© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η ιστορία του Μακάριου Αβδελιώδη και της «Ταβέρνας ο Πειναλέων»: ένα ανοιχτό σπίτι

Κωδικός Ιστορίας
24077
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μακάριος Αβδελιώδης (Μ.Α.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
05/04/2023
Ερευνητής/τρια
Άλκηστις Καλλιόπη Μπουτσιούκου (Ά.Μ.)

[00:00:00]

Ά.Μ.:

Καλημέρα, η μέρα είναι Πέμπτη 6 Απριλίου του 2023, είμαι η Άλκηστις Μπουτσιούκου, ερευνήτρια από το Ιstorima, και βρίσκομαι στο σπίτι του αφηγητή, του κυρίου… ποιο είναι το όνομά σας;

Μ.Α.:

Χωρίς κύριε, με λένε Μακάριο Αβδελιώδη, γεννήθηκα στη Χίο και το αντικείμενο τώρα που γίνεται η όλη κουβέντα και η συζήτηση είναι η ταβέρνα ο «Πειναλέοντας», που έχει γράψει μια σχετική ιστορία εδώ στην Αθήνα και στα Εξάρχεια και στο…

Ά.Μ.:

Είμαστε στην οδό;

Μ.Α.:

Είμαστε στην οδό Μαυρομιχάλη 152. Και είναι ένα μαγαζί που άνοιξε το 1978. Εγώ ήμουν ακόμα φοιτητής, πήγαινα στα ΚΑΤΕΕ, που είναι τα αντίστοιχα των ΚΑΤΕ μετά, μηχανολόγος. Και στα 22 μου χρώσταγα τρία μαθήματα για να πάρω το πτυχίο. Ήταν ένας φίλος του αδερφού και συγκάτοικος, ο Βασίλης ο Τσιπίδης, ο οποίος δυστυχώς έχει φύγει, και ήταν μεγαλύτερος από μένα, ήταν σε ηλικία ξέρω εγώ γύρω στα 35, όταν εγώ ήμουνα 22, και είχε πολύ έντονο το πρόβλημα της αποκατάστασης, γιατί ηθοποιός σημαίνει φως και σημαίνει και πασαβιόλα ταυτόχρονα. Λοιπόν, αυτό το μαγαζί υπήρχε εδώ πέρα στα Εξάρχεια. Είχε ανοίξει στη μεταπολίτευση, το 1975 από τον Αντώνη, τον Φιτσιάδη και την Κλειώ, ήτανε η σύντροφός του και φίλη του. Ο Αντώνης ήτανε μια πολύ ιδιόμορφη περίπτωση. Ήταν ένα παιδί που συνελήφθη το ’67-’68, στις αρχές της χούντας, και βγήκε το ’74 με την αμνηστία του Ιωαννίδη. Ήταν εργατόπαιδο από το Περιστέρι, τον πιάσανε για αφισοκόλληση και το ξεχάσανε όλοι εκεί μέσα, ας πούμε. Εν πάση περιπτώσει, ξεκινώντας, ανοίξαμε το μαγαζί με το γαμπρό του, τη μητέρα του και, τέλος πάντων, και όλο αυτό το παρεάκι, το οποίο λειτούργησε για ένα-ενάμιση χρόνο. Εγώ εκείνη την εποχή ήμουνα φοιτητής και έμενα Γκύζη. Και καμιά φορά περνάγαμε απέξω, όπου το βλέπαμε με δέος, γιατί έδειχνε, ρε παιδί μου, και από το όνομα και γενικώς η όλη ατμόσφαιρα έδειχνε κάτι διαφορετικό, ας πούμε. Ήταν σταμπαρισμένο ως στέκι του ΚΚΕ Εσωτερικού, γιατί ο Αντώνης ήτανε κομματικό μέλος, τέλος πάντων. Και αυτό το μαγαζί δούλεψε μιάμιση σεζόν, ένα βράδυ έκλεισε και δεν ξανάνοιξε. Οπότε, έρχεται ο Βασίλης μια μέρα και μου λέει ότι πουλιέται αυτό το μαγαζί, «Είσαι;». Λέω: «Γιατί όχι;» Να πάμε πίσω και να σου πω ότι στη Χίο, στο χωριό, είμαι από ένα πολύ μικρό χωριό των 150-200 τότε ψυχών, τη δεκαετία του ’56 γεννήθηκα, το ’66 ήταν γύρω στους 200 ανθρώπους. Και ένα σχολείο που είχε τότε 42 παιδιά. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει σχολείο καν στο χωριό και πάνε σε διπλανά.

Ά.Μ.:

Πώς λέγεται το χωριό; 

Μ.Α.:

Το χωριό λέγεται Μέσα Δίδυμα. Λοιπόν, εγώ είχα μπει, ήμουνα καλός μαθητής, αλλά μου άρεσε πάρα πολύ και το καφενείο του πατέρα μου. Είχαμε καφενείο και μπακάλικο και τέτοια. Και γενικώς δεν ήμουν άνθρωπος που θα κάτσει να τα διαβάσει, ας πούμε. Εντάξει, το πάλευα γιατί ήμουνα καλός ακροατής και ήξερα, απλά πέρασα σε αυτή τη σχολή που ήτανε σωσίβιο για μένα, διότι το ζητούμενο, από τη μια, δεν ήταν τι θα σπουδάσουμε, το ζητούμενο ήταν πώς θα απελευθερωθούμε από την ιστορία του χωριού και της πατρικής κυριαρχίας και τον εγκλεισμό, ας πούμε. Δηλαδή σε ένα χωριό που η Χίος απείχε 15 χιλιόμετρα, που δεν είχαμε μηχανάκια, που δεν μπορείς να πας ούτε έναν κινηματογράφο, ας πούμε, μια φορά το μήνα, ιστορίες τέτοιου τύπου. Εν πάση περιπτώσει, εγώ είχαμε ένα καφενείο και ένα μπακάλικο που κάποια στιγμή ταΐζαμε κάποιους ανθρώπους οι οποίοι ήτανε περαστικοί, ήτανε πλανόδιοι και που βρίσκονταν στο χωριό το μεσημέρι, το βράδυ, και έπρεπε να φτιάξουμε ένα φαγητό, είτε από το σπιτικό, ξέρω γω, είτε να–

Ά.Μ.:

Εσείς δουλεύατε εκεί;

Μ.Α.:

Ναι, δούλευα από ηλικία 6-7 ετών, δηλαδή, γιατί ο πατέρας μου ήταν ταξιδιάρης και μου άρεσε κιόλας. Δηλαδή προτιμούσα να κάθομαι στο καφενείο παρά στο… Εντάξει, όπως καταλαβαίνεις, άμα κάθεσαι στο καφενείο, είχα γίνει εξπέρ στα πρέφα, τάβλι, όλα αυτά τα ευγενή αθλήματα και είχα την αίσθηση, ρε παιδί μου, ότι το κατέχω αυτό το άθλημα. Οπότε ο [Δ.Α.] εκεί με το Βασίλη ξεκινάμε να ανοίξουμε το μαγαζί. Πραγματικά, συναντηθήκαμε με τα παιδιά, το αγοράσαμε. 

Ά.Μ.:

Με τι κεφαλαίο; 

Μ.Α.:

Πολύ χαμηλό, το κεφάλαιο ήτανε 150.000 τότε, με ένα μαγαζί που ήταν στημένο, έτσι; Απλά κάναμε βαψίματα, καθαρισμούς και τέτοια. Δεν είχε πολλές προσθήκες.

Ά.Μ.:

Είχατε εσείς τα χρήματα για να–

Μ.Α.:

Μαζί, συμμετείχαμε μισά μισά, με βοήθησε ο πατέρας μου τότε. Και είχαμε βάλει άλλα 150, άλλες 150.000 στην πορεία σε γραμμάτια, τα οποία τα ξεχρεώσαμε, ας πούμε. Λοιπόν, κι έτσι βρέθηκα με ένα μαγαζί στα 22. Υποτίθεται ότι θα ήμουν ο σερβιτόρος, απλά εκ των πραγμάτων έπρεπε να μπαίνω στην κουζίνα και έμαθα να μαγειρεύω, γιατί χρειάζονταν μια ταχύτητα και μια πίεση. Δηλαδή, ξέρεις, σ’ αυτές τις δουλειές άνοιγε η πόρτα 8 η ώρα και μπουκάριζε μέσα ο κόσμος και γέμιζε και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Που σημαίνει ότι έπρεπε να είμαστε εδώ πέρα από το μεσημέρι και να υπάρχει μια καλή προετοιμασία και τέτοια.

Ά.Μ.:

 Θυμάστε τον πρώτο πελάτη ή τους πρώτους πελάτες;

Μ.Α.:

Οι πρώτοι πελάτες ήταν ένα ντου από πολλούς πελάτες που μπαίνανε μέσα και γέμισε το μαγαζί. Και θυμάμαι διάφορα ευτράπελα που έμπαινε μέσα ο κόσμος. Εμείς ήμασταν ανοργάνωτοι ακόμα στην κουζίνα και αμήχανοι, όπου μια μέρα πήρα ένα καφάσι και μπήκα μέσα στη σάλα και έβγαλα ένα λογύδριο σε στυλ, ας πούμε, ότι: Σεβαστοί μας πελάτες, ότι υπάρχει μια δημιουργική ανακατωσούρα, τέλος πάντων, εδώ πέρα και όποιος έχει υπομονή θα φάει, όποιος βιάζεται να φύγει, διότι έχουμε μια καθυστέρηση γενικώς. Εν πάση περιπτώσει, κάποια στιγμή το μάθαμε το…

Ά.Μ.:

Πώς αντιμετωπίστηκε αυτό;

Μ.Α.:

Εντάξει, χαβαλές τώρα και ήτανε κατεξοχήν νεολαιίστικο το μαγαζί τότε, μεταπολίτευση, ας πούμε. Και όλοι ήτανε… τα μαγαζιά της Αθήνας ήταν πάρα πολύ λίγα, καμία σχέση δηλαδή με αυτό που γίνεται τώρα, που κάθε γωνία έχει δύο μαγαζιά. Και ξεκίνησε αυτή η ιστορία. Μετά από 3 χρόνια χωρίσαμε με το Βασίλη το μαγαζί, δηλαδή ουσιαστικά άρχισα να μαγειρεύω εγώ. Ο Βασίλης προσανατολίστηκε σε μουσική σκηνή και άνοιξε το «Μπαράκι του Βασίλη», εδώ στη Ζωοδόχου Πηγής, που ήταν ένα μαγαζί που έγραψε ιστορία. Και εγώ από τα ’81 και μετά είμαι ταβερνιάρης σε σόλο καριέρα.

Ά.Μ.:

Ο χωρισμός αυτός ήτανε έτσι…

Μ.Α.:

Ήταν συναινετικό. Δεν είμαι των συγκρούσεων, από μικρός ήμουνα ήρεμος… όχι, έμαθα να είμαι ήρεμος. Δηλαδή από τα 24-25 μου και πέρα, διότι είχα έναν πατέρα που ήταν πάρα πολύ φουριόζος και στη ζωή μου ήξερα τι δεν ήθελα να κάνω, βρε παιδί μου. Δηλαδή την ώρα της δουλειάς άμα κάτσεις και αναλωθείς σε καυγάδες, σε φωνές κι αυτά και τα λοιπά, έχεις χάσει την μπάλα. Και, κυρίως, ότι το θέμα είναι ότι η μαγειρική είναι αγάπη και αν έχεις αρχίσει και έχεις κατεβάσει 100 καντήλια, ξέρω γω, και 800 αγίους και έχεις πλακωθεί στις μπουνιές με τους βοηθούς, τι φαΐ θα φτιάξεις τότε;

Ά.Μ.:

Το όνομα του μαγαζιού από την αρχή το καθιερώσατε;

Μ.Α.:

Το όνομα του μαγαζιού ήταν από τους προηγούμενους, από τον Αντώνη. Δεν το αλλάξαμε γιατί δεν μπορούσαμε να βρούμε κάτι πιο πετυχημένο. Ο Πειναλέων και Ανεργίτσα ήτανε σε ένα σκίτσο του Μποσταντζόγλου, του Μποστ, ο οποίος γελοιογραφούσε, τότε ήταν δημοσιογράφος και γελοιογράφος και ευθυμογράφος και χρονογράφος στην Αυγή… στην Αυγή νομίζω τότε. Όπου ήταν σε καθημερινή βάση, δηλαδή δημοσίευσε μία γελοιογραφία που ήταν η μαμά Ελλάς, ο Πειναλέων και Ανεργίτσα. Το είχε πιάσει πολύ καλά το θέμα. Έχουν περάσει καμιά εξηνταριά χρόνια, το ίδιο παραμύθι παίζεται ακόμα και μια χαρά. Το είχαμε πάρει από τον Αντώνη, οι οποίοι ήτανε και σύντροφος… σύντροφος, δηλαδή συμπαθούσε το ΚΚΕ Εσωτερικού. Σε κάποια φάση εγώ μίλησα με τον αγαπητό κύριο Μποστ, ο οποίος ήτανε πολύ πολύ έξυπνος, σαρκαστικός και χιουμορίστας και τέτοια. Είχε έρθει για φαγητό και βεβαίως του είχα κάνει το τραπέζι και βεβαίως μιλήσαμε. Και του είπα ότι πήραμε αυθαίρετα το αυτό. Μου λέει «Μια χαρά το κάνατε». Εντωμεταξύ, γνώρισε και τον αδερφό μου –ο αδερφός μου είναι ο Δήμος Αβδελιώδης, που είναι σκηνοθέτης– όπου σε κάποια φάση είχε συνεργαστεί με τον Γιάννη, τον γιο του τον Μποσταντζόγλου, εν πάση περιπτώσει, και τον γνώριζε, γνώριζε τη δουλειά και το… Αυτά. Και το προσωρινό έγινε μόνιμο, εν πάση περιπτώσει.

Ά.Μ.:

Πώς οργανωνόταν αυτό το μαγαζί από την αρχή; Πώς το φτιάξατε;

Μ.Α.:

Άσχετοι ήμασταν. Σε πρώτη φάση, ήρθε μια κοπέλα, νεαρή ήταν τότε, ήτανε 25-28, ξέρω γω, η οποία ήταν φοιτήτρια στη Σχολή Καλών Τεχνών, η Στέλλα η Τσακίρη –να είναι καλά–, και ήρθε 2 μήνες. Ήτανε γνωστή του Βασίλη, να μας ορ[00:10:00]γανώσει, ας πούμε, είχε μία εμπειρία από κουζίνα. Και κάναμε δηλαδή τα μαγειρέματα, το αυτό, βγάζαμε τα πιάτα, το τι θα χρειαστεί κάθε μέρα. Τα υπόλοιπα… Η Στέλλα ήρθε για 2 μήνες, το είπε και το έκανε, στους 2 μήνες έφυγε, ας πούμε, βλέποντας ότι δεν τραβούσε η κουζίνα, μου έδειξε εμένα, είχα πάρει σιγά σιγά πρωτοβουλίες και τα λοιπά. Και στην πορεία πήγαινα στα τυφλά και κάθε μέρα κάτι είχα να μάθω. Όπως κάποια στιγμή νομίζω ότι το έμαθα αρκετά καλά.

Ά.Μ.:

Ιδέες για τη μαγειρική από πού παίρνατε, διαβάζατε, ψάχνατε;

Μ.Α.:

Είχαμε ξεκινήσει με τη λογική να ξεφύγουμε από την μπριζόλα, πατάτες τηγανητές, αυτά και τα λοιπά και τη χωριάτικη σαλάτα, και είχαμε φτιάξει κάτι σαλάτες με κόκκινα λάχανα, με σως μαγιονέζας, δηλαδή αυτές που τώρα λένε του Καίσαρα και του Πάπα, ξέρω γω, και όλα αυτά τα πράγματα. Φτιάχναμε μία σάλτσα με μαγιονέζα, ουίσκι και μουστάρδα, που γινότανε σφαγή –αυτά ήταν της Στέλλας, ας πούμε– και αντί για πατάτες φτιάχναμε ξινολάχανο και ρύζι με λαχανικά, ας πούμε, γαρνιτούρα για τα ψητά. Εν πάση περιπτώσει, αυτό κάποια στιγμή έσπασε, διότι ήταν πάρα πολύ κουραστικό. Η επιμονή και το δέσιμο του Έλληνα με τις πατάτες είναι κάτι αθεράπευτο.

Ά.Μ.:

Άλλες επιρροές από την οικογένειά σας από τη μαγειρική;

Μ.Α.:

Η δική μου η γνώση από το φαγητό ήτανε… η γεύση, η θύμηση και η οσμή από το φαγητό της μητέρας μου και της γιαγιάς μου, και αυτό ήταν ο οδηγός δηλαδή. Η μητέρα μου δεν ήταν σπουδαία μαγείρισσα, γιατί είναι ένας άνθρωπος που έκανε εκατό πράγματα ταυτοχρόνως, ήταν και νοικοκυρά, ήταν και αγρότισσα, ήτανε και μπακάλισσα και καφενείο και τρεις άντρες, δηλαδή δύο αδέρφια ήμασταν και ο πατέρας μου, και όλα αυτά τα κλασικά, ας πούμε. Απλά έφτιαχνε μερικά πράγματα τα οποία τα θεωρώ αρχέτυπα για την κουζίνα, ας πούμε, όπως είναι τα ντολμαδάκια –τα γιαπράκια, αυτά που λένε, με το αμπελόφυλλο–, όπως είναι το σπανακόρυζο, το κλασικό κοκκινιστό της Κυριακής, ας πούμε, με μακαρόνια. Πολύ χοιρινό τρώγαμε, γιατί εκτρέφαμε γουρούνια και κατσίκια και τέτοια, φτιάχναμε τα δικά μας λουκάνικα. Εν πάση περιπτώσει, αυτές οι γεύσεις που είχαμε σαν… που με αγγίζανε σαν οσμή και σαν μνήμη, αυτές με οδηγούσανε. Στην πορεία φτιάξαμε ένα μενού που ήταν πολύ μεγάλο, το μικρύναμε. Έχω φτάσει τώρα εδώ που είμαστε να είναι πολύ μικρό και ισορροπημένο και, εντάξει, δεν έχει νόημα δηλαδή ένα μαγαζί να τα κάνει όλα, να είναι και ψησταριά και πιτσαρία και…

Ά.Μ.:

Πιστεύετε ότι αυτό είναι το καλύτερο;

Μ.Α.:

Ναι, και καφέ και τάβλι και πρέφα και όλα αυτά τα πράγματα. Εντάξει, δηλαδή έχεις ένα μενού που μπορείς να το υποστηρίξεις, που μπορεί να υπάρχει κάθε μέρα. Εντάξει, κάποια στιγμή θα τελειώσει κάτι, αλλά αυτό είναι λογικό.

Ά.Μ.:

Από τις αγαπημένες σας συνταγές, τις δικές σας και μετά και του κόσμου, γιατί μπορεί να είναι διαφορετικό;

Μ.Α.:

Αυτά που επικράτησαν στο βάθος του χρόνου ήταν το χοιρινό με τη μαστίχα, το οποίο κάποια στιγμή το δούλεψα και το έφτιαξα γιατί είμαι Χιώτης και μαστιχοπαραγωγός. Και είναι μια συνταγή που είναι τώρα 15-20 χρόνια. Επίσης, το χουνκιάρ μπεγιεντί, όπου το έφαγα κάποια στιγμή στην Πόλη, ξέρω γω, και κάπου το είδα, έβγαλα τη δική μου εκδοχή.

Ά.Μ.:

Θυμάστε πότε το φάγατε;

Μ.Α.:

Δε θυμάμαι, 20 χρόνια πριν περίπου. Και είναι και αυτό κλασικό τού… Το οποίο χουνκιάρ μπεγιεντί ουσιαστικά είναι το κλασικό ελληνικό κοκκινιστό, το οποίο το σερβίρεις με πουρέ μελιτζάνας, ας πούμε, με βάση, αντί να σερβίρεις μακαρόνια, πατάτες τηγανητές και ρύζια και τέτοια. Επίσης, ένα φοβερό πιάτο ήτανε, και είναι, η μαλαθρόπιτες, μαλαθροκεφτέδες. Είναι χορτοκεφτέδες τους οποίους έφτιαχνε η μητέρα μου στο χωριό, τους έκανα με κάποιες προσθήκες και βελτίωση και είναι ένα πιάτο που πουλάει σε στραγάλι ας πούμε. Επίσης, το μαστελάκι, χωρίς να επιμένω στην χιώτικη κουζίνα, είναι η μαστίχα, το μάραθο και το μαστέλο, ας πούμε… Το μαστέλο είναι ένα τυρί που φτιάχνουν στη Χίο. Ο παραγωγός είναι εκεί αυθεντικός Χιώτης, με ντόπια γάλατα και το υποστηρίζει και υπάρχει μια σταθερή ποιότητα και μια φοβερή γεύση, ας πούμε. Το οποίο γίνεται ψητό σαγανάκι σε αντικολλητικό τηγάνι, όπου βγάζει τη γεύση. Αυτά είναι ο πυλώνας. Ντάξει, σαλάτες, χόρτα και τα σχετικά. Πιο παλιά είχαμε πιο πολλά όσπρια, δηλαδή φτιάχναμε γίγαντες, φτιάχναμε φάβα, φτιάχναμε κουκιά που αυτά, εντάξει, όλα αυτά οι νεολαίοι δεν τα… τους φαίνονται ψιλοάγνωστα. Και τι άλλο; Και κλασσικά βέβαια πάντα δούλευε το μαγαζί κάρβουνο και υπήρχε ένα αξιοπρεπές ψητό, που ήταν χοιρινή, μοσχαρίσια, μπιφτέκι, παϊδάκια και τα σχετικά.

Ά.Μ.:

Από τις μνήμες σας, που λέτε από τη μαμά σας, θυμάστε τις συνταγές από τότε ή τη ρωτήσατε και τις επαναφέρατε;

Μ.Α.:

Τη ρωτούσα όσο… αυτό, παρακολουθούσα, ή από ένα σημείο και μετά, που άρχισα να ασχολούμαι με την κουζίνα, αν έτρωγα κάπου, δηλαδή επειδή είχα την ευκαιρία το καλοκαίρι και έκλεινα 2-3 μήνες και γενικώς ψιλοταξίδευα, αν έτρωγα κάτι που με εντυπωσίαζε, προσπαθούσα… Ντρεπόμουν να ρωτήσω και πολλοί δεν λένε κιόλα τι είναι. Απλά, το έτρωγα και προσπαθούσα να αποκρυπτογραφήσω το πώς γίνεται, ας πούμε.

Ά.Μ.:

Θυμάστε σε ταξίδι σας να έχετε ανακαλύψει κάτι πολύ ενδιαφέρον;

Μ.Α.:

Είχα τρελαθεί, είχα πάει στη Βέροια, εκεί, Νάουσα, στους καταρράκτες, αυτά και είχαμε φάει τυροκαυτερή σπιτική, ας πούμε. Η οποία, εντάξει, την έφτιαξα αμέσως και είναι και αυτό κλασικό στο μενού. Και μιλάμε τώρα 30 χρόνια πριν, που δεν πολυκυκλοφορούσε, ήτανε στη Βόρεια Ελλάδα, ας πούμε.

Ά.Μ.:

Έχετε εικόνες, που είπατε για μαστιχοπαραγωγή, από αυτό; Πηγαίνατε και εσείς;

Μ.Α.:

Βέβαια έχω εικόνες και έφαγα τα μουστάκια μου, που λένε, μες τα δέντρα μέχρι μεγάλος, διότι όσο ζούσε ο πατέρας μου επέμενε να έχει μια δραστηριότητα, ρε παιδί μου, με τα μαστιχόδεντρα και τα λοιπά, όπου εγώ το καλοκαίρια που κατέβαινα κάτω τον βοηθούσα.

Ά.Μ.:

Πώς είναι αυτό; Γιατί εγώ δεν έχω, ας πούμε, καθόλου εικόνα πώς γίνεται.

Μ.Α.:

Θα βάλεις και θα δεις την ταινία «Το δέντρο που πληγώναμε». Είναι μια ταινία που περιγράφει όλη αυτή τη διαδικασία, την ηθογραφία της Χίου και τη διαδικασία της παραγωγής μαστίχας. Το μαστιχόδεντρο είναι ένα δέντρο που υπάρχει σε όλη τη Μεσόγειο, απλά στις συντεταγμένες της Χίου υπάρχουν ειδικές μικροκλιματικές και μικροεδαφικές συνθήκες που ευνοούνε την παραγωγή και την καλλιέργεια. Δηλαδή έχει πολύ πιο μεγάλες εντάσεις στη γεύση και στα αρώματα και έχει τη δυνατότητα, είναι ρητινοειδές, να πήζει. Σε άλλα μέρη της Μεσογείου, και στην Αθήνα υπάρχουν εδώ και τα και τα λοιπά, βγάζει μια ρητίνη η οποία δεν είναι τόσο αρωματική και δεν είναι τόσο συμπαγή, πώς να το πούμε; Δεν έχει την πυκνότητα που μπορεί να στερεοποιηθεί όταν αλλάξουν οι κλιματικές συνθήκες. Δηλαδή η μαστίχα μετά τις 20 Αυγούστου, που μεγαλώνει η νύχτα και αρχίζει η υγρασία και αυτά και τα λοιπά, στερεοποιείται, όπου τη μαζεύουν οι παραγωγοί. Είναι μια διαδικασία που γίνεται μέσα στο καλοκαίρι, πρέπει να τραβιέσαι κάτω από δέντρα, είναι καμικάζι. Πιο παλιά ήταν όλα χειροκίνητα. Τώρα έχουνε μπει διάφορα εργαλεία μηχανικά, γίνονται πιο εύκολα τα πράγματα κατά κάποιο τρόπο.

Ά.Μ.:

Εσείς εκεί τι κάνατε όταν–

Μ.Α.:

Τα πάντα.

Ά.Μ.:

Δηλαδή;

Μ.Α.:

Τα πάντα. Δηλαδή, σε πρώτη φάση, πρέπει να πας κάτω από το δέντρο με ένα μυστρί, με ένα εργαλείο να το ισιώσεις και να βγάλεις τα φύλλα και τα τέτοια, το σκουπίζεις και στρώνεις ένα ασπρόχωμα, το οποίο έχει την έννοια της πούδρας, όπως ανοίγεις ένα φύλλο και βάζεις το αλεύρι για να μην κολλάει, αυτό το ασπρόχωμα και το βοηθά να μην κολλάει στο μαύρο χώμα, που είναι πιο απορροφητικό, γιατί είναι πούδρα, μένει πάνω. Επίσης, αντανακλά τον ήλιο, που βοηθά στο να βράζει το μαστίχι και να χάνει την υγρασία σταδιακά για να έρθει να πήξει. Και αυτά. Λοιπόν, σε πρώτη φάση κάνεις αυτό, βάζεις, και μετά περνάς κάθε εβδομάδα με ένα κεντητήρι το λέγαμε, το οποίο είναι ένα πράγμα σαν κατσαβίδι, που έχει κοίλο μπροστά το τέτοιο και χαρακώνεις τη φλέβα του σκίνου. Ο σκίνος, όπως είναι ο κορμός, έχει κάθετες φλέβες. Εκεί χαρακώνεις με τρόπο να μην περάσεις μέσα να πιάσεις τον κορμό. Δηλαδή τότε υπήρχε μια φοβερή αγάπη και μας δίδασκαν οι γονείς ότι όταν βγάζαμε, πιάναμε κορμό, το άσπρο, ότι αυτό είναι ξεκοκαλιά. Δηλαδή νιώθαμε ότι πονάει το δέντρο, ρε παιδί μου, και ότι αυτή η ιστορία ήτανε μία πληγή, που εάν ήταν προσεγμένη και κανονική, σε ένα χρόνο έκλεινε. Αν ήτανε στραβό, κλωτσιά που λένε, έμενε εκεί μια τρύπα, ας πούμε. Δηλαδή δημιουργούσε μια πληγή που ήταν ανίατη και έπρεπε το δέντρο να θρέψει γύρω γύρω για να… Λοιπόν, αυτή η διαδικασία, αφού καθαρίσεις το δέντρο και αυτή η δουλειά γίνεται Ιούνιο, Ιούλιο-Αύγουστο περνάς μια φορά την εβδομάδα και χαρακώνεις. Πιο παλιά πηγαίναμε δύο φορές τη βδομάδα, ήταν πιο εντατική η καλλιέργεια. Γιατί ήταν η λογική των ανθρώπων τότε, τώρα έχουνε παρατηρήσει οι γεωπόνοι αυτά και τα λοιπά ότι η υπερκαλλιέργεια δε βγάζει και υπερπαραγωγή ντε και καλά. Και έτσι, και μετά τις 20 Αυγούστου, αρχές Σεπτέμβρη πιο παλιά, που ήτανε πιο αθώα τα πράγματα, ξεκίναγε η διαδικασία του μαζέματος κάτω από το αυτό, που μάζευες μαζί με τα χώματα τα φύλλα και τα λοιπά. Γιατί ο μεγάλος κίνδυνος είναι η βροχή μες στο καλοκαίρι, όσο το μαστίχι είναι ν[00:20:00]ωπό αν βρέξει καταστρέφεται. Παρόλο που είναι ρητίνη και δε διαλύεται στο νερό, μαλακώνει και το ρουφάει το χώμα. Πιο παλιά το είχανε πιο χαλαρά, διότι δεν υπήρχανε κλοπές και τέτοια. Τώρα τελευταία πάει ο κύριος Πονηρίδης, κάνει μία έτσι, ας πούμε, και μαζεύει το 80% της παραγωγής. Γιατί το πολύ προϊόν είναι κοντά στον κορμό του δέντρου.

Ά.Μ.:

Κλοπές από τον έναν στον άλλο;

Μ.Α.:

Ναι, ναι. Και τώρα με τα κινητά, ας πούμε, πάνε τσιλιαδόροι ένα δρόμο, πάνε, σκουπίζουν εκεί πέρα, φεύγουν τέλος πάντων. Και αυτή η διαδικασία συνεχίζεται το χειμώνα, αφού σταθεροποιηθεί και πάει το Νοέμβρη, τον Οκτώβρη-Νοέμβρη, αυτό πλένεται, καθαρίζει, παραδίδεται η μαστίχα και τέτοια. Απλά, από τη μαγειρική το γυρίσαμε στη γεωπονία!

Ά.Μ.:

Ναι. Σας άρεσε αυτή η διαδικασία;

Μ.Α.:

Όχι, δε μου άρεσε καθόλου γιατί ήτανε αγρότης με το ζόρι! Δηλαδή ήταν η επιβολή του, ήταν η άποψη του πατέρα μου ότι έπρεπε να… Κατέβαινα κάτω δηλαδή και είχα ανάγκη να ξεκουραστώ. Ήμουνα καλό παιδί, δεν πήγαινα αλλού γιατί θα μπορούσα… Στο τέλος, για να ξεφύγω από αυτή την ιστορία, λέω «Αφού τρέχω που τρέχω χωρίς αντίκρισμα», άνοιξα μία ταβέρνα στη Χίο. Οπότε ο πατέρας μου το μόνο που σεβόταν ήτανε το εμπόριο, δηλαδή ότι η εμπορική πράξη είναι ανώτερη της αγροτικής. Οπότε άνοιξα μια ταβέρνα κάτω στη Χίο εκεί πέρα και ησύχασα!

Ά.Μ.:

Μάλιστα. Σε ποια ηλικία το κάνατε, την ταβέρνα; Πριν τον «Πειναλέοντα»;

Μ.Α.:

Όχι, όχι, μετά. Άνοιξα καλοκαιρινό μαγαζί γιατί το καλοκαίρι δεν έχω αυλή εδώ πέρα και το μαγαζί έκλεινε για τρεις μήνες και άνοιγα καλοκαιρινό μαγαζί στη Χίο πάνω στη θάλασσα. 

Ά.Μ.:

Πώς λεγόταν;

Μ.Α.:

Πώς θα λεγόταν; «Πειναλέοντας» λεγόταν κι αυτός. 

Ά.Μ.:

Να επιστρέψουμε στον «Πειναλέοντα» εδώ. Τη διακόσμηση του μαγαζιού; Από την αρχή είναι έτσι όπως το βλέπουμε σήμερα;

Μ.Α.:

Όχι, όχι, καμία σχέση. Ήταν ένα παλιό σπίτι με 2, 4, 5 δωμάτια και 2 τα διπλανά, 7, το οποίο από ένα σημείο και μετά, από το ’89 και μετά, που το αγόρασα σαν ακίνητο, άρχισα να γκρεμίζω και να φτιάχνω. Είναι στην κυριολεξία χειροποίητο, δηλαδή τα καλοκαίρια που έκλεινα έκανα τον οικοδόμο. Με δυο τρεις μαστόρους που έπαιρνα αυτά, τώρα σχέδια, το πώς θα… τη μορφή που θα έπαιρνε την είχα μέσα στο μυαλό μου και έγινε αυτό. Και η διακόσμηση, είναι μαζεμένα όλα αυτά, όλα αυτά είναι μαζεμένα ένα ένα από το Μοναστηράκι. Κατέβαινα κάθε Κυριακή και είχα επιχείρηση σκούπα, δηλαδή δεν λογάριαζα τι χρειάζομαι, πήγαινα με ό,τι μου άρεσε και από κει και πέρα έλεγα «Θα βρω χώρο και θα το βάλω».

Ά.Μ.:

Πώς λειτουργούσε η αισθητική σας, τι σας άρεσε;

Μ.Α.:

Η αισθητική μου είναι αυτή που βλέπεις, δηλαδή ο χώρος, ας πούμε, πώς είναι φτιαγμένος. Βλέπεις και το σπίτι μου, ας πούμε. Δηλαδή, αυτό που είχα από τα παλιά σπίτια στη Χίο, και τα οποία ήταν φτωχικά, δεν ήταν αρχοντικά, δηλαδή ειδικά στο χωριό αυτά και τα λοιπά δεν είχε κάτι το εξεζητημένο. Το εξεζητημένο τότε ήταν τα σπίτια από μπετό, που τα ζηλεύαμε όλοι οι πιτσιρικάδες, γιατί θεωρούσαμε τα πέτρινα ότι έχουν τεράστια ντουβάρια, έχουν υγρασία, αυτά και τέτοια. Δεν εκτιμούσαμε τότε την αξία, ας πούμε, και, εντάξει, γίνανε διάφορες καταστροφές, ας πούμε, σε πέτρινα σπίτια με τους νεωτερισμούς. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, μεγαλώνοντας δηλαδή κατάλαβα ότι αυτή είναι η αισθητική η δική μου και η αλήθεια του… η δική μου αλήθεια, τέλος πάντων, όχι η αλήθεια των πραγμάτων. Και έκανα αυτό που βλέπεις δηλαδή. Όλα αυτά, κάδρα, καθρέφτες, αυτά και τα λοιπά είναι από το Μοναστηράκι. Κάποιοι καθρέφτες είναι γαλλικοί, κάποια, τα όργανα, τα χάλκινα, πνευστά, εκεί πέρα αυτά, πίνακες ζωγραφικής, αυτά, πορτρέτα και φωτογραφίες προγόνων, οι οποίοι δεν είναι δικοί μου, είναι άλλων, οι οποίοι πήραν τα σπίτια και τους πέταξαν στα σκουπίδια. Διότι τους έπαιρναν αυτά από τους πλανόδιους εκεί κάτω, που είναι Ρομά εκεί εργολαβία το θέμα, τα έπαιρνα τσάμπα, δηλαδή ένα χιλιάρικο το ζευγάρι παππούς-γιαγιά.

Ά.Μ.:

Προγόνους, πρόγονοι ποιων δηλαδή, ξέρετε τις ιστορίες τους;

Μ.Α.:

Δεν ξέρω, δεν ξέρω τις ιστορίες και δεν θέλω να τις μάθω, γιατί δεν μου φαίνονται και πολύ ευχάριστες. Διότι άμα πετάς τον πρόγονό σου και τον δίνεις μπιρ παρά, ας πούμε, σημαίνει ότι δεν τον εκτιμάς και καθόλου. Δεν μπορεί δηλαδή να μην υπάρχει μια θέση στο σπίτι για να βάλεις τον πατέρα σου ή τη μάνα σου!

Ά.Μ.:

Σωστό. Αλλά το ότι τους επιλέγατε εσείς τους πίνακες ήτανε–

Μ.Α.:

Γιατί από μόνα τους έχουνε μια αισθητική, ρε παιδί μου. Αυτά τα ασπρόμαυρα κάδρα, ας πούμε, ήτανε δουλεμένα και λίγο στο χέρι με ρετουσάρισμα και τέτοια, δηλαδή είναι πίνακες. Υπάρχει μια ωραία ιστορία με ένα ζευγάρι που έχω πάνω εδώ, όπου είναι μια πελάτισσά μου και μου λέει το εξής, ότι «Έχω τον παππού και τη γιαγιά μου στο πατάρι», και μου λέει, «σκέφτομαι να σ’ τους φέρω εδώ, θα περνάνε καλύτερα από το να είναι στο πατάρι». Και πραγματικά λέω «Φέρε τους». Και ήταν και ωραία κάδρα, έτσι καλοδιατηρημένα. Τους έβαλα σε θέση περίοπτη εκεί, όπου είναι παντεπόπτες του–

Ά.Μ.:

Όχι εδώ.

Μ.Α.:

Κάτω, στο μαγαζί.

Ά.Μ.:

Μάλιστα. Και μετά, ένα μεγάλο κομμάτι του μαγαζιού είναι η μουσική, σωστά;

Μ.Α.:

Η μουσική ήταν ένα κομμάτι του μαγαζιού από τότε που αρχίσαμε, από τη μεταπολίτευση. Και αυτό δε γινότανε επαγγελματικά, απλά είχαμε φίλους. Ο Βασίλης, που ήταν συνεταίρος μου, ήτανε η προηγούμενή του δουλειά ήτανε να δουλεύει σε μια εταιρία που στήνανε συναυλίες. Δηλαδή κάνανε ηχητική κάλυψη. Όλες αυτές τις συναυλίες της μεταπολίτευσης, στο Καραϊσκάκη, στο Παναθηναϊκό, στη Νέα Σμύρνη και τα λοιπά ήταν και ο Βασίλης εκεί, όπου ήξερε πάρα πολλούς τραγουδιστές και πάρα πολλούς… πολλούς τραγουδιστές και πολλούς μουσικούς, οργανοπαίχτες. Αυτοί έρχονταν στο μαγαζί με τα όργανά τους και στήνανε γλεντάκια. Όπως επίσης είχε, τότε που δεν ήταν η μουσική ακόμα για τις ταβέρνες, ερχότανε παρεάκια που είχανε μπουζούκι, μια κιθάρα και παίζανε για πάρτη τους, είτε για γενέθλια είτε για ξεχωριστές μέρες και τέτοια. Και έτσι ψιλοκρατήθηκε και οι μουσικοί που παίζουν ακόμα και τώρα εδώ πέρα ουσιαστικά είναι ερασιτέχνες και παίζουν παρεάκι. Και, όπως βλέπεις, κάθε φορά η σύνθεση αλλάζει, ότι έρχονται διάφοροι, δηλαδή δεν έπαιξε ποτέ κάτι στημένο, ότι βάζουμε ένα πάλκο, βάζουμε πιο ψηλά τους μουσικούς και λέμε «Καθίστε τώρα να ακούσετε εδώ πέρα τι ωραίοι που είμαστε». Δηλαδή γίνεται ένα πράγμα το οποίο είναι παρεΐστικο και νομίζω ότι αυτό αγγίζει και αρέσει πάρα πολύ στον κόσμο.

Ά.Μ.:

Τι είδος μουσικής;

Μ.Α.:

Όταν ήρθα εγώ εδώ είναι Αθήνα, ακούγαμε στη Χίο… η επανάσταση ήταν να μην ακούμε τον Καζαντζίδη. Ακούγαμε την Ορχήστρα της ΕΡΤ, διότι δεν υπήρχανε… ένα ραδιόφωνο υπήρχε, που ήτανε η Δούκισσα, ο Βογιατζής, η Κλειώ Δενάρδου, ο Παπανικολάου, αυτοί οι άνθρωποι που… Και φτάνοντας στην Αθήνα, το πρώτο σοκ ήταν… και η μουσική δηλαδή που συνδέθηκε με τον «Πειναλέοντα» ήτανε η «Εκδίκηση της γυφτιάς» του Ρασούλη, του Ξυδάκη. Ανοίξαμε το μαγαζί τον Σεπτέμβρη, 23 Σεπτέμβρη του ’78, και ο δίσκος είχε κυκλοφόρησε λίγο πριν, λίγο μετά. Λοιπόν, είχαμε ένα κασετόφωνο εκεί με έναν ενισχυτή με λάμπες και η κασέτα πήγαινε κάθε βράδυ 5 φορές, μια από δω, μια από κει, τούμπα, «καίγομαι, σαν το δασάκι καίγομαι» ήταν η δεύτερη πλευρά. Ένα «αμάν αμάν» στα χείλη, τέτοια, «Εκδίκηση της γυφτιάς». Στο καπάκι, έρχεται και ο Βαγγέλης ο Γερμανός, με τον προσωπικό δίσκο που έκανε, ήτανε κάνα χρόνο μετά. Ο Αργύρης ο Μπακιρτζής, Χειμερινοί Κολυμβητές. Και, παράλληλα, από τους μουσικούς που έρχονταν εδώ, άρχισα να ανακαλύπτω τα ρεμπέτικα, τα οποία δεν είχα καμία στη Χίο, δεν είχαμε καμία πρόσβαση. Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Μάρκος Τσιτσάνης, όπου μου φέρνανε κασέτες και έπαθα σοκ, ας πούμε. Και σιγά σιγά το μαγαζί αρχίζει και παίζει από τα σύγχρονα, δηλαδή αυτά που μας αρέσανε, σύγχρονες παραγωγές, και αυθεντικές εκτελέσεις ρεμπέτικου. Όχι τα ενδιάμεσα, κάτι Νικολαΐδηδες, αυτά και τέτοια, που είχανε σκυλέψει το ρεμπέτικο. Αρχίσαμε και βρίσκαμε αυτά, κυκλοφορούσαν διάφοροι που πουλάγανε κασέτες, μας φέρνανε κασέτες και που παρήγγελνα. Και αυτοί ήτανε, αυτό ήταν το soundtrack της μουσικής.

Ά.Μ.:

Μετά, από περιστατικά ενδιαφέροντα που θυμάστε να συμβαίνουν στο μαγαζί;

Μ.Α.:

Περιστατικά άπειρα και από πρόσωπα και από πράγματα και από καταστάσεις. Έτσι, ενδεικτικά, να σου πω κάνα δυο τρία. Όταν πρωτανοίξαμε και δεν ξέραμε, δεν μας ξέρανε ούτε ξέραμε ανθρώπους, απλά μπήκαν κάποιοι άνθρωποι που αγάπησαν τον χώρο και θεωρούσαν ότι είναι δικό τους, μου ήρθε ένα βράδυ μια παρέα, 4 τύποι οι οποίοι είναι νταγλαράδες και κουτσαβάκηδες και τύπου, ξέρεις, αλητεία, ρε παιδί μου, σε στυλ ότι κάνουμε φασαρία. Στρωθήκανε σε ένα τραπέζι μεγάλο, που το φτιάξανε αυτοί, παραγγείλανε και κάποια στιγμή με φώναξε, με εριστική διάθεση αυτός, εγώ ήμουνα πιτσιρικάς τότε, 22, ήταν την πρώτη χρονιά. Ο Βασίλης ήταν πολύ πιο μεγάλος από μένα, αλλά ήταν κουζίνα, ας πούμε, και ήταν και πολύ έτσι, είχε φάτσα, αγριόφατσα χαρακτηριστική. Ήτανε ηθοποιός που ήτανε ρολίστας και έκανε αυτά τα… Αλλά, εν πάση περιπτώσει, εγώ βρέθηκα αντιμέτωπος μέσα εκεί με τη… Οπότε [00:30:00]σηκώνεται ένας τύπος από ένα τραπέζι, τον οποίο τον λένε Κώστα Σταμούλη, τον λέγανε, έχει ένα μωρό που είναι σε δύο καρέκλες στο τσαντάκι και σηκώνεται πάνω και του λέει «Φιλαράκι, σε λάθος μαγαζί μπήκες, εδώ είναι το στέκι μας και σήκω φύγε όπως είσαι», του λέει, «διότι βλέπεις ότι 50 ζευγάρια μάτια σε κοιτάνε κάπως περίεργα, ας πούμε». Άλλη μια οριακή ιστορία θα σου πω, που ήταν μια ιστορία που μου άλλαξε την άποψη, τη θέση και με συνειδητοποίησε σαν ταβερνιάρη. Είναι ένα βράδυ μια κοπελίτσα, έτσι στην ηλικία σου, 18-20 ετών, ας πούμε. Η οποία έρχεται, ερχόταν εδώ, την ήξερα σαν πελάτισσα, έρχεται και κάθεται σε ένα τραπέζι, της πάω μισό κιλό κρασί, μου λέει: «Φέρε μου ένα μισόκιλο». Της λέω: «Θα φας κάτι;» Μου λέει: «Όχι». «Όk», λέω, «ό,τι χρειαστείς». Μου λέει: «Πέθανε ο πατέρας μου, αύριο το πρωί πρέπει να πάρω το αεροπλάνο και να ταξιδέψω στη Θάσο και δεν μπορώ να κάτσω σπίτι», μου λέει, «ήρθα εδώ πέρα που το νιώθω σαν σπίτι μου». Και εκεί ήταν κάτι οριακό για μένα. Δηλαδή, εκεί καταλαβαίνεις ότι ταβερνιάρης και σερβιτόρος δεν είναι αυτός που κουβαλάει το φαΐ και πληρώνεται και δίνει τα ρέστα και κάνει και ράνει. Βλέπεις ότι ο χώρος και η ατμόσφαιρα και το μαγαζί και η παρουσία είναι κάτι σαν του παπά της ενορίας, ας πούμε. 

Ά.Μ.:

Πώς νιώσατε;

Μ.Α.:

Παρόλο που ήμουνα μικρός, δηλαδή δεν ήμουνα περισσότερο από 25-30, ένιωσα πραγματικά ότι κάτι γίνεται εδώ πέρα, ρε παιδί μου. Τέλος πάντων, ήταν από τα περιστατικά που ήταν συγκλονιστικά. Την Ειρήνη, ερχότανε μετά και κάποια στιγμή την αναγνώρισα 20 χρόνια μετά. Δηλαδή μου ήρθε η φλασιά, της λέω «Ρε συ, εσύ δεν είσαι εκείνο το βράδυ που συνέβη αυτό;» Και πραγματικά είναι μια χαρά και είναι το… έρχεται με τα παιδιά της, με τον άντρα της.

Ά.Μ.:

Τι σας είπε για εκείνο το βράδυ μετά;

Μ.Α.:

Τι να μου πει; Έτσι όπως μου τα είπε. «Ένιωθα», μου λέει, «ότι σπίτι πνιγόμουνα και ένιωθα ότι εδώ πέρα είναι ένας χώρος που μπορώ να πάω, να πάω και να νιώσω άνετα, ρε παιδί μου. Δηλαδή ότι δε θα με προσβάλουνε, δε θα με πιάσουνε, δεν θα μου την πέσουνε, δε θα…»

Ά.Μ.:

Πολύ όμορφα βράδια, γλέντια που να θυμάστε, να έχετε ξεχωρίσει;

Μ.Α.:

Γλέντια άπειρα, άπειρα, από μουσικές, ιστορίες που γράφαν οι παρέες, ας πούμε, έτσι; Τα τελευταία χρόνια κάνουμε πιο οργανωμένα κάπως αυτή την ιστορία με τον Βασίλη και με τους Θανάσηδες. Και κάθε βράδυ, εντάξει, έχει κάτι το ξεχωριστό.

Ά.Μ.:

Τι όργανα παίζουνε;

Μ.Α.:

Μπουζούκια, κιθάρες, βιολί, κατά καιρούς περνάνε ακορντεόν και ξέρω γω και τέτοια. Ο Βασίλης παίζει τώρα… η αδυναμία του είναι η μάντολα, μάντολα είναι το ξαδερφάκι του μαντολίνου, ξέρω γω, και, ντάξει, κλασικά τα μπουζούκια, ας πούμε. Εντωμεταξύ, ποτέ δεν παίξαμε εδώ πέρα, έτσι, φανατικά τη μόδα και αυτό που συμβαίνει στην καθημερινότητα και σε όλα τα μαγαζιά. Παίζουμε… και δεν μ’ άρεσε κιόλας, δηλαδή δεν μου άρεσε αυτή η ιστορία, ότι… και αυτό που κάνουν τώρα πολλοί νεαροί που είναι από, δεν ξέρω, ψάχνουν και βρίσκουν αδικημένα και καλά τραγούδια της δεκαετίας του ’30. Τα οποία, εντάξει, είτε του Μάρκου είτε του Τσιτσάνη, όσα γράψαν αυτοί οι άνθρωποι δεν σημαίνει ότι ήταν και καλά. Και αδικηθήκανε, δεν είναι το θέμα ότι αδικηθήκανε, απλά μείνανε πίσω γιατί δεν είχαν τη δυναμική να επιβιώσουν μέσα στο χρόνο, ας πούμε. Αυτό. Εντάξει, δηλαδή και η μουσική είναι η χαρά μου, πραγματικά δηλαδή η μουσική μού άλλαζε τη διάθεση και μου έδινε θάρρος έτσι να μη βαριέμαι το μαγαζί.

Ά.Μ.:

Αν γυρίσουμε πίσω, δηλαδή αφήσατε τις σπουδές στα τρία τελευταία μαθήματα και μετά δεν το ξανασκεφτήκατε να γυρίσετε πίσω;

Μ.Α.:

Ναι, δεν ξαναπήγα, δεν ξαναπήγα. Ξαναπήγα στη σχολή το ’16-’17, τώρα που ήτανε η κρίση, διότι μου λείπανε 5-6 μήνες που θα μπορούσα να βγω σε σύνταξη, τότε που μας είχε πιάσει όλους ένας πανικός, ας πούμε. Και πραγματικά πήγα μήπως πάρω συγχωροχάρτι, γιατί δεν είχα χρόνο, δεν είχα πλασματικό χρόνο για να αγοράσω. Δηλαδή έπρεπε το πτυχίο… Παιδιά δεν είχα, είχα σκυλιά τότε αλλά δεν πιανόταν αυτά ως μέλη της οικογένειας, τον στρατό μου τον είχα πληρώσει διότι πήγα φαντάρος όντας ήδη ταβερνιάρης, οπότε δεν είχα κάνει διακοπή, και έψαχνα ένα χρόνο για να βρω. Και τελικά ευτυχώς δεν βρέθηκε, δηλαδή από ανοργανωσιά αυτών και κάπου είχαν χαθεί τα αρχεία. Ήμουνα Σιβιτανίδειο και πήγανε κάτι στα ΚΑΤΕ Αθηνών του Πειραιά, δεν ξέρω πού, τους γύρισα όλους. Κάποιος μου είπε ότι είναι σε κάποια αποθήκη που δεν υπάρχει άνθρωπος να τα ψάξει. Τελικά, ντάξει, εξομαλυνθήκανε τα πράγματα, πήγαμε παρακάτω. Και ευτυχώς δηλαδή, γιατί αν έκλεινα τότε το μαγαζί άρον άρον αυτά και τα λοιπά, θα έμενε ένα τεράστιο κενό. Δηλαδή τώρα, αυτό που έγινε φέτος και φέτος μετά από 45 χρόνια βγήκα σύνταξη και είναι μπροστά τα παιδιά… Εντάξει, έχει ωριμάσει μες στο μυαλό μου. Και είπα σιγά σιγά να… Βέβαια είμαι εδώ, να βοηθήσω σε ό,τι γίνει, ό,τι χρειαστεί, και από ένα σημείο και μετά ελπίζω ότι δεν θα είναι, δεν θα είμαι απαραίτητος. Διότι ουδείς αναντικατάστατος. Από κει και πέρα, πρέπει αφήνουμε χώρο και στη νεολαία να κάνει τα δικά της και με πλάγια βηματάκια πάμε παρακάτω, να δω τι θα κάμω κι εγώ τώρα που μεγάλωσα.

Ά.Μ.:

Μέχρι τώρα όμως ήταν η κάθε μέρα εδώ σχεδόν;

Μ.Α.:

Ναι, αυτές οι δουλειές είναι σκλαβιά, δεν έχει Κυριακή, δεν έχει γιορτές. Κάθε μέρα, κάθε μέρα, δηλαδή και αν κάποια μέρα είχα ένα υποτυπώδες ρεπό, που ήταν μια μέρα, Δευτέρα-Τρίτη, που κατά τεκμήριο δεν έχει πολλή δουλειά, πάλι αν γινόταν κάτι με κατεβάζανε. Δηλαδή καθόμουνα σπίτι, ας πούμε, δεν μπορούσα να πάω ένα σινεμά, διότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να έπεφτε κόσμος και με κατέβαζαν στο μαγαζί να τρέχω.

Ά.Μ.:

Ενδιαφέροντα πρόσωπα που έχετε γνωρίσει εδώ;

Μ.Α.:

Πέρασε στην κυριολεξία πέρασε όλη η αφρόκρεμα από ηθοποιούς, πολιτικούς, δημοσιογράφους και τέτοια. Ας σταθώ σε μερικά πρόσωπα που ήταν συγκλονιστικά για μένα. Ένας από τους πρώτους ήταν ο Νικόλας ο Άσιμος, ο οποίος περνούσε ως μουσικός, ως μικροπωλητής και έτσι ως… κατά καιρούς έκανε διάφορα. Άλλοτε πουλούσε τις κασέτες που έβγαζε, άλλοτε πουλούσε από γλειφιτζούρια, κοκοράκια, ξέρω γω, άλλοτε έβγαινε σαν μουσικός και τέτοια. Ο οποίος ήταν μια ιστορική και ιδιόρρυθμη προσωπικότητα, ας πούμε. Εγώ θεωρώ ότι ήταν μεγάλος ποιητής και προφητικός και, με όλη την τρέλα που κουβαλούσε, ότι έχει γράψει πράγματα τα οποία είναι αρκετά ζωντανά και σύγχρονα, ρε παιδί μου, πλέον.

Ά.Μ.:

Και ερχόταν στο μαγαζί;

Μ.Α.:

Ναι, ερχότανε. Είχα από τις κασέτες είχα πάρει το «Φανάρι του Διογένη» το 00002, τη δεύτερη που πούλησε δηλαδή. Ένας άλλος άνθρωπος που πραγματικά δηλαδή με συγκλόνισε ήταν ο Αλέξης ο Δαμιανός. Τον ξέρεις τον Δαμιανό, ε;

Ά.Μ.:

Τι είναι η ιδιότητά του;

Μ.Α.:

Είναι ο σκηνοθέτης που έκανε την «Ευδοκία». Αν δεν ξέρεις την ταινία, ξέρεις το «ζειμπέκικο της Ευδοκίας».

Ά.Μ.:

Ξέρω, ξέρω την ταινία, ναι.

Μ.Α.:

Και είχε κάνει παλιά το «Μέχρι το πλοίο», είχε κάνει δυο τρεις ταινίες που ήταν από τις καλύτερες του ελληνικού κινηματογράφου. Αυτός ο άνθρωπος ήταν τρεις απιθαμές, να πούμε, ήτανε τόσος και ξαφνικά τον βλέπεις μπροστά σου ένα μάτι να λαμπυρίζει. Τον είχα γνωρίσει τότε που έγραφε το κύκνειο άσμα, έκανε μια ταινία, την τελευταία, πώς τη λέγανε γαμώτο; Θα τη βρούμε, την τελευταία του Αλέξη Δαμιανού. Και ήταν σε διαδικασία, ξέρεις, δημιουργίας και παραγωγής, όπου τα μάτια του βγάζουνε φωτιές, ας πούμε. Ο «Ηνίοχος». Το βρήκες;

Ά.Μ.:

Όχι, αλλά–

Μ.Α.:

Εντάξει, εντάξει, αυτό είναι, αυτό είναι, γυρίζει τον «Ηνίοχο». Επίσης συγκλονιστική μορφή, ο Θανάσης ο Βέγγος, ο οποίος ήτανε να συνεργαστεί με τον αδερφό μου και δυστυχώς… είχε γραφτεί μια ταινία πάνω του και δυστυχώς ποτέ δεν έγινε. 

Ά.Μ.:

Γιατί;

Μ.Α.:

Ο Βέγγος ήταν κατενθουσιασμένος, του άρεσε πάρα πολύ η δουλειά του Δήμου, θεωρούσε ότι πέτυχε σε πολύ μικρή ηλικία αυτό που κυνηγούσε ο ίδιος μια ζωή. Στην πρώτη φάση, στην πρώτη φάση δε χρηματοδοτήθηκε η ταινία. Και από το Κέντρο, ξέρω γω, ο Δήμος ήτανε έτσι σε μία άτυπη, σε μια άτυπη καραντίνα, στην απέξω, ας πούμε. Και, σε δεύτερη φάση, όταν βγάλανε τα λεφτά, είχε υπογράψει το Κέντρο, έπαθε εγκεφαλικό ο θείος και πραγματικά δεν μπορούσε. Δηλαδή άλλαξαν τα δεδομένα, από εκεί που είχαμε ένα Βέγγο που ήταν αεικίνητος και σφαίρα και αυτά και τα λοιπά, ξαφνικά έγινε ένας άνθρωπος ο οποίος ήτανε γιαβάς γιαβάς. Παρ’ όλα αυτά, έχει ξεκινήσει πάλι ο Δήμος και είχε προσαρμόσει το σενάριο πάνω του και αυτά και τα λοιπά, και κάποια στιγμή δεν ξέρω τι έγινε πάλι, δηλαδή πέρασε η προθεσμία και χάθηκαν τα χρήματα; Εν πάση περιπτώσει, δυστυχώς δεν έγινε.

Ά.Μ.:

Όταν λέτε ότι ο Βέγγος πίστευε ότι ο αδερφός σας πέτυχε αυτό που ήθελε εκείνος σε μικρή ηλικία, τι εννοούμε;

Μ.Α.:

Είχε δει τον «Αθέμιτο Ανταγωνισμό», είναι μια ταινία, η πρώτη ταινία που έκανε ο Δήμος, που είναι τσαπλινική έτσι τύπου. Και όταν την είδε έπαθε σοκ. Χτυπούσε το [00:40:00]κεφάλι του. «Ποπό», λέει, «τι μου έκανες; Αυτό προσπαθούσα να κάνω», λέει, «εγώ μια ζωή και το έκανες εσύ με την πρώτη σου ταινία;». Αυτό.

Ά.Μ.:

Και για τον Δαμιανό, που αναφέρατε πριν, ερχόταν δηλαδή εδώ τα βράδια κατά τη διάρκεια που γύριζε την ταινία;

Μ.Α.:

Τότε που είχαν τα γυρίσματα έρχονταν σαν συνεργείο, για να φάνε, να πιούνε, να σχεδιάσουνε και τέτοια. Επίσης, άλλη μια μεγάλη γνωριμία ήταν ο Σταύρος ο Τορνές. Σου λέει κάτι το όνομα; Ο Σταύρος Τορνές ήτανε μία συγκλονιστική προσωπικότητα, ο οποίος είχε ξεκινήσει από ζεν πρεμιέ, την εποχή της φουστανέλας. Υπάρχουν ταινίες παλιές, «Γκόλφω», όπου είναι φουστανέλες, τσαρούχι και ο Σταυρός μουστακάκι στριφτό και σούπερ γκόμενος, κάτι σαν τον Αλεξανδράκη, ρε παιδί μου. Ο τύπος πολύ γρήγορα το άλλαξε το βιολάκι. Δούλεψε, πήγε στην Ιταλία, δούλεψε με τους αδελφούς Ταβιάνι, είχε παίξει στο «Allons enfants», είχε δουλέψει με τον Κακογιάννη στο «Ζορμπά». Δεν ξέρω, είχε πάει σαν cast-director. Εν πάση περιπτώσει, το έψαξε και πήγε Ιταλία και μετά έκανε κινηματογράφο ασύμμετρο, τέλος πάντων, μοντέρνο, ξέρεις, δεν είχε αρχή-μέση-τέλος. Ήταν οι ταινίες του είναι η «Καρκαλού», «Ένας Ερωδιός στο Wyoming», δυο τρεις ταινίες είχε κάνει που γράψαν ιστορία, έτσι; Είναι στον καλτ κινηματογράφο έτσι εμβληματικές. Και αυτός ήτανε φίλος μου, ήταν πολύ ωραίος τύπος και πολύ μποέμ.

Ά.Μ.:

Τι θυμάστε χαρακτηριστικό από αυτό;

Μ.Α.:

Το χαρακτηριστικό, ήμασταν Θεσσαλονίκη στο φεστιβάλ τότε, που είχε πάει και ο Δήμος με το «Δέντρο που Πληγώναμε» και ήτανε και ο Σταύρος μαζί. Ήτανε ο πρίγκιπας, ρε παιδί μου, δηλαδή είχε ένα χιλιάρικο στην τσέπη του, πηγαίναμε σε ένα μαγαζί και δεν ήτανε να πάρουμε κάτι και να σαβουρώσει και τέτοια, ήτανε να πάρουμε ένα μπουκάλι κρασί να κάνει 900 δραχμές και να πάρουμε και ένα κομμάτι τυρί 100. Την πρώτη χρονιά που ξεκινήσαμε ήταν τόσο μεγάλη κοσμοσυρροή που χρειαστήκαμε και το πάνω, το δεύτερο όροφο. Όπου εκ των πραγμάτων ένα δωμάτιο ήτανε λάντζα και τα άλλα του δυο δωματιάκια εδώ πέρα ήταν ακριβώς έτσι όπως το βλέπεις, με ένα διάδρομο εδώ και δύο πόρτες.

Ά.Μ.:

Ναι.

Μ.Α.:

Λοιπόν, μπαίναν 15 από εδώ, 15 από εκεί και 6 άτομα ουδέτερες ζώνες στη μέση. Από εκεί ήτανε οι κνίτες. Οι κνίτες είναι οι αυτοί του ΚΚΕ, οι σκληροπυρηνικοί, ρε παιδί μου. Και στο από εδώ δωμάτιο ήτανε του «Ρήγα Φεραίου». Ο «Ρήγας Φεραίος» ήτανε η νεολαία του ΚΚΕ Εσωτερικού, οι οποίοι ήτανε πιο διαλλακτικοί αυτοί, δεν ήταν οι σκληροπυρηνικοί, είναι οι ΚΚΕ Εσωτερικού είναι οι πρόγονοι του ΣΥΡΙΖΑ, ας πούμε. Μεταλλάχτηκαν μετά, σε Συνασπισμούς, σ’ αυτά και τέτοια, ΣΥΡΙΖΑ. Λοιπόν, κάποια στιγμή αρχίζανε και ανταλλάζανε συνθήματα και φιλοφρονήσεις, τώρα παιχνίδι, εντάξει. Φωνάζανε, χτύπαγαν τα πόδια τους. Και σε αυτή τη φάση η κουζίνα του μαγαζιού ήταν από κάτω, όπου αυτό επειδή είναι ξύλο, είναι παλιά στέγη με καστανιές και ξύλο, έβλεπα να κάνει μια ταλάντωση το ταβάνι. Και κάποια στιγμή φαντάζομαι ότι ανοίγει το ταβάνι και μου πέφτουν στο κεφάλι 15 κνίτες. Αυτό βέβαια μας προβλημάτισε κάπως, αλλά είπα να πάρω και άμεσα μέτρα, τα οποία ήταν από την επόμενη Παρασκευή. Έβαλα τους κνίτες στο από δω δωμάτιο και πήγα από εκεί τους ρηγάδες, του «Ρήγα Φεραίου». Διότι οι ρηγάδες, από τη μια, δεν ήταν τόσο σαματατζήδες και αυτά και μετά στον «Ρήγα Φεραίο» υπήρχε μια παράδοση ότι είχε ωραίες γυναίκες. Ενώ οι κνίτισες ήτανε οι συντρόφισσες… ήτανε απαράδεκτο, δηλαδή, ο καλλωπισμός και αυτά και τα λοιπά, ήταν αντάρτισσες με αρβύλες και αμπέχονα και τέτοια κόλπα. Οπότε λέω: «Αν καμιά φορά γίνει κανένα ατύχημα, ρε παιδί μου, αντί να σου πέσει στο κεφάλι καμιά κνίτισσα, ας πούμε, με αρβύλες και τα λοιπά, μπορεί να μου πέσει κανένα γκομενάκι έτσι εκλεπτυσμένο». 

Ά.Μ.:

Λοιπόν, θα ήθελα να ρωτήσω πώς θα περιγράφατε την ατμόσφαιρα του μαγαζιού. Δηλαδή κάποιος που έρχεται εδώ πώς το βιώνει; Τι πιστεύετε;

Μ.Α.:

Είχε έρθει πριν από πέντε, έξι, δέκα χρόνια –δεν θυμάμαι πόσο, έχω χαλαρή αίσθηση του χρόνου–, μία κυρία, έτσι 65-70 χρόνων. Η οποία έκατσε και έφαγε, Αυστραλέζα. Μου φώναξε, τα αγγλικά μου είναι χάλια, αλλά αυτό που μου είπε είναι ότι ένιωσε ότι μπήκε σε ανοιχτό σπίτι, «open house». Η λογική μου πάντα ήταν ότι το μαγαζί είναι η προέκταση του σπιτιού μου. Το σπίτι μου κάποια στιγμή δεν υπήρχε, ας πούμε, ήταν ξενοδοχείο. Δηλαδή κοιμόμουνα, ξύπναγα και στο μαγαζί πάλι. Δεν είχα τη δυνατότητα να σε φωνάξω, ας πούμε, να σου πω: «Έλα να σου κάνω μια μακαρονάδα». Διότι έλλειψη χρόνου και τέτοια. Οπότε το μαγαζί ήταν το σπίτι μου. Ο άνθρωπος που μπαίνει μέσα και με τιμά έπρεπε να τον τιμήσω κι εγώ. Βέβαια, αυτοί που ήταν ανάποδοι χρόνοι και στραβοί πελάτες δεν είχε ανταμοιβές, είχε με τον τρόπο μου να τους διώξω, δηλαδή αυτοί που ήταν παράταιροι. Άσε που ήτανε πολύ σπάνια περιστατικά αυτά, γιατί ήδη από τη διακόσμηση, τη μουσική και το κλίμα του μαγαζιού… Δηλαδή το κλίμα του μαγαζιού είναι πάντα χαλαρό και ήρεμο, ας πούμε. Εάν μπει κάποιος που είναι ψηλομύτης και που ενοχλείται μπαίνουν μικροπωλητές, ενοχλείται που μπαίνει ο λαχειοπώλης, ενοχλείται που στο δίπλα τραπέζι μπορεί να συνυπάρχει ένα ζωάκι, ας πούμε, που είναι ήρεμο και δεν πειράζει κανέναν, εντάξει, αυτός θα φύγει από μόνος του, ας πούμε.

Ά.Μ.:

Και τι προφίλ νιώθετε ότι βγάζει το μαγαζί; Τι κυριαρχεί;

Μ.Α.:

Αλήθεια, αλήθεια. Δεν υπάρχει καμία δηθενιά, ας πούμε, ότι δήθεν πουλάμε το τέλειο φαΐ και την τέλεια ατμόσφαιρα και την τέλεια μουσική. Είμαστε αυτοί που είμαστε, είμαστε ανθρώπινοι, μιλάμε, ακούμε, κοιτάμε τον πελάτη και τον άνθρωπο στα μάτια, ας πούμε.

Ά.Μ.:

Το μαγαζί στη Χίο τι απέγινε;

Μ.Α.:

Το μαγαζί στη Χίο ήταν σε μια φοβερή θέση, ήταν σαν καράβι δηλαδή, ήταν μια προβλήτα μέσα στη θάλασσα. Και η ιδέα μου ήταν να βάλω μια υπερκατασκευή εκεί με βαρέλια, ξέρω γω, να κάνω μια πλώρη. Πράγμα που δεν γινόταν πρακτικά, γιατί έπιανε η νοτιά και τα έκανα σμπαράλια. Όποτε έγινε όμως τις πρώτες χρονιές έγινε το καράβι, το οποίο θα σου δείξω φωτογραφία κάποια στιγμή. Το οποίο στερεώθηκε, έγινε μια κουπαστή, ας πούμε, έγινε τα ξύλα, τα ρέλια κουπαστή και τα τραπέζια πάνω και κάτω. Δηλαδή από μακριά έδειχνε σαν πλαγιοδετημένο καράβι στον ντόκο. Ξέρεις τους όρους, αφού είσαι Υδραία καπετάνισσα! Λοιπόν, έγραψε ιστορία, δηλαδή έγινε χαμός κάτω. Αλλά η ιστορία τελείωσε μετά από μια δεκαετία. Είχα συμβόλαιο 5 συν 5 χρόνια και μετά δεν είχα καμία διάθεση να το συνεχίσω. Διότι από το 2008 άρχισε η κρίση, η σεζόν κάθε χρόνο συρρικνωνότανε, το μαγαζί ήταν εκτεθειμένο μες στο νοτιά και μες στη θάλασσα. Όταν είχε νοτιά, όταν είχε οχτάρι, το σαμιώτη, ξέρω γω, αυτός που έρχεται νοτιοανατολικά προς τα πάνω, το μαγαζί γινόταν υποβρύχιο. Δηλαδή σκεπαζόταν τελείως από το…

Ά.Μ.:

Το είπαμε και πριν, δεν είμαι σίγουρη, σε ποια περιοχή της Χίου ήταν το μαγαζί;

Μ.Α.:

Αγία Ερμιόνη. Κάποια στιγμή έκλεισε ο κύκλος του, δεν είχα καμία διάθεση να το συνεχίσω πλέον, διότι ήταν πολύ κουραστικό και έφευγα από το ένα μαγαζί, πήγαινα στο άλλο. Έφτασα… όχι έφτασα, ξεπέρασα τα όριά μου. Οπότε καλά ήτανε.

Ά.Μ.:

Την κρίση το εδώ μαγαζί πώς την πέρασε;

Μ.Α.:

Η κρίση επηρέασε όλο τον κόσμο βαθιά. Την έβγαλα καθαρή γιατί ήτανε νοικοκυρεμένη επιχείρηση, δηλαδή δεν είχα πολύ προσωπικό, δούλευα πολύ μόνος μου και από το 1989 το είχα αγοράσει, όπου δεν είχα ενοίκιο. Και το ενοίκιο για ανθρώπους που πληρώναν ψηλά ενοίκια και δεν έμπαινε άνθρωπος στο μαγαζί, όταν μαζευτούνε δέκα νοίκια και χρωστάς 20, 30, 40 χιλιάρικα σε νοίκια, αυτομάτως είσαι με τη θηλιά στο λαιμό, ας πούμε. Εγώ δεν αντιμετώπισα, δηλαδή μπορούσα να αυτό… Κάποια στιγμή κάψαμε το λίπος, ας πούμε, και δημιουργήθηκαν έτσι κάποιες μαύρες τρύπες, τα οποία τα έβαλα σε μια τάξη, τα νοικοκύρεψα, άλλαξα, έκανα μια τομή δηλαδή που έπρεπε να γίνει. Δηλαδή το μαγαζί μέχρι το ’12-’13-’14 ήτανε νεανικό και πιτσιρικάδα και τέτοια. Είχα σερβιτόρους που ήταν φοιτητές και νεαροί και οι παρέες και ξέρεις πώς λειτουργεί αυτό. Αυτό λειτουργούσε, ας πούμε, διότι χαμηλές τιμές, αλλά το ταμείο έβγαινε, δηλαδή ήτανε θετικό. Μόλις άρχισε η κρίση, το δεκάρικο και το δεκαπεντάρι του φοιτητή έπεσε στα μισά και είχα ένα γεμάτο μαγαζί και άδειο ταμείο, ας πούμε. Λοιπόν, αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Έκανα μια τομή, με μία πολύ εύστοχη διαφήμιση στον 105,5, τότε που ήταν αντιπολίτευση ακόμα ο ΣΥΡΙΖΑ, και έγινε μια υπενθύμιση σε όλους αυτούς που είχαν περάσει από το μαγαζί. Και όλοι αυτοί είναι οι άνθρωποι που κρατούσανε το χρήμα στην τσέπη τους, είτε είναι γιατροί, δικηγόροι, πολιτικοί, δημοσιογρά[00:50:00]φοι, όλοι αυτοί είχαν περάσει από τον «Πειναλέοντα» σαν φοιτητές. Και ξαφνικά, ας πούμε, αυτοί που τρέχανε στα Κολωνάκια και πληρώναν πενηντάρικα και αυτά ήρθαν στον «Πειναλέοντα» με δέκα, δεκαπέντε ευρώ, ας πούμε, και τρώγανε ένα πολύ τίμιο φαΐ και πολύ ωραία και τους έβγαινε και συγκίνηση. Αυτό. Όπου ξαναμάζεψα την παλιά πελατεία. Τους πιτσιρικάδες δεν είχα κανένα πρόβλημα και πάντα το μαγαζί έχει ένα σημαντικό ποσοστό νεολαίας. Απλά αυτοί που το θεωρούσανε μπαξέ τσιφλίκι, ας πούμε, αυτοί που ερχότανε και πίναν 10 μπύρες και πληρώναν τις 5 και ήτανε του χαρβαλιά ο φούρνος, αυτό κόπηκε. Με αποτέλεσμα να έχω, δηλαδή να ξαναμαζέψω, να συσπειρώσω την παλιά πελατεία. Και πάντα με τις προσθήκες και αυτά. Και, εντάξει, γενικά ένα μαγαζί για να πηγαίνει καλά πρέπει να ξεφύγει από τον στενό και προσωπικό κύκλο. Δεν μπορεί μια ζωή να σε υποστηρίζουν οι φίλοι και οι συγγενείς σου, ας πούμε, και να έρχονται κάθε μέρα. Δηλαδή μπορεί να μην τους αρέσει το φαγητό σου, πρέπει να έχουν υποχρέωση να πάνε κάπου αλλού. Και, εντάξει, δηλαδή το μαγαζί πρέπει να προσελκύει ανθρώπους που δεν ξέρεις. Δηλαδή δεν μπορείς να είσαι γαντζωμένος και να πεις ότι «Είμαστε φίλοι και οφείλεις να έρχεσαι στον “Πειναλέοντα” κάθε βράδυ, δεν γίνεται».

Ά.Μ.:

Θυμάστε να ξανασυναντήσατε κάποιον μετά από χρόνια και έτσι–

Μ.Α.:

Αν θυμάμαι; Καθημερινά γίνεται αυτό. Καθημερινά γίνεται αυτό και κάποιους τους θυμάμαι κιόλα, έχω μνήμη ελέφαντα. Με αυτή την ιστορία που σου έλεγα, με το πάνω-κάτω ήρθε, ήρθε πέρσι ένας και μου λέει: «Το πάνω δεν το ανοίγεις;» Του λέω: «Ρε μεγάλε, από πότε έχεις να έρθεις στον “Πειναλέοντα”;» Μου λέει: «Από το ’78». Του λέω: «Κνίτης ήσουνα;» «Από πάνω», λέει, «ναι, από δω καθόμαστε», μου λέει. Και ανθρώπους που έχουμε να ιδωθούμε χρόνια, ρε παιδί μου. Πολλούς από αυτούς θυμάμαι ή θυμάμαι τις ιστορίες τους. Προχτές, που είχα γενέθλια, ήρθε ένα ζευγάρι και μου φέραν και μια γλάστρα. Αυτοί γνωριστήκαν εδώ μέσα. Είναι τώρα 50… είναι 50, 55, δηλαδή μια γενιά κάτω από μένα, ας πούμε. Αυτοί γνωρίστηκαν εδώ μέσα και έρχονται με τα παιδιά τους. Η κόρη τους τώρα είναι 28 και είναι στη Σχολή Καλών Τεχνών και ο γιος τους είναι δεκαοχτάρης και ερχόνταν με τα παιδιά τους και αυτά και τέτοια και πάει λέγοντας. Ή έχει τύχει–

Ά.Μ.:

Και σας φέραν μια γλάστρα δώρο;

Μ.Α.:

Ναι, ρε παιδί μου, δηλαδή, ξέρεις, θεωρούν ότι εδώ είναι το… Έχει τύχει περίπτωση, όπως κάθεσαι τώρα εσύ και πίνεις ένα κρασί, να σε πάρει η μάνα σου ή ο πατέρας σου, «Πού είσαι;» λέει. «Μπαμπά, είμαι σε ένα ωραίο ταβερνάκι, αποκλείεται να το ξέρεις». Λέει: «Πού ρε;» «Στα Εξάρχεια», λέει, «στον “Πειναλέοντα”». «Έλα, ρε τσόγλανε», λέει, «όταν πήγαινα εγώ στον “Πειναλέοντα” εσύ ήσουν αγέννητος, να πούμε, δεν υπήρχες ούτε καν σαν υποψία». Εντάξει, δηλαδή ώρες ώρες… Ή βλέπεις τώρα με την ανιψιά του Λευτέρη, ας πούμε. Έρχονται παιδιά… Ή συμβαίνει το αντίστροφο, είναι παιδιά που είναι φοιτητές στην Αθήνα, έρχονται οι γονείς τους από την επαρχία για να τους δούνε και τους φέρνουν εδώ. Και πραγματικά παθαίνουνε πλάκα, ας πούμε, διότι, εντάξει, τέτοια ατμόσφαιρα και τέτοιο φαγητό σε αυτές τις τιμές, νομίζω ότι είναι ο τέλειος συνδυασμός. Και χωρίς να θέλω να περιαυτολογήσω και να υπερβάλω.

Ά.Μ.:

Γίνεται αυτή η σύνδεση των γενεών.

Μ.Α.:

Ναι, ναι, νομίζω ώρες ώρες ότι περνάει στο DNA της νεολαίας, έτσι όπως οι πεταλούδες που γυρνάνε και ξαναβρίσκουν το ίδιο δέντρο.

Ά.Μ.:

Το δικό σας κίνητρο και η έμπνευση και η δύναμη όλα αυτά τα χρόνια ποιο ήτανε;

Μ.Α.:

Εγώ ανήκω σε μια γενιά που δουλεύαμε παιδιόθεν. Δηλαδή γεννήθηκα μες στο μπακάλικο και κάποια στιγμή ήμουνα τέσσερα τεσσεράμισι χρόνων και πουλούσα, ζύγιζα και πούλαγα, πούλαγα πατάτες, ξέρω γω, πούλαγα… Ή στο καφενείο, σου λέω, πήγαινα από μια ηλικία έξι ετών, ας πούμε. Δηλαδή ζούσαμε χρόνια δύσκολα, δηλαδή εγώ πήρα ποδηλατάκι, ποδήλατο στα 14-15 μου. Δε μου πήραν οι γονείς μου έκανα αγγαρείες σε ένα γείτονα εκεί πέρα και μου έδωσε ένα παλιό ποδήλατο που είχε και έκοβα βόλτες στη νύχτα γιατί τη μέρα είχα δουλειά. Ντάξει, ήμαστε μαθημένοι, ρε παιδί μου, στο να δουλεύουμε, ας πούμε. Και, ντάξει, μια δουλειά που σου αρέσει και που είναι κοινωνική και σε ανταμείβει κιόλα, εντάξει, την κάνεις και πολύ πιο ευχάριστα. Δεν ήμουνα δηλαδή κανένας δημόσιος υπάλληλος, να βαριέμαι τη ζωή μου και να…

Ά.Μ.:

Το ενδιαφέρον άρα κρυβόταν στο τι θα γινόταν κάθε βράδυ στο μαγαζί ίσως; Ποιος θα… η ατμόσφαιρα ή–

Μ.Α.:

Βεβαίως, όπως επίσης μπορεί να κατέβαινα κάτω κομμάτια, ας πούμε, αυτά και τα λοιπά, και να ’μπαινε ένας άνθρωπος μέσα, ένας άντρας, μια γυναίκα και άγνωστος, να σου σκάσει ένα χαμόγελο και να αλλάξει όλη η διάθεση. Ή να πιάσεις μια κουβέντα. Και πραγματικά δηλαδή αυτό συνέβαινε και συμβαίνει. Και δεν έχουμε και στραβές, δηλαδή να μπούνε περίεργοι αυτά και τα λοιπά. Σου λέω ότι όλα αυτά τα χρόνια είναι μετρημένες στα δάχτυλα αυτά τα περιστατικά.

Ά.Μ.:

Τα δύσκολα.

Μ.Α.:

Τα δύσκολα, ας πούμε, και ντάξει.

Ά.Μ.:

Κάποιος που, αυτό που λέτε, να μπήκε και να σας αλλάξει τη διάθεση ή να σας έδωσε και μια νέα ιδέα ή οπτική θυμάστε;

Μ.Α.:

Και ιδέες πήρα και… Γιατί τη μαγειρική ούτε σπούδασα ούτε πήρα ποτέ κανέναν καλύτερο μάγειρα από μένα να μου δείξει. Πήγαινα, μάθαινα και άκουγα, άκουγα πολύ προσεκτικά τις κριτικές, τις καλοπροαίρετες. Τώρα άμα ήτανε κανένας παπάρας ξερόλας που έλεγε και τα λοιπά, εντάξει, μπαινάκης-βγαινάκης. Αλλά κάποιον άνθρωπο που εκτιμούσα ότι ήξερε και μιλάει καλοπροαίρετα κάθισα και τον ακούω. Έτσι έμαθα να μαγειρεύω και έτσι έμαθα να… Δηλαδή είχα τον Μήτσο τον Κορδάτο, ο οποίος είναι θεατρικός συγγραφέας, αυτά και τα λοιπά, και κάποια στιγμή με τα χόρτα, μου λέει: «Βρήκα λίγο χωματάκι». Του λέω: «Τα έπλυνα τρεις φορές». Και μου λέει: «Τα χόρτα δεν έχει σημασία πόσες φορές θα τα πλύνεις. Μπορεί να τα πλύνεις μια φορά και να είναι εντάξει και μπορεί να πλύνεις δέκα φορές και να μην είναι εντάξει. Δηλαδή τα χόρτα θα τα πλένετε μέχρι το τελευταίο που θα κάνεις έτσι, να μην έχει καθόλου χώμα μέσα». Εντάξει, δηλαδή μπορεί αν είναι ζωχός και έχει βρέξει, είναι άγριο, κολλάνε πάνω του λάσπες και χώματα και τα λοιπά και δε βγαίνει εύκολα. Αν έχεις ένα ραδίκι ήμερο, ας πούμε, και το μαζέψεις στη λιακάδα αυτό και τα λοιπά, του κάνεις έτσι, του περνάς ένα νερό και είναι ok. Δηλαδή νομίζω ότι είναι θέμα παρατηρητικότητας και πόσο σε ενδιαφέρει για να μάθεις, ρε παιδί μου. Δηλαδή και εμένα, από ένα σημείο και μετά, με ενδιέφερε πάρα πολύ. Δηλαδή πέρασα τη φάση που ήμουνα σε δύο βάρκες με το ένα πόδι, δηλαδή ότι είναι προσωρινό και θα φύγω και θα κάνω κάτι καλύτερο και τα λοιπά. Από ένα σημείο και μετά, από τη στιγμή που αποφάσισα ότι αυτό είναι το μέλλον μου, νομίζω ότι δόθηκα έτσι…

Ά.Μ.:

Ολοκληρωτικά. 

Ά.Μ.:

Πώς πιστεύετε ότι το μαγαζί συνδεόταν με τα ιστορικά γεγονότα; Τι ανταλλαγή υπήρχε, ας πούμε, την εποχή της μεταπολίτευσης;

Μ.Α.:

Καταρχήν, μετά τις διαδηλώσεις και τα λοιπά, η επανάσταση συνεχιζόταν στην ταβέρνα. Εντάξει; Κάθε φορά μετά την πορεία του Πολυτεχνείου όλοι οι παλιοί, οι παλιοί και νέοι αυτοί καταλήγουν εδώ, ας πούμε. Επίσης, πάντα ήταν χώρος ζύμωσης, δηλαδή με φοιτητές, με διανοούμενους, με καλλιτέχνες, με δημοσιογράφους και τα λοιπά. Ερχότανε κάποια εποχή από την Ελευθεροτυπία ο Γιώργος ο Βότσης, ήτανε με έναν τύπο της ΚΥΠ, τον Κρυστάλλη, ο οποίος αυτός ήτανε πράκτορας και είχε χωθεί και καλά σαν αριστερός και ερχόταν εδώ πέρα. Και μάλιστα έγινε ένα περιστατικό που παρακολουθούν ΚΥΠατζήδες το Γιώργο το Βότση και πάνε να τον στριμώξουνε και ξεκινάει η ιστορία ότι έχουνε φύγει από τον «Πειναλέοντα», δηλαδή από εδώ. 

Ά.Μ.:

Και τι έγινε; 

Μ.Α.:

Επίσης, έρχονταν από τους… Τι έγινε; Εντάξει, δεν έγινε τίποτα. Ερχόνταν όλοι αυτοί, οι Ξηροί, οι τρομοκράτηδες οι αυτοί και τα λοιπά, είχανε περάσει όλοι μια βολτίτσα από εδώ πάνω, από τον «Πειναλέοντα».

Ά.Μ.:

Στο Πολυτεχνείο εσείς συμμετείχατε;

Μ.Α.:

Το Πολυτεχνείο έγινε το 1973 και εγώ ήμουνα πέμπτη γυμνασίου στη Χίο. Απλά άκουσα το πρωί τις ειδήσεις προς το λεωφορείο, πηγαίνοντας για το γυμνάσιο, ένιωσα μια φοβερή ανατριχίλα. Γιατί ήξερα ότι σίγουρα θα είναι μέσα ο αδερφός μου, ας πούμε, ή, εν πάση περιπτώσει, ήμαστε ψυλλιασμένοι λιγάκι ότι… έτσι η χούντα είπαν ότι δεν έγινε τίποτα και διάλυσε, αλλά κατά βάθος όλοι ξέραμε ότι κάποια παιδάκια θα είχανε φάει και άλλοι θα τους είχανε… Όπως και έγινε, υπήρχαν 15-20 αγνοούμενοι, ξέρω γω.

Ά.Μ.:

Ο αδερφός σας;

Μ.Α.:

Τους έφαγε η μαρμάγκα. Και ότι κάποιοι θα έχουνε φάει το ξύλο της αρκούδας. Και ήξερα ότι επειδή ο Δήμος ήτανε αυτός, θα είναι μέσα. Και όπως και πράγματι ήταν. Ο οποίος, εντάξει, την έβγαλε ανώδυνα. Έφυγε με μια μαχαιριά στην πλάτη από ξιφολόγχη, αλλά, εντάξει, ήταν επιφανειακή.

Ά.Μ.:

Σας το έχει περιγράψει αυτό, τι έγινε;

Μ.Α.:

Όχι, όχι, δε μιλάει και δεν το πούλησε ποτέ ο Δήμος. Ούτε καν είπε ότι ήτανε στο Πολυτεχνείο, απλά τα ξέρω. Είχανε κατεβάσει στρατό κάτω και οι στρατιώτες ήταν με τη λόγχη πάνω στο όπλο και τους βάλανε μπροστά και τους αυτό. Ξέρεις, κέντημα.

Ά.Μ.:

Εσείς μετά από πόσο καιρό το μάθατε αυτό;

Μ.Α.:

Πολύ μετά το έμαθα, πολύ μετά το έμαθα.

Ά.Μ.:

Σε πορείες πηγαίνατε εσείς μετά αργότερα;

Μ.Α.:

Όταν ήρθα στην Αθήνα δεν κάναμε τίποτα άλλο, κάθε μέρα πορεία και πορεία. Αλλά εκτός από τις πορείες πήγαινα και στις συναυλίες. Έχω δει δ[01:00:00]ηλαδή μπροστά στα μάτια μου το Μίκη Θεοδωράκη, τον Ξυλούρη και το Μαρκόπουλο και την Μαρίζα Κωχ και όλους αυτούς. Ήμαστε κολλητοί φίλοι με ένα δημοσιογράφο, τον Κώστα τον Μαρδά, από το γυμνάσιο, ο οποίος είχε τη μανία σε κάθε συναυλία, ήταν εδώ η σκηνή, να έρθει εδώ. Δηλαδή τον έχανα μέσα στο γήπεδο, ήξερα ότι θα τον βρω στο κάγκελο.

Ά.Μ.:

Και ποια συναυλία θυμάστε; Σας έχει μείνει;

Μ.Α.:

Η πιο έντονη ήταν με τον Ξυλούρη εδώ πέρα, στο γήπεδο του Παναθηναϊκού ή στο Καραϊσκάκη, δε θυμάμαι ποιο, «Τραγούδια της Φωτιάς». Έβλεπα τον Ξυλούρη και στο Σύνταγμα θυμάμαι μια αυτή, πάλι κάτω από τη σκηνή ήμασταν. Θυμάμαι τον Ξυλούρη, τον οποίο τον βλέπαμε από κάτω προς τα πάνω και πραγματικά φαίνονταν ότι είναι 3 μέτρα. Και ξέρεις, δεν ήταν πολύς, ίσα με εδώ μου ήτανε. Ένας κανονικός άνθρωπος ήτανε και αδύνατος και τέτοια, φαινότανε γίγαντας.

Ά.Μ.:

Ποια χρονιά ήταν αυτό;

Μ.Α.:

Αυτά ήταν ’74-’75-’76, μεταπολίτευση.

Ά.Μ.:

Και στο μαγαζί γινόντουσαν έτσι συζητήσεις;

Μ.Α.:

Συζητήσεις, άπειρες πολιτικές και αντιπαραθέσεις, δηλαδή από διαφορετικά κομμάτια. Ευτυχώς όλοι ήταν στο φάσμα της Αριστεράς. Γιατί… αν και αυτοί τρώγονται πολύ περισσότερο μεταξύ τους απ’ ό,τι με τους δεξιούς. Από ένα σημείο και μετά, πραγματικά σκυλοβαρέθηκα τις πολιτικές κουβέντες. Διότι θεωρώ ότι είναι παράλληλοι μονόλογοι. Ο καθένας κοπανάει το βιολί του εκεί πέρα και προσπαθεί να πείσει τον άλλον, πράγμα που σπανίως γίνεται. Δηλαδή ουδείς είναι διατεθειμένος να κάνει πίσω ένα χιλιοστό, ας πούμε, όλοι κατέχουν την αλήθεια και όλοι είναι σοφοί. Και μπράβο τους λοιπόν, εγώ δε συμμετέχω.

Ά.Μ.:

Συζητήσεις που να ήταν παραγωγικές και να σας είχαν μείνει; Από όχι πολιτικά θέματα, μπορεί κάποιος καλλιτέχνης, κάποιος…

Μ.Α.:

Σίγουρα, σίγουρα, σίγουρα, σίγουρα υπάρχει και αυτό. Εντάξει, δεν θυμάμαι τώρα κάτι πολύ συγκεκριμένο, αλλά υπήρχαν άνθρωποι που ήταν χαρά να μιλάς και να κουβεντιάζεις, ας πούμε. Δηλαδή με το Δαμιανό, κάποια στιγμή μου λέει, μου έλεγε «Μήπως κάνω λάθος;», γιατί είχε πουλήσει κάνα δυο διαμερίσματα για να κάνει την ταινία, «Μήπως κάνω λάθος και αδικώ τα παιδιά μου;». Ή μου έλεγε ιστορίες. Είχε αγοράσει ένα κτήμα στην Εύβοια, είχε τρεις γιους και μια κόρη και πήρε τα παιδιά και πήγαν και ζήσαν φυσική ζωή εκεί πέρα. Δηλαδή μέλια, κότες, κατσίκια και τέτοια. Έκανε βιολογική καλλιέργεια προτού το ανακαλύψουν… Μου έλεγε ότι ψέκαζε τις ντομάτες με ξίδι και με ξίδι και σαπούνι και τέτοια. Εντάξει, αυτούς τους ανθρώπους τους κοιτάς πραγματικά στα μάτια και στο στόμα και κρέμεσαι από τα χείλη τους. Τώρα να κάθεται ο άλλος και να μου λέει για την επανάσταση και τον επαναστάτη και το ποιος ήταν πιο… εντάξει.

Ά.Μ.:

Οι γονείς σας είχαν έρθει στο μαγαζί;

Μ.Α.:

Εννοείται, παρότι μέναν στη Χίο… Η μητέρα μου δεν πολυκατέβαινε στην Αθήνα, δεν της άρεσε να φεύγει από το σπίτι της και δεν της άρεσε καθόλου να μένει στην Αθήνα. Την τελευταία φορά που ήρθε, επειδή ο χειμώνας ήτανε βαρύς εκείνη τη χρονιά, την κρατήσαμε εδώ πέρα, ήρθε με πρόγραμμα να μείνει 10 μέρες και έμεινε 40, και από τότε αρνείτο πεισματικά να έρθει. Παρόλο που κάθε μέρα φρόντιζα να τη βάζω, να της βάζω σε διάφορες δουλειές, διότι εκείνη στο χωριό είχε κότες, είχε κήπους, έκανε, ήτανε μαθημένοι, ρε παιδί μου, αυτοί οι άνθρωποι… Δηλαδή μέχρι την ημέρα που έπεσε, γιατί έφυγε από ατύχημα, έσπασε τη λεκάνη, ήταν όρθια στο δρόμο. Και εδώ πέρα της έβαζα κάθε μέρα δηλαδή, της έλεγα «Θα φτιάξουμε σήμερα μια κατσαρόλα λαχανοντολμάδες», να έχει να ασχολείται. Ή της έφερνα ένα δεμάτι χόρτα, «Καθάρισέ τα», ξέρω γω, να νιώθει ότι είναι χρήσιμη αλλά… Ο πατέρας μου ανέβαινε πολύ τακτικά, γιατί ήτανε και έμπορος, έκανε εμπόρια, έφερνε στον Πειραιά ελιές τρούμπες αυτά και τα λοιπά, και, εντάξει, το αποκούμπι ήταν εδώ. Και επίσης ήταν πάρα πολύ περήφανος που είχα ένα μαγαζί και που ήτανε πετυχημένο, γιατί από μικρός ήτανε του εμπορίου και θεωρούσε ότι ο μόνος δρόμος είναι το εμπόριο. Με τον αδερφό μου δεν ήταν ευχαριστημένος, με το θέατρο και τα λοιπά, μου λέει: «Τι είναι αυτά τα πράγματα τώρα;» Και κάποια στιγμή ένιωσε πολύ περήφανος όταν ο Δήμος είχε μικροπαντρευτεί, είχε κάνει οικογένεια και τα λοιπά και ασχολήθηκε με ένα μαγαζί με κεραμικά στο Μαρούσι, πουλάγανε γλάστρες, και ο πατέρας μου είχε αναφωνήσει, ας πούμε, ότι: «Επιτέλους, το παιδί βρήκε το δρόμο του», να πούμε, ότι ο μόνος δρόμος είναι–

Ά.Μ.:

Να έχεις μαγαζί.

Μ.Α.:

…είναι το εμπόριο. Αυτά που λες. Έτσι, θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες ατελείωτες ακόμα. Απλά, κάποια στιγμή στα 45 χρόνια, είπα να φύγω, διότι άρχισε να λειτουργεί μία συσσωρευτική κόπωση, κυρίως σωματική, δηλαδή το κορμί νιώθει την ταλαιπωρία και αρχίζει και αμύνεται. Είπα: «Πριν με βγάλουν με το φορείο από την κουζίνα, να την κοπανήσω αξιοπρεπώς». Λοιπόν, είμαι σε μια φάση τώρα που είναι μεταβατική, μπαίνω και κάνω καμιά αγγαρεία στα παιδιά, όποτε και άμα χρειαστεί. Πάντα υπάρχει ο φόβος της υποτροπής και να μου λείψει, όπως υπάρχει και ο φόβος να ξεπεραστεί και να πάμε παρακάτω. Δηλαδή ψάχνω να δω τώρα που μεγάλωσα τι θα κάνω και εγώ στη ζωή μου! Τον ένα δρόμο τον έχουμε βρει, του τραγουδιστή, αλλά είμαι–

Ά.Μ.:

Σωστά, τραγουδάτε.

Μ.Α.:

Σε προστατευόμενο περιβάλλον.

Ά.Μ.:

Ποια είναι τα αγαπημένα σας τραγούδια;

Μ.Α.:

Ο δεύτερος δρόμος θα είναι αυτό, το να κάτσω και να συγκεντρωθώ λίγο και να μαζευτώ και κάθε μέρα να γράφω δυο γραμμές. Έχω δυο τρία θεματάκια στο μυαλό μου, εκτός από το μαγαζί.

Ά.Μ.:

Να γράψετε βιβλίο; 

Μ.Α.:

Αυτά.

Ά.Μ.:

Ποια άλλα θέματα σας εμπνέουν πέρα από το μαγαζί;

Μ.Α.:

Με το τραγούδι. Και δηλαδή το μόνο πράγμα που έχω μετανιώσει στη ζωή μου είναι ότι δεν έμαθα ποτέ να παίζω ένα όργανο. Και είμαι αρκετά τεμπέλης για να κάτσω να ασχοληθώ τώρα. Η μουσική που μου αρέσει είναι όλο το φάσμα του καλού ελληνικού τραγουδιού. Θεωρώ κορυφαίο τον Χατζιδάκι. Θεωρώ μεγαλοφυή τον Μίκη. Θεωρώ σπουδαίους τους Τσιτσάνη και Βαμβακάρη και Ξαρχάκο. Και από όλους αυτούς, δηλαδή το Μπαγιαντέρα, ας πούμε, μεγάλο μουσουργό και κανταδόρο έτσι πολύ ευαίσθητο, μέσα στο ρεμπέτικο ξεχώριζε. Θεωρώ μεγαλύτερο Έλληνα τραγουδιστή το Μπιθικώτση, φωνή δωρική και αντρίκια και σταθερή.

Ά.Μ.:

Πότε αρχίσατε να τραγουδάτε;

Μ.Α.:

Στην κυριολεξία άνοιξα το στόμα μου δημόσια στα 45, μέχρι τότε ντρεπόμουνα. Και αφορμή ήτανε ο Μπιθικώτσης και το «Μικρά κι ανήλιαγα στενά», το οποίο το είδα στη «Συνοικία το όνειρο» ένα μεσημέρι και έπαθα σοκ. Την ταινία δεν ξέρω αν την έχεις δει. Το δυστύχημα ήταν ότι όταν ήμουνα μικρός η πληροφόρηση στο χωριό ήταν ανύπαρκτη, δηλαδή δεν υπήρχε κάποιος άνθρωπος να μας καθοδηγήσει, ούτε οι γονείς ούτε ο δάσκαλος. Οι γονείς ήταν αγράμματοι, ένα δημοτικό είχανε βγάλει και τους έτρωγε το κυνήγι και η πάλη της καθημερινότητας. Οι δάσκαλοι, είχαμε ένα δάσκαλο για 6 τάξεις εκεί πέρα, είχε 42 ανθρώπους στο κεφάλι του, και δεν ξέρω και τι ξέρανε και οι δάσκαλοι τότε. Εν πάση περιπτώσει, εγώ μεγαλώνοντας νόμιζα ότι ένας άνθρωπος που τραγουδάει ή ένας άνθρωπος που παίζει ένα όργανο νόμιζα ότι είναι χάρισμα. Νόμιζα ότι γεννήθηκε με ένα μπουζούκι στο χέρι και βαράει εκεί και παίζει. Και ένας που τραγουδάει το ίδιο. Δεν ήξερα δηλαδή ότι αυτό, μπορείς να πας κάπου και να σε μάθει κάποιος και να γίνεις τραγουδιστής ή να γίνεις μουσικός και τα λοιπά. Επίσης, δεν ήξερα τι σημαίνει στην επιστήμη. Αν είχα ένα κίνητρο θα μπορούσα να έχω μπει κάπου, γιατί ήμουνα πολύ καλός. Αλλά δεν ήξερα τι σημαίνει έρευνα, ας πούμε. Δηλαδή ήξερα ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει γιατρός, δικηγόρος, παπάς, χωροφύλακας, αυτά. Τι σημαίνει τώρα ότι είσαι μηχανικός μηχανολόγος και τι σημαίνει ότι είσαι ερευνητής και τι σημαίνει ότι είσαι αρχιτέκτονας; Ήταν άγνωστοι όροι, ρε παιδί μου. Πήγα στην Αγια-Σοφιά 50-φεύγα και έπαθα σοκ, όχι θρησκευτικό σοκ. Δηλαδή πραγματικά εντυπωσιάστηκα, ποιο μυαλό συνέλαβε αυτό το σχέδιο και το υλοποίησε κιόλας. Να ξεκινήσουμε από ένα σωρό πέτρες για να φτιάξεις αυτό το πράγμα.

Ά.Μ.:

Εσείς σκεφτήκατε τα σχέδια του μαγαζιού!

Μ.Α.:

Τα σχέδια του μαγαζιού ήτανε ξεπατικούρες από πράγματα που έβλεπα, από αυτό που είχα, δηλαδή που υπήρχε το μαγαζί και δεν είχα περιθώριο. Δηλαδή οι τέσσερις τοίχοι με περιορίζανε, από κει και πέρα έκανα. Εντάξει, θα μπορούσα αν είχα πάει κάπου και αν είχα προσανατολιστεί εκεί το μυαλό μου, θα μπορούσα να κάνω παπάδες, ας πούμε. Και πραγματικά, δηλαδή, και το σπίτι τούτο είναι χειροποίητο. Όλα αυτά που βλέπεις, σκάλες, ντουλάπια, τραπέζια, τα έχω φτιάξει μόνος μου.

Ά.Μ.:

Και με τη μουσική, είπατε ότι στα 45 αρχίσατε δημόσια να τραγουδάτε. Πιο πριν μόνος σας σιγοτραγουδούσατε;

Μ.Α.:

Εντάξει, τραγουδάμε, τραγουδάμε πιτσιρικάδες στις ταβέρνες, αφού γίνουμε γκολ, γκαρίζαμε, [01:10:00]δεν τραγουδάμε. Εντάξει. 45 ή και παραπάνω. Παραπάνω, δημόσια δηλαδή βρήκα στο μαγαζί ένα βράδυ από εκεί, και στη Χίο, μετά το 2000, δηλαδή, ναι, 40, 56, 60, 45, μετά τα 45.

Ά.Μ.:

Γράφετε και στίχους;

Μ.Α.:

Δε γράφω και δε μου αρέσει κι η ποίηση και δεν την καταλαβαίνω και την ποίηση, θυμώνω. Θαρρώ πως πετούνε… πώς το λένε; Βάζεις σε μια γυάλα 10 λέξεις, τις κουνάς σα ζάρια και τις πετάς εκεί που πέσουνε.

Ά.Μ.:

Άλλο ταξίδι που σας είχε επηρεάσει;

Μ.Α.:

«Δεν έκανα ταξίδια μακρινά», που λέει και ο… Δεν έχω κάνει πολλά ταξίδια και όλα με εντυπωσιάζουνε, και το ταξίδι είναι μεγάλο σχολείο και ο στόχος μου είναι από εδώ και πέρα να έχω τη δυνατότητα να κάνω ταξίδια. Αυτά πρέπει δηλαδή, αυτά πρέπει, οι γονείς που είναι μάγκες και αγαπάνε τα παιδιά τους και αυτά και τα λοιπά, φροντίζουν και πηγαίνουν τα παιδιά τους ταξίδια όταν είναι μικρά. Δηλαδή εμείς μεγαλώσαμε, σου λέω, 18 χρονών, ήρθα 17 χρόνων στην Αθήνα πρώτη φορά, αγρίμι. Έπαιζε ο Δήμος στο Ηρώδειο με το θεατρικό τμήμα του πανεπιστημίου και ήρθα να δω την παράσταση. Παίζανε το «Όνειρο Θερινής Νυκτός», έκανε τον Πουκ. Μες στο καράβι τράβηξα το φόβο της ζωής μου. Όταν πλησιάζαμε στον Πειραιά, βλέπω ολόκληρη πολιτεία εκεί πέρα. Και λέω: «Πού θα βρω εγώ τώρα το Δήμο; Και άμα δεν έρθει εκεί; Και άμα δε με βρει, τι θα κάνω; Πού θα πάω; Μπορώ να γυρίσω πίσω, να γυρίσω στο χωριό».

Ά.Μ.:

Και τελικά τον βρήκατε;

Μ.Α.:

Ναι.

Ά.Μ.:

Και μια τελευταία ερώτηση, όταν είχατε πρωτοδεί το μαγαζί πώς είχατε νιώσει; Ξέρατε ότι θα μείνετε, ήρθατε για να μείνετε;

Μ.Α.:

Όχι, το πήρα αψήφιστα, διότι είχα την αίσθηση του καφενείου εκεί και ό,τι και να γινόταν θα τα καταφέρναμε. Επίσης, από μικρός είχα μια φοβερή εμπειρία. Κάναμε δυο φορές το χρόνο πανηγύρι στο χωριό που το αναλαμβάναμε εμείς σαν καφενείο και σε ηλικία 15-16 χρονών είχα ένα πανηγύρι πάνω μου, δηλαδή με 500 καρέκλες και τέτοια. Οπότε, εντάξει, είμαι και ψύχραιμος, άγνοια κινδύνου και αισιόδοξος δηλαδή.

Ά.Μ.:

Τι αρμοδιότητες είχατε στο πανηγύρι;

Μ.Α.:

Τα πάντα, τα πάντα. Δηλαδή ο πατέρας μου ήταν εκρηκτικός και θορυβώδης και τέτοια και το… Δηλαδή κάναμε τον σερβιτόρο. Εντάξει, είχε και η μάνα μου την ευθύνη με τη θεία μου που κάνανε, που τηγάνιζαν τους κεφτέδες και ψήνανε τα κρέατα και τα λοιπά, αλλά τα υπόλοιπα, τα σερβιρίσματα, πληρωμές, τακτοποιήσεις, τραπέζια, όλα αυτά, τα είχα από μικρός. Και, εντάξει, πραγματικά δηλαδή δυσκολευτήκαμε λίγο στην αρχή που γινόταν ένα μπάχαλο, αλλά τότε υπήρχε και αθωότητα και δηλαδή υπήρχε μια ελαστικότητα, ρε παιδί μου, και ανοχή. Δηλαδή, τώρα να αργήσεις να πας λίγο το φαγητό, αυτά και τα λοιπά, ήτανε τόσο έντονο το κλίμα και, ξέρεις, πολιτικοποίηση, κουβέντες, θέματα, εκλογές, ο ένας είπε, έκανε, έρανε, αυτά και τα λοιπά, ήτανε τροφή αρκετή για όλους, ας πούμε.

Ά.Μ.:

Σωστά.

Μ.Α.:

Πάντως, απ’ ό,τι θυμάμαι, δεν το φοβήθηκα. Και, εντάξει, δηλαδή όταν ανοίξαμε, που αντιμετωπίζεις ξαφνικά λεφούσι κόσμο να τρέχει καταπάνω σου, εκεί λες «Τώρα τι γίνεται;» ας πούμε. Απλά, θυμάμαι και το αξίωμα, ερχόμουνα και μας έπιανε πανικός στο γεγονός και μόνο ότι ήτανε Σάββατο. Αλλά μία, δύο, τρεις, έβλεπα ότι νικούσαμε, οπότε αποφάσισα ότι αφού στο τέλος θα νικήσουμε το πανηγυρίζουμε εκ των προτέρων. Αυτά που λες, αγαπητή.

Ά.Μ.:

Κρατάτε αυτή την αισιοδοξία και την ηρεμία ακόμα;

Μ.Α.:

Προσπάθησα δηλαδή να μη στεναχωριέμαι για πράγματα που δεν πρέπει και για πράγματα που ήξερα ότι μπορώ να τα ελέγξω, ρε παιδί μου, εντάξει.

Ά.Μ.:

Τέλεια, ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Μ.Α.:

Εγώ ευχαριστώ, να είσαι καλά.

Ά.Μ.:

Όλα αυτά που είπαμε σήμερα πώς σας έκαναν να… αυτή η αναδρομή στο παρελθόν πώς σας φαίνεται;

Μ.Α.:

Όπως είδες, δεν θέλω και πολύ ώρα για να ξαναμπώ, γιατί ακόμα δεν το θεωρώ παρελθόν, δηλαδή είμαι μέσα, κατά κάποιο τρόπο συμμετέχω. Βλέπεις τώρα, ας πούμε, δηλαδή κατέβηκα να πάρω τα κρασιά. Πριν από 2 ώρες με πήρε τηλέφωνο ο άλλος ότι έφερε ένα τσουβάλι ρύζι, εντάξει.

Ά.Μ.:

Κατάλαβα, ευχαριστώ πάρα πολύ.

Μ.Α.:

Κι εγώ σε ευχαριστώ. Να ’σαι καλά.