© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
«Είμαι πολύ γεμάτη απ' τη ζωή μου»: Η ιστορία της δασκάλας Αγγελικής που ζει με πυξίδα την αγάπη
Κωδικός Ιστορίας
24358
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αγγελική Χαραλαμπίδου (Α.Χ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
07/06/2023
Ερευνητής/τρια
Παρέση Ζυμπίδου (Π.Ζ.)
Καλησπέρα. Πώς ονομάζεστε;
Χαραλαμπίδου Αγγελική.
Είναι 8 Ιουνίου 2023, είμαι με την Αγγελική Χαραλαμπίδου, βρισκόμαστε στο Μανιάκοι Καστοριάς. Εγώ είμαι η Παρέση Ζυμπίδου, ερευνήτρια στο Istorima, και ξεκινάμε. Κυρία Aγγελική, θα μου πείτε μερικά πράγματα για εσάς; Πότε γεννηθήκατε; Από πού κατάγεστε; Πού μεγαλώσατε;
Ωραία, λοιπόν. Γεννήθηκα στις 17 Μαρτίου του 1965, στη Γερμανία, σ’ ένα χωριό, μπορώ να πω, σχετικά μεγάλο, της Γερμανίας. Έμενα για πάρα πολλά χρόνια στο Euskirchen, ένα μικρό χωριό της Γερμανίας. Λοιπόν, οι γονείς μου κατάγονται από την Αυγή Καστοριάς, και οι δύο. Και γεννήθηκα, το πρώτο παιδί της οικογένειας, υπάρχει και μια αδερφή δύο χρόνια μικρότερή μου. Οι γονείς μου παντρεύτηκαν με πολλή, πολλή, πολλή αγάπη στη Γερμανία. Ένα ζευγάρι που το θαύμαζα πάρα πολύ για την αγάπη του. Και μάλιστα θα το πω. Η αδερφή του πατέρα μου ήταν... είναι παντρεμένη με τον αδερφό της μητέρας μου. Οπότε υπήρχε συγγένεια εξ αγχιστείας πρώτου βαθμού. Ο γάμος αυτός δεν επιτρεπόταν να γίνει. Ο παππούς μου, ο πατέρας του πατέρα μου, ο οποίος ήτανε παπάς, έφτασε μέχρι τον Αρχιεπίσκοπο στην Αθήνα για να δώσει την άδεια να παντρευτούν, γιατί ο πατέρας μου είχε απειλήσει και το είχε μεταφέρει, ότι αν δεν επιτραπεί αυτός ο γάμος θα γίνουν καθολικοί. Επετράπη λοιπόν αυτός ο γάμος. Και παντρεύτηκαν στις 1 Δεκεμβρίου του 1963. Το θυμάμαι, γιατί τη γιόρταζαν την επέτειό τους, πάντα. Ήταν πάρα πολύ αγαπημένοι γονείς μου. Η μητέρα μου, παρόλο που ο πατέρας μου έχει πεθάνει εδώ και... απ’ το ’94, τόσα χρόνια, εξακολουθεί να τον αγαπά. Το πιστεύω αυτό. Μεγάλωσα λοιπόν μέσα σε μια οικογένεια που αφού το ζευγάρι αγαπιόταν τόσο πολύ, ήταν πολύ λογικό να υπάρχει και πάρα πολλή αγάπη προς εμάς. Μεγάλωσα λοιπόν πάρα πολύ ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Από την έννοια της αγάπης και της ασφάλειας που ένιωθα. Μπορεί να μην υπήρχε οικονομική άνεση. Δουλεύαν και οι δυο εργάτες στη Γερμανία. «Gastarbeiter», όπως λέγανε οι Γερμανοί. Μια λέξη που τη θεωρούσαν πολύ υποτιμητική. Δούλευαν λοιπόν στο εργοστάσιο. Μάλιστα, θυμάμαι μια φορά κάπου στα ενδιάμεσα υπήρχε ένας πολύ μικρός χρόνος, ώσπου να σχολάσει ο ένας και να γυρίσει ο άλλος, που έπρεπε να μείνουμε ένα μικρό χρονικό διάστημα μόνες μας στο σπίτι, εγώ και η αδερφή μου, τάχα εγώ πρόσεχα την αδερφή μου, τάχα. Παιδιά μικρά. Τρέχαμε λοιπόν μέσα στο σπίτι, κυνηγούσαμε η μία την άλλη, και πέφτω, με το χέρι μου το δεξί πάνω στη σόμπα, ξυλόσομπα, και καίω το χέρι μου. Το θυμάμαι σαν τώρα, είχε βγάλει φουσκάλες. Δεν ήξερα τι να κάνω και καθόμουν και το κοιτούσα με τις φουσκάλες –πόνο φρικτό!– μέχρι να ρθούν. Ούτε τηλέφωνο υπήρχαν, φυσικά, ποια κινητά, τίποτα δεν υπήρχε. Μέχρι να ρθεί... Σχόλασε μετά ο πατέρας μου και ήρθε και μου έβαλε σάλτσα ντομάτας. Το θυμάμαι ακόμα, σάλτσα ντομάτας, το οποίο ήτανε... Προφανώς οποιοδήποτε υγρό και λοιπά θα έκανε καλό. Μεγαλώσαμε, πάλι θα το πω, με πολλή αγάπη. Θυμάμαι τα Χριστούγεννα πολύ χαρακτηριστικά, ξυπνούσαμε το πρωί και βρίσκαμε το δέντρο στολισμένο. Θεωρητικά το έφερνε ο Χριστούλης το δέντρο, αργότερα έμαθα ότι το φέρνανε οι ίδιοι και το στολίζανε οι ίδιοι τη νύχτα για να το βρούμε το πρωί έτοιμο. Όπως επίσης και το Πάσχα, που βγαίναμε έξω να μαζέψουμε τα αυγά, τα βαμμένα, που τα είχε φέρει ο λαγός, τα οποία φυσικά πάλι τα είχε βάλει ο πατέρας μου μαζί με τη μητέρα μου. Βράδυ αυτά, κουρασμένοι γυρνάγανε απ’ το εργοστάσιο, τι ώρα γυρνάγανε, και κάθονταν, είχαν έτοιμα αυτά για μας. Πήγαινα σε ελληνικό σχολείο. Τριθέσιο, όπως θα λέγαμε σήμερα, δάσκαλος στην πρώτη, δευτέρα, άλλος στην τρίτη, τέταρτη, άλλος στην πέμπτη, έκτη. Δεν έφαγα ξύλο στη Γερμανία. Γιατί; Γιατί οι Γερμανοί δεν επιτρέπανε τέτοια πράγματα. Γενικά πέρασα πολύ καλύτερα στο σχολείο της Γερμανίας απ’ ό,τι θα περνούσα εδώ, όπου μάθαινα κι αργότερα είδα αρκετές βιαιοπραγίες πάνω σε παιδιά. Πολύ χαρακτηριστικό –και που μας είχε συγκλονίσει– ήτανε το εξής. Ο ένας από τους δασκάλους μου, καθώς γύριζε από τις διακοπές του από την Ελλάδα στη Γερμανία, είχε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα στο οποίο σκοτώθηκε ο αδερφός του, οδηγούσε ο ίδιος και σκοτώθηκε ο αδερφός του. Όταν ήρθε λοιπόν και τον είδαμε, ήτανε η σκιά του εαυτού του. Αυτό μου έχει μείνει πάρα πολύ έντονα να το θυμάμαι. Ήταν ένα πολύ δύσκολο γεγονός τελικά για όλο το σχολείο, παρόλο που είχε συμβεί σε έναν απλά δάσκαλο. Πολύ συγκλονιστικό για μένα. Όπως επίσης, τι άλλο θυμάμαι... Όταν καταργήθηκε η χούντα, που μπήκε ο δάσκαλός μας μέσα στην τάξη, πήρε ένα από τα βιβλία μας, στα οποία υπήρχε όλα, ο φοίνικας, το πουλί, όπως λέγαμε, μπήκε μέσα, έσκισε τη σελίδα μπροστά μας. Τι θα καταλαβαίναμε τότε εμείς; Και έλεγε: «Πάει, πέταξε το πουλί!» Δεν το κατάλαβα τότε, το κατάλαβα πολύ αργότερα τι σήμαινε αυτό, και για αυτόν και για μας. Έρχεται λοιπόν η χρονιά που τελειώνω το δημοτικό και έρχεται η ώρα να πάω στο γυμνάσιο. Γυμνάσιο δεν υπήρχε εκεί κοντά. Ωραία, τι να κάνουμε; Να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Γιατί ο πατέρας μου δεν ήθελε να πάμε σε γερμανικό γυμνάσιο, γιατί θα γνωρίζαμε Γερμανούς, θα παντρευόμασταν στη Γερμανία εγώ με την αδερφή μου και θα μέναμε εκεί. Οπότε, πάρθηκε η απόφαση να γυρίσουμε στην Ελλάδα και να κάνουμε και πραγματικότητα το όνειρό μας, για το οποίο για μια ζωή γίνονταν οι οικονομίες, να κάνουμε ένα σπίτι στην Ελλάδα. Αυτός ήταν ο λόγος που πάντα ήταν τα οικονομικά.... Προσπαθούσαν οι γονείς μου, το καταλαβαίνω βέβαια σήμερα, να γυρίσουμε στην Ελλάδα να φτιάξουμε ένα σπίτι. Ωραία. Γυρνάμε λοιπόν στην Ελλάδα, μένω ένα μικρό χρονικό διάστημα στην Αυγή, το χωριό μου. Και στη συνέχεια έρχεται η ώρα να δώσω εξετάσεις στο γυμνάσιο. Πραγματικά, πηγαίνω στο Άργος, εκεί δώσαμε εξετάσεις στο γυμνάσιο. Θυμάμαι και μία σκηνή, την εξής. Επειδή ήμασταν τριθέσιο σχολείο, κάναμε κύκλους –όπως γίνονται και σήμερα στα ολιγοθέσια σχολεία– μαθημάτων. Δηλαδή, μια χρονιά γίνονται τα μαθήματα της πέμπτης. Την άλλη χρονιά γίνονται τα μαθήματα της έκτης. Γιατί γίνεται συνδιδασκαλία στην πέμπτη έκτη. Εγώ λοιπόν έχω τελειώσει το δημοτικό με τα μαθήματα της πέμπτης δημοτικού. Πηγαίνω λοιπόν να δώσω εξετάσεις και μου βάζουν ένα θέμα –ένα από τα θέματα που είχαμε στη Φυσική– ήταν από την έκτη τάξη. Το λέω στον καθηγητή ότι αυτά δεν είναι από αυτά που έκανα εγώ της πέμπτης. Την είχα διδαχτεί την έκτη την προηγούμενη χρονιά, οπότε τα θυμόμουν, αλλά δεν έγινε τίποτα, καμία αντίδραση, δεν άλλαξε τίποτα. Και περνάω βέβαια στο γυμνάσιο με χαμηλότερη βαθμολογία –λογικό– και ξεκινάω τη φοίτησή μου στο Γυμνάσιο Καστοριάς, ένα ήταν τότε το γυμνάσιο και το λύκειο. Κάναμε και βάρδιες. Πρωί απόγευμα. Και στο γυμνάσιο ξεκινάω φιλοξενούμενη για ένα χρονικό διάστημα στο σπίτι μιας πρώτης μου ξαδέρφης –να είναι καλά!– με φιλοξένησε με αγάπη, όπως είχε τα παιδιά της, με είχε κι εμένα. Και αυτό έγινε για κάνα τρίμηνο, τετράμηνο, δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς. Μέχρι που νοίκιασαν οι γονείς μου σπίτι στην Καστοριά, στην πόλη, γιατί η μητέρα μου δεν ήθελε να μείνουμε στο χωριό. Με το σκεπτικό ότι: «Έφυγα από το χωριό να πάω στη Γερμανία, να εξασφαλίσω κάτι καλύτερο για τα παιδιά μου. Το να ξαναγυρίσω πάλι στην Αυγή...» Την αγαπάει την Αυγή, ναι, λογικό, το χωριό της, αλλά δεν είχε κανένα νόημα για το μέλλον μας κατά την ίδια. Και αποδείχτηκε σοφή θεωρώ η απόφαση αυτή.
Να σας ρωτήσω...
Ναι.
Να σας πάω λίγο πίσω στη Γερμανία.
Ναι.
Η περιοχή που μένατε είχε Έλληνες;
Η περιοχή που μέναμε;...
Είχε Έλληνες;
Είχε Έλληνες, γι’ αυτό και είχε και ελληνικό σχολείο.
Είχατε επαφή μαζί τους;
Ιδιαίτερες επαφές, όχι, δεν υπήρχε ο χρόνος. Με την έννοια ότι οι γονείς μου δούλευαν πολλές ώρες. Τα Σαββατοκύριακα κάποιες φορές, κάποιες επισκέψεις... Έτσι, σε αυτό το στυλ, ναι. Αλλά ιδιαίτερα δεν υπήρχε κάτι πολύ. Πιο πολύ με τους δασκάλους, ας πούμε, που είχαμε, έρχονταν κάποιες Κυριακές στο σπίτι... Μου θύμισες τώρα... Η μητέρα μου πάντα θα είχε κάποιο γ[00:10:00]λυκό. Ο μπαμπάς μου ήταν και πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων, έτσι θα το λέγαμε σήμερα, οπότε κάποιες τέτοιες επαφές και κάποιες τέτοιες Κυριακές, έτσι, τις θυμάμαι με πολλή γλύκα, όπως τα γλυκά που έφτιαχνε η μαμά μου, παρόλη την κούραση δηλαδή, θέλω να πω ότι πάντα φρόντιζε να υπάρχει κάτι. Τις Κυριακές θα ’φτιαχνε γλυκό, δεν υπήρχε περίπτωση. Άσχετα από όλα τ’ άλλα. Ιδιαίτερες επαφές; Όχι, δεν υπήρχαμε κάτι το...
Κρατούσατε ήθη και έθιμα ελληνικά; Θυμάστε κάτι τέτοιο;
Ήθη κι έθιμα ελληνικά… Πέρα από τα κλασικά, δηλαδή Χριστούγεννα, Πάσχα, όχι κάτι άλλο. Δεν μπορώ να θυμηθώ. Δεν... Όχι, δεν μπορώ να θυμηθώ. Ναι.
Είχατε ποτέ... Είχατε βιώσει ποτέ ρατσισμό λόγω εθνικότητας;
Οι Γερμανοί δεν μπορώ να πω ότι μας έδειχναν κάτι τέτοιο. Δεν θυμάμαι να το ένιωσα αυτό το πράγμα. Και ούτε κι οι γονείς μου μου μετέφεραν ποτέ ότι οι συνάδελφοί τους στα εργοστάσια τους υποτιμούσανε. Όχι, δεν μπορώ να πω κάτι τέτοιο.
Όταν γυρίσατε...
Ναι.
Απ’ τη Γερμανία...
Ναι.
Πόσο χρονών ήσασταν;
12, 11,5, 12.
Πώς αντιδράσατε; Τι σας έλειπε πιο πολύ απ’ τη Γερμανία; Ποια ήταν η αντίδρασή σας;
Θα σου πω. Επειδή η Ελλάδα είχε συνδυαστεί πάντα ως τόπος διακοπών και ξεγνοιασιάς, που ερχόμασταν, ας πούμε, το καλοκαίρι εδώ, και κλαίγαμε όταν ήταν να γυρίσουμε πίσω στη Γερμανία. Και επειδή ο πατέρας μου μας μιλούσε με πάρα πολλή αγάπη για την Ελλάδα, αλλά πάρα πολλή αγάπη, και μας μεγάλωσε δηλαδή με αυτά τα ιδανικά τα... Την Ελλάδα τη θεωρούσε κάτι ιερό. Οπότε δεν μπορώ να πω ότι μου έλειψε κάτι από τη Γερμανία. Δηλαδή ήταν το όνειρο. Μεγαλώσαμε με το όνειρο να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Οπότε στην ουσία εκπληρώθηκε το όνειρο.
Να γυρίσετε πίσω;
Να γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα; Ναι.
Τα παιδιά στο σχολείο σάς δέχτηκαν;
Ίσως επειδή ήταν γυμνάσιο. Και εκεί αναγκαστικά ήταν πολλά παιδιά από διαφορετικά σχολεία. Έτσι δεν είναι… Δεν υπήρξε κάτι το αρνητικό. Δεν υπήρξε κάτι, δεν ένιωσα–
Η προσαρμογή ήταν καλή;–
Η προσαρμογή ήταν αρκετά καλή. Ναι, ναι. Δεν με δυσκόλεψε κάτι ιδιαίτερα.
Ωραία. Και είμαστε τώρα στο γυμνάσιο.
Στο γυμνάσιο.
Και οι γονείς έρχονται Καστοριά.
Ναι.
Στην πόλη.
Στην πόλη.
Οκέι.
Οκέι. Και εκεί δουλεύουνε οι γονείς μου. Στην αρχή ασχολήθηκαν με τη γούνα. Σπίτι δεν είχε βρεθεί ακόμα, νοικιάζαμε, δεν είχε εκπληρωθεί το όνειρο του σπιτιού ακόμη. Πηγαίνω λοιπόν στο γυμνάσιο, δύσκολα με τα μαθήματα όσον αφορά το εξής. Λόγω ιδιοσυγκρασίας, δεν ήμουν ένα παιδί που θα σήκωνε το χέρι και θα μιλούσε εύκολα. Πάρα πολλές φορές ήξερα τις απαντήσεις και έλεγα, το θυμάμαι χαρακτηριστικά: «Κάνε, Θεέ μου, να με ρωτήσει!», για να πω την απάντηση, αλλά το χέρι δεν το σήκωνα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι βαθμοί μου να είναι πολύ χαμηλοί στα προφορικά. Σε αντιδιαστολή με τα γραπτά. Τα οποία ήταν από 18 και πάνω. Και μάλιστα, θυμάμαι τον –συγχωρέθηκε και τελευταία–, έναν γυμνασιάρχη που είχα, που έλεγε... Πήγε ο πατέρας μου να πάρει τους βαθμούς του πρώτου τριμήνου. Και απορεί με το εξής… Οι βαθμοί μου ήταν χαμηλοί. Τελικά, στο τέλος της χρονιάς, βλέπουν ότι τα γραπτά μου είναι πάρα πολύ ανεβασμένα. Και γυρίζει και λέει στον πατέρα μου: «Αυτό το παιδί αδικεί τον εαυτό του. Γιατί όταν γράφει τόσο καλά και τα προφορικά... Πες της, πρέπει να της πεις να μιλάει, να σηκώνει χέρι...» και λοιπά και λοιπά. Αυτό βέβαια δεν έγινε ποτέ, ποτέ όταν λέμε, μέχρι και την τρίτη λυκείου δεν έγινε, δεν σήκωνα εγώ το χέρι μου. Απλά βοήθησε το γεγονός ότι με είχαν μάθει πια οι καθηγητές και ήτανε πιο εύκολο και για αυτούς να ξέρουν ποια είμαι. Κι έτσι, χρόνο με τον χρόνο, ενώ ξεκίνησα… Το θεωρώ κατάκτηση για μένα, για τα τότε χρόνια, ξεκίνησα με 13,5, ας πούμε, στην πρώτη γυμνασίου, τελείωσα το λύκειο με 18,5. Βοήθησε αυτό, με βοήθησαν πολλοί εξαιρετικοί καθηγητές που είχα. Είχα εξαιρετικούς καθηγητές, βοήθησαν, έβλεπα ένα νοιάξιμο για τα παιδιά τότε, πολύ μεγάλο. Δεν λέω πως δεν υπάρχει σήμερα, αλίμονο. Αυτή η πίεση που μας ασκούσαν τότε... Φροντιστήριο δεν πήγα, δεν υπήρχαν φροντιστήρια τότε όπως είναι σήμερα. Θυμάμαι, μου έκανε ο πατέρας μου δέκα μαθήματα, δέκα μαθήματα ιδιαίτερα, δέκα, στην τρίτη λυκείου στο μάθημα της Έκθεσης. Και ο φιλόλογος που με βοήθησε αυτές τις δέκα ώρες μού λέει: «Θα κάνουμε πέντε ώρες Έκθεση και πέντε ώρες Αρχαία». Αυτό ήταν το φροντιστήριό μου. Πέντε ώρες Έκθεση και πέντε ώρες Αρχαία. Και θα το πω, δεν ξέρω, τύχη; Έπιασε το άγνωστο κείμενο που μας έπιασε στα Αρχαία, στις πέντε αυτές ώρες που μας έκανε μάθημα έπιασε το άγνωστο κείμενο που μας έπεσε, βοηθήθηκα κι από κει. Πολύ διάβασμα, πολύ διάβασμα, πολύ ξενύχτι. Και τελειώνω λοιπόν το λύκειο. Δίνω Πανελλαδικές, στην τρίτη λυκείου μάλιστα, επειδή μας έδιναν το δικαίωμα να δώσουμε και της δευτέρας λυκείου κάποια μαθήματα, ξαναδίνω κι άλλα δύο, δηλαδή στην ουσία έξι. Γράφω σχετικά καλά, αρκετά καλά, πολύ καλά, μπορώ να πω. Κι έρχεται η ώρα να επιλέξω τι θα βάλω στο μηχανογραφικό. Η μαμά μου πάντα από μικρή μ’ έλεγε, επειδή μιλούσα πάρα πολύ μέσα στο σπίτι –στο σπίτι μιλάω, στο σχολείο δεν μιλούσα–, μου έλεγε: «Εγώ θα σε κάνω δικηγόρο, εγώ θα σε κάνω δικηγόρο». Ωραία, έπιανα Νομική, το ξέραμε, μπορούσα να πιάσω Νομική. Και εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι όντως έπιανα Νομική Θράκης. Έπιανα. Μου λέει ο πατέρας μου: «Βρε παιδί μου», το θυμάμαι σαν τώρα, εκεί οι καθόταν, «να γίνεις δικηγόρος. Εγώ», μου λέει, «δεν έχω κύκλο. Πώς θα μπορέσεις να στήσεις αυτό το δικηγορικό γραφείο; Να έχεις πελάτες;». Γιατί οι γονείς μου ασχολούνταν με... στα τελευταία χρόνια συνεργείο αυτοκινήτων είχαν. Θα πάω λίγο σ’ αυτό. Το οποίο το είχαν κάτω απ’ το διαμέρισμα που μένουμε...
Μετά τη γούνα.
Μετά τη γούνα, ναι. Και βοηθούσε κι η μαμά μου. Θέλω να σταθώ πάρα πολύ σ’ αυτό, η μαμά μου, δεν την άγγιζε ποτέ ότι: «Θα κουραστώ απ’ τη δουλειά, θα...». Πολύ δουλευταρού. Πάρα πολύ δουλευταρού. Και δεν την πείραζε να δουλέψει και στο συνεργείο αυτοκινήτων του πατέρα μου. Έκανε ό,τι μπορούσε, αυτά που μπορούσε. Θα έτριβε το αυτοκίνητο; Θα έτριβε το αυτοκίνητο. Ό,τι μπορούσε να κάνει. Ελπίζω να μην την πειράξει που θα το πω. Μάλιστα, κάποια στιγμή ο πατέρας μου δεν την πλήρωνε. Γιατί ήθελε να έχει ένα χαρτζιλίκι το οποίο δεν θα το διέθετε στον εαυτό της, θα το διέθετε σ’ εμάς. Ό,τι είχε από λεφτά, τα έδινε σ’ εμάς, στην προίκα μας που υπήρχε τότε ή οτιδήποτε άλλο για μας. Κι έκανε απεργία η μαμά μου. Τον λέει: «Εγώ δεν ξανακατεβαίνω», μου λέει... του λέει, «στο συνεργείο». Και καθόταν στο σπίτι πάνω, έκανε απεργία, μέχρι που ο πατέρας μου, θέλοντας και μη, της έδωσε χαρτζιλίκι για να κατέβει να τον βοηθάει. Αυτά μέχρι το ’93-’94 που αρρώστησε ο πατέρας μου από καρκίνο του πνεύμονα. Κάπνιζε βέβαια, αλλά και από αυτά που μας είπαν οι γιατροί και εκ των υστέρων έμαθα, έφταιξαν και πολύ... εν πολλοίς οι μπογιές που εισέπνεε όλα αυτά τα χρόνια, και τον χάσαμε στα 59 του, έναν χρόνο πιο μεγάλος απ’ ό,τι είμαι εγώ τώρα.
Στο συνεργείο οι μπογιές εννοείτε;
Τις μπογιές του συνεργείου, ναι, που έβαφε τα αυτοκίνητα, που εισέπνεε.
Εσείς έχετε μνήμη να πηγαίνετε να βοηθάτε τον μπαμπά;
Το συνεργείο; Ναι, μα κι εγώ βοηθούσα κάποιες φορές.
Τι κάνατε;
Ειδικά το τρίψιμο των αυτοκινήτων με το γυαλόχαρτο. Ναι, κι εγώ το έκανα αυτό.
Τι άλλο κάνατε;
Ή βοηθούσαμε στη μόνωση των τζαμιών, με εφημερίδα, γύρω γύρω χαρτοταινία για να μη βαφτεί το τζάμι, ας πούμε, όταν θα βάφει την πόρτα ή κάτι άλλο. Αυτά, το συνεργείο, έτσι, δύσκολη δουλειά κι αυτή, δύσκολες δουλειές πάντα, και στα εργοστάσια κι αυτά. Και ήθελαν... Αυτό που ήθελαν ήτανε εμείς να έχουμε μια καλύτερη ζωή. Γι’ αυτό και προσπαθούσαν πάρα πολύ να μας ωθήσουν στα γράμματα. Πάρα πολύ. Και πήραμε το πτυχίο μας, κι εγώ κι η αδερφή μου, και ο σύζυγός μου είναι δάσκαλος και ο γαμπρός μου δάσκαλος, και τα είχε ο πατέρας μου και τα τέσσερα τα πτυχία, τα είχε στον τοίχο, έτσι, για να τα βλέπει και να τα καμαρώνει. Να πω εδώ ότι ο πατέρας μου ήθελε να γίνει δάσκαλος. Είχε δώσει και στη σχολή στη Φλώρινα που υπήρχε τότε. Αλλά επειδή όλο το καλοκαίρι θέριζε στα χωράφια του χωριού, δεν είχε προλάβει να προετοιμαστεί καλά, κι έτσι δεν μπόρεσε να γίνει δάσκαλος. Επομένως, εγώ κι η αδερφή μου πρώτα εκπληρώσαμε κατά κάποιον τρόπο το όνειρό του. Έρχομαι [00:20:00]λοιπόν πάλι σ’ αυτό, που έρχεται η ώρα να κάνω το μηχανογραφικό και μου λέει αυτά για τη Νομική: «Δεν πας», μου λέει, «να γίνεις καθηγήτρια; Δασκάλα; Κάτι τέτοιο», μου λέει, «που θα έχεις μια σίγουρη δουλειά», γιατί τότε ήτανε πολύ διαφορετικά τα πράγματα. Σπούδαζες, έπαιρνες το πτυχίο, δούλευες. Δεν ήταν όπως σήμερα, που τα παιδιά τελειώνουν και ένας Θεός ξέρει αν θα διοριστούν ή αν θα δουλέψουν. Και ήταν ένα πολύ βασικό κριτήριο για μένα, το να έχω την οικονομική μου ανεξαρτησία από πάρα πολύ μικρή. Έτσι λοιπόν δήλωσα και φιλοσοφικές σχολές και παιδαγωγικές, και πέρασα στο Παιδαγωγικό στα Γιάννενα. Όπου στα δύο χρόνια που σπούδαζα, γνώρισα και τον μετέπειτα σύζυγό μου, δάσκαλος κι αυτός, ήτανε έναν χρόνο μεγαλύτερος από μένα. Και παίρνοντας το πτυχίο είμαι 19,5 χρονώ. Γιατί ήτανε διετής η φοίτηση τότε. Αργότερα έκανα εξομοίωση για να γίνει ισότιμο με των τετραετούς φοίτησης των σχολών. Παίρνω το πτυχίο λοιπόν στα 19,5 και δεν μπορούσα καν να κάνω τα χαρτιά μου για να δουλέψω αναπληρώτρια, γιατί το όριο ήταν τα 21 χρόνια, έπρεπε να είσαι ενήλικος, να κλείσεις τα 21 σου χρόνια. Ευτυχώς καταργείται αυτό και κατεβαίνει το όριο στα 20. Με το που κλείνω λοιπόν τα 20, κάνω τα χαρτιά μου και δουλεύω αμέσως, 20 χρόνων δούλεψα. Πήγα σ’ ένα μικρό σχολείο εκεί της Πρέβεζας, τριθέσιο. Παραμονές Τριών Ιεραρχών ήτανε. Δυο μέρες δασκάλα, μου λέει ο διευθυντής: «Θα πάρεις και θα μιλήσεις... Θα μιλήσεις για των Τριών Ιεραρχών». «Μα...». «Θα μιλήσεις, βαρέθηκα, εγώ έχω τρία χρόνια εδώ πέρα, τέσσερα χρόνια, πέντε χρόνια, μ’ ακούνε συνέχεια, θα μιλήσεις». Απ’ τη μια ήτανε το άγχος, προφανώς το να μιλήσεις σε κόσμο των Τριών Ιεραρχών... Από την άλλη τον ευγνωμονώ, γιατί μ’ έβαλε κατευθείαν στα βαθιά.
Το βάπτισμα του πυρός, που λένε.
Το βάπτισμα του πυρός. Οπότε μετά που χρειάστηκε να μιλήσω πάρα πολλές φορές σε γιορτές, ήξεραν όλοι οι συνάδελφοι ότι θα μιλήσει η Αγγελική, εντάξει. Οκέι, κι έχω μιλήσει και σε εκκλησίες, και, και, και… Κι αυτό με ακολουθεί και στη συνέχεια. Και από όταν αφυπηρέτησα χρειάστηκε να μιλήσω μπροστά σε κοινό. Οπότε τον ευγνωμονώ αυτόν τον άνθρωπο που στα 20 μου μ’ έκανε να ξεπεράσω αυτόν τον φόβο. Γιατί πάρα πολλοί συνάδελφοι που γνώρισα αργότερα: «Μα δεν μπορώ… Μα…». Μα άμα δεν το κάνεις –κι αυτό ισχύει για όλα τα πράγματα στη ζωή–, άμα δεν το κάνεις κάποια φορά, δεν πρόκειται ποτέ να ξεπεράσεις τον φόβο σου ή το άγχος που μπορεί να έχεις. Αυτό ήταν ένα μάθημα για μένα. Και το, και το ακολούθησα στη ζωή μου, δηλαδή κάτι που με φοβίζει, που με κάνει, θα το κάνω. Θα το κάνω γιατί αν δεν το κάνω δεν πρόκειται να το κάνω ποτέ. Εάν δεν κάνεις το πρώτο βήμα, το επόμενο δεν πρόκειται να γίνει ποτέ. Πού είμαι; Λοιπόν, είμαι στην Πρέβεζα... Στην Πρέβεζα δούλεψα πρώτα, γιατί ο σύζυγός μου είναι από κει, από ένα χωριό της Πρέβεζας. Εκεί ήταν το… Το πρώτο χωριό που δούλεψα, να το πω, ήτανε ο Μεσοπόταμος. Είναι εκεί που είναι το νεκρομαντείο του Μεσοποτάμου. Ναι, το έχω επισκεφτεί αρκετές φορές και ως δασκάλα με τα παιδιά και μόνη μου, κατ’ ιδίαν. Είναι ένα πολύ, πολύ εντυπωσιακό, θεωρώ. Και γενικά όλη η περιοχή. Λατρεύω την Ήπειρο, να το πω, εγώ θεωρώ ότι είμαι Ηπειρώτισσα εξ αγχιστείας, πραγματικά, την αγαπώ πάρα πολύ. Αγαπώ πάρα πολύ τους ανθρώπους της. Είναι διαφορετικοί από δω. Είναι ντόμπροι, αυτό που έχουν να πουν, θα σ’ το πουν στα ίσα. Λατρεύω την προφορά τους. Ίσως κι επειδή τελείωσα και τη σχολή στα Γιάννενα και τους... Γνώρισα την Ήπειρο, έτσι. Μάλιστα, πώς έγινε και είχα δηλώσει τα Γιάννενα… Πήγαμε εκδρομή στην τρίτη λυκείου Κέρκυρα. Και κάναμε στάση στα Γιάννενα. Και κατέβηκα εκεί στα Γιάννενα, στη λίμνη, στον μόλο κάτω, και λέω: «Εγώ θέλω να ζήσω εδώ πέρα, θέλω να έχω κάποια σχέση». Και γυρνάω στο σπίτι και λέω στη μάνα μου: «Εγώ θα παντρευτώ Ηπειρώτη», της λέω, «γιατί θέλω να ζω... Θέλω να έχω σχέση με την Ήπειρο».
Πώς ήταν τα φοιτητικά σας χρόνια;
Τα φοιτητικά χρόνια ήταν υπέροχα! Παρόλο που τα οικονομικά ήταν περιορισμένα. Θυμάμαι μου έδινε ο πατέρας μου δέκα χιλιάρικα τον μήνα. Στάνταρ. Έβγαζα, δεν έβγαζα τον μήνα, αυτά ήταν τα λεφτά. Τα έξι χιλιάρικα ήταν το ενοίκιο. Οπότε μέναν τα τέσσερα. Στις αρχές του μήνα ήταν καλύτερα τα πράγματα, προς το τέλος του μήνα δυσκόλευαν τα πράγματα. Πολλές φορές, θυμάμαι, εμείς πηγαίναμε στην Ακαδημία και μας έδιναν κουπόνια για να τρώμε εκεί πέρα. Εξασφάλιζαν όμως μόνο το μεσημεριανό. Το βραδινό δεν υπήρχε. Οπότε πηγαίναμε λαθραία στο πανεπιστήμιο να φάμε και όταν μας παίρναν χαμπάρι οι φοιτητές του πανεπιστημίου, μας έδιωχναν κακήν κακώς. Το θυμάμαι αυτό. Τέλος πάντων, αλλά ήταν ωραία χρόνια, ήταν αγνά χρόνια.
Θεωρώ ότι είμαι πάρα πολύ τυχερή, είναι πολύ τυχερή η γενιά μου που μεγάλωσε αυτά τα χρόνια. Ίσως ακουστώ λίγο παλαιομοδίτισσα, χωρίς τα κινητά, χωρίς τα τάμπλετ, χωρίς όλα αυτά. Βγαίναμε έξω και παίζαμε χωρίς φόβο. Δεν μπορούσαν να μας βρουν οι γονείς μου, δεν μπορούσαν να μας βρουν. Δεν είχαμε κινητό για να μας βρουν, να μας μαζέψουν. Αυτό που θυμάμαι τώρα –γυρίζω λίγο πίσω– είναι οι διακοπές που έκανα στο χωριό μου. Όπου ζούσα με τα ξαδέρφια μου. Απίστευτες εμπειρίες! Αγόρια αυτά, μεγαλύτερα από μένα, όχι πολύ, τρία, τέσσερα χρόνια, πέντε. Και γυρίζαμε στο χωριό μου όλη μέρα. Στα χωράφια, στη βρύση πάνω στο χωριό μου πηγαίναμε, βατράχια, θυμάμαι, να κοάζουν παντού. Τα ξαδέρφια μου κάναν και μπάνιο στη δεξαμενή εκεί πέρα που υπήρχε, εγώ δεν τόλμησα να κάνω ποτέ. Να κυνηγάνε με σφεντόνες, να βάζουν στοίχημα ο ένας με τον άλλον… Δεν ζουν πια αυτά τα ξαδέρφια μου, πολύ αγαπημένα ξαδέρφια μου, πάρα πολύ. Και γίναμε και κουμπάροι αργότερα. Χάθηκαν νέοι, πολύ νέοι. Τέλος πάντων, αυτό που θυμάμαι είναι, είχανε βάλει στοίχημα ο ένας με τον άλλον να σκοτώσουνε ένα σπουργίτι. Του λέει ο ένας του αλλουνού: «Άμα εσύ σκοτώσεις σπουργίτι με τη σφεντόνα, εγώ θα φάω χώμα». Παιδιά. Τι να κάνουμε; Τι να κάνουμε; Ψάχναμε να βρούμε να σκοτώσουμε σπουργίτι, πώς να σκοτώσεις σπουργίτι; Βρίσκει ένα νεκρό σπουργίτι και του το πηγαίνει του αλλουνού. Και του λέει: «Ορίστε, να! Σκότωσα σπουργίτι, να φας χώμα!». Και το καταλαβαίνει εκείνος ότι δεν ήταν φρεσκοσκοτωμένο, αλλά ήτανε παλιό, και του λέει: «Κοίτα, μου έφερες ένα ήδη σκοτωμένο σπουργίτι. Εγώ δεν τρώω χώμα». Που... Ήμουνα 11 χρονών, 10, κι όμως τα θυμάμαι αυτά τα πράγματα. Το αγαπημένο μας δε παιχνίδι ήτανε μία αποθήκη όπου μέσα βάζανε τα στάρια. Και να μπαίνουμε μέσα στο στάρι και να κολυμπάμε. Την έχω την αίσθηση ακόμα. Ευτυχία! Όταν λέμε ευτυχία, ευτυχία. Δεν ξέρω τα σημερινά παιδιά αν μπορούν να ζήσουν αυτήν την ευτυχία που νιώθαμε εμείς τότε. Θεωρώ ότι αυτές οι συσκευές σήμερα δεν μπορούν να προσφέρουν αυτήν την ευτυχία. Και επειδή δούλεψα ως δασκάλα, το ’λεγα στα παιδιά μου: «Σας θεωρώ δυστυχισμένα γι’ αυτό το πράγμα, που δεν μπορείτε να έχετε αυτά τα βιώματα». Ή να πηγαίνουμε στα παλιά σπίτια, εκεί που ήταν οι κότες, να βρούμε τ’ αυγά. Και να χαιρόμαστε, να μαζέψουμε τ’ αυγά, να τα πάμε πίσω. Ή να κάνει η αδερφή της μαμάς μου, πολυαγαπημένη μου αδερφή της μαμάς μου, να φτιάχνει ψωμί, να ζυμώνει και να το βγάζει απ’ τις φόρμες, «ζαρώνες» τις λέγαμε. Κι εκείνη την ώρα να σου δίνει το φουρνισμένο το ψωμί και να περιμένεις, να περιμένεις έξω απ’ τον φούρνο, να σου σπάει η μύτη... η μυρωδιά τη μύτη. Και να περιμένεις αυτό το ψωμί να βγει, πότε θα βγει, και να βγαίνει και να καίνε ακόμα τα χέρια, μόλις το ’βγαλε απ’ τις ζαρώνες, να το σπάει και να μας δίνει να φάμε. Δεν είναι ότι πεινούσαμε. Υπήρχε, φαγητό στο σπίτι μου υπήρχε πάντα. Μπορεί να μην... Όταν λέω φτώχεια, ναι, φτώχεια ως προς τα υλικά αγαθά, τα υπόλοιπα. Το φαγητό δεν το στερηθήκαμε ποτέ, φρόντιζαν οι γονείς μου γι’ αυτό. Μπορεί οι ίδιοι να στερούνταν, αλλά εμάς δεν μας έλειπαν, δεν μας έλειψε. Λοιπόν, και είναι όλα αυτά ένα –πώς να το πω;–, μία πολύ ευτυχισμένη παιδική ηλικία. Και οι αναμνήσεις αυτές και η αγάπη αυτή. Έζησα πάρα πολύ καλά παιδικά χρόνια. Επανέρχομαι σε αυτά, γιατί θεωρώ ότι τα παιδικά χρόνια είναι η βάση του ανθρώπου, και η οικογένεια είναι η βάση του ανθρώπου. Το σχολείο, ναι, μπορεί να βοηθήσει, ναι, μπορεί ν’ αλλάξει κάποιες συμπεριφορές. Ανθρώπους δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Το… Αυτό είναι η οικογένεια. Το άλφα και το ωμέγα. Το έλεγα πάντα στους γονείς, όταν έρχoνταν σε συγκεντρώσεις, σε αυτά: «Εσείς ό,τι κάνετε στο σπίτι, τα παιδιά κουβαλάνε στο σχολείο αυτά που παίρνουνε από το σπίτι». Και αφού μου δίνεται η ευκαιρία να το πω, παρακαλώ και ικετεύω τους γονείς, προσέξτε τα παιδιά σας, αγάπησε τα παιδιά σας, και κυρίως ακούστε τα παιδιά σας. Όχι να μιλάμε οι γονείς –τώρα μιλώ και ως γονιός–, όχι να μιλάμε για ν’ ακούν τα παιδιά, δεν παίρνουν τίποτα απ’ αυτό. Με τον τρόπο που μας βλέπουν τους γονείς ν[00:30:00]α κινούμαστε, να συμπεριφερόμαστε, να αντιμετωπίζουμε τους άλλους ανθρώπους, να αντιμετωπίζουμε τα ζώα, το οτιδήποτε, μ’ αυτό μαθαίνουν τα παιδιά.
Είναι μιμητικό, ναι.
Είναι μιμητικό. Και μπαίνει μέσα τους. Όταν εγώ έβλεπα την αγάπη απ’ τη μαμά μου, διδασκόμουν ότι ως μαμά πρέπει να αγαπώ το παιδί μου. Όταν έζησα με γονείς που δεν με επέκριναν ποτέ εμένα, δεν μείωσαν ποτέ εμένα, μπορεί να κατηγορούσαν κάποια συμπεριφορά μου. Προφανώς. Και ψέματα έχω πει. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα από το να πεις ότι δεν έχω πει ποτέ ψέματα. Κι έχω κάνει και τις σκανταλιές μου, προφανώς. Μπορεί να με μάλωναν λοιπόν για τη συμπεριφορά μου. Δεν με μείωσαν ποτέ όμως ως άτομο. Άρα εγώ διδάχτηκα ότι δεν μειώνουν τους άλλους ανθρώπους. Θα κατηγορήσω αυτό που έχουν κάνει, θα τους επικρίνω γι’ αυτό που έχουν κάνει, ναι, αλλά όχι για αυτό που είναι. Και αυτά όλα, το –ας πω– αστείο, ποιο είναι; Δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ. Αργότερα όμως, ως δασκάλα παρακολούθησα πάρα πολλά σεμινάρια και ψυχολογίας και συμπεριφοράς, με τη «Διέξοδο» που είχαμε εδώ και που είχε κάνει εξαιρετική δουλειά, εξαιρετική δουλειά, απευθυνόμενο... απευθυνόμενη και σε δασκάλους και σε γονείς. Αυτά λοιπόν, όλα εκεί, όταν μετά αποκρυσταλλώθηκαν από ψυχολόγους, θαύμασα τη μητέρα μου, ειδικά τη μητέρα μου, ακόμα πιο πολύ. Τη θαύμαζα πάντα, τη θαυμάζω ακόμα, γιατί; Γιατί ήτανε μια γυναίκα η οποία είχε τελειώσει απλά το δημοτικό. Μια γυναίκα η οποία μεγάλωσε ορφανή από πατέρα, απ’ τα 2 της, δεν έχει μνήμες απ’ τον πατέρα της, έχασε τη μητέρα της στα 18 της, άρα έμεινε και η ίδια ορφανή εντελώς από πάρα πολύ μικρή. Ευτυχώς πήγε στη Γερμανία αργότερα, εκεί με τον πατέρα μου, παρόλο που γνωριζόντουσαν από παιδιά, γνωριζόντουσαν από παιδιά, γιατί μεγάλωσαν στο ίδιο χωριό. Δεν είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους κάποιο αίσθημα όσο ήταν στην Ελλάδα. Πήγε λοιπόν στη Γερμανία με τον αδερφό της. Και εκεί προέκυψε το συναίσθημα μετά, και ο γάμος που, όπως σας ανέφερα νωρίτερα, έγινε όπως έγινε. Θαύμασα λοιπόν τη μαμά μου ακόμα πιο πολύ, γιατί χωρίς να έχει καμία γνώση ψυχολογίας, αλλά πορευόμενη με τη βαθιά της αγάπη για μας, θεωρώ πως έκανε τα σωστά, αυτά που... δεν θα πω «έπρεπε», γιατί δεν μ’ αρέσει η λέξη «έπρεπε», αυτά που ήτανε σωστά να κάνει απέναντι σ’ εμένα και την αδερφή μου.
Έτσι, λοιπόν, δουλεύω ως δασκάλα –επανέρχομαι σε αυτό– στην Πρέβεζα μια χρονιά, στη συνέχεια διορίζομαι στον Πειραιά. Παντρεύομαι στο μεταξύ με τον σύζυγό μου. Παντρευόμαστε, ναι, γιατί δεν μπορούσαμε να είμαστε αρραβωνιασμένοι. Μέχρι πότε θα ήμασταν αρραβωνιασμένοι εκείνα τα χρόνια; Παντρευόμαστε, διορίζομαι... Ξαφνικά έγιναν κάποιοι μαζικοί διορισμοί. Ο σύζυγός μου είχε διοριστεί νωρίτερα στον Πύργο του νομού Ηλείας, υπηρέτησα κι εκεί ως αναπληρώτρια. Μάλιστα θα πω το εξής αστείο. Όταν διορίστηκε ο σύζυγός μου στον Πύργο, τότε το πού θα διοριστείς το μαθαίναμε τηλεφωνικά. Παίρναμε τηλέφωνο στην αρμόδια υπηρεσία και λέει ο σύζυγος μου το επίθετο, Βασίλειος. Λένε, αυτός... Λένε αυτοί από κάτω: «Ηλείας». «Όχι Ηλίας», λέει αυτός, «Βασίλειος». «Όχι», του λέει, «στον νομό Ηλείας!» Μας φάνηκε δηλαδή μέσα στο ζόρι, τώρα ξαφνικά, ενώ είχε δηλώσει και την Πρέβεζα και την Καστοριά, έκανε διορισμούς εδώ πέρα, του λέει: «Ηλείας». Ηλείας, Ηλείας. Θα πάμε στον νομό Ηλείας. Τι να κάνουμε; Πήγαμε, υπηρετήσαμε κι έναν χρόνο και οι δύο, ο ίδιος παρέμεινε εκεί διορισμένος. Εγώ διορίζομαι λοιπόν Πειραιά. Ωραία, έναν χρόνο χώρια. Πού να πάμε; Πού να πάμε; Πειραιά. Είχαμε παντρευτεί και είχαμε μαζέψει –και το θυμάμαι– τα χρήματα του γάμου, γιατί δίναν κάποια δώρα στον γάμο και χρήματα, τα οποία φύγαν μέσα σ’ έναν μήνα στα ξενοδοχεία που χρειάστηκε να νοικιάζω απ’ τον Πειραιά, τα δώρα του γάμου, να ‘ναι καλά οι άνθρωποι που μας βοήθησαν οικονομικά, πήγανε στα ξενοδοχεία στον Πειραιά. Διορίζομαι λοιπόν, παρακολουθώ και κάποια σεμινάρια... Γιατί το λέω το μια εβδομάδα; Ήμασταν υποχρεωμένοι να κάνουμε μια εβδομάδα σεμινάρια. Και μου τυχαίνει να κάνω στη Γλυφάδα, μια πολύ οικονομική περιοχή! Γι’ αυτό και έφυγα, δίπλα στο αεροδρόμιο ήταν κιόλας το ξενοδοχείο, θυμάμαι τ’ αεροπλάνα. Μόνη μου τώρα, ε; Εγώ είχα ζήσει ως φοιτήτρια, εντάξει, μόνη μου, αλλά σε μια πόλη, τα Γιάννενα, τα οποία, εντάξει, είναι πιο νορμάλ. Τώρα, στον Πειραιά, στη Γλυφάδα μόνη μου να πηγαίνω... Ήταν και λίγο τρομακτικό, για να πω την αλήθεια. Τέλος πάντων, μου λένε να πάω... Τελικά ήρθε η τοποθέτησή μου σ’ ένα σχολείο στη Νίκαια. Το θυμάμαι το σχολείο, το θυμάμαι βέβαια, ήμουνα 21 χρονώ, πόσο ήμουνα. Έχω μνήμες από κει και απ’ τους συναδέλφους οι οποίοι κι αυτοί ήταν πολύ καλοί, μας αγκάλιασαν, ήμασταν τα νέα τα παιδιά που πήγαμε τότε, μας αγκάλιασαν με αγάπη, μπορώ να πω. Ωραία χρόνια, πάλι θα το πω το αγνά χρόνια, το πιστεύω ότι ακόμα ήταν αγνά τα χρόνια. Λοιπόν. Και για καλή μου τύχη, εκεί που καθάριζα μια μέρα το σπίτι και σφουγγάριζα, παθαίνω δισκοκήλη και μένω από τη μέση. Τραυματική εμπειρία, πολύ... Πόνος, πόνος, πόνος πολύς. Να έχεις το σχολείο, να έχεις τον πόνο σου, να έχεις τα ζόρια σου, να είσαι μόνη σου, γιατί ο σύζυγος ήτανε στον Πειραιά... στον Πύργο. Τέλος πάντων, πέρασε, έρχεται η δεύτερη χρονιά, ξανά Πειραιά, πήρε ο σύζυγος απόσπαση για Αθήνα, στο Περιστέρι δούλεψε. Και έρχεται η ώρα να δηλώσουμε πού θα πάμε. Οι επιλογές ήταν δύο, ή Πρέβεζα ή Καστοριά. Δηλώνουμε πρώτα Πρέβεζα, δεν μπορέσαμε να πιάσουμε Πρέβεζα, κι ερχόμαστε Καστοριά και οι δύο. Και δουλέψαμε για αρκετά χρόνια εδώ. Μέχρι που αφυπηρετήσαμε και οι δύο από εδώ, απ' τον νομό Καστοριάς πια. Έναν χρόνο δουλέψαμε και Πρέβεζα, αλλά τελικά επιλέξαμε να γυρίσουμε πάλι εδώ. Γιατί θεωρώ, την αγαπώ πάρα πολύ την Πρέβεζα και την Ήπειρο, όπως είπα, αλλά είναι πιο εύκολο να κάνεις διακοπές εκεί και να είσαι το χειμώνα στην Καστοριά. Το είδαμε και λίγο πιο, ας πω, συμφεροντολογικά, ας πω έτσι. Ήταν πιο βολικό και για τη ζωή μας. Ο σύζυγός μου μοναχοπαίδι. Πηγαίνουμε συχνά, πολύ συχνά, ο ίδιος πηγαίνει ακόμα πιο συχνά από μένα, γιατί εμένα με κρατάνε και κάποιες υποχρεώσεις εδώ.
Ποιος σταθμός απ’ αυτούς που υπηρετήσατε;–
Ναι.
Σας έμεινε χαραγμένος και πολύ; Και γιατί;
Πιο πολύ χαραγμένος και γιατί... Να… Είναι ένα χωριό εδώ στην Καστοριά, με το οποίο δέθηκα πάρα πολύ, δέθηκα πάρα πολύ με τους ανθρώπους του. Είναι το πρώτο χωριό που δούλεψα εδώ πέρα, να το πω, είναι η Πορειά Καστοριάς. Ακόμα διατηρώ σχέσεις με τους ανθρώπους. Θα σας πω ότι το παιδί μου το βάφτισα στην εκκλησία εκεί, Παναγία. Είχα ταμένο και όταν αποκτήσω παιδί να το βγάλω το όνομα της Παναγίας, και όντως έτσι έγινε. Και το βάφτισα εκεί με πολλή αγάπη απ’ αυτόν τον κόσμο, και έδωσα και πήρα πολλή αγάπη. Σε όλα τα σχολεία που δούλεψα, να το πω, συνεργάστηκα πάρα πολύ καλά και με τους γονείς και με τα παιδιά και με τους συναδέλφους, δεν αντιμετώπισα ιδιαίτερα προβλήματα. Αφυπηρέτησα πολύ γεμάτη από αγάπη που έδωσα και που πήρα. Κυρίως από τα παιδιά, πάρα πολύ από τα παιδιά, με μαθητές μου έχω ακόμα σχέσεις, τους βρίσκω, με βρίσκουν, μου μιλάνε, θυμούνται τα χρόνια που έχουμε ζήσει μαζί. Τα αγάπησα πάρα πολύ τα παιδιά που είχα. Και το λέω έτσι όπως το λέω, τα παιδιά που είχα για μένα, όλα αυτά τα παιδιά που πέρασαν από τα χέρια μου, ήταν παιδιά μου. Πιστεύω ότι το ένιωθαν. Θα πω ένα χαρακτηριστικό. Καθώς το σκεφτόμουν, έτσι, πάντα προφανώς αναπολείς, ζεις ξανά στιγμές που έχεις ζήσει. Χαίρομαι πάρα πολύ όταν με καλούν στους γάμους τους. Το χαίρομαι απίστευτα. Την έχω πει πολλές φορές αυτήν την ιστορία, θα την πω κι εδώ. Πηγαίνω λοιπόν στον γάμο μιας μαθήτριάς μου. Και δεν με βλέπει. Ο γάμος έγινε στην εκκλησία. Ωραία, δεν χαιρετίσαμε τη νύφη εκεί, γιατί ήμασταν καλεσμένοι μετά και στο τραπέζι, λέω, θα τη χαιρετίσουμε εκεί. Πιάνουμε λοιπόν το τραπέζι, και είναι και πρώτο τραπέζι πίστα, είμαστε και πολύ κοντά στην πίστα. Βγαίνει λοιπόν η νύφη, δεν μ’ έχει δει, δεν ξέρει ότι είμαι στον γάμο, με είχε καλέσει, ωραία, και βγαίνει να χορέψει το μπλουζ, τι χορός ήτανε, με τον γαμπρό. Και την κοιτάω εγώ τη νύφη και με βλέπει. Κι εκεί που χορεύει λοιπόν –που θεωρώ ότι για μένα είναι μια ύψιστη τιμή για... μια ύψιστη στιγμή για τη νύφη– την ώρα που χορεύει με τον αγαπημένο της, με βλέπει και γυρίζει και με χαιρετάει. Έκλαψα εκείνη την ώρα. Ήταν πολύ... Πώς να το πω; Έχω πολύ έντονες αναμνήσεις και από τα παιδιά, και χαίρομαι και τα αγαπώ και τα βλέπω να προκόβουμε, η συντριπτική τους πλειοψηφία... Έχω μάθει και δυσάρεστα για ένα δυο πα[00:40:00]ιδιά μου, κι αυτά με πικραίνουν και με πονούν πάρα πολύ. Αλλά η πλειοψηφία είναι χαρούμενες και αγαπημένες αναμνήσεις, βιώματα και πράγματα που τα νιώθω ακόμα και τα εισπράττω ακόμα από τα παιδιά μου, τους μαθητές μου και τις μαθήτριές μου. Είχα μείνει ότι δουλεύω εδώ λοιπόν, την Πορειά έλεγα, ανέφερα ξανά, θα την πω, πολύ πολύ ωραίες στιγμές, αγαπημένες στιγμές που έχω ζήσει. Και στη συνέχεια ήρθα και δούλεψα εδώ, στους Μανιάκους, όπου μένω και πάρα πολλά χρόνια, κι αφυπηρέτησα από εδώ, από ένα σχολείο που είναι πάρα πολύ κοντά στη γειτονιά μου. Κι έτσι έκλεισε ένας κύκλος, όσο μπορεί αυτός να κλείσει, γιατί πιστεύω ότι ένας δάσκαλος είναι πάντα δάσκαλος, είναι πάντα δάσκαλος, δεν μπορείς να το αποβάλλεις αυτό. Η κόρη μου λέει πολλές φορές: «Μίλησε η δασκάλα μέσα σου!» Ναι, ναι, όταν έχεις δουλέψει τριάντα πέντε, τριάντα έξι χρόνια και έχεις μάθει να λειτουργείς μ’ αυτόν τον τρόπο, πάντα λειτουργίες μ’ αυτόν τον τρόπο. Θα πω ένα χαρακτηριστικό που μου ’ρθε τώρα, τώρα, τώρα. Νοσηλεύτηκα κάποια στιγμή στο νοσοκομείο με κάποια λοίμωξη πολύ σοβαρή του αναπαραγωγικού μου συστήματος – έχω περάσει πολλά και μ’ αυτό, τέλος πάντων. Και χρειάστηκε μια εκπαιδευόμενη να μου αλλάξει τον ορό. Βγάζει τον όρο και πάει να βάλει τον καινούριο. Και βλέπω εγώ το χέρι μου ν’ αναβλύζει το αίμα, να πηδάει το αίμα απ’ το χέρι μου. Και της λέω... Έρχεται, επεμβαίνει η... αυτή που την επέβλεπε τέλος πάντων, μου αλλάζει τον όρο. Έρχεται λοιπόν άλλη μια φορά την επομένη μέρα, τη μεθεπόμενη, δεν θυμάμαι πότε ήταν, να μου ξαναλλάξει τον ορό. Και της λέω: «Κοίταξε, παιδί μου, αυτό που έγινε προχθές έτυχε μια φορά, δεν θα σου ξανατύχει. Ξέρεις να την κάνεις τη δουλειά σου. Κάν’ την όπως έχεις μάθει». Και πραγματικά... Δηλαδή τι θέλω να πω; Ότι την ενθάρρυνα παρόλο που ως Αγγελική φοβόμουν μην ξανασυμβεί, αλλά, όπως λέει η κόρη μου, βγήκε η δασκάλα μέσα μου. Ένιωσα ότι έπρεπε να την ενθαρρύνω για να κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει. Δεν ξέρω αν το θυμάται, αλλά θέλω πάντα να βγάζω από τους ανθρώπους τις δυνατότητες που έχουν, αυτό που μπορούν να κάνουν. Αυτό προσπαθούσα να κάνω τόσα χρόνια. Και θεωρώ ότι αυτό είναι χρέος όλων των δασκάλων όλων των βαθμίδων να κάνουν, να βγάζουν από τα παιδιά αυτό που έχουν μέσα τους και να το εξελίσσουν.
Τον καλύτερό τους εαυτό.
Τον καλύτερό τους εαυτό. Λοιπόν, έτσι κλείνει ο κύκλος του σχολείου.
Σας άφησε ωραία επίγευση.
Ωραία, πολύ ωραία. Μου λείπει το σχολείο. Μου λείπουν κυρίως τα παιδιά. Άλλαξαν πολλά στην πορεία, σ’ αυτά τα τριάντα έξι χρόνια ήταν πολύ φυσιολογικό ν’ αλλάξουν και τα συστήματα, ν’ αλλάξουνε οι γονείς, ν’ αλλάξουν τα παιδιά. Προς το τέλος της υπηρεσίας μου, έβλεπα πολύ μεγάλη διαφορά στη συμπεριφορά των παιδιών. Έβλεπα αυτό που βλέπουμε και σήμερα, να υπάρχει βία, να υπάρχει... Πώς να το πω; Δεν θα το πω έλλειψη σεβασμού, γιατί θεωρώ ότι τον σεβασμό τον κερδίζεις, δεν μπορείς να τον επιβάλλεις. Δεν μου έλειψε εμένα ο σεβασμός, υπήρχε απέναντί μου, αλλά γενικά τα... Δεν θέλω να τα κατηγορήσω τα παιδιά, δεν φταίνε τα παιδιά, ποτέ δεν φταίνε τα παιδιά. Ποτέ! Το λέω κατηγορηματικά και εμφατικά αυτό. Απλά όλες αυτές οι δυσκολίες, η κρίση, ο κορονοϊός, οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι γονείς στο σπίτι, όλο αυτό βγήκε στα παιδιά. Και τα τελευταία χρόνια ήταν δύσκολα, ήταν πολύ πιο δύσκολα απ’ ό,τι ήταν τα πρώτα χρόνια που υπηρετούσα. Με δυσκόλευε η... όχι η επικοινωνία μου με τα παιδιά. Το να πείσω τα παιδιά ότι η διαφορετικότητα, το να είναι το ένα παιδί κάπως αλλιώς από το άλλο, ότι αυτά όλα είναι φυσιολογικά, ότι δεν πρέπει να το κατηγορήσουμε, δεν πρέπει να το κοροϊδέψουν. Ήταν πολύ δύσκολο προς τα τελευταία χρόνια αυτό το πράγμα. Πολύ εύκολα τα παιδιά έβγαζαν έναν αρνητισμό. Μια δυσκολία στη συμπεριφορά τους. Προσπαθούσα, προσπαθούμε όλοι να κάνουμε πράγματα, αλλά θα επανέλθω πάλι στην οικογένεια. Η οικογένεια πρέπει... Πρέπει... Είναι καλό να βοηθήσει τα παιδιά, να ακούσει τα παιδιά. Επαναλαμβάνομαι, το ξέρω. Να κάνει πράγματα με τα παιδιά, να συνεργαστεί με το σχολείο, να συνεργαστεί πολύ με το σχολείο, να μην το έχει απέναντί της το σχολείο. Κανένας δάσκαλος δεν θέλει το κακό των παιδιών. Δεν υπάρχει δάσκαλος που να σηκωθεί να πάει το πρωί στη δουλειά του και να πει: «Εγώ σήμερα θα μαλώσω αυτό το παιδί». Για να το μαλώσει το παιδί, για να το επιπλήξει το παιδί, κάτι είδε, κάτι θέλει ν’ αλλάξει, θέλει να βοηθήσει, δεν πιστεύω ότι κανένας δάσκαλος βγάζει τα απωθημένα του πάνω στα παιδιά. Ας πλησιάσει –αφού μου δίνεται η ευκαιρία θα το πω–, ας πλησιάσει η οικογένεια με αγάπη το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς. Να κοιτάξουν να βρουν κοινούς τόπους. Έχουν πάρα πολλούς κοινούς τόπους, έχουν κοινό στόχο, το παιδί. Όσο είναι δυνατόν, όσο μπορούν, δεν είναι στόχος ο δάσκαλος, δεν μπορεί να είναι στόχος ο δάσκαλος. Ξαναλέω, για όλες τις βαθμίδες το λέω αυτό. Και το παιδί μου έκανε χαζομάρες στο σχολείο, και το παιδί μου η καθηγήτρια ήρθε και έπιασε τον σύζυγο και μου είπε: «Ξέρεις, το παιδί σου γελάει μέσα στην τάξη». Ωραία, γελάει μέσα στην τάξη – μη επιτρεπτή συμπεριφορά κατ' εμέ. Τι θα κάνω; Έπιασα το παιδί μου, το κουβέντιασα, ωραία, έπιασα την καθηγήτρια, της λέω: «Γιατί;...» ξέρω γω, το ένα, το άλλο, μου λέει: «Εντάξει, δείτε το λίγο κι εσείς απ’ το σπίτι». Αυτό ήτανε. Ωραία, μια συνεργασία, μια κουβέντα απλή με την καθηγήτρια, με το παιδί, λύθηκε το θέμα. Την ρώτησα μετά: «Το ξανάκανε αυτό;» «Όχι», μου λέει. Θεωρώ ότι... Δηλαδή τι να πω εγώ; Ότι φταίει η καθηγήτρια που έκανε;… Γιατί; Δεν έχει κάτι με το παιδί μου η καθηγήτρια. Λογικό είναι. Λογικό είναι. Ας πλησιάσουμε λοιπόν με πολλή, πολλή, πολλή αγάπη οι γονείς το σχολείο, το σχολείο τους γονείς και να δουν πού μπορούν να βρουν... Θεωρώ ότι δεν είναι τόσο ανυπέρβλητα τα προβλήματα. Ως... Δεν θα το πω ως συμβουλή, ως μια παρότρυνση, απλά.
Μετά τη συνταξιοδότηση πώς είναι η ζωή;
Η ζωή είναι ωραία, αλήθεια είναι ωραία! Ξαναλέω, μου λείπει το σχολείο, μου λείπουν οι μαθητές, μου λείπει αυτό το κομμάτι. Ωραία. Υπάρχουν όμως πάρα πολλά πράγματα στη ζωή σου που μπορείς να κάνεις. Άπειρα πράγματα. Κοιτάς και βλέπεις τι ενδιαφέροντα έχεις. Υπάρχει ο χρόνος, ο χρόνος. Ο χρόνος που πολλές φορές, θα πω, δεν μου φτάνει. Θα πει κάποιος: «Μα βγήκες στη σύνταξη!» Αρχικά το σπίτι χρειάζεται το φαγητό, το ένα, το άλλο, ξέρετε, αυτά τα κλασικά. Έχω βοήθεια από τον σύζυγό μου, δεν έχω παράπονο. Και από την κόρη μου. Έχει μεγαλώσει πια, ένα κορίτσι το ‘χω, μια κόρη έχω, είναι τώρα πια αρκετά μεγάλη, βοηθάει. Δεν μπορώ να πω. Λοιπόν. Παρ’ όλα αυτά, ασχολούμαι αυτήν τη στιγμή με πράγματα που αγαπώ πολύ, όπως ας πούμε τη φωτογραφία. Φωτογραφία ήταν το χόμπι μου, ασχολούμαι τα δέκα τελευταία χρόνια μ’ αυτό. Τελείωσα και το ΔΙΕΚ Καστοριάς στο τμήμα Φωτογραφίας. Παράλληλα, ο ένας χρόνος ήτανε παράλληλα με την τελευταία χρόνια που υπηρετούσα, έπιασε και ο Covid και κάναμε διαδικτυακά τα μαθήματα. Και στο σχολείο και τα μαθήματα στο ΙΕΚ. Τη δεύτερη χρονιά φοίτησα κανονικά, γιατί πλέον είχα αφυπηρετήσει και λειτουργούσαμε και κανονικά.
Τι σας ώθησε ν’ ασχοληθείτε με τη φωτογραφία;
Ναι, τι με ώθησε ν’ ασχοληθώ με τη φωτογραφία… Αρχικά, θεωρώ αυτά που έβλεπα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ναι, είπα προηγουμένως ότι ήτανε καλά τα παιδικά χρόνια. Ως ενήλικη όμως βοηθάν και τα παιδιά. Η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει σε πάρα πολλούς τομείς, σε άπειρους τομείς, αρκεί την τεχνολογία να τη χειρίζεσαι και να μη σε χειρίζεται. Αυτό ισχύει για όλες τις ηλικίες. Έτσι λοιπόν, άρχισα να βλέπω κάποιες φωτογραφίες της Καστοριάς κυρίως, γιατί είναι ένας πανέμορφος τόπος, η πόλη μου στην ουσία με οδήγησε να ασχοληθώ με τη φωτογραφία, η ομορφιά της. Ξεκίνησα λοιπόν ως φωτογράφος τοπίου κυρίως από τις–
Θυμάστε την πρώτη φορά;
Πώς;
Την πρώτη φορά; Θυμάστε;
Την πρώτη φωτογραφία... Θεωρώ ότι η πρώτη μου... οι πρώτες μου πιο σοβαρές ασχολίες με τη φωτογραφία ήταν στον γύρο της λίμνης. Ηλιοβασίλεμα. Λατρεύω το ηλιοβασίλεμα και την ανατολή. Εδώ που ζω, στους Μανιάκους, έχουμε δυτικό προσανατολισμό, έχουμε απίστευτα ηλιοβασιλέματα. Αλλά δεν βλέπω ανατολή. [00:50:00]Ο πόνος μου ο μεγάλος είναι ότι δεν βλέπω ανατολή. Έχω δει ανατολές πολλές, σε διακοπές που έχω κάνει, να είμαι πάρα πολύ νωρίς στην πόλη για να δω την ανατολή. Θεωρώ ότι είναι πολύ αναζωογονητικό το να βλέπεις την ανατολή, δεν το λέω ως φωτογραφία, ως άνθρωπος, πολύ... Το ξημέρωμα μιας καινούριας μέρας σου δείχνει αυτήν την προοπτική που έχει η ζωή. Το ηλιοβασίλεμα πάλι, το φιλοσοφώ ως εξής: Είναι το τέλος της ημέρας, το οποίο όμως για μένα σηματοδοτεί την έλευση της επόμενης, που είναι πάλι η αρχή. Έτσι λοιπόν ξεκίνησα φωτογραφίζοντας κλασικά, όπως οι περισσότεροι, τα ηλιοβασιλέματα, τα δέντρα, τη λίμνη, τις πάπιες. Προσφέρει πάρα πολλά η Καστοριά. Προσφέρει όμως όχι μόνο στον τομέα του νερού της λίμνης, αλλά γενικά, με τ’ αρχοντικά της, με.... Άπειρα σημεία για να φωτογραφίσεις. Στη συνέχεια, βρέθηκα στη Φωτογραφική Λέσχη Καστοριάς, από μια συνάδελφο η οποία έχει φύγει –συνάδελφο δασκάλα εννοώ– η οποία έχει φύγει από τον νομό πια. Και μου λέει: «Αγγελική, θα κάνουμε μια έκθεση φωτογραφίας με θέμα τη γούνα». Μ’ έβλεπε που φωτογράφιζα, έβλεπε και τις φωτογραφίες μου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Θέλεις να συμμετέχεις;» Λέω: «Ναι». Γιατί να πω όχι εξάλλου. Και πραγματικά, η Φωτογραφική Λέσχη με δέχτηκε... Δεν είχα κάνει κανένα μάθημα φωτογραφίας μέχρι τότε, φωτογράφιζα ενστικτωδώς. Όλοι μου λέγανε: «Έχεις μάτι», ξέρω ‘γώ... Εντάξει, μάτι... Δεν φτάνει το μάτι. Δεν φτάνει το ένστικτο, πρέπει να υπάρχει και η γνώση από πίσω. Όπως και για το κάθε ταλέντο, θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει και η γνώση και η μάθηση. Έτσι λοιπόν, πραγματικά με δέχτηκε η Φωτογραφική Λέσχη και στην πρώτη έκθεση με θέμα «Έργο θαλπερό, έργο οικείο»... Αυτός ήταν τίτλος της έκθεσης για η γούνα για την Καστοριά είναι ένα έργο θαλπερό και έργο οικείο. Συμμετείχα λοιπόν στην πρώτη έκθεση της Λέσχης, με τέσσερις φωτογραφίες μου και εγώ όπως και οι υπόλοιποι και έτσι... Αποφάσισα ν’ ασχοληθώ πλέον λίγο πιο σοβαρά με τη φωτογραφία. Έτσι πήγα στις συναντήσεις της Φωτογραφικής Λέσχης Καστοριάς, σεμινάρια πολλά, πολλά, με εξαιρετικούς δασκάλους. Δεν θέλω να πω τα ονόματα αυτήν τη στιγμή, εξαιρετικούς πραγματικά, οι οποίοι μας στήριξαν, μας έδειξαν πολλά πράγματα, αλλά και με δουλειά προσωπική. Δηλαδή θα βγάλεις χίλιες φωτογραφίες, να κρατήσεις εκατό, από αυτές να αξίζουνε οι δέκα. Άντε να εκθέσεις δυο τρεις απ’ αυτές, έτσι πάει. Θέλει πολλή δουλειά, πολλή μελέτη, να έχεις γνώσεις της ιστορίας της φωτογραφίας, να δεις πολλούς φωτογράφους του εξωτερικού, της Ελλάδας –γιατί έχουμε και στην Ελλάδα πάρα πολύ καλούς φωτογράφους–, να βγάλεις φωτογραφίες, να πετάξεις φωτογραφίες, να πετάξεις πολλές, βοηθάει η ψηφιακή φωτογραφία σ’ αυτό. Παλιότερα ήταν πολύ πιο δύσκολα τα πράγματα με τα φιλμ–
Με ψηφιακή...
Το να κάνεις ένα κλικ τότε ήταν πολύτιμο. Αυτό έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του. Έχει τα καλά του, γιατί θ’ αποφασίσεις να κάνεις ένα κλικ, το οποίο σου είναι πολύτιμο γιατί θα πάει το φιλμ χαμένο άμα κάνεις πενήντα, όπως μπορούμε σήμερα να κάνουμε με την ψηφιακή, πενήντα κλικ. Τα οποία, εντάξει, τα πετάς από τον υπολογιστή και τελείωσε. Τότε στοίχιζε, αυτό έχει και το καλό δηλαδή ότι πρέπει να κρίνεις πότε θα κάνεις το κλικ. Από την άλλη όμως, ήταν αυτό το αρνητικό... Το θετικό είναι… Δηλαδή το θετικό της αναλογικής ήταν ότι θ’ αποφάσιζες ποιο είναι το κάδρο σου και θα έκανες εκείνο το κλικ, άρα έπρεπε εκ των προτέρων να έχεις αποφασίσει κάποια πράγματα, που αυτό σε βοηθάει, γιατί επικεντρώνεσαι, φτιάχνεις το κάδρο σου και τραβάς το κλικ. Στην ψηφιακή έχεις τη δυνατότητα, βρίσκεις κάτι, μπορείς να το τραβήξεις από δω, να πας λίγο πιο κει, να... Έχεις τη δυνατότητα να επιλέξεις αργότερα, το οποίο θέλει χρόνο πάλι, να κάτσεις μπροστά στον υπολογιστή, να επιλέξεις, να πετάξεις, να επεξεργαστείς και λοιπά.
Όταν πραγματοποιήθηκε η πρώτη έκθεση στην οποία λάβατε μέρος–
Ναι.
Και είδατε τις φωτογραφίες σας–
Ναι. Τις φωτογραφίες εκτυπωμένες.
Ναι.
Ω, Θεέ μου!
Πώς νιώσατε τη νύχτα στο σπίτι όταν γυρίσατε;
Όχι, όχι, όταν γύρισα. Όταν στο φωτογραφείο τις είδα εκτυπωμένες, σε μέγεθος 30x45. Το θυμάμαι. Άλλη μια στιγμή ευτυχίας. Μπορώ να τη βάλω, έτσι, στις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου, όπως, ας πούμε, είπα προηγουμένως την ευτυχία με το στάρι. Ή την ευτυχία όταν βάφτισα το παιδί μου. Ήταν κι εκείνο μια πάρα πολύ ευτυχισμένη στιγμή. Πετάγομαι λίγο απ’ το ένα στο άλλο, αλλά έτσι μου έρχονται. Πολύ ευτυχισμένη στιγμή η βάφτιση του... της μοναχοκόρης μου. Με κουμπάρο έναν εξαιρετικό μου φίλο, φίλοι βάφτισαν το παιδί μου, και η γυναίκα του και ο κουμπάρος μου πολύ αγαπημένα μου πρόσωπα. Στην Πορειά, όπως είπα προηγουμένως, με καλεσμένους, πέρα από τους συγγενείς, το χωριό εκεί, με το οποίο ήμασταν πολύ δεμένοι. Άλλη μια ευτυχισμένη... Έχω αρκετές ευτυχισμένες στιγμές. Αυτές μου ήρθαν τώρα. Μια απ’ αυτές ήταν και οι εκτυπωμένες μου φωτογραφίες. Ευτυχία, γιατί; Στον υπολογιστή θα τις δεις τις φωτογραφίες, τις βλέπεις σε αρκετά μεγάλο μέγεθος, όσο μέγεθος είναι η οθόνη σου. Αλλά όταν τις πιάνεις στο χαρτί, όταν τις μυρίζεις, όταν τις βλέπεις, μπορείς να δεις τη λεπτομέρεια αλλιώς, και να τη δεις από κοντά, να τη δεις... Είναι άλλη αίσθηση. Είναι καταπληκτική αίσθηση. Όπως πολύ ωραία αίσθηση είναι και οι εκθέσεις για τους φωτογράφους. Το άκουσα προχθές σε ένα βιντεάκι του Ριβέλλη, του Πλάτωνα Ριβέλλη, που έλεγε ότι: Να γίνονται εκθέσεις! Γιατί; Γιατί δίνουν χαρά στον φωτογράφο. Θα ρθούν γνωστοί, θα ρθούν φίλοι, θα ρθούν, θα σου πουν τα καλά τους λόγια, θα σου πουν ενδεχομένως και την κριτική τους και την άποψή τους όσοι ξέρουν από φωτογραφία. Και θα σου πουν και θα… Κι αυτό θα σε βοηθήσει, η κριτική, ότι: «Αυτό, Αγγελική, δεν έπρεπε να το κάνεις έτσι. Έπρεπε να δώσεις περισσότερο φως στις λεπτομέρειες, για να αναδειχτούν οι λεπτομέρειες». Τελευταία μου το είπαν αυτό και δίκιο είχε ο φίλος που το είπε. Στις επόμενες φωτογραφίες που επεξεργάστηκα, το πρόσεξα. Και έδωσα λίγο περισσότερο φως στους ενδιάμεσους τόνους, ξέρω γω, για να φανούν πιο πολύ οι λεπτομέρειες. Ναι, και μαθαίνεις και χαίρεσαι. Και γιατί; Γιατί φωτογραφίζουμε, δεν φωτογραφίζουμε για μας. Δεν φωτογραφίζω για μένα. Ωραία, άντε τις είδα εγώ. Και; Το θέμα είναι τις φωτογραφίες να τις επικοινωνήσεις με τον κόσμο. Επικοινωνείς αυτό που εσύ βλέπεις πίσω απ’ τον φακό, το οποίο είναι ένα κομμάτι της πραγματικότητας, δεν είναι... Λες: φωτογραφίζω αυτό που βλέπω. Ναι, είναι πραγματικότητα. Όχι, δεν είναι η πραγματικότητα. Γιατί; Κι αυτό το έχω ακούσει και το ενστερνίζομαι. Όταν βλέπουμε με τα μάτια μας, βλέπουμε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι γύρω μας. Όταν ο φωτογράφος επιλέξει το συγκεκριμένο κομμάτι, αυτό κατευθείαν είναι μια ψευδαίσθηση, γιατί είναι αποσπασμένο το κομμάτι αυτό από ό,τι υπάρχει γύρω του. Άρα αυτό που βλέπεις σε μια φωτογραφία είναι αυτό που βλέπει ο φωτογράφος. Στην ουσία η φωτογραφία είναι ο φωτογράφος. Αυτό που επιλέγω να φωτογραφίσω είναι αυτό που είμαι εγώ. Άρα αυτός που βλέπει τις φωτογραφίες μου, στην ουσία διαβάζει εμένα.
Βλέπει την Αγγελική.
Βλέπει την Αγγελική. Κι έτσι είναι. Κι έτσι πρέπει να είναι. Πάλι το «πρέπει». Εδώ ισχύει όμως, έτσι πρέπει να είναι. Πρέπει πίσω απ’ τη φωτογραφία, βλέπουμε τον φωτογράφο. Αγαπώ και πάρα πολλούς φωτογράφους. Αγαπώ πολλούς από τους δασκάλους με τους οποίους έκανα μάθημα και «με έδειραν», εντός εισαγωγικών, γι’ αυτά που έβγαζα. Όταν μου είπαν: «Κοίταξε, αυτό δεν είναι φωτογραφία». Ναι, αλλά γιατί δεν είναι φωτογραφία; Μου το εξήγησε, δεν είναι φωτογραφία γι’ αυτόν και γι’ αυτόν και γι’ αυτόν τον λόγο. Άρα, λέω, εδώ κάτι πρέπει ν’ αλλάξεις, Αγγελική. Πρέπει να το δεις λίγο αλλιώς, πρέπει να... Όταν μου είπε ότι: «Εντάξει, ωραία, μα δεν έχει θέμα η φωτογραφία σου»... Οι πρώτες μου φωτογραφίες πολλές φορές πραγματικά δεν είχαν θέμα. Κάνει, μας κάνει καλό τους φωτογράφους να βλέπουμε τις πρώτες μας φωτογραφίες.
Θα έλεγα: «Τραβάω τα μαλλιά μου». Αλλά δεν μπορώ να το πω –παρένθεση, θα την κάνω την παρένθεση–, γιατί πλέον δεν έχω μαλλιά. Να την κάνω την παρένθεση, εδώ λοιπόν, επί Covid, που ήταν κάτι που με τρόμαξε πάρα πολύ στην Καστοριά, θεωρώ. Δεν το αντιμετώπισαν όλοι οι άνθρωποι το ίδιο, ας πούμε στην οικογένειά μου, ο σύζυγος και η κόρη μου το πήραν πολύ ψύχραιμα. Εμένα με κατέβαλε το θέμα του Covid. Άκουγα συνεχώς και διάβαζα στο διαδίκτυο, και μου ’λεγε η κόρη μου: «Βρε, κλείσ’ το, κλείσ’ το, κλείσ’ το! Μη! Φτάνει, φτάνει, φτάνει! Μη μαθαίνεις άλλο, μη διαβάζεις!». Κι άλλος πέθανε κι άλλος πέθανε κι άλλος πέθανε. Στην Καστοριά το βιώσαμε, θεωρώ, πολύ τραγικά. Ήμασταν από τις πρώτες πόλεις, ήταν το πρώτο κρούσμα στη Θεσσαλονίκη, τα δεύτερα ήταν εδώ. Και γύρω περιοχή. Και ν’ ακούς κάθε μέρα να πεθαίνουν και να λες: «Τι γίνεται;» Είχα δει εν τω μεταξύ και κάποιες ταινίες, ας πούμε, με βιολογικό πόλεμο, με ανθρώπους που πεθαίνανε, έτσι, με τραγικές συνθήκες και λέω: «Τι γίνεται; Ήρθε το τέλος. Τέλος. Ήρθε το τέλος». Μας [01:00:00]τρόμαξαν πολύ, ίσως καλώς, με την έννοια ότι μας έκαναν να κλειστούμε, να κλειστούμε στο σπίτι, κι αυτό μας προφύλαξε εν πολλοίς. Στην Καστοριά θυμάμαι ότι δεν είχαμε καν το δικαίωμα να στείλουμε το μήνυμα ότι θα βγούμε βόλτα για περπάτημα, μας το είχαν κόψει ένα διάστημα. Και από κει που ήμουνα ένας άνθρωπος ο οποίος πήγαινε στη δουλειά του, έβλεπε τον κόσμο, έβλεπε τα παιδιά, τους συναδέλφους, έβγαινε έξω να περπατήσει, να βγάλει τις φωτογραφίες του –έχει σχέση με τη φωτογραφία όλο αυτό που βίωσα–, ξαφνικά να κλειστείς μέσα στο σπίτι και να φοβάσαι για όλους όσους αγαπάς. Και αγαπώ πολλούς ανθρώπους πέρα απ’ την οικογένειά μου και τους δικούς μου. Αγαπώ τους φίλους μου, τους συναδέλφους μου, τα παιδιά... Και να να φοβάσαι. Και να λες: «Τώρα τι κάνω;» Φοβόμουν για το παιδί μου πάρα πολύ. Φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη. Ήρθε στο σπίτι και κλείστηκε μέσα. Και θα το πω, εκεί που της είχαν περάσει όλες οι αλλεργίες και το άσθμα που είχε, ξαφνικά μας γύρισαν όλα πίσω στην παιδική μας ηλικία. Και να προσπαθώ να θυμηθώ. Τι έκανα; Τι της έδινα; Της έδινα αυτό. Τι άλλο έκανα; Έδινα αυτό, εκείνο, άρχισε με εισπνεόμενα, ξέρω γω, την έπιασαν όλα αυτά. Εμένα με έπιασε λοιπόν, ξαφνικά αρχίζω να χάνω τα μαλλιά μου. Να χάνω τα μαλλιά μου, να χάνω τα μαλλιά μου, κάποια στιγμή κάπως ελάφρυναν τα πράγματα, πηγαίνω στη δερματολόγο, μου λέει: «Αλωπεκία». Εντάξει, γυροειδής αλωπεκία, δεν... Μάλλον αλωπεκία. Κάνω εξετάσεις για αυτοάνοσο. Οι εξετάσεις βγήκαν καλές, δεν δείχνουν κάποιο αυτοάνοσο. Το στρες, φταίει το στρες, φταίει το στρες, όλο αυτό που βίωσα από τον κορονοϊό, ακολουθώ και μια αντι-αγχωτική θεραπεία. Ηρεμώ λίγο, αλλά βλέπω ότι τα μαλλιά συνεχίζουν να πέφτουν. Μου δίνει η γιατρός κορτιζόνη, ξαναβγαίνουν τα μαλλιά, ωραία, ναι, αλλά η κορτιζόνη δεν μπορείς να την παίρνεις εφ’ όρου ζωής. Γιατί δημιουργεί άλλα προβλήματα. Με το που μειώνουμε τη δόση της κορτιζόνης, ξαναπέφτουν τα μαλλιά. Όχι μόνο τα μαλλιά, γενικά σε όλο το σώμα, απώλεια τριχών παντού. Ωραία. Η διάγνωση... Αργότερα πηγαίνω στο «Παπαγεωργίου», με έστειλε η δερματολόγος από δω στο «Παπαγεωργίου» και γίνεται η διάγνωση: καθολική ολική γυροειδής αλωπεκία. Σπάνια σχετικά πάθηση. Αν και βλέπω γύρω μου τελευταία αρκετούς ανθρώπους με την πάθηση αυτή. Και χάνω όλα μου τα μαλλιά. Ακολούθησα κάποιες θεραπείες. Όχι, δεν μπορούν να γίνουν μακροχρόνια, θεωρώ εγώ, υπάρχει φάρμακο, όμως –όσοι θέλουν να το ακολουθήσουν μπορούν να το βρούνε– προσωπικά επέλεξα να το σταματήσω, γιατί οι παρενέργειες που πιθανώς να προκληθούν, δεν λέω ότι θα προκληθούν, σταθμίζοντάς τα, έκρινα –προσωπικά, δεν μου είπε κανένας γιατρός: «Σταμάτα τα»– έκρινα ότι δεν αξίζουν τον κόπο να συνεχίσω τη θεραπεία. Οφείλω να πω για το νοσοκομείο «Παπαγεωργίου» και γενικά για όλους τους γιατρούς του ΕΣΥ που χρειάστηκε να αποταθώ είτε για αυτή είτε για οποιαδήποτε άλλη ανάγκη τους είχα, θεωρώ ότι είναι ήρωες. Θεωρώ υποχρέωσή μου να πω μια καλή κουβέντα για την ευγένειά τους, για την ανθρωπιά τους, για τον τρόπο που με αντιμετώπισαν. Να πω ότι δεν έχω πληρώσει κάτι, ότι δεν έχω δώσει ούτε φακελάκια, ούτε τίποτα. Η ευγένεια απ’ το προσωπικό, το νοσηλευτικό προσωπικό στο «Παπαγεωργίου», να γίνεται χαμός, χαμός από κόσμο, είτε από Covid, είτε απ’ το ένα είτε απ’ το άλλο, και όλοι να σε αντιμετωπίζουνε με ευγένεια και με χαμόγελο και με καλή πρόθεση. Μου έκανε πάρα πολλή εντύπωση και λέω, αυτοί οι άνθρωποι πώς δεν τρελαίνονται με τόση δουλειά; Ειλικρινά το λέω! Τελευταία χρειάστηκε να κάνω... ν’ αφαιρέσω έναν σπίλο, το οποίο φοβηθήκαμε μήπως ήταν κάποια κακοήθεια, τελικά δόξα τω Θεώ δεν ήτανε, στο νοσοκομείο της Καστοριάς, και να χειρουργηθώ, έτσι, μια πολύ μικρή επεμβασούλα, αλλά το παιδί –και θα το πω παιδί γιατί ήταν πολύ νεαρός ο γιατρούλης, θα τον πω έτσι, όχι γιατί είναι μικρός, λόγω ηλικίας–, μα μου φέρθηκε με τόσο αγάπη. Και εγώ να λέω: «Φοβάμαι», και να μου λέει: «Γιατί φοβάστε; Άμα πονάτε θα μου το πείτε, θα κάνω κι άλλη τοπική ένεση, κι άλλη...» Με πολλή, πολλή αγάπη. Όταν αφαίρεσα τα ράμματα, πραγματική αγάπη, ρε παιδιά. Δεν είναι ότι θέλω να το δω έτσι. Ίσως να θέλω να το δω και λίγο έτσι, γιατί θεωρώ την αγάπη τη σημαντικότερη αρχή και τρόπο ζωής για κάθε άνθρωπο. Αν δεν υπάρχει αγάπη προς τον εαυτό σου πρώτα, προς τους γύρω σου, προς τα παιδιά σου, προς την... προς τους ανθρώπους σου γύρω, γνωστούς και αγνώστους, θεωρώ ότι δεν μπορείς να ζήσεις.
Κυρία Αγγελική, ζήσατε μια γεμάτη ζωή.
Ναι.
Με πολλή αγάπη.
Ναι, ναι.
Θα αλλάζατε τίποτα;
Στη ζωή μου; Δύσκολα. Δύσκολα, πολύ δύσκολα. Θεωρώ ότι έχω ζήσει πάρα πολλά. Έχω... Θα μου πεις: «Σου φτάνουν αυτά;» Ναι. Ναι, στη ζωή μου επίσης κάτι που μου έμαθε η οικογένειά μου είναι να είμαι ολιγαρκής. Να λέω δόξα τω Θεώ, αυτό μπορεί για κάποιους ν’ ακουστεί κάπως, αναφέροντας στο Θεό, εντάξει, κάποιοι μπορεί να μην πιστεύουν, ας μη λένε δόξα τω Θεώ, ας πουν: «Ευχαριστώ για αυτά που έχω», όχι στον Θεό. Αλλά –το λέω και στους μαθητές μου πάντα– εντάξει, εγώ πιστεύω στον Θεό, δικαίωμα του καθενός να πιστεύει ή να μην πιστεύει. Λοιπόν. Εγώ λέω δόξα τω Θεώ και ευχαριστώ για αυτά που έχω, δεν κάνω την προσευχή μόνο όποτε έχω ζόρι. Όχι, θα πω κι ευχαριστώ. Θα πω κι ευχαριστώ κάθε μέρα, για την κάθε μέρα, γι’ αυτά που έχω. Θα μου πεις, σου φτάνουν; Ναι, μου φτάνουν. Αν θελήσω το παραπάνω, θα αγωνιστώ, θα εργαστώ για να το αποκτήσω. Αυτό είναι μια φιλοσοφία ζωής που την είχα πάντα. Και αυτό σε βοηθάει να είσαι ικανοποιημένος μ’ αυτά που έχεις και ικανοποιημένος, κι αυτό σου δίνει ηρεμία, δεν σου δημιουργεί άγχος. Δηλαδή να θέλω ν’ αποκτήσω όλο παραπάνω κι όλο το κάτι παραπέρα, αυτό από μόνο του δημιουργεί άγχος. Όχι, είμαι ικανοποιημένη πολύ, πάρα πολύ μ’ αυτά που έχω. Θα μου πεις, δυσκολεύτηκες ν’ αποκτήσεις ένα παιδί; Ναι, δυσκολεύτηκα. Ναι, χειρουργήθηκα. Ναι, έκανα εξωσωματικές. Ναι, παιδεύτηκα, παιδεύτηκα πολύ. Πάντα έλεγα όμως, σε όποια... Είχα πέντε εξωμήτριες κυήσεις... Όχι εξωμήτριες, κυήσεις που δεν προχώρησαν. Είχα και εξωμήτριο, να σπάσει η σάλπιγγα, να έχει φτάσει το αίμα στο στομάχι, μου το ‘πε αργότερα ο χειρούργος. Μου έλεγε ο γιατρός: «Δεν πειράζει, μωρέ Αγγελική, ας μην το...» Πονούσα. Πονούσα. Είχα πόνους. Ήταν πρώτη εγκυμοσύνη αυτή. Πονούσα. «Μωρέ Αγγελική, άμα κάνουμε υπέρηχο μπορεί να μην το δούμε και να απογοητευτείς». Τελικά, τη μέρα που έσκασε η σάλπιγγα, με φρικτούς πόνους πήγα και έκανα υπέροχο, έπιασε καρδιακό παλμό, άρα το έμβρυο είχε μεγαλώσει αρκετά. Ναι, αλλά ήταν στη σάλπιγγα. Και καθώς μεγάλωνε, έσπασε η σάλπιγγα. Και το αίμα έφτασε στο στομάχι, όπως μου είπε αργότερα ο χειρούργος. Το ξαναλέω τι μου έκανε εντύπωση. Εγχείρηση, εντάξει. Τέλος πάντων, απέκτησα ένα παιδί, δόξα τω Θεώ. Να πω ένα χαρακτηριστικό, θα το πω. Είμαι λοιπόν στην Αθήνα για εξωσωματική. Έχω πρόσφατα αφαιρέσει έναν κάλο απ’ το μικρό μου δαχτυλάκι με καυτηρίαση. Θα μου πεις, τι σχέση έχουν αυτά; Έχει, έχει, έχει. Είμαι λοιπόν... Για να σου εμφυτεύσουν τα ωάρια τα οποία είχανε κάνει με τα σπερματοζωάρια και ήταν έτοιμα πια για να εμφυτευθούν στη μήτρα, σε κάνουν με μια κατάσταση που λέγεται μέθη. Σου δίνουν λοιπόν κάποιο φάρμακο, δεν είσαι ναρκωμένος, αλλά είσαι ζαλισμένος καλά. Ξαπλώνω λοιπόν στο χειρουργικό κρεβάτι, εκεί που θα γινότανε η εμφύτευση και βλέπει ο νοσηλευτής τέλος πάντων που ήταν εκεί το έγκαυμα στο μικρό μου δάχτυλο. Και του λέω: «Κάλος». Και βλέπω τον μεγαλογιατρό που θα μου έκανε την εμφύτευση –τον οποίο τον είδα μόνο εκείνη τη στιγμή, όλη η άλλη διεργασία έχει γίνει με άλλους, και το λέω με θυμό, παρόλο που είπα για την αγάπη προηγουμένως– να κάνει μια χειρονομία όταν λέω: «Κάλο», χτυπώντας τον δείκτη του στην άκρη του μετώπου, για να δείξει την κίνηση: «Κάλο στο μυαλό». Εγώ είμαι σε μέθη. Βλέπω λοιπόν αυτήν την κίνηση. Και με όλο το χιούμορ μου, που επιστρατεύω πάντα στις δύσκολες στιγμές μου, του λέω: «Αυτόν τον έχω αφαιρέσει από καιρό». Δεν είχε να πει τίποτα. Τον κάλο στο μυαλό τον έχω αφαιρέσει από[01:10:00] καιρό. Αυτά. Παρένθεση.
Λέγαμε, λέγαμε, λέγαμε για το παιδί μου, για τις στιγμές ευτυχίας, για την ολιγάρκεια, για την... για όλα αυτά. Να ξαναγυρίσω στο θέμα της φωτογραφίας ή θέλεις κάτι άλλο; Να ξαναγυρίσω. Λοιπόν. Με τη φωτογραφία. Έχω συμμετέχει σε αρκετές... Συμμετάσχει σε αρκετές εκθέσεις ομαδικές και τελευταία πάλι, και τώρα ετοιμάζομαι και εγώ να συμμετέχω με την έκθεση του ΔΙΕΚ. Θα την αναφέρω γιατί; Γιατί είναι το θέμα τέτοιο που μας έβαλε ο δάσκαλος, ο αγαπημένος μου, αγαπημένος μου πολύ, αν ακούσει τη συνέντευξη θα καταλάβει, με θέμα: «Περιβαλλοντικό Πορτραίτο». Ανθρώπινο πορτρέτο δηλαδή. Στο περιβάλλον του ο άνθρωπος, το λέει η λέξη. Μέχρι πριν από μια βδομάδα, δεν τολμούσα να σηκώσω τη μηχανή να φωτογραφίσω άνθρωπο. Φωτογράφιζα τοπία, διάφορα, διάφορα, μέσα από αυτά. Κι άλλη μια φορά που στη λέσχη είχαμε θέσει έκθεση «Πορτρέτο», φωτογράφισα κούκλες, που φαίνονταν σαν άνθρωποι, δεν μπόρεσα να φωτογραφίσω, δεν τολμούσα –και χρησιμοποιώ παρελθοντικό χρόνο– να σηκώσω τη μηχανή να φωτογραφίσω άνθρωπο γνωστό μου ή άγνωστο πέρα από τους συγγενείς μου. Εντάξει, με τους συγγενείς, οκέι, εύκολα τα πράγματα. Δεν θα μου ’λεγε κανένας: «Μη φωτογραφίζεις». Έτσι λοιπόν, πριν μια βδομάδα μπαίνει αυτό το θέμα και λέω: «Υπάρχουν δύο επιλογές ή να μη συμμετάσχω στην έκθεση ή να σηκώσω τη μηχανή και να φωτογραφίσω ανθρώπους». Λέω: «Θα το κάνω». Αυτό που έλεγα προηγουμένως, ότι αν θέλω να κερδίσω, πρέπει να αγωνιστώ. Εγώ λοιπόν σ’ αυτήν τη φάση, σ’ αυτήν τη βδομάδα, αυτό το… τις δεκαπέντε μέρες, είμαι στο mood, που λένε και οι νέοι, να φωτογραφίσω ανθρώπους. Ωραία. Πολύ ωραία. Πέρα απ’ τις τεχνικές λεπτομέρειες, βουτάω τον δάσκαλο, τι θα κάνω σε έναν σκοτεινότερο χώρο. Δεν θέλω να χρησιμοποιώ φλας, δεν μου αρέσει το φλας. Το φλας ισοπεδώνει πολύ την εικόνα κατ' εμέ. Βέβαια υπάρχουν και μαέστροι στο φλας, εγώ δεν είμαι σε θέση να το χρησιμοποιήσω ακόμα, οι οποίοι κάνουν εξαιρετικές δουλειές με το φλας. Δεν... δεν το... δεν το αρνούμαι. Εγώ δεν είμαι σε θέση, θεωρώ, ακόμα να το χρησιμοποιήσω. Θα το κάνω κάποια στιγμή. Λοιπόν. Και έρχεται η ώρα. Παίρνω τη μηχανή, άγχος, άγχος, πώς θα το κάνω; Αλλά πρέπει να ξεπεραστεί. Και ξεκινώ εδώ, στο... που μένω. Λέω: «Θα πάω, θα φωτογραφίσω αυτούς που τους γνωρίζω μεν, μου είναι οικείοι άνθρωποι, αλλά θα ξεκινήσω απ’ αυτό». Αλλά λέω: «Δεν κάνω πρώτα μια βόλτα λίγο να περπατήσω;» Βρίσκω λοιπόν μια κοπέλα που κρατάει τρία σκυλάκια, φοιτήτρια μου έμοιασε. Λέω: «Συγγνώμη, έχω αυτό το θέμα, μια εργασία για το ΙΕΚ, θα κάνουμε έκθεση. Μπορώ να σε φωτογραφίσω;». Μου λέει: «Άμα γίνεται μόνο τα σκυλάκια». «Εμένα», της λέω, «το θέμα είναι “Περιβαλλοντικό Πορτραίτο”, άρα πρέπει να είσαι, θέλω να σ’ έχω μέσα». «Όχι», μου λέει. Όχι; Όχι. Τρώω μια φάπα. «Εντάξει», λέω, «άγνωστη ήτανε, δικαιολογημένα να μου αρνηθεί». Προχωράω. Λέω: «Θα πάω μέσα στο χωριό». Και ξεκινάω λοιπόν, εξηγώ στους γνωστούς –δεν θα πω φίλους, στους γνωστούς, με ξέρουνε, εντάξει, στον περίγυρό μου είναι– να τους φωτογραφίσω. Τους εξηγώ ότι ναι, θα γίνει μια έκθεση και λοιπά. «Μου επιτρέπεις;» «Σου επιτρέπω». Έβγαλα κάνα έξι, δεν έβγαλα πολλές, έξι εφτά φωτογραφίες έβγαλα. Οι άνθρωποι λοιπόν αυτοί με γνωρίζουν και τους γνωρίζω αρκετά καλά. Γυρνάω στο σπίτι και κατεβάζω τις φωτογραφίες στον υπολογιστή. Και βλέπω τα βλέμματά τους απέναντί μου. Μας το ’λεγε ο δάσκαλος, ο ίδιος που ανέφερα προηγουμένως, ότι στην ουσία αυτός που φωτογραφίζεις είναι αυτός που αντικατοπτρίζει εσένα, γιατί εσένα κοιτάει, άρα στην ουσία, ενώ είναι ο άλλος, είσαι εσύ μέσα σ’ αυτήν τη φωτογραφία. Και βλέπω τα βλέμματά τους απέναντί μου πώς με κοιτάνε. Αυτά τα βλέμματα όλη τη νύχτα δεν μ’ άφησαν να κοιμηθώ. Ήταν τόσο έντονα. Ένιωθα ότι μου έλεγαν πράγματα. Και ήταν πάρα πολύ ανήσυχο. Δηλαδή πήρα τόση ενέργεια, τόσο που δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω.
Υπερένταση.
Δεν ήταν μόνο η υπερένταση που μου δημιούργησε, ήταν αυτή η ενέργεια αυτό το… Η αγάπη πήρα που είδα; Ή δεν ξέρω. Δεν με αφήνουν να κοιμηθώ. Τις δείχνω λοιπόν αυτές τις φωτογραφίες στον δάσκαλο, μου λέει: «Είσαι έτοιμη, έχεις τέσσερις φωτογραφίες». Ξαναλέω, δεν είχα σηκώσει φωτογραφία να φωτογραφίσω άνθρωπο. Ένιωσα πάρα πολλή χαρά, πάρα πολλή χαρά. Είμαι ακόμα πολύ χαρούμενη γι’ αυτό το πρότζεκτ τώρα. Συνέχισα, έβγαλα μερικές ακόμα. Τέλος πάντων, είμαι έτοιμη. Τις φωτογραφίες θα τις δώσω σε όλους όσους έβγαλα, άσχετα αν θα μπουν στην έκθεση ή όχι. Το θεωρώ χρέος μου απέναντί τους. Και τις δείχνω και μου λέει: «Αγγελική, απ' τις... φαίνεται η εμπιστοσύνη που σου έχουν». Ίσως ήταν τελικά αυτό που εγώ δεν μπορούσα να το ονομάσω. «Φαίνεται», μου λέει, «ότι σε γνωρίζουν και φαίνεται αυτή η εμπιστοσύνη που σου έχουν». Και χάρηκα ξανά πάρα πολύ. Πολλή χαρά λοιπόν παίρνω και από τη φωτογραφία και χαίρομαι που έκανα αυτό το βήμα. Να φωτογραφίσω ανθρώπους. Ακούω πολλούς φωτογράφους στη Λέσχη που λένε: «Μα δεν μπορώ να σηκώσω τη μηχανή». Παιδιά, αν με ακούτε, αν το ακούσετε ποτέ, τολμήστε το! Ξεκινήστε απ’ το κοντινό σας περίγυρο. Αυτοί οι άνθρωποι που σας ξέρουνε. Και μετά, σιγά σιγά θα πάμε και σε... Βλέπω έναν άνθρωπο ενδιαφέροντα, θα τολμήσω πια, νιώθω ότι είμαι έτοιμη πια να του ζητήσω να τον βγάλω φωτογραφία. Γι' αυτό θεωρώ για μένα ότι είναι πολύ σημαντικό βήμα, γι’ αυτό και το μοιράζομαι τώρα. Εγώ λοιπόν δεν νιώθω πλήρης από τη φωτογραφία, νιώθω ότι μου έχει δώσει πάρα πολλές χαρές, με τις εκθέσεις που έχω κάνει, με τις φωτογραφίες που έχω βγάλει, μ’ αυτά που έχω ακούσει, μ’ αυτά που έχω μάθει. Είμαι λοιπόν επίσης και πολύ χαρούμενη απ’ τη ζωή μου και ευχαριστημένη. Έχω κάνει και ταξίδια. Τα οποία... Να είναι καλά το κορίτσι μου για πάρα πολλά πράγματα! Καταρχάς το κορίτσι μου εννοείται ότι είναι η ζωή μου ολόκληρη. Τη λατρεύω, όχι την αγαπάω, τη λατρεύω. Την αγαπώ πάρα πολύ. Δεν... δεν... δεν έχω λόγια άλλα να χρησιμοποιήσω. Είναι και... Όχι ότι είναι μοναχοπαίδι, και πέντε να είχα, και δέκα να είχα, το ίδιο θα τ’ αγάπαγα. Αλλά έτυχε στη ζωή μου να έχω ένα. Αυτό που θα πω... Που ήθελα να πω νωρίτερα και το ξέχασα, είναι ότι κάθε αναποδιά που μου τύχαινε, κάθε εγκυμοσύνη που πήγαινε στραβά, έλεγα, και μου έδινε κουράγιο το εξής: Δεν πειράζει, ο Θεός έχει κάτι άλλο για μένα, έχει κάποιο άλλο παιδί για μένα. Και ήρθε το παιδί. Προχωράμε. Αυτό το παιδί λοιπόν, κάποια στιγμή μεγαλώνει και μας λέει... Εντάξει, πηγαίνουμε διακοπές εδώ, πήγαμε Κέρκυρα, πήγαμε από δω, πήγαμε από κει. Φόβος πολύς δικός μου όσο ήτανε μωρό: Πώς θα πάμε ταξίδι; Τι θα βρω κει πέρα; Θα ’χει νοσοκομείο; Δεν θα έχω τον γιατρό μου! Πανικός. Σιγά σιγά, ξεθάρρεψα, έκανα το πρώτο μας ταξίδι οικογενειακώς στην Κέρκυρα. Μετά πήγαμε, ξέρω γω, Ναύπλιο, ξέροντας ότι η κόρη μου την άλλη χρονιά στο γυμνάσιο θα κάνει την Αρχαιοελληνική Ιστορία, λέω: «Θα την πάω να δει τις Μυκήνες. Δεν ξέρει πώς είναι». Τέλος πάντων, κάνουμε μερικά ταξίδια στο εσωτερικό, Θάσο, από δω από κει… Την Πρέβεζα, την είχαμε τη θάλασσα, ήμασταν τυχεροί, την είχαμε τη θάλασσα όποτε θέλαμε το καλοκαίρι, γιατί είναι άλλο να πρέπει να πας κάπου διακοπές για να έχεις θάλασσα. Στην Καστοριά να σημειώσω –θα το πω–, είναι πολύ σημαντικό κάποιος να έχει πάει στη θάλασσα και μετράγαν πάρα πολύ το πώς πέρασες το καλοκαίρι σου απ’ το μαύρισμά σου! Είναι αλήθεια αυτό. Άμα σ’ έβλεπαν μαυρισμένο: «Α, πέρασες καλά», ξέρω γω, «πήγες διακοπές!» Γιατί στην Καστοριά μάς λείπει θάλασσα, έχουμε τη λίμνη, αλλά δεν έχουμε θάλασσα. Να πω κάτι. Στη ζωή μου παίζει πολύ σημαντικό ρόλο το νερό. Όπου να σκεφτώ σχεδόν, όπου έχω ζήσει, πάντα θα υπάρχει δίπλα θάλασσα, ποτάμι, λίμνη. Το θεωρώ πολύ σημαντικό στοιχείο το νερό. Πολύ. Κάποια στιγμή –απ' το ένα στο άλλο, αλλά έρχονται αυθόρμητα– στο σχολείο είχα δευτέρα δημοτικού. Και κάνουμε ένα πρότζεκτ για το νερό, για τον κύκλο του νερού. Ωραία. Κύκλο, για τον για τον κύκλο του νερού. Τα πάω τα παιδιά, τον μαθαίνουμε τον κύκλο του νερού, τα σύννεφα, που ξαναϋγροποιείται, γίνεται νερό, όσο μπορούσα να το δούμε κι από κοντά, να πάμε και να δούμε κι ένα ποτάμι στις πηγές του. Και αποφασίζουμε να πάμε στην Κορομηλιά, στο ποτάμι. Δευτέρα δημοτικού, ξαναλέω, μικρά παιδάκια. Και πάμε στην Κορομηλιά να δούμε τις πηγές του Αλιάκμονα. Μπροστά αυτός που θα μας έδειχνε το ποτάμι και πίσω εγώ. Και από κάτω το ποτάμι σ’ ένα ύψος. Και να λέω: «Πού τα φέρνω τα παιδιά, Παναγία μου!» Όχι ότι φοβόμουνα μην πάθουν κάτι, αλλά, ξέρεις, το άγχος... Θα το πω εδώ. Το άγχος του δασκάλου είναι και πολύ μεγάλο, πάρα πολύ μεγάλο, για την ασφάλεια των παιδιών. Ο γονιός σού εμπιστεύεται το παιδί τις μισές του ώρες. Πολλές φορές οι δάσκαλοι βλέπουμε τα παιδιά πιο πολλές ώρες την ημέρα απ’ ό,τι το παιδί.[01:20:00] Και έχεις το άγχος της ασφάλειας του παιδιού, μη σου πάθει τίποτα. Πολύ μεγάλο άγχος και πολύ μεγάλη ευθύνη για τον δάσκαλο. Συνδυάζοντάς το λοιπόν, πήγαμε στις πηγές, το είδαμε το ποτάμι, γυρίσαμε, ωραία, όταν γύρισα, λέω: «Δόξα τω Θεώ, Παναγία μου!» Και σε κάθε εκδρομή το ’λεγα αυτό. Πάντα είχα το άγχος μη μου πέσει κάνα παιδί, μην πάθει κάτι το παιδί. Πήγαμε στις Πρέσπες, στον Άγιο Αχίλλειο. Κι αν εκεί από τη γέφυρα πέσει κανένα παιδί στο νερό; Παναγία μου, τι θα κάνω; Εγώ γι’ αυτό δεν κοιμήθηκα. Πολύ μεγάλη ευθύνη, το ξαναλέω. Δηλαδή είναι καλό να είσαι δάσκαλος. Κάθεσαι τρεις μήνες τον χρόνο, ναι, ναι, κάθεσαι, κάθεσαι, δεν το αρνούμαι. Πολύ... Όσον αφορά το ωράριο, είναι μια πολύ καλή δουλειά, πάρα πολύ καλή δουλειά. Αλλά όσον αφορά αυτού του είδους τις ευθύνες και το άγχος, θεωρώ ότι αυτό δεν πληρώνεται. Είπαμε, ο δάσκαλος πάντα μέσα μου μιλάει. Θα πω το εξής λοιπόν. Και έρχεται η ώρα που το παιδί μας μάς λέει: «Εγώ θέλω να κάνω ταξίδι στο εξωτερικό». Εγώ δεν μπαίνω σε αεροπλάνο, γιατί πήγα μια φορά στον Άγιο Ραφαήλ, στη Μυτιλήνη, στη Λέσβο, και στην επιστροφή, περνώντας πάνω απ’ το Άγιο Όρος, τι ωραία, έβλεπα τις μονές του Άγιου Όρους που δεν είχα αλλιώς την ευκαιρία να τις δω, και πέφτουμε σε κενά αέρος. Αχ, Παναγιά μου! Αχ, Παναγία μου! Μέχρι να προσγειωθούμε, μου ’φυγε η μισή ψυχή. Και λέω: «Εγώ δεν ξαναμπαίνω σε αεροπλάνο!» Το παιδί μου θέλει να πάμε ταξίδι στο εξωτερικό. Μάλιστα ήθελε Ιταλία. Βήμα. Θα μπεις σε αεροπλάνο. Θα μπω. Τι να κάνω; Θα μπω. Θα μπω με την ψυχή στο στόμα. Ευτυχώς ήτανε κοντινός ο προορισμός, δεν είναι… μια ώρα είναι η πτήση. Και φοβόμουνα και μ’ άρεσε. Γιατί το να βλέπεις και την Ελλάδα έτσι από ψηλά και να ξέρεις, ας πούμε, βλέπω την Κέρκυρα, βλέπω αυτό, βλέπω το ένα νησί, βλέπω το... Είναι φοβερή η αίσθηση, καταπληκτική αίσθηση το αεροπλάνο. Κάνουμε λοιπόν το ταξίδι, τον γύρο Ιταλίας, πολύ ωραία, να βλέπεις. Και ξέρεις τι άλλο είναι πολύ ωραίο; Αυτό που είπα και προηγουμένως για τις Μυκήνες. Ισχύει ότι όταν βλέπεις από κοντά όλα αυτά που έχεις διδαχτεί και τα έχεις μόνο ακούσει, είναι κι αυτό μια αίσθηση ευτυχίας.
Και τελείως διαφορετική, αν μου επιτρέπετε–
Και τελείως διαφορετική! Αλλά είναι πάρα πολύ ωραίο πράγμα αυτή η εμπειρία. Ιδίοις όμμασι να δεις όλα αυτά που έχεις μάθει. Θα πω κάτι. Σχετικό άσχετο. Μαθαίναμε πάντα στο δημοτικό, απ’ το δημοτικό, ότι το είδωλο όταν σχηματίζεται πάνω σε ένα... σε μια διαφανή επιφάνεια, το βλέπεις μικρότερο και ανεστραμμένο. Όπως το λέω τώρα, ξερά. Μικρότερο και ανεστραμμένο, άντε κι ένα σχέδιο στο βιβλίο. Στην έκτη δημοτικού έχει ενότητα για το φως και λέει πώς να κατασκευάσεις μια απλή φωτογραφική μηχανή. Στην ουσία είναι ένα κουτί με μια πολύ μικρή τρυπούλα –κουτί από παπούτσια είχα πάρει– βάζει μέσα ένα διάφραγμα από ρυζόχαρτο, το κλείνεις καλά από παντού, αφήνεις ένα μεγάλο άνοιγμα κι ένα μικρό για να βλέπεις. Και παίρνω –αυτό είναι camera obscura, αργότερα το ’μαθα αυτό, στη Φωτογραφική Λέσχη και στα μαθήματα, και κοιτάς μέσα απ’ αυτό το κουτί– και κοιτάω απέναντι, το σπίτι που είναι απέναντι, έχοντας φως. Και βλέπω πάνω σ’ αυτό το ρυζόχαρτο τη σκεπή του απέναντι σπιτιού ανεστραμμένη και μικρότερη απ’ το πραγματικό. Μιλάμε, ήμουνα μεγάλη, έτσι; Έκτη τάξη, δεν θα μου 40, θα ’μουνα 40, μπορεί και παραπάνω. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να το προσδιορίσω χρονικά. Και το βλέπω ανεστραμμένο πάνω στο ρυζόχαρτο και μικρότερο, και αρχίζω να χοροπηδάω. Και λέω: «Ρε συ, αλήθεια μας λέγανε αυτά τα βιβλία!». Κάτι ακόμα. Πάντα, εσύ... όσοι συνάδελφοι με ακούσουν, να τα κάνετε τα πειράματα που λέει το βιβλίο. Να τα κάνετε τα πειράματα, να τα βλέπουν τα παιδιά. Τα ‘κανα όλα τα πειράματα, με βλέπαν στο σχολείο, είχε κάτι πειράματα στην αρχή, να κουβαλάς, να ζυγίσεις 1 κιλό ρύζι, 1 κιλό ζάχαρη, 1 κιλό πατάτες, 1 κιλό βαμβάκι. Γιατί; Για να συνειδητοποιήσουν τα παιδιά ότι ο όγκος δεν έχει σχέση με τη μάζα. Η μάζα είναι 1 κιλό, αλλά ο όγκος μπορεί να είναι πολύ μικρότερος ή πολύ μεγαλύτερος. Και με βλέπανε να κουβαλάω. Και κάθε φορά που είχα έκτη τάξη κουβάλαγα όλο το σούπερ μάρκετ στο σχολείο. Γιατί; Για να τα δουν αυτά τα παιδιά, γιατί αν δεν τα δουν και είναι μόνο στο χαρτί, θα πάθουν ό,τι είχα πάθει εγώ, που ήταν το είδωλο μικρότερο και ανεστραμμένο, αλλά δεν θα μπορούν να το καταλάβουν. Κάποια στιγμή σε ένα σεμινάριο Φυσικής που είχα παρακολουθήσει, αυτός που μας το έκανε το μάθημα ήταν καθηγητής στη δευτεροβάθμια. Το παιδί μου φοιτούσε στη δευτεροβάθμια. Πειράματα; Απειροελάχιστα, όπως κι εμείς όταν πηγαίναμε. Και τον ρώτησα, του λέω: «Κοιτάξτε, στο δημοτικό μας... μπορούμε, τα κάνουμε τα πειράματα. Θεωρώ ότι η πλειοψηφία των συναδέλφων τα κάνει τα πειράματα αυτά. Στο γυμνάσιο και στο λύκειο γιατί δεν γίνονται; Και γυρίζει και μου λέει –δίκιο θα είχε σίγουρα– ότι δεν επαρκεί ο χρόνος. Αναγνωρίζω ότι έχει δίκιο, αλλά εκείνη τη στιγμή, λέω: «Δηλαδή γι’ αυτές τις έρμες τις Πανελλαδικές θυσιάζουμε όλη τη χαρά, τη γνώση, τη βιωματική γνώση που μπορεί να έχουν τα παιδιά». Και αυτό το θεωρώ εγκληματικό. Δεν θα χρησιμοποιήσω καμία μικρότερη λέξη απ’ αυτή, το θεωρώ εγκληματικό, το ότι τα παιδιά στο γυμνάσιο και στο λύκειο δεν μπορούν να έχουν αυτήν τη βιωματική γνώση. Στο δημοτικό το καταφέρνουμε. Πολλές φορές, τα παιδιά πάνε στο γυμνάσιο και λένε οι συνάδελφοί της δευτεροβάθμιας: «Α, δεν σας τα μάθανε στο δημοτικό αυτά». Στο δημοτικό... Πώς να το πω; Το αναλυτικό πρόγραμμα του δημοτικού είναι βασισμένο πάνω σε αυτά που λέω τώρα, στο βιωματικό, στο να κάνουν πρότζεκτ τα παιδιά, να πάνε να δουν την πηγή από πού βγαίνει το νερό, οπότε πρέπει να διατεθεί ο απαραίτητος χρόνος και τα μαθαίνουν βιωματικά. Η δευτεροβάθμια πρέπει να αλλάξει. Πρέπει να πάει προς την πρωτοβάθμια, ν’ αφήσουμε λίγο... Ν’ αλλάξει όλο το σύστημα βασικά πρέπει. Αυτές οι Πανελλαδικές, με αυτήν τη στείρα γνώση δεν μπορούν να προσφέρουνε στα παιδιά και στον άνθρωπο. Προσωπική μου άποψη. Θέλετε την κρατάτε όσοι με ακούσετε, θέλετε την πετάτε. Πάμε στα ταξίδια μου ξανά. Από κει και μετά κάναμε κι άλλο ταξίδι. Μετά πήρα το κολάι. Μετά ήταν πιο εύκολο. Την άλλη χρονιά ήθελε, το όνειρο της κόρης μου ήταν να πάει Στοκχόλμη. Την αγαπάει πάρα πολύ τη Σουηδία, απ’ αυτά που έχει ακούσει, απ’ αυτά που έχει διαβάσει. Και της έταξα ότι όταν θα κλείσει τα 18, το δώρο της θα είναι ένα ταξίδι στη Στοκχόλμη. Πραγματικά... Πήγαμε και Στοκχόλμη, μου άρεσε πάρα πολύ. Η Σουηδία μου άρεσε πάρα πολύ. Μου έκανε εντύπωση το πράσινο, η ηρεμία, το ότι είναι σε πάρα πολλά νησάκια. Θάλασσα. Να σας πω ότι πήγαμε και υποτίθεται, ας πούμε, ότι Σουηδία κρύο και λοιπά. Εκείνο τον καιρό μάθαινα ότι στην Καστοριά είχε πολύ περισσότερο κρύο και βροχές –Ιούνιος ήτανε– απ’ ό,τι είχε αντίστοιχα η Σουηδία, με κοντομάνικο να γυρνάς στην Σουηδία. Μου έκανε εντύπωση αυτό το… Το ήξερα, ξαναλέω, αλλά το βίωσα, η πολύ μικρή διάρκεια της ημέρας και η μεγάλη διάρκεια της νύχτας. Ανάποδα πήγαμε εμείς, εμείς πήγαμε καλοκαίρι όπου η μέρα ήτανε πολύ μεγάλη και η νύχτα πολύ μικρή. Ξημέρωνε απ’ τις 3.00. Νύχτωνε πάρα πολύ αργά, να είναι δέκα η ώρα και να είναι σούρουπο. Ναι, αυτό μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση, αλλά ήτανε, ήτανε πολύ ωραία εμπειρία. Στην Ιταλία επίσης μου άρεσε ότι οι Ιταλοί έχουν εκμεταλλευτεί τουριστικά και την παραμικρή πέτρα. Γι’ αυτούς και η παραμικρή πέτρα είναι ένα τουριστικό αξιοθέατο, το οποίο το εκμεταλλεύονται αναλόγως. Και το λέω γιατί ζω στην Καστοριά, μια πόλη που έχει άπειρα ιστορικά στοιχεία. Να σημειώσω ξανά ότι έχω γεννηθεί στην Αυγή που έχει βρεθεί και παλαιολιθικός οικισμός. Για ένα διάστημα εκτίθενται, εκτίθεντο εκεί τα ευρήματα. Αυτήν τη στιγμή δεν ξέρω πού είναι, αν εξακολουθούν να είναι εκεί πέρα, δεν το γνωρίζω. Ή εάν έχουν μεταφερθεί αλλού. Η Καστοριά σού προσφέρει. Δεν είναι διαφημιστικός οδηγός, ούτε τουριστικός οδηγός, απλά νιώθω τυχερή που ζω εδώ πέρα. Από την προϊστορία μέχρι τη σύγχρονη ιστορία μπορείς να βρεις μνημεία και στοιχεία στην Καστοριά, τα οποία θεωρώ ότι τα τελευταία χρόνια γίνονται προσπάθειες να προβληθούν προς τα [01:30:00]έξω. Και είναι κρίμα κι αμαρτία όταν στην Ιταλία βλέπω και το ζω ότι φωτίζουν τα πάντα, δείχνουν τα πάντα, κι εμείς εδώ ενώ τα έχουμε, βρε παιδιά, τα έχουμε, γιατί να μην τα δείχνουμε; Γιατί να μην τα προβάλλουμε πιο πέρα; Με όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας μας; Ένας λόγος που ασχολούμαι με τη φωτογραφία είναι κι αυτός. Θα μου πεις, είναι τουριστικές οι φωτογραφίες αυτές που προβάλλουν την Καστοριά; Ναι, μπορεί κάποιες να είναι τουριστικές. Μου έλεγε ένας σύμβουλος που είχα στο σχολείο: «Βρε Αγγελική, κάνεις την Καστοριά να φαίνεται τέλεια, διαφορετική απ’ αυτή που είναι». Ναι. Η φωτογραφία έχει τη δυνατότητα αυτή. Το θέμα είναι όμως την Καστοριά να μην τη δείχνουμε όμως μέσα απ’ τις φωτογραφίες μας μόνο, αλλά να την κάνουμε πραγματικά αυτό που μπορεί να είναι. Την αγαπώ πολύ την Καστοριά. Πάρα πολύ. Έχω ζήσει, έχω... Πώς να πω; Έχω μνήμες πολλές. Τη θαυμάζω την Καστοριά γι’ αυτό που είναι. Θαυμάζω την ιστορία της και όλα αυτά που έχει περάσει. Δηλαδή αν ξέρεις ότι έχει περάσει ο Ιουστινιανός από δω... Κι αυτό το ξέρουν πολύ λίγοι, θεωρώ, ότι Ιουστινιανός έχει περπατήσει στην Καστοριά. Το θεωρώ μαγικό. Μαγικό και μπορεί να σε ταξιδέψει αυτό το πράγμα και να σε κάνει να θέλεις –πώς να το πω;– ν’ αγαπήσεις ακόμα πιο πολύ. Όταν βλέπεις τα τείχη... Πόσοι δεν περνάμε, ξέρω γω, από τον μεντρεσέ ή βλέπουμε το ένα ή το άλλο, ή τα τείχη που υπάρχουν; Πόσοι ξέρουν ότι πραγματικά αυτά είναι βυζαντινά, είναι από εκείνα τα χρόνια; Διστάζω λίγο. Δεν θέλω να κατηγορήσω κανέναν, κανέναν, αλλά θεωρώ ότι λίγο η νοοτροπία, ήταν λίγο στο πιο πολύ πώς να βγάλουμε –θέλω και δεν θέλω να το πω– να βγάλουμε πιο πολλά λεφτά, να αξιοποιήσουμε με τη γούνα, μ’ αυτά–
Έφταιξε η γούνα;–
Να ζήσουμε πιο καλά. Ναι, η γούνα θεωρώ ότι ήταν η ευλογία και η κατάρα της Καστοριάς. Ναι, γιατί –θα το πω, μετά λόγου γνώσεως– όταν πήγαινα, όταν ήμουν στην τρίτη λυκείου και είπα: «Θέλω να...». Συζητούσαμε κει τα παιδιά: «Τι θα γίνεις;» Εγώ έλεγα: «Θέλω να σπουδάσω, θέλω να γίνω κάτι. Ας πούμε δασκάλα». Και μου λέει συμμαθητής μου, τον οποίο τον βρήκα αργότερα και του το ’πα: «Αυτά που θα βγάζεις εσύ σ’ έναν μήνα, εγώ θα τα βγάζω σε μια βδομάδα». Ωραία. Ειρωνεία δηλαδή. Ναι, αλλά όταν ήταν ευλογία η γούνα, ξαναλέω, γιατί πολύ χρήμα, υπήρχαν δουλειές πολλές, όλοι μπορούσαν εύκολα να εξασφαλίσουν προς το ζην. Από την άλλη όμως, αυτό το να σπουδάσω δεν ήταν τόση αναγκαιότητα όπως ήτανε σε άλλες περιοχές, όπως ας πούμε στην Ήπειρο. Η Ήπειρος δεν είναι τυχαίο το ότι έχει βγάλει τόσους πολλούς μορφωμένους ανθρώπους. Γιατί ήταν μια αναγκαιότητα, γιατί έπρεπε να σπουδάσεις για να μπορέσεις να ζήσεις. Δεν υπήρχαν οι δουλειές που υπήρχαν εδώ. Έτσι λοιπόν –άποψή μου, μπορεί να κατηγορηθώ και γι’ αυτό– όταν όμως κοιτάς μόνο το να βγάλεις χρήματα και δεν φροντίζεις γενικότερα το να σπουδάσεις, το να μορφωθείς, το να... Βρε χριστιανέ, πήγαινε, μάθε, σπούδασε, δες κάτι παραπέρα και μετά γύρνα δούλεψε γούνα, δεν θα σ’ εμπόδιζε κανένας. Θεωρώ ότι έμεινε λίγο πίσω σ’ αυτό το κομμάτι για ένα χρονικό διάστημα, όχι συνέχεια. Τελευταία βλέπω κάπως να αλλάζει. Άλλαξε λίγο αναγκαστικά, λίγο γιατί οι δουλειές πήγαν πίσω, λίγο γιατί η γούνα δεν μπορεί πλέον να αποδώσει αυτά που απέδιδε κάποτε. Στενοχωριέμαι και που τα λέω, που το λέω αυτήν τη στιγμή, είναι μια πικρή διαπίστωση. Από την άλλη όμως πάλι η Καστοριά μπορεί να προσφέρει πάρα πολλά πράγματα. Μπορεί να προσφέρει εναλλακτικό τουρισμό. Βουνά γύρω γύρω, δεν μπορούν να αξιοποιηθούν; Προφανώς και μπορούν. Δεν μπορούν να αξιοποιηθεί η λίμνη με διάφορα είδη τουρισμού με... δεν ξέρω, με σκι πάνω στη λίμνη, δεν ξέρω τι μπορεί να σκεφτεί ο καθένας από μας. Αρκεί τον τουρισμό να μην τον δούμε ως «Να τ’ αρπάξουμε». Μπορούμε να κάνουμε πάρα πολλά πράγματα. Εδώ σε αυτόν τον μικρό τόπο που ζούμε, τον ξεχασμένο τόπο που ζούμε, που τον θυμούνται –μιας και είμαστε και σε προεκλογική περίοδο– όποτε έχουμε εκλογές. Δεν μιλάω πολιτικά, για όλους το λέω. Μπορούν να γίνουν πάρα πολλά πράγματα, αρκεί να δουλέψει η Καστοριά προς τις σωστές κατευθύνσεις. Έχει και πανεπιστημιακά τμήματα, έχει και το ΙΕΚ το οποίο δίνει κατευθύνσεις. Ίσως να δούμε και κάποιες κατευθύνσεις πιο προς τον τουρισμό, αλλά να στηθεί σωστά αυτό το κομμάτι. Θεωρώ ότι το μέλλον μπορεί να είναι ο τουρισμός στην Καστοριά, αρκεί να στηθεί σωστά και να το δουν με ενδιαφέρον πραγματικά άνθρωποι.
Έχετε να μας πείτε κάτι άλλο; Να προσθέσετε κάτι άλλο;
Ως προς την Καστοριά, όχι.
Γενικά.
Τα ταξίδια μου, τα αυτά μου, νομίζω δεν έχω πολλά, είπα και πολλά.
Καλά κάνατε.
Είπα και πολλά, δεν ξέρω πόσο θα είναι ενδιαφέροντα. Γενικά, θέλω να πω ως συμπέρασμα ζωής, ότι η ζωή δεν σταματάει. Η ζωή δεν σταματάει μέχρι που θα κλείσεις τα μάτια σου. Μου το δίδαξε και αυτό η μητέρα μου, η οποία ακόμα σήμερα ό,τι μπορεί κάνει κυριολεκτικά για τους πάντες. Ό,τι μπορεί να κάνει, θα το κάνει. Δεν το ‘βαλε ποτέ κάτω και εγώ θεωρώ ότι δεν θα το βάλω εύκολα κάτω, αρκεί να μην είναι κάτι, ας πούμε, αυτό που θεωρώ ύψιστο το θέμα της υγείας, ύψιστο, ύψιστο. Είναι το μόνο πράγμα που θα με καταβάλει πραγματικά θα είναι κάποιο θέμα υγείας. Όλα τ’ άλλα θεωρώ ότι μπορούν να ξεπεραστούν με τον άλφα ή βήτα τρόπο. Δεν ξέρω τι άλλο να πω. Πολλά, θα μπορούσα να μιλάω επί ώρες, αλλά νομίζω ότι αυτό δεν είναι ούτε φρόνιμο ούτε σωστό. Είμαι πολύ γεμάτη απ’ τη ζωή μου, πάρα πολύ γεμάτη. Θα πω δόξα τω Θεώ.
Εγώ θέλω να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ, μέσα απ’ την καρδιά μου, που τα μοιραστήκατε όλα αυτά μαζί μου.
Να είσαι καλά. Σ’ ευχαριστώ κι εγώ, ευχαριστώ και το Istorima. Πολύ, το θεωρώ τιμή μου. Να είστε καλά όλοι σας, όλοι όσοι δουλεύετε γι' αυτό.
Σας ευχαριστώ και πάλι, κυρία Αγγελική.