© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Από τον συνοικισμό του Αγίου Χριστοφόρου στην έγγαμη ζωή στο χωριό
Κωδικός Ιστορίας
24087
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ευαγγελία Παπαδοπούλου (Ε.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
17/04/2023
Ερευνητής/τρια
Ευαγγελία Θεοδωρίδη (Ε.Θ.)
Καλησπέρα, σήμερα είναι 18 Απριλίου του 2023. Εγώ είμαι η Βάλια Θεοδωρίδη και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Βρίσκομαι στο χωριό μου, τον Άγιο Χριστόφορο Σερρών, και είμαι μαζί με τη γιαγιά μου, την Ευαγγελία, την οποία και καλησπερίζω. Γεια σου, γιαγιά.
[00:00:00]
Γεια σου, κορίτσι μου.
Λοιπόν, θέλω να μου πεις το όνομά σου, μαζί και το επίθετο.
Το πατρικό μου; Ευαγγελία Θεοδωρίδου. Παπαδοπούλου! Τώρα λέγομαι Θεοδωρίδου. Εγώ παντρεύτηκα και πήρα τον Κώστα τον Θεοδωρίδη και λέγομαι Θεοδωρίδου.
Μάλιστα, από πού κατάγεσαι, γιαγιά;
Η γιαγιά μου, η μάνα μου;
Ναι, οι γονείς σου.
Από την Ανατολική Θράκη και ο πατέρας μου και η μητέρα μου. Η μάνα μου από τις Σαράντα Εκκλησιές και ο πατέρας μου από την Ανδριανούπολη, από τη Μακρά Γέφυρα. Δεν γνωριζόντουσαν, ήρθανε με το τρένο. Η μητέρα μου ήρθε κοπέλα 18 χρονών με το τρένο και οι γονείς της ήρθαν με τα κάρα, με τα ζώα, με τα βόδια και την άμαξα. Εδώ ήρθαν στον Άγιο Χριστόφορο, εδώ εγκαταστάθηκαν, και ο πατέρας μου με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ιερέας, είχε τέσσερα αγόρια και ήρθαν εδώ στον Άγιο Χριστόφορο. Εδώ γνωρίστηκαν με τη μητέρα μου, αλλά η μητέρα μου ήταν και άλλοι πατριώτες, οι οποίοι έφυγαν και πήγα στα Ίβηρα, μαζί και η μητέρα μου έφυγε. Ο πατέρας μου όμως την αγάπησε εδώ που ήτανε και πήγε την πήρε από τα Ίβηρα και την παντρεύτηκε. Και απόκτησαν τέσσερα κορίτσια. Εγώ είμαι η μικρότερη και πέρασαν δύσκολα χρόνια. Φτωχικά χρόνια, εγώ δεν τα θυμάμαι βέβαια, όπως μ' έλεγε η μάνα μου. Μετά ήρθανε η βουλγαρική κατοχή, το 1943.
Εσύ πότε γεννήθηκες;
Εγώ γεννήθηκα το 1938.
Ωραία, άρα όταν ήρθαν οι Βούλγαροι, πόσων χρονών ήσουν;
5 χρονών ήμανα. Εκεί, μετά από πολλές κακουχίες που πέρασαν από τους Βουλγάρους, αρρώστησε ο πατέρας μου, και η μητέρα μου αρρώστησε, έγινε καλά, ο πατέρας μου πήγαινε στο Θολό, σε ένα άλλο χωριό, και έπαιρνε γάλα από κει και κρύωσε με το γαϊδούρι για να τις ταΐζει. Έφτιανε όλες τις δουλειές του σπιτιού, μαγείρευε, ζύμωνε, κουράστηκε πολύ, αρρώστησε. Πήγε στο νοσοκομείο, τον πήγανε οι Βούλγαροι και εκεί πέθανε. Και εμείναμε ορφανά. Η μητέρα μου πέρασε δύσκολα χρόνια. Ήταν 37 χρονών όταν έμεινε χήρα, με τέσσερα κορίτσια. Η πιο μεγάλη ήταν 13 χρονών, 14-15, δεν θυμάμαι καλά. Μετά ήρθαν οι αντάρτες, το '47. Μας πήγαν στον Γάζωρο. Εκεί όλο το χωριό. Κι εγώ επήγα, εκεί ξεκίνησα να πηγαίνω στο σχολείο. Εδώ πήγα μόνο πρώτη δημοτικού, στο χωριό μου, στον Άγιο Χριστόφορο. Αφού έφυγαν από δω, πήγα μετά στον Γάζωρο. Δεν είχε σχολείο και μετά που ήρθαμε πάλι το '48 στο χωριό πίσω, τελείωσε ο Εμφύλιος, εγώ είχα συνηθίσει στον Γάζωρο και πήγαινα εκεί στο σχολείο, γιατί ήμαν καλή μαθήτρια και συνήθισα σε εκείνο το σχολείο, εδώ δεν ήθελα να πάω. Και πήγαινα με τα πόδια κάθε πρωί. Με πήγαινε η μάνα μου, γιατί φοβόμασταν. Είχε τσιγγάνοι εκεί κάτω στον κεντρικό δρόμο, με τα τσαντίρια τους, και για να μη με κλέψουνε, να μη με χτυπήσουνε, ήταν δύσκολα χρόνια, δεν είχε αυτοκίνητα, τίποτα δεν υπήρχε τότε, μόνο με τα ζώα κυκλοφορούσες. Με πήγαινε μέχρι εκεί και με κοίταζε μέχρι να φύγω από κει, από τους τσιγγάνους, και το βράδυ ερχόμουν πάλι με τα πόδια στο χωριό. Αυτό γινόταν καθημερινά, και με το κρύο και με τη βροχή και με τα χιόνια. Πήγαινα μετά τον χειμώνα, δεν ήτανε τσιγγάνοι εκεί, και πήγαινα εγώ με τρύπια παπούτσια και χωρίς παλτό, ούτε γάντια ούτε σκούφο, τίποτα δεν υπήρχαν τότε. Φτωχά χρόνια. Με ένα μπουφάν μάλλινο, και εκείνο μου το έδωσαν η θεία μου, που καθόμασταν ανταρτόπληκτοι εκεί. Αυτοί ήταν πιο ευκατάστατοι και μου έδωσε από την κόρη της ρούχα και φορούσα. Και όταν είχε κακοκαιρία πολλή, έμενα εκεί τα βράδια, αλλά δεν είχε τηλέφωνο να ειδοποιήσω και τη μάνα μου ότι έμενα εκεί και αυτή φοβόταν. Ήταν πολύ δύσκολα χρόνια τα παιδικά μου χρόνια, δύσκολα και φτωχικά. Μετά τι να πούμε τώρα άλλο; Στον συνοικισμό;
Θέλω να μου πεις εάν οι γονείς σου σου είχαν περιγράψει το ταξίδι. Μου είπες ότι ήρθαν η μαμά σου με το τρένο, οι γονείς της με τα κάρα. Ο μπαμπάς σου;
Και αυτοί με τα ζώα ήρθαν, δεν τον γνώριζε. Ύστερα ό,τι με έλεγε η μάνα μου, όταν παντρεύτηκαν και μετά.
Τι άλλα σου έλεγε για αυτό το ταξίδι; Σου 'χε πει πώς έφυγαν από το χωριό τους εκεί;
Τους έδιωξαν οι Τούρκοι, τους κυνηγούσαν, τους σκότωναν. Και έπρεπε να φύγουν. Κι άλλη φορά έκαναν προσφυγιά. Πήγαιναν στη Βουλγαρία και ερχόνταν πάλι, αλλά τώρα τελευταία, το 1922, τότε ήρθαν όλοι εκεί οι Μικρασιάτες και οι Πόντιοι ήρθαν στην Ελλάδα. Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι ήρθαν. Και Θρακιώτες. Θρακιώτες, Πόντιοι και Μικρασιάτες. Ήρθαν όλοι, τους έδιωξαν οι Τούρκοι, τους κυνηγούσαν, άφησε αυτή η Σμύρνη που κάηκε και όλα αυτά. Οι Μικρασιάτες πέρασαν περισσότερα, γιατί τους περισσότερους μες στη θάλασσα έπεσαν, είχε φωτιά από πίσω, έκαιγαν τη Σμύρνη και έπεφταν στη θάλασσα για να σωθούν. Δεν ήρθαν καράβια, δεν είχε πολλά καράβια να φύγουν όλοι. Οι δικοί μας ήρθανε με τον δρόμο, ας πούμε, με τρένα και με κάρα. Από άλλο μέρος ήταν αυτοί, από άλλο μέρος οι Μικρασιάτες. Ήταν πιο δύσκολο αυτοί για να φύγουν. Αναγκαστικά ήρθαν όλοι εδώ. Και όσοι πρόλαβαν και όσοι έζησαν, και στον δρόμο πέθαναν μερικοί, αρρώσταιναν. Ερχόνταν έναν μήνα από εκεί για να 'ρθουν εδώ. Κατάλαβες; Ήταν μεγάλη η διαδρομή και κρύο και χειμώνας. Ξεκίνησε –Σεπτέμβρης ήτανε;– και ώσπου να έρθουν εδώ σε έναν μήνα, έπιασε και το κρύο και πολλοί πέθαναν και στον δρόμο. Δύσκολα χρόνια. Μετά εδώ, τι να σου πω, πώς παντρεύτηκαν οι γονείς μου; Τα είπαμε αυτά.
Πριν παντρευτούν οι γονείς σου, θέλω να μου πεις, σου είχε πει η μαμά σου ή ο μπαμπάς σου πώς ήταν η ζωή τους όταν ήρθαν στον συνοικισμό εδώ;
Δύσκολη. Ήταν εδώ κάθονταν, μέσα στο χωριό. Ο μπαμπάς μου δεν μπόρεσε, εγώ δεν τον γνώρισα, τον θυμάμαι σαν όνειρο, πέθανε. Αλλά η μάνα μου μας έλεγε ότι ήρθαν και δεν τους ήθελαν εδώ οι ντόπιοι και γι' αυτό πήγαν εκεί πέρα στον συνοικισμό. Στα πρώτα χρόνια, ένα διάστημα κάθισαν εδώ σε σπίτια, τους φιλοξένησαν. Μετά τους χώρισαν όλους και τους πήγαν στον συνοικισμό, γιατί δεν ήθελαν εδώ να τους έχουν. Οικόπεδα τους έδωσε το κράτος για να χτίσουν, στο σχολείο εκείνα τα σπίτια που είναι, εκείνα είναι. Αυτοί που ήταν ιδιοκτήτες δεν τους ήθελαν και τους έφεραν μετά πέρα εκεί απέναντι, ήταν ένας λόφος με πεύκα, εκεί ήταν κοινόχρηστο αυτό το μέρος και εκεί όλοι έχτισαν, τους έχτισε το κράτος σπίτια. Πώς λέγονται, εποικισμός; Έτσι το έλεγαν, έτσι μας έλεγε η μάνα μας. Εποικισμός λεγόταν. Το κράτος τους έχτισε σπίτια πρόχειρα και έμεναν όλες οι οικογένειες, δεκατέσσερις οικογένειες, ήταν Μικρασιάτες και εμείς οι Θρακιώτες ήταν όλοι συγγενείς. Ο παππούς μου ο ιερέας και τα παιδιά του τα δύο, τα δύο ήταν εδώ, γιατί πήραν γυναίκες από εδώ και μέσα στο χωριό καθόνταν αυτοί. Οι άλλοι δυο ήτανε κει στον συνοικισμό. Ένας ήταν παντρεμένος, ύστερα ο πατέρας μου παντρεύτηκε και καθόμασταν σε ένα σπίτι σχεδόν, ένας από τη μια μεριά και οι άλλοι απ' την άλλη μεριά. Δύο δωμάτια μόνο και τα αχούρια για τα ζώα που είχαμε και αυλή για τα καπνά μας.
Πώς ήτανε το σπίτι; Το θυμάσαι μέσα;
Το θυμάμαι. Δύο δωμάτια είχαμε και ένα χολ στενό, τίποτα άλλο, ούτε τουαλέτες δεν υπήρχαν. Ύστερα κάναμε [00:10:00]κάτι λαμαρίνες έξω και εκεί βάζαμε τα πράγματά μας ας πούμε τον χειμώνα, τα μαζεύαμε εκεί πέρα, αυτά που φτιάχναμε καπνά, τα σιρίκια, που τα λέμε εμείς, και τις μουσαμάδες που σκεπάζαμε τα καπνά, τα εβάζαμε εκεί με λαμαρίνες, ένα πρόχειρο έκανε η μάνα μου, και τα κρύβαμε εκεί για να φυλάγονται από τη βροχή και από τα χιόνια. Νερό, είχε μια βρύση και από κει παίρναμε. Ήτανε απέναντι από το σπίτι μας. Είχαμε μεγάλο μέρος, είχαμε αμυγδαλιές, δέντρα οπωροφόρα. Τέτοια είχαμε. Μόνο εμείς είχαμε αμυγδαλιές. Είχαμε και βερικοκιές, κανένα ζαρζαβάτι έβαζε η μάνα μου, κουβαλούσαμε νερό από κει από τη βρύση, ήταν κοντά η βρύση μας. Φτωχικά χρόνια. Είχαμε όμως πολύ καλές σχέσεις με όλους αυτούς που ήταν εκεί. Μαζευόμασταν τα βράδια πότε στο ένα σπίτι, πότε στο άλλο. Εγώ ήμαν μικρή και τα θυμάμαι, όταν μεγάλωσαν οι αδερφές μου και πέρασε και ο ανταρτοπόλεμος και μετά, διασκέδαζαν τα βράδια και ένα γραμμόφωνο τα ξαδέρφια μου είχαν, δυο ξαδέρφια, και έβαζαν, είχαν δίσκους και διασκέδαζαν, έρχονταν και μουσαφιραίοι από τα άλλα χωριά, συγγενείς μας, τα καλοκαίρια εκεί, γιατί όλοι είχαν σόγια και ήταν σε διάφορα μέρη, άλλοι στις Σέρρες, άλλοι αλλού, και ερχόταν τα καλοκαίρια ο κόσμος εκεί, κορίτσια που ήτανε και διασκέδαζαν με το γραμμόφωνο, χόρευαν. Εγώ ήμαν μικρή και τα θυμάμαι αυτά που χόρευαν. Έπαιζα με τα γειτονόπουλα, παίζαμε παιχνίδια, διάφορα παιχνίδια τότε που ήταν. Επαίζαμε τέτοια, «κεραμιδάκια» λέγαμε. Επαίζαμε μπάλα, επαίζαμε –πώς το λέγαμε, μωρέ;– που κρυβόμασταν ένα, κρυφτό παίζαμε! Περνούσαμε καλά με τα γειτονόπουλα, όλα ήμασταν αγαπημένα. Όλα προσφυγόπουλα ήμασταν και ήμασταν αγαπημένα. Πολλά παιδάκια είχαμε στη γειτονιά μου.
Πόσα παιδιά; Θυμάσαι;
Στάσου, εγώ... Εκεί είχαμε 3, 4, 5, 6. Τα άλλα ήταν καμιά τέσσερα πέντε και από κει άλλα, καμιά είκοσι παιδιά θα ήμασταν. Είκοσι παιδιά, Μικρασιώτες και Θρακιώτες. Και Αρβανιτάδες, που λέγαμε, δυο οικογένειες είχε. Και είχανε πολλά παιδιά, από πέντε έξι παιδιά ο καθένας. Εγώ, οι αδερφές μου ήταν μεγάλες, εγώ έπαιζα τώρα, κείνες μεγάλωσαν, είχαν άλλες παρέες, με την ηλικία μου που παίζαμε. Περάσαμε καλά χρόνια.
Τι ήταν τα «κεραμιδάκια» που μου είπες;
Μικρά κεραμιδάκια τα βάζαμε και ρίχναμε την μπάλα και όποιος τα έριχνε. Μετά πιανόμασταν απ' το χέρι και ένας έτρεχε και μας έκοβε στη μέση. Παίζαμε κρυφτό και ένα άλλο, «αλάι» το έλεγαν, και εκείνο ήταν δύσκολο παιχνίδι, κρύβονταν και έπρεπε… άμα σε έβρισκαν! Πολλά, διάφορα παιχνίδια, σκοινάκι επαίζαμε. Πηδούσαμε στο σκοινάκι, είχαμε σκοινάκι και πηδούσαμε, αυτά ήταν τα παιχνίδια τότε.
Άμα σε έβρισκαν τι γινότανε στο παιχνίδι;
Έπαιζε άλλος μετά, γινόταν αρχηγός εκείνος που σε έβρισκε. Και πολλά, δεν θυμάμαι τώρα, τα έχω ξεχάσει, αλλά τέλος πάντων, αυτά που θυμάμαι. Τι άλλο να σου πω τώρα;
Θέλω να μου πεις στο σπίτι μέσα κοιμόσασταν όλες μαζί;
Όλοι μαζί, κάτω στρώμα, και το στρώμα ήταν από σανό, δεν είχε βαμβάκι. Σανό από το στάρι ή από τα καλαμπόκια τα φύλλα, τα έπλενε η μάνα μου, το γέμιζαν από κείνο και κοιμόμασταν. Δεν είχε ούτε σεντόνια ούτε πιτζάμες, τίποτα. Όλοι μαζί στο στρώμα. Δεν είχε, ένα κρεβάτι είχαμε σε ένα άλλο δωμάτιο για τους μουσαφιραίους που έρχονταν. Εμείς είχαμε και έναν καναπέ εκεί που καθόμασταν και τίποτα άλλο, και κάτω στο στρώμα κοιμόμασταν όλοι. Όλο το χωριό έτσι ήταν. Όλος ο κόσμος έτσι ήταν τότε, δεν είχε κρεβάτια ο καθένας να κοιμάται και να κάνει, όλοι στο στρώμα κάτω. Ήταν και πολλά παιδιά. Έτσι ήταν η ζωή. Τρώγαμε ψωμί και λάδι. Η μάνα μου είχε πάντα γουρούνια. Ήταν χήρα, αλλά όλος ο κόσμος είχε γουρούνια και τα έσφαζε ο θείος μου παραμονή Χριστούγεννα και η μάνα μου τα χώριζε, αυτός ήξερε πώς να το τεμαχίσει το γουρούνι και η μάνα μετά έφτιαχνε καβουρμά, έφτιαχνε μπριζόλες. Τις είχαμε και τις ζεματούσε και τις κρεμούσε σε ένα σαρίκι εκεί στο χολ που είχαμε, έλιωνε το λίπος και έφτιαχνε λίγδες και έβαζε μέσα σε τσουκάλια και τρώγαμε εκείνο πάνω στο ψωμί μας. Έψηνε το ψωμί στη σόμπα με τα ξύλα που είχαμε πάνω στη μασιά και εβάζαμε τη λίγδα, έλιωνε όπως ήταν ζεστό. Έτσι αυτά τρώγαμε, δεν είχε ούτε γελάδα να φάμε. Έφτιαχνε καβουρμά, τα ψαχνά και τ' αυτά το έβαζε στο τσουκάλι και το ανοίγαμε εκείνο και το τρώγαμε, το ζεσταίναμε. Πότε έβαζε, είχαμε κότες, τέτοια πράγματα. Αγελάδα δεν είχαμε τίποτε, είχαμε βόδια, που όργωνε τα χωράφια ο θείος μου, ο Παντελής, μαζί και τα δικά μας, και τα δικά του και τα δικά μας. Αυτός μας ψώνιζε, αφού πέθανε ο πατέρας μου. Ψώνιζε, μας έφερνε και παπούτσια, έφερνε στα παιδιά του και μας έφερνε παπούτσια, τον έδινε η μάνα μου τα χρήματα. Αλλά αυτός μας έφερνε και ρούχα και παπούτσια. Και ρούχα τι; Τα απαραίτητα.
Δηλαδή;
Εσώρουχα. Μετά έρχονταν και στον Γάζωρο, πήγαινε η μάνα μου, είχε υφασματοπωλεία και έπαιρναν ύφασμα και το έραβε στη μηχανή. Η μάνα μας έραβε εσώρουχα, βρακιά και πουκάμισα. Ύστερα, μετά το '50, '55, άρχισε να πουλάει η αγορά ρούχα. Μετά τον ανταρτοπόλεμο πουλούσαν εσώρουχα, κομπινεζόν, κιλότες. Μπροστά δεν είχε. Τα έραβαν όλα, έπαιρναν ύφασμα και τα έραβαν. Η μάνα μου είχε μηχανή και μας έραβε και φουστάνια, απ' όλα.
Πώς την είχε πάρει τη μηχανή;
∆εν ξέρω πώς την είχε πάρει. Εγώ δεν θυμάμαι πότε την πήρε. Πήραμε μηχανή γιατί έραβαν. Όλοι έπρεπε να έχουν μηχανή και να ράβουν. Μερικοί δεν είχαν μηχανή, τα έδωναν σε αυτές που είχαν μηχανή και τους έραβαν τα ρούχα.
Η μαμά σου είχε φέρει μαζί της κάτι από το χωριό της, από το σπίτι της;
Έφερε το κοκαλάκι. κάτι σκουλαρίκια. Είχε χτένα δική της, που την έβαζε στον κότσο. Δεν θυμάμαι τώρα αν έφερε κανένα αντικείμενο άλλο. Εγώ θυμάμαι που είχε μύλο που έφτιαχναν καφέ, δεν ξέρω όμως, παντρεμένοι το πήραν, δεν ξέρω. Κάτι υφαντά δικά της έφερε που τα ύφαινε, σεντόνια, και τα είχε κεντήσει αυτή και ένα καρέ, το οποίο το έχω και άμα θέλεις να σ' το δώσω για δώρο, γράφει «Πολυχρονία». Το όνομά της γράφει. Έπλεξε δαντέλα και το κέντησε αυτή και το ύφαινε αυτή. Είχε σεντόνι ωραίο, υφαντό, που το είχε κεντημένο. Αλλά εκείνο δεν... αυτό μου το έδωσε για ενθύμιο.
Τι χρώμα ήταν; Το υφαντό;
Σε άσπρο χρώμα, το έχω εδώ πέρα ενθύμιο.
Είχε κάποιο σχέδιο;
Έχει βέβαια, τα ζωγράφιζε η ξαδέρφη της και τα κεντούσαν αυτοί με μουλινέ, με κλωστές. Η μάνα μου ήταν χρυσοχέρα. Πολύ ωραία πράγματα, θα σ' το δείξω και θα το πάρεις. Άμα θες να το έχεις ενθύμιο.
Τι σχέδια έχει, θυμάσαι;
Θα το δεις, καλέ.
Πες μου, αν θυμάσαι.
Τριαντάφυλλα. Τριαντάφυλλα και δαντέλα, και είναι κεντημένα με μπλε χρώμα, με μπλε μουλινέ, με μπλε κλωστή και δαντέλα άσπρη, την οποία την έπλεξε στις άκρες, από δω και από κει στις άκρες, είναι μακρόστενο και μέσα έχει κέντημα πολύ ωραίο, με γαλάζιο χρώμα.
Το κοκαλάκι πώς είναι; Για περιέγραψέ το μου.
Να, αυτό εδώ είναι.
Ναι, για περιέγραψέ το μου, γιατί εμείς δεν το βλέπουμε τώρα. Τι χρώμα έχει; Τι σχέδιο;
Χρώμα καφέ. Και τι συμβολίζει αυτό τώρα, δεν ξέρω. Έχει πέτρες άσπρες επάνω, κοχύλι είναι; Τι είναι; Τριαντάφυλλο, ένα λουλούδι, φυλλαράκια. Δεν ξέρω.
Το φορούσ[00:20:00]ε;
Αυτό το 'δωσε σε μένα. Είχε και ένα άλλο. Το φορούσε! Και ένα άσπρο είχε και το έδωσε στην Τριανταφυλλιά, στην ανιψιά μου. Είχε και χτενάκι μεγάλο, μακρόστενο, που το φορούσε στον κότσο. Εκείνο δεν ξέρω, έσπασε, τι έγινε. Και αυτό μου το έδωσε εμένα για να το έχω ενθύμιο. Το φορούσα εγώ, το έβαζα εδώ μεριά στα μαλλιά μου, όταν ήμανα κοπέλα. Και το έχω ενθύμιο της γιαγιάς. Είχε μεγάλη χτένα αυτή, πάλι με... – έπεσαν και μερικές πέτρες, εδώ γεμάτο πέτρες ήτανε, εκεί μέσα μπορεί να μου έπεσαν. Το φορούσε εκείνο το χτενάκι, αλλά έσπασε, ήταν μακρόστενο. Ήταν σαν χτένα και είχε όλο πέτρες εδώ γεμάτο.
Και τα σκουλαρίκια που μου είπες; Τα θυμάσαι, που είχε φέρει;
Ναι, με το κουτάκι. Είναι χρυσά. Μου τα έδωσε, αλλά εγώ τα φορούσα, όταν ήμαν και παντρεμένη τα φορούσα. Είναι τριανταφυλλάκι με μια πέτρα άσπρη στη μέση, θα σ' τα δείξω. Και άλλα σκουλαρίκια έφερε, είναι σαν με σχήμα σταυρού, αλλά εκείνα θέλουν, δεν τα πήγα στον χρυσοχόο να τα γυαλίσει, να τα καθαρίσει. Είναι αντίκα! Έλεγα να τα δώσω στο μουσείο, για να τα έχουν ενθύμιο, αλλά τώρα δεν έχουμε εμείς μουσείο, εδώ στο σχολείο μόνο έχουμε. Εκείνα εγώ πήγα τα έβγαλα που ήρθα από την εκκλησία και δεν το είδα, έπεσε κάτω και το πάτησα και έσπασα εκείνο το κούμπωμα. Το πήγα στον χρυσοχόο, αλλά δεν μπορούσαν να το κάνουν, γιατί αυτά ήταν άλλο πράγμα, βιδωτά ή τριανταφυλλάκι. Μπορείτε να τα πάρετε, να τα κάνετε από ένα δαχτυλίδι.
Στεναχωρήθηκες όταν τα πάτησες;
Πάρα πολύ, πάρα πολύ. Πάρα πολύ! Τώρα μπορώ να το φορέσω, περνάει, αλλά μπορεί να το χάσω, γιατί έφυγε το κούμπωμα και δεν τα φόρεσα ξανά. Τα έχω στο κουτάκι, μέσα σε κουτάκι βελούδινο, μπλε κουτάκι και μου τα έδωσε η μάνα μου σε μένα, που είμαι πιο μικρή.
Θέλω να μου πεις τώρα, επειδή ανέφερες ότι είχατε καπνά και σιτάρια και αυτά, όταν ήσουνα μικρή δούλευες στο χωράφι; Δηλαδή από την ηλικία των 5 δούλευες στο χωράφι;
Όχι, όχι. Όταν μεγάλωσα, έβγαλα το δημοτικό σχολείο. 15 χρονών, τότε άρχισα να πηγαίνω στο χωράφι, όχι αμέσως, ήμαν μικρή ακόμα. Πήγα στη μοδίστρα, έμαθα μοδιστρική στον Γάζωρο, στην Πολυχρονία. Πάλι με τα πόδια πηγαίναμε και άλλα κοριτσάκια από το χωριό έρχονταν, πηγαίναμε εκεί στις μοδιστράδες, πηγαίνανε σε άλλες, εγώ πήγαινα και με μια άλλη κοπέλα στην Πολυχρονία, φίλη μου ήταν εδώ, γειτονιά, πηγαίναμε στην Πολυχρονία. Η Πολυχρονία ήταν συγγενής μας, με τη μάνα μου –πώς να σου πω– ήταν συγχωριανή η μητέρα της και αυτή ήτανε η καλύτερη μοδίστρα στον Γάζωρο, είχε κι άλλες. Εκεί πηγαίναμε, γιατί ήμαστε συγγενείς κιόλας και συγχωριανή ήτανε. Είχα και μια θεία, τη Μαριγώ. Αυτή ήταν η δεύτερη μητέρα μου. Όταν πήγαινα στη μοδίστρα και είχε κρύο, με κρατούσε στα χιόνια και έμεινα εκεί πολλές φορές. Εγώ στον Γάζωρο μεγάλωσα σχεδόν, εδώ δεν ήξερα τον κόσμο, εκεί πήγαινα. Έμαθα και ραπτική και έραβα ύστερα στην οικογένειά μου τα ρούχα μας. Στο χωράφι πήγα σε πιο μεγάλη ηλικία, όταν τελείωσα τη μοδιστρική. Έτσι λεγόταν, τη μοδίστρα έλεγαν. Και μετά, 15 χρονών πήγαινα τότε στα χωράφια, καπνά είχαμε, σιτάρια είχαμε, καλαμπόκια είχαμε και ήμασταν όλο γυναίκες, με το γαϊδούρι, φορτώναμε τα καπνά, πηγαίναμε νύχτα στο χωράφι, από τις 3 η ώρα, 4 τη νύχτα. Πολλές φορές και πιο νωρίς. Γιατί φοβόμασταν, γιατί ήμασταν κορίτσια, αλλά είχε πολύ κόσμο τότε. Με τη γειτονιά εκεί μας πηγαίναμε, όταν είχαμε κοντά χωράφια, με τους γείτονες μαζί πηγαίναμε, μας ξυπνούσαν, μας έλεγαν να μας φωνάξουν και να πηγαίνουμε μαζί, γιατί εμείς φοβόμασταν. Οι άλλες αδερφές μου όταν παντρεύτηκαν, εγώ δεν πήγαινα ακόμα στο χωράφι, πιο μικρή ήμουνα. Ύστερα άρχισα να πηγαίνω, με τη Σμαραγδούλα, οι δυο μας πηγαίναμε. Μετά, το 1956, αυτές είχαν παντρευτεί τότε και μετά πήγαινα και εγώ, αλλά όχι, δεν θυμάμαι κιόλα πιο μπροστά αν πήγαινα κιόλας. Δεν θυμάμαι, πήγαινα στο χωράφι, πήγαινα πιο μικρή εγώ. Πήγαινα μάζευα και κεράσια. Είχαμε κερασιές εκεί κάτω στον εθνικό δρόμο. Μάζευα κεράσια. Και τραγουδούσα κιόλας. Γιατί ήμαν μικρή, μόνο εγώ μπορούσα να ανέβω στην κερασιά, ήμουν πολύ ευλύγιστη. Ήταν ψηλή η κερασιά. Δεν μπορούσαν ο κόσμος να τα φτάσουν. Μας τα έκλεβαν. Εκεί ήταν στον δρόμο, κατέβαινε ο κόσμος και είχαμε και μια άλλη κερασιά, εκείνη τη ρήμαζαν, έσπαζαν τα κλαδιά, δεν είχε φρούτα να φάει ο κόσμος τότε. Μετά άρχισαν, από πολλά χρόνια, μετά το '60 άρχισαν, το '70 να σπέρνει ο κόσμος εδώ κερασιές και τέτοια. Δεν είχαν φρούτα καθόλου και ερχόνταν εκεί στον συνοικισμό, εμείς είχαμε όλοι φρούτα οι πρόσφυγες, δαμασκηνιές, κερασιές, αμυγδαλιές, βερικοκιές, και εκεί στο χωράφι μας κάτω είχαμε και αμπέλια είχαμε. Είχαμε και κεράσια, οπωροφόρα δέντρα, βυσσινιές, κερασιές είχαμε, βερίκοκα είχαμε, αχλάδια είχαμε, ροδάκινα είχαμε, γιαρμάδες, και τα παιδιά ήταν τότε όλα νηστικά, δεν είχαν τι να φάνε και πήγαιναν μας τα έκλεβαν, τα κεράσια και όλα, αλλά σε αυτή την κερασιά δεν μπορούσαν να ανέβουν. Είχε πολύ ψηλό κορμό και μόνο εγώ ανέβαινα, σαν το πίθηκα σκαρφάλωνα. Ήμαν αδύνατο κοριτσάκι, ανέβαινα εκεί πάνω και μάζευα κεράσια και έδινα και στους συγγενείς, μοίραζαν στη γειτονιά, στους συγγενείς, γιατί και άλλοι είχαν κεράσια μετά οι γείτονες, έσπειραν και άλλοι εκεί στη γειτονιά μας κεράσια. Εμείς είχαμε εδώ, στους συγγενείς μας δίναμε, στον θείο μας, στα ξαδέρφια μας, στον Παπαδόπουλο. Καλά χρόνια παιδικά, φτωχά χρόνια, αλλά χαρούμενα. Ήμασταν παιδάκια, περάσαμε και τον ανταρτοπόλεμο. Περάσαμε και τους Βούλγαρους. Οι Βούλγαροι… δύσκολα, κατοχή. Δεν είχαν ψωμί ο κόσμος να φάνε, αλλά η μάνα μου ήταν έξυπνη, πολύ δραστήρια και έκρυβε το σιτάρι. Άνοιγαν λάκκους και έβαζαν μέσα καζάνια, καζάνια με τέτοιο, όχι, πώς να σου πω, με λαμαρίνα. Και έβαζε μέσα το σιτάρι για να μη μουχλιάσει, μη βραχεί, το σκέπαζαν από πάνω, έβαζαν και χώμα και έρχονταν οι Βούλγαροι, έκαναν έρευνα και το έπαιρναν το σιτάρι και έδωναν κουπόνια στον κόσμο, κατάλαβες; Με κουπόνια έπαιρναν ψωμί. Εμείς πήγαινε η μάνα μου με τους θείους μου μαζί, πήγαιναν νύχτα, είχε νερόμυλοι εκεί στον Γάζωρο, ανάμεσα Γάζωρο και Νέα Ζίχνη, και πήγαιναν νύχτα από δω μέσα για να μην τους πιάσουν, γιατί οι Βούλγαροι γύριζαν τη νύχτα στο χωριό. Μετά το ηλιοβασίλεμα δεν έπρεπε να βγει κανείς έξω. Άμα έβγαινε έξω, θα τον ξύλιαζαν. Όλοι στα σπίτια. Αυτοί χαράματα σηκώνονταν και πήγαιναν και έφτιαναν αλεύρι και ζυμώναμε ψωμί. Η μάνα μου ήξερε και βουλγάρικα. Επειδή ήταν εκεί, τους πήγαιναν στη Βουλγαρία που ήταν μικρή από τη Θράκη και έμαθε εκεί βουλγαρικά και ήξερε και μιλούσε βουλγάρικα! Και όταν μιλούσε βουλγάρικα, αυτοί χάρηκαν και δεν μας πήραν το σιτάρι. Δεν το πήραν το σιτάρι μας. Έκλαιγε η μάνα μου και έλεγε: «Έχω τέσσερα κορίτσια. Είμαι χήρα, είναι ορφανά τα παιδιά μου! Τι θα τα δώσω να φάνε; Μη μου το παίρνετε το σιτάρι». Τους είπε, στα βουλγαρικά τους μίλησε, και μόλις άκουσαν ότι μιλάει βουλγάρικα, το άφησαν το σιτάρι. Δεν μας το πήραν το σιτάρι. Και είπε ένας που τους συνόδευε, που ήταν αυτός ο διερμηνέας, λέει: «Ήξερες βουλγάρικα και δεν μιλούσες τόσο καιρό;». Γλίτωσε το σιτάρι η μάνα μου. Η μάνα μου ήταν πολύ στοργική μητέρα. Πολύ, μας έδειξε μεγάλη αγάπη, όλη την αγάπη της σε μας. Δεν μας χτύπησε ποτέ, δεν μας μάλωσε, είχε πολλή αγάπη, πολλή στοργή, πολλή φροντίδα, φρόντιζε μη μας λείψει το ψωμί το ελάχιστο. Κι ό,τι μπορούσε καλό έφτιανε. Πάρα πολύ καλή μητέρα, έξυπνη και ωραία γυναίκα. Ήταν ψηλή, ωραία γυναίκα. Όμορφη πολύ! Ωραία μαλλιά είχε, σγουρά. Και κόκκινα μάγουλα, παρόλο που είχε τόσο φτώχεια. Αλλά ήταν η ράτσα της τέτοια, που ήταν όμορφη, από κει ήρθε όμορφη.
Τα μάτια της τι χρώμα ήταν;
[00:30:00]Καστανά.
Και τα μαλλιά;
Τα μαλλιά σαν τα δικά μου. Και σγουρά ήταν τα μαλλιά της. Σκούρα ξανθά. Πολύ ανοιχτό. Προς το μελί, μελί χρώμα, και τα δικά μου τα έχω εγώ, τις μπούκλες μου, μελί χρώμα είχαν. Τα έβαζα ύστερα χαμομήλι και γινόνταν πιο ξανθά, σαν της Βουγιουκλάκη. Όταν ήμαν κοπέλα μεγάλη, είχα ωραία σγουρά μαλλιά. Τώρα τι άλλο να σου πω;
Θέλω να μου πεις τι άλλο θυμάσαι από τη βουλγαρική κατοχή. Τι άλλο θυμάσαι, ήσουνα μικρή τότε, αλλά τι άλλο θυμάσαι έτσι έντονα;
Έντονα θυμάμαι ότι οι άνθρωποι δεν έβγαιναν έξω το βράδυ. Εδώ στο χωριό έρχονταν οι Βούλγαροι πιο πολύ, εμείς ήμασταν στον συνοικισμό και δεν πολυέρχονταν σε μας οι Βούλγαροι. Γιατί ήταν ρέμα, δεν είχε φώτα, έπρεπε με φακούς να 'ρθούνε, δεν έρχονταν πολύ σε εμάς. Την ημέρα μόνο ερχόνταν, το βράδυ όχι. Η γιαγιά ήξερε πολλά για τους Βουλγάρους, η πεθερά μου, που ερχόταν εδώ. Εγώ θυμάμαι που βοσκούσαμε τα βόδια τα δικά μας εκεί κάτω στη στάση, εκεί που είχαμε το χωράφι μας, με τον ξάδερφό μου τον Σάκη, τον Θανάση και την αδερφή του τη Γεωργίτσα, και τα Βουλγαράκια εκεί βοσκούσαν τα δικά τους άλογα, μικρά παιδάκια κι αυτά, και συνεννοήθηκαν όλα μαζί και ήρθαν και μας κυνηγούσαν να μας δείρουν, να μας ξυλιάσουν. Εγώ το κατάλαβα και έτρεξα, κατάλαβα που μιλούσαν, αυτά συνεννογιούνταν, λέω: «Αυτά θα μας ξυλιάσουν, να φύγουμε» και άρχισα να τρέχω, την ξαδέρφη μου την έπιασαν και τη χτύπησαν, εμένα δεν πρόλαβαν γιατί έτρεχα πάρα πολύ εγώ. Αυτό το θυμάμαι. Πήγαμε να πάρουμε νερό, είχε εκεί μια βρύση και ήρθανε εκεί και μας κυνήγησαν και εμείς να πάρουμε νεράκι τα καημένα. Και αυτή την έπιασαν, δεν μπορούσε να τρέξει πολύ και τη χτύπησαν και φύγαμε μετά εμείς. Πήραμε τα ζώα μας και φύγαμε. Ήρθαμε στο χωριό, φοβηθήκαμε, γιατί μπορούσαν και να μας σκοτώσουν κιόλας. Δεν μπορούσες να πεις τίποτα, δύσκολα χρόνια.
Και την ξαδέρφη σου πώς τη σώσατε;
Τη χτύπησαν ένα χαστούκι και μετά την άφησαν. Τίποτε άλλο. Φοβήθηκαν και αυτά. Εμείς ήμασταν τρεις και αυτά ήταν δεν ξέρω πόσα, πέντε ήταν, όλο αγόρια ήταν. Στον Γάζωρο καθόνταν οι Βούλγαροι. Εμείς εδώ δεν είχαμε Βούλγαρους, εκεί κάθονταν οι Βούλγαροι, αλλά έρχονταν και στο χωριό μας. Αυτά, δύσκολα χρόνια, φτωχικά και με φόβο. Οι αντάρτες έπαιρναν τα μεγάλα κορίτσια, έψαχναν στο σπίτι μέσα να βρουν ποιες ήταν κοπέλες και παλικάρια για να τα πάρουν στο βουνό. Και κρύβονταν, τους έκρυβε η μάνα μου στον Γάζωρο που ήμασταν μέσα στο υπόγειο. Είχαν υπόγειο αυτοί, η θεία μου εκεί πέρα, μέσα στον αχυρώνα είχαν μια αποθήκη, είχαν υπόγειο, και εκεί μέσα στο υπόγειο είχαμε και το γαϊδούρι μας εκεί, είχαμε και τα βόδια μας και πήγαν μια μέρα αυτοί, πήραν το γαϊδούρι μας από εκεί, έπαιρναν και τα γαϊδούρια για να φορτώσουν ό,τι έπαιρναν από δω, τρόφιμα από τον κόσμο. Εκεί ακριβώς ήταν και η μάνα μου στεναχωρήθηκε πολύ, φοβήθηκε, νόμιζε ότι έγινε καμιά προδοσιά και ήρθαν να της πάρουν τα κορίτσια της, τις δυο αδερφές μου τις μεγάλες. Και άρον άρον το έλυσε το γαϊδούρι και τους το 'δωσε και λέει: «Αμάν βρε, παιδάκι μου, αυτό έχω το γαϊδούρι. Σας παρακαλώ να το στείλετε πάλι!». «Μη στεναχωριέσαι, Κουσκουντίνα –συναγωνίστρια έλεγαν αυτοί– μη στεναχωριέσαι καθόλου». «Είμαι χήρα γυναίκα –λέει– έχω μικρά παιδιά, να μου το στείλετε το γαϊδούρι, γιατί με τι θα κάνω τη δουλειά μου, πώς θα σπείρω τα καπνά μου;». «Θα σ' το στείλουμε». Και όπως το έστειλαν στη Νέα Ζίχνη, έγραψαν από πάνω στο σαμάρι, στο ξύλο «Γάζωρο» και το βρήκε ένας ο οποίος ήταν από τον Γάζωρο, ο αδερφός του ήταν, Παπαδόπουλος λεγόταν, και αυτός ήταν στη Ζίχνη, ο αδερφός του ήταν στον Γάζωρο και το έστειλε εδώ στον αδερφό του και ύστερα είπαν: «Τίνος είναι το γαϊδούρι;» και η μάνα μου τους γνώριζε, γιατί ήταν και αυτοί πρόσφυγες, ήταν απ' την ίδια πατρίδα. Και είπε ότι «δικό μου είναι το γαϊδούρι». Το πήρε και έτσι σώθηκε το γαϊδουράκι, το πήραμε, έτυχε να πάει σε γνωστόν άνθρωπο. Η μάνα μου με τη θεία, με αυτή που πήγαινα στη μοδίστρα εγώ και αυτή ήταν χήρα, θεία Αναστασία, πήγαν στην Παναγία και έκαναν προσευχές να φέρουν το γαϊδούρι οι αντάρτες, να το στείλουν. Τότε πίστευε ο κόσμος πιο πολύ, και όταν ήρθαν στο σπίτι, το γαϊδούρι το βρήκαν, ήρθε στον Γάζωρο και λέει: «Αχ Παναγία μου, έκανες το θαύμα σου!» και είπαν: «Ένας Παπαδόπουλους το έχει» και πήγαν το πήραν απ' τον Παπαδόπουλο. Δύσκολα χρόνια. Η μάνα μου πολλά υπόφερε, πάρα πολλά, και εκεί που ήταν πρόσφυγες πήγαιναν κάθε τόσο στη Βουλγαρία, τους έδιωχναν οι Τούρκοι και μετά τελικά ήρθαν εδώ. Πώς έζησε; Και έλεγε: «Πολλά βάσανα πέρασα, πολλά βάσανα!» και άντεξε η καημένη. Πέθανε 86 χρονών. Μας πάντρεψε, μας μεγάλωσε με αξιοπρέπεια, και προίκα μας έκανε και μας πάντρεψε. Να αγιάσει η ψυχούλα της. Τον πατέρα μου ψάχνω, δεν τον θυμάμαι, δεν θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο που μου έλεγε η μάνα μου, εγώ τραγουδούσα πολύ στο τραπέζι, καθόμασταν και έλεγα: «Έχεις ελιά στο πόδι σου, έρχομαι καταπόδις σου». Έλεγα αυτό το τραγούδι, μου το 'μαθε η μάνα μου, μας έμαθε πολλά πράγματα, και λέει: «Τώρα μην τραγουδάς, γιατί πέθανε ο μπαμπάς σου». Και από τότε ύστερα ξανά δεν τραγουδούσα. Τι να πω;
Θυμάσαι τη μέρα που μάθατε ότι ο μπαμπάς σου πέθανε;
Δεν θυμάμαι, δεν θυμάμαι, ο θείος ο Παντελής, εκείνος μας είπε. Εκείνος πήγε για να τον δει στο νοσοκομείο των Σερρών, και η μάνα μου –με τα γαϊδούρια πήγε– και η μάνα μου τον έδωσε μαντίλι για να τον πάει και μαντίλι και τι άλλο δεν ξέρω, εσώρουχα τι τον έδωσε, ενώ ήταν πεθαμένος εκείνος έξι ημερών και καλά που πήγε ο θείος και τον πήρε. Τον έφερε με το κάρο νύχτα. Δεν ήξερε η μάνα μου ότι είχε πεθάνει. Και ο παππούς μου ο ιερέας και εκείνος το ήξερε και δεν μας το έλεγε, δεν θυμάμαι τι έλεγε η μάνα μου. Τον είδε όνειρο η μάνα μου. Κάπως τον είδε και υποψιάστηκε. Και όταν είδε η μάνα μου με το κάρο τώρα με το φέρετρο που τον έφεραν, άρχισαν να τσιρίζει, να φωνάζουν, οι αδερφές μου και η μάνα μου περίμεναν, δεν ήξεραν ότι πέθανε. Δύσκολα χρόνια. Εγώ μόνο αυτό θυμάμαι, τις κραυγές που έβγαζαν, το κλάμα που έκαναν.
Εσύ τρόμαξες;
Τρόμαξα κι εγώ, τρόμαξα, όλοι έκλαιγαν. Ούτε θυμάμαι κηδεία, τίποτα δεν θυμάμαι. Δεν είχε τίποτα τότε, ούτε μνημόσυνα ούτε τίποτα δεν μπορούσαν να κάνουν, κατοχή είχαμε. Πήγαιναν τους έθαβαν εκεί όπως όπως. Ναι, τους κουβαλούσαν και με ξύλα, απάνω στο ξύλο έβαζαν το φέρετρο – είχε, δεν είχε; Τίποτα δεν θυμάμαι, τίποτα. Δεν θυμάμαι πού τον είχαν στο σπίτι μέσα. Την άλλη μέρα τον κήδεψαν εδώ στο χωριό. Τι να πω; Δεν είναι ούτε για να θυμάσαι. Εγώ ήμαν μικρή, δεν θυμάμαι τίποτα, μόνο θυμάμαι τσίριζε η μάνα μου, οι αδερφές μου, και εμείς κλαίγαμε πιο μικρές που ήμασταν, που τον έφεραν. Η μάνα μου λέει: «Εγώ περίμενα να 'ρθει ζωντανός». Ήταν μαζί με έναν άλλο γείτονα. Εκεί Μικρασιάτες, αυτός που έχουμε πολύ καλές σχέσεις, στον ίδιο θάλαμο τους είχαν και τον έδωσαν φάρμακο, τι τον έδωσαν, ενώ ήταν καλά και μιλούσε και πέθανε. Αυτός μας τα έλεγε. Οι Βούλγαροι τους έδωναν φάρμακο όσοι ήταν βαριά άρρωστοι, να πεθάνουν, δεν τους ένοιαζε. Είχε τύφο ο πατέρας μου, έπαθε βαριά αρρώστια. «Ενώ μιλούσαμε, το βράδυ πέθανε». Τον έδωσαν κάτι εκεί, πέθανε, ήταν πιο βαριά άρρωστος. Άσ' τα να πάνε. Άσ' τα. Δύσκολα πολύ. Κρίμα. Και έτσι τι να πω, τι να πω άλλο; Τι άλλο θέλεις να πεις τώρα;
Στην Κατοχή πηγαίνατε σχολείο;
Όχι, όχι, δεν πηγαίναμε. Μετά. Μετά την Κατοχή εγώ άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο. Το '47. Πήγα μια χρονιά εδώ στο χωριό και μετά πήγαμε στον Εμφύλιο πόλεμο, πήγαινα τότε πήγαινα σχολείο. Πήγαινα στον Γάζωρο, εκεί πήγαινα σχολείο, και από τότε έναν χρόνο καθίσαμε εκεί. Μετά σταμάτησε ο Εμφύλιος πόλεμος και μας έφεραν πάλι στο χωριό. [00:40:00]Αλλά εγώ πήγαινα, συνέχισα να πηγαίνω εκεί. Τρία χρονιά, τέσσερα πήγα στον Γάζωρο στο χωριό, από εκεί πήρα το απολυτήριο. Με τα χιόνια. Και μετά πήγαινα και στη μοδίστρα. Συνέχισα πάλι με τα πόδια πήγαινα μέχρι τα 15 μου χρόνια στον Γάζωρο. Εκεί είχα φιλενάδες, εκεί πήγαινα έπαιζα την Κυριακή, πήγαινα εκεί με τα κορίτσια έπαιζα της γειτονιάς, εκεί που καθόμασταν τα κοριτσάκια όλα, ήμασταν φίλες από τότε. Και με τα άλλα τα κορίτσια, γιατί πήγαινα και στο σχολείο που πήγαινα, όλα τα παιδιά και τα αγόρια είναι συμμαθηταί μου, είναι φίλοι μου.
Είχε σκοτωθεί κάποιος στο χωριό τότε με τους Βουλγάρους; Θυμάσαι να έχεις ακούσει τίποτα; Είχε γίνει κάνα περιστατικό τέτοιο, που να το θυμάσαι;
Δεν θυμάμαι ποιος σκοτώθηκε, αν σκότωσαν κανέναν. Θυμάμαι μόνο ότι τα ξαδέρφια μου, τον ξάδερφο, τους πήρανε «ντουρνταβάκια» έλεγαν, τους έπαιρναν στη Βουλγαρία και έφτιαναν, ο Θόδωρας τα θυμάται αυτά, έφτιαναν σκληρές δουλειές εκεί. Μετά τους έστελναν πάλι εδώ. Ο Θόδωρας τα ξέρει αυτά, πιο μπροστά και η μάνα μου, η γιαγιά έλεγε: «Όλους τους άντρες τους μάζεψαν, όταν ήρθαν οι Βούλγαροι το '17 εδώ, μάζεψαν όλους τους άνδρες του χωριού και τους είχαν εκεί, τους έβαζαν σε σκληρές δουλειές και όλοι πέθαναν εκεί, και όλες οι γυναίκες έμειναν χήρες, και παιδιά ελεύθερα πήραν». Μετά, όταν ήρθαν, πάλι ξαναπήραν. Πολλά μας έκαναν οι Βούλγαροι, πάρα πολλά. Πάρα πολλά υπόφεραν οι Μακεδόνες τότε εδώ. Εμείς δεν είχαμε κανέναν αδερφό για να πάρουν. Ποιοι πέθαναν τώρα δεν θυμάμαι, αν σκότωσαν κανέναν. Αυτά τα ξέρει ο Θόδωρας καλύτερα. Εγώ ήμαν μικρή, δεν θυμάμαι.
Και μετά με τους αντάρτες, εσείς πώς φύγατε από εδώ, απ' τον συνοικισμό και πήγατε στον Γάζωρο που είπες;
Με το κάρο, φορτώσαμε τα υπάρχοντά μας, τα ρούχα μας. Και η μάνα μου ερχόταν κάθε μέρα με το γαϊδούρι, έπαιρνε άχυρο από δω, για να δώσουμε στα ζώα. Κάθε μέρα η καημένη ερχόταν μέσα στο κρύο και φόρτωνε. Ο παππούς μου ο παπάς δεν ήρθε, κάθισε μόνος του στο σπίτι εκεί και η μάνα μου ψώνιζε από τον Γάζωρο και τον έφερνε εδώ τρόφιμα και ψωμί. Καθόταν στο σπίτι, δεν έφυγε με τον ανταρτοπόλεμο. «Είμαι παπάς, ας με σκοτώσουν αν θέλουν».
Δηλαδή ήρθανε στο σπίτι οι αντάρτες και σας έδιωξαν;
Όχι, μας κατέβασε –πώς να σε πω– ο πρόεδρος, το κράτος, στον Γάζωρο μας έφεραν εκεί γιατί δεν μπορούσαν να φυλάγουν όλα τα χωριά. Εκεί έφερναν στρατό και γινόταν πόλεμος όταν κατέβαιναν οι αντάρτες. Σκοτώνονταν και πολλοί άλλοι κρύβονταν, δεν ήθελαν να τους πάρουν οι αντάρτες στο βουνό. Εδώ πήραν πολλά κορίτσια. Εδώ την ξαδέρφη μου την πήραν οι αντάρτες, όταν ήταν εδώ, μια εδώ γειτόνισσες δύο τις πήραν και αυτές στο βουνό, αλλά ύστερα αυτές κρύφτηκαν και παραδόθηκαν μετά από κάποιο διάστημα. Γι' αυτό μας πήραν μετά και μας πήγαν στον Γάζωρο, όλο το χωριό σε ένα μέρος εκεί και οι αντάρτες κατέβαιναν εκεί. Και όποιον έβρισκαν τον έπαιρναν, αγόρι, κορίτσι. Μετά έφυγαν οι περισσότεροι, στις Σέρρες πήγαν, έστειλαν τα παιδιά τους εκεί και έμειναν οι γονείς μόνο, για να μην τους πάρουν οι αντάρτες, πληρώνανε εκεί. Και η μάνα μου δεν είχε και φράγκα. Στερήθηκε πάρα πολύ. Έναν χρόνο λάδι δεν έφαγε καθόλου. Μόνο ψωμί έτρωγε, για να περισσεύουν χρήματα και να δίνει στο νοίκι που έστειλε τα δυο κορίτσια και την άλλη την αδερφή μου. Με εμένα ήταν η μάνα μου. Ήμασταν εκεί στο σπίτι, αυτές ήταν μεγάλες και κατέβαιναν αντάρτες και θα τις έπαιρναν.
Είχαν έρθει ποτέ στο σπίτι να σας ζητήσουν εσάς φαγητό;
Πώς... Τους δώναμε ό,τι είχαμε, ψωμί. Ψωμί έπαιρναν και ό,τι άλλο έβρισκαν, και στον Γάζωρο όπου ήμασταν οι νοικοκυραίοι αυτοί είχαν μύλο, η θεία μου η Μαριγώ, είχαν μύλο, αλευρόμυλο, και η μάνα μου πήγαινε, τον άνοιγε τον μύλο και τους έδωνε, έπαιρναν αλεύρι. Της έδωσαν αυτοί δηλαδή εξουσία, γιατί είμαστε συγγενείς. Αυτοί είχαν φύγει στις Σέρρες, γιατί ήταν πλούσιοι και τους κυνηγούσαν να τους πάρουν. Και έφυγαν στις Σέρρες και άφησαν τα κλειδιά στη μάνα μου και λέει, έλεγαν: «Πολυχρονία, δώσ' τους ό,τι ζητήσουν, και αλεύρι και ό,τι άλλο θέλουν, και ψωμί». Και η μάνα μου ήταν τολμηρή. Είχαμε έναν σκύλο, να μην έβλεπε τους αντάρτες, ψηλά πηδούσε να τους δαγκώσει. Και το χτυπούσαν αυτοί, η μάνα μου πώς τα έλεγε, εγώ λίγο τα θυμάμαι, αλλά έπαιρνε το κλειδί και πήγαινε, άνοιγε τον μύλο και έπαιρναν αυτοί αλεύρι και έφευγαν. Άμα δεν τους έδινες ρούχα ή ψωμί, μπορούσαν να σε βάλουν και φωτιά. Όποιοι έφερναν αντίρρηση και έλεγαν: «Θα σας βάλουμε φωτιά και θα σας κάψουμε». Μερικοί έκαναν τον ζόρικο, δεν έδωναν ψωμί και τέτοια. Εμείς τους έδωνε η μάνα μου και ψωμί και δεν έφερνε αντίρρηση σε τίποτα. Άμα τους έδινες ψωμί ή ρούχα, ό,τι ζητούσαν, κάθονταν, έπλεκαν κάλτσες και τέτοια, και φανέλες, με τη θεία μου μαζί και τους έδωναν και φανέλες και κάλτσες και ρούχα και ήταν ευχαριστημένοι. Δεν μας έκαναν κακό, γιατί ό,τι ζητούσαν τους δίναμε. Ό,τι είχαμε. Ψωμί πιο πολύ έπαιρναν αυτοί, αλλά αυτοί είχαν και αλεύρι, έπαιρναν και αλεύρι. Και πέρασαν, δεν είχαμε κακό από αυτούς, δεν μας έκαναν κακό, τίποτα. Μόνο το γαϊδούρι μας το πήρανε και κείνο το 'στειλαν. Όπως είπαν, έτσι έκαναν. Πέρασε ο ανταρτοπόλεμος, ήρθαν ξανά ο κόσμος στο χωριό μετά από έναν χρόνο. Ξανά εδώ. Μεγαλώσαμε. Ύστερα δουλεύαμε στα χωράφια, καπνά, σιτάρια. Μεγάλωσαν όλοι αυτοί που ήταν μικροί, άρχισαν να παντρεύονται. Άλλοι έφυγαν στη Γερμανία. Άλλοι έφυγαν στις πόλεις.
Ήσουνα καλή μαθήτρια στο σχολείο;
Βέβαια, μ' άρεσε. Γι' αυτό και δεν με άφησαν οι δάσκαλοι να φύγω. Ήμαν καλή μαθήτρια. Ο δάσκαλός μου λεγόταν Παναγιώτης Κούκος. Ήταν από πάνω, από το Διδυμότειχο, τη Θράκη. Και η γυναίκα του λεγόταν Δέσποινα. Είχαν δυο κοριτσάκια πολύ όμορφα, τη Λέλα και την άλλη πώς τη λέγανε, τώρα δεν θυμάμαι, γιατί εγώ ήμαν μικρή. Δύο κοριτσάκια όμορφα. Είχαμε και κατηχητικό, πηγαίναμε στον Γάζωρο. Γυμναστική μας έφτιαχναν τότε. Η κυρία Ελένη Μελοττίδου ήταν η κατηχήτριά μας. Πολύ καλή κοπέλα, ήταν ελεύθερη, ντύνονταν σεμνά όλο με ρούχα. Τότε δεν είχε, μαύρο παλτό και γυαλάκια φορούσε. Μια άλλη είχαμε, κυρία Χρυσούλα, αυτή μας έφτιαχνε μαθήματα. Με τον Κούκο τον δάσκαλο έχω φωτογραφία, να σου τη δείξω. Κάπου την έχω βάλει τώρα, εδώ μέσα την έχω; Θα σου τη δείξω. Γιατί ήμαν καλή μαθήτρια και δεν με άφηνε ο δάσκαλος. Είχαμε την Ελευθερία Κούρια, δασκάλα μου ήταν και αυτή, πολύ καλή δασκάλα. Όταν έρχονταν ο επιθεωρητής, εγώ σήκωνα το δάχτυλο και έλεγα. Μας έκανε ερωτήσεις ο επιθεωρητής και εγώ σήκωνα το δάχτυλο και αυτά που ρωτούσε ο επιθεωρητής, εγώ! Γιατί σε έλεγε: «Τις μαθαίνουν γράμματα ή...» – κατάλαβες; Ήταν αλλιώς τα συστήματα τότε. Οι δάσκαλοι δεν τους δίνουν σημασία... Και λέει: «Πώς λέγεται ο μηρός εδώ, το οστούν αυτό;». Κι εγώ του απάντησα, σήκωσα το δάχτυλο και του απάντησα και με έδωσε συγχαρητήρια. Η δασκάλα μες στη χαρά ήτανε! Σε λέει: «Μ' έβγαλες ασπροπρόσωπη». Κατάλαβες; Γιατί ήμαν καλή μαθήτρια και θυμήθηκα εγώ εκείνη τη στιγμή την ερώτηση. Καλά πέρασα στον Γάζωρο. Πολύ καλά, οι δάσκαλοι με αγαπούσαν όλοι! Γιατί ήμαν καλή μαθήτρια και τα παιδάκια όλα με έπαιρναν στο σπίτι τους, με φίλευαν, με έδωναν χάρτες. Και τα αγόρια και τα κορίτσια. Μαζί διαβάζανε, πηγαίνανε στα σπίτια τους τα μεσημέρια. Όλες οι συμμαθήτριές μου. Άλλες έφυγαν στη Θεσσαλονίκη. Πέρασα πολύ καλά παιδικά χρόνια στον Γάζωρο.
Πώς ήταν το σχολείο μέσα; Το θυμάσαι; Η τάξη;
Εμείς, η τάξη ήταν, πολλά παιδιά είχε τότε. Αλλά ύστερα έφυγαν τα άλλα τα παιδιά στα χωριά που ήταν. Πήγε ο καθένας στο χωριό τους. Μόνο εγώ ήμαν ξένο παιδί τώρα εκεί που πηγαίναμε στο σχολείο. Και ήταν και η κουμπάρα μου, η Ευτυχία, και ένας άλλος συμμαθητής μου, ο Στέργιος Ζαμπίτης, που[00:50:00] ήταν εφοριακός. Μετά αυτοί, την άλλη χρονιά ήρθε δάσκαλος εδώ στο χωριό και ήρθαν στο χωριό. Εγώ δεν έφυγα, έμεινα στον Γάζωρο. Τι έλεγα τώρα;
Για το σχολείο.
Το σχολείο μας ήταν με σανίδια. Είχαμε ξυλόσομπες τότε. Είχαμε... επιστάτης λέγονταν, αυτός άναβε τις σόμπες το πρωί, ερχότανε εκεί, άναβε τις σόμπες. Ήταν και άλλα δυο παιδάκια από τον σταθμό του Γαζώρου, τον σιδηροδρομικό σταθμό, που ήταν μακριά. Αυτοί ήταν δυο οικογένειες, Δραγανίδη λέγονταν, και έρχονταν και αυτά με το ψωμί τους εκεί, γιατί δεν σύμφερε να πάνε τόσο μακριά το μεσημέρι να φάνε στο σπίτι. Κι εγώ έπαιρνα, ψωμί και ελιές έφερνα – τι άλλο, δεν είχε τίποτα. Με τη χούφτα επίναμε νερό, εβγαίναμε έξω, απ' τη βρύση στο σχολείο, καθόμασταν το μεσημέρι εκεί μέσα και ετρώγαμε και αυτά ήταν δυο αδέρφια και μια ξαδέρφη τους, τρία παιδιά από κει, δυο κορίτσια και ένα αγόρι. Αυτοί σπούδασαν τώρα, στην Αθήνα είναι. Η μία είναι στη Ζίχνη, είχαν το κέντρο το «Στέκι». Καθόμασταν όλα εκεί μαζί από τον Άγιο Χριστόφορο και τρώγαμε εκεί ο καθένας ό,τι έπαιρνε από το σπίτι του, πίναμε το νερό, διαβάζαμε, είχε και το απόγευμα σχολείο τότε, και εγώ όταν σχολούσε το σχολείο σκοτείνιαζε και ώσπου να έρθω στο χωριό νύχτωνε. Και άντε πώς, πότε διάβαζα; Δεν θυμάμαι. Τα ήξερα από έξω, πολύ γρήγορα τα αντιλαμβάνομαν πολύ γρήγορα. Με τη γκαζόλαμπα διάβαζα το βράδυ σε μια γωνιά εκεί και το πρωί πάλι στο σχολείο. Είχα τέτοιο μεράκι, τέτοια θέληση, τέτοια τόλμη! Πώς πήγαινα κι εγώ δεν ξέρω, τώρα το σκέφτομαι και λέω «Τι δύναμη είχα, Θεέ μου, και πήγαινα τόσο χειμώνα καιρό, μέσα στο κρύο! Ούτε κρύωνα ούτε τίποτα. Ήμαν παιδί και δεν καταλάβαινα.
Είχες πάει με χιόνια; Είχε ποτέ χιόνια και έπρεπε να πας σχολείο;
Ναι, πήγαινα και με τα χιόνια, τα παπούτσια μου τρύπια ήταν από κάτω και εγώ έβαζα μαλλί απ' τα πρόβατα, για να είναι ζεστά. Στέγνωναν εκεί μέσα. Τα πόδια μας στέγνωναν μέσα στο σχολείο, τι να κάνουμε; Και το βράδυ πάλι ξανά στο χωριό. Δεν είχε και τηλέφωνα, τίποτα δεν είχε, να μείνω στη θεία τη Μαριγώ. Πολλές φορές έμενα, αλλά η μάνα μου δεν κοιμόταν όλη τη νύχτα. Σε λέει: «Μήπως έπαθε τίποτα στον δρόμο που ερχόταν απ' τον Γάζωρο;». Πολύ τη στεναχωρήσαμε τη μάνα μου, βασανίστηκε πάρα πολύ, πάρα πολύ. Δεν θέλω ούτε να τα θυμάμαι. Δεν θέλω. Τόσο δυναμική, τόσο στοργική μάνα! Δεν μπορώ, εγώ δεν είμαι τέτοια μάνα όπως ήταν εκείνη. Ήταν όπως μια κλώσα με τα πουλάκια και τα μαζεύει κάτω από τις φτερούγες, κι εκείνη το ίδιο μας έφτιαχνε. Να μη νιώσουμε ορφάνια. Ό,τι μπορούσε μας έπαιρνε. Ό,τι φράγκα περίσσευαν. Δεν είχαμε και εισόδημα πολύ. Πολύ κουραστήκαμε, δεν είχαμε ευκολίες στο σπίτι μας, μας βοηθούσε και η γειτονιά. Μας έφερναν ξύλα για να ψήσουμε το ψωμί. Όλοι ήμασταν αγαπημένοι. Όλοι μας εκτιμούσαν, τη μάνα μου πάρα πολύ, γιατί ήταν φρόνιμη και νοικοκυρά γυναίκα. Άλλο τι να σου πω τώρα;
Την τάξη μέσα δεν μου είπες πώς ήταν στο σχολείο. Θυμάσαι την τάξη πώς ήταν μέσα, τα θρανία;
Πώς ήταν; Θρανία είχαμε όλοι. Και είχε και εξέδρα, όπως είναι, που ήταν ο δάσκαλος εκεί πάνω. Είχε κουδούνι που το χτυπούσε στο διάλειμμα. Εγώ δεν έφαγα ξύλο καμιά φορά. Τα άλλα τα παιδιά μπορεί να έφαγαν, δεν θυμάμαι τώρα. Αλλά ήταν καλοί δάσκαλοι. Δεν ξύλιαζαν τα παιδιά. Είχαμε καλούς δασκάλους και όλα τα παιδιά διάβαζαν. Δεν είχαμε έτσι κανένα παιδί να είναι κακός μαθητής. Δεν θυμάμαι τέτοια πράγματα, να φάει ξύλο κανένα παιδί.
Το αγαπημένο σου μάθημα;
Βυζαντινή ιστορία, θρησκευτικά. Αυτά μου άρεσαν περισσότερο. Στα μαθηματικά δεν ήμαν άριστη. Κάναμε και χημεία και γεωμετρία και φυσική πειραματική. Έχω τα βιβλία μου, τα περισσότερα τα έχω τα βιβλία μου. Ανθρωπολογία. Μας έφτιαναν τότε, έχω πολλά βιβλία. Τα έχω εκεί μέσα σε ένα κουτί τα βιβλία μου από το δημοτικό σχολείο. Αναγνωστικό έχω; Δεν θυμάμαι.
Μόνο δημοτικό πήγες;
Μόνο δημοτικό, αλλά τότε ήταν πιο πολλά μαθήματα. Βυζαντινή ιστορία, θρησκευτικά και νεότερη ιστορία. Δεν θυμάμαι άλλα. Στη γραμματική ήμαν πολύ καλή, στην ορθογραφία ήμαν πολύ καλή, στην ιστορία. Στα μαθηματικά δεν ήμαν και τόσο άριστη. Είχα άλλα παιδιά απ' τον Γάζωρο που ήταν πιο άριστα. Αλλά γενικά ήμαν καλή μαθήτρια.
Θυμάσαι αυτό που μου είπες πριν; Μια ιστορία, που σε βρήκε στον δρόμο ένας δάσκαλος και σου 'κανε μια ερώτηση;
Ναι!
Τη θυμάσαι να μου την πεις;
Ναι, μου είπε ότι: «Πού είναι τα περισσότερα ψάρια, πού βγαίνουν, στη Μεσόγειο ή στον Όλυμπο;». Γιατί ήταν εδώ στο χωριό μας και λέει: «Να έρχεσαι εδώ στο σχολείο, τώρα είμαι εγώ δάσκαλος στο χωριό σου». Λέω: «Εγώ τώρα συνήθισα σε εκείνο το σχολείο». Και τον είπα: «Τα ψάρια βγαίνουν στη Μεσόγειο και όχι στον Όλυμπο. Ο Όλυμπος είναι όρος». Και λέει: «Μπράβο, είσαι άριστη μαθήτρια!» λέει. «Ναι, γι' αυτό και οι δάσκαλοι με κράτησαν εκεί και δεν με άφησαν να έρθω εδώ», γιατί δεν είχαμε εδώ σχολείο. «Και εγώ συνήθισα εκεί –λέω– και πηγαίνω στον Γάζωρο». Ύστερα, όταν παντρεύτηκα και πήρα τον μπαμπά, τον παππού σου, αυτός ήταν δάσκαλος ακόμα εδώ στο χωριό και είχε σχέσεις με τον πεθερό μου. Αυτός έμαθε γράμματα στον παππού, που ο παππούς ήταν αγράμματος, και έφτιαχναν παρέα, παντρεμένος ο παππούς, με τα παιδιά, πήγαιναν στο σχολείο ο παππούς σου και η θεία Νούλα, όλοι αυτοί. Και είχαμε παρέα με αυτόν τον δάσκαλο, ελεύθερος ήταν αυτός εδώ. Ύστερα δεν ξέρω, έφυγε από δω, παντρεύτηκε, εγώ δεν θυμάμαι. Ήρθαν κι άλλοι δάσκαλοι. Και από εκεί έμαθε ο παππούς γράμματα. Ο ίδιος που μου έκανε ερωτήσεις.
Τι ερωτήσεις;
Αυτή την ερώτηση που μου έκανε. Ήταν δυο αδέρφια, ήταν εδώ δάσκαλοι και οι δύο, από την Πελοπόννησο ήταν.
Γυμνάσιο γιατί δεν πήγες;
Γιατί δεν είχαμε. Με τι θα πήγαινα; Έπρεπε με τα πόδια να πηγαίνω στη Ζίχνη. Πήγαιναν τα παιδάκια, τα αγόρια, με τα πόδια. Εγώ, ήρθε ο δάσκαλος και είπε στη μάνα μου να πάω σε γυμνάσιο. Δεν είχαμε λεφτά, αφού ήμαν ορφανή. Δεν είχαμε λεφτά να νοικιάσω σπίτι, να κάθομαι στη Ζίχνη. Κι έτσι αδικεύτηκα. Ενώ ήθελα να πάω πολύ να σπουδάσω, πάρα πολύ. Ήμαν καλή μαθήτρια. Μου έμεινε καημός. Και έλεγα, όταν παντρεύτηκα, έλεγα: «Να κάνω ένα παιδί και να το σπουδάσω, να με αξιώσει ο Θεός». Και με αξίωσε ο Θεός. Σπούδασε ο μπαμπάς σου και πήρε και δύο πτυχία και όλα μετά το στρατιωτικό. Και ο Τριαντάφυλλος έμαθε τέχνη, πήγε στο τεχνικό λύκειο. Ξέρει πολλά πράγματα. Ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, βαφέας είναι, τα πάντα ξέρει. Πολύ καλά παιδιά και οι δύο, διαμάντια. Και αγροτική δουλειά μας βοήθησαν, ερχόνταν στο χωράφι. Μας βοηθούσαν. Ήταν πολύ καλά παιδιά, φρόνιμα, υπάκουα. Τα καλύτερα παιδιά του χωριού. Τα παιδάκια έπαιζαν, δεν μάλωναν με κανέναν, είχαν πειθαρχία. Και εκείνα μεγάλωσαν με δύσκολα χρόνια, τα πρώτα χρόνια που παντρευτήκαμε. Μέσα στην οικογένεια ήμασταν πολλά άτομα. Ύστερα ο παππούς είχε παντοπωλείο. Είχαμε παντοπωλείο, όταν παντρεύτηκα εγώ τον μπαμπά σου. Έφτιανα παρέα με τη Νούλα και γνωριστήκαμε. Ήμασταν χωριανοί, πασταλιάζαμε και μαζί εδώ τον καπνό και τον δικό μας. Με συμπάθησαν οι γονείς του. Ήμαν καλό κορίτσι και όμορφο. Είχε πάει στη Γερμανία αυτός, αλλά αυτοί ήρθαν και με ζήτησαν μετά σε γάμο. Ήρθε α[01:00:00]πό τη Γερμανία τον Μάη. Αρραβωνιαστήκαμε και στις δύο εβδομάδες παντρευτήκαμε.
Πότε έγινε αυτό; Τι έτος ήταν;
Το 1962, τότε.
Και πότε, θυμάσαι την ημέρα που ήρθανε και σε ζήτησαν στο σπίτι;
Ήτανε παραμονές Χριστουγέννων. Ήρθε η γιαγιά, ήρθε με ένα καλάθι, μας έφερε τρόφιμα, έγραψε και ένα γράμμα μέσα για μένα, ότι θέλουμε να σε κάνουμε νύφη. Και εγώ δεν ήξερα τι να πω. Είχα και μεγάλη αδερφή. Δεν ήθελα να τη στεναχωρέσω, γιατί έφυγαν σχεδόν όλοι από κει από το χωριό και έμειναν μόνο δύο οικογένειες από τον συνοικισμό. Άλλοι έκαναν σπίτια εδώ, αλλά έκαναν στη Γερμανία. Κι εγώ δεν ήθελα να την αφήσω τη μάνα μου με την αδερφή μου. Στεναχωρήθηκε η αδερφή μου βέβαια, αλλά δεν ήθελε να με πει ότι μην τον παίρνεις. Κι εγώ δεν ήθελα, δεν ήξερα, δεν είχαμε σχέση δηλαδή για να το… ούτε από το μυαλό μου περνούσε ότι θα πάρω. Αλλά είχαμε στεναχωρηθεί, γιατί όλοι έφευγαν σιγά σιγά και εμείς δεν είχαμε πού να πάμε. Η αδερφή μου στεναχωρήθηκε, ήταν και μεγαλύτερη. Έφυγα και εγώ και στεναχωρήθηκε η καημένη. Έμενε μόνη της με τη μάνα μου. Η άλλη αδερφή μου η μεγάλη τους εδώσαμε το οικόπεδο εδώ κάτω και έκαναν σπίτι, ήρθε ο άνδρας της από τη Γερμανία και έκαναν σπίτι, είχαν δυο παιδιά. Και ύστερα η μάνα μου έμεινε με αυτή την αδελφή. Και η αδερφή μου αναγκάστηκε να φύγει στο Βέλγιο. Ήταν η ξαδέρφη μου εκεί και παντρεύτηκε και στο Βέλγιο και η μάνα μου την πήρε ο γαμπρός. Εδώ την είχε, τον έδωσε τα οικόπεδα και τα χωράφια, τα δούλευε αυτός. Εγώ είχα παντρευτεί. Και η αδερφή μου αναγκάστηκε να φύγει. Μάλλον έφυγε, όταν μετά τον γάμο μου. Έφυγε μετά τον γάμο μου, την έκανε η ξαδέρφη μου πρόσκληση, αυτή που καθόμασταν στο ίδιο σπίτι, η Κατίνα. Ήταν μαζί, ήμασταν σαν αδέρφια, μια οικογένεια, πρώτα ξαδέρφια. Από τη μια μεριά καθόνταν αυτοί στο σπίτι, απ' την άλλη μεριά εμείς είχαμε πόρτα. Μαζί ήταν φίλες και της έκανε πρόσκληση, ήξερε ότι έμεινε μόνη, την πήρε εκεί και την έκανε προξενιό σε έναν από την Καβάλα, σε έναν άνδρα, και παντρεύτηκε εκεί κι έκανε τρία παιδιά, δυο κορίτσια και ένα αγοράκι. Ήρθαν μια φορά εδώ, γνωρίσαμε και τον γαμπρό και τα παιδιά της. Και ξανά ύστερα αρρώστησε, έπαθε μηνιγγίτιδα – μακριά από δω. Και είχε πάθει αμνησία. Ήρθε με αμνησία εδώ πέρα, μια φορά ήρθε καλά και μια φορά με αμνησία την έφερε εδώ. Στεναχώριες πολλές. Άσ' τα να πάει. Ύστερα πήγε από κει κι ο άντρας της. Έμπλεξε με μια άλλη, την έβαλαν στο ίδρυμα. Η ξαδέρφη μου την κοίταζε, τα παιδιά της τα κοίταζαν οι συγχωριανοί μας, τα ξαδέρφια που ήταν εκεί. Ήταν μικρά τα παιδιά της, αυτή είχε πάθει αμνησία, δεν ήξερε. Την έβαλαν στο ίδρυμα και τα μεγάλωσαν, ας είναι καλά τα ξαδέρφια! Τα παιδάκια της μεγάλωσαν ύστερα. Ήρθαν εδώ πέρα κάνα δυο φορές. Παντρεύτηκαν και εκείνα τώρα. Πέθανε και αυτός, ο άνδρας της πέθανε. Ήταν από το Ποδοχώρι Καβάλας.
Θα σε πάω τώρα λίγο πίσω, εκεί που μείναμε στη μέρα που ήρθε η προγιαγιά, η δικιά μου, και σε ζήτησαν και μου είπες ότι είχε έρθει με καλάθι. Το καλάθι αυτό μέσα τι είχε από τρόφιμα;
Μακαρόνια, ρύζι, ξέρω γω, δεν θυμάμαι κιόλας και καλά. Μας έφερε τρόφιμα, τρόφιμα, επειδή είχαν παντοπωλείο μας έφεραν ορισμένα πράγματα.
Είχε έρθει και ο παππούς;
Όχι, μόνο εκείνη ήρθε. Και μετά ύστερα τα Χριστούγεννα, με κάλεσε εδώ. Εγώ στεναχωρέθηκα που τους άφησα και τη μάνα μου και την αδερφή μου. Μετά πασταλιάζαμε εδώ μαζί τον καπνό, γιατί η αδερφή μου ήταν εκείνη μονάχη, έναν χρόνο περίπου. Την άλλη χρονιά την έκανε, την άλλη χρονιά την έκανε πρόσκληση η ξαδέρφη μου και την πήρε, και η μάνα μου πήγε κάτω και έτσι εγώ στεναχωρήθηκα πάρα πολύ που παντρεύτηκα και άφησα την αδερφή μου και τη μάνα μου. Πάρα πολύ, γιατί δεν είχα γειτονιά. Μόνο μια οικογένεια είχε μείνει, όλοι οι άλλοι έφυγαν. Είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ, πολύ δυσκολεύτηκα, πολύ στεναχωρήθηκα που παντρεύτηκα. Δεν χάρηκα καθόλου. Δεν χάρηκα. Μεγάλη οικογένεια εδώ, πολλή δουλειά. Πολλά καπνά. Πολλά άτομα, μουσαφιριό, παντοπωλείο, ύστερα κάναμε και φούρνο. Εβγάζαμε και ψωμιά. Νύχτα στο χωράφι. Τι να πω, δύσκολα χρόνια στην παντρεμένη μου ζωή πέρασα πολύ.
Και είπες ότι τον παππού δεν τον παντρεύτηκες αμέσως. Γιατί δεν τον παντρεύτηκες αμέσως, πού ήταν;
Είχε πάει στη Γερμανία αυτός όταν με ζήτησαν αυτοί, στη Γερμανία ήταν. Τον έφεραν εδώ μετά, αφού ήρθαν και με ζήτησαν τα Χριστούγεννα. Ήτανε το πανηγύρι που έχουμε στις 9 Μαΐου, του Αγίου Χριστόφορου. Την παραμονή ήρθε αυτός από τη Γερμανία και πήγαμε κι εμείς από δω με τον παππού και τη γιαγιά στις Σέρρες, και η θεία Νούλα ήτανε, και τον καλωσορίσαμε εκεί, μας έφερε από ένα παντελόνι με την Κατίνα μόνο από τη Γερμανία. Και δυο βραχιόλια, τα πήρε ο παππούς από τις Σέρρες – εγώ κατάλαβα, για να με φέρει τάχα δώρο από τη Γερμανία. Αρραβωνιαστήκαμε, σαν αρραβώνα. Την άλλη μέρα είχαμε πανηγύρι. Μετά πήγαμε κάναμε αρραβώνα, πήραμε, ψωνίσαμε μετά το πανηγύρι. Πιο μπροστά, δεν ξέρω. Ταγιέρ, με πήραν ταγιέρ, με πήραν παπούτσια, πήραμε βέρες. Και μετά δυο βδομάδες παντρευτήκαμε κιόλας, κάναμε τον γάμο. Γιατί εβγαίναμε στη φυτεία, έπρεπε να σπείρουμε καπνά. Κατάλαβες; Γι' αυτό έγινε ο γάμος γρήγορα γρήγορα. 20 Μαΐου παντρευτήκαμε. Την άλλη μέρα του Κωνσταντίνου ήταν, γιόρταζε κιόλας. Πήγαμε στις Σέρρες, στο τέτοιο. Ο κουμπάρος ήταν από τις Σέρρες, που είχαν μαγαζιά με έτοιμα ρούχα, εμπορικό κατάστημα, δυο μαγαζιά είχανε. Αυτοί μας στεφάνωσαν, έκανα πλούσιο γάμο εδώ στην αυλή, με όργανα, πολλοί ξένοι Σερραίοι ήταν εδώ, οι φιλενάδες μου, χορέψαμε όλες μαζί, αυτές με έντυσαν νύφη, η Κούλα, η φιλενάδα μου, η Χρυσούλα. Χορέψαμε εδώ στην αυλή. Το βράδυ πήγαμε στο ξενοδοχείο στις Σέρρες. Εκεί στο Park Hotel το έλεγαν αυτό. Μείναμε ένα βράδυ, γιατί είχαμε και δουλειά. Πήγαμε έξω, πήγαμε πάνω στο Κολάφο το λέμε εκεί πέρα, είδαμε και το Κολάφο. Βρήκαμε κι έναν φίλο που ήταν στον Γάζωρο χωροφύλακας και ήταν στις Σέρρες μετά, ένα πολύ ωραίο παλικάρι. Στέλιο τον έλεγαν. Και με τον Κώστα γνωρίζονταν, έκαναν παρέα. Καθίσαμε όλοι εκεί, φάγαμε σε μια ταβέρνα. Δεν θυμάμαι. Εγώ δεν ήξερα πού βρισκόμουνα, δεν ήξερα πού βρισκόμουνα. Δεν είχαμε και τόσο, δεν ήμασταν τόσο… πολιτισμό δεν είχαμε όπως τώρα. Ήμασταν πιο καθυστερημένα τα παιδιά τότε, δεν είχε ούτε ραδιόφωνο ούτε τηλεόραση, τίποτα. Ούτε τηλέφωνα. Δύσκολα χρόνια.
Σου άρεσε ο παππούς;
Εγώ να σου πω, δεν είπα τίποτα. Αφού ήρθε, τον πήρα χωρίς να τον αγαπώ. Αυτοί με ήθελαν, αλλά εγώ δεν το ήξερα αυτό το πράγμα, ότι με ήθελαν. Ήταν καλό παιδί, επειδή τον ήξερα τώρα, γι' αυτό τον πήρα. Άμα ήταν από άλλο χωριό, δεν θα τον έπαιρνα. Γιατί δεν θα τον γνώριζα. Ήμαν πολύ δύσκολη εγώ. Είχα πολλές προτάσεις. Όλα τα παιδιά με συμπαθούσαν, γιατί ήμαν όμορφη. Αλλά δεν αποφάσιζα έτσι σε ξένο χωριό, δεν ξέρω. Ήμαν πολύ δύσκολη, δεν ξέρω, δεν μπορούσα να πάρω απόφαση να παντρευτώ εύκολα. Δεν ξέρω τι μυαλό είχα. Αν και αναγκαστικά, γιατί έφευγε ο κόσμος από εκεί και λέω θα παντρευτώ, γιατί δεν είχαμε, μόνοι μας μείναμε στον συνοικισμό. Αλλά ύστερα λυπήθηκα που άφησα την αδερφή μου και τη μάνα μου. Ήρθαν κι αυτά βολικά ύστερα. Έναν χρόνο ήταν η αδερφή μου εκεί, ερχόταν εδώ, πασταλιάζαμε μαζί και το δικό της τον καπνό και τον δικό μας. Και μετά την έκαναν πρόσκληση και πήγε στο Βέλγιο.
Και ποιοι άλλοι σε ήθελαν δηλαδή [01:10:00]για νύφη;
Πολλές προτάσεις, και από το χωριό και από έξω. Δεν θυμάμαι, με συμπαθούσαν πάρα πολύ.
Με τον ίδιο τρόπο ερχόντουσαν δηλαδή οι μανάδες τους;
Όχι, όχι, όχι, όχι, αλλά καταλάβαινα εγώ! Ήθελαν να με πιάσουν φιλενάδα. Εγώ δεν έπιασα κανέναν φίλο. Κανένας δεν... ήθελα να είμαι ελεύθερη. Δεν ήθελα δεσμεύσεις. Με κανέναν. Όσοι με ήθελαν να τους είχα φιλενάδα… αλίμονο! Και από άλλα χωριά. Ναι, με συμπαθούσαν, μόλις με έβλεπαν, γιατί ήμαν όμορφο κορίτσι και ένας αυτός εργολάβος από τις Σέρρες έφτιανε εδώ έργα, με ήθελε και εκείνος, ήρθε με τον πατέρα του μαζί, με ζήτησε. Και ένας άλλος εργολάβος. Εγώ δεν ήθελα να παντρευτώ, να αφήσω την αδερφή μου, γιατί είναι μεγαλύτερη. Εγώ ήμαν εξωτερικό, ψώνιζα στα γραφεία, στις υπηρεσίας στη Ζίχνη εγώ πήγαινα, στην εφορία, οπουδήποτε. Η μάνα μου είχε πάθει εγκεφαλικό και δεν μπορούσε να κάνει τέτοιες δουλειές. Γλίτωσε κι εκείνη, πώς γλίτωσε μετά από τόσα βάσανα να πάθει εγκεφαλικό! Τη γλίτωσε ένας γιατρός που ήταν στον Γάζωρο, κρατικός γιατρός, ερχόταν με το μηχανάκι. Ήταν νεοδιορισμένος. Εκείνος την έσωσε. Αλλά πέθανε και εκείνος. Ήταν και αυτός Θρακιώτης. Ορέστη τον έλεγαν. Να αγιάσει η ψυχούλα του εκεί που είναι! Πήρε και μια κοπέλα που πήρε από τον Γάζωρο. Και αυτή ήταν Σαββοπούλου, ήταν συγγενής μας. Ήτανε τέτοια, προϊσταμένη ήταν αυτή. Όμορφη κοπέλα. Συναντιόμασταν στις Σέρρες. Τώρα δεν ξέρω αν ζει. Είχα και τηλέφωνό της, δεν την πήρα όμως. Την πήρα κάνα δυο φορές, συναντηθήκαμε. Γνώριζα πολύ κόσμο, πάρα πολύ κόσμο. Σε όλα τα χωριά. Και παντρεμένη η ζωή ήταν δύσκολη, γιατί είχαμε πάρα πολλή δουλειά.
Πριν μου πεις γι' αυτό, θέλω να ολοκληρώσουμε λίγο το κομμάτι εκεί που έφυγε ο παππούς για τη Γερμανία, εσύ τότε ήσουνα λογοδοσμένη;
Όχι, όχι, όταν έφυγε στη Γερμανία.
Για πες μου δηλαδή.
Όταν έφυγε στη Γερμανία δεν ήμαν λογοδοσμένη. Όταν ήρθε, αυτοί ύστερα τον έφεραν από τη Γερμανία, ήρθε από τη Γερμανία, γιατί και αυτός δεν είχε καλή δουλειά και ήταν χάλια. Ήταν πολλοί, μια παρέα εκεί πέρα, ένας ήταν από τη Νέα Πέτρα και άλλοι ήταν από άλλα μέρη της Ελλάδος. Ελεύθερος ήταν. Γκόμενες είχαν, Γερμανίδες.
Αλλά εσένα σε είχανε ζητήσει.
Ναι, αυτός είπε: «Να πάτε να την πάρετε, για να μην την πάρει κανένας άλλος». Όπως με τα λέει τώρα, τα είχαν συζητήσει αυτά τα πράγματα αυτοί. Ο παππούς σου με ήθελε και η γιαγιά, με πήραν, όλοι με αγαπούσαν και με ήθελαν. Αλλά εγώ πέρασα δύσκολα εδώ, γιατί είχε πολλή δουλειά, πολύ ξενύχτι, πολλά άτομα. Εγώ ήμαν αλλιώς μαθημένη. Δυο παιδιά σε έναν χώρο. Ήρθαν τα παιδιά. Ο μπαμπάς σου και ο Τριαντάφυλλος. Παρ' όλη την κούραση και αυτά και δυο παιδιά.
Εσύ όμως μου είχες πει ότι δεν σ' άφηνε να βγαίνεις από τον Γάζωρο με τις φιλενάδες σου.
Ποιος δεν με άφηνε;
Ο παππούς; Κάποιος δεν σ' άφηνε.
Δεν πήγαινα ξανά στον Γάζωρο. Ε βέβαια, αφού ήμαν καπαρωμένη. Δεν πήγαινα βόλτα με τις φιλενάδες μου και αυτό με στεναχώρησε εμένα. Κατάλαβες;
Γιατί σ' το απαγόρευσαν αυτό;
Ε όχι, έτσι ήταν τότε το έθιμο. Πώς θα βγω εγώ με τα κορίτσια, με τις φιλενάδες μου τώρα και με τα παιδιά που είχαμε γνωριμίες και τέτοια; Στον Γάζωρο γίνονταν πολλή βόλτα εδώ στην άσφαλτο. Έρχονταν από όλα τα χωριά, Θολό, Νέα Πέτρα, Ζίχνη, Δαφνούδι. Παλικάρια μας φλέρταραν. Κατάλαβες;
Είχες φλερτ;
Πολλά παιδιά, αλλά δεν... με κανέναν σχέσεις. Όχι, δεν δημιουργούσα σχέσεις εγώ. Δεν ήθελα, ήθελα να είμαι ελεύθερη. Οι φιλενάδες μου είχαν, αλλά ήταν ο ξάδερφός μου, η μια είχε της Ελπινίκης τον αδερφό. Παντρεύτηκαν από μικρά παιδιά, αγαπιόντουσαν, παντρεύτηκαν. Και η άλλη είχε τον εξάδελφό μου τον Σταύρο. Αλλά δεν την πήρε, μετά πήρε την Ευανθία. Ήρθαν άλλοι στη μέση, την έκαναν προξενιά και αυτή πήρε από τη Θεσσαλονίκη ένα πολύ καλό παιδί, Κρητικός. Αυτές είναι οι καρδιακές φιλενάδες μου. Μικρή έπαιζα με τη γειτονιά μου και τα κοριτσάκια, αλλά εγώ ύστερα είχα αυτές τις φιλενάδες. Και άλλα πολλά κορίτσια. Εμένα πολύ με συμπαθούσαν και τα παιδιά και τα κορίτσια. Ύστερα δημιουργούσα φιλίες, πολλά κορίτσια ήταν φιλενάδες μου κι άλλες, αλλά όχι μόνιμες έτσι. Κάναμε, καμιά δεκαριά ήμασταν. Εμείς όμως οι τρεις ήμασταν ενωμένες, αχώριστες. Πηγαίναμε στον Γάζωρο, όλα τα παιδιά από πίσω μας ήταν. Εμένα από τον Γάζωρο δεν με γάμπριζε ο κόσμος.
Γιατί;
Γιατί όλοι ήταν συμμαθηταί μου. Με σέβονταν, πώς να σου πω. Έλεγαν: «Όμορφο κορίτσι έγινε η Παπαθανασίου. Ωραίο κοριτσάκι, σαν φιρικάκι». Φιρικάκι με έλεγαν. Αλλά εγώ όχι, τα σεβόμουνα τα παιδιά αυτά. Τώρα μπορεί και να με ήθελε κανένας, αλλά δεν μου το είπε ποτέ.
Εσύ ήθελες κανέναν ή όχι ποτέ;
Όχι, επειδή τα παιδιά ήταν συμμαθηταί μου και τα σεβόμουνα, δεν έβαζα έτσι στο μυαλό μου να πάρω κανέναν από αυτούς.
Και μετά, για πες μου για όταν παντρευτήκατε εδώ, που σε ετοίμασαν οι φίλοι σου. Δηλαδή τι κάνανε;
Οι φίλες μου τι κάνανε;
Ποια ήταν η διαδικασία που ντυνόσασταν και αυτά;
Τίποτα, ήρθαν με έντυσαν νύφη εκεί πέρα και τίποτα άλλο. Και εδώ που χορέψαμε.
Το νυφικό σου πώς ήταν;
Πολύ ωραίο το νυφικό μου. Να, το έχω εκεί πέρα. Το καλύτερο πήραμε από τις Σέρρες. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, ούτε ήξερα πού ήμουνα, στα σύννεφα, στον ουρανό, στη γη; Να ετοιμάσω τα προικιά μου, να ράψω ρόμπες, να ράψω ποδιές, να ράψω μαξιλαροθήκες. Στις δυο βδομάδες μέσα να ετοιμάσω την προίκα μου. Η μάνα μου με ψώνισε από όλα. Δόξα τω Θεώ! Τι να πω, δεν μας έλειψε βελούδινο τραπεζομάντιλο και καραμελωτή κουβέρτα και κιλίμια. Τότε τέτοια ήταν, σεντόνια, κατωσέντονα, παπλώματα δύο. Τότε πάπλωμα είχε, να, το έχω αυτό, σατέν. Το ένα το έδωσα στον Βούλγαρο, που σκεπαζόμασταν, καλά που το έδωσα. Το άλλο είναι καινούργιο, δεν το σεντόνιασα, να το έχετε ενθύμιο. Το σεντόνι το έχω, με δαντέλα, μαξιλαροθήκες, πανωσέντονα, όλα ασορτί. Δυο κουστούμια, δυο παπλωματοθήκες με τα μαξιλάρια τους, με τα σεντόνια τους και χώρια άλλα σεντόνια και μάλλινα σεντόνια. Αρκετή προίκα, όπως οι πλούσιες και μένα με έκανε. Και τις άλλες αδερφές μου. Τι να πω, η μάνα μου πολύ άξια ήταν! Με ψώνισε απ' όλα. Ραπτομηχανή με πήρε ακόμα, όταν ήμαν ελεύθερη και έραβα. Και ακριβή κιόλας ραπτομηχανή.
Πόσο την έχεις πάρει;
Το '55 πρέπει να ήταν, όταν έμαθα και μοδίστρα. 5 χιλιάρικα, 4 χιλιάδες. Από τη Ρωσία ο έμπορος την έφερε. Αυτοί που έφτιαναν εμπόριο καπνά, ήταν ένας από το χωριό μας που ήτανε μεσίτης στα καπνά, και εβάζαμε τα καπνά μας εμείς σε αυτουνού το σπίτι, του τα φέρναμε με την αδερφή μου με το ξύλο, τα φορτώναμε, τα φέρναμε εδώ. Εγώ είμαι πολύ ταλαιπωρημένη, πολύ κουρασμένη, και τον χειμώνα πάλι τα φέρναμε στο σπίτι εκεί και τα πασταλιάζαμε μέσα στη βροχή και στο κρύο. Αυτός έφτιαχνε εμπόριο, ήταν μεσίτης στα καπνά και από τη Ρωσία έφερνε ο έμπορας μηχανές. Και αφού είχαμε υποχρέωση, μας έβαζε τα καπνά εκεί, την πήρε τη μάνα μου, με πήρε τη μηχανή και έραβα ύστερα και εδώ και στην πεθερά μου. Δεν θέλω να ράβω καθόλου. Δεν μου αρέσει καθόλου το ράψιμο, γιατί είμαι πολύ κουρασμένη και στεναχωρημένη και δεν ήθελα να ράβω, αλλά έραβα αναγκαστικά. Ύστερα που έκανα τα παιδιά, δεν ήθελα να ράβω. Δεν είχα χρόνο να ράβω, και έραβα εκεί παντελονάκια, τέτοια πράγματα, για τα παιδιά, τον Θόδωρα, τον μπαμπά σου και τον Τριαντάφυλλο. Ήταν φουφούλες είχαν τότε, φορούσαν και φουφούλες και παντελονάκια. Του παππού τα παντελόνια τα χαλούσα που ήταν, όπου ήταν γερό τα κομμάτια, τα έραβα και τα έφτιανα παντελόνι, γιατί ήταν δύσκολα τα χρόνια, μεγάλη οικογένεια, σπίτια να κάνουν, να παντρέψουν κι άλλα παιδιά είχαν, πολλή δουλειά είχαμε, πολύ ξενύχτι. Επτά χρόνια [01:20:00]δεν κοιμήθηκα καθόλου μεσημέρι! Από τις 2:00 στο χωράφι, 2:00 τη νύχτα, και τη νύχτα πολλές φορές τα παιδιά έκλαιγαν κι εγώ είχα και πυρετό και δεν μπορούσα, δεν κοιμόμουν και πήγαινα στο χωράφι. Και που ζω ακόμα είμαι ευχαριστημένη. Πέρασα πολύ ταλαιπωρημένα χρόνια, παντρεμένη πολύ κουράστηκα. Πάρα πολύ. Πάρα πολύ δύσκολα. Και φτώχεια και ξενύχτι και πολλή δουλειά. Δόξα τω Θεώ που ζω, πώς όλα αυτά τα χρόνια. Γι' αυτό έχω τώρα πολλά προβλήματα. Αλλά είμαι, φαίνεται, πολύ δυνατός χαρακτήρας. Σαν τη μάνα μου και εγώ. Δεν θέλω να τα θυμάμαι. Δύσκολα χρόνια. Ο παππούς καλό παιδί, καλός σύζυγος, καλός πατέρας, δεν έχω παράπονο, νοικοκύρης, κουβαλητής. Ύστερα χωρίσαμε, μετά που παντρεύτηκε ο θείος Γιώργος, αφού εκείνος ήθελε να… δεν ήθελαν αυτοί να είναι... μικρή ήταν η Ευτυχία, δεκάξι χρονών. Ήταν ανήλικη. Ήθελε να χωρίσει μαζί του ο πατέρας της, την είχανε χαϊδεμένη. Μαζί με εκείνους χωρίσαμε και εμείς. Αφού εχτίσαμε τα σπίτια πρώτα αυτά όμως. Εδώ δεν ήταν σπίτι, μόνο επάνω είχαμε. Από δύο δωμάτια είχαμε και εμείς και αυτοί και στη μέση το σαλόνι. Και ήταν τσιμέντο, εκεί μας χώρισαν κι εμάς. Έναν νεροχύτη πήραμε μόνο, είχαμε και βρύση εκεί κι αυτοί τα ίδια.
Δηλαδή όταν παντρεύτηκες ποιοι μένατε στο σπίτι;
Επτά χρόνια ήμασταν όλοι μαζί. Ήταν και η θεία Κατίνα και ο θείος Γιώργος και ο θείος Δημητράκης, μόνο η θεία Νούλα και η θεία η Νίτσα, η παπαδιά, ήταν παντρεμένοι. Ύστερα αυτοί είχανε και φούρνο. Μετά πήγαν στην Πεντάπολη, έκαναν φούρνο. Εμείς μείναμε εδώ μοναχοί. Ο παππούς πήγαινε δούλευε και εκείνος στην Πεντάπολη στον φούρνο και μοίραζε και ψωμιά. Και εγώ πήγαινα μοναχή στα χωράφια. Και τα παιδιά πηγαίνανε μοναχά στο σχολείο εδώ, και τα άφηνα μοναχά εδώ τα καημένα, τα μαγείρευα πρόχειρα ό,τι να 'ναι και όλη την ημέρα μοναχά διάβαζαν κι έπαιζαν, εδώ καθόντουσαν, γιατί είχαν φύγει η πεθερά μου στην Πεντάπολη. Όταν ήταν εδώ, καλά ήταν. Εγώ πήγαινα στο χωράφι. Πηγαίναμε στο χωράφι και τα αφήναμε τα παιδιά εδώ. Τον Τριαντάφυλλο ύστερα τον έπαιρνα, πήγαιναν στο σχολείο, τον έπαιρνα στην Πεντάπολη, πήγαινα έβγαζα χασλαμά εκεί, τον έπαιρνα εκεί και όλη την ημέρα μες στον ήλιο ήταν. Πολύ δύσκολα μεγάλωσαν τα παιδιά, πάρα πολύ δύσκολα. Πήγαινα εγώ στο χωράφι, ο παππούς δούλευε στον φούρνο και τα άφηνα μοναχά εδώ, και ερχόμουν το μεσημέρι εδώ από το χωράφι, να φάνε τα παιδιά, να διαβάσουν. Ο μπαμπάς σου τα διάβαζε. Δύσκολα, μόνος του ήταν εδώ. Τον καημένο, δεν είχε και καλό φαγητό, τον έδινα πορτοκαλάδα, τον άφηνα, έβγαινε έξω στο μπαλκόνι, του έλεγα: «Βγες έξω λίγο στο μπαλκόνι». Έκανε διάλειμμα. Πολύ κουράστηκαν τα παιδιά μου και πολύ ταλαιπωρήθηκαν και μεγάλωσαν πολύ δύσκολα, στερημένα. Ούτε καλή τροφή ούτε τίποτα. Ύστερα, ύστερα μεγάλωσαν λίγο αυτά, δουλεύαμε, βγάζαμε καπνό. Και καπνό δεν είχαμε τυχερό! Πότε το χαλάζι, πότε αρρώστιες, λίγο καπνό, τι να πρωτοπώ… δεν επαίρναμε πολλά λεφτά. Ύστερα ήρθαν καλύτερα χρόνια, βγάζαμε περισσότερο καπνό, μεγάλωσαν και τα παιδιά, πήγαιναν στο γυμνάσιο. Βοηθούσαν και αυτά. Κουβαλούσαν καπνό. Ερχόταν εκεί στο χωράφι ο μπαμπάς σου, μικρά, από 8 χρονών έμαθε να σπάζει καπνό. Εδώ στο Μέλαγγα είχαμε ένα χωράφι. «Μπαμπά, θα 'ρθουμε και εμείς να μάθουμε». Είχανε δηλαδή θέληση για δουλειά, ήταν φρόνιμα παιδάκια. Και τους έμαθε ο παππούς πώς να σπάζουν τον καπνό, βοηθούσαν και αυτά στο μπούρλιασμα. Ερχόνταν τα παιδάκια εδώ όλα του χωριού, γιατί ερχόντουσαν και από Θεσσαλονίκη οι μάνες τους που ήταν από δω. Το καλοκαίρι περίμεναν να τελειώσουν τον καπνό μας και να βγουν να παίξουν. Καθόντουσαν εκεί κάτω όλα, στο σπίτι κάτω. Ο παππούς ήταν στην Πεντάπολη, είχανε φούρνο. Εγώ πουλούσα και ψωμιά εδώ στο χωριό απ' τον φούρνο. Πηγαίναμε με τα πόδια στο χωράφι και ο παππούς δούλευε κι αυτός στον φούρνο. Ταλαιπωρία, ξενύχτι, κούραση! Τα παιδιά μου μεγάλωσαν πολύ δύσκολα και στερημένα και δεν θέλω τώρα, τα έχω τόσο αδυναμία, νιώθω τόσο πόνο μέσα μου! Θέλω να 'ναι καλά και να μην τον στεναχωράτε καθόλου τον μπαμπά σου, πολύ δύσκολα μεγάλωσε. Ούτε φαγητό είχαν καλό ούτε ρούχα καλά. Ύστερα που βγάζαμε καπνό περισσότερο, πήγαινε ο παππούς, τα ψώνιζε απ' τις Σέρρες, τα παίρναμε ίδια ρούχα φορούσαν όλα. Μπλούζες, παντελονάκια, να τα, εκεί φωτογραφίες τα έχω. Κουστουμάκια, πήγαιναν στο σχολείο. Δόξα τω Θεώ, τα καταφέραμε! Με δυσκολίες. Ύστερα ήρθαν καλύτερα χρόνια. Βοηθούσαν και τα παιδιά, βγάζαμε πολύ καπνά, έβγαλαν το σχολείο, πήγαν στο γυμνάσιο. Ήρθαν και μετά που έγινε το κίνημα με τη Κύπρο, ήρθαν εδώ τανκς. Τα παιδάκια, αυτοί οι στρατιώτες, έβγαιναν, τα έδωναν τρόφιμα και τέτοια. Τα αγαπούσαν, έχω και φωτογραφία με δυο παιδιά, που ήταν φαντάροι εδώ πέρα.
Δηλαδή, για πες μου κάτι ακόμα γι' αυτό. Πότε είχαν έρθει;
Ήταν το '74, που έγινε στην Κύπρο, που πήραν τότε οι Τούρκοι, το κίνημα εκεί.
Γιατί είχαν έρθει εδώ στο χωριό;
Είχαν έρθει κι εδώ, γιατί μπορούσε να ξεκινήσει πόλεμος με την Τουρκία. Και έφεραν τανκς εδώ, στρατός ήρθε στο χωριό μας. Τα παιδάκια τότε πήγαιναν πρώτη γυμνασίου, νομίζω πήγαινε ο Θόδωρος. Ο Τριαντάφυλλος στο δημοτικό πήγαινε ακόμα; Δεν θυμάμαι. Και ένας Σπύρος και ένα άλλο, πώς τον έλεγαν, ένα άλλο παιδί, δύο παιδιά. Ήταν και ένας στρατιώτης που μας έφτιανε κατηχητικό. Ήταν από την Κοζάνη. Και τα παιδιά τα έδωναν, να, όλα ήταν φτωχά τότε, δεν είχαν να φάνε τίποτα. Τα έδωναν αυτά που μαγείρευαν. Τι τα έδιναν, δεν ξέρω. Τα αγαπούσαν τα δικά μας τα παιδιά και βγήκαμε και φωτογραφία μαζί τους. Τα έδωναν τρόφιμα, καραμέλες, δεν ξέρω τι τα έδωναν, σοκολάτες. Μικρά ήταν αυτά, πηγαίναν στο σχολείο, μάλλον ο Θόδωρος πήγαινε στο γυμνάσιο. Πρώτη γυμνασίου στον Γάζωρο πήγαινε. Μετά ήρθαν τα καλύτερα χρόνια, εβγάζαμε περισσότερο καπνό και τον σπουδάσαμε και τον Θόδωρο. Ο Τριαντάφυλλος πήγε στις Σέρρες στο τεχνικό λύκειο. Ο Θόδωρος πήγε εδώ στο γενικό λύκειο, ήταν πιο καλός μαθητής. Ο Τριαντάφυλλος ήταν της τέχνης, έμαθε τέχνη. Ο Θόδωρος μετά τον στρατό έδωσε και πέρασε στο πανεπιστήμιο, τελείωσε την Ακαδημία στη Φλώρινα. Και εκεί νοικιάσαμε σπίτια δύο, και πράγματα να κουβαλάς. Και από εκεί τελείωσε την Ακαδημία, αμέσως έδωσε στο Πάντειο πανεπιστήμιο πέρασε. Με υποτροφία. Έβδομος ήρθε εκεί. Και εδώ με υποτροφία σπούδασε, μετά τον στρατό. Κάθισε και διάβασε κι εγώ χάρηκα πάρα πολύ που αποφάσισε να σπουδάσει. Χάρηκα πάρα πολύ. Λέω: «Παιδί μου, τώρα –όταν απολύθηκε από τον στρατό, λέω– τι θα κάνεις τώρα; Δεν θες να σπουδάσεις τίποτα; Να διαβάσεις και να δώσεις πανελλήνιες;». Την άλλη χρονιά έδωσε, το 1986. Το '83 πήγαν στον στρατό και οι δύο. Ο πατέρας σου πήγε 2 Φεβρουαρίου, την ημέρα της Υπαπαντής. Στη Νιγρίτα κατατάχθηκε, εδώ κοντά. Η Παναγία που γιορτάζει εκείνη την ημέρα. Ο Τριαντάφυλλος πήγε 14 Σεπτεμβρίου στον Αυλώνα κάτω, εκεί πήγε στρατιώτης. Ήταν στα άρματα, μαυροσκούφης που λένε. Μετά ήρθε στις Σέρρες εδώ, στο στρατόπεδο. Ο πατέρας σου έκανε στις Σέρρες επάνω, έκανε πάνω στο Ρούπελ, εκεί που είναι τα οχυρά του Ρούπελ. Είχε βαθμό, ήταν λοχίας, ήταν λοχαγός εκεί στο Ρούπελ. Πήγαμε κι εκεί, όταν κάνανε γιορτή, με τον παππού και τη γιαγιά. Πήγαμε. Έρχονταν με ελικόπτερο ο Στρατηγός εκεί και μ' έδωσαν και συγχαρητήρια. Ήμαν νέα εγώ, ντύθηκα [01:30:00]ωραία, ξανθά μαλλιά και είπα: «Είμαι περήφανη που έχω δυο παιδιά στον στρατό». Και οι δυο υπηρετούσαν. Και με είπαν: «Συγχαρητήρια που είσαι τόσο πολύ Ελληνίδα», λέω: «Είμαι πολύ Ελληνίδα, έχω πολύ πατριωτισμό μέσα μου και είμαι περήφανη που έστειλα δυο παιδιά που έχω στον στρατό». Λοχίας ήταν εκεί ο μπαμπάς σου; Βαθμό είχε. Δόξα τω Θεώ. Απολυθήκαν με το καλό και μετά τον στρατό κάθισε και διάβασε και πέρασε Ακαδημία, τελείωσε και την Ακαδημία, έδωσε στο Πάντειο, πέρασε κι εκεί και σπούδασε. Περνούσε ό,τι ήθελε, και δικηγόρος, εκτός από Ιατρική. Όπου ήθελε μπορούσε να πάει, αλλά ήθελε Κοινωνιολόγος και σπούδασε Κοινωνιολόγος. Κοινωνιολόγος ήταν νέα επιστήμη και ξέρει, λέει: «Εγώ, μαμά, θέλω να ξέρω από ράσο μέχρι μαγιό. Τα πάντα». Σπούδασε εκεί με υποτροφία, πήρε και πάπυρο του δώσανε και μετά διορίστηκε εδώ κι εκεί δάσκαλος. Πρώτα πήγε στη Θήβα, στα Άσπρα Σπίτια, στον νομό Βοιωτίας, εκεί ήταν – πώς το λένε, αυτοί που είναι... αναπληρωταί. Και μετά τον έστειλαν στην Αθήνα. Όταν σπούδαζε, στον Νέο Κόσμο νοικιάζαμε σπίτι, εκεί κοντά ήταν και το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Αφού τελείωσε, μετά ήρθε εκεί στην Ύδρα και εκεί γνώρισε και τη μάνα σου και αρραβωνιάστηκαν και παντρεύτηκαν. Αυτά.
Και πώς τα βγάζατε πέρα όταν νοικιάζατε τα σπίτια;
Τότε εβγάζαμε περισσότερο καπνό. Εστερηθήκαμε και εμείς. Και αυτά δεν ήταν απαιτητικά. Δεν είχαν τίποτα, ένα ντιβάνι και τέτοια, κανένα ψυγείο που αγόρασαν, γιατί δούλευαν κιόλας, ο πατέρας σου και ο Τριαντάφυλλος στη Θεσσαλονίκη, εκείνος δούλευε εκεί στον φούρνο, ελεύθερος που ήταν. Έμαθε και φουρνάρης. Και ο πατέρας σου δούλεψε στον φούρνο, στον θείο τον Γιώργο, στον θείο τον Δημητράκη. Κι αυτός νοίκιασε σπίτι εκεί πέρα και δούλευαν στον φούρνο, έμαθαν και φουρνάρηδες και οι δύο. Ευχαριστώ τον Θεό μέσ' απ' την καρδιά μου και όλους τους αγίους. Τον Άγιο Χαράλαμπο και τον Άγιο Χριστόφορο, που τον υπηρέτησα, τριάντα χρόνια καθάριζα αφιλοκερδώς, και δουλειά καλή. Να καθαρίζω από τη νύχτα, να 'ρθουν να τα βρουν, με όλους τους παπάδες και ξένοι που ήρθαν μετά και μ' αυτούς. Ο παπα-Χρήστος που ήταν μετά, είχα το κλειδί και πήγαινα κι εκεί. Καθαρίζαμε με την παπαδιά και πλύναμε και καθαρίζαμε την εκκλησία, μέχρι που ήρθε ο παπα-Γιάννης μετά σταμάτησα, αφού καθάρισα τα πάντα. Κι ύστερα πηγαίναμε γυναίκες και καθαρίζαμε Χριστούγεννα, Πάσχα, για το πανηγύρι μας, του Αγίου Χαραλάμπους. Όσο μπορούσα.
Τι δουλειές κάνατε δηλαδή στην εκκλησία;
Καθαρίζαμε τις εκκλησίες, να σκουπίζουμε, να ξεσκονίζουμε, αράχνες και τέτοια, την αίθουσα – μας την έκανε ο Δήμαρχος. Την αίθουσα την έφτιαξε ο Δήμαρχος. Ήταν φίλοι με τον παππού και ο παππούς ήταν τότε επιτροπή στην εκκλησία. Έκαναν στην εκκλησία τα πλακάκια αυτά, κεραμίδια έβαλαν, έβγαλαν όλα τα κεραμίδια, έβαλαν καινούρια, έκαναν λούκια. Δυο εκκλησίες, και του Αγίου Χριστοφόρου και αυτά. Έστρωσαν κάτω ωραία αυτά τα ψηφιδωτά τώρα. Έκαναν πολλή δουλειά, έκαναν αίθουσα, που έχουμε τώρα. Και κουζίνα την έκανε ο Δήμαρχος, την πλήρωσε και οι χωριανοί έδωσαν χρήματα όμως. Όλοι. Αλλά όλοι εργάστηκαν πολύ ωραία, ήταν επιτροπή τέσσερα άτομα, της Ελπινίκης ο άνδρας, ο Γιώργος ο Κυριακίδης που λέμε, ο παππούς σου και εδώ ο θείος Σάκης. Κάθε τρεις μήνες ήταν στην εκκλησία καθημερινά. Και σκούπιζαν και καθάριζαν, έφτιαχναν αυτοί της εκκλησίας, πλακάκια και τέτοια. Και έξω έβαψαν, έκαναν γύρω γύρω έστρωσαν, να μην πηγαίνει η υγρασία, πλακάκια στις εκκλησίες. Μετά τα έβγαλε ο παπάς.
Εσύ τι δουλειές έκανες εκεί στην εκκλησία δηλαδή;
Καθάριζα την εκκλησία.
Πιο συγκεκριμένα, τι δουλειά δηλαδή έκανες, όταν πήγαινες;
Όταν πήγαινα; Πρώτα πρώτα, έβαζα πετρέλαιο, είχε σόμπες πετρελαίου. Τις καθάριζα με βαμβάκι και οινόπνευμα. Με διάβαζε ευχή ο παπάς και πήγαινα εκεί μέσα στο ιερό – εδώ γείτονάς μας ήταν ο παπάς, ο παπα-Βασίλης. Άναβα τις σόμπες να ζεσταθεί η εκκλησία, τις γέμιζα πετρέλαιο με το μπετόνι, τις καθάριζα και τις άναβα. Και άρχιζα ξεσκόνιζα τις εικόνες. Σκούπιζα, σφουγγάριζα – δεν είχε ούτε χαλιά ούτε τίποτα, ήταν μωσαϊκό κάτω. Αφού σκούπιζα και σφουγγάριζα – μούσκεμα στον ιδρώτα! Φοβόμουνα, πήγαινα νύχτα. Έκλεινα την πόρτα, άναβα τα φώτα. Σκοτίδα πήγαινα, την Κυριακή το πρωί. Πολλές φορές αποβραδίς πήγαινα. Είχαμε τα παιδιά, είχαμε τα καπνά. Κι όμως πήγαινα! Πότε πήγαινα απόγεμα Σάββατο. Τι, εγώ πολύ κουρασμένη είμαι! Καμιά γυναίκα δεν έκανε τέτοιες δουλειές που έκανα εγώ. Πώς άντεξα δεν ξέρω! Καθάριζα την εκκλησία, σφουγγάριζα όλες τις εικόνες και όλα τα στασίδια. Να μην έχει σκόνη πουθενά μετά το σκούπισμα. Και τι πόρτες σαπούνιζα! Και τι εκεί που ανάβουμε κεριά! Όλα, όλα! Τις πόρτες μέσα έξω. Σφουγγάριζα με δικά μου πανιά και απορρυπαντικά πήγαινα. Με παλιά ρούχα πήγαινα. Πολλά χρόνια. Ύστερα που ήρθε ο παπα-Γιάννης, χήρεψα ύστερα, δεν πήγαινα, ο παπα-Χρήστος όταν ήρθε, έφυγε από την εκκλησία μέχρι που πήγε ο παπα-Χρήστος. Από τον παπα-Βασίλη και έλεγε ο παπα-Βασίλης μέσα. Καθάρισα την εκκλησία, έραψα πράγματα μέσα στην Αγία Τράπεζα. Είχε κάτι τριμμένα χαλιά, διαδρόμους κι αυτά, τα ξήλωσα, τα πήρα στο σπίτι, τα έπλυνα εκεί και τα ξήλωσα όλα και ξανά εγώ να τα διορθώσω. Και έλεγε ο παπάς ο συγχωρεμένος: «Άστραψε η εκκλησία! Εγώ τόσα χρόνια παπάς είμαι, τέτοια νοικοκυρά γυναίκα δεν είδα!». Έτσι ακριβώς είπε. Εγώ έπαιρνα τις πετσέτες, τις έπλενα. Τις καντήλες μέσα στον κουβά με ζεστό νερό, πότε εδώ πότε στην εκκλησία. Με ζεστό νερό οι καντήλες όλες πλυμμένες. Καμιά δεν έκανε τέτοια δουλειά! Ήταν κι άλλες, ήμασταν επιτροπή. Μόνο εγώ πήγαινα. Και συνέχισα ύστερα να πηγαίνω και με άλλους παπάδες, γιατί ο παπάς αυτός γέρασε και είχε αρρωστήσει, έρχονταν άλλοι παπάδες απ' τον Γάζωρο και μ' αυτούς πήγαινα. Ο παπα-Χρήστος που ήρθε πήγαινα πιο πολύ. Μεγάλη η χάρη του Αγίου Χαραλάμπους! Και μας φύλαξε από πολλούς κινδύνους, δόξα να 'χει! Πάντα προσεύχομαι, κάθε βράδυ. Τους τιμώ και τους ευγνωμονώ όλους τους αγίους, τον Άγιο Χαράλαμπο και τον Άγιο Χριστόφορο. Και οι παπάδες όλοι μαζί συνεργαστήκαμε. Ένας ήταν παπα-δάσκαλος. Στις Σέρρες κάθεται τώρα ο παπα-Βαγγέλης. Κι αυτός έκανε εδώ πέρα. Και τη Μεγάλη Πέμπτη μ' έδωσε τον Επιτάφιο και το έραψα. Είχα χρυσή κλωστή εγώ που έμαθα κέντημα και κάθισα μέχρι που χτύπησε η καμπάνα και το έραψα όλο, το έκανα καινούριο, όπου είχε σχιστεί. Λέει: «Εσύ είσαι πιστή γυναίκα». Με κατάλαβαν! «Είσαι πολύ πιστή γυναίκα», γιατί πήγαινα παντού εγώ. Επιτάφιο να στολίσουμε, όλα, όλα, όλα. Παντού, να σκουπίσουμε, να καθαρίσουμε. Και λέει: «Εσύ είσαι πάρα πολύ πιστή γυναίκα, καλός άνθρωπος». Και είχαμε φιλίες. Και στον γάμο τον καλέσαμε και ήρθε, που παντρεύτηκε ο Τριαντάφυλλος.
Είχες πάθει ποτέ κάνα ατύχημα όσο καθάριζες;
Όχι.
Ποτέ;
Δεν θυμάμαι τώρα εγώ.
Τότε που πήγες να πάθεις ηλεκτροπληξία;
Ναι!
Για πες την εκείνη τη φορά!
Πλησίαζε το πανηγύρι μας, Αγίου Χριστοφόρου, κι εγώ – τότε έβαφαν αυτή την εκκλησία και ήταν άλλη επιτροπή όμως. Ήταν ο παπα-Χρήστος κι εγώ πήγα και καθάριζα τους πολυέλαιους, τον μεγάλο. Και με χτύπησε το ρεύμα. Είχε σκαλωσιές και ανέβηκα εκεί απάνω. Με χτύπησε το ρεύμα και πώς δεν σκοτώθηκα! Ήταν θαύμα, με φύλαξε ο Άγιος Χαράλαμπος. Και στεναχωρέθηκα τελευταία. Γιατί έβρεχα με Ajax το πανί και το έφτιανα. Αυτό δεν ήταν καλή εγκατάσταση, δεν ήταν καλό το ρεύμα, ήταν πρόχειρο. Είχα τυχερό μεγάλο. Κι εγώ να [01:40:00]στεναχωριέμαι τώρα και να παίρνω τηλέφωνα στους ηλεκτρολόγους που ήξερα. Ήρθαν, κανένας δεν μπορούσε να το διορθώσει. Έπαθε μεγάλη βλάβη. Θα έχουμε πανηγύρι; Απορούσα. Στεναχωρέθηκα τόσο πολύ! Και ύστερα πήραν απ' τις Σέρρες τεχνικό η επιτροπή –άλλη ήταν η επιτροπή– και ήρθε αυτός το διόρθωσε. Δεν μπορούσε ούτε ο Καραγιάννης ούτε αυτός απ' την Αναστασιά, ο Τράντζιας που ήταν φίλος μας κι αυτός, όπως και ο Καραγιάννης. Και έφεραν τεχνικό ειδικό από τις Σέρρες, το διόρθωσε και λέει: «Αυτή η γυναίκα πώς δεν σκοτώθηκε! Είχε άγιο. Θα μπορούσε να σκοτωθεί».
Έπεσες απ' τη σκαλωσιά;
Ναι! Θα πάθαινα ηλεκτροπληξία. Ζαλίστηκα. Έτσι με χτύπησε το ρεύμα, αλλά με φύλαξε ο Άγιος Χαράλαμπος. Πιάστηκα καλά, κατέβηκα ύστερα. Είχα τελειώσει ευτυχώς. Εγώ στεναχωρέθηκα ύστερα που δεν είχαμε ρεύμα. Πανηγύρι έρχεται! Πήρα τηλέφωνο σ' αυτούς εδώ, ήρθαν, δεν μπορούσαν να το κάνουν, αποκλείεται. Ύστερα πήραν απ' τις Σέρρες, το είδε κι αυτός κι είπε όχι. «Ποιος τα καθάριζε;», λέει: «Μια γυναίκα που είναι πολύ πιστή». Εγώ πάντα στην εκκλησία ήμουνα. Ήμαν και νέα τότε... «Είχε άγιο που δεν σκοτώθηκε!». Αυτό δεν είναι θαύμα; Με φύλαξε ο Άγιος Χαράλαμπος, δόξα που να 'χει! Από πολλούς κινδύνους μας γλίτωσε! Και ο παππούς που έπαθε, η μέση που τον χτύπησε αυτοκίνητο, που έζησε, μπορούσε να μείνει ανάπηρος ή να πεθάνει. Δόξα να 'χει! Οι προσευχές μας. Η πίστη μας έσωκεν, που λένε. Μας έσωσαν από πολλούς κινδύνους. Και μένα και τον μπαμπά και τα παιδιά όλα. Πάντα να σας προστατεύουν οι άγιοί μας, πάντα, προσεύχομαι μέρα νύχτα. Όλοι οι άγιοι, ο Χριστός και η Παναγία. Η Αγία Παρασκευή με φύλαξε το μάτι μου που έπαθε το έρπης. Άλλη να ήταν μπορούσε να πεθάνει. Εγώ έζησα και βλέπω, το πρόβλημα το έχω, αλλά δεν πειράζει, αφού βλέπω. Μεγάλη η χάρη της, έχω την εικόνα της. Τον Άγιο Ραφαήλ και την Αγία Ειρήνη. Πότε ήταν νομίζω, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα; Ήταν ο άγιος Ραφαήλ και Νικόλαος, και η αγία Ειρήνη, τα είδα στο ημερολόγιο τώρα. Τώρα τι άλλο να σου πω, αφού τα είπαμε όλα.
Θέλω να μου πεις έχω τρία πράγματα ακόμα. Θέλω να μου πεις για αρχή πώς ήταν το δώρο που σου έφερε ο παππούς απ' τη Γερμανία, το παντελόνι. Τι χρώματα είχε; Πώς ήταν;
Εσύ το έχεις! Ριγέ ήτανε, με διάφορα χρώματα, κίτρινο, μπλε, κόκκινο και άσπρο. Σ' το έδωσα σε σένα δώρο. Το φόρεσα. Τότε δεν φορούσαμε παντελόνια ακόμη. Κι ένα έφερε στη θεία την Κατίνα. Άλλο πουθενά δεν έφερε στις άλλες δώρα, γιατί δεν είχε χρήματα κι αυτός. Και το φόρεσα μερικές φορές. Πρώτη φορά το έβαλα στη θάλασσα που πήγαμε μαζί με τον παππού σου, μια εκδρομή έγινε με πούλμαν που πήγαμε στη θάλασσα. Τότε πήγα στη θάλασσα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Με το παντελόνι αυτό πήγα. Και μετά το φόρεσα κάνα δυο φορές και ύστερα δεν το φορούσα πια, γιατί παιδιά είχα και δεν ξέρω τι.
Πρώτη φορά έβλεπες παντελόνι;
Πρώτη φορά φόρεσα. Δεν φορούσαμε τότε παντελόνι.
Και όταν το είδες;
Όταν το είδα, αφού μου το έφερε, θα το φορέσω.
Σου άρεσε;
Μου άρεσε, ναι! Το φόρεσα. Με πήγαινε, ακριβώς στα μέτρα μου, ωραίο ήταν.
Εφαρμοστό, πώς ήταν;
Ναι, εφαρμοστό. Όχι πολύ εφαρμοστό, αλλά πολύ ωραίο ήταν. Πρώτη φορά η Βαγγελίτσα έβαλε παντελόνι στο χωριό! Δώρο απ' τη Γερμανία!
Και σε κοιτούσαν στο χωριό; Πώς ήτανε όταν σε είδαν;
Ναι, που πήγαμε στη θάλασσα με το παντελόνι, με κοιτούσαν! Μαγιό δεν ξέρω, δανεικό πήρα. Δεν είχαμε μαγιό τότε. Ένα κοριτσάκι συγυρίζαμε, αυτή είχε μαγιό και μου το 'δωσε εκείνη. Και καλά και δύσκολα. Είχαμε και καλές στιγμές. Μετά που μεγάλωσαν τα παιδιά, βγάζαμε περισσότερο καπνό, κάναμε παρέες, ήμασταν νέοι, πηγαίναμε Απόκριες στα κέντρα, πηγαίναμε στον Άι Γιάννη πολλές φορές παρέα με τον γιατρό εδώ τον Γέρκο, με την Ελπινίκη, με τον ξάδερφό μου, πολλοί! Αυτή που λέω Πηνελόπη, η νονά μου, η κουμπάρα η Ευτυχία, που βάφτισε τον Τριαντάφυλλο, με τον άντρα της. Όλοι αυτοί κάναμε μια παρέα. Ο Θόδωρος ο Γραμμενίδης. Απόκριες πηγαίναμε στα κέντρα, πηγαίναμε στο Άι Γιάννη, ο Μπαρμπουτίδης κάτω με τη γυναίκα του, η αδερφή του – πέθανε κι αυτή η Πασχαλίτσα. Είχαμε πολύ μεγάλη παρέα. Πηγαίναμε και στον Άι Γιάννη εκεί και χορεύαμε, διασκεδάζαμε, τρώγαμε. Όταν είχαμε χρόνο, δηλαδή όταν δεν είχαμε αγροτικές δουλειές. Ήμασταν τότε χώρια όμως. Τα παιδιά ήτανε μεγάλα, δεν ήμασταν μαζί με τον παππού. Ήμασταν με τον παππού μαζί, ήταν πιο περιορισμένα χρόνια, γιατί είχαμε πολλή δουλειά και ήταν πολλά άτομα και θέλανε να κάνουν και σπίτια. Πηγαίναμε κάπου κάπου, στο σινεμά στις Σέρρες, στο κέντρο. Όχι με παρέα μεγάλη, πηγαίναμε με τη θεία τη Νούλα, μ' αυτούς πηγαίναμε. Με τον παππού, με τη γιαγιά, στη θάλασσα.
Τώρα για πες μου για το νυφικό σου. Πώς ήταν το νυφικό σου;
Το νυφικό μου ήταν καλό, ωραίο. Ακριβό. 500€ ήταν που το νοικιάσαμε τότε. Πολύ ωραίο ήταν;
Πώς ήταν δηλαδή;
Είχε και δαντέλα. Το βλέπεις στη φωτογραφία πώς είναι. Με γάντια.
Εγώ το βλέπω, αλλά αν μας ακούσει κάποιος;
Ποιος κάποιος θα με ακούσει;
Για περιέγραψέ το μου πώς ήταν το νυφικό σου λίγο. Πώς ήταν το νυφικό σου; Να μου το περιγράψεις.
Ένα νυφικό ωραίο. Τι να πω άλλο;
Πώς ήταν τα μανίκια του;
Είχε και μανίκι μέχρι εδώ. Μανικάκι. Κλειστό το νυφικό μου, δεν φορούσαν τότε τέτοια ανοιχτά. Άσεμνα πράγματα. Τώρα είναι ξεγυμνωμένες.
Φορούσατε γάντια;
Και γαντάκια άσπρα στο χέρι και τίποτα άλλο. Έναν σταυρό που με πήραν στον αρραβώνα και τα βραχιόλια που είχα, τα δυο βραχιόλια που μου τα 'φερε δώρο απ' τη Γερμανία, η βέρα. Δαχτυλίδι ωραίο μου πήραν –το έχω τώρα, το φοράω– με κόκκινη πέτρα, και ο χρυσοχόος που πήραμε αυτά τα δαχτυλίδια και τις βέρες στον γάμο που ήρθε μου έφερε –παλικάρι, ελεύθερος ήταν, τώρα δεν ξέρω, πώς έκλεισε το χρυσοχοείο, ένα ωραίο παλικάρι– μου έφερε ένα κολιέ με τρία καράτια. Το έχω. Τρία καράτια. Έχει τιρκουάζ χρώμα, μαύρα και άσπρα χάντρες. Πολύ ωραίο είναι και το φοράω κάπου κάπου. Το έχω εδώ. Και άσπρο κολιέ είχα κι εγώ και σκουλαρίκια άσπρα. Με δυο καράτια κολιέ. Κόπηκε τώρα και το έχω έτσι, δεν το φοράω. Το πήρα όταν αρραβωνιάστηκε, όταν παντρεύτηκε ο μπαμπάς σου. Σκουλαρίκια το ίδιο. Καρφίτσες μετά έχω πάρα πολλές. Και καρφίτσα μ' έχουν τα πεθερικά στον αρραβώνα, καρφίτσα, δαχτυλίδι, σταυρό, τα βραχιόλια, αυτά ήταν, και οι βέρες.
Και το ταγιέρ. Πώς ήταν; Τι χρώμα ήταν;
Σε ζαχαρί χρώμα ήταν, πολύ ωραίο. Έτοιμο το πήρα τώρα, το έραψα; Δεν θυμάμαι. Ο κουμπάρος μας είχε έτοιμα ρούχα. Και παπούτσια ωραία. Τα έχω τα παπούτσια εγώ. Τα νυφικά μου τα παπούτσια τα έχω, θα σ' τα δείξω.
Πώς ήταν τα παπούτσια;
Στο ίδιο χρώμα με το ταγιέρ. Και η τσάντα, την έχω και την τσάντα. Πολύ ωραία και η τσάντα μου. Στο πανηγύρι βγήκαμε, εγώ αρραβωνιασμένη, σαν κουκλίτσα ήμαν. Με το ταγιεράκι! Ύστερα τη φούστα την έβαψα μπλε χρώμα και κακώς που την έβαψα. Και η ζακέτα μου έμεινε στενή. Είχε αλλάξει το σώμα μου. Δεν ξέρω, τη ζακέτα την έδωσα πουθενά; Δεν θυμάμαι. Και τη φούστα. Αλλά την τσάντα και τα παπούτσια τα έχω. Πολύ λεπτό το τακούνι. Μια φορά το έκοψα και έβαλα πετσάκι, αλλά τώρα δεν μπορώ. Έπρεπε να το φορέσω όσο ήμαν νέα. Έπαιρνα μετά με χοντρά τακούνια παπούτσια. Το 'χω απάνω στη βιβλιοθήκη, θα σ' τα δείξω, την τσάντα την έχω στην ντουλάπα μέσα, εκεί που κοιμόσαστε. Μπορώ και τώρα να τη φορέσω την τσάντα, είναι πολύ ωραία! Σε ζαχαρί χρώμα, καλοκαιρινή. Κακ[01:50:00]ώς που δεν την πήρα τόσα χρόνια να τη φοράω. Θα τη δεις. Μεγάλη τσάντα, ωραία. Και δεν με κόφτει καθόλου το καλοκαίρι να τη βάλω, να τη φοράω όταν ντύνομαι καλά. Τόσα χρόνια, άντε ντε. Έκανα κουταμάρα κι εγώ! Τι να σου πω τώρα;
Κάτι τελευταίο θέλω να μου πεις. Στο σπίτι μετά όταν παντρεύτηκες, μου είπες, γιατί το είπαμε κάπως, αλλά θέλω να μου το πεις λίγο περισσότερο, μένατε με τα ανύπαντρα αδέρφια. Πώς ο παππούς παντρεύτηκε πριν τακτοποιήσει τα υπόλοιπα αδέρφια;
Πιο μεγάλος ήταν απ' αυτούς. Η θεία Νούλα είχε παντρευτεί, που ήταν μεγαλύτερη, μετά είχε σειρά αυτός. Ύστερα παντρεύτηκε ο Γιώργος, μετά από έναν χρόνο τώρα, δύο; Κάθε δυο χρόνια ο παππούς γάμους έφτιανε. Πού να βρει τόσα λεφτά; Κατάλαβες; Ύστερα έφυγαν, πήγαν στην Πεντάπολη, έκαναν φούρνο. Ήταν ο Δημήτρης και η Κατερίνα. Ήρθαν εδώ ένα διάστημα και έφυγαν μετά στην Αθήνα και άνοιξαν φούρνο και παντρεύτηκαν και οι δύο. Και πήγαμε εμείς από δω. Μετά ήρθε ο παππούς εδώ και άνοιξε καφενείο, γιατί δεν ήθελε να κάθεται ακόμη, δεν ήταν στη σύνταξη. Νέος ήταν και ήταν μαθημένος να δουλεύει. Και με τη γιαγιά είχαν το καφενείο εδώ, ερχόταν κόσμος εδώ, έπιναν τα ουζάκια, είχε κόσμο το χωριό. Ηλικιωμένοι, δικιά του ηλικία άνθρωποι και πιο νέοι. Έπαιζαν χαρτιά, έπαιζαν τάβλι, έπιναν κανένα ούζο. Μετά αφού βγήκε στη σύνταξη ο παππούς, έκλεισε το καφενείο και ήρθε ο Γιώργος, έκαναν σπίτι εδώ. Μετά από λίγο καιρό, μετά από μερικά χρόνια, σκοτώθηκε ο παππούς με το αυτοκίνητο. Και εκείνο μας τσάκισε! Η γιαγιά ήταν δώδεκα χρόνια μαζί μας μετά. Από τότε είχαμε πάθει ψυχολογικά προβλήματα, γιατί ήμασταν κουρασμένοι και ξενύχτηδες, κι εγώ και ο παππούς. Απ' τις 2:00 η ώρα στο χωράφι ήμασταν. Και περνούσε αυτός, εδώ κοντά στον δρόμο είχαμε χωράφι, περνούσε και κόρναρε. Κουβαλούσε ξύλα. Καυσόξυλα ήταν. Σεπτέμβρης ήταν; Του Προφήτη Ηλία, παραμονή Προφήτη Ηλία... 19 Ιουλίου. Κουβαλούσε ξύλα απ' τον Γάζωρο και ο Παναγιώτης και ο Γιάννης τους έπαιρνε στ' αυτοκίνητο μαζί του κι αυτούς. Ευτυχώς που δεν σκοτώθηκαν κι εκείνα. Ύστερα θα πήγαιναν στο πανηγύρι, στο πανηγύρι θα τα πήγαινε. Εμείς ξεφορτώναμε ξύλα. Ξενύχτηδες τώρα. Πέντα τόνους ξύλα, έξι, να τα φορτώσουμε με τον μπαμπά. Κι ο παππούς φόρτωνε, κουβαλούσε, και τα παιδάκια κουβαλούσαν από κάνα ξύλο. Εγώ με τον παππού τα περισσότερα. Ο παππούς να τα πιάνει, να τα αραδιάζει, να κουβαλούμε με την αγκαλιά ξύλα με τους κουβάδες από κει. Κουρασμένοι, ξενύχτηδες. Δεν προλάβαμε ούτε να φάμε. Εφάγαμε πρόχειρα; Δεν ξέρω κι εγώ τι. Ήταν και η θεία Κατίνα, ήρθε εκείνη την ημέρα εδώ. Θα τους πήγαινε στο πανηγύρι στη Ζίχνη, τον Παναγιώτη και τον Γιάννη, μικρά ήταν. Έκανε τότε η Κατίνα γεμιστές πιπεριές και έφααγαν, πρόλαβαν έφαγαν. Τ' απόγευμα να πάνε στο πανηγύρι, γι' αυτό βιάστηκαν να κουβαλήσουμε τα ξύλα. Και στον δρόμο που πήγαιναν, πήρε και τα παιδιά και τον θείο τον Λευτέρη εδώ. Πρώτα ξαδέρφια είναι, κι εγώ πρώτα ξαδέρφια. Και ο παππούς πρώτα ξαδέρφια. Οι μάνες τους αδέρφια. Εγώ με τον πατέρα του είμαστε πρώτα. Ο πατέρας του και ο πατέρας μου αδέρφια ήταν. Και έτυχε να είμαστε και οι δυο συγγενείς. Και τους χτύπησε το αυτοκίνητο, πώς έγινε. Τους έριξε. Τα παιδιά τραυματίστηκαν, κι αυτοί τραυματίστηκαν, και ο Λευτέρης, αλλά ο παππούς τον χτύπησε εδώ και έπαθε αιμορραγία και κανένας δεν σταματούσε να τον πάρει. Κανένας. Ύστερα βρέθηκε ένας καλός χριστιανός με το φορτηγό του, σταμάτησε, τον πήρε στο νοσοκομείο, αλλά ήταν αργά. Αν τον έπαιρναν αμέσως και πήγαινε, θα σώνονταν! Και άσ' τα, δύσκολα. Μας έφεραν την είδηση. Ήρθε ένας ο οποίος έφερνε αναψυκτικά εδώ στο μαγαζί, τον γνώριζε τον παππού σου, τον φώναξε έξω –από το Χρυσό ήταν το παλικάρι αυτό– και τον είπε. Εγώ υποψιάστηκα ότι κάτι συμβαίνει δυσάρεστο. Όταν ήρθε ο παππούς, χρώμα δεν είχε. Έτοιμος να λιποθυμήσει. Κατάλαβα. Βγαίνω εγώ έξω και με λέει: «Ο μπαμπάς σκοτώθηκε». Τώρα πώς θα το πούμε στη γιαγιά; Δύσκολα, πολύ δύσκολα. Αυτός ο ένας, ο Γέρκος που λέμε, ήταν νοσοκόμος τότε στο νοσοκομείο. Ήρθε εκείνος εδώ, το είπαμε στη γιαγιά, εβάλαμε τα ρούχα του και πήγαμε. Ο παππούς μαζί μ' αυτόν τον νοσοκόμο πήγαν στις Σέρρες. Τον έφεραν από κει. Εγώ σηκώθηκα λίγο λίγο, σκούπισα, είχε όλο σκόνες, έριξα νερό στη βεράντα εκεί, να τακτοποιήσουμε, να βρούμε στάρι. Η Κατίνα και η Παπαδιά στο νοσοκομείο με τα παιδιά. Η Νούλα ερχόταν. Εγώ τους πήρα τηλέφωνο, τον Δημητράκη, όλους, να τους πω το δυσάρεστο. Αρρώστησαν, ζαλίζονταν, έφτιαναν. Εφέραμε γιατρό. Δύσκολα, δεν θα το ξεχάσω! Τι δύναμη είχα εγώ να τα τακτοποιήσω όλα εγώ! Ξενυχτισμένοι, ούτε κοιμηθήκαμε. Μεσημέρι απ' τις 2:00 ώρα να ξεφορτώσουμε τόσους τόνους ξύλα! Πολύ δύσκολα πέρασα. Δεν θέλω να τα θυμάμαι. Πώς αντέξαμε! Από τότε, σαράντα μέρες δεν ηθέλαμε να δούμε άνθρωπο! Δεν ηθέλαμε να πούμε καλημέρα σε κανέναν! Είχαμε τόσο πόνο, τόσο θλίψη! Ούτε κόσμο φωνάζαμε ούτε τίποτα. Μοναχοί πηγαίναμε στον τάφο. Δεν ηθέλαμε κανέναν. Μόνο η οικογένεια. Μας έλειψε πολύ ο παππούς. Μας άφησε ορφανά. Εκλάψαμε, στεναχωρηθήκαμε, τσιρίξαμε! Ύστερα από τότε, η γιαγιά ήταν μαζί μας! Κοιμόταν εδώ, γιατί είχε φοβία. Ο Τριαντάφυλλος ήταν νιόπαντρος, καθόταν στον Γάζωρο με τη γυναίκα του ακόμα. Πότε στη Θεσσαλονίκη, πότε στον Γάζωρο, δεν είχε πιάσει δουλειά ακόμη. Και κοιμόταν εδώ, με τη γιαγιά κοιμόταν. Πότε στον Γάζωρο, πότε εδώ. Ύστερα, ποιος κοιμόταν άλλος; Η Κατίνα ήρθε εδώ πέρα. Πήρε άδεια, ερχόταν εδώ με τον Παναγιώτη. Και αυτή εδώ πέρα, η Νούλα, όταν χειμώνιασε εδώ κοιμότανε, δώδεκα χρόνια κοιμότανε εδώ, στο σαλόνι την είχαμε. Το καλοκαίρι μας βοηθούσε, τον χειμώνα μας βοηθούσε στο παστάλι, τρώγαμε μαζί, αλλά το βράδυ κοιμότανε εδώ. Την ημέρα ήθελε στο σπίτι της. Εγώ πήγαινα, καθάριζα το σπίτι, το ασβέστωνα, τη σόμπα της, όλα τα ξύλα της της κουβαλούσα, άναβα τη σόμπα το πρωί, την έβραζα τσάι, σκούπιζα κι εκείνη πήγαινε εκεί στη ζέστη, στα καθαρά. Σηκωνόμουν πρωί ν' ανάψω τη σόμπα προτού να πάει η γιαγιά. Και σηκωνόταν και πρωί, δεν κάθονταν εδώ λίγο ν' ανάψω τη σόμπα και μετά. Ύστερα, κατά πόδι μου έρχονταν. Τι να πω! Πολλά υπόφερα, πολλά! Υπομονή πολλή έκανα, πολλά άντεξα. Την έβραζα και τσάι, σκούπιζα, τη σόμπα άναβα και έφερνα ξύλα για όλη την ημέρα! Με δυο κουβάδες από τα σκαλιά, την ανέβαζα, καθόταν εκεί. Έρχονταν ύστερα στο παστάλι, όταν πασταλιάζαμε κάτω κατέβαινε κι αυτή. Όταν δεν είχαμε παστάλι, καθόταν απάνω στο σπίτι. Και μπούρλιασμα – το καλοκαίρι δεν είχε σόμπα και τέτοια. Ερχόταν εκεί. Ήθελε παρέα αυτή, δεν ήθελε μόνη της. Στενοχωριόταν. Μόνο την Κυριακή. Μας βοηθούσε κιόλας. Τρώγαμε μαζί. Τον καφέ της, το φαγητό της, εκεί όταν έρχονταν γειτονιά έτσι, οι φίλοι του κοίταζαν που την έδινα στον δίσκο το φαΐ – τρώγαμε εκεί κάτω που πασταλιάζαμε. «Κυρά Βαγγελή –την έλεγε ένας γείτονας εδώ, Τυρίτης, πέθανε, Θεός σχωρέσ' τον– τυχερό μεγάλο έχεις! Καλή νύφη έχεις! Δες πώς σε περιποιείται!». Μαζί μας κοιμόταν, ετρώγαμε μαζί! Δεν την άφησα τίποτα. Να την πλένω, να την καθαρίσω, να την ασβεστώσω! Το βράδυ είχε παρέα εδώ πέρα, κοιμόταν μαζί μας, τρώγαμε μαζί [02:00:00]φαγητό. Ό,τι μπόρεσα έκανα. Αλλά κουράστηκα πολύ στη ζωή μου! Και υπομονή και δουλειά και κούραση!
Και δουλειές έξω στην αυλή που είχατε τότε.
Είχαμε, είχαμε. Απ' όλα είχαμε. Και κότες είχαμε και άλογα είχαμε και γαϊδούρια είχαμε. Πολλή δουλειά. Τώρα δεν μπορώ άλλο, ζαλίστηκα. Τα είπα όλα, τι άλλο ήθελες να σε πω;
Τα είπες όλα! Τίποτα.
Τίποτ' άλλο. Όλα αυτά τα μαγνητοφώνησες, είμαστε έτοιμοι, ήσυχοι.
Λοιπόν, εγώ θέλω να σ' ευχαριστήσω και να σου πω ότι είσαι μια πολύ καλή γιαγιά. Μας προσέχεις πάντα–
Ευχαριστώ.
Μας περιποιείσαι–
Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Μας δίνεις συμβουλές, προσεύχεσαι για μας.
Ναι, προσεύχομαι, σας συμβουλεύω, δεν θέλω να με παρεξηγείτε. Σας αγαπώ πολύ. Και τη μάνα σου και σας, όλα τα παιδιά μου και όλα τα εγγόνια μου και τις νύφες μου, και δοξάζω τον Θεό που έχω και καλές νύφες και καλά εγγόνια και σεις με αγαπάτε και μας σέβεστε και ερχόσαστε και αυτό μας ευχαριστεί. Πάντα προσεύχομαι για το καλό σας, για την επιτυχία σας, για τις σπουδές σας. Ό,τι καλό να σας δίνει ο Θεός. Πάντα καλά. Υγεία και ευτυχία και ευλογία! Προσεύχομαι γι' αυτά. Να είσαστε όλοι αγαπημένοι και ευτυχισμένοι, να είσαστε καλότυχοι, να 'ρθει και ο διορισμός με το καλό και ό,τι άλλο επιθυμείς στη ζωή σου!
Ευχαριστώ, γιαγιά μου!
Να είστε καλά παιδιά. Τατουάζ δεν θέλω να κάνετε. Μη σας γελάσουν και κάνετε τατουάζ. Να είστε αγνές, όπως σας έπλασε ο Θεός. Μόνο τότε θα είσαστε ευλογημένοι. Όλα τα άλλα είναι σατανικά, εξωφρενικά. Χάλασε η κοινωνία, γιατί λίγοι είναι, πολλοί οι πιστοί, αλλά λίγοι οι εκλεκτοί. Οι εκλεκτοί λίγοι είναι του Θεού. Κατάλαβες; Κι εμείς θα προσπαθούμε να είμαστε μες στους εκλεκτούς. Αυτό προσπαθούμε, αγωνίζομαι. Προσεύχομαι, παρακαλώ τον Θεό και δοξάζω τον Θεό για όλα αυτά τα καλά που μου έδωσε στη ζωή μου, για τα αγαθά του, για την υγεία μας, για σας όλους. Όλα που τα κάναμε όσο μπορέσαμε, και γάμους και αρραβώνες και βαφτίσια. Μας αξίωσε ο Θεός. Όλα αυτά τα κάναμε, σπουδάσαμε και τον πατέρα σου, πήρε δυο πτυχία. Δουλέψαμε σκληρά και οικονομία! Δόξα τω Θεώ, είμαστε σύμφωνοι. Ο παππούς σου είναι καλός κι εκείνος. Και γι' αυτό κάναμε καλό νοικοκυριό. Δόξα τω Θεώ, δοξάζω κάθε μέρα τον Θεό. Σας ευχαριστώ όλους. Και δεν με παρεξηγείτε, αν λέω και καμιά κουβέντα. Όλα τα λέω από ενδιαφέρον και για το καλό σας. Ό,τι καλό στη ζωή σου, υγεία και ευτυχία.
Ευχαριστώ, γιαγιά!
Και επιτυχία και σε σένα και στη Δήμητρα, ό,τι κάνει. Με το καλό να πάρει και το πτυχίο της. Πάνω από όλα η υγεία, τα άλλα όλα τα ρυθμίζουμε εμείς. Ανάλογα όπως το σκέφτεται ο καθένας. Άμα δίνει ο Θεός υγεία, τα άλλα μπορούμε να τα κάνουμε όπως θέλουμε. Ό,τι καλύτερο!
Ευχαριστώ!