© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Αναμνήσεις από την Κατοχή, τον Εμφύλιο και το παζάρι του Θέρμου

Κωδικός Ιστορίας
23837
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αλεξάνδρα Αντωνοπούλου (Α.Α.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
08/02/2023
Ερευνητής/τρια
Ελπίδα Σιάχου (Ε.Σ.)
Ε.Σ.:

[00:00:00]Καλησπέρα σας.

Α.Α.:

Καλησπέρα.

Ε.Σ.:

Θα μας πείτε το όνομά σας;

Α.Α.:

Αλεξάνδρα Αντωνοπούλου.

Ε.Σ.:

Ωραία. Σήμερα είναι Πέμπτη, 9 Φεβρουαρίου 2023, είμαι με την κυρία Αλεξάνδρα Αντωνοπούλου, βρισκόμαστε στο Θέρμο Αιτωλοακαρνανίας, εγώ ονομάζομαι Ελπίδα Σιάχου, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κυρία Αλεξάνδρα, θα μας πείτε λίγα λόγια για εσάς; Πού γεννηθήκατε και πότε;

Α.Α.:

Στο Θέρμο, 05/06 του 1938.

Ε.Σ.:

Πολύ ωραία. Πώς ήταν το Θέρμο κυρία Αλεξάνδρα όταν ήσασταν μικρή;

Α.Α.:

Ήταν μια πολύ ωραία κωμόπολις με πολύ κόσμο.

Ε.Σ.:

Τι θυμάστε να κάνετε στην καθημερινότητά σας;

Α.Α.:

Σαν μικρό παιδάκι παίζαμε με τα παιδάκια εδώ, τα γειτονόπουλα. Μετά πήγαμε σχολείο, είχαμε διάβασμα, δουλειές στο σπίτι, γιατί ήμασταν φτωχή οικογένεια και έπρεπε οι γονείς να δουλεύουν σε αγροτικές εργασίες. Αυτά, δεν έκανα τίποτα άλλο.

Ε.Σ.:

Ήσασταν μεγάλη οικογένεια;

Α.Α.:

Οι γονείς μου και τρία ακόμα αδέλφια. Δύο αδελφές κι ένας αδελφός.

Ε.Σ.:

Εσείς ήσασταν η μεγαλύτερη;

Α.Α.:

Εγώ η μεγαλύτερη, η πρώτη.

Ε.Σ.:

Πώς τα θυμάστε τα παιδικά σας χρόνια; Περιγράψτε μας μια μέρα των παιδικών σας χρόνων.

Α.Α.:

Της πολύ μικρής ηλικίας, να διαβάζω, να παίζω με τις φίλες μου εδώ, τις γειτονοπούλες. Μεγαλύτερη βέβαια να εργάζομαι, να πλένω τα πιάτα του σπιτιού, να καθαρίζω, πολλές φορές και να μαγειρεύω. Μαγείρευα από πολύ μικρή γιατί και η μαμά μου πήγαινε έξω στις αγροτικές εργασίες. Αυτή ήταν η μέρα μου.

Ε.Σ.:

Όταν λέτε αγροτικές εργασίες, τι ακριβώς κάνανε;

Α.Α.:

Η μάνα μου, έκανε, είχαμε χωράφια είχαμε. Και καλαμπόκια είχαμε, καπνά μετά βάζαμε –όταν μεγάλωσα και εγώ βέβαια και η άλλη η αδελφή μου– τριφύλλια, σιτάρια.

Ε.Σ.:

Βοηθούσατε κι εσείς;

Α.Α.:

Βοηθούσα. Βοηθούσα κι εγώ και πολύ μάλιστα. Γιατί με τη δεύτερη αδελφή μου εγώ έχω πέντε χρόνια διαφορά. Όταν εκείνη ήταν 5 χρονών εγώ ήμουνα 10. Οπωσδήποτε μπορούσα να κάνω περισσότερες δουλειές.

Ε.Σ.:

Το σπίτι σας πώς ήταν;

Α.Α.:

Ήτανε με υπόγειο κάτω, από πάνω ένας όροφος. Τριών δωματίων. Στην επάνω πλευρά είχε ένα διάδρομο που έσχιζε όλα τα δωμάτια και προς τα απ' έξω μία κουζίνα από τη δεξιά μεριά.

Ε.Σ.:

Ήταν ευρύχωρο για μία μεγάλη οικογένεια;

Α.Α.:

Ε εντάξει, όχι. Όχι όπως σήμερα που έχει ο καθένας το δωμάτιό του.

Ε.Σ.:

Πώς ήταν η διατροφή σας;

Α.Α.:

Η διατροφή μας, να σας πω. Δεν μας έλειψε ποτέ τίποτε, γιατί είχαμε και ζώα. Και πρόβατα είχε ο πατέρας μου και γίδια. Τα πρόβατα τα είχαμε μισιακά με ένα συγγενή μας και τα γίδια τα είχαμε με ένα τσοπάνο. Οπότε είχαμε γαλακτερά, δεν μας έλειπε τίποτα. Από το χωράφι μας, είχαμε ένα χωράφι το οποίο καλλιεργούσαμε και με καλαμπόκι και κηπευτικά. Ο πατέρας μου ήταν κρεοπώλης, είχε και κρέατα. Δεν μας έλειπε ποτέ. Και τότε που πείνασε ο κόσμος με την πείνα, δεν είχαμε πεινάσει ποτέ.

Ε.Σ.:

Είχε και κρεοπωλείο ο πατέρας σας;

Α.Α.:

Ναι, το είχε κρεοπωλείο χρόνια ο πατέρας μου.

Ε.Σ.:

Πού ήταν αυτό;

Α.Α.:

Στην πλατεία του Θέρμου, απέναντι που είναι τώρα το καφενείο, τι είναι, ή καφετέρια; Στου Θανασούλη από κάτω. Που ήταν ο Γαϊτάνης παλιά, αν το θυμάσαι. Εκεί δίπλα ήταν το… Και μετά ήταν που είναι ο Τακούλας ο Στούμπας, το μανάβικο του Στούμπα, δίπλα.

Ε.Σ.:

Βοηθούσατε κι εσείς εκεί στο κρεοπωλείο;

Α.Α.:

Όχι όχι. Στο κρεοπωλείο ποτέ. Μόνο στις καλλιέργειες. Κρεοπωλείο ο πατέρας μου δεν ήθελε ποτέ να τον... Δε σε ενοχλούσε ποτέ. Τα έκανε όλα μόνος του. Μόνο εμείς, ξέρω ‘γω, αν πήγαινα εγώ με τη μαμά μου να κατεβάσουμε από το βουνό τα γίδια με τον τσοπάνη, να τα ποτίσουμε νερό, να τα αρμέξουμε, να φέρουμε το γάλα. Το μάζευε η μαμά μου μετά το γάλα, δεν το μάζευα εγώ. Εγώ ήμουνα στο ζύμωμα, στα πιάτα και καθαριότητα.

Ε.Σ.:

Αυτή η εμπειρία του να κατεβάζετε τα γίδια από το βουνό σαν μικρό παιδάκι, πώς ήταν;

Α.Α.:

Τίποτα, μου ερχόταν ωραία. Το [00:05:00]θεωρούσα πολύ ωραίο, διασκεδαστικό, δεν με κούραζε. Δεν με κούραζε εμένα.

Ε.Σ.:

Έτσι σαν παιδάκια, τι άλλες δραστηριότητες είχατε; Τι παιχνίδια παίζατε;

Α.Α.:

Παίζαμε τα «λιόσια». Τα ξέρεις;

Ε.Σ.:

Τι είναι τα λιόσια;

Α.Α.:

Βάζαμε ένα καραβάνι πέρα εκεί στην αυτή, στην άκρη και είχαμε κάτι πέτρες, πλάκες, έτσι πλακερές και όποιος μπόραγε και έριχνε το καραβάνι. Μετά τι άλλο είχαμε; Είχαμε το σχοινάκι. Τι άλλο; Δεν θυμάμαι άλλο τώρα. Με το τόπι. Αυτά.

Ε.Σ.:

Ήταν πολλά παιδιά στη γειτονιά σας;

Α.Α.:

Είχαμε πολλά παιδιά. Μπορεί να μαζευόμασταν και δεκαπέντε-είκοσι παιδιά.

Ε.Σ.:

Τα σχολικά σας χρόνια πώς ήταν;

Α.Α.:

Εντάξει, καλά ήτανε. Μόνο που είχαν κάψει το σχολείο και πηγαίναμε ποτέ στου Νικολίτσα τις αίθουσες, πότε στην εκκλησία, πότε απέναντι στα... Εκεί που είναι τώρα ο δικηγόρος που έχει γραφείο, πώς τον λέμε, τον Κωνσταντάρα. Ήταν και εκεί σχολείο. Είχαμε, με τις δασκάλες περνούσα πολύ καλά. Ήμουνα ήσυχη, δεν ήμουν, ας πούμε, καμιά αυτή.

Ε.Σ.:

Ποιο ήταν το αγαπημένο σας μάθημα;

Α.Α.:

Τα φιλολογικά. Τα ελληνικά. Αριθμητική όχι.

Ε.Σ.:

Γιατί έτσι;

Α.Α.:

Ξέρω ‘γω, ήταν δύσκολα. Δεν μπορούσα να τα καταφέρω. Ποτέ, ούτε στο Γυμνάσιο ούτε ποτέ.

Ε.Σ.:

Ωραία. Είπατε ότι το είχανε κάψει το σχολείο. Ποιοι;

Α.Α.:

Ναι ναι. Οι Γερμανοί.

Ε.Σ.:

Τι μνήμες έχετε από εκείνη την περίοδο;

Α.Α.:

Να καίνε τα σπίτια. Να φωνάζει ο κόσμος ότι: «Έρχονται, έρχονται οι Γερμανοί. Ήρθαν στου Γούλη!», ένα μέρος εδώ που πρωτομπαίνουμε. Και να προσπαθούμε πώς να βγάλουμε πράγματα έξω από τα σπίτια. Όχι εμείς, ήμασταν και μικρά. Δεν ήμουνα… Το ‘38 γεννήθηκα. Πόσο ήμουνα; 5-6 χρονών. Η μάνα μου και ο πατέρας μου, οι αδελφές της μαμάς μου, να βγάλουν έξω ρούχα, να βγάλουν πράγματα για να μην τα κάψουνε, να μην τα πάρουνε. Τα βάζανε σε κάτι λάκκους που φτιάχνανε για να τα κρύβουν, αλλά μετά καταστράφηκαν από τις βροχές και τέτοια. Δεν τα γλύτωσαν τα αυτά. Και θυμάμαι ότι μας πήραν και πήγαμε εδώ σε ένα, που πάει προς Αβαρίκο, έτσι ένα βουναλάκι είναι και από κει βλέπαμε ποιο σπίτι καίγεται. Κι έλεγαν οι μεγαλύτεροι: «Καίγεται του Ευθυμίου, καίγεται του Θανασούλη, καίγεται το Τσουνέικο» και διάφορα σπίτια όπως τα βλέπανε. Μετά, ο πατέρας μου μας πήρε και μας πήγε στην Αετόπετρα που ήταν η οικογένεια της μάνας μου και μείναμε εκεί. Δε θυμάμαι τίποτα άλλο από Γερμανούς.

Ε.Σ.:

Εκεί στην Αετόπετρα πόσο καιρό καθίσατε;

Α.Α.:

Πόσο ακριβώς δεν ξέρω. Εκεί γεννήθηκε και η δεύτερη αδερφή μου, το ’43.

Ε.Σ.:

Άρα ήταν έγκυος η μαμά σας;

Α.Α.:

Ήταν έγκυος η μαμά μου τότε.

Ε.Σ.:

Ναι.

Α.Α.:

Και γεννήθηκε η δεύτερη αδερφή μου, που έχεις το ίδιο όνομα.

Ε.Σ.:

Από την περίοδο μετά, του ανταρτοπόλεμου, τι μνήμες έχετε;

Α.Α.:

Τον ανταρτοπόλεμο παιδάκι μου, εντάξει, φοβόμασταν, ανησυχούσαμε, υπέφερε ο κόσμος. Είχε έρθει πολύς κόσμος από τα χωριά για καλύτερη ζωή εδώ στο Θέρμο. Μάλιστα, κάθονταν στο σπίτι μας και ένας χωροφύλακας με την οικογένειά του. Καθότανε και ο πατέρας του Παύλου Μπακογιάννη με την οικογένειά του. Δηλαδή κάθε οικογένεια από ένα δωμάτιο, γιατί είχαν μαζευτεί πολλοί άνθρωποι από τα χωριά. Θυμάμαι ότι είπαν ότι: «Έρχονται οι αντάρτες, έρχονται οι αντάρτες». Τώρα πότε; Παραμονή Χριστούγεννα ήτανε. Και είπε αυτός ο χωροφύλακας στη μαμά μου: «Κυρα-Φωτεινή, πάρε και τη γυναίκα μου τη Μαριγώ και κατεβείτε κάτω να φορτωθείτε πολεμοφόδια». Ανέβαιναν απάνω στο ρολόι. Ένας αδερφός της μαμάς μου ήταν και αυτός χωροφύλακας και πήρανε… Κάτι πήρε, ένα όπλο ξέρω ‘γω, δεν ξέρω πώς τα λένε και ανέβηκε πάνω στα Βελλιέικ[00:10:00]α και έβαλε από κει. Αυτοί νόμισαν ότι είναι δύναμις εκεί κάτω. Ώσπου έβαλε όλμος από δω από το ρολόι το δικό μας στον Άγιο Κοσμά και με το πρώτο τους χάλασε τον όλμο και σκότωσε και τον ολμιστή. Μετά, δε θυμάμαι, την άλλη μέρα μας πήρανε πήγαμε σε ένα χωριό, στα Σιταράλωνα. Καθίσαμε δυο-τρεις μέρες και ξαναγυρίσαμε. Αυτά θυμάμαι, ας πούμε. Θυμάμαι πάλι που ένας, τον έλεγαν Γανωμένο, δεν ξέρω όμως με ποιανούς ήτανε. Από δω από τα χωριά είχε φέρει εδώ στην πλατεία Θέρμου καμιά δεκαριά κεφάλια ανθρώπων και τα είχε βάλει εκεί στη σειρά. Πήγαμε εμείς σαν παιδάκια εκεί για να δούμε, αλλά δεν μας άφηναν να πάμε κοντά να δεις τι ηλικία είχε, και αν θα τα θυμόμουνα βέβαια τι ηλικία. Έχω δει και αυτό το περιστατικό.

Ε.Σ.:

Ήταν μαζεμένοι πολύς κόσμος εκεί;

Α.Α.:

Όχι όχι. Δεν… Φοβόταν ο κόσμος και το απέφευγε, απομακρύνονταν. Έβλεπε αλλά από μακριά.

Ε.Σ.:

Και αυτοί που τα είχανε εκθέσει εκεί τα κεφάλια–

Α.Α.:

Ήταν οι Γανωμεναίοι. Έτσι τους λέγανε τότε. Ο αρχηγός τους ήταν ένας, Παπαγεωργίου λεγότανε και ήταν από τη Χρυσοβίτσα. Αυτός, ο αρχηγός.

Ε.Σ.:

Και ήταν εγκατεστημένος εδώ στο Θέρμο;

Α.Α.:

Εδώ στο Θέρμο και ήταν εδώ, στη γειτονιά μας έμενε. Εδώ ήταν και η γυναίκα του. Την ξέραμε τη γυναίκα του. Δεν είχε παιδιά βέβαια, δεν... Εκτός και είχε και τα είχε κάπου αλλού, δεν ξέρω.

Ε.Σ.:

Και απέναντι σε σας, τη γειτονιά εδώ, είχε κάποια συμπεριφορά;

Α.Α.:

Όχι όχι. Καλές σχέσεις, όχι, όχι. Καλές σχέσεις, ούτε σε ενοχλούσε ούτε τον ενοχλούσες. Η δε γυναίκα του ήταν προσιτή, ας πούμε, μίλαγε, «καλημέρα», αυτά. Ναι.

Ε.Σ.:

Ο κόσμος, εφόσον ήξερε ότι κάνει τέτοια πράγματα, πώς τον αντιμετώπιζε;

Α.Α.:

Τι να σου πω, δεν το ξέρω. Εγώ δεν πολυέβγαινα και έξω για να… Και λόγω ηλικίας αλλά και σαν κορίτσι. Δεν ήμουνα αγόρι, ξέρω ‘γω, να πάω πέρα στην πλατεία κάτι να ακούσω, να αυτώσω. Εμείς ήμασταν μέσα στο σπίτι με τις δουλειές ή στα χωράφια ή αυτού.

Ε.Σ.:

Στα Σιταράλωνα που είχατε καταφύγει, πού μένατε;

Α.Α.:

Σε μία αποθήκη ενός γνωστού.

Ε.Σ.:

Πώς πήγατε προς τα Σιταράλωνα και όχι σε κάποιο άλλο χωριό;

Α.Α.:

Γιατί προς τα εκεί ήταν κατήφορος, μας έπαιρνε περισσότερο. Πού να πας; Να πας στη Μόκιστα; Ήταν πιο εύκολο αυτοί από τη ράχη εκεί να... Οι αντάρτες. Ενώ τα Σιταράλωνα ήταν κάπως διαφορετικά, ήταν πιο εύκολα.

Ε.Σ.:

Θυμάστε κάτι άλλο από τις μέρες που μένατε εκεί;

Α.Α.:

Δεν μείναμε πολλές μέρες. Δεν θυμάμαι τίποτα. Όχι, γυρίσαμε, κάνα δυο μέρες και γυρίσαμε. Ούτε να μαγειρεύουμε ούτε τίποτα. Ό,τι είχαμε πάρει, ψωμάκι ξέρω ‘γω, ό,τι είχαμε πάρει κοντά μας, αυτά χρησιμοποιήσαμε και ξανάρθαμε.

Ε.Σ.:

Η οικογένεια του Παύλου Μπακογιάννη πώς βρέθηκε στο σπίτι σας;

Α.Α.:

Σαν ανταρτόπληκτοι κι αυτοί.

Ε.Σ.:

Από πού είχαν έρθει αυτοί;

Α.Α.:

Από την Ευρυτανία. Πώς το λέγανε; Βελωτά. Βελωτά Ευρυτανίας.

Ε.Σ.:

Και μένατε εκεί όλοι μαζί.

Α.Α.:

Όλοι, όλοι μαζί. Και ο χωροφύλακας και ο παπάς με την οικογένειά του στο άλλο το μέρος κι εμείς από κει, στα τρία δωμάτια που μέναμε. Και μάλιστα γίναμε και κουμπάροι. Γέννησε η μαμά μου ένα κοριτσάκι και το ξεγέννησε η παπαδιά και τη βάφτισε κιόλα.

Ε.Σ.:

Ωραία, όμορφα. Τι άλλο μπορεί να θυμάστε από εκείνη την περίοδο;

Α.Α.:

Όχι μεγάλα πράγματα.

Ε.Σ.:

Ωραία. Σιγά σιγά περνάνε οι δύσκολες εποχές.

Α.Α.:

Καλά, οπωσδήποτε. Πέρασαν τα δύσκολα, μεγαλώσαμε περισσότερο. Πήγα στο Γυμνάσιο, τελείωσα το Γυμνάσιο. Ασχολούμασταν εδώ με την οικογένειά μου. Μετά, διορίστηκα στο Δημόσιο Ταμείο. Δούλεψα εκεί, έφυγα με εικοσπενταετία βέβαια λόγω των παιδιών. Παντρεύτηκα στα 24, το ’62. Έκανα τρία παιδιά, δύο κόρες, ένα γιο. Οι κόρες μου, η μία ήταν στο ταχυδρομείο, η άλλη δεν δούλευε, έφυγε. Και ο γιος έγινε γιατρός, είναι στην Πάτρα γυναικολόγος.

Ε.Σ.:

Τι εποχή ήταν όταν παντρευτήκατε;

Α.Α.:

Χειμώνας, Μάρτιος. 4 Μαρτίου.

Ε.Σ.:

Θυμάστε τη μέρα του γάμου σας;

Α.Α.:

Βέβαια.

Ε.Σ.:

Για περιγράψτε τη.

Α.Α.:

Κοίταξε να δεις, δεν κάναμε και πολλά πολλά πράγματα. Τότε για το γάμο είχαμε, πώς να σου πω, ετοιμασίες, να ‘ρθουν να πάρουν τα προ[00:15:00]ικιά. Έπαιρναν προικιά τότε. Να ‘ρθουν να πάρουν τα προικιά. Λέγοντας αυτά, βάζαμε σε κανίστρες όλα τα είδη, εκτός από ρουχισμό που βάζαμε τα ασπρόρουχα σε μπαούλα και το γοίκο, γοικομένα τα ρούχα και τα έπαιρναν από ένα ένα οι συμπέθεροι, τα έβαζαν στο αυτοκίνητο, αν ήταν αυτοκίνητο. Εμένα ήταν εκεί δίπλα δίπλα και τα πήραν στα χέρια και πήγανε. Τα βάζανε στο αυτοκίνητο και όταν θα έρχονταν οι συμπέθεροι για να πάρουν τα προικιά, θα κάθονταν ένα παιδάκι πάνω στο μπαούλο, άλλο θα καθόνταν στο άλλο μπαούλο, ξέρω ‘γω, αναλόγως πού θα μπορούσε να καθίσει και δεν σηκωνόταν αν δεν το κέρναγαν, να του δώσουνε κάτι σε χρήμα. Μετά γινόταν το τραπέζι στη νύφη το Σάββατο το βράδυ. Παντρευόμασταν πάντα Κυριακή. Δεν συνηθιζόταν, ας πούμε, Σάββατα ή άλλη μέρα. Γινόταν στη νύφη το τραπέζι, με το σόι της νύφης. Φέρνανε, προβέντες τα λέγαμε, ταψιά ψωμιά κεντημένα και στη μέση ήταν ανοιχτά και τους είχαν από ένα μπουκέτο λουλούδια. Και ψητά. Την άλλη μέρα γίνονταν τα στέφανα, γυρίζαμε, πηγαίναμε στου γαμπρού το σπίτι. Η νύφη θα πήγαινε για να την υποδεχτεί η πεθερά. Την υποδέχονταν με λουκούμι, γλυκό, ό,τι είχε. Και αυτή η νύφη πέταγε μήλα πάνω στο σπίτι και μέσα τα μήλα είχαν κέρματα ή γαρύφαλλα. Δεν τα θυμάμαι και καλά. Γαρύφαλλα είχανε, ναι, φαρύφαλλα και κέρματα.

Ε.Σ.:

Αυτό συμβόλιζε κάτι;

Α.Α.:

Δεν ξέρω τι αν συμβόλιζε τίποτα. Πάντως ήταν ένα έθιμο που το είχαμε στους γάμους. Γινόταν τραπέζι στο γαμπρό, μετά άρχισε να... Καλά, εγώ δεν κάναμε τραπέζι στο σπίτι του γαμπρού, φύγαμε για νυφικό ταξίδι. Αλλά ή γινότανε τραπέζι και στο γαμπρό και όλα καλά και ωραία.

Ε.Σ.:

Πού έγινε ο γάμος σας;

Α.Α.:

Εν Θέρμω. Στο Θέρμο, εδώ στην Παναγία.

Ε.Σ.:

Με το σύζυγό σας πώς γνωριστήκατε;

Α.Α.:

Αυτός πήγαινε στο δικό του το γραφείο, εγώ στο δικό μας, στη δουλειά μου.

Ε.Σ.:

Ήσασταν συνάδελφοι;

Α.Α.:

Και μας έφερνε ο δρόμος. Όχι συνάδελφοι. Σε άλλη υπηρεσία εκείνος, σε άλλη εγώ.

Ε.Σ.:

Ωραία. Το νυφικό σας το θυμάστε πώς ήταν;

Α.Α.:

Ναι. Ωραίο νυφικό. Λευκό βέβαια, μακρύ. Είχα και σώμα τότε. Ωραίο νυφικό.

Ε.Σ.:

Πού πήγατε νυφικό ταξίδι;

Α.Α.:

Στην Αθήνα. Γιατί κάτι δουλειά είχε τότε ο σύζυγος και δεν μπορούσαμε να πάμε πουθενά και πήγαμε εκεί στην Αθήνα μοναχά, μία εβδομάδα.

Ε.Σ.:

Τις θυμάστε εκείνες τις μέρες; Πώς ήταν;

Α.Α.:

Πολύ ωραίες μέρες. Ήταν τα κουνιάδια μου, ερχόντανε, πηγαίναμε θέατρο, ξέρω ‘γω έξω να φάμε. Αυτά.

Ε.Σ.:

Ωραία. Τα προικιά σας τα φτιάξατε εσείς μόνη σας;

Α.Α.:

Η μάνα μου. Η μάνα μου τα έφτιασε, γιατί ύφαινε η μαμά μου και είχαμε και τα πρόβατα, είχαμε μαλλιά και τέτοια δικά μας. Το ασπροκέντι, έφτιασα και εγώ πολλά άσπρα κέντησα. Κεντούσα σεντόνια, μαξιλάρια και τέτοια. Όπως είχα φτιάξει και για τα κορίτσια μου πολλά. Και μου έλεγε μία γειτόνισσα εδώ: «Θα πεθάνεις», γιατί άρχιζαν και πρήζονταν τα πόδια μου. Και μου λέει: «Θα πεθάνεις», η Ρίνα του Αλέξη του Μπουγά, «και θα πω να μη σε συγχωρέσει κανένας». «Γιατί μωρέ Ρίνα;». «Γιατί έρχεσαι από τη δουλειά σου πέρα και πιάνεις τη σκαμιά και πότε κεντάς και πότε πλέκεις».

Ε.Σ.:

Στα τραπέζια του γάμου τότε, τι φαγητά υπήρχαν;

Α.Α.:

Συνήθως πίτες, κοκορέτσια, ψητά. Αυτοί που θα έρχονταν στο γάμο, οι συγγενείς βέβαια, αδέλφια, ξαδέρφια, οι στενοί, θα έρχονταν με το αρνί τους ή το κατσίκι, τι ήτανε. Εμείς αυτό συνηθίζαμε εδώ στο Θέρμο.

Ε.Σ.:

Και αυτά τα έφτιαχνε η κάθε νοικοκυρά;

Α.Α.:

Όχι, τα πηγαίναμε στο σπίτι που είναι ή η νύφη ή ο γαμπρός και ψήνονταν όλα μαζί εκεί.

Ε.Σ.:

Μάλιστα.

Α.Α.:

Το ψωμί και την πίτα έφτιαναν στα σπίτια της η καθεμία.

Ε.Σ.:

Θυμάστε έτσι κάποιο άλλο έθιμο που να γινόταν; Τις Απόκριες, ας πούμε.

Α.Α.:

Τις Απόκριες είχαμε εδώ κάτι ωραίους τύπους και ντύνονταν. Ντύνανε και νύφη ένα παιδί, άλλο ένα γαμπρό και έπαιρναν όλα τα ζώα εδώ του Θέρμου και έφευγαν από τη μία άκρη, από κάτω από τη Γούλη, έρχονταν εδώ πάνω, έφταναν μέχρι κάτω στο Γυμνάσιο. Πήγαιναν στην πλατεία, έστηναν χορό, τέτοια.

Ε.Σ.:

Αν μάζευαν όλα τα ζώα, φαντάζομαι–

[00:20:00]

Α.Α.:

Όχι αυτό. Άλογα και γαϊδούρια εννοώ. Όχι. Ήταν καβάλα, καβαλαραίοι. Όπως και σε ένα γάμο, όταν δεν ήτανε, γιατί τα χωριά δεν είχαν αυτοκίνητα παλιά και πήγαιναν με τα ζώα για να πάνε να πάρουνε την νύφη. Ο Θέρμιος γαμπρός πήρε μία νύφη από ένα χωριό.

Ε.Σ.:

Αυτό το έθιμο των Απόκρεων ήταν ετήσιο; Το κάνανε κάθε χρόνο;

Α.Α.:

Κάθε χρόνο, κάθε χρόνο. Κάθε χρόνο αυτό γινότανε. Ναι.

Ε.Σ.:

Ήσασταν ποτέ μπροστά;

Α.Α.:

Όχι, ποτέ. Ήμουνα στα μετόπισθεν εγώ παιδάκι μου, λόγω εργασιών. Γιατί ήταν και φιλάσθενη η μαμά μου, πλευρίτιδες, άλλα, κρυολογήματα και τέτοια και ήμουνα το παραχέρι της. Μάλιστα και στο σχολείο που πήγαινα, κοίταγα τις γιορτές της 28ης Οκτωβρίου, 25ης Μαρτίου, να καθίσω να φτιάξω καμία δουλειά στο σπίτι.

Ε.Σ.:

Θυμάστε το παζάρι του Θέρμου;

Α.Α.:

Βεβαίως το θυμάμαι. Εδώ που είναι τώρα τα σπίτια, το Καλτσέικο, από δω το δικό μας, ποιο άλλο; Το Αναγνωστοπουλέικο ήτανε. Όλος αυτός ο χώρος ήτανε γεμάτος ζώα. Τα φέρνανε από τα χωριά και έρχονταν ζωέμποροι από Κεφαλονιά, συνήθως Κεφαλονίτες πολλοί, από διάφορα μέρη για να αγοράσουν ζώα. Άλλοι μεν για κρέατα για να τα σφάξουν, άλλοι δε για να καλλιεργούν γη. Πάρα πολύς κόσμος. Και στο δρόμο κάτω είχανε τα μαγαζιά. Εκεί είχανε ασπρόρουχα, αυτά, φλοκάτα, παντός είδους ρούχο. Και το βράδυ, κάθε βράδυ είχαμε και αλλού, στην πλατεία θε να 'ταν τουλάχιστον, και στη μία και εδώ στα πλατάνια, όργανα. Και έρχονταν πάρα πολύς κόσμος και χόρευε όλος ο κόσμος. Οι ξένοι δηλαδή χορεύανε. Το Θέρμο δεν πολύ χόρευε, δεν ξέρω γιατί δεν.

Ε.Σ.:

Πότε γινόταν το παζάρι;

Α.Α.:

Το παζάρι γινόταν από 1 έως 8 Σεπτεμβρίου.

Ε.Σ.:

Λόγω κάποιας εορτής;

Α.Α.:

Όχι όχι, ήταν καθιερωμένο τότε να γίνεται αυτή η εμποροζωοπανήγυρις.

Ε.Σ.:

Αυτοί που πουλούσαν τα ζώα ήταν όλοι ντόπιοι;

Α.Α.:

Από όλα τα χωριά. Όχι από δω Θέρμιοι. Και Θέρμιοι, αλλά ήτανε και από όλα τα χωριά, όλοι. Και Ναυπακτία και Αιτωλοακαρνανία, από διάφορα μέρη.

Ε.Σ.:

Και οι αγοραστές έρχονταν όλοι από ξένα μέρη;

Α.Α.:

Από ξένα μέρη ναι, και ιδίως Κεφαλονίτες.

Ε.Σ.:

Πότε–

Α.Α.:

Και να σου πω και ένα χαρακτηριστικό. Το Γιαννάκη τον Παπαϊωάννου τον δικηγόρο τον ήξερες; Μαζί με τον Νικάκη το Χαβιέ, ένα άλλο παιδί εδώ και τον Τέλη τον Τηλιγάδα, έβαναν εφημερίδες στις τσέπες ότι έχουνε λεφτά, γιατί αυτοί οι Κεφαλονίτες ήτανε εκεί οι τσέπες τους γεμάτες. Οι χασάπηδες το είχαν αυτό, να είναι τα λεφτά εκεί. Κι έκαναν κι αυτοί τους ζωεμπόρους, έτσι για να γελάνε.

Ε.Σ.:

Εσείς πηγαίνατε στο παζάρι;

Α.Α.:

Βέβαια. Το βράδυ στο χορό, όχι για να χορέψω, αλλά βγαίναμε έξω στην πλατεία, ναι. Πηγαίναμε οικογενειακώς ή και με συγγένειο που ερχόντανε, ξαδέλφια μου από Αθήνα, από διάφορα μέρη. Οπωσδήποτε βγαίναμε.

Ε.Σ.:

Αυτοί που πουλούσαν τα ασπρόρουχα, τα άλλα τα διάφορα–

Α.Α.:

Ναι ναι.

Ε.Σ.:

Ήταν και αυτοί ντόπιοι;

Α.Α.:

Όχι. Από Αγρίνιο, από Πάτρα έρχονταν. Περισσότερο Αγρινιώτες έμποροι. Φέρνανε και κιλίμια, φέρνανε και φλοκάτα, φέρνανε...

Ε.Σ.:

Ψώνιζε ο κόσμος;

Α.Α.:

Ψώνιζε, ψώνιζε. Περίμενε ο άλλος. Φτιάναμε μαρτίνια και τα πουλάγαμε τον δεκαπενταύγουστο για να έρθει το παζάρι να πάμε να ψωνίσουμε.

Ε.Σ.:

Με τα χρήματα εκείνα;

Α.Α.:

Είδη προικός.

Ε.Σ.:

Πότε καταργήθηκε αυτό το παζάρι;

Α.Α.:

Δεν έχει πολλά χρόνια. Να έχει καμιά εικοσαριά χρόνια που καταργήθηκε να πω, είκοσι πέντε; Από τα ζώα, γιατί –μην είναι και τριάντα, ακριβώς δεν το θυμάμαι. Αλλά μετά συνέχισε να έρχονται μαγαζιά με εμπορεύματα. Και αυτό μπορεί να είχε μέχρι πριν τον κορονοϊό.

Ε.Σ.:

Και γιατί άρχισε να καταργείτα[00:25:00]ι σιγά σιγά αυτό;

Α.Α.:

Ε τώρα πια δεν έχει τόση κτηνοτροφία. Τα χωριά έχουν ερημώσει, φύγανε οι νέοι, μείνανε οι γέροντες. Οι γέροντες, ξέρω ‘γω του άντρα μου το χωριό, λέγεται Νεροχώρι, όταν πρωτοπήγα εκεί εγώ, θα να 'ταν ίσα με τριακόσια-τετρακόσια, τριακόσια τουλάχιστον άτομα. Και τώρα δεν είναι, είναι τρεις-τέσσερις και πέντε-έξι από τον άλλο συνοικισμό. Οι νέοι φύγανε, οι μεγάλοι πεθάνανε.

Ε.Σ.:

Σωστά. Τι άλλο μπορεί να θυμάστε από το Θέρμο εκείνης της εποχής;

Α.Α.:

Δεν θυμάμαι ρε παιδάκι μου τίποτα άλλο.

Ε.Σ.:

Όταν έβγαινε κανείς στην πλατεία, τι έβλεπε;

Α.Α.:

Που; Τώρα τελευταία ή–

Ε.Σ.:

Τότε.

Α.Α.:

Στο παζάρι και στα αυτά;

Ε.Σ.:

Τότε που ήσασταν εσείς μικρή.

Α.Α.:

Δεν είχαμε καφετέριες πολλές. Πολλά άλλα επαγγέλματα, και κρεοπωλεία και εμπορικά, τα οποία τώρα δεν πολύ υπάρχουν, είναι κάνα δυο-τρία, αν είναι. Καφενεία δεν ήταν πολλά, να ήταν τέσσερα-πέντε και τώρα έχουμε γεμίσει καφετέριες. Τι άλλο βλέπαμε; Κόσμος πολύς κυκλοφορούσε. Ήταν αυτό. Αν και το Θέρμο είχε πολύ καλές οικογένειες και φύγανε τότε με τους Γερμανούς. Καταστράφηκαν τα σπίτια τους, φύγανε τότε, πιαστήκανε Αθήνα, Πάτρα και αυτά. Οπότε πιάστηκαν εκεί και δεν ξαναγύρισαν πια. Και έχουνε πουληθεί τα σπίτια αυτά σαν οικόπεδα και χτίσανε άλλοι μετά.

Ε.Σ.:

Θα αλλάζατε κάτι στη ζωή σας όταν τη σκέφτεστε έτσι όπως πέρασε;

Α.Α.:

Όχι, καλά πέρασα παιδάκι μου. Καλά πέρασα, δόξα τω Θεώ. Καλά πέρασα. Μπορεί να κάναμε δουλειές, να κουραζόμασταν, αυτά, αλλά είχαμε το γέλιο μας, είχαμε τη χαρά μας, είχαμε την ησυχία μας. Δεν, όχι. Καλά είναι. Άλλο τώρα που είναι τα γεράματα, θα τα άλλαζα να γίνω νιότερη, να μην πονάνε τα πόδια.

Ε.Σ.:

Θέλατε ποτέ να φύγετε από το Θέρμο;

Α.Α.:

Όχι. Και ιδίως δεν ήθελα να φύγω, πολλά προξενιά είχα εκτός Θέρμου και μπορώ να σου πω και καλύτερα, αλλά επειδή η μαμά μου ήταν φιλάσθενη και κάθε χρόνο θα πέρναγε πολλές αιμορραγίες, πολλά κρυολογήματα, αυτά και έλεγα: «Δεν φεύγω για να μην πεθάνει η μαμά μου».

Ε.Σ.:

Μία συμβουλή που θα δίνατε στους νέους ανθρώπους;

Α.Α.:

Συμβουλή. Αγάπη, ηρεμία και εργατικότητα ρε παιδί μου. Δεν εργάζεται αυτός ο κόσμος, δεν εργάζονται τα ευλογημένα τα παιδιά, τα βλέπεις στις καφετέριες και στα αυτά. Εδώ, τότε που ζούσαμε εμείς που ήμασταν νέοι, δεν υπήρχε στον κάμπο πουθενά πατουλιά και εδώ τώρα δεν βλέπεις χωράφι καθαρό πουθενά.

Ε.Σ.:

Ωραία. Λοιπόν, ευχαριστούμε πολύ.

Α.Α.:

Να ‘σαι καλά. Να ‘σαι καλά καμάρι μου.

Ε.Σ.:

Να είστε κι εσείς καλά.