© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Μέσα στο φοιτητικό κίνημα και στην κατάληψη του Πολυτεχνείου
Κωδικός Ιστορίας
24114
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αναστάσιος Γουδέλης (Α.Γ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/04/2023
Ερευνητής/τρια
Θοδωρής Θερμός (Θ.Θ.)
[00:00:00]Καλησπέρα. Θα μου πεις το όνομά σου;
΄
Ναι, Τάσος Γουδέλης.
Είναι 24 Απριλίου 2023, είμαι με τον Τάσο Γουδέλη, λέγομαι Θερμός Θεόδωρος, είμαι ερευνητής για το Ιstorima και είμαστε στο Βύρωνα. Θέλεις αρχικά να μου πεις δυο λόγια για την οικογένειά σου;
Ναι, προέρχομαι από οικογένεια νομική. Οι γονείς μου ήταν και οι δύο δικηγόροι, και ο πατέρας μου και η μητέρα μου. Ο πατέρας μου προέρχεται από τη Μάνη, από όπου γεννήθηκε και ήρθε σε μικρή ηλικία στην Αθήνα, η μητέρα μου προέρχεται από μικρασιατική οικογένεια. Γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά ο πατέρας της ήταν πρόσφυγας του ’14 από την Πέργαμο της Μικράς Ασίας, όπως και η μητέρα της επίσης. Ο παππούς μου από τον πατέρα μου ήταν αγρότης κάτω από τη Μάνη και της μητέρας μου η οικογένεια, ο παππούς μου ήταν έμπορος, είχε καφεκοπτείο. Ερχόμενος στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία κατάφερε σύντομα σχετικά να αποκτήσει κατάστημα και να σταθεί εμπορικά και έτσι έζησε αυτός και η οικογένειά του. Εγώ μεγάλωσα εδώ πέρα, στο Βύρωνα. Εδώ γεννήθηκα, στο σπίτι αυτό, το 1952.
Έτσι. για τις αρχές με τις οποίες μεγάλωσες, για το περιβάλλον λίγα λόγια;
Ναι, βεβαίως. Από την οικογένεια του πατέρα μου υπήρχε μία αριστερή παράδοση, η οποία, παρόλο που είχε και κάποια τραγικά στοιχεία γιατί ο παππούς μου, ο πατέρας του πατέρα μου –του οποίου έχω και το όνομα–, δολοφονήθηκε το 1948 υπό άγριες συνθήκες από την Οργάνωση Χ, την ακροδεξιά οργάνωση, κάτω στη Μάνη, παρόλο που ο ίδιος δεν είχε την παραμικρή σχέση με την Αριστερά, ούτε καν ιδέες αριστερές δεν είχε… Και ο δε πατέρας μου και τα αδέρφια του είχαν μεν αριστερές ιδέες, αλλά δεν είχε ενεργό συμμετοχή στα γεγονότα τότε τα... ακόμα και της Αντίστασης και τα εμφυλιακά. Γιατί ο πατέρας μου, σαν έφεδρος αξιωματικός στον πόλεμο του ’40, όπου είχε ανδραγαθήσει –μάλιστα είχε παρασημοφορηθεί κιόλας– είχε τραυματιστεί και στη διάρκεια της Κατοχής δεν έλαβε μέρος σε κάτι, ας το πούμε, δεν ήταν σε θέση κιόλας να λάβει μέρος, τέλος πάντων, από κει. Κι αυτό βέβαια σημάδεψε την οικογένειά μου οπωσδήποτε στα μετεμφυλιακά χρόνια. Η οικογένεια της μητέρας μου, οι άνθρωποι ήταν κλασικοί Βενιζελικοί, ας το πούμε έτσι, του Ελευθέριου Βενιζέλου, κλασικοί κεντρώοι, ας το πούμε έτσι. Αυτό το οποίο, όμως, για μένα μέτρησε πολύ πάντα ήταν –και που πήρα– ήτανε οι λεγόμενες ηθικές αρχές. Το οποίο, στο οποίο έδινα πολύ μεγάλη σημασία. Τουλάχιστον με μια έννοια τιμιότητας, γιατί η τιμιότητα μπορεί να... ο καθένας να την εννοεί διαφορετικά φυσικά. Έδινα μεγάλη σημασία στο θέμα της εντιμότητας. Δηλαδή θα μου ήταν αδιανόητο, για παράδειγμα, να ανεχτώ τη δωροδοκία κάποιου, αργότερα στην επαγγελματική μου ζωή, ή γενικότερα το να βλάψω κάποιον άλλον, ας το πούμε έτσι, από αντιζηλία ή κάτι τέτοιο, ας το πούμε. Είναι κάποιες αρχές τις οποίες πήρα και απ’ το σόι της μητέρας μου που ήταν άνθρωποι που είχαν κάποιες ηθικές αρχές αρκετά σαφείς. Αλλά, οπωσδήποτε, σαφώς λόγω της οικογένειας του πατέρα μου και του αδερφού του πατέρα μου, από νέος είχα συμπάθεια στις αριστερές ιδέες, που ήταν βέβαια εν διωγμό όσο μεγάλωνα. Γιατί μιλάμε… είμαστε στη μετεμφυλιακή περίοδο, η Αριστερά η επίσημη είναι εκτός νόμου ή ημιεκτός νόμου, τέλος πάντων, τα χρόνια εκείνα, μέχρι τη δικτατορία που τίθεται τελείως εκτός νόμου. Η δικτατορία θα με βρει όταν είμαι 15 χρονών, μαθητής γυμνασίου την εποχή εκείνη, και βέβαια είναι κάτι που θα σημαδέψει και εμένα και όλη τη γενιά μου. Και όχι μόνο για το πολιτικό με τη στενή έννοια του όρου, θα απαγορευτεί και ό,τι υπήρχε από Αριστερά. Τότε οι άνθρωποι, γείτονές μας –το είδαμε αυτό– θα πάνε εξορία, έστω για μικρό χρονικό διάστημα είναι αλήθεια οι πιο πολλοί, ας πούμε, δε λέω, θα συλληφθούν ακόμα και λοιπά. Τότε είχαμε το φόβο μήπως συμβεί βέβαια και κάτι στον πατέρα μου, αν και δεν συνέβη είναι αλήθεια, δεν υπέστη κάτι επί δικτατορίας, να λέμε την αλήθεια. Αλλά ακούγαμε για τον κόσμο που είχε συλληφθεί, ξέρω γω, και όλα αυτά που γίνονταν τότε. Και, τέλος πάντων, αυτά όλα έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση νομίζω τη δική μου. Κυρίως μια αντιπάθεια έντονη στο συγκεκριμένο καθεστώς. Αν και, όπως φάνηκε εκ των υστέρων, πάρα πολλοί άνθρωποι αντιπαθούσαν το καθεστώς αυτό χωρίς να έχουν αριστερή καταβολή αναγκαστικά και λοιπά, γιατί μια στέρηση ελευθερίας, το να μην έχεις το δικαίωμα να μιλήσεις, να κριτικάρεις, να γκρινιάξεις έστω είναι κάτι που βάρυνε όλα αυτά τα χρόνια. Και έτσι φτάσαμε και ζήσαμε την εποχή της δικτατορίας τέλος πάντων. Επίσης, κάτι που έπαιξε ρόλο πρέπει να πω σ’ εμένα, στη διαμόρφωσή μου είναι ότι όταν ήμουνα... τόσο, 15 χρόνων περίπου, οι γονείς μου με στείλανε έξω εμένα και τον αδερφό μου, σε κάποια κατασκήνωση στη Γαλλία για να μάθουμε τη γλώσσα – κατασκήνωση Γαλλοπαίδων, ας το πούμε έτσι. Μας έκανε εντύπωση, έστω όσο καταλαβαίναμε, η ελευθερία που υπήρχε εκεί, ακόμα και προ του ’67 και προ της δικτατορίας, σε σχέση με την ελευθερία που υπήρχε εδώ πέρα στην Ελλάδα. Εδώ, επειδή πήγαινα αντίστοιχα σε κατασκήνωση και στην Ελλάδα, οι συνήθειες ήτανε… όλοι λέγανε: «Η κατασκήνωση σε προετοιμάζει για το στρατό, για να πας για το στρατό». Λέγανε κάτι τέτοια απίστευτα, ας το πούμε έτσι. Στη Γαλλία υπήρχε μια ελευθερία στα παιδιά εκεί πέρα και λοιπά, που πρέπει να περνάνε πολύ καλύτερα. Κι αυτό μας έκανε πάρα πολλή εντύπωση και με επηρέασε επίσης αυτό το πράγμα, ας πούμε έτσι. Ότι υπήρχε ένας άλλος κόσμος δηλαδή εκεί πέρα έξω στην Ευρώπη, τουλάχιστον στη Γαλλία που είδα εγώ, που περνούσε καλύτερα απ’ ό,τι εμείς, όχι μόνο υλικά αλλά και γενικότερα, ας το πούμε έτσι. Κι έτσι, τέλος πάντων, σαν μαθητής υπήρξα μάλλον καλός, όχι άριστος αλλά μάλλον καλός. Πήγα σ’ ένα σχολείο τότε που θεωρείτο καλό, το Βαρβάκειο, την εποχή εκείνη σαν γυμνάσιο. Και, τέλος πάντων, έδωσα... εκεί έφτασα να δώσω... Εκεί πέρα γινόταν κάποιες ψιλοκουβέντες μη φιλικές προς τη δικτατορία, αλλά υπήρχε το κλίμα, ήταν βαρύ παρ’ όλα αυτά. Φοβόσουνα, δεν εμπιστευόσουν κάποιους πέρα από αυτούς που ήξερες κάπως, που είχες πάει σπίτι τους, που τους ήξερες και λοιπά, ας το πούμε έτσι. Φοβόσουν το χαφιεδισμό, μη βρεις τον μπελά σου. Γιατί υπήρχε και η απειλή τα χρόνια εκείνα ότι μπορεί να σε αποβάλουν από το σχολείο για πολιτικούς λόγους, να μην μπορείς να δώσεις εξετάσεις, τις εισαγωγικές στα πανεπιστήμια. Και επειδή εγώ προερχόμουν από μία οικογένεια που και οι δύο γονείς μου είχαν σπουδάσει στη Νομική και οι δύο συγκεκριμένα, για μένα ήταν πολύ σημαντικό, θεωρούσα, το να μπορέσω να σπουδάσω, ας το πούμε έτσι. Και ακολούθησα την εποχή εκείνη –ήταν η μόδα κιόλας, ας πούμε– του Μηχανικού του Πολυτεχνείου. Εθεωρείτο τότε top σχολή την εποχή εκείνη, πρώτη σχολή πραγματικά. Γιατί ήταν η εποχή, υπήρχε οικοδομικός οργασμός ακόμα τα χρόνια, και της δικτατορίας ακόμα, και πολλοί μηχανικοί πλουτίζανε, να το πούμε πολύ απλά, ή έστω βγάζανε πολλά χρήματα. Κι αυτό είναι κάτι που τραβούσε, ας το πούμε έτσι, τον κόσμο. Επίσης, το υψηλό επίπεδο που έχει αναμφίβολα το Πολυτεχνείο σε επίπεδο Μαθηματικών, Φυσικής και λοιπά τραβούσε παιδιά προς τα εκεί. Δεν είναι τυχαίο ότι γνώρισα αρκετούς αργότερα –θα τα πούμε στη συνέχεια για τις σπουδές και λοιπά– οι οποίοι έβγαλαν το Πολυτεχνείο αλλά μετά δεν ενδιαφερθήκανε για το μηχανιλίκι για να βγάλουν λεφτά. Αλλά επειδή τους ενδιέφερε η επιστήμη αυτή καθαυτή, πήγαν στο εξωτερικό, στράφηκαν στη θεωρία απλώς και μόνο, ας πούμε, και πολλοί από αυτούς διέπρεψαν στο εξωτερικό, γίναν καθηγητές πανεπιστημίου σε ονομαστά πανεπιστήμια και λοιπά. Αυτά, τέλος πάντων. Στο Βαρβάκειο, στο μεταξύ, υπήρχε κι ένα πνεύμα «Όλοι για το Πολυτεχνείο». Επειδή υπήρχε και μία παράδοση του σχολείου αυτού προς τα εκεί, να το πούμε, και γι’ αυτό η τάση ήταν προς τα εκεί. Έφτασε το... έδωσα το ’70 εξετάσεις, δεν μπήκα την πρώτη χρονιά και πήγα ένα χρόνο στη Γαλλία τότε. Στη Γαλλία, βέβαια, κι εκεί οι σχολές μηχανικών έπρεπε να μπεις με εξετάσεις με σειρά επιτυχίας σκληρότατες, πιο σκληρές μπορώ να πω κι από τις ελληνικές. Αλλά έκανες μετά το λύκειο, έκανες δύο χρόνια το preparatoire, το προετοιμαστικό. Γράφτηκα στο προετοιμαστικό, έκανα ένα χρόνο, αλλά όταν το καλοκαίρι ήρθα στην Ελλάδα –τότε δίναμε Σεπτέμβριο τις εισαγωγικές εξετάσεις– λέω: «Δεν ξαναδοκιμάζω την τύχη μου;». Κι έκανα τα χαρτιά μου, πρόλαβα έκανα τα χαρτιά μου και ξαναέδωσα. Και προς μεγάλη μου έκπληξη –δεν το περίμενα πραγματικά γιατί δεν είχα προετοιμαστεί ιδιαίτερα πάλι– πέρασα και μάλιστα ικανοποιητικά, 55ος στους 110, στη Σχολή Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων, που εθεωρείτο τότε από τις πιο σκληρές για να μπεις στο Πολυτεχνείο την εποχή εκείνη, τέλος πάντων. Τότε ήμασταν ενιαία σχολή Μηχανολόγοι Ηλεκτρολόγοι Μηχανικοί.
Μες στο Πολυτεχνείο πια τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ήδη στη Γαλλία είχα δει, εντάξει, άκουγα διάφορα, παρόλο που είχαμε κι εκεί πολλή δουλειά. Εκεί, στα προετοιμαστικά τμήματα αυτά που είχα πάει διαβάζαμε πάρα πολύ. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε ένα πνεύμα ορισμένο λόγω του Μάη του ’68 που ήταν πρόσφατος, προ διετίας ουσιαστικά, και είχα... κουβεντιάζαμε διάφορα, υπήρχαν επιτροπές, κουβέντες γίνονταν και λοιπά, παρακολουθούσα διάφορα τέτοια. Δε λάμβανα μέρος σε [00:10:00]σημαντικά πράγματα, γιατί ων και αλλοδαπός είχαμε πάντα το φόβο μην τυχόν γίνει ένα επεισόδιο, συλληφθούμε, απελαθούμε στη χώρα μας, ώστε θα βρίσκαμε πολλαπλό μπελά στη χώρα μας όπως καταλαβαίνει κανείς. Τέλος πάντων, στην... Αλλά νομίζω ότι άκουσα αρκετά πράγματα εκεί πέρα, έτσι, σε ομιλίες που πήγαινα, σε συζητήσεις και λοιπά και παρακολουθούσα. Στη συνέχεια γύρισα στην Ελλάδα όταν μπήκα στο Πολυτεχνείο. Το πνεύμα πλέον ήταν τελείως διαφορετικό. Μπήκα το ’72 συγκεκριμένα. Ήδη είχαν αρχίσει οι πρώτες κινήσεις του λεγόμενου φοιτητικού και αντιδικτατορικού κινήματος, σε εμβρυώδη μορφή. Οι πρώτες κινήσεις ήτανε η προσπάθεια συλλογής υπογραφών για να γίνουν συνελεύσεις, επειδή τα διοικητικά συμβούλια στα σχολεία… στις σχολές ήταν διορισμένα, κάποιες κινήσεις για να γίνουν συνελεύσεις, με στόχο… αυτό το αίτημα που κυριαρχούσε ήταν: εκλογές ελεύθερες στους φοιτητικούς συλλόγους. Η δικτατορία δεν το επέτρεπε. Εγώ όταν μπήκα το ’72, λίγο μετά, τον... πρέπει να ήταν τέλη Νοέμβρη-αρχές Δεκέμβρη, κάπου εκεί πέρα, σε μία συγκέντρωση στο προαύλιο που διάφορα τραγούδια λεγότανε, καμιά φορά και κάνα σύνθημα –έτσι διακριτικά, όχι πολύ επιθετικά την εποχή εκείνη ακόμη– μπήκε μέσα η αστυνομία, χτύπησε πολύ κόσμο, συνέλαβε 12 άτομα, τους οποίους πέρασαν από δίκη μάλιστα. Λοιπόν, παιδιά που ήταν μέσα στις σχολές και λοιπά. Αυτό αύξησε την αγανάκτηση. Η δικτατορία αντέδρασε σε όλη αυτή την ιστορία με στρατεύσεις. Άρχισε να στρατεύει, να διακόπτει την αναβολή δηλαδή στράτευσης σε όσους έκρινε η Ασφάλεια ουσιαστικά. Στρατεύθηκαν, και μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι στρατεύθηκαν γύρω στα… 120 φοιτητές, αν θυμάμαι καλά, και εκ των οποίων δεν είναι τυχαίο ότι 12 από τους 120 ήταν απ’ τη Σχολή Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων Μηχανικών, που ήμασταν μια μικρή σχολή σχετικά σε αριθμό. Γιατί; Γιατί είχε υπήρχε –όπως τότε ακόμα δεν μετείχα σ’ αυτό, μετά το έμαθα από άλλους– η Φοιτητική Επιτροπή Αγώνα η παράνομη –που υπήρχαν σε κάθε σχολή– εκεί είχε μπει χαφιές. Ο οποίος έδωσε τα ονόματα, με αποτέλεσμα να στρατευτούν πάρα πολλοί άνθρωποι από εκεί. Απάντηση αυτού ήρθε μια... ήταν τον Φεβρουάριο η κατάληψη της Νομικής – ήταν η πρώτη απάντηση. Πήγαμε και από το Πολυτεχνείο, λάβαμε μέρος, κάτσαμε δύο μέρες μέσα εκεί, στη Νομική. Η αστυνομία μάς είχε κυκλώσει μεν απέξω, αλλά δεν μπήκε. Είχαμε κι οχυρωθεί μέσα, θα γινόταν μία σκληρή μάχη. Τέλος πάντων, μετά από δυο μέρες… Μάλιστα πεινάσαμε και αρκετά γιατί δεν είχαμε να φάμε τίποτα εκεί, όπως ήμασταν αποκλεισμένοι δεν είχαμε τρόφιμα και λοιπά, ας πούμε, υπήρχε κάποια πείνα αλλά, εντάξει, δεν ήταν αυτό, δε μας πίεσε ιδιαίτερα, σιγά τώρα. Και τελικά, μετά από δύο μέρες κατάληψης της Νομικής, συνθήματα και λοιπά φωνάζαμε και τέτοια, αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε τη Νομική και να βγούμε. Μάλιστα, όπως βγαίναμε για να φύγουμε υπήρξε θέμα μιας επίθεσης της αστυνομίας, την οποίαν σε κάποια φάση –όπως πληροφορήθηκα, αν και αυτό δεν το είδα με τα μάτια μου, μου το μετέφεραν ας το πούμε έτσι– την ενέκοψε μία ομάδα φοιτητών της Ιερατικής Σχολής διακόνων, ρασοφόρων, οι οποίοι έκαναν αλυσίδα μπροστά στους αστυνομικούς. Οι αστυνομικοί δίστασαν να χτυπήσουν ρασοφόρους, γιατί υπήρχε ακόμα ο σεβασμός προς την Εκκλησία, και μπορέσαν και φύγαν. Επικεφαλής αυτών των διακόνων που έδωσαν αυτή τη μάχη ήταν ένας πολύ αξιόλογος άνθρωπος, ο Τιμόθεος Λαγουδάκης –θα ’θελα να το αναφέρω το όνομά του–, ο οποίος μάλιστα είχε μιλήσει και στην κατάληψη της Νομικής και πολύ ωραία –μας είχε συγκινήσει όλους όπως μίλησε– και ο οποίος το καλοκαίρι του ’73 σκοτώθηκε σε ένα πολύ περίεργο και ύποπτο μέχρι σήμερα δυστύχημα αυτοκινητιστικό. Πολλά έχουν λεχθεί γι’ αυτό, δεν ξέρω βέβαια τίποτα, μπορεί να ήταν και όντως ατύχημα, μπορεί να ήταν και κάτι άλλο, να ’ταν δολοφονία. Δεν το ξέρω, δε θα το μάθουμε πιθανόν ποτέ. Τέλος πάντων, έτσι έληξε αυτή η κατάληψη της Νομικής. Είχε ένα αποτέλεσμα, γιατί η δικτατορία δεν έφερε πίσω τους επιστρατευμένους βέβαια, αλλά σταμάτησε τις στρατεύσεις, δε στράτευσε άλλους περαιτέρω. Λίγο καιρό αργότερα έγινε η δεύτερη κατάληψη της Νομικής. Εκεί ήτανε με αίτημα πάλι την επιστροφή των 120-τόσων συμφοιτητών μας που ήταν στρατευμένοι. Εκεί η αστυνομία χτύπησε πολύ άγρια, πραγματικά. Πρώτα απ’ όλα, οργανώθηκε καλύτερα. Δηλαδή η αστυνομία έπιασε τις πόρτες, ενώ στην πρώτη κατάληψη της Νομικής είχαμε προλάβει να αμπαρώσουμε τις πόρτες του κτηρίου της οδού Σίνα εκεί πέρα. Στη δεύτερη είχε πιάσει τις πόρτες η αστυνομία. Άρα οι φοιτητές ήταν στους πάνω ορόφους αλλά το ισόγειο το κρατούσε η αστυνομία. Και, δεύτερον, έκανε το εξής: Έφερε με γερανό και ανέβασε αστυνομικούς στην ταράτσα. Και ο κόσμος, χτύπησαν από δύο πλευρές τους φοιτητές που ήταν μέσα. Πολλοί χτυπήθηκαν, τέλος πάντων, έγιναν συλλήψεις, τέλος πάντων, και έτσι έληξε η κατάληψη βίαια, ας το πούμε.
Συγνώμη, στη δεύτερη κατάληψη ήσουν μέσα;
Δεν ήμουν, όχι, δεν ήμουν μέσα, όχι δεν ήμουν στη δεύτερη κατάληψη μέσα. Μπορώ να πω ότι ήμουν τυχερός γιατί θα είχα φάει ξύλο, θεωρώ ότι θα είχα φάει ξύλο κι εγώ. Έτυχε να μην είμαι στη δεύτερη κατάληψη μέσα εγώ αυτή τη φορά, ενώ ήμουν στην πρώτη. Στη συνέχεια, μετά από αυτό, έγινε μία διεύρυνση των Φοιτητικών Επιτροπών Αγώνα – τότε μπήκα κι εγώ σε μια τέτοια. Ήταν επιτροπές που λειτουργούσαν ανά σχολή την εποχή εκείνη, οι ΦΕΑ όπως τις λέγαμε, και εκεί πέρα συμμετείχαν διάφοροι, πραγματικά από διάφορους πολιτικούς χώρους. Δε λέγαν τότε. Όπως καταλαβαίνεις τότε κι αυτοί που ήταν οργανωμένοι –εγώ δεν ήμουν οργανωμένος τότε– δε λέγανε την πολιτική τους ταυτότητα. Βέβαια φαινόταν από τα λεγόμενά τους λίγο, το καταλαβαίναμε, είχαμε αρχίσει να αποκτούμε μια πείρα, αλλά… Δηλαδή υπήρχαν παιδιά που ήταν από το παράνομο του ΚΚΕ, που είχαν την παράνομη ΚΝΕ, ας το πούμε, και την οργάνωση Αντι-ΕΦΕΕ λεγόταν αυτή που είχαν αυτοί, που βγάζε κι ένα εντυπάκι μάλιστα που μοιράζανε, που ήταν προς το παράνομο ΚΚΕ. Υπήρχαν παιδιά που ήτανε από τον παράνομο Ρήγα Φεραίο, οι οποίοι ήταν του λεγόμενου ΚΚΕ Εσωτερικού την εποχή εκείνη. Και υπήρχαν και παιδιά τα οποία είχανε συμπάθειες προς τον μαοϊσμό ή προς το αναρχισμό ήταν αρκετοί, κάποιοι ήταν προς τον τροτσκισμό ή και κάποιοι δεν ήταν σε κανένα απ’ αυτά λίγο ως πολύ. Γενικά βέβαια με αριστερό λίγο ως πολύ πνεύμα, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, αλλά που δεν υπήρχαν, δεν ήταν σε κάποιον οργανωμένο χώρο. Οι ΦΕΑ αυτές λειτούργησαν αρκετά θετικά κατά τη γνώμη μου και προετοίμασαν γι’ αυτό που ήρθε στη συνέχεια. Βρισκόνταν τακτικά, οργανωθήκαν κάποιες μικρές, έτσι, εκδηλώσεις, ας πούμε, από πολύ απλά μέχρι το να κανονίσουμε για τη σχολή να πάμε όλοι μαζί ένα θέατρο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι στη Σχολή Μηχανολόγων είχαμε πάει όλοι και είδαμε στο Θέατρο Στοά του Θανάση Παπαγεωργίου, ήταν το έργο του Μάριου Πόντικα «Ο λάκκος και η φάβα». Όλο το θέατρο γεμάτο από φοιτητές της Σχολής Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων. Και εκεί, μάλιστα, μετά μιλήσαμε με τους ηθοποιούς λιγάκι στο τέλος, είχαμε μία συζήτηση και λοιπά που έβαζε κάποια πολιτικά προβλήματα, στο βαθμό που μπορούσε να τα βάλει, γιατί υπήρχε η λογοκρισία, τα πράγματα ήταν στριμωχτά. Αλλά όλα αυτά μας έδεναν μεταξύ μας αρκετά και είχαν ένα θετικό ρόλο. Γενικά πρέπει να πω ότι διατηρώ, και νομίζω και οι περισσότεροι, πολύ καλές αναμνήσεις από την εποχή εκείνη, παρά τις δυσκολίες τις εξωτερικές που υπήρχαν, παρά την πίεση που υπήρχε. Κάναν τότε απεργίες και λοιπά, διάφορες αποχές από τα μαθήματα και τέτοια πράγματα, άλλοτε με επιτυχία άλλοτε με αποτυχία ας πούμε, αλλά πήγε το πράγμα ομαλά. Και φτάσαμε στο καλοκαίρι του ’73.
Πριν πάμε εκεί, θα ’θελες να μου διηγηθείς αναλυτικότερα κάποιες μικρές τέτοιες δράσεις που μπορεί να είχατε, άλλες αναμνήσεις τέτοιες;
Ναι. Πρώτα από όλα, η πιο σημαντική δράση μετά τις καταλήψεις της Νομικής ήταν η αποχή από τις εξετάσεις. Το Πολυτεχνείο είχε κάθε Φεβρουάριο, είχε τις λεγόμενες «εξετάσεις προόδου» όπως τις λέγαμε. Και μετά, τον Ιούνιο ήταν οι εξετάσεις οι επόμενες. Εμείς κάναμε αποχή από τις εξετάσεις προόδου θυμάμαι. Αυτό ήταν κάτι το αρκετά δύσκολο για να γίνει, γιατί τι γινότανε; Για να περάσεις ένα μάθημα έπρεπε να πάρεις... έπαιρνες ένα βαθμό στην «πρόοδο» και μετά, Ιούνιο ή Σεπτέμβριο, έπρεπε να πάρεις τον συμπληρωματικό του ως προς 10. Άρα αυτό σημαίνει: Αν έπαιρνες στις εξετάσεις προόδου ένα 7 ή 8, πήγαινες για 2, το πέρναγες περίπατο το μάθημα. Αν όμως έπαιρνες ένα 2, μετά κυνηγούσες ένα 8. Άρα ήτανε κλειδί για τις σπουδές σου, ας το πούμε έτσι. Και επίσης τότε μεγάλη σημασία δίναμε –μεγαλύτερη νομίζω απ’ ό,τι μπορεί σήμερα– να μη χάσουμε χρονιά. Τότε έχανες χρονιά, δεν είναι ότι μετέφερες απεριόριστα προς τα πάνω. Μπορούσες να μεταφέρεις μέχρι 2 ή 3 μαθήματα αλλά ειδεμή έχανες χρονιά. Κι όλοι θέλαμε να τελειώσουμε, να βγούμε στο επάγγελμα και λοιπά, όπως και να το κάνεις, ας το πούμε έτσι. Λοιπόν, οι εξετάσεις προόδου που κάναμε είχαν ένα σοβαρό ρίσκο. Τέλος πάντων, είχαν όμως μια ικανοποιητική επιτυχία παρ’ όλα αυτά. Εντάξει, είχαμε ένα ποσοστό που πήγε και έδωσε, [00:20:00]άλλοι δε δώσανε. Τέλος πάντων, όμως είχε ένα ικανοποιητικό ποσοστό επιτυχίας και μάλιστα με δεδομένο το ρίσκο που υπήρχε και την πίεση που υπήρχε από την αστυνομία και λοιπά. Είχαμε εισόδους αστυνομίας μέσα, είχαμε ασφαλίτες μέσα στο... να κυκλοφορούνε μέσα στο Πολυτεχνείο συνέχεια –τους θυμόμασταν από τότε, ας πούμε, την εποχή εκείνη– οι οποίοι ειδοποιούσαν την αστυνομία όταν υπήρχε… κάτι βαρύτερο πήγαινε να γίνει. Κάτι σαν κι αυτό που είπανε πρόσφατα, που πήγανε να στήσουν, πανεπιστημιακή αστυνομία που πήγαν να στήσουν – τέλος πάντων, όπως κι ό,τι έγινε. Και, τέλος πάντων, κάναμε την αποχή αυτή με επιτυχία. Επίσης κάναμε συνελεύσεις εκεί πέρα, που ήταν αρκετά δύσκολο να γίνουν, οι οποίες ήταν συνελεύσεις οι οποίες κρατούσαν απίστευτες ώρες. Δηλαδή αρχίζαμε στις 10 το πρωί και τελειώναμε 8-9 το βράδυ, ξέρω 'γω, τέτοιες ώρες, πραγματικά. Στις οποίες διάφορα θέματα, τι κάνουμε από δω και πέρα και λοιπά. Επίσης, οι οργανώσεις οι παράνομες –δηλαδή τότε ήταν η Αντι-ΕΦΕΕ και ήτανε κι ο Ρήγας Φεραίος– βγάζανε διάφορα έντυπα που τα διακινούσαν κατά καιρούς, τα μοιράζανε, ας το πούμε έτσι, αλλά αυτό ήταν, εντάξει, μπορώ να πω περιορισμένο, ας πούμε, και περιορισμένο ακροατήριο είχε. Το σημαντικό αυτές οι μαζικές διαδικασίες που γινότανε, που κινητοποιούσαν πολύ μεγάλο ποσοστό των φοιτητών, πραγματικά εντυπωσιακά μεγάλο ποσοστό φοιτητών –όχι αναγκαστικά αριστερής τοποθέτησης, μπορώ να πω οι πιο πολλοί δεν ήταν αριστεροί άνθρωποι– λοιπόν που όμως κρατούσαν τον κόσμο σε εγρήγορση. Όλοι περιμέναν ότι κάτι θα γίνει, δηλαδή δεν είναι... δεν έγινε κάτι στη χρονιά μέσα μετά από αυτό, το πιο σημαντικό ήταν αυτή η αποχή που είπαμε από τις εξετάσεις, που καταλήξαν σε συμβιβασμό. Δηλαδή οι καθηγητές... Βέβαια, δεν έφεραν τα παιδιά πίσω από τους στρατευμένους, αλλά όμως τουλάχιστον, εντάξει, οι καθηγητές… Οι οποίοι, εντάξει, οι πιο πολλοί από αυτούς δεν έβλεπαν με αντιπάθεια τις κινήσεις πρέπει να πω, με εξαίρεση κάποιους που ήταν τοποθετημένοι υπέρ της δικτατορίας. Μάλιστα, κάποιους που είχαμε υπήρξαν και υπουργοί της δικτατορίας ακόμα, που είχαμε στο Πολυτεχνείο. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, οι περισσότεροι δεν το έβλεπαν με αντιπάθεια αυτό το πράγμα. Και, εντάξει, κάπου τους ενοχλούσε λίγο βέβαια η αναταραχή που γινότανε αλλά, τέλος πάντων, προσπαθούσαν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Και με το θέμα της «προόδου» επίσης λύθηκε συμβιβαστικά το θέμα, δε χάσαμε χρονιά, να το πω έτσι. Δηλαδή, με αποχή από την «πρόοδο» έχανες χρονιά, έπρεπε να πάρεις 10 μετά σε όλα τα μαθήματα για να περάσεις. Λοιπόν, και φτάσαμε στο καλοκαίρι του ’73. Το καλοκαίρι πάλι, παρόλο που υποτίθεται πως οι φοιτητές... Α, έγινε και κάτι, μου έχει μείνει αυτό το πράγμα. Γιορτάστηκε το χειμώνα του ’73, γιορτάστηκαν τα 100 χρόνια ή δεν ξέρω πόσα, τέλος πάντων, μία επέτειος από την ίδρυση του Πολυτεχνείου, έγιναν γιορτές. 100-120; Δε θυμάμαι κι εγώ πόσα χρόνια από την ίδρυση του Πολυτεχνείου. Το ’χε ιδρύσει... Όχι, παραπάνω από 100 πρέπει να ’ταν, γιατί το είχε ιδρύσει η βασίλισσα Αμαλία του Όθωνα, ας πούμε, άρα πρέπει να ήταν παλιό, σαν «σχολείο καλών και βαρβάρων τεχνών» –έτσι λεγόταν τότε, ήταν το πρώτο του όνομα– με επικεφαλής έναν Βαυαρό. Πρώτος πρύτανης του Πολυτεχνείου ήταν ένας Βαυαρός αξιωματικός του Mηχανικού. Λοιπόν, τέλος πάντων, εκεί πέρα λοιπόν είχαν καλέσει πανεπιστημιακούς απ’ όλον τον κόσμο για διάφορες γιορτές και λοιπά τη μέρα εκείνη. Πήγαμε, λοιπόν, τη μέρα αυτή. Εμείς είχαμε σκεφτεί να πάμε να κάνουμε καμία φασαρία, ας το πούμε, εκεί πέρα. Πάμε να μπούμε στο Πολυτεχνείο και τι να δούμε; Από το πρωί είχε πιάσει η αστυνομία τις εισόδους και δεν άφηνε τους φοιτητές να μπούνε στο Πολυτεχνείο. Οι εορτασμοί έγιναν με τους φοιτητές εκτός του Πολυτεχνείου, δηλαδή απαγορευόταν να μπούμε μέσα στο ιστορικό κτήριο του Πολυτεχνείου, ας το πούμε έτσι. Μάλιστα, θυμάμαι χαρακτηριστικά –αυτό μπορώ να το πω, το έζησα ο ίδιος– που λέμε σε κάτι αστυνομικούς εκεί, πάμε να μπούμε, λένε: «Εσείς τι είσαστε;» Λέμε, εγώ ήμουν με τέσσερις φίλους άλλους: «Εμείς είμαστε… φοιτητές είμαστε» «Τι; Φοιτητές; Έξω! Έξω!» Μας έσπρωξαν κακήν κακώς να φύγουμε. Και την είχαμε στήσει, δίπλα στο κλασικό στέκι ήταν ο κήπος του μουσείου. Ο καιρός ήταν καλούτσικος, την είχαμε στήσει εκεί πέρα στον κήπο του μουσείου. Και πίναμε ένα καφεδάκι. Και κάποια στιγμή βλέπουμε να ξεμπαρκάρει ένας κύριος και μας μίλησε αγγλικά. Γερμανός καθηγητής ήτανε, μας είπε ότι ήταν καθηγητής. Στην αρχή ήμασταν λίγο φιλύποπτοι μήπως είναι τίποτα βαλτός, αλλά μετά του μιλήσαμε. Μας ρώτησε: «Ρε παιδιά, τι συμβαίνει εδώ πέρα; Εγώ», λέει, «είμαι κάποιος καλεσμένος εδώ πέρα», από κάποιο γερμανικό Πολυτεχνείο ήταν ο άνθρωπος, «αλλά ακούω πράγματα, θέλω να μάθω τι συμβαίνει». Του τα είπαμε, τέλος πάντων, τα κατέγραψε ο άνθρωπος, μας το είπε ότι τα κατέγραψε. Μάλιστα είχε ένα μαγνητοφωνάκι, έτσι, δημοσιογραφικό και τα κατέγραψε, μας το έδειξε από την αρχή, και έφυγε κι ο άνθρωπος, εντάξει, έχοντας πάρει μια εικόνα. Λέει: «Δεν πάω σε αυτούς εκεί μέσα. Για μένα», λέει, «εορτασμός είναι αυτό που γίνεται εδώ, όχι αυτό που γίνεται εκεί μέσα». Τέλος πάντων, αυτά τα πράγματα και μας δίναν, έτσι, παρ’ όλα αυτά, ένα κουράγιο, ας το πούμε έτσι. Γιατί το πιο σημαντικό, νομίζω, την εποχή εκείνη, έπειτα από εφτά χρόνια παγωμάρας και φόβου, το σημαντικότερο είναι να ξαναποκτήσει ο κόσμος θάρρος. Και νομίζω ότι σ’ αυτό όλη μας η προσπάθεια ήτανε πώς θα μπορέσουμε να σπάσει το φόβο. Και νομίζω πως και με τα μικρά αυτά πράγματα, το θέατρο, τις μικροαποχές, τις συνελεύσεις –γιατί έτσι περάσει η χρονιά, ας το πούμε, έτσι αυτή– νομίζω, ναι, ότι συμβάλανε στο να σπάσει ο φόβος και θα φαινόταν αυτό στη συνέχεια. Ήρθε το καλοκαίρι, σκορπίσαμε. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί φοιτητές κρατούσαμε επαφή λιγάκι από δω και από κει. Οι παράνομες επιτροπές συνεδρίαζαν. Τουλάχιστον όσοι ήμασταν στην Αθήνα, που ήταν αρκετοί που ήταν εξ Αθηνών, ας το πούμε, συνεδριάζανε και μέχρι και κάτι εκδρομούλες οργανώναμε. Μια φορά οργανώσαμε μια μεγάλη εκδρομή στην Αρτάκη της Χαλκίδας –το θυμάμαι ακόμη– που ήτανε εκατοντάδες φοιτητές εκεί. Είχαμε νοικιάσει, με πούλμαν δηλαδή είχαμε πάει εκεί πέρα, κάτσαμε εκεί πέρα λίγο, τραγουδήσαμε, κάναμε τις βόλτες μας και γυρίσαμε πίσω. Όλα αυτά μας έδεναν όμως. Κι έτσι φτάσαμε στην επιστροφή του Σεπτεμβρίου του ’73. Και εκεί, βέβαια, τα γεγονότα... Το καλοκαίρι, βέβαια, έγιναν και πράγματα το ’73. Έγινε το Κίνημα του Ναυτικού, το οποίο μπορεί να μην είχε σχέση μ’ εμάς άμεσα, ας πούμε, παρ’ όλα αυτά έδωσε μια εικόνα, τέλος πάντων, ότι υπάρχουν κι άλλοι που κινούνται εναντίον. Επίσης, υπήρχε η αναταραχή στα Μέγαρα. Στα Μέγαρα είχε συμβεί το εξής. Ότι ο επιχειρηματίας Στρατής Ανδρεάδης ήθελε να απαλλοτριώσει όλη την έκταση γύρω από την Πάχη Μεγάρων και να φτιάξει μεγάλα εργοστάσια έλεγε, εργοστάσιο αλουμίνας συγκεκριμένα. Οι χωρικοί δε θέλαν να του παραχωρήσουν τα κτήματά τους, η κυβέρνηση έκανε αναγκαστική απαλλοτρίωση, πήγανε μπουλντόζες και γκρεμίζανε ελιές, οι άνθρωποι εκεί πέρα ξεσηκώθηκαν. Εντωμεταξύ, οι Μεγαρίτες ειρήσθω εν παρόδω, είχανε συντηρητική παράδοση, τα Μέγαρα ήταν συντηρητική περιοχή, ας το πούμε έτσι. Έγινε χαμός. Γιατί πρώτη φορά έβλεπα δηλαδή, ας πούμε, ότι μια κυβέρνηση που κάποιοι τη βλέπαν με συμπάθεια, τέλος πάντων, εκεί στρεφόταν εναντίον τους. Κάποιοι πήραν μέχρι και κυνηγετικά, έγινε μεγάλη φασαρία εκεί πέρα κάτω. Όλα αυτά είχαν δημιουργήσει μία αναταραχή, ένα κλίμα, τέλος πάντων. Και φτάσαμε, λοιπόν, όταν ξανάρχισαν τα μαθήματα και εκεί απότομα κυκλοφόρησε μία βδομάδα... Μπαίναμε στο Νοέμβρη. Είχαμε, δώσαμε τις εξετάσεις του Σεπτεμβρίου πρώτα από όλα και μετά άρχισαν τα μαθήματα τον Οκτώβριο. Εκεί που μπαίναμε στο Σεπτέμβρη, διαδόθηκε ότι θα γινότανε μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου στο 1ο Νεκροταφείο. Και έπεσε... Εντωμεταξύ, υπήρχανε ανάμεικτα αισθήματα γιατί επειδή –τουλάχιστον στις παράνομες τις Φοιτητικές Επιτροπές Αγώνα που ήμουν– γιατί πολλοί βλέπαμε αρνητικά, να το πω έτσι, την κληρονομιά του Γεωργίου Παπανδρέου, λόγω του ρόλου του κυρίως στα γεγονότα του Δεκέμβρη του ’44 και λοιπά. Εν πάση περιπτώσει όμως, πολλοί είπαν ότι: «Παιδιά είναι μία ευκαιρία που δεν πρέπει να χάσουμε, δεν έχουμε πολλές ευκαιρίες να εκφραστούμε δημόσια». Και έτσι έπεσε γραμμή, ας το πω έτσι, να πάμε. Και να μην τα πολυλογώ, στο μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου βρέθηκαν χιλιάδες φοιτητές εκεί πέρα, κυρίως φοιτητές –πέρα από κάποιους πολιτικούς που βγάζουν λόγους και λοιπά στον τάφο του Γεωργίου Παπανδρέου– οι οποίοι με τη λήξη του μνημοσύνου κατέβηκαν από την οδό Αναπαύσεως προς τα κάτω προς τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Εκεί έγινε... η αστυνομία προσπάθησε να φράξει το δρόμο και έγινε μία συμπλοκή. Ήτανε η πρώτη φορά που γινόταν μία μαζική συμπλοκή πια με την αστυνομία. Όχι απλώς και μόνο κυνηγητά και τέτοια πράγματα που είχαμε μέχρι τότε, ας το πούμε έτσι. Να μην τα πολυλογώ, έσπασε ο κλοιός της αστυνομίας. Ήταν η πρώτη φορά που το κάναμε αυτό το πράγμα, δηλαδή το αίσθημα ήταν απίστευτο. Όταν έβλεπες τους αστυνομικούς να φεύγουν τρέχοντας, να διαλύονται τρέχοντας και να περνάμε μπροστά, το αίσθημα ήταν απίστευτο που είχαμε εκείνη τη στιγμή, δηλαδή ακόμα το θυμάμαι. Βέβαια, λίγο παρακάτω όταν φτάσαμε στην Πύλη του Αδριανού, ήταν εκεί ο αρχηγός αστυνομίας, ο Χρηστολουκάς, ο οποίος με πυροβολισμούς στον αέρα και με «Π» και ανασύνταξη των αστυνομικών, μας έσπρωξε πίσω, εντάξει. Από κει, εκεί σκορπίσαμε, δηλαδή μία ομάδα κατάφερε και πέρασε και έφτασε μέχρι τον Άγνωστο Στρατιώτη, μία άλλη ομάδα κατέβηκε προς την Συγγρού και έστησε κάποιο πρόχειρο οδόφραγμα με κάτι υλικά που βρήκε από μια οικοδομή –εντάξει, αυτό διαλύθηκε γρήγορα– και μια άλλη ομάδα έκανε προς τα πίσω, προς το νεκροταφείο, και έφυγε από τους οδούς τους [00:30:00]άλλους, ας το πούμε έτσι. Εγώ βρέθηκα στην τρίτη ομάδα με ένα φίλο μου και μάλιστα μας συνέβη το εξής. Αφού πέρασε λίγη ώρα, αποφασίσαμε να φύγουμε για να γυρίσουμε σπίτι μας. Και όπως στρίψαμε πάλι στην Πύλη του Αδριανού εκεί, απ’ την πλευρά των στηλών του Ολυμπίου Διός, στην Πύλη του Αδριανού, βλέπουμε με έκπληξη ότι ήταν μαζεμένο μεγάλο πλήθος αστυνομικών οι οποίοι ήταν από τα επεισόδια. Έβλεπα κάποιοι από αυτούς είχανε ακόμη και αίματα, ελαφρά τραύματα και λοιπά, γιατί είχε πέσει και πετροπόλεμος και τέτοια με τους αστυνομικούς. Λοιπόν, μαγκωθήκαμε, αλλά λέμε: «Τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω. Αν κάνουμε να φύγουμε θα μας πιάσουνε». Και προχωρήσαμε κάνοντας τους αδιάφορους, περάσαμε κοντά στους αστυνομικούς –όχι ανάμεσά τους, κοντά τους–, δε μας πιάσανε και τη γλιτώσαμε. Είχαν συλληφθεί καμιά δωδεκαριά άτομα και την άλλη μέρα τους πέρασαν δίκη για αυτόφωρο και οι δικαστές τούς αθώωσαν όλους. Έκανε πολλή εντύπωση αυτό το πράγμα, δηλαδή... Μάλιστα γίνανε διάφορα εύθυμες φάσεις στο δικαστήριο, του στυλ ένας αστυνομικός να καταθέτει για κάποιον από αυτούς τους συλληφθέντες: «Με εξύβρισε». «Δηλαδή, πώς σε εξύβρισε;» «Με είπε μπάτσο!» «Το “μπάτσος” είναι εξύβριση;» «Γιατί είναι εξύβριση;» «Πώς είναι εξύβριση;» και λοιπά. Τελικά τους αφήσανε. Αυτό δημιούργησε, τέλος πάντων, εντυπώσεις. Και φτάσαμε στις 14 Νοεμβρίου έτσι. Στις 14 Νοεμβρίου... Στο μεταξύ, είχανε… Ψέματα! Στο μεταξύ, έγιναν συνελεύσεις μες στον Οκτώβριο στις διάφορες σχολές, τουλάχιστον του Πολυτεχνείου, και εκλεγήκανε… Επειδή τα διοικητικά συμβούλια του Πολυτεχνείου, παρά το αίτημά μας για εκλογές –το οποίο δεν το αφήνανε με τίποτα βέβαια– δεν ήτανε, δε λειτουργούσανε, δε μας αφήναν να τα εκλέξουμε, εκλέξαμε πενταμελείς επιτροπές. Και, μάλιστα, επειδή ήταν 5 τα έτη των σπουδών, συνήθως βάζαμε έναν από κάθε έτος, ας το πούμε έτσι, στις πενταμελείς. Στην πενταμελή των Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων Μηχανικών εκλέχτηκα εγώ από το έτος μου. Λοιπόν, και ειδοποιηθήκαμε εκείνη τη μέρα το πρωί ότι θα ερχόταν στο... Είχε σχηματιστεί η κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Υποτίθεται πως ο Παπαδόπουλος προσπαθούσε να κάνει ένα φιλελευθερισμό, όπως λέγανε, κάπως να ανοίξει το καθεστώς, αλλά ελεγχόμενα. Λοιπόν… ότι θα ερχότανε ο υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Μαρκεζίνη, ένας Σιφναίος ονόματι, για να μιλήσει μαζί μας, λοιπόν, για να διαπραγματευτούμε, ας πούμε. Από τη Σχολή Μηχανολόγων έτυχε να λείπουν οι άλλοι τέσσερις και έτσι πήγα εγώ στη διαπραγμάτευση αυτή. Στην Πρυτανεία μέσα ήτανε, πρύτανης ήταν ο καθηγητής Κονοφάγος των Μεταλλειολόγων Μηχανικών. Και, λοιπόν, εκεί ήτανε εκπρόσωποι από όλες τις σχολές, ήμασταν από όλες τις σχολές του Πολυτεχνείου, και ο υποφαινόμενος ανάμεσα στα άλλα, εκπροσωπούσα τη σχολή Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων Μηχανικών. Ο Σιφναίος αυτό που προσπάθησε να μας πει είναι: «Βρε παιδιά, μην επιμένετε για εκλογές τώρα, εκλογές θα...» Κάτι άλλο. Λίγο πριν, είναι αλήθεια, η κυβέρνηση Μαρκεζίνη έβγαλε εντολή να αφεθούν από το στρατό όλοι οι στρατευθέντες. Τους αφήσαν τους 120 αυτούς που είχαν στρατεύσει. Λέει: «Ρε παιδιά, αφήστε το τώρα, προσπαθούμε να κάνουμε μια φιλελευθεροποίηση, πιεζόμαστε, τα πράγματα είναι δύσκολα, μη μας πιέζετε κι εσείς περαιτέρω. Σε μερικούς μήνες θα σας αφήσουμε να κάνετε και εκλογές, αφήστε τώρα». Και μάλιστα είπαν και μία ιδέα: «Αν θέλετε, να διορίσουμε διοικητικά συμβούλια από τους αριστούχους, από τους πρώτους κάθε έτους». Η απάντηση ήταν βέβαια κάθετη. Από την πλευρά μας απάντησαν: «Αυτά γίνονται στη Σχολή Ευελπίδων, σ’ εμάς δεν πρόκειται να γίνουνε». Λοιπόν, τότε εμείς αρνηθήκαμε, είπαμε: «Θα συνεχίσουμε με τις κινητοποιήσεις» και λοιπά «μέχρι να μας αφήσετε να κάνουμε εκλογές». Ο Σιφναίος θύμωσε και είπε... Όχι. Πριν μιλήσει ο Σιφναίος μάλιστα είπανε... μίλησαν όλοι οι εκπρόσωποι των σχολών, μίλησα κι εγώ, τελευταίος μάλιστα –γιατί ήμουνα τότε ήμουνα δευτεροετής τότε, μόλις είχα μπει στο δεύτερο έτος κι ήμουνα ο νεότερος εκεί μέσα στην αντιπροσωπεία του Πολυτεχνείου, ας πούμε– κι είπα: «Κύριε υπουργέ», δεν ξέρω κι εγώ τι να πω εκείνη την ώρα. Λέω: «Αφού βλέπετε πώς έχει η κατάσταση, θέλετε τα πράγματα να γίνουνε χειρότερα;» Οπότε όλως περιέργως τσαντίστηκε ο υπουργός, ίσως από αυτό που είπα εγώ, ίσως βέβαια και από την γενικότερη κουβέντα μάλλον, δε νομίζω ειδικά από αυτό που είπα εγώ ,ας πούμε. Χτύπησε το χέρι του στο χέρι: «Να ξέρετε ότι εγώ δε φοβάμαι εδώ μέσα!» Και έληξε έτσι η σύσκεψη με τον κύριο υπουργό, τον κύριο Σιφναίο. Βγήκαμε έξω, λέμε: «Τι κάνουμε τώρα;» Αμέσως η σκέψη ήταν: «Ξεσηκώνουμε τους φοιτητές». Τρέξαμε στους ορόφους όλοι, ο καθένας στη σχολή του, πάνω κάτω, μπαίναμε μέσα στις τάξεις μιλάγαμε στα παιδιά για τι συνέβη και τους καλούσαμε να κατέβουν κάτω. Και πραγματικά έβλεπες από τα κτήρια του Πολυτεχνείου να κατεβαίνει ποτάμι κόσμος, πραγματικά. Όλοι κάτω στο προαύλιο, φωνές, κακό. Μάλιστα ακούω ότι ακούστηκε η ιδέα να πιάσουμε όμηρο το Σιφναίο. Έφευγε, να φεύγει τώρα, φαντάσου, μέσα στο κτήριο του Πολυτεχνείου να φεύγει με μία Mercedes εκεί πέρα τι ήταν ο Σιφναίος, ας πούμε. Κάποιοι να τρέχουν από πίσω. «Πιάστε τον!» Βγήκε από την πλαϊνή πόρτα προς Τοσίτσα και έφυγε άρον άρον ο κύριος υπουργός. Και, τέλος πάντων, εκεί είχε πια πλημμυρίσει το προαύλιο με κόσμο που φώναζε συνθήματα, τραγουδούσε διάφορα και λοιπά. Κυρίως την «Ξαστεριά» και ορισμένα άλλα τέτοια τραγούδια, ακόμα δεν τολμούσαμε ανοιχτά μέχρι τότε να τραγουδήσουμε τραγούδια του Θεοδωράκη, για να καταλάβεις το κλίμα. Λέγαμε διάφορα άλλα, του Μαρκόπουλου, ξέρω γω, του Ξαρχάκου και λοιπά, αλλά του Θεοδωράκη ακόμα φοβόμαστε. Γιατί ήτανε ποινικό αδίκημα να τραγουδήσεις Θεοδωράκη με νόμο της δικτατορίας. Λοιπόν, εκεί τι να κάνουμε, από το μεσημέρι και μετά είπαμε να γίνουνε συνελεύσεις στις σχολές για να δούμε τι θα κάνουμε από δω και πέρα, πώς θα συνεχίσουμε τον αγώνα, γιατί αυτοί δεν πρόκειται να υποχωρήσουν, να μας παραχωρήσουν κάτι. Γίναν αυτές οι συνελεύσεις. Αλλά, στο μεταξύ, στη Νομική, που ήταν μαζεμένα αντίστοιχα κάποια παιδιά εκεί πέρα, κάποιοι φοιτητές, ήρθε μία είδηση ότι μπήκε μέσα στο Πολυτεχνείο η αστυνομία και βαράει – που ήταν λανθασμένη είδηση, δε συνέβη κάτι τέτοιο. Ήρθε μία ομάδα, ξεκίνησε μία πορεία προς το Πολυτεχνείο, πάνω από 200 άτομα ήτανε, και ήρθε προς τα εκεί και η οποία χτυπήθηκε από την αστυνομία και μπήκανε μέσα άρον άρον αυτοί για να προστατευτούν. Κλείσαμε τις πόρτες και ήτανε μέσα αυτοί. Απέξω η αστυνομία βέβαια, εννοείται. Και οι συνελεύσεις συνεχιζόνταν, αυτοί ήταν στο προαύλιο, φωνάζαν συνθήματα και λοιπά. Από αυτούς τους 200, που ήταν κυρίως Νομικής και άλλων σχολών, έπεσε μία πρώτη ιδέα για κατάληψη του Πολυτεχνείου, έπειτα… με την ανάμνηση της κατάληψης της Νομικής που είχε γίνει παλιότερα, ας το πούμε έτσι, όπου εκεί μετείχε και κόσμος από διάφορες άλλες σχολές. Όταν ήρθε αυτό στις συνελεύσεις, στην αρχή υπήρξε δισταγμός και, μάλιστα, το δισταγμό τον εκφράζανε κυρίως άτομα από τα παράνομα του ΚΚΕ και του ΚΚΕ Εσωτερικού. Δεν είχαν αυτό το σχεδιασμό, εν πάση περιπτώσει, αυτοί θεωρούσαν ότι πρέπει να πάει το κίνημα σιγά σιγά, να μην κορυφωθεί ακόμα και λοιπά. Αλλά το κλίμα ήτανε, παρ’ όλα αυτά, έτσι… Είπαμε: «Όχι, δεν πειράζει, να αποχωρήσουμε όλοι μαζί από το Πολυτεχνείο και θα δούμε, τέλος πάντων. Στη συνέχεια θα κλιμακώσουμε τον αγώνα». Βγαίνοντας έξω, όμως, πια είχε μαζευτεί πλήθος αρκετό και απέξω ήταν η αστυνομία. Και μπήκε ένα δεύτερο πρόβλημα: «Πώς να βγούμε; Θα φάμε ξύλο από την αστυνομία» που ήταν μαζεμένοι απέξω. Βγήκανε κάποιοι να διαπραγματευτούν με την αστυνομία ότι: «Ρε παιδιά, κάντε πιο πίσω για να μπορέσουμε να βγούμε, να πείσουμε τον κόσμο να βγει». Ο τότε αρχηγός της αστυνομίας, ο Χρηστολουκάς, παρών ο ίδιος εκεί, έδωσε τη διαταγή η αστυνομία να τραβηχτεί στην Κάνιγγος. Και εκεί αρχίζει η κουβέντα τώρα στο προαύλιο έξω, ότι να φύγουμε, να μη φύγουμε, να κάτσουμε, να φύγουμε, μία σύγχυση τεράστια πραγματικά, ας πούμε. Εκείνη την ώρα οι πιο πολλές συνελεύσεις, πρέπει να πούμε, των φοιτητών ήταν μάλλον για να φύγουμε. Της Αρχιτεκτονικής πήρε θέση: προχωράμε σε κατάληψη. Και ενώ, λοιπόν, συζητάγαμε στην αυλή εκεί πέρα στο προαύλιο τι να κάνουμε –και έντονα μάλιστα, τσακωνόμασταν ουσιαστικά τι να κάνουμε– λέει: «Για κοιτάξτε έξω τι γίνεται, ρε παιδιά!» Μόλις είχε αποτραβηχτεί η αστυνομία, είχε μαζευτεί έξω ένα αξιόλογο πλήθος κόσμου που φώναζε, ζητωκραύγαζε και λοιπά, ας το πούμε έτσι. Και έτσι ξεκίνησε η κατάληψη. Τέλος πάντων, κάτσαμε εκεί πέρα τρεις μέρες, τα γεγονότα λίγο ως πολύ είναι τόσο γνωστά και διατυπωμένα που δεν ξέρω έχει μεγάλη σημασία να τα αναφέρω.
Νομίζω... Εμένα με ενδιαφέρει εσύ πώς τα έζησες.
Εντάξει, θα σου πω. Εκεί πέρα, ένα πρώτο πρόβλημα, επειδή είχαμε την εμπειρία... Πιάναμε συνθήματα, φωνάζαμε, δημιουργούνταν μικρές ομαδούλες από δω από κει, στην αρχή ήταν τελείως μία κατάσταση, ας το πούμε, έτσι αρκετά ανοργάνωτη, σποντανεϊκή, ας το πούμε. Ερχόταν κόσμος αρκετός μέσα, πιάναν την κουβέντα, μιλάγανε δυο τρία παιδιά και επίσης σιγά σιγά προχωράγανε τα συνθήματα –μου ’κανε εντύπωση το πώς προχωράγαν– δηλαδή πέφτανε... Επίσης, άρχισαν να βάζουν μουσική Θεοδωράκη πια. Ήταν η πρώτη φορά σε φοιτητικές κινητοποιήσεις τότε που δε φοβηθήκαμε να βάλουμε μουσική Θεοδωράκη κατευθείαν. Επίσης μία ομάδα, βρέθηκα κι εγώ ανάμεσά τους, πιάσαμε πήγαμε στο εργαστήριο. Στη Σχολή Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων υπήρχε το εργαστήρι ασυρμάτου τηλεπικοινωνίας κι εκεί πέρα στήσαμε τον πομπό. Κα[00:40:00]ι άρχισαν κάποιοι να εκπέμπουν έτσι σιγά σιγά. Σε πρώτη φάση έπιανε πολύ κοντά, δεν ήταν επιτυχημένο. Αλλά έφτασε κάποιος ραδιοερασιτέχνης εκεί πέρα, ο οποίος βοήθησε –ήμουν παρών λίγο ως πολύ στην προσπάθεια που έγινε– με τις κεραίες και λοιπά να αυξήσουμε την εμβέλεια, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να πιάνουμε όλη την Αθήνα. Αυτά γίνανε μέσα στο απόγευμα της πρώτης μέρας της κατάληψης, ας το πούμε έτσι.
Αυτό πώς το αντιλαμβανόσασταν, μέχρι πού πιάνει;
Δεν το αντιλαμβανόμασταν. Από πληροφορίες, αναγκαστικά από πληροφορίες, δεν είχαμε άλλο τρόπο, δεν μπορούσαμε να το καταλάβουμε. Τεχνικά δεν μπορούσες να το δεις μέχρι που φτάνει, αλλά από πληροφορίες. «Στην Καλλιθέα ακούγεται», μάλιστα θυμάμαι και τα τηλεφωνήματα: «Έλα, στην Καλλιθέα ακούω». «Έλα», ξέρω γω, «στην Αγία Παρασκευή ακούω» και λοιπά. Από τηλεφωνήματα και τέτοια. Επίσης, ένα άλλο που κάναμε ήτανε που βρήκαμε σε κάποιες έδρες πολυγράφους, για να τυπώνεις σημειώσεις φοιτητών και λοιπά, και αρχίσαμε να τυπώνουμε διάφορα τρικ και τέτοια. Αλλά εκείνο το οποίο ήταν εντυπωσιακό είναι που πάρα πολλά παιδιά καθόντανε και γράφανε τρικ με συνθήματα, δυο τρία συνθήματα, με τα χέρια. Διότι, αυτό λέχθηκε χαρακτηριστικά, ότι το Πολυτεχνείο γέμισε τρικ ή μάλλον χέρια που γράφανε τρικ συνέχεια, τα οποία τα ρίχνανε στους δρόμους από δω, από κει, ένα γύρω. Έβλεπες, ερχόντανε παιδιά γύρω από ακόμα και από συνοικίες και λοιπά, παίρνανε όσα ήταν έτοιμα και βγαίναν έξω τα μοιράζανε. Επίσης, όταν περνούσε κάνα τρόλεϊ του κόλλαγαν επάνω του, στερεώνανε όπως όπως επάνω του, ας πούμε, αυτά. Ένα άλλο, που επίσης που μου έχει μείνει, είναι που τότε καταλάβαμε, ανοίξαμε το γραφείο του κυβερνητικού επιτρόπου. Ποιος ήταν αυτός; Σε κάθε σχολή η δικτατορία έβαζε έναν σαν κυβερνητικό επίτροπο, ήτανε ο άνθρωπος της δικτατορίας μέσα στη σχολή, στο ίδρυμα. Ήταν ένας Μπεληγιάννης –αυτοί γενικά ήταν αξιωματικοί ανώτεροι εν αποστρατεία– κάποιος Μπεληγιάννης ήταν σ’ εμάς συγκεκριμένα ο κυβερνητικός επίτροπος. Μπήκα στο γραφείο του, το ’χαν ανοίξει ήδη. Ήταν βέβαια σαν να έχει περάσει μέσα από το γραφείο αυτό σαν να έχει μπει ρινόκερος μέσα, ήτανε… είχανε σπάσει τα συρτάρια και λοιπά. Βρέθηκαν αρκετά έγγραφα μέσα εκεί πέρα με ονόματα καταδοτών και τέτοια πράγματα, τα οποία αργότερα στη συνέχεια ακουστήκανε, ας το πούμε, και πιο έξω. Ακόμα και συνεδριάσεις, ακόμα βρέθηκαν ακόμα πρακτικά συνεδρίασης εκεί πέρα. Υπήρχε μία οργάνωση που τη λέγανε Κόμμα 4ης Αυγούστου, της οποίας επικεφαλής ήταν ο Κωνσταντίνος Πλεύρης, ο πατέρας του σημερινού υπουργού Υγείας. Και βρέθηκαν πρακτικά συνεδρίασης της οργάνωσής τους στο Πολυτεχνείο, ας πούμε, που εκεί πέρα αναφέρανε πώς πρέπει να κινηθούνε για να υποστηρίξουν το καθεστώς και τέτοια πράγματα, ας το πούμε έτσι. Πραγματικά δηλαδή ερχόνταν στην φόρα πολλά. Τέλος πάντων, τρέχαμε από δω από κει. Επίσης, ένα άλλο θέμα, επειδή μας απασχολούσε από την εποχή της Νομικής το να μην πεινάσουμε, είχαμε καταλάβει το εστιατόριο του Πολυτεχνείου, όπου εκεί πέρα μία αρκετά μεγάλη ομάδα παιδιών άρχισε να μαγειρεύει και μοιραζόταν συσσίτιο κανονικά. Και αυτό που ήταν εντυπωσιακό είναι πως ερχόταν αυτοκίνητα με ανθρώπους απέξω, οι οποίοι φέρναν τρόφιμα. Δηλαδή από τρόφιμα ειδικά φέρναν συνέχεια, δηλαδή δεν πεινάσαμε καθόλου, να μην πω φάγαμε και καλά, γιατί συνέχεια ερχόταν τρόφιμα απέξω. Φάρμακα επίσης ερχότανε από διάφορους ανθρώπους. Σταματούσαν αυτοκίνητα απέξω, Ι.Χ., «Παιδιά έχω αυτό», έδινε κάποιες σακούλες με τρόφιμα. Κάποιοι έδιναν χρήματα επίσης, μαζεύτηκε ένα ποσό χρημάτων εκεί μέσα, αν και δεν πολυχρειάστηκε αλλά τέλος πάντων. Γενικά υπήρχε δηλαδή μία μεγάλη, βρίσκαμε μία συμπαράσταση του κόσμου που ήταν πολύ εντυπωσιακή. Φτάνοντας στις 16 πια, εκεί πια είχε γεμίσει το σύμπαν. Δηλαδή η κατάληψη έγινε το βράδυ στις 14, ήταν 15, ως τις 16 πια ερχόνταν σχολεία, είχαν κλείσει σχολεία, έβλεπες μαθητές κυκλοφορούσαν μέσα, με τις ποδιές μαθήτριες και λοιπά – ήταν η ποδιά ακόμα στα σχολεία, τουλάχιστον στις κοπέλες. Πάρα πολύς κόσμος μέσα και τρέχανε πέρα δώθε, ας το πούμε, όλοι προσπαθώντας κάτι να οργανώσουνε. Τότε οργανώθηκε σιγά σιγά, δημιουργήθηκε η συντονιστική επιτροπή της κατάληψης του Πολυτεχνείου τότε από συνελεύσεις ανά σχολή. Μαζευτήκαμε σε συνελεύσεις ανά σχολή σε αίθουσα, βγάλαμε κάποιους εκπροσώπους δυο τρεις, και δημιουργήθηκε η συντονιστική της κατάληψης του Πολυτεχνείου. Και ανατεθήκανε και διάφορα επί μέρους καθήκοντα. Κάποιοι ανέλαβαν υπεύθυνοι του πομπού, εγώ είχα αναλάβει συγκεκριμένα υπεύθυνος για την φρουρά. Επίσης δημιουργήθηκαν ομάδες φρουράς, περιφρούρησης, με ό,τι βρίσκαμε, κάνα στυλιάρι, ό,τι βρίσκαμε, τώρα τι όπλα; Να μην αστειευόμαστε τώρα. Και εγώ είχα αναλάβει τα πίσω κτήρια, τα κτήρια της Σχολής Μηχανολόγων, τα πίσω κτήρια αυτά που βλέπουν προς την οδό Μπουμπουλίνας, και είχα την ευθύνη εκεί. Ήμασταν καμιά δεκαριά, τέλος πάντων, εκεί πέρα η περιφρούρηση, ας το πούμε έτσι. Και επειδή ξέραμε τα κτήρια αυτά, ήταν τα κτήρια της σχολής μας πολύ απλά και γι’ αυτό ήμασταν εκεί. Και εκεί υπήρχε κι ο πομπός στο κτήριο αυτό, γι’ αυτό είχε μία ιδιαίτερη σημασία το συγκεκριμένο κτήριο να φυλαχτεί. Ήταν ο πομπός και υπήρχε πάντα φόβος μην έρθουνε και μας τον σαμποτάρουνε, μας τον χαλάσουνε και λοιπά. Κάπως έτσι πέρασαν οι μέρες. Υπήρχε μία ψυχική ανάταση πολύ εντυπωσιακή πραγματικά αυτές τις τρεις μέρες του Νοέμβρη. Δηλαδή οι άνθρωποι πετούσαν, μπορώ να πω, τους έβλεπες δηλαδή όλους τρέχανε πρόθυμοι να κάνουν οτιδήποτε. Και υπήρχε μία ελπίδα ότι μήπως πέσει η δικτατορία και τα συνθήματα γίναν ανοικτά πολιτικά, «κάτω η χούντα» και λοιπά – τότε πέφταν πια τόσο ανοιχτά. Τελικά φτάσαμε στη βραδιά από 16 προς 17, που έπειτα από μεγάλες συγκρούσεις στην Αθήνα που μας μεταφέραν… Πρέπει να πω ότι στο θέμα αυτό, των συγκρούσεων, εγώ τουλάχιστον δεν είχα άμεση επαφή, γιατί ήμασταν μέσα. Εμείς ήμασταν ασφαλείς λίγο ως πολύ μέσα. Πολύς κόσμος συγκρούστηκε έξω, ας πούμε, και με την αστυνομία και λοιπά, μέχρι που... Και πρέπει να πούμε ότι σε όλες τις πληροφορίες που ερχότανε, στις συγκρούσεις η αστυνομία πιεζόταν αρκετά, δεν τα έβγαζα πέρα. Και γι’ αυτό κατέβηκαν τα τανκς, κατέβηκε ο στρατός στο τέλος. Ο στρατός ήρθε, έδιωξε τον κόσμο που ήτανε γύρω από το Πολυτεχνείο, τις χιλιάδες που ήτανε γύρω από το Πολυτεχνείο, και μας πολιόρκησε μέσα σ' αυτό. Ήτανε τα τανκς και οι καταδρομείς που ήταν εκεί πέρα. Εντωμεταξύ εμείς, η εντολή που είχα ήτανε από τη συντονιστική ήταν η ομάδα που ήμαστε εμείς να παραμείνουμε στη φρούρηση του πομπού ειδικά. Θεωρήθηκε πως είναι κομβικό για την κατάληψη το θέμα του πομπού και να παραμείνουμε εκεί. Και εκεί παραμείναμε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Παπαχρήστο να λέει τα λόγια τού εθνικού ύμνου όταν μάθαμε ότι κλείνει, ας πούμε, κι έκλεισε ο πομπός μετά. Και βγήκαμε κάτω, μάθαμε... δεν ήμουνα μπροστά, είδαμε κόσμο να τρέχει όπως κατεβαίναμε από τα κτήρια τα πίσω, αποφασίσαμε να βγούμε… Μάλιστα, ήταν εντυπωσιακό ότι ρίξαν την πόρτα ενώ είχαμε αποφασίσει να βγούμε. Βλέπαμε πως δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι περισσότερο. Αλλά τότε προχώρησε το τανκς κι έριξε την πύλη. Και ενώ κατεβαίναμε προς τα κάτω από τα πίσω κτήρια, είδα να τρέχουν πολλά παιδιά προς τα πίσω και μας είπαν: «Έπεσε η πύλη, την έριξε τανκς». Και επίσης ρίξανε, είχανε ρίξει και τις πύλες του Πολυτεχνείου προς την οδό Στουρνάρα και προς την οδό Τοσίτσα. Βγήκαμε από την οδό Στουρνάρα εμείς. Μάλιστα μου έκανε εντύπωση γιατί η πύλη ήταν πεσμένη προς τα έξω, η καγκελόπορτα, το οποίο έμαθα πως την τραβήξανε με αλυσίδα με κάποιο όχημα του στρατού προφανώς, ας πούμε. Βγήκαμε, τέλος πάντων, εκεί, υπήρχαν στρατιώτες εκεί απέξω εφ’ όπλου λόγχη, οι οποίοι ήταν πολύ... στα όρια του φιλικού θα μπορούσα να πω. Δηλαδή μας λέγανε: «Παιδιά, από κει προσέξτε μη χτυπήσετε όπως κατεβαίνετε, προσέξτε μη μπλέξετε στα κάγκελα», γιατί ήταν πεσμένη η καγκελόπορτα κάτω και λοιπά, και πήγαμε προς τα πίσω. Απεναντίας, λίγο στην πάνω γωνία ήταν διάφοροι, λίγοι αστυνομικοί και κάμποσοι με πολιτικά από δίπλα με κάτι στυλιάρια, οι οποίοι ουρλιάζανε, μας βρίζανε και τέτοια πράγματα, ας πούμε. Τέλος πάντων, φύγαμε προς τα Εξάρχεια, ανεβήκαμε προς τα πάνω και εκεί έγινε το άλλο συγκινητικό. Πραγματικά είχανε βγει στα παράθυρα κόσμος και κοσμάκης και μας λέγανε: «Ελάτε να σας κρύψουμε». Πάρα πολλά παιδιά κατέφυγαν. Μάλιστα, θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι όπως βγαίναμε, ήρθε μία κοπέλα σ’ εμένα, άγνωστή μου, δεν ήταν από το Πολυτεχνείο προφανώς η κοπέλα, μου λέει: «Μ’ έχουν χτυπήσει, σε παρακαλώ βοήθησέ με». Και την πήρα, τη βοήθησα, προχωρήσαμε λίγο, όταν σε ένα σπίτι όπως ανεβαίναμε προς τα πάνω τη Στουρνάρα προς την Πλατεία Εξαρχείων, που είχαν βγει ο κόσμος από τις πολυκατοικίες και μας έλεγαν «Ελάτε μέσα να σας κρύψουμε», λέει: «Θα πάω εκεί γιατί με έχουν χτυπήσει». Και πήγε εκεί πέρα η κοπέλα, δεν την ξαναείδα ούτε έμαθα ποτέ γι’ αυτήν. Και εμείς καταλήξαμε σε κάποια άλλη πολυκατοικία λίγο πιο πάνω από την Πλατεία Εξαρχείων, τέλος πάντων. Εκεί ήτανε βέβαια της φίλης ενός φίλου μας που ήταν στην παρέα εκεί πέρα μαζί και εκεί διανυκτερεύσαμε. Και την άλλη μέρα πήγαμε σπίτια μας, τέλος πάντων, με προσοχή γιατί γινόταν συλλήψεις μάθαμε και λοιπά. Φοβόμασταν για συλλήψεις. Εγώ κρύφτηκα κάνα δυο μέρες, αν και είναι αλήθεια πως δε με ζήτησε κανένας οπότε, εντάξει, δεν είχα πρόβλημα, μετά επέστρεψα στο σπίτι μου.
Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, τέλος πάντων, το [00:50:00]Πολυτεχνείο παρέμεινε κλειστό για κάνα μήνα και, άλλαξε και η κυβέρνηση, έπεσε ο Παπαδόπουλος, ήρθε ο Ιωαννίδης. Τα πράγματα ήτανε πιο... μετά από ένα μήνα, σιγά σιγά ανοίξαν οι σχολές και αρχίσαμε να πηγαίνουμε πάλι στις σχολές για να δούμε τι θα κάνουμε τέλος πάντων. Εκεί πέρα αρχίσαμε να βρισκόμαστε πάλι στις Φοιτητικές Επιτροπές Αγώνα, λαμβάνοντας βέβαια πολύ ισχυρά μέσα συνωμοτικής προστασίας. Προσπαθούσαμε να βρούμε, ξέρω γω, πού θα συνεδριάσουμε, σε κάνα σπίτι μη καρφωμένο και λοιπά. Βρήκαμε, τέλος πάντων. Και εκεί πέρα είχαμε… θελήσαμε να κάνουμε μία εκδήλωση να βγει ο κόσμος στους δρόμους στις 17 Δεκεμβρίου. Μετά ένα μήνα, μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ας το πούμε έτσι. Αλλά εκεί πέρα, εντωμεταξύ, υπήρξε πολλή φοβία γύρω από αυτό. Οι οργανώσεις, μάλιστα, τόσο ο Ρήγας Φεραίος όσο και η παράνομη ΚΝΕ, η Αντι-ΕΦΕΕ που τη λέγαμε, ήταν αρνητικοί. Λέγανε: «Δεν μπορούμε να βγούμε, θα μας χτυπήσει η αστυνομία, θα έχουμε πάλι… μπορεί να έχουμε νεκρούς» και τέτοια πράγματα. Και το μόνο που έγινε ήταν ότι κάναμε μία συγκέντρωση στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, με την αστυνομία απέξω πάλι, καταθέσαμε και λουλούδια στην είσοδο, είπαμε ένα τραγούδι, το «Ένα το χελιδόνι», και στη συνέχεια διαλυθήκαμε, τέλος πάντων, πάλι. Την επόμενη περίοδο δεν κάναμε… δηλαδή μέχρι το καλοκαίρι ουσιαστικά, μαζική εκδήλωση δεν κάναμε πια. Λειτουργούσαν οι Φοιτητικές Επιτροπές Αγώνα, συνεδριάζαμε, συζητούσαμε και λοιπά, αλλά δεν είχαμε, δεν κάναμε κάτι προς τα έξω, ας το πούμε έτσι. Ντάξει, γινόντανε κουβέντες, γινόντανε κάποιες συνελευσούλες ανά σχολή στις σχολές, αλλά ως εκεί, δεν κάναμε κάτι προς τα έξω. Και φτάσαμε στο καλοκαίρι. Το καλοκαίρι εκεί πέρα οι σχολές διαλύθηκαν, γιατί πάλι γιατί έκλεισαν οι σχολές, και έγινε το πραξικόπημα της Κύπρου. Το οποίο μάλιστα το βίωσα λίγο... όχι το πραξικόπημα ακριβώς. Έγινε το πραξικόπημα στην Κύπρο, τέλος πάντων, υπήρχε μια γενική ανησυχία σε όλους, ανταλλάσσαμε πληροφορίες ο ένας με τον άλλον, τι γίνεται εκεί κάτω. Μάθαμε με πολλή χαρά ότι δε σκότωσαν τον Μακάριο που λέγανε στην αρχή, ότι στην περιοχή της Πάφου είχε οργανωθεί αντίσταση στους πραξικοπηματίες και δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν την Πάφο, ας πούμε, και διάφορα τέτοια θετικά. Και μετά, στη συνέχεια, δεν είχαμε τι άλλο να κάνουμε και με μία παρέα πήγαμε να κάνουμε μια ορειβασία στον Όλυμπο. Ιούλιος τώρα του ’74 αυτά όλα. Και ενώ ήμασταν λοιπόν, ήμασταν 14 άτομα περίπου πάνω στον Όλυμπο, συγκεκριμένα στο καταφύγιο, είχαμε ανέβει επάνω και κάναμε κάποιες εκδρομές εκεί, και μας λένε ότι ακούσανε στο τρανζίστορ ότι γίνεται επιστράτευση. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε εμείς τότε, δεν ξέραμε τυπικά αν μας παίρνουν, δε μας παίρνουν εμάς που δεν είχαμε κάνει θητεία, δεν είχαμε ξαναζήσει επιστράτευση ποτέ. Και, τέλος πάντων, αποφασίσαμε να κατεβούμε να δούμε τι γίνεται. Κατεβήκαμε από τον Όλυμπο κάτω στο Λιτόχωρο, στη βάση του Ολύμπου, και εκεί πέρα απευθυνθήκαμε στο στρατολογικό γραφείο. Μας είπανε: «Έχετε κάνει θητεία, παιδιά;» «Όχι». «Δε σας παίρνουν, μην ανησυχείτε», ας πούμε. Και είπαμε να γυρίσουμε στην Αθήνα. Ζήσαμε… ήταν μία μεγάλη εμπειρία αυτό το πράγμα που ζήσαμε, τι πάει να πει χώρα εν διαλύσει. Δηλαδή, ξεκινήσαμε πρώτα απ’ όλα για να φτάσουμε σε κάνα σιδηροδρομικό σταθμό πολύ απλά για να πάρουμε το τρένο. Δεν είχαμε άλλο μέσο για να γυρίσουμε, τρένο, με τρένο είχαμε πάει άλλωστε και στο Λιτόχωρο. Με οτοστόπ λίγοι λίγοι φτάσαμε στην Κατερίνη, μαζευτήκαμε. Όταν μαζευτήκαμε όλοι στην Κατερίνη, πήραμε κάποιο τρένο που πήγαινε μέχρι Λάρισα. Και στη Λάρισα μπορώ να πω ότι έζησα αυτό που λέμε τη διάλυση του Ελληνικού Στρατού. Έβλεπες στο σταθμό της Λάρισας αυτή τη στιγμή να είναι σκορπισμένοι μπορεί και δύο χιλιάδες στρατιώτες. Άλλος να γυρνάει από δω, άλλος από κει, χωρίς κανένα... χωρίς σκοπό, χωρίς τίποτα, πραγματικά δεν ξέρανε τι κάνουν τα παιδιά, οι άνθρωποι αυτοί. Πέρασε ένα τρένο φορτωμένο στρατιώτες που πήγαινε προς τα πάνω, προς τα βόρεια ας το πούμε έτσι. Κάποιος από τους στρατιώτες μέσα από το τρένο έκανε το σήμα της νίκης, ακούστηκε ένα «ουυυυ» από κάτω και το κατέβασε κι αυτός. Δηλαδή πραγματικά ένας στρατός, λες και είχε νικηθεί πριν πάει να πολεμήσει ακόμα. Αυτή ήταν η εικόνα πραγματικά που υπήρχε. Και έπειτα από αυτό, τέλος πάντων, με τα πολλά βρήκαμε κάποιο τρένο που θα πήγαινε Αθήνα, βέβαια ήταν τρένο-φορτηγό, δεν είχε καθίσματα και τέτοια. Στρώσαμε κάτι, είχε μεταφέρει προφανώς στρατιώτες επάνω γιατί ήτανε όλα πεταμένα ξεροκόμματα, ξέρω γω, και λοιπά, στρώσαμε κάτι εφημερίδες κάτω για να μη βρωμιστούμε και πολύ και κάτσαμε εκεί και φτάσαμε μέχρι το Λιανοκλάδι έτσι. Στο Λιανοκλάδι μάς μετέφεραν σε κάποιο τρένο κανονικό, τέλος πάντων, και συνεχίσαμε και φτάσαμε με τα πολλά στην Αθήνα. Όπου στην Αθήνα όταν φτάσαμε όμως ήτανε μεσάνυχτα-και και υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας στο Σταθμό Λαρίσης. Τώρα τι κάνουμε, ρε παιδιά; Πώς θα πάμε; Μας πήρε ευτυχώς ένα φορτηγό του Ναυτικού, το οποίο ανέβαινε τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και επειδή αυτοί μέναν στα Εξάρχεια προς τα εκεί και λοιπά, μεταξύ των οποίων η νυν σύζυγός μου, κατεβήκανε εκεί, κατεβαίνανε έτσι σταδιακά όταν περνούσε κοντά από το σπίτι τους και έτσι, τέλος πάντων, μπορέσαμε και φτάσαμε στο σπίτι μας. Γιατί υπήρχε εντολή ότι λέει ότι άμα σε δούνε να κυκλοφορείς την ώρα εκείνη θα σε πυροβολήσουν. Καλά, δεν το κάνανε, αλλά τέλος πάντων υπήρχε ένα κλίμα περίεργο, ας το πούμε έτσι. Και, εντωμεταξύ, όταν φτάσαμε αρχίσαμε πάλι επικοινωνία με αυτούς που ξέραμε, από δω, από κει, να δούμε τι γίνεται τώρα, πώς πάνε τα πράγματα πολιτικά. Ήταν μια περίεργη κατάσταση, ας το πούμε έτσι. Άρχισε να διαδίδεται ότι έκανε κίνημα το 3ο Σώμα Στρατού στη Βόρειο Ελλάδα και απαιτούσε να αποχωρήσει η δικτατορία και να επανέλθουν οι πολιτικοί στα πράγματα. Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε. Τέλος πάντων, αυτά έχουνε γραφτεί στην Ιστορία, εμείς ακούγαμε φήμες την εποχή εκείνη. Μέχρι που ακούστηκε… Είχαμε μαζευτεί μάλιστα μία παρέα, θυμάμαι, στο σπίτι μου, που μέναμε στα Ιλίσια, που έμενα. Ήμασταν καμιά δωδεκαριά άτομα, κάτι τέτοιο, και απότομα ακούμε κορναρίσματα και λοιπά. «Έπεσε η δικτατορία, έρχεται ο Καραμανλής». Ενθουσιασμός, κατεβήκαμε στο Σύνταγμα, φωνάζαμε συνθήματα, μαζεύτηκε κόσμος και άλλος από αλλού, ας πούμε, συγκινητικές στιγμές πραγματικά. Η αστυνομία πήγε να μας σταματήσει, είχε έναν κλοιό, πέσαμε απάνω τους και τον ανοίξαμε τον κλοιό και περάσαμε. Και ήταν μία κατάσταση, έτσι, πραγματικά ενθουσιασμού. Άλλοι συμφοιτητές μας τους βρήκαμε εκεί που ερχόταν από την περιοχή των Πατησίων και λοιπά. Την άλλη μέρα το πρωί, βρεθήκαμε στο Πολυτεχνείο, είπαμε: «Ραντεβού στο Πολυτεχνείο μέσα». Κλειστά όλα, δεν είχε μαθήματα και τέτοια. Ήμαστε στο προαύλιο, ήμασταν λίγα άτομα να ήμασταν 20-30 άνθρωποι, λίγο παραπάνω, φωνάξαμε κάνα δυο συνθήματα και λοιπά. Απότομα βλέπουμε να μπαίνει μέσα στο Πολυτεχνείο μία ομάδα αστυνομικών, η οποία μας χτύπησε κάπως, μας έσπρωξε, όχι ακριβώς χτύπησε. Εγώ έφαγα και κάμποσες σφαλιάρες εκεί και πρέπει να πω ότι μέχρι τότε την είχα γλιτώσει, δεν είχα φάει ξύλο [Δ.Α.] Και πρώτη φορά έφαγα κι εγώ ένα μικρό ξύλο –εντάξει, μερικές σφαλιάρες, όχι τίποτα περισσότερο, ας πούμε– και, εντάξει, φύγαμε από το Πολυτεχνείο. Ήταν προφανώς αυτό μία… δεν είχε να κάνει με διαταγές άνωθεν, ήταν μία εκδήλωση λύσσας κάποιων χουντικών –που η αστυνομία έβριθε από τέτοιους, έτσι κι αλλιώς, ας το πούμε έτσι– οι οποίοι βλέπαν ότι χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Μετά από αυτό, εντάξει, υπήρξε το ζήτημα μετά, όταν ήρθε ο... ήρθε το φθινόπωρο και ανοίξανε οι σχολές, τι κάνουμε μετά; Ήταν η κυβέρνηση Καραμανλή, έπαιρνε κάποια μέτρα, τέλος πάντων, θετικά γενικά. Υπήρχε βεβαίως επιθυμία και τάση για περισσότερα, απαιτούσαν περισσότερα πράγματα, ας το πούμε έτσι. Σε αυτό υπήρξαν διαφωνίες πάλι στα πλαίσια της Αριστεράς, ας πούμε. Κάποιοι θεωρούσαν ότι, εντάξει, μην συγκρουστούμε και μετωπικά με την κυβέρνηση, κάποιοι άλλοι λέγαν ότι πρέπει να απαιτήσουμε πολλά πράγματα να γίνουνε, ας πούμε. Για παράδειγμα, να αποχωρήσουν από τα σωματεία... Καλά, κατ’ αρχάς, να νομιμοποιήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα, για παράδειγμα, αμέσως, ας το πούμε έτσι και λοιπά. Σταμάτησε αυτό το πράγμα, άμα είσαι αριστερός να είσαι υπόδικος. Από κει και πέρα, ας πούμε για παράδειγμα στα σωματεία παρέμεναν διορισμένες διοικήσεις ή [Δ.Α.] διοικήσεις, ας το πούμε έτσι, για παράδειγμα στο συνδικαλισμό και διάφορα τέτοια. Υπήρχε εκεί πέρα φασαρία και λοιπά, τσακωμός μεταξύ των πιο μετριοπαθών αριστερών και των πιο, έτσι, δυναμικών ή ακραίων, όπως θες πες το. Ήμουν με τη δεύτερη πλευρά και απαιτούσαμε, ας πούμε, να γίνουν περισσότερα πράγματα. Τέλος πάντων, κάποια έγιναν, κάποια δεν έγιναν. Και μετά άλλωστε έγιναν εκλογές στις σχολές και πια ο φοιτητικός συνδικαλισμός μπήκε σε έναν δρόμο, ας το πούμε έτσι, ορισμένο ας πούμε. Εκλεγόταν διοικητικά συμβούλια στις σχολές, επίσης κάθε έτος εξέλεγε την επιτροπή τη δική του, ας το πούμε έτσι, [01:00:00]και έτσι συνεχίσαμε. Αυτό είναι, μπορούμε να πούμε, εκεί έληξε το κεφάλαιο δικτατορία, τέλος πάντων, με τον τρόπο αυτόν. Τώρα δεν ξέρω τι άλλο να πω για τη συνέχεια.
Θα ήθελα να γυρίσουμε πίσω, αν έχεις κάποια ανάμνηση, έτσι, ιδιαίτερη από αυτή την κατασκήνωση που είχες πάει στη Γαλλία, επειδή μου είπες ότι είσαι σε... σου άνοιξε τους ορίζοντες, ας πούμε.
Ναι, όχι κάτι το τρομερό, ήταν μια κατασκήνωση, η συγκεκριμένη ήταν στις γαλλικές Άλπεις κοντά στα ελβετικά σύνορα η πρώτη χρονιά. Η δεύτερη χρονιά ήτανε στο... ξαναπήγα δεύτερη χρονιά καλοκαίρι πάλι, Ιούλιο και τις δύο φορές, ήταν στο νότο της Γαλλίας, ήτανε στην περιοχή εκείνη κοντά στο Σαν Τροπέζ, κάπου προς τα εκεί ας πούμε. Όχι, αυτό το οποίο μου ’κανε εντύπωση εκεί πέρα είναι το ότι –ντάξει, δεν είναι κάτι συνταρακτικό– λεγότανε «[Δ.Α.] France, camarade». Δεν ήταν συνταρακτικό, απλώς είναι το ότι υπήρχε μία πολύ μεγάλη ελευθερία εκεί πέρα, δηλαδή μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε, ας το πούμε έτσι. Το να βγεις, να πας στο διπλανό χωριό, να ψωνίσεις κάτι ή ακόμα και το βράδυ στο Σαν Τροπέζ που πηγαίναμε σε κάνα night club να διασκεδάσουμε και λοιπά ας το πούμε έτσι, δεν υπήρχε περιορισμός. Εδώ στην Ελλάδα είχα ζήσει την κατασκήνωση των παιδιών των δικηγόρων που πήγαινα, όπου εκεί πέρα ο περιορισμός ήταν απόλυτος, υπήρχε συρματόπλεγμα απ’ το οποίο απαγορευόταν να βγεις έξω, καθαρά. Επίσης, στην Ελλάδα υπήρχε διαχωρισμός πλήρης αγοριών και κοριτσιών. Στη Γαλλία οι κατασκηνώσεις ήταν μεικτές. Σε άλλες σκηνές βέβαια ήταν οι κοπέλες και σε άλλες τα αγόρια, αλλά εν πάση περιπτώσει, ήταν μεικτές. Και οργανώνονταν χοροί, διασκέδαση, φλερτ αν θέλεις ακόμη ας πούμε, και λοιπά. Όλα αυτά δεν εθεωρούντο… που στην Ελλάδα εθεωρούντο έγκλημα καθοσιώσεως την εποχή εκείνη, ας πούμε. Εκεί θεωρείτο κάτι το φυσικό. Παρέα με κορίτσια, ξέρω γω, εκεί πέρα και τα λοιπά εμείς, αλλά βάλε υπόψη σου ότι σε όλο το γυμνάσιο και λοιπά ήταν διαχωρισμένα τότε, υπήρχαν αρρένων και θηλέων τα σχολεία. Σχεδόν δε βλέπαμε, δηλαδή κοπέλες να δούμε σε κάνα πάρτι μόνο άμα γινότανε ή κάτι τέτοιο. Εκεί στη Γαλλία ήτανε... υπήρχε επαφή, υπήρχε, έκανες κουβέντα και λοιπά, μπορούσες να μιλήσεις και με κοπέλες και λοιπά, να πας το βράδυ σε ένα club να χορέψεις μαζί τους, βγαίναμε παρέας μεγάλες και τέτοια πράγματα. Ήταν ένας άλλος τρόπος ζωής πραγματικά, πολύ πιο ανοιχτός, που για την Ελλάδα δυστυχώς είχαμε ακόμα πολύ καθυστερημένες αντιλήψεις στο θέμα αυτό. Και είδα ότι σε αυτό το επίπεδο, στα θέματα αυτά, η οικογένειά μου δεν ήταν ιδιαίτερα προχωρημένη, πιο προχωρημένη από το μέσο όρο τον ελληνικό. Αλλά έβλεπα ότι σε αυτό το επίπεδο δε γινόταν κάτι κακό, δεν γινόταν καμιά ζημιά, κάνεις δεν είχε πρόβλημα από όλον αυτόν τον τρόπο ζωής που ήταν διαφορετικός από το δικό μας και καλύτερος από το δικό μας. Αυτό είδα κυρίως, δεν είναι τίποτα το ιδεολογικό ή κάτι τέτοιο, βαρύ πολιτικό ή κάτι τέτοιο. Πολιτικά σχεδόν δεν κουβεντιάζαμε εκεί πέρα, δεν έμπαινε ζήτημα, ας το πούμε έτσι. Αλλά ήταν κυρίως αυτό, αυτός ο τρόπος ζωής, πιο ελεύθερος, ας το πούμε έτσι. Που και να σκεφτεί κανείς ότι μερικά χρόνια αργότερα με το Μάη του ’68, παρ’ όλα αυτά, οι Γάλλοι ξεσηκωθήκαν με πρώτη τη νεολαία ζητώντας έναν ακόμα πιο ανοιχτό τρόπο ζωής απ’ αυτόν που είχανε. Εμείς εδώ πέρα ήμασταν… πραγματικά ζούσαμε σε άλλες εποχές, σε ένα σκοταδισμό δηλαδή μεγάλης ολκής. Κάτι επίσης για τη δικτατορία που μου έκανε εντύπωση. Επειδή όταν έκανα πρώτο έτος… Εγώ πρώτο χρόνο και δεύτερο χρόνο γυμνασίου ήμουνα... κάναμε με τη μεταρρύθμιση του λεγόμενου του Παπανούτσου. Και σε διάφορα πράγματα προσπαθούσε η εκπαίδευση να ανοίξει. Ας πούμε, για παράδειγμα, κάναμε αρχαία κείμενα και από μετάφραση, κι αυτά μου άρεσαν πολύ, είχαμε κάνει, ξέρω γω, Ηρόδοτο από μετάφραση, είχαμε κάνει διάφορα από μετάφραση που μου άρεσαν πολύ. Η δικτατορία τα έφερε όλα πάλι πίσω στο αρχαίο κείμενο, το οποίο, εντάξει, δεν έχω αντίρρηση στο να διδάσκεται η αρχαία ελληνική γλώσσα, ας πούμε, αλλά νομίζω ότι τα κείμενα των αρχαίων –που εγώ τα θεωρώ πολύ αξιόλογα πολλά από αυτά, που σου διδάσκουν έναν άλλο κόσμο– έχει νόημα να τα διαβάσεις από μια μετάφραση να καταλάβεις και να μην κατατρίβεσαι με τη γραμματική τους και το συντακτικό τους μόνο, αλλά να μπεις και στην ουσία αυτού που λένε. Και, επίσης, ένα άλλο τρομερό με τη δικτατορία ήταν το θέμα των Μαθηματικών. Ότι είχε γίνει μια προσπάθεια στα Μαθηματικά –επειδή με ενδιέφεραν, γιατί στον τομέα αυτόν μετά σαν του Πολυτεχνείου μας ενδιέφερε πολύ– υπήρχαν τα λεγόμενα μοντέρνα Μαθηματικά, με τα σύνολα, τις διάφορες ιδιότητες και λοιπά, τα οποία η δικτατορία τα σταμάτησε, τα απαγόρευσε. Εκεί είχαμε καταντήσει πραγματικά. Να απαγορευτούν δηλαδή κάποια… και να παραμείνουμε στα Μαθηματικά στην ευκλείδειο γεωμετρία και λοιπά, επειδή τα κάναν οι αρχαίοι Έλληνες δηλαδή. Τα οποία δε λέω πως κανείς πρέπει να τα πετάξει, αλλά όμως η χρησιμότητά τους ήταν σαφώς μικρότερη για πρακτικές εφαρμογές απ’ ό,τι οι νεότερες εξελίξεις των Μαθηματικών που είχαν γίνει από τότε μέχρι σήμερα. Κι η δικτατορία είχε απαγορεύσει ένα μεγάλο κομμάτι από αυτά. Και φτάσαμε... και αυτό, πρέπει να πω δε, ήταν μία εμπειρία που την υπέστην μετά στη Γαλλία. Όταν δεν μπήκα στο Πολυτεχνείο και πήγα να κάνω το προετοιμαστικό, που λέγαμε, στη Γαλλία το πρώτο έτος, είχα σοβαρή δυσκολία γιατί είχαν διδαχθεί ειδικά στα Μαθηματικά και σε εφαρμογές τους στη Φυσική πράγματα από εδώ πέρα δε μας τα κάνανε. Και δε μας τα κάνανε όχι γιατί, πες, δεν είχαν προσωπικό ή οτιδήποτε άλλο, αλλά γιατί για κάποιον τελείως ανόητο λόγο πραγματικά, ας πούμε, οι της δικτατορίας θεωρούσαν πως αυτά είναι δεν ξέρω τι, αναρχικά, κομμουνιστικά, δεν ξέρω τι άλλο! Δηλαδή τρελά πράγματα πραγματικά γινότανε εδώ πέρα. Και είδα τη διαφορά Ελλάδας και Γαλλίας δηλαδή και σε αυτό το επίπεδο και αυτό οπωσδήποτε με επηρέασε πάρα πολύ, ας το πούμε έτσι. Και, μάλιστα, όταν μπήκα στο Πολυτεχνείο πρέπει να πω το εξής πράγμα. Εγώ θυμάμαι τα Μαθηματικά και τη Φυσική που κάναμε στα πρώτα έτη… Εγώ επειδή είχα κάνει το χρόνο στη Γαλλία είχα πολύ μεγάλη άνεση σε αυτά, ας πούμε πια, άλλα ήταν περιορισμένα σχετικά. Και στη συνέχεια πρέπει να πω –είχαν προχωρήσει τα έτη, ας το πούμε έτσι– ήρθαν καθηγητές απέξω, αξιόλογοι καθηγητές που ήταν χρόνια έξω και λοιπά, οι οποίοι ανακαίνισαν εκ βάθρων και τα Μαθηματικά και τη Φυσική, ας πούμε, σε ένα άλλο τελείως επίπεδο, όπως έπρεπε να είχε ήδη γίνει, ας το πούμε έτσι. Δηλαδή, αυτό το οποίο βρήκα να βαραίνει πολύ την Ελλάδα σαν κληρονομιά της δικτατορίας, αλλά και της προδικτατορικής περιόδου σε ένα βαθμό, είναι αυτό που θα λέγαμε σκοταδισμός. Αυτή η καχυποψία προς πράγματα τα οποία είχαν και πρακτική αξία αρκετά μεγάλη, ότι: «Όχι, αυτό εδώ πέρα…» Δεν ξέρω, δεν ξέρω τι τους ενοχλούσε πραγματικά, δεν μπορώ να καταλάβω τι τους ενοχλούσε πραγματικά, αλλά το να απαγορεύουνε είδη Μαθηματικών όπως τα σύνολα, ας πούμε έτσι, και οι αντιστοιχίες, ακόμα και σήμερα μου φαίνεται τρελό δηλαδή πραγματικά. Κι όμως το κάνανε. Κι άκουγες, μάλιστα, και στρατιωτικούς –επειδή τύχαινε να είναι γνωστοί της οικογένειάς μου και λοιπά– σου λέει: «Τώρα τα παιδιά επιτέλους», όταν έγινε η δικτατορία, «θα μάθουν τα σωστά ελληνικά και τα σωστά… και τη σωστή γνώση!» Δηλαδή η άλλη γνώση ήταν κακή, ξέρω γω, γι’ αυτούς. Τότε είχαμε το φαινόμενο –ήμουν σε πρακτικό, κατεύθυνση δηλαδή Φυσικομαθηματικής Πολυτεχνείου και λοιπά– και πάνω από τις μισές ώρες του σχολείου μέχρι τέλους, μέχρι και την έκτη γυμνασίου –ή τρίτη λυκείου θα τη λέγαμε σήμερα, τη λέγαμε έκτη γυμνασίου ας το πούμε έτσι– ήτανε μέσα φιλόλογος. Δίνανε φοβερό βάρος στα Φιλολογικά. Δε θέλω να πετάξουμε τα Φιλολογικά, σε καμία περίπτωση, αλλά δεν μπορεί όμως ανθρώπους που πάνε σε μία κατεύθυνση, ξέρω γω, μαθηματική, φυσικών επιστημών και τα λοιπά να τους έχεις το 60% σχεδόν των ωρών να είναι Αρχαία Ελληνικά, Νέα Ελληνικά, Ιστορία και δεν ξέρω και τι άλλο ακόμη γύρω από αυτά. Με αποτέλεσμα βέβαια βγαίναμε έξω και δεν μπορούσαμε να σταθούμε οι μαθητές που τελειώνανε το γυμνάσιο και το λύκειο και βγαίναν έξω. Απεναντίας, πρέπει να πω, όταν τελείωσα το Πολυτεχνείο, πήγα ένα χρόνο και έκανα μεταπτυχιακά στη Γαλλία, στην Τουλούζ, σε ειδικευμένο τομέα ηλεκτρικών μηχανών συγκεκριμένα. Πρέπει να πω ότι τότε δεν είχα ιδιαίτερα προβλήματα, που σημαίνει ότι το Πολυτεχνείο, παρ’ όλα αυτά, παρά τα προβλήματα έκανε καλά τη δουλειά του. Δε βρήκα ελλείψεις. Και πρέπει να πω και κάτι άλλο σε αυτό το θέμα. Επειδή υπάρχει ένας πολύ θόρυβος που έγινε τα... κάποια χρόνια την τελευταία δεκαετία τέλος πάντων. Εγώ βλέπω πολλά παιδιά τα οποία τελείωσαν Πολυτεχνείο και λοιπά, μεταξύ των οποίων και ο ένας γιος μου, οι οποίοι πήγαν στο εξωτερικό μετά για μεταπτυχιακά και στάθηκαν πάρα πολύ καλά. Να μην πω διακρίθηκαν κάποιοι από αυτούς. Σημαίνει ότι είχαν πάρει τη σωστή γνώση από δω πέρα και όταν πήγαν εκεί σε πιο ειδικευμένους και πιο προχωρημένους τομείς μπορέσαν και σταθήκανε. Άρα αυτό σημαίνει για μένα ότι, επειδή υπάρχει μια τρομερή προσπάθεια δυσφήμισης των ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων, ότι τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια και σήμερα με τις άπειρες δυσκολίες, την υποχρηματοδότηση και όλα αυτά τα σχετικά, κάνουν τη δουλειά τους. Και το θέμα για μένα είναι ουσιώδες ακόμα και σήμερα τα πανεπιστήμια αυτά και όλοι αυτοί οι χώροι να ενισχυθούν και όχι να περιμένουμε να ’ρθουνε[01:10:00] τα όποια ιδιωτικά κολλέγια ή δεν ξέρω τι άλλο, ότι τάχα αυτά θα βελτιώσουν την κατάσταση. Γιατί, ειδεμή, ας μου εξηγήσει κανείς γιατί δεκάδες παιδιά που τελειώνουν το πανεπιστήμιο διαφόρων ειδικοτήτων εδώ πέρα στην Ελλάδα πάνε έξω και γενικά όχι μόνο δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα, αλλά και πολλοί από αυτούς διαπρέπουν κιόλας. Το ότι στη Γαλλία, για παράδειγμα, για να πάρω έναν ειδικό τομέα, από τα πέντε εργαστήρια φυσικής που έχει το γαλλικό κράτος, προχωρημένη, στα δύο προΐστανται Έλληνες, οι οποίοι έχουν και οι δύο την ίδια ιστορία… Ποιες ήταν οι σπουδές τους; Ηλεκτρολόγων Μηχανικών Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, μεταπτυχιακά στη Γαλλία και έφτασαν εκεί. Κι είναι πάρα πολλοί τέτοιοι, που διακριθήκαν και στην Αμερική και στη Γερμανία και παντού. Άρα σημαίνει αυτό ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν είναι ούτε βάρος ούτε διαλυμένα. Έχουν πολλές δυσκολίες και προβλήματα, χρειάζονται κυρίως χρηματοδότηση και προσωπικό που λείπει, γιατί συνέχεια συνταξιοδοτούνται και δεν πάνε καινούργιοι, αλλά όμως πιστεύω ότι κάνουν τη δουλειά τους. Τα παιδιά δουλεύουνε εκεί πέρα, μπορεί να κάνουν και οτιδήποτε άλλο, από διαδηλώσεις μέχρι δεν ξέρω τι, αλλά δουλεύουν κιόλας και νομίζω πως αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας μείνει. Γιατί βλέπω να γίνεται πολύ προπαγάνδα και στα media και λοιπά κατά των ελληνικών πανεπιστημίων που τη θεωρώ άδικη και απαράδεκτη. Αυτό σαν παρατήρηση, ας πούμε, έστω για τα επόμενα.
Σε ευχαριστώ πολύ, θείε, που μοιράστηκες την ιστορία. Τώρα δεν ξέρω αν θα ήθελες να προσθέσεις κάποια άλλη ανάμνηση που αξίζει να διασωθεί είτε από επαγγελματική είτε από οτιδήποτε άλλο.
Από επαγγελματική αυτό... Καλά, από προσωπικά, καταρχήν, θα μπορούσα να πω ότι τα χρόνια της δημοκρατίας μετά το ’74 –επειδή εγώ άλλα τρία χρόνια σπούδασα μετά– τα χρόνια αυτά θεωρώ ότι, εντάξει, υπήρξαν και τότε μεγάλοι αγώνες του φοιτητικού κινήματος για διάφορα θέματα, άλλοι επιτυχημένοι άλλοι αποτυχημένοι εν πάση περιπτώσει, αλλά που πιστεύω ότι ωθούσαν πάντα τα πράγματα προς μία πιο κατά τη γνώμη μου δημοκρατική, πιο αξιοπρεπή διακυβέρνηση της χώρας, για ικανοποίηση κάποιον αιτημάτων, ας πούμε, των ανθρώπων και λοιπά, και, τέλος πάντων, όσο και αν πολλά… κάποια δεν πέτυχαν, ας το πούμε έτσι, βάλαν τις βάσεις και στη συνέχεια πιστεύω φτάσαμε σε ένα επίπεδο η Ελλάδα, ναι, να ζήσουμε κάτι, να απαλλαγούμε από πολλά από τα βαρίδια του παρελθόντος, της σκοτεινής προηγούμενης εποχής, και να μπουν οι βάσεις για να ζήσουν, τέλος πάντων, οι άνθρωποι γενικότερα καλύτερα, πιο ελεύθεροι και με καλύτερους όρους διαβίωσης. Αυτό δηλαδή μου ’χει μείνει και πιστεύω ότι και το φοιτητικό κίνημα έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτό και μετά τη μεταπολίτευση, δηλαδή, ας το πούμε έτσι, και στη συνέχεια βέβαια και γενικότερα το αριστερό κίνημα πιστεύω –αυτό είναι μια προσωπική άποψη που δεν την έχω αλλάξει– συνέβαλε, με όλα του τα λάθη και τις αδυναμίες που δεν μπορεί να τα αρνηθεί κανένας, πάντως συνέβαλε στο η Ελλάδα να βελτιωθεί, να ζήσει καλύτερα. Επίσης, ένας τομέας, ήθελα να αναφέρω, από την επαγγελματική μου πια ζωή, εγώ δούλεψα κυρίως στο δημόσιο τομέα. Συγκεκριμένα, βασικά η καριέρα μου ήτανε στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, που ενώθηκε με το μετρό στην πορεία. Ήρθα πάντα σε σύγκρουση. Αυτό έχει να κάνει και με τις ιδέες που πήρα από το κίνημα στο οποίο μετείχα αλλά και με κάποιες… με κάποια ηθική που είχα πάρει από την οικογένειά μου. Δεν μπορούσα να ανεχθώ τη δωροδοκία, τη συναλλαγή και τη διαφθορά που υπήρχαν. Και μάλιστα σε επίπεδο μηχανικών σαν κι εμένα, οι πειρασμοί, να το πω έτσι, ήταν πολλοί. Οι εταιρίες και οι εργολάβοι σού ερχότανε με τα λεφτά στο χέρι κανονικότατα, ας το πούμε έτσι, για να τους κάνεις πλάτες. Και, βέβαια, αυτό σήμαινε πως για να σου δώσουν εσένα 10, έπρεπε να ζημιώσεις εσύ τον φορέα στον οποίο μετείχες 100, για να βγάλουνε κι αυτοί, να σου δώσουν κι εσένα, ας το πούμε έτσι. Υπήρξα πάντα σε πλήρη σύγκρουση σε αυτόν τον τομέα. Δεν ήμουν εργολαβοφάγος, άμα κάποιος έκανε τη δουλειά του, τη δουλειά που είχε αναλάβει, έπρεπε να πληρωθεί και πάντα σε αυτό το σημείο ποτέ δε νομίζω κατέβασα σε κάποιον την πληρωμή ή οποιοδήποτε και λοιπά. Αλλά όχι όμως να κλέψει τον φορέα στον οποίο εγώ θεωρώ, εφόσον έπιασα δουλειά, είχα μια ηθική υποχρέωση να υπερασπίσω τα νόμιμα και έντιμα συμφέροντά του. Και έτσι έκανα μια ζωή. Ήρθα σε σύγκρουση, ειδικά στο χώρο του ΗΣΑΠ με το κύκλωμα της Siemens, που είχε το… που είχαμε το φαινόμενο, ας πούμε, όλα μας τα τρένα να είναι Siemens και μάλιστα αγορασμένα όχι μετά από διαγωνισμό διεθνή, που θα έπρεπε κανονικά, αλλά από απευθείας ανάθεση. Με ό,τι αυτό σήμαινε, ας το πούμε έτσι. Και ήρθα σε σύγκρουση μ’ αυτούς εγώ λέγοντας: «Ρε παιδιά, γιατί να μη γίνει ένας διεθνής διαγωνισμός και άμα η Siemens έρθει...» –καλό υλικό έχει, για να εξηγούμαστε, αλλά μας το χρεώνει το ένα δέκα, πραγματικά– «και να τον πάρει κανονικά». Και είναι χαρακτηριστικό, είναι μία δικαίωση εκ των υστέρων, το μετρό, το οποίο όταν φτιάχτηκε έκανε διαγωνισμούς για να πάρει τρένα… όπου η Siemens καταποντίστηκε. Οι Κορεάτες τη σύντριψαν πραγματικά και έφεραν τρένα. Στην αρχή μάλιστα προσπαθούσαν οι της Siemens να τη δυσφημίσουν, ότι: «Τι τρένα είναι αυτά; Παλιοτρένα είναι» και λοιπά. Αποδείχτηκε πως ήταν μια χαρά τρένα και το μετρό έχει μόνο τέτοια τρένα. Και γενικότερα δηλαδή –το ανέφερα σαν παράδειγμα το θέμα των τρένων– για μένα ήταν πολύ σημαντικό αυτό, δεν μπορούσα να ανεχτώ και έβλεπα πάντα εξαιρετικά αρνητικά τους δωροδοκούμενους συναδέλφους. Υπήρχαν τέτοιοι, ας πούμε, κι εγώ δεν μπορούσα να το... Φυσικά, το ψάρι βρωμούσε από το κεφάλι, εννοείται, γιατί οι δωροδοκίες δεν πήγαιναν κατά κύριο λόγο σε μηχανικούς και σε τέτοια, πήγαιναν στους διευθυντές, στους υπουργούς και στους διευθύνοντες συμβούλους των οργανισμών. Απλώς, αυτοί μετά στη συνέχεια καλούσαν κάποιους μηχανικούς να «βάλουν πλάτη» όπως λέμε και να γίνει αυτή η κομπίνα, για να γίνει αυτό το πράγμα. Εγώ δε δέχτηκα ποτέ να παίξω τέτοιο ρόλο, εντάξει, και παρέμεινα σταθερός στο ότι πρέπει να υπάρχει μία εντιμότητα, κι αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με πολιτικές θέσεις ούτε τίποτα. Γιατί γνώρισα ανθρώπους από διάφορες πολιτικές θέσεις που από αυτούς κάποιοι έρεπαν στη δωροδοκία ή έστω στο να «βάλουν πλάτη» για να μπορέσουν να ανελιχθούν υπηρεσιακά στις κομπίνες της υψηλής ηγεσίας του οργανισμού και ανθρώπους οι οποίοι είχαν αξιοπρέπεια και οι οποίοι δε δέχτηκαν ακριβώς να γίνουν τσιράκια ή κάτι τέτοιο. Κάναν τη δουλειά τους έντιμα και φιλότιμα και έμειναν εκεί. Και αυτό το πράμα είναι κάτι το οποίο εμένα τουλάχιστον μου έμεινε και πιστεύω, όλη μου τη ζωή προσπάθησα να το κρατήσω.
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, θείε.