Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Οι θαυματουργές γητειές της κυρίας Ουρανίας
Ενότητα 1
Η μητριά: Μια αληθινή ιστορία της οικογένειας Καλοχριστιανάκη
00:00:00 - 00:15:12
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Είμαι η Άννα Μαρία Δοντά. Η ημέρα σήμερα είναι 1 Ιουνίου του 2023 και ημέρα Πέμπτη και βρισκόμαστε στο όμορφο χωριό των Αρχανών…Πάρα πολύ καλή. Γιατί μας το λένε και άλλοι που την είχανε γνωρίσει. Τέτοιος άνθρωπος, σου λέει, καλός, αλλά ήτανε πολύ άτυχη, η κακομοίρα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Γητειές: Το ξεμάτιασμα με την πετσέτα και το αλάτ
00:15:12 - 00:19:02
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θεία, Ουρανία, θέλω να μου πεις και όμορφα πράγματα, τώρα, να πούμε και κάτι χαρούμενο. Ναι. Ξέρεις, λοιπόν, πολλές γητειές. Τι είναι οι γ…μαθα από μια μου θεία. Nαι. Και τις άλλες τις γητειές που ξέρεις; Ναι, ναι. Η θεία μου τα ‘ξερε όλα αυτά. Και τα έκανε; Τα ‘κανε, ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η γητειά για τους γούγλους και το κριθαράκι στο μάτι
00:19:02 - 00:21:56
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Με τους γούγλους, εδώ απ’ έξω απ’ το σπίτι μου ήρθανε δύο-τρία παιδάκια και τα γήτεψε. Και εγώ στο φιλιώτσο μου το ‘καμα, τα γήτεψα. Και λες…Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Γι’ αυτό υπάρχει, είναι της θρησκείας πράγματα. Δεν είναι χωρίς να τα πιστεύουμε αυτά τα πράγματα. Φεύγουνε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η γητειά για το καλογυναικάρι
00:21:56 - 00:26:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλω, θεία, θέλω να μου πεις και την άλλη τη γητειά με το καλογυναικάρι. Ναι! Αυτό, τώρα, είναι το πιο σπουδαίο. Τούτο βάνουμε εδώ. Λοιπόν.…για την Αθήνα δεν έχουνε κότες. Ναι, εκεί εμείς δεν βάζουμε. Δεν επιτρέπεται. Και δεν φοβάται το καλογυναικάρι. Αλλά για να υπάρχει, ότι…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Το ξεμάτιασμα με το λάδι
00:26:28 - 00:31:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι άλλα μυστικά ξέρεις τέτοια να μου πεις; Γητειές και τέτοια; Ξέρουμε άλλα τέτοια πράγματα; Η αδερφή μου ξέρει, καημένη μου, αλλά είδες, δ… όχι. Ναι, ναι. Αυτό το ‘χει ο άνθρωπος. Και έχει τα… θαυμασμό. Θαυμάζει. «Αχ», «Ωχ», φώναζε. Ό,τι και να ‘θελε να δει να κάνεις, το ‘κανε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Για τη γλωσσοφαγιά
00:31:41 - 00:36:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και για τη γλωσσοφαγιά τι μπορούμε να κάνουμε αντίστοιχα σε γητειές; Στη γλωσσοφαγιά έχουμε ένα πέταλο του αλόγου και το έχουμε από πίσω απ…. Ε, τώρα πια δεν το κάνω γιατί δεν το ζυμώνω και το ‘χω στο ψυγείο και χαλά και δεν θέλω να το πετώ. Καλά, το πάω και το καίω στο φούρνο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Το αντίδωρο, το χτύπημα του ξύλου και επίλογος
00:36:03 - 00:42:20
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Άμα είναι, και αντίδωρο άμα μείνει και μουχλιάσει και χαλάσει το πάω στο φούρνο και τα καίω. Πρέπει να τα καις. Δεν πρέπει να τα πετάς στα σ…; Όχι. Όπου να ναι, άμα θυμηθούμε και κάτι άλλο να το γράψουμε. Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Ουρανία μου. Παρακαλώ. Να είστε καλά. Επίσης.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα. Είμαι η Άννα Μαρία Δοντά. Η ημέρα σήμερα είναι 1 Ιουνίου του 2023 και ημέρα Πέμπτη και βρισκόμαστε στο όμορφο χωριό των Αρχανών, εδώ στο Ηράκλειο της Κρήτης, με την κυρία Ουρανία. Καλησπέρα, κυρία Ουρανία.
Καλησπέρα σας.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που θα μοιραστείτε μαζί μας τις γνώσεις σας και τη σοφία σας που έχετε από τα παλιά τα χρόνια. Θέλετε να μου πείτε δυο λόγια για σας;
Είμαι η Ουρανία η Καλοχριστιανάκη. Η καταγωγή μου είναι από τις Βούτες Μαλεβιζίου και έχω παντρευτεί στις Αρχάνες και ζω τώρα εδώ.
Και πόσων χρονών είστε;
Τώρα είμαι 84.
Και πότε ήρθατε στις Αρχάνες;
Ήρθα 16 ετών. Ήρθα στου θείου μου για να μάθω παντελονού. Είχε ραφείο στην πλατεία των Αρχανών και η θεία μου ήτανε τόσο πολύ καλή γυναίκα που με αγάπησε, με λυπήθηκε για να μην πηγαίνω στην εξοχή και με πήρε κοντά της. Και την είχα σα μητέρα μου. Και μου φέρθηκε πιο καλά και από την ίδια μου τη μάνα. Ήταν τόσο πολύ καλός άνθρωπος.
Και έτσι βρεθήκατε στις Αρχάνες.
Και έτσι βρέθηκα στις Αρχάνες. Παντρεύτηκα έναν πάρα πολύ καλό άνθρωπο αλλά ήμουν άτυχη και έφυγε νωρίς. Και έχω μια κόρη και έχω μια εγγονή και δυο δισέγγονα.
Να τα χαίρεστε!
Ευχαριστώ! Ευχαριστώ πολύ.
Κυρία Ουρανία μου, εγώ πληροφορήθηκα ότι ξέρετε να μου πείτε ένα παραμύθι που δεν είναι τόσο παραμύθι.
Όχι. Είναι αληθινό!
Μια ιστορία. Θέλετε να μου την πείτε;
Ναι. Είναι μια ιστορία της μητέρας μου που μου τη διηγότανε κι αυτή, την «κακή μητριά». Αυτή έμεινε ορφανή τεσσάρων χρονών. Και είχε κι άλλα τρία αδέρφια. Τέσσερα παιδιά. Μείναν ορφανά. Η πιο μεγάλη ήτανε πέντε. Ο θείος μου τεσσάρων. Τριών η μητέρα μου, κι έξι μηνών η θεία μου. Κι έμειναν ορφανά. Ο παππούς μου ήτανε χτίστης και έχτιζε στα ξένα χωριά. Και πήρε μια και ήτανε δεκαέξι χρονών και του έκανε κάθε χρόνο κι ένα παιδί. Και απόκτησε δώδεκα παιδιά! Τα παιδιά άμα μεγαλώσανε και γινήκανε λίγο μεγαλωπά, φύγανε και πήγανε στο Μαλεβίζι, στις Βούτες και μπήκαν υπηρέτες. Δουλεύανε στις εξοχές, αγοράσανε λίγη περιουσία. Πολύ λίγη περιουσία αγοράσανε. Μετά αγοράσανε σπίτι και καθίσανε στις Βούτες. Αλλά ως μικρά παιδιά τραβήξανε πάρα πολλά γιατί η μητριά ήτανε πάρα πολύ κακιά. Λοιπόν, μια φορά είχε πρόβατα, ο παππούς έλειπε στα χωριά να χτίζει και είχε τα πρόβατα και τους έστελνε να πα’ να τα βόσκουνε τα πρόβατα. Όχι πάρα πολλά, αλλά είχε. Δεν τους έδινε ψωμί να φάνε. Και μια μέρα, λέει, βγάνανε τα γουρνοβύζα. Τα ξέρεις τα γουρνοβύζα, είναι κάτι χόρτα γλυκά, που κάνουνε, μέσα έχουνε, σαν τα στήθια είναι, γι’ αυτό τα λένε «γουρνοβύζα», έχουνε μια μεγάλη ρίζα, τόση! Ενώ είναι γλυκό, ωραίο, σαν το ραδίκι, αλλά είναι πιο… το γλυκό. Το ραδίκι είναι πικρό. Λοιπόν, βγάζανε και βρήκανε από μιας γειτόνισσας τρεις σταφιδολιές και τις φάγανε με τα χόρτα εκείνα. Και πέρασε μια γυναίκα και είπε: «Η κόρη σου κλέβουνε τις ελιές, μιανής, εδά, από ‘κει, από το χωριό». Και μόλις φτάσαν τα παιδιά στο σπίτι, έστεκε στην πόρτα και βουτά ένα ξύλο –το ξύλο είχε ένα αγκάθι, γιατί εκεί δεν βγάνει ξύλα, είναι άγριο το μέρος, είναι βουνά– και παίζει της μάνας μου στο κεφάλι, η θεία μου πήδηξε. Η θεία μου πρόλαβε, ήτονε πιο μεγάλη και πήδηξε, η μητέρα μου δεν πρόλαβε. Και όπως της την έπαιξε, της έδωσε πολύ ξύλο. Ήταν όλη τη βδομάδα σε αφασία. Είχε στο κρεβάτι, χάμω τα κοίμιζε. Και ήτανε, λέει, έτσι και άνοιγε πότε-πότε τα μάτια της και έβλεπε τη μητριά και έκλαιγε. Γιατί, σου λέει, «Θα ‘ρθει, θέλει, ο [00:05:00]άντρας μου το Σάββατο και θα δει το παιδί πώς θα ‘ποθάνει. Σκοτωμένο στο ξύλο». Γιατί του έκανε τρύπα στο κεφάλι.
Τόσο πολύ;
Ναι, ναι. Κακή. Αυτή… Λοιπόν… Πάει, ανοίγει, λέει, την πόρτα ο παππούς μου και ήλεγε στα παιδιά τα άλλα: «Μην πείτε ότι την έδειρα γιατί εσάς θα σφάξω ύστερα». Λοιπόν, τα παιδιά, τώρα, ήτανε μέσα στο κρεβάτι και προσπαθούσανε να μη μιλήσουνε, αλλά αυτά κλαίγανε και ο παππούς το κατάλαβε. Και λέει, όπως μιλούσαν, τώρα, κρητικά: «Επαέ είναι, μωρέ, όλα, κοντό; Επαέ είναι!». Και όπως ήτανε, τώρα, τα… όπως ήτανε τα παιδιά, τώρα, λέει: «Ναι, απου έδειρε την Κυριακή μας» –ήταν το όνομα, Κυριακή, της μητέρας μου– «την έδειρε και ούτε τρώει, ούτε ανοίγει τα μάτια της!». Κι έπιασε τον τσιφτέ ο παππούς μου. Ξέρεις τι είναι ο τσιφτές. Είναι το όπλο το… που κυνηγούνε. Όπλο, πάντως, αλλά το λένε «τσιφτέ». Έτσι τα παρομοιάζουνε εδώ στην Κρήτη, τα παρανομιάζουνε. Κι έπιασε τον τσιφτέ να την πυροβολήσει. Αλλά το σπίτι είχε, λέει, αναφορά. Ο «αναφοράς» είναι μια τρύπα τετράγωνη γιατί ήτανε σανίδια. Κι από ‘κει υπήρχε αυτό και ρίχνανε το άχυρο για τα ζώα. Και από ‘κει μπήκε μέσα, άνοιξε τον αναφορά, πήδηξε και έφυγε και γλίτωσε. Αλλιώς ήθελε ήτο να τη σκοτώσει εκείνο το βράδυ ο παππούς μου.
Ήτανε σκληρός άνθρωπος;
Πολύ, πολύ. Λοιπόν, πήγαινε ο παππούς μου άμα ήτανε χιονιά, λέει, στους λαγούς. Και πηγαίνανε με τον αδερφό του με τις μπαστόνες, τις βέργες και χτυπούσανε –γιατί οι λαγοί κοιμούντοναι στον Ψηλορείτη που πηγαίνανε– και σκοτώνανε πολλούς λαγούς. Και τους έπιανε και τους μαδούσε και τους έψηνε και δεν έδινε των παιδιών να φάνε. Μόνο κάνα κεφαλάκι τους έδινε και τους άλλους τους διαμοίραζε στις γειτονιές. Μια μέρα, λέει, κατεβάσανε τη θεία μου την Αντιγόνη από την καμινάδα να τους πάει ψωμί. Καμινάδα είναι το τζάκι. Και γίνηκε το παιδί ολομούζωτο. Αυτοί εζυμώναν και κάναν τις κριθαροκουλούρες. Και ένα πιθάρι γεμάτο και των παιδιών δεν έδινε να φάνε. Και μπήκε και έκλεψε κριθαροκουλούρες και βγήκε ύστερα –τα είχε όξω βγαλμένα, αυτή έφυγε να πάει στο χωριό της, ήταν όξω τα παιδιά– και… δεν μπορώ να τα λέω, στενοχωρούμαι. Λοιπόν, λέει μια γειτόνισσα: «Έλα να σου πλύνω το φουστανάκι σου γιατί το βράδυ που θα ‘ρθει, να δει ότι είσαι μουζωμένο, λερωμένο, θα σε σκοτώσει και σένα και τα άλλα παιδιά, τα αδερφάκια σου». Και έτσι γλίτωσε το ξύλο και οι υπόλοιποι. Μέχρι που αναγκαστήκανε και φύγανε και πήγανε στο Μαλεβίζι. Φύγανε οι τρεις. Τη θεία μου την Αντιγόνη δεν την άφηνε να φύγει γιατί της έφτιαξε την κόρη της τη μεγάλη την Ελένη και δεν την άφηνε να φύγει. Και μια μέρα, λέει, φεύγανε βοσκοί να πάνε, γιατί οι βοσκοί, τώρα, «κασάπηδες» τους λένε, πηγαίνανε τα πρόβατα να τα πουλήσουνε. Αλλά τα πηγαίνανε με τα πόδια, δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Τότε, καθόλου αυτοκίνητα, μόνο υπήρχαν τα κάρα. Στα κάρα τι να μπούνε; Δεν μπορούσε το άλογο να τραβήξει όπως είναι τώρα οι άμαξες που έχουνε οι ρόδες αλλιώς. Ήτανε με σίδερο η ρόδα και τραβούσε και δεν μπορούσε να τραβήξει να φορτώσουνε τίποτα.
Και ήτανε και οι δρόμοι τότε…
Ναι, καρόδρομοι.
Περίπου ποιες εποχές, ποιες χρονολογίες περίπου μιλάμε τώρα;
Αυτό πρέπει να ‘τανε το ’30. Ναι.
Α, τότε.
Λοιπόν. Όχι, αυτό πιο μπροστά ήτανε! Γιατί η μαμά μου θυμάται τους πρόσφυγες που πήγαν το ’22. Θυμούντονε, θυμάται πού είναι. Και μετά, τώρα, που πήγανε στο χωριό, η θεία μου η Αντιγόνη λέει: «Να με πάρετε να πάω με τα αδερφάκια μου!». Ήτανε μικρή η κακομοίρα. «Εγώ θέλω να πάω με τα αδερφάκια μου στο Μαλεβίζι». Αυτή δεν την άφηνε. Και πάει και βρίσκει τους κασάπηδες, λέει: «Να με πάρετε, θέλει». «Μα μπορείς, μωρή», της λέει, «να πορπατείς εσύ να πας στο Μαλεβίζι τόσο να δρόμο;». «Ναι! Μπορώ, μπορώ!». Δεν την άφηνε, αλλά οι γειτόνοι [00:10:00]την πιάσανε κι έφυγε το παιδί. Πορπατούσανε, πορπατούσανε και το βράδυ, λέει, εφτάξανε σε ένα μέρος και σκοτεινιαστήκανε. Και βγάνει, λέει, ένας την κάπα του και της την στρώνει χάμε και της λέει: «Θέσε, παιδί μου, ‘κει δε». Και πάει, λέει, και παίρνει μια φραντζόλα από, σε ένα μέρος ήταν, τώρα, δεν ξέρω πού, και είχανε και τυρί γιατί το τυρί υπήρχε, αλλά ποιος να τους δώσει να φάνε τυρί; Δεν τους έδινε αυτή να φάνε. Ο παππούς έλειπε, ο κακομοίρης. Άμα ήθελε να είναι ο παππούς στο χωριό, έτρωγαν και τα παιδιά, αλλά άμα λείπει όλη τη βδομάδα ήτανε νηστικά. Και ύστερα, τώρα, ο κασάπης εκείνος την πήρε και την πήγε στο Ηράκλειο σε μια που ήταν η θεία η Καλλιόπη. Αυτή έσωσε τη μισή Κάλυβο. Πήρε τον πιο πλούσιο του Ηρακλείου, τότε. Γιατί την είχαν κι αυτή υπηρέτρια. Και όπως ήταν υπηρέτρια ήταν τόσο καλή κοπέλα, οικονόμα και τη στέλναν και ψώνιζε και όπως ψώνιζε αυτή της μένανε ρέστα και τα έβαζε σε έναν τενεκέ, μεγάλο τενεκέ που υπήρχε στο σπίτι και τα φύλαζε το παιδί. Κοριτσάκι και αυτή. Και ήθελαν να αγοράσουν τα τζαμικά από τους Τούρκους, που φεύγαν οι Τούρκοι. Αλλά δεν φτάναν τα λεφτά. Οι Ορφανίδες, τώρα, στο Ηράκλειο οι μισοί είναι γιατροί και δικηγόροι. Και λέει: «Θείε, εγώ θα σου δώσω». Λέει: «Ήντα ‘χεις, μωρέ, Καλλιώ, εσύ;». Έτσι, δα, τη λέγανε, «Καλλιώ». Λέει: «Έχω τα!». «Και πού τα ‘χεις; Από πού τα βρήκες τα λεφτά;». Λέει: «Αυτά που μου δίνετε να ψωνίζω τα έχω επαέ μέσα στον τενεκέ και τα έχω μετρήσει και είναι ίσα-ίσα». Και αγοράσανε τα τζαμικά. Τότε, της λέει, ο γέρος Ορφανός: «Αντώνη, εκείνη τη γυναίκα θα πάρεις να σου στέσει το σπίτι σου». Και την παντρεύτηκε και έκανε δυο παιδιά. Τον Γιαννίκο τον ορθοπεδικό στο Ηράκλειο – μα πού να τους ξέρεις, εδά εσύ, δεν τους ξέρεις – είναι εγγονός της Καλλιόπης εκείνης εκεί που σου λέω, της κακομοίρας, της θείας της Καλλιόπης. Ήτανε με τον παππού μου πρώτα ξαδέρφια. Κι αυτή από το Μυλοπόταμο ήτανε. Ε, αυτά ήτανε. Περάσανε μεγάλη φτώχεια, μεγάλη πείνα και κάτσανε στο Μαλεβίζι. Η μαμά μου τη χρονιά που πήγε εφτά χρονών της πήρε ένα φουστανάκι. Πήχες, γιατί δεν ήτανε ραμμένα έτοιμα, δεν υπήρχαν τότε. Και της το πήρε και δεν της το άφηκε να το βάλει. Το καταλαβαίνεις; Και ύστερα φύγανε. Και πήγαινε ο παππούς μου κάθε χρόνο και έπαιρνε τις χρονιές των παιδιών του και τάιζε τα δικά του παιδιά, τα άλλα τα δεύτερα. Και έτσι, που λες, περάσανε πάρα πολλή δυστυχία και πείνα. Πείνα, το πιο πολύ: πείνα! Η μαμά μου, της έβανε, λέει, η γιαγιά της απ’ τα Λιβάδια ήταν, και πρόβαινε λέει από πάνω από ψηλά και έλεγε – ζύμωνε και βάστανε, λέει, κουλούρια – λέει: «Βαστάτε, μωρέ, σε εκείνα τα ορφανά». Και της βάλανε ένα μπάλωμα εκεί δε και έλεγε: «Κοίταξε, να, να εμένα τι μου έβαλε η γιαγιά μου! Το μπάλωμα!». Αυτά.
Ήταν δύσκολα τα χρόνια, υπήρχε φτώχεια.
Ναι. Πολλή φτώχεια. Αλλά ο παππούς μου δούλευε γιατί ήταν χτίστης και έβγαζε το καθημερινό αλλά δεν τους έδινε αυτή. Ήτονε τόσο κακιά γυναίκα. Πάρα πολύ κακός άνθρωπος. Αφού έβγαλε το ξορκισμένο και την ακούγανε από όλο τον κόσμο από τις φωνές της, γιατί δεν ξέρω πού το ‘χε βγάλει. Και φώναζε, και φώναζε, είχε πόνους η κακομοίρα. Αυτά. Ο παππούς μου, ύστερα, έφυγε κι αυτός, μεγάλος στην ηλικία. Αλλά ήτανε με τις κόρες του και τον περιποιότανε, δεν ήτανε, ας πούμε, να κάνει κακό τέλος. Πέθανε, δεν ξέρω τώρα, 90 χρονών ήτανε, πόσο ήταν δεν ξέρω. Μεγάλος.
Και αυτή, λοιπόν, η ιστορία για την κακιά μητριά είναι αληθινή.
Αληθινή! Αληθινή.
Και σου τη διηγούνταν η μαμά σου, ε;
Ναι, ναι, η μαμά μου. Και η γιαγιά μου, η κακομοίρα, κατάλαβε πως ήθελε να πεθάνει και λέει της γειτόνισσας: «Τα μαλλιά μου να μου κόψεις να δέσεις τα χέρια μου». Και της κόψανε τα μαλλιά και της δέσανε τα χέρια. Και έχω μια ξαδέρφη πρώτη και μου λέει: «Παρακαλώ, άμα πεθάνω και πάω στον κάτω κόσμο δεν θέλω να δω ούτε τη μάνα μου, ούτε τον άντρα μου, κανένα. [00:15:00]Μόνο τη γιαγιά μου. Μόνο τη γιαγιά μου γιατί ήταν τόσο καλός άνθρωπος». Πάρα πολύ καλή. Γιατί μας το λένε και άλλοι που την είχανε γνωρίσει. Τέτοιος άνθρωπος, σου λέει, καλός, αλλά ήτανε πολύ άτυχη, η κακομοίρα.
Θεία, Ουρανία, θέλω να μου πεις και όμορφα πράγματα, τώρα, να πούμε και κάτι χαρούμενο.
Ναι.
Ξέρεις, λοιπόν, πολλές γητειές. Τι είναι οι γητειές, θεία; Τι σημαίνει «γητειά»;
Γητειά θα πει… για τη βασκανία. Ναι. Η βασκανία, τώρα, που την παραδέχεται και η εκκλησία μας. Και η επιστήμη, ακόμα, την παραδέχεται. Γιατί είναι μια προσευχή που λες, το «πάτερ ημών» τρεις φορές το λες και ύστερα λες: «Στις 25 Δεκεμβρίου, Χριστός γεννάται. Και τούτη η μέρα, και άλλη μια λογάται». Δηλαδή και η επόμενη. Η επόμενη των Χριστουγέννων είναι κι αυτή μεγάλη γιορτή. «Άγιε Παντελεήμονα, πρώτε γιατρέ του κόσμου». Λοιπόν, μετρούμε τρύπες. Για τα παιδιά, μεγάλους, όποιος είναι. Και λες: «Ένα, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά, οχτώ, εννιά». Βάζεις και τα μάτια τρύπες. Όλα είναι. Και τα αυτιά.
Όλες τις τρύπες που έχεις στο σώμα σου. Οι οποίες στο σύνολο είναι εννιά;
Εννιά τρύπες. Και λες: «Συ δέξου, Γης, το βάρος του και δώσ’ του την υγειά του». Όποιο είναι το παιδί. Το όνομα λες εσύ, σε όποιο γητεύεις. Ας πούμε «Μαρία». Γητεύεις τη Μαρία. Και λες το «πάτερ ημών» και το λες τρεις φορές. Βάνεις μια πετσέτα, μετράς με τον άγκωνά σου, μια παλάμη, μια ολόκληρη του χεριού σου. Και βάζεις και μια παλάμη δίπλα. Από την παλάμη δίπλα βάζεις λίγο αλάτι. Και το δένεις έτσι, το κάνεις σταυρό και σταυρώνεις το παιδί ή τη γυναίκα ή όποιος είναι που έχει τον φταρμό και σταυρώνεις και λες τη γητειά τρεις φορές. Τρεις το «πάτερ ημών» και ύστερα λες το υπόλοιπο. «25 του Δεκεμβρίου, ο Χριστός γεννάται, και τούτη η μέρα και άλλη μια λογάται. Άγιε Παντελεήμονα, πρώτε γιατρέ του κόσμου». Και λες: «Συ, δέξου, Γης, το βάρος του και δώσ’ του την υγειά του». Και βάζεις κάτω το χέρι σου άμα λες να πάρει η γης το βάρος. Τον «θυμό», ας πούμε, που έχει το παιδί απ’ τον φταρμό γιατί έχει πονοκέφαλο, γιατί έχει ακαταστασία, δεν μπορεί να σταματήσει άμα είναι φταρμισμένο. Και γι’ αυτό αμέσως ξεπονάει το κεφάλι και συνέρχεσαι. Το παραδέχεται κι η εκκλησία.
Είχα αυτή την απορία, ήθελα να σε ρωτήσω γιατί, συνήθως, αυτά λένε: «είναι του διαβόλου πράγματα», και τέτοια.
Όχι, όχι. Πρώτον, μεν, λες ένα σωρό προσευχή για να το πεις. Δεν το λες χωρίς προσευχή να λες ότι είναι διαβολικά. Όχι.
Επικαλείσαι και τον Άγιο Παντελεήμονα, ο οποίος ήταν ο πρώτος γιατρός;
Πρώτος γιατρός του κόσμου, ο Άγιος Παντελεήμονας. Ο Άγιος Παντελεήμονας είναι ο πρώτος γιατρός του κόσμου και τον επικαλούμαστε.
Και αυτό το κάνεις με την πετσέτα και το αλάτι.
Ναι.
Θέλει χοντρό αλάτι;
Ναι. Τρία κλαδιά αλάτι. Χοντρό βάζω εγώ. Αλλά τώρα έφερε η Ελένη το ψιλό, δεν το νοιάζει, αλάτι να ‘ναι. Το κάνεις και με το λάδι και βάνεις σε ένα ποτήρι λάδι.
Θεία Ουρανία, αυτή τη γητειά, πού την έμαθες εσύ;
Την έμαθα από μια μου θεία.
Nαι. Και τις άλλες τις γητειές που ξέρεις;
Ναι, ναι. Η θεία μου τα ‘ξερε όλα αυτά.
Και τα έκανε;
Τα ‘κανε, ναι.
Με τους γούγλους, εδώ απ’ έξω απ’ το σπίτι μου ήρθανε δύο-τρία παιδάκια και τα γήτεψε. Και εγώ στο φιλιώτσο μου το ‘καμα, τα γήτεψα. Και λες: «Προσκυνώ σε νέο φεγγάρι, κι απού σε ‘στειλε ομάδι. Βάλσαμο -κρατάς δυόσμο- βάλσαμος και μυρωδιές, να χαθούν οι μυρμηγκιές». Το τρίβεις με το δυόσμο απάνω στους γούγλους και φεύγουνε. Τρία βράδια. Αλλά πρέπει να ‘ναι το φεγγάρι με λίγοση, δηλαδή να ‘ναι πολύ λίγο το φεγγάρι, λιγομένο. Να, τόσο. Σαν το δάχτυλό μου να φαίνεται στον ουρανό. Να το κάμεις τρία βράδια, να το πεις.
Αλλιώς δεν πιάνει;
Ε, με μια φορά όχι. Και ο γιατρός ο δερματολόγος του φιλιώτσου μου του Μαρίνου πήγε και δεν μπορούσαν να… του βάναν [00:20:00]αλοιφή, του βάνανε διάφορα πράγματα για να πέσουν, δεν πέσανε. Παρά και ήρθε και τις γήτεψα. Και μου ‘φερε και ένα φίλο του μετά και μου ‘φερε και άλλο ένα παιδί. Και τώρα μια κοπέλα εδώ πάλι θέλει να… και της είπα: «Γράψε το να το γητεύεις εσύ γιατί εγώ πού να το… στο σπίτι σου να κάνω τέτοια πράγματα».
Ισχύει ότι και για αυτές τις γητειές, όπως λέμε στο παραδοσιακό ξεμάτιασμα, ότι δεν πρέπει να λέμε «ευχαριστώ»; Ότι μετά δεν θα πιάσει; Ή αυτά είναι…
Όχι, δεν το έχω ακούσει. Αυτό το «ευχαριστώ» δεν το ‘χω ακούσει.
Γιατί εμένα καμιά φορά όταν με ξεματιάζουν μου λένε: «Μην πεις ευχαριστώ, γιατί μετά δεν θα πιάσει».
Ε, δεν το λένε το «ευχαριστώ»! Εγώ ποτέ μου δεν μου έχουνε πει «ευχαριστώ» στο ξεμάτιασμα.
Α, είναι και αγενείς!
Ναι. Όχι, δεν το λένε. Ναι, δεν το λένε. Δεν υπάρχει λόγος να το πούνε το «ευχαριστώ πολύ».
Και φεύγουνε, λοιπόν, οι μυρμηγκιές, οι «γούγλοι» που λες εσύ.
Ναι, οι γούγλοι. Το κριθαράκι, τώρα, στο μάτι: το κριθαράκι στο μάτι το γητεύουνε πάλι κι αυτό και έχεις ένα ποτήρι νερό και έχεις ένα κομμάτι κριθάρι. Αν δεν έχεις κριθάρι, ας είναι και το σιτάρι. Και το ρίχνεις στο νερό και λες… πώς το λένε; Στάσου, τώρα, ξέχασα η καημένη.
«Απόψε κρίθος»…
Ναι: «Απόψε κρίθος κι αύριο ούτε κρίθος ούτε σίτος». Το λες κι αυτό τρεις φορές. Και τρία βράδια. Όλα θέλουνε τρία βράδια.
Γιατί τρία όμως;
Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Γι’ αυτό υπάρχει, είναι της θρησκείας πράγματα. Δεν είναι χωρίς να τα πιστεύουμε αυτά τα πράγματα. Φεύγουνε.
Θέλω, θεία, θέλω να μου πεις και την άλλη τη γητειά με το καλογυναικάρι.
Ναι! Αυτό, τώρα, είναι το πιο σπουδαίο. Τούτο βάνουμε εδώ. Λοιπόν. Εδώ είναι ένα καρφί. Εδώ άλλο ένα. Εδώ άλλο ένα κι εδώ άλλο ένα. Λοιπόν, εγώ τώρα άρχιξα να διάζομαι το καλογυναικάρι. Εσύ θα με ρωτήσεις να μου πεις: «Τι κάνεις εκεί»; Να σου πω εγώ: «Διάζομαι το καλογυναικάρι να μπαίνει, να ‘φαίνει, και να μη μου πειράζει τις όρνιθες!». «Τι κάνεις εκεί;». «Διάζομαι το καλογυναικάρι να μπαίνει, να ‘φαίνει και να μη μου πειράζει τις όρνιθες». Λοιπόν, «Τώρα, τι κάνεις;». «Διάζομαι το καλογυναικάρι να μπαίνει, να ‘φαίνει και να μη μου πειράζει τις όρνιθες». Τρεις φορές. Και το αφήνεις εκεί με την κλωστή. Δεν πατά καθόλου το καλογυναικάρι, φεύγει και δεν πάει πουθενά να πειράξει τα κοτόπουλα.
Το «καλογυναικάρι» είναι η «νυφίτσα», που λέμε;
Η νυφίτσα, ναι. Ένα ωραίο, ένα όμορφο, πολύ όμορφο, μικρούλι μικρούλι, τόσο είναι! Και περνά απ’ την κλειδαρότρυπα. Έτσι μπαίνει μέσα και τρώει το έντερο μέσα. Η ζουρίδα τα πνίγει από ‘δω και πίνει το αίμα. Και ρίχνει τα κοτόπουλα όλα κάτω. Και δε θέλουνε μεγάλα, μεγάλα κοτόπουλα, μόνο πουλαδάκια. Μικρούλια μικρούλια, αυτά θέλουνε. Στις γριές δεν πάει.
Ναι ε;
Ούτε η ζουρίδα, ούτε το καλογυναικάρι.
Και την ίδια γητειά λες και τη ζουρίδα;
Λες και της ζουρίδας! Ναι, ναι.
Και πιάνει κι αυτή ε;
Ναι, αυτό είναι… Εγώ, τα δικά μου κουνέλια και τα… Και στα κουνέλια διάζεσαι. Και τα κουνέλια. Γιατί και τα κουνέλια πάνε και τα πειράζουνε. Εγώ πήγαινα στα δικά μου πέρα που μου τα ‘χανε πειράξει μια φορά. Είχα, στην αποθήκη είχα, είχαμε περιβόλι και είχα κοτούλες. Και πήγανε, είχα πάρει σαράντα και βγήκαν όλοι κοκόροι! Ναι. Και αυτοί τα διαλέγανε. Κρατούσαν τις πουλάδες για τα ορνιθοτροφεία και πουλούσαν τα κοκόρια. Εγώ δεν ήξερα, ήτανε πουλιά. Αλλά βγήκαν όμως… ένα ωραίο πράγμα ήτανε! Κι ήτανε κοκόροι. Και πήγανε ως πουλάκια να μου τα πειράξουνε και το ‘καμα και φύγανε, δεν τα πειράξανε.
Κι αυτό πρέπει να το κάνεις, κι αυτό το έκανες βράδυ; Αυτό δεν έχεις περιορισμό;
Όχι, όποτε θες το κάνεις. Ναι, ναι, όχι. Δεν θέλει φεγγάρι αυτό. Όχι, αυτό θέλει να το διαστείς αλλά να σε ρωτούνε εσένα, ας πούμε, «τι κάνεις εκεί;». Να λες εσύ, να απαντάς: «Διάζομαι το καλογυναικάρι…». Εσύ θα βάλεις τις πρόκες, τα καρφιά.
Πού τα καρφώνεις αυτά;
[00:25:00]Στην πόρτα. Στον τοίχο θα το κάμεις εσύ για να το δείξεις. Ή θα το κάμεις σε ένα τόσο κομματάκι ταβλί να το κάμεις για να το δούνε πώς είναι με κλωστή.
Οπότε βάζεις τις πρόκες.
Ναι. Τέσσερις πρόκες και αρχίζεις. Είδες πώς το έκαμα εγώ, δεν είναι δύσκολο, έτσι, πας…
Αλλά θέλει και κάποιος να σε ρωτήσει «τι κάνεις εκεί» για να πεις μετά εσύ το ποιηματάκι αυτό…
Ναι, ναι. Και πας και πας. Και το κάνεις. Δεν είναι δύσκολο αυτό.
Το κάνεις κι αυτό τρεις φορές;
Ναι. Ναι, τρία πρέπει να ‘ναι. Εγώ έχω επαέ πέρα δύο βάλει, βάνεις άλλη μια και γίνεται τρεις. Ορίστε. Έτσι πάει και πάει και πάει από εδώ, κι έρχεται έτσι, έτσι… και σταματάς εδώ. Ορίστε. Τρεις φορές είναι.
Αυτό το κάνεις και τ’ αφήνεις μετά;
Ναι, τ’ αφήνεις εκεί στην πόρτα των κοτώ
Και όσο το ‘χεις αυτό εκεί είναι σαν προστασία.
Δεν πάει τίποτα, ναι! Φεύγει! Δεν ξαναπλησιάζει καθόλου το καλογυναικάρι, που λέμε.
Κι αυτό, ας πούμε, το κάνεις μία φορά και ισχύει…;
Ναι, ναι. Τ’ αφήνεις εκεί. Εκεί τ’ αφήνεις. Αν ξανακάνεις κοτούλες, ας πούμε και έχεις [Δ.Α.] κι έχει πέσει και ξαναπάνε να σου πειράξουνε, το ξανακάνεις. Καλά που, τώρα, για την Αθήνα δεν έχουνε κότες.
Ναι, εκεί εμείς δεν βάζουμε. Δεν επιτρέπεται.
Και δεν φοβάται το καλογυναικάρι. Αλλά για να υπάρχει, ότι…
Τι άλλα μυστικά ξέρεις τέτοια να μου πεις; Γητειές και τέτοια; Ξέρουμε άλλα τέτοια πράγματα;
Η αδερφή μου ξέρει, καημένη μου, αλλά είδες, δε θυμάται να μου πει.
Και αυτό ισχύει ότι πρέπει να το πει άντρας σε γυναίκα και γυναίκα σε άντρα, ή δεν ισχύουν αυτά;
Όχι, δεν το ξέρω εγώ αυτό. Εγώ το ‘μαθα από τη θεία μου. Και ό,τι κάνω πιάνει, δεν είναι να πεις ότι… Αλλά λέγανε οι παλιοί ότι η Μαρία να το μεταφέρει σε… όπου θέλει. Και ο άντρας από Μανώλης να το μεταφέρει κι αυτός σε άντρα άμα θέλει. Αλλά δεν, εγώ δεν το ‘κανα έτσι. Τη θεία μου τη λέγανε Ειρήνη. Από αυτή τα ‘μαθα. Από αυτά τα κάνω κι εγώ, άμα, τώρα πια δεν μπορώ να… μόνο άμα έρθει επαέ πέρα κανείς να θέλει να του γητέψω τους γούγλους, που λέμε, τις μυρμηγκιές, μόνο αυτό. Τούτα τώρα δεν μπορώ να τα κάμω. Και το κριθαράκι να μου το πούνε, θα το κάμω. Και το ξεμάτιασμα. Το ξεμάτιασμα το κάνω και στην εγγονή μου. Και το κάνω και με το λάδι. Και χωρίς αλάτι, το κάνω και με το λάδι. Και βουτώ από το καντήλι το δάχτυλό μου και κάνω έτσι μέσα στο ποτήρι με το λάδι και άμα σκορπίσει σκορπά ο φταρμός. Άμα είναι το λάδι στρογγυλό-στρογγυλό και δεν διαλύεται μέσα στο νερό, ο φταρμός δεν έχει περάσει.
Α, έτσι λέμε αν είσαι ματιασμένος ή όχι. Άμα δεν διαλύσει και μείνει.
Ναι. Έτσι τα λένε, ναι.
Κι αυτό, πρέπει κι αυτό να το κάνεις τρεις φορές, με το λάδι;
Τρεις φορές είναι όλα. Όλα.
Κι άμα δεις και δεν περνάει, δώσ’ του πάλι;
Όχι αμέσως. Μετά από δυο-τρεις ώρες το ξανακάνεις. Άμα είναι κι έχει το παιδί φταρμό κι έχει πονοκέφαλο και κλαίει και κλαίει και δεν μπορείς να το παρηγορήσεις, το ξανακάνεις. Εγώ είχα ένα ξάδερφο γιατρό, πρώτο. Κι αυτός το παραδέχονταν, τη βασκανία. Μου λέει: «Και η εκκλησία την παραδέχεται, και την παραδέχεται και η επιστήμη!». Έτσι μου το ‘λεγε. Είχε κι αυτός τα παιδιά του μικρά.
Αλλά για να το πιστέψει κανείς πρέπει να το δει κιόλας, έτσι; Να το δει μπροστά του.
Ε, δεν νομίζω.
Γιατί οι παλιοί τα πιστεύανε πιο εύκολα, τώρα οι νέοι θέλουνε αποδείξεις.
Άμα είναι άπιστοι!
Και έχω ακούσει ότι στο ξεμάτιασμα καμιά φορά σου λένε: «Πιες και τρεις γουλιές από το ποτηράκι με το νερό που έχεις με το λάδι». Εσύ το έχεις ακούσει αυτό;
Όχι. Το αλάτι ξέρω και το ρίχνουνε μέσα στο νερό.
Α, μετά από αυτή τη διαδικασία το ρίχνουν στο νερό;
Ναι, ναι. Το ρίχνουνε στο νερό για να λιώσει ο φταρμός, να φύγει. Αλλά, όχι, το λάδι δεν το ‘χω να το πιούνε. Δεν ξέρω, μπορεί να το πίνουνε. Εγώ μια φορά που, η μέρα που στεφανώθηκα, με φταρμίσανε. Να πεις πως ήμουνε όμορφη νύφη, δεν ήμουνε! Αλλά, δεν ξέρω. Λοιπόν, με έπιασε ένας πονοκέφαλος, χτυπούσε το κεφάλι μου και κάνανε τ’ αυτιά μου «ντούκου ντούκου» και δεν μπορούσα να συνέλθω και φέρανε μια γυναίκα να με ξεματιάσει. Λοιπόν, με ξεμάτιασε με το λάδι. Τότε είδα ότι έλιωσε το λάδι, ότι το λάδι δεν έλιωνε, λέει: «Φέρει [00:30:00]και στάρι!» Κριθάρι! «Φέρε και κριθάρι να την ξεματιάσουμε» και στάθηκε έτσι.
Άμα σταθεί έτσι σημαίνει ότι;
Έχω φταρμό.
Από τι προκαλείται αυτό; Όταν σε μελετάνε;
Το μάτι. Το κακό μάτι!
Το κακό μάτι.
Ναι. Γιατί βάνουμε στα παιδάκια ένα ματάκι άμα γεννηθούνε; Το μάτι είναι.
Το μάτι είναι αυτό που λέμε όταν σε μελετάει κανείς με κακή διάθεση όμως;
Όχι, από θαυμασμό είναι το πιο πολύ –
Γιατί καμιά φορά λένε και για καλό…
Ε, αυτό είναι γλωσσοφαγιά, αυτή. Η γλωσσοφαγιά είναι άμα σε μελετούνε και δε σε… το μάτι είναι από θαυμασμό, από… αλλιώς.
Α, γι’ αυτό λέμε καμιά φορά που θαυμάζουμε κάποιον «θα σε ματιάξω»!
Μπορεί να σε ρίξει, από το μάτι μπορεί να σε ρίξουν και κάτω και να πεθάνεις. Σε τέτοιο σημείο φτάνεις.
Και τι μπορεί να κάνει κανείς, μπορεί να κάνει κάτι κανείς για να –
Το ‘χει ο άνθρωπος. Η κόρη μου ζωγράφιζε από ‘ξω μια εικόνα. Λοιπόν, είχα πάει πέρα, δίπλα μια κουμπάρα και χωρίς να το θέλει η γυναίκα, το μάτι της το θαύμαζε. Το θαύμαζε. Και η Ελένη άμα ήθελε να τη δει, Παναγία μου! Φοβούντανε! Λέει: «Δεν θα κάμω σήμερα δουλειά». Ναι, ναι. Πολύ, πολύ μάτι.
Ενώ είχε καλή πρόθεση η γυναίκα.
Ναι, ναι. «Ιιι». Με το «Ιιι» δεν μπορούσε να κάμει τίποτα, ύστερα.
Δηλαδή, δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να προφυλαχθείς από πριν. Πρέπει μετά να έχεις κάποιον να σε…
Όχι, όχι. Ναι, ναι. Αυτό το ‘χει ο άνθρωπος. Και έχει τα… θαυμασμό. Θαυμάζει. «Αχ», «Ωχ», φώναζε. Ό,τι και να ‘θελε να δει να κάνεις, το ‘κανε.
Και για τη γλωσσοφαγιά τι μπορούμε να κάνουμε αντίστοιχα σε γητειές;
Στη γλωσσοφαγιά έχουμε ένα πέταλο του αλόγου και το έχουμε από πίσω απ’ την πόρτα. Θα σου πω και για την Πρωτοχρονιά ένα αυτό που το κάνουμε. Αυτό το πράγμα το ‘κανε η μητέρα μου και το κάνω κι εγώ. Το ‘κανα κι εγώ. Το ‘καμα και φέτος. Δεν το έκανα άλλα χρόνια, άμα πέθανε ο άντρας μου κι ύστερα δεν το ξανάκανα. Λοιπόν: άνοιγε τη βρύση να τρέχει πολύ το νερό. Να λέει: «έτσι να τρέχουνε τα καλά όλο το χρόνο στο σπίτι μου». Έβρισκε μια πέτρα μεγάλη και κάθιζε απάνω κι έλεγε: «Σαν την πέτρα γερή να ‘μαι όλο το χρόνο». Και ήβανε και τους υπόλοιπους. Και τον πατέρα μου, και εμείς εκαθίζαμε, τα παιδιά. Το ‘κανα κι εγώ του αντρούς μου, του… της κόρης μου, του γαμπρού μου. Άμα πέθανε ο άντρας μου κι ύστερα δεν μπορούσα να το κάμω. Δεν μού ‘ρχουνταν να τα κάνω. Φέτος τους το ‘καμα και τους έδωσα και την πέτρα και τους λέω: «Κάτσετε στην πέτρα, να ‘σαστε γεροί όλοι». Είναι διάφορα τέτοια πράγματα που τα κάνανε οι πιο παλαιϊνές. Ό,τι θυμούμα τώρα κι εγώ. Ορισμένα βέβαια, ορισμένα πάλι, δεν τα θυμούμαι.
Τι άλλο κάνουμε, κάνουμε τίποτα άλλο για τη γλωσσοφαγιά;
Καπνίζουμε τα καλορίζικα από το σώμα του Χριστού.
Α, για πες μου γι’ αυτό.
Ναι. Πάντα παίρνουμε καλορίζικα το Μέγα Σάββατο από την εκκλησία.
Τα καλορίζικα είναι τα λουλουδάκια που…
Ναι, τα λουλούδια που τα κόβουνε και τα –απ’ τον επιτάφιο και το σώμα του Χριστού– τα κόβουνε και τα βάνουνε στο… σε σακουλάκια. Τα δίνουνε το Μεγάλο Σάββατο μετά την εκκλησία που τελειώνουνε. Εδώ πάει όλος ο κόσμος, αλλά τώρα την Παναγία μας τη σάχνουνε. Και δεν έχουμε τώρα Παναγία και δεν ξέρω πού θα πηγαίνουμε ωσάν να την τελειοποιήσουνε. Γιατί η Παναγία είναι όλο τάφοι μέσα στην εκκλησία. Την ανοίξαν να ξεστρώσουν τα πλακάκια και βρεθήκανε στο πρώτο ιερό μητροπολιτικοί τάφοι. Λοιπόν, το πρώτο ιερό οι Τούρκοι δεν αφήναν να το χτίσουνε. Και αρμέγαν τα πρόβατα οι ανθρώποι και πηγαίναν το γάλα τη νύχτα. Είναι «γαλόχτιστη» ένα, το πρώτο εκκλησάκι, το πρώτο ιερό. Και μετά επεκταθήκανε και κάμανε, είναι τριμάρτυροι: Είναι η Κοίμηση, είναι η… στις 25 του Δεκέμβρη, στις 25 του Μάρτη, είναι Ευαγγελισμός και είναι και οι Άγιοι Πάντες στο τέλος, πιο πέρα. Και είναι «γαλόχτιστη», που λέτε, η Παναγία μας. Το πρώτο ιερό. Τώρα ανοίγουνε και βρίσκανε τάφους. Απόξω δηλαδή όλο τάφοι, μαζώξαν τα οστά και τα πάνε στο κενοτάφιο, τώρα, ξέρω πού θα τα πάνε; Των μητροπολίτων τα οστά, τους τάφους, αυτά, δεν ξέρω τι θα τα κάμουνε.
[00:35:00]Και, λοιπόν, με τα καλορίζικα τι κάνουμε;
Ναι, τα καλορίζικα τα παίρνουμε και θυμιάζουμε για τη γλωσσοφαγιά που λέτε. Και το Μέγα Σάββατο παίρνεις τα καλορίζικα και κάνεις και προζύμι.
Ναι;
Ναι! Κι ανεβαίνει και γίνεται εκεί! Και το ανανεώνεις και ζυμώνεις!
Τι ωραία. Δεν το ‘ξερα εγώ αυτό.
Ναι; Δεν το κάνετε στους Αστρακούς; Δεν το ‘χετε; Όχι; Ναι; Ρώτηξε τη μαμά σου. Εγώ θυμούμαι στο δικό μου χωριό του παπά-Γιάννη ήταν η κόρη του και κρατούσε ένα κατσαρόλι και έλεγα: «Τι έχει, μωρέ, στο κατσαρόλι;» Και έβανε τα καλορίζικα, τα ανακάτευε κι έβανε το αλεύρι. Εγώ παιδάκι. Μικρό παιδάκι, δεν ήξερα τι έκανε. Μετά το ‘μαθα κι εγώ ότι το κάνουν έτσι. Το ‘καμα κι εγώ πολλές φορές το προζύμι. Ε, τώρα πια δεν το κάνω γιατί δεν το ζυμώνω και το ‘χω στο ψυγείο και χαλά και δεν θέλω να το πετώ. Καλά, το πάω και το καίω στο φούρνο.
Άμα είναι, και αντίδωρο άμα μείνει και μουχλιάσει και χαλάσει το πάω στο φούρνο και τα καίω. Πρέπει να τα καις. Δεν πρέπει να τα πετάς στα σκουπίδια, είναι αμαρτία.
Το θυμάμαι. Θυμάμαι καμιά φορά άμα έπαιρνα ένα αντίδωρο μου έλεγε η μαμά μου: «Μη σου πέσει ούτε ψιχουλάκι».
Ναι, έτσι το κάνεις και το… Και άμα, εμείς έχουμε τον Άγιο Φανούριο στο εξοχικό που έχουμε. Και είναι μια εκκλησούλα. Λοιπόν, το ιερό μέσα δεν έχει να μη βλέπεις απ’ έξω. Και βλέπω τον ιερέα κάθε του αγίου Φανουρίου που είμαι μέσα στην εκκλησία και κάνει έτσι. Και το μικρό μικρό θρουμπαλάκι. Και το μικρό-μικρό το ρίχνει στο άγιο ποτήριο. Δεν αφήνει ένα κλαδί τόσο, να μην πέσει κάτω. Ναι. Και ξέρω τώρα πώς γίνεται η λειτουργία και φταίει ο Άγιος Φανούριος. Γιατί είναι, δεν κλείνει μέσα. Και βλέπω ακριβώς πώς το κάνει. Και τι κάνει, και τι λέει, και πώς βάνει το άγιο ποτήριο μέσα κι από εκείνο που έχει απάνω στο άγιο αυτό που είναι, «αρτοφόριο» το λένε. Από ‘κείνο το αντίδωρο μου δίνει. Επειδή είμαστε και κάνουμε τη λειτουργία εμείς, μου το δίνει. Και αν κοινωνήσουμε μας διαβάζει μια ευχή, ειδική ευχή και κοινωνούμε.
Αυτά τα ξέρετε εσείς οι παλιοί. Οι νέοι…
Ε, ναι. Οι νέοι, η εγγονή μου δεν ξέρει τίποτα.
Όχι;
Τίποτα. Εγώ με πήρανε τηλέφωνο την εποχή που έπεσε ο κορονοϊός από ένα μοναστήρι και μου είπανε να κάνω ένα σταυρό από πάνω από την πόρτα μου με το κερί. Και άναψα το κερί και έκαμα το σταυρό σε όλες τις πόρτες, έκαμα κι απάνω. Γιατί ήτανε η αρρώστια πολύ σοβαρή. Δόξα τω Θεώ και να χτυπήσω το ξύλο, εγώ, όλοι τονε βγάνανε, εγώ δεν τον έβγαλα τον κορωνοϊό. Ήμουνε και μέσα κλεισμένη, η κακομοίρα, γιατί έχω κι άλλα προβλήματα. Έχω ζάχαρο, έχω ένα σωρό αρρώστιες, κι αν ήθελα να βγάλω και τον κορωνοϊό ήθελα να με κάνουνε παπά!
Ναι ε; Γιατί χτυπάμε ξύλο;
Το ξύλο το χτυπούμε για να μη συμβεί κακό.
Γιατί, όμως; Πώς έχει μείνει αυτό; Αυτό δεν είναι δεισιδαιμονίες, που λένε, ας πούμε, και προκαταλήψεις και τέτοια πράγματα;
Έτσι το ‘χω ακούσει, όμως, εγώ. Δεν ξέρω αν το λένε απάνω αυτό.
Ναι, αμέ. Ναι, παντού.
Ναι; «Χτύπα ξύλο, Παναγία μου, χτύπα ξύλο!».
Ναι, παντού το λένε, ναι.
Δεν ξέρω. Το λένε. «Παναγία μου! Χτύπα το ξύλο!». Και χτυπούν το ξύλο να μην πάθει κανείς τίποτα. Αυτό δεν το ξέρω. Πρέπει να ρωτήσουμε κανέναν ιερέα!
Αυτοί τα ξέρουν αυτά.
Ναι, ναι.
Τι ωραία, λοιπόν, για να σκεφτώ, τι άλλο να σε ρωτήσω τώρα που σε έχω εδώ.
Ναι, ρώτα με γιατί εγώ δεν θυμούμαι να σου πω, αν δεν με ρωτήσεις.
Πράγματα που ξέρετε εσείς οι παλιοί θέλω να μου πεις που δεν ξέρουμε εμείς οι νέοι. Εμείς την έχουμε δει όλοι επιστήμονες και δεν δεχόμαστε τα παλιά. Άμα δεν έχουμε αποδείξεις δεν δεχόμαστε τίποτα, αλλά κάποια πράγματα τα βλέπεις και μπροστά σου. Εμένα η μαμά μου, τώρα, που είναι, ας πούμε έτσι, πιο νέα γενιά και πιο παλιά μαζί, μου λέει: «Εγώ θα σε ξεματιάσω, αλλά πάρε και ένα ντεπόν να σου περάσει ο πονοκέφαλος. Να είμαστε σίγουροι», μου λέει. Πάρε κι ένα φάρμακο.
Ξεματιάζω εγώ τα μικρά. Και η Ασπασία καμιά φορά μου λέει: «Γιαγιά, ξεμάτιασέ με». Κι η κόρη μου, η κόρη μού μου λέει πιο πολύ. Μαμά [Δ.Α.] Άμα ήθελε να, άμα τηνε δει κάποια, αυτή που ξέρει ότι αποθαυμάζει, μου λέει: «Μαμά, ξεφτάρμισέ με γιατί [00:40:00]χάνομαι». Ναι. Και σε λίγη ώρα μου λέει: «Εντάξει είμαι, εδά». Άρα, πιάνει ο φταρμός. Το ξεμάτιασμα!
Ωραία. Κυρία Ουρανία μου, θα σας ευχαριστήσω πάρα πολύ που μοιραστήκατε μαζί μας…
Ε, μακάρι να θυμόμουνα και άλλο τίποτα, αλλά δε θυμούμαι, καημένη μου. Είπαμε, το κριθαράκι, το ‘παμε, ε;
Το κριθαράκι είπαμε, είπαμε για τους γούγλους, είπαμε για το καλογυναικάρι, είπαμε για τον Άγιο Παντελεήμονα, το κλασσικό…
Ναι. Πρώτος γιατρός του κόσμου! Άμα θες για τα… και τα…
Πε μου, πε μου! Ξέρεις τι ‘μου χουνε πει εμένα;
Είναι για το φταρμό είναι. Που λέει: «Να ψυγούνε τα βυζά σου και τα φύλλα της καρδιάς σου». Αν σε φτάρμισε γυναίκα: «Να ψυγούνε τα βυζά της και τα φύλλα της καρδιάς της». Κι αν σε φτάρμισε άντρας: «Να ψυγούνε τα ασκιανά του και τα φύλλα της καρδιάς του!» . Στις 25 Δεκεμβρίου το λέμε.
Και για το «μαλαθρακάκι» θέλω να μου πεις.
Ναι! «Μαλαθρακάκι κουφωτό, γύρου-γύρου δεκαοχτώ!».
Αυτό είναι το σπυράκι που βγάζουμε στον ποπό μας. Κι άμα το πεις αυτό, φτιάχνει μετά αυτό;
Όχι! Βγάνεις γύρω-γύρω δεκαοχτώ.
Δεκαοχτώ; Για κακό το λες δηλαδή; Α, μάθαμε και ξόρκι. Τέλεια. Να, αυτά θέλω να διασώσω. Να ξέρουμε το καλό, να ξέρουμε και το κακό.
Ναι, ναι. Το λέγανε το ‘να το πράγμα: «Μαλαθρακάκι κουφωτό, γύρου-γύρου δεκαοχτώ». Και έλεγε: «Έλα να σου γητέψω το μαλάθρακα, έλα!». Και του έλεγε: «Μαλαθρακάκι κουφωτό, γύρου-γύρου δεκαοχτώ». Λέει: «Μωρέ συ! Δεκαοχτώ; Γήτεμα είναι τονά, να μου λες δεκαοχτώ;». Και γελά ο άλλος μετά.
Ωραία. Άμα θυμηθούμε και κάτι άλλο μπορούμε να το πούμε.
Ναι άμα πούνε και κάτι άλλο. Θα φύγεις εσύ αμέσως τώρα;
Όχι. Όπου να ναι, άμα θυμηθούμε και κάτι άλλο να το γράψουμε. Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Ουρανία μου.
Παρακαλώ.
Να είστε καλά.
Επίσης.
Φωτογραφίες

Ξεμάτιασμα με λάδι
Αν η σταγόνα του λαδιού στο νερό διαλυθεί ...

Πετσέτα & Αλάτι
Χρησιμοποιούμε ένα πανί ή μια πετσέτα και ...
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Η κυρία Ουρανία πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Μεγάλωσε κοντά στις θείες της από τις οποίες έμαθε διάφορες ιστορίες και παραδοσιακές γητειές, ευχές για υγεία και προστασία. Μιλά για τη ζωή τη δική της και της οικογένειάς της περιγράφοντας την νοοτροπία της παραδοσιακής συντηρητικής κρητικής κοινωνίας της επαρχίας, τα νεωτερικά χρόνια.
Αφηγητές/τριες
Ουρανία Καλοχριστιανάκη
Ερευνητές/τριες
Άννα Μαρία Δοντά
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
31/05/2023
Διάρκεια
42'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Η κυρία Ουρανία πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Μεγάλωσε κοντά στις θείες της από τις οποίες έμαθε διάφορες ιστορίες και παραδοσιακές γητειές, ευχές για υγεία και προστασία. Μιλά για τη ζωή τη δική της και της οικογένειάς της περιγράφοντας την νοοτροπία της παραδοσιακής συντηρητικής κρητικής κοινωνίας της επαρχίας, τα νεωτερικά χρόνια.
Αφηγητές/τριες
Ουρανία Καλοχριστιανάκη
Ερευνητές/τριες
Άννα Μαρία Δοντά
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
31/05/2023
Διάρκεια
42'