© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Λέει η Μαίρη Λίντα: "Θα σας παρακαλέσω να χειροκροτήσετε τον Οδυσσέα περισσότερο, γιατί όλα αυτά τα τραγούδια που είπαμε, τώρα τα λέω, χωρίς πρόβα, χωρίς τίποτα"»

Κωδικός Ιστορίας
23805
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Οδυσσέας Τσώκος (Ο.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/01/2023
Ερευνητής/τρια
Βαλάντης Τσιάλτας (Β.Τ.)
Β.Τ.:

[00:00:00]Βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη, σήμερα, Τετάρτη, 25 Ιανουαρίου 2023, με τον κύριο Οδυσσέα Τσώκο. Εγώ είμαι ο Βαλάντης Τσιάλτας, ερευνητής στο Istorima, και σιγά σιγά ξεκινάμε. Γεια σας.  

Ο.Τ.:

Γεια σου, Βαλάντη.

Β.Τ.:

Το ονοματεπώνυμό σας; 

Ο.Τ.:

Οδυσσέας Τσώκος. Γεννήθηκα στις Σέρρες το 1939. Ήδη σε δεκαοχτώ μέρες τώρα, μπαίνω στα ογδόντα έξι. Τώρα, δεν αισθάνομαι Σερραίος, αν και γεννήθηκα εκεί, γιατί είχα δυο γονείς οι οποίοι ήταν καπνεργάτες. Και όπου υπήρχαν, εδώ στη Μακεδονία, πόλεις που είχαν καπνομάγαζα, πήγαιναν τη μια χρονιά σε μια πόλη, την άλλη… Ξεκινήσαν από την Ξάνθη, ύστερα πήγαν Καβάλα, ύστερα πήγαν στις Σέρρες. Εκεί, στις Σέρρες, γεννήθηκα εγώ. Όταν έγινα δυο μηνών, φύγαμε από τις Σέρρες. Γι’ αυτό και λέω καμιά φορά, όταν με ρωτάνε, ότι δεν είμαι απ’ τις Σέρρες. Ούτε την ήξερα, δεν τις ήξερα. Και φύγαμε και ήρθαμε εδώ, στη Θεσσαλονίκη. Εδώ, στη Θεσσαλονίκη καθίσαμε ένα χρόνο περίπου και βαφτίστηκα εδώ στη Θεσσαλονίκη. Με βάφτισε μία νονά δέκα χρονών και επειδή ήταν δέκα χρονών αυτή –ο μπαμπάς της ήταν φίλος του μπαμπά μου δηλαδή, και συνεννοήθηκαν εκεί πέρα η κόρη του να με βαφτίσει– και επειδή ήταν δέκα χρονών, την είπανε: «Ό,τι θέλεις εσύ δώσ’ του το όνομα». Λέει αυτή: «Εγώ θέλω Οδυσσέα να τον πω», επηρεασμένη απ’ τον Κύκλωπα και απ’ τον Οδυσσέα τον αρχαίο και δεν ξέρω τι. Και λέν’ κι αυτοί: «Πολύ ευχαρίστως». Έτσι, λοιπόν, βαφτίστηκα στον Άγιο Γεώργιο –δεν την ξέρεις τη Θεσσαλονίκη καλά, είναι στη Νεάπολη, επάνω, βέβαια. Εκεί, σε αυτή την εκκλησία.  Εν τω μεταξύ, φτάσαμε στο ’39, εγώ ήμουνα δύο χρονών περίπου. Είχα αρρωστήσει πολύ βαριά από πνευμονία κι εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν φάρμακα. Πενικιλίνες, στρεπτομυκίνες και τα λοιπά δεν υπήρχαν. Η μάνα μου είχε να πει ότι: «Σε ανέστησα με κεραμίδια και με τούβλα που τα ζέσταινα και σ’ έβαζα στο στήθος και κάθε λίγο και λιγάκι άνοιγα το σκέπασμα» –εκεί στο καροτσάκι που κοιμόμουνα, να δουν αν ζω ή αν πέθανα. Μια μέρα, λέει και του πατέρα μου, λέει: «Τι να τ’ ανοίξουμε; Άμα πέθανε;» Έ και λέει: «Άμα πέθανε, πέθανε». Δηλαδή, είχα περάσει άσχημα φάσεις.  Φύγαμε από δω και πήγαμε στον Βόλο, γιατί κι εκεί πέρα υπάρχουν καπνομάγαζα. Πήγαμε στον Βόλο και ήταν το ’40, όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος. Να υπάρχει –να αρχίσει να υπάρχει δηλαδή– μεγάλη πείνα, αλλά αργότερα λίγο, ήρθαν και οι Γερμανοί, ήταν ακόμα μεγαλύτερη η πείνα. Να βλέπεις στον δρόμο να πεθαίνουν στον δρόμο. Εμείς μέναμε σε μια γειτονιά –εσύ τώρα, επειδής τον Βόλο τον ξέρεις– στη Νεάπολη, υπάρχει μια Νεάπολη εκεί, στον Βόλο. Εκεί μέναμε. Και λίγο πιο πέρα απ’ τη Νεάπολη, οι Μπαξέδες. Έτσι λέγαμε, Μπαξέδες. Κάθε πρωί να βλέπω ουρές από γυναίκες να πηγαίνουν στα χωράφια να βρουν κανένα ραδίκι να κόψουν να φάνε και τα λοιπά. Πεθαίναν στον δρόμο οι άνθρωποι.  Λοιπόν, εγώ ήμουνα τέσσερα χρονών πες, σε ένα δωματιάκι που νοικιάσαν εκεί πέρα –αυτό το θυμάμαι–, καθόμουν σε μια γωνιά, έτσι, για να πάει η μάνα μου έξω, κάτι να κάνει, εν πάση περιπτώσει, να βρει ψωμί λίγο ή να βρει κάνα φαγητό, αν υπήρχε. Και ήρθε, βρήκε ραδίκια και τα έβρασε και με παρακαλούσε να φάω. Τώρα, ένα παιδί τρία-τέσσερα χρονώ μπορεί να φάει ραδίκια, τώρα; Να φάει, δηλαδή, χόρτα; Δεν τρώει. Εγώ έλεγα: «Δεν πεινάω, δεν πεινάω» και μ’ άφηνε έτσι. Εν τω μεταξύ, η μάνα μου ήταν πολύ αγωνιστική, πολύ μορφωμένη, σχέση με μουσική. Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο που γίναμε μουσικοί και οι δυο εμείς. Είχαμε και μια αδερφή, η οποία βέβαια δεν έμοιασε. Και εμένα με πήρε, πώς το λένε, να πούμε, με το πιο καλό μάτι, γιατί ήμουνα καλός στα γράμματα. Ο αδερφός μου μέχρι Γ’ Γυμνασίου πήγε και σταμάτησε. Πήγα, λοιπόν, την πρώτη μέρα, πήγε να μας γράψει στο σχολείο εμένα, την αδερφή μου… Η μάνα μου, εμένα και την αδερφή μου. Πήγε στον διευθυντή μέσα, είπε: «Καλημέρα, ήρθαμε να γραφτούμε». Λέει ο διευθυντής: «Τα χαρτιά σας». «Δεν έχουμε χαρτιά» –τότε, οι περισσότεροι έτσι ήταν– «γιατί κάψανε το σπίτι μας οι Ιταλοί –ή οι Γερμανοί– και δεν έχουμε χαρτιά. Είμαστε από τη Θεσσαλία, από κάποια χωριά» –γιατί εκεί ήμασταν τότε. Λοιπόν, λέει αυτός: «Να ακούσω ονόματα». Λέει η αδερφή μου, ξεκίνησε: «Χρυσούλα Τσώκου». Έγραψε αυτός. Λέει: «Το αγόρι». «Οδυσσέας Τσώκος». Λέει: «Εσύ» –τη μάνα μου. Η μάνα μου μικρόδειχνε πολύ. Νόμιζε ήταν συμμαθήτριά μας η μάνα μου. Και λέει η μάνα μου, λέει: «Κύριε διευθυντά, εγώ είμαι η μαμά», λέει, «των παιδιών» να πούμε. «Αχ», λέει, «κυρία μου, συγγνώμη», να πούμε, «σας… υποψήφιες…» Γιατί υπήρχαν τότε πολλές, είχαν καθυστερήσει να πάνε στο σχολείο, λόγω του πολέμου και τα λοιπά, και γι’ αυτό έγινε αυτό το μπέρδεμα.  Τέλος πάντων, γράφτηκα. Γράφτηκα. «Τι τάξη θα πήγαινε;» –θα πήγαινε εγώ δηλαδή– «Πήγε στην Α’ τάξη;» «Πήγα», είπε η μάνα μου –κι εγώ, βέβαια, πήγα. Δηλαδή, τι πήγαμε; Ήμασταν εκεί, στα χωριά της Θεσσαλίας και ένα μήνα ήμασταν σε ένα χωριό, τον άλλο μήνα σε άλλο χωριό. Όταν υπήρχαν σχολεία, πήγαινα ένα μήνα σε αυτό το χωριό, τον άλλο μήνα στο άλλο χωριό. Αλλά δεν πήγαινα κιόλα, γιατί ήμουνα πολύ ντροπαλός. Όταν πήγε σε ένα χωριό να με γράψει για πρώτη φορά, λέει: «Οδυσσέα, μαζί με τη Χρυσούλα» –την αδερφή μου– «θα πάτε εκεί τώρα, όταν χτυπήσει το κουδούνι θα ανεβείτε επάνω στις αίθουσες, η Χρυσούλα θα πάει στην Γ’ τάξη, εσύ θα πας στη Β’ τάξη» –γράφτηκα στη Β’ εγώ. Στη Β’. Μόλις χτύπησε το κουδούνι, κάναμε προσευχή, ανεβήκαμε επάνω. Η αδερφή μου πήγε στην Γ’ τάξη, ρώτησε. Εγώ δεν ξεκολλούσα απ’ την αδερφή μου. Κι εγώ να μπω στην Γ’ τάξη. Με έδιωχνε αυτή: «Βρε, όχι εδώ! Στην άλλη πόρτα, εκεί πρέπει να πας εσύ. «Όχι, δεν πάω». «Βρε, θα μας διώξουνε εδώ πέρα», λέει, «πήγαινε, αφού σου λέω πρέπει να πας». «Δεν μπορώ, δεν θέλω, ντρέπομαι». Με το ζόρι με έδιωξε και πηγαίνω στην αίθουσα τη δική μου, που θα έπρεπε να μπω μέσα. Ανοίγω την πόρτα και βλέπω μέσα, επειδή τα παιδιά όλα αυτά ήταν γνωστά, του χωριού, γνωστά παιδιά, κυνηγιόντουσαν, παίζαν, γελούσαν και λοιπά. Εγώ, έτσι, ήμουνα δειλό παιδί και κοιτάω: «Και πού να μπω», λέω, «εγώ τώρα μέσα εκεί;» Και σηκώνομαι και φεύγω και πάω στο σπίτι. Λέει η μάνα μου: «Τι; Ακόμα δεν έφυγες». Λέω: «Δεν βρήκα θέση», λέω –να καθίσω στο σχολείο δηλαδή. «Α, δεν βρήκες θέση, ε; Καλά. Έλα εδώ, εγώ τέτοια παιδιά δεν τα θέλω. Ανέβα στο κρεβάτι επάνω, βγάλε το σακάκι, βγάλε το παντελόνι, βγάλε και το βρακί σου, βγάλ’ τα όλα να τα πάρω εγώ, αυτά είναι δικά μου κι εσύ τώρα θα σε βγάλω έξω και φύγε και πήγαινε όπου θέλεις», να πούμε. Ήξερε που είμαι και ντροπαλός. Τέλος πάντων, άρχισα να κλαίω εγώ, να πούμε, με πήρε αυτή, με έβγαλε έξω, κλειδώνει την πόρτα. Έκανα να τρέξω εγώ –να τρέξω απ’ την κουζίνα, είχε άλλη πόρτα–, έτρεξε η μάνα πρώτη, κλείδωσε. Εγώ να τσιρίζω έξω και φοβόμουνα να μη με βλέπουν κιόλα γείτονες εκεί, ξεβράκωτο και τα λοιπά. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή, η μάνα μου λέει: «Θα πας στο σχολείο;» Λέω: «Θα πάω». «Καλά, άντε, έλα και θα δούμε». Πήγα. Πήγαμε στο σχολείο, βρήκαμε τον δάσκαλο, λέει ο δάσκαλος: «Οδυσσέα, πού ήσουνα» –γιατί την προηγούμενη μέρα πήγαμε να γραφτούμε. «Οδυσσέα, πού ήσουνα;» Λέει η μάνα μου: «Ήρθε το παιδί», λέει, «αλλά δεν βρήκε θέση να καθίσει». Ο δάσκαλος τώρα κατάλαβε και θα τον έκανε κάνα ματάκι η μάνα μου, να πούμε: «Δεν βρήκε θέση». «Έλα, βρε Οδυσσέα, θα βρω εγώ για σένα θέση». Και με βάζει, τέλος πάντων, κάπου εκεί. Εγώ σχεδόν ήμουνα πιο καλός απ’ τ’ άλλα τα παιδιά, γιατί η μάνα μου, σου λέω, η τρέλα της ήταν αυτή, να με μάθει γράμματα. Από τριών χρονών ήξερα την αλφαβήτα. Και γελούσανε, γιατί αντί να πω «άλφα» έλεγα «άφλα» και γελούσαν. Τέλος πάντων, μας έβαλε κάτι να γράψουμε σε ένα διαγώνισμα ύστερα από ένα μήνα και –θα το θυμάμαι αυτό– λέει ο δάσκαλος όταν τα διόρθωσε, λέει: «Έχω εδώ κάνα-δυο παιδιά που τα έβαλα 10. Τον Οδυσσέα δεν μπορώ, θα τον βάλω 20». Και με έβαλε 20 και όταν βγήκαμε στο διάλειμμα έξω, τα παιδιά όλα μαζί κάναν παρέα, εγώ δεν ήξερα κανέναν, καθόμουν σε μια γωνιά και πέρασαν δυο παιδάκια από τότε και λέει: «Αυτός πήρε 20 σήμερα». Το θυμάμαι αυτό.  Λοιπόν, καθίσαμε στο μέρος αυτό. Ύστερα, έρχονται οι Ιταλοί και καίνε το χωριό αυτό. Το χωριό λέγεται Φαρκαδόνα, αν το έχεις υπόψη σου. Τότε το έλεγαν Τσιότι, Τσιότι. Λοιπόν, Φαρκαδόνα. Είναι σε κεντρικό μέρος, είναι στη μέση μεταξύ Τρικάλων και Λαρίσης. Και εκεί, όταν φτάνει ακριβώς εκεί στη μέση, μπορείς να στρίψεις και αριστερά και να βγεις στην Καρδίτσα. Από εκεί περνάνε όλοι οι δρόμοι. Λοιπόν, εκεί τώρα που πήγαμε, επειδή ξέραν αυτοί, πήρε –θα έλεγα πήρε τηλέφωνο, δεν υπήρχαν τηλέφωνα–, τους ειδοποίησε με γράμμα ο πατέρας μου ότι: «Θα έρθουμε εκεί, στη Φαρκαδόνα, να μας περιμένετε». Εκεί, στα χωριά, ο κόσμος δεν πεινούσε, δεν πεινούσαν αυτοί. Όταν πήγαμε, βρήκα εκεί πέρα γαλατόπιτα, τυρόπιτα σπανακόπιτα… Μας είχαν φτιάξει για να μας κεράσουνε. Πρώτη φορά έφαγα ύστερα από τρία χρόνια και ακόμα δεν το ξεχνώ δηλαδή, τέτοια νοστιμιά μου φάνηκε. Αφού μείναμε στο χωριό αυτό –είμαστε τώρα στο ’41–, άρχισαν τα κόμματα. Κόμματα, όχι τόσο πολύ δηλαδή, όπως είναι σήμερα, φανατισμός και τα λοιπά, αλλά εμείς ήμασταν αριστεροί. Η μάνα μου και ο πατέρας μου… η μάνα μου, επειδή ήξερε γράμματα, της δώσανε ένα γαϊδουράκι στο χωριό εκεί, για να γυρίζει στα υπόλοιπα τα χωριά και να βγάζει λόγους. Και το ’κανε αυτό. Έβγαλε… και ποιήματα έβγαζε, τα έλεγα κι εγώ τα ποιήματα. Επάνω ανεβήκαμε σε ένα χωριό [00:10:00]ορεινό, τέλος πάντων. Και ο πατέρας μου έκανε καλά γράμματα και μαζί με τον… είχε, πουλούσε φάρμακα με τον φαρμακοποιό, ο οποίος έκανε σκίτσα, πολύ ωραία σκίτσα δηλαδή. Ας πούμε, έκανε τον πατέρα μου εκεί που καθόταν και έτρωγε με δυο γραμμές. Το ’βλεπα εγώ κι έμενα με το στόμα ανοιχτό. Ξέρεις, με εντυπωσίαζαν αυτά, γιατί είχα –χωρίς να το ξέρω– μια καλλιτεχνική φλέβα και αυτά με εντυπωσίασαν που τα έβλεπα. Στην εφημερίδα που γράφανε –ο πατέρας μου έκανε καλά γράμματα–, κάθε μήνα η εφημερίδα αυτή έβγαινε, στο χέρι γραμμένη. Και ο φαρμακοποιός αυτός, μια μέρα έκανε ένα σκίτσο. Εκείνο δεν θα το ξεχάσω. Έγινε μία μεγάλη μάχη στη Ρωσία, στο Στάλινγκραντ, αν έχεις ακούσει. Νίκησαν οι Ρώσοι εκεί και από εκεί τους πήραν αμπάριζα τους Γερμανούς. Λοιπόν, και κάνει αυτός ένα σκίτσο, μια αρκούδα –εγώ τώρα, πιτσιρίκος, να πούμε, κι η αρκούδα αυτή, έτσι, μου φάνηκε– και κάτω, οι Γερμανοί τρέχαν πανικόβλητοι και αυτή έτοιμη να τους αρπάξει ήταν, τέλος πάντων. Εννοούσε το Στάλινγκραντ. Αλλά επειδή μπλέξαν στα κόμματα και υπήρχαν και δεξιοί, υπήρχαν και αριστεροί. Ακόμα, όμως, οι δεξιοί δεν είχαν φανεί. Αυτοί οι δεξιοί τα χρόνια εκείνα είχανε, ας πω, συμμαχήσει με τους Γερμανούς. Δεν ανέβηκαν στα βουνά απάνω, δεν κάναν αντάρτικο δηλαδή. Αντάρτικο έκανε ένας Άρης Βελουχιώτης, ο οποίος ήταν από τη Λαμία, από τα μέρη εκείνα –απ’ το Βελούχι, γι’ αυτό και ονομάστηκε Βελουχιώτης. Από πλούσια οικογένεια και τα λοιπά, να πούμε, αλλά κάποια στιγμή, ενώ έβγαλε στη Λάρισα τη Γεωπονική –πλούσια οικογένεια–, γύρισε στην Αθήνα όπου έμεναν –ο πατέρας του δημοσιογράφος, ο αδερφός του και τα λοιπά. Και κάτι –όταν μπήκαν οι Γερμανοί– κάτι τον τσίμπησε μέσα του, ενώ ήταν άνθρωπος του χαρτοπαιχτιού, έπαιζε χαρτιά και γλεντούσε. Και πήρε την απόφαση να ανέβει στα βουνά, να πούμε, να οργανώσει το αντάρτικο και πήγε. Αυτά που λέω τώρα τα διάβασα σε ένα βιβλίο, το οποίο βιβλίο το διαφήμιζε ο Χατζηνικολάου, ο δημοσιογράφος, ο οποίος είναι δεξιός. Ο πατέρας του ήταν βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας. Τώρα λέει της ειδήσεις, ο Χατζηνικολάου. Λοιπόν, και… τι λέγαμε; Πρέπει να με βοηθήσεις. Σταματήσαμε στο- 

Β.Τ.:

Μας είπατε ότι ο πατέρας σας, που έγραφε στην εφημερίδα και για την αρκούδα. Ζωγράφισε την αρκούδα και την είδατε εσείς.  

Ο.Τ.:

Ναι. Και επειδή ήταν πολύ αγωνιστές, ας το πω έτσι, της εποχής εκείνης της αριστεράς οι γονείς μου, τους στάμπαραν οι δεξιοί, τους στάμπαραν. Και ακόμα δεν τους πείραζαν, γιατί έκανε κουμάντο το αντάρτικο τότε, τα χρόνια εκείνα. Ο Άρης ο Βελουχιώτης κατόρθωσε να συγκεντρώσει εκατόν τριάντα χιλιάδες αντάρτες και είχε μεγάλη δύναμη στη Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο, στη Θεσσαλία που ήμασταν εμείς. Ακόμα οι δεξιοί δεν βγήκαν. Όταν όμως τελείωσε ο εμφύλιος –ή μάλλον ο εμφύλιος αργότερα λίγο έγινε. Τελείωσε ο εμφύλιος, οι δεξιοί βγήκαν ύστερα, βγήκαν στην επιφάνεια για να κυνηγήσουν τους αριστερούς, γιατί απόκτησαν δύναμη οι δεξιοί, γιατί είχαν μαζί τους την Αμερική, είχανε τους Γερμανούς όταν, μόλις φεύγανε οι Γερμανοί –μαζί φύγανε δηλαδή– και τους Άγγλους. Πρώτα οι Άγγλοι ήταν, να πούμε, στην Ελλάδα. Και απέκτησαν δύναμη οι δεξιοί και ο λεγόμενος Δημοκρατικός Στρατός, έγινε ο εμφύλιος πόλεμος και διώξανε, να πούμε, και τους αντάρτες. Οι πιο πολλοί φύγανε στις χώρες των Βαλκανίων.  Και περάσανε, λοιπόν, τα χρόνια και έπρεπε… εγώ έπρεπε να δώσω εξετάσεις να πάω στο Γυμνάσιο τότε. Τότε δίναμε εξετάσεις. Η μάνα μου ήταν φυλακή. Την πιάσανε και την κράτησαν φυλακή δυο χρόνια και από κει ύστερα πέρασε Στρατοδικείο. Ο πατέρας μου –και τους δυο μας δηλαδή– ο πατέρας μου πήγε στη Μακρόνησο τέσσερα χρόνια. Αλλά ο πατέρας μου ήταν φυματικός. Η Μακρόνησος –νησί για φυματικό δηλαδή, είναι θάνατος σκέτος. Η φυματίωση θέλει βουνό, θέλει καθαρό αέρα και ξέρω ’γω. Τέλος πάντων, η μάνα μου, που σου λέω, ήταν μορφωμένη, καμιά φορά, αν έχει λεφτά, μου έλεγε: «Οδυσσέα, πήγαινε κάτω» –στον Βόλο δηλαδή, στην αγορά– «και πάρε μου, να πούμε, μια παρτιτούρα». Έβγαζε τραγούδια, γιατί ήξερε φωνητική μουσική. Όχι όργανο, δεν έπαιζε. Φωνητική μουσική. Και έβγαζε τα τραγούδια εκεί και με άλλες κρατούμενες εκεί τα τραγουδούσαν και τα λέγανε. Όχι κομματικά. Τραγούδια, τώρα, αγάπης και ξέρω ’γω.  Όταν, αργότερα, βγήκε από τη φυλακή –έγινε το Στρατοδικείο, αθωώθηκε– βγήκε και μου λέει: «Οδυσσέα» –εγώ τότε ήμουνα δεκαπέντε χρονών– «μάθε κιθάρα», λέει, «η κιθάρα είναι καλό όργανο». Λέω: «Δεν μ’ αρέσει η κιθάρα». Τότε δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, ραδιόφωνα να δω πώς είναι η κιθάρα και να ξέρω, πού να το δω; Είχαμε μόνο ένα συμμαθητή, που όταν πηγαίναμε εκδρομές –με το Γυμνάσιο δηλαδή– όταν πηγαίναμε εκδρομές, αυτός είχε μια κιθάρα και έπαιζε με την κιθάρα του –τώρα, έπαιζε, τρόπος του λέγειν, να πούμε. Και δεν μου άρεσε η κιθάρα. Και η μάνα μου, αφού βλέπει ότι δεν θέλω, εντάξει, το σταμάτησε. Όμως συνέβη το εξής, που μου άλλαξε τη ζωή δηλαδή. Ήρθαν μια μέρα στο σπίτι μου καμιά πέντε-έξι φίλοι, που έμεναν λίγο πιο μακριά και μου λένε: «Οδυσσέα, έλα εκεί, στη Μάρθα και στη Δέσποινα» –δυο αδερφές ήταν αυτές, οι οποίες τραγουδούσαν στον ραδιοφωνικό σταθμό. «Εκεί, στη Μάρθα και τη Δέσποινα, είναι δυο κύριοι» –ας το πούμε, αυτοί, κύριοι… τους βλέπαμε εμείς μεγάλους, είκοσι οχτώ-είκοσι εννιά χρονώ ήτανε– «και τις συνοδεύουνε, γιατί θα τραγουδήσουν στον ραδιοφωνικό σταθμό. Αυτοί παίζουν κιθάρες». Επειδή ξέραν ότι εμένα μ’ αρέσει η μουσική, ήρθαν και με βρήκαν και λέει: «Έλα να δεις». Λέω: «Άσε τώρα, δεν έχω όρεξη». «Βρε, έλα!» Δηλαδή με το ζόρι με πήρανε. Και το σκέφτομαι καμιά φορά, άλλαξε η ζωή μου, επειδή δεν ήθελα κι όμως, με πήραν τα παιδιά με το ζόρι και πήγα. Και επειδή ήταν αραιά τότε –στη Χιλιαδού μέναμε, Χιλιαδού αν την ξέρεις. Λοιπόν, τα σπίτια τότε ήταν αραιά. Ένα ήταν εδώ, εκατό μέτρα το άλλο και λοιπά. Δηλαδή, μπορούσα να ακούσει εγώ από τα εκατό μέτρα τι μελωδία παίζεται σε αυτό το δωμάτιο. Ήταν άνοιξη, ανοιχτά τα παράθυρα και όσο προχωρούσα με τους άλλους, όταν άκουσα τη μουσική αυτή, ουράνια μουσική μου φάνηκε, να πούμε. Και αρχίζω εγώ να επιταχύνω το βήμα μου και άρχισα να τρέχω στο τέλος. Όπως η καμήλα μυρίζει νερό και αρχίζει και τρέχει, το ίδιο κι εγώ με ήρθε. Και φτάνω, ενώ ήμουν δειλό παιδί –τις ήξερα αυτές τις αδερφές, γιατί έμενα κι εγώ πιο μπροστά εκεί, στη γειτονιά αυτή, ύστερα φύγαμε– και λέω –ανοιχτό το παράθυρο ήταν– λέω: «Μάρθα, μπορώ να έρθω να καθίσω μέσα λίγο;» –εκεί που κάναν την πρόβα. Λέει αυτή: «Έλα». Μ’ έβαλε ένα σκαμνάκι και κάθισα κάνα-δυο ώρες εκεί πέρα. Δεν μίλησα, βέβαια, κουβέντα –και δεν είχε κανένας απαίτηση να μιλήσω εγώ. Παίζανε αυτοί, τρελάθηκα! Τρελάθηκα! Να παίζει αυτός με μια ταχύτητα… Δεν έπαιζε το τραγούδι, δηλαδή όπως λέμε… ας πούμε, λέγαμε τότε: «Άσ’ τα τα μαλλάκια σου» –αν το έχεις ακουστά αυτό το τραγούδι. Όλοι με αυτό ξεκινούσανε. Εγώ το ξεκινούσα αυτό το τραγούδι με ένα δάχτυλο –γιατί ένας είχε, εκεί στη γειτονιά, μια κιθάρα, την έπαιρνα καμιά φορά– με ένα δάχτυλο. Η μάνα μου μού έλεγε: «Όχι, βρε, με ένα δάχτυλο». Αφού δεν είναι ήξερα, όμως, τι να βάλω τα άλλα τα δάχτυλα; Αφού λέω: «Μπορώ, μαμά, και με ένα δάχτυλο. Τι θα τα κάνω τα άλλα τα δάχτυλα;» Όταν τον άκουσα αυτόν, σου λέω, τρελάθηκα. Ανταποκρίσεις όμορφες, μελωδία μεγάλη και αργά όταν ήτανε –άμα πάρω την κιθάρα τώρα, θα σε δείξω, δηλαδή, πώς κάνουμε να κλαίμε, λυγμό απ’ την κιθάρα και ξέρω ’γω. Εκεί τα άκουσα, τα σταμπάρισα, πολλά πράγματα σταμπάρισα, αλλά δεν μπορούσα, τώρα, να τον αντιγράψω να πούμε. Τα δάχτυλα μου δεν πήγαιναν, τα χέρια μου. Λέει η μάνα μου: «Θα πας, να πούμε, σε μια σχολή κιθάρας». Πήγα τέσσερις-πέντε μήνες σε αυτή τη σχολή και αυτός ο καλός ο κιθαρίστας ήταν φίλος αυτουνού του δασκάλου και ερχόταν απόγευμα εκεί και έπαιζε αυτός στο γραφείο μέσα. Ήταν ο μόνος που με άφηνε εμένα να είμαι εκεί. Είχε πολλά παιδιά, αλλά επειδή εγώ άκουγα και δεν μιλούσα καθόλου. Περνούσαν απ’ έξω τα παιδιά, έλεγαν: «Νάσο» –Νάσο τον φώναζαν αυτόν– «ξέρεις, να πούμε, το τραγούδι “Αν μ’ αγαπούσες όσο σ’ αγαπώ;”» –παλιό τραγούδι ήταν αυτό. Αυτός έλεγε, το θεωρούσε προσβολή να του πουν: «Ξέρεις αυτό το τραγούδι;» να πούμε. Αυτός τα έπαιζε όλα δηλαδή, ήταν και επαγγελματίας. Και έλεγε: «Όχι, δεν το ξέρω» και φεύγανε. Εγώ δεν μιλούσα. Απλώς, τον κοιτούσα που έπαιζε, να κλέψω προσπαθούσα κάποια πράγματα, τέλος πάντων, όσα μπορούσα και πήγαινα στο σπίτι. Και αντί να μάθω κιθάρα στον δάσκαλο που πήγα, ο οποίος μου έλεγε: «Με τα δάχτυλα θα μάθεις, με τα δάχτυλα». Εμένα, όμως, δεν μου άρεσε με τα δάχτυλά, μου άρεσε η πένα, που έβλεπα στον άλλον. Πήγαινα στο σπίτι, έπαιζα πένα. Και μία μέρα ο δάσκαλος, μου λέει: «Οδυσσέα, για παίξε κάτι». Παίζω και λέει αυτός: «Έχεις πολύ γλυκό δάχτυλο», λέει αυτός. Αυτό το είχα δει εγώ στον άλλον. Άμα χτυπήσεις την κιθάρα με ένα «νταν», δεν έχει γλύκα. Αυτό το χέρι που πιάνει τη χορδή, πρέπει να το κάνεις έτσι, όμως, σαν τα βιολιά. Θα το έχεις ακούσει, τα βιολιά που τρέμουν, έτσι, να πούμε και κάνουν… Από αυτόν τα άκουσα.

Ο.Τ.:

Λοιπόν, πέρασαν πέντε-έξι μήνες, είμαστε στο ’56. Το ’55 τελείωσα το σχολείο. Στο ’56 κάθισα στον Βόλο, γιατί δεν ήξερα τι να κάνω. Η μάνα μου, όταν πήγε να ρωτήσει τι κάνω εγώ, ως μαθητής, τη λέγαν όλοι οι καθηγητές: «Είναι πολύ καλός ο Οδυσσέας, να μην τον αδικήσεις». Και ερχόταν η μάνα μου κι έλεγε: «Τι να σε κάνω να μη σ’ αδικήσω;» Ο πατέρας μου είχε πεθάνει εν τω μεταξύ. «Τι να σε κάνω;» λέει. «Εγώ είμαι καπνεργάτρια». Και οι καπνεργάτες δουλεύουν μόνο το καλοκαίρι [00:20:00]τέσσερις-πέντε μήνες –ή τρεις-τέσσερις καλύτερα. Λοιπόν, δεν μπορούσε να κοιμηθεί η καημένη, αλλά ήταν αγωνίστρια, Μπουμπουλίνα. Μια μέρα με ξυπνάει, να πούμε, το πρωί, λέει: «Οδυσσέα, ούτε εδώ, στον Βόλο, έχουμε τίποτα, ούτε στη Θεσσαλονίκη έχουμε τίποτα». Αυτή ήξερε τη Θεσσαλονίκη. Αθήνα, δεν ήξερε γιατί τα καπνομάγαζα παλιά ήταν εδώ. «Πάμε στη Θεσσαλονίκη, μπας και μπορέσεις να μπεις σε κανένα πανεπιστήμιο εκεί». Πραγματικά, τα φορτώνουμε, δυο μπαγάζια εκείνα, δεν είχαμε λεφτά να πάμε όμως. Κατεβήκαμε κάτω στην παραλία, στα καΐκια –ο Βόλος έχει καΐκια στη σειρά– κατεβήκαμε και η μάνα μου έλεγε: «Συγγνώμη, μήπως έχετε τίποτα εμπορεύματα να πάτε στη Θεσσαλονίκη;» Άλλος έλεγε: «Όχι, δεν θα πάμε Θεσσαλονίκη, θα πάμε αλλού» και λοιπά. Ένας, όμως, είπε: «Ναι, κυρία μου», λέει, «γιατί;» Λέει: «Έχω δυο παιδιά, να πούμε, και θέλουμε να πάμε στη Θεσσαλονίκη. Δεν έχουμε λεφτά, δεν έχουμε. Μήπως μπορείτε να μας πάρετε;» Αυτός μπορούσε, βέβαια, γιατί δεν ήταν επιβατικό αυτό. Λοιπόν, λέει αυτός: «Ελάτε», λέει, «άμα θέλετε» –Πάσχα ήταν– «αλλά, ξέρετε, δεν έχω καμπίνες για να κοιμηθείτε. Θα φύγουμε από εδώ εννιά ώρα το βράδυ και θα φτάσουμε εννιά η ώρα στη Θεσσαλονίκη. Δεν έχω να κοιμηθείτε. Λέμε: «Στο κατάστρωμα, δεν πειράζει, στο κατάστρωμα, πραγματικά». Λέει αυτός: «Άντε, βλέπω και κιθάρα κρατάει ο νεαρός, να πούμε. Να μας πει και κάνα τραγούδι μέσα». Και ανεβήκαμε. Και καθίσαμε στο κατάστρωμα όλο το βράδυ. Το πρωί, πραγματικά, εννιά η ώρα φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Παίρνουμε τα μπαγκάζια μας –δυο, στα σεντόνια μέσα ήταν. Δεν είχαμε και τίποτα δηλαδή, ήμασταν πάμφτωχοι δηλαδή. Τα παίρνουμε, τα ανεβάζουμε στο κάρο, ανεβαίνει πάνω κι ο αδερφός μου, που ήταν έξι χρόνια μικρότερος από μένα –εγώ ήμουνα δεκαεννιά, αυτός ήταν δεκατρία–, να κάθεται κει στα μπαγάζια να τα πιάνει, εγώ με την κιθάρα να μην πάει στο κάρο η κιθάρα και πέσει τίποτα και πάθει τίποτα. Με την κιθάρα και με τη μάνα μου πίσω από το κάρο. Ανεβήκαμε απ’ την παραλία –εδώ, Θεσσαλονίκη– απ’ την παραλία ανέβηκε πρώτα στην Τσιμισκή, από κει. Εγώ, τα ίδια τα σπίτια μου φάνηκαν πολύ ψηλά, γιατί ο Βόλος ανέκαθεν είχε χαμηλά σπιτάκια, με τους κήπους και τα λοιπά, αλλά είχε πέσει, είχε γίνει και ο σεισμός το ’55 και τα ισοπέδωσε όλα. Τα σπίτια αυτά με έκαναν μεγάλη εντύπωση και κοιτούσα. Νόμιζα ότι η μάνα μου θα νοίκιαζε κάπου εκεί, στην Τσιμισκή δηλαδή, να φανταστείς –γιατί είχε έρθει μία εβδομάδα πιο μπροστά και νοίκιασε σπίτι. Η μάνα μου, όμως, πήγε στη Νεάπολη πάνω –γιατί, σε είπα, όταν βαφτίστηκα, βαφτίστηκα στη Νεάπολη, ήξερε τα μέρη εκείνα και πήγε εκεί, βρήκε ένα σπιτάκι. Ένα σπιτάκι, ένα δωμάτιο και μια κουζινούλα. Ο Θεός να το κάνει δωμάτιο, και την κουζινούλα επίσης. Και η πόρτα δεν έκλεινε και λοιπά. Για φτηνό, το βρήκε φτηνό. Όταν φύγαμε από την παραλία, πήγαμε στην Πλατεία Δημοκρατίας, στον Βαρδάρη που λέμε, στρίψαμε τους δρόμους –μπορεί να μην τους ξέρεις–, απ’ την οδό Ειρήνης στρίψαμε πάνω, βγήκαμε στην… μια εκκλησία είναι, από κει φτάσαμε στη Γέφυρα των Στεναγμών. Δεν την περάσαμε τη γέφυρα, στρίψαμε ίσα πάνω, που αν πας τον δρόμο αυτόν επάνω επάνω και φτάνεις σε κάτι σκαλοπάτια, καμιά διακοσαριά σκαλοπάτια, αν τα ανέβεις αυτά τα σκαλοπάτια, βγαίνεις στη Βάρνα επάνω. Λοιπόν, ήμαστε στη Νεάπολη. Λοιπόν, εγώ πιάστηκε η ψυχή μου, γιατί απ’ τα μέγαρα είδα εκεί, κι αυτοί όλοι φτωχοί ήτανε, οι περισσότεροι. Όχι, βέβαια, το ίδιο φτωχοί, αλλά φτωχοί. Εκεί, στη Γέφυρα του Στεναγμών, να βλέπω μέσα σε αυτό το ποτάμι εκεί πέρα, ψόφια γομάρια, λάστιχα, σκουπίδια, όλα τα πετούσαν εκεί. Λέω: «Αμάν! Πού ήρθαμε, ρε παιδί μου». Τέλος πάντων, φτάσαμε στο σπίτι αυτό που νοίκιασε, μας πήρε χαμπάρι η νοικοκυρά –γιατί για να πάμε μέσα, έγινε κάποια φασαρία. Μας πήρε χαμπάρι, έρχεται. Αυτή η γυναικούλα, δεν θα την ξεχάσω καμιά φορά. Καμιά πενηνταριά χρονών ήταν, μια ωραία γυναίκα και μόλις πήγαμε: «Καλώς τα αγοράκια μου!» Εγώ ήμουνα έτοιμος να καταρρεύσω, δηλαδή, από τη στεναχώρια μου. Λέω: «Πού καταντήσαμε, πού ήρθαμε!» Μ’ αγκάλιασε, να πούμε: «Μη στεναχωριέσαι, αγόρι μου! Μαζί εδώ, μαζί θα περάσουμε» και δεν ξέρω τι. Αλλά έπρεπε να βρω δουλειά εγώ, αμέσως. Η μάνα μου θα έβρισκε στα καπνά δουλειά, αλλά τα καπνά ανοίγουν μετά το Πάσχα, ύστερα από ένα μήνα. Εμείς, λεφτά δεν υπήρχαν. Λοιπόν, βγήκαμε στη γειτονιά μαζί με τη μάνα μου και η μάνα μου χτυπούσε πόρτες και λοιπά. «Μήπως ξέρετε πουθενά να υπάρχει κάποιος ο οποίος να θέλει στο μαγαζί του κανένα παιδί, έτσι, να απασχολήσει τον γιο μου λιγάκι; Γιατί τώρα ήρθαμε, είμαστε φτωχοί». Μια γυναίκα είπε: «Ξέρω, έχω έναν συγγενή ο οποίος έχει γαλατάδικο, να πούμε, στον Λευκό Πύργο». «Δώσ’ μου τη εσύ». Πήραμε τη διεύθυνση, κατεβήκαμε και λέει αυτός –επειδή εγώ ήμουν και μικρόσωμος– λέει αυτός: «Αγόρι μου, δεν θα μπορείς να την κάνεις τη δουλειά αυτή». Λέω: «Μπορώ, μπορώ». Λέει: «Τέλος πάντων, έλα», λέει, «θα σου δώσω είκοσι» –δραχμές τότε– «είκοσι δραχμές την ημέρα να πούμε. Έλα». Πήγα. Τέσσερις φορές ανεβοκατέβαινα –με τα πόδια βέβαια– πάνω, απ’ τη Νεάπολη στον Λευκό Πύργο. Το βράδυ της πρώτης ημέρας, όταν γύρισα, δεν αισθάνθηκα καλά. Γιατί αυτός που πουλούσε τα γάλατα, έπαιρνε κολώνες πάγου –τότε δεν υπήρχαν ψυγεία– κολώνες πάγου και ερχόταν το φορτηγό και τις ξεφόρτωνε. Αυτός ήταν γεροδεμένος. Τις έβαζε εδώ, απάνω, αυτό, με το πόδι τις κλωτσούσε, πήγαινε στο τέλος, εκεί, της κάσας, τα έβαζε εδώ. Πήγαινα κι εγώ να βοηθήσω, τα βάζα στο στήθος μου εγώ, πάνω, τις κολώνες αυτές. Εκεί αρρώστησα. Αρρώστησα άσχημα δηλαδή. Και με είδε αυτός το βράδυ και λέει: «Αγόρι μου, σου είπα εγώ ότι δεν μπορείς». Είχα κοκκινίσει, είχα πυρετό έπιασα και λοιπά. Και πάω στο σπίτι και κάθομαι δυο βδομάδες στο σπίτι, στο κρεβάτι. Πέρασε, έγινα καλά. Αν βρίσκαμε ντομάτα και ψωμί, ήμασταν βασιλιάδες, δεν θέλαμε τίποτα παραπάνω. Δεν μπορούσαμε και ψωμί να βρούμε και… Πέρασε, έφτασε ο μήνας και λέει η μάνα μου: «Πάμε τώρα μαζί στον Αλαμανή» –Αλαμανής ήταν αυτός που είχε τα καπνομάγαζα, ήταν Καρδιτσιώτης ήταν αυτός και με αυτόν η μάνα μου σκέφτηκε θα πάμε στον Αλαμανή και τα λοιπά, γιατί κι εμείς Καρδιτσιώτες. Ο μπαμπάς μου είναι απ’ την Καρδίτσα. Λοιπόν, πήγαμε στο γραφείο, χτύπησε η μάνα μου, μπήκαμε μέσα, λέει αυτός: «Ορίστε». Λέει: «Κύριε Αλαμανή, με το θάρρος ότι είμαστε από την ίδια πόλη, ερχόμαστε από τον Βόλο για να πάει ο γιος μου», λέει, «στο πανεπιστήμιο. Εκεί δεν έχει πανεπιστήμιο, αλλά επειδή οικονομικά είμαστε χάλια, μήπως θα μπορούσατε να πάρετε το παιδί εδώ, στο καπνομάγαζο, να κάνει κάποια δουλειά;». Λέει αυτός: «Κυρία μου, εμείς έχουμε εδώ πέρα καμιά δεκαριά χαμάληδες, οι οποίοι είναι χειμώνα-καλοκαίρι εδώ. Γιατί το καλοκαίρι δουλεύουν, ανεβάζουν» –εφτά ορόφους με τα πόδια, δεν έχει ασανσέρ– ανεβάζουν τα τσούλια, που ήταν γεμάτα καπνό, τα ανεβάζουν και τα δίνουν στις γυναίκες για να τα επεξεργαστούν. Και τον χειμώνα, επίσης είναι κάτω στο υπόγειο για να μην σαπίσουν τα καπνά, αλλάζουν θέσεις και λοιπά. Το παιδί», λέει, «δεν μπορεί, το βλέπω είναι αδύνατο, να πούμε», ξέρω ’γω. Εμείς πάλι: «Μπορούμε, μπορούμε». Λέει αυτός: «Τέλος πάντων, ας έρθει, να πούμε, την πρώτη μέρα». Πήγα την πρώτη μέρα. Αυτός που ήταν κάτω και βοηθούσε τους άλλους να φορτωθούν τα τσουβάλια με τους καπνούς, κοίταζε ο άνθρωπος, οι άλλοι ήταν γεροδεμένοι, τους έδινε τα βαριά. Εμένα έψαχνε δεξιά να βρει κανένα ελαφρύ να με δώσει. Εγώ, και να μην ήμουνα φορτωμένος, εφτά ορόφους να ανεβαίνω με τα πόδια, είχα… κόντευα να λιποθυμήσω. Αφού σκεφτόμουνα ότι πήγα στην Αμερική –γιατί είχα σκοπό να φύγω, να πάω στην Αμερική– πήγα στην Αμερική και δεν ξέρω τι, για να μη λυγίσω δηλαδή. Αυτοί κάθε ώρα σταματούσανε και κάναν τσιγάρο. Καθόντουσαν στα σκαλιά εκεί πέρα και κάναν τσιγάρο. Καθόμαν κι εγώ και ξεκουραζόμουν. Κάποια στιγμή, είπα με το μυαλό μου: «Ας ανέβω στην ταράτσα να δω». Μ’ άρεσε να βλέπω από ψηλά. Ανεβαίνω στην ταράτσα επάνω, εντυπωσιάστηκα, βέβαια, από το ύψος, αλλά σκέφτηκα: «Δεν φτάνει», λέω, «αυτή η κούραση που έχουμε, δεν φτάνει… δεν ξέρουμε αν θα βρω άλλη δουλειά, αλλά με περιμένουν και οι εξετάσεις στο πανεπιστήμιο». Εγώ δεν πήγα σε φροντιστήριο ούτε απ’ έξω, ποτέ. Λοιπόν, λέω: «Τι εξετάσεις να δώσω εγώ τώρα εδώ;» Και τα ’χα εγκαταλείψει κι ένα χρόνο, που σου είπα, ήμουνα στον Βόλο. Λοιπόν, αυτό με απέλπισε σε πολύ μεγάλο βαθμό. Λέω: «Δεν δίνω μια βουτιά από δω πέρα, να πούμε, να τελειώνω;» Το πίστεψα τόσο πολύ αυτό! Κοιτούσα μια ώρα κάτω κι έλεγα: «Αν πέσω, θα πέσω μάλλον εκεί», ξέρω ’γω, έλεγα. Αλλά τελευταία στιγμή, λέω: «Ας το αναβάλω», λέω, «δεν πειράζει, να πούμε, άλλη φορά». Και αρχίζω να τρέχω τις σκάλες προς τα κάτω τρέχοντας, να μη μετανιώσω και γυρίσω πίσω. Τόσο πολύ το πίστεψα δηλαδή. Τέλος πάντων, πέρασαν καμιά ώρα, έφτασε μεσημέρι, χτύπησε το κουδούνι, βγήκανε οι γυναίκες να φάνε. Όταν βγήκανε, με είδαν εμένα, περίμενα στην πόρτα, από κει που θα έφτανε η μάνα μου, να βγει και η μάνα μου. Ήρθαν κάτι ξένες γυναίκες εκεί και αρχίσαν όλες: «Καλέ, θα πεθάνει! Τίνος είναι αυτό;» –για μένα τώρα. «Αγοράκι μου, από πού είσαι;» και λοιπά. Λέω: «Εδώ είναι η μαμά μου, δουλεύει μέσα». Εκείνη την ώρα ήρθε και η μάνα μου. «Καλέ, γιος σου είναι; Θα πεθάνει, δεν το βλέπετε πώς είναι;» Κι όπως ήμουν έτσι, για να μη συνέλθω, με αρπάζει γρήγορα απ’ το χέρι και με πάει μες στον Αλαμανή, να πούμε, σε αυτόν, το αφεντικό. Λέει: «Κύριε Αλαμανή, ευχαριστούμε πολύ, κοιτάξτε πώς έγινε το παιδί». Αυτός σηκώθηκε πανικόβλητος ο άνθρωπος, σου λέει: «Είμαι και υπεύθυνος, θα μου πουν: “Τι; Πού το ’στειλες το παιδί; Τι δουλειά έκανε και πέθανε;”», ξέρω ’γω. «Ρε κυρία μου, δεν σου είπα», λέει, «ότι δεν μπορεί το παιδί να την κάνει τη δουλειά αυτή; Να φύγει τώρα αμέσως κι εγώ, σε τρεις μέρες να ξανάρθει, θα του βρω δουλειά». Το αποτέλεσμα ήταν ότι έξι χρόνια με έπαιρνε κάθε καλοκαίρι. Δούλευα, δηλαδή, τρεις-[00:30:00]τέσσερις μήνες το καλοκαίρι, έβγαζα κι από εκεί τα λεφτά που έβγαζα, καλά ήταν. Κι η μάνα μου έβγαζε ως έχει. Αλλά εγώ, το μυαλό μου ήταν στην κιθάρα, να πούμε. Στην κιθάρα ήταν το μυαλό μου. Αφού μια μέρα, με αυτά τα τσούλια που σου λέω, όταν τα άδειαζαν οι γυναίκες, εγώ πήγαινα, τα έπαιρνα και τα έβαζα στη σειρά. Όσα ήταν από ένα χωριό, θα ’βαζα… Αιγίνιο –τώρα τα θυμάμαι αυτά–, απ’ το Αιγίνιο, απ’ την Κατερίνη δηλαδή. Τα άλλα που είναι Κατερίνης –γιατί είχαν επάνω ετικέτα–, Κατερίνη, εδώ η Κατερίνη. Τρίλοφος, εκεί. Κι ερχόντουσαν αργότερα, ύστερα, όταν γεμίσουνε, να τα πάρουνε. Εγώ έκανα μια φωλιά εκεί μέσα. Είχα, αγόρασα και πέντε βιβλία –Ιστορία, αρχαία ελληνικά, λατινικά και λοιπά, να πούμε, που θα έδινα εξετάσεις– και καθόμουνα εκεί. Πήρα και ένα σανίδι τόσο, κάρφωσα ένα καρφί εδώ, ένα εδώ, ένα εδώ κι ένα εδώ και έδεσα δυο σπάγκους –δήθεν χορδές, δυο σπάγκους. Κι είχα την πένα απ’ την κιθάρα, την έπαιρνα απ’ το σπίτι. Έπαιρνα το σανίδι αυτό, στα πόδια μου επάνω το βιβλίο και δώσ’ του συνέχεια εγώ, να πούμε, αυτό, να μάθω τρέμουλο. Δηλαδή, τέτοια τρέλα, να πούμε. Λοιπόν, κάποια στιγμή, λέω… και κρυβόμουνα πίσω από τη φωλιά που έκανα, μη με δει το αφεντικό. Αν με δει, σου λέει: «Τι; Αυτός τρελός είναι, να πούμε; Τι κάνει; Κουνιέται το χέρι, να πούμε;» Και κάποια στιγμή, όπως διάβαζα, βλέπω σκοτείνιασε το μέρος επάνω. Κοιτάω, ήταν τέσσεροι-πέντε Γερμανοί έμποροι –ήρθαν να δουν τα καπνά για να αγοράσουν καπνά– και το αφεντικό μαζί τους και με κοιτάξανε, δεν είπανε τίποτα, ούτε τ’ αφεντικό είπε τίποτα, παρόλο που με είδε εκεί πέρα να γρατζουνάω. Λοιπόν, και νόμιζα: «Τώρα», λέω, «θα με σχολάσει αυτός αν με…» Δεν με… ο άνθρωπος έκανε ένα ψυχικό, να πούμε, κατάλαβες; Δεν υπήρχαν άνθρωποι μέχρι τότε να κάνουν αυτή τη δουλειά. Έναν να αρπάζανε από κει, ποιος ήταν, να πούμε: «Βάλ’ τα στη σειρά εσύ, να πούμε, αυτά» και τα λοιπά –τα τσούλια. Δούλεψα εκεί αυτά τα χρόνια. Η νοικοκυρά που είχαμε πάνω, που νοικιάζαμε, είχε έναν γιο ο οποίος έδινε δυο χρόνια συνέχεια εξετάσεις εισαγωγικές –στη Νομική ήθελε. Και δεν περνούσε –με φροντιστήρια, γιατί ήταν καλά οικονομικά αυτοί. Με πήρε στο ψιλό, μας πήρε στο ψιλό, δεν μας είπε, όμως, τίποτα. Γιατί όταν… Πήγα, έδωσα εξετάσεις και περίμενα την εφημερίδα «Μακεδονία» τότε, που έβγαινε εκεί, να γράψει κάποια μέρα ότι: «Αύριο θα έχουμε τα αποτελέσματα των εξετάσεων που πέρασαν τα παιδιά, που ήταν υποψήφιοι». Διάβασε κι αυτή την εφημερίδα για τον γιο της. Εγώ πήρα την εφημερίδα και λέω –ήταν χίλια τριακόσια πενήντα παιδιά που έδωσαν εξετάσεις, θα παίρναν τριακοσίους. Περίπου και τώρα έτσι είναι το ποσοστό. Λοιπόν, αρχίζω τώρα, όπως ήταν τα ονόματα, αρχίζω να διαβάζω από την τρίτη εκατοντάδα. Λέω: «Αν είμαι, εκεί θα είμαι, να πούμε. Αν πέρασα, εκεί, στην τρίτη εκατοντάδα». Με προσοχή τα διάβασα, ξέρω ’γω, δεν υπήρχα. Τη δεύτερη εκατοντάδα, με μεγαλύτερη ταχύτητα δηλαδή, λέω: «Αφού δεν είμαι στην τρίτη τώρα, στη δεύτερη θα είμαι;» Κοιτάω εκεί πέρα, δεν είμαι ούτε στη δεύτερη. «Ε, τώρα…» λέω. Με το ζόρι να πούμε, κοιτάω την τρίτη τώρα –την πρώτη δηλαδή, την πρώτη. Άρχισα τρίτη, δεύτερη, πρώτη εκατοντάδα. Μόλις, πρώτη, βλέπω στη σειρά ογδόντα τέσσερα: «Τσώκος Οδυσσέας». Από χίλια τριακόσια πενήντα παιδιά. Ένα χρόνο είχα να πιάσω βιβλίο στα χέρια μου, το μυαλό μου ήταν στην κιθάρα και δουλειά και ξέρω ’γω, κι όμως… Τώρα, αργότερα, όταν διορίστηκα, με λένε: «Ρε Οδυσσέα», λέει, «αυτό ήταν άθλος που έκανες, γιατί όλοι δώσαμε εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, ξέρουμε τι δυσκολία υπάρχει». Και μόλις το διάβασα, κατέβηκε η κυρά, αυτή η κυρά, να πούμε –ήταν μια εξωτερική σκάλα–, κατέβηκε κάτω, λέει: «Οδυσσέα, είδα ένας Τσώκος Οδυσσέας εκεί». Λέω: «Εγώ είμαι». «Έτσι το λες, ρε παιδί μου;» λέει. «Εδώ έρχονται από τα χωριά, δίνουν ολόκληρες περιουσίες, να πούμε, να κάνουν φροντιστήρια και δεν περνάνε». Γιατί αυτή έβλεπε, εγώ πέντε η ώρα σχολνούσα, έξι η ώρα έφτανα στο σπίτι και άρπαζα αμέσως την κιθάρα. Άκουγε, δεν είχε μόνωση επάνω, σανίδια ήταν. Άκουγε αυτή, παίζω κιθάρα εγώ κάτω, να πούμε. Όλη τη μέρα δουλεύω και: «Όταν έρχεται το χωριατάκι, να πούμε, πλακώνεται στην κιθάρα, να πούμε, και θα περάσετε πανεπιστήμιο τώρα». Κατάλαβες; Λοιπόν, όταν εγώ το διάβασα το όνομά μου, εκείνη την ώρα ήρθε κι η μάνα μου. Λέω: «Μάνα, πέρασα στη Νομική». Η μάνα μου αμέσως, αρπάζει την εφημερίδα να την πάει, να πούμε, στις φιληνάδες –είχε κάτι φιληνάδες εκεί, να δείξει το όνομά μου, τέλος πάντων, να πούμε. Και όταν γύρισε, της λέω: «Μάνα, η κυρία Βούλα μας πήρε στο ψιλό», λέω. «Έδειξε τέτοια απορία όταν της είπα ότι πέρασα και θα μας κουτσομπόλευε κιόλας. Τέλος πάντων, με εκτίμησαν αργότερα. Εκεί, σ’ αυτό το σπίτι, Βαλάντη, περάσαμε μεγάλες πείνες, μεγάλες πείνες. Απ’ την Κατοχή πιο πείνα. Γιατί η μάνα μου δούλευε τρεις μήνες, δούλευα κι εγώ τρεις μήνες, αλλά για όλο τον χρόνο δεν φτάνουν αυτά τα λεφτά. Ήταν ένα μπακάλικο και εκείνα τα χρόνια όλο με… «Θα τα γράψω, τι παίρνεις;» «Αυτά». «Πάρε αυτά». Όσο πήγαινε, το βερεσέ μεγάλωνε. Έλεγα: «Τι θα γίνουμε;» και τα λοιπά. Ο αδερφός μου, όμως, ευτυχώς, όταν έγινε δεκατέσσερω χρονών, λέει: «Εγώ δεν θέλω να πάω σχολείο άλλο». Βρήκε μια δουλειά στη Χαριλάου, σε ένα φαρμακείο. Ήταν ένας φίλος του, ο οποίος φίλος του έφυγε και τον είπε: «Θες να πας εκεί, στο φαρμακείο; Εγώ έφυγα». Στην πλατεία της Χαριλάου. Και κατέβηκε εκεί και είπαν αυτοί: «Ναι, θέλουμε ένα παιδί, να πούμε. Έλα». Και τον έδιναν χίλιες δραχμές τον μήνα. Ήτανε μεγάλη ιστορία, να πούμε. Μας έσωσε δηλαδή. Τον αγόρασε η μάνα μου κι ένα ποδήλατο για να πηγαίνει κάθε μέρα το παιδί στη Χαριλάου απ’ τη Νεάπολη με το ποδήλατο. Αλλά τότε, δεν είχε κίνηση που έχει σήμερα. Η Εγνατία άδεια ήταν, να πούμε. Κατέβαινε αυτός, κατηφόρα όπως ήτανε, κατευθείαν πήγαινε και ευχαριστιόταν κιόλα, γιατί μικρός ήταν, το ποδήλατο τον άρεσε. Και πήγαμε εκεί, στη Χαριλάου, να πούμε. Νοικιάσαμε –όχι Χαριλάου, στου Παπάφη μπροστά. Του Παπάφη, δεν ξέρω αν το ξέρεις, εκεί είναι τα παιδιά που δεν έχουν γονείς και τα λοιπά και τα μαθαίνουν κάποια δουλειά εκεί για να ζήσουν. Εκεί καθίσαμε πρώτα. Εγώ έφυγα και πήγα φαντάρος. Αλλά να πω πρώτα ότι όταν έδωσα εξετάσεις –περνούσα καλά, με «Λίαν καλώς» δηλαδή, σε όλες τις τάξεις. Δεν διάβαζα. Η κιθάρα μόνον. Αφού έλεγα καμιά φορά: «Ας σταματήσω να ξεκουραστώ, να δω, να διαβάσω και λίγο», να πούμε. Όταν κουραζόμουνα, διάβαζα και λίγο, να πούμε. Και στο τέλος, που θα ήταν για το πτυχίο δηλαδή, έδωσα εξετάσεις, τα πέρασα όλα τα μαθήματα. Ένας, όμως, κατάλαβα εγώ ότι με έκοψε, ένας Αγουρίδης. Σπουδαίος καθηγητής ήταν. Εμένα με έπιασε όταν έφυγα, δεν μου είπε ότι: «Σε κόβω», αλλά κατάλαβα ότι δεν είπα καλά και λέω: «Θα με έκοψε, σίγουρα». Ώσπου να πάω από το πανεπιστήμιο στου Παπάφη, εκεί πέρα, έκανα με το μυαλό μου ένα λογύδριο, λέω: «Θα γυρίσω να τον μιλήσω να πούμε». Γυρίζω, τέλος πάντων, περιμένω, ήταν ακόμα πέντε-έξι παιδιά, τελειώσαν κι εκείνα. Χτυπάω την πόρτα, λέει αυτός: «Ορίστε». Λέω: «Κύριε καθηγητά, δεν ξέρω τώρα, να πούμε, αν με κόψατε». Λέει: «Καλά κατάλαβες», λέει αυτός. Με είχε κόψει δηλαδή. Λέω: «Θέλω να σας παρακαλέσω για το εξής. Είμαι από φτωχή οικογένεια, λεφτά δεν έχουμε. Να φύγω τώρα και να πάω στην Κόρινθο» –να παρουσιαστώ δηλαδή στην Κόρινθο– «και να πάρω μαζί μου και κάνα βιβλίο να διαβάσω, και το βιβλίο σας βέβαια, και από εκεί να φύγω και να ’ρθω ξανά εδώ, στη Θεσσαλονίκη και απ’ τη Θεσσαλονίκη να ξαναπάω στην Κόρινθο, είναι για μας χρήματα πολλά, που δεν έχω», λέω. «Θα σας παρακαλέσω πολύ, αφού με κόψατε –καλά κάνατε, αφού δεν είπα–, μήπως είναι δυνατόν να κάνω χρήση της περιόδου του Σεπτεμβρίου από τώρα;» –γιατί ήταν Ιούνιος– «Από τώρα να την κάνω, ξέρω ’γω, για να μη χρειαστεί να πάω και έρχομαι». Λέει αυτός: «Μα δεν γίνεται αυτό το πράγμα», λέει. Λέω: «Εσείς ξέρετε», λέω εγώ, «αλλά είναι, τέλος πάντων, μεγάλη στεναχώρια για μένα. Ίσως θα σας ξαναενοχλήσω και καμιά άλλη φορά, να πούμε, γιατί μόνο σ’ εσάς», λέω, «τώρα στηρίζομαι». Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, έξω απ’ το γραφείο του. Με βλέπει αυτός, λέει: «Δεν πας να διαβάσεις λέω ’γω;» μου λέει αυτός. Μπαίνει μες στο γραφείο, κλείνει την πόρτα, πάω εγώ, το ανοίγω το γραφείο. Πηγαίνω μέσα, λέω: «Σας είπα», λέω, «είπα και τη μητέρα μου, να πούμε. Δεν έχει καθόλου λεφτά ούτε να πάω καν, πώς και να γυρίσω;» και ξέρω ’γω. Λέει αυτός: «Ρε αγόρι μου, έλα, κάτσε εδώ πέρα». Λέει: «Από πού είσαι;» να πούμε. Να μη σε κουράζω, αυτά που είπα σ’ εσένα και περισσότερα, τα ’πα σε αυτόν. Ενθουσιάστηκε αυτός, δεν ενθουσιάστηκε. Με λυπήθηκε δηλαδή, κατάλαβες; Και λέει: «Κοίταξε, πήγαινε», λέει, «τώρα στον γραμματέα της Σχολής και πες του να…» –γιατί εγώ δεν πλήρωνα κιόλας, ως άπορος. Τότε πληρώναμε χίλιες οχτακόσιες τον χρόνο. Δεν πλήρωνα, εγώ δεν πλήρωνα, ως άπορος και ως σεισμοπαθής από τον Βόλο. Δεν πλήρωνα. Και λέει ο καθηγητής: «Πήγαινε στον γραμματέα και πες τονα τι βαθμό σου χρειάζεται για να βγάλεις πάλι “Λίαν καλώς”» –γιατί έβγαζα «Λίαν καλώς» και δεν πλήρωνα κιόλας. Λέω: «Ευχαριστώ πολύ». Πήγα στο γραφείο, τον λέω τον γραμματέα, λέω: «Έτσι κι έτσι, ο κύριος Αγουρίδης είπε να μου πείτε τι βαθμό μου χρειάζεται για να μην πληρώσω». Λέει αυτός: «Ό,τι και να σε βάλει περνάς, να πούμε, δεν πληρώνεις». Και ξαναγύρισα. Όταν άνοιξα την πόρτα, τον είδα τον καθηγητή μου αυτόν, μιλούσε μ’ [00:40:00]έναν άλλο καθηγητή και μόλις άνοιξε την πόρτα λέει: «Αυτός είναι ο φοιτητής για τον οποίο σου μιλάω». Είχε συγκινηθεί κι αυτός, κατάλαβες; Και με λέει… του λέω: «Μου είπε», λέω, «ο γραμματέας, ό,τι να με βάλετε, λέει, και 5 να με βάλετε». Λέει: «Θα σε βάλω 7». Λέω: «Ευχαριστώ πολύ, δεν θα το ξεχάσω καμιά φορά στη ζωή μου και χαίρετε». Λέει: «Χαίρετε». Εκείνη την ώρα, είχα έναν φίλο εγώ, να πούμε, ο οποίος είχε μείνει σε τέσσερα-πέντε μαθήματα. Με περίμενε απ’ έξω –ήδη ήξερε την ιστορία– να δει τι θα γίνει. Και μόλις άνοιξα την πόρτα να φύγω, ορμάει αυτός να πούμε, λέει: «Κι εγώ», λέει, «δεν είναι είπα», λέει. «Κάτσε, ρε Γιάννη», λέω, «κάτσε!» –πέθανε ο άνθρωπος εδώ, και δυο-τρεις μήνες. Λέω: «Κάτσε, ρε Γιάννη, μη τώρα-τώρα, ρε παιδί μου». Αυτός τίποτα. Αφού είχε μείνει σε τέσσερα μαθήματα, να πάρει κι άλλο, και πέμπτο; Και τον λέει, τώρα, ο Αγουρίδης, επειδή ήταν ο άλλος ο καθηγητής μέσα, του λέει: «Φύγε, ρε, κι εσύ από δω, ρε. Εδώ πέρασα τον άλλον που είπε χειρότερα». –για μένα δηλαδή. Δεν μπορούσε να πει ότι: «Εσένα δεν σε περνάω». Ήταν θέμα. «Τον άλλον γιατί τον πέρασες;» να πούμε. Και πήρα το τρένο για να πάω στην Κόρινθο. Τότε τα τρένα δεν είναι όπως είναι σήμερα. Υπήρχε ένα τρένο, με το ζόρι έφευγε το τρένο. «Πόστα» το λέγαν, «πόστα». Με την «πόστα». Εννιά η ώρα έφευγε από δω κι εγώ έκοψα εισιτήριο, μπήκα μέσα, λέω: «Να είμαι… εννιά από δω φεύγει, πέντε-έξι τ’ απόγευμα να είμαι στην Αθήνα, να κατέβω» για να πάω σε αυτόν τον φοιτητή που σε λέω τώρα, που ήμαστε μαζί, παρέα, ο οποίος είχε έναν αδερφό στον Περαία, στον Περαία, δούλευε σε τράπεζα. Να περάσουμε μαζί με τον φίλο μου αυτόν από τον αδερφό του, να καθίσουμε δυο-τρεις μέρες στο Πέραμα –στο Πέραμα έμεναν– κι από κει να πάμε στην Κόρινθο. Αλλά το τρένο τώρα, έτσι που πήγαινε, στη Λάρισα ανέβηκε ένας ναύτης, ο οποίος είχε απολυθεί. Τι δουλειά είχε, τώρα, στη Λάρισα ο ναύτης; Στον Βόλο κατέβηκε και πήρε το λεωφορείο για να –ανταπόκριση– να ’ρθει στη Λάρισα για να κατέβει στην Αθήνα. Αρχίσαμε να μιλάμε, τέλος πάντων. Ακόμα δεν με έπιασε εμένα αγωνία, ακόμα: «Ε», λέω, «στη Λάρισα είμαστε, θα φτάσουμε στην Αθήνα». Λοιπόν, κάποια στιγμή, όταν σκέφτηκα –στη Λαμία ήμασταν–, λέω: «Λαμία. Πόσο θέλει ακόμα για να…» «Θέλει», λέει, «ξέρω ’γω, τέσσερις-πέντε ώρες». Λέω με το μυαλό μου τώρα εγώ: «Τι να κάνω εγώ, άμα θα φτάσω εκεί πέρα κατά τις μία; Πού ξέρω εγώ ποιο λεωφορείο να πάρω για να πάω στον Πειραιά και από τον Πειραιά τι, ποιο λεωφορείο να πάρω και να πάω στο Πέραμα εκεί, στον αριθμό, ποιον να ρωτήσω;» Μου λέει αυτός: «Τι; Σε κόπηκε η όρεξη», λέει –γιατί μιλούσαμε συνέχεια. Λέω: «Ρε συ, αυτό κι αυτό, ρε, συμβαίνει». Λέει αυτός: «Πού θες να πας; Στην Αθήνα;» Λέω: «Δεν θέλω να πάω στην Αθήνα, να πούμε». Αυτός ήταν ντόπιος, από κει. Λέει: «Πού θες να πας;» Λέω: «Στον Πειραιά». «Στον Πειραιά», λέει, «πού θες να πας;» Λέω: «Να βγάλω» –είχα– «τη διεύθυνση, μια στιγμή». Λέω: «Πέραμα, οδός τάδε, αριθμός τάδε». Λέει: «Τον Ιορδάνη θέλεις;» Το σπίτι του ήταν κολλημένο. Εμένα, αν μου το λέγανε αυτό, δεν θα πίστευα. Μέσα σε τρία εκατομμύρια να βρεθεί άνθρωπος που να ζει στο ίδιο το σπίτι με αυτόν. Απολύονταν και να γυρίσει στο σπίτι του. Και μόλις φτάσαμε στο σπίτι του, δηλαδή ήμουν πανευτυχής εκείνη την ώρα! Αυτός τα ήξερε όλα, μπήκαμε στα λεωφορεία και λοιπά, πήγαμε. Φτάσαμε τρεις η ώρα τα χαράματα. Και φωνάζει απ’ έξω αυτός: «Ιορδάνη» –γιατί γείτονας ήταν, τον ήξερε. Βγήκαν πανικόβλητοι, δηλαδή, στο μπαλκόνι και ο φίλος μου ύστερα. Και λέει ο φίλος μου: «Άντε, ρε Οδυσσέα, τι ώρα είναι αυτή;» Λέω: «Θα σου πω, ρε παιδί μου», λέω, «θα σου πω και θα καταλάβεις». Καθίσαμε τρεις μέρες εκεί και από κει ύστερα φύγαμε και πήγαμε στην Κόρινθο. Εγώ στην Κόρινθο, είναι αλήθεια, κουράστηκα, να πούμε, γιατί ξέρεις, όταν πας –πήγες στρατιώτης; Οι δυο πρώτοι μήνες είναι κουραστικοί, ας πούμε. Ασκήσεις και δεν ξέρω τι και δεν ξέρω πώς. Και με βάλαν στο Υγειονομικό. Στο Υγειονομικό πήγα στη Χίο. Πήγα στη Χίο, ένα μήνα έκανα στη Χίο. Εκεί μας έκανε κάποιος λοχαγός εκεί πέρα, να πούμε, ιατρικές πληροφορίες και δεν ξέρω τι, σημειώναμε εμείς. Εγώ, στο εξώφυλλο, απ’ τη μέσα μεριά, ζωγράφιζα, γιατί είχα τρέλα αυτή με τη ζωγραφική. Η Ρηνούλα, η μόνη που με έμοιασε σε όλα. Και καλή μαθήτρια ήταν και ζωγραφίζει και μουσική παίζει, απ’ όλα, ό,τι… Ενώ η άλλη η κόρη μου, τίποτα απ’ όλα αυτά, να πούμε. Πιο μικρή είναι. Λοιπόν, είχα ζωγραφίσει –τώρα, πρέπει να ψάξω να το βρω– απ’ τη μέσα μεριά του εξώφυλλου. Ο δάσκαλος έλεγε –δάσκαλος λέω… Ο λοχαγός έλεγε αυτά που έλεγε, εγώ ήμουν στο τελευταίο θρανίο σχεδόν και ζωγράφιζα. Ένα τοπίο έκανα, με ένα ζευγαράκι, να πούμε, από μακριά τα βουνά, τη θάλασσα, δρόμους και ξέρω ’γω. Όταν το έδειξα στην Ειρήνη –που αυτό τώρα είναι εβδομήντα χρόνων τετράδιο, δηλαδή κουρέλι, πώς το λένε;– άρχισε η Ρηνούλα: «Πρώτη φορά είδα τέτοιο ωραίο τοπίο» και ξέρω ’γω. Άρχισε, είναι και ενθουσιώδης τέτοια. Λοιπόν, έφυγα, πήγα στη Χίο. Εκεί λαχτάρησα την κιθάρα, δεν είχα κιθάρα μαζί μου. Γράφω στη μάνα μου ένα γράμμα: «Μάνα, στείλε μου, είμαι στη Χίο, στείλε μου την κιθάρα». Έλεγα στους φίλους μου, όμως, εκεί πέρα ότι: «Παίζω κιθάρα», λέω, «καλή κιθάρα παίζω, έτσι». Αυτοί λένε: «Άντε, γράψε κάνα γράμμα και φέρ’ την». Την έφερα την κιθάρα. Την έφερα την κιθάρα, αλλά, ξέρεις, τουλάχιστον σ’ εμένα, άμα έχεις να παίξεις ώρες, χρόνια –όχι εγώ, μήνες–, δεν πάνε τα δάχτυλα ύστερα. Δεν πάνε τα δάχτυλά μου. Εγώ παίρνω την κιθάρα. Αυτοί οι φαντάροι ήταν καμιά εικοσαριά, έτσι, μαζεύτηκαν γύρω γύρω, πήγαινα να παίξω –όπως θα διαπιστώσεις και τώρα, άμα πάρω την…–, δεν μπορούσα να πετύχω τις χορδές, πώς το λένε, να πούμε; Σιγά σιγά, αυτοί σηκώθηκαν φύγαν, να πούμε. Εγώ, όμως, δεν μπορούσα να το χωνέψω. Κάθισα μόνος μου εκεί, δυο-τρεις ώρες. Στις τρεις ώρες ήρθε ξανά το χέρι στη θέση του, τέλος πάντων. Από κει κι ύστερα, με έπαιρναν λοχαγοί –έβλεπαν που έπαιζα καλή κιθάρα–, με πήγαιναν σε κάποια ταβέρνες. Α, ναι, αυτό δεν έγινε… αυτό, στη Χίο ήμουνα. Έφυγα απ’ τη Χίο, πήγαμε στην Αθήνα. Απ’ την Αθηνά έφυγα –κάθισα τρεις μήνες– απ’ την Αθήνα έφυγα και πήγα στην Κοζάνη. Έξι μήνες στην Κοζάνη και απολύθηκα γιατί ήμουνα προστάτης. Λοιπόν, εκεί στην Κοζάνη, οι λοχαγοί, να πούμε: «Οδυσσέα, έλα, δεν θα φοράς φανταρίστικα, να πάμε σε μια ταβέρνα. Θα σου δώσουμε εμείς ένα κουστούμι». Αλλά αυτοί ήταν ψηλοί, να πούμε. Μια ώρα ταιριάζαμε παραμάνες, από δω, από κει, ξέρω ’γω. Έπαιρνα την κιθάρα και πηγαίναμε εκεί. Έπρεπε να κάνω κι εγώ, να πούμε, την υπηρεσία που έπρεπε να κάνω, σκοπιά και ξέρω ’γω. Ούτε με βάλαν, ούτε μια φορά. Ούτε στη σκοπιά. Πολύ ωραία ήταν στο Υγειονομικό δηλαδή. Κάθε δεύτερη μέρα κρέας μαγειρεύανε για τους αρρώστους, κρέας τρώγαμε κι εμείς. Αρρώστησα, όμως, από πλευρίτιδα. Η αρρώστια που είχα μικρός, που σ’ είπα, στους δυο μήνες και ξέρω ’γω, αφήνει σημάδια αυτή η αρρώστια, να πούμε. Και είχε έρθει ο Ολυμπιακός Βόλου –εγώ ήμουν άρρωστος με την ομάδα αυτή– να παίξει με την Κοζάνη. Δίπλα από το στρατόπεδο ήταν το γήπεδο και πήγα στο πρώτο ημίχρονο και έβλεπα την ομάδα. Εκεί, στο διάλειμμα, στο ημίχρονο, με πιάνει ένα τρέμουλο, να τρέμω ολόκληρος, σύγκρυος. Πρώτη φορά. Παράτησα και τον Βόλο, παράτησα και όλα, να πούμε, και πήγα στον θάλαμο και ξάπλωσα. Πήγα, ξάπλωσα, έβαλα από πάνω τη χλαίνη, τις κουβέρτες, ξέρω ’γω, έτρεμα ολόκληρος. Ήρθε ο γιατρός, με λέει: «Έλα πάνω στον θάλαμο», να πούμε. Πήγα στον θάλαμο, με βάλανε ενενήντα πέντε ενέσεις στρεπτομυκίνης. Τότε, αν ήταν και την πρώτη φορά, αν υπήρχαν οι στρεπτομυκίνες, θα γινόμουν καλά, να πούμε. Μου βάλαν και κάποια στιγμή, να πούμε, αισθάνθηκα καλά και μου λένε οι γιατροί: «Κοίταξε, Οδυσσέα, είσαι καλά τώρα, αλλά μην παίζεις μπάλα» –γιατί κατέβαινα και έπαιζα μπάλα με τα παιδιά, τους φαντάρους δηλαδή, κι αυτοί με βλέπανε. «Μην παίζεις», λέει, «να μην έχουμε καμιά υποτροπή». Πρώτη φορά την είχα ακούσει τη λέξη αυτή, να μην ξανάρθει, δηλαδή, πάλι η αρρώστια μου. Λοιπόν, και λέει: «Τώρα που θα απολυθείς…» –α, με λέν’: «Τώρα, πρέπει να απολυθείς τώρα», λέει, «αλλά για να μη φύγεις απ’ τον θάλαμο και ξαναρρωστήσεις, κάτσε εδώ που είσαι, στο νοσοκομείο, στο κρεβάτι». Γιατί εκεί που δούλευα, εκεί αρρώστησα δηλαδή. Στο νοσοκομείο δούλευα. Λοιπόν: «Κάτσε στο κρεβάτι εδώ και από εδώ θα φύγεις». Κάθισα ένα μήνα στο κρεβάτι και σηκώνομαι και φεύγω. Σηκώνομαι και φεύγω, είχα γίνει, όμως… αδυνάτισα, κιτρίνισα. Λοιπόν, παίρνω το τρένο και κατεβαίνω στον σταθμό εδώ και με περίμενε η μάνα μου. Την είχα γράψει εγώ ότι έρχομαι. Μόλις με είδε η μάνα μου: «Πώς είσαι έτσι;» λέει, «Γιατί; Είσαι κίτρινος, αδύνατος». Λέω: «Έτσι κι έτσι, ρε μάνα». Λέει: «Γιατί δεν… ένα γράμμα δεν έστειλες ένα χρόνο;» –δεν έστειλα ποτέ, ούτε γράμμα ούτε τίποτε. Γιατί έλεγα: «Τι; Ίσα ίσα να τη στεναχωρήσω; Άμα είναι τα τινάξουμε… Και άμα είναι να γίνω καλά, ακόμα καλύτερα». Τέλος πάντων, «Έτσι κι έτσι», λέω και λέει αυτή: «Αχ», λέει, «το ’βλεπα», λέει, «στον ύπνο μου το πουλάκι, το ’βλεπα. Μια πετούσε, μια λιποθυμούσε, μια ξέρω ’γω…» –είχε δει ένα τέτοιο όνειρο. Τέλος πάντων, πήγα στο σπίτι. Την άλλη μέρα, είπα να πάω στο Δημαρχείο να παρακαλέσω τον δήμαρχο να με γράψουν για να φύγω εργάτης στη Γερμανία. Το ’χα προγραμματίσει αυτό από χρόνια, από καιρό. Έλεγα… ήξερα, δεν διορίζονταν, οι θεολόγοι δεν διορίζονταν. Δεν διορίζονταν εύκολα δηλαδή. Λοιπόν, έλεγα: «Θα τελειώσω το πανεπιστήμιο, θα στείλω στο Υπουργείο Παιδείας τα χαρτιά μου και θα περιμένω μια ζεστασιά Θεού, ας πάω εργάτης στη Γερμανία. Θα περιμένω κάποια στιγμή, να πούμε, να διοριστώ και θα με καλέσουν». Και πήγα στη Γερμανία [00:50:00]–όχι, πήγα στο Δημαρχείο και με λέει: «Θα φύγεις», λέει, «σε ενάμιση χρόνο». Λέω: «Ενάμιση χρόνο πώς θα ζήσουμε;»

Ο.Τ.:

Τέλος πάντων, ο αδερφός μου –έπαιζε κι αυτός κιθάρα– είχε πάρει μέρος σε ένα συγκρότημα γιεγιέδικο –έτσι τα λέγαμε τότε, γιεγιέδικα, ξένα τραγούδια δηλαδή. Ήταν τα παιδιά αυτά πλούσια. Αγόρασαν καινούρια μηχανήματα, απ’ το Λονδίνο ήρθαν και τα λοιπά να πούμε. Τους άρεσε να παίζουν και ας μη πληρώνονται. Και ο αδερφός μου είπε στον επικεφαλής εκεί, ότι παίζω, τον έλεγε: «Βλαδίμηρε, παίζεις καλή κιθάρα» –Βλαδίμηρο τον λέγανε, για να μοιάσει του Λένιν, όταν τον βαφτίσαμε, τότε. Όχι εμείς, ο νονός. Ήταν πολύ αριστερός, λέει: «Βλαδίμηρος, για να μοιάσει του Λένιν». Αυτός έγινε δεξιός, όμως, αργότερα. Αυτή είναι η εκδίκηση των δεξιών. Λοιπόν και… είδες, όταν φεύγω απ’ τον ειρμό της σκέψης…

Β.Τ.:

Ωραία, αυτό που λέγατε ήταν ότι σας είπε ο αδερφός σας ότι έπαιζε σε μια μπάντα. 

Ο.Τ.:

Μπράβο, μπράβο, ναι. Και λέει ο αδερφός μου στον επικεφαλή εκεί. Λέει: «Καλά παίζω», λέει, «αλλά πού να ακούσεις τον αδερφό μου» –για μένα δηλαδή. Λέει αυτός: «Ε, φέρ’ τον να τον ακούσουμε μια φορά». Και όταν ήρθε στο σπίτι, λέει: «Θέλει να σ’ ακούσει, λέει, αυτός», να πούμε. Λέω: «Καλά, να πάω». Πήγα, τρελάθηκε αυτός να πούμε. Λέει: «Οδυσσέα, παίζεις», λέει, «πάρα πολύ ωραία, να πούμε. Θα πας στη Γερμανία», λέει, «με αυτό το παίξιμο που έχεις στην κιθάρα;» Λέω: «Τι να κάνω, ρε παιδί μου; Δεν ξέρω». Ξέρεις, αυτά είναι κυκλώματα τώρα, να μπεις μέσα στους μουσικούς, εκεί, στα κέντρα. Εγώ ούτε απ’ έξω δεν περνούσα από τα κέντρα –λεφτά δεν υπήρχαν βέβαια. Λοιπόν, λέει: «Όχι, ρε! Θα εκμεταλλευτείς την κιθάρα σου», να πούμε. Λέει αυτός: «Γνωρίζω κάποιον», αυτός μου λέει, «ο οποίος είναι πολύ φιλόμουσος και είναι φίλος του Κουγιουμτζή» –του Κουγιουμτζή του Σταυρού. Λοιπόν, λέει: «Θα τον πω, να πούμε, να σε πάει, να πούμε, και στον Κουγιουμτζή». Πραγματικά, έρχεται αυτός με λέει: «Έλα να πάμε στον Κουγιουμτζή. Πάρε και την κιθάρα μαζί σου». Πήγαμε στον Κουγιουμτζή, αυτός καθόταν στάση Ρεμόνα λέγεται –Ραμόνα–, στον κήπο του, έξω καθόταν. Τον χαιρέτησα, τέλος πάντων, λέω: «Κύριε Κουγιουμτζή», λέω –κι αυτός, αριστερός ήταν και αυτός. Λέω: «Ήρθαμε από τον Βόλο, τέλος πάντων, τελείωσα το πανεπιστήμιο, αλλά θεολόγος είμαι, δεν διοριζόμαστε. Και μου λένε όλοι εδώ πέρα ότι παίζω καλή κιθάρα και τα λοιπά. Ήρθα να με ακούσετε και εσείς», λέω, «αν μπορείτε να βοηθήσετε». Λέει αυτός: «Για παίξε να δω». Πήρα εγώ την κιθάρα, τα δάχτυλά μου πετούσαν. Δεν έβλεπες, δεν τα έβλεπες δηλαδή! Λέει αυτός: «Στάσου, είσαι πολύ καλός», λέει, «αλλά εγώ δεν θέλω κιθάρα», λέει, «εγώ θέλω μπουζούκι, έχω ανάγκη από μπουζούκι». Γιατί έδινε κάποιες συναυλίες αυτός και μπουζουξήδες δεν μπορούσε να βρει εύκολα, γιατί ο μπουζουξής ο οποίος πληρωνόταν, ξέρω ’γω, ένα τριαντάρι τη βραδιά, αυτός τώρα, ο Κουγιουμτζής, θα κάνεις ένα μήνα πρόβα για να σε δώσει ένα πεντακοσάρικο, ξέρω ’γω. Δεν τον συνέφερνε, τώρα, να κουράζονται τώρα, μετά την νύχτα, τώρα, να πάνε να κάνουνε πρόβες. Και μου λέει: «Αν έπαιζες μπουζούκι…» Λοιπόν, όπως πιάνεται ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του, κι εγώ λέω: «Θα μάθω μπουζούκι». Λέει αυτός: «Ε, εντάξει, άμα μάθεις». Αργότερα γίναμε φίλοι βέβαια, αλλά, «Όταν με είπες», λέει, «ότι θα μάθω μπουζούκι, νόμιζα ότι ήσουνα, ξέρω ’γω… Μαθαίνεται σε δυο βδομάδες το μπουζούκι, να πούμε; Τι είναι το μπουζούκι;». Αλλά εγώ, εκεί στο καπνομάγαζο που ήμουνα, εκεί έβαζαν όλο λαϊκά τραγούδια για να ξεχνιούνται οι γυναίκες που δουλεύανε. Όλο λαϊκά, τα ’χα ακούσει όλα. Ο Καζαντζίδης τότε ήταν της μόδας. Λοιπόν, και άρχισε να με συγκινεί η λαϊκή μουσική δηλαδή, άρχισε να μου αρέσει πολύ. Ενώ εγώ ξεκίνησα κιθάρα με τον Γούναρη, τον Μαρούδα, αυτοί ήταν τότε οι τραγουδιστές της εποχής εκείνης. Ξαφνικά, άρχισε να μ’ αρέσουν τα λαϊκά. Τέλος πάντων, γυρίζω, φεύγω απ’ τον Κουγιουμτζή, πηγαίνω στο σπίτι, δεν είχα μπουζούκι όμως. Είχα δύο παιδιά που τους μάθαινα κιθάρα. Λέω: «Αυτό κι αυτό, ρε παιδιά, έγινε». Λέει αυτοί: «Αντί να σε πληρώσουμε αυτό τον μήνα, θες να πά’ να σου αγοράσουμε ένα μπουζούκι;» Λέω: «Εντάξει, γίνεται». Μου αγοράσανε ένα μπουζούκι. Εγώ, μόλις το πήρα, αμέσως έπαιξα δηλαδή.  Και παίρνω τηλέφωνο στο «Moulin Rouge», στην πλατεία Ελευθερίας, ήταν ένα κλαμπ –εκεί δούλευε ο Κουγιουμτζής, έπαιζε πιάνο. Παίρνω τηλέφωνο το απόγευμα, βγαίνει ο σερβιτόρος, βέβαια, στο τηλέφωνο. Λέω: «Συγγνώμην, είναι εκεί είναι ο Κουγιουμτζής;» Λέει: «Ναι, εδώ είναι». Λέω: «Πείτε του ότι είμαι ο Οδυσσέας, που πήγα στο σπίτι του και έπαιξα κιθάρα και του είπα ότι θα μάθω μπουζούκι και τα λοιπά. Μπορώ να έρθω;» Πήγε αυτός, το είπε, ο Κουγιουμτζής δεν πίστεψε ότι έμαθα και λέει: «Πες του ότι έχουμε πρόβες τώρα, δεν μπορώ». Με τυράννησε τρεις φορές. Έπαιρνα τηλέφωνο και έλεγε όλο: «Έχω πρόβα και δεν μπορώ».  Την τελευταία φορά, παίρνω το μπουζούκι, δεν πήρα ούτε τηλέφωνο, τίποτα και πήγα από μόνος μου εκεί. Πραγματικά, αυτός ήταν στο πιάνο και κάνα τρεις-τέσσεροι μουσικοί, έτσι, ξέρω ’γω, κάναν πρόβα. Με είδε και λέει: «Κάτσε εκεί, κάτσε, θα σε ακούσω», να πούμε. Κάθισα εγώ, τελείωσαν η πρόβα, λέει: «Έλα δω, στο πιάνο, να σε ακούσω. Θα παίξω», λέει, «ένα τραγούδι μου, την εισαγωγή. Κι ύστερα, θα την παίξω την εισαγωγή κομματάκι κομματάκι, για να δω, μπορείς εσύ, τη συγκράτησες, δηλαδή, τη μουσική και μπορείς να την παίξεις;» Λέω: «Εντάξει». Παίζει αυτός: «Μη μου θυμώνεις μάτια μου που φεύγω για τα ξένα», λοιπόν. Η εισαγωγή του είναι… είναι εύκολες, οι εισαγωγές αυτουνού είναι εύκολες. Του Χιώτη ήταν δύσκολες. Του Χιώτη ήταν ολόκληρα έργα. Λοιπόν, τώρα, η εισαγωγή… «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», το τραγούδι αυτό. Λέει: «Τώρα, κομματάκι κομματάκι θα την παίξεις». Λέω: «Όχι», λέω, «την άκουσα». Λέει αυτός: «Παίξ’ την». Πιάνω εγώ, την παίζω. Αυτός λέει –αργότερα μου έλεγε– λέει: «Φαίνεται το άκουσε το τραγούδι αυτό». Αλλά δεν είχε κατέβει ακόμα στην Αθήνα, δεν τα είχε γυρίσει αυτός, ήταν καινούρια. Έχει, κι άλλα τραγούδια είχε και το ’67, ύστερα από κάποια, τρία-τέσσερα χρόνια, κατέβηκε στην Αθήνα. Εν πάση περιπτώσει, μου λέει: «Κανένα ταξίμι ξέρεις να κάνεις;» –ταξίμι, ξέρεις, στο μπουζούκι, να πούμε, φαντασία, έτσι. Αρχίζω να παίζω. Μόλις έπαιζα με σταμάτησε: «Στάσου, είσαι και στο πνεύμα μου!» λέει αυτός, να πούμε. Εγώ τώρα, τα ακούω, όπως γελάς εσύ τώρα, εγώ από μέσα μου γελούσα, λέω: «Έχει γούστο να βρήκαμε δουλειά!» Λέει: «Περίμενε εδώ ένα λεφτό» και πάει και βγάζει ένα… σε μια κολόνα είχε τηλέφωνο. Παίρνει το τηλέφωνο και λέει, τον ακούω να λέει: «Χριστόφορε, έλα! Βρήκαμε αυτό που ζητούσαμε». Ο Χριστόφορος ήταν τραγουδιστής, τον οποίο τον έπαιρνε στις συναυλίες. Ή άκουγες τον Μπιθικώτση ή άκουγες αυτόν, τον Χριστόφορο, ήταν το ίδιο πράγμα. Λοιπόν, αυτός ο Χριστόφορος –στην Καλαμαριά έμενε, επάνω– στην πλατεία Ελευθερίας ήρθε –είχε ένα αυτοκινητάκι με τρεις ρόδες τότε– ήρθε κατευθείαν. Μας σύστησε εκεί πέρα και πήγαμε και μια βραδιά και δουλέψαμε στην «Καλαμίτσα». Τα μόνα κέντρα της Θεσσαλονίκης τα καλά, «Καλαμίτσα» - «Καλαμάκι». Εκατό μέτρα απόσταση είχαν αυτά. Όλες οι φίρμες, όταν γινόντουσαν, να πούμε, οι Εκθέσεις τα χρόνια εκείνα, ερχόντουσαν όλες οι φίρμες. Θα ερχόντουσαν ή στην «Καλαμίτσα» ή στο «Καλαμάκι». Σπανίως να πάνε… τα άλλα ήταν κουτούκια, έτσι, ξέρω ’γω, δεν πηγαίνανε. Λοιπόν, πήγαμε ένα σαββατοκύριακο με την τραγουδιστή αυτόν ––γιατί Καλαμαριώτης τραγουδιστής ήταν κι αυτοί που είχαν το κέντρο ήταν κι αυτοί Καλαμαριώτες, γνωριζόντουσαν. Λέει: «Να τραγουδήσω ένα τραγούδι; Και θα με συνοδεύσει ο φίλος μου, εδώ». Λέει αυτός: «Καλά», λέει, «ανέβα» –τον ξέραν που είναι τραγουδιστής– «Ανέβα να τραγουδήσεις». Είπε, να πούμε, ότι το τραγούδι που λέει… Είναι και του… Θα το θυμηθώ αργότερα. Λοιπόν, παίζω το τραγούδι αυτό και είχαμε έναν κονφερασιέ εκεί πέρα, Γραμματικόπουλος το όνομα, ο οποίος λέει στον κόσμο: «Θα ακούσετε τώρα δύο, να πούμε, καλλιτέχνες. Ο ένας είναι ο τραγουδιστής, αλλά θέλω να προσέξετε τον μπουζουξή». «Τώρα», είπα με το μυαλό μου, «ήταν ανάγκη να το πεις αυτό, να πούμε;» Τέλος πάντων. Λοιπόν, ήταν δύσκολο το τραγούδι αυτό. Το έπαιξα, το ’παιζα, δεν με ένοιαζε. «Είμαι αετός χωρίς φτερά» του Μπιθικώτση, να πούμε. Λοιπόν, το έπαιξα, λέει… Έρχεται το αφεντικό, να πούμε, λέει: «Οδυσσέα, θα σε δώσω εσένα κάποια λεφτά, ακόμα δεν κλείσαμε, δεν κλείσαμε», μου λέει. «Του Χριστόφορου μην του το λες αυτό, να πούμε. Μην του το λες αυτό», λέει, «πάρε εσύ αυτά». Τα πήρα εγώ. Και το άλλο σαββατοκύριακο, μας καλούνε στο «Καλαμάκι», το άλλο το κέντρο. Πάμε κι εκεί πέρα. Παίζουμε κι εκεί πέρα. Και λένε εκείνοι, να πούμε: «Χριστόφορε, θες να τραγουδήσεις…» –γιατί αυτοί δεν θέλανε… ήταν πιο λαϊκό το μαγαζί, δεν θέλαν Μπιθικώτση και Θεοδωράκη. Τέλος πάντων. Αλλά εμένα με κρατήσανε. Λέει: «Εσύ κάτσε, έχουμε ένα μπουζούκι, να καθίσεις δίπλα από το μπουζούκι, να πούμε, που έχουμε, γιατί», λέει, «μου είπε και τ’ αφεντικό ότι παίζεις καλά, αλλά δεν έχεις ρεπερτόριο». Δεν είχα ρεπερτόριο. Χίλια τραγούδια πρέπει να μάθεις. Και κάθομαι δίπλα σε αυτόν τον μπουζουξή τρία χρόνια, δίπλα του και μαθαίνω το ρεπερτόριο όλο. Και από εκεί και πέρα, έκανα δικό μου συγκρότημα και συμπλήρωσα τα είκοσι χρόνια που σου λέω. Είχα ένα πάρα πολύ καλό όνομα. Δουλειά, δεν είχα ανάγκη, έπιανα, όπου ήθελα πήγαινα. Αφού έπιανα, σε ένα κέντρο έκλεινα δουλειά και ερχόταν από πίσω άλλοι: «Έλα σ’ εμάς, ρε». «Τώρα, αφού έκλεισα», λέω, «τι να [Δ.Α.] να ’ρθω σ’ εσάς;» Λοιπόν, και μια μέρα πήγαμε στη Βέροια, μας κάλεσε στη Βέροια, [01:00:00]ως συγκρότημα, κάποιος που είχε μπουζουξίδικο εκεί. Και παίζαμε εκεί και κάτω, να πούμε, ήταν ένας ο οποίος με κοιτούσε και χαμογελούσε, έτσι. Και λέω: «Φαίνεται παίζει κι αυτός λίγο μπουζούκι, του αρέσει, ποιος ξέρει;» Κατεβαίνω κάποια στιγμή κάτω, λέω: «Σας βλέπω που χαμογελάτε», λέω, «Με ξέρετε;» Λέει: «Όχι, δεν σε ξέρω», λέει, «αλλά εγώ έχω μπουζουξίδικο στη Φρανκφούρτη. Έχω μπουζουξίδικο και τραγουδιστές», λέει, «έχω εγώ και τραγουδίστριες εκεί. Θέλω μπουζούκι μόνον. Λοιπόν και πήγα», λέει, «στην “Καστοριά”» –η «Καστοριά» ήταν καφενείο που πήγαιναν οι Έλληνες– «πήγα στην “Καστοριά”» –γιατί ήταν γεμάτο, κάθε… γεμάτο από Έλληνες, χαρτοπαίκτες ήταν εκεί. Και τους λέει: «Παιδιά, θα φέρω έναν μπουζουξή, μπουζούκι τώρα απ’ την Ελλάδα. Εσείς που είστε Έλληνες, ποιον να φέρω; Τι λέτε;» Όλοι μαζί: «Τον Οδυσσέα! Αν μπορείς, φέρε τον Οδυσσέα». Και πήγα στη Φρανκφούρτη, κάθισα δυο χρόνια εκεί, με την οικογένεια μαζί. Είχα και δυο παιδιά.  Εκεί πέρα διαπίστωσα τα πρώτα συμπτώματα. Δεν πήγαινε το χέρι μου δηλαδή, πολύ… έπρεπε να ψάξω πολύ για να δω ότι δυσκολεύομαι, αλλά έτσι ξεκινάνε όλα. Έφυγα, τελείωσε δηλαδή, είχα συμβόλαιο δυο χρόνων. Έφυγα, γύρισα εδώ, στη Θεσσαλονίκη, πήγα σε έναν ατζέντη, πρώτη φορά με είδε. «Ρε Οδυσσέα, τι έρχεσαι; Να πιάσεις δουλειά; Πρώτη φορά, δεν ξαναήρθες», να πούμε. Λέω: «Τώρα έλειπα στη Γερμανία», λέω, «γι’ αυτό χάθηκα απ’ την πιάτσα εδώ. Έχεις καμιά δουλειά», λέω, «σε κάνα νησί;» Εγώ είχα λαχταρήσει θάλασσα. Από τον Βόλο κει πέρα, να πούμε, με τις θάλασσες ήμασταν. Λέει: «Έχω, στη Θάσο», λέει, «Να σε στείλω στη Θάσο;» Λέω: «Εντάξει, στείλε με». Πήγα στη Θάσο. Εκεί στη Θάσο που πήγα, το μαγαζί αυτό που δούλευα μία η ώρα έκλεινε περίπου. Εγώ κοιμόμουνα και το πρωί στη θάλασσα κατευθείαν. Δηλαδή, χωρίς να ξέρω, έκανα θεραπεία. Πήγαινα, κολυμπούσα όλη τη μέρα και το χέρι άρχισα να το αισθάνομαι καλύτερο πάλι. Πέρασα, ενάμιση μήνα πέρασα εκεί και με πήραν τηλέφωνο από εδώ, ένας που άνοιξε ένα μπουζουξίδικο –τον «Υδροχόο», δεν θα τον έχεις ακουστά. Πιο μπροστά «Ο Γιόσκας» λεγόταν. Και μου λέει ο τραγουδιστής –γνωστοί ήμασταν, γιατί δουλεύαμε και σε άλλα κέντρα μαζί: «Οδυσσέα, θέλουμε να έρθεις εδώ», λέει, «στον “Υδροχόο”». Λέω: «Εγώ για να έρθω εκεί», λέω, «θέλω, έχω τους δικούς μου ανθρώπους». Λέει: «Αυτό θέλουμε κι εμείς». Τέλος πάντων, λέω το αφεντικό από κει πέρα, λέω: «Εγώ θα φύγω τη Δευτέρα», λέω, «Ήδη, να πούμε, αρχίσαν τα μελτέμια». Γινότανε φθινόπωρο δηλαδή. Έτσι κι αλλιώς, αυτός για το καλοκαίρι άνοιξε. Λέω: «Θα φύγω, Αλέκο», λέω, «γιατί με πήραν, έχω μια δουλειά τώρα». Λέει αυτός: «Άντε, καλά, φύγε εσύ, θα το κλείσω κι εγώ», λέει, «και τελείωσε».  Και ήρθα εδώ, στη Θεσσαλονίκη, πήγα στο κέντρο αυτό. Αλλά πήρα θάρρος, επειδή το χέρι μου το είδα καλό και προσπαθούσα στο σπίτι εκεί πέρα, να πούμε, να κάνω κάτι αεροπλανικά, κάτι, ξέρω ’γω, να πούμε, καταρρακτώδη –έτσι τα ’λεγαν στη… κατευθείαν, από πάνω κατεβαίνεις σε δευτερόλεπτα κάτω και ξανανεβαίνεις και λοιπά, αυτό εμείς το λέμε «καταρράκτες», λέγαν στη Γερμανία, ο μπουζουξής. Και το χέρι μου κουράστηκε πάλι. Έπρεπε να το ξεκουράσω. Κάποια στιγμή, δεν πήγαινε καθόλου. Αφού έλεγα τον κιθαρίστα –τον κουνιάδο μου, που ήταν κιθαρίστας, αλλά έπαιζε και σόλο καλά αυτός–, έλεγα: «Τάκη, παίξε αυτή την εισαγωγή, ρε. Δεν μπορώ να την παίξω», να πούμε. Και έπαιζε αυτός αντί για μένα. Αυτό, ότι παθαίνει ζημιά ο μπουζουξής, δεν μπορεί να μείνει κρυφό. Γιατί έλεγαν οι πελάτες που ερχόντουσαν: «Οδυσσέα, παίξε μας το “Τσιτσόρνια”, ρε». Ήτανε μια εισαγωγή που τρελαίνονταν όλοι. Ήταν ένα ποτ πουρί από ρωσικά, από ουγγαρέζικα, από ελληνικά, από δεν ξέρω τι. «Παίξε το “Τσιτσόρνια”». Έλεγα: «Να, δεν το έχουμε δεμένο με τα παιδιά, δεν το έχουμε δεμένο» και λοιπά. Δικαιολογία δηλαδή. Δεν ήξερα να το παίξω, δεν μπορούσα. Και πήγαιναν αυτοί οι πελάτες στο αφεντικό και έλεγαν: «Καλά, ρε, ο Οδυσσέας τώρα τη φίρμα μας κάνει, να πούμε; Τον παρακαλάμε να παίξει και δεν παίζει, να πούμε;» Λοιπόν, και πέντε χρόνια ήμουνα στο κέντρο αυτό. Εάν, δηλαδή, δεν πάθαινα ζημιά, και τώρα εκεί θα ήμουν ακόμα, να πούμε, ύστερα από πενήντα χρόνια. Δεν μου αλλάζανε, μου αρέσανε, κατάλαβες; Λοιπόν, και μαθαίνω ότι πάει να κλείσει έναν άλλο μπουζουξή. «Εντάξει, κλείσ’ τον». Εγώ με αυτόν, τον κουνιάδο μου, φύγαμε και με τον ντραμίστα φύγαμε και πήγαμε σε ένα άλλο, στο «Μινουί», ένα κέντρο. Εκεί δουλέψαμε πόσο δουλέψαμε. Με πήρε τηλέφωνο ένας από τη Γερμανία –αφεντικό ήταν. Δουλέψαμε εκεί, ύστερα πήγα σε ένα άλλο κέντρο. Εκείνο ήταν και το τελευταίο. 

Ο.Τ.:

Αλλά διαβάζω στην εφημερίδα ότι όσοι δεν διορίστηκαν καθηγητές και θέλουν να διοριστούν, να κάνουν τα χαρτιά τους και να τα στείλουν στο Υπουργείο Παιδείας, μόνο να μην πέρασαν τα πενήντα. Εγώ ήμουνα σαράντα πέντε χρονών ήδη. Αμέσως, τα κάνω τα χαρτιά μου, πάω επάνω, στο Διοικητήριο –εκεί είναι όλα αυτά τα περί Παιδείας δηλαδή, τα γραφεία. Εκεί, ευτυχώς, ήταν διευθυντής ένας παλιός μου συμφοιτητής στη Θεολογική. Μου λέει: «Οδυσσέα, πάρε», λέει, «αυτά τα χαρτιά να τα συμπληρώσεις». Ένα μάτσο χαρτιά, τόσο. Δεν μπορούσα να τα συμπληρώσω. Δεν καταλάβαινα, να πούμε, τι έλεγαν τα χαρτιά. Λέω: «Ρε συ Χρήστο», λέω, «δεν μπορώ, ρε παιδί μου, να τα συμπληρώσω τώρα» –τετραγωνάκια εδώ, ξέρω ’γω, και λοιπά. Αυτός φωνάζει μια υπάλληλο –καθηγήτρια ήτανε, δούλευαν εκεί. Λέει: «Βοήθησέ τον, βοήθησέ τον αυτόν. Πάρε τα χαρτιά και συμπλήρωσέ τα». Τα συμπλήρωσε αυτή τα χαρτιά, τα στείλαμε στο Υπουργείο Παιδείας. Αλλά αργούσανε και λέμε: «Τι γίνεται, ρε;» Και λέω τη γυναίκα μου και τη μάνα μου: «Ρε, κατεβείτε κάτω μια Πέμπτη. Κατεβείτε κάτω στην Αθήνα και πάτε, να πούμε, στον Μώραλη». Ο Μώραλης, ο μπαμπάς του αυτουνού –γιατί τώρα υπάρχει Μώραλης, ο οποίος είναι και στον Ολυμπιακό Πειραιώς, έκανε, και δήμαρχος έκανε και ξέρω ’γω. Ο μπαμπάς του ήταν ΠΑΣΟΚτζής όμως, υπουργός τα χρόνια εκείνα. «Δεν θα πάτε σε αυτόν», λέω, «Θα πάτε στον Μώραλη που είναι γενικός διευθυντής, αυτός τα ξέρει αυτά». Και πάει η μάνα μου, πάει με τη γυναίκα μου. «Τι θέλετε;» «Έχουμε έναν γιο, ο οποίος είναι σαράντα πέντε χρονών και δεν τον διορίσαν». Κι αρχίζει η μάνα μου τώρα: «Εμείς, που δώσαμε, να πούμε, στα βουνά το αίμα μας» και δεν ξέρω. Λέω: «Αυτά είπες, ρε μανά; Αυτοί», λέω, «δεν είναι κομμουνιστές, να πούμε, εν πάση περιπτώσει». Αλλά αυτοί κομμουνιστοφέρνανε, να πούμε. Δεν ήταν κουμμουνιστές, αλλά αριστεροί ήταν, εν πάση περιπτώσει. Λέει αυτός: «Αυτή την ιστορία που μου λέτε την ξέρει κανένας άλλος εδώ μέσα;» Την είχα πει εγώ τη γυναίκα μου ότι: «Αν σου πούνε, θα πεις ένας Τζούμης». Αυτός είναι που μας απέρριπτε. Τα διάβαζε αυτό. Και αυτοί, όταν βλέπανε ότι η χούντα δεν μας διόριζε –είχε περάσει η χούντα βέβαια– μας κόβανε κι αυτοί, στα ίσα. Σε λέει: «Για να μην τον θέλει η χούντα, είναι αριστερός, να πούμε, άσ’ τον στην άκρη». Και αφού είπαν τη μάνα μου και τη γυναίκα μου αυτά, λέει: «Φωνάξτε αυτόν τον Τζούμη εδώ επάνω». Έρχεται εκείνος, λέει: «Κοίταξε, τις κυρίες δεν τις ξέρω», λέει, «πρώτη φορά τις βλέπω. Έχουν έναν γιο», λέει, «ο οποίος είναι αδιόριστος. Είναι σαράντα πέντε χρονών. Γιατί», λέει, «δεν τον βάζεις;» Λέει: «Γιατί είναι εκπρόθεσμος οχτώ μέρες». Εγώ τα ’κανα γρήγορα τα χαρτιά μου, μπας και αλλάξει η κυβέρνηση, να πούμε, και αλλάξει τον νόμο αυτόν. Αμέσως τα είχα στείλει. Λέει: «Κατά οχτώ μέρες», λέει, «είναι εκπρόθεσμος». Λέει αυτός: «Εάν ο γιος σου ήταν εκπρόθεσμος κατά οχτώ μέρες θα τον έκοβες; Τι να κάνει τώρα αυτός ο άνθρωπος; Πήγε μια ζωή στα σχολεία. Ε, τώρα τι να…» –δεν είναι είπαν, βέβαια, ότι έπαιζα μπουζούκι, εντάξει, δεν χρειάστηκε. «Τώρα», λέει, «είναι σαράντα πέντε χρονών, τι δουλειά να κάνει αυτός τώρα; Τώρα», λέει, «με τους διορισμούς, θα τον βάλεις μέσα». Και σηκώθηκε αυτός να φύγει –όπως με λέει η μάνα μου– σηκώθηκε να φύγει, άνοιξε την πόρτα για να φύγει, την ξανάνοιξε πάλι και λέει… ήθελε κάτι να πει, ότι είναι παράνομο αυτό ή δεν ξέρω τι. Του λέει αυτός: «Τ’ άκουσες τι σου είπα;» Δηλαδή, οι ΠΑΣΟΚτζήδες ήταν τότε πολιτικά αντίθετοι με τη Νέα Δημοκρατία, να πούμε. «Θα τον βάλεις μέσα». Και πραγματικά, να πούμε, εγώ ήρθα εδώ, περιμέναμε να δούμε τις εφημερίδες. Κάποια στιγμή, η εφημερίδα γράφει τα ονόματα και με βλέπω κι εμένα μέσα. Διορίστηκα στον Άγιο Νικόλαο, στη Χαλκιδική. Κάθισα πέντε χρόνια εκεί πέρα. Κι από κει ύστερα, πήρα μετάθεση, ήρθα κοντά. Ξεπατώθηκα στο διάβασμα όμως. Έπρεπε να πάρω είκοσι μία ώρες, σαν καινούριος καθηγητής, και είχα μόνον έξι ώρες, γιατί ήμουν στο Γυμνάσιο. Το Γυμνάσιο είναι τρεις τάξεις, από δύο ώρες τη βδομάδα, έξι ώρες. Και με φορτώσαν και Αρχαία και Νέα και Ιστορία… Όλη την –όταν σχολούσα– όλο το απόγευμα καθόμουνα, ξεπατωνόμουνα, τα μάθαινα απ’ έξω αυτά, Ιστορίες και δεν ξέρω τι. Λοιπόν, το πρωί, όταν σηκωνόμουνα –χειμώνας ήταν– δεν σηκωνόμουνα. Όπως ήταν το σκέπασμα, το πάπλωμα, μέσα καθόμουνα, απ’ τις πέντε η ώρα μέχρι τις εφτά που έπρεπε να σηκωθώ για να ανάψω τη σόμπα –σόμπα άναβε τότε. Για να σηκωθώ για να δω μήπως τα έχω ξεχάσει και άμα έβλεπα ότι κάπου σκόνταφτα, μόλις σηκωνόμουν και ντυνόμουν, άνοιγα τα βιβλία πάλι και το κοιτούσα. Δηλαδή, κουράστηκα πολύ. Τρία-τέσσερα χρόνια παραδιάβασα. Πέρασαν τα χρόνια αυτά. Όπως όλες οι δουλειές, και τα καλά του και με τα κακά του και δεν ξέρω τι. Και λέω καμιά φορά, όταν σου είπα ότι ήθελα να αυτοκτονήσω… δεν χρειάζεται, να πούμε. Δεν ξέρεις πώς θα τα φέρει η μοίρα. Δεν χρειάζεται! Εμένα, ότι δεν με διορίζαν, με βόλεψε αυτή η δουλειά. Έκανα τη δουλειά που μ’ άρεσε σαν μουσικός, αλλιώς θα με διορίζαν από την αρχή, θα πήγαινα σε καμιά επαρχία, θα πέθαινα εκεί πέρα, που λέει ο λόγος, χωρίς να με ξέρει ούτε η [01:10:00]μάνα μου. Εδώ τώρα, περπατάω στον δρόμο και με γνωρίζουν μέχρι τώρα, πενήντα χρόνια μετά. Ένας φώναζε προχθές: «Γεια σου, ρε Οδυσσέα, αρχιτέκτονα του μπουζουκιού!» με φώναζε να πούμε. Λοιπόν. Καλή ήταν, γενικώς, η ζωή μου δηλαδή, μέχρι εκεί. Έχω τώρα δεκαεφτά χρόνια συνταξιούχος. 

Β.Τ.:

Εσείς ως μουσικός, λοιπόν, με ποιους συνεργαστήκατε; Τι θυμάστε από τα κέντρα που δουλεύατε; 

Ο.Τ.:

Θυμάμαι πολλά πράγματα. Τώρα, είδες στις φωτογραφίες αυτές, άλλες τόσες –γιατί εγώ δεν έλεγα: «Βγάλτε με φωτογραφία». Οι φωτογράφοι –κάθε κέντρο έχει τον δικό του φωτογράφο, άλλος δεν επιτρέπεται να μπει μέσα– οι φωτογράφοι τραβούσαν τη φίρμα. Πίσω απ’ τη φίρμα βγαίναμε κι εμείς. Και μου έλεγαν: «Οδυσσέα, είσαι εδώ, θέλεις;» ξέρω ’γω. «Θέλω». Και έτσι, αλλιώς δεν θα έλεγα κανέναν και δεν θα είχα και αποδείξεις, πώς το λένε δηλαδή, να δείξω. Και όλα αυτά που λένε, ότι… ο Τσιτσάνης, παραδείγματος χάριν. «Ο Τσιτσάνης είναι καλός άνθρωπος» και «Είναι…» ξέρω ’γω, εγώ τα γνώρισα ζωντανά, τον είχαμε δυο μήνες εκεί. Αυτός… εμείς –τότε ήτανε της μόδας η χαρτούρα. Όποιος ήθελε να χορέψει, έδινε λεφτά δηλαδή, αυτό ήταν η χαρτούρα. Μαζεύαμε πολλά λεφτά, πιο πολλά απ’ το μεροκάματο. Και ήμασταν έξι άτομα στην ορχήστρα, έπρεπε να τα μοιραστούμε διά έξι. Ο Τσιτσάνης τελείωνε τρεις η ώρα το πρόγραμμά του και καθόταν μέχρι τις εφτά για να πάρει και αυτός, να μπει… Αυτός έπαιρνε εφτά χιλιάδες τη βραδιά. Για να πάρει κι αυτός, ξέρω ’γω, τρία-τέσσερα κατοστάρικα που τύχαινε σε καθέναν, να τα πάρει και αυτός. Σπαγκοραμμένος! Την τελευταία μέρα που έφυγε, εγώ πήγα το βράδυ στο κέντρο. Αυτός είχε φύγει. Ψάχνω το μπουζούκι μου να βρω, «Βρε, πού είναι το μπουζούκι μου; Ρε, τι θα…» –ήταν καινούριο το μπουζούκι μου. Στο καμαρίνι μέσα. Δεν μπορούσα να το βρω. Ξαφνικά βλέπω μια θήκη εκεί πέρα, να πούμε, κουρέλι. Μια θήκη κουρέλι. Την ανοίγω και ήταν το μπουζούκι μου μέσα. Αυτός έφυγε, έβαλε στη δικιά μου –που ήταν καινούρια η θήκη, μόλις την είχα πάρει– έβαλε το μπουζούκι του κι έφυγε, να πούμε. Δηλαδή, δεν μου άρεσε καθόλου αυτό που έκανε, άφησε αυτή τη θήκη. Τέλος πάντων, χαλάλι του να πούμε, αλλά… Και με πολλούς τέτοιους, αλλά για να σου πω, Βαλάντη, ο μπουζουξής δεν έχει μεγάλη ανάγκη από τους τραγουδιστές. Οι τραγουδιστές έχουν ανάγκη απ’ τον μπουζουξή. Ό,τι θέλουνε, αυτοί, να πούμε, σ’ εμένα θα ’ρθουνε. Όταν γινόταν διαφήμιση, μόνο το δικό μου το όνομα γράφαν οι εφημερίδες. «Το συγκρότημα Οδυσσέα», ξέρω ’γω, ή «Μπουζούκι: Οδυσσέας». Δεν γράφαν τώρα: «Κιθάρα παίζει αυτός και μπάσο παίζει ο άλλος» και λοιπά. Δεν είναι… Τα μεροκάματα τα έκλεινα εγώ δηλαδή. Έπαιρνα τετραπλάσια από τους υπόλοιπους δηλαδή. Να θυμηθώ από τραγουδιστές και τραγουδίστριες. Τίποτα, με τη Μαίρη Λίντα, να σου πω, έπαθα ένα τρακ με τη Μαίρη Λίντα, αλλά ήτανε επαγγελματίας καλή και πολύ καλή φωνή, πάρα πολύ καλή φωνή η Μαίρη Λίντα. Λοιπόν, μια μέρα, όπως της έπαιζα –μαζί παίζαμε, όρθιοι. Αυτή έκανε ένα ποτ πουρί, χωρίς να μου το πει εμένα, να το κάνουμε μια πρόβα, τέλος πάντων. Εγώ, όμως, τα ήξερα τα τραγούδια αυτά. Ήξερα. Είπε ένα τραγούδι το οποίο το ήξερα, «Μελαχρινή τσιγγάνα μου», έτσι λέγεται. Λοιπόν, όταν το ξεκίνησε, αυτή ξεκινούσε χωρίς… δεν περίμενε εισαγωγή. Τέλειωνε το τραγούδι, έμπαινε στο άλλο, τελείωνε το άλλο, έμπαινε στο άλλο. Εγώ λέω: «Αμάν, ρε παιδί μου, αυτό», λέω, «εισαγωγή, ρε, πώς κάνει, να πούμε; Πώς κάνει;» Εδώ ξεχνάμε τώρα να μιλήσουμε, να πούμε, την εισαγωγή να θυμηθώ; Την ήξερα, όμως, την εισαγωγή. Λέω: «Θα τη θυμηθώ, μέχρι να τελειώσει αυτή, να πούμε, θα τελειώσω». Αλλά το μυαλό του μπουζουξή είναι, όταν η τραγουδίστρια τραγουδάει ακόμα, για να βάλει τις ανταποκρίσεις, να τη βάλει μέσα, ξέρω ’γω, στο τραγούδι. Δεν είναι: «Άντε, να την περιμένουμε, να πούμε, να ’ρθει το τέλος και να πούμε: “Άντε γεια”», ξέρω ’γω. Είχα το μυαλό μου και σ’ αυτήνα, να μην πέσει έξω και λοιπά. Ήρθε η ώρα να… αυτή τέλειωσε, εγώ να παίξω την εισαγωγή, μέχρι το τέλος έλεγα: «Θα τη θυμηθώ, θα θυμηθώ». Σταμάτησα. Σταμάτησα. Κι άμα σταματάει το μπουζούκι, σταματάνε όλα, να πούμε. Και γύρισε ο κόσμος, σου λέει: «Τι έγινε; Πέσανε τα φώτα να πούμε;» Λοιπόν, είπε και ακόμα δυο-τρία τραγουδάκια και ο κόσμος τη χειροκρότησε πολύ βέβαια, είχε πολύ καλή φωνή. Λέει η Μαίρη Λίντα: «Θα σας παρακαλέσω να χειροκροτήσετε τον Οδυσσέα περισσότερο, γιατί όλα αυτά τα τραγούδια που είπαμε, τώρα τα λέω, χωρίς πρόβα, χωρίς τίποτα». Ο κόσμος με ήξερε βέβαια, δεν χρειάστηκε, δηλαδή, να πούμε. Αλλά χειροκρότησε δυο φορές, δηλαδή, επειδή με ήξερε ο κόσμος. Τόσο πολύ με ήξερε ο κόσμος, που στις μεγάλες γιορτές, όταν γέμιζαν τα μαγαζιά, προτού μπει η ορχήστρα μέσα, γεμίζαν τα μαγαζιά. Εγώ άνοιγα την πόρτα, την εξώπορτα για να μπω μέσα, μόλις με έβλεπαν κάνα-δυο: «Ο Οδυσσέας ήρθε, ο Οδυσσέας» και χειροκροτούσε ο κόσμος μόνο επειδή πήγαινα δηλαδή. Και μια μέρα έπαιζα, έκανα ένα ταξίμι, μόλις ξεκίνησα –ξεκινήσαμε– και μου λέει ο αρμονίστας –καινούριος ήταν: «Ρε συ», λέει, «σε χειροκροτάνε, ρε, κι εσύ έχεις γυρισμένη την πλάτη», λέει, «στους ανθρώπους; Γύρνα απ’ την άλλη μεριά, να πούμε». Και το διόρθωσα. Καμιά άλλη, έτσι, ερώτηση; 

Β.Τ.:

Με κάποιον άλλον, έτσι, γνωστό της τότε εποχής που είχατε συνεργαστεί; 

Ο.Τ.:

Κοίταξε, όλοι αυτοί που σου λέω, να πούμε, είναι γνωστοί. Είναι όλοι φίρμες αυτοί τότε. Τότε Γαβαλάς, Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης –δεν, με τον Μπιθικώτση δεν, γιατί ο Μπιθικώτσης και μπουζουξής ήτανε και ήταν κάτω στην Αθήνα, δεν ανέβαινε, να πούμε. Αυτές ήταν πρώτες φίρμες δηλαδή. Και μια μέρα, το «Καλαμάκι», το δίπλα, έφερε τον Γαβαλά. Ο Γαβαλάς με τον Καζαντζίδη τότε χτυπιόντουσαν. Ο Γαβαλάς ήταν σπουδαίος τραγουδιστής. Λοιπόν, έφερε τον –όχι τον Καζαντζίδη– τον Γαβαλά έφεραν αυτοί. Έφεραν τον Γαβαλά, είδε το δικό μας το αφεντικό –εκατό μέτρα απόσταση ήταν τα μαγαζιά. Λέει: «Πωπώ! Αυτοί φέραν τον Γαβαλά. Εμείς τι να φέρουμε, ρε;» Λέει αυτός, λέει: «Θα πάω να φέρω τον Καζαντζίδη». Ο Καζαντζίδης ήδη είχε αρχίσει να σταματάει. Είχε αγανακτήσει, να πούμε, από τα πιάτα τα σπασμένα, όπως έλεγε, και λοιπά, αλλά δεν πήγε καλά κι εδώ. Έπαιρνε, εκατομμύρια έπαιρνε ο Καζαντζίδης. Κατέβηκαν κάτω τα αφεντικά, τον βρήκανε, τον είπανε: «Θέλω να έρθεις εκεί, στην «Καλαμίτσα», στη Θεσσαλονίκη. Είναι η Έκθεση τώρα» και λοιπά. Και αυτός είπε: «Καλά». Όταν ήρθε, όμως, επάνω εδώ, κάναμε μια πρόβα στο σπίτι του μπουζουξή του αλλουνού κι αυτός είχε πάθει μία –τον ακούω τώρα και καμιά φορά, όταν έβγαινε– μία φοβία έπαθε, μία φοβία. Μόνος του δεν ήθελε να τραγουδήσει. «Θέλω και την Τζένη Βάνου». «Θα σου φέρω και την Τζένη Βάνου». «Θέλω και τον τάδε», να πούμε. Λέει: «Θα σ’ τον φέρω κι αυτόν». «Ρε συ», τον λένε, «ρε Στέλιο, εσύ από μόνος σου γεμίζεις μαγαζιά, να πούμε. Τι τους θέλεις αυτούς;» Αλλά έπαθε μια φοβία, να πούμε, και δεν ήθελε. Επειδή αυτός, λέει, σπάζαν τα πιάτα και… Και πήγε στα Καμένα Βούρλα και έφτιασε ένα σπίτι εκεί πέρα, τέλος πάντων, και με τη βάρκα του… Πήγε χαμένος δηλαδή. Πέθανε στα εβδομήντα, εβδομήντα χρονών. Θα μπορούσε με τα λεφτά που έπαιρνε να χτίσει και ξενοδοχεία, να κάνει και… Πολλά λεφτά! Και με άλλους τραγουδιστές, δηλαδή δεν έχω μόνο αυτούς. Ας πούμε –δεν θα τους ξέρεις τώρα. Του Τσετίνη, δεν τον ξέρεις να πούμε ή αν τον έχεις ακουστά. Τώρα τους ξεχνάω κι εγώ. Με αρκετούς τραγουδιστές. Πάντως, οι φίρμες αυτές ήτανε. Οι μεγάλες, δηλαδή, της Ελλάδας. Με τον Καζαντζίδη δεν έπαιξα. Α, ναι, ήθελα να πω το εξής. Ότι οι άλλοι βάλαν μία φίρμα απ’ έξω, φωτεινή: «Γαβαλάς». Έπιασε, να πούμε, τριάντα μέτρα, «Γαβαλάς…» –το μικρό του δεν θυμάμαι. Κι εμείς, να πούμε, βάλαμε: «Καζαντζίδης ΣΤ». Έξω, έβαλε μεγάλη και οι δικοί μας. Αλλά όταν ο Καζαντζίδης κλώτσησε και είπε θα φύγει και έφυγε –έφυγε τελευταία, προτελευταία μέρα δηλαδή. Και τώρα, τι να κάνουμε; Κατεβαίνει κάτω το αφεντικό, να πούμε, και βρίσκει τον Στάθη Καζαντζίδη, τον αδερφό του, ο οποίος τραγουδούσε καλά, τραγουδούσε καλά. Αν δεν ήταν του Καζαντζίδη ο αδερφός, θα έκανε καριέρα ο ίδιος δηλαδή. Αλλά, ξέρεις, άμα τραγουδάς σαν τον αδερφό σου και λοιπά, να πούμε, ξέρει ο κόσμος τον Καζαντζίδη τον Στέλιο τώρα. Και τον έφερε αυτόν και δεν άλλαξε τη φωτεινή απ’ έξω. «ΣΤ», Στέλιος το ένα, Στάθης ο άλλος. Στέλιος Καζαντζίδης. Αλλά ο κόσμος έμπαινε μέσα κατά μπουλούκια, να πούμε. Όταν έφτανε η ώρα να βγει ο Καζαντζίδης, Καζαντζίδης εδώ, Καζαντζίδης εκεί, έβγαινε ο Στάθης. Ο κόσμος δεν ήθελε τον Στάθη, να πούμε, ήθελε τον Στέλιο, να πούμε. Και γινόταν φασαρίες εκεί και ξέρω ’γω. Ευτράπελα απ’ τη δουλειά αυτή. 

Β.Τ.:

Κάποιο ευτράπελο θυμάστε που να ’χε γίνει, έτσι, σαν ιστορία;- 

Ο.Τ.:

Θυμάμαι, ναι. Θυμάμαι, βέβαια. Στη «Φαρίντα», ένα άλλο κέντρο. Εμείς, Βαλάντη, για να περνάει η ώρα, όπως παίζαμε, αν ήταν καμιά όμορφη, κοιτούσαμε επί… Κι άμα τσιμπούσε –γιατί τσιμπούσαν και αρκετές, ξέρεις. Δεν ξέρω, τους καλλιτέχνες, έτσι, πολύ… οι γυναίκες τους συμπαθούνε. Λοιπόν, ο άλλος δεν πρόσεξε, ο άλλος ο μπουζουξής. Κοιτούσε μια κοπέλα, την οποία κοπέλα τη συνόδευαν δύο αληταράδες, να πούμε, έτσι, μπρατσαράδες και ψοφάνε για φασαρία. Ο ένας από αυτούς, όμως, τον είδε που κοιτούσε την κοπέλα. Και η κοπέλα κοιτούσε, κι αυτή, να πούμε, κι αυτή ήτανε, τέλος πάντων. Σηκώνεται αυτός [01:20:00]και έρχεται εκεί που παίζαμε και του πιάνει το κοτσάνι απ’ το μπουζούκι, τον άλλον. Λέει: «Έλα δω, ρε. Την ξέρεις», λέει, «αυτή την κοπέλα;» Λέει αυτός: «Όχι, δεν την ξέρω». «Ε, γιατί την κοιτάς, να πούμε;» «Ε, τι την κοιτάω να πούμε;» «Έλα δω, μωρή», λέει αυτήν, «Σε κοιτάει αυτός;» Αυτή δεν μπορούσε να πει ψέματα, έτρωγε ξύλο απ’ αυτόν. Λέει: «Ναι, με κοιτούσε». Τον τραβάει απ’ τα πουκάμισα, τον ρίχνει κάτω, ίσα ίσα που πρόλαβα να πιάσω το μπουζούκι τότε δηλαδή, θα ’πεφτε και το μπουζούκι κάτω. Ο κόσμος σταμάτησε βέβαια. Σηκώθηκαν ο κόσμος, οι περισσότεροι φύγαν και βγήκαν έξω, γιατί τον τράβηξαν μέχρι έξω και ξύλο τον δίναν, και έξω και μέσα και τα λοιπά. Και ο κόσμος άλλα τέτοια θέλει, να πούμε, τη φασαρία να δει. Και χωρίς να πληρώσουν, σηκωθήκαν και φύγανε. Εκείνα τα χρόνια, μόλις τελειώναμε, τα μαγαζιά είχανε και κουζίνα και μας φτιάχναν και φαγητό. Τρώγαμε και φεύγαμε. Ήρθε η ώρα, λοιπόν, αφού φύγαν όλοι και υπήρχε μια ατμόσφαιρα πολύ βαριά μετά από αυτό που έγινε, και καθίσαμε να φάμε. Ο μπουζουξής δεν μιλούσε καθόλου. Κι εμείς δεν μιλούσαμε καθόλου –τι να πούμε τώρα, μετά από αυτό που έγινε; Και τρώγαμε. Ξαφνικά, ακούγεται μια φωνή, να πούμε, από τον μπουζουξή αυτόν. «Εμένα», λέει, «δεν μου την έδωσε. Άμα μου τη δώσει…» Και λέει ο αρμονίστας: «Καλά, ρε Μανώλη», λέει, «τη γραβάτα σου τη σχίσανε, να πούμε, το πουκάμισο σ’ το κάνανε κομμάτια, καρπαζιές έτρωγες συνέχεια, μέχρι έξω, μπουνιές έφαγες κι απ’ αυτήνα κι απ’ αυτούς και λοιπά και δεν σ’ την έδωσε ακόμα; Ε, πότε θα σ’ τη δώσει εσένα;» Και ξεσπάμε σε κάτι γέλια! Με το ζόρι κρατιόμασταν κι εμείς. Και δεν την ξεχνάω αυτή την ιστορία. Αυτός έφυγε, πήγε στον Καναδά, χάθηκε, δεν ξέρω. Οι περισσότεροι από αυτούς πεθάνανε, να πούμε. Τώρα εγώ δεν είμαι μικρός βέβαια, αλλά αν σου δείξω πόσοι πεθάνανε… Όχι καλλιτέχνες μόνο, και φίλους και συμφοιτητές ή δεν ξέρω τι.

Β.Τ.:

Την πρώτη σας… όταν ανεβήκατε πρώτη φορά σε πάλκο το θυμάστε; 

Ο.Τ.:

Ε, πώς δεν το θυμάμαι! Ανέβηκα και έτρεμα κι εγώ και το πάλκο μαζί, να πούμε. Βέβαια! Για πρώτη φορά βγήκα που είπα το τραγούδι εκείνο, το «Ένας αητός χωρίς φτερά», που είναι δύσκολο τραγούδι, πήρα θάρρος, αλλά είχαμε τρία άτομα –εγώ, δεν ήταν δικό μου συγκρότημα, τους βρήκα εκεί αυτούς– οι οποίοι ήταν καλαμπόρτζηδες αυτοί, να πούμε. Το αρμόνιο και ξέρω ’γω. Όταν έβγαινε να τραγουδήσει καμιά τραγουδίστρια, αυτοί κάνανε «γαλλία». «Γαλλία» λέγεται η εισαγωγή που βάζω από μόνος μου, επειδή δεν ξέρω την πραγματική την εισαγωγή. Το λένε «γαλλία», «Κάνε “γαλλία”, μωρέ», απ’ τον νου σου δηλαδή. Λοιπόν, αυτοί όλο τέτοια, όλο «γαλλίες» κάνανε και λοιπά, δεν ήξερε τι να κάνουν. Και κάποια στιγμή, μια τραγουδίστρια τραγουδούσε ένα τραγούδι του Χιώτη , που εγώ το ήξερα –ήξερα κι αλλά πολλά δηλαδή. Αυτός, όμως, ο επικεφαλής αυτωνών, για να μη δείξει ότι δεν τα ξέρει, να πούμε, δεν με άφηνε να παίξω εμένα, κατάλαβες; Αλλά το τραγούδι που ήξερα, ήξερα και την εισαγωγή «ταραραρα…» έτσι, τέτοιο πράγμα. Αυτός, να πούμε: «ταν ταν ταν…» –αρμόνιο έπαιζε. Λοιπόν, και λέει ένας από δω, απ’ αυτούς: «Να, ρε, αφού το παιδί το παίζει, να πούμε, γιατί δεν τον αφήνεις να το παίξει;» «Έλα, μωρέ, δεν χρειάζεται, να πούμε», λέει. Έχει αντιζηλίες πολλές δηλαδή, τι να σου πω. Με τον μπουζουξή τον άλλον που ήμασταν; Στην αρχή έκανα το κορόιδο, γιατί αυτός… αυτός με σπούδασε, πώς το λένε δηλαδή; Έκανα το κορόιδο, να πούμε. Πήρα πολλά τραγούδια από αυτόν, πολλά κόλπα από αυτόν. Αφού, μέχρι μια φορά, «Έπαιζα», λέει, «με κάποιον και επειδή έπαιζε καλά αυτός, να πούμε, εγώ, κρυφά κρυφά, πήγα από πίσω και τράβηξα το καλώδιο, να πούμε». Και έμεινε… Δηλαδή, ερχόντουσαν μπουζουξήδες καλοί. Ο Βαμβακάρης ο Στέλιος –αδελφός του Βαμβακάρη, αν έχεις ακουστά. Είχε δυο γιούς, έναν τον Στέλιο και έναν τον Ντομένικο. Λοιπόν, σε ένα κέντρο βρεθήκαμεν αυτός ήρθε –στη Ρόδο ήμασταν– αυτός ήρθε σε ένα άλλο κέντρο που ’χε η Ρόδος, εγώ ήμουν σε ένα άλλο. Και ήρθε με τα αφεντικά και με το μπουζούκι το δικό του, με σκοπό να παίξει αυτός. Δεν ήθελε να παίξει με το δικό μου, γιατί μπορεί μπερδεύονται, άμα είναι ξένο το μπουζούκι μπορεί να μπερδευτείς. Δηλαδή, αυτό δεν είναι καλή ιστορία δηλαδή. Δεν πας τώρα… Τι πας, να κάνεις τον έξυπνο τώρα, να πούμε; Αφού, τώρα, επαγγελματίας είναι κι αυτός που παίζει, εσύ τι πας, να πούμε; Τέλος πάντων, αυτός μου λέει: «Οδυσσέα, μπορώ να παίξω κι εγώ ένα τραγούδι;» Λέω: «Εντάξει» –δεν μπορούσα να πω: «Μην παίζεις», ξέρω ’γω. Και όταν κατέβηκα κάτω, ανέβηκε αυτός επάνω και έπαιζε ένα τραγούδι να πούμε –όχι τραγούδι, ένα σόλο γρήγορο, απ’ αυτό. Εντάξει, γρήγορος ήταν. Αλλά επειδή ο κόσμος, οι περισσότεροι [Δ.Α.] ήταν, όλοι ήταν εργάτες απ’ τη Σουηδία. Στη Ρόδο ήμαστε. Εργάτες απ’ τη Σουηδία πήγαιναν στη Ρόδο. Αυτά που έπαιζε αυτός, δεν καταλαβαίναν αυτοί από ταξίμια και ξέρω ’γω, δεν είναι μαθημένοι, αυτοί οι ξένοι δηλαδή, να παίξεις ένα ταξίμι τώρα, να πούμε. Αυτά εδώ στην Ελλάδα συμβαίναν. Λοιπόν, δεν πρόσεχε κανένας. Δεν τον πρόσεχε, δηλαδή, κανένας που έπαιζε. Εγώ αυτά που έπαιζα τώρα –σου λέω, από ουγγρικά του Λιστ, από μπαλαλάικες και ξέρω ’γω μέσα, αυτά τα ξέραν οι ξένοι και ήταν ενθουσιασμένοι. Τελείωσε και δεν χτύπησε ούτε ένας παλαμάκια, να πούμε. Και λέω, με το μυαλό μου τώρα: «Ίσως του γίνει μάθημα, να πούμε, αυτό το πράγμα». Εγώ ποτέ δεν το έκανα. Ένας άλλος ήρθε στη Γερμανία που ήμασταν –εκεί πέρα ήταν το επικίνδυνο, γιατί αν δεν δουλεύει ένα μαγαζί, πού να πας; Δεν υπάρχουν άλλα μαγαζιά. Δύο ήταν στη Γερμανία. Βέβαια, στο άλλο το μαγαζί, που δεν πήγα, ήταν καλύτερο, αλλά τον δεύτερο χρόνο εγώ ήρθα εδώ πέρα. Τον δεύτερο χρόνο με πήρε τηλέφωνο το άλλο το απ’ αυτό. «Οδυσσέα, θέλω να έρθεις σ’ εμάς». Ήξερε που πήγα στο πρώτο. Όπου πήγαινα, αν υπήρχε δεύτερο μαγαζί, με φωνάζανε τον άλλο χρόνο, κατάλαβες; Και ήρθε ένας μπουζουξής από εδώ, Γιακουμάκης –καλός μπουζουξής και τραγουδιστής καλός– και λέει στον σερβιτόρο: «Πες στον Οδυσσέα, επιτρέπει να ανέβω να παίξω;» –αυτό είναι το δεύτερο που σου λέω, το πρώτο ήταν με τον Βαμβακάρη. Λέω: «Εντάξει. Θα σου πω», λέω του σερβιτόρου, «ποτέ να τον πεις». Σηκώθηκα εγώ όρθιος, παίζω το «Τσιτσόρνια» να πούμε. Αυτό τρέλαινε κόσμο σου λέω. Παίζω το «Τσιτσόρνια», λέω: «Πες τον τώρα να ’ρθει». Πάει. Λέω: «Πού ’ν’ τος τώρα»; Λέει: «Ήπιε κρασί», λέει, «τώρα και δεν μπορεί, λέει, ζαλίστηκε, να πούμε». Λέω με τον νου μου: «Κατάλαβα!» Τι ζαλίστηκε; Ήρθε ένας άλλος που συνόδευε τον Θεοδωράκη στο εξωτερικό. Ένας ανάπηρος ήταν αυτός, ανάπηρος, αλλά έπαιζε καλό μπουζούκι. Με την παρέα του κι αυτός. Οι παρέες τους φέρναν. Και αφού τους έφεραν, είχαν σκοπό να του πουν να ανέβει κι αυτός να παίξει. Αυτός, όταν είδε εγώ πώς παίζω, ούτε ανέβηκε ούτε τίποτα. Δίπλα καθόντουσαν στο τραπέζι και τους άκουγα: «Αφού, ρε, το πήραμε για να παίξεις, ρε». Λέει αυτός: «Έλα, μωρέ, δεν πειράζει τώρα, να πούμε». Και ακόμα μια άλλη φορά θυμάμαι, έτσι. Δεν είναι σωστό αυτό που κάναν δηλαδή, αλλά δεν πειράζει. 

Β.Τ.:

Η τελευταία σας φορά που ανεβήκατε σε πάλκο τη θυμάστε; Που είπατε- 

Ο.Τ.:

Την τελευταία φορά την παραθυμάμαι, γιατί είχα τη ζημιά που είχα και δούλευα σε ένα κέντρο –πώς το λέγανε; Πηγαίνοντας για τη –εσύ δεν την ξέρεις τη Θεσσαλονίκη καλά. Περνάς τα μνήματα και λοιπά για να βγεις, να πούμε, σε ένα χωριό εκεί απ’ όξω που έχει. Στο ενδιάμεσο, υπήρχε ένα κέντρο –ξέχασα το όνομά του. Λοιπόν, θα ερχόταν μια τραγουδίστρια, η οποία τραγουδίστρια είχε έναν μπουζουξή, να πούμε, φίλο. Αυτός, τα χέρια του πήγαιναν καλά. Εγώ ήμουνα ανάπηρος. Και όταν ήρθε αυτός να κάνουμε πρόβα, είδε αυτός πώς παίζω εγώ –δεν με ήξερε βέβαια, αλλά είδε πώς παίζω– και λέει: «Οδυσσέα, άσ’ το, αυτό θα το παίξω εγώ». Εγώ δεν έπαιζα καλά δηλαδή, κατάλαβες; «Οδυσσέα, αυτό θα το παίξω εγώ». Ένα άλλο: «Οδυσσέα, άσ’ το αυτό, θα το παίξω εγώ». Αυτό με πλήγωσε, να πούμε. Τόσο καιρό, να πούμε, να κάνω, να έχω τον πρώτο ρόλο, τώρα, και να έρθει ένας… Λοιπόν, και τα μαζεύω και σηκώνομαι και φεύγω. Το αφεντικό λέει: «Κάτσε…» «Όχι, παρακουράστηκα», λέω. Και πάω στη γυναίκα μου, πάω και στα παιδιά μου και λέω: «Είναι αρχή καλοκαιριού τώρα, να ανέβουμε στο αυτοκίνητο, να πάρουμε και τη σκηνή μαζί μας και πάμε στη Χαλκιδική, όποιο μέρος μας αρέσει να πάμε». Και πηγαίναμε κάθε χρόνο στη Χαλκιδική. Ύστερα, έγινα και καθηγητής βέβαια εκεί, στη Χαλκιδική και τα γνώριζα καλά όλα. Μεγάλες στεναχώριες είχε η δουλειά –όλες οι δουλειές. Και τότε που έπαθα τη ζημιά, δεν μπορείς να φανταστείς τι στεναχώρια. Αφού γυρνούσα πτώμα –μέχρι τις εφτά παίζαμε– και κοιμόμουνα δυο ώρες και μόλις ξυπνούσα έλεγα: «Τι θα κάνω, ρε; Είμαι σαράντα πέντε χρονών» –ήμουνα– «Τι θα κάνω;» Πήγα σε έναν, φιλόλογος ήταν, φίλος μου ήταν. Είχε ένα… στην Εγνατία είχε φροντιστήριο. Λέω: «Θα πάω σε αυτόν». Πήγα, τον βρήκα. Αυτός ερχόταν και στα μπουζούκια κάποτε, εκεί, στο κέντρο. Λέω: «Θάνο, έτσι κι έτσι, ρε. Έπαθα ζημιά», λέω, «Μπορώ μήπως εδώ πέρα να με απασχολήσεις κάπου;» Είχε κι άλλα τρεις-τέσσερις καθηγητές εκεί πέρα. Λέει: «Οδυσσέα, να σου δώσω οχτώ ώρες Ιστορία». Με οχτώ ώρες Ιστορία, όμως, δεν ζεις, να πούμε. Λίγα λεφτά, δηλαδή, την ώρα δίνουνε. Είχα απελπιστεί εντελώς. Αφού ήθελα… είχε ένα θείο, ήταν αντιδήμαρχος κι εγώ νόμιζα ο [01:30:00]αντιδήμαρχος είναι σπουδαίος, να πούμε… αντιδήμαρχοι υπάρχουν πολλοί, να πούμε. Λέω: «Τράβα πες του Πάσχου, ρε, του αντιδημάρχου, να με βρει μια δουλειά, να είναι ένα υπόγειο, μια αποθήκη, να είμαι το βράδυ εκεί, στην αποθήκη». Δεν ήθελα να κάνω δουλειές του ποδαριού, να μη με βλέπει ο κόσμος, γιατί με ήξερε ο κόσμος – σου λέει: «Οδυσσέα, τι κάνεις τώρα, να πούμε;» Λοιπόν, τελικά πήγε σε αυτόν και λέει: «Ναι, ο Οδυσσέας», λέει, «είναι μπουζουξής, δεν είχαμε άλλον μουσικό» –από την Καρδίτσα ήταν κι αυτός. «Έχουμε μουσικούς εδώ». «Θα δω», λέει και τα λοιπά. Δεν είδε τίποτα. Τέλος πάντων. Πήγα στον Παπαθεμελή, που ήμασταν στη Νομική στο ίδιο έτος. Τον ξέρεις τον Παπαθεμελή; Πήγα, να πούμε. Είχε –στο ΠΑΣΟΚ είχα πάει– και ήτανε οι σκάλες, από πάνω μέχρι κάτω –αυτός ήταν στον τέταρτο όροφο– μέχρι κάτω κόσμος, περίμενε για να πάει. Ζητούσαν κατιτί. Ήταν αρχές του ΠΑΣΟΚ δηλαδή, καθένας είχε πρόβλημα. Κι εγώ περίμενα μέχρι τις τρεις η ώρα να φύγουν όλοι για να πάω να του δώσω γνωριμία. Είχα να τον δω είκοσι χρόνια. Πηγαίνω. Αυτός είναι έξυπνος όμως, ο Παπαθεμελής ήταν έξυπνος. Λέω: «Κύριε Παπαθεμελή», λέω, «καλημέρα. Εάν δεν ήμασταν συμφοιτητές κάποτε, ούτε θα ερχόμουνα να σου ζητήσω μια χάρη». Λέει αυτός: «Όνομα;» Να φανταστείς ότι στη Νομική δεν πήγαινα εγώ, είχα πάρει απόφαση να φύγω για να πάω… και έκανα τα χαρτιά μου, εγκρίθηκαν τα χαρτιά μου να πάω στη Θεολογική. Στην αρχή μόνο πήγαινα. Λέει: «Όνομα;» Λέω: «Τσώκος Οδυσσέας». «Α, εσύ που έπαιζες κιθάρα», λέει. Το θυμήθηκε αυτός, γιατί πηγαίναμε καμιά φορά εκδρομή με το σχολείο και έπαιρνα την κιθάρα εγώ. Και μόλις μου είπε έτσι, εγώ πήρα θάρρος αμέσως. Λέω: «Ναι». Λέει: «Οδυσσέα, θα το ’χω υπόψη μου αυτό, όταν κατέβω στην Αθήνα θα σε βοηθήσω». Πέρασαν έξι μήνες, δεν με βοήθησε. Δηλαδή, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Αλλά κατέβηκαν κάτω, όπως σε είπα, η γυναίκα μου… βρήκανε αυτόν τον Μώραλη και αυτός με διόρισε. Και όταν πήγα εγώ αργότερα μ’ έναν, είχε μια δουλειά αυτός στον Παπαθεμελή, λέω: «Πάμε, επειδή τον ξέρω», λέω, «τον Παπαθεμελή, πάμε παρέα». Και πήγαμε. Μόλις με βλέπει ο Παπαθεμελής: «Αμάν, σε ξέχασα», να πούμε. Λέω: «Δεν πειράζει, διορίστηκα», λέω, «Με διόρισε άλλος», να πούμε. Στεναχώρια μεγάλη, δεν μπορούσα να κοιμηθώ απ’ τη στεναχώρια.

Β.Τ.:

Μάλιστα, μάλιστα.

Ο.Τ.:

Κοίταξε, κάποτε δούλευα σε ένα κέντρο και το αφεντικό, να πούμε, έφερε την Μπέμπα Μπλανς –αν τη θυμάσαι. Ήταν μια ωραία κοπέλα η Μπέμπα Μπλανς. Κάναμε πρόβα και όταν ήταν να αρχίσουμε, λέει το αφεντικό: «Οδυσσέα, μου είπε αυτή ότι έχει έναν δικό της μπουζουξή και θέλει να τη συνοδέψει αυτός». Λέω: «Ας έρθει, ας τη συνοδέψει». Αλλά με λέει –γιατί είχε έρθει πιο μπροστά αυτός στο κέντρο να πούμε για να ακούσει και την ορχήστρα και την Μπέμπα Μπλανς. Την ήξερε βέβαια, αλλά… Και είπε στο αφεντικό αυτός ο μπουζουξής –καλός μπουζουξής– είπε: «Σε παρακαλώ, τώρα που θα έρθω εγώ, ο Οδυσσέας να σταματήσει να παίζει αυτά τα σόλο που παίζει» –τα σόλο που σου είπα, αυτά, «Τσιτσόρνια» και ξέρω ’γω. Αυτό ήταν ντροπή, εγώ δεν θα το ’λεγα ποτέ, να πούμε. Και του λέω τ’ αφεντικού: «Άμα θέλεις, φεύγω εγώ. Αυτά», λέω, «δεν τα κόβω. Ο κόσμος έρχεται για μένα, να ακούσει αυτά τα τραγούδια, τα σόλο, να πούμε». Και είπε: «Αλλιώς», λέει, «θα φύγουν αυτοί». Αλλά τελικά, δεν φύγανε, να πούμε. Καθόταν αυτός σε μια γωνιά και άκουγε, να πούμε, κι έλιωνε. Ξέρεις, είναι μεγάλη στεναχώρια, άμα αισθάνεσαι ότι κάποιος άλλος σε καβαλικεύει, να πούμε. Ε, αυτό το θυμάμαι, έτσι, και δεν μ’ άρεσε το φέρσιμό του. Πολλά είναι, τώρα, τι να σκεφτώ, ρε! Μια ζωή ολόκληρη. 

Β.Τ.:

Μάλιστα. Κύριε Οδυσσέα, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη που μου δώσατε. Εύχομαι να είστε γερός και δυνατός και να συνεχίσετε έτσι, να τα θυμάστε και να τα λέτε έτσι, τόσο όμορφα. 

Ο.Τ.:

Βαλάντη, ευχαριστώ κι εγώ πάρα πολύ και ευχαριστώ, επίσης, γιατί λόγω ηλικίας, ξεχνούσα πολλές φορές να συνεχίσω και με βοηθούσες κιόλα. Αν δεν ήσουνα, θα παρέμενα στα πρώτα, να πούμε. 

Β.Τ.:

Όχι, ούτε καν. Λοιπόν, να είστε καλά και χάρηκα πολύ που σας γνώρισα. 

Ο.Τ.:

Κι εγώ επίσης. 

Β.Τ.:

Καλή συνέχεια.

Ηχητικό τεκμήριο: Ο αφηγητής παίζει μπουζούκι («Bésame Mucho» και «Τελειώσαμε λοιπόν»).