλιαζες ως τον πάτο, σε κράταγε παραπάνω στο χιόνι. Έλα δω, αγόρι μου! Έλα δω! Τι θέλεις; Τι τα θέλεις τα παλιά; Αλλά ήμασταν… Θηρία ανθρώποι ήμασταν, γεροί.
Ναι, ε;
Τώρα ούλα μέσα… Κακορίζικοι βγαίνετε εσείς τώρα. Εμείς ήμασταν… Γιατί μεγαλώνεις από μικρός έτσι. Τώρα μεγάλωσε αυτός μέσ’ τα καλά του. Τι ξέρει απ’ αυτά;
Γι’ αυτό γίνεται αυτή η συνέντευξη, για να τα μάθουμε.
Κι άμα τα μάθουν; Τα ‘μαθες! Τι κατάλαβες τώρα μ’ αυτά εσύ;
Εγώ τι κατάλαβα;
Για πες μου!
Ναι, αλλά εγώ… Είναι η διαδικασία να σας ρωτάω εγώ.
Ε;
Εγώ κατάλαβα.
Τα κατάλαβες όλα τι είπα;
Τα κατάλαβα.
Άμα τα κατάλαβες…
Τώρα πάνω στο χωριό υπάρχουνε, γίνονται καλλιέργειες;
Γίνονται, λίγα όμως. Λίγα λίγα. Δεν γίνονται τώρα. Τα παράτησε ο κόσμος. Πάνε οι παλιοί, τώρα οι νέοι δεν τα φτιάχνουν.
Δεν φτιάχνουν οι νέοι, ε;
Οι νέοι έφυγαν σια κάτω, έμαθαν γράμματα, έμαθαν… Ναι. Έρχονται για λίγο το καλοκαίρι οι νέοι. Πααίνει αυτός τώρα πάνω να κάνει καλλιέργειες; Πάνε οι–
Γιατί δεν γίνεται τώρα;
Πάνε οι παλιοί. Μέχρι τα ελάτια στο βουνό έφτιαχναν χωράφια.
Για πείτε!
Όξω απ’ το χωριό μιάμιση ώρα. Μέχρι το βουνό που ‘ναι… Έβρισκαν τα έλατα, θησαυρό, δασιά.
Ναι; Για πείτε.
Μέχρι εκεί έφταναν τα χωράφια.
Ναι, ε; Απ’ το χωριό κάτω;
Απ’ το χωριό μέχρι εκεί απάνω κάθε άνθρωπος είχε χωράφια δικά του και τα ‘σπερναν. Και να είναι ζώα, πρόβατα, γίδια, τα [00:30:00]φύλαγαν. Τώρα τα είδαμε ούλα, τα ούλα… Δεν έχουν τώρα ούτε πρόβατα. Ένας βγαίνει τώρα στο χωριό με λίγα πρόβατα. Πάνε, τα ξεπάτωσαν ούλοι. Έγιναν πρωτευουσιάνοι ούλοι.
Λέτε πήγαν όλοι στις πόλεις δηλαδή;
Όταν πήρα τούτο το σπιτάκι εδώ ο αδερφός μου, ο Ντίνος, ερχόταν εδώ, Είχες λεφτά, μαμά; Δεν είχαμαν υποχρεώσεις να κάνουμε άλλα; Αγόρασες το σπίτι στα Τρίκαλα. Τι το θέλεις;». Τώρα έρχεται και κοιμάται εκεί, κάθεται. Με μάλωσε γιατί το πήρα. Κατάλαβες; Και το ‘χουν που ακουμπάν τώρα. Μένουν το βράδυ στα Τρίκαλα, κοιμούνται εδώ. Δεν πάει χαμένο. Με πήρε τηλέφωνο, αυτός ο Ντίνος ήταν στο εξωτερικό.
Και να σας πάω λίγο πίσω, τότε στον θάνατο του πατέρα σας. Είπατε ότι τον τσιφλικά τον σκοτώσανε αντάρτες.
Τον σκότωσαν οι αντάρτες και έμασαν το χωριό ούλο. Και σου λέω έφτιαξαν έναν λάκκο και τους σκότωναν δωδεκάδες και τους πέταγαν μέσα. Και κοντά που τους ήρθε η διαταγή πάλι τους Ιταλούς και τους υπόλοιπους τους έκλεισαν μέσα και τους χτύπαγαν. Εκεί χτύπησαν τον πατέρα μου στο κεφάλι.
Κι αυτοί οι αντάρτες;
Αυτοί–
Τους πιάσανε;
Α;
Τους πιάσαν οι Ιταλοί αυτούς τους αντάρτες;
Δεν τους έπιασαν αυτούνους, μπα. Απ’ αυτούνους πιάστηκαν κοντά οι αντάρτες κι έγιναν πολλοί. Δεν τους έπιασαν. Ήταν τρεις αυτοί–
Για–
Δυο άντρες και μια γυναίκα.
Για πείτε.
Ναι.
Και μια γυναίκα;
Ναι. Μωρέ, δεν… Ξέχασα πώς τον έλεγαν. Αυτόν τον ήξερα και τ’ όνομα εγώ το ξέχασα.
Και για πείτε για αυτήν τη γυναίκα.
Ε;
Για πείτε για αυτήν τη γυναίκα.
Η γυναίκα αρματωμένη σφαίρες κι αυτή.
Ναι, ε;
Με τα παντελόνια της, με το δίκοκκο στο κεφάλι. Δίκοκκο, όχι στρόγγυλο.
Τι ήταν το δίκοκκο;
Καπέλο.
Καπέλο, ε;
Καπέλο, αλλά δίκοκκα. Ήταν έτσι σουβλερά. Πώς να σου πω; Δεν ήταν στρογγυλά τα παλιά.
Κι αυτή η γυναίκα ήταν παντρεμένη;
Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι τέτοια πράματα. Τι ήταν παντρεμένη; Μια φορά κοντά τους αντάρτες ήταν κι αυτή.
Θυμάστε πώς τη λέγανε;
Όχι, δεν θυμάμαι. Δεν θυμάμαι πώς την έλεγαν. Αφού ήξερα αυτόν και τον ξέχασα. Πααίνει στον νου τώρα και δεν μπορώ να το πω το όνομα. Θυμάμαι. Τι τα θες και μου τα θυμάσαι αυτά τα καημένα; Τι μου τα θυμάσαι;
Αν σε στεναχωρούν τα παλιά πάμε στο τώρα τότε.
Ε;
Πάμε στο τώρα τότε.
Δεν κατάλαβα, γιατί δεν ακούω και καλά.
Αφού σε στεναχωρούν αυτά τα παλιά, μην τα θυμάστε πάμε τώρα στο τώρα.
Τα θυμάμαι και τα παλιά. Δεν μπορώ… Τα παλιά δεν τα ξεχνάω. Τώρα μπορεί να ξεχνάω περσινά-προπερσινά. Τα παλιά δεν τα ξεχνάω. Πώς είναι έτσι; Γιατί ήμαν νέα τότε και τα θυμάμαι. Τώρα μπορεί και να… τα σάλωσα τώρα, γέρασα. Τα παλιά τα θυμάμαι ούλα. Αλλά ήμασταν γεροί ανθρώποι, ρε. Θηρία. Είχα κάτι κοτσίδες εγώ! Έφταναν κάτω, στη μέση εδώ και κάνα αγόρι, άμα παλάβωνε, με ‘πιανα απ’ τις κοτσίδες και με γύρναγε πίσω. Κι εγώ να κλωτσάω, θηρίο. Αρπάζω έναν μία φορά, «Τι σου φταίνε τα μαλλιά μου;», τον πιάνω αγκαλιά και τον σήκωσα απάνω και τον βρόντηξα κάτω και τον πάταγα στα ποδάρια. Και γέλαγε, «Γυναίκα –λέει– να με βάλει καταγής;». «Τι νόμισες; –λέω– Καραγκούνα είμαι εγώ; Είμαι Βλάχα! Θα σου πάρει ο διάολος τον πατέρα!», του λέω. Τον πάταγα, τον κλότσαγα με τα ποδάρια μου. Θηρίο ανήμερο!
Ναι, ε;
Ήμουνα πολύ γερός άνθρωπος.
Ακόμη γερή σάς βλέπω.
Να σου πω, προβλήματα δεν έχω. Τώρα γεράματα έχω, είμαι 92 χρονών. Τι θα είμαι τώρα; Κουσούρια δεν έχω τίποτα. Ούτε πόδια ούτε τίποτα, ντιπ. Τώρα δεν ξέρω, αν σάλεψα από μυαλό τώρα. Μεγάλωσα. Αυτά, αγόρι μου.
Αυτήν τη γυναίκα με τους αντάρτες την είχατε δει ποτέ; Πού την είδατε;
Πού την είδα; Πού την πρωτοείδα; Στα Φάρσαλα απ’ όξω, εκεί που ‘χαμαν τα ζωντανά, τα πρόβατα, είχαμε καλύβες με βάλτο–
Ναι;
Αλλά δωμάτια, έτσι. Αλλά γύρω γύρω ήταν ο βάλτος κι από μέσα [Δ.Α. 00:05:04], όπως βλέπεις τα δωμάτια.
Ναι;
Τι μου ‘πες τώρα και ξέχασα αμέσως; Τι με ρώτησες;
Σας ρώτησα για τη γυναίκα που ήτανε με τους αντάρτες.
Ναι.
Πού την είχατε δει.
Πού την πρωτοείδα;
Ναι.
Στο χωριό την είδα, πάνω. Όξω απ’ το χωριό.
Και τι θυμάστε;
Α;
Και τι θυμάστε από κείνην τη μέρα; Τι έκανε;
[00:35:00]Τίποτα δεν έκανα, δεν έκανε. Τη γνώρισα που ήταν με τους αντάρτες και ο άντρας μου ο μακαρίτης την λυπόταν που την είχαν οι αντάρτες και τα κατάφερε και την πήρε, την πάει στη Λάρισα στη μάνα της αυτήν την κοπέλα. Την έσωσε που την είχαν οι αντάρτες από κοντά.
Ο άντρας σας;
«Το ‘χετε το κορίτσι…». Ο αδερφός του άντρα μου ήταν συνταγματάρχης. Ήταν με το, με τους Ζερβικούς αυτός.
Ναι; Με τον Ζέρβα.
Τους αλλουνούς τους έλεγε κομμουνισταί. Και ήταν με τους αντάρτες η κοπέλα εκεί, την είχαν, την πήρε ο άντρας μου, τη λυπήθηκε, την ήφερε στη Λάρισα στη μάνα της. Και τον κέρασε ο πατέρας της τότε, του ‘δωκε λεφτά και δεν τα πήρε. Ωραία παλιά. Ήμαν μικρή, είχα κι έναν αδερφό, δεν περπάταγε. Και ήμασταν όξω απ’ το χωριό, είχαμαν σπίτι στα χωράφια. Κι η μάνα μου κατέβηκε στο χωριό κάτω και από πάνω απ’ το σπίτι μας ήταν μια ραχούλα, σταμάτησαν οι αντάρτες εκεί και απ’ την άλλη μεριά ήταν ο κουνιάδος μου, ο Χονδρός. Πολέμαγαν! Κι εγώ με τον αδερφό μου, τόσο μου ‘κοψε, έφυγα από μέσα απ’ το σπίτι, τον πήρα καβάλα και έγειρα κάτω σ’ ένα σπίτι. Και να πααίνουνε οι σφαίρες από δω κι από κει κι εγώ με το παιδί εδώ στον ώμο και κατέβηκα σ’ ένα σπίτι άλλο να κρυφτώ. Τόσο μου ‘κοβε! Τα θυμάμαι αυτά πολύ καλά.
Για πείτε για κείνην τη μέρα.
Ε;
Για πείτε για κείνην τη μέρα με τις σφαίρες.
Ναι. Αυτήν την ημέρα σού λέω.
Ναι. Τι θυμάστε ρωτάω.
Από πάνω απ’ το σπίτι μάς έστησαν φυλάκιο οι αντάρτες. Απ’ την άλλη μεριά ήταν ο Χονδρός, ο Ζέρβας, οι Ζερβικοί–
Ναι.
Κι εμείς ήμασταν στη μέση. Κι τώρα εγώ, αφού έλειπε η μάνα μου, φοβόμουν, πήρα το μωρό καβάλα και κατέβηκα τον κατήφορο, ήταν άλλο ένα σπίτι, να πάω εκεί να κρυφτώ και να πααίνουν οι σφαίρες από δω κι από κει. Σαν τώρα το θυμάμαι, ντιπ. Αλλά δεν με πήρε καμία.
Φοβηθήκατε;
Ε;
Φοβηθήκατε;
Ακούς που δεν φοβήθηκα! Μου ‘κοβε το κεφάλι να φοβηθώ! Άμα μου ‘κοβε το κεφάλι θα κάθομαν μες στο σπίτι. Δεν θα έπαιρνα το παιδί και να κόψω κάτω, και να πααίνουν οι σφαίρες [Δ.Α.]. Να κάτσω μες στο σπίτι.
Κι άμα καθόσασταν μες στο σπίτι;
Τίποτα, μια χαρά ήμαν μες στο σπίτι. Δεν με πείραζε τίποτα. Αλλά εγώ, επειδή ήμουν μοναχή μου, φοβήθηκα που ‘χα το παιδί μωρό να πάω να κρυφτώ σ’ άλλο σπίτι. Σαν τώρα τα θυμάμαι. Και τις σφαίρες σα να τις ακούω.
Πότε έχει γίνει αυτό περίπου θυμάστε;
Αυτό δεν θυμάμαι τώρα τι χρονολογία ήταν, αγόρι μου. Δεν θυμάμαι τι χρονολογία ήταν.
Εποχή;
Ε;
Το… Εποχή;
Ε;
Εποχή; Τι ήταν; Καλοκαίρι; Άνοιξη;
Καλοκαίρι.
Καλοκαίρι, ε;
Καλοκαίρι ήταν.
Κι ήταν πάνω στο χωριό, στη Μεσοχώρα, αυτή η μάχη; Πάνω στη Μεσοχώρα ήτανε αυτή η μάχη;
Ναι! Στη Μεσοχώρα. Κι εκεί που ‘χαμαν το σπίτι εμείς ήτανε ράχη κι έφτιαξαν φυλάκιο εκεί. Και ήταν [Δ.Α.]. Απ’ την άλλη μεριά ήταν οι Χονδροί, οι συνταγματάρχες, που ‘ταν με τον Ζέρβα. Και πάαινε η σφαίρα πέρα δώθε. Γιάνονταν χαμός. Κι εγώ φορτώθηκα το πκαι πάαινα παρακάτω να γλυτώσω. Και ν’ ακούω τις σφαίρες. «Πού πας, μωρέ; –μου ‘πε εκείνος. Θεός σχωρέστον!– Πού πας, μωρέ, μες στον πόλεμο; Πήρες το παιδί στη…». Εγώ πάαινα να κρυφτώ. Σαν να είναι τώρα τα θυμάμαι αυτά.
Όλα καλά πήγαν όμως;
Καλά πήγαν. Τόσο μου ‘κοβε! Να κάτσω μες στο σπίτι μου, να μη με πάρουν οι σφαίρες. Πήρα το παιδί και πήγα να το γλυτώσω αλλού.
Κι είχαν στήσει φυλάκιο είπατε ο ΕΛΑΣ;
Α;
Ο ΕΛΑΣ είχε στήσει φυλάκιο στο χωριό πάνω απ’ το σπίτι σας;
Απάνω απ’ το σπίτι ήταν μια ραχούλα–
Ναι.
Κι εμείς ήμασταν στον πάτο απ’ την ραχούλα, είχαμε το σπίτι. Κι εκεί–
Ναι. Κι εκεί ποιοι ήταν;
Εκεί έστησαν οι αντάρτες φυλάκιο κι απ’ την άλλη μεριά ήταν ένα ρέμα, ήταν οι Χονδραίοι, ο Συνταγματάρχης αυτός. Και πολέμαγαν κι εμείς ήμασταν στη μέση.
Αυτοί που ήτανε πάνω από το σπίτι σας; Ήταν ο ΕΛΑΣ;
Α;
Αυτοί που ήταν πάνω από το σπίτι σας ποιοι ήτανε;
Αντάρτες.
Αντάρτες από ποια…; Του ΕΛΑΣ; Του…; Αυτοί ήτανε αντάρτες και οι άλλοι ήταν Ζερβικοί.
Ναι. Και οι άλλοι ήταν Ζερβικοί απ’ την άλλη μεριά. Κι εμείς ήμασταν στη μέση και να πολεμάν. Κι εγώ δεν ήταν η μάνα μου εκεί, πήρα το παιδί καβάλα κι έγειρα κάτω σ’ ένα άλλο σπίτι και να πααίνουν οι σφαίρες πέρα δώθε.
Το σπίτι εκεί από κάτω ποιανού ήτανε; Συγγενή σας;
Ναι, συγγενής, αλλά γείτονας. Κι ήταν οικογένεια εκεί. Και πήγα εκεί να κρυφτώ εγώ με το παιδί, αλλά δεν μας πήρε καν η σφαίρα. Μας φύλαξε. Σαν τώρα τα θυμάμαι, ντιπ.
Γίνονταν πολλές μάχες τότε πάνω εκεί στο χωριό;
Ε;
Γίνονταν πολλές τέτοιες μάχες εκεί στο χωριό;
Έγιναν πολλές μάχες, έγιναν. Έγιναν… Κυνήγαγαν τον Χονδρό που ‘ταν στον Ζέρβα. Έρχονταν αντάρτες και… Πολλοί. Τον κυνήγαγαν.
Θυμάστε καμιά άλλη τέτοια μέρα;
Ε;
[00:40:00]Θυμάστε καμιά άλλη τέτοια μέρα με μάχη εκεί στη Μεσοχώρα;
Τις μάχες ούλες τις θυμάμαι!
Για πείτε! Θυμάστε καμιάν άλλη;
Άλλη μάχη;
Ναι.
Ούλες τις θυμάμαι. Ούλες. Πολλές φορές έγιναν μάχες.
Και τι θυμάστε από…; Τι…; Φοβόσασταν εσείς;
Ε;
Κάθε φορά που γινόταν μάχη φοβόσασταν;
Ακούς εσύ άμα θυμάμαι; Μου ‘κοβε το κεφάλι να φοβηθώ; Και κει ήταν στο σπίτι μου από πάνω οι αντάρτες και απ’ την άλλη μεριά ήταν ο κουνιάδος μου, ο Ζέρβας. Και γιάνονταν… Επααίναν οι σφαίρες [Δ.Α. 00:12:59]. Τα θυμάμαι σαν τώρα, λες και τις ακούω τις σφαίρες. Τι καταλαβαίνεις εσύ απ’ αυτά τώρα;
Και θυμάστε κάποιο τραγούδι από κείνην την εποχή;
Πολλά. Πολλά θυμάμαι.
Για πείτε!
Να σου πω τραγούδι;
Άμα θέλετε! Πείτε μου ένα τραγούδι, άμα θέλετε!
Όρε, να ’σαν τα νιάτα/ Αχ, να σαν τα νιάτα, πουλί μου, δυο φορές/ Τα γηρατειά καμία/ Να βάνω το φεσάκι μου/ Να βγαίνω, πουλί μου, στο παζάρι. Όχι ολόκληρο. Φτάνει αυτό. Τι άλλο τραγούδι θέλεις;
Θυμάστε κάνα μοιρολόι;
Πολλά. Άμα θα σου πω μοιρολόι θα κλάψεις. Να μη στο πω.
Άμα δεν θέλετε να το πείτε να μην το πείτε.
Ε;
Άμα δεν θέλετε να το πείτε μην το–
Όχι, το λέω. Θέλεις να σου πω μοιρολόι;
Ναι! Πείτε μου ένα μοιρολόι.
Αχ, να πέθαινα και να πέθαινα και να ‘βρεχε/ Να πέθαινα και να ‘βρεχε/ Ν’ αργήσουν να με θάψουν/ Να ξύπναγα και να ιδώ ποια μάτια θα με κλάψουν/ Να δω και την αγάπη μου στα μαύρα ντυμένη. Αυτό είναι μοιρολόγι. Τι τα θέλεις εσύ αυτά, μωρέ; Τα μοιρολόγια; Είδες εσύ πώς είναι τα μοιρολόγια να τα καταλάβεις;
Να το γράψουμε αυτό. Θυμάστε κανέναν καλό κλαριντζή εκεί στα πανηγύρια;
Τον θυμάμαι.
Για–
Βούκιας λέγονταν.
Για πείτε για τον Βούκια.
Ήταν πολύ καλός τραγουδιστής και έπαιζε και όργανο.
Τι έπαιζε;
Τα πάντα. Τα πάντα έπαιζε.
Δηλαδή;
Ό,τι τραγούδι να του ‘λεγες θα σ’ το ‘λεγε.
Αυτός τραγουδούσε;
Ναι. Τραγουδούσε κιόλας. Και βάραγε κιόλας.
Τι βάραγε;
Κλαρίνο.
Α! Κλαρίνο έπαιζε.
Κι είχε κι άλλοι δυο που είχαν… Ήταν τρεις. Εξυπηρέταγαν γάμο, πανηγύρια, τέτοια. Δεν ήταν με τα μεγάφωνα όπως τώρα. Όπως χόρευε ο κόσμος γύρω, οι τρεις οργανοπαίχτες πααίνανε με τον χορό γύρω γύρω. Τραγούδαγαν και χόρευαν ο κόσμος. Τώρα κάθονται σε μια άκρη και βάνουν το μεγάφωνο. Δεν καταλαβαίνεις νόστιμο, να ακούσεις το στόμα του ανθρώπου πώς τραγουδάει. Στο μεγάφωνο. Έχουμε έναν που τραγουδάει στο χωριό.
Πώς τον λένε;
Νίκο.
Φωτογραφίες

Πλατεία Μεσοχώρας

Συγκοινωνία της εποχής


Το κοινοτικό γραφείο Μεσ ...

Αγροτικές εργασίες
Αγροτικές εργασίες, Χριστούγεννα 1982.

Πανήγυρι Μεσοχώρας

Ο Μένιος
Ο Μένιος, το γαϊδουράκι της οικογένειας.

Αγγελική Χονδρού
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η κυρία Αγγελική Χονδρού γεννήθηκε το 1933 στο Φανάρι Μαγούλας. Μας μιλά για τη ζωή της στο βουνό και τις μετακινήσεις με τα ζώα της στον κάμπο ενώ μοιράζεται μαζί μας γεγονότα από την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Αφηγητές/τριες
Αγγελική Χονδρού
Ερευνητές/τριες
Γιάννης Συγκούνας
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/06/2023
Διάρκεια
43'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η κυρία Αγγελική Χονδρού γεννήθηκε το 1933 στο Φανάρι Μαγούλας. Μας μιλά για τη ζωή της στο βουνό και τις μετακινήσεις με τα ζώα της στον κάμπο ενώ μοιράζεται μαζί μας γεγονότα από την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Αφηγητές/τριες
Αγγελική Χονδρού
Ερευνητές/τριες
Γιάννης Συγκούνας
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/06/2023
Διάρκεια
43'