© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Είκοσι επτά χρόνια στο μικρόφωνο της ΕΡΤ Ζακύνθου

Κωδικός Ιστορίας
24322
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δήμητρα Παρθύμου (Δ.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/05/2023
Ερευνητής/τρια
Ιωάννης Πορφύριος Καποδίστριας (Ι.Κ.)
Ι.Κ.:

[00:00:00]Είμαι ο Ιωάννης-Πορφύριος Καποδίστριας από το Istorima. Είναι 27 Μαΐου του 2023 και βρίσκομαι στη Ζάκυνθο με τη δημοσιογράφο Μιμίκα Παρθύμου. Κυρία Μιμίκα, ευχαριστούμε που είστε μαζί μας.

Δ.Π.:

Εγώ σε ευχαριστώ, Γιάννη, και σε καλωσορίζω. Έχω να σε δω και αρκετά χρόνια και χαίρομαι γι’ αυτό, σε βλέπω και έχεις εξελιχθεί. Είμαι έτοιμη και να απαντήσω σε όποιες ερωτήσεις θέλεις.

Ι.Κ.:

Πείτε μας δυο λόγια για σας.

Δ.Π.:

Εγώ, λοιπόν. Να μιλήσουμε για μένα. Γεννήθηκα στις Κροκεές Λακωνίας. Ιστορικός τόπος, γιατί έχει βγάλει και τον κροκεάτη λίθο. Και μάλιστα έχουν, και στο εξωτερικό, πάρα πολλά ιστορικά κτήρια ντυθεί με αυτό τον κροκεάτη λίθο, όπως σας λέω. Μεγάλωσα, λοιπόν, εκεί αρχικά και μετά μεταφέρθηκα στην Αθήνα. Μεγάλωσα στην περιοχή –μεγάλωσα, έζησα– στην περιοχή Εξαρχείων. Από εκεί και πέρα, έκανα όλες τις σπουδές που χρειάζονται, αρκετές μπορώ να πω, και προχώρησα στη ζωή μου. Επέλεξα το επάγγελμα, καθαρή ήταν η επιλογή, το επάγγελμα του δημοσιογράφου, γιατί οφείλω να ομολογήσω ότι αυτό μου δημιουργούσε εικόνες. Έτσι, όταν είναι ένα μικρό παιδί, θέλει να φτιάξει τον κόσμο, να τον αλλάξει τον κόσμο και η δημοσιογραφία ήταν –εκείνο τον καιρό, φανταζόμουνα– μόνον αυτός ο δρόμος. Μετά από καιρό, βέβαια, ήρθα στην Ζάκυνθο. Είχα ασχοληθεί και με τα φάρμακα και πρέπει να σου πω ότι και εκεί ήταν όμορφος χώρος εργασίας, στην περιοχή φαρμακείων, φαρμάκων, εταιρειών, γιατί είχα επικοινωνία με τον κόσμο. Ήρθα στη Ζάκυνθο και βέβαια πρέπει να πω ότι στη Ζάκυνθο ξεκίνησα σε ιδιωτικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς –ίσως να τα θυμάσαι. Η Ανεξάρτητη Ραδιοφωνία και, μετά από την Ανεξάρτητη Ραδιοφωνία, στον 90,2. Εμείς τον είχαμε ονομάσει 902, χωρίς, όμως, καμία σχέση με τον 902 της Αθήνας – Αθήνας ήτανε, γιατί δεν έβγαινε προς τα έξω, προς την περιφέρεια. Και μετά από λίγα χρόνια, μεταφέρθηκα στην ΕΡΑ Ζακύνθου, στην ΕΡΤ.

Ι.Κ.:

Στη Ζάκυνθο τι σας έφερε;

Δ.Π.:

Στη Ζάκυνθο με έφερε το γεγονός ότι παντρεύτηκα Ζακυνθινό. Και οι Ζακυνθινοί, όσο και να παραμένουν στην Αθήνα, όσο και να έχουν μια καλή εργασία στην Αθήνα, πάντοτε το μυαλό τους είναι να επιστρέψουν στον τόπο τους. Άλλωστε, το προσωνύμιο «σπουργίτες» δεν είναι άδικα… δεν έχει τοποθετηθεί άδικα. Μιλάω για τη Ζάκυνθο, δεν ξέρω για τους υπόλοιπους Ιόνιους. Κι έτσι, παντρεύτηκα και ήρθα στη Ζάκυνθο, να φύγω από την ένταση της Αθήνας. Ήρθα στη Ζάκυνθο και έμεινα στη Ζάκυνθο αρκετά χρόνια, μεγάλωσα τα παιδιά μου στη Ζάκυνθο και δεν το μετάνιωσα.

Ι.Κ.:

Πώς είναι να έρχεστε στη Ζάκυνθο;

Δ.Π.:

Ήταν οδύνη. Το πρώτο διάστημα ήταν οδύνη. Αρκεί να σου πω ότι για δυο μήνες δεν ήθελα να ανοίξω την πόρτα, να κυκλοφορήσω καθόλου. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι –δεν μπορούσα να το χειριστώ ίσως–, ότι από το κέντρο της Αθήνας, από την εργασία, από τη σχέση, από τη φιλία, από τις οικογένειες, από την οικογένεια που ήμουνα στην Αθήνα, βρέθηκα σε ένα τόπο τελείως ξένη. Ξένη όμως. Και τον πρώτο καιρό, μάλιστα, το άκουγα και συνέχεια: «Είναι η ξένη». Ακόμη και στα έθιμα της Ζακύνθου, που δεν τα ήξερα, δεν τα καταλάβαινα πριν ασχοληθώ με την Ιστορία της Ζακύνθου, ήμουν η ξένη. Δεν ξέρω αν τώρα, αν έχω παραμείνει. Νομίζω πως όχι πια. Θεωρούν ότι είμαι δικό τους κομμάτι οι Ζακυνθινοί και νιώθω και Ζακυνθινή, νιώθω. Δηλαδή, φεύγω αρκετό διάστημα, αλλά αυτό που έχω πάντα στο μυαλό μου είναι ότι πρέπει να γυρίσω στη Ζάκυνθο. Έμεινα, λοιπόν, εδώ και έχω μείνει αρκετά χρόνια και δεν το μετάνιωσα, όπως σου προείπα.

Ι.Κ.:

Πείτε μου λίγο για την καριέρα τη δημοσιογραφική. Πώς ξεκίνησε;

Δ.Π.:

Ξεκίνησε από την Αθήνα, γιατί έγραφα πάντοτε, είχα αυτή τη δυνατότητα, να γράφω σε εφημερίδες που ήτανε συλλόγων, τμημάτων πανεπιστημίων. Και βέβαια, υπήρξε και η δυνατότητα [00:05:00]της σχολής. Τότε δεν υπήρχε σχολή, ήταν το εργαστήρι, φημολογούμενο. Όπου εκεί, ασχολήθηκα πλέον, γιατί με ενδιέφερε και έπρεπε να έχω μια τέτοια σχέση με τη δημοσιογραφία, γιατί όλα τα άλλα –και δεν μπορώ να το κρύψω– ας πούμε, η Ιστορία, η ενασχόλησή μου με την Ιστορία, με βοήθησε πάρα πολύ, αλλά έπρεπε να έχω μία τέτοια επαφή με καθηγητές. Είχα την τύχη να έχω καλούς καθηγητές. Ήρθα εδώ και η σχέση μου με τη δημοσιογραφία στη Ζάκυνθο ήταν πραγματικά, αν θέλεις, ένα ξάφνιασμα, γιατί δεν υπήρχε δυνατότητα ρεπορτάζ. Δεν είχα ακούσει από τους άλλους συναδέλφους που βρήκα εδώ, δεν έκαναν ρεπορτάζ, διάβαζαν εφημερίδες αθηναϊκές, δεν έκαναν συνεντεύξεις. Όταν, λοιπόν, πρωτοπήγα στον ιδιωτικό σταθμό, τους έκανε εντύπωση τι ακριβώς κάνω. Όταν, δηλαδή, άρχισα συνεντεύξεις, ρεπορτάζ δρόμου, ρωτούσα τους ανθρώπους. Και τον πρώτο καιρό, επειδή η φωνή μου είναι διαφορετική, επειδή δεν έχω τη ζακυνθινή ομιλία, δηλαδή δεν έχω την ντοπιολαλιά, ήταν φυσικό να με κοιτάνε σαν κάτι περίεργο. Σαν κάτι περίεργο, όμως, που έλεγε αλήθεια. Αρχικά, ήταν μία σύγκρουση, γιατί τον καιρό που ήρθα, ήταν και έντονα τα πολιτικά πάθη στη Ζάκυνθο. Και ανάλογα τι έλεγε ο δημοσιογράφος, έμπαινε, αν θέλεις, στο ότι: «Αυτός είναι δικός μας» ή «Αυτός δεν είναι δικός μας». Εγώ ακολούθησα την τακτική ότι όλοι έχουν τον ίσο χρόνο και τον ίσο λόγο. Και έτσι, μπορώ να σου πω ότι έτσι περπάτησα, όλα μου τα χρόνια. Ακολούθησα αυτό τον δρόμο και κυρίως με ενδιέφερε ο κόσμος. Δεν με ενδιέφεραν οι πολιτικοί ταγοί, σε εισαγωγικά πολλά. Με ενδιέφερε ο κόσμος. Και ό,τι έκανα, το έκανα για τον κόσμο και –πρέπει να το πω– ακόμη και τώρα, περπατάω στον δρόμο και όλοι σταματάνε, τι κάνω και «Πού είσαι;» και «Γιατί δεν είσαι στο μικρόφωνο;» Αυτή είναι η ερώτηση. «Θα ’χαν αλλάξει πολλά πράγματα», μου λένε. Δεν ξέρω. Πάλεψα για την κοινωνία της Ζακύνθου. Πάλεψα για να μπορεί να νιώθει καλύτερα, να είναι καλύτερα, να έχει αυτά που της αναλογούν.

Ι.Κ.:

Τι έχετε να θυμόσαστε από την Ανεξάρτητη Ραδιοφωνία; Κάτι που να το λέτε και να λέτε: «Ναι, το έκανα εγώ εκεί».

Δ.Π.:

Από την Ανεξάρτητη τώρα μιλάς.

Ι.Κ.:

Ναι, ναι, ναι.

Δ.Π.:

Απ’ την Ανεξάρτητη, περιστατικά… Είχα μια καλή σχέση. Μάλιστα, ήταν εκείνος που με προέτρεψε, γιατί πρέπει να σου πω ότι είχε γίνει και ένα, εδώ, σεμινάριο ενός χρόνου. Το έκανε ο Δήμος της Ζακύνθου με… Ναι, ναι, ο Δήμος της Ζακύνθου το είχε κάνει τότε και είχαν κατέβει πάρα πολλοί καθηγητές, ιστορικοί, ήταν πολύς κόσμος. Και ήταν και αρκετοί… Το παρακολούθησα όλο. Όλο το παρακολούθησα. Τότε, λοιπόν, συνάδελφος –είχε τελειώσει, νομίζω, του ΑΝΤ1 τη σχολή, κάτι τέτοιο– μου είπε: «Έλα μαζί». Και μπορώ να τον ονομάσω, έτσι, ο Διονύσης ο Σούλης. «Έλα μαζί». Οπότε, στην αρχή, ήμαστε μαζί. Θυμάμαι ένα περιστατικό –γιατί τώρα μιλάμε για την Ανεξάρτητη, μιλάμε πάντα για το κέντρο στην πόλη. Και το γέλιο που έκανα, ήταν όταν ο τεχνικός έφευγε πολλές φορές, γιατί είχε κάποια δουλειά. Πήγαινε, ξέρω ’γω, να πάρει ένα σάντουιτς, άφηνε το μικρόφωνο, έπρεπε να καλύπτουμε ώρες συζήτησης, χωρίς να υπάρχει λόγος. Τέτοια περιστατικά, με πολύ γέλιο, αλλά που δεν γινόταν, μπροστά σε ένα μικρόφωνο, να αρχίσεις να γελάς, έχω αρκετά, έχω αρκετά. Αν και αυτό, μπορώ να πω ότι σταδιακά, εκείνη την ώρα, αυτό που έβγαινε, το έλεγα. Δηλαδή, αν ήθελα να γελάσω με αυτά που μου έλεγε κάποιος, γέλαγα, περνώντας τα χρόνια. Αυτό μου έχει μείνει από την Ανεξάρτητη. Μου έχει μείνει και το γεγονός ότι έκανα και μια εκπομπή λόγου στην Ανεξάρτητη. Διάβαζα βιβλία. Τους άρεσε η φωνή μου. Διάβαζα, λοιπόν, βιβλία, ανάλογα με τον χρωματισμό που χρειαζόταν ή την ένταση που χρειαζόταν. Δεν έμεινα πολύ. Μετά πήγα σε άλλο ραδιοφωνικό σταθμό, ο οποίος δημιουργήθηκε τότε. Ήταν ο 90,2. Με ιδιοκτήτες [00:10:00]αρκετούς, οφείλω να πω, και με επαγγέλματα διαφορετικά. Έμεινα εκεί αρκετό καιρό. Έμεινα, δηλαδή, από το ’91 μέχρι το ’94. Έμεινα και οφείλω να πω ότι εκεί υπήρχαν πρωτιές ατέλειωτες, γιατί δεν σταμάταγα να δουλεύω. Δηλαδή, έκανα την πρωινή εκπομπή επτά με δέκα, έφευγα, συνέχιζα ρεπορτάζ, ξαναγύριζα έντεκα με μία και στη μία έμπαινα να πω τις ειδήσεις. Δηλαδή, νομίζω ότι δεν σταμάταγα και καθόλου. Περιστατικά τέτοια έχουμε. Δηλαδή, να παρακολουθώ την ΤΕΔΚ τότε, που δεν την ήξερε κανείς. Και παρακολουθούσα τις συνεδριάσεις της. Ήμουνα ίσως η μοναδική, τώρα, σου λέω, που παρακολουθούσε τις συνεδριάσεις. Σιγά σιγά, άρχισαν να αλλάζουν τα δεδομένα της Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι άρχισαν να αλλάζουν. Δηλαδή, και τα ρεπορτάζ τους και τις συνεντεύξεις. Όλα αυτά, όμως, σταδιακά. Πιστεύω ότι βοήθησα σε αυτή την εξέλιξη. Αλήθεια είναι. Βοήθησα στην εξέλιξη αυτή, έτσι ώστε… δεν είναι να διαβάζεις εφημερίδες δημοσιογραφία. Και από κει και πέρα, μεταφέρθηκα το ’94 στην ΕΡΑ Ζακύνθου, στην ΕΡΤ. Εκεί, έδωσα μια ζωή ολόκληρη. Αλήθεια το λέω, μια ζωή ολόκληρη. Όταν πήγα, ήταν 8 Αυγούστου του ’94. Βρήκα ανθρώπους που έβαζαν μια κασέτα, την είχαν κάνει από προηγούμενες… –δεν ξέρω, συνέντευξη ήταν;– και την άφηναν και έπαιζε και πληρωνόντουσαν. Όλα αυτά άλλαξαν άρδην. Γιατί πήγα με σκοπό να αλλάξει όλη αυτή η διαδικασία. Και άλλαξε. Γιατί, ενώ υπήρχε ένας κανονισμός, ότι δεν μπορεί να είσαι στην ΕΡΤ και να δουλεύεις σε τρία-τέσσερα άλλα ραδιόφωνα ή τηλεοράσεις –έτσι ήταν αρχικά. Αυτό γινόταν συνεχώς. Οπότε, η δουλειά η δική μου ήταν να φτιαχτεί μια ομάδα συμπαγής και να είναι… η ΕΡΑ να έρχεται πρώτη. Το κατάφερα. Με αγώνα, με βοήθεια από τους τεχνικούς –και εδώ δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε τον ρόλο τους–, με βοήθεια από όλους τους συνεργάτες που είχαν παραμείνει, το κατάφερα. Το κατάφερα και η ΕΡΑ ήταν το πρώτο όνομα. Νομίζω ότι πρέπει να το θυμάσαι. Το πρώτο όνομα εκεί. Από κει και πέρα, τα χρόνια στην ΕΡΑ ήταν πάρα πολλά. Πάρα πολλά. Τα ξενύχτια περισσότερα, τα ρεπορτάζ πολλά, ο αγώνας μεγαλύτερος. Και οφείλω να πω ότι, παρά το ότι ήρθε η ώρα η άσχημη, δεν μετάνιωσα γιατί ήμουνα στην ΕΡΑ. Είχα μια ελευθερία τέτοια, που κανείς δεν το πίστευε. Νόμιζε ότι υπάρχουν εντολές. Όταν έχεις δεκαεννέα περιφερειακούς σταθμούς και τηλεοράσεις, δεν μπορείς να δώσεις εντολές στην περιφέρεια, ιδιαίτερα σε ανθρώπους που σου λένε: «Πολύ ωραία, δεν σου αρέσω; Πολύ ωραία, αν δεν είμαι καλή δημοσιογράφος, διώξε με». Απλά είναι τα πράγματα. Οι συγκρούσεις μου με τους πολιτικούς ήταν –ιδιαίτερα με δύο πολιτικούς– ήταν έντονες. Και όταν λέω σύγκρουση, δεν εννοώ… Είχαν την απαίτηση να μεταδίδουμε πράγματα που εκείνοι έλεγαν, με την έννοια, χωρίς ερωτήσεις ή με ερωτήσεις που θα σ’ τις έδιναν. Δεν τα δέχτηκα ποτέ. Δεν δέχτηκα ποτέ τέτοιους εναγκαλισμούς, δεν επέτρεπα ούτε να με κεράσουν καφέ όταν ήμουν σε ένα καφέ. Αυτά ήταν απαγορευμένα για μένα. Και νομίζω ότι δεν έκανα λάθος.

Ι.Κ.:

Θυμόσαστε την πρώτη σας μέρα;

Δ.Π.:

Ναι.

Ι.Κ.:

Μου είπατε ήταν 8 Αυγούστου.

Δ.Π.:

Τη θυμάμαι. Ανέβηκα τα σκαλοπάτια –το θυμάμαι– και τότε ήταν μια διευθύντρια που δεν με συμπαθούσε. Και δεν με συμπαθούσε, δεν ξέρω γιατί, τι της είχαν πει. Απλά, δεν με συμπαθούσε. Ίσως κάτι ήταν, προσωπικό της. Αυτό εμένα δεν με αφορούσε και ήμουνα πάντοτε ευγενική απέναντί της και απλά είχα βάλει τα όριά μου. Την πρώτη μέρα, λοιπόν, μπήκα μέσα και πέρασα, για να πάω στο στούντιο, από τους τεχνικούς. Ήταν εκεί –και θα τον θυμηθώ– ήταν δύο εκεί, ήταν ο Διονύσης ο Κορφιάτης και ο Σπύρος ο Βαρβαρέσος. Δυο άνθρωποι που [00:15:00]θέλαν, και ο Γιάννης ο Κολυβάς βέβαια, να μην τον ξεχνάμε. Τεχνικοί, τότε, όλοι αυτοί. Μου είπαν: «Προχώρησε». Γιατί οφείλω να πω ότι και ο Γιάννης ο Κολυβάς ήθελε πάρα πολύ να πάω στην ΕΡΤ. «Προχώρησε και εδώ είμαστε εμείς». Και εγώ μπήκα μέσα και μου είπε κάτι ένας από τους τεχνικούς. «Τι θέλουν οι κάτοικοι της Ζακύνθου από την ΕΡΑ Ζακύνθου;». Έκανα αυτό το ερώτημα. «Τι θέλετε ακριβώς; Τι θέλετε να σας πω;». Όχι: «Τι θέλετε να σας λέω;». «Τι ζητάτε ακόμη από την ΕΡΑ, που είναι ένας δημόσιος φορέας; Θέλετε τις φωνές σας να ακούγονται; Οι φωνές σας θα ακούγονται». Και αυτό έκανα. Πρέπει, επίσης, να σου πω ότι δεν έμπαινα σε ένα χώρο που τον ήξερα. Η ΕΡΑ ήταν άλλο πράγμα, η ΕΡΤ είναι άλλο πράγμα. Αλλά από την πρώτη μέρα, μέχρι και στον πρώτο χρόνο, που επανέλαβα με ρεπορτάζ αυτό: «Τι άλλο θέλετε από την ΕΡΑ;». Να ακούγονται τα χωριά καταρχήν, ήταν σαράντα έξι κοινότητες. Μου είπαν: «Θέλουμε κι αυτό με τα αγροτικά, θέλουμε κι αυτό…». Μου έδωσαν άπειρες ευχές. Η πρώτη χρονιά –το θυμάμαι σαν και τώρα– στα γενέθλια, δηλαδή, το ’95, ήταν πολύ συγκινητικό. Και το συγκινητικό είναι ότι, επειδή λειτουργούσαν και οι πομποί των μεσαίων, λάβαινα γράμματα από άλλες χώρες. Λάβαινα γράμματα –και τα έχω φυλάξει όλα– από καράβια που ταξίδευαν, που δεν ήταν στα ελληνικά χωρικά ύδατα. Άπειρα γράμματα τέτοια. Και νιώθω πραγματικά ευλογημένη σ’ αυτό. Επίσης, μου έλεγαν από την Αθήνα –γιατί μας άκουγαν: «Να ασχοληθείτε και με αυτό, να ασχοληθείτε και με εκείνο». Στη Λακωνία περίμεναν πώς και πώς να πω: «Καλημέρα στη Λακωνία», γιατί μέσω των μεσαίων είχαν τη δυνατότητα να ακουγόμαστε. Και όταν έλεγα: «Καλημέρα», έλεγαν: «Το δικό μας παιδί είναι απέναντι». Ήταν συγκινητικά όλα αυτά και δεν τα παραγνωρίζω. Με βοήθησαν πάρα πολύ, και σε εξέλιξη, αλλά ταυτόχρονα, το να ασχοληθώ με τους ανθρώπους περισσότερο. Και αυτό για μένα ήταν το σημαντικό.

Ι.Κ.:

Εξηγήστε μας λίγο την καθημερινότητα-

Δ.Π.:

Την τότε;

Ι.Κ.:

Την τότε καθημερινότητα.

Δ.Π.:

Να σου εξηγήσω… Πραγματικά, θυμάμαι ότι κοιμόμουν ελάχιστα. Αλλά δεν αγνοούσα το θέμα ότι είχα δύο γιους μικρούς, μικρά παιδιά, που έπρεπε να ασχοληθώ. Η καθημερινότητά μου, λοιπόν, ήτανε πεντέμισι με έξι πρωινό ξύπνημα, να φτιάξω πρωινό στα παιδιά, να ντύσω τα παιδιά, να φύγουν για το σχολείο τα παιδιά κι εγώ, σαν κάποιος τρελός άνθρωπος, να αρχίσω να τρέχω, να μαζεύω τα χαρτιά από το γραφείο μου –του σπιτιού μου το γραφείο– και να πρέπει να φτάσω στην ΕΡΑ πριν ακουστεί το σήμα μου. Ανέβαινα, έφτανα πάντοτε και μετά, πριν γίνω αρχισυντάκτης, έπρεπε να κάνω και τα αναγκαία ρεπορτάζ. Μετά από την εκπομπή, έφευγα και έκανα και τα αναγκαία ρεπορτάζ, όλα. Συνεδριάσεις ατελείωτες, Νομαρχιακού Συμβουλίου, Δημοτικού Συμβουλίου και δεν ήταν… Ήταν ο Δήμος των Ζακυνθίων, δεν μπορούσαν να έρθουν τα χωριά, ήτανε άλλος ο κώδικας τοπικής αυτοδιοίκησης. Γιατί οι κοινότητες θέλαν να πας και εκεί. Και η μέρα μου δεν τελείωνε. Δηλαδή, ο χρόνος ήταν λίγος πια, από ένα σημείο και μετά. Έπρεπε να γυρίσω να παραλάβω τα παιδιά, όλα αυτά, να διαβάσουν τα παιδιά, να είμαι εκεί και μετά να ξαναφύγω. Ήταν μια κατάσταση που έτρεχε έτσι, έτρεχε συνέχεια έτσι. Δεν είχα χρόνο για τίποτα άλλο όμως. Να σου πω ότι θυμάμαι στις τρεις η ώρα ξημερώματα να επιστρέφω στο σπίτι από μια συνεδρίαση, ατέλειωτη συνεδρίαση, που δεν κατέληγε και πουθενά. Είχα την τύχη, όμως, να γνωρίσω πάρα πολλά Δημοτικά Συμβούλια και δημάρχους. Θυμάμαι σε μια ορκωμοσία του Νομάρχη τότε, ήταν ο Μητροπολίτης Ζακύνθου τότε, ο Χρυσόστομος, ο οποίος είπε –καθόταν στο κέντρο και εγώ καθόμουν απέναντι– και είχε πει το εκπληκτικό. «Μην ξεχνάτε ότι αυτή τη σκάλα την ανεβοκατεβαίνετε. Εγώ και η Παρθύμου θα είμαστε μόνιμοι». Και το θυμάμαι ότι έβαλα τα γέλια δυνατά. Ναι, γιατί εκλογές έδιναν και άλλους. Αυτά τα θυμάμαι. [00:20:00]Θυμάμαι να έχει γίνει μια διαδήλωση έξω από την ΕΡΑ, γιατί είχαμε μπει σε εκλογική διαδικασία. Είχαμε στείλει προσκλήσεις, τις ετοίμαζε πάντοτε ο προϊστάμενος, ο Γιάννης ο Κολυβάς. Αρχισυντάκτρια είχα γίνει τότε. Αρχισυντάκτρια, η οποία έκανε και εκπομπή. Πολιτικό ρεπορτάζ πάντοτε και τις συνεντεύξεις. Και ήτανε, ο όρος ήτανε, οχτώ με τρεις, κάθε μία ώρα, εναλλάσσονταν τα τραπέζια τα στρογγυλά, οι υποψήφιοι. Καταλαβαίνεις ότι έπρεπε για κάθε κόμμα να γνωρίζεις τα πάντα. Ήρθε, λοιπόν, ένας πολίτης και κατήγγειλε ότι κάτι του πήρανε, κάτι έγινε από τα ορεινά. Του είπα: «Δεν μπορείς να μπεις πουθενά τώρα, έχουμε εκλογές». Και πήρε ένα πανό και κάθισε έξω από την ΕΡΑ και λέει: «Δεν μου επιτρέπουν στην ΕΡΑ Ζακύνθου να μπω να κάνω δήλωση». «Πες κάτι στον ρεπόρτερ» –γιατί υπήρχαν και ρεπόρτερ άλλοι στην ομάδα– «και από κει και πέρα θα κοιτάξουμε που μπορεί να μπει». «Όχι, τώρα θέλω, μαζί σου». Αυτό ήτανε, η ένταση ήταν: «Θέλω να είμαι μαζί σου, θέλω να μιλήσω σ’ εσένα». Μου είχαν ζητήσει… αστεία περιστατικά, είχαν μπει μέσα στο στούντιο, μου είχαν πετάξει ένα χαρτί να πάω να τους πάρω άδεια για να χτίσουν σπίτι –από την πολεοδομία. «Πρέπει να πας να μου πάρεις άδεια». Τέτοια περιστατικά είχα αρκετά. Είχα, επίσης, και προσφορές αρκετές. Φέρνανε ψωμιά που τα ζύμωναν στα χωριά. Ήταν πολύ όμορφη η όλη διαδικασία αυτή. Με κούραση, ατελείωτη κούραση. Είχα πάντα έναν άνθρωπο μουσικό ο οποίος ήταν δίπλα μου, η Άννα η Καποδίστρια, και έκανε, ανάλογα με το τι της έλεγα, έβαζε και τα ανάλογα τραγούδια. Με μια ματιά, μέσα από το τζάμι εγώ, εκείνη από την άλλη πλευρά, ήξερε τι θέλω ή στο περίπου. Αυτούς τους ανθρώπους τους έχω κρατήσει στην καρδιά μου, όλους. Και στο μυαλό μου. Και πρέπει να σου πω ότι πολλοί μου λένε ότι: «Έζησες μέσα από τη δουλειά…» «Μέσω της δουλειάς ήταν η ζωή σου». Ίσως έχουν δίκιο. Ναι. Τα παιδιά, βέβαια, ήταν πάντοτε πιο μπροστά. Αλλά υπήρχαν και στιγμές που προηγείτο η δουλειά και ήταν τα παιδιά πιο πίσω. Εκείνα τα άσχημα είναι ότι δεν μπορούσα Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πάσχα, δεν ήμουν ποτέ στο σπίτι μου. Μαζί με τα παιδιά, ήμουνα στην Ελληνική Ραδιοφωνία. Δεν είχα, δηλαδή, ώρες, δεν είχα ούτε μέρες, δεν ήτανε, δεν υπήρχε χρόνος που θα πεις: «Δεν κάνω αυτή τη δουλειά». Επίσης, μου άφηναν στο σπίτι, όταν –γιατί είχα και το γραφείο μου–, όταν δεν θέλανε να δω ποιος μου αφήνει πράγματα, μου πέταγαν χαρτιά, καταγγελίες, πολλά πράγματα κάτω από το σπίτι, στην πόρτα. Ή πολλές φορές, βράδυ, μου έλεγαν, σε τηλέφωνο: «Σε έναν κάδο». Ήτανε κίνδυνος τότε, δεν ήταν και εύκολα τα πράγματα. Εντάξει, το κατόρθωνα να πάρω, να βρω την είδηση, με πολύ ψάξιμο όμως, με πολλή έρευνα, με πάρα πολλή έρευνα. Αλλά είχα ένα στόχο. Δεν υπήρχε πιθανότητα να μην την ολοκληρώσω εγώ την έρευνα. Εκείνο που ήθελα, εκείνο θα το έκανα. Ήταν νόμος για μένα. Εκείνο που ήθελα, να αποκαλυφθεί η αλήθεια δηλαδή, αυτό ήθελα, τίποτα άλλο. Αυτά θυμάμαι. Θυμάμαι πολλά περιστατικά. Δεν είναι ένα και δύο, είναι πάρα πολλά. Ήμουνα πάντα πολύ… Έχουμε περάσει και στιγμές πολύ ωραίες. Όταν έκλειναν οι εκπομπές, έκλεινε, δηλαδή, με το δελτίο ειδήσεων στην ΕΡΑ, μαζευόντουσαν εκεί που είναι οι τεχνικοί και όλα αυτά. Τι έκαναν; Επειδή εγώ ήμουνα πάντοτε η συντηρητική, η πιο συγκρατημένη της παρέας, με κλείδωναν μέσα στο στούντιο για να μη βγω και άρχιζαν να τραγουδάνε και να χορεύουν όλοι μαζί. Βάζανε τραγούδια… «Άσ’ τη μέσα! Θα διαβάσει, θα γράψει, άσ’ την μέσα». Γέλαγα πάρα πολύ τότε. Ήταν και διοικητικοί πολλοί. Ήταν άνθρωποι που ήταν στη δουλειά τους, μόνιμα εκεί. Άσχημο περιστατικό ήταν με το κλείσιμο. Μετά έγιναν πολλά άσχημα. Τότε, όμως, είχαμε και περιστατικά με πολύ γέλιο – ίσως ήμαστε και πιο νέοι. Πήγαινε πολύ καλά η ΕΡΤ, πάρα πολύ καλά. [00:25:00]Είχε πολύ μεγάλη ακροαματικότητα, κυρίως σε όλους στα… Θυμάμαι ότι στα χωριά, έπαιρναν… Τον καιρό της ελιάς, έπαιρναν μαζί τους τα τρανζίστορ, όλα, τα ραδιόφωνα, τα κρέμαγαν στις ελιές και με παίρναν τηλέφωνο: «Είμαι εδώ» –δεν ξέρω πού ακριβώς–, «σε ακούω, γιατί δεν λες και αυτό το θέμα;». Δηλαδή, οι πληροφοριοδότες, οι ρεπόρτερ οι ουσιαστικοί ήταν οι άνθρωποι που ήταν γύρω. Ο κόσμος. Όταν μάθαιναν ότι πήγαινα σε ένα χωριό –και μπορεί να το μάθαιναν… Εγώ δεν καθόμουν με πολιτικούς. Εκτός αν ήθελα να κάνω ρεπορτάζ που να αφορά κάτι –ένα σχολείο και όλα αυτά, έπρεπε να βρω τους καθηγητές. Καθόμουν κάπου, σε ένα καφενείο, ερχόντουσαν και μεγάλοι άνθρωποι και μου έλεγαν τις ιστορίες της Ζακύνθου. Πάρα πολλές ιστορίες. Ιστορίες, και αυτό ήταν που, αν θες, με έκανε να ξεχνάω την κούρασή μου, το ότι μπορούσαν και μου έλεγαν το τι έχουν ζήσει. Στη Ζάκυνθο, με τους σεισμούς, με όλα. Μια καινοτομία, τότε, της Ζακύνθου, της ΕΡΑ Ζακύνθου, που δεν γινόταν πουθενά, μα πουθενά, ήταν ότι αποφασίσαμε να πάμε –όταν έγιναν οι καποδιστριακοί δήμοι–, να πάμε και στους έξι. Με ρεπόρτερ τον Σπύρο Μαρματάκη –τους αναφέρω γιατί ήταν πάντοτε δίπλα–, και ήταν και ο τεχνικός – ο όποιος τεχνικός ή οι δύο τεχνικοί, γιατί είχαν όλα τα μηχανήματα οι τεχνικοί, δεν μπορούσε κανείς να το αναλάβει άλλος. Και να πω ένα μεγάλο «ευχαριστώ» σε όλους αυτούς τους ανθρώπους. Και ερχόντουσαν μαζί. Και οι υποψήφιοι καθόντουσαν, συντόνιζα μια κουβέντα, έκανα τις ερωτήσεις και από κάτω ήτανε οι άνθρωποι των κοινοτήτων ή των δήμων που θα γινόντουσαν και οι ερωτήσεις ήταν από αυτούς. Δεν είχε ξαναγίνει ποτέ να βγει ένα ραδιόφωνο ή μια τηλεόραση –πολύ αργότερα– να βγει στους δήμους που θα είχαν συγκροτηθεί τότε και να ακούσει τους υποψηφίους με ερωτήσεις που έκαναν εκείνοι. Και αυτό ήταν κάτι καινούριο για τη Ζάκυνθο. Και θυμάμαι μάλιστα, στον Λαγανά, ήταν κρεμασμένοι άνθρωποι παντού. Δηλαδή, πηγαίναμε στο Δημοτικό Κατάστημα και ήταν παντού, όπου και να έκανες, έβλεπες ανθρώπους και σου λέγανε: «Μπράβο! Σ’ ευχαριστώ!». Αυτό το «ευχαριστώ» για μένα ήταν πάρα πολύ σημαντικό. Και ακόμα είναι. Όταν περπατάω στον δρόμο και γυρίζουν ξαφνιασμένοι αν πω: «Καλημέρα» και μου λένε όλοι: «Α, η κυρία Παρθύμου». Από τη φωνή. Γιατί, εντάξει, στην τηλεόραση δούλεψα για κάποιες εκπομπές, ναι. Και σε εφημερίδα. Αλλά η χαρά του ραδιοφώνου –το αγαπάω πολύ το ραδιόφωνο– ήταν άλλη. Αυτά ήταν η ΕΡΑ. Και πολλά άλλα ήταν η ΕΡΑ Ζακύνθου, πάρα πολλά. Δεν ξέρω πώς εξελίσσεται, δεν το παρακολουθώ. Γιατί το χτύπημα κάτω απ’ τη μέση ήταν το κλείσιμό της. Γι’ αυτό, πραγματικά, το κλείσιμο ήταν… Δεν ήθελα να το πιστέψω ότι είχα έρθει στο σπίτι. Βέβαια, με είχαν πάρει τηλέφωνο και μου είπαν: «Σταμάτα τα ρεπορτάζ που κάνεις» –από την Αθήνα οι συνάδελφοι, γιατί, παράλληλα, ήμουν και ανταποκρίτρια στην Αθήνα. Σε όλα τα θέματα ανταποκρίσεις. Ιδιαίτερα με τους σεισμούς, θυμάμαι ότι έλεγα ότι πρέπει να εγγραφώ στο Βιβλίο Γκίνες, τόσες ανταποκρίσεις. Γιατί είχαμε και πολλούς σεισμούς. Τον πρώτο καιρό που τον έζησα –βέβαια, τον πρώτο τον έζησα στην Αθήνα, τον ισχυρό σεισμό του ’81. Εντάξει, εκεί ίσως… Αλλά εδώ ήταν κάτι που… Ήμουν ψύχραιμη, πάρα πολύ ψύχραιμη και λέγανε: «Είναι ξένη και δεν ξέρει τι θα πει σεισμός». Και γελούσα, βέβαια, με αυτό. Αλλά εντάξει, και αυτό το συνηθίζεις, τελικά. Το συνηθίζεις, φροντίζεις και, εντάξει, πορεύεσαι. Όλοι έτρεχαν στα χωριά και εγώ έτρεχα στο ραδιόφωνο όταν είχαμε σεισμό. Με αποτέλεσμα και γι’ αυτό να με ευχαριστούν, γιατί τους έλεγα: «Ηρεμία, τα σπίτια μας είναι μια χαρά. Καθίστε εκεί που είστε» –ήταν έξω όλοι στους μεγάλους σεισμούς– «εγώ είμαι εδώ». Δεν έφευγα, ποτέ δεν έφευγα. Δεν υπήρχε πιθανότητα να κινηθώ από το μικρόφωνο εκεί. Μέσα στο στούντιο. Και θυμάμαι μια φορά που έπρεπε να λεχθούν οι ειδήσεις, να έρθει η εκφωνήτρια να λεχθούν οι [00:30:00]ειδήσεις του πενταλέπτου. Τις παράτησε, άρχισε να τρέχει –το θυμάμαι αυτό– και έπρεπε… Και τις συνέχισα βέβαια, χωρίς κανένα… Δεν σταματήσαμε καθόλου. Το γεγονός ότι ήσουνα και εκείνη τη στιγμή δίπλα τους ήταν πάρα πολύ σημαντικό. Είναι πολλές οι καλές στιγμές. Και κακές στιγμές, γιατί υπήρχαν εντάσεις, ατελείωτες εντάσεις. Συγκρούσεις ατελείωτες. Άνθρωποι που είχαν ευεργετηθεί από εσένα, βρέθηκες με μαχαίρια στην πλάτη. Γιατί, ξέρεις, όταν μιμείσαι το πρωτότυπο, ποτέ δεν θα το μιμηθείς όπως είναι αυτό. Και καταλαβαίνεις ότι οι ανταγωνισμοί ήταν ισχυροί, έστω και αν τους είχες ευεργετήσει, έστω και αν τους είχες προσλάβει. Πολλά πράγματα τέτοια έχουν παιχτεί. Φρόντισα να τα πετάξω από πάνω μου, γιατί είναι τοξικά, και όπως οι άνθρωποι οι τοξικοί πρέπει να τους αποφεύγεις, έτσι και αυτά τα πέταξα και θυμάμαι μόνο τις καλές στιγμές.

Δ.Π.:

Μέχρι που έφτασε αυτή η ώρα του κλεισίματος. Δεν το πίστευα. Ήρθα και με ειδοποίησε το παιδί μου το μικρό: «Κλείνουν την ΕΡΤ». Και είπα: «Καλά, αυτό ακούγεται χρόνια». Και προσπέρασα. Και άρχισε να φωνάζει: «Κλείνουν την ΕΡΤ». Εκείνη την ώρα συνειδητοποιώ την άλλη κατάσταση και φεύγω κατευθείαν. Και την ώρα που φτάνω στον σταθμό βλέπω πάρα πολύ κόσμο. Κόσμος, εκεί γύρω, μέσα στο προαύλιο της ΕΡΤ. Εκείνες τις βραδιές ήταν το ξενύχτι το μεγάλο. Το ξενύχτι το μεγάλο. Να μην έχεις κατανοήσει τίποτα. Συνάδελφοι βρέθηκαν, από άλλα ραδιόφωνα, δίπλα μας, δεν μπορώ να πω. «Ό,τι θέλετε, και να σας κόψουν…». Μας έκοψαν τελευταίους. Και μάλιστα ήτανε η συζήτηση στην Αθήνα, ήταν τότε, που ήταν ακόμη στο κέντρο και τους ειδοποίησαν: «Έπεσε η Μιμίκα». «Έπεσε η Μιμίκα», ο τελευταίος πομπός στον Αίνο. Και ήταν το τελευταίο «αντίο». Όλα τα άλλα είχαν κλείσει. Είχε μείνει να φύγουν από την… η Αθήνα είχε κλείσει και είχανε μείνει, τότε, οι εθελοντές τότε, που είχανε πάει όλοι, και οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ και ακούγανε τι λέμε και μπήκε κάποιος, είπε: «Η Μιμίκα έπεσε». Ναι. Ο Αίνος είχε πέσει, όχι εγώ. Αλλά μετά από λίγο, πάλι στις 8 Αυγούστου νομίζω, έκλεισα και τον κύκλο. Αποχαιρέτησα, κάλεσα την Άννα να είναι δίπλα μου, την Καποδίστρια, κάλεσα τεχνικούς να είναι δίπλα μου και τον προϊστάμενο τότε, τον Γιάννη τον Κολυβά. Είπα: «Ήρθα και τώρα κλείνω τον κύκλο». Δεν μπορούσα να πηγαίνω καθημερινά –είχα μια απόσταση–, να πηγαίνω καθημερινά, να δίνω το «παρών». Έκατσα μέχρι εκεί που μπορούσα. Και συναισθηματικά άλλο δεν μπορούσα. Δεν είχα πλέον την αντοχή να πηγαίνω να βλέπω όλα αυτά. Ήταν άλλη η δομή η δική μου, αλλιώς τα πράγματα. Και έτσι, έφυγα τότε. Έφυγα… όταν λέμε έφυγα, το κλείσιμο δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. «Κάτι θα γίνει», αυτό ήταν στο μυαλό μου. «Κάτι θα γίνει και θα αλλάξουν τα δεδομένα». Η αρχή ήταν ότι δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Και αποχώρησα ήσυχα. Νομίζω και η Άννα για ένα διάστημα. Πήγαινα σε έκτακτες καταστάσεις, αλλά δεν ήθελα πια να βρίσκομαι εκεί. Δεν ήθελα. Είχα δώσει μια ζωή ολόκληρη. Όταν λέμε μια ζωή, στην κυριολεξία, μια ζωή ολόκληρη. Μετά από ένα χρόνο, εγώ δεν θέλησα να ξαναγυρίσω. Δεν θέλησα ευθύς εξαρχής. Ενώ μου είπαν όλοι: «Θα ξαναγυρίσεις» κι όλα αυτά, δεν θέλησα. Δεν ήθελα καθόλου πλέον ενασχόληση με την ΕΡΑ Ζακύνθου. Καθόλου. Τους ανθρώπους πάντα τους είχα στο μυαλό μου, αλλά δεν ήθελα να ασχοληθώ. Δεν μου πήγαινε πια εμένα, δεν πήγαινε στο δικό μου θέλω, δεν πήγαινε ακόμη και… Δεν μπορούσα να συνυπάρξω εκεί, δεν μπορούσα. Πέρασε καιρός, έφυγα κι από τη Ζάκυνθο, δεν θέλησα, σου είπα, να επιστρέψω. Είχαμε κάνει και αγωγές – που, εντάξει, το τίποτα [00:35:00]δεν έγινε και στις αγωγές. Μετά από ένα χρόνο, το θυμάμαι ότι γύρισα και έκανα μια εκκαθάριση στα cd. Βρήκα, λοιπόν, ένα cd που μου είχε κάνει η Άννα η Καποδίστρια, όπου ήταν πώς ξεκίναγα και την εκπομπή και όλα. Και τη μουσική, το background, που ήταν επεισοδιακό background. Αυτό το κράτησα όλα τα χρόνια. Και ήταν η πρώτη φορά –και αυτό το λέω και με πονάει– μετά από ένα χρόνο, όταν τ’ άκουσα, γιατί δεν καταλάβαινα τι είναι, έκλαιγα γύρω στις έξι ώρες. Εκείνη την ώρα κατάλαβα ότι έχει κλείσει η ΕΡΤ. Όχι το κατάλαβα, το διαχειρίστηκα. Αυτό. Αυτά είναι, τα νέα της ΕΡΤ είναι πολλά. Τα νέα της ΕΡΑ είναι ατελείωτα. Δεν θέλω, όμως, να κάνω κατάχρηση του χρόνου σου, εκτός αν θέλεις να με ρωτήσεις κάτι συγκεκριμένο εσύ.

Ι.Κ.:

Όχι, περισσότερο πώς ήταν εκείνη η μέρα που μου είπατε-

Δ.Π.:

Εκείνη η μέρα, θα σου πω ότι ήταν –και η μέρα και η νύχτα– ήταν οδυνηρή. Εγώ ένιωθα δύσκολα, από τη μια μεριά ένιωθα χαρά και από την άλλη ένιωθα δύσκολα. Θα σου πω μόνο ότι στις μέρες που πέρναγαν, ο κόσμος ήταν συνέχεια δίπλα, συνέχεια δίπλα, συνέχεια δίπλα. Μέχρι που κοιμόντουσαν όλοι εκεί. Θυμάμαι και τεχνικούς που είχαν πάρει σύνταξη να έχουν επιστρέψει. Η Τότα η Γιαννούλη, που δεν υπάρχει πια κοντά μας. Και πολλοί άνθρωποι έφυγαν, ήταν… Πολλοί άνθρωποι έφυγαν. Η Αδαμαντία, που ήταν στα διοικητικά. Πέθανε από την καρδιά της πριν ανοίξει η ΕΡΑ. Κι ήτανε κάθε μέρα εκεί. Και όταν λέω κάθε μέρα, κάθε μέρα. Δεν έφυγε ποτέ, έμεινε εκεί. Έφυγε, όμως, και ταξίδεψε, γιατί η καρδιά δεν άντεξε. Τώρα, πρόσφατα, έφυγε και άλλη τεχνικός, η Τότα η Γιαννούλη. Κι αυτή από την καρδιά της. Στοίχισε σε πάρα πολλούς ανθρώπους, κόστισε όλο αυτό. Και κόστισε συναισθηματικά. Στην υγεία τους, σε όλα. Σε όλους μας κόστισε. Εκείνη η μέρα ήταν οδυνηρή, δεν μπορούσες να το πιστέψεις, έλεγες: «Κάτι θα γίνει, δεν μπορούν να βρεθούν δυόμισι χιλιάδες άνθρωποι στον δρόμο», έστω και αν είχες μνημόνιο. Πήρες, δηλαδή, το πακέτο των δυόμισι χιλιάδων –η τότε κυβέρνηση, συνεργασίας κυβέρνηση, νομίζω ότι ήταν ο κύριος Σαμαράς, ο κύριος Βενιζέλος και ο κύριος Κουβέλης, η ΔΗΜ.ΑΡ. Τότε, μετά από την κατακραυγή του κόσμου, μετά από μεγάλο διάστημα –γιατί και οι τρεις υποτίθεται ότι συμφώνησαν για να διώξουν δυόμισι χιλιάδες ανθρώπους, έτοιμους. Τους ζητούσαν, βάσει μνημονίου, να απολυθούν άνθρωποι. Και βρήκαν αυτό, να ρίξουνε μαύρο. Μαύρο πού; Σε έναν δημόσιο σταθμό. Δηλαδή, είναι σαν να κλείνεις το BBC, να ρίχνεις μαύρο. Είναι δυνατόν; Κι όμως, ήταν δυνατόν. Γι’ αυτούς ήταν δυνατόν. Μετά από διάστημα, αποχώρησε και η ΔΗΜ.ΑΡ., ο κύριος Κουβέλης, εξαιτίας της συμφωνίας αυτής. Η ΕΡΤ έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη συμφωνία αυτή. Στη ΔΗΜ.ΑΡ., έτσι; Για τη ΔΗΜ.ΑΡ., πολιτικά πάντα εννοώ. Εκείνη τη βραδιά, κάποια στιγμή, είχα φύγει από το στούντιο και ήμουνα στην πολυθρόνα του τεχνικού –γιατί ήταν ξεχωριστό δωμάτιο, βλεπόμαστε. Και θυμάμαι ότι άρχισε να χαράζει η ανατολή. Θυμάμαι, λοιπόν, ένα χέρι να απλώνει και να μου δίνει ένα χαρτομάντιλο, αλλά δεν ήξερα γιατί ξέρεις. Ήσυχα, κοίταγα απ’ το παράθυρο του τεχνικού, κοίταγα την ανατολή. Και έτρεχαν τα μάτια μου, γιατί ήξερα ότι αυτό ήταν, είτε δεν ήταν αυτό ή θα τελείωνε ή δεν θα τελείωνε… Ένα χέρι άπλωσε και μου έδωσε ένα χαρτομάντιλο. Ήταν κάποιος συνδικαλιστής του ΠΑΜΕ. Είχε μπει μέσα, με είχε δει, αλλά δεν είχε μιλήσει, όπως κοίταγα, και μου άπλωσε το χέρι και μου έδωσε ένα χαρτομάντιλο και ξαναβγήκε ήσυχα έξω. Επίσης, θυμάμαι τη λαϊκή. Η λαϊκή αγορά που γίνεται. Ερχόντουσαν οι άνθρωποι εκεί, τηγάνιζαν, ψήναν για τον κόσμο και τα έδιναν δωρεάν. Και θυμάμαι να ανοίγει την πόρτα στο στούντιο, χωρίς να βλέπει αν μιλάω ή δεν μιλάω και να μου λέει: «Ήρθε η ώρα να φας, σταμάτα. Ήρθε η ώρα κάτι να φας». Τέτοια [00:40:00]περιστατικά εκείνης της οδυνηρής ημέρας και νύχτας. Ακόμη έχει μείνει στο μυαλό μου όλο αυτό το σκηνικό. Και πρέπει να σου πω ότι το ’χω, σαφώς, ξεπεράσει, ήταν επιλογή, γιατί μετά μου έγινε πρόταση να επιστρέψω. Και από την ΕΡΤ κι από παντού. Δεν θέλησα να επιστρέψω. Δεν ήταν εκείνη η ΕΡΤ, η ΕΡΑ που ήξερα εγώ. Και δεν θέλησα να επιστρέψω. Το ’χα ξεκαθαρίσει στο μυαλό μου. Ότι με πονάει ακόμα, με πονάει. Για τις χιλιάδες, αναρίθμητες ώρες εργασίας, το πού είχαμε φτάσει την ΕΡΑ Ζακύνθου, πόσο ψηλά ήταν, πόσο την αγάπαγε ο κόσμος. Ο κόσμος. Δεν μιλάω για πολιτικούς, για να είμαι ξεκάθαρη. Οι πολιτικοί δεν μας πολυσυμπαθούσαν, γιατί λέγαμε πάντα την αλήθεια. Όλων των κομμάτων. Από κει και πέρα, για ένα διάστημα ενός έτους και παραπάνω, δεν πέρναγα ούτε από τον δρόμο, καθόλου. Καθόλου. Αυτή τη διαδρομή, που την έκανα για πάρα πολλά χρόνια –είκοσι έξι, πόσα, είκοσι επτά– δεν ήθελα ούτε να περνάω από αυτό τον δρόμο, καθόλου. Καθόλου. Και βέβαια, δεν έχω σταματήσει και… δηλαδή δεν… Θέλω να πάω να τους δω, να δω την Άννα, να δω τους άλλους ανθρώπους, τη Χαρά, όλους αυτούς που έχουν απομείνει από τότε, και δεν πάω. Λέω: «Θα πάω», αλλά πάλι γυρίζω πίσω. Δεν ξέρω, ίσως κάποια στιγμή τα καταφέρω. Έχει αλλάξει, πιθανόν, και η ΕΡΑ τώρα, δεν ξέρω πώς είναι. Ακούω πότε πότε μουσική επιλογή, πότε πότε όμως, δεν είναι μόνιμο αυτό. Δεν ακούω πια, δεν ακούω τηλεόραση, δεν ακούω ραδιόφωνο. Δεν θέλω, γιατί ενημερώνομαι διαφορετικά. Ενημερώνομαι. Συνεχίζω, επίσης, στη Λακωνία, να ασχολούμαι με τη Λακωνία, και ιστορικά. Με ενδιαφέρει, είναι ο τόπος καταγωγής μου και ενδιαφέρομαι για εκεί. Υπάρχουν και τα «Λακωνικά Νέα», τα οποία μπορεί, κάποιες φορές, συνεντεύξεις και όλα αυτά, γίνονται. Αλλά μ’ αρέσει και η έρευνα, συνεχίζω να ερευνώ και συνεχίζω να μαθαίνω.

Ι.Κ.:

Κάτι που πρωταγωνιστούσε πάντα η ΕΡΤ, ήτανε οι βραδιές των εκλογών.

Δ.Π.:

Α, καλά! Αυτό ήταν το κάτι άλλο! Πρωταγωνιστούσε. Είχαμε και ιστορίες. Η ΕΡΤ ήταν γιατί έπρεπε να δίνει ανταπόκριση στην Αθήνα, στην Κέρκυρα –με την Κέρκυρα– και ταυτόχρονα να μιλάει και στον κόσμο. Το αποτέλεσμα ήταν οι ρεπόρτερ εκεί, όλοι τους, όλοι τους οι οποίοι πήγαιναν στα εκλογικά κέντρα, εγώ ήμουνα πάντοτε στη Νομαρχία, νυν Περιφέρεια, πάντοτε. Και όχι μόνο πρωταγωνιστούσε. Όταν έβγαζα κάποια είδηση λίγο πιο γρήγορα, με κοίταγαν όλοι οι συνάδελφοι, γιατί ήμαστε όλοι, όλα τα ραδιόφωνα, και όλοι: «Πού;» «Πώς;» «Τι;» και «Πώς τη βρήκες;» Ξέραμε ότι αν έρθει Λούχα και Γύρι –δύο χωριά– προς τα πού θα γείρει όλη η κατάσταση, αυτό πια το είχαμε αξιολογήσει. Τι άλλο να σου πω… Ότι θέλανε, υπήρχε ένα περιστατικό που κάποιος ήθελε να κάθεται δίπλα μου. Έλεγαν: «Ο ψυχάκιας της Μιμίκας» οι αστυνομικοί. Και δεν σηκωνόταν να καθίσουν οι ρεπόρτερ, γιατί είχαμε τα μικρόφωνα μπροστά. Και θυμάμαι ότι τον πήραν σηκωτό οι αστυνομικοί. Ωρυόμενος αυτός, γιατί δεν τον αφήνουν δίπλα μου να βλέπει τι ακριβώς κάνω. Συνδυασμούς, τέτοια. Ήταν, για μένα, ήταν γιορτή. Για μένα, ήταν γιορτή. Επέβαλα στον εαυτό μου το πολύ καλό ντύσιμο. Ναι, το πολύ καλό ντύσιμο. Ήταν τιμή όλο αυτό. Και το χαιρόμουνα κιόλας. Μετά υπήρχαν οι αναλύσεις, οι συζητήσεις, «Γιατί έτσι;», «Γιατί αλλιώς;». Άλλος ήταν στο στούντιο, κάποιος άλλος ήταν στο στούντιο – δημοσιογράφος, ρεπόρτερ. Εγώ ήμουνα πάντοτε στη Νομαρχία, δεν έφευγα από εκεί. Αυτό ήθελα. Στο στούντιο, επίσης, όταν ερχόντουσαν οι πολιτικοί αρχηγοί, οι ρεπόρτερ ήταν κάτω κι εγώ ήμουνα στο στούντιο για να συνδέω και να παρακολουθώ και να συζητάω με το ρεπορτάζ που μου έδιναν. Ήταν σημαντικές στιγμές οι εκλογές, γιατί έφευγα όπως ήμουνα, καλωδιωμένη, και κατέβαινα προς τη σκάλα της Νομαρχίας, προκειμένου να συναντηθώ με τον άνθρωπο ο οποίος έπαιρνε ή [00:45:00]τον Δήμο –μετά έγινε και Δήμος Ζακύνθου όλης– ή τον βουλευτή. Και ήταν από τις σημαντικές στιγμές. Ο ένας μου γιος, επειδή ήμουνα καλωδιωμένη, βρισκόταν πάντοτε από πίσω μου, μην τυχόν πάρω φωτιά. «Υπάρχει κάποια πιθανότητα», με ρώταγε, «να πάρεις φωτιά;». Και στεκότανε συνέχεια από πίσω, μην τυχόν τραβήξουν τα καλώδια, όλα αυτά. Ήταν σημαντικές στιγμές και μου τις θυμίζεις, τώρα γυρίζω πίσω το μυαλό μου και τα θυμάμαι όλα αυτά. Και συγκινητικές στιγμές. Συγκινητικές στιγμές, γελαστές στιγμές. Γιατί έστω και αν διαφωνούσες με αυτόν που είχε εκλεγεί, αυτό δεν είχε καμία σημασία –όχι αν διαφωνούσες, αν είχες άλλη άποψη. Καμία σημασία, ήτανε γιατί τον είχε επιλέξει ο τοπικός πληθυσμός. Και έπρεπε κι εσύ να ’σαι μαζί, να περιμένεις. Αυτά έχω από εκείνες τις βραδιές. Α, ότι μας έφερναν πάρα πολλά γλυκά. Τρώγαμε ατελείωτα γλυκά, τρώγαμε φρούτα. Και βέβαια, μια εποχή, έβλεπα…. Εγώ έχω ένα κακό, δεν μπορώ να πιω καθόλου, δεν μπορώ να πιω οινοπνευματώδη καθόλου. Όλοι οι συνάδελφοι, λοιπόν, σε κούπες, είχαν το ουίσκι τους, ό,τι ήταν αυτό. Εγώ είχα μόνιμα καφέ, μία κούπα καφέ, συνέχεια. Αλλά πάντοτε καφέ. Και μου έλεγαν: «Καλά, ρε παιδί μου, δεν μπορείς τόσο, τόσο, να χαλαρώσεις;». Όχι, καφέδες. Αυτό ήτανε. Καφές και άπειρα γλυκά. Έτρωγα ατελείωτα σοκολατάκια. Θέλω να σου πω ότι ήταν… Υπήρχε μια ομορφιά. Τώρα δεν παρακολουθώ, δεν κατεβαίνω. Κατεβαίνω, κοιτάω λίγο και φεύγω, δεν έχει… Δεν έχει τόσο ενδιαφέρον, είναι πια τόσο στρωμένα διαφορετικά. Και η κοινωνία αδιαφορεί, εν πολλοίς. Αδιαφορεί και επιλέγει, θα μου πεις. Αυτό θα το δούμε, το πόσο σωστά επιλέγει, το 2023. Για την πορεία των Ελλήνων. Είναι κάτι που πρέπει να ανιχνευθεί. Αυτά θυμάμαι και πολλά άλλα, κάποια στιγμή ίσως –ίσως– τα πούμε. Τα παιδιά μου, που μπαινόβγαιναν πολλές φορές, όταν μεγάλωσαν πια. Και σαν φοιτητές, αλλά και σαν μαθητές Λυκείου, ερχόντουσαν. Όχι και τα δυο, ο ένας ερχόταν συνέχεια, από τους δυο, και μου έλεγε: «Η ώρα είναι πέντε το απόγευμα και έχεις φύγει από τις επτά το πρωί. Σκοπεύεις να έρθεις να μας δεις λίγο, λίγο;». Ήταν φοιτητές πια. «Λίγο, λίγο;». Ναι, ότι έμενα πάρα πολλές ώρες, πάρα πολλές ώρες. Με την ΕΡΑ είχα μια σχέση συναισθηματική, ερωτική. Υπήρχε και εποχή, και ίσως να το θυμόνται και οι τεχνικοί, όταν ανέβαινα –γιατί το μικρόφωνο σε πετάει, αν δεν μπορείς να το κρατήσεις. Υπήρχαν εποχές, λοιπόν, που ανέβαινα και όταν ήθελα να κάνω πλάκα στον τεχνικό που ήταν απέναντι είτε στην Άννα την Καποδίστρια ή σε όλους, έμπαινα, όπως έβλεπα το μικρόφωνο: «Καλή σου μέρα, γλυκέ μου», έλεγα. Έτσι. «Γλυκό, μου καλημέρα». Καλημέριζα για το μικρόφωνο. Ήταν μια τέτοια κατάσταση. Επίσης, υπήρχε και τεχνικός, σε συνέντευξη, όπου ενώ μίλαγα με εκείνον που είχα επιλέξει, είχε επιλεγεί να βγει να μιλήσει, στο άλλο μου αυτί ήταν ο τεχνικός, ο οποίος μου έλεγε: «Και γιατί δεν έγινε αυτό; Και γιατί δεν έγινε εκείνο;» Το ένα αυτί ήτανε… Μέχρι που έλεγα: «Μέχρι εδώ, έτσι; Σταμάτα!». Είχα και τέτοια, είχα και τέτοια. Αλλά ήταν μια καλή πορεία, μια καλή συντροφιά. Εύχομαι να είναι και τώρα, δεν το ξέρω, δεν το παρακολουθώ. Να είναι και τώρα όμως, το εύχομαι.

Ι.Κ.:

Η τηλεόραση πώς δεν σας κέρδισε; Μου είπατε ότι έχετε κάνει;

Δ.Π.:

Έχω κάνει εκπομπές στην ΕΡΖ, την παλιά, έχω κάνει αρκετές εκπομπές. Εντάξει, ήταν κάτι που το έκανα όταν επετράπη όλο αυτό, να είμαι και εκεί και εδώ. Τότε το έκανα, ναι. Αλλά όχι για πολύ μεγάλο διάστημα. Ήταν πάντοτε μια άλλη ανάγκη για μένα, ήταν το ραδιόφωνο. Ξέρεις, υπάρχουν και δημοσιογράφοι που έχουν και το ραδιόφωνο και το γράψιμο. Έγραφα πάρα πολύ στην «ΗΜΕΡΑ», έγραφα. Και στην «Ελευθεροτυπία» παλιά. Είχα αυτή τη δυνατότητα να κάνω και να γράφω στην εφημερίδα και [00:50:00]στην τηλεόραση, μας το επέτρεψαν. Αλλά εντάξει, δεν με κέρδισε η τηλεόραση, με τίποτα. Το ραδιόφωνο ήταν η αγάπη μου. Εξακολουθεί να είναι. Ούτε και τώρα παρακολουθώ τηλεόραση, ελάχιστα. Καλά, τώρα δεν υπάρχει πιθανότητα δημοσιογράφος να παρακολουθήσει τηλεόραση, με τίποτα. Με τίποτα. Δημοσιογράφος που έχει νοημοσύνη, έτσι; Δημοσιογράφος όμως, που ξέρει τι παίζει, ξέρει πώς παίζεται το παιχνίδι. Και έτσι, την έχω κλειστή. Τη χρησιμοποιώ σαν ραδιόφωνο. Ακούω το Δεύτερο πρόγραμμα, το Πρώτο Πρόγραμμα, ανάλογα με το τι επιλογή σε μουσική. Και η ενημέρωση πλέον είναι από τα σόσιαλ μίντια, είναι διαφορετική ενημέρωση, και από τις εφημερίδες.

Ι.Κ.:

Τι παραγωγές ήταν στην τηλεόραση;

Δ.Π.:

Όταν λες παραγωγές;

Ι.Κ.:

Τι εκπομπές;-

Δ.Π.:

Συνεντεύξεις, συνεντεύξεις. Συνεντεύξεις, στρογγυλά τραπέζια και συνεντεύξεις, συνήθως με έναν ή με δύο. Και όπως καταλαβαίνεις, ήταν κυρίως παραμονές εκλογών, δεν ήταν άλλος χρόνος. Παραμονές εκλογών, αλλά –κυρίως δημοτικών εκλογών– αλλά και παραγωγή… όχι, λόγου δεν υπήρχε παραγωγή άλλη. Όχι, ήταν σε τελείως διαφορετικά, σε συνεντεύξεις. Εγώ ήμουνα σε συνεντεύξεις πάντοτε. Κυρίως πολιτικό ρεπορτάζ. Κυρίως

Ι.Κ.:

Στην αρχή μου είπατε ότι γίνεται δημοσιογράφος γιατί θέλατε να αλλάξετε τον κόσμο;

Δ.Π.:

Ναι, έτσι δεν ξεκινάμε όλοι;

Ι.Κ.:

Αλλάζει τελικά κόσμος;

Δ.Π.:

Θα σου πω το ποίημα, «Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή». Οπότε, δεν θέλει μόνον από έναν. Θέλει από πολλούς. Και αν εφησυχάσουμε, όπως έχει γίνει τα τελευταία χρόνια, τότε είναι σίγουρο ότι σταδιακά, αν δεν πάψουμε να υπάρχουμε, σταδιακά, η Ελλάδα, που είχε μόνιμα ή τουλάχιστον στην πάροδο των ετών, είχε πάντα ένα πιο οξυμένο πνεύμα, πιο αγωνιστικό, όχι θα πάψει μόνο, θα σταματήσει. Αν μόνιμα κρατάμε ένα κινητό και κοιτάμε να ενημερωθούμε από το φέισμπουκ, από το ίνσταγκραμ και φωτογραφίες και όλα αυτά και δεν ανοίγουμε ένα βιβλίο, που αυτό, για μένα, είναι πτώση. Δεν ανοίγουμε ένα βιβλίο, δεν πιέζουμε –όχι δεν πιέζουμε, δεν δίνουμε τη δυνατότητα στα παιδιά μας, τα πολύ μικρά, να ξέρουν ότι το βιβλίο είναι παροχή γνώσης, αγάπης και πολλών πραγμάτων άλλων. Τότε, σίγουρα, τα πράγματα δεν θα είναι καθόλου καλά. Αλλά θέλω να πιστεύω ότι ακόμη η νεολαία –και το πιστεύω αυτό για τη νεολαία– ότι τα νέα παιδιά, πάντοτε οραματίζονται να αλλάξουν τον κόσμο. Γιατί έτσι πρέπει. Θα μου πεις, τα νέα παιδιά τώρα θα τα βρεις στην Αγγλία, στην Ιταλία, στη Σουηδία, όπου υπάρχει εργασία. Οι νέοι Έλληνες. Αυτό είναι μια οδύνη, που θα πρέπει να το αντιμετωπίσει η ελληνική πολιτεία. Εάν θέλει. Από τον καιρό της κρίσης δεν μας έχει δείξει ότι θέλει. Αυτό εκτιμώ. Δεν ξέρω αν άλλαξα τον κόσμο, ξέρω, όμως, ότι έκανα πάρα πολλά βήματα προς το να… όχι μόνο να αλλάξει, να αλλάξει ένα σκεφτικό, να κοιτάξει το σύνολο και να σταματήσει το «εγώ» και να κοιτάξεις το «εμείς». Αυτό ήταν πάντοτε η ενασχόλησή μου. Αυτό πίστευα, αυτό εκτιμώ ακόμα, αυτό πιστεύω και γι’ αυτό αγωνίζομαι και τώρα. Και τώρα αγωνίζομαι. Ότι δεν μπορεί αυτή την ώρα στη Ζάκυνθο να τρέχουν τα λύματα, δεν μπορεί… Γι’ αυτό όταν συναντάω πολίτες, πολύ κόσμο, που μου λέει: «Ήρθες; Αν ήσουν εδώ δεν θα έτρεχε ο βιολογικός». Μα γιατί, δηλαδή, να ήμουνα εγώ για να σταματήσει να τρέχει ο βιολογικός; Ξέρουν τι λένε. Όταν πήγαν να τσιμεντώσουν τον Λαγανά, μπήκα μπροστά και του είπα: «Θα κάτσω μαζί σου», στην μπουλντόζα, «θα είμαι εδώ, ρίξε το τσιμέντο απάνω μου». Δίπλα μου ήταν περιφερειακός διευθυντής. Κατέβηκα, άνοιξα την πόρτα –στο πρώτο τσιμέντωμα του Λαγανά, της παραλίας του Λαγανά– και μπήκα μπροστά, εκεί που έριχνε το τσιμέντο. Ανέβηκα απάνω και του λέω: «Κι εμένα μαζί». Σταμάτησε. Ειδοποίησα τη Νομάρχη, την τότε, το Λιμενικό κι όλα αυτά. Δεν μπορεί, λοιπόν, μόνο ένας άνθρωπος να τα κάνει αυτά. Τώρα τσιμέντωσαν και την υπόλοιπη παραλία του Λαγανά. Γιατί δεν μπορούσε να περάσω ο κόσμος. Ποιος κόσμος; Οι τουρίστες. Ο κόσμος. Και λέει: «Μα ούτε τα λεωφορεία;» Δηλαδή, θα πρέπει οι Ζακύνθιοι να αγωνίζονται για τα λεωφορεία και για τους τουρίστες. Αυτό, αν δεν είναι οδύνη, τι είναι τότε; Αν δεν είναι αυτό ντροπή, τι είναι; Μπαζώνεις με τσιμέντο μία παραλία, γιατί; Για να περνάνε οι τουρίστες, για να περνάνε τα αυτοκίνητα, για να περνάνε τα λεωφορεία. Λύματα τρέχουν στο Τσιλιβί, στη θάλασσα. Σωληνώσεις μέσα στη θάλασσα. Όταν τα έλεγα αυτά στο ραδιόφωνο, κάποιοι επιχειρηματίες μου έλεγαν: «Μιμίκα, μποϊκοτάρεις τον τουρίστα που θα ’ρθει». Όχι, δεν κάνω κάτι τέτοιο. Σε προκαλώ, όμως, μαζί με τους υπόλοιπους, να το φτιάξεις αυτό, γιατί πρέπει να κατασκευαστεί, να φτιαχτεί. Ένας βιολογικός ο οποίος είναι στον αέρα. Και συνδέσεις συνεχίζουν να γίνονται. Ήρθες, πέρασες από τον δρόμο, ζεις και πολλές φορές στο νησί, τα σκουπίδια είναι το κάτι άλλο. Ποντίκια. Αυτό δεν είναι μποϊκοτάζ, αυτό είναι ανάγκη. Ανάγκη κάτι να γίνει σωστό. Και δεν θα πάψω ποτέ να αγωνίζομαι γι’ αυτό. Δεν ξέρω αυτό, αν άλλαξα τον κόσμο, αλλά κάτι προσπάθησα να κάνω κι εγώ. Νομίζω ότι σε πολλά πράγματα τα κατάφερα, γι’ αυτό οι Ζακυνθινοί με θυμούνται. Και όχι μόνο με θυμούνται, αναρωτιόνται γιατί δεν βγαίνω σε ένα μικρόφωνο.

Ι.Κ.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτή τη συνέντευξη.

Δ.Π.:

Να ’σαι καλά, κι εγώ ευχαριστώ.