© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ο βιολιστής Κωσταγιώργος από τα Τζουμέρκα διηγείται την ιστορία του

Κωδικός Ιστορίας
24203
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κώστας Κωσταγιώργος (Κ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/05/2023
Ερευνητής/τρια
Αθηνά Σταμπουλή (Α.Σ.)
Α.Σ.:

Είναι Πέμπτη 11 Μαΐου. Είμαι η Αθήνα Σταμπουλή, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και είμαστε στα Γιάννενα. Καλησπέρα.

[00:00:00]

Κ.Κ.:

Καλησπέρα Αθηνά.

Α.Σ.:

Ποιο είναι το όνομά σου;

Κ.Κ.:

Κώστας Κωσταγιώργος.

Α.Σ.:

Κώστα, από πού κατάγεσαι;

Κ.Κ.:

Κατάγομαι από ένα χωριό τον Τζουμέρκων, Πλατανούσα.

Α.Σ.:

Και πού μεγάλωσες;

Κ.Κ.:

Μέχρι δευτέρα γυμνασίου, ήμουνα στο χωριό.

Α.Σ.:

Μετά;

Κ.Κ.:

Μετά ήρθα Γιάννενα με τον αδερφό μου, μείναμε… Περίπου τελειώσαμε το… Αυτός τέλειωσε το λύκειο, πέρασε στο πανεπιστήμιο. Εγώ δεν το τελείωσα, το διέκοψα στη δευτέρα λυκείου.

Α.Σ.:

Το σχολείο;

Κ.Κ.:

Ναι.

Α.Σ.:

Πώς το σταμάτησες;

Κ.Κ.:

Από ατυχία. Τσακώθηκα με τον λυκειάρχη και… Είπε στον πατέρα μου τότε αυτός: «Ή θα του κάνω μήνυση και θα τρέχετε ή δεν θα έρθεις να ξαναπάρεις το χαρτί από δω, να τον πάρεις στην οικοδομή μαζί του».

Α.Σ.:

Γιατί μαλώσατε;

Κ.Κ.:

«Να τον κάνεις οικοδόμο». Για βλακείες, επειδή φωνάζαμε: «Εκδρομή» εμείς και εγώ φώναζα εκεί, είχα μείνει με άλλους 5-10 τελευταίους, το παίζαμε πιο ξύπνιοι εμείς και φωνάζαμε, και ήρθε ο λυκειάρχης και με χτύπησε, με χτύπησε. Με χτύπησε κατακέφαλα εκεί ρε παιδί μου, με έβρισε, με έφτυσε. Και τα πήρα και εγώ κρανίο και τον κοπάνησα γροθιές. Και έτσι ξεκίνησε η φασαρία. Ε, μετά δεν το συνέχισα το σχολείο.

Α.Σ.:

Και τι έκανες;

Κ.Κ.:

Μετά ασχολήθηκα με τη μουσική, ενώ δεν είχα σχέση με τη μουσική τόσο πολύ μέχρι τότε. Είχα μεγάλη μανία με τη γυμναστική, έκανα γυμναστική πολύ, έτρεχα, πολύ τρέξιμο και έκανα και ενόργανο. Είχα λόξα, είχα βρει έναν γυμναστή στο «Αρρένων», όταν ήμουνα στο...Πριν πάω στη «Ζωσιμαίας». Όταν ήμουν στο γυμνάσιο, ήμουν στο «Αρρένων», στο «Ζωσιμαία» πήγα στο λύκειο. Και ήταν ένας γυμναστής ο Πάνου. Πάνου λέγονταν στο επίθετο και με έβλεπε εκεί που ανέβαινα στα μονόζυγα και μου λέει: «Θα σε πάρω στη… Είμαι προπονητής ενοργάνων, μου λέει, στη Λιμνοπούλα». Και με είχε αυτός, κανά δυο χρόνια εκεί και με πάλευε. Και είχα… Ασχολούμαν πολύ εδώ, 7-8 ώρες την ημέρα.

Α.Σ.:

Και σταμάτησες για να ξεκινήσεις να παίζεις;

Κ.Κ.:

Ναι. Έκανα… Ασχολούμαν με γυμναστική 2-3 χρόνια –πώς σου πω;– όταν ήμουνα στο σχολείο μαθητής, δεν ασχολούμουν με μουσική. Με μουσική ασχολήθηκα έντονα μόλις τελείωσα τη δευτέρα λυκείου. Δηλαδή ασχολούμουν λίγο πριν, είχα καμία κιθαρίτσα έπαιρνα στα χέρια, κανά μπαγλαμαδάκι, έτσι λίγο, όχι συσυστηματικά. Μετά τη δευτέρα λυκείου… Τι να ‘κανα; Αφού έκοψα το σχολείο, έπρεπε να… Οικοδομή, τι να κάνω; Τον οικοδόμο; Πήγα Κέρκυρα, δούλεψα κάτι οικοδομές εκεί, ταλαιπωρήθηκα. Ξεφορτώναμε φορτηγά, πηγαίναμε σε αποθήκες που φέρναν, ερχόταν φορτηγά, και στα Γιάννενα το έκανα αυτό. Πήγαινα εδώ στη Σκάλα κάτω, ήταν ένα καφενείο ο «Δημουλάς» στη Μητρόπολη πιο δω, και πηγαίναμε το πρωί εμείς από ξενύχτι, πιτσιρίκια, ξενυχτάγαμε και πήγαμε πρωί-πρωί 4:00 η ώρα που ερχόταν τα φορτηγά. Και αρχίζαμε και πηγαίναμε και ξεφορτώναμε αλεύρια, τσιμέντα, πρωί-πρωί για να προλάβουμε, γιατί ήταν σωματείο που όποιος προλάβει δηλαδή. Πρωί-πρωί ψάχναν αυτοί για να βρουν εργάτες. Δούλευα διάφορα, οικοδομές, από δω από κει, μικρός. Και μετά μου άρεγε… Μου άρεγε η μουσική, έπαιζε και ο παππούς μου βιολί.

Α.Σ.:

Α, έπαιζε.

Κ.Κ.:

Επαιζε και ο παππούς μου βιολί. Και η πλάκα ποια ήταν; Πώς ξεκίνησε τυχαία. Είχα λίγο σχέση με τη μουσική, δηλαδή μου άρεγε να ακούω μουσική. Και γενικά έτσι, είχα ένα χάρισμα ό,τι και να' πιανα, το κατάφερα. Δηλαδή έβλεπα έναν τοίχο να… Έβλεπα κάποιον να φτιάχνει έναν τοίχο, άμα τον παρακολουθούσα λιγάκι, μπορούσα να φτιάξω κάτι. Δηλαδή είχα έτσι ένα ταλεντάκι έμφυτο σε όλα τα πράγματα από λίγο. Ναι και… Ο παππούς μου τι έχει κάνει; Είχε ένα πανηγύρι στον Προφήτη Ηλία, στην Δαφνωτή δίπλα από το χωριό, ήταν ένα εξωκλήσι εκεί, ήταν εκεί 4-5 κτηνοτρόφοι. Αυτός είχε, ο παππούς είχε καλές σχέσεις με αυτούς, γιατί τους έφτιαχνε παπούτσια, ήταν και τσαγκάρης, τους έπαιρνε κανά ζώο, το' σφαζε, κάνα μοσχάρι, ήταν και έμπορας, [Δ.Α.], έκανε διάφορα περίεργα και είχε σχέση με αυτούς. Είχε καλές σχέσεις, και αυτοί τον παίρναν στον Προφήτη Ηλία, και τον παίρναν πάνω. Αυτοί είχαν στάνες με πρόβατα, όχι πολλά πρόβατα, λίγα είχε ο καθένας, το πολύ μέχρι 150-200 τότε, άλλος 80, άλλος 100 ξέρω γω, τέτοια… Τέτοια ζώα, τόσα ζώα. Ανέβαινε τον Προφήτη Ηλία αυτός απάνω και τους έπαιζε βιολί και τραγουδούσε, και χορεύαν αυτοί, έτσι το κάνανε έτσι σαν φιλικά, αλλά του δίναν και λεφτά. Μεθάγαν αυτοί και του πετάγανε λεφτά. Και αυτός για δύο χρόνια… Δύο χρόνια έπαιρνε τον αδερφό μου. Ο αδερφός μου το έχει λιγάκι, μην κοιτάς τώρα που δεν ασχολείται. Τραγουδούσε και έπαιζε ντέφι. Και τον έπαιρνε ο παππούς και τον βοηθούσε.

Α.Σ.:

Και σένα πώς σε πήρε πρώτη φορά;

Κ.Κ.:

Έδινε εξετάσεις ο αδερφός μου, δεν είχε περάσει στη σχολή που ήθελε. Είχε περάσει στη σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων και αυτός ήθελε να δώσει για Φυσικό. Είχε μανία να ασχοληθεί με τη φυσική, και ξανάδωσε πάλι. Οπότε το καλοκαίρι έκατσε Γιάννενα και διάβαζε και πήγαινε φροντιστήριο. Όλο το καλοκαίρι, κατάλαβες; Γιατί έδινε μάλλον, την άλλη την χρονιά έδινε ή τον Σεπτέμβρη; Δεν θυμάμαι πώς ήταν τότε. Και τον Προφήτη Ηλία δεν μπορούσε, γιατί ήταν στα Γιάννενα ο αδερφός μου, έκανε φροντιστήρια, τέτοια. Και δεν μπορούσε, και μου λέει ο παππούς: «Δεν παίρνεις το ντέφι, να έρθεις να με βοηθήσεις;». Του λέω: «Τι να παίξω εγώ;». Α, εντωμεταξύ και λίγο βιολί, ασχολούμουν λιγάκι με το βιολί ρε παιδί μου, αλλά επειδής ήμουνα αριστερόχειρας, δεν είχα δικό μου βιολί και έπαιζα λίγο με του παππού το βιολί αριστερά. Καμιά φορά πήγαινα να το γυρίσω. Το γύρισα δύο φορές εγώ και με μάλωσε, γιατί το βρήκε αλλαγμένες τις χορδές και μου λέει: «Μην μου ξαναχαλάσεις το βιολί, άμα θες βιολί, θα σου πάρω ένα βιολί να το έχεις». Και μου λέει: «Έλα πάνω, μου λέει, θα παίζεις λίγο βιολί εγώ...». Έτσι λίγο, μην φανταστείς κανα βιολί τώρα που ‘παιζα εγώ. Τι θα ‘παιζα; Τι; Ανάποδα οι χορδές, ε λίγο. Αλλά έβρισκα καμιά φωνούλα εγώ έτσι και κάτι ξεγέλαγα. Τότε ο κόσμος δεν είχαν απαιτήσεις. Λίγο να παίξεις κάτι, να θυμίζει λίγο το κομμάτι. Ναι. Λίγο τραγουδάγαμε, λίγο ντέφι, λίγο βιολί, πλάκα πλάκα πήραμαν από 34.000 σε αυτό το πανηγύρι. Ηταν πολλά τα λεφτά 34.000 τότε. Δηλαδή έπαιρνε ο μάστορας 600-700 δραχμές. Μάστορας. Δηλαδή τα μεροκάματα ήταν μικρά, 500 δραχμές ήταν το μεροκάματο. Ήταν… Αυτό μιλάμε τώρα για το ‘81. ‘81-’82;

Α.Σ.:

Και έτσι ξεκίνησες; Πήγες πρώτη φορά εκεί και σου άρεσε;

Κ.Κ.:

Ναι, είχε φάση μεγάλη. Ναι...Το ξεκινήσαμε έτσι. Την άλλη χρονιά, ξανά εγώ πάνω. Το πήρα στα σοβαρά. Πήρα βιολί, μελέτησα βιολί, α, ου, έμαθα και τραγούδια. Παράγγειλα και ένα παντελόνι εφετζίδικο καμπάνα, να 'μαι και ωραίος. Εβαλα τον παππού και μου ‘κανε και ένα ζευγάρι παπούτσια μυτερά. Θυμάμαι είχε πλάκα. Ναι, και έτσι ξεκίνησα. Ξαναπήγα σε αυτό το πανηγύρι πάλι και πηγαίναμε στο Αη-Ηλιά, πηγαίναμε με τον παππού 2-3 χρόνια. Και πλάκα πλάκα μετά μ' άρεσε να ασχολούμαι με τα κρουστά πιο πολύ. Είχα ένα βιολί, έπαιζα βιολί, αλλά έπαιζα για πάρτη μου, έτσι δεν το… Ούτε ασχολήθηκα να πάω σε ωδεία και τέτοια.  Μ' άρεγε το βιολί, το ‘παιρνα και ψαχνόμουν μόνος μου. Καθόμουνα σε κανένα παγκάκι το βράδυ τότε, ήταν… Ήταν πιο free τα πράγματα, δεν ήταν όπως τώρα. Τότε πήγαινες στο πάρκο στα Λιθαρίτσια, στα Γιάννενα τότε. Στην Όαση από πίσω στα παγκάκια, ήταν διάφορα άτομα. Μπορεί να παίζαν κιθάρα ο άλλος να ‘παιζε μπουζουκάκι, φοιτητές. Παίζαμε, ήταν αλλιώς τα πράγματα, δεν είναι… Τώρα δεν ακούς πουθενά μουσική. Τότε παίζαμε το βράδυ, τα καλοκαίρια. Και σε μαγαζιά πηγαίναμε, λέγαμε εκεί στον Τσοκάνη εκεί και παίζαμε συνέχεια, ως το πρωί. Ο ένας με τον άλλον και έτσι. Με το βιολί σιγά-σιγά, έπαιζα πολλές ώρες όμως. Αλλά ασχολήθηκα με τα κρουστά. Ασχολούμουν έτσι. Έπαιζα ντέφι, μ' άρεγεν το ντέφι. Είχα αγοράσει και μια drums και κάναμε ένα rock συγκρότημα.

Α.Σ.:

Πώς λεγόσασταν;

Κ.Κ.:

Δεν είχαμε όνομα. Είχα έναν φίλο πολύ καλό μουσικό, τον Γκόγκο τον Γιώργο. Ήταν ταλέντο αυτός, έχει γράψει 3000 τραγούδια. Χαμένα πάνε, μόνος του, δηλαδή δεν τα έχει βγάλει. Είχε παίξει στην Αθήνα ένα διάστημα με την Γερασιμίδου. Έπαιζε με την Γερασιμίδου.

Α.Σ.:

Εσύ τι έπαιζες σε αυτή τη μπάντα;

Κ.Κ.:

Drums έπαιζα. Ναι. Αυτός ήταν κιθαρίστας. Και...

Α.Σ.:

Και μετά πού έπαιξες κρουστά;

Κ.Κ.:

Μετά μου την πέφτει ένας φίλος μου κιθαρίστας, μου λέει: «Κώστα», μου λέει, «μου είπε το τάδε μαγαζι, το Μι[00:10:00]νόρε της Αυγής». Ήταν ένα μαγαζί, στο… Το ‘83 ήταν αυτό; ‘83-’84 μάλλον; ‘83. Μου λέει: «Φτιάχνω το σχήμα για το Μινόρε της Αυγής. Μου είπε να φτιάξω μια μπάντα με ρεμπέτικα. Έχω συγκρότημα κανονικά, μου λέει, έχω κλείσει τον Νίκο τον Παππά μπουζούκι και μια τραγουδίστρια, την Ελπίδα, τον Μπλόσκα τον Γιώργο τραγούδι». Είχε φτιάξει συγκρότημα αυτός κανονικό. Και μου λέει: «Θα ‘ρθεις να παίξεις τουμπερλέκι;». Εγώ δεν ήξερα καν τότε τι είναι το τουμπερλέκι. Δεν είχα ξαναπαίξει τουμπερλέκι. Drums έπαιζα ρε παιδί μου, με μπαγκέτες. Αλλά ήξερα, βάραγα με το χέρι από ντέφι αλλά χειρισμό με το τουμπερλέκι αυτός, όπως το κάναμε με τα δάχτυλα από πάνω, δεν τον ήξερα. Απλώς είχα δει στην τηλεόραση έναν τουμπερλεκίστα εγώ και είδα τον τρόπο.  Μου λέει: «Ναι». Πλακώνομαι είχα… Κάπνιζα, κάπνιζα τότε. Είχα πακέτο Assos σκέτο και πήγα με ωτοστόπ στο χωριό. Πήγαινα με ωτοστόπ στο χωριό, θυμάμαι. Και απ' την αφηρημάδα, επειδής… Χτύπαγα στο πακέτο τα δάχτυλα για να το… Για να μάθω να δουλεύω τα δάχτυλα με το δεξί, γιατί ήμουν αριστερόχειρας. Να κάνω αυτή την κίνηση. Και χάζεψα –πώς να σου πω;– δεν κοίταγα τα αυτοκίνητα. Και είχα… Σχεδόν έφτασα στο χωριό με τα πόδια. Ξεκίνησα το πρωί, είχε πάει απόγευμα. Προχώραγα ανά 10 μέτρα, σταμάταγα και έπαιζα όλο με το πακετάκι, μέχρι να… Έπαιζα… Αλλά για πλάκα, μέσα σε 5-6 μέρες, έμαθα τον τρόπο ρε παιδί μου, δεν ήταν και κάτι δύσκολο. Τι παίζαμε τότε; Ένα ζεμπέκικο, ένα τσιφτετέλι, έναν καρσιλαμά. Λαϊκά τραγούδια παίζαμε, παλιά λαϊκά, δημοτικά, τέτοια.

Α.Σ.:

Παράλληλα έπαιζες και βιολί όμως;

Κ.Κ.:

Επαιζα βιολί, ναι. Το βιολί το ‘παιζα μόνος μου, για πάρτη μου. Έμπλεκα τα βράδια αυτού σε μαγαζιά, σε καφενεία με μεθυσμένους εκεί, έβγαζα το βιολί και τραγουδάγαμε, παίζαμε συνέχεια. Συνέχεια. Το βιολί το είχα μόνιμα. Ένα βιολί είχα δικό μου. Βιολί το ‘χασα στα Εξάρχεια, μου το πήραν στα Εξάρχεια σε ένα σπίτι.

Α.Σ.:

Είχες πάει στην Αθήνα να μείνεις τότε;

Κ.Κ.:

Ναι. Πηγαίναμε και στην Αθήνα, γυρνάγαμε Γιάννενα αυτού, όπως μας τύχει. Κατεβαίναμε και στην Κόρινθο, κάτω εκεί μαζεύαμε στο Ζευγολατιό. Ήταν της μόδας τότε, πηγαίναμε και μαζεύαμαν ροδάκινα, τέτοια. Και μετά πηγαίναμε Αθήνα, αυτού, στη γύρα, έτσι πιτσιρικαρία. Τότε ήταν εύκολο το ωτοστόπ, κάναμε πολύ ωτοστόπ τότε. Για πλάκα γύριζες την Ελλάδα. Ειδικά οι φορτηγατζήδες, που θέλαν παρέα, άμα σε έβλεπαν έτσι. Ήμασταν μακρυμάλλιδες εμείς, και είχαμε και όργανα στα χέρια, κανά βιολί, κανά μπαγλαμαδάκι, κάτι… Κρατάγαμε κάτι στα χέρια, ψοφάγαν οι φορτηγατζήδες για παρέα.

Α.Σ.:

Και κάπου τότε πήγες και έπαιξες τουμπερλέκι στο...

Κ.Κ.:

Ναι, και ξαφνικά μέχρι να κάνουμε πρόβες εκεί, αυτό το… Κάναμε και 15-20 μέρες πρόβα; Τα ‘μαθα τα κομμάτια, έμαθα, μια χαρά έπαιζα. Έπαιζα πολυτελείας. Λες και είμαι επαγγελματίας. Έπαιξα μια σεζόν, την άλλη σεζόν πήγα στην Αποσπερίδα, άλλο ένα μαγαζί πιο καλό, που είχε μουσικούς από Αθήνα. Καλούς μουσικούς. Είχε τον Μανώλη τον Πάππο τότε, ο Θανάσης ο Σύρος, αυτούς. Μετά δούλεψα καμιά… Μέχρι τα 21; 21 χρονών, 22, δούλεψα… Δούλευα στα Γιάννενα, δούλευα και ντραμίστας στο «Χάραμα», ένα μαγαζί εδώ, στην πλατεία Πάργης, πού ήταν το «Υπόγειο». Πού ήταν «Καϊξής» παλιά και μετά έγινε «Χάραμα». Δούλευα έτσι, κρουστά και ντραμίστας. Μετά έγινε μια σκηνή, όταν έγινε η κόρη μου. Όταν έγινε η κόρη μου, ήμασταν στην Αθήνα, γιατί η γυναίκα, η Βιβή, ήταν από την Αθήνα. Έγινε στην Αθήνα και ψαχνόμουν εγώ στην Αθήνα. Α! Είχε γίνει ένα σκηνικό… Κάτσε να το θυμηθώ πώς είχε γίνει η σκηνή. Α, με πήραν τηλέφωνο από ένα μαγαζί εδώ από τα Γιάννενα, ενώ έμενα Αθήνα. Είχε γεννηθεί η κόρη στην Αθήνα και ψαχνόμουν να βρω καμιά δουλειά στην Αθήνα. Και… Ωπ, συγγνώμη.

Α.Σ.:

Όχι, δεν πειράζει, συνέχισε.

Κ.Κ.:

Με παίρνει ένα μαγαζί, μου λέει, μου έδινε πολύ καλό μεροκάματο. Μου έδινε θυμάμαι 6-7 χιλιάδες, τότε, ενώ τα μπουζούκια έπαιρναν τεσσεράμισι. Γιατί εγώ είχα κύκλωμα μεγάλο. Ήξερα όλους τους φοιτητές, όλους τους νυκτόβιους, αυτό, γιατί έπαιζα βιολιά, αυτούς στα μαγαζιά τα βράδια, αυτόυς σε καφενεία, της γύρας. Με ξέραν όλοι εμένα τότε. «Κωσταγιώργο μεγάλε, πάμε εδώ, πάμε εκεί», παντού, στη φοιτητική εστία πάνω-κάτω. Ξέραμε όλους τους φοιτητές, όλους τους μεθυσμένους, όλους τους νυκτόβιους. Κάναμε παρέα μέχρι το πρωί. Δεν υπήρχε… Μέχρι το πρωί, όπου να ‘τανε, σε παγκάκια παίζαμε, μαζεύαμαν κόσμο σε καφενεία, αυτού, με μεθυσμένους, παίζαμε δημοτικά, ρεμπέτικα, λαϊκά, ό,τι να ‘ταν. Ό,τι προλάβει ο καθένας. Και με ξέραν πολλοί εμένα. Α, ο ένας με τον άλλον εκεί, με γνωρίζανε, ο ένας με τον άλλον, μαζευόταν εκεί φοιτητές, φοιτήτριες, διαβόλια από εδώ, Γιαννιώτες. Και είχα κύκλωμα εγώ και με παίρνανε. Γιατί σου λέει: «Θα έχω τον Κωσταγιώργο, θα έχει κόσμο, θα έχει...». Και με φωνάζει αυτός, έρχομαι Γιάννενα, νοικιάζουμε σπίτι εδώ με την Βιβή, ήταν και το μωρό μικρό, η Μίκα... Μου λέει: «Δεν ντρέπεσαι;», μου λέει, «Τα παιδιά εδώ τα άλλα κάναν έναν μήνα πρόβες. Εσύ ήρθες και πρέπει να πληρωθείς αμέσως; Δεν σέβεσαι τα παιδιά –μου λέει– δηλαδή είναι αντιδεοντολογικό αυτό –μου λέει– δηλαδή δεν… Οι άλλοι ήταν βλάκες που κάναν πρόβες;». «Τι πρόβα να κάνω εγώ –του λέω– με το τουμπερλέκι; Άλλο το μπουζούκι –του λέω– να κάνεις σεγόντα, τα ακορντεόν… Αυτοί έχουν δουλειά. Να περάσουν τους τόνους, να κάνουν… Εγώ έχω το τουμπερλέκι, γιατί τα' παιξα, έπαιξα τίποτα λάθος; Δηλαδή κατάλαβες ότι έγινε κάποιο λάθος εδώ πάνω στο πατάρι;».  Τέλος πάντων τσακωθήκαμε εκεί, πήγαμε σε δικαστήρια εκεί, τέλος πάντων, αυτό. Και μου λένε κάτι παιδιά, κάτι παιδιά, ο μακαρίτης ο Τζιόβας, ένας φίλος μου από τα Πεδινά, ο Φάνης ο Τζιόβας –πέθανε, έχει κανά δυο χρόνια που πέθανε ο καημένος– μου λέει: «Τι χαζός είσαι. Κάθεσαι και ασχολείσαι με αυτούς, αφού εσύ παίζεις μια χαρά βιολί», μου λέει, «Πάμε στην Αθήνα –μου λέει– εκεί στα ρεμπετάδικα στην Καισαριανή, τους ξέρω εγώ, είμαι στη… Πάμε εμείς, είμαστε πελάτες με τα ξαδέλφια μου. Πηγαίνουμε συνέχεια, όταν κατεβαίνουμε Αθήνα. Τα ξέρω όλα τα μαγαζιά εγώ εκεί. Πάμε εκεί, εσύ που παίζεις βιολί –λέει– άμα πας, θα τους τρελάνεις», μου λέει. Στα ρεμπετάδικα αυτά… «Πάμε, κατέβα Αθήνα, –μου λέει– και να πάμε να παίξουμε».  Πάμε σε ένα μαγαζί στη Φορμίωνος, πάμε εκεί: «Το και το. Το παιδί παίζει βιολί», «Α γαμώτο«, λέει αυτός, «Πού να 'ξερα; Πριν μια βδομάδα πήρα και τραγουδίστρια, πήραμε και άλλη μια τραγουδίστρια –λέει– πήραμε και έναν που παίζει μπαγλαμά και τραγουδάει. Φορτωθήκαμε τώρα», λέει. Πάμε σε ένα άλλο εκεί πέρα, πήγαμε σε κανά 2-3, πάμε σε ένα, στο «Τζώρτζη». Στο παλιό μας σπίτι στη Καισαριανή. Πάμε στη Καισαριανή, λέει: «Το παιδί παίζει βιολί». «Ανέβα πάνω», λέει αυτός. Ανεβαίνω πάνω εγώ, επειδής αυτά τα κομμάτια τότε ήταν κάποια standard κομμάτια που παίζαν σε όλη την Ελλάδα, το «Χατζηκυριάκειο», το «Χορό του Σάκαινα», ξέρω γω: «Τα ραν τραν τα ταν τα ραν τα τραν ταν ταν». Αυτά όλα, όλα αυτά τα κομμάτια ήταν τα ίδια, οπότε εγώ τα ‘ξερα. Κάναμαν πρόβες εμείς στα ρεμπετάδικα εκεί, τα' παιζα και με τα κρουστά και με το βιολί, αφού τα άκουγα τα μπουζούκια εκεί που ‘παιζα, άμα δεν είχα τι να κάνω, έπαιρνα το βιολί εγώ και έπιανα κανά σιγόντο. Τα 'ξερα τα κομμάτια αυτά. Το πρώτο πρόγραμμα που παίζαν στα ρεμπετάδικα τότε, το 'ξερα… Αμέ, άνετα.  Ανεβαίνω πάνω αυτό, και άρχισα να παίζω εγώ. Έπαιζα κανονικά δηλαδή. Κάτι σμυρνέικα τότε γνωστά που ήταν αυτό… «Τι σε μέλλει εσένανε» και αυτά, κάτι άλλα, κάτι… «Θα σπάσω κούπες» και αυτά που ήτανε της μόδας τότε, τα παίζαμε αυτά. Οπότε ενθουσιάστηκε αυτός, μου λέει: «Αφού είσαι από τα Γιάννενα», μου λέει –αυτός τραγουδούσε κιόλας, ήθελε να τραγουδήσει κάτι ηπειρώτικα, ήταν και λίγο έτσι, το άνοιγε το «Τζώρτζη»– «Να πούμε και κανένα ηπειρώτικο», μου λέει. «Ό,τι θέλεις». Τραγούδαγε αυτός, έπαιζα εγώ, ενθουσιάστηκε πολύ αυτός. Μια παρέα, ήταν και μια παρέα από κάτω. Και συγκεκριμένα ήτανε μια παρέα που ήταν από το χωριό μου. Δυο παιδιά μηχανικοί, αυτοί Παπανικολάου λεγόταν; Και ήταν και συγγενείς με… Ήμασταν από την γιαγιά μου, συγγενείς. Και… Αυτοί δεν ξέραν από πού είμαι. Αυτοί ερχόταν για μένα συνέχεια. Δεν ξέραν ότι εγώ είμαι, είμαστε από το ίδιο χωριό και μας έπιασε συγγένεια. Ήταν πελάτες συνέχεια, ερχόταν εκεί στο μαγαζί και ερχόταν για μένα συνέχεια. Με κερνάγαν ουίσκια συνέχεια. Και μια μέρα κάτι, έπαιζα ένα solo εγώ και λέει ο Τζώρτζης: «Γεια σου Κωσταγιώργο με το βιολί σου. Να ζήσει η Πλατανούσα». Και ακούνε αυτοί, λέει: «Από τη Πλατανούσα είσαι ρε μεγάλε;». «Ναι» και βγήκαμε και κολλητοί με αυτούς.  Τέλος πάντων, δούλεψα εκεί στο «Τζώρτζη», ρεμπέτικα. Μετά πήγα… Πήγα στο «Περιβόλι του ουρανού» μετά. Ήρθε ένας, αυτός ο Βασίλης ο Ευθυμίου, που είχε το «Περιβόλι του ουρανού», ένα καλό μαγαζί. Αυτός ήταν ωραίος τύπος, μερακλής. Δεν ξέρω αν ζει ο Βασίλης τώρα. Και με άκουσε αυτός και λέει: «Θα σε πάρω εγώ, δεν υπάρχει περίπτωση. Θα 'ρθεις στο δικό μου το μαγαζί, λέει, του χρόνου. Θα σε πάρω κάτω». Αυτός είχε κύκλωμα με πασοκτζήδες. Αντρέας Παπανδρέου, ο Τσοχατζόπουλος πήγαινε πολύ, πήγαιναν και τότε όλοι, Τσοβόλας εκεί, όλοι αυτοί το είχαν στέκι. Και σου λέει: «Θα παίζει και κανένα δημοτικό, ο Τσοβόλας, ας πούμε, γουστάρει να ακούει και κανένα [00:20:00]τσάμικο, αυτοί». Και με παίρνει στο μαγαζί. Με παίρνει στο «Περιβόλι του ουρανού» και έπαιζα βιολί. Καλό μεροκάματο έπαιρνα 9.000 τότε εγώ. Ήταν καλό το μεροκάματο τότε, την εποχή αυτή.  Τέλος πάντων είχα παίξει σε πολλά μαγαζιά, σε Εξάρχεια εκεί, στη «Στοά των Αθανάτων» με είχαν πάρει τα παιδιά εκεί, ο Καλαμπόκης με τα όλα τα παιδιά είχα παίξει κάτι μεσημέρια, που ήταν της μόδας. Κάτω εδώ στο «Ταξίμ» παλιά είχα παίξει με την Χαρά Πομώνη, με τον Βαμβακάρη τον Στέλιο, με τον Θανάση τον Σύρο, έναν φίλο μου εκεί, και τον Πάππο τον Μανώλη. Σε πολλά, τέλος πάντων, σε ένα άλλο μαγαζί με τον Τσεκούρα τον Ανδρέα παίξαμε, στον «Δάσκαλο», μετά φύγαμε πήγαμε Βέροια με την Τσαλιγοπούλου από εδώ, από εκεί, κάναμε διάφορα εκεί με τα ρεμπετοτέτοια.  Εκεί στο «Περιβόλι του ουρανού» είχα γνωρίσει τον Μάγγα, ήταν η αιτία να γνωρίσω τον Μάγγα. Πώς έγινε η φάση; Ο Μάγγας, ήταν φίρμα τότε, ο Γιώργος ο Μάγγας, ο κλαρινίστας αυτός. Ήταν φίρμα, είχε… Είχαν βγάλει ένα CD: «Ο άναρχος Θεός», που ΄παιζε αυτός σόλα και τα προωθούσε ο Φαληρέας ο μακαρίτης, ο… Που ήταν manager αυτός. Αυτός μανατζάριζε και «Τα παιδιά της Πάτρας», ήταν έτσι γνωστός ο Φαληρέας. Και τον είχε προωθήσει τον Μάγγα εκεί, ερχόταν και από εξωτερικό, από Αγγλία, από Γαλλία, από διάφορα, ερχόταν διάφοροι μουσικοί και τον παίρναν συνεντεύξεις τον Μάγγα. Είχε γίνει της μόδας. Ο Μάγγας ήταν μυστήριος τότε, ήταν στις δόξες του. Και λέει ο Φαληρέας, βρήκε σε ένα studio τον Τσεκούρα τον Αντρέα. Εμείς τον Τσεκούρα τον είχαμε πιανίστα στο μαγαζί, ήταν καλός μουσικός ο Τσεκούρας, έπαιζε σχεδόν όλα τα όργανα, εκτός από βιολί. Σε μας έπαιζε πιάνο και ακορντεόν, στο «Περιβόλη του ουρανού». Είχε πάει σε ένα studio να γράψει κοντραμπάσο. Κάτι έπαιζε εκεί και βρίσκει τον Φαληρέα και του λέει: «Ρε Αντρέα, ξέρεις τι έχω πάθει;», λέει, «έχω τον Μάγγα και συγκεκριμένα», του λέει, «αύριο»… Δεν θυμάμαι, «αύριο» του είπε; Μην του είπε «αύριο ή μεθαύριο». «Παίζουμε στην εκπομπή του Καφετζόπουλου “Άνω-Κάτω το Σαββάτο”, στο Mega Channel, και δεν μπορώ να βρω ένα τουμπερλέκι», του λέει – γιατί ο Ανδρέας ο Παππάς, που τον είχαμε που συνεργαζόμασταν, πήγε με τον Μαρκόπουλο στην Αμερική, είχε κάνει περιοδεία με τον… «Και δεν βρίσκουμε τουμπερλέκι», του λέει. «Καμιά δεκαριά τουμπερλέκια που του βρήκα», λέει, «δεν μπορεί να συνεννοηθεί με κανέναν, αυτοί δεν μπορούν να τον συνοδεύσουν», λέει. Ε, τα τουμπερλέκια, οι ανθρώποι ξέραν, ρε παιδί μου, normal, να ρωτήσεις τι ρυθμός είναι, τι παίζουμε. Τα παιδιά αυτά ήταν μαθημένα να κάνουν μια πρόβα. Καλοί μουσικοί. Και λέει: «Έχω βρει τον μπελά μου, δεν μπορώ να βρω τουμπερλέκι», του λέει. «Α», του λέει ο Τσεκούρας, «Σε έσωσα. Θα πας στο “Περιβόλι του Ουρανού” και θα ζητήσεις το παιδί με το βιολί. Αυτός θα σε τακτοποιήσει», λέει. Αυτός εννοούσε ο Αντρέας, ήξερε ότι εγώ παίζω τουμπερλέκι, γιατί όταν κάναμαν πρόβες, έπαιζα τουμπερλέκι εγώ καμιά φορά, εκεί να τους βοηθήσω, ξέρω γω. Του λέει: «Αυτός θα σε…».  Ξαφνικά εκεί που ήμουν στο «Περιβόλι του ουρανού», έρχεται ένα ουίσκι πάνω. Μου λέει το γκαρσόν: «Άντε μπαγάσα», μου λέει, «βιολίστα, σου 'φεξε πάλι», μου λέει. «Από τον Φαληρέα κερασμένο», λέει. «Κάτι τυχερό θα έχεις. Και σε θέλει», λέει, «Να, κάθεται εκεί δίπλα από το τζάκι. Να πας κάτω να σου μιλήσει», μου λέει. Βρήκα μια αφορμή εγώ, εκεί που παίζανε ζεμπέκικα, επειδή δεν είχα να παίξω μέρος, κατεβαίνω κάτω. «Γειά σου», μου λέει ο Φαληρέας, «μου είπε ο Αντρέας ο Τσεκούρας ότι ξέρεις ένα παιδί από τα Γιάννενα που παίζει πολύ καλό τουμπερλέκι». «Τι σου είπε;», του λέω. Μου λέει ότι: «Εσύ… Θα 'ρθω εδώ στο Περιβόλι, να βρω το παιδί με το βιολί, που αυτός… Ξέρεις κάποιον από τα Γιάννενα που παίζει καλό τουμπερλέκι. Τον θέλω, γιατί έχω θέμα με τον Μάγγα. Θέλω να συνοδεύσει τον Μάγγα, για να παίξουμε για την τηλεόραση για το Mega Channel. Και έχουμε και δουλειές μετά συνέχεια». «Ποιον;», του λέω. Του είπα κάτι ονόματα εγώ, τουμπερλέκια, από αυτούς που ήξερα, τους καλούς, κάτι παιδιά από την Λευκάδα, που ήταν καλοί μουσικοί. «Όχι ρε, αυτούς τους ξέρω, δεν συνεννοείται με αυτούς, δεν συνεννοείται πουθενά ο Μάγγας –μου λέει– δεν έχει… Δεν έβγαλε άκρη». Λέω: «Ρε παιδί μου, τι; Ποιος τουμπερλεκίστας; Μήπως λέει για εμένα», του λέω, «Γιατί έπαιζα, παίζω λίγο τουμπερλέκι εγώ, αλλά το έχω παρατήσει», του λέω, «δεν έχω και τουμπερλέκι τώρα, το 'χω...», το 'χα δώσει δώσει δώρο σε έναν φίλο μου.  Είχα έναν φίλο εγώ, τον Στασινό τον Τόλη, που ήταν στη Σουηδία και το 'κανα δώρο το τουμπερλέκι. Το 'χα δώσει. Μου λέει: «Δώσε μου το τουμπερλέκι να το πάρω στη Σουηδία, να το 'χω». «Να», του λέω: «Εγώ δεν το ξαναχρησιμοποιώ». Εγώ δεν ήθελα να το έχω το τουμπερλέκι στα χέρια μου, γιατί με παίρναν όλοι και άλλος για ηχογράφηση, άλλος για έτσι… Εγώ ήθελα να βγάλω βρώμα ότι είμαι βιολίστας, να μην τα ανακατέψω και σου λέει ο άλλος: «Α, ο Κωσταγιώργος παίζει όλα τα όργανα», γιατί δεν παίρνεις αξία μετά, δεν σε… Μπερδεύεσαι. Καλύτερα να ξέρει ο άλλος ότι παίζω βιολί, να τελειώσει η υπόθεση. Μια με βλέπει με το τουμπερλέκι, μια drums, μια έτσι, μετά μπερδεύεται ο κόσμος. Τέλος πάντων, του λέω: «Μήπως λέει για μένα μωρέ;», του λέω, «Εγώ παίζω». Μου λέει: «Μπορείς να τον συνοδεύσεις τον Μάγγα;», «Ε, τι;», του λέω, «Τον συνοδεύω», του λέω, «αλλά δεν έχω τουμπερλέκι. Να δω». Είχα έναν φίλο εγώ, τον Τσίκα τον Βασίλη, που ήταν στην Αθήνα. Μάθαινε μπουζούκι τότε. Είχε νοικιάσει ένα σπίτι στα Πατήσια και πήγαινε σε κάτι δασκάλους και μάθαινε μπουζούκι, λαούτο. Και μου είχε δώσει κάτι λεφτά ο Βασίλης, 14.000, και είχα πάει εγώ εκεί στα Εξάρχεια πάνω, στην Χαριλάου Τρικούπη –πού ήταν;–, που έφερνε ένας τουμπερλέκια από Τουρκία. Και πήγα και διάλεξα τουμπερλέκι για τον Βασίλη εγώ και του πήρα. Μου λέει: «Εσύ που ξέρεις από τουμπερλέκια, να μου βρεις ένα καλό τουμπερλέκι». Του είχα πάρει εγώ, το θυμάμαι, μου είχε δώσει ο Βασίλης 14 χιλιάρικα, και το είχε ο Βασίλης στα Πατήσια, στο διαμέρισμα. Και βολίδα, «Να πάω να βρω τον Βασίλη», λέω. Πάω στον Βασίλη, λέω: «Θα μου δώσεις το τουμπερλέκι δανεικό να παίξω στην τηλεόραση με τον Μάγγα;». «Ναι». Ωραία.  Πάμε στη τηλεόραση να παίξουμε με τον Μάγγα. «Γεια σου, κύριε Μάγγα, γεια σου εδώ», του λέω: «Γιώργο», του λέω, του λέω του Μάγγα: «Τι θα παίξουμε;», του λέω. «Μην ανησυχείς καθόλου», μου λέει αυτός, «Θα παίξουμε πολύ ωραία». «Τι ωραία; Πού ξέρεις εσύ ότι θα παίξουμε ωραία;», του λέω. «Αμα σου λέω εγώ, είναι τακτοποιημένο το θέμα», μου λέει ο Μάγγας. «Τι τακτοποιημένο;», του λέω, «για μπορεί να μην ξέρουμε να παίξουμε τίποτα», του λέω, «Εσύ να παίζεις, εμείς να παίζουμε αλλού, να μην ξέρουμε τίποτα». «Κοίταξε να δεις», μου λέει, «θα συμβούν δυο πράγματα. Και στα δύο θα είμαστε επιτυχημένοι». «Ποιο;», λέει. «Παίζουμε… Καταρχήν παίζουμε στην τηλεόραση. Ξέρεις τι σημαίνει τηλεόραση;», μου λέει, «Θέαμα, η τηλεόραση είναι θέαμα», μου λέει, «Ο κόσμος βλέπει τηλεόραση, πέρα από τις ειδήσεις να μάθει κανά νέο ή τον καιρό», μου λέει, «το άλλο να βλέπει θέαμα, να δει κάτι να τ' αρέσει, έτσι, να κάνει χαβαλέ. Οπότε αν παίξουμε καλά», λέει, «θα πουν: “Μπράβο, τι ωραία έπαιξαν αυτά τα παιδιά”. Και εμείς τι παίζαμε; Δυο εικοσάλεπτα παίζαμε. Δυο τσιφτετέλια, δυο καρσιλαμάδες, δυο χασαποσέρβικα, και ο κόσμος όλος.

Α.Σ.:

Οπότε δεν έπαιζες βιολί εκείνη την περίοδο;

Κ.Κ.:

Εκείνη την περίοδο όχι, με τον Μάγγα… Αλλά ναι. Και μετά σιγά-σιγά έφυγα απ' τα λαϊκά.

Α.Σ.:

Και πήγες στα δημοτικά;

Κ.Κ.:

Δεν είχαν λεφτά τα λαϊκά πολλά. Δηλαδή το λαϊκό είχε πρόβλημα το καλοκαίρι. Τον χειμώνα καλά ήταν, είχε, έβρισκες το μεροκάματο άνετα τον χειμώνα στα λαϊκά. Αλλά μετά έμπλεξα με τα δημοτικά. Γνώρισα έναν φίλο μου εγώ, τον Καραφέρη, που έπαιζε κλαρίνο, ένα παιδί απ' τη Ζίτσα. Κάναμε συγκρότημα και πηγαίναμε σε γάμους, σε πανηγύρια. Ήταν πολλά τα λεφτά τότε. Να καταλάβεις, παίρναμε για πλάκα 100 χιλιάδες σε ένα γάμο. Αφού να φανταστείς, με πήρε ο…  Ήταν να παίξω στο «Ρεμπέτικο», στην ταινία με το ρεμπέτικο. Προτείναν εκεί να παίξω, με άκουσε εκεί, ήταν δεν θυμάμαι ποιος ήταν. Ο Φέρης –πώς τον έλεγαν;– που ήταν ειδικός. Και ήταν να μιλήσω οικονομικά. Κάνω πρόβες, τους άρεσε. «Ωραία», είπε αυτός ο υπεύθυνος εκεί, λέει: «Το βιολί είναι πολύ καλός, αυτόν θα κρατήσουμε». Και λέει... Μου λένε: «Τι μεροκάματο έχει εδώ;», λένε τα παιδιά, γιατί μου είπαν... Είπαν εκεί να πας...«Σε ζήτησε να πας μέσα», μετά λέει... «Μετά την πρόβα, θα πας μέσα να μιλήσετε για τα λεφτά». Λέω σε κάτι παιδιά εκεί που ήταν ηθοποιοί και τα λοιπά, κάτι άλλοι: «Τι λεφτά παίζουν εδώ;». Λέει: «90 χιλιάδες παίρνουμε», είπαν αυτοί. 90 χιλιάδες ήταν τον μήνα. Αυτοί πέρναν τον μήνα 90 χιλιάδες. «Α εντάξει, καλά είναι», λέω εγώ. Εγώ το θεώρησα ότι είναι την ημέρα, γιατί τόσα πέρναμαν εμείς στα πανηγύρια. Ε και ήταν η σεζόν, καλοκαιρίνη σεζόν, Ιούλιος μέσα, ήταν Αγίου Παντελεήμονος, Αγίας Παρασκευής, Προφήτη Ηλία, χαμός. Όλο πανηγύρια και γάμους. Δηλαδή άντε να καθόμασταν αυτές τις 60 μέρες, Ιούλιο-Αύγουστο, να καθόμασταν και 5 μέρες, δηλαδή είχαμε συνέχεια δουλειά. Και λέω εγώ: «Ωραία, ό,τι είναι», λέω εγώ. «Αντί να τρέχω στην Ηπειρο κάτω, να ξενυχτάω, θα καθίσω εδώ. Ωραία είναι, δεν βαριέσαι. Μπορεί να έχει ζέστα στην Αθήνα, αλλά δεν πάει στο διάολο».  Και πάω μέσα καμαρωτός εγώ. «Γειά σου, παιδί μου», μου λέει, «μου είπαν ότι εσύ μας κάνεις για αυτή τη δουλειά. Ωραία, είμαστε ευχαριστημένοι. Τι [00:30:00]λεφτά; Τα λεφτά, να ξέρεις», μου λέει, «είναι 90 χιλιάδες. Είσαι ευχαριστημένος;». «Ναι», του λέω, «δεν έχουμε κανένα θέμα. Πόσα μεροκάματα θα κάνουμε;», του λέω εγώ. Μου είπε αυτός –δεν θυμάμαι πόσο είναι– 3 μήνες είναι εδώ… Συνέχεια, ξέρω γω, 3 μήνες. «Ε, καλά είναι», του λέω εγώ, «Εντάξει. Θα έχουμε κανά ρεπό, ξέρω γω;». Κάτι τον ρώταγα εκεί. Πώς ξεγελιόμαι εκεί με αυτόν και του λέω... Κάτι είπε αυτός για τον μήνα, κάπως κατάλαβα εγώ ότι μην εννοεί... Κάτι είπαμε εκεί, κατάλαβε αυτός ότι εγώ εννοούσα την ημέρα. «Την ημέρα;», μου λέει. «Ε, πότε την νύχτα;», του λέω. Μου λέει: «Πλάκα μας κάνεις; 90 χιλιάδες; 90 χιλιάδες είναι το μηνιάτικο, αγόρι μου», μου λέει αυτός. «Τι το μηνιάτικο; Τον μήνα; Όχι, ρε μεγάλε. Τι μήνα; Άσε να φύγω, θα πάω για Ήπειρο κάτω. Δεν γίνεται». Και έφυγα. Αυτός του σηκωθήκαν οι τρίχες, λέει: «Τι λέει ετούτος;».  Δουλεύαμε, μετά έμπλεξα με τον Καψάλη τον Γρηγόρη, με τον Μπαρμπα-Γρηγόρη, που λέμε. Ναι τον βρήκα έτσι τον μπάρμπα σε μια δουλειά, με πήρε ένας Παπιγκιώτης, με είχε πάρει. Είχα παίξει εγώ στο Καλπάκι, και ήταν κάτι παιδιά, κάτι Σαρακατσαναίοι, και με ήταν ένας τραγουδιστής, ο Γιώργος ο Καψάλης, και τραγούδησε κάτι τραγούδια τσάμικα παλιά, έτσι σαρακατσαναίικα, είπε κάτι παλιά «Αγγέλω κρένει η μάνα σου» και αυτά, κάτι τραγούδια τέτοια. Και έπαιζα εγώ, με άφησε το κλαρινίστας, γιατί τα χρωμάτισα καλύτερα εγώ τα κομμάτια αυτά. Με άφησε να σολάρω και με άκουσαν αυτοί και τους άρεσα πολύ. Και τότε ο Καψάλης είχε... Ήταν μεταβατικό στάδιο. Είχε πεθάνει ο Μπαρμπα-Κώστας, ο Μπαρμπα-Κώτσος ο Καψάλης που είχανε συγκρότημα αυτοί, τα «Τακούτσια», το περιβόητο συγκρότημα που είχαν στα Ζαγόρια. Πέθανε αυτός, και δεν είχε μόνιμο βιολί, μία έπαιρνε το Μπάο από το Μέτσοβο, τον μακαρίτη τον Γιάννη, μία από εδώ, από εκεί, μία τον έναν, μία τον άλλον. Δεν είχε μόνιμο βιολί ο μπάρμπας. Και ψαχνόταν.  Και ήταν μια βάφτιση, την είχε ένας Παπιγκιώτης, που κατα σύμπτωση ο πατέρας μου του είχε φτιάξει το σπίτι, είχε ένα πέτρινο σπίτι. Ήταν μάστορας ο πατέρας μου, πετράς, και του έκανε ένα σπίτι πέτρινο με τον αδελφό του και κάτι ξαδέρφια του πατέρας μου, στο Σκαμνέλι απάνω. Και έμεινε πολύ ευχαριστημένος αυτός από τον πατέρα μου, απ’ το σπίτι. Γιατί δεν του πήραν εργολαβία το σπίτι αυτοί, το φτιάξαν με μεροκάματο. Δηλαδή και κέρδισε τα μισά λεφτά –πώς να σου πω;– αντί να του κόστιζε 1.000.000 το σπίτι, του κόστισε 300.000, που λέει ο λόγος. Και έκανε και δουλειά πολύ καλή. Δηλαδή σε σύγκριση με... Έπαθε πλάκα αυτός, ήτανε πολύ ευχαριστημένος από τον πατέρα μου. Και μόλις έμαθε ότι είναι ένα παιδί που παίζει βιολί και είναι το παιδί του μπαρμπα-Χρήστου, ξέρω γω, ήθελε να με πάρει. Και με έψαξε αυτός και του είπε του Καψάλη: «Έχω ένα παιδί που παίζει βιολί. Παίζει καλά –του λέει– ήταν στο Καλπάκι πάνω, τα παιδιά παίζουν πολύ καλά». Πραγματικά πάω εκεί και αυτοί με γουστάρανε, εκεί με συζητάγανε, είχε τραγούδια... Ήταν Σαρακατσάνοι αυτοί και παίζαμε τέτοια τραγούδια. Εγώ τα 'ξερα, τα 'παιζα καλά αυτά τα κομμάτια. Και από εκεί ξεκίνησε μετά. Ηταν ο τραγουδιστής, ο Γιαννακός ο Νίκος. Πήγαμε στον γυφτόκαμπο, στο αντάμωμα των Σαρακατσαναίων, που είχαν πολύ κόσμο αυτοί. Μετά γράψαμε και CD στην Αθήνα, την άλλη τη χρονιά με τον Γιαννακό. Ο Καψάλης τ' άρεσα εκεί και με κράτησε μόνιμα. Και δουλέψαμε χρόνια και αυτουνού. 

Α.Σ.:

Α, δουλέψατε χρόνια μαζί;

Κ.Κ.:

Χρόνια, 24-25 χρόνια με τον Γρηγόρη τον Καψάλη, με τον Νίκο τον Γιαννακό, τον Παπακώστα τον Γιάννη, με αυτούς όλους. Δουλεύαμε στα Ζαγόρια ως επί το πλείστον, με Σαρακατσαναίους, Ζαγόρια... Σε όλη την Ήπειρο δούλευα εγώ και μ’ όλα τα κλαρίνα δούλεψα.

Α.Σ.:

Κάνατε και ταξίδια;

Κ.Κ.:

Ναι. Μετά δούλεψα με όλα τα κλαρίνα, με όλους τους... Δεν υπήρχε κανένα συγκρότημα μετά να μην έχω παίξει. Και μετά ήμουν αγαπητός εγώ, έτσι... Έλεγα και καλαμπούρια, δεν ήμουν γκρίζελος, μ' άρεγε μένα... Εμένα μ' άρεγε η δουλειά έτσι, την γούσταρα αυτή τη δουλειά, ήμουν καψούρης, ρε παιδί μου. Αυτό το ότι θα πάμε... Γιατί ήταν μια απρόβλεπτη δουλειά αυτή, η κάθε βραδιά ήταν διαφορετική. Διαφορετικό το ρεπερτόριο. Τότε ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα από σήμερα. Αυτό έχει χαλάσει σήμερα και είναι λυπηρό. Εμείς στεναχωριόμαστε που ήμασταν οι παλιοί, που ‘χαμαν βιώσει αυτό το παλαιό. Γιατί παλιά τα τραγούδια ή την παράδοση, το σκηνικό, δηλαδή το ρεπερτόριο το ‘φτιαχνε ο κόσμος. Δεν είναι όπως είναι σήμερα. Σήμερα η ορχήστρα έχει ένα ρεπερτόριο, ένα πρόγραμμα, και ανεβαίνει πάνω και το παίζει. Ο κόσμος είναι υποχρεωμένος να τ' ακούσει. Κατάλαβες;

Α.Σ.:

Κατάλαβα.

Κ.Κ.:

Λες και ακούς μου συναυλία. Αυτό γινόταν παλιά, γινόταν μόνο σε συναυλία με έντεχνους μουσικούς, με rock μουσικούς, με... Πώς να σου πω; Δεν μπορούσε να το κάνει ο δημοτικός τη δεκαετία του ‘80, του ‘70, του ‘60. Δηλαδή μπορούσε να το κάνει ο Νταλάρας αυτό, ή να το κάνει ο Παπακωνσταντίνου, ή οποιοσδήποτε, ο Ζαμπέτας, ξέρω γω, ή ο Νικολόπουλος, που θα είχε το συγκεκριμένο ρεπερτόριό του. Δηλαδή θα ήταν ο Καζαντζίδης, ακούς τον Καζαντζίδη, ήξερε ότι θα πει τα τραγούδια του. Δεν ήταν δημοτικός ο Καζαντζίδης, να του πεις εσύ την «Ιτιά», ή το «Γιάννη μου το μαντήλι σου». Οι λαϊκοί και έντεχνοι αυτοί μπορούσε να κάνει συναυλία. Τα δημοτικά δεν υπήρχαν μέχρι τότε, τα δημοτικά. Δεν γινόταν σαν συναυλία τα δημοτικά. Τα δημοτικά ήταν... Πήγαινες και έπρεπε να πας, να ξέρεις τα τραγούδια που ζητάν στο τάδε χωριό. Και το ένα χωριό με τ' άλλο είχε μεγάλη διαφορά. Υπήρχε περίπτωση δηλαδή ένα χωριό εδώ, και το άλλο να ‘ναι στο ενάμισι χιλιόμετρο και να έχει τελείως διαφορετικό ρεπερτόριο. Τελείως. Ναι.

Α.Σ.:

Τα ζητούσαν όμως οι άνθρωποι-

Κ.Κ.:

Οι άνθρωποι, ναι.

Α.Σ.:

Ποιο κομμάτι θα-

Κ.Κ.:

Δηλαδή να φανταστείς τώρα σε κάθε χωριό, μια βραδιά, για να γίνει μια βραδιά, απαιτούνται γύρω στα 60, 70, 80 τραγούδια, παραδείγματος χάριν, γιατί κάποια μπορεί να παιχτούν δυο φορές, μπορεί να ‘ναι και κάποια σόλα μετά, να παίξει το κλαρίνο ή το βιολί, τα τραγούδια είναι γύρω στα 60-70. Στο κάθε χωριό, να φανταστείς, ήταν 40 τραγούδια διαφορετικά. Δηλαδή αν η Ήπειρος έχει –που λέει ο λόγος– 1.000 χωριά, δεν θέλω να σου πω 40.000 τραγούδια, αλλά 10.000 τραγούδια για πλάκα θα άκουγες στην Ηπειρο. Δηλαδή μια περιοχή, αν όχι στην Ήπειρο, από την Ναύπακτο, ξέρω γω, μέχρι τα Γρεβενά. Χιλιάδες τραγούδια. Ενώ τώρα δεν υπάρχει αυτό. Τώρα είναι κάποια τραγούδια, 50, 100 τραγούδια το πολύ, που τα ξέρουμε όλοι οι μουσικοί και όλοι οι τραγουδιστές, και λένε πάντα τα ίδια. Ή πας στην Πελοπόννησο τώρα, ή πας στα Γρεβενά, ή πας στη Λάρισα, ή πας στα Γιάννενα είναι το ίδιο ρεπερτόριο. Είναι αυτοί οι μεγάλοι τραγουδιστές, οι γνωστοί, που έχουν κάνει 2-3 σουξέ ο καθένας. Αυτά τα 5-10 σουξέ αυτονών και κάποια άλλα που έχουν μείνει έτσι, με ρυθμούς από το τσιφτετέλι. Όχι αργά τραγούδια, τσάμικα, αργά και αυτά, δεν τα προτιμάν τώρα, γιατί θέλουν να χορεύουν όλοι ελεύθερα. Δηλαδή να μην είναι κάποιος μπροστά. Να σηκώνεται ο άλλος για να χορέψει, να μην έχει το άγχος να χορέψει κάποιος ένα αργό τραγούδι και ο άλλος να περιμένει από πίσω με το μαντήλι, πότε θα τελειώσεις αυτός. 

Α.Σ.:

Και το πληρώνανε κιόλας το τραγούδι τους;

Κ.Κ.:

Το πληρώναν, βέβαια, αυτοί. Δεν ήταν πληρωμένες οι ορχήστρες τότε. Δηλαδή παίρναμε χαρτούρα, αλλά μέθαγε ο κόσμος και πέταγε χαρτούρα. Αμέ! Τσακωνόταν ποιος θα χορέψει, σφαζόταν, γινόταν πάλι η γροθιά σύννεφο. Άμα ήταν μια παρέα που είχε 7 άτομα και ξαφνικά έβλεπε η επόμενη παρέα, ότι σε αυτή την παρέα μπήκαν άλλα 2 άτομα και έγιναν 9, πλακωνόταν, ζητάγαν τον λόγο. «Πώς γίνατε 9;», λέει, «Πότε θα χορέψουμε εμείς;». 

Α.Σ.:

Ότι άμα παραγγέλνεις ένα κομμάτι, δεν πρέπει να πας-

Κ.Κ.:

Ναι.

Α.Σ.:

Στου αλλουνού το κομμάτι.

Κ.Κ.:

Εσύ είχες το νούμερο 4. Πήγαινες στην ορχήστρα και ζήταγες ένα νούμερο. Το 4 νούμερο εσύ. Και δήλωνες πόσα άτομα έχεις. Δηλαδή τα δήλωνες... Όταν σηκωνόσουνα πάνω, έβλεπες ότι σηκωνότανε 7 άτομα, η παρέα η δικιά σου είχε 7 άτομα. Εγώ είχα το νούμερο 5. Αμα εκεί που ήσασταν 7, ξαφνικά ερχόταν ένας φίλος σου εσένα ή ένα κουμπάρος και έμπαινε και αυτός στον χορό, τα έπαιρνε κρανίο η άλλη παρέα. «Τι το περάσαμε εδώ; Άμα είναι έτσι… Πότε; Εμείς πότε θα πάρουμε σειρά; Πώς; Μπαίνει ο καθένας;». Ναι, υπήρχε... Χαμός. Αυτό-

Α.Σ.:

Θυμάσαι κανένα φοβερό από αυτά τα γλέντια, που να έχεις αγαπημένο; Εκείνη την...

Κ.Κ.:

Α πολλά, πολλά. Πολλά γλέντια και πολλές φάσεις. Είχε πολλούς τύπους παλιά, ήταν και ωραίοι τύποι, γιατί το ζούσαν, ρε παιδί μου, αυτό το πράγμα. Μην κοιτάς, τώρα δεν ενθουσιάζεται ο άλλος. Όλη μέρα είναι ο άλλος με τα κινητά, τα βλέπει τα τραγούδια, τα έχει χορτάσει, τα... Ενώ τότε το θεωρούσαν κάτι τρομερό αυτοί, ρε παιδί μου. Αυτοί τους αρέσαν πολύ τραγούδια, τα τραγουδάγαν, οι περισσότεροι τα τραγουδάγαν τα τραγούδια. Και του φαινόταν περίεργο, «Αυτό που τραγουδάω εγώ, μπορεί και το κάνει με το βιολί αυτός; Με το κλαρίνο; Το κάνει με την κιθάρα; Πώς το κάνει έτσι;». Δηλαδή τραγούδαγε ένας μια φράση, ξέρω γω: «Ω ρε θρήνος μεγάλος έγινε, ταν», έκανε αυτός. Και όταν το άκουγε από το βιολί, να το κάνεις: «Τα ρα ρα... [μελωδία]», το έκανες [00:40:00]μια φράση εσύ τέτοια, που αυτός την έκανε με το στόμα, και τρελαινόταν, σου λέει: «Το κάνει με το βιολί, ο μάγος! Αυτός είναι φοβερός! Ναι, ρε παιδί μου», έκανε αυτός, τρελαινόταν. Και αν είχε 5.000, τα πέταγε όλα. Πώς να σου πω... Τους άρεγε αυτό πολύ. Ήταν πολύ μερακλήδες κάποιοι, τρελαινόταν.  Να φανταστείς, ήταν στην Άγναντα μια φορά παλιά, είχα πάει οι Ζερβαίοι. Οι Ζερβαίοι, η οικογένεια αυτή, του Λευτέρη του Ζέρβα, το μεγάλο το βιολί, αυτοί όλοι. Ο πατέρας του, θείοι του, αυτού. Είχαν πάει στην Άγναντα σε έναν γάμο. Και μόλις τους άκουσαν αυτοί, τι κάναν; Τους κρατήσαν μόνιμα στο χωριό όλο το καλοκαίρι. Συννενοηθήκαν όλοι, του είπανε: «Εσύ θα κάνεις γάμο, αρραβώνα, πανηγύρι. Εσύ θα βάλεις την Τετάρτη, εσύ θα βάλεις την Πέμπτη στο καφενείο, εσύ θα κάνεις στο σπίτι». Δηλαδή για να μην τους αφήσουν να φύγουν ποτέ. Δηλαδή συνεννοούνταν ο καθένας να μην βρουν αφορμή οι Ζερβαίοι και φύγουν. Ένα καλοκαίρι έκατσαν μόνιμα στην Άγναντα, τους φιλοξενούσαν από σπίτι σε σπίτι, να μην τους χάσουν, τόσο πολύ τους γουστάραν να τους ακούν. Δηλαδή κοιμόταν και σκεφτόταν πώς θα ξυπνήσουν το πρωί να ακούσουν αυτούς, είχαν μανία. Τους άρεγαν πολύ τα όργανα στον κόσμο παλιά. Είχαν μανία ο κόσμος. Πάει αυτό τώρα, αυτό διαλύθηκε. Διαλύθηκε αυτό, είναι μεγάλη ιστορία, να μην αναλύσουμε τώρα γιατί διαλύθηκε αυτό. Συντέλεσαν πολλοί παράγοντες. 

Α.Σ.:

Και κανένα βράδυ θέλω να μου περιγράψεις. Που να σου είναι αξιομνημόνευτο.

Κ.Κ.:

Τι να πω; Πολλά μωρέ, ήταν πολλά βράδια ωραία. Τι να σου πω; Πολλά. Ξενύχτια πολλά, το ένα ήταν καλύτερο από το άλλο για μένα. Αλλά είχε... Ήτανε πολύ... Μ' αρέγαν οι επεισοδιακοί τύποι εμένα, που λέγαν ατάκες πολλές. Είχα έναν στο χωρίο, έναν φοβερό, τον Φουστανέλα, είχε έρθει ο καημένος μια φορά, μου λέει εμένα... Έδωσε δυο πεντοχίλιαρα, τακ, τακ, δυο πεντοχίλιαρα, και λέει: «Κωσταγιώργο, θέλω», μου λέει, «Αγγέλω μου κρένει η μάνα σου», ένα τραγούδι, «Αγγέλω μου κρένει η μάνα σου», αλλά μου λέει: «Είδες; Εγώ πλήρωσα καλά. Δεν πλήρωσα... Δυο πεντοχίλιαρα. Για αυτό θέλω να βάλεις και λίγο ντο-ρε-μι μέσα. Να βάλεις και ντο-ρε-μι.» Και λέω εγώ τώρα, γυρίζω και λέω στο... Ήταν ο Ζαγόρας ο Αριστείδης κλαρίνο, και λέω: «Παιδιά, προσέξτε εδώ θέλουμε και ντο-ρε-μι μέσα, ντο-ρε-μι παιδιά, τον νου σας». «Βάλε και λίγο ντο-ρε-μι», λέει. Και αυτός τα πήρε κρανίο μετά: «Α, γυφτούλια, γαμώ το κέρατό σας, κοροϊδεύετε με μένα», «Αφου θες ντο-ρε-μι», του λέω, «Εξαναγκαστικά». Ήταν επεισόδια, τι να θυμηθώ τώρα, δεν μπορώ να θυμηθώ. Ναι ήταν ωραία μωρέ.  Εγώ τώρα στεναχωριέμαι, γιατί δεν είναι αυτοί εδώ... Θα προτιμούσα τώρα, δηλαδή αν είναι μια δουλειά που να μου δώσεις 400 ευρώ τώρα, στημένα, να μου πεις: «Αύριο παίζεις, είναι μια συναυλία εκεί. Αλλά είναι και ένα γλεντάκι περίεργο με χαρτούρα...». Και να σου λέει: «Μην πάρω 400, ας πάρω και 160, ας πάρω και 80 –πώς να σου πω;– δεν ξέρω τι θα πάρω», θα προτιμήσω να πάω στο γλεντάκι αυτό το περίεργο για να... Είναι το απρόβλεπτο, αυτό μ' αρέσει, το απρόβλεπτο, εμένα. Με τρελαίνει το απρόβλεπτο. Το στημένο δεν λέει τίποτα, το στημένο. Θα πας εκεί τώρα... «Τι θα πάρουμε...».  Ήταν αλλιώς, ήμασταν αλλιώς μαθημένοι εμείς. Εμείς τη μουσική την είχαμε ζογκλερικά στο μυαλό μας. Δεν την είχαμε σαν δημοσιοϋπαλληλικά, δηλαδή να ζήσουμε αξιοπρεπέστατα –που λέμε– να ξέρουμε πόσες ώρες παίζουμε, τι λεφτά θα πάρουμε, υπο ποιές συνθήκες. Εμένα μ' άρεγε να είναι επεισοδιακή. Μα μόνο μη μας σκοτώσουν. Να μην βρούμε τον μπελά μας και βγούμε ανάπηρα από εκεί, αλλά τα επεισόδια μου άρεγαν εμένα. Δηλαδή αυτό το σκηνικό των μεθυσμένων το... Να βλέπω όλη αυτή την ιστορία, μου άρεγε εμένα, εγώ τρελαινόμουν μ' αυτό. Εγώ άμα έβλεπα κάτι πολύ ήσυχο, ξενέρωνα. Όσο καλά και να περνάγαμε, δηλαδή για να μη μας ταλαιπωρούσαν, εγώ προτιμούσα να μας ταλαιπωρήσουν. Να πάει 12:00 ώρα το μεσημέρι, να ‘μαστε άυπνοι από την προηγούμενη μέρα, να μην μας αφήνουν να φύγουμε. Αλλά μας πληρώναν όμως, ρε παιδί μου. Και δημιουργούσαν επεισόδιο αυτοί, μεταξύ τους. Άλλος μέθαγε, άλλος φώναζε, άλλος τσακωνόταν, άλλος έπεφτε κάτω, γίνονταν μύλος.

Α.Σ.:

Και με τον Καψάλη πού ταξιδέψατε, που είπες;

Κ.Κ.:

Έχουμε παίξει παντού. Εγώ έχω παίξει παντού-

Α.Σ.:

Και έξω από την Ελλάδα; 

Κ.Κ.:

Και έξω από Ελλάδα, Αυστραλία, Αμερική, Ευρώπες εδώ πάνω αυτού, Γαλλίες, Γερμανία πολύ. Γερμανία πηγαίναμε παλιά, Ελβετία.

Α.Σ.:

Η Αυστραλία πώς ήτανε;

Κ.Κ.:

Ωραία. Κοίταξε να δεις, όταν πήγαινα εγώ Αυστραλία, πήγαινα, να καταλάβεις, πριν 15 χρόνια. Τότε ήταν καλά. Γιατί ήταν καλά; Γιατί στην Αυστραλία ήταν αυτοί, ζούσαν αυτοί που είχαν φύγει τη δεκαετία του ‘60, παραδείγματος χάριν. Αυτοί το ‘60 που πήγαν στην Αυστραλία ήταν 20-30 χρονών. Ήταν γεννημένοι, να καταλάβεις, αυτοί από το ‘30 μέχρι το ‘40, αυτοί οι ανθρώποι. Κατάλαβες; Και αυτοί ήταν... Είχαν ζήσει εδώ, πριν πάνε Αυστραλία, παραδείγματος χάριν, ή Αμερική. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν ζήσει. Γιατί η μετανάστευση άρχισε το ‘60, παραδείγματος χάριν, ‘60 μέχρι το ‘70, εκεί άρχισε, αυτή η δεκαετία ήταν που έγινε η μεγάλη μετανάστευση. Οπότε αυτοί ήταν γεννημένοι γύρω στο ‘40, το ‘35, ‘30, μέχρι το ‘40-’45, ξέρω γω, ήταν γεννημένοι αυτοί οι ανθρώποι. Αυτοί ζούσαν εδώ και 15-20 χρόνια, ήταν εβδομηνταπεντάρηδες, ογδοντάρηδες, όταν πηγαίναμαν εμείς κάτω. Τώρα έχουν πεθάνει αυτοί. Και αν ζει, σπάνια κάποιος, ένας, δύο, πέντε. Και αυτοί, όταν πηγαίναμε εμείς, τα ξέραν τα τραγούδια. Μας τα ζητάγαν και συγκινούνταν. Αλλά πηγαίναμαν τώρα στο εξωτερικό και να πεις στον άλλον: «Μαύρα μου χελιδόνια. Ωρε μαύρα μου χελιδόνια, χελιδόνια, αχ κάποτε... Αραπιά», αυτά που... Τραγούδια της ξενιτιάς και τέτοια. Συγκινούνταν αυτοί, βάζαν τα κλάματα, πετάγαν λεφτά, μας αγκαλιάζαν, γινόταν χαμός. Ήταν συγκινητικό.  Τώρα, τελευταία που είχα πάει, ήταν παιδιά νέα, 40 χρονών παιδιά. Πολύ οργανωτικά τα παιδιά, πιο οργανωτικά από τους παλιούς, γιατί έχουν το internet. Δηλαδή οι παλιοί παλεύαν να μαζέψουν 1.000 άτομα, ξέρω γω, 800 άτομα να γεμίσουν μια αίθουσα. Τηλέφωνα έπαιρναν, τηλέφωνο, βασανιζόταν 6 μήνες για τον χορό. Έπαιρναν τηλέφωνο μην ξεχάσουμε κάποιον, να ειδοποιήσουμε, να κάνουμε αυτό, ήταν... Τράβαγαν νίλα μεγάλη. Ενώ οι νέοι, για πλάκα μπορεί να μαζέψουν 3.000 άτομα. Να μην τα χωράει. Μια ανάρτηση στο Facebook εκεί, σε αυτά. Το ‘χουν οι νέοι, είναι πιο φοβεροί. Αλλά δεν ξέρουν τα τραγούδια οι νέοι, δηλαδή ή τους παίξεις ένα δημοτικό ηπειρώτικο, ή τους παίξεις ένα τραγούδι της Πέγκυς Ζήνα, ή τους παίξεις ένα της Βανδή, ή ένα του Τερζή, ή ένα οτιδήποτε, του Μητροπάνου, το ‘χουν το ίδιο, αρκεί να ακούσουν λίγο ελληνικό στίχο και κάτι που να τους θυμίζει ή κλαρίνο ή βιολί ή μπουζούκι. «Okay. Okay», σηκώνονται και χορεύουν αυτοί, δεν ξέρουν ούτε να παραγγείλουν… Πώς να σου πω; Κάνουν κέφι, σου λέει: «Ελληνικά, κάνουμε χαβά». Φτιάχνονται εκεί, πίνουν ποτά, και... Αλλά δεν έχουν την σειρά, δεν έχουν τον τρόπο να παραγγείλουν, ούτε γνωρίζουν τα τραγούδια. Αυτό είναι. Χάθηκε η παράδοση αυτή.

Α.Σ.:

Ναι, ναι, κατάλαβα. 

Κ.Κ.:

Και τώρα έγινε αυτή η παγκοσμιοποίηση, είναι κάποια τραγούδια, ρε παιδί μου, που έχουνε φίρμες, που κάνουν ανάρτηση οι φίρμες –οι γνωστοί οι τραγουδιστές, οι μεγάλοι, αυτοί των δημοτικών– και τα βλέπουν τα παιδιά παντού, ο κόσμος σε όλο το... Στο εξωτερικό, Γερμανίες, Αυστραλίες, και πάνε αυτοί και ακούς αυτά τα τραγούδια τα γνωστα τώρα, τα καινούργια. Αυτά τα 30-40 κομμάτια τα ξέρουν, τα ψιλοξέρουν αυτοί. Κατάλαβες; Οπότε γίνεται ελεύθερος χορός, είναι ένας... Δεν είναι η δημοτική παράδοση αυτή. Δεν μπορεί να συνεχιστεί η παράδοση τώρα, είναι δύσκολο. 

Α.Σ.:

Εσύ όταν έπαιζες σε αυτά τα φοβερά πανηγύρια που κάνατε, έπινες; Γιατί έχει πολύ αλκοόλ όλη αυτή η ιστορία μέσα.

Κ.Κ.:

Έπινα εγώ. Εγώ ευτυχώς γνώρισα τον Καψάλη τον Γρηγόρη, γιατί ο Γρηγόρης δεν έπινε. Ούτε ο Γιάννης ο Παπακώστας. Αυτή η ομάδα, και ο μακαρίτης ο Ζώτος, ο λαουτιέρης ο φοβερός που βλέπεις, ο μεγάλος ο μουσικός, αυτός, ο Χρήστος ο Ζώτος, δεν έπινε και ο Ζώτος. Δεν έπινε. Το συγκρότημα δεν έπινε γενικά και εγώ έπινα και μου κάναν παρατηρήσεις. Αλλά αν έμπλεκα με τίποτα άλλους διαβόλους, γινόμουν αεροπλάνο κι εγώ. Συνήθως έπινα, αλλά μετά επειδής ψάρωσα κι εγώ έπαθα ζημιά, έπαθα μεγαλοκαρδία και έγινα υπερτασικός και έπαιρνα χάπια από 36 χρονών. 

Α.Σ.:

Από τόσο μικρός;

Κ.Κ.:

36 χρονών, είχα πάει στην Θεσσαλονίκη να δώσω αίμα για μια θεία μου. Εγώ ήμουν αιμοδότης. Ήμουν αιμοδότης, δηλαδή έδινα 4 φορές τον χρόνο, συν... Έδινα κανονικά 4 φορές. Συν έκτακτα, δηλαδή για την μάνα μου, για τον φίλο μου, για τον πατέρα τ' αλλουνού, για το αυτό. Θα έδινα 6-7 φορές τον χρόνο για πλάκα, έδινα αίμα εγώ. Γιατί είχα 0 αρνητικό. Και εντάξει επειδής ήταν σπάνια με έπιανε το άγχος, έτσι, να βοηθήσω κάναν άνθρωπο, μη χρειαστεί. Και πάω μια φορά να δώσω για μια θεία μου στη Θεσσαλονίκη. Λέει: «Δεν μπορούμε να σας πάρουμε νεαρέ αίμα». Ήμουν 36 χρονών τότε. Λέω: «Γιατί;». «Έχετε πίεση», λέει, «έχετε 15 και 7 με 11», ξέρω τι μου είπε αυτή. «Ε», λέω, «μήπως [00:50:00]ήπια το βράδυ;», ξέρω γω. Την άλλη μέρα γαλατάκι το βράδυ, μια λεμονάδα, έτσι, συντηρητικά, τίποτα, έτσι, φάγαμε ελαφριά με τον μπάρμπα εκεί, για να πάω το πρωί. Πάλι πίεση, πάλι 14 και 9, ξέρω γω, 15 τόσο. Έκατσα δυο μέρες, τρεις στη Θεσσαλονίκη, διαπιστώνω ότι είχα πίεση. Μετά δεν έδωσα και πολλή σημασία και μετά έπαθα νίλα. Κάποια νίλα έπαθα και εξαναγκάστηκα πήγα σε έναν γιατρό, με εξέτασε, και έπαιρνα χάπια μετά. Έχω από 36 χρονών παίρνω χάπι. Μυαλό δεν βάζω βέβαια. Ακόμα πίνω. Το κόβω καμιά φορά, τρώω κάνα ψάρωμα, μπαπ, μπορεί να με δεις κάνα μήνα, δίμηνο κυριλέ. Το κόβω, χάνω και μερικά κιλά, μια χαρά και μετά-

Α.Σ.:

Και πάλι.

Κ.Κ.:

Πάλι ξεχνάμε ότι είμαστε προβληματικοί.

Α.Σ.:

Και, Κώστα, οι γονείς σου με τι ασχολιόντουσαν, όταν ήσουν μικρός; Πριν φύγεις από το σπίτι.

Κ.Κ.:

Κοίτα, ο πατέρας μου ήταν μάστορας, ήταν πετράς κατά βάση. Έφτιαχνε σπίτια πέτρινα. Αλλά μετά επειδής δεν είχαν... Αυτή η δουλειά δεν έχει ένσημα, δεν βρίσκαν ένσημα, δούλεψε κάποιο διάστημα στο δασαρχείο, ήταν της μόδας τότε το [Δ.Α.], έκανε φράγματα πέτρινα μέσα στα χωριά. Δούλεψε κάποια χρόνια στο δασαρχείο, αλλά μετά δούλευε σε εταιρείες καλουπατζής. Σε μεγάλες εταιρίες ήταν στο δορυφόρο. Και φτιάχναν καλούπια μεγάλα, τέτοια που πετάνε μέσα στα λιμάνια και φτιάχνει τα λιμάνια. Κυματοθραύστης, είδες. Με μπετό, καλουπώνουν με μπετό διάφορα... Ένα σχήμα, άμα δεις, άμα πας σε λιμάνια, που... Και φτιάχναν τέτοια καλούπια. Έχουν φτιάξει... Φτιάχναν τα λιμάνια, δηλαδή καλουπώναν το λιμάνια. Έχουν φτιάξει το... Είχε φτιάξει το λιμάνι στης Καλαμάτας, το λιμάνι στη Σκιάθο, το λιμάνι στον Βόλο. Πολλά λιμάνια, είχε δουλέψει ο πατέρας μου σε λιμάνια. 

Α.Σ.:

Δεν ασχολιόταν άρα με ζώα ο μπαμπάς σου;

Κ.Κ.:

Ζώα ασχολήθηκε... Η μάνα μου ασχολούνταν με τα ζώα-

Α.Σ.:

Θέλω να καταλάβω πώς εσύ... Να μου πεις και για αυτό το κομμάτι σου.

Κ.Κ.:

Α. 

Α.Σ.:

Πώς ξεκίνησες;

Κ.Κ.:

Ναι, κοίταξε να δεις. Ήμασταν... Η οικογένεια ήταν κτηνοτροφική δηλαδή. Όλοι, και ο πατέρας μου, όταν ήταν μικρός, ασχολούνταν με ζώα. Είχαν έτσι, ζούσαν με τα ζώα, ζήσαν το ‘41 που τους κάψαν το σπίτι οι Γερμανοί και αυτά. Είχαν λίγα προβατάκια, λίγα ζώα, είχαν πάντα στο χωριό όλοι, η γειτονιά ειδικά η δικιά μου, είχαν όλοι ζώα, γίδια, πρόβατα, από μία-δυο αγελάδες, όλα τα σπίτια. Και εμείς μικρά, μας έστελνε η μάνα για τα γίδια. Είχαμε γίδες εμείς. Ο μπάρμπας πίσω είχε και πρόβατα, διάφορα. Και πηγαίναμαν στο βουνό και γυρίζαμε τα γίδια. Μια εγώ, μια ο αδελφός μου. Πηγαίναμε από το... Και ήταν πορεία, μεγάλη πορεία. Τώρα δεν το κάνεις εύκολα, δηλαδή το θεωρείς ορειβασία τώρα. Υψομετρικά δηλαδή, το σπίτι μου είναι σε ένα... Στα 300 μέτρα, 300 μέτρα το σπίτι του πατέρα μου, περίπου, υψομετρικά, αφού η πλατεία είναι 500 μέτρα, είναι 200 μέτρα κάτω από την πλατεία. Κάπου στα 300-320, τόσα μέτρα είναι το σπίτι. Και πηγαίναμαν για τα γίδια σε υψόμετρο, φτάναμε εκεί, στη ράχη που λέμε, στα 1.600. Αν όχι στα 1.600 κάθε μέρα, στα 1.300 πηγαίναμαν κάθε μέρα. Δηλαδή 1.000 μέτρα υψομετρικό, το κάναμε για πλάκα. Όλα τα παιδιά, ο αδερφός μου, εγώ.  Ναι, και η μάνα μου είχε γίδια, τα 'χε η μάνα μου, ασχολούνταν με γίδια, με χωράφια, η μάνα μου δούλευε σκληρά. Όλες οι γυναίκες δουλεύαν σκληρά τότε. Γιατί οι άντρες ερχόταν... Ήταν μαστόροι και ερχόταν κάποιες... Πώς να σου πω; Θα ερχόταν λίγες μέρες τον χειμώνα. Κάναν παραδείγματος χάριν, κλαδεύαν τα κλήματα, οργώναν τα χωράφια, και μετά τα αναλαμβάναν οι γυναίκες αυτά. Πώς να σου πω; Οι άντρες ερχόταν τρεις φορές τον χρόνο, παίρναν άδεια από τις εταιρείες που δουλεύαν, και ερχόταν και κάναν κάποιες σκληρές δουλειές. Δηλαδή θα κάναν το όργωμα, κατάλαβες; Δηλαδή κάποιες δουλειές που δεν μπορούσε να τις κάνει η γυναίκα. Και τις άλλες δουλειές τις έκαναν οι γυναίκες όμως. Σκαλίσματα, διαβόλους, το αγγούρι το μεγάλο το τρώγαν οι γυναίκες, δηλαδή τι... Ταλαιπωρία μεγάλη. Γυναίκα στο χωριό δεν συνέφερνε να είσαι ποτέ εκείνα τα χρόνια. Καλύτερα να μην ήσουν.

Κ.Κ.:

Και εσύ πώς ξεκίνησες;

Α.Σ.:

Α, λες για τα ζώα; Κοίταξε να δεις, εγώ ξεκίνησα τυχαία. Τελείως τυχαία. Ο παππούς μου έσφαζε μοσχάρια. Και εμείς είχαμε κάνα μοσχάρι στο σπίτι. Και από ζώα ήξερα λίγο. Δηλαδή πώς να σου πω; Δεν το θεωρούσα ακατόρθωτο το να μου πεις: «Σφάξε ένα κατσίκι, άρμεξε μια γίδα. Πιάσε ένα μοσχάρι να το πιάσουμε, ρε παιδί μου, να το μεταφέρουμε από εδώ να το πάμε δίπλα», ξέρω γω. «Του βάλουμε μια τριχιά στον λαιμό και να το πάμε βόλτα». Δεν ήταν κάτι δύσκολο για εμένα, ρε παιδί μου, ήμουν χωριάτης, ήμουνα... Όπως... Το 'ξερα αυτό το αντικείμενο. Εγώ… Τυχαία έγινε αυτό. Πώς έγινε; Εγώ ήμουν στο ωδείο στα Γιάννενα το ‘94. Είχαμε έρθει από Αθήνα με την Βιβή, άνοιξε ένα μαγαζί η Βιβή με αυτόματα πλυντήρια και εγώ δούλευα στα μπουζούκια τότε τον χειμώνα. Και το καλοκαίρι πήγαινα, δούλευα εδώ στα Γιάννενα, έπαιζα βιολί στον «Σκορπιό», σε ένα άλλο μαγαζί, το «9 Όγδοα», που ήταν, στο Σταυράκι. Και άνοιξα ένα τμήμα παραδοσιακής μουσικής στο Πνευματικό Κέντρο τότε. Και το οργανώσαμε εμείς. Ήταν ο μακαρίτης ο Ζώτος, ο καλός ο μουσικός εδώ, με το λαούτο. Και ήμουνα καθηγητής στο ωδείο, δίδασκα βιολί.

Κ.Κ.:

Εσύ;

Α.Σ.:

Ναι. Δίδασκα εκεί βιολί και κρουστά, μέχρι να μαζευτούν κάποια παιδιά, στην αρχή. Όταν μαζεύτηκαν παιδιά μετά πολλά, πήραμε... Προσλάβαμε άλλον κρουστό, τον Τάφλο, ήρθε ο Τάφλος ο... Μετά βαρέθηκα εγώ, γιατί το βαριόμουν το ωδείο εγώ, ρε παιδάκι μου, ήμουν και άνθρωπος του καφενείου, ήθελα... Α, τώρα... Και παραχώρησα την θέση στον Καραπάνο τον Κώστα, έναν μαθητή μου, που 'χα. Είχα έναν μαθητή, αυτός ήταν κλασικός και του έδειξα εγώ δημοτικά. Και μετά μπήκε αυτός και έκανε, δίδασκε.  Τι είχε γίνει; Ένα περίεργο πράγμα, όχι περίεργο. Ήταν της μόδα τότε, εκείνα τα χρόνια, κάποιοι φοιτητές, κάποιοι μουσικοί από την Ευρώπη, από κάποια μουσικά πανεπιστήμια, από τη Γαλλία, από τη Γερμανία, από το Βέλγιο, από την Ολλανδία –πώς να σου πω;– από χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, κάναν σαν μεταπτυχιακό, ρε παιδί μου. Έκαναν ένα μεταπτυχιακό τα παιδιά αυτά, κάποια παιδιά από την Γαλλία, κάποιοι από τη Γερμανία. Και κάποιος διάλεγε και έλεγε: «Θα πάω Ελλάδα», άλλος μπορεί να πήγαινε Λατινική Αμερική, ξέρω γω, να μάθει σάμπες, ο άλλος πήγαινε Ινδία, ξέρω γω. Εδώ στην Ελλάδα όμως, δεν ξέρω από ποιο πρόγραμμα, από πού ήταν αυτά τα λεφτά, και πληρώνονταν για διαμονή, ήταν πακέτο. Δηλαδή μπορεί να σου ερχόταν μια ομάδα –και τα ‘παιρνε τότε το [...] το ωδείο αυτά– ερχότανε μια ομάδα φοιτητές, μουσικοί από Βέλγιο ή από Γαλλία, ξέρω γω, ή από Γερμανία, οι οποίοι αυτοί είχανε κάποια χρήματα. Τώρα, τα πλήρωνε η Ευρωπαϊκή Ένωση, το πανεπιστήμιο; Δεν ξέρω ποιος τα πλήρωνε. Και τα ‘παιρνε το ωδείο [...] τότε, η [...] η γνωστή, και τι έκανε αυτή; Αυτή έκανε σύμβαση με ένα ξενοδοχείο το «Αλέξιος», παραδείγματος χάριν, ή το «Εγνατία», και έλεγε: «Πόσα λεφτά θες; Σου έχω 30 άτομα για μια σεζόν, τόσο, έναν χειμώνα». Κατάλαβες; Και έβγαζε λεφτά, κατάλαβες; Και διατροφή, και διαμονή, και δίδακτρα – πώς να σου εξηγήσω.  Και μου ‘ρθε έμπνευση εμένα. Λέω: «Τι χαζός είσαι. Δεν πας στο χωριό;». Είχε ένα οικόπεδο η μάνα μου στον δρόμο, ένα ωραίο οικόπεδο, είχε θέα έτσι έβλεπες το ποτάμι κάτω, όλο τον Άραχθο και τα Τζουμέρκα απέναντι, ήταν ωραίο μέρος εκεί. Και το ‘χα όνειρο εγώ, ήθελα να φτιάξω και σπίτι εκεί πάνω. Και λέω: «Ευκαιρία είναι». Ήταν τα προγράμματα τα αγροτοτουριστικά. Ήταν επιδότηση, ήταν 60%. Λέω: «Ούτως ή άλλως σπίτι δεν έχω, ρε παιδί μου», ήταν ένα πατρικό. Το πατρικό το σπίτι εκεί θα το αφήναμε στον αδελφό μου, οπότε εγώ ήθελα να φτιάξω ένα σπίτι στο χωριό. Λέω: «Ευκαιρία είναι. Θα παώ πέρα να κάνω έναν μικρό ξενώνα, 4-5 δωμάτια», κατάλαβες; «Θα φτιάξω μια αίθουσα από κάτω, ούτως ή άλλως θα έχει μια αίθουσα, που θα είναι σαν το εστιατόριο του ξενοδοχείου, οπότε θα ψάξω και θα βρω αυτό το [01:00:00]πακέτο και θα βάζω μουσικούς. Θα το ‘χω ψιλογεμάτο. Θα τους διδάσκω, θα παίρνω το πακέτο από εκεί και θα δουλεύω. «Ξενώνας θα ‘ναι. Δεν θα ‘ρθει και κανένας άνθρωπος;», λέω. «Κανένας άλλος, κανένας χωριανός, κανένας έτσι». Και μ’ άρεγε αυτή η ιδέα, ότι θα έχω έναν ξενώνα, το οποίο και να μην δουλέψει, δεν θα μ’ ένοιαζε και πολύ, σαν ξενώνας, γιατί θα μέναν τα δωμάτια, 5 δωμάτια θα τα χρειαζόμασταν ούτως ή άλλως για την οικογένεια. Άμα είχα δυο παιδιά, θέλαμαν ένα σπίτι τέτοιο. Και από κάτω το μαγαζί θα με βόλευε για το καλοκαίρι, άμα είχε χώρο ανοιχτό. Εγώ μουσικός ήμουν, θα ‘κανα 2-3 πανηγύρια, 4 τον χρόνο, μια τις Απόκριες, θα ‘βαζα όργανα, Πάσχα, Χριστούγεννα, το καλοκαίρι άλλες 2-3 μέρες. Και ήταν άνετο για εμένα, δηλαδή άμα δούλευα δέκα μέρες τον χρόνο με όργανα, τότε ο κόσμος χάλαγε λεφτά. Έβγαζες για πλάκα 1.000.000 την βραδιά τότε. Εγώ που έπαιζα και μουσική, είχα και φίλους μουσικούς.  Και το ‘δα έτσι. «Θα πάω στο χωριό, να κάνω έναν ξενώνα». Για να κάνεις ξενώνα όμως, για να μπεις στο πρόγραμμα αυτό, έπρεπε να είσαι αγρότης ή κτηνοτρόφος. Αγρότες δεν μπορούσαμαν να γίνουμε εμείς, γιατί δεν είχαμαν στρέμματα, χωράφια. Κτηνοτρόφος. Η μάνα μου είχε καμιά τριανταπενταριά γίδια. Με 90 γίδια έπαιρνες το πρόγραμμα. Λέω στη μάνα μου: «Μάνα, σου έχω μια πρόταση. Θα σου φέρω έναν Αλβανό εδώ, να βρούμε έναν άνθρωπο, ρε παιδάκι μου, να κοιμάται στο σπίτι, να σου φτιάχνει και καφέ το πρωί και θα σου φυλάει τα γίδια. Αυτός θα τα αρμέγει, αυτός θα τα φυλάει. Εσύ θα του φτιάχνεις φαΐ και θα του φέρνεσαι καλά. Να μην το στεναχωρείς το παιδί. Τίποτα. Και θα περάσεις ζωάρα. Και εσύ θα απαλαχτείς από τα γίδια και εγώ θα κάνω τη δουλειά μου». «Όχι παιδάκι μου», μου είπε, «εγώ κοιτάω να τα πουλήσω, να ησυχάσω. Δεν θέλω γίδια», δεν μπόρεσα να τη βάλω στο λούκι την μάνα μου. Αν και κακώς τότε, γιατί αυτή τα κράτησε ούτως ή άλλως τα γίδια μετά, μέχρι που σκοτώθηκε ο πατέρας μου, μέχρι το ‘11. Τα είχε τα γίδια.  Τέλος πάντων, αφού δεν μπόρεσα να... Αφού δεν ήθελε η μάνα μου να βάλω άλλο κοπάδι… Θα έκανα εγώ μετά την περιπέτεια, ειδικά τα γίδια αυτά έχουν φασαρία. «Τι να κάνω; Τι να κάνω;», έφερνα γύρα. Βλέπω μονάδες με αγριογέλαδα. Τότε ήταν της μόδας, άρχισαν σιγά-σιγά αυτές οι μονάδες. Τα αγριογέλαδα ήταν πολύ... Ήταν μια δουλειά η οποία δεν έχεις άμεση σχέση με το ζώο κάθε μέρα, αυτό που έχεις με τα γίδια, που πρέπει να σηκωθείς 6:00 η ώρα το πρωί να τα αρμέξεις. Γιατί μια ώρα να κάνεις λάθος, δηλαδή μια μέρα να πας μεθυσμένος και να μην τα αρμέξεις στις 6:00 το πρωί και τα αρμέξεις στις 10:00, πάει, αυτό είναι καταστροφή. Εκεί που πιάνεις 100 κιλά γάλα, ξέρω γω, θα ‘ρθει στα 80, και την άλλη μέρα δεν το ξαναφτάνεις ποτέ το 100. Είναι μπέρδεμα τα... Ενώ τα γελάδια, γελάδια είναι. Αρκεί να μην κάνεις ζημιές, να μην πάνε από εδώ, από εκεί, να μην φεύγουν. Να τα ελέγχεις, τα ταΐζεις λιγάκι, να μην αφήνεις χωρίς νερό, πιο εύκολη δουλειά τα γελάδια.  Και λέω: «Δεν πάει στο διάολο, θα φτιάξω γελάδια. Με πόσα γελάδια μπαίνεις στο πρόγραμμα;» Θέλαμε 35 γελάδια, 34-35. Ωραία. Έψαξα όλη την Ελλάδα να βρω μια τέτοια κατάσταση, μια ευκαιρία τετοια. Τυχαία, όλως τυχαίως… Γιατί ήταν και πολλά τα λεφτά. Πώς θα πάρεις τα γελάδια; Τότε μέσο όρο τα γελάδια αυτά έκαναν από 200 μέχρι 250.000 το ένα. Ήθελες 10.000 για πλάκα. Ένα δεκαχίλιαρο το ήθελες στο νερό. [Δ.Α.] τίποτα μοσχάρια αυτά, τίποτα αυτά, όσο... Τίποτα ζωοτροφές που ήθελες και κανένα μαντράκι εκεί, για να τα φυλάξεις, έπρεπε να έχεις 15-20 εκατομμύρια. Εκατομμύρια τότε, γιατί έκανα 200.000. Ήθελες καμιά δεκαπενταριά εκατομμύρια.  Εγώ είχα το μαγαζί με τα αυτόματα πλυντήρια, το είχε η γυναίκα μου. Εκεί λέω: «Θα πουλήσω το μαγαζί». Το πουλάμε, το σκοτώνουμε, κάνα εξάρι, 7 εκατομμύρια. Και αρχίσαμε να... Άρχισα να ψάχνω, αυτό, από εδώ, από εκεί, γύρισα όλα τα... Όπου πήγαινα και με το βιολί, όπου πήγαινα. Και στη Μυτιλήνη είχα πάει, έψαχνα να βρω γελάδια. Δηλαδή είχα γυρίσει όλα τα μαντριά της Ελλάδος, όλα. Πήγαινα στις Νομαρχίες, πήγαινα στη Νομαρχία Λάρισας παραδείγματος χάριν, μέσα στην υπηρεσία, στο Υπουργείο Γεωργίας στην Νομαρχία, και έλεγα: «Γεια σας», λέω «άμα θέλετε, να μου δώσετε τηλέφωνα από αγελοτρόφους που έχουν ελευθέρας βοσκής. Θέλω να αγοράσω ζώα». Μου δίναν αυτοί, οι υπηρεσίες. Μου δίναν τηλέφωνα. Αυτός, αυτός, αυτός, το τάδε χωριό, ότι αυτό... Άρχιζα, έπαιρνα τηλέφωνα, όλη την Ελλάδα είχα γυρίσει, έναν παλιό [Δ.Α.], ένα Nissan πετρελαίου, είχα γυρίσει όλη την Ελλάδα, έφερνα γύρα παντού. Τι Βέροια, τι Ξάνθη, τι Αγρίνιο, όλα τα...  Τελικά όλως τυχαίως… Είχα έναν φίλο εγώ παλιά, καλό παιδί, είχε μπλέξει αυτός, είχε κάνει και φυλακές και αυτά. Ήταν καλός άνθρωπος όμως. Τον είχαν παρατήσει οι γονείς του από τη Γερμανία. Είχαν πάει Γερμανία οι γονείς του, τον παράτησαν εδώ, με τη γιαγιά του, ξέρω γω, είχε μπλέξει ο καημένος. Ο πατέρας του χώρισε με την μάνα του. Και πώς κάναν τα μικρά τα παιδιά, είχαν μπλέξει αυτός με φασαρίες με αυτά. Και πάει φυλακή. Είχε μπλέξει με φυλακές, τέτοια. Ήταν αρκετά χρόνια, καμιά δεκαριά χρόνια πάλευε έτσι, μια έβγαινε, μια έμπαινε. Αλλά ήταν καλό παιδί όμως. Πώς να σου πω; Και γνωριστήκαμαν, κάναμε παρέα με τον [...] και με συμπαθούσε ο [...]. Και ο [...] έμπλεξε με μια κοπελιά Αλβανίδα, Βλάχα, πολύ καλή κοπέλα. Τώρα πώς την γνώρισε; Προξενιά, μόνος του; Δεν ξέρω πώς έγινε. Και αυτή έχει αδέλφια που ήταν μαστόρια, κάναν σκεπές. Και τον πήραν τον [...], εκεί που ήταν φυλακόβιος ο [...], έγινε ο καλύτερος. Έκανε δυο κορίτσια, πέρασε στο πανεπιστήμιο, είναι τρομερός ο [...]. Τέλος πάντων, με παίρνει... Ήρθε ο [...] μετά από χρόνια να με βρει εμένα. Και ήρθε στο μαγαζί, ρώτησε: «Πού να βρω τον Κωσταγιώργο;». Δεν είχαμε κινητά τότε. Και βρήκε το μαγαζί που είχε η Βιβή, με τα πλυντήρια. Ερχεται εκεί, τον είδε η Βιβή έτσι με κάτι τατουάζ, περίεργος, σου λέει: «Τι είναι αυτός;». Λέει: «Είμαι φίλος του Κώστα», ξέρω γω, λέει: «Θα ‘ρθει ο Κώστας». Έρχεται, του λέω: «Γεια σου [...]. Τι κάνεις; Ωραία». Μου λέει: «Θα πάμε να πιούμε ένα ποτό, έναν καφέ, να πούμε καμιά κουβέντα, αλλά θα φύγω, γιατί φεύγει το λεωφορείο». Στο Δελβινάκι έμενε αυτός με την γιαγιά του, ήθελε να πάει. Δεν είχε αμάξι. «Ω μωρέ, τι λεωφορείο», του λέω εγώ, «Κατσε να κάνουμε χαβά, πάμε σπίτι να φάμε». Πήραμαν ψάρια, αγόρασα ψάρια εγώ, δεν θυμάμαι τι. Πήγα, ψήσαμαν στο σπίτι και ήπιαμαν και κρασιά. «Θα σε πάω εγώ», του λέω, «στη γιαγιά». Και πάμε, πάει απόγευμα και πήγαμε για το Δελβινάκι, πηγαίναμε. Στον δρόμο του λέω: «Σταμάτα εδώ, σταμάτα εκεί, να δω κάτι γελάδια», «Ω», μου λέει «ξανάρχεσαι», μου λέει ο Βάγγος, «Πάμε απάνω, πάμε στη γιαγιά τώρα, να πάμε σπίτι». Πάμε στη γιαγιά, θυμάμαι μας έβαλε... Είχε και φασολάδα η γιαγιά, θυμάμαι σαν τώρα. Και ωραία φασολάδα. Και ήπιαμε και ένα μπουκάλι ρετσίνα. Και λέει: «Το παιδί», λέει η γιαγιά, «από πού είναι;». «Α», λέει, «είναι από τα Τζουμέρκα πέρα, και ψάχνει να...». Α, λέω εγώ: «Θα φύγω, δεν θα καθίσω. Θέλω να ‘ναι μέρα, μην δω και κάνα... Τίποτα ζώα. Αφού ήρθα που ‘ρθα, να μην κάτσω ως το βράδυ, ρε παιδί μου». Ήταν απογευματάκι, 18:00-19:00 η ώρα. «Να φύγω να δω, μπας και βρω και τίποτα ζώα», λέω. «Τι ζώα;». Λέει: «Α, ψάχνει να βρει γελάδια, θέλει να αγοράσει γελάδια». «Γελάδια θέλει να αγοράσει;», η γιαγιά, «Τι λες μωρέ; Και πουλάει η αδελφή μου η [...] στον Βόλο τα γελάδια», λέει. «Πόσα γελάδια θέλεις;», μου λέει εμένα. Της λέω: «Καμιά τριανταπενταριά». «35 γελάδια έχει, 34-35 γελάδια έχει», μου λέει. Ό,τι πρέπει. Παίρνουμε τηλέφωνο την [...]: «Γεια σου. Έχω έναν παιδί εδώ, φίλο του [...]». «Να ‘ρθει το παιδί εδώ», του λέει. Βολίδα πάω στο Σκλήθρα, ένα χωριό στον Αγιόκαμπο πίσω από την Αγιά Λαρίσης.  Και αυτά τα γελάδια τότε ήταν σπάνια φυλή Κατερίνης. Ήταν από τα σπάνια κοπάδια. Αυτή η φυλή τώρα δεν έχει πολλά ζώα, δεν θα έχει ούτε 500 σε όλη την Ελλάδα. Ένας στα Μετέωρα είχε πάρει αυτός, φάρμα. Πώς τον λένε; Ο Δήμος; Πώς λέγεται; Τότε ήταν δυο κοπάδια, ένας Καραγιάννης και αυτός ο Πράπας, ο μπαρμπα-Γιώργος ο Πράπας, που είχαν αυτά τα γελάδια, και ένας Καραγιάννης είχε άλλα, καμιά τριανταριά. Αυτός ο παππούς με τα γελάδια, αυτοί με συμπάθησαν εμένα πάρα πολύ. Μου λέει: «Κάτσε εδώ, να σου δώσουμε και σπίτι τζάμπα στο χωριό χωρίς ενοίκιο. Να σας δώσουμε και μαγαζιά να ανοίξεις κρεοπωλείο». Το χωριό αυτό είχε ερημώσει. «Να ανοίξεις κρεοπωλείο εδώ», λέει, «θα τα κρατήσεις εδώ». Εκεί, σε αυτό το χωριό, στον Αγιόκαμπο παρακάτω ήταν τα βασιλικά κτήματα. Ήταν έν[01:10:00]α κτήμα του Βασιλιά, το οποίο είχε περίφραξη. Περίφραξη τεράστια, δυο μέτρα, δυνατή περίφραξη με τσίπες και τα λοιπά. Άντε να ‘ταν σε κάποιο σημείο, να ήταν παραβιασμένη, χαλασμένη. Την έφτιαχνες, πάνε εσύ και έβαζες ένα κομμάτι πλέγμα. Και μιλάμε για τεράστια έκταση, ειδικά για τον χειμώνα, πολυτελείας. Παραθαλάσσιο μέρος, δεν σου έλεγε κανένας τίποτα, αμόλαγες τα γελάδια μέσα και τα ‘χες περιφραγμένα στην εντέλεια. Το κεφάλι σου ήσυχο. Μου λέει: «Θα τα βάζεις μέσα εδώ στα βασιλικά κτήματα, δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα. Κάτσε εδώ, κάτσε εκεί». Και η Βιβή ήθελε, της άρεσε κιόλας εκεί: «Δεν καθόμαστε εδώ στο Πήλιο;». Ήταν κοντά στο Πήλιο αυτό. «Δεν καθόμαστε εδώ;». «Α», λέω, «εγώ θα πάω στα Τζουμέρκα». Μου άρεγε εμένα να πάω στο χωριό, λόξα να πάω στο χωριό. «Θα περάσουμε ωραία στα Τζουμέρκα». Τι Τζουμέρκα; Μόλις πήγα πέρα, με τεντώσαν στις μηνύσεις, μετά πάει το δικαστήριο σύννεφο, δεν μπόραγε να με δει κανένας. Άλλοι είχαν και λίγο δίκιο, άλλοι από ζήλια, άλλοι από έτσι. Στο χωριό καταλαβαίνεις τώρα πώς ξεκινάει η φασαρία. Δεν θέλει πολύ.

Α.Σ.:

Τα πήρες όμως αυτά και τα πήγες δηλαδή στα Τζουμέρκα;

Κ.Κ.:

Τα πήγα στα Τζουμέρκα.

Α.Σ.:

Και έτσι ήταν τα πρώτα σου γελάδια;

Κ.Κ.:

Ναι. Απλώς δεν μπόρεσα να τα εντάξω στο πρόγραμμα αυτό της σπάνιας φυλής. Τότε μου λέγαν βλακείες αυτού. Τίποτα, εδώ στην Ελλάδα είναι λίγο φασαρία. Οι υπηρεσίες έχουνε και αυτό το χάλι. Είναι ανεύθυνοι, βαριούνται να δουλέψουν και σε αποφεύγουν. Εγώ δεν ήμουν ξύπνιος, δεν είχα πείρα, να τους ζητήσω ό,τι ζήταγα, να τους το ζητήσω εγγράφως. Ό,τι μου λέγαν, έλεγα εγώ: «Ισχύει». Έλεγα εγώ: «Θέλω να κάνω αίτηση να τα εντάξω στην σπάνια φυλή». «Α», μου λένε αυτοί, «δεν γίνεται. Αυτή η φυλή Κατερίνης μόνο στον Νομό Πιερίας, Μαγνησίας και Ημαθίας», μου είπαν αυτοί τάχα μου. Δεν υπήρχε καμιά απόφαση τέτοια. Γιατί μετά αποδείχτηκε ότι ο άλλος τα έβαλε στα Τρίκαλα. Ό,τι θέλει, όπου θέλει, δηλαδή δεν... Άμα λαδώσεις, άμα μιζάρεις, θα ‘θελε μίζα κάνα σκούπρο από εδώ, από αυτούς του δικούς μας εδώ, και... Αλλά εγώ δεν ήξερα να το χειριστώ το θέμα. Άμα μου είπε έτσι αυτός, απογοητεύτηκα εγώ.  Μετά με πήραν μυρωδιά. Είχαν έρθει αυτοί, τα ‘δαν τα ζώα. Με φέρναν γύρα αυτοί, αλλά χωρίς να μου δίνουν την επιδότηση να τα διατηρώ. Λέω, τα πήρα κρανίο εγώ, γιατί έβλεπα ότι οι άλλοι παίρνουν τις επιδοτήσεις και εγώ δεν έπαιρνα, για αυτή τη φυλή. Με πήραν μετά από χρόνια τηλέφωνο και μου λέει: «Κύριε Κωσταγιώργο, έχετε ζώα αυτής της σπάνιας φυλής, και... Γιατί έχουμε πρόβλημα αιμομιξίας και θα θέλαμε να ‘ρθουμε να διαλέξουμε κάποια ζώα γνήσια από εκεί, αγελάδες, μοσχάρια, ταύρους –τι έχεις;– για να τα χρησιμοποιήσουμε να μην έχουμε αιμομιξία. Γιατί είναι μικρός ο αριθμός που έχουμε». Και τα πήρα κρανίο εγώ, τους λέω: «Α, μου δώσαταν ιδέα. Τώρα μείναν καμιά δεκαριά, θα πάρω το τουφέκι και θα τα καθαρίσω, να μην υπάρχει κανένα. Γιατί τότε που σας παρακάλαγα εγώ, τώρα θα είχα 200 από αυτά». «Μα δεν είπαμαν έτσι», τίποτα δεν... Τα πήρα κρανίο μετά εγώ και βάλαμε... Έβαλα ταύρους μέσα άλλους και τα διασταύρωσα, γιατί αυτά δεν είχαν απόδοση σε κρέας. Μικρά τα μοσχάρια και γινόταν πολύ μικρούλικα.

Α.Σ.:

Οπότε έμαθες μόνος σου σιγά-σιγά να χειρίζεσαι αυτή την κατάσταση;

Κ.Κ.:

Και μετά για πλάκα έμενα εκεί. Δηλαδή ξεκίνησα τάχα για να φτιάξω 35 αγελάδες, για να κάνω τον ξενώνα. Αλλά δεν έγινε έτσι, γιατί η Πλατανούσα… Έγινε μια κατολίσθηση τότε στο χωριό και ο πρόεδρος πίεζε τότε –ήταν ο Σημίτης πρωθυπουργός– έφτασε μέχρι και στον πρωθυπουργό αυτός, έστειλε έγγραφα αυτός με εισαγγελείς και... Πίεζε ο πρόεδρος τότε, ήταν μια ομάδα ο πρόεδρος με κάτι άλλους εκεί στον χωριό. Πιστεύαν ότι θα πιέσουν την κυβέρνηση και θα μας δώσει οικόπεδα κοντά στα Γιάννενα να φύγουμε, όπως κάναν άλλα χωριά. Πολλά χωριά που είχαν προβλήματα, έτσι, με σεισμούς και με κατολισθήσεις φύγαν και πήραν οικόπεδα στα Γιάννενα, σεισμόπληκτα και τέτοια. Πιστεύαν αυτοί ότι έτσι. Και μπήκαν σε μια διαδικασία. Μετά το κράτος, αφού έκανε... Πιέσαν το κράτος, το κράτος έστειλε το ΙΓΜΕ, έκανε γεωτρήσεις, το χωριό το ‘βγαλε σε καραντίνα αμφιβόλλου καταλληλότητος, τελείως ακατάλληλο κάποιες περιοχές. Και κάποιες περιοχές, οικοδομήσιμες με προϋποθέσεις, αλλά δεν έκανε οριοθέτηση ποτέ. Απλώς μας έβαλε σε καραντίνα, δηλαδή απαγορευόταν να κάνεις ξενώνα, απαγορεύεται να κάνεις οτιδήποτε επιδοτούμενο κτίριο. Δηλαδή το ‘χασες το παιχνίδι, δεν μπορούσες να κάνεις ούτε ένα εργοστάσιο που εμφιαλώνει νερό, δεν μπορούσες να το κάνεις στο χωριό. Ένα κτίριο, καλό κτίριο, ένα νόμιμο κτίριο με άδεια δεν μπορούσες να το κάνεις. Δηλαδή το χωριό έχασε πολλά από αυτό.  Και μετά, αφού δεν μπορούσα εγώ να κάνω ξενώνα εκεί, έμεινα με τα ζώα, τα 35 ζώα παραδείγματος χάριν. Μετά χρειάστηκα να φτιάξω έναν στάβλο για να τα βάλω μέσα. Φτιάχνω τον στάβλο. Μετά χρειάστηκε μια αποθήκη. Μετά γεννήσανε, ήθελα και ένα μαντράκι άλλο για τα μοσχάρια. Μετά έφτιαξα και άλλο ένα από κάτω, μεγάλωσε το κοπάδι, άιντε κράτησα μοσχίδες, μετά έγιναν 60, μετά 50, μετά τα ‘φτασα 80, 100, μετά ήθελα να βάλω και την Βιβή στο πρόγραμμα, γιατί δεν ήμασταν παντρεμένοι. Οπότε ήθελα να έχει και αυτή ασφάλεια. Της γράφω άλλα 80 της Βιβής, κράτησα μοσχίδες μετά, έγιναν 160. Μετά μπήκαν και τα παιδιά στο πρόγραμμα αυτό, έφτασαν 300 τόσα. Και έμπλεξα με τα ζώα μετά, υποχρεωτικά. 

Α.Σ.:

Σου άρεζε;

Κ.Κ.:

Ναι πολύ. Μου άρεγε αυτή πολύ, η δουλειά αυτή. Βέβαια δεν μου άρεγε το γεγονός που έσφαζα τα μοσχάρια. Δηλαδή ένιωθα μια στεναχώρια και πολλές φορές έβλεπα και εφιάλτες. 

Α.Σ.:

Δηλαδή;

Κ.Κ.:

Έχω δει αγελάδες με ανθρώπινο σώμα, ρε παιδάκι μου, να έχει κεφάλι αγελάδας και να είναι ανθρώπου. Και να με κοιτάνε, να με περικυκλώνουν, να με τρομοκρατούν, να με κυνηγάνε. Πώς να σου πω; Έχω δει εφιάλτες, ρε παιδί μου. Γιατί δεν είναι και ευχάριστο να το κάνεις αυτό το πράγμα. Βέβαια ντάξει, τώρα τα πάμε σε σφαγεία τα περισσότερα, τα πάμε σε σφαγεία.

Α.Σ.:

Πώς διαλέγεις ένα ζώο για το ποιο θα-

Κ.Κ.:

Ε;

Α.Σ.:

Πώς διαλέγεις ποιο ζώο θα σφάξεις;

Κ.Κ.:

Κοίταξε να δεις, συνήθως σφάζουμε τα αρσενικά. Αρσενικά συνήθως τα σφάζουμε όλα τα αρσενικά. Για σφαγή είναι τα αρσενικά. Τα θηλυκά είναι για αναπαραγωγή. Εκτός αν είναι κάποιο θηλυκό το οποίο δεν είναι καλό. Είναι ντελικάτο, δηλαδή δεν έχει τις αναλογίες. Δεν είναι όμορφο, ρε παιδί μου, δεν έχει τις πλάτες, δεν έχει τον κώλο –που λέμε– δηλαδή εμείς επειδής είναι κρεατοπαραγωγικά τα ζώα, πρέπει να έχουν ωραίο σώμα. Να έχουν απόδοση. Να έχουν μεγάλα κωλομέρια –που λέμε– να έχουν κρέατα, να έχουν στήθια, να έχουν πλάτη, να έχουν... Να ‘ναι καλά τα ζώα, ρε παιδί μου, δηλαδή όσο πιο κρεατωμένο ζώο και έχει φόρμα – που λέμε. Άμα είναι κανένα που μοιάζει… Συνήθως μοιάζουν στους ταύρους. Εσύ μπορεί να έχεις έναν καλό ταύρο μέσα, έτσι, σε σώμα καλό, αλλά μπορεί να έρθουν και τίποτα άλλοι περαστικοί ταύροι από άλλα κοπάδια και να πάρουν τις αγελάδες, οπότε βγαίνουν κάποια μοσχάρια που δεν είναι της προκοπής. Τα σφάνε.

Α.Σ.:

Έτσι ελεύθερα που τα έχεις, ο κίνδυνος ποιος είναι;

Κ.Κ.:

Ο λύκος, ο λύκος. Έχουμε τεράστιο πρόβλημα με τον λύκο. Τεράστια προβλήματα με τον λύκο. 

Α.Σ.:

Έχεις δει εσύ;

Κ.Κ.:

Πολλές φορές.

Α.Σ.:

Δεν τρόμαξες ποτέ;

Κ.Κ.:

Εντάξει, ο λύκος δεν σε πειράζει. Είναι δύσκολο να σε φάει ο λύκος. Τον άνθρωπο τον φοβάται ο λύκος. Βέβαια, άμα πέσεις μόνος σου μέσα και έχει χιόνια και είναι πεινασμένοι και είσαι στη ράχη απάνω θα σε φάνε. Τι θα σε κάνουνε; Άμα πέσεις σε ομάδα, να ‘ναι 10 λύκοι, θα σ’ την πέσουν. Αλλά εντάξει, τώρα μέσα εκεί που πάω εγώ, ντάξει, φυλαγόμαστε κιόλας, έχουμε μαζί μας μαχαίρια. Εγώ όπλο δεν έχω, δεν ασχολούμαι, κάτι θα... Ναι, πρόβλημα ο λύκος, είναι μεγάλο πρόβλημα. Γιατί παλιά, παλιά ερχόταν το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι ερχότανε οι κτηνοτρόφοι στα βουνά. Ήταν πολλοί κτηνοτρόφοι που είχαν πρόβατα. Και αυτοί πιάναν όλο το βουνό, ρε παιδί μου, δηλαδή 500 τετραγωνικά, 1.000 τα ‘πιανε το ένα το κοπάδι, το άλλο, τ' άλλο. Δηλαδή όλο το βουνό, δηλαδή από το Ξεροβούνι τώρα –κατάλαβες– από τον Αμμότοπο κάτω μέχρι εδώ στα Πεστά, εδώ, όλο αυτό, ο ορεινός όγκος, παλιά, την δεκαετία του ‘90, αν είναι 10 χωριά έχει εκεί, από κάθε χωριό ήταν 10 κτηνοτρόφοι, ήταν 100 κτηνοτρόφοι. 100 κτηνοτρόφοι –να καταλάβεις τώρα– από 5-6 σκυλιά ο καθένας. Ήταν 600 βλαχόσκυλα ποιμενικά, 600 σκυλιά και κάτι ζαγάρια αυτού ανακατεμένα, άλλος που είχε [Δ.Α.] λαγό και άλλος τέτοια, μιλάμε για 1.000 σκυλιά. Άμα πέρναγε λύκος αυτού, τον εντοπίζαν, δεν μπορούσε να... Ένας περαστικός λύκος μπορεί να πέρναγε, να ‘τρωγε μια προβατίνα, αλλά να καθίσει ένας λύκος, μια λύκισσα τώρα, να καθίσει να γεννήσει, να κάνει κουταβάκια λυκόπουλα, δεν μπορούσε να το κάνει. Γιατί ήταν όλο το βουνό, ψαχνόταν από σκυλιά, ιχνηλάτες και τέτοια. Έπαιρναν το ρους, θα την βρίσκαν τη λύκα –πώς να σου πω;– την λύκαινα. Δεν μπορούσε να το κάνει. Ενώ τώρα είναι ήρεμα όλα, τα πάντα, τα βουνά. Δεν υπάρχει κανένας απάνω. Μόνο εμείς. Ελάχιστα κοπάδια πρόβατα είναι, ελάχιστα. Και εμείς με τα γελάδια, αλλά δεν έχουμε τόσα σκυλιά και τέτοια, να τα ελέγξουμε, οπότε βρίσκουν κρησφύγετα οι λύκοι. Γιατί γέμισε με δέντρα τώρα τα βουνα. Παλιά ήταν γίδια πολλά. Τα γίδια το γυμνώναν το βουνό, [01:20:00]τρώγαν τα πουρνάρια αυτά όλα τα δέντρα, και τα ‘χαν μικρά. Δεν τα αφήναν να μεγαλώσουν, να γίνουν δάσος. Και ο κόσμος μετά, ήταν λιγοστά τα δέντρα, δεν ήταν μεγάλα. Αυτά τα μικρά που ήταν, έκοβε ένα ολόκληρο δέντρο ο άλλος και το έσκαγε στην πλάτη. Αφού ήταν μικρούλικο. Όσο είναι το χέρι το δικό μου ένα δεντράκι, όσο είναι ένα μπουκάλι στο πάχος. Δηλαδή 10 κιλά. Ενώ μετά τα δέντρα γίναν τεράστια. Έγιναν δάση τώρα αυτά, δεν... Κρύβονται μέσα τα ζώα, δεν τα βρίσκεις πουθενά. Άγρια ζώα. Είναι πρόβλημα. 

Α.Σ.:

Και εσύ για πάρα πολλά χρόνια δηλαδή έκανες παράλληλα και τα δύο; Και το βιολί και το βουνό;

Κ.Κ.:

Ναι, ναι. Κουραστικό βέβαια, δεν πειράζει. Το πάλεψα. Ήταν και λίγο ανάποδο πράγμα αυτό. Δηλαδή το βιολί έπρεπε το χέρι να γυρίζει έτσι, έπρεπε η πλάτη εδώ να γυρίζει, να είσαι καλλιτέχνης, να μην είσαι ο χοντροκομμένος. Εγώ όμως ντάνιαζα χορτάρια –που λέμε– τις μπάλες. Αυτές οι μπάλες είναι βαριές. Είναι από 25 κιλά μέχρι 40. Η πιο ελαφριά να είναι 22 κιλά, 21-22 κιλά. Αλλά υπάρχουν μπάλες που περνάνε και τα 40 κιλά, 43 κιλά μπορεί να 'ναι άμα είναι τριφύλλι και πιεσμένο. Ειδικά κάτι πρέσες από τις Σέρρες πάνω, είναι πάνω από 40 κιλά οι μπάλες. Και να τις πιάνεις με τα σύρματα τώρα, που ντάξει μπορεί να βάλεις και γάντια αλλά να ντανιάζεις χιλιάδες δέματα. Εγώ έβαζα 12-13 χιλιάδες δέματα μέσα. Περνάγαν όλα από τα χέρια μου. Γινόμουνα γκοντζίλας. Τι βιολί να παίξω; Με πόναγαν τα χέρια μετά. 

Α.Σ.:

Αυτό. Σε πόναγαν τα χέρια, ε;

Κ.Κ.:

Ναι. Ναι, αλλά δούλευα όμως. Ντάξει, είχα τα παιδιά εδώ να ‘χω κάτι, γιατί με το βιολί τι να… Συνήθως οι περισσότεροι μουσικοί τα παιδιά τα μαθαίναν όργανα. Και τα προωθούν για τα... Εγώ τώρα τι όργανα; Σου λέω, το παιδί άμα δεν θέλει να μάθει, εγώ θα του μάθω όργανο; Αν και η Μίκα, η κόρη μου, είχε ταλέντο πολύ. Ο Χρήστος δεν του πολυίδρωνε το αυτί, ο Χρήστος θα μάθαινε, γιατί είναι ξύπνιος και είναι καλός στα μαθηματικά, δηλαδή αυτοί που ασχολούνται με μαθηματικά τα πάνε καλά με τα όργανα. Αλλά... Ε, δεν τα προώθησα τα παιδιά προς τα εκεί. Γιατί όταν ήταν μικρά αυτά, η Μίκα πήγαινε στο ωδείο, έκανε κλαρίνο η Μίκα, και ήταν καλή. Αλλά τότε που ξεκίναγαν αυτά, όταν η Μίκα ήταν –πόσο ήταν;– 7 χρονών, 8, 7 χρονών, όταν την είχα πάει κάνα-δυο χρόνια στο ωδείο, ξεκίνησε 5 χρονών –πόσο ήταν;– μικρούλα. Μετά πήγαμε στο χωριό. Στο χωριό μετά μπλέξαμε με τα ζώα, αυτά, ποιος θα τα φέρει στα Γιάννενα, όλη την ημέρα πήγαινε-έλα. Ο δρόμος ήταν και ανάποδος, δεν ήταν κοντά τα Γιάννενα. Τα Τζουμέρκα πέρα, ειδικά τον χειμώνα, εκστρατεία ολόκληρη να 'ρθεις από τα Τζουμέρκα στα Γιάννενα. 

Α.Σ.:

Και με τον Καψάλη για πόσα χρόνια έπαιξες και σταμάτησες;

Κ.Κ.:

Πρέπει να ήμουν 24-25 χρόνια. Σταματήσαμαν γιατί γέρασε ο Καψάλης. Δεν θα το χαλάγαμε ποτέ με τον Καψάλη, θα ήμασταν μόνοι μας συγκρότημα. Ήταν και ωραίος ο μπάρμπας, και καλός μουσικός φοβερός. Και ήταν και ωραίος, είχε και χιούμορ. Ο μπάρμπας είχε πλάκα, έλεγε κάτι ατάκες, ήταν... Αυτοί οι παλιοί όλοι έχουν ατάκες, έχουν περάσει τόσα πολλά που σε κάθε περίπτωση θα πουν κάτι, δεν το... Πώς να σου πω; Μια φορά παίζαμε σε μια εκδήλωση μεγάλη εδώ στη Μπαλντούμα πριν. Είχαν οι κυνηγοί μια μεγάλη εκδήλωση, μιλάμε για πολύ κόσμο τώρα. 3.000 άτομα ήταν; Επίσημοι, διαβόλοι, αυτό, πατάρι μεγάλο. Υποτίθεται εμείς ήμασταν φίρμες τότε. Ο Καψάλης είχε το καλύτερο συγκρότημα.  Εκεί που ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε, σκάει ένας τύπος περίεργος αλλόκοτος, με μια τσόπερ μηχανή από κάτω, με κάτι φουλάρια, κάτις σκουλαρίκια εδώ στις μύτες, στα μάτια, αλλόκοτος τύπος, με κάτι μπότες. Παρκάρει το τσόπερ από κάτω από το πατάρι, ανεβαίνει απάνω, με βουτάει εμένα, με παίρνει αγκαλιά, και με σηκώνει απάνω και κάτι λέει στα εγγλέζικα: «Ουα ου», κάτι είπε. Αυτός ήταν ένα τύπος, ήταν ροκάς, εμένα, και έτσι αλλόκοτος, και είχα χρόνια να τον δω, ούτε και ξέρω τι δουλειά κάνει τώρα το παιδί αυτό. Αλλά όπως τον θυμάμαι έτσι που ήταν 16 χρονών, όταν κάναμαν παρέα, ήμασταν φιλαράκια, έτσι ήταν αυτός. Δεν άλλαξε. Μαλλιά μακριά ως εδώ κάτω, πολύ μακρύ μαλλί και έτσι. Rock τελείως, ρε παιδί μου.  Οπότε ο Καψάλης σάστισε μόλις τον είδε αυτόν, σου λέει: «Τι έγινε εδώ πάνω τώρα;». Ο επίσημος μητροπολίτης, κόσμος αυτού, υπουργοί, βουλευτές, κόσμος. «Τι είναι τούτο εδώ;», μου λέει εμένα, «Τι είναι αυτός;», μου λέει ο Καψάλης. Εγώ για να τον ψαρώσω τον Καψάλη, να τον καθησυχάσω, του λέω: «Μπάρμπα, μην μιλάς. Αυτός είναι διοικητής στα κεντρικά της δίωξης των ναρκωτικών στην Αθήνα». Και ο μπάρμπας τι μου απαντάει; «Ποια δίωξη; Στη μάζωξη είναι αυτός», μου είπε. «Στη δίωξη είναι αυτός; Αυτός είναι στη μάζωξη», ο μπάρμπας. Βάλαμαν τα γέλια. Ε τον μπάρμπα... 

Α.Σ.:

Οπότε όταν γέρασε αυτός και σταμάτησες να παίζεις μαζί του, έπαιζες μόνος σου μετά με άλλους, ε;

Κ.Κ.:

Ναι, μετά ήμουν γνωστός παντού, με έπαιρναν όλα τα συγκροτήματα μετά, έπαιζα με όλους. Με όλους τους μουσικούς, Πετρολούκα, αυτού, όλους, έχω παίξει με όλους. Δηλαδή είναι μετρημένοι στα δάχτυλα αυτοί που δεν έπαιξα, σε όλη την Ελλάδα δηλαδή. Και με καλούς μουσικούς, με μεγάλους έπαιξα. Τα μεγαλύτερα κλαρίνα της Ελλάδος στα δημοτικά. 

Α.Σ.:

Σε ποιο χωριό σου άρεσε περισσότερο να παίζεις;

Κ.Κ.:

Κοίταξε να δεις, εμένα τα Τζουμέρκα μου αρέσουν πολύ εμένα, η δουλειά αυτή που έχουν τα Τζουμέρκα. Ορεινή Άρτα πάνω, αυτά και τα... Όλα. Και τα Ζαγόρια έχουν καλή δουλειά. Δηλαδή βαριόμουνα τα Πωγωνίσια τα Ηπειρώτικα, εδώ τα Πωγωνίσια τα βαριόμουν. Ενώ μου αρέσουν σαν ακούσματα πολύ, είναι ωραία τραγούδια. Αλλά επειδής έχει καθιερωθεί να τα σολάρουν τα κλαρίνα και το βιολί δεν του επιτρέπουν οι κλαρινιτζήδες να σολάρει, και ο κόσμος δεν το έχει το βιολί στο μυαλό του, δηλαδή ο άλλος άμα πετάξει 20 ευρώ ή 50, και ζητήσει ένα πωγωνίσιο, δεν θέλει να το ακούσει από το βιολί. Του φαίνεται ότι είναι ψόφιο, λες και το παίζει με το μπουζούκι, σου λέει: «Τι με κοροϊδεύει τώρα; Τι θα μου παίξει;» Έχουν μάθει έτσι να χορταίνουν πως... Αυτά τα χωριά χορταίνουν με κλαρίνο. Πώς να σου πω; Έχουν τον ήχο αυτό: «Τα ρα ρα... [μελωδία]». Όλο αυτό το: «Τα ρα ρα... [μελωδία]». Ήχους του κλαρίνου και το έχουν στο μυαλό τους, δηλαδή και να το κάνεις με το βιολί εσύ και πιο νόστιμα και πιο ωραία, το θεωρεί αδύνατο αυτός, του φαίνεται ότι είναι αδύνατο, δεν το χορταίνει δηλαδή. Πρέπει να 'ναι... Ενώ αντιθέτως οι Τζουμερκιώτες έχουν αδυναμία στο βιολί. Δηλαδή άμα καταλάβουν ότι μια φράση, ένα τραγούδι, το παίζει και ο βιολίστας όπως το κλαρίνο, θα το ζητήσει από το βιολί. Έχουν πιο… Πώς να σου πω; Τους φαίνεται πιο όμορφο το βιολί, το καταλαβαίνουν πιο πολύ αυτά τα χωριά εδώ. 

Α.Σ.:

Κατάλαβα.

Κ.Κ.:

Ναι δηλαδή... Και επειδής εγώ τα σολάρω τα κομμάτια αυτά, επειδής γουστάρει ο κόσμος, μπορώ και σολάρω και αλλιώς είναι να έχεις επαφή με τον άλλον άμα σολάρεις και βλέπεις σε γουστάρει και κάνει κέφι. Πώς να σου πω; Άλλο τώρα να είσαι συνοδευτικό όργανο. Να πάω εγώ σε έναν γάμο στα Πωγώνια και όλη νύχτα να συνοδεύω. Να είναι πρώτο όργανο το κλαρίνο και εγώ να συνοδεύω πίσω, καταπέφτω ψυχολογικά, ρε παιδάκι μου. Πέφτεις ψυχολογικά. Είναι σαν να παντρευτείς εσύ τώρα εσύ έναν άντρα, και αυτός να σε βάλει να μαγειρεύεις, και αυτός να έχει την γκόμενα δίπλα για... Θα τρελαθείς. Έτσι παθαίνω εγώ με τα κλαρίνα. Πώς να σου πω; Εγώ θέλω να σολάρω εγώ το κομμάτι, ρε παιδάκι μου, και αυτός με βάζει να κάνω σιγόντο. Να μην ακούγομαι. Και πολλές φορές το παίζω και καλύτερα από τον κλαρινίστα, γιατί δεν είναι όλοι... Μπορεί να τύχει να μην είναι και καλός ο μουσικός ο άλλος. Και στεναχωριέμαι, λέω: «Ρε γαμώτο, το παίζει αυτός ο ατζαμής τώρα, ο άχρηστος. Και δεν μπορώ να ανοίξω το βιολί να το παίξω».

Α.Σ.:

Έτσι είναι. 

Κ.Κ.:

Ναι και εντάξει, είναι... Κοίταξε να δεις. Εγώ, το ρεπερτόριό μου ρε παιδάκι μου, δεν είναι σε όλη την Ελλάδα, δηλαδή... Αν και έχω πολλά τραγούδια ρεπερτόριο, αλλά το ρεπερτόριο μου εμένα είναι κοντά στην Πίνδο. Δηλαδή να καταλάβεις είναι από τα Βλαχοχώρια εδώ του Μετσόβου, Ανήλιο, μπορώ να παίξω αυτά τα χωριά, Μαλακάσα, αυτού, μέχρι χωριά της Αργιθέας, μέχρι Ναύπακτο, κάτω Λιβαδειά, την Κεντρική Ελλάδα αυτή. Μπορώ να πάω μέχρι το Ρίο Αντίρριο –που λέει ο λόγος– μέχρι το Μεσολόγγι, Αγρίνιο, αυτό το [Δ.Α.] Άρτα, Πρέβεζα, Ηγουμενίτσα, την Ήπειρο όλη, την Στερεά Ελλάδα, Αιτωλοκαρνανία, αυτό. Και Θεσσαλία. Δηλαδή μετά άλλα κομμάτια μακεδόνικα πάνω από αυτό, απλώς παίζω κάποια αντιπροσωπευτικά, δεν είμαι εξειδικευμένος τώρα εγώ να παώ Φλώρινα ή Κοζάνη ή να πάω Θράκη. Αλλά εδώ σε αυτό το μέρος [01:30:00]είμαι εγώ. Είμαι εξειδικευμένος, δηλαδή θεωρούμαι... Ε, είμαι φίρμα, ρε παιδάκι μου. Πώς το λένε; Με αγαπάει ο κόσμος, με ξέρουν όλοι, χιλιάδες κόσμος.

Α.Σ.:

Παίζεις ακόμα;

Κ.Κ.:

Ναι.

Α.Σ.:

Να πω και αυτό, γιατί...

Κ.Κ.:

Ναι, ναι.

Α.Σ.:

Ότι παίζεις ακόμα. Σου αρέσει το ίδιο όπως σου άρεσε παλιά;

Κ.Κ.:

Ε;

Α.Σ.:

Σου αρέσει το ίδιο;

Κ.Κ.:

Μου αρέσει μωρέ, απλώς τώρα και εγώ μεγάλωσα λιγάκι και το σώμα μου δεν είναι τόσο άνετο να ξενυχτάω και να... Αλλά χάλασε η δουλειά τώρα. Λίγες οι δουλειές είναι μερακλήδικες έτσι, τώρα είναι στημένες οι δουλειές. Ορχήστρες... Το 'χουν πάει αλλού οι μουσικοί τώρα. Ανεβαίνεις πάνω στο πατάρι, δεν είναι το πατάρι που είχαμαν παλιά εμείς. Τίποτα, βλέπεις τώρα άλλα πράγματα. 

Α.Σ.:

Έτσι είναι.

Κ.Κ.:

Στημένο, ρε παιδί μου.

Α.Σ.:

Ε, ας ελπίσουμε να υπάρχει τουλάχιστον το κέφι, ρε παιδί μου, στον βαθμό που υπήρχε και κάποτε. 

Κ.Κ.:

Ναι. Το κέφι αυτό δεν θα υπάρχει. Να σου πω γιατί; Γιατί ήταν η χαρτούρα, ήταν η αμεσότητα. Πώς να σου εξηγήσω; Είναι σαν να καταργηθεί το κρέας και να κάνουμε μπιφτέκια από σόγια και υποκατάστατα. Δεν θα έχει την χάρη που έψηνε το αρνί ο άλλος. Φαντάσου τώρα εσύ, μετά 50 χρόνια να καταργηθεί το κρέας, να μην τρώνε κρέας, αλλά να υπάρχουν τα προϊόντα που έχουν πρωτεΐνες και τα λοιπά. Οπότε δεν θα είναι αυτή η ψησταριά που πήγαινε ο άλλος και έβαζε παιδάκια, κατάλαβες;

Α.Σ.:

Ενώ παίζατε... Ναι.

Κ.Κ.:

Δηλαδή τώρα, δεν μπορεί να γίνει αυτό. Τους βλέπεις και στα χωριά, τώρα τα παιδιά, τα νέα τα παιδιά, αφού μεγαλώσαν αλλιώς, ποιός θα ζητήσει τραγούδια; Κάποια τραγούδια παλιά πήγαν χαμένα. Τώρα εμείς ξέρουμε χιλιάδες τραγούδια και πήγαν χαμένα όλα αυτά τα τραγούδια. Αυτά σαν μουσειακό είδος, κάποιοι μουσικολόγοι, κάποιοι λαογράφοι, κάποιοι σπουδαστές που το κάνουν για μεταπτυχιακά ή για εργασίες, κάθονται και τα ψάχνουν αυτά. Δεν τον ενδιαφέρει τον... Ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για αυτό το πράγμα. Δηλαδή σαν επιστήμη, κατάλαβες;

Α.Σ.:

Ναι, ναι.

Κ.Κ.:

Ε, μόνο έτσι ενδιαφέρεται τώρα. Είχε έρθει στο χωριό μου μια γυναίκα πριν λίγα χρόνια –γνωστή μου αυτή εντάξει, χωριανή– δίνει δυο πενηντάρικα και λέει: «Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά, Κωσταγιώργο. Και θα με κοιτάς στα πόδια». Μερακλίδικα, ήταν μερακλού αυτή, χορευταρού. Και λέω εγώ στα όργανα: «Παιδιά, δώσ’ της τα λεφτά πίσω και δώσ’ της κι άλλα τόσα επιδότηση». «Γιατί;», μου λέει αυτός με την κιθάρα. «Γιατί αυτό το τραγούδι έχουμε να το παίξουμε 40 χρόνια, από τότε που ήμασταν μικρά, που ήμουν μικρό παιδί. Δεν το έχουμε ξαναπαίξει. Ζήτησε ένα τραγούδι που είναι σπάνιο. Μπράβο της». «Ωραία, άσε τις κουβέντες και παίξε», μου λέει αυτή. Κατάλαβες; Δηλαδή τραγούδια τέτοια, χαθήκανε τα παλιά τα τραγούδια τώρα. Ποιος θα ζητήσει «Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά», δεν το ζητάνε ούτε στα Σάλωνα, στην Αμφισσα –που λέμε– στο μέρος αυτό. Εκεί να πας, να καθίσεις στο πανηγύρι τρεις μέρες, μπορεί να μην το ακούσεις το τραγούδι αυτό.

Α.Σ.:

Ρε Κώστα, εσύ τα θυμάσαι όλα αυτά;

Κ.Κ.:

Ναι, ναι. Τα παλιά τα τραγούδια τα θυμάμαι όλα, και τα λόγια. 

Α.Σ.:

Τα θυμάσαι ε;

Κ.Κ.:

Τα παλιά, ναι. 

Α.Σ.:

Είναι πάρα πολλά.

Κ.Κ.:

Ναι, γιατί τα... Είναι από μικρός, αφού τα έχουμε από μικρός, μετά τα λόγια έρχονται μόνα τους, γιατί το νόημα που έχουν τα δημοτικά, φαίνεται από τον πρώτο στίχο. Πώς να σου εξηγήσω; Τα γούσταρα εγώ, μ' άρεγαν. Κοίταξε να δεις, εγώ ήμουν ένας τύπος που είχα μπλέξει, έτσι, με τη γενιά του rock, ρε παιδί μου. Επαιζα και drums. επειδής ήμουν αυτό, πηγαίναμε σε pub, σε μαγαζιά τότε, σε αυτά. Ακούγαμε πολύ τα rock συγκροτήματα. Αυτά τα γνωστά τότε, Floyd, Scorpions, διαβόλους αυτού, Doors, Heep, όλους αυτούς. Και όλα τα παιδιά, οι φίλοι μου, τα δημοτικά δεν καταλαβαίνανε, τα σνομπάρανε. Δηλαδή δεν τα γνωρίζαν τα παιδιά αυτά, δηλαδή νομίζανε... Τα 'χαν συνδυάσει τα δημοτικά, η γένια η δικιά μας τότε, τα συνδύαζε με το... Γιατί τα δημοτικά ήταν... Είχαν πολύ άνθηση επί Χούντας. Η Χούντα τότε, οι αστυνομικοί, οι στρατιωτικοί, όλοι αυτοί ήταν πολύ λάτρεις του δημοτικού. Αυτοί δηλαδή τότε, ανθρώποι της αστυνομίας και του στρατού, παίρναν τις οικογένειές τους, τις γυναίκες, τα παιδιά, και το 'χαν... Στα κέντρα που ήταν τότε, στα κέντρα τέτοιον κόσμο θα 'βρισκες, τους περισσότερους. Βέβαια πηγαίναν και οικοδόμοι και τέτοια, οι πάντες, αλλά αυτοί είχαν... Το 'χαν κατά κόρον. Πώς να σου πω; Το 70 τα εκατό της αστυνομίας παραδείγματος χάριν, θα 'ταν ακροατές, και καλοί ακροατές του δημοτικού. Αν έβλεπες παλιά, τη δεκαετία του ‘80, έναν αστυνομικό, ή μάλλον έβρισκες 10 αστυνομικούς, ήταν δύσκολο οι 8 να μην γουστάραν τα δημοτικά. Κατάλαβες; 

Α.Σ.:

Οπότε ήταν συνυφασμένο με-

Κ.Κ.:

Βέβαια, τ’ ακούγαν όλοι, ήταν και δασκάλοι, ήταν και φορτηγατζήδες, οι πάντες . Αλλά πιο πολύ οι αστυνομικοί, γιατί οι αστυνομικοί δεν τους επιτρεπόταν... Ειδικά τότε να πηγαίνουν στα μπουζούκια και αυτά, ήταν λίγο μπέρδεμα τότε, δεν... Υπηρεσιακά θα πήγαιναν, δεν ήταν εύκολο ένας αστυνομικός να 'ναι θαμώνας σε μπουζούκια και αυτά. Τότε, την δεκαετία του ‘70 και τα λοιπά, ήταν πιο αυστηρά τα πράγματα για αυτούς. Ενώ, εντάξει, μην κοιτάς αργότερα, αλλάξανε. Και τότε ήταν συνυφασμένο με την δεξιά, με τη Χούντα, με το έτσι, το δημοτικό, ρε παιδί μου. Πολλά τραγούδια είχαν αλλάξει και τον στίχο, δηλαδή πώς να σου πω; Ήταν «Η μαυριδερούλα», ένα ωραίο τραγούδι, «Τ’ ακούς μαυριδερούλα μου», που ήταν πάρα πολύ ωραίο τραγούδι, και το κάναν μετά, το κάναν δεξιό. Βγάλαν «Γρίβα μου σε θέλει ο Βασιλιάς», τάχα μου. Επρεπε να βάλουν λόγια σε ένα τραγούδι, πήραν την μουσική από την «Μαυριδερούλα», κατάλαβες; Και διάφορα τέτοια, είχαν γίνει κάποια τέτοια. Και ο κόσμος το 'βλεπε λίγο... Τα σνομπάριζαν δηλαδή, τύποι της ηλικίας μου. Το δημοτικό το σνομπάριζε, δεν μπόρεγε να φανταστεί ότι το δημοτικό έχει νοήματα μέσα, έχει και νόημα. Γιατί το δημοτικό ήταν μουσική του λαού. Δεν ήταν στημένη μουσική, να την γράψει κάποιος, κατάλαβες; Πέρναγε φιλτράρισμα από τον λαό, δεν πέρναγε... Ή τα λόγια…  Και επειδής ήταν από την ύπαιθρο και ήταν δύσκολα τα πράγματα σε όλους τους τομείς, και στον έρωτα, και στις σχέσεις, και στην πολιτική, και στα... Ο στίχος είχε ένα βάθος. Είχε αλληγορία μέσα, μίλαγε για άλλα πράγματα, για ζώα, για βουνά, για τέτοια, ενώ εννοούσε τον άνθρωπο. Πώς να σου πω; Δηλαδή ήθελε να πει για την γυναίκα, την γκόμενά του –με το συμπάθειο– αυτή που γούσταρε αυτός, και έλεγε «η πέρδικα» δηλαδή... «Πού 'σουν πέρδικα γράμμενη, και ήρθες το πρωί βρεγμένη». Δηλαδή τι θα σου έλεγε; «Πού ήσουν Μαρία;» ή «Πού ήσουν Αθηνά;». «Ποια Αθηνά;», θα του έλεγε ο άλλος. «Έχουμε κανένα πρόβλημα; Υπάρχει καμιά Αθηνά, μην σε πλακώσω; Ποια Αθηνά, την κόρη μου ή την ανιψιά μου;». Μπορεί να τον σκότωνε ο άλλος, ήταν δύσκολα τα πράγματα τότε. Κατάλαβες; Οπότε ήθελε αυτός κάτι πει. Ήθελε να...

Α.Σ.:

Εσένα γιατί σε κέρδισαν τα δημοτικά;

Κ.Κ.:

Γιατί τα 'ξερα από μικρός εγώ, τα άκουγα από μικρός. Τραγουδούσε η μάνα μου, οι πάντες εκεί στα χωριά. Και τα ακουγα τον στίχο εγώ, και ήταν πολλοί στίχοι, που μ' αρέσαν πάρα πολύ οι στίχοι. Πέρα από την μουσική, που με ενθουσίαζε πάρα πολύ η μουσική, και τελικά και όσο πάω τώρα και μεγαλώνω και καταλαβαίνω, καταλαβαίνω τι φοβερό είναι αυτό το πράγμα. Δηλαδή, δεν είναι τυχαίο που τα δημοτικά έχουν πολύ μεγάλα αξία μουσικά. Γιατί τις νότες τις πειράζουν πάρα πολύ, τις έχουν κοντροραλισμένες τις νότες. Πώς να σου εξηγήσω; Το δημοτικό είναι σαν να τρέχεις κατοστάρι μετ' εμποδίων και να κάνεις και τούμπες στον αέρα ταυτόχρονα. Κατάλαβες τι σου λέω; Είναι σαν να κάνεις... Εκεί που πας να πηδήξεις τον βατήρα ή το εμπόδιο, να εξαναγκαστείς να κάνεις μια τούμπα, μια αναστροφή από τον εαυτό σου. Ένα τέτοιο πράγμα είναι. Τις νότες τις πειράζουμε.  Συγκεκριμένα προχθές –να σου πω και μια φάση τώρα προχθές– είχε μια εκδήλωση στο Πνευματικό Κέντρο και έπαιζα, αφιερωμένο το Συρράκο, ένα χωριό, το Συρράκο... Το πανηγύρι του Συρράκου έχει μπει στην UNESCO. Σαν... Ναι. Μπήκε στην UNESCO σαν σπάνιο είδος, πώς λέμε: «Αυτό το φαράγγι είναι στην UNESCO» ή το τάδε σύγγραμμα. Αυτό μπήκε κάτι σαν σπάνιο, και το Συρράκο τώρα, κάναν... Βγήκε, έγραψε ένα βιβλίο κάποιος, και κάναν μια αφιέρωση για τους Γεροδημαίους, τους μουσικούς που ήταν στο Συρράκο εκεί. Είναι μια οικογένεια, οι Γεροδημαίοι. Και μου έκανε εντύπωση και συγκινήθηκα, έβαλα τα κλάματα, όταν μια κυρία Αυλέτου… Αυτή είναι συνομήλική μου περίπου. Αυτή είναι βιολίστρια, είναι κλασική, παίζει κλασικό βιολί και είναι καθηγήτρια στο ωδείο, χρόνια στο ωδ[01:40:00]είο. Αυτή είναι εγγονή του μπαρμπα-Νίκου του βιολίστα. Από τους Γεροδημαίους, ο Νίκος ο Γεροδήμος είναι 95 τώρα; 93; Πόσο είναι; Πάνω από 93 χρονών ο μπαρμπα-Νίκος. Ήταν βιολίστας δημοτικός αυτός, αναγνωρισμένος στα Τζουμέρκα.  Και μίλησε αυτή και συγκινήθηκα. Γιατί λέει, είπε το εξής, του είπε: «Παππού, σε αγαπάω πολύ και σε θαυμάζω και τα λοιπά. Όταν ήμουνα μικρή και δεν είχα πολλά χρόνια στο βιολί, όταν μάθαινα στο ωδείο, να είμαι ειλικρινής, σε θεωρούσα ότι είσαι άσχετος. Δηλαδή έλεγα από μέσα μου: “Τον παππού μου άμα του δώσω τρεις σειρές παρτιτούρα, εκεί θα τον είναι μια ζωή και ούτε θα μάθει ποτέ να το διαβάσει, να το αναγνώσει αυτό το πράγμα. Ούτε να κρατήσει το βιολί δεν ξέρει”. Τον έβλεπα που το κράταγε το βιολί… Γιατί ο παππούς έκανε και άλλες δουλειές, έκοβε ξύλα, κυνηγούσε, είχε και αγελάδια πάνω εκεί στα Τζουμέρκα, και τον έβλεπα έτσι που δεν είχε ούτε την στάση του βιολίστα. Το κράταγε λες και είναι μαγκούρα το βιολί. Και όταν ήμουνα μικρή, στις αρχές νόμιζα ότι δεν ξέρεις βιολί παππού. Νόμιζα ότι εγώ παίζω πολύ πιο καλά από εσένα, επειδής διαβάζω και θα παίξω Vivaldi, θα παίξω οτιδήποτε, που εσύ δεν θα μπορέσεις ποτέ να το κάνεις αυτό. Και σε έβλεπα έτσι σαν κρίμα και σε... Και σε έβλεπα σαν κακομοίρη παππού. “Ο παππούς είναι άσχετος, μπορεί να κοροϊδεύει τους χωριάτες και τους παίρνει τα λεφτά, αλλά δεν ξέρει βιολί”. Και τώρα που έμαθα κάποια πράγματα, που έχω γίνει... Έχω χρόνια στο... Τώρα κατάλαβα ότι δεν θα σε φτάσω ποτέ», του είπε αυτή. Συγκινητικά όμως ήταν αυτό. «Τώρα κατάλαβα, παππού, ότι είσαι μεγάλος βιολίστας, και εγώ δεν θα σε φτάσω ποτέ. Όσα χρόνια και να ζήσω, δεν πρόκειται να σε φτάσω ποτέ, παππούλη μου», του λέει. Και είχε... Δηλαδή αυτή η κοπέλα το αντιλήφθηκε αυτό το πράγμα, το ένιωσε.  Και πήγαμε, την βρήκα εγώ, εκεί στο Πνευματικό Κέντρο και μου σύστησε και άλλη μια κοπελιά που έπαιζε βιόλα, και μου λέει: «Κωσταγιώργο, έλα να σου δείξω κάτι. Με βλέπεις εμένανε; Αυτή την βλέπεις; Αυτή τι είναι; Είναι η εγγονή του Κώστα του Καψάλη του μακαρίτη». Ο Κώστας ο Καψάλης ήταν το... Θα τ' ακούσεις από τα Ζαγόρια. «Εγγονή του Κώστα Καψάλη». «Και εγώ είμαι εγγονή του μπάρμπα-Νίκου», μου λέει, «του Γεροδήμου. Δηλαδή εμείς γίναμε κλασικές βιολίστριες. Οι παππούδες μας...». Δηλαδή πώς να σου πω; Πώς γίνεται αυτή η ιστορία. Πήγαμε έξω εκεί να μην ακουγόμαστε, πήραμαν τα βιολιά, είχαν και αυτές... Πήρε ένα βιολί από έναν άλλον, γιατί δεν είχε δικό της αυτή. Εγώ επειδής παίζω αριστερά. Και μου λέει: «Μου έδειξε ο παππούς την Μαυριδερούλα», ένα τραγούδι. Και το έπαιξε αυτή, ενώ αυτή είναι πολύ καλή βιολίστρια, είναι κλασικιά. Αλλά δεν μπορεί να το παίξει καθόλου το κομμάτι, δηλαδή το 'παιζε πολύ ξερά «Τα ρα ρα... [μελωδία]». Δηλαδή πώς να σου πω; Νότα-νότα. Δεν είχε καμία σχέση με το τραγούδι αυτό, ρε παιδί μου. Δεν ακουγόταν-

Α.Σ.:

Ναι.

Κ.Κ.:

Σαν δημοτικό τραγούδι. 

Α.Σ.:

Και όταν δίνουν αυτά τα χρήματα, ειδικά παλιά που ήταν, που είπες, περισσότερα, πώς τα… Πώς γίνεται αυτό το πράγμα εκείνη τη στιγμή, πάνω στο γλέντι;

Κ.Κ.:

Κοίτα-

Α.Σ.:

Πώς πας να ζητήσεις; Πώς θα το κάνουμε;

Κ.Κ.:

Κοίταξε, τότε ήταν το πιο τέλειο πράγμα για εμάς του μουσικούς, γιατί ήταν... Καταρχήν ήταν... Είχαμαν κομμούνα. Πώς να σου πω, ρε παιδάκι μου; Δεν υπήρχε ποτέ τα παλιά χρόνια... Γιατί οι περισσότεροι μουσικοί ήταν και συγγενείς: κουμπάροι, αδέρφια, ξαδέρφια, ήταν... Και δεν έκλεβε ο ένας τον άλλον. Δηλαδή το σεβόταν. Άντε να ήταν ένας απατεώνας μέσα στην ομάδα, τον παίρναν μυρωδιά αυτοί, οι άλλοι τον απομονώναν. Τα λεφτά τα πέταγε ο κόσμος, και τα βάζαμε σε μια τσάντα μέσα και τα μοιράζαμε το πρωί. Και παίρναμαν όλοι το ίδιο, ντέφι, κλαρίνο, ό,τι και να 'ταν. Μετά άρχισαν οι μπαγαποντιές, οι πληρωμένες ορχήστρες: «Πόσα είναι τα λεφτά;», «2.000». Βούταγε ο άλλος τα 700, τα 'βαζε στην τσέπη, και έλεγε: «Παιδιά, είναι μια δουλειά. Βέβαια, δεν έχει πολλά λεφτά αλλά...»-

Α.Σ.:

Στην τσέπη πήγαινε και τα έβαζε ο άλλος; Πού τα-

Κ.Κ.:

Όχι, ρε παιδί μου. Τη χαρτούρα;

Α.Σ.:

Να μου πεις σαν να μην τα ξέρω καθόλου.

Κ.Κ.:

Την χαρτούρα;

Α.Σ.:

Ναι.

Κ.Κ.:

Την χαρτούρα την έβαζε όπου θέλει ο άλλος. Δηλαδή στην τσέπη σ’ το βάζει μέσα, στις μασχάλες, παντού, αλλά δεν τα παίρνεις εσύ τα λεφτά αυτά. Θα τα βγάλεις και θα τα δώσεις στα παιδιά. Θα τα αφήσεις στο πατάρι. Δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει αυτό. Να σου πω μια ιστορία που έπαθα πέρσι; Με παίρνουν κάτι φίλοι μου από τις Σέρρες, ένα χωριό στις Σέρρες απάνω, δεν θυμάμαι πώς... Νέα Χαλκηδόνα; Καληδόνα; Πώς το λένε; Με παίρνουν από τις Σέρρες αυτοί, να πάω εγώ να παίξω. Αυτοί κανονίσαν σε ένα κέντρο, είχαν 5-6 μουσικούς από εκεί, τους οποίους μουσικούς τους πληρώσαν αυτοί, ρε παιδί μου, τους δώσαν ένα μεροκάματο, είχαν ένα ποσό. Ένα χιλιάρικο, ξέρω γω –πόσο είχαν τα παιδιά–, 1.200 ευρώ, τους πληρώσαν αυτοί. Και αυτός ο τύπος που με έκλεισε εμένα απάνω τώρα, που με πήρε ο γνωστός μου, τι έκανε αυτός; Είπε σε καμιά πενηνταριά μερακλήδες: «Θα φέρω τον Κωσταγιώργο, αλλά τον Κωσταγιώργο θα κανονίσετε να τον πληρώσετε, να πάρει ένα καλό μεροκάματο. Να πάρει ένα καλό μεροκάματο». Αυτοί κανονίσαν οι καημένοι ανθρώποι αυτοί, να μου δώσουν ένα πακέτο. Πώς θα το δώσουν το πακέτο; Μπήκαν στον χορό και παραγγέλναν τραγούδια. Τσάμικα, συρτά, σόλα, καραγκούνες, έτσι, ιστορίες, το ένα, το άλλο. Και αυτοί ερχόταν και πετάγανε πενηντάρικα πάνω σε μένα, στο βιολί. Πενηντάρικα, πενηντάρικα, πενηντάρικα, πενηντάρικα...  Αυτοί ρίξαν αρκετά λεφτά. Ρίξαν γύρω στα 2.700, κόντεψε 3.000 ευρώ. Εμείς στο πατάρι πανω ήταν... Ήμασταν 9 άτομα, 9. Ήταν τραγουδιστές, ήταν 3 τραγουδιστές ή 4; Αυτοί είχαν συνεννοηθεί τα λεφτά να μου τα δώσουν για εμένα. Την ορχήστρα, τους είχαν πει στα παιδιά ότι: «Εσείς είστε πληρωμένοι». Εγώ επειδής ήξερα από τα Γιάννενα, από εδώ, ότι η χαρτούρα είναι ιερό πράγμα, άλλο η συμφωνία τι θα πάρεις. Άμα με θέλαν εμένα αυτοί, θα μου λέγαν: «Κωσταγιώργο, πόσα θέλεις;», «Δώστε μου 250-300 ευρώ για τα έξοδα, δώσε και άλλα τόσα ξέρω γω, 6-7 κατοστάρικα να πάω». Αυτοί δεν ήξεραν την διαδικασία. Και σου λέει: «Θα τα ρίξουμε έτσι, να κάνουμε και το εφέ, και θα τα πάρει ο Κωσταγιώργος τα λεφτά και θα είναι και αυτός ευχαριστημένος και εμείς καλά θα περάσουμε». Εγώ όμως δεν μπορούσα να το κάνω αυτό το πράγμα, δηλαδή τα λεφτά που πέσαν στο πατάρι να τα πάρω εγώ. Δεν γινόταν. Εγώ είμαι μαθημένος έτσι από μικρό παιδί, δηλαδή εδώ στα Γιάννενα το έχουμε νόμο αυτό. Την χαρτούρα την μοιράζουμε. Και έπαιρνα τα λεφτά εγώ, όπως μου τα δίναν αυτοί, και τα πέταγα πίσω στα παιδιά. Τα πέταγα πίσω στα παιδιά, στα παιδιά, στα παιδιά.  Ήρθε το πρωί να μοιράσουμε, λέω: «Παιδιά, να μοιράσουμε τα λεφτά». «Ναι». Τα παιδιά τι να έλεγαν τώρα; Χαμένα ήταν; Αφού είχαν πακέτο εκεί αυτά, είχαν ένα μεροκαματάκι τα καημένα από εκατό... Κάνα χιλιάρικο θα είχαν εκεί, ήταν 8 άτομα –πόσα ήταν;– από 130 ευρώ – ξέρω εγώ πόσα ήταν. Είδαν πακέτο αυτοί, χάρηκαν πολύ. «Ω μεγάλε», λέει. Και τα κόψαμε τα λεφτά. Χαρτούρα, ούτε έξοδα ούτε τίποτα, δεν μου βγάλαν ούτε έξοδα εμένα, γιατί σου λέει τώρα: «Για να ‘ρθει ο Κωσταγιώργος από κάτω, θα έχει κανονίσει τα έξοδά του, θα έχει πάρει το μεροκάματό του ο άνθρωπος», έτσι φαντάζονταν και αυτοί. Και τα μοιράζουμε τα λεφτά. Από 300 ευρώ. 300 ευρώ χάλασα μονάχα βενζίνες και διόδια εγώ να φτάσω απάνω.  Αυτός χαμογελαστός εκεί, χαρούμενος ο τύπος, με έπαιρνε αγκαλιά μετά, μου λέει: «Κωσταγιώργο μείναμε πολύ ευχαριστημένοι», τούτο εδώ, εκεί, «Τα παιδιά ξετρελαθήκαν μαζί σου». Αυτός νόμιζε ότι εγώ την χαρτούρα όλη την πήρα εγώ. Και είμαι ευχαριστημένος εγώ, αφού αυτοί υπολογίζαν μεταξύ τους, ξέραν πόσα λεφτά ρίξαν. Σου λέει: «Πήρε 2.700, 2.500 και. Μια χαρά είναι και αυτός, ευχαριστημένος είναι, και εμείς περάσαμαν ωραία. Περάσαμαν πάρα πολύ κάλα, Κώστα, και σε ευχαριστούμε πολύ, και είπαν τα παιδιά θα σε ξαναφέρουμε, δεν το συζητάμε». Εγώ ξενέρωσα και του λέω: «Να με φέρετε μωρέ, γαμώτο, αλλά να κανονίσουμε και λίγο το οικονομικό μωρέ, γαμώτο, είναι ταλαιπωρία μεγάλη και πέφτει και Σάββατο. Έχασα και δουλειά. Το Σάββατο πάμε για δουλειά εμείς και τα 300 ευρώ θα τα βγάλουμε σίγουρα». «Τι 300;», μου λέει, «Για 300 συζητάς; Εδώ πήρες... Κόντεψες 3.000 ευρώ». «Τι πήρα;», του λέω, «300 ευρώ πήρα. Αυτά ήταν τα έξοδά μου». «Γιατί;», μου λέει, «Αφού εμείς τα ρίξαμε, δώσαμε τόσα λεφτά». «Σε μένα τα δώσατε;», του λέω, «στη χαρτούρα τα ρίξατε». «Τι χαρτούρα δηλαδή; Τα μέρασες με τους άλλους τα λεφτά;», μου λέει. «Εμ, πώς θα τα κάνουμε; Εγώ θα τα πάρω;», «Τι λες, ρε βλάκα;», μου λέει, «Τι μας έκανες τώρα; Τι μου είπες; Αφού τα παιδιά είχαμαν κάνει συμφωνία». «Α, τι συμφωνία έκανες; Δεν γίνεται συμφωνία αυτή. Η χαρτούρα είναι χαρτούρα», του λέω, «Είναι ιερό πράγμα η χαρτούρα, δεν είναι... Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει. Η χαρτούρα είναι χαρτούρα. Όταν ο άλλος μερακλώνει, πετάει χαρτούρα, την δικαιούται και ο τελευταίος, το ντέφι πίσω, αυτός, οποιοσδήποτε. Δεν υπάρχει. Είναι ο μουσικός στο πατάρι, η χαρτούρα μοιράζεται στο πατάρι. Είναι νόμος αυτός, δεν υπάρχει. Αυτό δυστυχώς...». «Τι λε’, ρε μεγάλε; Εμείς δεν το ξέραμαν αυτό το πράγμα. Είπαν τα παιδιά ότι τα ρίχνουν τα λεφτά για σένα. Αφού την ορχήστρα την πληρώσανε εξτρά. Είχαμε είσοδο, για αυτό το πράγμα είχαμε είσοδο, για να πληρωθεί η ορχήστρα. Πληρώσαμε από 10 ευρώ το άτομο είσοδο μόνο για... Και δεν είχε φαγητό το μαγαζί, στο μαγαζί παραγγέλναμαν ό,τι θέλαμαν ο καθένας. Την είσοδο την βάλαμε για την ορχήστρα». «Αυτά είναι δικά σας θέματα», του λέω, «Τι να σας πω εγώ; Μου πέταγες εμένα τα πενηντάρικα. Τι να τα κάνω τα πενηντάρικα; Να τα βάλω στην τσέπη σαν ο γάιδαρος; Και ο άλλος να με κοιτάει από κάτω, το παιδάκι, με τον ντραμίστας, να πει: “Ήρθε ένας γύφτος από τα Γιάννενα εδώ, ένας απατεώνας και μας πήρε τα λεφτά όλα”, να γίνω ρόμπα; Δεν γίνονται αυτά», του λέω. «Τι λε’ ρε!», μου λέει.

Α.Σ.:

Φοβερό.

Κ.Κ.:

Ναι. Η χαρτούρα είναι η χαρτούρα. Πώς να σου πω; Είναι νόμος. Βέβαια είναι κάποιοι που την παραβιάζουν, κάποιοι κλεφτρόνια. Ας φοράν κουστούμια και κάνουν τους κύριους. Αλλά εντάξει, γενικά είναι αυτό. Είπε ο Πετρολούκας... Ο Πετρολούκας είχε πει… Ήμασταν σε μια δουλειά στην Πρέβεζα, στα Φλάμπουρα, και είπε ένα φοβερό και με... Λέει ο Πετρολούκας… Ήμασταν εκεί, έπαιζε λαούτο ένας, ο Σάσας ο Μαρκόπουλος, πέθανε ο καημένος, πέθανε από καρδιά, έχει κάνα-δυο χρόνια. Ο Σάσας ήταν πολύ καλός μουσικός, ήταν στη καταγωγή Ρόμης, ρε παιδάκι μου, ήταν κοντός, χοντρός, έτσι, ο καημένος. Και με το που άνοιγε το στόμα να μιλήσει, σε έπιαναν τα γέλια. Έλεγε ατάκες πολύ κουφές. Δηλαδή πώς να σου εξηγήσω ρε παιδί μου; Δηλαδή ό,τι έλεγε, ενώ ήταν αγράμματος, ήταν... Δεν υπήρχει περίπτωση να πει κάτι και να μην πεθάνεις από τα γέλια. Γιατί ήταν περίπτωση άνθρωπος.  Και λέει ο Πετρολούκας τώρα, για να τον πειράξει, λέει ο Πετρολούκας: «Παιδιά, θα σας πω ένα μυστικό. Η παράδοση πέθανε, πέθανε αυτή η παράδοση που είχαμε». «Γιατί, Πέτρο;», του λέω εγώ. «Γιατί Κώστα», μου λέει, «εμείς παλιά ήμασταν αγαπημένοι. Πηγαίναμε για δουλειά, μοιράζαμε τα λεφτά, όλοι ήμασταν… Και οι περισσότεροι, ήμασταν και συγγενείς. Θα 'χα τον αδερφό μου, θα 'χα έναν ξάδελφο. Και ο άλλος που θα 'ταν, κάτι θα 'ταν, ένας κουμπάρος μας ή ένας αγαπημένος φίλος μας. Να, ο άλλος... Ήμασταν όλοι φίλοι και συγγενείς. Και μιλάγαμε όλοι... Θέλαμαν να ανταλλάξουμε μουσικές απόψεις, όλη μέρα... Δηλαδή βρισκόμασταν, ήμασταν 40 ώρες μαζί, ξέρω γω, σε έναν γάμο, δυο μέρες –πόσο θα ‘μασταν– κοιτάγαμε να βρούμε χρόνο να μιλήσουμε, να πω για μια μουσική που μου ήρθε στο μυαλό, ένα τραγούδι που έμαθα, ένα άλλο που δεν μπόρεσα να το κάνω, να το περάσω, μια δυσκολία, μπας και μάθω από τον άλλον, κάτι να πω. Πάντα ψαχνόμασταν και ο άλλος έδινε μια ιδέα στον άλλον, και έτσι γράφαμε και τραγούδια, στίχους, τραγούδια. Είχαμε μια κατάσταση τέτοια δηλαδή, μια σχέση τέτοια μεταξύ μας, και δημιουργούσαμε. Και έτσι γράφαμε τραγούδια λίγα. Εγώ το έκανα έτσι, το άκουσα και έτσι, το έπαιξα και έτσι, για παίξ’ το και εσύ να δεις, και έκανα και εκείνο, έκανα και το άλλο, το βιολί έκανε εκείνο, το λαούτο έκανε το άλλο. Και έτσι δημιουργούνταν η κατάσταση. Τώρα πέθανε αυτό», λέει, «Να σας πω ακριβώς σήμερα τι έγινε; Εγώ σήμερα έχω 1.500 ευρώ μεροκάματο. Ο Σασάκης ήρθε από την Αθήνα με το Audi και έχει μόνο 300, τα οποία τα έφαγε στον δρόμο διόδια και βενζίνες. Εμένα τώρα ο Σασάκης δεν θέλει να μου πει για μουσική, θέλει να με πνίξει». Και λέει ο Σάσας, μίλαγε έτσι ο Σάσας, τα δόντια τα είχε ενωμένα: «Ευτυχώς Πέτρο βλέπω σου κόβει το μυαλό και κατάλαβες, Πέτρο. Μπράβο, Πέτρο. Μέχρι εκεί καταλαβαίνεις ότι θέλω να σε πνίξω», δηλαδή. Και πεθάναμαν από τα γέλια εμείς, πέσαμε κάτω. Ωραίο.

Α.Σ.:

Δεν είναι το ίδιο με τα λεφτά πια, ναι.

Κ.Κ.:

Ε;

Α.Σ.:

Είναι αλλιώς πια με τα λεφτά, δεν είναι όπως ήτανε.

Κ.Κ.:

Τώρα ο καθένας έχει την συμφωνία του. 

Α.Σ.:

Ναι είναι πριβέ.

Κ.Κ.:

Πριβέ και «όποιος προλάβει τον Κύριο είδε» τώρα. Τώρα έχει χαλάσει πολύ, είναι πολιτικό το ζήτημα. Πώς λέει ο πολιτικός ψέματα; «Θα σας φτιάξω, θα σας...».

Α.Σ.:

Μέρες που είναι...

Κ.Κ.:

Έτσι λένε και αυτοί. Κλείνει δουλειά ο άλλος... Κάθε μέρα εγώ συναντάω κόσμο που μου λέει ιστορίες. Σήμερα βρήκα ένα που μου λέει: «Σε ζήτησα στον γάμο, και μου είπε ο τραγουδιστής ότι δεν θέλει να σε πάρει, γιατί δεν σου έχει καμία εμπιστοσύνη ότι θα μας γελάσεις». Λένε: «Τον Κωσταγιώργο δεν... Μην τον πάρεις θα μας γελάσει. Και δεν θέλω να μείνω χωρίς βιολί». Ότι θα τον γέλαγα εγώ δήθεν. Τίποτα. Δεν με ήθελε εμένα, βρήκε ένα βιολί πιο φθηνό αυτός, για να κάνει δουλειά του, γιατί τα πήρε πακέτο από τον γάμο. Του είπε αυτόν: «Εγώ θέλω τόσα».

Α.Σ.:

Ναι.

Κ.Κ.:

Και τα έβαλε στην τσέπη τα μισά, και τα άλλα τα μέρασε μεροκάματα. Δηλαδή έχει χαλάσει αυτή η δουλειά τώρα, δεν είναι όπως ήταν παλιά. 

Α.Σ.:

Το πιο τρελό που σου έχει συμβεί σε δουλειά, ποιο είναι;

Κ.Κ.:

Τρελό... [01:50:00]Πολλά τρελά. Διάφορα μωρέ. Τι είναι τρελό; Να σου πω, μας έχουν τύχει και πάρα πολλά τρελά και οικονομικά τρελά. Ένα τρελό οικονομικό είχα πάθει με την ταινία του Αγγελόπουλου, το «Μετέωρο βήμα του πελαργού». Αυτό δεν το θυμάμαι σε ένα... Το γυρίσαμε στη Φλώρινα. Επαιζα στον «Τζώρτζη» εγώ τότες, στην Αθήνα, στα ρεμπέτικα. Και ψάχναν τώρα αυτοί... Ήταν ο Τσεκούρας ο Αντρέας και και ο Δημήτρης ο Κοντογιάννης. Ο Κοντογιάννης ο τραγουδιστής, αν τον ξέρεις, με το μούσι που λέει και δημοτικά και λαϊκά. Αυτοί ψάχναν να βρουν έναν βιολίστα που να παίξει ένα ηπειρώτικο τραγούδι για την ταινία. Και να παίξει και ένα βαλς. Ήταν ένα βαλς από μι μινόρε σλάβικο. Ενα σλάβικο, σαν παραδοσιακό έτσι, ένα ωραίο κομματάκι, δεν το θυμάμαι τώρα. Και έπρεπε κάποιος να τα παίξει αυτά και τα δύο. Είχαν βρει κάνα δυο βιολιά αυτοί, ηπειρώτες... Ηπειρώτικα βιολιά παλιά, παππούδες, οι οποίοι παίζαν πολύ καλά τα ηπειρώτικα, αλλά το βαλς δεν μπορεί να το περάσουν. Βρήκαν πάλι κάτι βιολιά που μπορούσαν να το παίξουν το βαλς άνετα, το διαβάζαν στη παρτιτούρα αλλά δεν παίξουν καλά το ηπειρώτικο. Δώσ’ του, πάρε, μα-μου, «Πού; Ποιόν θα βρούμε;». Ήταν ένα καλό βιολί, ο Μαγκλάρας, ένας Μαγκλάρας Γιώργος, έχω χρόνια να τον δω, έβγαινε στην τηλεόραση παλιά αυτός και έπαιζε τζαζ και τέτοια, ήταν πολύ καλό βιολί. Αυτός ήταν να παίξει σε αυτή την ταινία, αλλά αυτός έλειπε, εκείνη την φορά κάπου ήταν, Αμερική; Και αυτοί ψάχναν να βρουν ένα βιολί να κάνει αυτό, είχαν γυρίσει, βρήκαν κάτι βιολιά, και δεν μπορούσαν να το κάνουν αυτό το πράγμα.  Λέει ένας, ο Τσεκούρας, πάλι ο Τσεκούρας, αυτός που με είχε μεσολαβήσει για το... Λέει: «Πάμε να βρούμε τον Κωσταγιώργο», λέει, στο παλιό μας σπίτι. Ερχονται 3:00 η ώρα τα μεσάνυχτα. Τότε τελειώναμε εμείς, 3:15 κατεβαίναμε από το πατάρι. Μου λέει: «Σε θέλω γρήγορα», μου λέει. «Έλα εδώ», μου λέει, «στο αυτοκίνητο. Άκου αυτό το τραγούδι», μου λέει. Μου βάζει αυτό το βάλς. «Αυτό το τραγούδι μέχρι πόσες ώρες θέλεις για να το μάθεις;», μου λέει. «Ώρες;», του λέω. «Κοίταξε, πώς θα το παίξω; Σόλο μόνος μου;» «Όχι», μου λέει, «θα το παίζουμε μαζί. Θα παίζω και εγώ με το ακορντεόν και εσύ. Απλώς θα παίζουμε τις ίδιες συμφωνίες», μου λέει. «Τι ώρες», του λέω, «άμα το ακούσω δυο φορές εδώ και το κοιτάξω λιγάκι, κατευθείαν σε 10 λεπτά το παίζω. Αλλά να παίξεις και εσύ, γιατί το μυαλό το 'χω στη θάλασσα εγώ τώρα, δεν το θυμάμαι», του λέω. Μου λέει: «Σίγουρα;», «Σίγουρα». «Λοιπόν φεύγουμε», μου λέει, «πληρώνεσαι και φεύγουμε». Είχα ένα παπί, ένα μηχανάκι εγώ. Το κλείδωσα το μηχανάκι εκεί με... Το άφησα εκεί απ' έξω από το μαγαζί. «Άσ’ το εδώ το μηχανάκι», μου λέει. «Και φεύγουμε για Φλώρινα. Να πάμε Φλώρινα, παίζουμε στην ταινία του Αγγελόπουλου». Πάμε πραγματικά, παίξαμε στην ταινία εκεί, ήταν η Καραΐνδρου η μουσικός εκεί, παίξαμε, όλα καλά, και φεύγουμε τώρα, πάμε Αθήνα.  Μετά από καιρό, από 3 μήνες, τον Μάιο, μου λέει ο Τσεκούρας: «Θα περάσεις εκεί από τα Εξάρχεια», που ήταν ένα κέντρο, το «Αχ Μαρία»; Δεν θυμάμαι πού ήταν. Εκεί πιο κάτω από τα Εξάρχεια, έστριβες μέσα, πιο κάτω, έτσι, όπως είναι η πλατεία Εξαρχείων, στο αριστερό μέρος, έτσι, ευθεία κάτω. «Θα πας εκεί στον πρώτο όροφο», μου λέει, «είναι τα γραφεία». Ήταν τα γραφεία από την ταινία αυτή, από αυτούς... Πάω εκεί, «Γεια σας, λέω, «είμαι μουσικός», «Το όνομά σας;», λέει, «Κωτσαγιώργος», «Α, ωραία», λέει αυτή. Μου δίνει έναν φάκελο. Παίρνω τον φάκελο εγώ με το μηχανάκι, πάω στο σπίτι. Κοιτάω. 980.000. Χιλιάδες. Αυτή η ταινία ήταν χρηματοδοτούμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε ήταν δεν θυμάμαι πόσα εκατομμύρια. Μπορεί να ήταν και ένα δις. Αυτοί πληρώσαν πακέτο, η Καραϊνδρου δηλαδή έδωσε για τους μουσικούς πακέτο, έδωσε 3-4 εκατομμύρια. Πώς να σου πω; Αέρα-πατέρα. Εμείς ήμασταν μαθημένοι από μεροκάματα. Τώρα ντάξει, τι μεροκάματα; Λέω και εγώ: «Α, 130-150.000, άντε και 200.000». Δηλαδή και 70 να έπαιρνα, πάλι ευχαριστημένος ήμουν, ξέρω γω. Σάμαν παίξαμε και το πολύ; Δυο τραγούδια, απλώς ήτανε η φασαρία που πήγαμαν Φλώρινα, κάναμαν δυο μέρες. Κοιτάω εγώ τώρα, μπερδεύτηκα, νόμιζα εγώ ότι...

Α.Σ.:

Έγινε λάθος.

Κ.Κ.:

Ε, ναι. Νόμιζα ότι είναι τα λεφτά για όλους. Παίρνω τον Τσεκούρα: «Ελα Αντρέα», του λέω, «τι έγινε;». Μου λέει: «Πήγες, πληρώθηκες;», «Πληρώθηκα», του λέω, «αλλά έγινε λίγο μπέρδεμα με τα λεφτά». «Τι; Δεν σε πληρώσαν καλά», μου λέει; Τι λεφτά σου δώσανε;». Του λέω: «Έδωσαν... Τα λεφτά πρέπει να είναι για όλους αυτά. Εσείς πληρωθήκαταν;». «Ναι, πληρωθήκαμαν όλοι. Γιατί; Τι λεφτά σου είχε;». «Ρε μαλάκα», του λέω, «έχει 1.000.000 εδώ μέσα. Βαρέθηκα να μετράω». «Τόσα είναι τα λεφτά», μου λέει, «Τόσα πήραμε όλοι», μου λέει. «Τι λες μωρέ, Έλληνα;», του λέω. Με ψάρωσε, δεν τον περίμενα τώρα, αυτά τα λεφτά δεν τα περίμενα, ρε παιδάκι μου. Δηλαδή... Ντάξει, τυχαίνει. Ναι, συμβαίνουν. Και το αντίθετο από αυτό ήταν τότε που έκοψα το τσιγάρο. 

Α.Σ.:

Πώς έκοψες το τσιγάρο;

Κ.Κ.:

Α, δεν σου είπα, δεν σ’ την έχω πει την ιστορία; Πώς έκοψα το... Πώς το έκοψα το τσιγάρο; Ήταν ένα συγκρότημα, ο Μπάος ο Τάκης έτσι, ένας κλαρινίστας, καλός κλαρινίστας, και ο Γνόλας ο Δημήτρης, ένας φίλος μου, τραγουδιστής. Αυτοί είχα ένα συγκρότημα την δεκαετία του ‘90. Καλό συγκρότημα. Τους είχα πάρει εγώ σε ένα πανηγύρι στο Μονολίθι δίπλα από το χωριό μου, του Αγίου Πνεύματος, αρχές Ιουνίου. Και περάσαμαν καλά, τρεις μέρες πήγαμαν; Πήραμε καλά λεφτά, δηλαδή κοντά στα 400 χιλιάρικα ελληνικά ο ένας. 370 χιλιάρικα ο ένας; Καλά λεφτά. Τα παιδιά αυτά τώρα από υποχρέωση, σκεφτόταν αυτά να με πάρουν σε μια δουλειά και μένα. Του κάθεται μια δουλειά του Μπάου στον Αμμότοπο, εδώ κάτω στον Αμμότοπο. Ξέρεις πού είναι ο Αμμότοπος; Στη Φιλιππιάδα δίπλα. Τον παίρνει τηλέφωνο κάποιος και του λέει: «Πήραν την επιδότηση από τα καπνά, θέλουμε να βάλουμε ορχήστρα. Ο κόσμος έχει λεφτά, πήραν τις επιδοτήσεις τώρα από τα καπνά εδώ, η κατάσταη είναι φορτωμένη. Ωραία. Θέλω όμως», του λέει, «τον Γεροδήμο τον τραγουδιστή επιπλέον, μια τραγουδίστρια, την Ζωή Ράπτη από την Φιλιππιάδα, και τον Κωσταγιώργο με το βιολί. Αν μπορέσεις να τους βρεις και αυτουνούς, να τους φέρεις. Και θα περάσουμε καλά», λέει αυτός ο μαγαζάτορας, «Έχω παρέες καλές, είμαι οργανωμένος». Εντάξει.  Με παίρνει τηλέφωνο ο Μπάος, μου λέει: «Κώστα, έχεις δουλειά το Σαββατοκύριακο;» «Όχι», του λέω. Μετά από δύο Σαββατοκύριακα από τότε. «Άμα θες», μου λέει, «θα σε πάρω σε μια δουλειά. Δεν ξέρω τι λεφτά θα πάρουμε, τουλάχιστον αφού σου έχω υποχρέωση, αν θες, να βγάλεις και εσύ κανένα μεροκάματο». «Εντάξει», του λέω. Πάω εκεί. Εντωμεταξύ μου λέει: «Εχουμε 80.000 συμφωνία». Εμείς νοικιάζαμε μηχανήματα από κάποιον, που του δίναμε 15.000 την βραδιά. 15 και 15, 30. Και αυτόν τον δίναμε και 15.000 για το φορτοταξί. Είχε ένα φορτηγάκι που κουβάλαγε τα μηχανήματα. Ένα σαν φορτοταξί παλιό, ένα με τέντα. Και ήθελε και άλλα 30 τις δυο μέρες αυτός, 60.000. Και περίσσευαν 20.000 για βενζίνες για το αυτοκίνητο. Να βγάζαμε από κάνα πεντοχίλιαρο ο καθένας. Πηγαίναμε από τα Γιάννενα δυο μέρες πάνω-κάτω. Και από εκεί και πέρα ήταν η χαρτούρα που θα βγάζαμε. Τότε έπεφτε χαρτούρα εκείνα τα χρόνια, δεν φοβόμασταν. Οπουδήποτε και πήγαινες, αρκεί να έχεις καλό συγκρότημα και καλό τραγουδιστή και καλούς μουσικούς. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην πέσει χαρτούρα, δεν υπήρχε περίπτωση καμία. Δηλαδή να 'ναι στημένο μοναχά και να έχει κόσμο, να μην πέσεις σε λίγα άτομα. Δηλαδή αν πήγαινες σε ένα πανηγύρι που να είχε 200 και 300 άτομα, δεν υπήρχε περίπτωση.  Πάμε που λες, παίζουμε μέχρι τις 9:00 το πρωί. Ρεπερτόριο; Πολύ δύσκολο ρεπερτόριο. Τσάμικα, ζεϊμπέκικα, ηπειρώτικα, τούτα, καινούρια τραγούδια, παλιά, του Καζαντζίδη, του Διονυσίου, του... Ό,τι μπορείς να φανταστείς. Αγγελόπουλου, Χριστοδουλόπουλου, γύφτικα, τσάμικα, σαρακατσανέικα, βλάχικα. Δεν ήξερες από πού να σου 'ρθουν δηλαδή. Λεφτά πουθενά. Ένα μαγικό πράγμα, λες και ήταν συνεννοημένοι όλοι οι πελάτες, ρε παιδί μου. Διαμορφώθηκε ένα κλίμα, μπορεί να μην το έκανε αυτός ο ίδιος, ρε παιδί μου. Από μόνο του δημιουργήθηκε ένα κλίμα… Έτσι, αυτός το είχε στημένο, είχε βάλει κάτι γυναίκες με λουλούδια, λουλουδούδες, κάτι άλλες, κάτι γκαρσόνες μέσα εκεί, έτσι, με μίνι και τέτοια. Πώς να σου πω; Το ‘χε φτιάξει λίγο σκυλέ αυτός, ρε παιδί μου, πολύ σκυλοκατάσταση. Μέσα θα είχε 6-7, 10 γυναίκες τέτοιες, με μίνι και τα λοιπά. Οπότε οι πελάτες είχαν την αίσθηση του σκυλάδικου, ρε παιδί μου, και λειτουργούσαν σκυλάδικα. Δηλαδή ήθελε να χαλάσει λεφτά ο άλλος και σου πέταγε πιάτα. Σ[02:00:00]ου πέταγε λουλούδια, άνοιγε σαμπάνιες, κέρναγε μπουκάλια ουίσκι. Δεν πέταγε χαρτούρα. Κατάλαβες; Έστηνε την λουλουδού πάνω, σου πέταγε 15 πανέρια πάνω στο βιολί, κόντεψε να μου σπάσει και τις χορδές. Τα πέταγαν οι λουλουδούδες απάνω και λέει: «Το τάδε», ξέρω γω, «παίξε την “Παπαδιά”, παίξε ένα τσιφτετέλι, παίξε τούτο, πάιξε τα “Κλάματα”». Πουθενά λεφτά όμως. Ζημιά στο μαγαζί κάργα. Πάνε τα ουίσκια, γινότανε μύλος, κάτω δεν έβλεπες από τα πιάτα και από τα λουλούδια. Ήθελες φορτωτή να φύγεις από εκεί. Τέλος πάντων. Αυτός εντωμεταξύ μας περιποιούνταν. Είχε δυο γκαρσόν... Δηλαδή ανά πάσα στιγμή τι θέλουμε. Πάμε να φάμε, ξέρω γω, όταν πήγαμε να φάμε: «Τι έχει; Καμία σαλατίτσα, καμία πατάτα τηγανητή», λέγαμε εμείς, «Κανά κοτοπουλάκι», ξέρω γω. «Τι κοτόπουλο μωρέ και πατάτες. Θα σας βάλω εκεί κάνα αρνί να φάτε», έλεγε αυτός. «Έχω αρνί στη σούβλα, είναι πάρτη σας». «Αρνί…», λέμε εμείς, «Άντε βάλε αρνί». «Τι θα πιείτε;», «Α φέρε... Έχεις κάνα κρασάκι», λέω εγώ, «κανά καλό κρασί». «Τι κρασί μωρέ; Θα σ' ανοίξω ένα μπουκάλι εκεί, ένα Black, Johnnie, Chivas εκεί», τι μου λέει. «Τι θέλεις; Ένα πολυτελείας». «Μπα...», λέμε εμείς, είπαμαν το πρωί εμείς τώρα. Εμείς τρελαθήκαμε εντωμεταξύ, σαλτάραμε όλοι με αυτό, αλλά δεν μπορούσαμε να πούμε και τίποτα. Τι; Να τον πλακώσεις στον ξύλο τώρα; Τι να…; Δεν μπαίνεις σε αυτή την διαδικασία. Μετά ήμασταν και σμπαράλια. Αϋπνοι και αυτά. Μας έπιασε και ένα νευρικό γέλιο. Καλά να πάθουμε, δηλαδή. Ο ένας πείραζε τον άλλον. Πού πας τώρα; Πώς να σου πω;. Τέλος πάντων, φύγαμε, δεν είπαμε τίποτα. Τι να ειπείς; Δεν μπορείς να ειπείς τίποτα, το χάνεις τον παιχνίδι έτσι.  Φεύγουμε με τον Μπάο και πάμε εδώ, στη Σκλίβανη πάνω. Φτάνουμε εδώ, κοντά στα Γιάννενα. Με το συμπάθειο, σταματάμε να κατουρήσουμε. Λέω: «Πάμε». Μόλις κατουράμε και μαζεύουμε το φερμουάρ απάνω, σκύβει ο Μπάος, βουτάει μια πέτρα, λέει: «Κώστα, πετάω μαύρη πέτρα πίσω μου. Αυτά τα γαμημένα τα χωριά από εδώ πίσω, τα Καμποχώρια, μόνο αν μου φέρουν τα λεφτά μπροστά, αν τα πάρω μπροστά τα λεφτά και τα δώσω στα παιδιά, στο συγκρότημα, να ξανακουβαλήσω εγώ συγκρότημα να πάω σε αυτά τα χωριά, άλλο... Αυτά τα χωριά εδώ πέρα, τα ορεινά εδώ, Ανόης, Σκλίβανη, αυτά, είναι άλλα χωριά. Αυτά εντάξει. Ο κόσμος εδώ είναι άλλος. Αυτά τα κωλοκαμπίσια κάτω, αυτού, δεν πρόκειται εγώ να ξανακουβαλήσω συγκρότημα ποτέ, να με κόψει ο Χριστός». Σε έχω τρελάνει.

Α.Σ.:

Όχι ρε.

Κ.Κ.:

Σου λέω τα ίδια και τα ίδια. 

Α.Σ.:

Συνέχισε, συνέχισε. Με την πέτρα. Που λέει αυτός ότι πετάει την πέτρα.

Κ.Κ.:

Πετάει την πέτρα αυτός. Ηταν 11 παρά; Το πρωί, 11:00 η ώρα, 11 παρά τέταρτο ήταν; Κάτι τέτοιο. Λέει... Εγώ πως ήμουνα εκεί, τα παίρνω κρανίο, μόλις τον είδα και πετάει την πέτρα. Είχα ένα πακέτο Camel. Εγώ κάπνιζα πάρα πολύ τότε. Κάπνιζα το πρωί ένα πακέτο Assos σκέτο, όλο το τελείωνα το πακέτο αυτό με τους καφέδες εκεί, που έπινα δυο καφέδες τα πρωινά. Και μετά κάπνιζα Camel, 1-2 πακέτα Camel. Camel φίλτρου το βράδυ. Το πρωί ένα πακέτο Asso. Πετάω... Είχα ένα Camel εγώ, να είχε μέσα κάνα δεκαπενταριά τσιγάρα και τον αναπτήρα. Του λέω: «Μεγάλε Τάκη, εγώ θα σε πάω στα Γιάννενα, θα σε πάω Γιάννενα. Σε αφήνω και γυρίζω πίσω κατευθείαν κάτω, έχω αποστολή. Θέλω να πάω πίσω να κεράσω τα παιδιά κάτω τον κόσμο και να τους ευχαριστήσω». «Τι να κάνεις;», μου λέει. «Να σε αφήσω Γιάννενα γρήγορα για να πάω κάτω, θέλω να κεράσω τώρα, να μην φύγει ο κόσμος. Θα έχει κόσμο τώρα μετά την εκκλησία», γιατί είχε εκκλησία το πρωί. «Μη φύγει ο κόσμος», λέω. «Τι να κεράσεις;», μου λέει. «Να τους κεράσω. Θέλω να κεράσω τον κόσμο αυτόν εκεί στο χωριό κάτω, εκεί στο καφενείο αυτό», του λέω. «Γιατί; Για να τους ευχαριστήσεις», μου λέει, «γιατί μας ευχαρίστησαν». «Ναι», του λέω, «γιατί θα σου πω εγώ αύριο», του λέω, «υπάρχει λόγος. Πάμε». Βολίδα γιατί... «Μην μιλάς», του λέω.  Εντωμεταξύ αυτός το πήρε το πακέτο, εκεί που το πέταξα εγώ, πάει πιο πέρα, μέχρι να μπω εγώ μέσα στο αμάξι, πάει το πήρε το πακέτο και το είχε στη τσέπη. Τον αφήνω, φεύγω εγώ βολίδα και πάω κάτω πάλι. 13:00 η ώρα, μία παρά έφτασα κάτω, ήταν κάνα δεκαπενταριά άτομα εκεί, στο καφενείο. Με του που με βλέπει αυτός, αυτός τι νόμισε; Μπαίνω μέσα και λέω: «Γεια σας. Βάλε μια σειρά να κεράσω τι πίνουνε εδώ οι κύριοι, ό,τι πίνουν οι κύριοι». Ε, σαν να κεράσεις τώρα 20-25 ευρώ, έναν τέτοιον λογαριασμό –αν θυμάμαι– 1.300 δραχμές, 2.000, κάτι τέτοιο. Αυτός ο μαγαζάτορας, τι νόμιζε αυτός; Ότι εγώ είμαι μεγάλος επαγγελματίας και ότι πήγα δηλαδή να κεράσω, ότι δεν είμαι γύφτος, τσιγγούνης, ρε παιδί μου. Και μου λέει: «Α ρε Κωσταγιώργο, είσαι μεγάλος καλλιτέχνης και πολύ φοβερός επαγγελματίας. Λοιπόν του χρόνου θα κάνουμε μαζί νταλαβέρι. Εμείς θα κάνουμε μαζί, άσε αυτουνούς τους γυφταρέους. Μου 'ρθε εδώ και ζήταγε λεφτά το πρωί, στις 9:00 η ώρα». «Άσ’ το το κεφάλαιο αυτό», του λέω, «άσ’ το, τελείωσε το κεφάλαιο. Δεν ήρθα για αυτό ούτε τίποτα. Πόσο κάνει εδώ να μου πληρώσω, υπάρχει λόγος». Εγώ ήθελα να κεράσω να ολοκληρώσω, να τα πάρω κρανίο, να λήξει το θέμα αυτό, ρε παιδάκι μου, ότι... Μου δόθηκε η ευκαιρία να τα πάρω κρανίο τόσο πολύ ώστε να κόψω το τσιγάρο, και ήμουνα ευτυχισμένος. Γιατί λέω εγώ: «Γλίτωσα τώρα, κέρδισα λεφτά. Κέρδισα 3 [Δ.Α.] από το τσιγάρο. Πόσα λεφτά; Πρέπει μια περιουσία». Κατάλαβες; Την υγεία μου. Δηλαδή σώθηκα από αυτήν την κατάσταση εγώ, ήμουν τόσο ότι... Ευτυχισμένος, λες και κέρδισα στο λαχείο μου φάνηκε εκείνη την ώρα εμένα εγώ. Και ήθελα να κεράσω, να τους ευχαριστήσω, να ολοκληρώσω. Είναι άλλο το θέμα, δεν μου φταίει ο Μπάος, δεν φταίει κανένας τίποτα, «Ούτε θα ξανειπούμε κουβέντα εμείς», του λέω, «ποτέ. Ούτε φίλοι ούτε εχθροί. Τίποτα, άκυρο, δεν... Άσ’ το. Τι χρωστάω;», και του άφησα και πουρμπουάρ εκεί. Και φεύγω βολίδα.  Έφυγα βολίδα, πάω στο σπίτι, κοιμάμαι, το πρωί πάω στο καφενείο μουσικών κάτω. Το πρωί... Την άλλην μέρα το πρωί. Πάω κάτω, μου λεει ο Μπάος: «Έλα εδώ ρε, σι μπεμόλ», έτσι λέμε εμείς αυτόν που χάνει λάδια, άμα είναι κανένας ελαφρύς, του λέμε: «Σι μπεμόλ». «Έλα εδώ, ρε σι μπεμόλ, πάρε τα τσιγάρα σου εδώ». «Τάκη», του λέω, «το τσιγάρο το κόψαμε εχθές, πήγα κάτω κέρασα και τα παιδιά, έληξε το κεφάλαιο αυτό, το τσιγάρο εκόπηκε. Τουλάχιστον να κερδίσουμε κάτι από αυτή τη βραδιά. Να μην το 'χουμε... Να μην το σκεφτόμαστε σαν εφιάλτη στη ζωή μας. Για εμένα ήταν το καλύτερο διήμερο», του λέω. «Μου δούλεψαν τα λαμπάκια στον εγκέφαλο, τα πήρα κράνος και σώθηκα». «Α, εσύ είσαι και τέτοιος», μου λέει, «είσαι και παλαβός. Εσύ μπορεί να το κόψεις στ' αλήθεια», μου λέει. «Το ‘κοψα», του λέω. Και μετά από τα νεύρα μου εγώ δεν κάπνιζα μια βδομάδα, έτσι αυτό... Και μετά δεν... Το ξεπέρασα, πάει. Αυτό ήταν. Αφού είχα δώσει λόγο στον εαυτό μου, λέω: «Κάτι πρέπει να κάνεις τώρα. Μας έπιασε κότσο ο χωριάτης». Και έτσι έκοψα το τσιγάρο. Ναι...

Α.Σ.:

Για να κερδίσεις κάτι από αυτή τη βραδιά...

Κ.Κ.:

Ναι, ναι. Τι; Πρέπει να το ανατρέπεις, στη ζωή πρέπει να το ανατρέπεις. Το κακό κάν’ το καλό. Πώς να σου πω; Δεν υπάρχει τίποτα, δεν υπάρχει...

Α.Σ.:

Ωραίο. 

Κ.Κ.:

Το μη χείρον βέλτιστο, πώς έλεγαν οι Αρχαίοι. Δηλαδή ντάξει, δεν ξέρεις τι είναι το καλό και το κακό.

Α.Σ.:

Ωραίο.

Κ.Κ.:

Ποτέ στην ζωή δεν θα λες... Και ποτέ στη ζωή δεν θα λες ότι: «Αυτός είναι εχθρός» και δεν θα βάζεις στόχο απογοητευτικό, αν δηλαδή... Θα πεις: «Ωχ, να μην ήταν αυτός, μακάρι να πεθάνει Παναγία μου». Αυτό δεν θα το λες ποτέ. Όλοι οι ανθρώποι αυτοί, και οι εχθροί μας, είναι χρήσιμοι. Τους χρειαζόμαστε. Γιατί άμα χάσουμε αυτουνούς, στη θέση τους θε’ να 'ρθουν πιο μεγάλοι. Εγώ από την πείρα μου, αυτό κατάλαβα στη ζωή. Τον εχθρό, αυτόν που έχω εχθρό, μπαίνω στην διαδικασία να τον αγαπήσω, να τον συμπαθήσω. Διότι εάν τον χάσω, θε’ να ‘ρθει το τέρας. Κατάλαβες; Μετά θα πεις: «Πού ήσουν, ρε μεγάλε, που ήσουν; Που σε είχα εκεί και με ταλαιπωρούσες, μου έκανες μηνύσεις, με πήγαινες στα δικαστήρια, με έβριζες, τι μ' έκανες. Ηρθε το τέρας τώρα τ' άλλο». Κατάλαβες; Είναι η ζωή τέτοια. 

Α.Σ.:

Κώστα, ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη. 

Κ.Κ.:

Και εγώ σε ευχαριστώ, να είσαι καλά.

Α.Σ.:

Ευχαριστώ.

Κ.Κ.:

Εχουμε χιλιάδες να ειπούμε, μπορούσαμε να πούμε χιλιάδες, αλλά τι να πρωτοπείς σε αυτή τη ζωή;

Α.Σ.:

Μπορούμε να το ξανακάνουμε.

Κ.Κ.:

Ναι.

Α.Σ.:

Ευχαριστώ πολύ.

Κ.Κ.:

Έγινε.