© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Ο ραδιοφωνικός παραγωγός Πάνος Ρήλλος είναι μία εγκυκλοπαίδεια της ελληνικής ποπ κουλτούρας
Κωδικός Ιστορίας
24106
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Παναγιώτης Ρήλλος (Π.Ρ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/04/2023
Ερευνητής/τρια
Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος (Κ.Α.)
[00:00:00]Καλησπέρα, είμαι ο Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος, βρίσκομαι με τον Παναγιώτη Ρήλλο στο σπίτι του και αυτή είναι μια συνέντευξη για λογαριασμό του Istorima. Είναι 24 Απρίλη του 2023. Γεια σου Παναγιώτη.
Γεια σου Κωνσταντίνε. Χαρά μου, που με διάλεξες, εν πάση περιπτώσει.
Παναγιώτη, θες να μου πεις μερικά πράγματα για σένα;
Λοιπόν, είμαι ο Πάνος, βασικά θα το προτιμούσα το Πάνος, αλλά οκ για το τυπικό, ας το κρατήσουμε τον Παναγιώτης. Γιος μεσαίας τάξης οικογένειας, τέλος πάντων, γεννημένος στο Φάληρο, περνώντας λίγο από το τη νέα Σμύρνη, μεγάλωσα στο Παγκράτι τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου, απ' τα 5 μου έως τα 30 μου. Από μικρός λάτρεψα το ραδιόφωνο ως μέσο και αυτό ήρθε από την ευφυή κίνηση του πατέρα μου, κάποια στιγμή να προσθέσει ένα ραδιόφωνο αυτοκινήτου στο προσκέφαλο του κρεβατιού μου, ούτως ώστε να απαλλαγούν μάλλον από την παρουσία μου στο κρεβάτι τους, για να έχω παρέα στο στις μοναχικές ώρες του ύπνου. Και έτσι έπεσα πάνω στο ραδιόφωνο, πάνω στις αλλαγές του ραδιοφώνου, να το πούμε έτσι, του 1988-'89, εκεί, όπου αρχίζουν και ανοίγουν οι πρώτοι ιδιωτικοί σταθμοί, πέραν των κρατικών, με τον 9.84... Μάλλον, υπήρχε πριν από αυτό οι διαδημοτικοί σταθμοί, όπου το ραδιόφωνο ήταν περισσότερο ο Δίαυλος, ο Δίαυλος 10, το ραδιόφωνο των δημοτών της Δυτικής Αττικής, μια σύμπραξη των δήμων από κει. Όπου μέσα από αυτό προέκυψε η η περσόνα του Κώστα του Μυλωνά και οι επικές του εκπομπές «Χωρίς ανάσα», κάθε απόγευμα γύρω στις 6:00, αν θυμάμαι καλά. Με την πολύ αισθησιακή, ερωτική φωνή, που τα κορίτσια κόβαν φλέβες και, και, και. Και κάποια σόου, τα οποία έκανε το σαββατοκύριακο βράδυ. Τα ακούγαμε σ' ένα, κάτι σαν εξοχικό που ξεκινάγαμε να φτιάχνουμε τότε ως οικογένεια στη Λαυρεωτική, όπου εκεί είναι η έδρα των γονιών μου πλέον. Με κάτι παιχνίδια τύπου Las Vegas Show, με ακροατές να βγαίνουνε να παίζουνε, δεν θυμάμαι ακριβώς τι. Μετά έρχεται ο Αθήνα 9.84, το ραδιόφωνο του Δήμου της Αθήνας και ο ΑΝΤ1. Δεν πρόκειται να ξεχάσω τα πρωινά που ξύπναγα να πάω σχολείο με τη φωνή του Γιάννη Καλαμίτση στο στο ραδιόφωνο. Ένας φοβερός τύπος, με απίστευτα έξυπνο χιούμορ, καυστικό χιούμορ και έτσι να σχολιάζει την επικαιρότητα, να έχει πάντα, σε κάθε εκπομπή ένα τραγούδι το οποίο είχε βαφτιστεί Ζουμ Ζουμ και πάνω σε αυτό ρίμαρε καθημερινά διαφορετικά πράγματα της επικαιρότητας. Με κάποιους στίχους σταθερούς και κάποιους άλλους τους οποίους έβαζε με βάση το τι έτρεχε εκείνη τη εκείνη την περίοδο στην επικαιρότητα. Αμέσως μετά ξεκίναγε ο Τέρενς Κουίκ, άγνωστος τότε, όχι αυτό που είναι σήμερα τουλάχιστον ή τα προηγούμενα χρόνια, παρουσιαστής δελτίων και, και, και. Ο ΑΝΤ1 ΤV εξάλλου δεν υπήρχε. Πάρα πολύ λοιπόν, σταθερός ακροατής του ΑΝΤ1 FM. Από εκεί γνώρισα τη Μαλβίνα Κάραλη στα απογευματινά της, στα βραδινά της καθημερινά. Άλλη, άλλος ένας άνθρωπος ο οποίος είχε απίστευτο χιούμορ, απίστευτη ευφυία στο λόγο της και στις επιλογές της μουσικής της. Ραδιόφωνο το οποίο ήταν έξω από, να το πούμε τις σημερινές playlist, τις οποίες ακούμε στα κυρίως στα ελληνικά ραδιόφωνα. Και έτσι λοιπόν, με αυτή την εισαγωγή, έτσι τη μεγάλη, δημιουργήθηκε μια τεράστια αγάπη για το μέσο, που αρχίζει και εξελίσσεται στις ώρες που κάθομαι μόνος μου, δεν έχω να διαβάσω και πρέπει να ασχοληθώ με κάτι, κασετόφωνο, κασετούλα, ηχογράφηση κάποιου τραγουδιού που παίζεται σε κάποιο ραδιοφωνικό σταθμό. Γύρισμα του κουμπιού στο μικρόφωνο, το οποίο ήταν πάνω στο κασετόφωνο, δεν ήταν ξεχωριστό με μικρόφωνο εννοώ και έλεγα εγώ τις βλακείες μου, δε θυμάμαι τι και ηχογραφούσα κασετούλες εν είδει κάποιου ραδιοφωνικού σταθμού. Αργότερα, φτάνοντας στο Γυμνάσιο, θα έρθει ένας μίκτης στο σπίτι, ένας της πλάκας μίκτης τετρακάναλος ας πούμε, έτσι, οικιακής χρήσης. Μη φανταστείς τίποτα, φοβερό, ούτε μπασόπριμα επάνω, μόνο τα ποτενσιόμετρα της φωνής, αλλά έδινε τη δυνατότητα να βάλεις και ένα μικρόφωνο επάνω. Έχοντας λοιπόν το στερεοφωνικό του πατέρα, από τον οποίο δεν υπάρχει τίποτα σήμερα, ναι, απολύτως, μπορούσα πλέον με τη χρήση του πικάπ που είχε τότε και της μικρής δισκοθήκης του, από αυτά που βλέπεις, μόνο αυτά. Εντάξει, αυτό δεν είναι πολύ καλό για αυτό που ηχογραφούμε, αλλά ήταν μικρή σε σχέση με αυτό που έχω αυτή τη στιγμή εδώ. Που δεν το λες μεγάλο βέβαια μπροστά στους συλλέκτες των βινυλίων και της μουσικής και κατ' επέκταση. Μπορούσα να φτιάξω κάτι ακόμα καλύτερο, ραδιοφωνικά εντός εισαγωγικών, σε ηχογραφήσεις. Οι κασέτες τότε ήτανε το νούμερο ένα εργαλείο για τους πιτσιρικάδες της εποχής. Πάντα υπήρχε μια κασέτα μέσα στο κασετοφωνάκι η οποία περίμενε με το pause πατημένο και το το recorder έτοιμο να πέσει ένα τραγούδι που μας άρεσε και θα παρακαλούσαμε να μην μιλήσει ο εκφωνητής, η εκφωνήτρια τέλος πάντων, για να το γράψουμε, να το 'χουμε, να το βάλουμε στη συλλογή μας, ξέρω 'γω και τα λοιπά. Τότε τα ραδιόφωνα, η μουσική μάλλον τότε, εκείνες τις εποχές, τέλη δεκαετίας '80-αρχές δεκαετίας '90, γίνεται η μετάβαση, αυτό που πολύ εύστοχα είχε πει ο Παύλος Σιδηρόπουλος σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις που είχε δώσει στον Τζόνι Βαβούρα στον 9.84, την οποία άκουσα πολλά χρόνια αργότερα βέβαια εγώ. Έπεσε στα χέρια μου από την αδερφή του Παύλου, μάλλον απ' την ανιψιά του Παύλου. Γινόταν η μετάβαση της μεγάλης κόντρας που είχαν οι οι ροκάδες, αυτοί που άκουγαν ηλεκτρικές κιθάρες και αυτοί που άκουγαν μπουζούκια. Άρχιζε, λοιπόν, στη μουσική, την οποία άκουγε ο πολύς κόσμος να να συνδυάζονται σιγά σιγά αυτά τα πράγματα. Θα μου πεις τώρα, έμπαινε μπουζούκι, ξέρω 'γω, στα τραγούδια της Πωλίνας ή στα τραγούδια του Χαριτοδιπλωμένου; Όχι, αλλά η ποπ μουσική της εποχής έχει αρχίσει και χρησιμοποιεί την ηλεκτρική κιθάρα και μπαίνει πολύ πιο εύκολα στο αυτί του μέσου Έλληνα, να το πούμε έτσι, του σαραντάρη, του σαρανταπεντάρη, του πενηντάρη. Εμείς τότε δεκάχρονα, έχω γεννηθεί το 1980, δεν το είπα αυτό, στις 2 Φλεβάρη. Και σταματάει στην ουσία, αυτή η μεγάλη κόντρα που υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια μεταξύ των των δύο αντιμαχόμενων, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, πλευρών στη μουσική. Εποχές που ξέρω εγώ, μπορώ να θυμηθώ στα παιδικά μου χρόνια τη μάνα να είναι μέσα στην κουζίνα, σε ηλικία 5-6 χρονών, να ακούει Μητροπάνο «Σ' αγαπώ σαν αμαρτία» ας πούμε και να μαγειρεύει. Από τις εικόνες που έχω ως πολύ πιτσιρίκι. Και σίγουρα δεν πρόκειται να ξεχάσω τους πρώτους δίσκους, που ζητούσα προφανώς να παίξουν εγώ από τη μαμά κυρίως, γιατί ο μπαμπάς έλειπε αρκετές ώρες από το σπίτι. Είναι η «Χαμηλή Πτήση» του Λουκιανού Κηλαηδόνη, που υπάρχει ακόμα εδώ μέσα, σ' αυτό το χάος των δίσκων. Και με τραγούδια όπως το «Ένα γουρούνι λιγότερο», «Μια μέρα μιας Μαίρης», «Τα θερινά τα σινεμά», «Το πάρτι». Λάτρευα ως πιτσιρικάς, ως πεντάχρονος Παναγιώτης να τα ακούω και υπάρχει και ένα σκηνικό, όπου έχει φύγει για λίγο η μητέρα μου να πάει μέχρι το περίπτερο, μου είχε αφήσει το δίσκο ούτως ώστε να απασχολούμαι. Κάτι της έχει συμβεί, έχει αργήσει, έχει τελειώσει ο δίσκος και εγώ πλαντάζω στο κλάμα, μέχρι να εμφανιστεί η μάνα μου. Δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ αυτήν την ιστορία. Μπροστά πάλι, στα στα τελειώματα των 80s, όπου έχουν αρχίσει όλα αυτά που περιέγραψα, έτσι με το, με τη λατρεία για το ραδιόφωνο και να φτιάξω μια κασετούλα, να βάλω τη φωνή μου, να την ακούσω, να την ξανακούσω και τα λοιπά και τα λοιπά. Είναι η έκρηξη της ποπ. Αρχίζει και σιγά σιγά και η ιδιωτική τηλεόραση, με το MEGA να ξεκινάει πρώτο το χορό, να σπάει τα της ΕΡΤ1, ΕΡΤ 2 ΕΡΤ 3 τότε. Όπου στην πειραματική του, να το πούμε, εκπομπή, πριν ξεκινήσει καν το πρόγραμμα, έχει πάρει τη συχνότητα και δείχνει βίντεο κλιπ και ενδιάμεσα ρίχνει το σήμα του Καναλιού και λέει ότι «Από Δευτέρα 20 Νοεμβρίου το MEGA Channel έρχεται στις -το θυμάμαι τόσο τόσο χαρακτηριστικά- στις οθόνες σας» και, και, και. Με Δάκη, Αλαλούμ Αλαλούμ. Όπου για να μπορέσω να να τραβήξω αυτό το κομμάτι, διότι δεν ακουγόταν για κάποιο λόγο στο ραδιόφωνο, έχω πάει το κασετόφωνο μπροστά στην τηλεόραση, έχω πατήσει recorder, το rec να καταγράψει το κομμάτι, δηλαδή μια άθλια ηχογράφηση. Και στο τέλος μάλιστα του τραγουδιού, αφού νομίζω ότι έχω κάνει κάτι πολύ μεγάλο, χτυπάει και το κουδούνι και όταν πλέον το άκουγα, άκουγα χώρο, την τηλεόραση και στο τελείωμα και το κουδούνι του σπιτιού. Μεγάλες, επικές στιγμές. Μετά, όπως είπαμε, ήρθε ο ο μίκτη[00:10:00]ς και σιγά σιγά, επειδή η παρέα τότε στο Παγκράτι, των φίλων της γειτονιάς, εκτός από το να παίζουμε μπάλα στην πλατεία του Αγίου Σπυρίδωνα όπου μεγάλωσα ή στο μπροστά χώρο του Καλλιμάρμαρου σταδίου, έπρεπε να ασχοληθεί και με κάτι άλλο. Σιγά σιγά λοιπόν τους έχω μαζέψει στο σπίτι τέσσερις, πέντε, έξι φίλους. Μιλάμε για τις εποχές του '94, κάπου εκεί, και αποφασίζουμε ότι θα φτιάξουμε ραδιοφωνικό σταθμό, ο οποίος θα παίζει σε κασέτες, διότι κανείς μας δεν ήταν τόσο, ή μάλλον ήταν όλοι μεγαλύτεροι από μένα, ήμουν ο μικρότερος της παρέας, αλλά κατά ένα-δυο χρόνια οι περισσότεροι. Δεν ήταν κανένας τύπος της τεχνολογίας, ούτως ώστε να πει ότι: «Άντε ρε σεις, να φτιάξουμε κανένα πομπουδάκι, μήπως να εκπέμψουμε, ας πούμε, μέχρι τη γειτονιά». Αυτά που κάναν οι παλιότεροι από εμάς, οι πειρατές. Σίγουρα έχω ακούσει πειρατές, δεν είχα καταλάβει ποτέ τι ήταν παράνομο και τι ήταν νόμιμο στο παιδικό μου μυαλό τότε. Με βάση λοιπόν την έναρξη της, της ιδιωτικής τηλεόρασης, συγγνώμη, υπάρχουν μουσικές εκπομπές. Νομίζω ότι ξεκινάει αμέσως το Mega Star, το οποίο πρέπει να υπάρχει ακόμα, ενδεχομένως. To Mega Hit, επίσης, πάλι ασχολείται με ξένη μουσική. Εμείς για κάποιο λόγο προτιμούσαμε το ελληνικό προϊόν. Μεγάλη λατρεία με την Ευρυδίκη τότε εγώ. Μεσουρανούν τύποι, όπως ο Χαριτοδιπλωμένος, ο Καρβέλας, ο Πασχάλης ακόμα περνάει η μπογιά του. Και συνήθως, τότε, στα τελειώματα της χρονιάς οι εταιρείες κάναν μια σύμπραξη και βγάζαν ένα διπλό ή τριπλό άλμπουμ, όπου συγκέντρωναν έτσι τα χιτ της εποχής. Λευτέρης Πανταζής τότε, σε μεγάλες πιένες. Και με βάση αυτά, που είχα εγώ στη δισκοθήκη μου, γιατί δεν είχα τη δυνατότητα να παίξω από κασέτα σε κασέτα, άρα γράφαμε φωνές και παίζαμε από πικάπ και γράφαμε σε μια κασέτα. Έτσι ξεκίνησαν οι πρώτοι ραδιοφωνικοί μας, οι ραδιοφωνικές μας εκπομπές. Τις μοιράζαμε μετά την κασέτα, η κασέτα πέρναγε από χέρι σε χέρι στον γιο του ψιλικατζή της γειτονιάς, στον άλλον φίλο από δω, στον άλλο φίλο από κει και χαβαλεδιάζαμε μ' αυτό το πράγμα. Παρ' όλα αυτά, αυτό όλο έφτασε να γίνει, πώς να το πούμε τώρα; Ο στόχος ζωής να το πούμε; Ή το επάγγελμα που ονειρευόμουν να κάνω στη ζωή μου ας πούμε, με κάποιον τρόπο να κάνω ραδιόφωνο. Και έφτασε να γίνει, αλλά ας μην πάμε τόσο μπροστά. Στην εποχή λοιπόν, των 90s, η ποπ, αυτή η ποπ του Νίκου του Καρβέλα, της Άννας Βίσση, της Πωλίνας, του Χρήστου Δάντη, που ξεκινούσε τότε, έχει πολύ από συνθέσεις, όπως του... Κάραλης ή Καραλής; Καραλής, νομίζω. Ο Γιάννης... Μπορεί να κάνω λάθος το μικρό του όνομα–
Γιάννης, Γιάννης.
Αν το ψάξω, Γιάννης είναι ο Καραλής; Οκ. Ελπίδα, Στέφανος Κορκολής. Όλοι αυτοί πατάνε, αρχίζουν και πατάνε σε μοτίβα τα οποία είναι ποπ μεν, αλλά με τις φτωχές μου μουσικές γνώσεις, διότι δεν πέρασα ποτέ από ωδείο –ήμουν πάντα ακροατής και παραμένω–, πάνω σε μοτίβα τα οποία είχανε, ήταν στημένα με τη μορφή μιας ροκ μπάντας. Ένα μπάσο, τύμπανα, ηλεκτρικές κιθάρες, μια πολύ καλή φωνή, πλήκτρα, ενδεχομένως. Και έτσι αρχίζουμε, το μυαλό μας αρχίζει και θεωρεί ότι η μουσική γίνεται με αυτό τον τρόπο. Μιχάλης Ρακιντζής, βεβαίως, σε αυτή την εποχή και είναι και οι εποχές που στο σκληρό ήχο, αν μπορούμε να τον πούμε έτσι, που παίζουν τα ραδιόφωνα, υπάρχει κι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Εποχές του «Χορεύω», '89 νομίζω, '88 κυκλοφορεί το «Χορεύω», με το «Ελλάς» μέσα να γίνεται κακός χαμός, διότι πολιτικά η χώρα βρίσκεται σε μια κατάσταση, όπου τελειώνει το το ΠΑΣΟΚ με ένα μεγάλο σκάνδαλο του του Κοσκωτά. Οι στίχοι του Μεσημέρη στο «Ελλάς» εκφράζουν πολύ κόσμο και ο Παπακωνσταντίνου μεσουρανεί. Και δημιουργείται σίγουρα η πρώτη αγάπη μέσα από το Βασίλη Παπακωνσταντίνου για αυτό το οποίο ήταν ήταν πιο έξω από αυτά τα ποπ που περιέγραψα πριν από λίγο. Πρώτη συναυλία, 1996, σίγουρα. Πρώτη συναυλία που πηγαίνω μόνος μου, στην ουσία, με το πρώτο κορίτσι, τέλος πάντων, που πέρασε απ' τη ζωή μου. Αργυρούπολη. Αγορασμένο το εισιτήριο από το συνοικιακό δισκάδικο, γιατί τότε η συνοικία είχε τουλάχιστον ένα, δύο, τρία δισκάδικα. Μόνοι μας, στην Αργυρούπολη, με ταξί, βρισκόμαστε σε ένα συναυλιακό χώρο να παρακολουθούμε τον Παπακωνσταντίνου. Τίγκα ο χώρος, που είχαν παραχωρήσει, τέλος πάντων, το στο Δημοτικό Στάδιο της Αργυρούπολης, όσο είχαν αφήσει από το γήπεδο να πατάει κόσμος. Ο ένας πάνω στον άλλον, οι κερκίδες γεμάτες, εμείς ήμαστε στην αρένα, να το πούμε έτσι. Κόσμος λιποθυμάει, παίζονται τέτοια πράγματα και ο Παπακωνσταντίνου, θεός επάνω, να ροκάρει ασύστολα. Επίσης, από τη μεριά του σπιτιού, δεν πρόκειται να ξεχάσω το, τα Χριστούγεννα πρέπει να είναι το 1986 ή '7., όπου μπαίνει πατέρας με ένα δίσκο στο χέρι. Είναι το «Έθνος Ανάδελφον» του Χάρρυ Κλυνν, όπου ξεκινάει με μια αλλοιωμένη φωνή, η οποία στα αυτιά μου ακούγεται σαν στρουμφάκια, να το πούμε έτσι. Είναι μια πιτσαρισμένη φωνή στην ουσία, η οποία ακούγεται σαν τα στρουμφάκια. Που λέει: «Για να δούμε, μπορείτε να βάλετε αυτόν το δίσκο στο πικάπ χωρίς να το καταστρέψετε;». Ακούγεται ένας θόρυβος, ας πούμε: «Θαυμάσια» και ξεκινάει το άλμπουμ. Είναι ο πρώτος καινούργιος δίσκος, που θα πέσει στα χέρια μου και θα τον ακούσω, με την αθυροστομία του Χάρρυ Κλυνν και τους γονείς έτσι, να δαγκώνονται, όταν αρχίζει να λέει τα δικά του. Έτσι, αρχίζει και δημιουργείται και μια, όχι πολιτική συνείδηση, ένα μπάσιμο όμως στην πολιτική πραγματικότητα του κόσμου, ας πούμε, που ζούμε το '86. Και επειδή η φήμη του Χάρρυ Κλυνν ήταν μεγάλη τότε, πουλούσε δίσκους αβέρτα, κάθε δίσκος ο οποίος ακολούθησε, μπήκε στο σπίτι με με τη σειρά που βγήκε. Ακολούθησε το «Τίποτα», ακολούθησε το «Natin-Fatin», το «Ραντεβού με την Εισαγγελία» και από κει και πέρα, ήταν ο τελευταίος που πήρε ο πατέρας μου και από κει και πέρα τους υπόλοιπους τους μάζεψα εγώ. Ο Χάρρυ Κλυνν είχε κάτι μοναδικό για την εποχή του. Είχε φοβερές συνθέσεις, είχε φοβερούς μουσικούς στην στην παραγωγή του δίσκου. Απ' το '86 μάλιστα, συνεργάζεται με τον Νίκο Στρατηγό στις ενορχηστρώσεις και είναι και αντικείμενο συζήτησης ας πούμε, όταν μαζεύονται οι μεγάλοι και ακούγονται οι δίσκοι, ότι «τι φοβερά ακούσματα έχει περάσει ο άνθρωπος μέσα στο δίσκο, στα τραγούδια του» ας πούμε, το πόσο ωραίες είναι οι συνθέσεις. Πριν από αυτό, μου έρχονται ένα ένα τώρα και δεν ξέρω, αν είναι τόσο μπερδεμένο και αν δυσκολεύω την κατάσταση.
Μην αγχώνεσαι γι' αυτό. Θέλω να ακούσω και εσένα περισσότερο μέσα σε αυτό.
Θες να ακούσεις; Να, αυτό, αυτά όλα που σ' τα βάζω έτσι, δημιουργούν αυτό που έχει έρθει μετά, γιατί όλα αυτά είναι μικρά μικρά βιώματα τα οποία έχουν έρθει και έχουν φτιάξει την όποια μουσική προσωπικότητα μπορεί να πω ότι κουβαλάω. Είτε λέγονται οι συνθέσεις του Χάρρυ Κλυνν είτε οι τρόποι με τον οποίο χειριζόντουσαν τις καταστάσεις, τις μουσικές καταστάσεις ο κάθε Χαριτοδιπλωμένος, ο Γιώργος ο Θεοφάνους, που εμφανίζεται με την Ευρυδίκη και εκείνοι κάνουν ένα ποπ ροκ, το οποίο είναι, πώς να το πούμε, είναι ένας νέου τύπου ήχος, πιο μπροστά από αυτό που κάναν οι προηγούμενοι. Υπάρχει πάντα ο Ρακιντζής, ο οποίος, ένας από τους πρώτους δίσκους που θα αγοράσω, όχι ο πρώτος, θα αναφερθώ και στον πρώτο είναι το «Έτσι μ' αρέσει». Είναι ο πιο μέταλ δίσκος του Μιχάλη Ρακιντζή, όπου συνεργάζεται και με τον Ian Gillan. Που εμείς ακούγαμε Ian Gillan και δεν ξέραμε ποιος είναι ο τύπος. Μετά μάθαμε το για τι, για τι κεφάλαιο της μουσικής επρόκειτο. Η Σοφία Αρβανίτη κάνει δίδυμο με το με την Bonnie Tyler. Επίσης μια, εντάξει, αν όχι της εμβέλειας του Ian Gillan, αλλά ένα μεγάλο όνομα, το οποίο έρχεται στην Ελλάδα για να συνεργαστεί με μία ποπ τραγουδίστρια. Όλα αυτά αποτελούν μια βάση για αυτό που θα δημιουργηθεί μέσα στο στο κεφάλι μου και μέσα στα μουσικά μου ακούσματα. Θέλω οπωσδήποτε να αναφέρω, είχα την τύχη και την ατυχία ταυτόχρονα ο αδερφός του πατέρα μου, ο Άγγελος ο Ρήλλος, να είναι –πλέον είναι συνταξιούχος άνθρωπος–, ήταν φλαουτίστας, έπαιζε πνευστά και κλαρίνο και φλογέρα, τέλος πάντων, σ' αυτά έπαιζε. Συνεργαζόταν ένα διάστημα με τον Γιώργο το Μαρίνο και αυτή η συνεργασία έχει αποτυπωθεί και σε ένα άλμπουμ του, το οποίο λέγεται «Στον αστερισμό της Μέδουσας». Ένας φανταστικός περφόρμερ ο Γιώργος Μαρίνος, σε ένα δίσκο, ο οποίος είναι γραμμένος από τον Σταμάτη Κραουνάκη, κυρίως, μουσικά. Τώρα τους στίχους δεν θυμάμαι ποιος, έχει διάφορους με τους οποίους έχει συνεργαστεί εκεί. Επίσης φοβερές ενορχηστρώσεις πάνω στα κομμάτια με μια μπάντα η οποία προφανώς βρισκόταν κάτω από τη σκηνή, αν έχω καταλάβει καλά, και αποτελούνταν από αρκετούς μουσικούς, μεταξύ αυτών και ο [00:20:00]θείος. Το άσχημο ήταν ότι με αυτόν τον θείο δεν ήμασταν τόσο κοντά, ούτως ώστε εάν ποτέ, ας πούμε, έπεφτε η ιδέα «Έλα να δεις τι παίζω, μήπως μάθεις και σ' αρέσει», δεν πέρασε ποτέ από από μπροστά μου. Γενικότερα, ούτε οι γονείς ούτε εγώ όμως ποτέ μπήκα στη διαδικασία να πω: «Θα 'θελα να μάθω ένα όργανο να παίζω». Να τους πω, ξέρω 'γω: «Μήπως να πάμε σε ένα ωδείο, να γραφτούμε, να δούμε τι;». Όχι, δεν έγινε ποτέ. Αν και στο βάθος πάντα μου άρεσαν τα ντραμς. Αλλά ποτέ δεν μπήκα στη διαδικασία αυτή. Έμεινα πάντα ως ακροατής και ως ένας άνθρωπος ο οποίος κάποια στιγμή αρχίζει και συλλέγει πράγματα μέσα στις κασέτες. Κυκλοφορούν τα CD από ένα σημείο και έπειτα και τα πρώτα είναι αυτά τα οποία κυκλοφορούν με περιοδικά πλέον, όπου τα τα περιοδικά ήταν πολλά και για πολλά γούστα. Πρώτο περιοδικό «ΠΟΠ και ΡΟΚ», σίγουρα. Μάλιστα, τα πρώτα δώρα του «ΠΟΠ και ΡΟΚ» ήτανε σαρανταπεντάρια, με κομμάτια της εποχής, τέλος πάντων, ξένα κυρίως. Ναι, και τα πρώτα CD, σίγουρα έρχονται μέσα από τα περιοδικά. Στιγμή σταθμός σε όλα αυτά που περιγράφω πλέον, κάπου γύρω στα 14-15, 1995-'94, κάπου εκεί, βρίσκομαι στο Χολαργό, στο σπίτι μιας ξαδέρφης, έχω πάρει και μια κασετούλα μαζί μου για να πάω να την συναντήσω, γιατί ήξερα ότι ο θείος έχει ένα στερεοφωνικό συγκρότημα, έχει κάποιους δίσκους, οπότε μπορεί να γράψουμε και κανένα τραγούδι. Δηλαδή, πηγαίναμε κανονικά επισκέψεις, έχοντας μια κασετούλα μαζί μας πάντα, μήπως γράψουμε κανένα τραγούδι. Βρισκόμαστε με την ξαδέρφη, μην τα πολύ λέω, κάποια στιγμή πάω πάνω στο στερεοφωνικό, βάζω την κασέτα, γράφω από Μητροπάνο, μέχρι το «Σε νοσταλγώ» του Πανταζή. Πάριο, «Έλα Κρυφά, Έλα λαθραία», κάτι τέτοια και όπως με παρακολουθεί κάποια στιγμή η ξαδέλφη, κάνει την ερώτηση που θα αλλάξει ίσως τη ζωή: «Παύλο Σιδηρόπουλο έχεις ακούσει;». Εγώ δεν γνωρίζω για τι μιλάει. «Άσε, άσε, θα σε φτιάξω εγώ». Ο Παύλος Σιδηρόπουλος έχει πεθάνει το 1990, θα πάρει τον το λευκό άλμπουμ, που την επιμέλεια την είχε κάνει ο Μάνος ο Ξυδούς, θα γράψει κάποια τραγούδια από κει, θα πάρει και μια κασέτα, θα μου γράψει δυο-τρία κομμάτια από τα «Μπλουζ του Πρίγκηπα» και θα μου τη δώσει. Θα την πάρω, θα πάω στο σπίτι. Γενικώς, δεν θα πω ότι ήμουνα πολύ διαβαστερό παιδί. Περισσότερο βρισκόμουν στο γραφείο μου με ανοιχτά βιβλία λέγοντας ότι διαβάζω και λιγότερο διάβαζα. Οπότε, σιγά σιγά, είχα το κασετοφωνάκι μπροστά και έπαιζα τις κασετούλες μου και στο χαμηλό, για να μην μας ακούσουν οι από μέσα και διάβαζα εντός ή εκτός εισαγωγικών. Ποτέ δεν μπόρεσα να συγκεντρωθώ εξάλλου πάνω από ένα βιβλίο ακούγοντας μουσική, πόσο δε με στίχους. Κάποια στιγμή λοιπόν, γύρισε... Άκουγα μονίμως την πρώτη πλευρά που είχα γράψει εγώ. Κάποια στιγμή λοιπόν, γύρισε αυτή η κασέτα από την άλλη μεριά και δεν σταμάτησε να παίζει. Ήτανε μια πραγματική αποκάλυψη όλο αυτό το πράγμα που συνέβη στο εφηβικό πια κεφάλι το δικό μου, έχοντας όλο αυτό το background, έτσι όπως ήταν μπλεγμένο με όλα αυτά τα πράγματα. Mε λαϊκή μουσική δεν είχα πολύ μεγάλη σχέση, πρέπει να πω. Πέραν της ωραιότητας φωνής του Μητροπάνου, η οποία ερχόταν πολύ καλά στα αυτιά μου. Όταν ακούστηκε αυτή η πρώτη ανάγνωση ας πούμε αυτής της πλευράς της κασέτας και η δεύτερη και η τρίτη και η τέταρτη, δεν ξέρω τι κλικ έγινε μέσα στο μυαλό μου, αλλά άρχισε να μου αρέσει απίστευτα πολύ. Είναι και τα πρώτα καλοκαίρια. Έρχεται το πρώτο καλοκαίρι στο οποίο πλέον δουλεύω μόνος μου, που σημαίνει πρακτικά ότι ένας από την παρέα που λέγαμε νωρίτερα, από τους πιο μεγάλους, δούλευε πλασιέ, πουλώντας εικόνες με ημερολόγια. Εικόνες αγίων με ημερολόγια, προς ένα χιλιάρικο τότε δραχμές. Το πεντακοσάρικο το παίρναμε εμείς, το πεντακοσάρικο το υπόλοιπο πήγαινε σε αυτόν που μας τις έδινε για να τις μοιράσουμε. Και κάπως έτσι, εκείνο το καλοκαίρι, ό,τι χρήματα έβγαιναν από το γραφείο εκεί στην Τζώρτζ, γυρνώντας από το πρωί μέχρι το απογευματάκι διάφορες περιοχές της Αθήνας, πουλώντας αυτές τις εικόνες, με το που παίρναμε τα χρήματα στα χέρια μας, εγώ έφευγα, πήγαινα στο Metropolis, ανέβαινα στο... Πρώτος όροφος ήταν ή ημιόροφος; Δε θυμάμαι. Ελληνόφωνο ροκ και άρχισα να μαζεύω, να φτιάχνω πια τη δική μου συλλογή. Ο πρώτος δίσκος έρχεται πιο νωρίς. Πιο νωρίς, γιατί είμαστε σε ένα σπίτι φιλικό, γονιών. Των γονιών, ένας... Ο τύπος εκεί πέρα έχει δίσκους και γράφω. Είναι οι πρώτες κασέτες που γράφω και αρχίζω να ρωτάω τους γονείς μου, πόσο να κάνει ένας δίσκος; Δεν μπορούν να μου απαντήσουν, γιατί δεν έχουνε, ο πατέρας μου μόνο έχει την εικόνα του Χάρρυ Κλυνν. Εγώ πιστεύω ότι θα κάνει κάνα χιλιάρικο, κάνει τέσσερα-πέντε, μπορεί και έξι. Ο πρώτος δίσκος παρ' όλα αυτά είναι του Τζίμη Πανούση. Το «Ρομπέν των Χαζών» του 1992, όπου προτιμώ περισσότερο την παρλάτα του, παρά τα τραγούδια του. Τα τραγούδια του θα τα εκτιμήσω πολύ αργότερα. Μπροστά στο '94-'95. Εκεί λοιπόν αρχίζει και διαμορφώνεται αυτό που μένει μέσα μου ακόμα και τώρα. Ένας ήχος ο οποίος στηρίζεται πάνω πάνω στη ροκ και μιλάει κυρίως για κοινωνικά προβλήματα και τις μπαλάντες και τα ερωτικά κομμάτια, γιατί αρχίζουν και οι πρώτοι έρωτες και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά, με τα κορίτσια της εποχής. Αλλά με αγγίζει πάρα πολύ, με βάση το κλικ που έκανε ο Παύλος ο Σιδηρόπουλος, ο κοινωνικός στίχος. Είναι εποχές ευμάρειας, αλλά ευμάρειας οικονομικής, δηλαδή δε μας λείπει κάτι βασικό από το σπίτι μας. Αλλά μεγαλώνουμε σε μια πόλη η οποία είναι πάρα πολύ εχθρική για τον άνθρωπο, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Γεμάτη αυτοκίνητα, νέφος, μόλυνση του περιβάλλοντος ακραία και μας ακουμπάει πολύ περισσότερο. Σιγά σιγά θα αρχίσω να μαθαίνω το ποιος ήταν αυτός ο πρώτος ήρωας, αν μπορούμε να το πούμε έτσι και πώς έφυγε από τη ζωή. Αρχίζουν να κυκλοφορούν και κάποια πρώτα βιβλία σιγά σιγά, διότι για κάποιον περίεργο λόγο σ' αυτή τη χώρα δεν είχαμε –μέχρι πρότινος τουλάχιστον, σιγά σιγά γίνεται– μια αξιοπρεπή βιβλιογραφία για τη μουσική που φτιάχνεται σε αυτό σε αυτή τη χώρα. Για τη νεότερη, αν θέλετε, μουσική που γράφεται σε αυτή τη χώρα. Συμπληρώνεται η συλλογή, δεν είναι και πολλά τα άλμπουμ του Παύλου Σιδηρόπουλου, από κοντά και οι δίσκοι του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Συναυλίες αρκετές του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, ο οποίος με τη δωρική, ας πούμε, φωνή και όλο το σετ επάνω μαγεύει τα εφηβικά αυτιά και μάτια, προφανώς. Και μέσω των περιοδικών πλέον, του τύπου ΠΟΠ και ΡΟΚ, αργότερα κυκλοφόρησε και το «Δίφωνο», περιμένουμε στην ουσία κάθε μήνα. Έχουμε κάνει τη μικροκαβάτζα μας την οικονομική, είμαι ακόμα στο σχολείο, σίγουρα, περιμένουμε κάθε αρχή του μήνα στο στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς να έρθει το καινούργιο και αν δεν έχει έρθει, αποτελεί και ιστορία ας πούμε, γιατί δεν έχει βγει και πότε θα 'ρθει και τα λοιπά και τα λοιπά. Μέσα αρχίζουν να εμφανίζονται δισκοκριτικές και τις διαβάζουμε μανιωδώς, ας πούμε, για να δούμε τι θα πάμε να πούμε στον δισκοπώλη της γειτονιάς να μας γράψει παράνομα σε κασέτα. Μεγάλη αλήθεια αυτό, συνέβαινε καλώς ή κακώς, πειρατεία κοινώς. Γιατί και αυτός έβγαζε το κατιτίς του. Εμείς δεν είχαμε τη δυνατότητα να αγοράσουμε τόσο πολύ υλικό από αυτά που μαθαίναμε ή και ακούγαμε στο ραδιόφωνο. Να πω ότι σε εκείνα τα χρόνια που έχει αρχίσει και κάνει το μπαμ η τηλεόραση, εγώ εξακολουθώ να ακούω ραδιόφωνο τις νύχτες, αλλά στην καθημερινότητα έχει ατονήσει. Παίρνει μεγαλύτερη μερίδα του λέοντος η τηλεόραση, γιατί είναι και κάτι πολύ... Μάλλον δεν είναι καινούργιο, αλλά είναι καινούργια η ιδιωτική τηλεόραση, η οποία φέρνει κάτι άλλο, πολύ διαφορετικό από αυτό που παρήγαγε η κρατική τηλεόραση μέχρι τότε. Τώρα θες να ακούσεις κάτι για μένα μέσα σε αυτό. Μέσω όσων, κυρίως, διαβάζαμε μέσα στα περιοδικά, κυκλοφόρησε ξέρω 'γω και το 1997 μια φοβερή συλλογή. Την έχω εδώ πρόχειρη, το Underground '97 του «ΠΟΠ και ΡΟΚ», η οποία πραγματικά μένει σταθμός. Αρχίζουμε και μαθαίνουμε και τι πανκ σκηνή σιγά σιγά. Δεν ξέρω αν την έχεις υπόψη σου αυτή. Δες τι έχει μέσα. Έρχονται τα ακούσματα των Panx Romana, οι πρώτοι δίσκοι που αγοράζουμε αργότερα προφανώς, που ο πρώτος νομίζω είναι το 1987 για τους Panx Romana. Όπου σκληραίνει ακόμα περισσότερο ο ήχος και ακούμε κάτι ακόμα πιο σκληρό από αυτό που ακούγαμε, όχι τόσο όσο αυτά που θα ακούσουμε αργότερα. Δηλαδή πλέον, ακούγοντας τον πρώτο δίσκο των Panx Romana, θεωρώ ότι ακούω ένα παιδικό πανκ. Για τα δεδομένα βέβαια της εποχής ήταν κάτι πολύ διαφορετικό και όντως, πιο σκληρό για τα για τα ακούσματα τα δικά μου. Μέσω λοιπόν, αυτής της συλλογής, αρχίζουν και εμφανίζονται συγκροτήματα τα οποία θα το λέγαμε λαϊκά, παίζουν ξύλο. Τύπου Ολέθριο ρήγμα, τύπου Έρεβος, τύπου διάφορες μπάντες, οι οποίες έχουν αρχίσει και κάνουν τις προσπάθειές τους, είτε με single είτε με... Τα Διάφανα Κρίνα, οι Αντίδραση και πάει και πάει λέγοντας. Αφήνουμε λίγο πιο πίσω τα βινύλια, διότι [00:30:00]τα CD έχουν αρχίσει και κατακλύζουν την αγορά. Είναι και πιο καθαρός, αν θες, ο ήχος, διότι το πικάπ από τη χρήση, χρήση, χρήση, χρήση, χρήση, χρήση, η βελόνα έχει αρχίσει και παραδίδει πνεύμα εύκολα και άντε να αγοράσεις καινούργια τότε. Και σε συμβατικό πικάπ, όχι σε κάποιο καλό, ας πούμε, σαν αυτό που έχω εδώ τώρα, το ΜΚ2. Έρχονται τα πρώτα πάρτι, οπωσδήποτε, στα σπίτια. Είναι η εποχή που επίσης, μεσουρανεί, στην τηλεόραση πια, ο Jeronimo Groovy. Στην νεολαία, έτσι, έχει ανοίξει ο Jeronimo Groovy, οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί μεταφέρονται και στην τηλεόραση. Αρχίζει η εποχή της eurodance στην χορευτική μουσική να το πούμε, και δεν μπορεί να μη μας αγγίξει, διότι στο σχολείο αυτό το πράγμα κινείται. Άρα έχουμε από τη μια τα ακούσματα του του Παύλου, του Βασίλη, τα ροκ και από την άλλη έχουμε μια μουσική, η οποία πλέον παράγεται από υπολογιστές, synthesizer και τα λοιπά. Είναι η εποχή των του Unlimited, του Dr. Alban, του «Exstasy exstano». Ναι, αυτά ακούνε τα παιδιά της εποχής και αυτά παίζουν στο πάρτι. Σε αυτά όλα, τα οποία παρακολουθώ και εγώ παράλληλα, για να μην είμαι και έξω, απ' την τάση, ας πούμε, της τάξης και γιατί ούτως ή άλλως έπαιζαν στην τηλεόραση. Γιατί όντας ένα παιδί το οποίο οι γονείς του ήταν βιοτέχνες και δούλευαν μαζί από ένα σημείο και έπειτα, δουλεύανε μια δουλειά η οποία τους έτρωγε πάρα πολύ χρόνο από την ημέρα τους, και από τη στιγμή που μπόρεσα και έμεινα μόνος μου μέσα στο σπίτι, είχα ένα πεδίο ελεύθερο να κάνω ό,τι γούσταρα μέσα στο σπίτι, χωρίς να με ελέγχει κανείς. Άρα η τηλεόραση ήταν μόνιμα ανοιχτή, στο τηλέφωνο, διάβαζα, αλλά ποτέ δεν γινόταν, μάλλον δεν γινόταν τις περισσότερες φορές, έστω αυτό. Και έτσι άκουγα και αυτά τα πράγματα. Οπότε στα πάρτι, εγώ κυρίως ήμουν αυτός που έφερνε τις κασέτες και τις έβαζε σε μια σειρά και παίζαν τα κόμματα, με παύσεις βέβαια στη μέση, διότι μίκτης δεν υπήρχε στα στα πάρτι που γινόντουσαν στο σπίτι, έτσι; Και πάντα περνάγαμε καλά, πάντα «τι ωραία και βάλε και αυτό, βάλε και εκείνο». Είναι οι πρώτες μου επαφές ως DJ, να το πούμε έτσι, ένας ερασιτέχνης DJ και αυτό θα αρχίσω να το δουλεύω και στο σπίτι –όσα θες–, φτιάχνοντας κασετούλες, προσπαθώντας να μιξάρω κιόλας τα τραγούδια απ' το ένα στο άλλο με ένα διπλό κασετόφωνο. Δεν πρόκειται να ξεχάσω την αγωνία μου να μπορέσω να συνδέσω ένα καινούργιο κασετόφωνο διπλό που είχα, που ζήτησα και μου πήρανε κάποια στιγμή, με το στερεοφωνικό, διότι δεν ξέρω αν υπήρχαν τότε αυτού του τύπου οι συνδέσεις του RCA σε ένα μικρό καρφί, όπου πλέον μπορείς να το συνδέσεις πολύ απλά. Τότε λοιπόν, εγώ άνοιξα το κασετόφωνο, πήρα τις εξόδους απ' τα –τις εξόδους–, μάλλον ένωσα καλώδια στις, στους δύο πόλους των ηχείων, των δύο ηχείων και τα σύνδεσα πάνω, πάνω στο στερεοφωνικό. Έπαιξε, παραδόξως έπαιξε. Δε θυμάμαι τι τι διαόλους έκανα με το κατσαβίδι, πάντως είμαι σίγουρος ότι θυμάμαι χαρακτηριστικά το μαύρο διπλό κασετόφωνο, από το οποίο φεύγανε σε ένα σημείο κάτι καλώδια τα οποία συνδέονταν στο στερεοφωνικό. Το οποίο ναι, έπαιρνε είσοδο RCA. Άρα, στις κασέτες, ναι, αυτό έλεγα, ότι προσπαθούσα να μιξάρω τα κομμάτια, βάζοντας, ότι εδώ θα τελειώσει αυτό και μετά θα μπει εκείνο. Και προσπαθούσα να πετύχω ένα όμορφο πέρασμα από το ένα κομμάτι στο άλλο με ένα απλό play-pause και rec από το ένα κομμάτι στο άλλο.
Μετά πλέον, το το σπίτι μου, μετά από αυτές τις ιστορίες που διηγήθηκα, τις πρώτες ραδιοφωνικές εκπομπές, ακούω από διάφορους φίλους, αρχικά, ότι: «Η φωνή σου είναι πολύ ωραία και ραδιοφωνική». Δεν το πιστεύω, γιατί πιστεύω απλά ότι είναι οι φίλοι μου και μου το λένε έτσι. Πλέον μαζεύεται η παρέα μονίμως στο σπίτι, εποχές 16-17 χρονών, ας πούμε '96-'97 για να τοποθετώ και χρονικά και στήνουμε μικρά αυτοσχέδια πάρτι, αραχτοί μέσα στο δωμάτιο το οποίο παίζει να 'τανε όχι ιδιαίτερα μεγάλο, αλλά αρκετό για να χωρέσουν πέντε-έξι-εφτά άνθρωποι, στις ηλικίες από 16 ως 19 ας πούμε. Ο μίκτης τα 'χει φτύσει, έχω πάρει έναν άλλον, τον έχω καταστρέψει και πλέον μιξάρω μουσική από κασετόφωνο σε πικάπ, απλά αλλάζοντας έναν διακόπτη ο οποίος υπήρχε πάνω σε ένα Mitsubishi –Mitsubishi, αν έχεις το Θεό σου– ενισχυτή και προενισχυτή που είχε ο πατέρας μου. Τον έχω ακόμα μέσα αυτό το συγκεκριμένο. Μέχρι πριν ένα μικρό διάστημα υπήρχε και εδώ, μέχρι να έρθει αυτός που βλέπεις. Τελειώνοντας, στο σχολείο δεν είμαι πολύ καλός μαθητής. Είμαι μέτριος μαθητής, 14-15. Αλλά φτάνοντας στην πρώτη Λυκείου, στο Γενικό Λύκειο στο Παγκράτι. 17ο Λύκειο, δεν υπάρχει πια, ούτε καν ως κτίριο. Θα μείνω στην τάξη σε φυσική, χημεία και αφού περάσω την τάξη το Σεπτέμβρη, η απόφαση είναι ότι: «Μήπως θα ήταν καλύτερο να κοιτάξουμε να πας σ' ένα Τεχνικό Λύκειο, παιδί μου». Πάμε λοιπόν στο 1ο Τεχνικό Λύκειο της Καισαριανής και απ' έξω υπάρχει ένα χαρτί το οποίο γράφει τις ειδικότητες οι οποίες υπάρχουνε και το μάτι μου πέφτει σε ένα που λέει «Ηλεκτρονικός αυτοματισμών, ραδιοφωνία, τηλεόραση». Επιτυχία, εδώ θα πάμε! Εγώ περίμενα άλλα πράγματα από το σχολείο, άλλα μου προέκυψαν. Μαθαίναμε για λυχνίες, μαθαίναμε για τρανζίστορ, καμία επαφή με αυτό που είχα εγώ στο μυαλό μου ως ραδιοφωνία-τηλεόραση. Αλλά εν πάση περιπτώσει, το έβγαλα το Τεχνικό Λύκειο, έκανα και μια έξτρα τάξη τελειώνοντας ως τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ηλεκτρονικό υπολογιστή άνοιξα μόνος μου μετά από ένα-δυο χρόνια. Παρ' όλα αυτά, εκεί έρχονται και οι πρώτες σχολικές γιορτές στις οποίες, για κάποιο περίεργο λόγο, προσφέρομαι να τις αναλάβω ηχητικά, στο κομμάτι, ας πούμε, του ότι θα κάνουμε την γιορτή του Πολυτεχνείου, θα πρέπει να παίξουν κάποια τραγούδια. Ποιος θα είναι αυτός που θα πατάει το rec, το play και θα ανεβοκατεβάζει τη φέτα, ας πούμε, για να ακουστεί στο θέατρο του, στο χώρο, τέλος πάντων, που είχε μία μία σκηνή ο Δήμος Καισαριανής, στο Δημαρχείο του, στο καινούργιο τότε Δημαρχείο του. Είναι η πρώτη μου επαφή με κονσόλα μεγάλη αυτή η γιορτή του Πολυτεχνείου, πρέπει να είναι '95-'96, εκεί κάπου. Και η πρώτη μου πληρωμή για αυτή την υπηρεσία, τέλος πάντων, όπου όλη η ομάδα στο τέλος, ας πούμε, συγχαίρεται, γιατί έκανε μια καλή δουλειά και την απόλαυσε όλος ο κόσμος που ήρθε. Ήταν ένα γαρίφαλο, το οποίο κάπου κάπου πρέπει να υπάρχει εδώ πέρα, αποξηραμένο. Οπότε, η επόμενη κίνηση είναι η σχολική εορτή στο τέλος, όπου γνωρίζω τα παιδιά που παίζουν στα συγκροτήματα και είμαι κοντά στον τύπο ο οποίος κάνει ήχο σε αυτή την γιορτή, η οποία γίνεται μέσα στο σχολείο, σε ένα χώρο, σε ένα... Σε μια, όχι πλατφόρμα, σε ένα σημείο το οποίο είχαν ετοιμάσει με μπετό, τέλος πάντων, με σκοπό να βάλουν κάποιο λυόμενο επάνω. Δεν μπήκε ποτέ. Εκεί πέρα δημιουργήσαμε τη σκηνή, είμαι από δίπλα, έχω πάρει πλέον ένα deck της Aiwa με δύο κασετόφωνα, μιλάμε για φέτα. Ηχογραφώ τη γιορτή και ενοχλώ, σίγουρα ενοχλώ, τον άνθρωπο ο οποίος προσπαθεί να κάνει ήχο και του λέω: «Γιατί δεν ανεβάζεις εδώ πέρα την κιθάρα; Γιατί δεν ανεβάζεις το μπάσο;» και τα λοιπά και τα λοιπά. Δε θυμάμαι γιατί δεν με έβρισε αυτός ο άνθρωπος εκείνη την ημέρα. Σίγουρα του έπρηξα τα μυαλά. Και τελειώνοντας το Γυμνάσιο, έχει μπει πια στη ζωή μας και... Συγγνώμη, το Λύκειο, ποιο Γυμνάσιο, και τα πρώτα χιπ χοπ κομμάτια. Έχουν κάνει το μπαμ τους τα Ημισκούμπρια και ακούγονται από όλο το λύκειο, ας πούμε, τα «30 χρόνια Επιτυχίες». Εννοείται ότι έχουμε μυηθεί ήδη στις Τρύπες, στα «9 πληρωμένα τραγούδια», στα «Δε χωράς πουθενά» και τα λοιπά και τα λοιπά και ήδη ψάχνουμε και ψάχνουμε και ψάχνουμε και ψάχνουμε πάνω σε αυτό το κομμάτι, συν αυτά που ακούγονται σ' εκείνες τις εποχές από εμπορικό dance, δηλαδή την εμπορική dance, ας πούμε, αν μπορούμε να την πούμε σκηνή της δεκαετίας του '90. Με τη rave να μεσουρανεί τότε και να έρχεται πολύ ομαλά, πολύ ομαλά στα στ' αυτιά μας. Εμφανίζονται και οι Prodigy, κάπου εκεί με το πρώτο τους άλμπουμ και έχει μπει και στην παρέα ένας μεταλάς, ο οποίος έχει αρχίσει να εμφανίζει τους τους Metallica, τους Iron Maiden. Άλλος ήχος, πιο σκληρός, ο οποίος όμως κάθεται πολύ ωραία και είναι και ένας φίλος του, τον οποίο μας γνωρίζει και μπαίνει και αυτός στην παρέα, ο οποίος έχει όλη τη δισκογραφία των Metallica μέχρι τότε και μου τα 'χει δώσει όλα σε βινύλια και τα κάθομαι και τα γράφω και ακούω με τις ώρες Metallica και χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο. Με το τι κάνουν, ας πούμε, οι άνθρωποι και τι σόλα είναι αυτά, που παίζει αυτός ο Hammett, ας πούμε, στην, μέσα στα τραγούδια. Απ' τη μία σκληρή μουσική, δεν υπήρξα ποτέ μαλλιάς, μέταλλο, με [00:40:00]καρφιά, μπότες και τα λοιπά, αλλά το δέχτηκα πάρα πολύ, πολύ άνετα αυτό το κύμα, που ήρθε με τους Metallica κυρίως και με τους Maiden, από κοντά. Στο Λύκειο επίσης, φίλος θα μου φέρει μια κασέτα, μου λέει: «Εντάξει, οκ, καλά αυτά τα σκληρά που ακούς, αλλά άκου και λίγο αυτό». Είναι μια κασέτα των Sisters of Mercy. Σκοτάδια, σκοτάδια άπειρα, που για τον χαρακτήρα τον οποίο διαμορφώναμε μέσα σε αυτή την πόλη, με τον τρόπο που μεγαλώναμε, τέλος πάντων, που ξαναλέω, δεν μας έλειπαν πράγματα, αλλά πάντα υπήρχε η κατάθλιψη, ας πούμε, την οποία δεν την συνειδητοποιούσαμε να πούμε «Ρε πούστη μου, πού ζούμε; Τι, γιατί ρε γαμώτο είναι έτσι η ζωή μας;» και τα λοιπά, αλλά την πίεση τη νιώθαμε, της πόλης, που... Το ότι ξύπναγες και έβλεπες γύρω σου κτίρια, αντί να βλέπεις ουρανό, ας πούμε. Πάνω από την αυλή του σπιτιού, τέλος πάντων, που έμενα τότε υψωνόντουσαν πάρα πολύ ψηλά κτίρια. Έμενα πάλι σε ισόγειο τότε και μια μικρή αυλή που είχε πίσω το σπίτι και θα έβγαινα ξέρω 'γω, για να δεις τον ουρανό έπρεπε να σηκώσεις το κεφάλι σου τέρμα επάνω και να πεις: «Πω πω ρε παιδί μου, σήμερα έχει ήλιο ή έχει συννεφιά». Μέσα και στους Sisters Of Mercy και την ηλεκτρονική, παντρεμένη με τις κιθάρες, τα ντραμς, τα μπάσα και τα λοιπά αυτού του συγκροτήματος, τα γυναικεία φωνητικά της Ofra Haza σε κάποια κομμάτια και τα λοιπά. Κι αυτό ταίριαζε πάρα πολύ στα ακούσματά μου. Τι έχω ξεχάσει από όλα αυτά; Μάλλον όχι πολλά. Και ξαφνικά, μέσα από την παρέα, η οποία έχει δημιουργηθεί μέσα στο σχολείο και την ακολουθώ σιγά σιγά, χάνοντας λίγο την παρέα της γειτονιάς, η οποία και αυτή μεγαλώνει, κάποιοι φεύγουν φαντάροι και, και, και, εμφανίζεται ένα μαγαζί συνοικιακό όπου κάποιοι από αυτούς σύχναζαν εκεί πέρα. Πηγαίνουμε. Ωραίο μαγαζί με ροκ, πώς το λένε, στοιχεία και ροκ μουσική. Κλασσική κυρίως ροκ μουσική, τότε, ο τύπος που έπαιζε. Και φτάνουμε στο στο Σεπτέμβρη 1999, όπου ο τύπος, ο οποίος δούλευε DJ, εκεί τα παρατάει και ο φίλος, ο οποίος με έχει πάει εκεί μου λέει: «Ρε συ, αυτοί εδώ λογικά τώρα θα ψάχνουν κάποιον να παίζει μουσική εδώ. Ψήνεις να το δοκιμάσεις; Αφού το κάνεις ωραία στο σπίτι». Του λέω: «Και δε ρωτάμε;». Μιλάμε με τον τύπο που είχε το μαγαζί. Το μαγαζί ήταν σχεδόν πάντα, τίγκα και είχε μουσική από τις 7:00 το απόγευμα περίπου, μέχρι τη 1:00-2:00 το βράδυ, δεν το τράβαγε πάρα πολύ. Στην κονσόλα του τότε δε, είχε δύο πικάπ, ένα πολύ-CD, με πέντε-έξι, μια σιντιέρα πέντε-έξι που έπαιρνε επάνω. Αυτά και ένα μικτή. Μια δισκοθήκη η οποία ήτανε... Είχε μια υποτυπώδη ροκ συλλογή και από κει και πέρα υψώνονταν κάτι ράφια, τα οποία είχανε πολύ λαϊκή μουσική, γιατί το μαγαζί πριν το πάρει αυτός που το 'χε τότε, ήτανε η «Όρκα», η οποία ήταν ένα τελειωμένο ξενυχτάδικο, ξενυχτάδικο τέλος πάντων, λαϊκάδικο της εποχής, όπου παίζανε τέτοιου τύπου μουσικές. Μας δίνει το οκ: «Ανέβα να σε ακούσουμε. Δες εκεί τι έχει και αν θες ξεκίνα, παίξε». Τα πρώτα λοιπόν, κομμάτια που θα παίξω σε κόσμο άγνωστο στην ουσία, είναι κομμάτια κυρίως Nirvana και έτσι λίγο από... Όχι, δεν πρέπει να είχε Metallica ο τύπος στη συλλογή του. Τέλος πάντων, βλέπω τη συλλογή του, παίζω κάποια κλασικά κομμάτια, έχουμε αρχίσει, έχουμε μάθει τους Doors, έχουμε μάθει τους Led Zeppelin, έτσι τουλάχιστον, από ένα, δύο, τρία, τέσσερα κομμάτια. Θα του πάω το δικό μου CD, το δικό μου CD Player, που έχω αγοράσει με δόσεις τότε, από τους Κωτσόβολους της εποχής για δώδεκα. είκοσι τέσσερις μήνες να δίνεις κάτι λίγο, γιατί παράλληλα δούλευα στη δουλειά του πατέρα μου, όποτε έβγαζα ένα χαρτζιλίκι. Και είτε έδινα τις δόσεις μου για το, για το CD Player είτε θα αγόραζα κάποια σιντάκια, δίσκους όχι πια τότε, οπότε μεγάλωνα τη συλλογή μου στα CD. Και όσο ερχόντουσαν πράγματα, με τη βοήθεια των περιοδικών και τα αυτά που βγάζαν, τέλος πάντων, αρχίζαμε και μαθαίναμε όλο και περισσότερα συγκροτήματα και ψαχνόμασταν πάνω σε αυτά, γιατί το ίντερνετ δεν έχει έρθει ακόμα για τα καλά στη ζωή μας ή αν υπάρχει μιλάμε για dial-up συνδέσεις, οι οποίες δεν σου προσέφεραν αυτά που έχεις πλέον στα χέρια σου, στο 2023, το 1998-'99. Η ενασχόληση λοιπόν εκεί, αφού του άρεσε του τύπου και το μεροκάματο ήταν καλό, ένα πεντοχίλιαρο την ημέρα, χωρίς ρεπό, κάθε μέρα, παράλληλα με τη δουλειά του πατέρα μου. Δηλαδή, έχω τελειώσει το σχολείο, είναι λίγο μετά το σεισμό του 1999, όπου αφήνω ένα χαρτί στους γονείς μου και τους λέω: «Κοιτάξτε να δείτε, εγώ θα συνεχίσω να δουλεύω εδώ μαζί σας, αλλά τώρα που έχω τελειώσει και το σχολείο μού έχουν προτείνει, έχω βρει μια δουλειά και τα απογεύματα θα πηγαίνω να δουλεύω εκεί και σας παρακαλώ αφήστε με», στην ουσία είναι το τέτοιο, αν και είχα ήδη τη δυνατότητα, ας πούμε, να να πάω να δουλέψω μόνος μου. Συγγνώμη για αυτά τα τακ τακ. Μπαίνοντας λοιπόν εκεί μέσα, θα αρχίσω να δοκιμάζω, να παίζω κομμάτια από δίσκους τους οποίους δεν ήξερα. Όσο έπαιζε κάτι άλλο, εγώ έβγαζα βινύλια από τη συλλογή αυτουνού του τύπου, τέλος πάντων, εκεί πέρα στο μαγαζί. Μιλάω για την Acapus, η οποία υπάρχει ακόμα, στη Λάσκου, στα σύνορα Παγκρατίου-Βύρωνα. Ναι, και έτσι αρχίζω και μαθαίνω ακόμα περισσότερα και κλασσικά πλέον, συγκροτήματα, κομμάτια από συγκροτήματα της κλασσικής ροκ. Έχω πάει τη σιντιέρα μου, έχω πάει πολλά απ' τα CD μου, για να με βοηθάνε πολύ περισσότερο στη δουλειά μου, με πράγματα που ήδη ξέρω, για να για να βγάλω ένα πρόγραμμα της τάξης των εφτά, έξι-εφτά ωρών. Και παράλληλα, εκείνη την εποχή εμφανίζεται ένα-δυο χρόνια πριν, σιγά σιγά ο «Atlantis» στη ζωή των νέων της εποχής. Άρα και τη δική μου. Στην αρχή ακούγοντας γραμμές τη νύχτα, όπου πάντα το ραδιόφωνο τη νύχτα έπαιζε, έχω πέσει επάνω τους και το αφήνω και τους παρακολουθώ. Και παίζουνε κυρίως ροκ με έμφαση στο ελληνόφωνο, το οποίο αρχίζει και έχει ήδη μια άνθηση. Οι εταιρείες επενδύουν πάνω στην, σ' αυτό το κομμάτι, με τις Τρύπες να πρωτοστατούν, τα Ξύλινα Σπαθιά, τα Διάφανα Κρίνα, τους Ενδελέχεια και όλη αυτή τη σκηνή, τέλος πάντων, που έκανε αυτό το μπαμ εκείνη την εποχή. Είναι δηλαδή, είναι ένα τετράμηνο-πεντάμηνο, γιατί στην ουσία δουλεύω έξι μήνες και μετά φεύγω για στρατό, όπου είναι τόση μεγάλη η πληροφορία η οποία έχει αρχίσει και και αντλείται μέσα σε μέσα στον Πάνο, Παναγιώτη, πείτε το όπως θέλετε και τα χρήματα ρέουν, όπου τα περισσότερα επίσης επενδύονται σε δίσκους και... Μάλλον σε CD, όχι σε δίσκους. Και πλέον, μέσα στο μαγαζί έχω φτιάξει από τις... Ξεκινάω στην ουσία το πρόγραμμα με ελαφριά Britpop μουσική, την οποία μου την έχει δώσει ένας φίλος και μου είχε: «Ψάξε εδώ», Muse, Oasis, που και εκείνοι είχαν ξεκινήσει έτσι, δυνατά, Verve, και όλα αυτά τα συγκροτήματα αυτής της σκηνής εκείνης της εποχής. Περνάει σε πιο κλασσικό ροκ, όπως είπα Led Zeppelin, Doors, Deep Purple και όλα αυτά, τις μουσικές του '70-'80, Για να φτάσει σε μέταλ. Metallica, Iron Maiden, Manowar, Helloween και τα συγκροτήματα της 80s, κυρίως, σκηνής, της New... Δεν πρόκειται να το θυμηθώ αυτό το σιδηρόδρομο που λέγαν τότε. New Wave Of British Heavy Metal; Κάπως έτσι πρέπει να το λέγανε. Και κάποια στιγμή γίνεται break στο πρόγραμμα γύρω στις 10:00, 10:00-11:00, κάπου εκεί το' χα οριοθετήσει, ίσως και λίγο αργότερα, δεν έχει καμία σημασία. Έπαιζε το «Επιστροφή στη φύση» από τους Ψόφιους Κοριούς και αμέσως μετά ακολουθούσε ελληνική ροκ μέχρι τη 1:00, όπου πλέον, ανάλογα με τον κόσμο, θα επέλεγα, αν θα συνέχιζα να παίξω καμιά ωρίτσα ακόμα μερικές μπαλάντες για να τους διώξουμε σιγά σιγά ή αν υπήρχε κέφι, τίποτα Παρασκευές, Σαββάτα θα το τραβάγαμε περισσότερο μιξάροντας περισσότερο τους ήχους και με ξένο. Από όλο αυτό το συρφετό της πληροφορίας λοιπόν, εγώ θα κρατήσω πάρα πολύ, χωρίς ίχνος σωβινισμού, τον ελληνικό στίχο σαν τη μεγάλη αγάπη και όλα αυτά τα συγκροτήματα τα οποία ξεπήδησαν μετά την ενασχόληση με το με τον Παύλο Σιδηρόπουλο, που στην ουσία είναι τα παιδιά του. Και θα ψάξω, όσο γίνεται πιο πιο επισταμένα, το τι υπήρχε και τι έβγαινε εκείνη την περίοδο. Και θα συνεχίσει μέχρι σήμερα αυτό το πράγμα, ακούγοντας και πολλά πράγματα περί γραφικότητας, ότι: «Τι ασχολείσαι με όλα αυτά και και γιατί και δεν υπάρχουν αυτές οι σκηνές που ασχολείσαι» και τέτοια. Από το '97 όπως είπα '98, '96 κάπου εκεί, έχουν εμφανιστεί τα Ημισκούμπρια, έχουν ξεκινήσει οι Active Member, εμφανίζονται Terror X Crew, υπάρχει και το στοιχείο της χιπ χοπ, όπου πάλι με ελληνόφωνο στίχο... Δηλαδή σίγουρα ξέρω πολλά περισσότερα για τα ελληνικά συγκροτήματα, παρά για την χρυσή δεκαετία που λένε της χιπ χοπ στην Αμερική. Και όλο αυτό το πράγμα που έγινε εκεί ξεκινώντας από τα γκέτο και φτάνοντας σε μια πολύ φοβερή εποχή, την οποία περισσότερο σε ντοκιμαντέ[00:50:00]ρ την έχω παρακολουθήσει πάρα την έχω ψάξει μουσικά. Θα την παρατήσω, γιατί αρχίζει και γίνεται μια μια μάχη. Ξαφνικά, χωρίζονται σε δυο ταμπούρια, πάλι και σε αυτή την περίπτωση, οι χιπχοπάδες. Από τη μια το low bap του B.D. Foxmoor και των Active Member και απ' την άλλη όλοι οι υπόλοιποι, να σκοτώνονται, να βρίζονται και τα λοιπά. Να σκοτώνονται μουσικά εννοώ, πάντα. Πράγμα που δεν μου άρεσε, αν και στην ουσία ερχόταν σαν μια πλήρη αντιγραφή του τι συνέβαινε στην Αμερική, όπου ήταν χωρισμένη σε ανατολικούς και δυτικούς. Εμείς το είχαμε χωρίσει ως low bap και οι άλλοι. Θα το ξαναπιάσω αργότερα στα ακούσματά μου.
Στρατός, ένα walkman μονίμως μέσα στην παραλλαγή μου. Ποτέ δεν έφυγε το walkman μέσα απ' την παραλλαγή μου, στην αριστερή τσέπη. Με ακουστικά ψείρες, για να μην, για να μπορεί να χωράει τέλος πάντων μέσα στην στην παραλλαγή. Με επαναφορτιζόμενες μπαταρίες πάντα, για να να μπορούμε να να παίζει στη σκοπιά. Κασέτες επί κασετών μαζί μου, κάπου έχω τις θήκες σίγουρα ακόμα. Και όταν κατέβαινα έγραφα καινούργιες για να τις πάρω μαζί μου επάνω. Με στιγμές στις οποίες οριακά, οριακά δεν έχω φορτώσει τη γεμιστήρα επάνω να τραβήξω ένα τέλος στη ζωή, ακούγοντας Γιώργο Τσίγκο και Μαύρους Κύκλους «Τετραγωνισμένα φύλλα». Μέσα στην στην κατάθλιψη του Έβρου, ας πούμε, να βαράς σκοπιά και να, σε υπερυψωμένη σκοπιά, όπου τα στοιχεία της φύσης να κάνουν πάρτι γύρω σου και να λες: «Εντάξει, εδώ είναι τα τελευταία μου, δεν έχει αλλά. Θα την ανοίξω και θα σουτάρω», αλλά οκ, κρατηθήκαμε. Δεν ξέρω τι με κράτησε. Ακούγεται πολύ μακάβριο αυτό, αλλά είναι μια αλήθεια, εν πάση περιπτώσει. Το αποφύγαμε, γιατί δε θέλει και πολύ είναι η αλήθεια να κάνεις βλακεία όντας έφηβος και μέσα στο στρατό. Έχοντας πλέον, αποκτήσει μια συνείδηση, και μέσω της μουσικής και μέσω όλης της πολιτικής κατάστασης, η οποία κινείται τότε στην στη χώρα. Της ακραίας πόλωσης και, και, και, μεταξύ πράσινων, μπλε και πάει πάει λέγοντας. Μέσα σε όλο αυτό το πράγμα κινείται και η πολιτική και η πολιτική μέσω φίλων και τα λοιπά, αλλά νομίζω ότι αυτό δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία, γιατί δεν επηρεάζει την μουσική ταυτότητα αν θέλεις, που ακολουθώ και φτιάχνω σιγά σιγά. Τελειώνει όλο αυτό το βάσανο των δεκαοχτώ μηνών, με εννιά μήνες στον Έβρο και μετά επιστροφή στην Αθήνα να βλέπουμε το σπίτι μας με το καλαμάκι και να είμαστε δέκα λεπτά από αυτό. Δουλεύω στην... Βγαίνοντας, δουλεύω στην επιχείρηση του πατέρα μου. Ήταν πλέον, έχει σταματήσει τη μια βιοτεχνία που είχε και έχει φτιάξει ένα σιδερωτήριο, όπου πηγαινοφέρνουμε πράγματα ασιδέρωτα και σιδερωμένα σε πελάτες στα σπίτια τους, με ένα φορτηγάκι στο οποίο υπάρχει ένα κασετόφωνο και δύο ηχεία στις πόρτες. Εμένα δε μου φτάνουν αυτά όμως. Θέλω πολύ περισσότερη ένταση μέσα στο στο κουβούκλιο του μικρού Daihatsu τότε, οπότε έχω πάρει διάφορα ηχεία, τα οποία είτε τα 'χω βρει πεταμένα και κάποια δουλεύουν, είτε μου έχουν δώσει ηχεία και έχω ξηλώσει από τις κάσες των ηχείων και τα προσαρμόζω μέσα στο αυτοκίνητο, στο πάνω μέρος κυρίως, με τα καλώδια να κυλάνε και να καταλήγουν στο κασετόφωνο. Οπότε ανοίγοντάς το και δίνοντάς του ένταση, έχω μία ικανοποιητική κατάσταση μέσα στην καμπίνα του οδηγού που περνάω αρκετές ώρες, μέχρι να τελειώσει αυτή η δουλειά και να πάω να δουλέψω μετά στο μαγαζί, όπου επιστρέφω μετά το τέλος της θητείας. Η μουσική αλλάζει εκείνο το διάστημα. Είναι 2000-2001 όταν απολύομαι. Έχει μπει αυτό που θα ονομαστεί nu metal εκείνη την εποχή. Οι Limp Bizkit, οι Linkin Park έχουν εμφανιστεί οι System Of A Down. Άλλοι ήχοι, που πλέον έχουν παντρέψει αυτό που άκουγα εγώ ως χιπ χοπ με το ροκ, με το σκληρό ήχο του ροκ και εμένα μ' αρέσει πάρα πολύ αυτό το πάντρεμα. Κάποια ήδη το 'χαν... Το είχαν κάνει; Συγκροτήματα όπως οι Deadlock ή Dreadlock; Δε θυμάμαι πώς ήταν ακριβώς η ονομασία τους. Αν το ψάξω θα το βρω κάπου εδώ. Τέλος, συγγνώμη, τέλος πάντων. Έχουνε βάλει τις ηλεκτρικές κιθάρες στα χιπ χοπ που φτιάχνουνε. Το έχουν κάνει και οι Terror X Crew στο «Να τους δω να τρέχουν» κάποια στιγμή, στην αρχή της δικιάς τους πορείας. Κάθεται πάρα πολύ ωραία. Ο κοινωνικός στίχος και των Terror και των Active Member και τα λοιπά, είναι αυτός που δίνει τον τόνο, ας πούμε, αν θέλεις του προβληματισμού και της σκέψης του σε τι σε τι εποχές μεγαλώνουμε. Είναι εποχές ευμάρειας, είναι οι εποχές του, αυτού που ονομάσαμε αργότερα, των Κωστοπουλικών εποχών, του «Nitro», του «Max». Μιλάω για περιοδικά. Του lifestyle, των ωραίων γυναικών, των αυτοκινήτων, που όποιος έχει το πιο καινούριο και καλό αυτοκίνητο είναι και πιο μάγκας της παρέας. Αυτά κινούνται γύρω μας στην ουσία και τα βλέπουμε και αηδιάζουμε, στην ουσία, γιατί θεωρούμε ότι σκεφτόμαστε λίγο παρακάτω το πράγμα και ότι δεν είναι η ζωή εκεί, είναι κάπου αλλού. Είναι πιο στην επαφή των ανθρώπων, στην παρέα, στην κουβέντα, στον προβληματισμό. Ότι όλο αυτό είναι κάτι πολύ ψεύτικο. Και αποδείχθηκε, όταν έσκασε όλο αυτό το πράγμα ότι όντως ήταν ψεύτικο και μέναμε καλύτερα στον κοινωνικό στίχο, ακόμα κι αν αυτός έβγαζε μια από θλίψη έως κατάθλιψη. Αλλά τουλάχιστον, θεωρούσαμε ότι πατούσαμε στη γη και δεν τρώγαμε αυτό που πλέον έχει αρχίσει και παρουσίαζε πάρα πολύ έντονα και η τηλεόραση με πολλά πλέον ιδιωτικά κανάλια και πλασαριζόταν ως τρόπος ζωής. Επίσης, ένας μεγάλος σταθμός μουσικά είναι η «Ντισκολάτα» των Στέρεο Νόβα. Όπου δεν είναι ακριβώς χιπ χοπ, αλλά είναι μια μουσική η οποία έχει πάλι πάρα πολύ κοινωνικό στίχο. Οι κραυγές στο «Μάνα» αντηχούν μέσα στο στο κεφάλι, μέσα στο «Μικρό αγόρι». Και περνώντας τα χρόνια και κοιτώντας πίσω και ακούγοντας κάποια στιγμή ξανά αυτά τα κομμάτια, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που έζησε αυτές τις εποχές, μ' αυτούς τους ανθρώπους να καταθέτουν αυτού του τύπου τις δουλειές. Γιατί έδωσαν, σε μένα τουλάχιστον και σε ανθρώπους που επέλεξα πλέον να είναι γύρω μου, τη δυνατότητα να μην τρώνε κυρίως ό,τι τους πετάνε, αλλά να κοιτάζουνε λίγο έως πολύ την ουσία των πραγμάτων. Την ουσία των ανθρώπων, της φύσης, όλου του συνόλου των πραγμάτων μέσα σε μια κοινωνία, και στον πλανήτη κατ' επέκταση αν θες. Τραντάζοντας στην ουσία την ψυχολογία μας, παίζοντας με το μυαλό μας, με έναν τρόπο ο οποίος τουλάχιστον δεν... Όχι δεν μας έκανε πρόβατα, γιατί πρόβατα είναι και πολύ άσχημη λέξη, αλλά δεν μας έκανε να ακολουθούμε τυφλά ο ένας πίσω από τον άλλον αυτό που άρχισε να πλασάρεται όλο και πιο έντονα από τις τηλεοράσεις, από περιοδικά συγκεκριμένα, από ραδιόφωνα επίσης. Και κρατούσαμε μια, όχι επαναστατική, γιατί επανάσταση κάνανε το '73 στο Πολυτεχνείο. Εμείς δεν κάναμε καμία επανάσταση, όχι. Αλλά τουλάχιστον ήμασταν έξω απ' αυτό το χορό. Ο οποίος αργότερα θα θα βάλει και την κοκαΐνη μέσα του μέσα του, θα βάλει πολλά, πολλά, πολλά, πολλά. Χωρίς να αποκλείονται και οι περιπτώσεις του ότι θα πάμε ένα βράδυ σε ένα κλαμπ, θα ακούσουμε και την χορευτική μουσική της εποχής, τα house, τα... Τι άλλο, τι άλλο ρεύμα έτρεχε τότε. Ναι, κυρίως η house μουσική έπαιζε, ή την εμπορική μουσική που είχε αρχίσει και έπαιζε εκείνη την εποχή. Britney Spears, Ricky Martin και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά. Ούτως ή άλλως, αυτά τα άκουγες και τα χρησιμοποιούσες για κάνα πάρτι, ας πούμε, γιατί ήταν κοινής αποδοχής, όταν θα γίνει κάτι τέτοιο. Και έρχεται το 2004, όπου πλέον το κασετόφωνο του φορτηγού σε αυτό το φορτηγάκι δε δουλεύει. Του 'χω αλλάξει τα πετρέλαια και πρέπει με κάποιο τρόπο, εκτός από το ραδιόφωνο, να μπορώ να ακούω και κασέτες, γιατί δεν δουλεύει πλέον. Βάζεις κασέτα και δεν ξεκινάει ποτέ. Οπότε θα θα στύψω το κεφάλι μου και θα προσαρμόσω αυτά τα ηχεία σε ένα jack, ούτως ώστε να μπορώ να παίζω με ένα walkman. Για να παίζω τις κασετούλες μου. Και θα γίνει μέσα σε αυτά τα χρόνια, σε καταστάσεις ηλίθιες ενδεχομένως, ακούγοντας δυνατά ροκ κομμάτια και όντας, ξέρω 'γω, 2:00-3:00 η ώρα τη νύχτα, θα πατάω το γκάζι και όπου βγει στη Φορμίωνος, ας πούμε, ακούγοντας Τρύπες, το «Ξημερώνει, πού να κρυφτώ;» ας πούμε και πατώντας στο αυτοκίνητο όσο πήγαινε περισσότερο, με τρελό κίνδυνο να σκοτωθούμε, προφανώς, αν πεταγόταν κάποιος από κάποιο στενό. Τόσο μας έκοβε, τόσα κάναμε. Και σε ένα αυτοκίνητο που η μούρη του, ήταν ακριβώς στα πόδια μου. Στο πρώτο τρακάρισμα θα' χα μείνει ανάπηρος, ενδεχομένως, με αυτές τις ταχύτητες. Εν πάση περιπτώσει, τη γλιτώσαμε μες στη βλακεία. Γιατί σ' αυτά τα χρόνια κουβαλάς και μπόλικη βλακεία, ή κουβαλούσαμε και μπόλικη βλακεία. Ίσως τα παιδιά τώρα να είναι πιο ώριμα σε αυτές τις ηλικίες από μας τότε. Έρχεται λοιπόν, το 2004. Έχω, όταν δεν ακούω τις κασέτες, έχω περάσει μουσικά, [01:00:00]μάλλον ως ακροατής ραδιοφώνου από τις εκπομπές του Οδυσσέα Ιωάννου, στον «Μελωδία» τα απογεύματα, όπου προσπαθώ μέσω αυτού να πείσω τον πατέρα μου, τα κομμάτια του Παύλου Σιδηρόπουλου που ακούω, που ακούει μάνα μου, ας πούμε, το «Θάνατος» και γυρνάει και μου λέει: «Παιδί μου, τι έχεις; Τι έχεις πάθει;». Και ενδεχομένως, ανησυχούν για το πού πηγαίνει αυτό το παιδάκι, το παιδάκι μας, όταν θα παίξει, ας πούμε, το το «Να μ' αγαπάς» του Σιδηρόπουλου ο Ιωάννου. Που έχω πιάσει τον πατέρα μου, του λέω, ακόμα δουλεύουμε μαζί, δεν έχω πάρει το δίπλωμα, είναι λίγο πιο πίσω. Λέω: «Κοίτα, αυτός είναι αυτός που ακούω εγώ» και εντάξει, θα τον μαλακώσω λίγο.
Και από ένα σημείο και έπειτα αλλάζει λίγο το πράγμα, διότι η παρέα έχει αρχίσει και ασχολείται με τα αθλητικά, πολύ έντονα. Η παρέα που έχω δημιουργήσει πλέον από το μαγαζί, έχοντας αφήσει πίσω όλη την κατάσταση της γειτονιάς και του σχολείου σιγά σιγά. Είναι η τρίτη παρέα που δημιουργώ στην ουσία. Εντάξει, αυτό είναι άλλο θέμα ψυχολογίας που δε θα το αναλύσουμε τώρα. Και εντάξει, οι περισσότεροι υπάρχουν και σήμερα. Και θα πέσει στις κουβέντες που κάνουν, εγώ δεν πολύ συμμετέχω, διότι δεν παρακολουθώ κιόλας και το όνομα του του «ΣΠΟΡ FM» θα αρχίσει να ακούγεται αρκετά, μέσα σε αυτή την παρέα. Οπότε λέω, θα ακούσω και εγώ, ρε παιδί μου, να δω τι τι διάολο γίνεται; Δήλωνα πάντα μια ομάδα, αλλά δεν είχα τρελή τρελή ασχολία και πώρωση, ας πούμε, πάνω στο, σε αυτό το κομμάτι. Εκεί θα ανακαλύψω έναν ραδιοφωνικό σταθμό, ο οποίος στηρίζεται, στηριζόταν και στηρίζεται ακόμα, ευτυχώς, στην αλληλεπίδραση του κόσμου με τους εκάστοτε παραγωγούς. Με την αθλητική επικαιρότητα, με συγχωρείτε, να κινείται ανάμεσα κυρίως σε αστεία τα οποία γίνονται μεταξύ των παραγωγών, αλλά και του κόσμου, ο οποίος συμμετέχει είτε με γραμμές είτε με μηνύματα σιγά σιγά, τα οποία έχουν αρχίσει και μπαίνουνε στο κόλπο. Θα αρχίσω να ακούω παραγωγούς, όπως ο αείμνηστος ο Χρήστος ο Χαραλαμπόπουλος, ένας άνθρωπος πάρα πάρα πολύ διαβασμένος και με ιδιαίτερο γούστο στις μουσικές του επιλογές, ο οποίος συνήθως έπαιζε και τραγούδια ολόκληρα, πράγμα που σπάνια άκουγες να συμβαίνει σε εκείνο το σταθμό. Αλλά αυτή η αίσθηση της παρέας που εξέπεμπε αυτό το ραδιόφωνο, προσωπικά δε μ' άφηνε να γυρίσω τη βελόνα οπουδήποτε αλλού ή να μπω στη διαδικασία να πατήσω το play στο Βανάκι και να παίξω κάποια κασέτα, εκτός αν για κάποιο λόγο έχω κουραστεί και θέλω να να γίνει κάτι τέτοιο. Οπότε γίνομαι φανατικός ακροατής του σταθμού. Και μέσω μιας τραγικής καραμπόλας, η οποία ήτανε τραγική καραμπόλα όχι με τον όρο του άσχημου, αλλά θα βρεθώ στα γραφεία του σταθμού, προσφέροντας τον εαυτό μου για δουλειά εκεί. Στον ιδιοκτήτη του σταθμού, ο οποίος έκανε και εκπομπές τότε. Θα μου πει ότι: «Υπάρχει μια θέση για έναν άνθρωπο τον οποίο θέλουμε για εξωτερικές δουλειές». Εγώ στην ουσία ψάχνω τρόπο, όπως θα έλεγε και ο Βουτσάς στην ταινία, «να τρουπώσω» και θα το καταφέρω, εντελώς, μα εντελώς τυχαία. Και δεν υπάρχει περίπτωση... Ήταν, αν δεν κάνω λάθος, είναι η πρώτη φορά. Όχι, δεν είναι η πρώτη φορά που μπαίνω σε ραδιοφωνικό σταθμό. Όχι. Ναι; Ναι, είναι η πρώτη φορά που μπαίνω σε ένα ραδιοφωνικό σταθμό. Συγγνώμη για τις παύσεις, πρέπει να τα βάλω σε μια σειρά. Στα 43 μου χρόνια πια δεν τα θυμάμαι σωστά. Ναι, είναι η πρώτη φορά που μπαίνω σε ραδιοφωνικό σταθμό. Δεν πρόκειται να ξεχάσω τη στιγμή, που από το δεύτερο όροφο, όπου βρίσκομαι με έναν συνεργάτη του σταθμού, τον οποίο μου 'χουν, μάλλον έχουν στείλει για να δουλέψουμε στην αρχή μαζί και να μου δείξει τι θέλουν να κάνω εκείνο το διάστημα. Δεν έχω καμία σχέση με κονσόλες και τα λοιπά και τα λοιπά, τότε, στην αρχή. Είπαμε ότι ήθελαν εξωτερικές δουλειές από κάποιον. Ανεβαίνουμε στον τέταρτο όροφο, όπου εδρεύουν τα στούντιο του σταθμού. Δεν πρόκειται λοιπόν να ξεχάσω το ότι σταματάει το τέτοιο, το ασανσέρ. Ανοίγει η πρώτη πόρτα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια δεύτερη πόρτα και με το που ανοίγει, είναι ένα συναίσθημα, το οποίο δεν δεν μπορώ να το περιγράψω, πραγματικά. Είναι σαν να κυλάει ένα ρεύμα αργά αργά, από πάνω ως κάτω και ανάποδα. Όπου ανοίγει η πόρτα και βλέπω το κόκκινο, την κόκκινη λάμπα αναμμένη. Και ακούω τον παραγωγό που μπαίνει, βλέποντάς τον μέσα από ένα παράθυρο. Συγκλονιστική στιγμή; Ναι, συγκλονιστική στιγμή. Η οποία δε θα ξεχαστεί και πότε ενδεχομένως. Πόση ώρα μιλάω; Έχω φύγει από το θέμα;
Καθόλου.
Καθόλου, οκ. Λοιπόν, συνεχίζω λοιπόν. Περνάνε εκεί, πόσο; '04, '08, '09... Τέσσερα χρόνια κάνοντας ή έχω πέσει σαν αλεξιπτωτιστής μέσα σε ένα περιβάλλον του σταθμού, το οποίο κυρίως κινείται με ανθρώπους οι οποίοι γνωρίζουν ο ένας τον άλλον και φέρνει ο ένας τον άλλον στη δουλειά, εκτός από τους δημοσιογράφους οι οποίοι αντλούνται από το κέντρο αθλητικού ρεπορτάζ του Χρήστου Σωτηρακόπουλου, τη Σχολή Αθλητικής Δημοσιογραφίας που ακόμα έχει, και μπαίνουν σε διάφορες θέσεις, δημοσιογραφικά, μέσα στο κόλπο. Εγώ είμαι ο μόνος αλεξιπτωτιστής εκεί πέρα, που δεν γνωρίζει κανείς ποιος τον έχει φέρει αυτόν εδώ. Παρόλα αυτά, λόγω θέλησης, λόγω χαρακτήρα, που εντάξει, γενικότερα αν κάτι πήρα από τους γονείς μου και την καταγωγή της μητέρας μου που είναι από την Κωνσταντινούπολη, ήταν οι καλοί μου τρόποι, αν μπορεί να το πει κανείς και η ευγένεια, με την οποία μπορώ να παρουσιαστώ κάπου και να μπω, τέλος πάντων, μέσα σε ένα σύνολο. Αρχίζω και παίρνω ευθύνες ως άνθρωπος, ο οποίος κάνει εξωτερικές δουλειές, αλλά πλέον έχω άμεση επαφή με το λογιστήριο. Κουβαλάω χρήματα, κάνω εισπράξεις για τον τότε όμιλο, τέλος πάντων, εκεί. Με σεβαστά ποσά πάνω στις τσέπες μου, ας πούμε, να πηγαινοέρχονται σε τράπεζες και τα λοιπά και τα λοιπά, γιατί πλέον είμαι υπάλληλος λογιστηρίου εκεί. Εξωτερικός υπάλληλος λογιστηρίου. Και σιγά σιγά, γνωρίζω τους ανθρώπους οι οποίοι είναι οι τεχνικοί στο σταθμό. Είναι οι ηχολήπτες του σταθμού. Λιγότερο τους παραγωγούς. Και βασικά τον προϊστάμενο της όλης κατάστασης, τον Παντελή τον Καλαϊτζίδη. Όπου, όταν του λέω ότι έχω τελειώσει μια σχολή αυτοματισμών, ας πούμε, ηλεκτρονικών. Ναι, είμαι ηλεκτρονικός, ας πούμε, με πτυχίο Τεχνικού Λυκείου. Δεν έχω μπει ποτέ στη διαδικασία να πάω σε πανεπιστήμιο. Δεν ήθελα να το κάνω αυτό και όταν μου είπαν οι γονείς μου: «Να διαβάσεις, να σε πάμε φροντιστήρια» και τα λοιπά, τους είπα: «Μην το κάνετε, γιατί θα πετάξετε απλά τα λεφτά σας. Δε θέλω να το κάνω. Θα βρω αλλιώς το δρόμο». Και όταν γύρισε και μου είπε: «Να σε πάω σε μια ιδιωτική σχολή, να δούμε τι» και τα λοιπά. «Ούτε», επίσης. Τους απέτρεψα. «Θα τη βρω την άκρη». Πιστεύω ότι ανησυχούσαν, αλλά τελικά, μάλλον φυσιολογικά ανησυχούσαν, όντας πλέον και πατέρας το καταλαβαίνω περισσότερο. Αλλά, γνωρίζοντας λοιπόν αυτό τον άνθρωπο και κουβαλώντας κάτι πράγματα σ' εκείνη την περίπτωση. Τον βοηθούσα. Κάποιος μου 'πε ότι: «Πήγαινε να βοηθήσεις αυτόν» και τον γνώρισα. Μου είπε, τι ήτανε. Του είπα, τι έχω κάνει. Kαι η ερώτησή του ήταν: «Τι κάνεις εδώ πέρα αγόρι μου;». Του λέω: «Εντάξει, εγώ ήθελα. Άκουγα το σταθμό, κατά τραγική σύμπτωση βρέθηκα εδώ, από ένα μήνυμα που έστειλα στο σταθμό και έθεσα τον εαυτό μου προς δουλειά», γιατί η δουλειά του πατέρα μου δεν μπορούσε να μου εξασφαλίσει ένσημα, ούτε το ντιτζεϊλίκι μπορούσε να μου δώσει ένσημα. Ήμουν 24 και δεν είχα κολλήσει ένα ένσημο στη ζωή μου. Οπότε έπρεπε να βγω στην αγορά, να ψάξω μια δουλειά, να ασφαλιστώ. Ήταν τα λόγια του πατέρα μου αυτά, οπότε τα ακολούθησα. Αφού συζητήσαμε αρκετή ώρα, μου λέει: «Κοίταξε να δεις, αν ανοίξει κάποια θέση ηχολήπτη, θα ήθελες;». Και εγώ κάθομαι και τον κοιτάζω σαν χάνος, ας πούμε, γιατί εκείνη τη στιγμή μού προτείνει αυτό που ονειρεύομαι από τα 7, 8, 9; Κάπου εκεί. Θα αργήσει λίγο να γίνει. Σχεδόν θα έρθει η ώρα που θα απειλήσω, εντός εισαγωγικών, ότι «Θα φύγω αν δε με βάλετε κάπου». Γιατί ταυτόχρονα ανοίγει ένας ραδιοφωνικός σταθμός, μου το σφυράει κάποιος φίλος από το στρατό για την ακρίβεια, ο οποίος και αυτός είχε μάθει τη μούρλα μου, ας πούμε, με την όλη την κατάσταση. Θα πάω, θα περάσω μια τύπου οντισιόν στον «City» της Γιάννας Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη στα ολυμπιακά ακίνητα. Ο τύπος, μαζί με τέσσερα-πέντε παιδιά, κάναμε του τύπου ένα, ένα δελτίο ειδήσεων. Όντας όλοι μέσα σε ένα δωμάτιο με τον προϊστάμενο, τον Τεχνικό Προϊστάμενο εκεί. Θα δω παιδιά, τα οποία, έτρεμαν, είχαν βγει από σχολές και έτρεμαν τα χέρια τους πάνω στα ποτενσιόμετρα και εγώ πήγα μεσ' στην άνεση, ανέβασα το ποτενσιόμετρο, το κατέβασα. Έβγαλε η κοπέλα που εκφωνούσε το δελτίο τάχα μου, άνοιγα το δελτίο και βγαίνοντας έξω, με πιάνει ο τύπος και μου λέει: «Σε θέλω, πώς θα γίνει;». Το καθεστώς τότε για να γίνει ηχολήπτης στο ραδιόφωνο ήταν κάπως περίεργο, διότι το σωματείο, τέλος πάντων, των τεχνικών είχε κλείσει πάρα πολύ το επάγγελμα και έπρεπε τουλάχιστον να έχεις ένα χαρτί σχολής για να δουλέψεις ως τεχνικός ραδιοφώνου ή θα έπρεπε να έχεις δουλέψει έστω για λίγο ως εμπειρικός τεχνικός. Ένα από τα δύο. Εγώ δεν είχα τίποτα από τα δύο. Τέλος πάντων, ζήτησα από τον σταθμό τότε, από τους ανθρώπους του σταθμού που τους γνώριζα, τους διοικητικούς ανθρώπους του σταθμού, το Γιώργο το Δήμα, για την ακρίβεια, ότι: «Σας παρακαλώ, επειδή εδώ δεν θέλω να μείνω μια ζωή στο πήγαινε έλα πάνω σε ένα μηχανάκι και να κάνω διάφορα πράγματα, ας πούμε, θέλω να πιστεύω ότι μπορώ να κάνω κάτι παραπάνω. Θα ήθελα να μου δώσετε ένα χαρτί, να να πάω να δουλέψω εκεί». Υπήρξε μια αντιπρόταση, την οποία και [01:10:00]δέχτηκα, ότι: «Μείνε εδώ. Σ' αγαπάμε, σε εκτιμάμε», κάτι κάτι ανάλογο, «και μέχρι το... Μέσα στο χρόνο, τέλος πάντων, θα είσαι στην στην ομάδα των τεχνικών». Και έτσι και έγινε. Έγιναν κάποια μικρά δοκιμαστικά, για να με δει και ο προϊστάμενός μου επάνω στην κονσόλα πώς αντιδρώ, πώς... Μιλάμε για ηχοληψία στην πιο απλή της μορφή, στην ουσία, στο ραδιόφωνο. Αν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν διαφορές, διάφοροι τρόποι να κάνεις ήχο, είτε σε ένα στούντιο, είτε σε ένα, σε μια σ' ένα live, σε μια συναυλία και τα λοιπά και τα λοιπά, την πιο μικρή δυσκολία, θεωρώ ότι την έχει το ραδιόφωνο. Να τοποθετήσεις δύο, μία ή δύο φωνές και έναν υπολογιστή ο οποίος παίζει μουσική και να βγει ένα άρτιο αποτέλεσμα στα αυτιά του κόσμου. Το οποίο φεύγει και από κομπρέσορες, τέλος πάντων, οι οποίοι βοηθάνε ακόμα περισσότερο να σου κάνουν πιο εύκολη αυτή τη δουλειά, ούτως ώστε να μην ακούει άλλα αντί άλλων ο ακροατής στην άλλη άκρη του δέκτη.
Πρώτη βάρδια, σαν ψέμα 1η Απριλίου 2008. Απέναντί μου Αντώνης Καρπετόπουλος και άλλη μία πολύ καλή επιρροή, την οποία την παρέλειψα, η οποία έρχεται από την τηλεόραση είναι το σίριαλ «Είμαστε στον αέρα», το οποίο πραγματεύεται ραδιόφωνο. Και όταν έπαιξε στην τηλεόραση το παρακολούθησα, όσο μπορούσα περισσότερο. Και είναι η, πώς να το πούμε; Η ασυνείδητη στιγμή, όπου πρέπει να επιλέξω το πρώτο κομμάτι που θα ξεκινήσει η συγκεκριμένη εκπομπή. Δεν είχε σήμα τότε η εκπομπή να παίζει, να παίξει. Έμπαινες απλά με ένα κομμάτι. Και είναι το «I feel good« του James Brown. Και όταν θα ξαναδώ τη σειρά, κάποια στιγμή σε επανάληψη, θα δω ότι είναι το κομμάτι με το οποίο επιλέγει να ανοίξει ο JukeBox FM στο συγκεκριμένο σίριαλ, το οποίο το έχω ξεχάσει ότι έχει συμβεί αυτό το πράγμα, αλλά υποσυνείδητα λειτούργησε κάπως έτσι. Και μάλιστα, θα αργήσει τότε ο παραγωγός να έρθει και θα παίξει και όλο το κομμάτι, νιώθοντας απίστευτα υπέροχα που πλέον το παιδικό όνειρο γίνεται πραγματικότητα. Είμαι πίσω από την κονσόλα ενός ραδιοφωνικού σταθμού, τον οποίο ήδη έχω αγαπήσει και αυτό που κάνω φτάνει στα αυτιά χιλιάδων ανθρώπων στο... Τότε νομίζω ότι δεν πρέπει να 'χαμε live streaming στο ίντερνετ. Ή μπορεί και να 'χε. Θα σας γελάσω. Τουλάχιστον στην Αττική και σε διάφορους περιφερειακούς σταθμούς στην Ελλάδα. Υπέροχο το συναίσθημα να νιώθεις ότι παράγεις κάτι τέτοιο και ότι είναι και καλό. Σε ένα σταθμό ο οποίος θεωρείς ότι είναι είναι καλός, γιατί έχει αυτό το συναίσθημα που σας περιέγραψα πριν, της παρέας. Κρατάει συντροφιά σε κόσμο, έχει εικοσιτετράωρη λειτουργία. Κάθε ώρα υπάρχει κάποιος στα μικρόφωνα του να να δουλεύει, εκτός από κάποιες μέρες. Τότε στην αρχή ναι, όχι. Δεν ήταν εικοσιτετράωρη η λειτουργία του. Για ένα μικρό διάστημα από τις 2:00 μέχρι τις 5:00, έπαιζε μουσική κονσέρβα, κυρίως λαϊκά. 1η Απριλίου είπα ότι ξεκίνησα και οι πρώτες βάρδιες που έκανα, εκτός από τη μεσημεριανή που ήθελε και ο προϊστάμενος να είναι από κοντά για να δει και πάλι πώς θα διαχειριστώ την κατάσταση, κάνω δυο-τρεις μεσημεριανές και αμέσως μετά ξεκινάει η Μεγάλη Εβδομάδα. Και γυρνάω νύχτα. Έχω γύρω στις έξι-εφτά ημέρες σερί νύχτας. Συγγνώμη για αυτό. Όπως σας είπα στο 2:00-5:00, η βάρδια είναι 12:00-6:00, αν δεν κάνω κάποιο σοβαρό λάθος, εξάωρο στον αέρα, ναι. Και στο 2:00-6:00 παίζει αυτόματος, νέολαϊκά. Που σημαίνει, ξέρω 'γω, από Πάνο Κιάμο, μέχρι, όχι, Αργυρός δεν υπήρχε τότε, Βέρτη, Ρέμο και δεν συμμαζεύεται. Μπαίνοντας όμως, στη Μεγάλη Βδομάδα και ειδικά στο ξημέρωμα της Μεγάλης Τετάρτης, αν δεν κάνω κάποιο σοβαρό λάθος, τελειώνοντας το πρόγραμμα στο 12:00-2:00, που ήταν ζωντανό με γραμμές, με παράγωγο, αποφασίζω ότι εντάξει, αν και δεν είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος πιστεύει φανατικά στη θρησκεία, θεωρώ ότι το το κλίμα των ημερών δεν σηκώνει απλά να παίζουνε τσιφτετελοτραγουδάκια. Και ίσως να είναι και ενοχλητικό, για κάποιους που πιθανότατα να παρακολουθούν, να έχουν αφήσει το ραδιόφωνο τους εκεί. Και αναλαμβάνω να παίξω μουσική, χωρίς να ρωτήσω κανέναν. Να παίξω τραγούδια του στυλ, σε χαμηλούς τόνους πάντα, Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα, Δήμητρα Γαλάνη, ξέρω εγώ, Παντελή Θαλασσινό. Όπου ναι, υπάρχουν μηνύματα στο σταθμό, υπάρχει φόρμα μηνυμάτων με την οποία επικοινωνούν οι, πώς το λένε, οι παραγωγοί με τους ακροατές. Είναι πια, ναι, 2008. Φυσικά και υπάρχουνε. Τα έχω ανοιχτά δίπλα μου και κάποιος ακροατής, φίλος του Πανιωνίου για την ακρίβεια, δεν πρόκειται να το ξεχάσω αυτό ποτέ και το συναίσθημα που δημιουργήθηκε. Γιατί παίζω το «Ανάθεμά σε» του Παντελή Θαλασσινού και ο τύπος στέλνει ένα μήνυμα: «Ποιος είναι αυτός εκεί που παίζει τέτοια τραγούδια; Σε παρακαλώ ρε φίλε, βάλε το «Τα σμυρνέικα τραγούδια», ναι, «να θυμηθούμε λίγο τις χαμένες πατρίδες». Κάπως έτσι το' χε βάλει στο μυαλό του. Μετά από κάνα τέταρτο-εικοσάλεπτο, γιατί δεν ήθελα να το βάλω και back to back, για να έχουμε μια συνοχή στο πρόγραμμα, το βάζω και αρχίζει μια επικοινωνία με έναν, χωρίς να έχω μικρόφωνο μπροστά μου, με τον τύπο, ο οποίος καταλαβαίνει ότι βλέπω τα μηνύματά του και περνάμε, ξέρω 'γω, καμιά ώρα, ζητώντας πράγματα εκείνος. Δεν τα άκουσε, προφανώς όλα, αλλά ήτανε σαν να είχα έναν ακροατή και να προσπαθώ έτσι να του φτιάξω λίγο το το βράδυ. Πράγμα που στην ουσία γινότανε και όταν ήμουνα DJ. Διότι σιγά σιγά, το μαγαζί που δούλευα, είχε τους τακτικούς θαμώνες. Ερχόντουσαν, ζητούσαν ο καθένας, κάποια στιγμή από ένα κομμάτι, γιατί ο DJ συνήθως είναι ένα JukeBox σε αυτές τις φάσεις. Εγώ κρατούσα το στυλ που γούσταρε ο καθένας πάνω κάτω ή το τραγούδι που είχε ζητήσει. Οπότε, από ένα σημείο και μετά, έφτιαχνα ένα πρόγραμμα, όπου συμπεριελάμβανε τις περισσότερες παρέες που ήταν εκεί ή κάποια από τα άτομα που ήταν εκεί. Οπότε παίζαν τα μάτια, την ώρα που έπεφτε το κομμάτι για τον τάδε τύπο ή την τάδε τύπισσα ακόμα περισσότερο, γιατί εντάξει, και αυτά παίζανε στο κόλπο. Παίζαν ματιές, σηκωνόντουσαν χέρια: «Πού το θυμάσαι που στο είχα ζητήσει τότε;» και πάει και πάει λέγοντας. Έγινε μια τέτοια επικοινωνία. Πέρασε αυτό. Την επομένη... Έγινε μεγάλη Τετάρτη, Τρίτη προς Τετάρτη, Τετάρτη προς Πέμπτη. Πήγε όλο το... Μέχρι και την Κυριακή του Πάσχα, όπου εκεί γύρισα το κλίμα και ξανάπαιξα για την Κυριακή του Πάσχα. Ξεκίνησα ένα τεταρτάκι πριν την αλλαγή του, πριν την Ανάσταση, διώχνοντας τον, μισή ώρα για την ακρίβεια, διώχνοντας τον προηγούμενο συνάδελφο. Και του λέω: «Πήγαινε να κάνεις Ανάσταση, θα αναλάβω εγώ, μην κάνουμε κι οι δυο την ανάσταση εδώ πέρα». Και κάνοντας μια παρασπονδία στην ουσία, την ώρα που άλλαζε η ώρα, πήρα το το μικρόφωνο, το άνοιξα. Ήθελα να πω: «Χρόνια πολλά σε όλους, Χριστός Ανέστη», μου βγήκε ένα: «Χριστός Ανέστη, χρόνια καλά», έκλεισα το μικρόφωνο και έβαλα το επόμενο τραγούδι. Ήταν η πρώτη φορά που μίλησα στον αέρα του σταθμού και η τελευταία σε εκείνο το διάστημα. Τις ημέρες εκείνες, τη μεθεπόμενη μέρα, αφού έχω ξεκινήσει και κάνω αυτό το πράγμα, έτσι, με τα ελαφρά κομμάτια και τα σιγανά κομμάτια, ας πούμε, να το πούμε έτσι. Τα low beat κομμάτια. Όχι low beat. Λάθος, λάθος. Πώς θα τα πω ρε; Κοίτα να δεις που κόλλησα τώρα στην τέτοια. Τόσην ώρα δεν έχει σταματήσει το στόμα μου να λέει και κόλλησα στο... Του χαμηλού ρυθμού κομμάτια, τέλος πάντων. Ελληνικά πάντα, για να μη φύγω από το το στυλ του του ραδιοφώνου, του σταθμού, εκείνες τις ώρες. Έρχεται η κοπέλα, είχαμε γραμματεία κανονικά, στην οποία είχα δουλέψει κιόλας, στη γραμματεία ένα διάστημα, στα πολλά που έκανα μέχρι να πιάσω την κονσόλα στα χέρια μου. Η γραμματεία σταμάταγε νομίζω γύρω στις 11:00-12:00; Δεν θυμάμαι. Ανεβαίνει, τέλος πάντων, η κοπέλα της, την οποία την ήξερα, νομίζω η Άννα ήτανε και μου λέει: «Ρε συ, από το πρωί παίρνουνε στην άλλη συνάδελφο και ρωτάνε ποιος παίζει μουσική τις νύχτες. Τι τους βάζεις;». Λέω: «Αλήθεια;». «Ναι». «Πολύ ωραία, θα συνεχίσω να τους βάζω. Τι τους βάζω; Βάζω αυτό αυτό αυτό και αυτό». «Ωραία, ωραία, ωραία. Τους αρέσει». «Πολύ καλά», λέω, «υπέροχα».
Τελειώνει αυτό κι έρχεται το επόμενο Πάσχα, του 2009. Υπεύθυνος προγράμματος ο Μιχάλης Λεάνης στο σταθμό και για δεύτερη χρονιά, ο προϊστάμενός μου επιλέγει να μου βάλει νύχτες τη Μεγάλη Εβδομάδα. Οπότε το ξέρω, το γνωρίζω αυτό μια-δυο εβδομάδες πριν. Συνήθως έβγαζε μηνιαίο πρόγραμμα. Συγγνώμη. Και πιάνω τον Διευθυντή Προγράμματος, του λέω: «Σε παρακαλώ, άκου, έχω μια ιδέα. Αφού δεν έχουμε πρόγραμμα 2:00 με 5:00, πέρσι έκανα αυτό. Τι θα έλεγες να το κάνουμε και φέτος αυτό, να παίξουμε έτσι χαλαρά κομμάτια και να μην παίζουν τσιφτετέλια και ιστορίες. Και να πάρω, ρε παιδί μου το μικρόφωνο, να λέω και κανένα στοιχηματάκι», γιατί είναι η εποχή του τζογαρίσματος. Αν και είναι, είναι και οι αρχές της κρίσης επίσης βέβαια. Αλλά όχι της βαθιάς κρίσης ακόμα, δεν μας έχει, δεν έχει χτυπήσει το κύμα για τα καλά τη χώρα, άρα και εμάς. «Να λέμε και κάνα στοίχημα στον κόσμο», γιατί εκείνες τις ώρες παίζανε πρωταθλήματα Βραζιλίας, Αργεντινής, Μεξικού και τα λοιπά, σ[01:20:00]την άλλη άκρη του Ατλαντικού είχαν κανονικές ώρες. «Και να το πάω αυτά τα 2:00-5:00, ας πούμε, τη Μεγάλη Πέμπτη», ξεκίναγα Μεγάλη Πέμπτη και μετά. Μου λέει: «Καν' το, καν΄το και βλέπουμε». Και έτσι. Μεγάλη Πέμπτη βράδυ, πρώτα λεπτά της Μεγάλης Παρασκευής του 2009, το όνειρο συμπληρώνεται. Έχω γράψει μία εισαγωγή στο χέρι, αν και μπροστά μου ποτέ δεν είχα ανθρώπους οι οποίοι ερχόντουσαν με κάτι γραμμένο. Όλοι μπαίνανε έτσι και κάνανε την εκπομπή τους έτσι. Ξέραν τι ήθελαν να πουν ή προσάρμοζαν την εκπομπή τους με τον τρόπο που που ήθελαν εκείνοι, χωρίς κάτι σχεδιασμένο από κανέναν. Η μουσική επιμέλεια ήταν πάντα πάνω μας, στους ηχολήπτες. Δεν υπήρχε μουσικός επιμελητής στο σταθμό. Ήμασταν εμείς και ηχολήπτες και μουσικοί επιμελητές. Έχω κάτσει, την έχω γράψει, έχω φάει ξέρω 'γω τα νύχια μου για να βγω και να τα πω σωστά. Λέω χαζομάρες, δε μου βγαίνει καθόλου το κείμενο που έχω γράψει. Το τσαλακώνω, αφού ρίχνω το πρώτο τραγούδι. Μετά την εκπομπή «Fight Club«, για την ακρίβεια, έγιναν αυτά. Πρώτα λεπτά, ξαναλέω, Μεγάλης Παρασκευής και απλά λέω, εντάξει, οκ, ψυχραιμία. Θα διαβάζεις μηνύματα, θα λες στοίχημα και θα παρουσιάζεις τα τραγούδια. Αυτό θα κάνεις. Δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι περισσότερο. Γράφω αυτή την εκπομπή, την πρώτη μου εκπομπή σε ένα CD. Τη δίνω στους γονείς μου, το δίνω και σε ένα-δύο συγγενικά μου πρόσωπα, που ήθελα να την ακούσουνε. Ένα από αυτά, με το που τ' άκουσε με παίρνει τηλέφωνο: «Πανούλη μου, εσύ ήσουν αυτός που...». Τόσο τρακαρισμένος και τέλος πάντων, εντάξει, λίγη σημασία έχουν αυτά. Με τον καιρό λοιπόν, θα πάρουμε, θα πάρω έτσι λίγο το τον αέρα και την κρυάδα του αέρα και της έκθεσης, τέλος πάντων, σε αυτό. Έχοντας στο background, των πλέον έξι-εφτά χρονών DJ σε ένα μαγαζί, το οποίο ήταν bar στην ουσία. Έτσι; Δεν ήταν κάνα κλαμπ και τα λοιπά. Αλλά οι μουσικές γνώσεις αυξανόντουσαν διαρκώς, το ψάξιμο πάντα υπήρχε σε διάφορα είδη. Πλέον έχουν μπει και οι υπολογιστές για τα καλά στη ζωή μας. Έρχονται μουσικές από διάφορες πηγές και δημιουργείται σιγά σιγά μια βάση τραγουδιών, η οποία έχει από βαρύ, βαριά ρεμπέτικα, μέχρι σκοτωμένα Goa trance, rave και οτιδήποτε, τέλος πάντων, σε ένα τεράστιο φάσμα. Γιατί μεγαλώνοντας, πράγματα τα οποία απορρίπτονταν με τη μία στα 14, 15, 16 ας πούμε, γινόντουσαν πιο εύκολα στο στο αυτί και από κάθε σχεδόν μουσικό ρεύμα, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, μπορούσα και έβρισκα πράγματα τα οποία μου αρέσανε. Αυτό εγώ το καλώ μουσική ωρίμανση στην ουσία ή ωρίμανση εγκεφάλου γενικότερα ως προς τη μουσική.
Δηλαδή υπήρχαν διαστήματα όπου άκουγα λαϊκή μουσική και έλεγα: «Βγαλ' το, βγαλ' το, βγαλ' το με τη μία. Βρες κάτι άλλο να ακούσουμε», ξέρω εγώ, αν ήμουνα κάπου κάπου αλλού. Όμως αργότερα, έγινε πιο πιο εύκολο στην στην στην ακρόαση. Θα ψάξω να βρω τι έπαιζε ο Μανώλης ο Χιώτης, ας πούμε. Θα ακούσω, ξέρω 'γω, Καζαντζίδη. Θα ακούσω πιο προσεκτικά μουσικές του Χατζιδάκι. Μουσικές του Χατζιδάκι, εδώ χρειάζεται μια τελεία. Μια μεγάλη παρένθεση μάλλον, γιατί θα πάω στην στην έκτη Δημοτικού, όπου αν όλοι έχουν έναν δάσκαλο ή έναν καθηγητή τον οποίον λάτρεψαν στη ζωή τους και στιγμάτισε την πορεία τους ως άνθρωποι τέλος πάντων, αυτός ήταν ο δάσκαλος ο οποίος είχα στην πέμπτη και την έκτη Δημοτικού, ο οποίος άνθρωπος στην έκτη αποφάσισε... Υπήρχε κάποια ώρα σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Το οποίο ήταν και πολύ αστείο, εν πάση περιπτώσει, γιατί δεν είχε ακριβώς ένα θέμα. Υποτίθεται ότι θα έπρεπε να μας... Μέσω ενός βιβλίου, το οποίο ήρθε στο τέλος της χρονιάς, θα έπρεπε να μας βοηθήσει ο δάσκαλος να δούμε, που θέλουμε να κινηθούμε. Παιδιά έκτης Δημοτικού. Αστείο πράγμα, εδώ δεν μπορείς να το κάνεις, ξέρω εγώ, τελειώνοντας το Λύκειο. Αλλά τέλος πάντων, αυτή ήταν η σκέψη, τέλος πάντων, του Υπουργείου Παιδείας τότε. Εκείνος προτίμησε, βλέποντας μπροστά και μην έχοντας τότε στο λεξιλόγιό μας τη λέξη άγχος και στρες και γενικότερα στο λεξιλόγιο της καθημερινότητας. Έκτη Δημοτικού; Σε ποια χρονολογία να μιλάμε, να μιλάμε '90; Κάπου εκεί. Ίσως και λίγο πιο πίσω, '85 πήγα πρώτη, κάπου '90-'91. Εν πάση περιπτώσει. Μας καθιέρωσε λοιπόν, την ώρα της χαλάρωσης. Που σήμαινε τι; Ότι εκείνος είχε ένα κασετόφωνο, έβαζε κάποια τραγούδια, τα οποία θεωρούσε ότι μπορούν να μας χαλαρώσουν και μας έλεγε: «Θα βρείτε μια στάση σώματος, τέλος πάντων, όπως είστε καθισμένοι προφανώς, θα κλείσετε τα μάτια, θα ακούσετε τη μουσική και προσπαθήστε όσο μπορείτε να βγάλετε οποιαδήποτε σκέψη από μέσα σας. Προσπαθήστε, δηλαδή, να χαλαρώσετε. Θα ακούσουμε, ξέρω 'γω, για ένα τέταρτο, ένα εικοσάλεπτο μουσική και όταν σταματήσω το ραδιόφωνο θα σηκωθούμε και θα μιλήσουμε για το πώς νιώσατε σε όλη αυτή τη διαδικασία». Φοβερά πράγματα για το εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής. Να 'σαι καλά Χρήστο Τσιφλικά, όπου κι αν είσαι. Αυτό λοιπόν το έκανε κυρίως, με τα τραγούδια του Χατζιδάκι. Ξέρω 'γω«Του Μικρού Βοριά Παράγγειλα», «Ο κυρ Αντώνης πάει καιρός που ζούσε στην αυλή». Τέτοια ακούσματα. Ήταν η πρώτη μου επαφή με τον Μάνο Χατζιδάκι και ίσως να 'χε κάποιο Θεοδωράκη μέσα του, δεν το θυμάμαι πολύ καλά, αλλά αυτές οι στιγμές έχουνε μείνει χαραγμένες και στη μουσική ωρίμανση, σίγουρα, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο μας έδωσε να αντιληφθούμε το τι μπορεί να, τι συναισθήματα μπορεί να σου δημιουργήσει η μουσική και πώς μπορεί να σε φέρει σε μια άλλη πραγματικότητα, όντας μέσα σε μια τάξη. Σε ένα λυόμενο για την ακρίβεια, σε μια λυόμενη τάξη, δίπλα στις εγκαταστάσεις του Καλλιμάρμαρου σταδίου. Διότι το σχολείο, στο οποίο πήγα νηπιαγωγείο γκρεμίστηκε και στη θέση του χτίστηκε –στην πέμπτη Δημοτικού έγιναν αυτά, στην έκτη πήγα σε αυτό το κτίριο–, χτίστηκε ένα καινούριο, στην οδό Ερατώς. Όχι. Ας μην ψάξω την οδό, τώρα, δεν υπάρχει κανένας λόγος. Λοιπόν, κλείνει η παρένθεση. Οπότε, μέσα απ' όλη αυτή τη διαδικασία δημιουργήθηκε μια βάση τραγουδιών και μια μουσική κουλτούρα ή παιδεία μάλλον, δεν το λες κουλτούρα, όχι. Μια μουσική παιδεία η οποία περιείχε τα πάντα. Αν ανοίξω αυτή τη στιγμή τη μουσική μου βάση, θα θα βρούμε από πράγματα, τα οποία έχουν παίξει, χιλιοπαίξει παντού, μέχρι πράγματα, τα οποία είναι πάρα πολύ σπάνια ή και πράγματα τα οποία ενδεχομένως δεν έχω ακούσει και ποτέ, αλλά υπάρχουν εκεί, χωρισμένα σε σε είδη. Και ανά πάσα στιγμή, αν μπορέσει, αν μου πεις, ξέρω 'γω: «Έχεις κάτι σε ρεμπέτικο της Σμύρνης;». Ναι, υπάρχει. Μπορεί να μην ξέρω τα σαράντα κόμματα που θα σου βάλω από μια συλλογή, αλλά θα ξέρω τα τρία-τέσσερα, ας πούμε, σίγουρα. Έχοντας, λοιπόν, αυτή τη βάση, μπορούσα να κινηθώ σε οποιοδήποτε ήχο ή στυλ ζητούσανε οι παραγωγοί ή το στυλ των παραγωγών που είχα μπροστά μου, στον αέρα... Να κινηθώ. Γιατί εκτός από τη βασική βάση που, τη βάση μουσικής που είχε ο σταθμός στο πρόγραμμά του, που λειτουργούσε, εγώ πάντα είχα, και ακόμα έχω μέσα σε ένα συρτάρι από αυτά που έχουμε οι τεχνικοί πίσω, ένα σκληρό δίσκο, όπου έχω τη δικιά μου μουσική βάση και ανά πάσα στιγμή μπορώ να ανατρέξω και να φέρω οτιδήποτε. Και επειδή ο σταθμός πάντα έχει χιουμοριστικές ζώνες, μπορούσε να μπει μέσα ξέρω 'γω τότε ο Γιώργος Χελάκης και να πει: «Αγορίνα μου, σήμερα θα παίξουμε διαμάντια της καλτ μουσικής». Και εγώ εκείνη τη στιγμή, έχοντας μόνο αυτή την πληροφορία, έπρεπε να να τραβήξω, ξέρω 'γω... Τι να πούμε τώρα; Το «Πάτα με να με σκοτώσεις» του Καμπουρίδη, ξέρω 'γω, «μια φορά να με τελειώσεις, στη σκέψη σου πεθαίνω κάθε μέρα». Τέτοιου τύπου. Ή να δουλέψω με τον Γιώργο τον Θαναηλάκη, τον Μηνά τον Τσαμόπουλο, στην πρωινή τους τότε βάρδια, εκπομπή και να έχω κάτσει το προηγούμενο καλοκαίρι, να 'χω κόψει δεκάδες ατάκες, κυρίως από το Χάρρυ Κλυνν ή από τον Μητσικώστα και τα λοιπά και να... Γνωρίζοντας το ύφος τους και τον τρόπο που κάνουν εκπομπή, να τις περνάω εμβόλιμα, ούτως ώστε να δημιουργούμε ακόμα περισσότερο κέφι στον κόσμο, ο οποίος εκείνη την ώρα, στο 7:00 με 10:00 που κάνανε εκείνοι, ξεκινούσε να πάει στη δουλειά του, πιθανότατα μουρτζούφλης, διότι αυτή είναι η καθημερινότητα του περισσότερου κόσμου, δυστυχώς. Κι εμείς, κάνοντας την τρέλα μας και την αγάπη μας, ας πούμε, επάγγελμα, ευλογημένοι, να πεθαίνουμε στα γέλια με τις ατάκες, οι οποίες έφευγαν. Και σχεδόν ποτέ δεν ήτανε, ξέρω 'γω: «Θα πω αυτό, βάλε εκείνη την ατάκα». Ήτανε σχεδόν αυθόρμητα, γιατί όσο δουλεύαμε μαζί, γνωρίζαμε ο ένας του άλλου τα χνώτα και σχεδόν αυτόματα, σε μια μεγάλη λίστα από ατάκες και ίσως και λ[01:30:00]ίγο πιο μεγάλα κομμάτια από διάφορες εκπομπές και τα λοιπά και τα λοιπά. Ή και από ατάκες κινηματογράφου, οι οποίες κόπηκαν αργότερα, διότι υπήρχε μια παρέμβαση της γυναίκας του Αλέκου Σακελλάριου, για το δικό της λόγο, και απαγόρευσε να παίζονται ατάκες απ' τις ταινίες του. Θέλοντας πιθανότατα δικαιώματα. Οκ, αυτό ήταν στην κρίση της γυναίκας και δεν μπορείς να την κακίσεις, αν θέλεις. Διότι με τη δουλειά του άντρα της, ας πούμε, εμείς προχωρούσαμε. Αλλά ο σκοπός δεν ήτανε να... Την ακροαματικότητα ο σταθμός την είχε ούτως ή άλλως. Ειδικά μετά την κατάκτηση του Euro απ' την Εθνική και τις επικές περιγραφές του Γιώργου Χελάκη, ο σταθμός ήταν μονίμως πολύ ψηλά στις ακροαματικότητες και ζούσε από τις πολλές διαφημίσεις που είχε, μπορούσε να δουλεύει πολύς κόσμος στους κόλπους του. Εμείς μπορούσαμε, λοιπόν, να κάνουμε με αυτό τον τρόπο και με την ενέργεια, προφανώς, που είχαν οι δύο παραγωγοί. Εγώ ήμουνα το τρίτο πρόσωπο της μηχανής, της πρωινής. Με τις, με τις ατάκες και με τις παρεμβάσεις και με τα χαρωπά τραγούδια, είτε λεγόταν «Ο Πουφ» του Μιχάλη Ρακιντζή, που ήτανε ένα απ' τα, έτσι, must κομμάτια της εκπομπής, είτε βάζοντας κάποια στιγμή στο ξεκάρφωτο... Βασικά χώριζα ενότητες τότε στο, στην εκπομπή, στην τρίωρη εκπομπή. Αυτό το μισάωρο θα παίξω έτσι, το δεύτερο μισάωρο θα παίξω έτσι. Κάποια στιγμή θα ρίξω και μέταλ, γιατί ο ένας από τους δύο είχε κάνει φοιτητής στη δεκαετία του 80' στη Θεσσαλονίκη και άκουγαν τότε μέταλ, οπότε είχα και μια αβάντα μαζί του. Κι ο κόσμος θα γούσταρε, κάποιοι σίγουρα όχι, αλλά δεν ήταν και εύκολο να ακούς στο αθηναϊκό ραδιόφωνο –στο αθηναϊκό ραδιόφωνο, καλά λέω–, μέταλ μουσική, ξέρω 'γω, 8:30 η ώρα το πρωί, να ακούς Iron Maiden ή Metallica. Οπότε ο σκοπός είχε επιτευχθεί ως τεχνικός. Το να κάνουμε τουλάχιστον την την ώρα. που ο άλλος πηγαίνει στη δουλειά του, είτε ακούει στη δουλειά του, αν έχει τη δυνατότητα, γιατί λαμβάναμε και μηνύματα ότι: «Σας ακούω στη δουλειά, μου φτιάχνετε το πρωινό», τα οποία ακούμε και σήμερα ακόμα. Είναι πολύ μαγικό το να νιώθεις, ότι υπάρχει κόσμος εκεί έξω, ο οποίος έχει για παρέα του την ομάδα στην οποία εργάζεσαι εκείνη τη στιγμή και του φτιάχνεις το πρωινό την ώρα της δουλειάς του, είτε το απόγευμα του, είτε το βράδυ του. Και μπαίνοντας στο βράδυ, από το 2010, όπου πλέον έχει σκάσει η κρίση και κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι αν θέλεις ερχόντουσαν και κάναν εκπομπή για το μεράκι τους, όντας κομμάτια του σταθμού σε άλλες θέσεις, αποφάσισαν ότι όχι. Ή έφυγαν από το σταθμό, γιατί η κρίση έχει βαρέσει και ο σταθμός δυσκολεύεται απίστευτα οικονομικά.
Έρχεται τότε ο Μπάμπης ο Χριστόγλου, Διευθυντής ακόμα του σταθμού και μου λέει: «Κοίταξε να δεις, κάθε Σάββατο 2:00 με 6:00 θα είσαι εσύ εδώ, στο πρόγραμμα». Και έχω μείνει χαζός: «Τι λες, θα είμαι εγώ; Πώς θα γίνει αυτό;». «Θα το κανονίσουμε με τον προϊστάμενό σου, κάθε Σάββατο βράδυ θα έχεις βάρδια εδώ και θα έχεις εκπομπή 2:00 με 6:00. Ξεκινάς, ξέρω 'γω, στην αρχή του επόμενου μήνα ή το επόμενο Σάββατο». Δεν θυμάμαι ακριβώς πώς έγινε. Και λέω οκ, πολύ ωραία. Θα ονομάσουμε την εκπομπή «Βράδυ Σαββάτου« από το ομώνυμο κομμάτι του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και θα παίζουμε ελληνικό, κυρίως ροκ, και έντεχνο. Βασικά, θα ξεκινάμε δυνατά κατά τις 2:00. Θα φτάνουμε στις 3:00-3:30, θα ρίχνουμε τους τόνους και πριν και θα παίζουμε καμιά ώρα, έτσι, μπαλάντες ή λίγο έντεχνα κομμάτια, πιο χαλαρά και τα λοιπά και πηγαίνοντας προς την έξοδο, θα ξανανεβάζουμε τους τόνους. Αυτή θα είναι η δομή. Τι θα κάνεις; Μηνύματα, στοίχημα και παρουσίαση των κομματιών. Έχω μπει, πλέον, στη διαδικασία του να, να βρίσκω μέσω διαδικτύου, κυρίως, χρονολογία που κυκλοφορεί το τραγούδι, άλμπουμ, συνθέτη και στιχουργό. Το θεωρώ, αν όχι τιμή, τουλάχιστον κάτι πολύ σημαντικό, το να ακούγονται οι άνθρωποι οι οποίοι έχουνε καταθέσει το κομμάτι της δουλειάς, πέραν του ερμηνευτή, που εντάξει, κάποιες φορές είναι και ο ίδιος. Αλλά όταν ακούς ένα τραγούδι και μαθαίνεις μόνο τον ερμηνευτή, είναι πολύ άδικο για αυτούς τους δύο, συνήθως, ή τον έναν που έχει γράψει στίχους και μουσική. Άρα έχει δημιουργήσει το μισό, το ένα τρίτο; Ανάλογα, τέλος πάντων, πώς το βλέπει κανένας, καθένας, συγγνώμη. Από αυτό που ακούς, μη μένεις μόνο στον ερμηνευτή, μη μένεις τόσο ρηχά. Και φυσικά το να δίνεις στον ακροατή να καταλαβαίνει ότι αυτό έρχεται από την τάδε εποχή, είτε να γυρνάει σε αυτή –αν την έχεις ζήσει πάντα– είτε να... Όντας πιο μικρός σε ηλικία να μπαίνει στη διαδικασία να λέει ότι τότε, ξέρω 'γω, το '90 εγώ ήμουν αγέννητος και άκουγαν αυτό, το '93 ξέρω 'γω. Ήτανε κάτι το οποίο δημιουργήθηκε τότε. Το θεωρούσα πολύ βασικό και το... Εντάξει, το site stixoi.info, τέλος πάντων, ήτανε ένα πάρα πολύ καλό εργαλείο το οποίο με βοήθησε άπειρα, στο να να παρουσιάζω με αυτό τον τρόπο τη μουσική στον κόσμο. Μετά άνοιξαν και άλλα, τα οποία, εντάξει, οκ. Ήρθε και το, ακόμα και στο YouTube, που σιγά σιγά άρχιζαν να βάζουνε, κάποιοι τουλάχιστον, τους συνθέτες και τους στιχουργούς, ίσως και από ποιο άλμπουμ έρχεται και τη χρονολογία. Αλλά κυρίως το πρώτο site που ανέφερα ήταν αυτό που με βοήθησε άπειρα σε αυτό το κομμάτι, όταν πλέον άρχισα να φτιάχνω και εγώ την ταυτότητά μου ως μουσικός παραγωγός, αν μπορεί να το πει κάποιος έτσι. Την επόμενη χρονιά θα αναλάβω και την Κυριακή και μέχρι το 2013 ή '4, σε πολύ δύσκολες συνθήκες για τον σταθμό και για όλους τους εργαζόμενους. Σε συνθήκες που δεν ξέραμε πότε θα πάρουμε χρήματα στα χέρια μας, άρα πώς θα ζήσουμε. Ζούσαμε με έναντι και χρεωμένοι. Είτε, τώρα εντάξει, ας μην το αναλύσουμε, είτε, αν ήτανε απόφαση του σταθμού ή αν δεν γινόταν αλλιώς να γίνει. Δεν έχει και μεγάλη σημασία. Σημασία έχει το γεγονός ότι για ένα πολύ μεγάλο διάστημα στα χρόνια της βαθιάς κρίσης στην Ελλάδα, εμείς στην ουσία κρατούσαμε στην πλάτη μας, μόνοι μας, μόνοι μας, κρατούσαμε στην πλάτη μας το σταθμό, όντας σαν συμμέτοχοι σε αυτόν. Όντας, ξέρω 'γω, οχτώ ή εννιά μήνες, συγγνώμη, έξι έως επτάμιση μήνες μέσα, με χρεωστούμενα και προσπαθώντας να επιβιώσουμε. Έχω πλέον τα Σαββατοκύριακα στο σταθμό. Αυτό το πράγμα μεγαλώνει διαρκώς. Ποτέ... Ο σκοπός δεν ήταν ποτέ να φτιάξω το όνομά μου και να πω το, να πλασάρομαι στο ποιος είμαι και τι κάνω για να πουλήσω την Χ μούρη και τα λοιπά. Σκοπός ήταν να να μπορούμε μαζί με τον, και με τον κόσμο, όπου ο οποίος κάποια στιγμή έχει μπει και στη διαδικασία και μου στέλνει πράγματα: «Άκου και αυτό ρε συ Παναγιώτη. Άκου και κείνο ρε συ, Παναγιώτη. Μήπως σε ενδιαφέρει, μήπως αυτό». Και μέσα από, και απ' αυτά, αρχίζω και μαθαίνω και εγώ από τον, από τους ακροατές. Πράγματα τα οποία αγνοούσα πάνω στη μουσική με την οποία ασχολούμαι. Συνεντεύξεις... Κάποια στιγμή ένας ακροατής μού λέει: «Θα σου φέρω αυτά τα δυο παιδιά». Ήταν ο Στέργος Βόλας και η Άντα Λιβιτσάνου, η οποία τότε ήταν, μια κοπέλα η οποία ήταν ηθοποιός και τραγουδίστρια. Και κάνουμε πρώτη συνέντευξη: «Ρε συ», του λέω, «τι θα πω στα παιδιά; Εγώ δεν είμαι δημοσιογράφος για να κάνω συνέντευξη. Τι θα συζητήσουμε;». «Μη στεναχωριέσαι, μωρέ», μου λέει, «θα έρθουν τα παιδιά, έχουν πολύ ωραία αύρα. Έχουν φτιάξει κι ένα καινούργιο κομμάτι, θα βρείτε τι θα πείτε». Οκ. Και κάπως έτσι έγινε. Σίγουρα, δεν την έχω αυτήν την συνέντευξη για κάποιο λόγο και βλακεία μου, αν και τις περισσότερες τις έχω πλέον σε αρχείο. Βγήκε με κάποιο τρόπο αυτή η συνέντευξη. Και σιγά σιγά θα εμφανιστούν και άνθρωποι, οι οποίοι έχουν, συνήθως δηλαδή, μέχρι ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν προκαλούσα εγώ τις συνεντεύξεις, γιατί δεν θεωρούσα ότι μπορώ να τις κάνω όπως θα θα έπρεπε να γίνουν. Αλλά εμφανιζόντουσαν άνθρωποι και μου έλεγαν, ξέρω 'γω: «Έχουμε κάνει αυτή τη δουλειά. Άκουσή την. Αν σε ενδιαφέρει, μπορούμε να έρθουμε κι απ' το στούντιο, ξέρω γω, είτε να παίξουμε ζωντανά είτε να το παρουσιάσουμε μαζί, αν σ' αρέσει». Και έτσι, ξαφνικά άρχισε να φτιάχνεται μια τεράστια βάση από δουλειές, είτε σε πραγματική μορφή είτε σε mp3, που λάμβανα στο email μου και έπρεπε να τις ακούσω, για να έχω μια γνώμη και να την πω, αν θέλεις, σε αυτούς που μου την έστελναν. Και με τιμούσαν στην ουσία στέλνοντας στη δουλειά μου, γιατί έχουν ακούσει τη, αυτό που κάνω και προφανώς τους αρέσει και θεωρούν ότι κολλάει κιόλας μέσα σε αυτό το πράγμα που που γίνεται. Και έτσι δειλά δειλά, σιγά σιγά, συνέντευξή τη συνέντευξη, άτσαλα αν θέλεις και χωρίς μια σοβαρή δημοσιογραφική... Όχι στημένη, αλλά έχοντας ρε παιδί μου μια δημοσιογραφική βάση στο κεφάλι σου, γνωρίζοντας πέντε πράγματα, όντας δημοσιογράφος, φαντάζομαι ότι τα μαθαίνεις αυτά. Από πώς στήνεις μια συνέντευξη, πώς, τέλος πάντων, χειρίζεσαι έναν καλεσμένο και τα λοιπά. Με μόνο όπλο την, πώς να το πούμε; Την παρεΐστικη κατάσταση που μπορούμε να δημιουργήσουμε σε ένα χώρο με ανθρώπους, που είτε έχουμε γνωριστεί μια δυο μέρες πριν είτε γνωριζόμαστε επιτόπου, λίγο πριν μπουν στο στούντιο από κοντά. Βοηθούν και τα social media στην επικοινωνία πριν, για το πώς, πότε θα 'ρθουμε ή να πούμε πέντε πράγματα, ξ[01:40:00]έρω 'γω. Προσπαθούσα να φτιάξω μια κατάσταση, όπως είμαστε τώρα καλή ώρα, λες και ότι γνωριστήκαμε οι δυο μας τώρα, ότι ήρθαμε σε ένα σαλονάκι, γνωριστήκαμε, είμαι ο Πάνος, είσαι ο Κωνσταντίνος. Έλα να πούμε δυο πράγματα για το ποιος είσαι, ποιος είμαι. Μάλλον ποιος είσαι, όχι ποιος είμαι. Αυτό δεν έχει καμία σημασία. Τι κάνεις, από πού έρχεσαι; Και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά. Μέχρι ενός σημείου, καλούσα και τους ακροατές να με βοηθήσουν σε αυτό το πράγμα. Ό,τι η ερώτηση έχετε για τα παιδιά, εδώ είμαστε να την ακούμε. Κάποια στιγμή ένας ακροατής, μάλιστα, είχε αρχίσει και βομβάρδιζε με ερωτήσεις και από τη φόρμα αντέγραψα όλες τις, έκανα ένα copy σε όλες τις ερωτήσεις, τις έβαλα σε ένα word και από... Και κάποια στιγμή έκατσα και τις ξεχώρισα και είπα ότι να, έχω και μερικές ερωτησούλες, που αν βρεθώ σε καμιά κατάσταση, που δεν έχω τι να ρωτήσω και αρχίζει και κρεμάει η εκπομπή, να ανατρέξω σε αυτό το word, μήπως με βοηθήσει να κυλήσει η κουβέντα. Γιατί πολλές φορές ερχόταν κόσμος και βγάζαμε τετράωρες εκπομπές μαζί. Και αν δεν υπήρχε κάτι live να παιχτεί μέσα στο στούντιο, εγώ έπρεπε να παίζω τα τραγούδια τους και στο ενδιάμεσο να κάνουμε κουβέντα στην ουσία. Και εντάξει, αν ο καλεσμένος είχε να σου πει πράγματα και μίλαγε και λίγο παραπάνω σε βοηθούσε στο να απλωθεί ο χρόνος και να ακούγονται πράγματα στον αέρα, που πιθανότατα θα ενδιέφεραν τους ακροατές και εμένα κατ' επέκταση, φυσικά. Αλλά υπήρξαν και περιπτώσεις, όπου ο συνεντευξιαζόμενος δεν ήταν πολύ ομιλητικός και έπρεπε διαρκώς να δίνω και να βγάζω ερωτήσεις μέσα απ' την περιέργεια και το μυαλό κατ' επέκταση, για να προχωράει και να μην κάνει κοιλιά η εκπομπή.
Και έτσι, κάποια στιγμή έκατσα και μέτρησα πόσες έχω αποθηκεύσει εκπομπές. Μιλάμε για μια κατάσταση με καλεσμένους πάντα, που ξεπερνάει τα τις εκατόν πενήντα. Και σίγουρα έχει μεγαλώσει και παραπέμπει περισσότερο μέχρι το 2019, όπου σταμάτησαν οι νυχτερινές εκπομπές, διότι πλέον ο σταθμός περνάει στον όμιλο ΣΚΑΪ. Παύει να είναι αυτόνομος, διότι δεν μπορούσε να συνεχίσει να είναι αυτόνομος, ένεκα της κρίσης, και χρειαζόταν κάποιον ο οποίος θα έβαζε τον οβολό του μέσα. Αλλάζει και ο Διευθυντής τότε και μπαίνει ο Γιώργος ο Κοσμάς, ο οποίος ακούει, δεν ήξερε ποιος είμαι καν και ακούει ένα Σάββατο βράδυ την εκπομπή μου. Με καλεί στο γραφείο του και μου λέει ότι: «Πάρα πολύ καλά, ωραίο αυτό που κάνεις». Και ωραία, είχα χειριστεί μια κατάσταση με ένα μήνυμα κάποια στιγμή αρκετά καλά για εκείνον, αλλά θα ζητήσει να κάνω, να ανοίξω γραμμές στην εκπομπή, άρα να κάνω επικοινωνία με τον κόσμο στο αθλητικό κομμάτι. Εγώ θεωρώ ότι είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος όντως είμαι πολύ ευγενικός και μπορώ να διαχειριστώ κουβέντες, αλλά εάν ξεπεράσω ένα σημείο, μπορεί να γίνω πολύ απότομος και άπειρα χυδαίος στη γλώσσα μου. Δεν έχω χτυπήσει ποτέ κανέναν, δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ βία απέναντι σε ανθρώπους και προσπαθώ και σε ζώα, τέλος πάντων απ' το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο, χωρίς μεγάλη επιτυχία πάντα, τουλάχιστον στην πορεία της ζωής μου. Του είπα λοιπόν ότι αν ξεπεράσει αυτό το, αν κάποιος με φέρει σε αυτό το σημείο, το πιθανότερο είναι ότι θα ξεφύγω και δεν θα ξέρω τι λέω. Και επειδή είναι και δύσκολες οι εποχές και δεν θέλω να χάσω τη δουλειά μου: «Σε παρακαλώ να μην το κάνω αυτό το πράγμα». «Όχι, μια χαρά θα τα πας. Ξεκίνα». Και ξεκίνησα. Και καλόμουν να διαχειριστώ καταστάσεις, μετά από μεγάλους αγώνες ομάδων, τύπου Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός, έκτροπα, επεισόδια. Γιατί αυτή είναι η κοινωνία μας. Δυστυχώς αυτή την κοινωνία έχουμε φτιάξει εδώ και κάποια χρόνια. Περνάει σε δεύτερη μοίρα η μουσική και μπαίνουνε όλα αυτά τα πράγματα μέσα στο... Η επικοινωνία με τον κόσμο, που όντας ένα brand name, όπως ο ΣΠΟΡ FM, ο οποίος πλέον μετρά είκοσι έξι χρόνια ζωής. Τότε ήταν στα δεκαοχτώ-δεκαεννιά. Πάντα εκείνες τις ώρες κάποιος είχε την όρεξη να σηκώσει το τηλέφωνο και να μπει στη διαδικασία να επικοινωνήσει μαζί μου, να πει το μακρύ του και το κοντό του, κυρίως για τα αθλητικά και εγώ έπρεπε να είμαι εκεί, να γνωρίζω την αθλητική κίνηση, να την έχω παρακολουθήσει λοιπόν. Πράγμα που, εντάξει, δεν με χάλαγε πάρα πολύ, αλλά δεν το έκανα τόσο επισταμένα αν θέλεις, πριν ξεκινήσει αυτό το πράγμα. Έγινε και έφτασε κάποια στιγμή η ώρα, όπου αυτό πέρασε. Δυο φορές, για την ακρίβεια, μέσα στη νύχτα. Είναι και οι εποχές που έχει εμφανιστεί και η Χρυσή Αυγή στα πράγματα, διότι όταν μιλάς για αθλητικά, δεν μπορείς να αποκόψεις αυτό από το κοινωνικό κομμάτι, από αυτά που ζει ο κόσμος στην παρούσα φάση. Είναι το ένα συνέχεια του άλλου, είναι καθρέφτης, αν θέλεις, του ἀλλου. Ειδικά το ποδόσφαιρο, αλλά και όλα τα αθλήματα θεωρώ, αλλά τουλάχιστον αυτά που έχουν τη μεγάλη δημοτικότητα είναι μεγαλύτερος καθρέφτης, αν θες. Οπότε ήρθε η στιγμή, όπου σε ξεχωριστές καταστάσεις, με έβγαλαν δύο άνθρωποι από τα ρούχα μου. Στη μία περίπτωση, μάλιστα, αισθανόμουν ότι θα πεθάνω. Δεν είχα ανάσα. Ούρλιαζα κυριολεκτικά στο μικρόφωνο. Τα άκουσα μετά και θεώρησα ότι έπρεπε να με έχουν απολύσει την επόμενη στιγμή. Βέβαια, είχε γίνει μέσα στη νύχτα, 3:00-3:30 η ώρα τη νύχτα, που εντάξει, λίγοι τα άκουσαν, αλλά ήταν πάρα πολύ άσχημο. Έφυγε αυτός ο Διευθυντής, μετά από ένα-ενάμιση χρόνο και αποφάσισα ότι εντάξει, αφού ξεκίνησε αυτό το πράγμα, θα το πάω διαφορετικά. Το Σάββατο, που δεν έχει τους κύριους αγώνες, τέλος πάντων, έχει κάποιους μικρούς συνήθως, θα παίζω τη μουσική μου ή θα έχω τους καλεσμένους μου και την Κυριακή θα ανοίγουν οι γραμμές και θα γίνεται αυτό που με βάλανε στην διαδικασία να συμβεί. Ενδιάμεσα, πριν ξεκινήσει αυτό το πράγμα, θα βρεθεί στο δρόμο μου, στις παρέες τέλος πάντων και στους γνωστούς μου, ο Στρατός Αγιοστρατίτης, ο οποίος ήταν ένας από τους τελευταίους, ένας από τους παραγωγούς του πάλαι ποτέ Jeronimo Groovy. Ο οποίος ήταν ένας –για το ραδιόφωνο πάντα– ραδιοφωνικός σταθμός που όπως είπα μεταφέρθηκε και στην τηλεόραση, ο οποίος ήταν στην ουσία ο σταθμός που έκανε κάτι παρόμοιο με τον ΣΠΟΡ FM. Δημιούργησε και αυτός μια βάση παρεΐστικη, με άξονα την ποπ μουσική της εποχής κυρίως. Οι παραγωγοί του ήτανε, ξέρω 'γω, διάσημοι στην πιτσιρικαρία της εποχής. Εγώ δεν το παρακολουθούσα τόσο πολύ, μπορώ να πω. Τον παρακολουθούσα περισσότερο στην τηλεόραση παρά στο ραδιόφωνο, όμως ήξερα πάντα ότι υπήρχε αυτός ο σταθμός και ότι έχει μια δυναμική και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά. Είχε κλείσει πλέον, ο σταθμός. Τον γνώρισα, ήταν πολύ ευχάριστος τύπος, ωραίος τύπος. Και κάποια στιγμή τού πρότεινα: «Έλα να δοκιμάσουμε να κάνουμε κάτι μαζί, να σε φέρω να δουλέψεις στο σταθμό. Δουλέψεις... Να είσαι μια φορά την εβδομάδα μαζί μου τα Σάββατα». Δοκιμάσαμε μια κατάσταση την οποία την ονομάσαμε «Σαββατοβαρεμένοι», με σκοπό να φτιάξουμε μια χιουμοριστική ζώνη. Δεν το καταφέραμε σε αυτό το επίπεδο και αφού κλείσαμε μια σεζόν, ένιωθα κατά τη διάρκεια που το κάναμε... Και φέρω και εγώ ευθύνη για αυτό. Δεν ήταν μόνο του Στράτου. Ο Στράτος είχε το στυλ του και απλά εγώ, σε πολλές περιπτώσεις, ακολουθούσα και ήταν αυτό ήταν το δικό μου λάθος. Τον ευχαριστώ φυσικά για ό,τι κάναμε, αλλά είχαμε φτάσει σε κάποιο σημείο να κάνουμε trash radio. Και ενώ είχε αποδοχή από τον κόσμο, χρειάστηκε ο Μπάμπης ο Χριστόγλου να μου πει, ότι: «Φίλε, αυτό δεν είσαι εσύ και εγώ προτείνω να το σταματήσεις». Και χωρίς δεύτερη σκέψη το έκανα. Εκ του αποτελέσματος, θεωρώ ότι προσπαθήσαμε να κάνουμε κάτι ωραίο και με μια ιστορία την οποία ξεκινήσαμε με τους ακροατές, την φτιάχναμε ενδιάμεσα μέσα στις καθημερινές μέρες, μέχρι να φτάσουμε το Σαββάτο. Ερχόντουσαν άνθρωποι στο στούντιο, στο δίπλα στούντιο του edit και χτίζαμε μια ιστορία με εφέ, με με φωνές διαφορετικές και τα λοιπά. Όλοι οι ήρωες της ιστορίας, την οποία έγραφε Στρατός, ήταν ένα δεκάλεπτο στο τρίωρο της εκπομπής που έπρεπε να φτιάχναμε κάθε εβδομάδα. Όπου έπλαθε εκείνος μια ιστορία και βάζαμε χαρακτήρες από ακροατές, οι οποίοι θέλαν, υποτίθεται, να συμμετάσχουν με το ονοματεπώνυμό τους λίγο πειραγμένο. Τέλος πάντων, κάναμε κάτι το οποίο ήταν μεταξύ trash και... Ένα εγχείρημα, τέλος πάντων, όχι θα πω ότι δεν είμαι περήφανος, αλλά θα μπορούσαμε να το κάνουμε πολύ καλύτερα αν είχα την εμπειρία που έχω τώρα, τέλος πάντων, στο ραδιόφωνο. Σε κάθε περίπτωση, ήταν κάτι το οποίο ενώ έδειχνε ότι είχε επιτυχία έξω, το άκουγε ο κόσμος, γιατί ήταν πολύ ελαφρύ, εντός εισαγωγικών, δεν θα έπρεπε να έχει γίνει έτσι. Καμιά φορά, το να παίρνεις πίσω κάτι το όποιο πρότεινες, θεωρώντας ότι δεν ήτανε αυτό που έπρεπε να είναι, ίσως να είναι και η πιο τίμια στάση απέναντι στον ακροατή. Λέω εγώ τώρα, μήπως καλύψω λίγο το συναίσθημα, ας πούμε, που... Το ότι δεν ήταν κάτι καλό το οποίο προσέφερα στον κόσμο. Σε όλη αυτή τη διάρκεια πλέον του, της ραδιοφωνικής περιπλάνησης, να το πούμε έτσι, και της ραδιοφωνικής ενασχόλησης, έχοντας απέναντί μου ανθρώπους, ως τεχνικός εγώ και εκείνοι ως παραγωγοί. Κάποια στιγμή ο Γιώργος Τσάμπρας, στην αρχή, όταν ξεκίνησα να κάνω εκπομπές... ο Γιώργος Τσάμπρας είναι ο ξάδερφος του Γιώργου Τσάμπρα ο οποίος ασχολείται πάρα πολύ με τις μουσικές συλλογές σε περιοδικά όπως το «Δίφωνο» κάποια στιγμή και τα λοιπά και τα λοιπά. Και εκείνος, ο δικός μας ο Γιώργος Τσάμπρας είχε επίσης μεγάλη ποικιλία, κυρίως, στη δημοτική μουσική. Μου είχε πει... Και ήταν ο άνθρωπος, ο οποίος συνήθως εκπαίδευε τα παιδιά σε καταστάσεις εκφώνησης δελτίων, να φτιαχτεί κάποιος, κάποια εσωτερική παραγωγή για κάποια [01:50:00]διαφήμιση και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά. Αυτά τα πράγματα περνάνε από τα χέρια μου. Δηλαδή, ερχόταν κάποιος και μου' λεγε: «Θέλω να κάνω μια διαφήμιση για τα, για το κατάστημα ελαστικών. Βρες μια μουσική. Θα 'ρθω να σου κάνω δυο πρόζες, ετοίμασέ μου ένα σποτάκι». Και πράγματα, τα οποία βγαίνανε στον αέρα, ήτανε κανονικά παραγωγές τις οποίες έστηνα κυρίως, εγώ, όντας στο edit, όχι στον αέρα. Γιατί υπήρχαν βάρδιες αέρα και βάρδιες edit στην καθημερινή ημέρα του σταθμού, στα καλά χρόνια. Πολλή τριβή λοιπόν με όλο αυτό το κομμάτι, ακόμα και της διαφήμισης και το πώς θα πρέπει να εμφανιστεί, των τρέιλερ, ηχογραφημένων εκπομπών.Κορυφαία στιγμή σε αυτό το κομμάτι η συνέντευξη που παίρνει ο Χρίστος Χαραλαμπόπουλος απ' τον Θάνο Μικρούτσικο, και οι δύο δεν είναι πια εν ζωή. Τους έχω και τους δυο μπροστά μου. Ο Χρήστος ο Χαραλαμπόπουλος είναι ένας άνθρωπος, τον οποίο θαύμαζα, θαυμάζω και θα θαυμάζω. Νομίζω τον ξανανέφερα νωρίτερα. Ένας άνθρωπος πάρα πολύ διαβασμένος, ένας άνθρωπος με φοβερή μουσική αντίληψη και γλώσσα, την οποία δεν συναντάς εύκολα στο ραδιόφωνο και γενικότερα στα κοινά. Απίστευτα έξυπνος άνθρωπος και ένας άνθρωπος ο οποίος μπορούσε να μεταδώσει και γνώση μέσα από το ραδιόφωνο. Σε κάθε περίπτωση, απ' τις τις πολύ, πολύ δυνατές στιγμές ήταν η συνέντευξη αυτών των δύο και η ετοιμασία όλης αυτής της εκπομπής. Ήταν μια τρίωρη εκπομπή για τις ημέρες του Πάσχα με τον Θάνο Μικρούτσικο καλεσμένο. Κάτι ήθελα να πω... Λοιπόν ναι, έλεγα λοιπόν ότι ο Γιώργος Τσάμπρας στην αρχή, όταν ξεκίνησα να κάνω εκπομπές, μου λέει ότι: «Απέναντί σου περνάνε πολλοί, πολλοί άνθρωποι οι οποίοι κάνουν εκπομπές. Δες τι κάνει ο καθένας ξεχωριστά και πάρε ό,τι θεωρείς ότι είναι καλύτερο από τον καθένα. Και φτιάξε ένα δικό σου στυλ, το οποίο μπορεί να έχει στοιχεία απ' αυτούς τους ανθρώπους, που θεωρείς ότι κάνουν κάτι καλό απέναντί σου». Το κράτησα και το και το εφήρμοσα, το έκανα πράξη τέλος πάντων, να μη χρησιμοποιήσω λάθος κλίση, πτώση, whatever. Πέρασαν τα χρόνια νερό, νερό όμως, πραγματικά. Μεγάλωσα, ωρίμασα και ραδιοφωνικά, που συνεχίζω να ωριμάζω. Δεν υπάρχει περίπτωση να σταματήσει αυτό το πράγμα όσο θα βρίσκομαι σε αυτή τη δουλειά. Έμαθα να χειρίζομαι καταστάσεις, έμαθα να διαχειρίζομαι και χαρακτήρες στην διαχείριση μιας συνομιλίας στο ραδιόφωνο με τις γραμμές. Και να κρατάω τον εαυτό μου, κι ας ξέφυγα δυο φορές πολύ άσχημα. Μαθαίνω διαρκώς ρεύματα, τάσεις και μουσικές οι οποίες συνεχίζουν να δημιουργούνται πάνω κυρίως στο ύφος που μου αρέσει να ακούω, και όχι μόνο φυσικά. Η δουλειά μου πάντα υπάρχει και εδώ, στο χώρο που είμαστε, στο σπίτι. Πάρα πάρα πάρα πολλά mp3 ή και CD, που περιμένουν να ακουστούν, για να μπούνε σε μια σειρά και να παίξουν κάποια στιγμή στις εκπομπές μου αν μου αρέσουνε. Γιατί αυτός είναι, αυτή είναι η φιλοσοφία. Μου στέλνεις κάτι. Μου άρεσε; Ναι, θα παίξει. Δεν μου άρεσε, συγγνώμη, κάτι δεν μου πάει καλά. Θα σου πω πιθανότατα τι είναι αυτό που δεν μου πάει καλά. Μπορεί να είναι λάθος, αλλά η αισθητική μου ορίζει αυτό το πράγμα. Μου λέει αυτό το πράγμα. Ξαναπροσπάθησε, εδώ θα είμαι και θα το ξανακούσω, θα το ακούσω πολλές φορές. Κάθε τι που θα έρθει –και για αυτό καθυστερώ πάρα πολύ–, θα το ακούσω τουλάχιστον πέντε με δέκα φορές ολόκληρο, γιατί πιστεύω ότι μια ακρόαση μιας μιας δουλειάς δεν πρόκειται να σου δώσει ποτέ αυτό που θέλει να σου πει ο δημιουργός της. Οπότε θέλει πολλή υπομονή. Και επειδή έχω επιλέξει να λειτουργώ ως ακροατής σε αυτή την περίπτωση, διότι ο ακροάτης τις περισσότερες φορές, που θα ακούσει ραδιόφωνο, δε θα κάτσει να σε παρακολουθήσει χαλαρός και άνετος, τώρα ακούω δύο ώρες ραδιόφωνο. Συνήθως θα κάνει και κάτι άλλο. Οπότε έχω επιλέξει να κάνω κάτι άλλο στον υπολογιστή. Κυρίως να... Από το να σερφάρω ή μέχρι να παίζω κάτι, το οποίο είναι πολύ χαλαρό, ούτως ώστε να μη μου τραβάει όλη τη φαιά ουσία και τα αυτιά μου να παραμένουν ανοιχτά, ούτως ώστε να ακούω και ταυτόχρονα αυτό που παίζεται από πίσω και ό,τι με τραβήξει θα το σημειώσω ή θα το κρατήσω σε μία playlist η οποία τρέχει και θα σβήσω αυτά που δεν μου δημιούργησαν κάτι, ως ακροατής. Πάντα με βάση την αισθητική. Στις σπουδές μου, να το πω και αυτό, γιατί δεν αναφέρθηκα καθόλου, αν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν σπουδές. Το 2007-'08; Πριν ξεκινήσω ως τεχνικός, θα έρθει μια συνάντηση με τον Τάσο τον Μπιρσίμ, τον σκηνοθέτη της χρυσής εποχής του ΠΑΣΟΚ, τέλος πάντων, στην κρατική τηλεόραση, ο οποίος θα με δει μέσω μιας κοινής γνωστής στο MEGA, τότε και θα μου πει ότι: «Φίλε, καλό το ραδιόφωνο που θέλεις να πας να κάνεις», δεν είχα, ξαναλέω, φτάσει στις κονσόλες ακόμα, «αλλά εγώ τη βλέπω την κοψιά σου, αγόρι μου, είσαι για κάμερα. Πήγαινε βγάλε μια σχολή και εδώ είμαστε». Αυτό ήταν το δεύτερο όνειρο, τέλος πάντων, όταν ξεκίνησε η τηλεόραση. «Τι θέλεις να γίνεις Πάνο;». «Θέλω να γίνω κάμεραμαν». Καιι βρήκε, ήρθε και χτύπησε αυτό ακριβώς το σημείο, ο συγκεκριμένος άνθρωπος, λέγοντας μου αυτή την ατάκα. Ήταν αρχές Σεπτέμβρη. Έψαξα, βρήκα μια ιδιωτική σχολή, πήγα στην ΑΚΜΗ. Έβγαλα τα τέσσερα εξάμηνα. Στο τέλος του πρώτου έγινε αυτό με τον σταθμό και ξεκίνησα στην κονσόλα. Συνομίλησα τότε με τον προϊστάμενό μου και του λέω: «Ρε συ, έχω κάνει το ένα εξάμηνο στην εικόνα. Μήπως να το παρατήσω και να πάω στον ήχο;». Η απάντησή του βέβαια: «Όχι, θα τελειώσεις αυτό που ξεκίνησες να κάνεις, δεν θα το αφήσεις και εγώ θα σε βοηθήσω με τις βάρδιες». Και όντως έτσι έγινε. Τελείωσα τη σχολή σε απογευματινό τμήμα, πράγμα που σήμαινε ότι εκεί ήμασταν άνθρωποι κυρίως που εργαζόμασταν. Άρα υπήρχε ένα τμήμα το οποίο ασχολούνταν με τη διεύθυνση φωτογραφίας. Εικονοληψία, διεύθυνση φωτογραφίας. Ο κλάδος ξεκινάει ως βοηθός εικονολήπτη, εικονολήπτης, βοηθός φωτιστή, διευθυντής φωτογραφίας. Αυτά είναι συνήθως τα σκαλοπάτια, τέλος πάντων, στο... Είτε στον κινηματογράφο είτε στο θέατρο. Ήμασταν λοιπόν, ένα τμήμα μικρό, με ανθρώπους οι οποίοι ήξεραν γιατί βρίσκονται εκεί και βοηθούσε πάρα πολύ όλο αυτό να κατανοήσουμε τι ήθελαν να μας δώσουν οι καθηγητές, οι οποίοι κυρίως ήταν πολύ σοβαροί άνθρωποι για μια ιδιωτική σχολή. Και το κλίμα που υπήρχε μέσα σε αυτές τις τάξεις ήταν τέτοιο που αν ήθελες έπαιρνες πολύ πολύ ωραίες και σωστές βάσεις. Με βοήθησε πάρα πολύ στην ανάπτυξη της αισθητικής μου αυτό, αυτά τα δυο χρόνια. Τελειώνοντας αυτό, είχα τη δυνατότητα μέσω της σχολής να παρακολουθήσω και μια δεύτερη ειδικότητα η οποία θα ήταν σχετική. Δεν μπορούσα να διαλέξω, ας πούμε, μακιγιάζ. Άρα μπορούσα, άνετα, να διαλέξω τον ήχο. Εκεί έπεσα σε πρωινό τμήμα με πολλά παιδιά τα οποία μόλις είχαν τελειώσει το Λύκειο. Εγώ ήμουνα πια 38, ξέρω 'γω, συγγνώμη, 28. Ε ναι, καλά τα λέω, 28. Όπου εκεί τα πράγματα ήταν δύσκολα. Μεγάλο τμήμα, παιδιά μέσα, τα οποία πιθανότατα δεν ήξεραν γιατί βρίσκονται εκεί, άρα δεν πήγαν πεταμένα, αλλά θα μπορούσαμε... Θα μπορούσα να είχα πάρει πολύ περισσότερα πράγματα από τη σχολή αν ήμασταν πάλι σε ένα απογευματινό τμήμα και είχε ανθρώπους οι οποίοι ξέραν γιατί είναι εκεί και όχι παιδιά τα οποία, απλά για να πάνε κάπου, επέλεξαν τον κλάδο της ηχοληψίας. Και εκεί γνώρισα πολύ σοβαρούς ανθρώπους, πολύ καλούς καθηγητές μέσα από το χορό και στις δύο σχολές και πήρα πράγματα και από τους δύο. Πανεπιστημιακές σπουδές δεν έχω κάνει. Αν το έχω μετανιώσει; Μπορεί, ναι. Αλλά δεν ήταν, δεν ήμουν ο άνθρωπος ο οποίος μπορούσε να συγκεντρωθεί. Παρόλα αυτά, όταν χρειάστηκε να δώσω για την –τώρα αυτά είναι λεπτομέρειες–, όταν χρειάστηκε να δώσω για την πιστοποίηση του διευθυντή φωτογραφίας, έπρεπε να πάρω ένα τεράστιο τετράδιο με σημειώσεις και να τις διαβάσω και να τις μάθω. Και για πρώτη φορά έπιασα τον εαυτό μου να διαβάζει επισταμένα και με μέθοδο, ούτως ώστε να μπορέσω να περάσω σ' αυτές τις εξετάσεις και το κατάφερα. Για τον ήχο δεν μπήκα, δεν έγινε αυτή η διαδικασία, διότι άλλαζε το σύστημα εκείνο το διάστημα της εξέτασης και για λόγους οι οποίοι έχουν να κάνουν με το site. Ανέβαζε τις εξαγγελίες, τέλος πάντων, για τους... Συγγνώμη, για τις εξετάσεις. Είχε αλλάξει, δεν είχαν ειδοποιήσει κανέναν και ενώ περίμενα να βρω μια κοινοποίηση ότι θα δοθούν εξετάσεις, τότε δεν βγήκε ποτέ. Και μετά από δύο χρόνια έμαθα ότι είχε αλλάξει το site και πρέπει να μπεις εκεί για να δεις. Αλλά πλέον τα πράγματα είχαν πάρει το δρόμο τους. Για να καταλήξω κάπου, δεν ξέρω πόση ώρα μιλάω. Σ' έχω αφήσει και έχω κατεβάσει το κεφάλι και σου λέω, λέω, λέω.
Χαρά μου.
Οκ, Ελπίζω να μην το λες για το πλαίσιο της ευγένειας.
Ούτε για πλάκα.
Για να καταλήξω και να φτάσουμε στα χρόνια τα σημερινά, από το 2009 όπου σταμάτησε, ο όμιλος ΣΚΑΪ αποφάσισε ότι πρέπει να κλείσει η βάρδια στο 2:00-6:00 του σταθμού. Για τους δικούς του λόγους, ας μην τους αναλύσουμε τώρα. Η διεύθυνση του σταθμού και όχι του ομίλου, η διεύθυνση του σταθμού, που πλέον ήτανε από έναν... Είναι ακόμα στα χέρια ενός ανθρώπου ο οποίος ανδρώθηκε μέσα στον ΣΠΟΡ FM, ο Βάιος ο Τσούτσικας για την ακρίβεια, ήρθε, με έπιασε και μου λέει: «Οκ, τελείωσαν τα βράδια, αλλά εγώ σε θέλω στο πρόγραμμα του σταθμού». «Οκ, και τι σκέφτεσαι;». Εγώ δεν θα μπορούσα να κάνω σε ημερήσια βάση αυτό το πράγμα με τις γραμμές. Δεν υπή[02:00:00]ρχε περίπτωση, ούτε τη νύχτα. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι το κάνουν πολύ καλύτερα από μένα 100%. Και είναι και δημοσιογράφοι, είναι και η δουλειά τους, να το πούμε αυτό, έτσι; Και δε θα ήθελα ποτέ να μπω εγώ σφήνα σε κάτι τέτοιο και να πάρω την δικιά τους δουλειά, γιατί είναι όντως δικιά τους δουλειά. Η δικιά μου δουλειά είναι του τεχνικού κυρίως. Μου προτείνει λοιπόν, για μια ακόμη φορά Σαββατοκύριακο, πρωινές ώρες, 8:00 με 10:00. «Είναι η μόνη τρύπα, εντός εισαγωγικών, που έχω και νομίζω ότι μπορείς να κάνεις αυτό που, αν όχι αυτό που έκανες κάτι παραπλήσιο, ξέρω 'γω, είτε να φτιάξεις ένα μαγκαζίνο». Πώς να το πούμε, έτσι; «Πολιτιστικό Μαγκαζίνο, είτε να προσαρμόσεις τέλος πάντων ό,τι θέλεις να κάνεις. Έχεις δυο ώρες να φτιάξεις κάτι. Κάθε Σαββάτο και Κυριακή». Σάββατο και Κυριακή. Συγγνώμη, τα είπα λάθος στον τόνο. Το μόνο που ζήτησα, επειδή για περίπου δέκα χρόνια δεν γνώριζα τι σημαίνει Σαββατοκύριακο, γιατί δούλευα διαρκώς εκτός από τις περιόδους του καλοκαιριού που είχα, ξέρω 'γω δέκα-δεκαπέντε μέρες άδεια, πάντα το Σαββατοκύριακο δούλευα. Μια μικρή παρένθεση. Φοβερές, για κάποιο λόγο, που δεν τον έχω εντοπίσει, έχω την αρρώστια που ονόμασε ο Τζίμης ο Πανούσης «Εκλογομανής». Μου αρέσουν πολύ οι εκλογές. Και βρέθηκα λοιπόν στο σταθμό να κάνω Κυριακή βράδυ εκπομπή, γιατί ήταν η μέρα και η ώρα μου, σε απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις. Με τι χαρά ανακοίνωνα αποτελέσματα στον κόσμο, δεν μπορώ να σ' το περιγράψω! Δεύτερη παρένθεση η οποία είναι πολύ σημαντική και την ξέχασα, γιατί ένα μυαλό ποσό να πάει; Όταν έκανα τη δεύτερη ειδικότητα στο Τεχνικό Λύκειο, ξανακάναμε μαθήματα, γιατί ήταν υποχρεωτικό ας πούμε, να ξανακάνουμε μαθήματα φιλολογικά, τα οποία τα είχαμε κάνει και την προηγούμενη χρονιά, γιατί ήτανε μια έξτρα τρίτη Λυκείου στην ουσία. Οπότε ήμασταν κάποιοι μαθητές από την προηγούμενη, που ακολουθήσαμε τη δεύτερη, τέσσερις-πέντε μαθητές από το τμήμα, το προηγούμενο. Το δημιούργησε ένας καθηγητής μας αυτό το τμήμα και μας είπε: «Όποιος θέλει, ελάτε, και να με βοηθήσετε και να πάρετε πράγματα απ' αυτό». Συν τα παιδιά που θα έρθουν να γραφτούν σε αυτό το τμήμα ή θα θελήσουν να ακολουθήσουν αυτό το τμήμα, των τεχνικών υπολογιστών. Άρα, μαθήματα όπως η, τα νέα ελληνικά, η έκθεση, γενικής παιδείας τέλος πάντων, υπήρχαν, της ιστορίας, υπήρχαν όπως υπήρχαν και στην τρίτη Λυκείου του Τεχνικού Λυκείου. Εκεί λοιπόν, δεν μπορώ να πω ότι ήμουν ένας άνθρωπος ο οποίος έπαιρνε ένα κείμενο και μπορούσε να το διαβάσει άνετα. Για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, ψωνίστικο; Δεν μπορώ να το εντοπίσω, ήμουνα ο μαθητής, σε αυτή την τρίτη Λυκείου, ο οποίος μονίμως διάβαζε το μάθημα στην τάξη. Επέλεγε να πει, όταν έβγαινε η καθηγήτρια και έλεγε: «Ποιος θα διαβάσει μάθημα;», ήμουνα ο μόνος ο οποίος σήκωνε χέρι. Οι υπόλοιποι δεν είχαν καμία διάθεση να το κάνουν αυτό. Οπότε, με αυτό τον τρόπο, χωρίς να έχω στο μυαλό μου ας πούμε ότι κάποια στιγμή μπορεί να βρεθείς απέναντι σε κόσμο και να εξασκείς αυτό το πράγμα. Ότι έρχεται μια είδηση μπροστά στην οθόνη σου και πρέπει να τη διαβάσεις και να μην τη διαβάζεις, σαν ξέρω 'γω: «Θέλω να συμμεριστώ μια σκέψη μαζί σου». Διαβάζω ένα κείμενο που βρήκα μπροστά μου, βρήκα κάτι που... Και να κολλάς, να κομπιάζεις, να κάνεις λάθη και τα λοιπά, σαρδάμ και πάει λέγοντας. Που σαρδάμ θα κάνεις, αλλά τέλος πάντων, να μπορείς να αρθρώσεις, να διαβάσεις και να καταλάβει ο ακροατής αυτό που θες να πεις. Επίσης, για πάρα πολλά χρόνια μίλαγα πάρα πολύ γρήγορα. Άκουγα τις εκπομπές μου και έλεγα: «Ρε φίλε, πώς σε καταλαβαίνουν αυτοί που σε ακούνε; Σταμάτα να τρέχεις τόσο πολύ τη γλώσσα σου. Μίλα πιο αργά». Κλείνει η παρένθεση, κάπως έτσι έμαθα να διαβάζω φωναχτά. Έναν ολόκληρο χρόνο διαβάζοντας ιστορία, κείμενα και πάει λέγοντας ή και κλαίγοντας. Φτάνουμε λοιπόν στο 2019, για να το κλείνω σιγά σιγά. Γίνεται αυτή η πρόταση. Αντιπροτείνω το ότι θα ήθελα ένα Σαββατοκύριακο του μήνα να ξεκουράζομαι, να να νιώσω πώς είναι ένα Σαββατοκύριακο. Είμαι ήδη πατέρας απ' το 2014, έχω χωρίσει το 2016. Δεν ξέρω αν έχουν και μεγάλη σημασία αυτά τα πράγματα, διότι οι σχέσεις έχουν γίνει πολύ, πολύ, πολύ, πολύ δύσκολες κοινωνικά. Όλο αυτό το πράγμα που περάσαμε από την κρίση και μετά έχει αλλάξει πάρα πολύ τους ανθρώπους γύρω μας και είναι περισσότερο από εμφανές. Και επίσης, έχοντας την εικόνα των ανθρώπων οι οποίοι βγαίναν και μιλάγαν στις γραμμές του 2008 που ξεκίνησα εγώ ή και πιο πίσω, ακούγοντας σαν ακροατής, μέχρι το 2023 που συζητάμε σήμερα, η κατάσταση η ψυχολογική, ο τρόπος που διατυπώνονται γνώμες, απόψεις και τα λοιπά που μπορεί να βγει κάποιος να να συζητήσει στο ραδιόφωνο, απέχει απίστευτα πολύ. Κάποτε γινόντουσαν δημιουργικοί διάλογοι στις νυχτερινές ζώνες κυρίως ή και στις μεσημεριανές, γιατί και ο σταθμός έχει και μεσημεριανές και πολύ πρωινές, επίσης. Είναι μέρα με νύχτα, το πώς σκεπτόντουσαν τότε οι άνθρωποι, με τον τρόπο που σκέφτονται τώρα. Κλείνει και αυτό. Λοιπόν, ζήτησα να υπάρχει ένα Σαββατοκύριακο στο οποίο να να ξεκουράζομαι και κυρίως να είναι το πρώτο Σαββατοκύριακο του μήνα, διότι η ανάγκη το να ξαναβγώ και να να παίξω μουσική σε κόσμο δεν σταμάτησε ποτέ. Έκανε κάποιες παύσεις. Πάντα έβρισκα ένα μαγαζάκι να πηγαίνω να παίζω. Συνήθως όχι με τεράστια επιτυχία, τέλος πάντων, γιατί το το κοινό της νύχτας, όταν είναι μέσα μέσα Σάββατο βράδυ, το πιθανότερο είναι ότι και το Σάββατο βράδυ, το βράδυ που θα τους πεις: «Ελάτε να γνωριστούμε, να παίξουμε λίγη μουσική, να αυτώσουμε», θα παραμείνει στο σπίτι, γιατί πιθανότατα δεν μπορεί να βγει έξω από το σπίτι του. Μιλάω για το σταθερό κοινό. Αλλά το ότι εγώ ήθελα να είμαι σε ένα μαγαζί να κάνω αυτό που έκανα στα 19 μου στα 20 μου, με τον τρόπο που το κάνω τώρα στα 43 μου πια ή στα 40 μου και πιο πίσω. Με μια μικρή παύση, όταν έγινα ο πατέρας και λίγο μετά, όταν χώρισα και τα λοιπά. Είναι 9:00; Τι λες; Συγγνώμη γι' αυτό. Πρέπει να το κλείσω. Έχω πάρα πολλά και ίσως και περιττά–
Μπορείς να πεις ό,τι γουστάρεις.
Ίσως και περιττά. Δεν ξέρω αν... Μιλάμε, έχουμε πέσει πάνω στο στόχο. Εγώ ξετυλίγω τη ζωή μου, το θέλω αυτό μετά. Λοιπόν, ζήτησα λοιπόν να γίνει αυτό, έγινε δεκτό απ' το σταθμό. Και ξεκίνησε το «Τα Πάνο Κάτω». Είναι μια ιδέα ή ότι... Α ναι! Δεν έχω πει ότι μετά το «Βράδυ Σαββάτου» ήρθαν οι «Σαββατογεννημένοι», ακολούθησε το «Εν κατακλείδι». Είναι οι τίτλοι των εκπομπών που έκανα. Το «Βράδυ Σαββάτου» απ' το τραγούδι του Βασίλη του Παπακωνσταντίνου, το «Εν κατακλείδι» απ΄ το τραγούδι του Παύλου Σιδηρόπουλου μέσα από το «Φλου». Και το «Τα Πάνο Κάτω» είναι μια ιδέα του Αλέξανδρου... Του Αλέξανδρου. Του Αριστοτέλη Ρήγα, stand up comedian. Όπου, μέσα στις τόσες συνεντεύξεις που έκανα τη νύχτα, κάποια στιγμή άρχισα να παρακολουθώ stand up comedy μέσα από τα βίντεο του YouTube. Είδα ότι μ' άρεσε αυτό το πράγμα, έχοντας πιθανότατα και στο μυαλό και τις παρλάτες του Τζίμη Πανούση και του Χάρρυ Κλυνν με τις οποίες μεγάλωσα –κακά τα ψέματα–, άρα, μού ήταν οικείο αυτό το πράγμα και έβλεπα, ότι μέσα από αυτή τη σάτιρα, από αυτό το είδος το οποίο άρχισε να ξεπηδάει σιγά σιγά, μπορούσαν να βγουν πράγματα. Άρα άνοιξε και ένα κύκλο κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους, με αφετηρία τον Αριστοτέλη Ρήγα, ο οποίος τότε έδινε μια... Γινόταν μια πολύ ωραία –πολύ ωραία–, μια εκδήλωση, εν πάση περιπτώσει, για τη βοήθεια της Κατερίνας Βρανά, η οποία είχε πάθει μια σοβαρή ζημιά με την υγεία της και με αφορμή αυτό τον προσέγγισα. Ο άνθρωπος έπαιζε, έκανε, κάνει music stand up comedy. Χρησιμοποιεί και τη μουσική και mash-ups και διάφορα πράγματα, τα οποία προφανώς κάνουν τον άλλο να γελάει, πειράζοντας στίχους και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά. Και έτσι, προσέγγισα και αυτό το κομμάτι, τέλος πάντων, της τέχνης. Με βρήκαν και θίασοι θεατρικοί. Ήρθαν από το στούντιο, περάσαμε καλά. Και πρέπει να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους, όλους όσους ήρθανε και περάσαμε από ένα, δύο, πολλές φορές και τρία βράδια μαζί.
Και αποφάσισα λοιπόν ότι δεν θα αλλάξουν πολλά στην πρωινή εκπομπή. Θα συνεχίσουμε να παίζουμε ελληνόφωνο ροκ και υποπαράγωγα αυτού. Μέσα στις εκπομπές τις νυχτερινές είχα προσθέσει και κομμάτια από τη χιπ χοπ σκηνή, και την παλιά και τη νεότερη. Πάντα με ελληνικό στίχο, πολύ σπάνια θα έπαιζε κάτι ξένο, με ξένο στίχο. Θεωρούσα ότι ούτως ή άλλως αυτή ήταν η ζώνη του σταθμού, έτσι έπρεπε να πηγαίνει. Εκτός από μερικές εξαιρέσεις σε κάποια συγκροτήματα, ελληνικά με αγγλόφωνο στίχο, που οκ, τα φιλοξενήσαμε και όντως, επίσης περάσαμε καλά. Πολύ λίγες οι περιπτώσεις. Ότι θα συνεχίσουμε, λοιπόν, με μία εκπομπή δίωρη, τέσσερα ημίωρα. Στο πρώτο θα παίζω τέσσερα-πέντε κομμάτια χιπ χοπ, μηνύματα ακροατών, σχολιασμός, αν θέλεις, επικαιρότητας, που πάντα γινόταν και στη νύχτα. Και με μεγάλες κόντρες, γιατί κακά τα ψέματα. Γιος εργατών, βιοτεχνών, αν θέλεις, ήμουνα, στις γειτονιές του Παγκρατίου μεγάλωσα. Η τοποθέτησή μου πηγαίνει αριστερά πολιτικά. Αυτό. Και θεωρώ ότι είναι το πιο κοντινό πράγμα στον ουμανισμό, στην ανθρώπινη φύση που θέλει τους ανθρώπους από την ύπαρξή τους να συνεργάζονται, ούτως ώστε να καταφέρουν πράγματα. Έχουμε περάσει σε άλλα επίπεδα βέβαια, αλλά η επιστροφή στη συλλογικότητα νομίζω ότι είναι, θα είναι η λύση κάποια στιγμή, όταν όλο αυτό το πράγμα που ζούμε θα σκάσει και με κρότο. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα πάρει πολλούς στο λαιμό του, που δύσκολα θα γίνει. Εν πάση περιπτώσει, και ειδη[02:10:00]σεογραφία και... Ειδησεογραφία όχι. Πράγματα τα οποία μας απασχολούν, συζητώνται μέσω της διάδρασης των μηνυμάτων και κόντρες σε δημοκρατικό πλαίσιο. Κάποια στιγμή έπιασα τον εαυτό μου να διαβάζει μονίμως μηνύματα και να μην παίζει μουσική, γιατί η επικαιρότητα το επέβαλε με κάτι άσχημο. Που μπορεί... Συνήθως τα άσχημα είναι αυτά, τα οποία σηκώνουν και πολλή σκόνη και πολλή συζήτηση. Και δεν είναι και λίγα αυτά που περνάμε. Ακόμα μαθαίνω, ακόμα προσπαθώ να... Όχι να βρω το στυλ και το χαρακτήρα, το στυλ και χαρακτήρας υπάρχει, αλλά να να διατηρήσω τις ισορροπίες, ούτως ώστε και να ψυχαγωγούμε μέσω της μουσικής τον κόσμο και να να... Μέσω του σχολιασμού της επικαιρότητας και της ανταλλαγής απόψεων μέσω των μηνυμάτων, να να βγαίνει κάτι, να παίρνει κάτι ο ακροατής φεύγοντας, ούτως ώστε να να σκεφτεί κάτι για αυτά που ζει. Ή, ναι, κάτι το οποίο θα θα είναι χρήσιμο στη ζωή του, αν είναι δυνατόν να είναι κάτι χρήσιμο στη ζωή του. Γιατί δυστυχώς, καλώς ή κακώς, ζούμε στην εποχή μεν της πληροφορίας, αλλά έχουμε πέσει σε μια παγίδα όπου η πληροφορία είναι πολύ κατευθυνόμενη και αδυνατούμε να ανοίξουμε λίγο παραπάνω τη σκέψη μας, πέραν αυτών των οποίων προσφέρουνε τα media στο σύνολό τους πλέον και με πολύ, ίσως, άσχημο έως και χυδαίο τρόπο σε πολλές περιπτώσεις. Φτιάχνοντας ανθρώπους οι οποίοι δε σκέφτονται πέρα από αυτό που έρχεται ως πληροφορία και μένουν σε αυτό και είναι τρομακτικό. Με το φασισμό να να χτυπάει διαρκώς την πόρτα. Τέλος πάντων, εν πάση περιπτώσει, μέσω της μουσικής και αυτών των διαλόγων πιστεύω ότι προσπαθούμε, έστω και αν ένα μυαλό δουλέψει λίγο περισσότερο, όχι προς αυτά που εγώ πιστεύω τέλος πάντων, αλλά αν στροφάρει λίγο, πιστεύω ότι κάνουμε κάτι καλό για το σύνολο. Αν συμβαίνει. Ταυτόχρονα, γυρνώντας ξαφνικά στο πρωινό πρόγραμμα, δεν μπορούσα να κάνω άλλες βάρδιες πλέον, διότι –και μ' αυτό θα το κλείσω. Το 'χω πει ήδη τρεις φορές, ελπίζω να το καταφέρω τώρα. Γυρνώντας λοιπόν στο πρωινό πρόγραμμα, κάτι πάρα πολύ δύσκολο για μένα να πηγαίνω 6:00 η ώρα στη δουλειά μου. Εγώ που έχω χάσει πολλές ώρες, πρώτες ώρες στο σχολείο, γιατί δεν ξύπνησα για να πάω. Και οι γονείς μου το ίδιο δηλαδή, μέχρι... Όσο με πηγαίνανε, είχαμε χάσει αρκετές πρώτες ώρες. Άκουγα το ξυπνητήρι τους να βαράει από μέσα, με το ραδιόφωνο ταυτόχρονα να ουρλιάζει, ANT1 και εκείνοι. Ε, σε εκείνα τα χρόνια που ανέφερα στην αρχή. Και όμως, δεν μπορούσαν να ξυπνήσουν εκείνοι. Εγώ άκουγα, ξανακοιμόμουν και τα λοιπά. Πρώτη-δεύτερη ώρα χαμένη. Εν πάση περιπτώσει και όταν μεγάλωσα και πήγαινα μόνος μου, τα ίδια και τα ίδια. Αλλά ήρθε η ώρα που έγινα πρωινός τύπος. Ξυπνάω στις 4:30-5:00 για να είμαι 6:00 και να ξεκινάω το πρόγραμμα του σταθμού. Να ανοίγω στην ουσία, το σταθμό. Να αποδέχομαι τον πρώτο παραγωγό, ο Βαγγέλης ο Νεραντζιάς, ο οποίος κάνει γραμμές. Και επειδή με ξέρει, τον ξέρω πολλά χρόνια: «Πάνο, πάρε μικρόφωνο, αν θες να επεμβαίνεις στην κουβέντα». Ναι, με τους όρους, τους οποίους θέτει εκείνος, εν πάση περιπτώσει στις κουβέντες που γίνονται. Και με ανθρώπους, οι οποίοι με ακούγανε και θέλανε ή δεν έτυχε να μιλήσουν ή μιλάγαμε από τότε, να εμφανίζονται ξανά στις γραμμές ή με καινούργιους ακροατές, οι οποίοι ακούνε και θέλουν να πούμε και μια κουβέντα μαζί ή να γίνει, τέλος πάντων, ένας διάλογος, σ' όσο πιο πολιτισμένα πλαίσια γίνεται και ακόμα και στην διαφωνία, να μπορούμε να την κάνουμε με τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε να μην είναι ενοχλητική και απλά να καταλήγουμε στο ότι διαφωνούμε. Δημοκρατία έχουμε, για αυτό την έχουμε. Για να μπορούμε και να διαφωνούμε, αλλά αρκεί να το κάνουμε με πολιτισμένο τρόπο και χωρίς να ξεφεύγουμε. Οπότε με έχει σαν συνεργάτη, οπότε έχω βάρδια το πρωί. Και αυτό απλώθηκε και στην επόμενη εκπομπή, στο 8:00 με 10:00, όπου ο stand up comedian Αλέξανδρος Τσουβέλας, μαζί με την δημοσιογράφο τη Μαρία τη Ζαφειράτου κάνουνε, πλέον την πρωινή ζώνη, τη χιουμοριστική πρωινή ζώνη. Ο ΣΠΟΡ FM είναι από αυτούς που καθιέρωσαν το 7:00-10:00 ή 8:00-10:00 ως πρωινή ζώνη, χιουμοριστική, ούτως ώστε ο κόσμος να πηγαίνει –αυτά που λέγαμε νωρίτερα με τον μηνά Τσαμόπουλο και το Γιώργο Θαναηλάκη–, να πηγαίνει, τουλάχιστον ευχάριστα στη δουλειά του ή και να συνεχίζει εκεί. Με έναν άλλο τρόπο από αυτόν που είχαμε συνηθίσει τότε. Οι ατάκες εξαφανίστηκαν. Έχουμε τον Αλέξανδρο, ο οποίος είναι ένας άνθρωπος ο οποίος την έχει την ατάκα μέσα του, την πετάει κατ' ευθείαν, δημιουργεί χαρακτήρες, τους χρησιμοποιεί. Οπότε προσπαθούμε με αυτό τον τρόπο να κάνουμε ευχάριστο και πάλι το πρωινό του κόσμου. Εγώ πλέον, με τις μουσικές επιλογές τις οποίες βάζω στην εκπομπή και από όσο φαίνεται από τα μηνύματα που λαμβάνουμε, είναι κάτι το οποίο αρέσει στον κόσμο κατά κύριο λόγο. Μου κάναν και τα παιδιά την τιμή να με έχουν ως συνεργάτη τους στο μικρόφωνο, κάτι που ξεκίνησε στην καραντίνα και συνεχίστηκε από κει και πέρα. Κι αν κάποιος λείπει από τους δύο, μπαίνω ακόμα περισσότερο στην παρέα. Είναι μεγάλη μου χαρά που οι άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονται απέναντί μου θέλουν να με βάλουνε μαζί τους, ίσως γιατί έχω την άνεση πλέον του μικροφώνου, μπορώ να να χρησιμοποιήσω το όποιο χιούμορ μου στο 8:00-10:00, τέλος πάντων, που εκεί αυτός είναι ο σκοπός. Και να συμπληρώσω ακόμα περισσότερο την παρέα, όταν μπορεί να είναι μια άσχημη μέρα, ας πούμε ή να να ξεμένουμε λίγο από θέματα. Γιατί το να προσπαθείς να διασκεδάζεις κάθε μέρα τον κόσμο δεν είναι απλό πράγμα, από Δευτέρα έως Παρασκευή. Θέλει το μυαλό να δουλεύει. Και ο Αλέξανδρος και η Μαρία το έχουνε σε πολύ καλό βαθμό αυτό το πράγμα, σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό. Και είναι και μεγάλο το βάρος το οποίο καλείσαι να να έχεις. Ακόμα και όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν τόσο καλά από άποψη ειδησεογραφίας, αθλητικής ειδησεογραφίας. Δουλεύουμε στον ΣΠΟΡ FM και πρέπει να διαχειριστούμε καταστάσεις, όπου ξέρω 'γω, έχει γίνει ο κακός χαμός το προηγούμενο βράδυ, στο... Σ' ένα ντέρμπι ή σε ένα παιχνίδι ή έχουνε πλακωθεί οπαδοί ή ακόμα χειρότερα, έχει σκοτωθεί άνθρωπος, ας πούμε, για οπαδικά κίνητρα. Και πρέπει την επόμενη μέρα να βγουν και να διαχειριστούν αυτή την κατάσταση με έναν τρόπο ο οποίος δεν θα φρίξει τον κόσμο σε στην κατάθλιψη, αλλά οι ίδιοι τη νιώθουνε και πρέπει να να φέρουν μια ισορροπία, η οποία είναι πολύ δύσκολη, πιστεύω, να έρθει. Παρ' όλα αυτά το καταφέρνουνε. Ή ακόμα να, τώρα με το δυστύχημα των Τεμπών, έπρεπε... Πώς να κάνεις, ας πούμε, με το δυστύχημα; Δυστύχημα, δολοφονία, πείτε το όπως θέλετε, καθένας έχει την κρίση του. Να να βγεις στην επόμενη μέρα και να πεις, πώς να διασκεδάσεις τον κόσμο και τι να πεις; Είναι κάτι πολύ δύσκολο. Βρίσκεται ψηλά και στις ακροαματικότητες και ο Βαγγέλης και τα και τα παιδιά, και Βαγγέλης ο Νεραντζιάς στο 6:00-8:00 και ο Αλέξανδρος με τη Μαρία στο 8:00-10:00. Τους ευχαριστώ που τον μοιράζονται με εμένα. Είναι ένα κομμάτι, είναι αποτέλεσμα και της δικιάς μου της δουλειάς, της άνεσης πια που έχω στο μικρόφωνο, αλλά είναι πρώτα πρώτα η δικιά τους θέληση να με έχουνε στην παρέα τους. Θα μπορούσαν άνετα να μην με αφήνουν να ανοίξω μικρόφωνο ή να μην έχουν μπει στη διαδικασία να μου πουν να το ανοίξω. Μαθαίνω διαρκώς –για να βάλω μια τελεία– πράγματα. Ανοίγω το μυαλό μου, δημιουργούνται πράγματα. Χαίρομαι που δημιουργούνται πράγματα. Χαίρομαι που έρχονται, έρχεται κόσμος και μου εμπιστεύεται πράγματά του. Χαίρομαι που έχει αρχίσει ακόμα και αυτό, να βρίσκομαι στο δρόμο, να περπατάω και να σταματάει κάποιος με ένα αμάξι και να μου λέει: «Ρε συ, Ρήλλο, μπράβο ρε συ!», ξέρω εγώ. Είτε είναι φίλος της ΑΕΚ που είμαι και εγώ, ας πούμε. «Πάμε ρε Αεκάρα» και να φεύγει. Ή: «Ρε συ, ωραία μας κρατάτε παρέα και μπράβο και έτσι». Την πρώτη φορά που συνέβη αυτό το πράγμα δεν το πίστευα, γιατί είναι διαφορετικό να 'σαι στην τηλεόραση, να σε βλέπουν και –εντάξει, βέβαια με τα social media γίνεται πιο εύκολο πια–, είναι διαφορετικό να κάνεις ραδιόφωνο, ένα μέσο το οποίο καλώς ή κακώς φθίνει σε σχέση με την τηλεόραση. Αλλά να που έχει απήχηση ακόμα στον κόσμο. Υπάρχει κόσμος ο οποίος ακούει ραδιόφωνο και κυρίως, όντως, μέσα στο αυτοκίνητό του, πηγαίνοντας για δουλειά. Ή γυρνώντας από αυτή, είτε βρισκόμενος κολλημένος στην κίνηση ή οπουδήποτε, τέλος πάντων, πηγαίνει. Και επιλέγει να του κάνεις παρέα. Ήταν... Γαμώτο, ένα ένα τα θυμάμαι! Ήταν φοβερή η στιγμή που σταμάτησαν οι εκπομπές στη νύχτα και το ανακοίνωσα στα social media. Τα κύματα μηνυμάτων, ιστοριών, στιγμών που αποφάσισε ο κάθε ένας να μοιραστεί μαζί μου. Ήμουνα σε αυτό εδώ το γραφείο, με αυτά τα χέρια, έτσι, τα αδύναμα και πληκτρολογούσα διαρκώς απαντήσεις στον κόσμο. Και κάποια στιγμή κάνω μία έτσι και βλέπω ότι είναι κατακόκκινα μετά από πέντε ώρες γραφής, ας πούμε. Ώσπου άρχισα να στέλνω ηχητικά μηνύματα στον κόσμο γιατί δεν μπορούσα πια να γράψω. Ήταν απίστευτο αυτό που λάμβανα. Δεν πίστευα ότι είχα κρατήσει συντροφιά σε τόσο πολύ κόσμο και σε άλλο τόσο που πιθανότατα δεν είχε τη δυνατότητα να μου στείλει ένα, δεν είχε τα social, δεν είχε τη δυνατότητα να μου στείλει ένα μήνυμα ή να μου πει, τέλος πάντων, τι σκεφτόταν όταν σταμάτησαν οι βραδινές εκπομπές. Και είδα κόσμο, ο οποίος ήταν της νύχτας να μου λέει: «Ρε συ, θα βάλω ξυπνητήρι. Έβαλα ξυπνητήρι Σαββάτο, Κυριακή 7:30 η ώρα, να 'μαι 8:00 ξύπνιος για να ακούσω την [02:20:00]εκπομπή σου». Ακόμα δεν μπορώ να το διαχειριστώ στην ολότητά του αυτό το πράγμα και δεν ξέρω πώς... Πώς μπορώ να πω ευχαριστώ σε όλο αυτό τον κόσμο. Ίσως με τη δουλειά μου και την τιμιότητα, εκτός εισαγωγικών, με την οποία προσπαθώ να συνεχίσω να την κάνω. Χωρίς να υπάρχει καμία μάσκα, κανένα... Μάλλον καμιά μάσκα. Ναι, εντάξει, δε θα μιλήσω όπως θα μιλάγαμε σε φάση οι δυο μας, ας πούμε, που θα μας φύγουν και πέντε μπινελίκια, ας πούμε, στην καθομιλουμένη μας.
Χωρίς μακιγιάζ, ας πούμε.
Ναι, μπράβο. Αυτό ακριβώς. Αυτό ακριβώς, αυτό ακριβώς. Δεν ξέρω, αν θες να πούμε, να πω κάτι άλλο; Νομίζω ότι μιλάω πολλές ώρες.
Αντέχεις δύο ερωτήσεις–
Βεβαίως–
Που θέλω να σου κάνω;
Ό,τι θες, ό,τι θες.
Η μία–
Δεν σ΄ έχω κοιτάξει καθόλου εν τω μεταξύ, έτσι;
Μου απαντάς με όποια σειρά θες.
Πήγαινε τες μια μία για να τις κλείνω. Πες μου.
Η μία έχει να κάνει με την πειρατεία και τα δισκοπωλεία. Είναι κάτι το οποίο δεν το έχω ξανακούσει ποτέ.
Λοιπόν οκ. Έζησες στην εποχή που οι τράπεζες ήταν σε κάθε γωνία, έτσι;
Ναι.
Τώρα πού είναι; Πουθενά σχεδόν. Μια ανά... Κάποτε λοιπόν έτσι ήταν και τα δισκοπωλεία στις γειτονιές. Πολλά δισκοπωλεία. Εκτός τα κεντρικά και του Μοναστηρακίου, ας πούμε, που παραμένουν. Το Μοναστηράκι πια παραμένει και κάποια κεντρικά. Τότε στις γειτονιές υπήρχαν δισκοπωλεία. Άρα αν γνώριζες τον άνθρωπο, ο οποίος ήτανε ο δισκοπώλης, ήξερες, ξέρω 'γω ένας δίσκος έκανε πέντε χιλιάρικα σε δραχμές. Του έλεγες: «Ρε συ, ωραίος δίσκος αυτός. Να τον γράφαμε σε κασετούλα με ένα χιλιαρικάκι;». Γιατί δεν είχες πέντε να δώσεις να πάρεις τον δίσκο. Και αργότερα αυτό έγινε και με τα CD με τους ανθρώπους οι οποίοι ήταν μετανάστες και τριγυρνούσαν στις καφετέριες με τα CD στα χέρια, τα οποία κάποιες φορές δεν είχαν καν αυτό που σου δείχνανε, αλλά ξέρω εγώ, το έπαιρνες πέντε ευρώ όταν το CD έκανε είκοσι δύο ας πούμε. Έτσι; Ήταν η πειρατεία της εποχής. Τώρα, η εγγραφή από το ραδιόφωνο και η αντιγραφή δίσκων. Γιατί ο δισκοπώλης είχε το ηχοσύστημα. Έπαιρνε μια κασετούλα, μπορεί να έκανε, ξέρω 'γω, τέσσερα κατοστάρικα, την πλήρωνες ενάμιση χιλιάρικο και για τον κόπο του έβγαζε και αυτός, είχες και συ τη μουσικούλα σου κι ήσουνα κύριος. Γιατί σου κάνει τόση εντύπωση;
Ξέρεις, έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό το βέρι, ρε παιδί μου.
Ναι, εντάξει, πάντα. Ειδικά σε αυτήν εδώ τη χώρα, βρίσκουμε τον τρόπο να αποκτούμε αυτό που θέλουμε. Εντάξει, όντως δεν... Βέβαια για εποχές όπου η δισκογραφία άνθιζε και όταν έπαιρνες μια δουλειά στα χέρια σου, είναι πολύ σημαντικό ας πούμε, είχε όντως δουλειά για να γίνει. Και συνήθως, μην πούμε ότι πάντα ήτανε κάτι αξιόλογο, αλλά είχε πάει, είχαν ξοδευτεί ώρες για να γίνει. Φτάσαμε στην εποχή του CD, όπου έπαιρνες μια δουλειά και έβρισκες μαξ ένα-δυο –μιλάμε για την εμπορική μουσική–, μαξ ένα-δυο κομμάτια τα οποία να αξίζανε και αν. Και αυτό είχε φτάσει να πωλείται είκοσι τρία με είκοσι πέντε ευρώ και ήταν σχεδόν αισχροκέρδεια. Ναι, η πειρατεία σκότωσε τις εταιρίες δίσκων. Μάλλον έκανε ζημιά στις εταιρείες δίσκων, αλλά οι εταιρείες δίσκων πυροβόλησαν ξεκάθαρα τα πόδια τους, διοχετεύοντας στην αγορά διαρκώς πολλές πρόχειρες, έως κακές παραγωγές, οι οποίες δεν είχαν να πουν σχεδόν τίποτα. Και απλά τις προμοτάρανε μέσω της τηλεόρασης, αλλά πόσα να προμοτάρεις, όταν ξέρω 'γω, έχεις τριάντα καλλιτέχνες της νέας σκηνής τότε, ας πούμε. Της νέας σκηνής, μιλάμε για λαϊκή, νεολαϊκή, πόπ. Μέχρι εκεί, έτσι; Έχεις τριάντα και ξέρω 'γω, ο χρόνος που αγοράζεις, είτε σε ένα ραδιόφωνο, γιατί εκεί φτάσαμε. Να αγοράζουνε χρόνο σε ραδιόφωνα, στην τηλεόραση, να πηγαίνουν συγκεκριμένοι καλλιτέχνες σε συγκεκριμένα shows, είτε πρωινά, είτε μεσημεριανά, είτε βραδινά, Σαββατοκύριακο και τα λοιπά. Δεν μπορείς να τους προωθήσεις όλους με τον ίδιο τρόπο. Άρα, διοχέτευαν στην αγορά διαρκώς παραγωγές από μέτριες έως κακές. Με αποτέλεσμα, αυτό που παρήγαγαν να είναι κακό. Ο κόσμος να γυρνάει την πλάτη, είτε να λέει: «Σιγά μη δώσω τώρα εγώ είκοσι τρία ευρώ για να ακούσω εγώ τον Νίνο», λέω ένα τυχαίο παράδειγμα, «ο οποίος έχει ένα τραγούδι, το οποίο ακούγεται στα ραδιόφωνα και αν ακούσω το δίσκο, δεν θα βρω και ένα δεύτερο, ας πούμε, πιθανότατα ή θα βρω ένα δεύτερο, άντε και ένα τρίτο μαξ και τα υπόλοιπα είναι μια φτηνή αναπαραγωγή των ίδιων και των ίδιων και των ίδιων κομματιών. Οπότε ο κόσμος στράφηκε στο ταληράκι, το οποίο το έδινε ο μετανάστης, ας πούμε, από καφετέρια σε καφετέρια.
Και η δεύτερη. Μου έκανε φοβερή εντύπωση αυτό. Δηλαδή, θα ήθελα να μου μιλήσεις για αυτή την εμπειρία, του ραδιοφωνικού παραγωγού σε περίοδο εκλογών. Είναι κάτι το οποίο δεν έχω διανοηθεί ποτέ.
Εκεί βοηθάει απίστευτα η τεχνολογία, έτσι; Το Υπουργείο Εσωτερικών, από όπου αντλούνε και τα κανάλια τις κάρτες οι οποίες τρέχουν εκείνη την ώρα των των εκλογών. Δεν μιλάμε για προεκλογική περίοδο, έτσι; Μιλάμε για την περίοδο, το βράδυ των εκλογών, έτσι, που έρχονται τα αποτελέσματα. Είτε αυτές λέγονται Εθνικές Εκλογές, είτε Δημοτικές, είτε Ευρωεκλογές. Στις Δημοτικές, με ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, διότι στις Εθνικές αρχίζεις και αναφέρεις, ας πούμε τον... Νομός Λέσβου, ας πούμε ξέρω 'γω. Τόσα ποσοστά για το ένα κόμμα, τόσο για τα άλλο, τόσο για το παράλλο. Κάποια στιγμή... Αυτά είναι πληροφορίες οι οποίες έρχονται μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών στη σελίδα του και ανανεώνονται διαρκώς, όσο έρχονται αποτελέσματα, έτσι; Όσο προχωράμε στην εξέλιξη της τεχνολογίας, γίνεται όλο και πιο γρήγορα αυτό το πράγμα. Εμένα μου άρεσε πάντα το βράδυ των εκλογών να κάθομαι στην τηλεόραση. Από μικρό με θυμάμαι, δεν ξέρω πώς κόλλησε αυτό το πράγμα, και να παρακολουθώ τα αποτελέσματα. Είτε, ξέρω 'γω είχα μια συμπάθεια προς κάποιο κόμμα, κερδίζαμε, χάναμε και τα λοιπά. Και υπάρχει μία μια ωραία ιστορία, θα την πω μετά, αν την θυμηθώ. Οπότε, είναι βράδυ εκλογών. Κάνει ο προηγούμενος το 12:00-2:00 την πρώτη φορά που συμβαίνει. Νομίζω έχω Εθνικές μπροστά μου. Κάνω κάποιες παρεμβάσεις, γιατί ο άνθρωπος έχει το νου του στις γραμμές που μιλάει, έχει ξέρω 'γω στα μηνύματα που έχει μπροστά του. Εγώ είμαι πιο άνετος πίσω και μου λέει ξέρω 'γω, πάντα είχα ένα μικρόφωνο μπροστά μου: «Παναγιώτη, τι γίνεται;». Λέω: «Στο γενικό, ας πούμε, μπροστά εκείνοι με τόσο ποσοστό, δεύτεροι αυτοί, τρίτοι εκείνοι» και πάει λέγοντας. Και μετά αναλαμβάνω μόνος μου με μια δεκάρα λίστα. Αυτό δεν το είπα ποτέ, ότι πριν ξεκινήσω τις εκπομπές, δεν προετοίμαζα ποτέ κάτι από δω, από το σπίτι. Η προετοιμασία πάντα γινότανε κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εκπομπής. Εκτός αν ετοίμαζα κάποιο αφιέρωμα από τα δέκα-είκοσι που έχω κάνει στο σταθμό. Όπου εκεί υπάρχει προεργασία τις περισσότερες φορές. Ή την κάνει κάποιος άλλος για μένα και εγώ είμαι στη διαδικασία του θα βάλω τα κομμάτια στη σειρά, έχεις την πληροφορία. Συνήθως το κάναμε με τον Γιώργο τον Τιμπέγκο. Σε ένα αφιέρωμα στον Παύλο Σιδηρόπουλο, σ' ένα στον Νικόλα Άσιμο... Ποιο άλλο είχαμε κάνει με τον Γιώργο; Νομίζω αυτά τα δύο; Ναι, νομίζω αυτά τα δύο είχαμε κάνει με τέτοιο τρόπο. Ετοιμάζαμε και ένα για Τρύπες, δεν έγινε ποτέ. Και αν ετοιμάσω κάποιο, τέλος πάντων, αφιέρωμα ναι, θα μπω στη διαδικασία να ετοιμάσω κάποια κομμάτια, να μπουν στη σειρά και να τα 'χω και από κει και πέρα τις πληροφορίες είτε θα τις αντλήσω εκείνη τη στιγμή, ξέροντας πού θα ψάξω, είτε θα προετοιμάσω τα site τα οποία θα ανοίξω και θα πάρω τις πληροφορίες και θα τις δώσω στον κόσμο. Έλεγα λοιπόν, ότι πάντα ετοιμάζω μια λίστα κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εκπομπής, γιατί ποτέ δεν ξεκινάω το πρόγραμμα εγώ, δηλαδή μπαίνω στο στούντιο και ξεκινάω, είναι λίγες οι φορές, που έχει συμβεί αυτό. Άρα εκείνη τη στιγμή θα κάνω τη λίστα μου. Πάντα στην προηγούμενη εκπομπή λοιπόν, φτιάχνω μια σκαλέτα είκοσι-τριάντα κομματιών, ανάλογα την ώρα που έχω μπροστά μου. Επιλέγω τα κόμματα και πολλές φορές, ανάλογα με τον χρόνο, είτε θα προσθέσω, αν κάποιος φίλος δώσει καμία καλή ιδέα ας πούμε ή μου θυμίσει κάτι ή θυμηθώ εγώ κατά τη διάρκεια της εκπομπής θα προσθέσω ή και θα αρχίσω να αφαιρώ, γιατί ο χρόνος, τον έχω σπαταλήσει μιλώντας ή δεν τον έχω υπολογίσει σωστά και θα θα βγάλω. Έχοντας λοιπόν, μια τέτοια σκαλέτα, έχω μερικά κομμάτια και ξεκινάμε αποτελέσματα. Όταν υπάρχουνε Δημοτικές Εκλογές, ο χρόνος μπορεί να φαγωθεί άνετα, διότι πηγαίνεις από Νομό σε Νομό, από Δήμο σε Δήμο και τα λοιπά και τα λοιπά. Είναι πάρα πολύ, πάρα πολύ μεγάλος ο κύκλος, τον οποίο έχεις να κάνεις. Και έχοντας την ευκολία, τέλος πάντων, να μπερδεύεις όσο γίνεται λιγότερο τη γλώσσα σου, λέγοντας, μιλώντας διαρκώς. Και κάποια στιγμή φτάνεις και λες: «Α, για πάμε ένα κομματάκι να πιω λίγο νερό, να πάρω μια ανάσα». Εμείς οι καπνιστές, δυστυχώς, θα μπούμε στη διαδικασία και για ένα τσιγάρο και θα επιστρέψουμε για να συνεχίσουμε τα αποτελέσματα. Και βλέπεις ότι ακόμα και σε αυτό το κομμάτι ερχόντουσαν μηνύματα: «Σε παρακαλώ πες μου τι γίνεται εκεί», «Πες μου τι γίνεται εκεί», «Πες μου τι γίνεται παραπέρα». Άνθρωποι, οι οποίοι ακούνε από το εξωτερικό. Είναι και άλλο ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο κομμάτι αυτό. Οι άνθρωποι οι οποίοι πλέον με το ίντερνετ μπορούν να σε ακούσουν σ' οποιοδήποτε σημείο της γης, αρκεί να έχουν ίντερνετ, έτσι; Και αυτό είναι το ακόμα σημαντικότερο και το πιο φοβερό. Φοβερό; Δημιουργεί ένα συναίσθημα ότι ο άλλος έχει ξενιτευτεί, βρίσκεται κάπου αλλού, όπου μιλάνε μια άλλη γλώσσα σίγουρα όλοι γύρω του. Και θέλει να έχει την ακουστική επαφή. Που όσο δεν είναι μόνος του, εντάξει, που όλοι λίγο πολύ κάποιον έχουν κοντά τους, αλλά δεν τον έχουν διαρκώς. Πιθανότατα υπάρχουν ώρες που είναι μόνοι τους, είτε δουλεύοντας, είτε ταξιδεύοντας, είτε οτιδήποτε και επιλέγουν τη δικιά σου επικοινωνία, για να κρατήσουν την επαφή με τη γλώσσα, τον τόπο τους, την πατρίδα τους –τέλος πάντων, την έχουμε ξεφτιλίσει και αυτή τη λέξη– εκεί που βρίσκονται. Έχω για ένα μεγάλο διάστημα, μέχρι να έρθουν η προστασία προσωπικών δεδομένων, τέλος πάντων, η φόρμα των μηνυμάτων μάς έδειχνε τις χώρες από τις οποίες μας [02:30:00]ακούνε οι ακροατές. Δείχνοντας μόνο τη σημαία. Χωρίς να λέει, ξέρω 'γω, Γερμανία και τη σημαιούλα, τριάντα ας πούμε. Έδινε τη σημαία. Ευτυχώς, ένα από τα μαθήματα που ήμουνα καλός ήταν η γεωγραφία και σπάνια δυσκολεύτηκα με σημαίες. Σπάνια δυσκολεύτηκα με σημαίες. Και όταν έγινε αυτό, με τη βοήθεια των ακροατών και περιγράφοντας τη σημαία, βρίσκαμε την... Υπήρχε... Ακόμα και τέτοια, τέτοιου τύπου χαζοπαιχνίδια γινόντουσαν στον, στον αέρα. Λοιπόν, νύχτες εκλογών. Η πρώτη φορά που η Χρυσή Αυγή μπήκε στη Βουλή, πολύ άσχημο βράδυ. Πολύ άσχημο βράδυ. Το να βλέπεις, ας πούμε, ότι αυτό που γνώριζες και δε θες με τίποτα να συμβεί, να μπούνε άνθρωποι οι οποίοι υποστηρίζουνε ανοιχτά και απροκάλυπτα την, τον... Αυτούς οι οποίοι μπήκαν στη χώρα και αφάνισαν χωριά, σκότωσαν κόσμο και, και, και. Μη μιλήσουμε για το μεγαλύτερο κακό στον πλανήτη, που προκάλεσαν... τέλος πάντων. Οι εκλογές που έγινε κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ και τις δύο φορές. Εκλογές του '19... Όχι. Τις εκλογές του '19...Τις έκανα, ναι. Τις έκανα, γιατί σταμάτησε, ε; '18... Όχι, δεν τις έκανα. Όχι, δεν τις έκανα. Δημοτικές δύο-τρεις τουλάχιστον. Ναι, αυτές είναι και μια-δυο Ευρωεκλογές σίγουρα. Νομίζω κάποιες ήταν και παράλληλα. Δημοτικές και Ευρωεκλογές μαζί. Μ' άρεσε, μ' άρεσε αυτό το τέτοιο και σκεφτόμουνα –καλά, γιατί να το κάνεις θα μου πεις;– να πάω πάλι νύχτα να τις κάνω. Γιατί για κάποιο λόγο το ραδιόφωνο δεν μπαίνει στη διαδικασία της τηλεόρασης σε αυτή την περίπτωση, όπου όλα τα κανάλια θα τα δεις να ασχολούνται με αυτό το πράγμα. Ίσως γιατί καλύπτει αυτό το κενό. Δηλαδή η τηλεόραση σού το δείχνει και έχεις ακόμα καλύτερη αντίληψη των γεγονότων, από έναν τύπο ο οποίος θα σου λέει διαρκώς νούμερα, περιοχές, περιφέρειες και τα λοιπά. Εμένα μ' άρεσε πάρα πολύ και το διασκέδασα όλες τις φορές που το έκανα, ανεξαρτήτου αποτελέσματος. Απλά η είσοδος της Χρυσής Αυγής στη Βουλή ήταν ένα σημείο το οποίο ήταν πάρα, πάρα, πάρα, πάρα πολύ άσχημο. Και όσα ακολούθησαν, όσο υπήρχαν μέσα, στη διάδραση με τον κόσμο. Πολύ φανατικός κόσμος με τη Χρυσή Αυγή και πολλοί πολλοί διάλογοι άσχημοι. Άσχημοι; Επιθετικοί, γιατί αυτή ήταν και η ρητορική της Χρυσής Αυγής. Επίθεση, φωνές. Φωνάζουμε, εννοώ λέμε πολλά. Πολλές φορές απειλές. Έχω βρεθεί να κυνηγιέμαι από άνθρωπο, όχι από χρυσαυγίτη, με άλλο τρόπο και να απειλεί διαρκώς ότι θα μου κάνει πράγματα και, και... Και υπήρξε και αυτό. Να ψάχνει να βρει, πού μένω. Να βρίσκει τηλέφωνα των δικών μου ανθρώπων και να τους ενοχλεί. Να μην μπορούμε να βρούμε το στίγμα του εύκολα, γιατί χρησιμοποιούσε redirect, ip redirect, άρα φαινόταν ότι εμφανιζόταν στη Βουλγαρία, ο τύπος ή στη Ρουμανία, αλλά τελικά μπορεί να ήταν στο δίπλα κτίριο π.χ. Τελικά, αποδείχτηκε ότι ήταν ένας άνθρωπος, ο οποίος αυτό το πράγμα έκανε διαρκώς και όχι μόνο σε μένα. Επέλεγε κάποιους ανθρώπους και τους έκανε αυτό ακριβώς το bullying, να το πούμε έτσι, ούτως ώστε να τους τρομάξει. Μου 'χε στείλει την αστυνομία σπίτι μου, λέγοντας στο κέντρο, έχει πάρει τηλέφωνο στο κέντρο και είπε απλά ότι γίνεται ληστεία στο σπίτι: «Τρέξτε!». Και ήρθαν δύο μηχανές με τέσσερις αστυνομικούς και μου χτύπησαν το κουδούνι 10:00 η ώρα τη νύχτα: «Έχουμε έρθει για την κλήση για την διάρρηξη». Και εγώ τους εξηγώ ότι: «Συμβαίνουν αυτά παιδιά και ελάτε να δείτε ότι στο σπίτι δεν γίνεται τίποτα». Και έχω μόλις, ούτε ενός έτους την κόρη μου και τη γυναίκα μου στο σπίτι, ανάστατες. Έχει πάρει στο σπίτι μου τηλέφωνο και είχε πει στη γυναίκα μου, πρώτα στην πεθερά μου και μετά στη γυναίκα μου, ότι έχω χτυπήσει–κοίτα πού πήγε από τις εκλογές τώρα–, ότι έχω χτυπήσει. Είναι συνάδελφός μου, προσποιείται τον συνάδελφό μου και ότι: «Είμαι εγώ αυτός που τον πήγα στο νοσοκομείο, γιατί τον χτύπησε αμάξι πηγαίνοντας να πάρει τσιγάρα». Αυτό της είπε. «Τον πήγα στο νοσοκομείο, είναι καλά, έχει διαφύγει τον κίνδυνο σας παίρνω για να σας ενημερώσω ότι είναι εντάξει. Και είμαι ο συνάδελφός του ο οποίος πηγαίνει να αλλάξει τη βάρδια του». Η πεθερά μου το πίστεψε η γυναίκα μέσα στη νύχτα, ας πούμε. Η πρώην σύζυγός μου όχι και με πήρε αμέσως τηλέφωνο και μου περιέγραψε το τι συμβαίνει. Γιατί ο τύπος είχε τρόπο να βρει τα τηλέφωνα τα οποία δεν ήτανε απόρρητα. Βρήκε το τηλέφωνο των γονέων μου, των γονιών μου. Έπαιρνε κάθε φορά, μίλησε, έξι ή εφτά φορές πήρε τηλέφωνο στο κινητό της μητέρας μου νομίζω. Με διαφορετικό νούμερο, το οποίο όταν καλούσες πίσω απαντούσε, δεν υπήρχε. Έβγαινε η εταιρεία κινητής τηλεφωνίας και έλεγε: «Ο αριθμός που καλέσατε δεν υπάρχει». Ο τύπος ήταν πολύ μπροστά, πολύ μπροστά τεχνολογικά και έκανε τέτοιες ιστορίες. Λοιπόν, δεν ξέρω αν σε κάλυψα περί των εκλογών.
Ναι, με κάλυψε και με το παραπάνω
Οκ.
Σε ευχαριστώ για όλα Πάνο.
Εγώ σε ευχαριστώ. Πες μου πόση ώρα μιλάω ακατάσχετα;