© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Είναι θεματοφύλακας της τοπικής Ιστορίας το Μουσείο Σολωμού»

Κωδικός Ιστορίας
23976
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γιάννης Δεμέτης (Γ.Δ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
07/03/2023
Ερευνητής/τρια
Ιωάννης Πορφύριος Καποδίστριας (Ι.Κ.)
Ι.Κ.:

[00:00:00]Είμαι ο Ιωάννης-Πορφύριος Καποδίστριας από το Istorima και βρίσκομαι στη Ζάκυνθο, μαζί με τον τέως επιμελητή του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, τον κύριο Γιάννη Δεμέτη. Κύριε Δεμέτη, γεια σας.

Γ.Δ.:

Γεια σου, Γιάννη μου. Χαίρομαι που ήρθες στο σπίτι.

Ι.Κ.:

Έχετε ζήσει πάρα πολλά στη ζωή σας. Θέλετε να μου πείτε κάποια πράγματα για εσάς;

Γ.Δ.:

Γεννήθηκα το 1938 στη γειτονιά του Αγίου Λαζάρου, την προσεισμική Ζάκυνθο. Έτσι, γνωρίζω την παλιά Ζάκυνθο και έζησα και τον σεισμό του ’53, που ήτανε ορόσημο στην τοπική Ιστορία, που άλλαξε τελείως τη ζωή που είχαμε μέχρι εκείνη την περίοδο, με όλα τα επακόλουθα της καινούριας, πλέον, ζωής, όπως εξελίχθηκε. Αρχικά, με την εγκατάστασή μας, μετά τις ώρες του σεισμού, σε σκηνές, αργότερα σε παραπήγματα, σε συνοικισμούς που είχαν δημιουργηθεί, και στην καινούρια πολιτεία, που ανοικοδομήθηκε αφού έγινε όλη η Χώρα, η πρωτεύουσα του νησιού, ένα απέραντο χωράφι. Πεταχτήκανε τα μπάζα, αλλά τα μπάζα αυτά, μπορώ να χαρακτηρίσω ότι ήτανε μία εγκληματική διαδικασία να πεταχτούν στη θάλασσα, διότι τα σπίτια, είχανε μεν χτυπηθεί από τον σεισμό, είχανε πολλά καεί από τη φωτιά, όμως είχανε μείνει οι προσόψεις, είχανε μείνει τα πελεκητά αγκωνάρια που υπήρχαν, είχανε μείνει αρκετά στοιχεία που μπορούσαν να χαρακτηρίσουν την καινούρια πολιτεία. Επικράτησε, όμως, η λογική, από τους ιθύνοντες της εκείνης της εποχής, να πεταχτούνε τα μπάζα στη θάλασσα. Πολλά γινήκανε αμμοχάλικο για να στρωθούνε δρόμοι, να πεταχτούνε σαν αμμοχάλικο και να σηκωθεί η στάθμη της πόλης. Διότι, η σημερινή πόλη της Ζακύνθου είναι περίπου 1,10-1,20 πάνω από την παλιά. Και χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της παρατήρησης που σου κάνω τώρα, είναι πού είναι χτισμένη, πού είναι –διότι έγινε αναστήλωση– ο ναός της Κυρίας των Αγγέλων. Θυμάσαι πολύ καλά, όπως το ξέρεις, ότι είναι 1,20 περίπου κάτω από τη σημερινή επιφάνεια. Στο ίδιο επίπεδο είναι και η διπλανή οικία του Ρώμα, του Διονύσιου Ρώμα τώρα, που λειτουργεί και σαν μουσείο, ο Άγιος Νικόλαος του Μώλου, που είναι πιο κάτω πάλι, στην πλατεία Σολωμού. Είναι ορισμένα στοιχεία που δείχνουν το παλιό επίπεδο της πόλης μας. Η καινούρια, λοιπόν, πόλη, για μένα, είναι μια διαφορετική πόλη. Είναι τελείως διαφορετική πόλη, διότι ενώ έγινε μία προσπάθεια να κρατηθούν κάποια στοιχεία από την παλιά, είναι τελείως διαφορετική. Είναι μόνο, έτσι, μπορεί αν πει να κανείς, ότι είναι στον ίδιο χώρο. Στον ίδιο χώρο. Έχουνε την ίδια διάταξη, ξεκινάει από την Καμάρα του Αγίου Λαζάρου, φτάνει μέχρι την Αγία Τριάδα, του Κρυονέρι, εκτείνεται στις παρυφές του Κάστρου και όλων των σημείων… το ανηφορικό τμήμα της πόλης, όπως την κοιτάμε. Είναι στο λιμάνι μέσα, που είναι πάλι στους ίδιους χωροταξικούς χώρους. Διαφορετική, όμως, από την παλιά. Διαφορετική απ’ την παλιά. Έγινε μια προσπάθεια να μπουν σε κάποια σημεία, να διατηρηθούν οι στοές, οι κολώνες που λέγαμε, στον παραλιακό δρόμο, στην Αλεξάνδρου Ρώμα, όμως αυτό δεν δείχνει την παλιά εκείνη πόλη που γνωρίζαμε, που θυμόμαστε, που μόνο σε φωτογραφίες, μέχρι τούτη την ώρα, μπορεί κανείς να δει. Δεν ξέρω τι να σου πω. Εμένα δεν μου αρέσει, βέβαια, αυτή η πολιτεία, όπως έχει διαμορφωθεί. Αναγκαζόμαστε να ζούμε, διότι μείναμε εδώ. Μείναμε μέσα στην παλιά τη Ζάκυνθο στο μυαλό μας και στην καινούρια, που ζούμε τώρα.

Ι.Κ.:

Τι θυμόσαστε από τα παιδικά σας χρόνια στην παλιά πόλη;

Γ.Δ.:

Εγώ είχα την τύχη –αλλά και πολλοί Ζακυνθινοί– να ζήσουμε στις γειτονιές, που είχαν ένα ξεχωριστό χρώμα. Η γειτονιά του Αγίου Λαζάρου ήταν μια γειτονιά με πολλά μαγαζιά. Ήτανε, έτσι, εκτεθειμένη σε έναν κεντρικό δρόμο, που ξεκινούσε από την πλατεία του Αγίου Παύλου και προχωρούσε μέχρι την Καμάρα. Δεξιά και αριστερά ήτανε μαγαζιά, όλου του είδους τα μαγαζιά, που κάνανε, κατασκευάζανε πολλά από τα αναγκαία για την εποχή –πώς να το πούμε;– και απαραίτητα για να ζήσουνε οι Ζακυνθινοί. Παράλληλα, ήτανε σιδηρουργεία, όπου εκεί η σιδηρουργοί, οι φάβροι που τους λένε στη Ζάκυνθο, μπορούσανε και φτιάχνανε τα γεωργικά εργαλεία για την καλλιέργεια των χωραφιών από τους χωρικούς, ήτανε καροποιεία, ήτανε κάθε είδους μαγαζί. Ήτανε και τα παντοπωλεία με τα τρόφιμα, ήτανε διάφορα μαγαζιά, διάφορα μαγαζιά. Ο κόσμος, όμως, παρ’ όλη την οικονομική… γιατί, κάπου, τα πράγματα δεν ήτανε τόσο ευχάριστα. Ήτανε, οι άνθρωποι αυτοί που ζούσαν εκεί, που ήταν μεροκαματιάρηδες, που ήταν εργάτες, δουλεύανε στα Καμίνια, δουλεύανε στην παραλία, στο λιμάνι, δουλεύανε βοηθοί στα διάφορα μαγαζιά, ήταν μικρέμποροι, που ήτανε όλα αυτά, έτσι όπως είχανε διαμορφωθεί, ήτανε με ευαισθησίες, ήτανε άνθρωποι καλοσυνάτοι και ο ένας ενδιαφερότανε για τον άλλο, ενδιαφερόντουσαν για τα παιδιά. Τα παιδιά βρίσκανε τη δυνατότητα να παίξουνε με παιδικά παιχνίδια σε αλάνες, στα πλατώματα. Οι γυναίκες βγαίνανε τα απογεύματα και καθόντουσαν μπροστά στην είσοδο του σπιτιού και κουβεντιάζανε και ζούσαν, έτσι, μία ζωή απλοϊκή, αλλά ήταν μία ζωή που μπορεί να χαρακτηριστεί ότι ήταν ευχάριστη, με τα δεδομένα της εποχής. Καθόνταν εκεί, θυμάμαι ότι καθόμαστε, όταν ήταν τα πεπόνια, και απ’ έξω εκεί στο σκαλοπάτι, σε ένα παγκάκι, έναν πάγκο που βγάζανε μια καρέκλα και τρώγανε τους σπόρους από το πεπόνι. Κουβεντιάζανε. Έμπαιναν οι χωρικοί και έφερναν τις χερίες –τα ρεβίθια– και αγοράζαμε τα ρεβίθια να τα φάμε εκεί, για να κουβεντιάσουμε. Ερχόντανε οι χωρικοί δίπλα, που είχανε τα συκοστάσια, να πουλήσουνε τα σύκα τους. Ήτανε, έτσι, μία διαφορετικότερη ζωή από τη σημερινή, που είναι όλο με το αυτοκίνητο, με την κίνηση, με το άγχος. Αυτά τα θυμάμαι, γιατί είχανε σηματοδοτήσει τη ζωή και έτσι, τουλάχιστον… Και το μυαλό μας τώρα, παρόλο που έχουν περάσει τόσα χρόνια, επιστρέφεις σ’ εκείνα τα χρόνια και τα θυμόμαστε με κάποια νοσταλγία.

Ι.Κ.:

Την περίοδο της Κατοχής;

Γ.Δ.:

Η Κατοχή ήταν μια περίοδος, όπου δημιούργησε προβλήματα στην πόλη, διότι έγινε κάποιος βομβαρδισμός μέσα και αναγκαστήκανε οι Ζακυνθινοί να φύγουνε, να την εγκαταλείψουνε, κατά κάποιο τρόπο, την πόλη και να ζήσουνε κοντά, στα περίχωρα, δηλαδή, της πόλης, σε σπίτια που, έτσι, να αποφύγουν έναν κίνδυνο από έναν βομβαρδισμό. Εμείς μεταφερθήκαμε –με την οικογένεια του πατέρα μου δηλαδή– μεταφερθήκαμε στα Ντουρέικα, απ’ έξω από την πόλη, όπως γνωρίζεις, σε ένα σπιτάκι. Εκεί, ήταν ένας Νικόλαος Σαρακίνης που είχε το σπίτι αυτό. Καθίσαμε εκεί. Από την Κατοχή θυμάμαι ότι στην περιοχή την ίδια, στα Θοδωριτσέικα, λίγο πιο πέρα, είχε εγκατασταθεί ένας –λόχος; Τάγμα; Από Γερμανούς. Και είχανε και κανόνια εκεί τοποθετήσει. Είχανε το αρχηγείο τους. Μάλιστα, έγινε, τις τελευταίες μέρες που έφυγαν οι Γερμανοί από τη Ζάκυνθο, έγινε και μια μάχη εκεί. Οι αντιστασιακοί ήρθαν σε εμπλοκή και έγινε μάχη στην περιοχή, στα Θοδωριτσέικα. Βλέπαμε τους Γερμανούς –αρχικά τους Ιταλούς που είχαν έρθει στη Ζάκυνθο και μετά τους Γερμανούς, μετά την κατάρρευση της Ιταλίας, όπου κυκλοφορούσαν στο νησί. Θυμάμαι την ανατίναξη όπου έγινε σε μια αποθήκη όπου ήταν παγιδευμένη εις τον δρόμο τον… που οδηγεί από το… Τον κάτω δρόμο, δηλαδή, προς [00:10:00]το Κερί, από την έξοδο της περιοχής, την οδό Κάλβου σήμερα, προς το Κερί. Και ήταν μία αποθήκη με πυρομαχικά, με βενζίνες –μάλλον κάτι τέτοιο ήτανε, μάλλον με βενζίνες ήτανε. Την είχαν παγιδεύσει οι Γερμανοί και ενώ είχανε προχωρήσει και είχανε εγκαταλείψει την πόλη, είχανε μπει σε πλοίο για να φύγουν, δύο πλοία να τους πάρουν να φύγουνε. Και επειδή καθυστερούσε η, προγραμματισμένη για αυτούς, ανατίναξη, βρήκαν ένα αυτοκίνητο –μάλιστα, θυμάμαι που λέγανε ότι ήτανε το αυτοκίνητο το ιδιωτικό του γιατρού του Φατσιού, ο οποίος ήτανε νομίατρος τότε στη Ζάκυνθο. Φτάνοντας στο σημείο που ήτανε η αποθήκη αυτή με τα καύσιμα, έγινε η ανατίναξις και σκοτώθηκαν αυτοί που ήταν μέσα στο αυτοκίνητο αυτό. Και είχε, για χρόνια, υπήρχε μία μεγάλη… ένα άνοιγμα μεγάλο, που είχε μια μεγάλη τρύπα δηλαδή, που είχαν εκτιναχθεί όλα στον αέρα από την ανατίναξη. Εγώ εκείνη την ημέρα, θυμάμαι, σαν παιδί, ήμουνα στο σπίτι στην πόλη, στην οδό Αγίου Λαζάρου που καθόμαστε. Από κει, είναι μια απόσταση περίπου δύο χιλιόμετρα. Και ήμουνα πάνω σε μια λεμονιά που είχαμε στην αυλή για να κόψω δυο λεμόνια που ζητούσε η μητέρα μου για να μαγειρέψει κάτι, δεν ξέρω τι, χρειαζότανε στο φαγητό εκείνο. Ήρθε, λοιπόν, μια μεγάλη πέτρα, που μπορεί να σου πω ότι ήτανε και δυο-τρία κιλά, έτσι, ένα κομμάτι, μια πέτρα, ένα κομμάτι από το κτίριο εκείνο, το οποίο χτύπησε τη ρίζα, χτύπησε τον κορμό της λεμονιάς. Και τινάχτηκα πάνου στη λεμονιά, ακούστηκε ο θόρυβος, εν τω μεταξύ, της ανατίναξης και κατέβηκα. Όταν εμάθαμε τι ακριβώς είχε γίνει, είχα για χρόνια κρατήσει αυτή την πέτρα. Διότι αν χτυπούσε απάνω στη λεμονιά, δεν ξέρω τι αποτέλεσμα θα είχε φέρει. Μπορεί να μου δημιουργούσε και κάποιο πρόβλημα αρτιμέλειας, κάτι πρόβλημα, δεν ξέρω. Αυτό. Έτσι, σαν γεγονός, το θυμάμαι κι αυτό. Όταν είχε γίνει κάποια μάχη και φέρνανε πάλι από την εξοχή κάποιους Γερμανούς στρατιώτες και κάποιους τσολιάδες που ήτανε τότε και ήτανε μαζί τους οι τσολιάδες αυτοί –Έλληνες προφανώς–, θυμάμαι, τους είχανε δυο-τρεις σκοτωμένους απάνου στο αυτοκίνητο και οι δρόμοι στην πόλη δεν ήτανε άσφαλτος, είχανε κάποιες λούμπες και περνώντας από το σπίτι, εκουνιόντουσαν τα πτώματα απάνω εις το αυτοκίνητο, στο κασόνι του αυτοκινήτου αυτού. Οι Γερμανοί. Να θυμηθώ από κείνη την περίοδο πάλι, ερχότανε δυο Γερμανοί –ήτανε Αυστριακοί μάλλον– οι οποίοι είχαν βρει μια ταβέρνα κοντά στο σπίτι μου που καθόμαστε και επήγαιναν εκεί το βράδυ και πίνανε στην ταβέρνα. Και αυτοί είχανε δημιουργήσει, έτσι, με τα παιδιά της γειτονιάς, μια επαφή, δείχνανε μια καλοσύνη. Μας φιλεύανε και καμιά σοκολάτα, μας φιλεύανε κάποια πράγματα τέτοια. Και ένας από αυτούς ήτανε οδηγός σε αυτοκίνητο και πάτησε εις τον Λαγανά, στην αμμουδιά του Λαγανά, που είχαν τοποθετήσει νάρκες οι Γερμανοί. Και προχωρώντας με το αυτοκίνητο, πάτησε κάποια νάρκα και ανατινάχθηκε το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου και του κόπηκε από την πατούσα το πίσω μέρος. Τον είχαμε χάσει για κάμποσο καιρό και γύρισε και μάθαμε τι έγινε, πάλι, όταν ήρθε στην ταβέρνα το βράδυ. Και εκείνος ήτανε χαρούμενος, διότι έλεγε ότι για αυτόν έληξε ο πόλεμος και θα φύγει να πάει στην Αυστρία, όπου ήταν η οικογένειά του. Δηλαδή, παρόλο που είχε τραυματιστεί και είχε κοπεί το πίσω μέρος της πατούσας του, αυτός ήταν χαρούμενος. Έτσι, σαν παιδί που ήμουνα, μου ’κανε εντύπωση αυτό το πράγμα.

Ι.Κ.:

Μετά τον πόλεμο, το πιο τραγικό συμβάν της Ζακύνθου είναι ο σεισμός.

Γ.Δ.:

Ο σεισμός, βέβαια, είναι φοβερό, τραγικό συμβάν, διότι άλλαξε η ζωή. Άλλαξαν τα πάντα. Έχουμε την προσεισμική Ζάκυνθο και τη μετασεισμική Ζάκυνθο.

Ι.Κ.:

Όχι την προπολεμική και τη μεταπολεμική.

Γ.Δ.:

Που είναι για άλλα μέρη της Ελλάδας, δηλαδή, και του κόσμου, γενικότερα. Εδώ ήτανε η προσεισμική και η μετασεισμική, σίγουρα. Ο σεισμός ήτανε… Παρόλο που, κατά καιρούς, είχανε γίνει πολλές φορές σεισμοί στο νησί και είναι καταγραμμένοι αυτοί οι σεισμοί, με ζημιές πολλές και θύματα, ετούτη τη φορά ήτανε και η πυρκαγιά. Ήτανε η φωτιά, που έκαψε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Χάθηκαν άνθρωποι, κάηκαν άνθρωποι, δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα σε αυτή την περίοδο. Εγώ εκείνη την εποχή –Αύγουστος μήνας, δεν πηγαίναμε σχολείο– ήμουνα στο μαγαζί του πατέρα μου και από κει, επειδή δυο μέρες πριν είχε γίνει ένας σεισμός προειδοποιητικός μπορώ να πω, είχαμε, έτσι, από τους γονείς μας, μας συμβουλεύανε να μας πούνε πού να σταθούμε, πού να πάμε, πού να βρεθούμε. Έτσι κι εγώ, βρισκόμενος εις το μαγαζί του πατέρα μου την ώρα του σεισμού, έντεκα η ώρα που ήτανε, στις 12 Αυγούστου του ’53, όταν άρχισε να κουνάει η γη, να κουνιέται τα σπίτια όλα, πετάχτηκα και πήγα σε ένα σημείο που το ’χα προκαθορίσει, που ήτανε μία ταβέρνα και είχε κάποιος κάμει μια επισκευή και είχε περάσει σιδερένια δοκάρια πάνω από τις πόρτες. Και το είχα επιλέξει εκείνο το σημείο και πήγα και στάθηκα από κει. Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου ακολούθησε κι εκείνος να βγει απ’ έξω και με το σάλτο που έκαμε και βγήκε στον δρόμο, έπεσε η στέγη του μαγαζιού μέσα. Όπου, δηλαδή, αν καθυστερούσε λίγο, θα είχε καλυφθεί, θα είχε πέσει η στέγη απάνω του και θα τον είχε σκοτώσει. Εκεί, μαζευτήκαμε τρεις-τέσσεροι, στο σημείο εκείνο δηλαδή, που ’μασταν εκεί, απ’ τη γειτονιά και μόλις ησύχασε κάπως αυτό το πράγμα και γκρεμίστηκαν σπίτια γύρω γύρω, ξεκινήσαμε να φύγουμε για να πάμε να δούμε τι θα κάμουμε. Εμείς, από το πίσω μέρος των μαγαζιών, μέσα από τα περιβόλια, με τον πατέρα μου πήγαμε στο σπίτι μας, που ήτανε καμιά εκατοπενηνταριά μέτρα πιο κάτω. Βρήκαμε τη μητέρα μου και τον αδερφό μου και φύγαμε από κει –και ήταν και δυο αδερφές μου μαζί– και πήγαμε στα Καμίνια, που ήταν ένα άνοιγμα, ένα πλάτωμα πίσω, στα Καμίνια, στα αλώνια και καθίσαμε εκεί να δούμε τι θα γίνει. Καταλαβαίνεις, τώρα, τι γινότανε. Ο κόσμος σε αλλοφροσύνη, σκυλιά να ουρλιάζουνε. Καταστάσεις ανεξέλεγκτες, δεν ήξερε κανείς τι γίνεται. Και άρχισε και η φωτιά. Σχεδόν αμέσως, παρουσιάστηκε η φωτιά. Από κει, θυμάμαι την τελευταία φορά που ανέβηκα στο σπίτι, επήγα με τον πατέρα μου να δούμε πώς είναι το σπίτι. Στην μπροστινή μεριά, στη φάτσα του, θυμάμαι ότι ένας στύλος του ηλεκτρικού ρεύματος, της Ηλεκτρικής Εταιρείας τότε, είχε φύγει από το σημείο που ήταν τοποθετημένος και είχε χτυπήσει πάνω στην πόρτα και είχε ανοίξει την πόρτα του σπιτιού και είχε χωθεί κάτω από τη σκάλα, η οποία ήτανε ξύλινη. Ανέβηκα, Γιάννη, πάνω στο σπίτι, το οποίο ήτανε, έτσι, σε μια σιωπή θανάτου. Ήτανε μια κατάσταση, δηλαδή, που δεν ήξερες τι γίνεται. Σκέφτηκα να πάρω κάποια ρούχα. Ήτανε σκόνες, βέβαια, τα έπιπλα είχαν μετατοπιστεί από τη συνήθη θέση τους. Πήρα μια κουβέρτα, την έβαλα κάτω, άνοιξα ένα κομό που είχε ρούχα, έβγαλα από εκεί κάποια ρούχα, άνοιξα μια ντουλάπα και πήρα το παλτό του πατέρα μου, κάποια ρούχα, τα άνοιξα όλα απάνω. Και σε ένα συρτάρι του κομό αυτού, ήταν τα ρούχα που είχα σαν εύζωνας, σαν τσολιάς, όταν κάναμε εις το σχολείο, που ήμουνα μικρός, κάναμε τις παρελάσεις. Τα ’βαλα κι αυτά μέσα, έτσι, δεν ξέρω πώς πήγε το μυαλό μου, τα ’βαλα κι αυτά μέσα, τα έδεσα, έδεσα την κουβέρτα και έκανα έναν μπόγο και κατέβηκα κάτω, στον δρόμο. Πήγαμε στα Καμίνια. Περιμέναμε λίγο ακόμα εκεί, να –κάπως– συνέλθουμε και προχωρήσαμε να πάμε στην περιοχή που ήταν το Λυκούδι, που λέμε σήμερα, που ήταν ένας κουμπάρος μας και είχε ένα σπιτάκι εκεί και είχε αγελάδες. Προχωρώντας, λοιπόν, εκεί –η ώρα είχε φτάσει δύο και– είχα τον μπόγο αυτόν επάνω στο κεφάλι μου για να μπορέσω, έτσι, να περπατήσω και φτάνοντας εκεί που αρχίζει ο δρόμος για το Κυδώνι, έγινε ένας μεγάλος σεισμός –δυόμισι η ώρα, δύο και [00:20:00]τόσο ήτανε– ο οποίος με έριξε κάτω με τον μπόγο. Έπεσα πάνω στον μπόγο με τα ρούχα, έτσι, και στάθηκα. Και θυμάμαι που έβλεπα τις λιθίες αριστερά, έτσι, στον δρόμο που ήτανε λιθίες, όπου εκοβόντουσαν, έτσι, σε ένα σημείο. Χτυπούσε ο σεισμός, έπεφτε ένα κομμάτι. Το χτυπούσε, έπεφτε άλλο κομμάτι. Τώρα, στην πόλη μέσα, οι ζημιές πολλαπλασιάστηκαν. Αυτό ήτανε, έτσι… Ξαπλώσαμε χάμου μας έδωσαν κουβέρτες και στρώσαμε εκεί κάπου, μέσα σε κάτι, σε ένα σύδεντρο με κυπαρίσσια, εκεί, σταθήκαμε. Η γη να βουίζει συνεχώς. Φήμες ότι θα βουλιάξουμε, ότι το νησί θα καταστραφεί, ότι… Και δεν εμπόργες με κανέναν τρόπο να σταθείς πουθενά, ήταν ένα πράγμα, δηλαδή… Μετά από μιάμιση-δυο μέρες, ξέρω ’γω, περίπου, ξαναμπήκα με τον πατέρα μου στην πόλη. Φτάσαμε πάλι απ’ τα Καμίνια για να δούμε τι γίνεται. Η φωτιά είχε σταματήσει ακριβώς απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Βασιλείου του Κάτω. Και μάλιστα θυμάμαι ότι ήταν ένα χαμηλό σπιτάκι και δίπλα ήταν ένα σπίτι που επουλούσε –Μαρόπουλος ήτανε ο ιδιοκτήτης– και πουλούσε όπλα και φυσίγγια και μπαρούτες και τέτοια πράγματα. Ο κορφέας του χαμηλού σπιτιού, που ήτανε ένα χάνι τότε, κουφοκαιγότανε. Και το κοιτάγανε οι μαζεμένοι, όπως ήταν εκεί, και λέγαμε: «Βρε, να ρίξουμε λίγο νερό να σβήσει, κάτι να ρίξουμε». Δεν θέλαν εκεί, «Για να φτάσουμε εκεί, θέλει σκάλα». Σκάλα δεν υπήρχε για να γίνει. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το αφήκανε, δεν το ’σβησε κάποιος, δεν είχε την πρόνοια. Δηλαδή, ενώ το σκεφτόντουσαν και το συζητούσαν, δεν κάμαν αυτή την πράξη, να το σβήσουνε το ξύλο αυτό που κουφοκαιγότανε. Με αποτέλεσμα να προχωρήσει η φωτιά στον Μαρόπουλο, να πιάσουνε οι μπαρούτες, να γίνει ανατίναξη σε εκείνο το σημείο, να περάσει απέναντι η φωτιά και από κάτω και να καούνε στη συνέχεια και άλλα σπίτια, που ενδεχομένως θα γλυτώνανε εάν δεν γινόταν αυτό. Στην απέναντι μεριά, ένας μπόρεσε και την έσβησε τη φωτιά. Είχε ένα πηγάδι δίπλα και έβγαζε και είχε κάποιον μαζί του και βγάζαν νερό και ρίχνανε και τη σβήσανε. Κι έτσι γλύτωσε ο Άγιος Βασίλης ο Απάνου, όπου ήτανε και τα σπίτια που ήτανε πιο πέρα και η μεριά εκείνη. Στη μεριά που ήτανε το σπίτι που καθόμαστε εμείς, που ήταν στην αρχή περίπου της οδού Υφαντουργείου, το Μακρύο Καντούνι που ήτανε, έφτασε η φωτιά εκεί και έκανε προς τα κάτω και τα έκαψε. Μετά, λοιπόν, από δυο μέρες, κατέβηκα να δω τι συμβαίνει και τα λοιπά, είδα ότι κάηκε το σπίτι το δικό μας και αποφάσισε ο πατέρας μου να μας πάρει, να πάρει την οικογένεια και να πάμε στην Αμαλιάδα, όπου είχαμε κάποιους συγγενείς. Ζήσαμε εκεί για κάμποσο καιρό. Δούλευε ο πατέρας μου σε κάποιο σιδηρουργείο εκεί και γυρίσαμε μετά, όταν άρχισε κάπως να στρώνει η ζωή, κάπως να ισορροπούνε τα πράγματα. Όπου κοιμηθήκαμε στις σκηνές που είχανε στου Ατσαλή, εδώ, βγαίνοντας από την πόλη, δεξιά, βγαίνοντας απ’ τον δρόμο της Ζακύνθου και μετά ακολούθησε η δημιουργία των παραπηγμάτων, που ήτανε ξυλόπηκτα παραπήγματα σε οικισμούς, εις του Ξιφίτα, στην Παναγούλα και σε άλλα σημεία. Εν τω μεταξύ, ο κόσμος φτιάχνανε μαγαζιά. Φτιάξανε μαγαζιά γύρω από την Καμάρα του Αγίου Λαζάρου, δεξιά και αριστερά, όπως προχωρεί ο δρόμος, που είναι και τώρα φτιαγμένα, όπως ξέρεις, πολλά καινούρια κτίρια και άρχισε η ζωή να κυλάει. Εξοικειωθήκαμε με τις καταστάσεις αυτές. Το Γυμνάσιο λειτούργησε αρχικά σε τολ, που πηγαίναμε, στην περιοχή που είναι τώρα το γήπεδο. Έγιναν και παραπήγματα αργότερα. Μετά άρχισε η οικοδόμηση του καινούριου σχολείου, εδώ, που είναι στην οδό Θεριανού, το Γυμνάσιο, που ’ρθαμε κι εδώ. Με αυτοκίνητα συγκοινωνίας, δηλαδή με λεωφορεία, ο κόσμος έμπαινε πλέον στην πόλη από τους οικισμούς αυτούς με τα παραπήγματα. Στην πλατεία του Σολωμού, αρχικά είχαν τοποθετηθεί σκηνές και στη συνέχεια παραπήγματα. Εκεί τα γραφεία, εκεί οι υπηρεσίες, λειτούργησαν για κάμποσο καιρό. Είχε έρθει, θυμάμαι, γιατί είχα πάει και είχα βοηθήσει, ο Μανόλης ο Χατζηδάκης και μαζεύαμε τις εικόνες από εκκλησίες στην πόλη και στα χωριά και αρχικά τοποθετήθηκαν αυτές οι εικόνες στον ναό του Αγίου Διονυσίου, που δεν είχε πάθει ζημιά, και στο σχολείο του Άμμου, επίσης, που κι εκείνο είχε γλυτώσει από την καταστροφή. Ακόμα, είχε γλυτώσει το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας και ένα σπίτι στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου, τώρα, στο γεφύρι, του Νίκου του Σαρακίνη, το οποίο υπάρχει ακόμα. Όλα τα άλλα σπίτια είχαν καταστραφεί. Μπήκαν οι μπουλντόζες, όπως είπαμε, και έγινε ένα μεγάλο χωράφι. Η Ζάκυνθος όλη, η πόλη δηλαδή, η Χώρα, ήταν ένα χωράφι. Και αργότερα, άρχισε σιγά σιγά η ανοικοδόμηση. Ήρθανε, ήρθε ο ΟΔIΣY τότε και έδωσε κάποια υλικά και κάποια… Μας βγάλανε, εβγάλανε για την οικοδομή βιβλιάρια για τα σπίτια, που είχανε μία μορφή άδειας, εδόθη μία αρωγή, επειδή είχαμε χάσει τα πάντα, μας δώκανε καινούριες ταυτότητες, και μάλιστα ήτανε οι ταυτότητες για τους σεισμοπαθείς και οι ταυτότητες για τους πυροπαθείς. Είχαν άλλο χρώμα αυτών που είχαν καεί τα σπίτια. Τώρα, τι να σου πω, ήταν μια κατάσταση που τη ζούσαμε και ακόμα δεν ξέραμε και τι συμβαίνει, δεν ξέραμε και τι θα γίνει δηλαδή, δεν ξέραμε και την εξέλιξη αυτής της ιστορίας. Ένα, πάλι, χαρακτηριστικό που θυμάμαι, είναι όταν εκκαθαρίστηκε η πόλις και άρχισε η ανοικοδόμηση, μέσα στη Χώρα υπήρχαν πολλά πηγάδια και καλύπτανε τις ανάγκες τα σπίτια με το νερό που βγάζαν από τα πηγάδια και το νερό που ήταν από το υδραγωγείο που ερχόταν από τα Βρυσάκια. Τότε, στην πόλη, το υδραγωγείο ήταν ακριβώς απέναντι από τον ναό του Αγίου Λαζάρου και πήγαινε το νερό σε βρύσες που υπήρχαν σε ορισμένα σημεία και τα σπίτια δεν είχαν δυνατότητα να έχουνε ροή νερού, παροχή, δηλαδή, νερού. Αυτά τα πηγάδια, κάποιος πήρε την απόφαση να τα χώσουνε, να χαθούνε. Και μάλιστα, θυμάμαι ότι εδώσανε και μια αποζημίωση. Εδήλωνες το πηγάδι σου και σου δίνανε μια αποζημίωση γιατί θα το χώνανε το πηγάδι. Στο σπίτι μου είχαμε τρία πηγάδια. Είχαμε ένα πηγάδι στην αυλή, ένα που ήταν σ’ ένα κατώι μέσα και ήταν και ένα άλλο πηγάδι που ήταν στο μουράγιο με το διπλανό σπίτι. Αυτό το πηγάδι ήταν κοσορτίβο, ήτανε δηλαδή μισιακό. Είχαμε και εμείς δικαίωμα χρήσης του νερού αυτού και ο γείτονας δίπλα. Και σηκώναμε από το φιλιατρό το καπάκι και περνάμε από κει. Ήτανε τρία πηγάδια, θυμάμαι. Δεν ξέρω…

Ι.Κ.:

Θυμόσαστε τη βοήθεια που είχε έρθει;

Γ.Δ.:

Η βοήθεια που είχε έρθει αρχικά ήτανε τα πλοία όπου ήρθανε. Ήρθανε πλοία ισραηλιτικά, είχαν έρθει πλοία εγγλέζικα και είχαν έρθει και τα πλοία του πολεμικού ναυτικού. Βγάλανε το προσωπικό, δηλαδή και οι γιατροί, οι στρατιώτες και βοήθησαν και στην κατάσβεση της φωτιάς και οι γιατροί και οι νοσοκόμοι για την περίθαλψη των τραυματιών. Και πετούσανε με αεροπλάνα, μέσα σε τσουβάλια, κονσέρβες και ψωμί. Γίνανε τα πλοία, εγκαταστήσανε μαγειρεία και μοιράζανε φαγητό και ψωμί στο γήπεδο που ήταν τότε προς την περιοχή του Ζήβα, ήτανε το γήπεδο κι εκεί εγκαταστάθηκαν μια ομάδα για να εξυπηρετήσει και να δώσει φαγητό στον κόσμο. Στα δέντρα του Άμμου, επίσης, ήρθανε ερυθροσταυρίτες. Είχε έρθει τότε και η Κύρου, η Αγνή η Κύρου στη Ζάκυνθο και βοήθησε, είχαν έρθει πολλοί γιατροί από την Πάτρα. Φύγανε με τα πλοία της συγκοινωνίας και πήγανε στην Πάτρα πολλοί από τη Ζάκυνθο, όπου τους στέγασαν αρχικά σε σχολεία, μέχρι που να δούνε τι θα γίνει και λοιπά. Απέναντι, στην Πελοπόννησο πάλι, πήγαν αρκετοί. Ήταν αυτή περίπου η κατάσταση, έτσι όπως τη θυμάμαι. Θυμάμαι ότι έγινε ένας [00:30:00]ομαδικός τάφος στο νεκροταφείο, στην είσοδο δεξιά. Άνοιξαν με μια μπουλντόζα ένα άνοιγμα και θάβανε ομαδικά τους νεκρούς. Ήτανε γύρω στα διακόσια άτομα οι νεκροί, ήτανε πολλοί τραυματίες. Ήταν, έτσι, μια αλλοπρόσαλλη κατάσταση. Νόμιζες ότι θα τρελαθείς, νόμιζες ότι… Δεν μπορώ να θυμηθώ, δηλαδή, αυτή την κατάσταση. Σιγά σιγά, όμως, το ξεπεράσαμε. Σιγά σιγά το ξεπεράσαμε.

Ι.Κ.:

Όλο αυτό το γεγονός έγινε Αύγουστο.

Γ.Δ.:

Αύγουστος, ναι.

Ι.Κ.:

Μέσα στον Αύγουστο η Ζάκυνθος έχει διάφορες γιορτές. Η μία είναι ο Δεκαπενταύγουστος, που ήτανε πολύ κοντά στον σεισμό και μία ήτανε η γιορτή του Αγίου Διονυσίου, πιο μετά.

Γ.Δ.:

Η λιτανεία της γιορτής του Αγίου έγινε μέσα από τα ερείπια, αλλά έφτασε από την παραλία μέχρι την πλατεία περίπου και γύρισε. Δεν το θυμάμαι όμως, δεν θυμάμαι ακριβώς τι-

Ι.Κ.:

Τον Δεκαπενταύγουστο πώς τον γιορτάσατε;

Γ.Δ.:

Ούτε και αυτό μπορώ να το θυμηθώ. Η εκκλησία του Αγίου Λαζάρου, αρχικά, μεταφέρθηκαν –γιατί δεν κάηκε η εκκλησία– οι εικόνες και τα σκεύη σε μια σκηνή στου Ατσαλή. Εκεί λειτούργησε σαν εκκλησία. Μέσα, δηλαδή, εις τον χώρο της σκηνής, ελειτούργησε η εκκλησία και ο παπάς ανέλαβε. Στη συνέχεια, από κει, μεταφέρθηκε, έγινε ένα τολ, απέναντι περίπου, στο λοφάκι, στη ράχη του Κότσιλα, απέναντι από το νεκροταφείο τώρα, το Α’ Νεκροταφείο. Έγινε, λοιπόν, εκεί ένα τολ και μεταφέρθηκαν και στήθηκε η εκκλησία μέσα στο τολ. Εκεί έγινε και πανηγύρι. Εκεί έγινε και πανηγύρι, με φωτιές –όπως γινόταν παλιά. Δεν θυμάμαι, έτσι, να σου πω… Εκείνο που ήτανε, έτσι, που μπήκε στη ζωή μας, ήταν –σαν εξοικείωση, γιατί μέχρι τότε δεν το είχαμε, έτσι, τόσο σε καθημερινότητα στη ζωή μας– να μπαίνουμε στο νεκροταφείο. Διότι, επειδή το νεκροταφείο, το Δημοτικό Νεκροταφείο, ήτανε στον δρόμο που ενωνόταν ο οικισμός του Ξιφίτα με την αγορά εις την Καμάρα και την πόλη όπως ήτανε, επερνάγαμε από κει –απέναντι από το νεκροταφείο είχε εγκατασταθεί ο ΟΔΙΣΥ– επερνάγαμε και δεν μας έκανε πλέον εντύπωση, δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι κάτι δυσάρεστο υπάρχει, κάτι. Να σκεφτείς ότι περνάγαμε μέσα από το νεκροταφείο, δηλαδή περνάγαμε απάνω από τα μουράγια, τα οποία ήτανε γκρεμισμένα, περνάγαμε μέσα και πηγαίναμε, λες και πηγαίναμε σε μια βόλτα. Εγώ θυμάμαι ότι πολλές φορές πηγαίναμε και διαβάζαμε μέσα, όταν άνοιξε το σχολείο, κάτω. Αυτό ήτανε κάτι που άλλαξε τη σκέψη μας, τη ζωή μας, τη νοοτροπία μας, η επαφή, δηλαδή, που είχαμε με τον χώρο. Δεν ξέρω, στο δικό μου το μυαλό, έτσι, έχει σταθεί έτσι αυτό.

Ι.Κ.:

Από την ανοικοδόμηση μετά τι θυμόσαστε, από όλη τη διαδικασία;

Γ.Δ.:

Η ανοικοδόμηση, εδώ, καταρχήν, ήρθανε κάθε καρυδιάς καρύδι να κάμει τον εργολάβο, να κάμει το μάστορα, να κάμει τον τεχνίτη τον ειδικευμένο. Γινόταν χαμός. Παίρνανε την αρωγή, περνάνε, μέσω αυτού του του βιβλιαρίου, τα υλικά που τους χορηγούσαν, και ανάλογα με ποιον έβρισκε μπροστά του ο καθένας, άρχισε να οικοδομεί το σπίτι που θα καθότανε. Ανοιχτήκανε περισσότεροι δρόμοι, χαθήκανε τα στενά καντούνια και έγινε, έτσι, μια αναδιανομή του οικιστικού χώρου. Μίκρυναν τα οικόπεδα. Δοθήκανε σε ορισμένους κάποια οικόπεδα πολύ, πολύ μικρότερα από τα δικά τους. Όποιοι είχανε τον τρόπο, αλλάξανε και θέση που ήταν το σπίτι τους, μπορεί που ήταν κάπου παράμερα, να βρέθηκε σε δρόμο πιο κεντρικό. Και από κει και πέρα, μπήκανε σπαστήρες μέσα στην πόλη που σπάγανε τα αγκωνάρια και άρχισε η οικοδόμηση, έτσι όπως εξελίχθηκε, να πούμε. Τα σπίτια, βέβαια, ήτανε άμορφα, ήτανε δηλαδή ετούτα εδώ που βλέπουμε και κάτι… Αλλά ο καθένας δεν είχε τίποτα άλλο στο μυαλό του. Να φτιάξει το σπίτι να φύγει από το παράπηγμα, από την μπαράκα, να μπει μέσα. Αυτό ήταν το πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Δεν ξέρω.

Ι.Κ.:

Μια σημαντική στιγμή της πόλης είναι η ανέγερση του Μουσείου και η απόφαση της δημιουργίας ενός Μουσείου Σολωμού.

Γ.Δ.:

Κοίταξε, αυτή η ιστορία πάει πολύ πίσω. Όταν η Ασπασία Σορδίνα Ρίγκλερ, η γυναικαδέλφη του Ιάκωβου Πολυλά, δώρισε στην Επιτροπή που είχε γίνει για τον εορτασμό των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Σολωμού, η οποία καθυστέρησε να γίνει, διότι ήταν ο πόλεμος του 1897 τότε –ο ατυχής πόλεμος– και είχε μια διαδικασία και τελικά έγιναν το 1902. Εδώρισε, λοιπόν, στην Επιτροπή τα χειρόγραφα του Σολωμού, όπου ο Δημήτριος ο Σολωμός είχε δώσει στον Πολυλά για να τα μελετήσει και έκανε τη γνωστή πρώτη έκδοση των Απάντων του Σολωμού, «Τα Ευρισκόμενα» του Πολυλά. Είπε ότι τα δίνει να φυλαχτούν, να εκτεθούν στο Μουσείο Σολωμού. Δηλαδή, εκείνη την περίοδο, ετέθηκε για πρώτη φορά ο όρος, η σκέψη δημιουργίας Μουσείου Σολωμού. Έπρεπε να μπούνε αυτά τα πολύτιμα χειρόγραφα του Σολωμού σε κάποιο χώρο. Είχαν γίνει κάτι άλλες προσπάθειες που δεν καρποφόρησαν και φυλάχτηκαν αρχικά τα χειρόγραφα στην Αγγλική Τεκτονική Στοά, διότι εκεί κατατέθηκαν όλα όσα η Επιτροπή Εορτασμού της Εκατονταετηρίδας του 1902 είχε συγκεντρώσει και λειτούργησε, μέσα σε μια αίθουσα της Αγγλικής Τεκτονικής Στοάς «Αστήρ της Ανατολής», ένα Μουσείο Σολωμού. Εκεί, σώθηκαν τα χειρόγραφα από τον Νικόλαο Βαρβιάνη, ο οποίος είχε διατελέσει Σεβάσμιος της Αγγλικής Στοάς και ήταν φαρμακοποιός. Ένας άνθρωπος πνευματικός, λόγιος, με ενδιαφέροντα και είχε κάνει σκοπό της ζωής του να σώσει τα χειρόγραφα του Σολωμού. Τα σώζει, λοιπόν, την πρώτη φορά στον σεισμό του ’53, άφηκε τη δική του προσωπική περιουσία, το σπίτι του και ό,τι άλλο και μπήκε στη Στοά μέσα, πήρε τα χειρόγραφα, που τα ήξερε που ήτανε, μέσα σε μία τσάντα –που υπάρχει ακόμα στο Μουσείο Σολωμού αυτή η τσάντα– και τα πήγε στο Καλουπάκι, στο Ρομίρι που είχε ένα εξοχικό. Εκεί μάλιστα τα μελέτησε αργότερα ο Λίνος ο Πολίτης τα χειρόγραφα του Σολωμού, μέσα από την τσάντα στο Καλουπάκι. Μία δεύτερη φορά που έσωσε ξανά τα χειρόγραφα ο Νίκος ο Βαρβιάνης, ο Νικόλαος Βαρβιάνης, ήτανε με την Ιταλική Κατοχή. Διότι, όταν ήρθαν εδώ οι Γερμανοί –οι Ιταλοί, συγγνώμη– θέλανε να οικειοποιηθούν τα χειρόγραφα του Σολωμού. Επειδή είχε, από πιο πριν, είχανε ειδοποιηθεί ότι επίκειται κατάληψις του νησιού και ο Σάρτζεν, που ήτανε πρόξενος της Αγγλίας στη Ζάκυνθο και μέλος της Στοάς, είχε ειδοποιήσει έναν-δυο ανθρώπους να βρουν τρόπο να ασφαλίσουν τα χειρόγραφα. Τα τοποθέτησαν τότε στο χρηματοκιβώτιο της Εθνικής Τράπεζας, γιατί ήτανε ασφαλές και από βομβαρδισμούς το σημείο εκείνο, το χρηματοκιβώτιο. Ο Βαρβιάνης τα πήρε από κει μόνος του, τα έβαλε μέσα σε μπουκάλες από οινόπνευμα, τα τύλιξε και τα έβαλε και τα έθαψε κάτω από το λινό που είχε εις το Καλουπάκι, που πατούσε τα σταφύλια. Όταν ήρθανε οι Ιταλοί εδώ, ζήτησαν τα χειρόγραφα του Σολωμού. Ο Βαρβιάνης τους είπε ότι χάθηκαν. Τελικά, βρήκανε ότι είχε μια μοτοσυκλέτα και είχε βενζίνη και δεν την είχε δηλώσει και τον φυλάκισαν τον Νικόλαο τον Βαρβιάνη. Τα χειρόγραφα σώθηκαν, δεν φανερώθηκε πού ήτανε. Η φυλάκιση του Βαρβιάνη είχε σαν αποτέλεσμα, όταν οι Ιταλοί πήραν τους ομήρους, που τορπιλίστηκε το καράβι, το «Citta di Genova», στην Αδριατική από υποβρύχιο συμμαχικό και πνίγηκαν έντεκα Ζακυνθινοί αξιωματικοί, να μην έχει συλληφθεί ο Βαρβιάνης επειδή ήταν στη φυλακή. Και σώθηκε με το γεγονός [00:40:00]αυτό, να πούμε, που σώθηκαν κάμποσοι από τους έφεδρους αξιωματικούς. Είναι γνωστή η ιστορία αυτή. Και αργότερα ήρθαν και τα οστά τους στη Ζάκυνθο και έγινε ταφή εδώ. Και υπάρχει και στην πλατεία, στη Λεωφόρο Δημοκρατίας το Μνημείο, το Ηρώον των Πληγέντων Ομήρων Κατοχής. Τι λέγαμε όμως;

Ι.Κ.:

Για τη δημιουργία του Μουσείου.

Γ.Δ.:

Όταν, λοιπόν, έγινε ο σεισμός του ’53, στο σημείο που είναι τώρα το Μουσείο ήταν ο ναός του Παντοκράτορα. Το Μουσείο είναι φορέας ιδιωτικός. Κατόρθωσε –συνεστήθη το 1959– και κατόρθωσε η Επιτροπή να εξασφαλίσει το οικόπεδο του ναού του Παντοκράτορα για να γίνει το Μουσείο Σολωμού. Ξεκίνησε η κατασκευή του κτιρίου από ένα χρηματικό ποσό που είχε προέλθει από έναν έρανο στα σχολεία του κράτους για να γίνει η προτομή του Σολωμού. Διότι το άγαλμα του Σολωμού είχε πέσει και είχε –όπως ξέρεις– σπάσει, είχε κοπεί το κεφάλι, είχε χαθεί ένα μέρος από το χέρι και τώρα στην πλατεία είναι ένα αντίγραφο γινομένο από τον Περαντινό. Το πρώτο άγαλμα ήτανε του Γεωργίου Βρούτου, το άγαλμα. Αυτό συντηρήθηκε αργότερα από την Εταιρεία Λαογραφικής Μουσειολογίας και έχει εκτεθεί στο Μουσείο, στην είσοδο, μπαίνοντας στο πλατύσκαλο. Μάλιστα, το συντήρησε, που έγινε η συντήρηση, ο Τριάντης, ο οποίος ήτανε ο συντηρητής των γλυπτών του Παρθενώνα. Με τα χρήματα, λοιπόν, αυτά ξεκινάει η κατασκευή του κτιρίου. Εγώ δούλεψα εκεί, διότι ο εργολάβος που πήρε την εργολαβία ήταν ο πεθερός μου, ο Κωνσταντίνος ο Μωραΐτης. Και ήμουν εκεί και έχω ζήσει, από τη στιγμή που στήθηκε το Μουσείο, όλη τη διαδικασία, μέχρι και τη συνταξιοδότησή μου. Γιατί μετά είχα την τύχη να προσληφθώ και να δουλέψω στο Μουσείο σαν επιμελητής. Εντάξει, ήμουνα ο μοναδικός υπάλληλος που υπήρχε. Τα πάντα περνούσαν από τα χέρια μου. Η προσπάθεια εκείνα τα χρόνια ήτανε να μαζέψουμε ό,τι περισσότερο μπορούσαμε σαν αρχείο, σαν υλικό, σαν εκθέματα, σαν αντικείμενα που να προσδιορίζουν την τοπική Ιστορία. Ευτυχώς που οι άνθρωποι που το διοίκησαν ήτανε εξαιρετικοί Ζακυνθινοί άνθρωποι, με ευαισθησίες, με μόρφωση, με καλλιέργεια, με αγάπη για τη Ζάκυνθο, με αγάπη για την τοπική Ιστορία. Πρόεδρος ήτανε –ο πρώτος πρόεδρος– ο Μαρίνος ο Σιγούρος, τον διαδέχτηκε ο Διονύσης ο Ρώμας, μετά τον Ρώμα ο Στέφανος ο Παπαδάτος, μετά τον Στέφανο τον Παπαδάτο ο Διονύσης Πυλαρινός. Ήτανε όλοι άνθρωποι χαρακτηριστικά ευαίσθητοι πάνω στην τοπική Ιστορία. Και συνεχίζεται η ζωή, όπως ξέρεις, γιατί κι εσύ το ’χεις ζήσει, Γιάννη μου, το Μουσείο. Τώρα είναι η Κατερίνα, η κόρη μου, αλλά και ο Μιχάλης, γιος μου κι αυτός, που δουλεύουνε. Θέλω να πιστεύω ότι το Μουσείο στέκεται σωστά, στέκεται με τον καλύτερο τρόπο. Έχει αγαπηθεί από τους Ζακυνθινούς, έχει βοηθηθεί, έχει επεκταθεί, έχει μεγαλώσει, δηλαδή, κτιριακά αλλά έχουν πλουτιστεί και οι συλλογές του και ό,τι, τέλος πάντων, υπάρχει, διότι έχει τύχει γενικής αποδοχής. Και το όνειρό μου, σαν άνθρωπος που δούλεψα πενήντα χρόνια και από την αρχή, δηλαδή, της δημιουργίας του, είναι να συνεχίσει να ζει, να μείνει αυτό και να διατηρηθεί η Ιστορία, γιατί είναι θεματοφύλακας της τοπικής Ιστορίας το Μουσείο Σολωμού.

Ι.Κ.:

Δυο γεγονότα που έχουν άμεση σχέση με το Μουσείο, αλλά γενικά έχουν μείνει και στην Ιστορία της Ζακύνθου, και ως προς την πόλη και ως προς την κοινωνία. Το ένα είναι η υποδοχή των οστών του Κάλβου και το άλλο είναι η μεταφορά και η λειτουργία του μαυσωλείου μέσα στο Μουσείο, που έχει και τον τάφο του Σολωμού και του Κάλβου.

Γ.Δ.:

Γιάννη, κοίταξε να δεις τι ακριβώς έγινε με τα οστά. Ο Σολωμός πεθαίνει στην Κέρκυρα 1857. Το 1865, ο αδερφός του ο Δημήτριος φέρνει τα οστά στη Ζάκυνθο. Γίνεται μνημείο –στην είσοδο του Μουσείου τώρα– κάτω από το Ρολόι, το Δημοτικό Ρολόι, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου. Το μνημείο αυτό κατασκευάστηκε από τους αδελφούς Φυτάλη. Έχει ένα μπούστο του Σολωμού. Εκεί, λοιπόν, τάφηκαν τα οστά του Σολωμού που ήταν σε ένα μολύβδινο κιβώτιο που τα έφεραν στη Ζάκυνθο, που τα ’φερε ο αδελφός του. Με τον σεισμό, επειδή αναπλάστηκε η πλατεία και σηκώθηκε πιο πάνω, δηλαδή ανέβηκε, τα οστά τα πήραν, τα τοποθέτησαν προσωρινά στην Κυρία των Αγγέλων, τα φέρνουν ξανά και τα βάζουν στην ίδια θέση. Το 1960 έρχονται και τα οστά του Κάλβου στη Ζάκυνθο. Τότε, πρωτοστάτησε ο Σεφέρης, που ήταν πρεσβευτής στο Λονδίνο. Και έρχονται, γίνεται η υποδοχή των οστών στην Αθήνα, έρχονται δυο φέρετρα μεγάλα, μεταλλικά είναι. Νομίζανε, το γραφείο που θα έκανε τη μετακομιδή των οστών, νόμιζε ότι είναι δυο νεκροί, δεν είχαν συνειδητοποιήσει τι ακριβώς ήταν κι έτσι είχανε παραγγείλει δυο μεταλλικά φέρετρα στο κανονικό μέγεθος των φερέτρων που γίνονται οι ταφές των νεκρών. Έρχονται, λοιπόν, στη Ζάκυνθο –στην Αθήνα–, γίνεται μια τελετή εις τη Μητρόπολη των Αθηνών υποδοχής των οστών και στη συνέχεια, με πολεμικό πλοίο, έρχονται στη Ζάκυνθο. Όταν ήρθαν στη Ζάκυνθο έγιναν διάφορες σκέψεις πού να ταφούν τα οστά. Τελικά, επικράτησε η σκέψη να ταφούν στον περίβολο του ναού του Αγίου Γεωργίου των Φιλικών. Είναι το φέρετρο με τα οστά του Κάλβου και το φέρετρο με τα οστά της Αυγούστας Καρλότας Ουάνταμς, της δεύτερης γυναίκας του Κάλβου. Το 1968 τώρα, έγινε η ταφή εις τον περίβολο του ναού του Αγίου Γεωργίου των Φιλικών. Το 1968, στη Ζάκυνθο ήταν νομάρχης ο Ανδρέας Ιωάννου, Κύπριος στην καταγωγή, αλλά ήτανε ένας ευαίσθητος άνθρωπος, με καλλιτεχνικές ευαισθησίες. Διετέλεσε και διευθυντής στην Εθνική Πινακοθήκη ο Ιωάννου. Ο Ιωάννου έχει ταφεί στη Ζάκυνθο. Είχε επιλέξει ο ίδιος το νεκροταφείο στην Αγία Παρασκευή, στη βόρεια πλευρά της πόλης, είχε φτιάξει τον τάφο του. Τον έχει φτιάξει, μάλιστα, η Ειρήνη η Πραμαντιώτη, τον έχει επιμεληθεί και τάφηκε εκεί όταν πέθανε. Πέθανε στην Αθήνα από καρδιακή προσβολή και έγινε η μετακομιδή, η μεταφορά του δηλαδή, η μετακομιδή του, στη Ζάκυνθο και ετάφη εκεί ο Ιωάννου. Ο Ιωάννου, λοιπόν, το 1968, σκέφτηκε ότι αυτοί οι δύο ποιηταί, που τα οστά τους ήταν στη Ζάκυνθο, ο Σολωμός και ο Κάλβος, έπρεπε να μπουν σε έναν χώρο για να δημιουργηθεί μαυσωλείο. Ήταν μέλος του Μουσείου Σολωμού ο Ιωάννου και εισηγήθηκε στο Διοικητικό Συμβούλιο να γίνει η μετατροπή του χώρου που ήταν στο ισόγειο, που ήταν αίθουσα διαλέξεων, σε μαυσωλείο. Ανέλαβε όλη τη διαδικασία. Όταν ενέκρινε η Επιτροπή του Μουσείου τη μεταφορά των οστών μέσα στον χώρο, γίνανε ένας τάφος καινούριος για τα οστά του Κάλβου και της γυναίκας του και μεταφέρθηκε ο τάφος του Σολωμού, που ήταν απ’ έξω, εις την πλατεία του Αγίου Μάρκου, μέσα. Έτσι, από τις 17 Γενάρη του 1968, μέσα στο μαυσωλείο υπάρχουν οι τάφοι του Σολωμού και του Κάλβου. Είναι το μοναδικό μαυσωλείο σε στεγασμένους χώρους, με τα οστά των δύο αυτών μεγάλων ποιητών. Είναι ένας ναός προσκυνήματος, μπορώ να πω, για τους Έλληνες και όλα τούτα τα χρόνια που έζησα εγώ μέσα στο Μουσείο, έχω δει ανθρώπους να συγκινούνται, πραγματικά. Να μπαίνουν και να αισθάνονται ότι βρίσκονται σε έναν χώρο που τους υποβάλλει. Μάλιστα, όταν έγινε η τελευταία διαμόρφωση του Μουσείου και του χώρου, πάνω από την είσοδο, θυμάσαι ότι είναι οι στίχοι από την Ωδή «Εις Χίον» του Κάλβου που λέει: [00:50:00]«Εδώ σίγα. Σίγα εδώ. Κοιμούνται τα κόκαλα των τεθνημένων». Είναι κάτι το ιδιαίτερα ξεχωριστό. Βέβαια, και οι χώροι του Μουσείου επάνω δεν υστερούν. Διότι υπάρχουν τα χειρόγραφα του Σολωμού, υπάρχουν του Παύλου του Καρρέρη πολλά μουσικά χειρόγραφα, υπάρχουν τα βιβλία που διάβαζε ο Σολωμός, του Λούντζη τα χειρόγραφα, που είναι οι μετάφρασεις των Γερμανών φιλοσόφων Σίλλερ, Γκαίτε, Ένγκερ, Νουβάλις, στα ιταλικά, για να τα διαβάζει ο Σολωμός, πολλές προσωπογραφίες, πολλά κειμήλια αξίας ιστορικής μεγάλης, του Ξενόπουλου προσωπικά αντικείμενα, χειρόγραφα. Υπάρχει η σπουδαία συλλογή με φορητές εικόνες του Νικολάου Κολυβά. Τι να σου πω, είναι πράγματα –το πιάνο του Καρρέρη– που είναι η Ιστορία της Ζακύνθου μέσα σε αυτό τον χώρο. Και θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό όπου μου δόθηκε η δυνατότητα να δουλέψω όλα αυτά τα χρόνια της ζωής μου σε αυτό τον χώρο, να συμβάλω κι εγώ με τον τρόπο μου, βοηθώντας το Διοικητικό Συμβούλιο, τα μέλη του Συμβουλίου, εις το να πετύχουν τον σκοπό τους, διότι υπήρχε μια άριστη συνεργασία μεταξύ των εργαζομένων και του Συμβουλίου –των Συμβουλίων, γενικότερα– του Μουσείου. Είναι μια ιστορία, έτσι, πλέον, που έχει ταυτιστεί με τον εαυτό μου, που θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό.

Ι.Κ.:

Από τη θητεία σας στο Μουσείο, ποιες στιγμές ξεχωρίζετε; Θα μπορούσε να είναι, ας πούμε, ένα ντοκιμαντέρ που είχε γυριστεί, του Τώνη Λυκουρέση; Θα μπορούσε να είναι η ανακαίνιση του Μουσείου και η επέκτασή του;

Γ.Δ.:

Το ένα με το άλλο είναι λιθαράκια που προσθέτουνε στην εικόνα του Μουσείου. Έχουν γίνει πολλά. Κάθε ένα αντικείμενο ιστορικής αξίας που έχει μπει μέσα στο Μουσείο προσθέτει και δημιουργεί. Έχουν γίνει μελέτες. Έχουν μελετηθεί… Ήρθε ο Γιώργος ο Λεωτσάκος, ο μουσικολόγος, και μελέτησε τα χειρόγραφα, τα μουσικά κομμάτια, όλα τα σχετικά με τον Παύλο Καρρέρη και έκανε μια πολύ σπουδαία έκδοση. Τα χειρόγραφα του Σολωμού, ήρθε η Ελένη Τσαντσάνογλου με την Κατερίνα την Τικτοπούλου και ξαναμελέτησαν τα χειρόγραφα του Σολωμού και αποκαλύφθηκαν καινούρια, μέσα, μέρη ποιημάτων του Σολωμού, για πρώτη φορά. Σημαντικό. Ήρθε η δωρεά με τις εικόνες του Κολυβά, όπου η Θάλεια η Κολυβά –περισσότερο η αδελφή της– τα έδωσε στο Μουσείο, διότι είχε πλέον υπερβεί, έτσι, σε ηλικία και δεν είχε, η Θάλεια, δυνάμεις. Θυμάμαι, πήγα και τα πήρα από την Αθήνα, τα έβαλα μέσα σε κιβώτια και ταξιδεύαμε όλη νύχτα με αυτοκίνητο φορτηγό, να μην έχουμε συγκοινωνία, να βρούμε να φέρουμε –δηλαδή να μην έχει κίνηση ο δρόμος, γιατί ήταν πολύτιμα και είχα χρεωθεί αυτή τη μεταφορά– να τα φέρουμε στη Ζάκυνθο. Έγινε η αποθήκευσή τους στο Μουσείο, η καταγραφή τους από τον Κώστα τον Μπάρμπα. Σημαντική η όλη προσφορά. Τι να σου πω; Να σου πω, ο Μάτεσις, στην Αθήνα, ο τελευταίος των Μάτεση, ο Αντώνης Μάτεσις, είχε χειρόγραφα, έχουμε του «Βασιλικού» τα χειρόγραφα, μου ’ρθανε και είναι πλέον μέσα στο Μουσείο. Είναι του Ξενόπουλου. Η κόρη του, η Ευθαλία, που ήρθε στη Ζάκυνθο και τα έφερε και τα συνόδεψε και τα εκθέσαμε. Που έχουμε το εκμαγείο του χεριού του, το εκμαγείου του προσώπου του από τον Νάτσιο τον γλύπτη, τον γαμπρό του. Προσωπικά του αντικείμενα. Είναι πολλά. Είχε ξεκινήσει το Μουσείο με τα χειρόγραφα του Σολωμού και με κάποια έπιπλα και αυτή την ώρα είναι κάτι το οποίο είναι ένα από τα σπουδαιότερα. Έγινε η επεξεργασία τώρα και η καταγραφή τους μέσα, έγινε το πρόγραμμα-

Ι.Κ.:

Ψηφιοποίησης.-

Γ.Δ.:

Με την ψηφιοποίηση, έγινε η… Καταρχήν, μπήκαμε στην «Κοινωνία της πληροφορίας» επί προεδρίας Διονυσίου Πυλαρινού, που πήγαμε στην Αθήνα –η Κατερίνα– για να υποστηρίξει αυτό το πρόγραμμα. Σημαντικά σημεία. Με τον νομάρχη τον Μαρκάτο κατάφερα –προσωπικά εγώ, το λέω αυτό το πράγμα– κατάφερα να μπει στα Ευρωπαϊκά προγράμματα και να γίνει επέκταση του Μουσείου. Να σου πω ότι αγοράστηκε το σπίτι που ήταν πίσω, όμορο με το Μουσείο Σολωμού, στην πίσω μεριά, του Τζώρτζη του Μελισσινού. Θα σου το πω τούτο, γιατί πρέπει να το ξέρεις. Ο Τζωρτζάκης ο Μελισσινός είχε μια αδερφή στην Αθήνα, δεν είχε παιδιά. Και πίσω ακριβώς από το Μουσείο ήτανε το σπίτι του. Είχα πάντα την έγνοια αυτό το οικόπεδο, αυτό το σπίτι να γίνει κτήμα του Μουσείου. Είχα καλές σχέσεις με τον Τζωτζάκη και κάποια στιγμή που είχε μεγαλώσει, μου είπε ότι θέλει να φύγει, δεν μπορεί να κάτσει μέσα στο σπίτι, και έχει μια αδερφή στην Αθήνα, η οποία ήταν σε κάποιο γηροκομείο, σε κάποιο ίδρυμα και τη φρόντιζε κάποιος ιερωμένος. Και ήθελε να φανεί δωρητής στον ιερωμένο, δίνοντάς του κάποια χρήματα που φρόντιζε την αδερφή του και της είχε συμπαρασταθεί. Παράλληλα, είχε και έναν βοηθό, γιατί ήτανε αυτός ρεμεσαδώρος, έφτιαχνε παλιά έπιπλα ζακυνθινά και ήθελε να βοηθήσει και αυτό το παιδί. Και μου είπε ότι θέλει θα πουλήσει το σπίτι. Κάναμε, έτσι, μια συζήτηση και είδα ότι ήθελε δύο εκατομμύρια δραχμές για να πάρει για την αξία του σπιτιού. Μόλις πληροφορήθηκα αυτό το γεγονός και την απαίτησή του, πήγα στον πρόεδρο του Μουσείου τότε, τον Στέφανο τον Παπαδάτο και του είπα: «Κύριε πρόεδρε, υπάρχει αυτό ετούτη τη στιγμή. Μπορούμε να διαπραγματευτούμε να αγοράσουμε το σπίτι του Μελισσινού και θέλει δύο εκατομμύρια». «Δεν μπορώ να αρνηθώ», μου είπε, «αλλά δεν μου λες, τι χρήματα έχουμε;» Του είπα, λοιπόν, ότι έχουμε δύο εκατομμύρια τριακόσιες χιλιάδες στον λογαριασμό μας. Σήκωσε τα μάτια του –ήταν στο γραφείο του–, με κοίταξε καλά καλά και μου λέει: «Και πώς θα πάρεις μισθό όταν δώκουμε τα δύο εκατομμύρια;» Του λέω: «Κύριε Στέφανε, κύριε πρόεδρε, δεν θα πληρωθώ ένα χρόνο». Με ξανακοίταξε και μου λέει: «Φεύγα και πήγαινε να κανονίσεις να αγοράσουμε το σπίτι». Αυτό το λέω διότι πρέπει να υπάρξει σαν ιστορία. Πήραμε, λοιπόν, το οικόπεδο. Βοηθήσαμε όσο μπορούσαμε τον Τζωρτζάκη τον Μελισσινό σαν Μουσείο, έπαιρνε τα νοίκια για ένα χρόνο ακόμα –γιατί καθότανε μια κυρία στο σπίτι αυτό, μέχρι… Τέλος πάντων, αυτό είναι άλλη ιστορία. Μετά, ένα σημαντικό πάλι σημείο στην Ιστορία του Μουσείου, είναι η δημιουργία του Σωματείου των Φίλων του Μουσείου Σολωμού. Είχα πληροφορηθεί ότι υπάρχει ένα Σωματείο Φίλων του Μουσείου Μπενάκη στην Αθήνα. Και ήρθα σε επαφή με τον Νίκο τον Λούντζη, του είπα ότι πρέπει το Μουσείο να αποκτήσει ένα Σωματείο Φίλων. Είμαι από τα ιδρυτικά μέλη του Σωματείου των Φίλων. Βρήκαμε κάποιους Ζακυνθινούς Αθηναίους –Ζακυνθινοαθηναίους δηλαδή– που ενδιαφερόντουσαν για την Ιστορία. Πρωτεργάτης σε αυτό το σημείο ο Νίκος ο Λούντζης. Και έγινε αυτό το σωματείο. Προσέφερε πάρα πολλά στο μουσείο. Καταρχήν, έγινε καταγραφή των μουσικών του Καρρέρη και εκδόθηκαν τραγούδια του Καρρέρη. Του Κωστή, βιβλία που είχαν σχέση με τη μουσική Ιστορία της Ζακύνθου. Έγινε, δηλαδή, το Μουσείο προβολή. Βρέθηκε, ήρθε σε επαφή με την Εταιρεία Λαογραφικής Μουσειολογίας, με την Πόπη τη Ζώρα. Ανέλαβε η Πόπη η Ζώρα να γίνει συντήρηση του αγάλματος του Σολωμού, όπου είχαμε το έργο του Βρούτου, που όπως είπες πιο πριν, έχει καταγραφεί όλη η διαδικασία μέσα στο ντοκιμαντέρ του Τώνη του Λυκούρεση –που, δυστυχώς, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί για να παιχθεί αυτό το ντοκιμαντέρ και να δει ο κόσμος τι είχε γίνει. Ο Τριάντης συντηρούσε στο εργαστήριό του αυτό το άγαλμα, το πήραν από δω, πήγε στην Αθήνα, συντηρήθηκε και τα έχει όλα καταγράψει ο Τώνης στο ντοκιμαντέρ. Έγινε η επανέκθεση του Μουσείου, μετά την επέκτασή του, από την Εταιρεία Λαογραφικής Μουσειολογίας, που έγινε απεντόμωση, έγινε καθαρισμός, έγινε φροντίδα και καθαρισμός των χειρογράφων του Σολωμού, [01:00:00]εικόνων. Δηλαδή, είναι ένας οργασμός δουλειάς όλα αυτά τα χρόνια. Ακολούθησε η «Κοινωνία της πληροφορίας», που μπήκαμε στο πρόγραμμα. Πολύ σημαντικό και αυτό το στοιχείο. Και το Μουσείο είναι αυτό που ξέρεις, Γιάννη μου, κι εσύ, γιατί κι εσύ έχεις εργαστεί στο Μουσείο και το ξέρεις.

Ι.Κ.:

Μπορείτε να ανατρέξετε και να θυμηθείτε τα εγκαίνια της επέκτασης;

Γ.Δ.:

Τότε είχε έρθει ο Στεφανόπουλος, ο Κωστής ο Στεφανόπουλος και έκανε τα εγκαίνια, ήρθε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ήταν, έτσι, μια σημαντική στιγμή για το Μουσείο, να έρχεται ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και να εγκαινιάζει την επέκτασή του. Όπως πολύ σημαντική πάλι ήτανε η επέκταση, έτσι, λογικά του Μουσείου με ενέργειες των Φίλων του Μουσείου Σολωμού στην Αθήνα, του Μουσείου, διότι βοήθησε το Ίδρυμα Νιάρχου εις την επέκταση και εις τη χρηματοδότηση για όλες τις εργασίες που είχαν γίνει και από εκεί ξεκίνησε και έγινε, μετά τη δωρεά της Βιβλιοθήκης του Καρόλου του Μητσάκη του καθηγητή, η δημιουργία εις την Παναγούλα του κτιρίου, που υπάρχει εκεί σαν Βιβλιοθήκη πλέον και έχει και χώρο για διαλέξεις, έχει και χώρο, το κτίριο αυτό… Αλλά, δυστυχώς, δεν έχει δυνατότητα το Μουσείο να καλύψει τα έξοδα για τη λειτουργία του σαν Βιβλιοθήκη. Τότε, μας είχε βοηθήσει και είχε συμπαρασταθεί ο Μητροπολίτης ο Ζακύνθου τότε, ο Δωδώνης στη συνέχεια, ο Χρυσόστομος, ο οποίος, επειδή η περιοχή εκείνη ανήκε εις τη Μονή του Αγίου Διονυσίου, μας εδώρισε η Μονή του Αγίου Διονυσίου δύο στρέμματα και έγινε η κατασκευή του κτιρίου. Όλα αυτά έχουν προσθέσει εις την παρουσία του Μουσείου και εις την αποδοχή του και νομίζω ότι έχει γίνει η όλη διαχείριση δημιουργίας του, λειτουργίας του και επέκτασής του με τον καλύτερο τρόπο. Λίγες υπηρεσίες, λίγα ιδρύματα μπορούν να καυχηθούν ότι έχουν επιτελέσει τέτοιο έργο και με προβολή σε επίπεδα πανεπιστημιακά, με συμμετοχή σε συνέδρια, σε διαλέξεις, στην Κύπρο, στην Ελλάδα όλη, επικοινωνία, τα σχολεία έρχονται και το επισκέπτονται. Είναι μία ζωντανή, δηλαδή, παρουσία το Μουσείο και προσφέρει τα μέγιστα εις τη Ζάκυνθο.

Ι.Κ.:

Ένα άλλο ντοκιμαντέρ του Τώνη του Λυκούρεση ήτανε για την ΕΡΤ, για τον «Ύμνο» που συμμετείχατε κι εσείς μέσα. Τι θυμόσαστε από την παραγωγή και από τη διαδικασία όλη αυτή;

Γ.Δ.:

Ο Τώνης ήρθε στη Ζάκυνθο για να κάμει αυτό το ντοκιμαντέρ. Μια μυθογραφική, έτσι, παράσταση της ζωής του Σολωμού, με τα χειρόγραφα και με τα… Και συμμετείχα, στον ηθοποιό που ενσαρκωνόταν τον Σολωμό έδειχνα τα χειρόγραφα, όπως τα είχαμε παλιά, στις βιτρίνες που υπήρχαν παλιά, και εκεί έκανα κάποια σχόλια. Εντάξει, δεν ήτανε… Αλλά ήτανε κι αυτό σημαντικό, διότι ο Τώνης, με τις εργασίες που έχει κάνει, με τις κινηματογραφικές παραγωγές, περνάει όσο μπορεί, με τον καλύτερο τρόπο μπορώ να πω, την τοπική Ιστορία, να γίνει κτήμα του κόσμου. Να καταλάβουν και να γνωρίσει ο κόσμος τι είναι εδώ, τι είναι η Ζάκυνθος, που έχει παρεξηγηθεί και είναι τώρα σε άλλα πεδία, σε άλλα επίπεδα, σε άλλες καταστάσεις. Και αν δεν ξέρεις την Ιστορία σου, αν δεν μάθεις την Ιστορία σου, δεν μπορείς να προσφέρεις. Εγώ ήμουνα τυχερός. Βρέθηκα στο Μουσείο και διάβασα και μελέτησα και, όπως ξέρεις, ό,τι μπόρεσα να αποκομίσω από τα διαβάσματά μου, από τις μελέτες μου, τα έβγαλα προς τον κόσμο. Εγώ ήμουνα τυχερός, διότι συνομίλησα με καθηγητές, συνομίλησα με μικρά παιδιά, συνομίλησα με κόσμο που ήθελε να μάθει, που με έμαθε εμένα, αλλά του έδωσα κι εγώ. Θυμάσαι ότι αρθρογραφούσα στην τοπική εφημερίδα, την «Ημέρα», θυμάσαι σε αφιερώματα που έχω γράψει, θυμάσαι τις καθημερινές ζακυνθινές μου επιστολές, θυμάσαι τα κείμενά μου για τη Λαογραφία, για την Ιστορία την τοπική. Νομίζω… Και τα βιβλία μου που έχω βγάλει. Η ζωή μου κι εμένανε, όπως μου χαρίστηκε, μέσα από τη γνώση που απόκτησα, μέσα από τα διαβάσματά μου στο Μουσείο Σολωμού και ξέρεις ότι την ανταποδίδω, δεν έχω κάτι, δεν κρατάω κάτι κρυμμένο στο συρτάρι μου. Δεν κρατάω κάτι φυλαγμένο. Και ακόμα, όπως ξέρεις, δεν κάνω τίποτα άλλο παρά να γράφω. Έτσι καλύπτω τις ώρες της ζωής μου. Τι να σου πω, Γιάννη μου, δεν ξέρω, αυτό είναι… Και τα οφείλω όλα στο Μουσείο Σολωμού. Τα οφείλω όλα στους ανθρώπους που γνώρισα μέσα από το Μουσείο και τους ανθρώπους που αγάπησα και με αγάπησαν, που τους εμπιστεύτηκα και με εμπιστεύτηκαν. Και νομίζω ότι αυτός είναι και ο προορισμός του ανθρώπου. Μέσα από το Μουσείο εγώ δημιούργησα την οικογένειά μου. Δεν έκαμα κάτι άλλο. Εκεί στάθηκα, εκεί βρέθηκα και νομίζω ότι εκπροσώπησα με τον καλύτερο τρόπο αυτό το πράγμα. Είναι λίγο εγωιστικό αυτό όπου λέω, αλλά δεν το λέω γιατί θέλω εγώ να προβληθώ σε κάτι συγκεκριμένο. Ό,τι έχω δώσει είναι γνωστό. Δεν μπορώ, όμως, να έχω εγώ την πληροφορία και να την κρατάω κρυμμένη στο συρτάρι μου. Δεν είναι δικαίωμά μου.

Ι.Κ.:

Να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ για την κουβέντα που κάναμε.

Γ.Δ.:

Κι εγώ σε ευχαριστώ. Με εξομολόγησες, που λένε. Μου έδωκες, έτσι, ένα βήμα να βγάλω τα εσώψυχά μου. Να ’σαι καλά. Και εύχομαι να έχεις πρόοδο σε αυτά που κάνεις, διότι έχω αξιολογήσει κι έχω εκτιμήσει ότι είσαι κι εσύ ένας άνθρωπος με αρχές και αγαπάς τη Ζάκυνθο.

Ι.Κ.:

Ευχαριστώ πολύ.

Γ.Δ.:

Κι εγώ, ευχαριστώ, Γιάννη μου.