Ηλικιακός περιορισμός

Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.

Η ζωή ενός τσαγκάρη στα Γιάννενα: η εφηβική ηλικία, τα όνειρα κι η τέχνη του

Α.Α.

[00:00:00] Γεια σας!

Γ.Π.

Γεια σας!

Α.Α.

Πώς σας λένε;

Γ.Π.

Με λένε Γιώργο Παπαδόπουλο.

Α.Α.

Ωραία. Εγώ είμαι η Αθανασιάδου Αφροδίτη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, είναι 11 Οκτωβρίου...

Γ.Π.

Ωραία.

Α.Α.

Και βρισκόμαστε στα Γιάννενα.

Γ.Π.

Τέλεια.

Α.Α.

Τέλεια.

Γ.Π.

Και βρίσκεστε ακριβώς στο επιδιορθωτήριο του Γιώργου Παπαδόπουλου.  

Α.Α.

Στην;

Γ.Π.

Στον επαγγελματικό μου χώρο.

Α.Α.

Ναι.

Γ.Π.

Στην οδό Ευεργέτου Στουρνάρα.

Α.Α.

Ωραία. Θα μας πείτε λίγα λόγια για εσάς;

Γ.Π.

Λοιπόν. Θα σας πω ότι γεννήθηκα το 1963, οπότε θα υπολογίσετε πόσο χρονών είμαι. Δεν το λέμε, θα το καταλάβετε εσείς στο άθροισμα, όταν θα κάνετε αργότερα. Λοιπόν, είμαι από την Ανατολή. Είμαι Πόντιος τρίτης γενιάς. Γεννήθηκα εδώ πέρα. Οι γονείς μου γεννήθηκαν κι εδώ πέρα, ήρθαν οι παππούδες μας απ’ τον Πόντο. Εργάζομαι κοντά στα 35 χρόνια ενεργά στον χώρο της επιδιόρθωσης των υποδημάτων. Έχω τελειώσει το νυχτερινό λύκειο κι ένα Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Πολιτικών Επιστημών. Ήταν ένα τμήμα του νυχτερινού σχολείου που μας έδινε τη δυνατότητα να επιλέξουμε στην τέταρτη χρόνια ένα από τα δύο. Εγώ τους είπα ότι θέλω και τα δύο και μπορούσα ταυτόχρονα λίγο, γιατί μ΄ ενδιέφεραν, μου άρεσε το αντικείμενο που μας δώσανε. Τώρα, θα σου πω πώς ξεκίνησα το επάγγελμά μου;

Α.Α.

Ναι.

Γ.Π.

Πολύ ωραία. Αναγκάστηκα να δουλέψω, καλοκαίρι πρώτης λυκείου προς δευτέρας λυκείου, ο πατέρας μου έπαθε ένα ατύχημα σοβαρό και αυτό έφερε την οικογένεια σε μια δυσμενή οικονομική κατάσταση και έπρεπε κάτι να κάνω. Και παρουσιάστηκε ο αδελφός του πατέρα μου, που έκανε το ίδιο επάγγελμα με μένανε και μου είπε ότι: «Εγώ μπορώ να βοηθήσω την οικογένεια μ’ αυτό τον τρόπο». Στην αρχή θέλησε να βοηθήσει οικονομικά. Η μάνα μου αρνήθηκε, γιατί ήταν λίγο εγωίστρια και δεν ήθελε να τέτοιο, είπε: «Δεν πειράζει. Θα τα καταφέρω μόνη μου». Δεν πειράζει, λοιπόν, ο θείος προσφέρθηκε. Και μόλις ξεκίνησε η σχολική χρονιά, μου είπε ότι: «Άμα θες μπορείς να συνεχίσεις», γιατί ξεκίνησα το καλοκαίρι στην αρχή να παίρνω ένα φιλοδώρημα, αυτό που μου έδινε υποτίθεται ο πατέρας μου. Κι επειδή τα πράγματα πάντα ήταν δύσκολα, ήταν, ήταν δύσκολα... Ο πατέρας μου ήταν ακόμα νοσοκομείο και ταλαιπωριούντανε, έμεινα στον θείο και ταυτόχρονα μου είπε ο θείος θα πήγαινα το πρωί εκεί πέρα και το βράδυ, για να μη μείνω, γιατί ήτανε η πρώτη λυκείου, μέχρι τη δευτέρα για να τελειώσω, τουλάχιστον να τελείωνα το λύκειο και μετά βλέπουμε, να τελείωνα το σχολείο, αυτός δηλαδή ήταν ο σκοπός, και επιλέξαμε το νυχτερινό. Στο νυχτερινό κάθισα όλα τα χρόνια και τα 4, γιατί ήταν 4. Αρίστευσα, αρίστευσα γιατί προερχόμουνα από ένα λύκειο γενικό που ήταν πολύ τα πράγματα αυστηρά και έπρεπε να έχουμε βαθμούς, οπότε στο νυχτερινό, συν ότι ήταν νυχτερινό-επαγγελματικό, πηγαίνανε παιδιά που δουλεύανε, που 'χαν τελειώσει το δημοτικό, τέλος πάντων, και απλώς θέλαν να πάρουν ένα απολυτήριο. Πώς λέμε: «Μπροστά στους τυφλούς ο μονόφθαλμος κυριαρχεί», κάπως έτσι ήμουνα κι εγώ. Και το τέλειωσα με αρκετά καλό βαθμό, η μάνα μου απόρησε: «Πώς; Εσύ;», κοντά στα 18,5-19, όταν ήμουν ένας μαθητής του 13, τέλος πάντων. Και έμεινα εκεί μέχρι που πήγα στον στρατό. Πήγα στον στρατό περίπου 21 χρόνων. Απολύθηκα και μετά εφόσον είχα μάθει το επάγγελμα και ήταν αρκετά ικανοποιητικό το οικονομικό αποτέλεσμα, ακολούθησα αυτό. Και συνεχίζω μέχρι τώρα. Παράλληλα, βέβαια, με το επάγγελμα, έχω και δραστηριότητες. Είμαι, όπως έχω πει, πολύ ενεργός και δραστήριος. Μου άρεσε πολύ η δραστηριότητα με τα σκυλιά και ειδικά με το κυνήγι. Το κυνήγι όχι σαν, να πούμε, να σκοτώσουμε κι όλα αυτά, όσο η διαδικασία. Ήθελα να δω ο σκύλος μου, τι μπορεί να κάνει, πώς μπορώ να τον εκπαιδεύσω εγώ στο αντικείμενο που ήτανε το θήραμά του. Περισσότερο αυτό με γοήτευε, σαν εκπαιδευτή, όχι τόσο το αποτέλεσμα του θηράματος, αν θα φέρουμε τις εκατόμβες των θηραμάτων και ότι είμαι καλύτερος, γιατί από μικρός με γοήτευε πολύ το τσίρκο. Καθόμουνα πολλές φορές στην τηλεόραση, αυτή που είχαμε, όσοι είχαμε, και είχε το τσίρκο κι εκεί έβλεπα που είχανε τα νούμερα. Ήταν οι ακροβάτες, ήταν οι κλόουν κι όλα αυτά κι ήταν αυτοί που είχανε τα σκυλιά, άλογα, ελέφαντες, λιοντάρια. Αυτό με είχε τρελάνει και ήθελα να μάθω οπωσδήποτε αυτό, που πολλές φορές κι από το σχολείο αποβλήθηκα, γιατί ενώ είχαμε το βιβλίο της Ιστορίας και υποτίθεται ότι διαβάζαμε, εγώ από μέσα είχα το βιβλίο: «Πώς θα εκπαιδεύετε τον σκύλο» και κάποια στιγμή έρχεται η καθηγήτρια και ήρθε χωρίς να την καταλάβω, γιατί ήμουν τόσο πολύ απορροφημένος εκεί πέρα, γιατί ήταν το σημείο τόσο, που έπρεπε να το αποστηθίσω εγώ για να εκπαιδεύσω τον σκύλο μου και μου λέει: «Παπαδόπουλε, εδώ έχουμε Βυζαντινή Ιστορία. Τι είναι αυτό: ''Πώς θα εκπαιδεύετε τον σκύλο σας''; Αποβολή». Τέλος πάντων, δεν με πείραξε. Αυτό μου έκανε καλό. Πιστεύω ότι οι δραστηριότητες που ασχολήθηκα μου έκαναν πολύ καλό αργότερα. Δηλαδή οι φιλίες μου, ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμουνα και απέφυγα πάρα πολλά πράγματα, πολλές κακοτοπιές σε σύγκριση με άλλα άτομα της ηλικίας μου, που για κάποιους λόγους ακολούθησαν μια άλλη ζωή και στο τέλος βρεθήκανε εκτεθειμένοι, να πούμε; Ταλαιπωρημένοι θα έλεγα; Αποτυχημένοι σε σύγκριση με μένανε. Και νομίζω ότι ένα μεγάλο μέρος το οφείλω αυτό, σ’ αυτό το πράγμα, δηλαδή στην εκπαίδευση των σκύλων και της δραστηριότητάς μου. Μου αρέσουν πάρα πολύ βέβαια, όχι μόνο αυτό, μ΄ αρέσει να κολυμπάω, συμμετείχα σε ομάδες βόλεϊ, μπάσκετ, πόλο, ό,τι μπορούσα να κάνω, ό,τι τέτοιο, ποδήλατο, έκανα τα πάντα, τα πάντα. Πέρασα καλή παιδική ηλικία. Αυτό οφείλεται στο ότι, επειδή ήμασταν επαρχία και ήταν η γειτονιά όπως ήταν, δεν ήταν τώρα ο αστικός ιστός όπως είναι τώρα και υπήρχε πολύ παιχνίδι, ενώ τα παιδιά τώρα πρέπει, είδες, να τα πάμε σε παιδικούς σταθμούς, οι χώροι είναι περιορισμένοι κι όλα αυτά, εμείς είχαμε πλήρη ελευθερία, τα πάντα από παιχνίδι! Γεύτηκα πολύ ωραία παιδικά χρόνια, όπως πρέπει να τα γευτεί ένα παιδί. Στην εφηβεία μου, θα σου πω τώρα και την ιστορία, η οποία μου έμεινε. Όταν, λοιπόν, ήταν καλοκαίρι, ήμουνα 19 χρονών, 18-19, κάπου εκεί, ήρθε μία γνωστή, στο μαγαζί που δούλευα, στον θείο. Αυτή ήτανε 35, απ’ την Αυστραλία, καλή της ώρα εκεί όπου βρίσκεται, να ‘ναι καλά το κορίτσι. Τώρα δεν είναι το κορίτσι, κορίτσι τότε, τώρα μεγάλη. Ήρθε να δει τον θείο και μου λέει: «Εσύ ποιος είσαι;», της λέω ότι: «Είμαι ο ανιψιός του» και πιάσαμε την κουβέντα, «Πώς σε λένε;», «Γιώργο, εσένα;», «Αλεξάνδρα», «Πού είσαι» κλπ. κλπ., πιάσαμε την κουβέντα. Θα καθόταν εδώ περίπου 2 μήνες, 3 μήνες; Τόσο ήταν η άδειά της. Πολύ μεγάλο διάστημα. Σ’ όλο αυτό το διάστημα, κάποια στιγμή γνωριστήκαμε κι ήρθαμε πιο κοντά, ήτανε τρομερά ευχάριστο για μένανε. Πρώτη φορά γνώρισα τον άνθρωπο που μ’ έκανε να έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου ούτως ώστε, γιατί ήμουν και ντροπαλός, κοκκίνιζα, γιατί ήμουν και ντροπαλός και βρέθηκε αυτή και με βοήθησε πάρα πολύ σ΄ αυτό το κομμάτι, το οποίο ξετρελάθηκα. Μ’ έμαθε, ήταν η δασκάλα μου, να το πω έτσι, στη συμπεριφορά μου, πώς πρέπει να είμαι κι όλα αυτά, με αποτέλεσμα όταν ήρθε η ώρα να φύγει στην Αυστραλία, να θέλω να φύγω κι εγώ. Έρχεται ο θείος, τέτοιο, τη γνώρισε: «Τι γίνεται;», λέει: «Γνωριστήκαμε με το παιδί, τον ανιψιό», όλα αυτά, «Κάνουμε παρέα», ο θείος: «Εντάξει, μια χαρά, κάνουν παρέα» κι όλα αυτά. Και αυτό που μου έκανε εντύπωση και την ευχαριστώ και την ευγνωμονώ μέσα απ΄ την καρδιά μου, ότι όταν ήρθε η ώρα, μου εξήγησε με ωραίο τρόπο γιατί πρέπει να φύγει, γιατί, γιατί, γιατί, γιατί... Όλους αυτούς τους λόγους και έτσι ηρέμησα -ήμουν έτοιμος να φύγω για Αυστραλία- και το 'χω για παράδειγμα. Και καλλιεργημένη ήτανε στη ζωή, δεν είχε μόρφωση, γιατί ήτανε -μου 'χε πει- ορφανή, μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο και αναγκάστηκε, ήταν μεγαλωμένη στη ζωή και μου έμαθε τη ζωή. Τώρα τι άλλο θες να σου πω;

Α.Α.

Να το πάρουμε απ΄ την αρχή;

Γ.Π.

Να το πάρουμε από την αρχή.

Α.Α.

Πώς ήτανε να μεγαλώνετε στα Γιάννενα;

Γ.Π.

Πώς ήταν να μεγαλώνουμε στα Γιάννενα; Η δικιά μου η περίπτωση, για εμάς τώρα, ήτανε δύσκολα, έτσι θεωρώ εγώ, γιατί ήμασταν αγροτική οικογένεια. Τα Γιάννενα είχανε πολύ κρύο. Δεν είναι πώς είναι τώρα. Ο Οκτώβριος, που βλέπουμε τώρα, είναι πολύ ήπιος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι είχα χιονίστρες στα χέρια. Η θέρμανση που είχαμε ήτανε μαγκάλι, δεν ξέρω άμα το ξέρεις; Έτσι. Και βάζαμε μαγκάλι το οποίο με πολύ προσοχή, γιατί πολύς κόσμος χάθηκε από το μαγκάλι και τα κάρβουνα και καθόμασταν[00:10:00] πάνω απ’ το μαγκάλι, πόσο να ζεσταθούμε; Και αυτό που θυμάμαι ότι πάντα έκλαιγα για να πάω στο τέτοιο ή έβαζα τη μάνα μου, γιατί ήταν κρύο το σπίτι, το δωμάτιο, δεν είχαμε τη θέρμανση και πήγαινε πρώτα η μάνα μου και καθόταν και το ζέσταινε και μόλις το ζέσταινε με φώναζε εμένανε και πήγαινα για να το βρω ζεστό. Αλλιώς είχα μεγάλο πρόβλημα. Ήτανε δύσκολο αυτό το κομμάτι, απ’ το κρύο θυμάμαι, το κρύο θυμάμαι. Τώρα τα υπόλοιπα δεν μ’ ένοιαζε, γιατί οι άλλοι δεν ξέρω, οι μεγάλοι σίγουρα θα υπέφεραν κι αυτοί, αλλά σαν μικρό παιδί αυτό το θυμάμαι, το κρύο, πάρα πολύ κρύο. Μέχρι και που είχα το λεγόμενο καρκαλέτσι. Αυτό δημιουργούνταν από κρυώματα. Λόξυγκας συνέχεια δηλαδή και μόνιμα θυμάμαι τη μύτη μου να τρέχει, μόνιμα. Τα παιδικά λες χρόνια τώρα; Μέχρι το δημοτικό δηλαδή;

Α.Α.

Και πιο πέρα.

Γ.Π.

Το γυμνάσιο έφυγα από την πόλη. Γυμνάσιο έκανα, έφυγα απ’ το χωριό, γυμνάσιο έκανα στην πόλη, στην πόλη. Τώρα, ήμουνα προσαρμοστικός, δεν ήμουνα δύσκολος. Και νομίζω ότι τα παιδιά, οι έφηβοι, ήτανε πιο… Δεν είναι όπως τώρα τα παιδιά, που ακούμε με bullying και μ’ αυτά, όχι ότι δεν υπήρχανε, αλλά επειδή ήμασταν από χωριά κι όλα αυτά, νομίζω ήμασταν πιο αγαπημένα. Έτσι μου φαίνεται εμένανε. Όχι ότι δεν υπήρχανε και οι πιο ζωηροί, να τους πούμε έτσι, αλλά στη δικιά μας την ηλικία, δεν θυμάμαι να 'μασταν τόσο ζωηροί. Κι αυτό που μου έκανε εντύπωση και μου άρεσε στην πόλη, υπήρχαν δύο ειδών σχολεία, ήταν το αρρένων και το θηλέων. Όταν κατεβαίναμε από την πλατεία, εκεί ήταν το κέντρο, σταματάγαμε και τα σχολεία ήταν, ένα εδώ κάτω, και τ΄ άλλο ήτανε προς τα δω που είναι τα λεωφορεία, τα παλιά ΚΤΕΛ. Λοιπόν, απ’ τα δεξιά κατέβαιναν τα κορίτσια και απ’ τ΄ αριστερά ήταν τα αγόρια και υπήρχε ένα σημείο συνάντησης, αυτό ήταν οι πιο μεγάλοι, μου 'κανε εντύπωση, οι πιο μεγάλοι, όταν εμείς ήμασταν πρώτη γυμνασίου, η έκτη γυμνασίου, τ΄ αγόρια, περιμένανε λίγο πριν μπούνε στην αίθουσα, έξω απ’ τα προαύλια των σχολείων για να πειράξουν τα αντίστοιχα κορίτσια από την άλλη πλευρά που θα πηγαίνανε λίγο παραπέρα στο άλλο το προαύλιο. Και μου έκανε εντύπωση πώς είχανε το θάρρος οι πιο μεγαλύτεροι κι έλεγα: Πώς μπορούν αυτοί και μιλάν στα κορίτσια κι εγώ δεν μπορώ;». Αυτό μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση κι αυτό με δυσκόλευε, με δυσκόλευε πάρα πολύ. Στο σχολείο ήμουνα ένας μέτριος μαθητής, γιατί με κέρδισε πάλι το γυμναστήριο, είχε γυμναστήριο και στα μαθήματα δεν τα πολυγούσταρα, δεν... Εκτός απ’ την Ιστορία. Μου άρεσε πολύ η Ιστορία, την έβρισκα πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Τα Καλλιτεχνικά, εντάξει, τη Γυμναστική, δεν το συζητώ, η Γεωγραφία, η Βιολογία... Με κούραζε τα Μαθηματικά και κυρίως η Γεωμετρία κι η Τριγωνομετρία. Η Άλγεβρα λίγο στην αρχή ήταν ενδιαφέρουσα, μετά αρχίσανε, ξέρεις, ημίτονα, συνημίτονα, «Άντε γεια», είπα εγώ, "Goodbye". Και προσπαθούσα να μάθω και αγγλικά, προσπαθούσα και να μάθω αγγλικά. Η μάνα μου έκανε άπειρες προσπάθειες γιατί, επειδή αυτή δεν ήθελε, ένιωθε μάλλον μειονεκτικά, γιατί η ίδια ήθελε να σπουδάσει, ήθελε να πάει, αλλά ήταν έτσι εκεί η κατάσταση, ο παππούς ήταν των παλιών αρχών, «Τα κορίτσια στο σπίτι», δεν τ΄ άφηναν, ενώ η μάνα μου ήθελε πάρα πολύ. Και μάλλον με βοηθούσε όσο μπορούσε, ό,τι δεν έκανε αυτή να το δει στο αγόρι τουλάχιστον. Όχι ότι και στην αδερφή μου δεν έκανε, γιατί είμαστε δύο αδερφάκια, έκανε και στην αδερφή μου, αλλά σε μένα ήθελε κάτι παραπάνω. Την απογοήτευσα, δεν πειράζει, τι να κάνουμε. Της είπα: «Μάνα δεν τα κατάφερα στο σχολείο, τα κατάφερα όμως πολύ καλά στη ζωή». Άλλο μετά, αυτό ήταν, ναι, μετά δεν είχα, στο λύκειο που έπαθε ο πατέρας το ατύχημα και μετά ξεκίνησα την εργασία.

Α.Α.

Από την αγροτική ζωή θυμάστε κάτι;

Γ.Π.

Απ’ την αγροτική ζωή θυμάμαι πολλά πράγματα. Θυμάμαι, η χαρά μου ήταν όταν θα πηγαίναμε με τον παππού είτε να μαζέψουμε τα χορτάρια είτε να πάμε να οργώσουμε κι όλα αυτά, γιατί μου άρεσε πολύ το άλογο. Και επειδή κάθε φορά που μόλις θα τελείωνε το όργωμα ή οποιαδήποτε ήταν αγροτική δουλειά, μου έλεγε: «Θα παίρνεις το άλογο απ’ το σπίτι» κι έπρεπε μετά να το πάμε σε κάποια λιβάδια για να χαλαρώσει, να ηρεμήσει κοντά στη λίμνη ήταν αυτά. Και έπρεπε να το πάω κι εγώ πήγαινα, μου έλεγε: «Θα το πάρεις από το χαλινάρι και θα πας ποδαράτος», «Εντάξει» του έλεγα εγώ. Ήμουνα, δεν ήμουνα 10 χρονών, 11. Επειδή ήμουν ήσυχος, μου 'χε εμπιστοσύνη, αλλά εγώ τι έκανα; Μόλις έφευγα απ΄ το σπίτι, λίγο παραπέρα και τότε δεν ήτανε ο δρόμος όπως είναι τώρα κι όλα αυτά, ήτανε βατσούνια, ήταν δέντρα, είχα βρει ένα δέντρο, έδενα το άλογο, τον λεγόμενο «Κίτσο τον Λεβέντη», ανέβαινα στο κλαρί, αυτός ήταν πτώμα απ΄ την κούραση, δεν χοροπηδούσε το άλογο, ήταν ήρεμο, ανέβαινα επάνω και πήγαινα λες και ήμουνα ο John Wayne! Τρεχάλα το άλογο, ναι, ναι, ναι... Και έφαγα και μία τούμπα, και τούμπα, και ευτυχώς σώθηκα, γιατί τι ήταν, πώς την έφαγα την τούμπα; Ήμουνα καλός, τι ήμουνα; Παιδί, ελαφρύς μια χαρά κι όλα αυτά. Τι έπαθε το άλογο; Ενώ πήγαινε κανονικά, είχε μία, περνούσαν πρώτα οι αγελάδες και ήταν μαλακό το έδαφος, όταν στέγνωσε έμειναν οι πατημασιές και είχε βαθουλώματα απ’ τις οπλές τους, όπως είναι, έκανε τέτοιο. Και το άλογο εκεί που έτρεχε, κάπου δεν υπολόγισε ότι θα μπει μέσα το πόδι του και γονάτισε το άλογο κι εγώ έφυγα, γιατί εγώ πήγαινα καμαρωτός, John Wayne, και ξαφνικά το άλογο γονατίζει και φεύγω πάνω απ’ το άλογο! Έπεσα κάτω. Ευτυχώς για κάποιο λόγο, τώρα, θες ήμουν ελαστικός; Ευτυχώς δεν έσπασα λεκάνες, κεφάλια και οτιδήποτε, δεν έσπασε και ο Κίτσος το πόδι γιατί ο παππούς… Κι εγώ, δεν σου λέω τίποτε. Αυτό ήταν ένα καλό μάθημα. Έκτοτε ο Κίτσος δεν ξαναπήγε ποτέ από κει πέρα και δεν τον έτρεξα όπως ήθελα. Πάρα πολύ ωραία, ωραία χρόνια. Αυτό θυμάμαι απ’ τα αγροτικά κι όταν μ’ έβαζε στο καρό. Μ΄ έβαζε στο κάρο γιατί, όπως το γεμίζαμε με τα χόρτα, για να πάρει πιο πολύ, έπρεπε να το πατάμε. Και μου έλεγε αυτός, έριχνε το χόρτο επάνω κι εγώ το πάταγα. Και το πάταγα, πάταγα, πάταγα με αποτέλεσμα το έκανα πολύ, πολύ, πολύ ψιλό και μ’ άρεσε, γιατί απ΄ το κάρο ανέβαινα πάρα πολλά μέτρα. Πολλά μέτρα; Τέλος πάντων, αρκετά μέτρα. Κι έβλεπα τον κόσμο αφ’ υψηλού. Και μετά μου το ‘δινε, εντάξει, δεν ήταν τ΄ αμάξια κι όλα αυτά κι επειδή ήταν οι αγροτικοί δρόμοι, μου το έδινε να μάθω να τον οδηγώ, τα ηνία. Μου έλεγε: «Τώρα λίγο πιο δυνατά για να στρίψεις», πώς θα πάρω τη στροφή του αλόγου, γιατί καμιά φορά άμα την έπαιρνες κλειστή, έπεφτες σε κανένα χαντάκι, γιατί τον τράβαγα πολύ και μου ‘λεγε: «Μη τον τραβάς πολύ, θα την πάρουμε ανοιχτή». Και μ’ έμαθε πώς να χειρίζομαι τα χαλινάρια από μικρός και μ’ άρεσαν εμένα αυτά. Ή καμιά φορά μ’ έβαζε, είχε αυτός τα χαλινάρια πίσω στο τέτοιο κι εμένα μ’ έβαζε πάνω στο άλογο και πηγαίναμε. Τώρα φαντάσου, ένα παιδάκι, η χαρά του! Άλλο απ΄ την αγροτική ζωή; Όχι, δεν θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο που όταν ήταν καμιά φορά και δουλεύαν όλοι μαζί, μας βάζανε, δεν είχανε πού να μας... στα σπίτια κι όλα αυτά, μας βάζαν κάτω απ’ τα κάρα. Αυτή ήταν μια συνήθεια, νομίζω την έχουν από κει που ήρθανε. Το φαγητό, γιατί δουλεύανε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, είχανε μαζί τους το κολατσιό. Αυτό μπορεί να ‘τανε αυγά, ντομάτα, ψωμί, τυρί και τέτοια. Μας στρώνανε κάτω κουρελούδες, κάτω από δέντρα, αφού το καθαρίζανε, κοιτούσανε να μην υπάρχουνε φίδια και τα λοιπά, χοντρές, και σηκώναν το κάρο για σκιά, όσο μπορούσανε, με υποστυλώματα, μην πέσει και μας έρθει και στο κεφάλι και κοιμόμασταν ωραία εκεί. Αυτό το θυμάμαι. Κυρίως όταν -αυτό γινόταν- όταν βγάζαν τις πατάτες. Πηγαίναμε κι εμείς τάχα σαν παιδάκια, παίρναμ΄ ένα κουβαδάκι και τάχα μαζεύαμε κι εμείς πηγαίναμε το αφήναμε και ξαναγυρίζαμε, γινόμασταν και πτώμα, κουρασμένοι, ούτε θα διψάγαμε, ούτε… Αλλά θυμάμαι ότι κοιμόμασταν ωραία, στρωματσάδα εκεί, μια χαρά. Ερχόνταν μετά κι οι μεγαλύτεροι, ήταν ωραία! Ήταν πάρα πολύ ωραία.

Α.Α.

Τι χόρτα είχατε;

Γ.Π.

Χόρτα είχανε σιτηρά και πολύ καπνό, βάζανε καπνοχώραφα. Και αυτό που μ΄ άρεσε, ναι, κι αυτό που θυμάμαι τώρα που είπα, με τον καπνό, όταν τον μαζεύαμε τον καπνό, μετά έπρεπε να τον αρμαθιάσουμε με μεγάλες βελόνες και μετά να τον βάλουμε σε λιάστρες. Δηλαδή οι λιάστρες τι ήτανε; Ήτανε σαν ένα υπόστεγο με νάιλον κι αυτά, βάζαμε τον καπνό, αφού τον αρμαθιάζαμε, τον βάζαμε από κάτω και έπρεπε να γίνει η αποξήρανση. Έτσι κάνουν τώρα τα σύκα και τη σταφίδα, ένα παρόμοιο πράγμα. Και μου άρεσε πολύ η μυρωδιά του καπνού, πάρα πολύ, και μου άρεσε που ήμασταν όλοι συγκεντρωμένοι, δηλαδή μαζευόνταν και 10 άτομα. Σ’ εμάς μάς δίνανε κάποια φύλλα και οι μεγάλοι πιο πολλά. Και μου άρεσε με τη βελόνα να τα περνάω, να τα τρυπάω και να κάνω την αρμαθιά, μεγάλη, και χαιρόμουν κι έλεγα: «Κοίτα, μαμά, πόσο έκανα», «Μπράβο, μπράβο» μου ‘λεγαν. Μου άρεσε κι αυτό πάρα πολύ, ναι, ίσως επειδή ήταν όλοι μαζί και το άρωμα του τέτοιου, κι αυτό το… Μου άρεσε πάρα πολύ και το επεθύμησα, δηλαδή αν θα μπορούσα να το κάνω πάλι, θα το ξανάκανα με μεγάλη ευχαρίστηση.

Α.Α.

Τα 'χετε ακόμα; Τα χωράφια;

Γ.Π.

Όχι, όχι, δεν υπάρχουν, πάν’. Τώρα η Ανατολή έγινε οικοδομίσιμη, όλο, χαθήκαν όλα αυτά. Δεν υπάρχει πλέον για παραγωγή. Έγιν΄[00:20:00] όλο οικοδομή. Η προέκταση της πόλεως έγινε προς την Ανατολή. Χαθήκαν όλα αυτά, ακόμα κι αυτό που πηγαίναμε… Τα χωράφια, που είναι τα ζώα, εκεί έχω το κτηματάκι μου τώρα, έχω έναν κηπάκο και είναι νωπές οι αναμνήσεις. Δηλαδή το μονοπάτι που πήγαινα με τον Κίτσο, έχει γίνει λεωφόρος. Ναι, ναι, ναι, ναι, όλα αυτά χαθήκανε, χαθήκαν όλα αυτά. Ακόμα και ο… Υπήρχε ένας αύλακας, πριν τη λίμνη, υπήρχε ένας αύλακας. Εκεί γινόταν, το 'χε κάνει ο Καραμανλής για αποξήρανση, γιατί τα νερά ήταν πολύ επάνω, της λίμνης. Έκανε, ήρθε ο Καραμανλής, είπαν κάπου το ’60 τόσο και έκανε εγγείων βελτιώσεων, δηλαδή άνοιξε αυλάκια, αύλακες μεγάλους, με αποτέλεσμα να απορροφήσουνε το νερό και να το διοχετεύουνε προς την άλλη πλευρά της πόλεως και σιγά σιγά με τον καιρό, έγιναν χωράφια να τρώνε οι αγελάδες, τα ζώα, ό,τι είχε ο καθένας, πρόβατα, και έγινε η αποξήρανση. Και ακόμα τώρα τα αυλάκια δεν υπάρχουνε, γιατί τα κλείσανε, βάλανε σωλήνες και τα κλείσαν από πάνω για να γίνουνε γήπεδα, για να γίνουνε -απ’ ό,τι βλέπω εκεί- σπίτια. Δεν έμεινε τίποτε. Δεν έμεινε τίποτε απ΄ όλα αυτά δυστυχώς.

Α.Α.

Είχατε κι άλλα ζώα πέρα από άλογα;

Γ.Π.

Είχαμε γελάδια εμείς, είχαμε γελάδια περισσότερο. Δύο ήταν τα αλογάκια. Και μάλιστα και το θλιβερό ήτανε ότι, όταν ο παππούς σταμάτησε, ο Κίτσος υπήρχε, και τότε ερχόταν κάποιοι, τα μαζεύανε για Ιταλία για κονσέρβα, ναι. Και θυμάμαι ήτανε τα λιβάδια κι ήταν πολλά άλογα κι έλεγα: «Γιατί είναι τόσα πολλά και τα φέρνουνε;», μου 'λεγε ο πατέρας: «Θα τα πάνε στην Ιταλία», «Α -λέω εγώ- σε αγώνες;», «Ναι» μου λέγαν. Αλλά κάποιος έξυπνος είπε ότι τα πάνε και τα σφάζουνε. Δεν έδωσα εγώ σημασία, εντάξει. Όταν ήρθε, γιατί ο παππούς είπε: «Άλλο δεν μπορώ, σταματάω», δώσαμε τις αγελάδες και ήρθε η ώρα να δώσουμε και το άλογο, «Τι να το κάνουμε -λέει- το άλογο;». Εγώ πονηρεύτηκα κι είπα: «Θα τον βάλουν τον Κίτσο και θα γίνει κονσέρβα». Κλάμα, κακό! Κοιμήθηκα με τ’ άλογο. Ήρθαν να το πάρουνε. Πουθενά. Πού να με βγάλουν εμένα από τον χώρο; Με τίποτα. Να με τραβάνε, εγώ πάλι πίσω, «Δεν θα τον πειράξετε με τίποτα». Φύγαν οι άνθρωποι, τους είπαν, «Άσ΄ το, το παιδί, δεν γίνεται». Και κάποια στιγμή μού τον πήρανε, δηλαδή ξύπνησα και το άλογο δεν υπήρχε, «Τι έγινε το άλογο;», μου ‘παν ότι: «Έφυγε, λύθηκε» κι όλα αυτά. Το ‘χαψα εγώ, αλλά αργότερα, με τα χρόνια, κατάλαβα ότι τελικά μου τη φέρανε. Με στεναχώρησε πάρα πολύ αυτό, αυτό με στεναχώρησε. Δεν άξιζε ο Κίτσος να χαθεί, ένα αλογάκι ήτανε. Σιγά μωρέ, τι έτρωγε; Ένα σανό, ένα χορταράκι. Πόσο θα ζούσε; Κι άλλα δυο τρία χρόνια και μετά ώρα του καλή. Τέλος πάντων, αυτό ήτανε πολύ στενάχωρο.

Α.Α.

Τα γελάδια τα είχατε και για παραγωγή γάλα;

Γ.Π.

Ναι, ναι, ναι, ναι. Όταν πρωτοήρθαν οι παππούδες, τους δώσανε, νομίζω υπήρχε μια αντιστοιχία. Το ζευγάρι, χωρίς τα παιδιά, έπαιρνε 5 στρέμματα ο καθένας. Παραγωγικά χωράφια, στα οποία εκεί θα καλλιεργούσανε και μία αγελάδα και ανάλογα με τα παιδιά, νομίζω, παίρνανε επιπλέον. Είχες ένα παιδί; Θυμάμαι κάμποσοι είχανε τέτοιο, είχαν πιο μεγάλη περιουσία. Αργότερα φάνηκε ότι τα χωράφια που έγιναν οικόπεδα ήταν πιο πολλά, γιατί ήταν πολλά τα παιδιά και βρέθηκαν, άρα είχαν πιο πολλά στρέμματα, όταν γίνονται τα χωράφια, οικόπεδα. Εμένα ο πατέρας μου ήταν τέσσερα τα αδέρφια, ναι, τέσσερα αδέρφια ήτανε. Και τι μου ‘χες ρωτήσει;

Α.Α.

Αν τα γελάδια τα χρησιμοποιούσατε για γάλα-

Γ.Π.

Μπράβο, ναι, ναι. Και είχε πάρει μια αγελάδα, αλλά επειδή ήταν εργατικοί, πήρανε, αγοράσανε κι άλλες κι άλλες και τελικά ήτανε έξι, απ’ τα οποία βγάζαμε βούτυρο. Αυτό θυμάμαι εγώ, βούτυρο, γάλα, με τέτοιο μεγάλωσα, και γάλα παχύ, όχι… Γάλα, γάλα! Και δεν θα ξεχάσω πώς βγάζανε και το βούτυρο, μου ‘κανε μεγάλη εντύπωση. Ξέρεις πώς βγάζαν το βούτυρο; Δεν ξέρεις. Είχανε ένα σαν χωνί μεγάλο, ξύλινο, όπως είναι τα βαρέλια, του κρασιού -να το πούμε έτσι- αλλά ήταν ψηλό, εγώ ήμουνα κοντός, το ‘βλεπα μεγάλο. Θα ‘τανε 1,5 μέτρο, σημερινό και αυτό είχε ένα σαν κουπί ήτανε. Αυτό ήταν όσο ήταν το στόμιο του δοχείου, ήτανε η άκρη απ’ το κοντάρι. Είχε ένα στρογγυλό πράγμα και το πήγαινε ίσα ίσα να κατεβαίνει κάτω. Τι κάναν; Βάζαν το γάλα μέχρι ένα σημείο και μετά το χτυπούσανε το γάλα με το κοντάρι αυτό, που είχε μια κεφαλή. Η κεφαλή του κονταριού -να το πούμε έτσι- η κεφαλή του κονταριού ήταν ίση με το άνοιγμα του χωνιού. Και τι γινόταν; Και όσο το χτυπούσες το γάλα, για μένα άφριζε, στην αρχή έβλεπα ότι άφριζε και μετά αυτό, ο αφρός, σιγά σιγά γινόταν βούτυρο. Και αφού το χτυπούσαμε και έβλεπα ότι το ανέβαζε μετά, δηλαδή όσο εσύ το χτυπούσες, αυτό ανέβαινε προς τα πάνω και κάποια στιγμή, το σηκώναν λίγο για να δούνε, ήταν κομμάτια κομμάτια, το σηκώναν και αυτό καθαρίζανε. Και αυτό ήταν το βούτυρο, μ’ αυτό μαγειρεύανε, το οποίο ήτανε αυθεντικό, δεν υπήρχε πιο... Εγώ δεν μπορούσα να το φάω, αλλά τώρα κατάλαβα ότι αυτό ήτανε βούτυρο σύμφωνα μ’ αυτά που τρώμε. Και μου έκανε εντύπωση, γιατί όπως το χτυπούσανε, βγήκε, έβγαινε και μου 'κανε εντύπωση πώς βγαίνει, ρε παιδάκι μου, απ΄ το χτύπημα. Και κάποια στιγμή λέω στον πατέρα μου, τού λέω: «Να το χτυπήσω κι εγώ;», «Εντάξει» μου είπε. Ήθελα να το χτυπήσω. Αυτοί ξέραν όμως, ήταν τεχνικό το χτύπημα. Το πήρα κι εγώ με δύναμη,  εγώ νόμιζα ότι είναι… Ρίχνω μία και γίνομαι από πάνω μέχρι κάτω γάλα! Άσπρος όλος! Βρώμα, μπόχα, δυσωδία, μύγες... Πω πω, δεν θα την ξεχάσω τη μυρωδιά με τίποτα! Έφαγα και ξύλο, γιατί λέρωσα και τα ρούχα και έλεγε η μάνα: «Όλα τα ‘χαμε, τώρα έπρεπε να πλύνω», έπρεπε να με πλύνει κι εμένα ολόκληρο. Και πού να με πλύνει; Δεν είχαμε μπανιέρες και τέτοια. Υπήρχε μία σκαφίδα, καθαρίζαμε το μαντρί, γιατί αυτός ήταν ο χώρος, ο προαύλιος χώρος, καθαρό το μαντρί όμως, εκεί που ήταν τα ζώα, έτσι το λέγαμε, μαντρί, το οποίο καθοριζόταν κάθε μέρα υποχρεωτικά και ήτανε ασβεστωμένο υποχρεωτικά. Δηλαδή τα γελάδια μας δεν μυρίζανε, δεν είχανε τη μυρωδιά, την κοπριά που λέμε. Ήταν πεντακάθαρα. Και πρώτα, αυτό που θυμάμαι, έτσι, η μια κουβέντα έφερε την άλλη, όταν ερχόταν να πάρουν το γάλα, πρώτα παίρναν απ’ τον παππού κι αυτό γιατί; Τα πλέναμε τα ζώα και ειδικά απ’ τα θηλυκά πλέναμε από κάτω τους μαστούς για να ‘ναι καθαροί, γιατί οι περισσότεροι, όπως ήταν τα ζώα, παίρναν τους μαστούς, τραβάγανε, βγάζαν εκεί και είχε μέσα, θυμάμαι, μαυριδάκια, σκουπίδια απ’ τα ζώα, χώματα όπως αυτά καθόνταν, κυλιόντουσαν κι όλα αυτά. Η μάνα μου, θυμάμαι, με ζεστό νερό τούς τα έπλενε, τα καθάριζε. Είχαμε και βούρτσα. Εγώ είχα μια βούρτσα και καθάριζα τα πίσω τους, όπου ήτανε, καθόντανε, ξέρεις, απ’ τα χώματα, όπως κάθονται, λάσπες κι όλα αυτά. Έχω τα βούρτσιζα. Τα έπλενε η μάνα, τους μαστούς. Δέναμε την ουρά, ναι, δέναμε την ουρά της αγελάδας, γιατί άμα είχε καμιά μύγα ή τέτοιο ή μπορεί να δυσανασχετούσε, κούναγε την ουρά κι όπως είσαι στο σκαμνάκι -υπήρχε ένα σκαμνάκι- και κάθεσαι, ερχόταν η ουρά και σου 'ριχνε και καμιά ανάποδη. Και δέναμε και την ουρά και θυμάμαι αυτό, πλέναμε τους μαστούς και μετά κάναν το γάλα. Κι εκεί μέσα αυτό ήταν το μπάνιο μας, κάναμε και το μπάνιο εκεί πέρα, μέσα εκεί. Λοιπόν, πλένανε με ξύλα και καζάνι βάζανε, μία φορά την εβδομάδα, κάθε Σάββατο. Θυμάμαι που μάζευα εγώ τα ξύλα, ένα τεράστιο καζάνι, να βάλω τη φωτιά για να ζεσταθεί και να είναι η μάνα μου, η συννυφάδα, όσες τις γυναίκες ήταν τέλος πάντων, στη σειρά και να τρίβουνε με το λουλάκι. Το λουλάκι ήτανε ένα σαν γαλαζόπετρα, το οποίο ήταν λευκαντικό, έτσι το λέγανε, λουλάκι, άμα ρωτήσεις τον παππού σου μπορεί να το ξέρει, το οποίο το ρίχνανε κι ενώ ήτανε μπλε το χρώμα, τα ‘βγαζε ολόλευκα. Και τις κουβέρτες, βελέντζες είχαν τότε, οι κουβέρτες, αυτές ήταν βαριές, είχαν’ το λεγόμενο κόπανο. Ο κόπανος τι ήτανε; Ήταν ένα βαρύ ξύλο, σαν κουπί ήταν, να σου δώσω να καταλάβεις, αλλά η άκρη του ήταν πολύ βαριά. Ήταν έτσι σχεδιασμένη, που μ’ αυτό ήταν βαρύ και τι γινόταν; Όπως τον βάζανε σ’ έναν πάγκο -να το πούμε έτσι- συνήθως ένα μεγάλο μάρμαρο ήτανε, το χτυπούσαμε για να φύγουν τα νερά, γιατί δεν μπορούσαν να το στρίψουν, ούτε υπήρχανε πιεστήρια κι όλα αυτά. Και εκεί, επειδή μου άρεσε να το χτυπάω, ήμουν στον κόπανο εγώ και βέβαια γινόμουνα μόνιμα λούτσα, το οποίο ήτανε πολύ ζόρικο. Δηλαδή θυμάμαι τις γυναίκες που λέγανε: «Πω πω, αύριο τι είναι, Σάββατο; Έχουμε πλύσιμο». Ναι ήτανε πολύ δύσκολο το πλύσιμο. Και τι είχα πάθει και μια φορά; Λοιπόν, εκεί που άναβα, όπως άναψα τη φωτιά και ήταν καλάμια, μου άρεσε, γιατί χάζευα. Όπως κρατούσα το καλάμι μού έκανε εντύπωση πως καιγότανε το καλάμι, έτσι σιγά σιγά και τέτοιο και αφαιρέθηκα σίγουρα δηλαδή. Κι όπως το κράταγα έτσι για κάποιο λόγο, μπήκε στο μάτι, μπήκε στο μάτι μου, έπαθα… Κακό, φωνή, χαμός! Να χάσω το μάτι μου! Ήρθε η μάνα μου, ήρθε ένας γείτονας, «Τι έπαθες [00:30:00]-λέει- Σοφία;» έβαλε τις φωνές, η μάνα μου τα 'παιξε, «Το παιδί, το μάτι» κι όλα αυτά, χαμός! Και με φέρανε στα Γιάννενα, ευτυχώς όμως δεν μπήκε πολύ το… Αλλά όσο να ‘ναι παιδάκι, μ’ έκαψε. Ήταν ένας καλός γιατρός, έτσι μου είπανε, και το ‘σωσα το μάτι. Αλλά έχω την εντύπωση ότι νωρίς είχα τον αστιγματισμό, δηλαδή αυτό το πρόβλημα που δημιουργήθηκε, μάλλον λόγω του καψίματος με το καλάμι. Σαν παιδιά παθαίναμε πάρα πολλά, γιατί έτσι ήταν όλα τα παιδιά στην επαρχία. Μα με το ποδήλατο, γόνατα, αγκώνες... Δεν σου λέω τώρα τούμπες και κεφάλια, σπασίματα κι όλα αυτά. Τώρα γιατί, κάτω ήταν χώμα, ό,τι παιχνίδι κι αν κάναμε, θα πέφταμε σε χώμα. Ποδήλατο; Δεν υπήρχε περίπτωση. Πάταγες φρένο και αλλού γι΄ αλλού, αλλού γι΄ αλλού! Σ’ έπαιρνε λοξά έπεφτες κάτω, χαμός! Και δεν έφτανε, φίλε, ότι χτυπάγαμε, τρώγαμε και ξύλο, «Γιατί έπεσες;», γιατί τότε τι είχαμε; Να ‘χαμε ένα παντελόνι; Δύο; Άμα χάλαγε, πού να πάρουν άλλο παντελόνι; Πόσα να μπαλώσει; Εγώ θυμάμαι τα παντελόνια ήτανε μπαλώματα. Δεν υπήρχανε εύκολα τα χρήματα και τρώγαμε και ξύλο. Δεν φτάνει ότι πηγαίναμε ματωμένοι, «Πάρ’ τα κι άλλη φορά για να προσέχεις για να μην έχουμε άλλα θέματα». Κατά τ’ άλλα ήταν ωραία τα χρόνια, χαρούμενα.

Α.Α.

Μένατε πολλά άτομα μαζί;

Γ.Π.

Εμείς όχι, η δικιά μας η οικογένεια, γιατί το σπίτι το είχε φτιάξει ο πατέρας μου και είχαν ξεχωριστά τα δωμάτια. Αυτό το θυμάμαι. Και πολύ γρήγορα -δεν έμενα με τους παππούδες-  πολύ γρήγορα, δηλαδή αν ήμουνα δημοτικό, να 'μουνα δευτέρα δημοτικού, φτιάξαμε σπίτι δίπλα από τα πατρικά μας, οπότε κάναμε πιο ψηλό, οπότε είχαμε τον δικό μας χώρο. Τα αδέρφια του πατέρα μου, για λίγο ήταν κι αυτοί, μετά ήρθανε στην πόλη. Ο αδερφός του, ο ένας, ήρθε στην πόλη γιατί ήταν οι δουλειές του και η γυναίκα του, δούλευαν εδώ πέρα και ο άλλος ο αδερφός του σπούδαζε, ήταν δικηγόρος, έφυγε κι εκείνος γρήγορα, με αποτέλεσμα να μην είμαστε όλοι όπως ήταν οι περισσότερες οικογένειες σ΄ ένα σπίτι 15 άτομα. Το ‘χα δει σε γειτόνους. Εμείς είχαμε την άνεση και γρήγορα πήγαμε ο καθένας στον δικό του χώρο. Αλλιώς πιο παλιά, όταν δηλαδή ο πατέρας μου ήτανε έφηβος -να το πούμε έτσι-, ήταν και τα τρία αγόρια και οι τρεις συννυφάδες ήταν εκεί. Χαμός! Δεν σου λέω τίποτα, δεν σου λέω τίποτα. Η τρέλα στο μεγαλείο, όπως μου εξιστορούνε τώρα η μάνα μου, οι θειες μου, που λέγανε, ειδικά αυτό που σου 'πα πριν, όταν ήταν ν΄ ανάψουν τη φωτιά για πλύσιμο; Ήταν και περίεργες οι γυναίκες, έπρεπε να... Η μία η συννυφάδα ήταν μη μου άπτου, δεν ήθελε να πλένει, δεν ήθελε να είναι βρώμικη, με τον τρόπο κι όλα αυτά απέφευγε όταν ήτανε, αλλά έπρεπε να βάλουν. Βάζαμε τη φωτιά και ο καπνός, επειδή έτυχε εκεί που βάζαμε τη φωτιά, το δωμάτιο και το παράθυρο -λέει η μάνα μου- έβλεπε προς αυτή την πλευρά. Ήταν 3 ξεχωριστά δωμάτια. Το δωμάτιο αυτηνής έτυχε να είναι εκεί κοντά που ανάβουμε τη φωτιά, με αποτέλεσμα να πηγαίνει ο καπνός. Ώσπου να γίνει η φωτιά και να ζεσταθεί το νερό κάναμε, άλλες δουλειές. Μόλις γυρνούσε η μάνα μου -λέει- κοιτούσε, σβησμένη η φωτιά, «Βρε πώς, έπεσε νερό; Τι γινότανε;». 1, 2, 5, 10, τη βλέπει, όταν έφευγε η μάνα μου, ερχόταν η συννυφάδα, έριχνε νερό να σβήσει η φωτιά για να μην καπνιστεί άλλο. Και της λέει η μάνα μου: «Βρε συ -της λέει- εγώ ανάβω φωτιά για να πλύνουμε και κάνεις αυτό το πράγμα; Γιατί;», της λέει: «Εδώ καπνός, μυρίζει, κάνει» κι όλα αυτά… Τσακωμό μεταξύ τους οι γυναίκες, να μη μιλιούνται. Επειδή τσακώθηκαν οι γυναίκες να μη μιλιούνται τ’ αδέλφια, άλλο κακό! Κι έτσι ευτυχώς, για καλή μας τύχη, ο πατέρας μου είπε ότι ο καθένας πρέπει να κάνει το δικό του σπιτικό για να μην έχουμε τραβήγματα κι έτσι πήγαμε και μείναμε, έφτιαξε ο πατέρας μου και μείναμε στο δικό μας το σπιτικό.

Α.Α.

Το θυμάστε το σπίτι και τη φάρμα;

Γ.Π.

Πολύ καθαρά, πάρα πολύ καθαρά. Θυμάμαι ότι, όταν πρωτοπήγαμε στο σπίτι, δεν είχαμε την τουαλέτα. Οι τουαλέτες ήταν ακόμα απ’ του παππού, που 'ταν εξωτερικές όμως, αλλά επειδή έπρεπε το βράδυ, κάτι μπορεί να χρειαζόσουνα, μια ανάγκη, υπήρχε το λεγόμενο καθίκι. Υπήρχε ένα καθίκι, έτσι το λέγανε. Το γιογιό που λένε σήμερα, εμείς το λέγαμε καθίκι, προφυγικά, δεν ξέρω πώς βγήκε, έτσι. Και επειδή το σπίτι ήταν διώροφο, για την εποχή του πολύ extreme, κι ήταν 30 τα σκαλοπάτια, ανεβαίναμε το βράδυ επάνω και υπήρχε ένα σλόγκαν το οποίο λέγαμε: «Ο τελευταίος μην ξεχάσει το καθίκι». Πήγαινε ο πρώτος, ο δεύτερος, δεν τον ένοιαζε και ο τελευταίος έπρεπε να το πάρει γιατί το βράδυ, άμα πηγαίναμε όλοι επάνω, βαριόμασταν να ξανακατέβουμε στα 30 σκαλοπάτια, η ώρα 12:00-01:00, αν θέλει κάποιος ίσως να κάνει την ανάγκη του, να κατουρήσει συνήθως, οπότε έπρεπε να το θυμηθούμε το γιογιό και λέγαμε: «Ο τελευταίος το καθίκι» και το κουβαλούσε. Αυτό που θυμάμαι, είχαμε, ήταν ένα ασοβάτιστο, όχι, είχε σοβατιστεί και για να μη φαίνονται όμως, δεν υπήρχαν κάδρα και τέτοια, τότε οι πιο πολλοί, ηλικιωμένες, μεγάλες, ηλικιωμένες, οι μεγάλες γυναίκες κάναν την προίκα κι είχε η μάνα μου ένα σχέδιο, μου ‘κανε μεγάλη εντύπωση, για να καλύψει τον τοίχο. Είχανε ένα όπως... Έχεις πάει στα χωριά και βλέπεις βάζουνε κάτι κιλίμια, βάζουνε… Λοιπόν, αυτά τα είχαν οι ντόπιοι. Εμείς σαν πρόσφυγες, είχε ένα από βελουτέ χρυσοκόκκινο κι είχε έναν ιππότη μέσα, έναν άνθρωπο μέσα, πάνω σ΄ ένα άλογο. Ήταν ωραίο, ήταν μεγάλο. Λέει η μάνα μου το ‘χε ράψει, το ‘χε κεντήσει και το είχε με κρόσσια, το οποίο έφερνε μία ζεστασιά, δηλαδή το κοιτούσες και ζεσταινόσουνα. Ήταν αυτό. Και η πρώτη που ήρθε μετά, ναι, μετά το μαγκάλι γιατί είχε πάθει… Παραλίγο να χαθεί ο πατέρας μου, τον πείραξε, δεν το καταλάβανε και για κάποιο λόγο, ευτυχώς, είχαν ανοιχτή -λέει η μάνα μου- το παράθυρο ή τη μπαλκονόπορτα. Και στη ζάλη μέσα κατάλαβε ότι φταίει το μαγκάλι και θα πεθαίνανε και πήγε κι όπως ήταν το πέταξε με τη μία και γλιτώσαμε. Θα πεθαίναμε, όλη η οικογένεια, από σύμπτωση. Και φέραν τότε την πρώτη σόμπα  πετρελαίου, το θυμάμαι αυτό, την πρώτη. Και εκεί άρχισα λίγο να νιώθω ζεστασιά, με την πρώτη σόμπα πετρελαίου. Πω πω πω, λες και ήρθε το air condition! Γύρναγες το κουμπί, ρίχναμε το βαμβακάκι, θυμάμαι χαρακτηριστικά και το κοιτούσα για να δω πώς τρέχει. Δηλαδή ανοίγοντας τον διακόπτη, πώς, από πού έβγαινε το πετρέλαιο και εμπότιζε τη βάση κι έριχνα εγώ το βαμβάκι και σιγά σιγά αυτό το έβγαζε σε φλόγα. Μου 'κανε μεγάλη εντύπωση και καθόμουν με τις ώρες για να δω, από μικρός έτσι περιεργούσα. Αλλά δεν το σκάλισα ποτέ γιατί φοβήθηκα ότι μη το σκαλίσω και θα γίνει χαμός εδώ πέρα, θα φάμε το ξύλο της χρονιάς μας, μπορεί και να καούμε, τέλος πάντων. Αυτό θυμάμαι απ΄ το σπίτι και όλο παραβάν, όλο παραβάν, κουρτίνες, παραβάν, γιατί δεν υπήρχαν ντουλάπες. Είχε ο πατέρας μου, ασχολούνταν με ξυλουργικά και τέτοια, αλλά μάλλον δεν είχαν την άνεση ακόμα για να το φτιάξουν. Απλώς θυμάμαι κάποια ράφια και για να μη φαίνεται τέτοιο, όπως βλέπεις στις παλιές ταινίες, κουρτινάκι. Αυτό θυμάμαι. Πώς είναι οι κουρτίνες του μπάνιου; Κάπως έτσι. Και καμιά φορά αυτό κοιτάζω τώρα, πάω στο πατρικό και της λέω: «Ρε μάνα -της λέω- δεν θα ξεχάσω εδώ τώρα που έχεις τις ντουλάπες σου, με τις σερβάντες σου, με τα κηροπήγιά σου κι αυτά, που είχαμε ένα γκαζάκι» και μου λέει: «Το θυμάσαι;», της λέω: «Το θυμάμαι πολύ καθαρά, πάρα πολύ καθαρά». Και θυμάμαι πού ήτανε και μου έκανε εντύπωση, γιατί υποτίθεται ότι είχαν κάνει μια καμινάδα και από κει θα πήγαιναν οι σωλήνες για τη σόμπα. Μέχρι να ‘ρθει η σόμπα κι όλα αυτά, τον χειμώνα έφερνε ένα κρύο! Τι κρύο λες εσύ; Από κει λες ήταν αγωγός κι έφερνε κρύο, πολύ κι έβαζε κι η μάνα μου τάχα να κόβει λίγο εκεί το... Πολύ κρύο, αυτό θυμάμαι, πολύ κρύο.

Α.Α.

Σας έχει μείνει το κρύο πάρα πολύ.

Γ.Π.

Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι, ναι, αφού έχω φωτογραφίες, τα χέρια μου εδώ κοντά, επάνω, είναι ξεφλουδισμένα. Πάρα πολύ! Γιατί πήγαινα, καμιά φορά πήγαινα στις σόμπες, η γιαγιά είχε με ξύλα και καθόμουν γιατί κρύωνα πολύ και καθόμουν πάνω απ’ τη σόμπα. Ζεσταινόνταν πολύ τα χέρια. Τα Γιάννενα είχανε κρύο και μετά αναγκαζόμουνα να πάω στο σπίτι. Αυτή η μεταβολή του κρύου με του ζεστού, εδώ τις λέγαμε χιονίστρες, είχε φαγούρα και αιμάτωμα. Αφού τα χέρια μου ήταν μόνιμα… Όσο κι αν προσπαθούμε με μάλλινες, μέχρι και μάλλινες κάλτσες μού βάζαν εδώ πέρα για να… Εγώ είχα φαίνεται ευαισθησία. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Πολύ φαγούρα, τσούξιμο, πόνο κι ήθελα και να γράψω. Πήγαινα να γράψω με το στυλό, πού να το πιάσω το μολυβάκι για να το κάνω; Με πονούσαν τα χέρια. Κι άμα δεν, είχα και το χειρότερο, η μάνα μου ήταν ζόρικια, κάθε φορά που προσπαθούσα, μου ‘λεγε: «Γρήγορα» και μου ‘λεγε «Γρήγορα», [00:40:00]γιατί; Έπρεπε να είχαν τα ζώα, έπρεπε να κάνουν τις τέτοιο… Πού εγώ; Κατακέφαλο; Ορθογραφία, να κάνω γρήγορα. Πόσο γρήγορα να κάνω; «Ακόμα δεν τα ‘μαθες; Πάρε κι ένα κατακέφαλο εδώ πέρα», «Από πού να γλιτώσω;», έλεγα, «Απ΄ τις χιονίστρες; Απ’ τον δάσκαλο;». Οι δάσκαλοι χτυπούσαν κιόλας τότε, δεν είχανε τέτοιο. Δεν το ήξερες; Σφαλιάρα. Πήγαινες στη μάνα, ξύλο. Άμα πήγαινε στον δάσκαλο και του 'λεγε: «Βάρα τον κι άλλο. Άμα δεν διαβάζει και δεν κάνει, βάρα κι άλλο». Ωραία παιδικά χρόνια... Το μόνο ωραίο ήτανε το παιχνίδι, πάρα πολύ! Η ομαδικότητα. Πολύ παιχνίδι, αυτό έχω να το θυμάμαι.

Α.Α.

Θυμάστε παιχνίδια στις αλάνες;

Γ.Π.

Πάρα πολύ! Θυμάμαι πολύ το κρυφτό, πάρα πολύ κρυφτό. Κυνηγητό... Εμείς τα λέγαμε γοβάκια, εμείς το λέγαμε κουτσό -θα σ΄ τα εξηγήσω εγώ- και σκοινάκι παίζαμε πολύ, πολύ σκοινάκι. Και μήλα... Τα γοβάκια ήταν κάτι αντίστοιχο. Κάναμε νομίζω ή 5-6 τρύπες, μεγάλες, κι είχαμε μια μπαλίτσα. Ήμασταν γύρω γύρω κάποιοι απ’ τα παιδιά, καθόνταν γύρω απ’ αυτό, κι αν η μπαλίτσα κατάφερνε κι έπεφτε μέσα και καθόμταν στο τέτοιο, μ’ αυτή την μπάλα έπρεπε να ήμασταν γρήγοροι, μ’ αυτήν την μπάλα ν΄ αρχίσω όποιον βρίσκω κοντά, για να τον βγάλω έξω. Ένα αντίστοιχο των μήλων, αλλά ήταν πιο ζόρικο. Εντάξει, το σκοινάκι είναι το γνωστό. Κούνιες πολλές, πολλή κούνια, από δέντρο σε δέντρο. Βάζαμε τα σκοινιά από δέντρο σε δέντρο, δύο σκοινιά και παίρναμε τις κουβέρτες που τυλιγόμασταν στο σπίτι και τις κάναμε μ’ έναν τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε να μπαίνουμε μέσα. Σαν σαρμανίτσα, να το πω έτσι. Ήταν μια τεχνική που διπλώναμε την κουβέρτα στα σκοινιά, ούτως ώστε να μπαίνουμε και με το βάρος μας να μην ανοίγει και να κάθεται, ούτως ώστε να κουνιόμαστε και να μην ανοίξει. Βέβαια κάποιοι, άμα θέλαμε να κάνουμε τη διαολιά, το αφήναν λίγο πιο φυρό, με αποτέλεσμα όταν πήγαιναν «κούνια μπέλα» κι ο άλλος ήταν αμέριμνος, ξαφνικά λυνόταν αυτό κι εκεί που ήσουν, έπεφτες κάτω και γελάγαμε, παιδιά, αλλού χέρια, αλλού πόδια. Τέλος πάντων. Και το κουτσό εμείς το λέγαμε... ώρα το λένε ίσως διαφορετικά. Ήταν ένα σχήμα κάτω στο χώμα, ήτανε 1, 2, 3  κύβοι, μετά ήταν διπλός, μετά ήταν μονό και μετά ξανά οι κύβοι, τέτοιο, και μετά στο τέλος, άμα ήθελες, βάζαμε κι ακόμα ένα και παίρναμε ένα κεραμιδάκ΄. Μ’ αυτό το κεραμιδάκι, το ρίχναμε πρώτα στον πρώτο κύβο και πηδούσαμε κι έπρεπε να κάνουμε… Θες να σ΄ το δείξω; Να δεις πώς γίνεται;

Α.Α.

Ναι.

Γ.Π.

Σε σχέδιο; Έχουμε μια μικρή παύση στο ηχείο, αλλά δεν πειράζει. Πρέπει να δείξουμε στο κορίτσι πώς ήτανε το κουτσό. Φοβερό παιχνίδι, το οποίο κάποια στιγμή θα το παίξω με τη γυναίκα, που ξέρει κι αυτή, γιατί το ‘χει παίξει. Άλλο ένα εδώ, άλλο ένα εδώ και προαιρετικά αυτό εδώ. Εδώ έριχνες ένα κεραμιδάκι. Τώρα εσύ είσαι ο άνθρωπος. Η πρώτη κίνηση είναι να πηδήσεις εδώ, εδώ και μόλις βρεθείς εδώ, ανοίγεις τα πόδια. Μετά πας εδώ, ξανανοίγεις τα πόδια, πας εδώ και μόλις φτάνεις εδώ κάνεις αναστροφή. Αλλά τα πόδια σου, τα πόδια σου, δεν πρέπει να βγουν από δω. Όσοι κάναν αναστροφή το πιο πιθανόν ήταν να βγουν έξω ή να πατήσουν γραμμή, έχανες το τέτοιο. Αν κάποιος ήτανε καλός… Η δεύτερη κίνηση έκανες, αφού το κατάφερνες το πρώτο και γύρναγες σώος κι αβλαβής, έπαιρνες το κεραμιδάκι, το 'βαζες εδώ και ξεκίναγες από δω, με τη μία. Από δω έπρεπε να πηδήσεις εδώ και τα λοιπά και τα λοιπά. Όταν το κεραμιδάκι ήταν εδώ, άρχιζε να δυσκολεύει, γιατί έπρεπε να πηδάς πιο πολύ κι έπρεπε να 'σουν λίγο αίλουρος. Όσοι ήταν πιο γεματούληδες ή γεμάτες, χάνανε γιατί τέτοιο. Αφού λοιπόν βγάζαμε όλο αυτό, πρώτα, με το κεραμιδάκι, το πιο δύσκολο ήταν ότι έπρεπε… Ξαναβάζαμε το κεραμιδάκι, έπρεπε τώρα μ’ ένα πόδι, με ένα πόδι, να σπρώχνουν το κεραμιδάκι, με μία κίνηση να πάει εδώ, με μία κίνηση όμως! Όπως καθόσουν όρθιος, έτσι, έπρεπε να το χτυπήσεις το κεραμιδάκι, αλλά το κεραμιδάκι να μην πάει ούτε στη γραμμή, έπρεπε να ‘ρθει εδώ. Κι έπρεπε, το πιο σωστό ήτανε να πας όσο μπορείς στο κέντρο, γιατί αν ήταν το κεραμιδάκι στην άκρη, χτυπώντας το, εσύ δεν έπρεπε να χτυπήσεις τη γραμμή, γιατί άμα ήταν εδώ στην άκρη, όπως ήσουν στο κουτσό, και το χτύπαγες, εσύ έπεφτες στη γραμμή, έχανες τον πόντο, άλλος στη σειρά. Κι αυτό ήταν ένα πολύ ωραίο παιχνίδι, έξυπνο, απαιτούσε πολλή αυτοσυγκέντρωση, τεχνική. Λίγοι το καταφέρνανε. Ήταν μερικοί, ήτανε αετοί. Φοβερό παιχνίδι αυτό, πολύ μου είχε αρέσει, έξυπνο! Μήλα είπαμε, κυνηγητό, κρυφτό... Ένα άλλο εμείς το λέγαμε στη γλώσσα μας -πού να το ξέρουν, είναι στη δικιά μας- το λέγαμε «τσελίκο παν». Αν ρωτήσεις πρόσφυγα, Πόντιο, θα το ξέρει. Αυτό παιζότανε μ’ ένα σαν ρόπαλο του baseball, του baseball. Τι ήτανε; Είχαμε ένα ρόπαλο σαν το baseball και είχαμε κι ένα άλλο πιο μικρό ξυλάκι, τόσο, το βάζαμε σε μια πέτρα έτσι, ήταν έτσι. Με το ρόπαλο χτυπούσαμε εδώ κι έπρεπε αυτό να πάει ψηλά και μετά να το χτυπήσεις και να πάει σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο και γι’ αυτό το λέγαν «τσελίκο παν». Δηλαδή, φαντάζομαι εγώ τώρα, «τσελί» ήταν χτύπημα, δηλαδή να πάει να σηκωθεί αυτό και να το χτυπήσεις. Δεν ήταν εύκολο, ενώ φαινότανε, γιατί την ώρα που το χτύπαγες, μπορεί να έφευγε από κάτω το ξύλο ή από πάνω ή δεν πήγαινε κι όλα αυτά, το οποίο ήταν πάρα, πάρα πολύ καλό, πολύ κι αυτό, μου άρεσε πάρα πολύ! Αυτό είχαμε, αυτά ήταν τα παιχνίδια. Και, εντάξει, κλασικά, ποδόσφαιρο. Σαν αγόρια είχαμε ακόμα ένα παιχνίδι, εμείς το λέγαμε μπίλιες, με μπίλιες ήτανε, με μπίλιες. Βάζαμε στη σειρά μπίλιες, καθόμασταν σε μια απόσταση και προσπαθούσαμε, όσο μπορούμε, να κερδίσουμε περισσότερες, χτυπώντας όσο μπορούμε πιο δυνατά να διαλύσουμε τη γραμμή που ήταν εκεί, το οποίο απαιτούσε ευστοχία και καλό σημάδι και σταθερό χέρι. Αυτά είχαμε σαν παιχνίδια, δεν ήταν και λίγα. Τώρα τι να πούμε για…

Α.Α.

Στους αγώνες, που είπατε ότι πήγατε;

Γ.Π.

Στους αγώνες;

Α.Α.

Ναι, που κατεβαίνατε.

Γ.Π.

Στους αγώνες, πού, με το σχολείο, με το τέτοιο; Έφηβος... Όχι, ήταν στο γυμνάσιο. Στο γυμνάσιο πηγαίναμε, ήμουν σε ομάδα, όχι σε σχολική, εξωσχολική ομάδα. Σ’ έναν σύλλογο, που με βοήθησε πολύ ο αθλητισμός για να αποφύγω τις κακοτοπιές. Δηλαδή όταν τ΄ άλλα, οι συνομήλικοί μας πηγαίνανε, είτε καπνίζανε -ένα που ήταν το βασικό- για να δείξουν ότι είναι μεγάλοι, να μιμηθούν τους μεγάλους, είτε γιατί παίρνανε και ουσίες, διάφορες ουσίες, ή πηγαίνανε στα καταγώγια -τα λέγαμε τότε- δηλαδή ήτανε πολύ καπνός και συνήθως αυτοί οι χαρακτήρες αργότερα ακολούθησαν έναν άλλο δρόμο, που μετέπειτα στη ζωή δεν πετύχανε κάτι αξιόλογο. Ενώ εμείς με τον αθλητισμό, εμένα τουλάχιστον, και πιστεύω και τ΄ άλλα τα παιδιά, η συναναστροφή του μάς έκανε πιο ανθρώπινους, πιο συνεργάσιμους, πιο ευαίσθητους, πιο νοσταλγικούς, πιο χαρούμενους, πιο συλλογικούς... Και μου άρεσε πάρα πολύ! Πολλές φορές έκανα και κοπάνα από το σχολείο για να μπορέσω να βρίσκομαι στις προπονήσεις. Ευτυχώς, για καλή μας τύχη τότε, οι απουσίες ήταν πάρα πολλές, δηλαδή μπορούσαμε να έχουμε και 200 απουσίες, δηλαδή μπορεί και 1,5-2 μήνες και τότε εγώ τους εξαντλούσα μέχρι… Έχουμε δικαίωμα 210; 209 εγώ, δεν έχανα την ευκαιρία, ευτυχώς. Κι ένα καλό που είχαμε, κάθε Σάββατο γινόταν αθλοπαιδιές. Αυτό ήταν καλό για μένανε τουλάχιστον, γιατί βρισκόμουν στον φυσικό μου χώρο και τα πήγαμε αρκετά καλά με τους αγώνες, φτάσαμε αρκετά ψηλά. Οι προπονήσεις ήταν για μένα, δεν υπήρχε περίπτωση να λείπω από μία προπόνηση. Σε κάθε ευκαιρία δίναμε αγώνες, σχηματίζαμε δηλαδή ομαδούλες και σε κάθε διάλειμμα, σε κάθε, όταν πηγαίναμε εκδρομή, εγώ την κοπανούσα μαζί με τους άλλους και πηγαίναμε στις μπασκέτες κι όλα αυτά. Και αυτό που δεν θα ξεχάσω, επίσης, όταν ήμουνα, ναι, στο γυμνάσιο γίνονταν αυτά, στο τέλος της σχολικής χρονιάς, κάθε Ιούνιο δίναμε εξετάσεις. Εγώ πρόλαβα και τον Φεβρουάριο, δίναμε, και μετά το εξάμηνο και μετά το δεύτερο εξάμηνο ήταν πέρα τον Ιούνιο. Και όταν ήτανε οι συνθήκες καλές, τον Ιούνιο, μετά από κάθε διαγώνισμα έπρεπε να ρίξω μία βουτιά στη λίμνη. Και περίμενα πώς και πώς να τελειώσει το διαγώνισμα για να πάω να κάνω μπάνιο στη λίμνη. Και τότε η λίμνη ήταν βέβαια καθαρή, καθαρή, και δεν θα [00:50:00]ξεχάσω ποτέ τις βουτιές. Ακόμα και τώρα που ήρθε ένας, πριν έναν μήνα περίπου, ήρθε ένα παιδί και μου φωνάζει: «Παπαδόπουλε, θα πηδήσουμε πάλι στο τάδε σημείο και να πάμε κολυμπώντας;». Πηγαίναμε κολυμπώντας στο Νησί, κολυμπώντας στο Νησί! Ναι, ναι, ναι, δεν θα το ξεχάσω κι αυτό. Ήμασταν μια παρέα 3 άτομα κι όπως ήτανε, τι να πω τώρα ρε παιδί μου, πώς τα κάναμε όλα αυτά; Είχα ένα μαγιό στο οποίο είχε από μέσα μία θήκη και έτσι είχαν και οι άλλοι. Πού τα ‘χαμε βρει, δεν θυμάμαι. Και τότε ήταν τα κέρματα, δηλαδή μ΄ ένα δεκάρικο, να πούμε, της εποχής μας, μπορούσαμε να πιούμε μια πορτοκαλάδα στο νησί. Και κάποια στιγμή ένας σφύριξε, μας λέει: «Δεν πάμε κολυμπώντας στο Νησί;», «Και δεν πάμε» είπαμε εμείς. Και αυτή τη διαδρομή που κάνει το καραβάκι, εμείς όχι όπως είναι το καραβάκι, λίγο πιο διαφορετικά, πηγαίναμε. Επειδή ήτανε οι αγώνες οι κωπηλατικοί, είχαν παγουράκια. Τα παγουράκια δείχνουν τις διαδρομές κι όπως ήτανε πηγαίναμε παγουράκι παγουράκι εμείς. Πρώτα μπαίναμε εδώ, τα πρώτα 200 μέτρα τα καταφέρναμε, μετά επειδή κουραζόμασταν, πηγαίναμε σιγά σιγά. Το άλλο το παγουράκι, μια ανάσα, το άλλο παγουράκι, μια ανάσα και μετά η διαδρομή, απ’ το τελευταίο παγουράκι, μέχρι το Νησί... Δεν πηγαίναμε στο Νησί, τον κύκλο, όπως κάνει το Νησάκι, τώρα πάει το καραβάκι. Πηγαίναμε απ΄ αυτό νοητά, είδες λίγο που 'ναι τα αγάλματα; Νοητά ευθεία στα καλάμια. Τότε δεν ήταν τα καλάμια, δεν υπήρχανε. Ήτανε όπως είναι εδώ γυμνό, έτσι ήταν γυμνό κι από κει και ήταν πιο κοντινά η απόσταση, με αποτέλεσμα πηγαίναμε μετά απ΄ το τελευταίο παγουράκι μέχρι εκεί, ξανά, σιγά σιγά, πλάτσα πλούτσα, πλάτσα πλούτσα, πλάτσα πλούτσα, βγαίναμε εκεί πέρα και πηγαίναμε ποδαράτοι εκεί που είναι τα καραβάκια, πίναμε μια πορτοκαλάδα και ξαναγυρνούσαμε. Πολύ ωραία τέτοια, πάρα πολύ ωραίο, τρομερό αυτό, ναι, ναι, ναι... Τι μας λέγαν οι άλλοι, ότι έχει ρουφήχτρες, δεν χαμπαριάζαμε τίποτα εμείς, «Τι ρουφήχτρες;», λέγαμε εμείς, «Σιγά. Ψέματα είναι αυτά για να μας κοροϊδεύουνε», ναι, ναι, ναι. Και μου αρέσει πολύ το κολύμπι, πάρα πολύ... Και ήθελα να γίνω γυμναστής, το αρχικό μου τέτοιο, επειδή με τη γυμναστική...Ήθελα να γίνω γυμναστής, αλλά ήταν δύσκολα τα μαθήματα. Τα αγωνίσματα τα είχα στο χέρι μου. Οι χρόνοι που δίνανε κι όλα αυτά τότε… Δίναν μεγάλη σημασία στα αθλήματα, αλλά δεν έπαυε να ήτανε και τα τέτοια. Αλλά δεν το κατάφερα, γιατί πήγα -είπαμε- μέχρι την πρώτη λυκείου, μετά αναγκάστηκα να δουλέψω. Αλλά κι αν συνέχιζα στο ημερήσιο κανονικά, δεν υπήρχε περίπτωση. Η δεύτερη τέτοια ήταν η επιλογή μου, ήτανε να γίνω εκπαιδευτής σκύλων και γερακιών, ναι, ναι, ναι. Είπαμε το τσίρκο ήτανε… Είχα βρει μια σχολή, δηλαδή πόσο να ‘μουν τότε; Πρώτη λυκείου, λίγο πριν πάθει ο πατέρας το ατύχημα, κι επειδή έβλεπα ότι δεν, έλεγα: «Ας τελειώσω εγώ το λύκειο και μετά θα κάνω αυτό που θέλω». Κάπου βρήκα στην Ουγγαρία, ήταν οι σχολές που… Πού το διάβασα, σε βιβλίο; Δεν θυμάμαι. Σε εφημερίδα να ‘τανε; Και λέω στον πατέρα, μου λέει: «Τι θα κάνουμε; Πας τώρα στο λύκειο, θα τελειώσεις, τι;», του λέω: «Πατέρα θέλω να τελειώσω το σχολείο και μετά θέλω να γίνω εκπαιδευτής, σκύλους», «Τι;», μου 'πε, «Τι θες να γίνεις; Εκπαιδευτής σκύλων;», «Ναι, θέλω να εκπαιδεύω γεράκια και σκύλους». Δεν γέλασε, να μου ‘πε: «Όλο σαχλαμάρες λες», κάτι τέτοια πράγματα, τέλος πάντων. Αυτό ήταν τ΄ όνειρό μου. Αυτό ήθελα να γίνω. Κι επειδή δεν έγινα σαν αυτό, το εφάρμοσα, μετά είπα: «Αφού δεν μπορώ να πάω κι όλα αυτά, θα το εφαρμόσω». Αφού άρχισα να δουλεύω και άρχισα να έχω οικονομική άνεση, πήρα τον σκύλο μου και είπα: «Εσένα θα σε εκπαιδεύσω», αυτό που ήθελα να κάνω όταν ήμουνα παιδάκι και τον έκανα όπως ήθελα εγώ. Όλοι έχουν να θυμούνται τον σκύλο μου. Η παρέα μου δε, που πηγαίναμε για κυνήγι γιατί ήταν δύσκολο ένα κυνηγόσκυλο να το εκπαιδεύσεις όπως έναν άλλο σκύλο. Είναι πιο ζωηρά, είναι πιο ατίθασα, θέλουν πολύ πιο πολύ χρόνο από ένα συνηθισμένο, από μια άλλη ράτσα που είναι πιο εύκολη. Δεν ήταν εύκολο για να εκπαιδεύσεις ένα κυνηγόσκυλο, να το κάνεις, να σου κάνει, να γίνει τσίρκο. Φαντάσου ότι εγώ, όταν οι άλλοι κρατούσανε λουράκια τα σκυλιά τους και τα τραβάγανε, τα ταλαιπωρούσανε κι όλα αυτά, εγώ δεν είχα τίποτα. Εγώ απλώς του μίλαγα και του 'κανα κινήσεις με το χέρι κι ο σκύλος λειτουργούσε μόνο μ’ αυτό. Αλλά αφιέρωσα πάρα πολύ χρόνο, οάρα πολύ χρόνο, και θα μου λείψει αυτός ο σκύλος μου. Ναι, ήταν ο πρώτος μου σκύλος, έζησε 17 χρόνια, πάρα πολύ ωραία και όταν ήρθε η ώρα του δεν ήθελα να το δω. Του ‘πα: «Πατέρα», γιατί μου είπε: «Ο γέροντας δεν έφαγε» και του είπα: «Πατέρα, δεν θέλω να το δω το σκυλί». Μου στοίχησε αυτό πάρα πολύ. Το περίμενα βέβαια, αλλά δεν περίμενα… Μέχρι που ο πατέρας μου, φαντάσου, ήταν τόσο καλά εκπαιδευμένος για σκύλος, για κυνηγόσκυλο, που είχαμε τον κήπο μας, ας πούμε η φάρμα μας, που είχαμε τα κοτόπουλα κι όλα αυτά... Οι κότες πολλές φορές του φεύγανε. Δεν ήξερε ο πατέρας μου, έχει 20 κότες, κοιμότανε οι 15, οι 5 δεν ήξερε και τι να κάνει; Ο σκύλος πήγαινε, ήξερε πού είναι οι κότες, τις μάζευε μία μία, γιατί ήταν μαθημένος απ’ τα θηράματα να μου τα φέρνει και του έφερνε τις κότες και τις έβαζε στο κοτέτσι. Ο πατέρας μου είχε τρελαθεί, μου λέει: «Δεν γίνεται -μου 'πε- αυτό το πράγμα. Δεν γίνεται» μου είπε, ναι, ναι, ναι, ναι. Και είχε στεναχωρηθεί, είχε στεναχωρηθεί. Κι ήμασταν τόσο δεμένοι, που στα βαθιά του γεράματα, γνώρισα τη γυναίκα μου και της λέω μια φορά, της λέω: «Θα σου γνωρίσω και τον σκύλο μου», κι όλα αυτά, «Και θα πάμε -της λέω- στην Καστοριά. Θα πάμε στην Καστοριά να δεις πώς εκπαιδεύω», ένα μέρος.... Γιατί της έλεγα ότι εκπαιδεύω και μου λέει: «Να δω πώς γίνεται το παιχνίδι» και την παίρνω. Η διαδρομή είναι μεγάλη, στα μέσα της διαδρομής σταματάω, κάπου στην Κόνιτσα, της λέω: «Θα σταματήσουμε να δροσιστούν λίγο τα...», γιατί είχα δύο, «να δροσιστούν οι σκύλοι» και «Εντάξει». Δεν τους είχε δει στην αρχή, γιατί τους είχα στο... Τους κατεβάζω κάτω, της λέω: «Αυτός είναι ο ένας, ο αγαπημένος. Ο άλλος είναι εκπαιδευόμενος, άσ’ τον. Εμείς θα κρατήσουμε τον παππού». Κι όπως καθόμασταν, αφού τους έβγαλα για να βγουν έξω, να δροσιστούν, να τρέξουν λίγο κι όλα αυτά, ήρθε η γυναίκα μου κι έκατσε εδώ. Με το που τη βλέπει τη γυναίκα μου να κάθεται δίπλα μου, παίρνει φόρα και έρχεται πίσω από μένανε και μπαίνει ενδιάμεσα από μένα κι έκανε στη γυναίκα μου, της έκανε έτσι. Μου λέει: «Τι μου κάνει;», της λέω: «Σε διώχνει», «Με διώχνει, γιατί; Τι του έκανα; Δεν του μιλάω. Δεν κάνω τίποτε», «Γιατί ήρθες δίπλα μου και δεν γουστάρει άλλον να ‘ρθει τόσο κοντά», «Τι λες ρε;», της λέω: «Είναι καψούρης», ναι, ναι. Και αφού την έδιωξε, τότε έκατσε κάτω, μου είπε η γυναίκα, μου λέει: «Είσαι άπαιχτος», μου λέει: «Είσαι άπαιχτος». Και μετά όταν τον είδε, όταν βγήκαμε έξω, φαντάσου ότι είχε άλλη συμπεριφορά στον τόπο του παιχνιδιού, στο γήπεδο και τον έβγαζα κι έξω, το είχα κι έξω δίπλα μου. Τρώγαμε, πηγαίναμε σε εστιατόριο, βεβαίως, καθόμασταν στην καρέκλα, του έλεγα: «Κάτσε», καθιστός. Για κυνηγόσκυλο δεν γινόταν αυτά τα πράγματα. Τα κυνηγόσκυλα ένα ανήσυχα, κάνουν, τέτοια... Τίποτα. Κύριος. Συνοδηγός στο αυτοκίνητο, συνοδηγός! Ήξερε, θα του βάλω την κουβερτούλα, θα καθίσει στο παρμπριζάκι, μια χαρά, τουμπεκί. Βγαίναμε στο βουνό, είναι άλλα, μόλις είδαν, αρχίζουν, τρέχουν σαν παλαβά. Τίποτα. Άνοιγα την πόρτα, θα καθότανε στα πόδια του κανονικά κι όταν ήταν θα του λέγαμε: «Ξεκινάμε» και πώς θα πάμε σιγά σιγά. Άλλο πράγμα, άλλο πράγμα, ναι, ναι, ναι, ναι... Αλλά είχε πολλή δουλειά, αφιερώθηκα σχεδόν τρία χρόνια, τρία χρόνια εκπαίδευση. Είναι σαν να παίρνεις ένα παιδάκι και το εκπαιδεύεις. Απλά είναι τα πράγματα. Κάθε μέρα μαζί, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, αυτοκόλλητοι, δεν υπήρχε τέτοιο. Σκύλος χωρίς εμένα και εγώ χωρίς τον σκύλο δεν ήτανε… Αδιανόητο, αδιανόητο!

Α.Α.

Τώρα έχετε σκύλο;

Γ.Π.

Τώρα όχι. Α έχω, έχω, ναι, φυλάει τις κοτούλες μου, ναι, ναι, ναι, ναι, ναι... Δεν μπορούσα. Για ένα διάστημα δεν είχα, γιατί είχα λίγο δουλειές κι όλα αυτά και επειδή δεν είχα τον χρόνο για να αφιερωθώ, όπως ήθελα εγώ, και τα λοιπά και τα λοιπά, δεν, γιατί είναι πολλή, είναι ευθύνη. Δεν είναι ότι τον πήραμε και το τέτοιο. Θέλει το καθάρισμά του, θέλει το φαγητό του, θέλει αρκετά πράγματα. Και βρήκα μια αφορμή, επειδή ο πατέρας μου τώρα δεν ακούει και τον πήρανε λίγο χαμπάρι κάτι αλεπουδίτσες κι επειδή δεν ακούει, του παίρνανε, ενώ ήταν αυτός εκεί, οι αλεπούδες τού παίρνανε τις κότες. Γύρναγε πίσω, καμία κότα! Μου λέει: «Κάποιος μου τις τρώει». Τον πήρανε χαμπάρι, του λέω: «Πατέρα, δεν ακούς. Οι κότες -του λέω- κακαρίζουνε. Οι κότες φωνάζουνε, νιώθουνε ότι είναι τέτοιο» και μου λέει: «Τι να κάνουμε;», του λέω: «Θα σου βρω εγώ έναν σκύλο». Βρήκα έναν πάρα πολύ ωραίο σκύλο, σκυλίτσα κιόλας, μια ολόλευκη, κάτασπρη σαν γάλα, και σώθηκε ο πατέρας, σωθήκανε και οι κοτούλες. Κι αυτή, ναι, την έχει αγαπήσει κι αυτή κιόλας, «Άνθρωπος είναι -μου λέει- καταλαβαίνει τα πάντα», του λέω: «Λίγο εκπαίδευση. Τι σου έλεγα -του λέω- για όλα αυτά;». Κι είμαστε μια χαρά, ναι, ναι, ναι. Πολύ ωραία σκυλίτσα, πολύ ευχαριστημένοι όλοι, μια χαρά.

Α.Α.

Όταν μπήκατε στο επάγγελμα, στο λύκειο, έπρεπε να τους αφήσετε τους αγώνες, να τους σταματήσατε;

Γ.Π.

Υποχρεωτικά, υποχρεωτικά. Ο θείος ήταν σκληρός, ναι, ναι, δεν υπήρχε... Ένα που απογοητεύτηκα ήταν αυτό, ότι δούλευα πάρα πολλές ώρες. Δούλευα μέχρι το μεσημέρι και μετά πήγαινα στο σχολείο. Όταν τελείωσα και το σχολείο και μετά δούλεψα με τον θείο κάποια χρόνια, δουλεύαμε πρωί απόγευμα και πάρα πολλές[01:00:00] ώρες. Προσπάθησα βέβαια να κλέψω κάποιες ώρες, αλλά δεν γινότανε. Ήταν τα ωράρια έτσι βασανιστικά, ήμουνα πολύ τέτοιο. Το μόνο που κράτησα ήταν να πηγαίνω στα βουνά κάθε Κυριακή κι όποτε μπορούσα το καλοκαίρι με την κολύμβηση. Αυτά μπορούσα να κάνω πλέον, δεν μπορούσα... Μου στοίχισαν, γιατί τα 'βρισκα τα παιδιά, ο ένας έκανε και προπονητής σε μια γυναικεία ομάδα, «Ήθελα -του λέω- να κάνουμε...», προσπαθήσαμε μάλλον κάποια στιγμή να γίνει ένα team, μια ομάδα, αλλά είδα ότι δεν υπήρχε περίπτωση. Πολύ, πολύ δύσκολο, έτσι-

Α.Α.

Η δουλειά πώς είναι;

Γ.Π.

Η δουλειά, κοίταξε, η δουλειά είναι καλή, δεν είναι άσχημη. Εγώ το ‘κανα για βιοποριστικούς λόγους. Δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσε, ότι ήτανε κάτι που μου άρεσε. Αναγκάστηκα. Απλώς έμαθα να το κάνω καλά. Δηλαδή ο θείος μου κι ο μάστοράς μου ήταν ένας άνθρωπος αξιοπρεπής και του άρεσε αυτό που έκανε, με αποτέλεσμα έγινα ένα καλό καρμπόν, πολύ καλό, και το κράτησα για 40 χρόνια. Τώρα άλλα λίγα χρονάκια, πρώτα ο Θεός. Και το μόνο που μου άρεσε από τη δουλειά ήταν η επαφή με τον κόσμο, το θεώρησα σχολείο, σχολείο. Γνώρισα πάρα πολλούς ανθρώπους εδώ και χαρακτήρες. Μου άρεσε πάρα πολύ, έμαθα πολλά πράγματα. Έμαθα να αξιολογώ ανθρώπους, χαρακτήρες και καταστάσεις, που θα μου ήταν πολύ δύσκολο εάν δεν ήμουνα εδώ μέσα. Γνωρίσαμε τα πάντα και ο θείος, επειδή ο ίδιος είχε, του άρεσε να συζητάει με τον κόσμο, είχε τις ανησυχίες του, ανήκε σε κάποια ιδεολογία και ερχόταν σε σύγκρουση με άλλες ιδεολογίες και μέσα απ΄ όλα αυτά εγώ, τέλος πάντων, διαμόρφωσα μια καλή γνώμη για το τι συμβαίνει γύρω μου, πολύ καλή γνώμη.

Α.Α.

Το κατάστημα εδώ είναι το ίδιο, που ήτανε και τότε;

Γ.Π.

Όπως ήτανε, το ίδιο πράγμα, σε πιο βελτιωμένη μορφή εννοείται. Ήμουνα σε έναν χώρο 6 τετραγωνικών, μ΄ έναν θόλο και κάτι αράχνες πάνω από το κεφάλι μου, δεν θα τις ξεχάσω ποτέ, μ’ έναν τεχνικό εξοπλισμό στον οποίο μπούκωνα στη σκόνη, σ’ όλα αυτά, μ΄ έναν φωτισμό, να τον πει ο Θεός, και τώρα βρίσκομαι σ’ έναν χώρο πάρα πολύ βελτιωμένο. Και τον μοναδικό για την εποχή του, όταν ξεκίνησα εγώ. Δεν υπήρχε περίπτωση να είναι είτε σε τεχνικό κομμάτι είτε σε αισθητικό κομμάτι σε σύγκριση μ΄ όλα εκείνα που υπήρχανε, ναι-

Α.Α.

Πώς ήτανε;

Γ.Π.

Πώς ήταν τα εργαστήρια; Σκοτεινά, ελεεινά, καταθλιπτικά και για μένα πολύ βρώμικα. Αλλά έτσι ήταν οι άνθρωποι, δύσκολα βάζαν το χέρι στην τσέπη για να αξιοποιήσουνε τον χώρο τον επαγγελματικό. Τώρα ο λόγος δεν μπορώ να ξέρω, ήταν επειδή ξεκίνησαν από πολύ φτωχά και τους προβλημάτιζε να ξοδέψουνε; Δεν θέλαν αυτοί ως χαρακτήρες; Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Απλώς εμένα δεν μου άρεσε να συνεχίσω κατ΄ αυτόν τον τρόπο. Και δεν θα συμβούλευα κάποιον, αυτό που είμαι εδώ, να παραμείνει έτσι. Θα 'θελα πάντα να εξελιχθεί, όπως εξελισσόμαστε ως άνθρωποι, έτσι πρέπει να εξελίσσουμε και τον χώρο μας τον επαγγελματικό κι όχι μόνο. Πρέπει ν΄ ακολουθάμε την εξέλιξη με καλό σκεπτικό, όχι με πολύ έντονα πράγματα. Έτσι, έτσι το θέλω εγώ. Έτσι μου αρέσει εμένανε.

Α.Α.

Θέλετε να μας περιγράψετε λίγο τη δουλειά;

Γ.Π.

Να περιγράψω τη δουλειά; Όσον αφορά το κομμάτι το πώς ξεκινάμε;

Α.Α.

Ναι.

Γ.Π.

Δηλαδή πώς γίνεται μια επιδιόρθωση; Η επιδιόρθωση ξεκινάει με το πρόβλημα που έχει ο εκάστοτε, είτε αυτό μπορεί να είναι τεχνικό κομμάτι, όσον αφορά την κατασκευή του παπουτσιού, που ν΄ αφορά το κατασκευαστικό κομμάτι, ένα λάθος δηλαδή του κατασκευαστή, που εγώ πρέπει να διορθώσω, και το δεύτερο είναι στον πελάτη, ο οποίος μπορεί να έχει ένα πρόβλημα αυτός, οποιοδήποτε, ίσως μια δυσμορφία, μια ανισορροπία στο πόδι του, μπορεί να προέκυψε από ατύχημα, από αρρώστια, από επέμβαση και πρέπει, εγώ αυτό πρέπει να το επιδιορθώσω. Δεν θα ‘λεγα ότι είναι πολύ δύσκολη μ’ αυτή την έννοια. Θέλει να 'χεις μια αντίληψη, θέλει να 'χεις όρεξη, να ‘χεις μεράκι, να ‘χεις επικοινωνία με τον κόσμο, μεγάλο στομάχι, να ‘σαι πάντα χαρούμενος, ευγενικός, να αποβάλλεις όλα σου τα προβλήματα, να ‘σαι επικοινωνιακός και όλα τα υπόλοιπα έρχονται. Σίγουρα θες έναν καλό εξοπλισμό, τεχνικό, και για προσωπικό όφελος δηλαδή, σε θέμα υγείας δικό σου, γιατί ασχολείσαι με ουσίες οι οποίες είναι πολύ βλαβερές, σκόνη, χημικά κι όλα αυτά. Και μου αρέσει να έχω ένα καλό αποτέλεσμα, δηλαδή θέλω να το περιποιούμαι. Μου αρέσει κάποιος να το φέρνει παλιό και εγώ να του το παρουσιάζω όσο μπορώ πιο καινούργιο και το αποτέλεσμα που το βλέπω στο πρόσωπό του, με ευχαριστεί ακόμα πιο πολύ. Μου αρέσει να περιποιούμαι τον άλλονε κι ας είναι το παπούτσι, δεν με πειράζει.

Α.Α.

Ο εξοπλισμός πόσο έχει αλλάξει απ΄ όταν ξεκινήσατε;

Γ.Π.

Ο εξοπλισμός έχει αλλάξει πάρα πολύ στο θέμα το τεχνικό. Τώρα υπάρχουν μηχανήματα που μας έχουνε λύσει τα χέρια, που λέμε. Πρώτον, μπορούν να δουλεύουνε πολλές ώρες, χωρίς να 'χουμε προβλήματα τεχνικά, να μείνουμε κάποια στιγμή, και μας βγάζουν πάρα πολλή δουλειά. Μας διευκολύνει πάρα πολύ, δηλαδή γίνονται πιο γρήγορα, είναι πιο ακριβείας, πιο ακριβείας, πιο διευκολύνσεως όσον αφορά την υγεία, δηλαδή δουλεύουνε με πλέον σύγχρονους απορροφητήρες, είναι πιο αθόρυβα, είναι πιο καλαίσθητα και πιο πολλές λειτουργίες, πιο λειτουργικά. Αυτό μας είναι πιο εύκολο, πιο ξεκούραστο, όσον αφορά... Δεν δουλεύουμε τώρα τόσο πολύ με το χέρι, όσο αυτό που έπρεπε κάποιος να έχει το ταλέντο με το χέρι, τώρα το βγάζει στο μηχάνημα κι εκεί θέλει την τεχνική του, δεν είναι απλώς ότι πήραμε ένα μηχάνημα, πάλι πρέπει να μπει το μάτι, πρέπει να μπει το τεχνικό κομμάτι του εκάστοτε επισκευαστή. Κακά τα ψέματα, όσο και να βοήθησε το μηχάνημα απλώς μας έγινε πιο ξεκούραστο. Εκεί που δουλεύαμε, δηλαδή θέλαμε να τελειώσουμε μια δουλειά σε μισή ώρα, έχουμε κατεβάσει τον χρόνο στο μισό, μη σου πω κι ακόμα περισσότερο. Κι έχει μέλλον, εκεί ήθελα να καταλήξω. Θα συμβούλευα άνετα σε νέα άτομα και το επιδιώκω, το έχω επιδιώξει, ήρθανε αρκετά άτομα εδώ πέρα, έβγαλα μαστόρους... Χάρηκα που ξεκινήσαν δικές τους δουλειές. Ήθελα ακόμα περισσότερο να βοηθήσω και να δώσω ακόμα επιπλέον άτομα κι ας λένε μερικοί ότι θα 'χω ανταγωνιστές. Δεν το σκέφτομαι. Δεν το συμμερίζομαι. Όλοι έχουμε το τέλος μας. Και νομίζω θα πάρω περισσότερη χαρά αν δω ότι έχω βγάλει όσο μπορώ περισσότερο, κι αυτοί συντηρούν οικογένειες. Κι όλοι αυτοί θα μπορούν να δώσουνε δουλειά και σε άλλους, άλλους! Δεν θέλω να 'χω αυτό το παλιό: «Δεν λέγαμε τα μυστικά για να ‘μαστε μόνο εμείς και κανένας άλλος», είναι αδιανόητο για μένανε, είναι αδιανόητο, δεν υπάρχει! Ουαί κι αλίμονο εάν δεν διδάξουμε στους νεότερους την τέχνη μας κι όχι μόνο να διδάξουμε την τέχνη μας κι άλλα πράγματα. Και τη ζωή, το τονίζω αυτό, τη ζωή!

Α.Α.

Έχετε δει διαφορά, από την κρίση και μετά, στο πόσο έχει αυξηθεί ο κόσμος που έρχεται;

Γ.Π.

Ο κόσμος... Υπάρχει μια... υπάρχει, υπάρχει μια μείωση, μία μείωση. Ας λέν΄ ότι τώρα που είναι η κρίση εμείς θα 'χουμε περισσότερη εργασία. Όχι, όχι, δεν είναι. Νομίζω ότι μας επηρέασε στο δικό μας το κομμάτι, εγώ τουλάχιστον λίγο, εγώ προσωπικά, σε άλλους επηρέασε. Νομίζω ότι επηρέασε τον καθένα ανάλογα με το τι προσφέρει. Δηλαδή αν είσαι καλός στη δουλειά σου, θα σ΄ επηρεάσει, όχι δεν θα σ΄ επηρεάσει, αλλά δεν θα σ΄ επηρεάσει πάρα πολύ, δηλαδή θα τη νιώθεις τη μείωση, αλλά δεν είναι ότι θα κλείσω, ότι δεν θα μπορέσω να τα βγάλω πέρα. Απλώς θα αναθεωρήσω κάποια πράγματα που έκανα πιο πριν, αλλά θα μπορέσω να συνεχίσω. Το πιστεύω ακράδαντα ότι κάθε τεχνικό κομμάτι εξαρτάται από μας. Ο κάθε τεχνίτης, όταν ακούω ότι κάποιος κλείνει, κάτι πρέπει να ψάξει να βρει στον εαυτό του. Δεν ξέρω αν είναι θέμα τεχνικό, αν είναι[01:10:00] θέμα συμπεριφοράς, αν είναι θέμα τιμών κι όλο αυτά, αλλά σίγουρα είναι ο ίδιος, θα πρέπει να ψάξει τον εαυτό του. Εγώ, με την έννοια κρίση… Έγινε ο κόσμος λίγο πιο δύσκολος, πιο απαιτητικός, θα έλεγα, στη συμπεριφορά του -μου κάνει εντύπωση- σε πολλά πράγματα. Δηλαδή ζητάει πιο πολλά, με λιγότερο κόστος, ενώ ταυτόχρονα, στο δικό μας κομμάτι τουλάχιστον, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να κόψει από μένανε και να δώσει εύκολα σε ένα άλλο κομμάτι. Όπως είναι δηλαδή ας πούμε εσείς οι γυναίκες, μπορεί να μου κάνετε ένα παζαράκι εδώ σε μια επισκευή, ενώ εύκολα θα μπορείτε να τα δώσετε σ’ ένα κομμωτήριο, που μπορεί να σας κάψει και τα μαλλιά. Ή πολύ εύκολα στο θέμα της αισθητικής. Αυτό έχω διαπιστώσει. Κατά τ΄ άλλα όχι, όχι, δεν νομίζω ότι ήτανε, όχι, όχι, όχι. Ίσα ίσα, που δουλεύω, όπως βλέπεις, πιο πολλές ώρες και πιο εντατικά και πιο εντατικά.

Α.Α.

Και με την κρίση, ας πούμε, με τα μνημόνια, δεν αυξήθηκε επειδή θέλαν περισσότερα μπαλώματα;

Γ.Π.

Ναι. Όχι. Αυτό που κατάλαβα, αυτό που κατάλαβα, ότι τελικά, όχι απ’ την κρίση, είχανε πάρα πολλά στις αποθήκες τους παπούτσια, με αποτέλεσμα τώρα αρχίζουν να τα επισκευάζουνε. Αυτό που μου έκανε εντύπωση, ναι, δεν αγοράζουν τόσο πολύ, όχι, αλλά αυτό όμως είναι ότι είχαν πολύ stock πίσω, πάρα πολύ, το οποίο έρχονται εδώ και μου λένε: «Ευτυχώς που είχαμε κι αυτά και μπορούμε και κάνουμε τη δουλειά μας τώρα», ναι, ναι, ναι. Δεν αγοράζουνε αλλά έχουν πολύ stock μέσα, πάρα πολύ, που σημαίνει ότι πιο παλιά πάλι γκρινιάζανε, μάλλον λέγανε ότι δεν έχουν, αλλά γκρινιάζανε. Είχανε πολύ απόθεμα, πάρα πολύ. Απλώς δεν μπορεί να καταναλώσει, όπως κατανάλωνε. Δηλαδή έρχονταν, έβγαιναν έξω και σου λέει: «Τώρα θα παίρναμε για χαβαλέ 3 ζευγάρια παπούτσια», τώρα περνάνε, παίρνουνε ένα ή μισό, λέμε, ή ένα φθηνό, κάνουν τη δουλειά τους, αλλά οι αποθήκες είναι γεμάτες. Εγώ τώρα φτιάχνω τις αποθήκες, πάρα πολλές, να ‘ναι καλά. Ευτυχώς υπάρχουν κι οι αποθήκες.

Α.Α.

Ανταγωνισμός με τις μεγαλύτερες αλυσίδες υπάρχει, δηλαδή αυτά που είναι-

Γ.Π.

Ναι, ναι, ναι. Ανταγωνισμό, κοίταξε να δεις, πάντα υπάρχει ο ανταγωνισμός, είτε με αλυσίδες είτε με συναδέλφους, μην το… Δεν υπάρχει περίπτωση. Εγώ δεν τις φοβήθηκα ποτέ, ποτέ. Εγώ στηρίζομαι στις δυνάμεις μου, ξέρω ποιος είμαι, ξέρω τι μπορώ να κάνω και πώς μπορώ και να τους ανταγωνιστώ. Αυτοί μπορεί να με ανταγωνιστούν στο κομμάτι τού να παρουσιάσουν ένα εργαστήριο φανταστικό κι όλα αυτά, αλλά επειδή η δουλειά μου δεν αρκεί μόνο, σίγουρα, το image, είναι καθαρά στο τεχνικό κομμάτι, εκεί είναι που τους πατάω. Δεν υπάρχει περίπτωση, ναι, ναι, ναι, ναι, ναι, γιατί είναι αυτό που σου είπα, απαιτεί κι άλλα πράγματα. Δεν απαιτεί μόνο το τεχνικό, να ξέρεις να κάνεις, είναι πώς θα το φτιάξεις και πώς θα το δεις και θέλει υπομονή.

Α.Α.

Να σας ρωτήσω για την Αλεξάνδρα κάτι;

Γ.Π.

Αμέ, για την Αλεξάνδρα.

Α.Α.

Θυμάστε κάτι που σας είπε;

Γ.Π.

Ναι. Μου είπε να προσπαθώ συνέχεια, να μην απογοητεύομαι, να στηρίζομαι στις δυνάμεις μου, να εκτιμώ τους ανθρώπους και όσο μπορώ να τους συμμερίζομαι στις άλλες τις σκέψεις τους κι όλα αυτά, να μην… Να είμαι πάντα χαμογελαστός, σε κάθε κακοτοπιά, να δίνω συνέντευξη! Σε κάθε κακοτοπιά να σηκώνομαι, να μην απογοητεύομαι, να μη με ρίχνει κάτω και να βλέπω τη ζωή πάντα με την καλή έννοια. Ναι, αυτό, αυτό μου έχει μείνει κι έτσι προσπαθώ να το κάνω, ναι, ναι. Συνέχεια το παλεύω, δεν θέλω να με παίρνει από κάτω, να βλέπω πάντα τη ζωή αισιόδοξα, γιατί… Δίκιο είχε, από δω είμαστε περαστικοί. Τι θα μας μείνει; Μια κακία. Γιατί να μας μείνει, λοιπόν, να λέμε καμιά φορά καμία κακία και να μη μας μείνει ένα χαμόγελο; Τι... Δεν αξίζει κάτι. Όσο για τα υλικά αγαθά, εντάξει, έρχονται και παρέρχονται. Μ’ έμαθε ότι δεν είναι η ουσία αυτή, η ουσία ήτανε το συναίσθημα, ήτανε πώς μπορείς σ’ έναν άνθρωπο να του προσφέρεις αγάπη, συναίσθημα, να είσαι δοτικός. Αυτό. Πώς μπορείς να το πετύχεις. Δύσκολο, θέλει πολύ κόπο, θέλει πολλή προσπάθεια. Αλλά αυτό μου έμεινε κι αυτό προσπαθώ, αυτό προσπαθώ.

Α.Α.

Και τ΄ ακολουθήσατε όλα.

Γ.Π.

Τα περισσότερα, νομίζω, νομίζω, ναι. Άλλο τι να πω; Εύχομαι μέσα από την καρδιά μου, αυτά τα πράγματα να σε βοηθήσουνε, να σε βοηθήσουν και επαγγελματικά και, δεν ξέρω, αν είναι και θέμα ψυχολογικό, και στην ψυχολογία σου και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα σου και στη διαμόρφωση την πνευματική. Θα σε συμβούλευα να συνεχίσεις όπως σε βλέπω έτσι χαρούμενη και τα μάτια σου έχουν μια φωτεινότητα και μια καθαρότητα που μου αρέσει πάρα πολύ, με τρελαίνει, να ‘ναι πάντα έτσι. Εύχομαι να μην τα δω ποτέ μελαγχολικά, αλλά κι αυτό μπορεί να συμβεί γιατί είναι ανθρώπινο. Θα σου έλεγα ό,τι μου είπε και η φίλη μου η Αλεξάνδρα: «Κάθε εμπόδιο σε καλό και να μην απογοητεύεσαι», να κοιτάζεις πάντα μπροστά, να έχεις πάντα θετική σκέψη, να ‘σαι πάντα ενεργή, να είσαι δημιουργική. Τι άλλο να σου πω;

Α.Α.

Ευχαριστούμε πάρα πολύ!

Γ.Π.

Να 'σαι καλά, να 'σαι καλά!

Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.

Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους

Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.

Περίληψη

Ο κύριος Γιώργος μάς καλωσορίζει στο εργαστήρι του στα Γιάννενα και μας μιλά για τη ζωή και την τέχνη του ανάμεσα σε σωρούς υποδημάτων. Λόγω οικονομικής δυσπραγίας της οικογένειας, στα εφηβικά του χρόνια εισέρχεται στο τσαγκαράδικο του θείου του, ενός παλιού μάστορα, τον οποίο έχει ως πρότυπο, σιγά σιγά μαθαίνει τη δουλειά και τα τελευταία 40 χρόνια εξελίσσει τη δραστηριότητά του. Παράλληλα, επισημαίνει την ποντιακή καταγωγή του και τη φτώχεια, σε μια εποχή που μπορεί να είναι δύσκολη, ωστόσο η φάρμα, ο «Κίτσος ο Λεβέντης», ο σκύλος – σύντροφος και το κολύμπι, του προσφέρουν όλη την ανεμελιά που χρειάζεται ως νέος. Δεν παραλείπει να αναφερθεί στα πρώτα καρδιοχτύπια, αλλά και στο μεγάλο του όνειρο να γίνει εκπαιδευτής σκύλων.


Αφηγητές/τριες

Γιώργος Παπαδόπουλος


Ερευνητές/τριες

Αφροδίτη Αθανασιάδου


Τοποθεσίες

Ημερομηνία Συνέντευξης

10/10/2022


Διάρκεια

76'