© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ερατώ Μανωλακέλλη, η ένατη γυναικοκτονία του 2019

Κωδικός Ιστορίας
23640
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ελένη Κρεμαστιώτη (Ε.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/12/2022
Ερευνητής/τρια
Αναστασία Χατζηκυριάκου (Α.Χ.)
Α.Χ.:

[00:00:00]Είναι Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022. Ονομάζομαι Αναστασία Χατζηκυριάκου και είμαι ερευνήτρια για το Ιstorima και βρισκόμαστε στην Ηλιούπολη μαζί με την κυρία Ελένη Κρεμαστιώτη, μητέρα της Ερατούς Μανωλακέλλη, της κοπέλας που κατατάσσεται στην ένατη θέση στην λίστα γυναικοκτονιών του 2019. Ευχαριστούμε πολύ για αυτήν την κατάθεση. 

Ε.Κ.:

Και εγώ ευχαριστώ. 

Α.Χ.:

Ας ξεκινήσουμε λέγοντας λίγα λόγια για την Ερατώ, να την γνωρίσουμε εμείς που δεν την γνωρίσαμε και δεν θα την γνωρίσουμε.

Ε.Κ.:

Δεν θα είναι και αντικειμενική η γνώμη μου, η άποψη μου, τα λόγια μου, αλλά η Ερατώ πραγματικά ήταν ένας άγγελος, ήταν η χαρά της ζωής. Ήταν ένα παιδί ανεξάρτητο. Δυναμική, ευγενική, δοτική... Τώρα, θα μου πεις: «Δεν είχε κανένα ελάττωμα;». Εντάξει, σαν παιδί είχε. Ποιος δεν έχει; Αλλά τα κάλυπταν, τα οποιαδήποτε έτσι ελαττώματά της, όλα τα προσόντα της. Και μου είναι τρομερά δύσκολα να μιλάω για το παιδί μου σε παρελθόντα χρόνο. 

Α.Χ.:

Μιλάμε για τον Μάιο του 2019.

Ε.Κ.:

Ναι.

Α.Χ.:

Ας αναφερθούμε λίγο στο πώς γνώρισε τον σύντροφο της τότε. Εσείς πώς-

Ε.Κ.:

Ήταν η πρώτη της σχέση. Στα 16 της γνωριστήκανε και έμελλε να ήτανε μαζί μέχρι και τα 24, που έφυγε. 

Α.Χ.:

Πού τον γνώρισε;

Ε.Κ.:

Στο νησί.

Α.Χ.:

Στην Μυτιλήνη.

Ε.Κ.:

Ναι, ναι. 

Α.Χ.:

Εσείς τον είχατε γνωρίσει;

Ε.Κ.:

Βέβαια, βέβαια. 

Α.Χ.:

Τι δείγματα είχατε λάβει; 

Ε.Κ.:

Κανένα αρνητικό. Εντάξει, ήταν σαν παιδιά η πρώτη τους σχέση, εφηβικός έρωτας, τα πάνω τους, τα κάτω τους, όπως έχουν όλες οι εφηβικές σχέσεις, αλλά δεν είχε δείξει δείγμα κτητικότητας τον πρώτο καιρό. Μετά, από κάποια στιγμή και μετά, την πίεζε να κάνουν παιδί και η Ερατώ δεν είχε καν τελειώσει το σχολείο ακόμα. Ευτυχώς, δεν έγινε τότε... Και το Πάσχα, μετά πήγε για σπουδές η Ερατώ στην Θεσσαλονίκη, και το Πάσχα του '16 κατέβηκε στο νησί για διακοπές και έμεινε έγκυος στην κόρη της. Αποφάσισε να το κρατήσει το παιδί και 12 Φεβρουαρίου του '17 γεννήθηκε η μικρή μας. 

Α.Χ.:

Πώς ήταν η ζωή τότε;

Ε.Κ.:

Ήταν υπέροχη. Ήταν υπέροχη. Το παιδί μου έκανε παιδί. Είχαν όμως αρχίσει τα προβλήματα, τα συζυγικά προβλήματα. Το προσπαθούσαν, και όπως μου είχε πει και ο ίδιος, ότι ενώ είχε τελειώσει ο γάμος τους, δεν έμεναν χωριστά, γιατί δεν ήθελε τα βαφτίσια του παιδιού τους να τους βρουν χωριστά. 

Α.Χ.:

Σας είχε πει για τα προβλήματα που είχανε;

Ε.Κ.:

Η Ερατώ, ναι, αλλά όχι με λεπτομέρειες. Απλά μου είχε πει ότι είχε τελειώσει ο γάμος της, ότι ήταν στην εύρεση σπιτιού, να φύγει από το χωριό, που μέναμε, και να πάει μέσα στην Χώρα, στο νησί, και αυτός μου το είπε όταν κατέβηκα στο Λεωνίδειο για τα  βαφτίσια της μικρής. Μου είπε ότι έχει τελειώσει ο γάμος και αυτά και ότι ο λόγος που μένουν ακόμα μαζί είναι να μην τους βρουν τα βαφτίσια του μωρού χωρισμένους. Αυτό.

Α.Χ.:

Η Ερατώ έμενε μαζί με τους γονείς του;

Ε.Κ.:

Έμενε στην αρχή, τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης της. Μετά νοίκιασε ένα σπίτι, τους νοίκιασε ο μπαμπάς της ένα σπίτι, και το πλήρωνε αυτός, ο μπαμπάς της. Ένα σπίτι στο ίδιο χωριό, σε κάποια απόσταση από το πατρικό του, ναι. 

Α.Χ.:

Υπάρχουν μαρτυρίες που αναφέρουν ότι ο πατέρας του δολοφόνου ήταν κακοποιητικός. 

Ε.Κ.:

Ναι, ναι.

Α.Χ.:

Τι πληροφορίες είχατε;

Ε.Κ.:

Ότι ήταν κακοποιητικός απέναντι στην γυναίκα του, στην οικογένειά του, στις κόρες του κι αυτά, ναι. Ήθελε να είναι αρχηγός όλων, ό,τι και να λέει να είναι νόμος. Αυτό. 

Α.Χ.:

Είχε βιώσει ποτέ φόβο η Ερατώ;

Ε.Κ.:

Όχι, απλά δεν της άρεσε. Όσο καιρό έμενε στο πατρική του δολοφόνου, δεν της άρεσε η συμπεριφορά του πατέρα του. Και έτσι... Κι έτσι βρήκαν σπίτι και φύγανε. Έτσι και αλλιώς θα φεύγανε, απλά φύγανε μια ώρα γρηγορότερα.

Α.Χ.:

Τι έγινε εκείνο το βράδυ, να αναφερθούμε στο χρονικό. 

Ε.Κ.:

Ναι. Εγώ είχα πάει στο νησί 30 Απριλίου και έφυγα 12 να την βοηθήσω για την μετακόμιση. Και 23 Μαΐου ξαναγύρισα για να δω το παιδί μου όπως το είδα. [00:05:00]Η Ερατώ ήταν στο σπίτι της με την κόρη της και με έναν φίλο της. Αυτός πήγε αργά στο σπίτι, η μικρή κοιμόταν στο δωμάτιό της. Πήγε αργά στο σπίτι, χτύπησε την πόρτα και είπε: «Θέλω να μου ανοίξεις, να μου δώσεις το σέικερ, γιατί το χρειάζομαι για τη δουλειά μου. Το πήρατε, λέει, κατά λάθος στη μετακόμιση». Δικαιολογία αυτή. Τέλος πάντων, η Ερατώ του έδωσε το σέικερ. Να ανοίξω μια παρένθεση: το σέικερ αυτό θα μπορούσε να το είχε ζητήσει από μένα. Ήμουν τόσες μέρες εκεί. Εγώ είχα φτιάξει το σπίτι της κόρης μου, γιατί η κόρη μου ήταν το πρωί στον παιδικό σταθμό που δούλευε, στον βρεφονηπιακό σταθμό που δούλευε. Εγώ της έφτιαξα το σπίτι της, τα ντουλάπια της, τα πάντα όλα. Ερχόταν κάθε απόγευμα, θα μπορούσε να μου πει: «Ελένη, πήρατε κατά λάθος το σέικερ.  Δώσ' το μου για τη δουλειά». Αυτός την παρακολουθούσε όμως την Ερατώ. Τον είχα δει και εγώ που ερχόταν έξω από το σπίτι με το αυτοκίνητο του και καθόταν με τις ώρες. Τον είχα δει. Πήρε το σέικερ. Η Ερατώ συνέχισε να κάθεται με τον φίλο της εκεί πέρα, μετά από ένα μισάωρο, φεύγει ο φίλος της. Τον είδε προφανώς αυτός που έφυγε ο φίλος της απ' το σπίτι, έφυγε, πήγε στο χωριό, πήρε την καραμπίνα, και ξαναγύρισε. Η Ερατώ μιλούσε στο τηλέφωνο με τον φίλο της τον [...] που ήταν στην Θεσσαλονίκη για να δώσει τα τελευταία του μαθήματα για το πτυχίο του, που σπούδαζε τότε εκεί το παιδί, και χτύπησε την πόρτα και τη λέει: «Μην ανοίξεις». Δεν άνοιξε η Ερατώ και αυτός παραβίασε την μπαλκονόπορτα. Μπήκε μέσα, έκανε η Ερατώ: «Τι κανείς εδώ τέτοια ώρα με το όπλο;». Λέει: «Με ποιον μιλάς;». Του είπε: «Με τον [...]». «Βάλε με -λέει- σε ανοιχτή ακρόαση». Και τον έβαλε σε ανοιχτή ακρόαση και άκουσε ο [...] τα πάντα όλα, όσα της έλεγε της κόρης μου: τις ύβρεις, το ξύλο που έτρωγε, μέχρι που άκουσε και το «μπαμ»... Ο [...] πήρε τηλέφωνο… Πριν ακουστεί το «μπαμ», του λέει: «Θα κλείσω το τηλέφωνο να πάρω την αστυνομία, να πάρω τον πατέρα της, να πάρω...». Λέει: «Αν κλείσεις το τηλέφωνο θα της την φυτέψω». Και ο [...] δεν το έκλεισε το τηλέφωνο μέχρι που άκουσε το «μπαμ». Παίρνει τηλέφωνο στο τηλέφωνο της κόρης μου και το σήκωσε αυτός. Θράσος, ε; Και λέει: «Πού είναι η Ερατώ;». «Όλα καλά». Το κλείνει το τηλέφωνο. Τον ξαναπαίρνει, λέει: «Σου είπα, όλα καλά. Την σκότωσα την πουτάνα» και το απενεργοποίησε το τηλέφωνο. 

Α.Χ.:

Να πούμε σε αυτό το σημείο ότι το παιδί τους ήταν στο διπλανό δωμάτιο και…

Ε.Κ.:

Και κοιμόταν, ναι, ναι... Δυο χρόνων και τριών μηνών. Αυτό. 

Α.Χ.:

Μετά, τι έγινε;

Ε.Κ.:

Μετά, περίμενε έναν φίλο του αυτός, με το μωρό αγκαλιά, έξω στο μπαλκόνι να έρθει, να την πάνε με το αμάξι στο σπίτι της μάνας του. Κι η αστυνομία συνέλαβε τον πατέρα του μέσα στο σπίτι, γιατί ο πατέρας του τον είχε ακολουθήσει με το μηχανάκι όταν πήγε στο χωριό να πάρει την καραμπίνα και αντί να πάρει τηλέφωνο τον πατέρα του Λευτέρη ή να σταματήσει κάποιον, να ειδοποιήσει κάποιον, δεν έκανε τίποτα. Δεν έκανε απολύτως τίποτα. Το μόνο που έκανε ήταν όταν μπήκε μέσα στο δωμάτιο όταν έφυγε ο φονιάς ο γιος του με την μικρή, να την πάνε στην γυναίκα του στο χωριό, μπήκε μέσα στο δωμάτιο είδε την κόρη μου όπως την είχε καταντήσει ο γιος του, και βγήκε έξω, πετάει την τηλεόραση του παιδιού μου κάτω και λέει: «Ρε τον μαλάκα, τι έκανε! Κατέστρεψε τη ζωή του». Είδε το παιδί μου έτσι και είπε για τον γιο του. Ναι... 

Α.Χ.:

Πώς το πληροφορηθήκατε;

Ε.Κ.:

Ο γιος μου με πήρε τηλέφωνο. Μου λέει… Δεν μου είπαν την αλήθεια. Μου λέει: «Η Ερατώ είχε ένα ατύχημα, θέλω να προετοιμαστείς για τα χειρότερα, γιατί είναι σοβαρά, αυτόν τον έχουν στην φυλακή. 15:00 το μεσημέρι -λέει- πετάμε για το νησί. Και με το που έφυγα από το Λεωνιδειο και πήγα στην Αθήνα, μου το είπε μες στο σπίτι του ο γιος μου. Αυτό. Δεν μπορώ να σου πω λεπτομέρειες, δηλαδή, δεν ξέρω να σου πω λεπτομέρειες, δηλαδή, από εκείνη την ημέρα. Δεν ξέρω. Ένα φυτό, ένας ζωντανός-νεκρός άνθρωπος ήμουν. 

Α.Χ.:

Και πάτε, πετάτε στο νησί, λοιπόν, φτάνετε στο νησί.

Ε.Κ.:

Και πήγαμε, φτάσαμε στο νησί, ναι. Οι ώρες μαρτυρικές, γιατί, ενώ είχαμε κλείσει ραντεβού να πάμε την ίδια μέρα στον εισαγγελέα να πάρουμε, να μας δώσει χαρτί να πάμε να πάρουμε το παιδί από το πατρικό του φονιά, κάτι έγινε[00:10:00] και χρειάστηκε να φύγει νωρίτερα ο εισαγγελέας και οι ώρες ήταν μαρτυρικές... Μέχρι να πάμε την επόμενη μέρα το πρωί στα δικαστήρια, να μας δώσουν το χαρτί, να πάμε σπίτι να πάρουμε την μικρή είχε φτάσει μεσημέρι. 

Α.Χ.:

Πήγατε στο σπίτι του φονιά, δηλαδή;

Ε.Κ.:

Ναι, με ένταλμα του εισαγγελέα, με δυο περιπολικά. Στο πρώτο περιπολικό, εγώ και ο γιος μου και ένα άλλο από πίσω μόνος του ο οδηγός, ο αστυνομικός, και από πίσω μετά ο δικηγόρος μου με τον μπαμπά της κόρης μου και κάποιους άλλους συγγενείς και χτυπήσαμε την πόρτα -ο αστυνομικός- και άνοιξε η μικρή. Και με το που με βλέπει φωνάζει: «Γιαγιά μου!». Την παίρνω αγκαλιά και από τότε δεν την ξανάφησα. 

Α.Χ.:

Έχετε άλλες εικόνες από εκείνη τη στιγμή,

Ε.Κ.:

Ναι. Είναι όμως δυσάρεστες εικόνες, δυσάρεστες.

Α.Χ.:

Πόσες μέρες μείνατε στο νησί;

Ε.Κ.:

Εφτά μήνες. Εφτά μήνες... Και φύγαμε.

Α.Χ.:

Πώς ήταν εκείνο το διάστημα. Τι κάνατε;

Ε.Κ.:

Ήταν ανυπόφορο. Ανυπόφορο ήταν. Δηλαδή, δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι είμαστε στο ίδιο μέρος που έχασε το παιδί μου τη ζωή του και με αυτόν τον τρόπο. Κάθε δρόμος, σε κάθε σημείο υπήρχαν και αναμνήσεις με την κόρη μου. Ήταν παρά πολύ δύσκολο και ήταν λυτρωτικό το φευγιό μας από εκεί, ναι, ναι. 

Α.Χ.:

Το παιδάκι πώς ήταν;

Ε.Κ.:

Το παιδί παρά πολύ μικρό, παρά πολύ μπερδεμένο, γιατί ξαφνικά εκεί που ήταν με μια μαμά, ξαφνικά έμεινε με έναν παππού και με μια γιαγιά. «Πού είναι η μαμά;»... Τι να πεις. «Πού είναι ο μπαμπάς;»... Τι να πεις. Και το πάμε σιγά-σιγά, βήμα-βήμα, με τη βοήθεια και την καθοδήγηση της παιδοψυχολόγου. 

Α.Χ.:

Μου είπατε πριν ότι όταν χτύπησε η πόρτα, ο αυτήκοος μάρτυρας και φίλος της Ερατούς της είπε: «Μην ανοίξεις». Πιστεύετε ότι είχε αισθανθεί ότι... Ή πίστευε ότι θα εξελιχθεί κάπως κακοποιητικά;

Ε.Κ.:

Όχι, όχι, όχι, απλά σου λέει: «Είναι τόσο αργά, μην ανοίξεις». Ήρθε πριν, πήρε το σέικερ. Ε, τι άλλο ήθελε; «Μην ανοίξεις, ασ' τον να φύγει». Αυτό. 

Α.Χ.:

Μιλήσατε με τον ίδιο φυσικά τις πρώτες μέρες. 

Ε.Κ.:

Την επόμενη, μαζί ήμασταν, ναι, ναι, ναι... 

Α.Χ.:

Φαντάζομαι ότι μέσα σε όλη αυτήν την δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση... Όχι δυσάρεστη, την τραγική συναισθηματική κατάσταση, ο γονιός καλείται να κάνει και κάποιες διαδικασίες. Πώς ήσασταν, πώς το βιώνατε; Σαν καταναγκαστικό, το νιώσατε εξ αρχής σαν αγώνα; Γιατί ξέρω ότι κάνετε και αγώνα αυτήν την στιγμή. Τότε πώς ξεκίνησε όλο αυτό; 

Ε.Κ.:

Ξεκίνησε σε ότι: «Πρέπει να σταθείς στα πόδια σου, γιατί υπάρχουν άτομα που στηρίζονται σε σένα». Έτσι ξεκινάει και όχι γιατί η ζωή συνεχίζεται... Δεν μπορεί, δηλαδή, ένας γονιός να πει: «Η ζωή συνεχίζεται», όταν έχει χάσει το παιδί του. Μπορεί να συνεχίζεται, αλλά ένας γονιός δεν μπορεί να το νιώσει αυτό πια. Το λέει για να το πει, το κάνει για να το κάνει μόνο, όχι γιατί το αισθάνεται. Ο αγώνας ήρθε εκ των υστέρων και η συσπείρωση με τις άλλες μαμάδες, γιατί, δυστυχώς, οι δολοφονίες, οι γυναικοκτονίες αυξήθηκαν κι αυξάνονται, όπως βλέπουμε, κι ήταν υποχρέωσή μας, ανάγκη μας; Όχι υποχρέωσή μας, ανάγκη μας; Και τα δύο μαζί; Να ενωθούμε μπας και αλλάξουμε τα κακώς κείμενα, μπας και αλλάξουμε αυτήν την σαπίλα που μας γυροφέρνει γύρω-γύρω, αυτό. Και όχι για τα δικά μας τα παιδιά, γιατί τα δικά μας τα παιδιά, δυστυχώς, δεν τα ξαναφέρνουμε πίσω. Για τα παιδιά τα επόμενα. 

Α.Χ.:

Το πρώτο δικαστήριο ποια χρονιά έγινε;

Ε.Κ.:

Έγινε έξι μήνες μετά τον φόνο, στην Χίο. 

Α.Χ.:

Εκεί πια κληθήκατε να τα ακούσετε όλα λεπτομερώς και να έρθετε σε επαφή με τον φονιά τον ίδιο. 

Ε.Κ.:

Αυτό, αυτό, αυτό. Το να βλέπεις τον άνθρωπο που έβαλε το παιδί σου κάτω από τέσσερα μάρμαρα να προσπαθεί να αποδείξει, σε μια χούφτα ανθρώπους πάνω στην έδρα, ότι ήταν καλό παιδί ότι: «Δεν ξέρω γιατί το έκανα». Ότι: «Ναι, έχω μετανιώσει» και να τα λέει έτσι όπως τα λέω εγώ αυτήν τη στιγμή. Είναι τραγικό. Δεν φτάνει, δηλαδή, το γεγονός σαν γεγονός, έχεις και όλα τα αλλά τα παρακλάδια από πίσω, που πονάνε αν όχι το ίδιο, σχεδόν το ίδιο με τον χαμό του παιδιού σου. 

Α.Χ.:

Θέλω να μου πείτε για την προκλητικότητα της[00:15:00] άλλης πλευράς και τι διαχείριση είχε μια μάνα που έχασε το παιδί της και περίμενε τουλάχιστον έναν σεβασμό στην μνήμη και τι ακριβώς δεχτήκατε.

Ε.Κ.:

Δεχτήκαμε τα χαμόγελα τα ειρωνικά μόλις μας βλέπανε...

Α.Χ.:

Ο δολοφόνος τι ισχυρίστηκε στην πρώτη δίκη;

Ε.Κ.:

Ότι: «Δεν ξέρω γιατί το έκανα». Γιατί όταν τον ρώτησαν: «Παράπονα δεν είχατε, δικαίωμα δεν είχε δώσει, εντάξει στο σπίτι της ήταν, στο παιδί της, στην δουλειά της, γιατί το κάνατε;». «Δεν ξέρω». Γιατί υπάρχει απάντηση; Έχει απαντήσει κανένας δολοφόνος γιατί το έκανε; Όχι. Απαντάνε κάνοντας συνεχόμενα δικαστήρια. Έτσι απαντάνε. Να σώσουν το τομάρι τους. Αυτό προσπαθούν να κάνουν, τίποτα άλλο. 

Α.Χ.:

Τι είχατε ανάγκη περισσότερο να ακούσετε στην πρώτη φάση; 

Ε.Κ.:

Τα ισόβια... Να δικαιωθεί η ψυχή του παιδιού μου. Τα ακούσαμε τα ισόβια. Εμείς, όμως, όντας άσχετοι από δικαστήρια, από όλα αυτά, είδαμε, διαπιστώσαμε και διαπιστώνω κάθε μέρα τα τελευταία τριάμισι χρόνια, ότι τα ισόβια μόνο ισόβια δεν είναι. Οπότε, λέμε, δεν χάιδεψαν τα αυτιά μας εκείνη την στιγμή, χάιδεψαν τα αυτιά των δολοφόνων. Γιατί και ο πρόεδρος ήταν προκλητικός και το συνειδητοποίησα μετά, γιατί όταν γύρισε και είπε: «Ισόβια συν τρία χρόνια... Και όσο για εσάς, κύριε κατηγορούμενε, είναι στο χέρι σας πόσα χρόνια θα περάσετε στην φυλακή...». Δεν το λες! Δεν το λες αυτό το πράγμα. Εκείνη τη στιγμή, είναι όλα τόσο νωπά... Έξι μήνες μετά την δολοφονία του παιδιού μου, ακούσαμε τα ισόβια, ίσως αναθαρρήσαμε, ελάχιστα, γιατί είπαμε ότι: «Ωραία, αυτός ο φονιάς θα είναι μέσα ισόβια» και συγχρόνως να ακούς αυτά κι όταν αρχίζεις κι ηρεμείς και συνδέεις τα κομμάτια του παζλ και βλέπεις την αδιαφορία του κράτους, βλέπεις την αδιαφορία των κοινωνικών υπηρεσιών και έρχεται στο μυαλό σου η τελευταία κουβέντα, πριν κατέβει ο πρόεδρος από την έδρα, να είναι αυτή, λες: «Όχι, δεν υπερασπίζονται τα θύματα. Υπερασπίζονται τους δολοφόνους». Αυτό κάνουν.

Α.Χ.:

Αντιλαμβάνομαι ότι έχετε κληθεί να αναγνωρίσετε και μια νέα πραγματικότητα και στο τι συμβαίνει πίσω από το κομμάτι αυτό. 

Ε.Κ.:

Εννοείται, εννοείται. Εμείς δεν τα  ξέραμε αυτά όλα. Εμείς δεν ξέραμε από δικαστήρια. Τι είναι τα δικαστήρια. Και για αυτό, δηλαδή, έγινε πιο επιτακτική η ανάγκη μας να συσπειρωθούμε εμείς οι μανάδες, να ενώσουμε τις φωνές μας, να μεγαλώσει η αγκαλιά, που, δυστυχώς, μεγάλωσε η αγκαλιά μας. Και να αρχίζουμε να φωνάζουμε, γιατί τα ζούμε από μέσα αυτά. Για αυτό.

Α.Χ.:

Πρωτόδικα, λοιπόν, κρίνεται ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με ισόβια κάθειρξη και, επίσης, και για παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία. Παρ' όλ' αυτά, ασκεί έφεση. 

Ε.Κ.:

Αφού έχει το δικαίωμα να το κάνει αυτό; 

Α.Χ.:

Τι ζήσατε στη δεύτερη φάση της δίκης; 

Ε.Κ.:

Δεν άρχισε καν η δίκη. Απλά μας υπέβαλαν ξανά το μαρτύριο του να ξαναδείς τον φονιά του παιδιού σου, την προκλητικότητα των δικών του. Ξέρεις τι είναι να έχεις πάει κάποια λεπτά πριν, να επισκεφτείς το παιδί σου εκεί που το πήγε ο φονιάς και μετά να βλέπεις τον φονιά να είναι ζωντανός, να αναπνέει... Καλά κάνει και είναι ζωντανός και αναπνέει, αλλά να προσπαθεί τι; Να γλιτώσει κάποια χρόνια και να βγει μια ώρα γρηγορότερα έξω; Όχι... Όχι... Αυτό πρέπει να αλλάξει χθες. Τα ισόβια να είναι ισόβια, αλλιώς να σταματήσουν να την λένε αυτήν την λέξη από τα έδρανα. Να λέει ο εκάστοτε πρόεδρος ή η πρόεδρος, όποιος είναι, άντρας, γυναίκα, ότι: «Η ζωή του παιδιού σας αξίζει δέκα χρόνια. Εσύ, κύριε φονιά...». Δεν θα τον πουν φονιά, θα του πουν: «Εσάς, κύριε κατηγορούμενε, η πράξη που κάνατε αξίζει δέκα χρόνια». Γιατί λένε ισόβια; Για ποιον λόγο το λένε; 

Α.Χ.:

Ως μέλος της οικογένειας θύματος γυναικοκτονίας, ποια είναι η τοποθέτησή σας στο γιατί είναι γυναικοκτονία και όχι δολοφονία. Γιατί το φαινόμενο μεγάλωσε τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια; 

Ε.Κ.:

Γιατί: «Αν δεν σε έχω εγώ, δεν θα σε έχει κανένας». Όλοι αυτοί οι φονιάδες αυτό είπαν, με τον τρόπο τους. Άλλος γιατί χάλασε η φάση, άλλος γιατί ήθελε να φύγει η Καρολάιν, άλλος γιατί ήθελε να φύγει η Ελένη. Ναι: «Δεν σε έχω εγώ; Δεν σε έχει κανένας».  [00:20:00]

Α.Χ.:

Τώρα, λοιπόν, περιμένετε το δικαστήριο ουσιαστικά, το οποίο έχει οριστεί για;

Ε.Κ.:

18 Σεπτεμβρίου του '23. 

Α.Χ.:

Θέλω να μου πείτε το ευχάριστο κομμάτι όλης αυτής της υπόθεσης και από αυτό που αντλείτε ενέργεια και ζωή. Έχει μείνει ένα πλάσμα από πίσω. Ποια είναι η πορεία σας αυτά τα χρόνια, μαζί και πώς το διαχειριστήκατε μαζί; 

Ε.Κ.:

Μαθαίνουμε μαζί με την μικρή να ζούμε με την απώλεια της μαμάς της. Ο καθένας το βιώνει με τον τρόπο του και από την μεριά την δίκη του, το πραγματικό θύμα είναι το παιδί, γιατί μέσα σε κλάσμα δευτερολέπτου έχασε τα πάντα. Καλά έκανε και έχασε αυτόν τον σε εισαγωγικά «πατέρα» χωρίς το «πα», το «τέρας», γιατί δεν άξιζε να είναι «πατέρας», έχασε και αυτόν, αλλά το κυριότερο έχασε την μάνα του. Το κυριότερο. 

Α.Χ.:

Δεν έχει ρωτήσει κάτι ακόμα;

Ε.Κ.:

Ρωτάει το παιδί συνεχόμενα, απλά πηγαίνουμε βήμα την φορά και ανάλογα τι μας λέει η παιδοψυχολόγος. Θωρακίζουμε το παιδί όσο καλύτερα και περισσότερο μπορούμε να μπορέσει αύριο-μεθαύριο να τα αντιμετωπίσει όσο πιο καλά γίνεται. Αυτό. 

Α.Χ.:

Σας είχε αναφέρει κάποια στιγμή κάτι, στην παιδική αφέλεια, που σας συγκλόνισε; 

Ε.Κ.:

Κάθε φορά που ζητάει τη μαμά της -και δεν είναι αφελές αυτό-, μόνο αυτό αρκεί. Κάθε φορά που ζητάει τη μαμά της. Κάθε φορά που θα κάνει μια ζωγραφιά και θα πει: «Α, γιαγιά, αυτό είναι για τη μαμά» και μου την δίνει να την βάλω κάτω από την φωτογραφία δίπλα στο καντηλάκι της. Αυτό. Και το πιο συγκλονιστικό από όλα είναι ότι είναι η Ερατώ σε μικρογραφία, σε όλα της. Σε όλα της. Αυτό. 

Α.Χ.:

Μέσα από αυτά τα τελευταία χρόνια, εκτός από όλο αυτό το τεράστιο που έχει συμβεί, υπάρχει κάποια ιστορία, κάποια συζήτηση, κάποια κατάσταση, όνειρο, κάτι που σας συγκλόνισε και θέλετε να το μοιραστείτε; 

Ε.Κ.:

Με την κόρη μου;

Α.Χ.:

Ναι.

Ε.Κ.:

Όχι, απλά μου έχει δείξει τα σημάδια της ότι «είμαι εδώ». «Είμαι εδώ». Το δείχνει, συνέχεια. 

Α.Χ.:

Την είδατε μετά το συμβάν;

Ε.Κ.:

Ναι. Και στον καναπέ να κάθεται δίπλα μου την είδα... Και όχι να κοιμάμαι. Όχι να κοιμάμαι, δεν κοιμόμουν. Την είδα. Και στον ύπνο μου και με διάφορες κινήσεις και ενέργειες που γίνονται, που λες: «Ε, αυτό είναι το χέρι της Ερατούς. Δεν είναι κάτι άλλο». Ναι... 

Α.Χ.:

Τι σας λείπει περισσότερο από το παιδί σας;

Ε.Κ.:

Τα πάντα. Μου λείπει το παιδί μου. Αυτό. 

Α.Χ.:

Τελευταίος διάλογος που κάνατε; 

Ε.Κ.:

«Μαμά, το ξέρεις ότι μιλάμε μια ώρα στο τηλέφωνο; Άφησε με να ξεκουραστώ, γιατί το απόγευμα έχω μάθημα, και θα τα πούμε αύριο». Το αύριο δεν ήρθε ποτέ. Ήταν Τετάρτη 22 Μαΐου 15:15 το μεσημέρι. Τελευταία που το άκουσα το παιδί μου ζωντανό. 

Α.Χ.:

Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για το «Γίνε Άνθρωπος»; Μας έχει μιλήσει και η κυρία Αλέκα, μας έχει μιλήσει για την συσπείρωση που κάνατε, να πούμε ξανά για τη μνήμη της Ερατούς και όλο αυτόν τον αγώνα που κάνετε. 

Ε.Κ.:

Το «Γίνε Άνθρωπος» δημιουργήθηκε με αφορμή την δολοφονία της Γαρυφαλλιάς, αλλά η αιτία είναι όλα αυτά τα παιδιά που έχουν υποστεί κάθε μορφή έμφυλης βίας, δεν ασχολείται μόνο για τις γυναικοκτονίες. Είναι για κάθε μορφή έμφυλης βίας. Και, ναι, μέσα από το «Γίνε Άνθρωπος» προσπαθούμε να... και μέσα από το «Γίνε Άνθρωπος», προσπαθούμε να διορθώσουμε, να προλάβουμε, να σώσουμε, να βοηθήσουμε τα επόμενα παιδιά. Μέσα από την δύναμη που μας δίνουν τα παιδιά μας.

Α.Χ.:

Έχετε δεχτεί επικοινωνία από κάποιον άλλον γονέα ή κάποιο άλλο θύμα κακοποιητικής συμπεριφοράς, μέσα από τον αγώνα που κάνετε; 

Ε.Κ.:

Ναι, ο φορέας έχει δεχτεί, ναι. 

Α.Χ.:

Έχετε πολύ δρόμο ακόμα μπροστά σας και ο πόνος αυτός θα μείναι πάντα, θα αφήνει πάντα το στίγμα του. 

Ε.Κ.:

Θα μεγαλώνει κάθε μέρα περισσότερο. Όπως γίνεται. 

Α.Χ.:

Εύχομαι η ζωή που δίνει αυτό το πλάσμα να είναι το φως που οδηγεί στην ευτυχία, όσο[00:25:00] μπορεί αυτή να οριστεί με την απώλεια. 

Ε.Κ.:

Αμήν.

Α.Χ.:

Ευχαριστούμε πολύ. 

Ε.Κ.:

Και εγώ.