Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
«Ζωή, λέξη μικρή όσο και αυτή»: Μια μητέρα τοξικοεξαρτημένου ατόμου αφηγείται το ταξίδι της απεξάρτησης του γιου της
[00:00:00]Καλημέρα.
Καλημέρα.
Πώς σε λένε;
Ευαγγελία Γανώση.
Εγώ είμαι η Ιωάννα, ερευνήτρια για το Istorima. Σήμερα έχουμε 14 Σεπτεμβρίου 2022 και βρισκόμαστε στην Ερεσό Λέσβου. Να σε φωνάζω Ευαγγελία ή Λίτσα;
Λίτσα.
Λοιπόν, Λίτσα, πες μου λίγα λόγια για εσένα.
Βλέποντας τώρα, στην ηλικία που είμαι, τη ζωή μου από τότε που γεννήθηκα, τα πρώτα χρόνια μου φαίνεται ότι τα πέρασα πάρα πολύ ανέμελα. Μετά ήρθαν οι περιπέτειες. Γεννήθηκα στην Αυστραλία από γονείς μετανάστες, από χωριό της Λέσβου, το Παλαιοχώρι. Όταν ήμουνα 6 χρόνων, 6 και κάτι, ήρθαμε πίσω Ελλάδα λόγω ενός προβλήματος που προέκυψε με τον αδελφό του πατέρα μου· ήταν άρρωστος. Και ήρθαμε Ελλάδα. Εγώ δεν ήξερα καθόλου Ελληνικά. Πήγα Πρώτη Δημοτικού στο χωριό, γιατί είχαν αγοράσει σπίτι στη Μυτιλήνη, αλλά το φτιάχνανε. Το πρώτο τρίμηνο προσπαθούσα να μάθω Ελληνικά, με κορόιδευαν οι δάσκαλοι… Να φανταστείτε, ο πρώτος μου έλεγχος ήτανε από πάνω έως κάτω δυάρια και είχε ένα μαθηματικά 10. Και μετά ήρθαμε Μυτιλήνη. Να πω ότι είχα ανέμελα παιδικά χρόνια, αλλά πολύ συντηρητικούς γονείς, πάρα πολύ συντηρητικούς γονείς. Εμένα από τα τρία παιδιά που είμαστε –η αδελφή μου τρία χρόνια μικρότερη από μένα, ο αδερφός μου δυο χρόνια μεγαλύτερος από εμένα–, με θεωρούσαν τον επαναστάτη της οικογένειας… Δεν ξέρω για ποιον λόγο. Νομίζω η μητέρα μου μου το εξήγησε, όταν έφυγε από τη ζωή, σε μικρή ηλικία που έφυγε. Πήγαινα σχολείο εδώ, Λύκειο είχα ξεκινήσει. Στην πρώτη μου σχέση, στα 16 προς 17, το μαθαίνουν οι γονείς μου, με σταματάνε από το Σχολείο, με κλειδώνουν μες στο σπίτι, δεν με αφήσανε να πάω να το συνεχίσω και βρήκαν τον υποτιθέμενο γαμπρό και παντρεύτηκα. Μετά από έναν χρόνο γεννάω τη μεγάλη μου την κόρη. Ήθελα να ξαναπάω Λύκειο – θυμάμαι ότι μου ’λεγε ο άντρας μου ότι την πρώτη νύχτα του γάμου φώναζα έναν καθηγητή, τέτοιο απωθημένο το Σχολείο…
Εσύ πώς αντέδρασες σε αυτόν τον γάμο; Ήθελες;
Εγώ προσπαθούσα να τον πείσω με όποιον τρόπο μπορούσα να σηκωθεί να φύγει από Μυτιλήνη· και αν ήταν να συμβεί να παντρευτούμε, θα παντρευόμασταν αργότερα. Αλλά, αν εξαφανιζόταν, δεν θα τον έβρισκαν οι δικοί μου. Αλλά εκείνος το θεώρησε ότι σαν άνδρας έπρεπε, μια που τον ψάχνουνε, να τον βρούνε και να παντρευτώ – όπως κι έγινε. Μετά, όταν ήμουνα εγώ 19, ο πατέρας μου είχε πάει Αυστραλία και θεώρησα εγώ ότι: «Γιατί να μην ξεκινήσω το μέλλον μου στην Αυστραλία;». Κι αυτό μάλλον απωθημένο, ξέρω γω. Πήγαμε Αυστραλία, δεν του άρεσε και ήθελε οπωσδήποτε να γυρίσουμε πίσω. Κι εμένα αυτό μου στοίχισε… Κι είχα κι ένα παιδί 2 χρονών τότε, όταν φύγαμε. Και… πάμε Αυστραλία, γυρίζουμε– στους επτά μήνες επέμενε να γυρίσουμε πίσω. Γυρίζουμε. Εγώ είχα ένα μικρό πρόβλημα στα μάτια. Δούλευα σε ένα εργαστήρι που έφτιαχνε έργα ξύλινα, έργα λαϊκής τέχνης, και ζωγράφιζα γι’ αυτούς. Ξέχασα να σας πω ότι ο πατέρας μου, πάντα πιτσιρίκα που ήμουνα ζωγράφιζα, και θεωρούσε ότι, όταν του ’λεγα ότι θα πάω να τελειώσω σχολή για εικαστικά μου ’λεγε ότι: «Αυτό δεν είναι επάγγελμα»… Και όποτε του ’λεγα να μου αγοράσει μπογιές μου ’λεγε όχι. «Όχι», μου λέει, «τι, ζωγράφος θα γίνεις; Τι είναι αυτό;» Κάποτε έστελνα από ένα περιοδικό κάτι ζωγραφιές μου σε ένα… τότε ένα «ABC» νομίζω το λέγανε, και μέσα από το περιοδικό έστελνα και να φανταστείτε ότι ήρθε αντιπρόσωπος από Αθήνα για να πείσει τους δικούς μου –ήμουνα πιτσιρίκι τότε– να μ’ αφήσουν να συνεχίσω να ζωγραφίζω, έστω και δωρεάν. Και ο πατέρας μου έλεγε «όχι». Λοιπόν, στα 19 μου εγώ ξεκίνησα να δουλεύω εδώ, όταν γυρίσαμε, Μυτιλήνη, σε έργα λαϊκής τέχνης – ζωγράφιζα κάτι για διάφορα μέρη της Ελλάδος σε ένα εργαστήρι. Και κάποια στιγμή, επειδή ήξερα ότι έχω πρόβλημα με τα μάτια μου, έπρεπε να κάνω μια επέμβαση. Έφυγα Αθήνα, ο άντρας μου δεν ήρθε μαζί. Όταν γύρισα… Μόνο την τελευταία μέρα ήρθε, όταν τέλειωσε η επέμβαση και ήτανε να φύγω από την κλινική. Και όταν γυρίσαμε πίσω, επειδή δεν… τα ’βλεπα όλα διπλά ακόμα, δεν ήμουνα σε κατάσταση καλή για να συνεχίσω τη δουλειά μου, είχα πάρει άδεια, κι έφυγα και πήγα στη Μελίντα, ένα μέρος κάτω από το χωριό του πατέρα μου. Και θυμάμαι ότι είχα γυρίσει πίσω Μυτιλήνη και μου λέει: «Καλά, πότε θα πιάσεις δουλειά;». «Καλά», του λέω, «δεν βλέπω καλά. Πώς θα πιάσω δουλειά;» Και κάποια στιγμή είχε νευριάσει μάλλον και βρίσκω κλειδωμένο το σπίτι, όταν γύρισα πίσω. Και του λέω: «Θέλω διαζύγιο, θέλω διαζύγιο», του λέω. Μου λέει: «Γιατί;». Του λέω: «Γιατί δεν αποδέχεσαι ότι έχω κάνει επέμβαση και ότι δεν είμαι καλά για να πάω να δουλέψω». Και μου λέει... δεν θα το ξεχάσω ότι γυρίζει και μου λέει: «Λάθος μου, και θα στρώσω ό,τι χρυσό θέλεις κάτω, φτάνει να μείνεις». Και του λέω εγώ: «Στον διάδρομο θα πατήσω τα πόδια μου δεξιά κι αριστερά, αλλά το χρυσάφι δεν θα το πατήσω». Είχα πληγωθεί τόσο πολύ τότε. Και πράγματι, πήραμε διαζύγιο. Βέβαια, κάθε μέρα μιλούσαμε, πηγαίναμε παίρναμε το παιδί μαζί… Αφού μας κορόιδευε ο κόσμος, έλεγε: «Τι διαζύγιο είναι αυτό, εσείς όλη μέρα μαζί ήσαστε». Αλλά τελικά πήραμε διαζύγιο. Μετά από κάποια χρόνια γνώρισα τον μετέπειτα άντρα μου, τον Αντώνη. Στον χρόνο επάνω έμεινα έγκυος στον άλλον Αντώνη, που γέννησα μετά. Αλλά, όταν έμεινα έγκυος, θα δούλευα σε ένα σπίτι που τα παιδιά είχαν ερυθρά και μου ’πε ο γυναικολόγος να μην πάω Αθήνα να κάνω τις εξετάσεις, γιατί ο καιρός είχε περάσει, και ότι το πιο σωστό θα ήταν να κάνω… να μην το γεννήσω. Εγώ δεν ξέρω για ποιο λόγο, παρόλο που δεν είχα παντρευτεί τον δεύτερό μου άντρα, ήθελα να το κρατήσω. Και πήγα δύο φορές Αθήνα. Πέρασε ένας μήνας, είχα φτάσει στον τέταρτο προς πέμπτο. Οι εξετάσεις βγήκαν καθαρές, ο γιατρός στη Μυτιλήνη δεν το πίστευε κι εγώ τον κράτησα. Αυτός ήταν ο Αντώνης. Δεν ξέρω για ποιον λόγο τον έβγαλα το ίδιο όνομα, ίσως επειδή δεν είχαμε παντρευτεί, ίσως ο φόβος ότι μπορεί να χωρίσουμε αργότερα… δεν ξέρω για ποιον λόγο. Αρχίσαμε να μένουμε μαζί, παρόλο του ότι είχε κάνει αρκετές προτάσεις γάμου, τις αρνιόμουνα –μάλλον από φόβο του πρώτου γάμου– και όταν πια κόντευε 6 χρονών, να πάει στην Πρώτη Δημοτικού, αποφάσισα να πω το «ναι». Ίσως γιατί ήδη, επειδή δεν είχα παντρευτεί –η πόλη της Μυτιλήνης μικρή–, οι δικοί μου το αρνιότανε. Η μαμά μου δεν το είχε δεχτεί ποτέ· να φανταστείτε ότι, όταν ήμουν έγκυος, όσον καιρό ήμουν έγκυος, η μαμά μου το ’μαθε στον ένατο μήνα.
Δεν ήθελε αυτόν τον γάμο ή δεν ήθελε και το παιδί;
Δεν είχαμε μιλήσει καθόλου για γάμο. Απλά στον ένατο μήνα έμαθε ότι είμαι έγκυος, δεν είχαμε μιλήσει για γάμο ακόμα καθόλου. Κι ενώ μ’ έβλεπε κάθε μέρα, τη συγκεκριμένη μέρα που έμαθε ότι είμαι έγκυος είχα πάρει το μηχανάκι να πάω να πάρω τη μεγάλη μου την κόρη από το σχολείο και να γυρίσω στη δουλειά και έπεσα με το μηχανάκι κάτω. Και ήμουνα έξω από ένα φαρμακείο, μαζεύτηκε κόσμος και τυχαία περνούσε η μαμά μου. Και μου είπαν ότι πρέπει να πάω να κάνω ακτινογραφίες στο νοσοκομείο και θα με πήγαινε ένας αστυνομικός, και λένε στη μαμά μου εκείνη την ώρα ότι: «Δεν πρέπει να κάνει ακτινογραφίες, να την προσέξετε, ξέρετε εσείς, για την... ας πούμε ότι δεν κάνει να κάνει εξετάσεις ιδιαίτερες». Και με το που φτάνουμε στο σπίτι μου λέει στον αστυνομικό: «Σταμάτα εδώ πέρα, την πάω εγώ στο νοσοκομείο». Και θυμάμαι ότι χτυπάει το ασανσέρ– με βάζει μέσα στο ασανσέρ, μου χτυπάει την πόρτα του ασανσέρ και μου λέει: «Εγώ δεν έχω παιδί». Και δεν μου μίλησε μέχρι που έγινε 3 μηνών ο γιος μου κι αυτό αναγκαστικά, γιατί η μαμά μου είχε καρκίνο και πήγα να μείνω μαζί της με ένα παιδί που δεν του μιλούσε – μιλούσε μόνο τη μεγάλη μου την κόρη. Το παιδί το έβαλα στο τέρμα δωμάτιο, δεν το είχε δει ποτέ. Το είδε εκείνη την ημέρα που το πήγα σπίτι, αλλά επειδή ήξερα ότι δεν το ’χει αποδεχτεί το έβαλα στο δωμάτιο, απλά το περιποιούμουνα και περιποιούμουνα κι εκείνη συγχρόνως.
Γιατί δεν τον ήθελε τον Αντώνη;
Γιατί ήταν εκτός γάμου παιδί. Αυτά τα μυαλά τότε. Ήταν ένα παιδί εκτός γάμου. Η μαμά μου πέθανε– ο γιος μου γεννήθηκε Οκτώβριο και η μαμά μου πέθανε 4 Απρίλη. Κι έμεινα μαζί της μέχρι και την τελευταία μέρα. Και την τελευταία μέρα πριν φύγει από τη ζωή γυρίζει και μου λέει: «Φέρε το παιδί εδώ». Το πήρε αγκαλιά και μου λέει: «Να ένας άντρας στη ζωή σου! Είσαι αντράκι, είσαι το πιο δυνατό μου παιδί από τα τρία. Είσαι ο επαναστάτης αλλά είσαι και το πιο δυνατό μου παιδί από τα τρία!» Και την επόμενη μέρα έφυγε από τη ζωή. Καταλαβαίνεις ότι… η κοινωνία της Μυτιλήνης ήταν τότε, το ’83, δεν ήταν τόσο εύκολη η αποδοχή. Οπότε σκέφτηκα ότι μάλλον πρέπει να αποδεχθώ την πρόταση γάμου πριν πάει Σχολείο και λένε στο σχολείο κάτι στο παιδί· όπως κι έγινε. Παντρεύτηκα Αύγουστο και το Σεπτέμβρη το παιδί πήγε Σχολείο. Τον Δεκέμβριο είχα αρρωστήσει εγώ, έπρεπε να κάνω μια επέμβαση να αφαιρέσω δεξιά σάλπιγγα και δεξιά ωοθήκη, και μου είπαν οι γιατροί εδώ στη Μυτιλήνη ότι: «Δεν μπορείς να κάνεις άλλο παιδί, γιατί πειράξαμε και τη μήτρα σου». Έναν μήνα μετά απ’ τη δικιά μου επέμβαση συνειδητοποιούμε ότι ο άντρας μου έχει καρκίνο στην ουροδόχο κύστη – δηλαδή Αύγουστο παντρευτήκαμε, Δεκέμβριο συνειδητοποιήσαμε ότι ο άντρας μου είναι άρρωστος. Και αρχίσαμε να πηγαίνουμε Αθήνα, μας συστήσανε έναν ιδιωτικό γιατρό. Έκανε πέντε επεμβάσεις –οι οποίες θα πω ότι δεν βοήθησαν πουθενά– κι ενδιάμεσα στην Αθήνα που πήγαινα εγώ κάποια στιγμή πήγαμε και στο ΥΓΕΙΑ και μου είπαν να σταματήσω τα χάπια που μου ’χαν δώσει, που δεν έβλεπα περίοδο πλέον, κι ότι όλα ήταν εντάξει με μένα· κι ότι η βιοψία ήταν εντάξει και όλα. Και μετά από κάποιους μήνες μένω έγκυος, ενώ μου ’χαν πει ότι δεν μπορώ να κάνω παιδί. Πηγαίναμε περίπου για δύο χρόνια στους γιατρούς, τελικά μας σύστησαν να πάμε στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Η κατάσταση όμως ήταν πλέον… όχι πλέον η ίδια και όταν είπαν να του κάνουν επέμβαση. Μας είπανε να πάμε στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, ο αδερφός μου είχε κάποιες γνωριμίες με μια κοπέλα που δούλευε σε έναν γιατρό που ήταν στο ογκολογικό. Μας είπαν ότι πρέπει να γίνει άμεσα επέμβαση και αφαίρεση του όγκου, κι όχι αυτό που γινόταν επιδερμικά επί πέντε επεμβάσεις. Πίστευε ότι όλα θα πάνε καλά. Εγώ τότε είχα μείνει έγκυος στη μικρή μου την κόρη, την Ανθούλα. [00:10:00]Πήγαμε κάποιες φορές στην Αθήνα και… στη Μυτιλήνη είχαμε έναν άλλον γιατρό, γιατί είχε πρόβλημα, έβγαζε αίμα το οποίο έπηζε. Εκείνος δεν έμπαινε ποτέ σε αεροπλάνο, αναγκάστηκε να μπει και σε αεροπλάνο. Θυμάμαι μία ιστορία στο καράβι, 25 Μαρτίου, λίγο πριν φύγει απ’ τη ζωή, αλλά ας πάω λίγο πιο πριν στην εγκυμοσύνη μου. Όταν ήμουν στον έβδομο μήνα, μου είπε ο γιατρός ότι μάλλον δεν θα τα καταφέρει. Και θυμάμαι να φωνάζω, με έπιασε υστερία, με βάλανε στο διπλανό δωμάτιο, κι όταν ρωτούσε εκείνος πού είμαι, του έλεγαν ότι: «Έχει μια μικρή επιπλοκή στην εγκυμοσύνη της και πρέπει να μείνει ξάπλα δυο-τρεις μέρες». Εγώ είχα πάθει κρίση πανικού και φώναζα στους γιατρούς ότι δεν το θέλω το παιδί γιατί θα έχει καρκίνο. Τελικά γεννιέται η Ανθούλα, Σεπτέμβριο μήνα. Συνεχίσαμε να πηγαίνουμε, ξεκίνησαν οι χημειοθεραπείες, πιστεύαν ότι θα πάει καλά, γιατί ο γιατρός στο Ιατρικό αναρωτιόταν αν είναι πιο σωστό να γίνουν οι χημειοθεραπείες πρώτα και μετά η επέμβαση ή αν το αντίθετο και τελικά αποφασίστηκε να γίνουν οι χημειοθεραπείες. Περνάει ο καιρός, περνάει ένας χρόνος. Και όταν ήταν πλέον η κόρη μου ενός και κάτι, θυμάμαι μία φορά μπαίνουμε στο καράβι μέσα, 25 Μαρτίου, επειγόντως να φύγουμε – και δεν είχε μέρος να καθίσεις. Και ο άντρας μου –είχαμε γυρίσει τρεις μέρες πιο πριν από Αθήνα– και είχε τρία σωληνάκια στο σώμα του. Του ’χαν κάνει μια τρύπα δεξιά, για να μπορούν να βγουν τα ούρα του από εκεί, μία τρύπα κάπου στον ομφαλό και μια ακόμα πιο κάτω· και συνέχεια έπρεπε να του κάνω αλλαγές. Και μπαίνουμε σε ένα καράβι, το οποίο είναι τόσο γεμάτο, και όταν πάω στον Ύπαρχο και του λέω ότι ο άντρας μου είναι άρρωστος και ότι πρέπει οπωσδήποτε να βρω έναν χώρο για να του κάνω αλλαγή, νόμιζε ότι είπα ψέματα. Και μετά μάλλον έκλαιγα και του λέω ότι: «Πρέπει να γίνει αλλαγή οπωσδήποτε» και θυμάμαι ότι πραγματικά δεν είχε χώρο. Και έδωσε σε έναν καμαρότο να μας συνοδεύσει και μας πήγε στην καμπίνα του, να κάνω την αλλαγή, και μετά ο καμαρότος μας κατέβασε κάτω σε μία αίθουσα συνεδριάσεων και μας έβαλε μέσα και μπόρεσε και έκατσε στο καράβι. Και να φανταστείς, ρε συ Ιωάννα, ότι αυτόν τον άνθρωπο τον είδα περίπου έναν μήνα μετά, ο άντρας μου είχε φύγει πλέον από τη ζωή, και γυρίζω και του λέω: «Τελικά είδες ότι δεν σου είπα ψέματα; Δεν ζει». Τότε που έφυγε εκείνος, με ένα μωρό τόσο μικρό, η μέρα που έφυγε ήταν τόσο δύσκολη… Ήταν 8:00 το πρωί, μόλις είχα ανοίξει την πόρτα να φύγει ο μικρός για το Σχολείο και τη συγκεκριμένη μέρα το λεωφορείο για τον παιδικό σταθμό, για τη μικρή, δεν είχε περάσει να την πάρει, που περνούσε πάντα στις 7:30. Και την είχα αφήσει στο κρεβάτι της και με το που κλείνει η πόρτα και έφυγε ο μικρός από το σπίτι, φωνάζει εκείνος ένα «Λίτσα», χτυπήθηκε απ’ τη μία κι απ’ την άλλη και έφυγε· έτσι, τόσο απλά. Βέβαια, είχα περάσει πάρα πολλές περιπέτειες μέχρι τότε και πάρα πολλές ιστορίες.
Τα παιδιά πώς το μάθανε;
Ο άντρας μου είχε ένα παιδί κι από άλλον γάμο, όπως κι εγώ. Κι εγώ θεώρησα σωστό ότι πρέπει να το μάθουν τα μεγάλα παιδιά – το μικρό ενός χρόνου και κάτι δεν… Και πριν από τη νεκρώσιμη ακολουθία συνεννοήθηκα με τη μητέρα του άλλου παιδιού και πήγαμε στην εκκλησία, του μίλησαν και μετά απλά δεν τα αφήσαμε να είναι στη νεκρώσιμη ακολουθία. Ήταν τα δυο τους κι εμείς· κανένας άλλος. Βέβαια το είχαμε πει πιο πριν, γιατί εμένα ο φόβος μου ήταν «τώρα πώς το λένε» – γιατί πάντα στα δύσκολα το δικό μου το συναίσθημα το άφηνα να έρχεται τελευταίο. Προσπαθούσα πάντα να διαχειριστώ τις καταστάσεις και μετά να καταρρεύσω. Δεν ξέρω πώς το κατάφερα αυτό κι έμενα. Μετά δεν θυμάμαι εγώ καθόλου τίποτα από την κηδεία του, τίποτα. Ήμουνα σε έναν άλλον κόσμο, δεν θυμάμαι απολύτως τίποτα, είχα λιποθυμήσει, είχα πάθει κρίση πανικού, αλλά με τα παιδιά ήμουνα να μη φανεί τίποτα. Ο μικρός ήταν 9,5, η μικρή ήταν –στα 10, 10 και ο Αντώνης–, κι η μικρή ήταν ένα και… 1,5, περίπου. Και μετά θυμάμαι να ’μαι στον δρόμο, να βαστάω τρία παιδιά στο χέρι και να περπατάω. Κι ήταν κάποιες κυρίες από πίσω και ακούω να λένε: «Κρίμα την κοπέλα». Ένιωσα τέτοιον θυμό… Δεν το είπαν για κακό, εγώ όμως ένιωσα θυμό, λέω: «Εμένα δεν θα με λυπηθεί κανένας!» Δεν μπορώ να το καταλάβω. Οι κυρίες δεν το ’παν για κακό – εγώ ένιωσα εκείνη την ώρα ότι σαν να μου λέγανε ότι είμαι ένα κακόμοιρο, που δεν μπορώ να κάνω τίποτα, που έχω τρία παιδιά… Έτσι ένιωθα, ότι… Και θυμάμαι ότι την επόμενη μέρα έπιασα… δηλαδή δούλευα σε λογιστικό γραφείο εκείνο τον καιρό, δούλευα τα ξύλινα λαϊκής τέχνης –τα οποία πλέον ’παιρνα σπίτι μου και δεν τα δούλευα στο εργαστήρι– κι έπιασα δουλειά και σε ένα καφέ και είχα γεμίσει ένα εικοσιτετράωρο με δουλειά. Όταν λέω εικοσιτετράωρο με δουλειά εννοώ εικοσιτετράωρο με δουλειά. Πώς τα ’κανα; Πήγαινα το μωρό σχολείο, το άλλο πήγαινε παιδικό, απ’ τον παιδικό στη γυναίκα, δούλευα και βράδυ. 6:00 η ώρα το πρωί σχολούσα, να τρέξω να φτιάξω το πρωϊνό τους, να τα πάρω, να τα μοιράσω… Στις 16:00 η ώρα είχα σχολάσει, δηλαδή το κενό μου ήταν 14:00 με 16:00 για να κάνω το μοίρασμα. Τον μικρό τον άφηνα μόνο του σπίτι, τη μικρή την πήγαινα σε γυναίκα… Και μάλλον επειδή δούλευα τόσο πολύ, γιατί και σ’ αυτή τη ζωή έχω αλλάξει πάρα πολλές δουλειές – πέρα απ’ το λογιστικό γραφείο που ήταν κάτι στάνταρ, πάντα υπήρχε δεύτερη και τρίτη δουλειά από πίσω· είτε στο σπίτι είτε έξω. Και σαν να ένιωθα ότι ο μικρός αρχίζει να μην φέρεται όπως φερότανε.
Σε ποια ηλικία ο μικρός άρχισε;
14 θα ’λεγα… Άρχισε να μην είναι καλός στο σχολείο. Ήταν πολύ καλός αθλητής. Προσπαθούσα να τον… να μην ξεφύγει μ’ αυτόν τον τρόπο, ήμουνα μαζί του, επειδή ήμουνα… μικρή, όταν ήμουνα εγώ, ήμουν αθλήτρια και οι δικοί μου δεν μ’ αφήναν, ως συνήθως. Ήμουνα πρωταθλήτρια στο μήκος και όταν ήταν οι Παναιγιακοί Αγώνες οι δικοί μου μου λέγαν: «Όχι, παρόλο που είσαι πρώτη, δεν θα πας πουθενά, εδώ θα μείνεις», εγώ το αντίθετο πάλι. Εγώ ήταν το γήπεδο κοντά στο σπίτι μου και όποτε έβρισκα χρόνο… Και όταν ήταν Πέμπτη Δημοτικού, τον είχανε… κάποιοι προπονητές είχαν πει ότι είναι ταλέντο και τον πήραν μαζί τους. Και ήταν μέχρι τα 15 του χρόνια σε μεγάλες αποστάσεις. Και έχει γνωρίσει πάρα πολλούς μεγάλους αθλητές και τον έβαζαν ακόμα και στον Κεντέρη, θυμάμαι, να κάνει τον «λαγό», να τρέχει μπροστά γρήγορα κάποιος και μετά προσπαθεί ο μεγάλος αθλητής να τον ακολουθήσει και να συνεχίσει να τρέχει γρήγορα. Κάποια στιγμή κάποιοι τον απογοήτευσαν, γιατί του ’χαν πει ότι θα πάει στο Πανελλήνιο, αγώνες, φτάνει να κάνει έναν συγκεκριμένο χρόνο. Τον συγκεκριμένο χρόνο τον έκανε αλλά βγήκε τέταρτος και του είπαν ότι θα πάρουν τους τρεις πρώτους… Νομίζω ότι δεν ξαναπήγε στο γήπεδο. Μετά από λίγο καιρό είδα σκουλαρίκι στο αυτί· άρχισε να μη μου αρέσει, κάτι να μη μου αρέσει… Μετά έμαθα ότι κλέψανε ένα περίπτερο. Και αρχίζω να προσπαθώ να καταλάβω τι κάνω λάθος – δεν ήξερα. Σίγουρα κάποια λάθη έκανα, πολλά λάθη, αλλά μάλλον δεν μας διδάσκουν να ’μαστε γονείς σε κανένα σχολείο, σε κανένα όμως σχολείο. Γιατί αργότερα, όταν το συζητούσα μαζί με τον γιο μου, είχαμε πει πάρα πολλά. Και αρχίζει μια παραβατική συμπεριφορά, η οποία αρχίζει να μη μου αρέσει. Τελειώνει το Γυμνάσιο –αυτό έγινε κάπου εκεί στο τέλος του Γυμνασίου– και αρχίζει τον ΟΑΕΔ εδώ, γιατί του είχε κολλήσει ότι θέλει να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων, όπως ήταν ο πατέρας του. Και λέει: «Έχω κι ακριβώς το ίδιο όνομα και θα είναι η συνέχεια του πατέρα μου». Τον άφησα να πάει ΟΑΕΔ. Πήγε εδώ στη Μυτιλήνη και στον χρόνο επάνω διαπίστωσα ότι κάτι δεν μου αρέσει. Άρχισαν να λείπουν κοσμήματα απ’ το σπίτι, άρχισαν κάποιοι φίλοι μου να μου λένε πράγματα, ότι τον είδανε να πουλάει κάτι. Αν είσαι τόσο αντίθετος σε… αν νιώθεις ότι έχεις ηθικές αξίες, νομίζεις ότι το δικό σου παιδί δεν θα έχει κάνει απολύτως τίποτα· ότι τα έχεις περάσει όλα στα παιδιά σου. Και δεν θέλεις να το αποδεχτείς. Εγώ για να το αποδεχτώ πέρασε πάρα πολύς καιρός και για να μπορέσω και να το εκφράσω αργότερα προς τα έξω – πάρα πολύς καιρός. Το μόνο που έκανα ήταν –επειδή ο πατέρας του ήταν από τη Χίο– να τον αλλάξω ΟΑΕΔ και να τον στείλω στην αντίστοιχη σχολή στη Χίο και να μείνει μαζί με τους θείους του. Στην αρχή καλά πήγαινε. Μετά άρχισαν οι θείοι να κάνουν παράπονα. Τελειώνει η χρονιά και γυρίζει πίσω. Και άρχισε να ’ρχεται κάθε Σαββατοκύριακο Μυτιλήνη και τα οικονομικά μας δεν ήταν σε τόσο καλή κατάσταση ώστε να ’ρχεται κάθε σαββατοκύριακο, να τον υποδέχομαι στη Μυτιλήνη. Και καταλάβαινα ότι ερχόταν και δεν έφευγε όπως έπρεπε να φύγει. Οπότε την επόμενη χρονιά παρατάει την ΟΑΕΔ. Μία από τις κινήσεις τις πρώτες που έκανα, όταν πλέον άρχισα να αποδέχομαι ότι κάτι δεν πάει καλά –γιατί η αποδοχή είναι πολύ δύσκολο– πήγα στην «Πνοή» στη Μυτιλήνη, γιατί ήταν η μόνη δομή που υπήρχε για να… για το τι πρέπει να κάνεις πριν. Πήρα κάποιες συμβουλές, πήγα και στο νοσοκομείο της Μυτιλήνης στον ψυχίατρο, ψυχολόγο, πήγα και σε ακόμα μία του Δήμου… Αυτό που μου ’χαν πει είναι ότι θα προσπαθεί πάντα να σε χειραγωγεί· όπως και το ’κανε. Παρόλο ότι προσπαθούσα, τον πήγαινα, θυμάμαι, μπροστά στον καθρέφτη και του ’λεγα: «Δεν θα είμαι πάντα από πίσω σου, πλέον ενηλικιώνεσαι, πάτησε στα δικά σου πόδια. Δεν θα είμαι πάντα από πίσω να βοηθάω, ούτε στα δικαστήρια, ούτε σ’ αυτά που κάνεις, ούτε οικονομικά, ούτε τίποτα μπορώ». Μου ’λεγε: «Ναι», μου ’λεγε, «εγώ; Εγώ δεν θα γίνω ποτέ σαν τους άλλους! Εγώ δεν είμαι έτσι… Και νομίζεις εσύ…». Αλλά έβλεπα και παρέες μέσα στο σπίτι και δεν μου άρεσαν. Αναγκαζόμουνα να συνεχίζω να δουλεύω πολλές ώρες, γιατί τα έξοδα ήταν πάρα πολλά. Η μικρή είχε σίγουρα καταλάβει αρκετά πράγματα. Τη θυμάμαι να κλαίει και να μη μου λέει.
Ο Αντώνης εκείνη την περίοδο τι σχέση είχε με την αδελφή του;
Η αδερφή του του είχε τρομερή αδυναμία· τρομερή αδυναμία, πάντα. Ήταν –επειδή είχανε και δέκα χρόνια κοντά διαφορά– ήτανε αυτός που έπαιρνε το μπιμπερό, για να κάτσει δίπλα της [00:20:00]για να κοιμηθούν παρέα. Ή όταν είχα εγώ ένα μαγαζί, ήταν εκείνος που θα την έπαιρνε το βράδυ να πάει να την κοιμίσει και μετά να γυρίσω εγώ απ’ τη δουλειά. Θα τον έβρισκα πάντα στο διπλό το κρεβάτι αγκαλιά με τη μικρή. Όταν είχε αρχίσει πλέον να μεγαλώνει η μικρή, όχι τόσο μικρή που… όταν έφυγε ο μπαμπάς της, λίγο αργότερα. Μετά από κάποια χρόνια η μικρή ήταν σαν να τον μισούσε και τον αγαπούσε ταυτόχρονα. Αργότερα θυμάμαι σε ένα τηλέφωνο, να με παίρνει εκείνος τηλέφωνο, να προσπαθεί να με χειραγωγήσει και ν’ αρπάζει εκείνη το τηλέφωνο και να λέει – να την πω την κουβέντα; «Ρε μαλάκα, τι κάνεις; Πώς την έχεις καταστρέψει έτσι; Που δεν μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας…» Και μετά: «Αντώνη μου, Αντωνάκη μου, Αντωνάκη μου!» στο ίδιο τηλέφωνο. Στο ίδιο τηλέφωνο ένα πράγμα ανάμεσα σε απέχθεια και συγχρόνως τόση αγάπη. Τρομερό… Στα 18 προς 19 του, η μία η ψυχολόγος μου είχε πει ότι: «Όσο βλέπεις και χειροτερεύει η κατάσταση, κάποια στιγμή θα πρέπει να τον αφήσεις να πιάσει πάτο· ή θα τον διώξεις ή θα τον αγνοήσεις ή κάτι». Γινόταν πάρα πολλά επεισόδια σπίτι. Αλλά δεν ξέρω, αλλά ένιωθα ότι σκοπό ζωής πλέον ήταν μόνο αυτό: να γίνει καλά ο Αντώνης. Αυτό άρχισα να νιώθω από κάποια στιγμή και ύστερα. Κι ήμουν σίγουρη ότι εγώ θα το καταφέρω. Ένιωθα ότι μπορώ κι ένιωθα συγχρόνως να με τραβάνε πράγματα πίσω. Η οικογένειά μου… δεν ήθελε καν να ακούσει. Κάποια στιγμή, μέσα σ’ ένα άλλο σπίτι δεύτερο που είχαμε νοικιάσει νιώθω ότι– βλέπω ξαφνικά να γυρεύει να του βάψω το δωμάτιο μαύρο. Λέω: «Τι κάνει τώρα;». Άρχισα να βλέπω μπουκάλια άδεια βενζίνης, άρχισα να κοιμάμαι με το πορτοφόλι μου αγκαλιά… Και κάπου εκεί, ένα βράδυ ξυπνάω μες στον ύπνο μου και ακούω φωνές. Ήταν έξω απ’ το σπίτι και περιέλουζε το αυτοκίνητο με βενζίνα. Και μου λέει: «Εγώ θα σου βάλω φωτιά που δεν μου δίνεις λεφτά». Και θυμάμαι ότι άρπαξα τη μικρή και πήγα και κοιμήθηκα. Το έβαλα μπρος το αυτοκίνητο και πήγα και κοιμήθηκα –θυμάμαι ότι είχα πάρει τον αδελφό μου τηλέφωνο, δεν το σήκωσε ή κάτι τέτοιο–, και κοιμήθηκα στον δρόμο. Την επόμενη μέρα έψαξα να βρω κάποιον πιο ειδικό και μου λέει: «Ασ’ τον μόνο του». Το «άσ’ τον μόνο του», όμως, εγώ δεν μπορούσα να τον αφήσω στον δρόμο μόνο του, ένιωθα ότι κάπου πρέπει να τον αφήσω. Και τον άφησα στο σπίτι. Πήγα πήρα κάποια ρούχα, ένα απ’ τα αφεντικά μου τότε ήταν ο κύριος Δεμερτζής, που έχει παλαιοπωλείο στη Μυτιλήνη, και μου παραχώρησε ένα δωμάτιο. Και έμενα εγώ με τη μικρή στο δωμάτιο κι εκείνος στο μεγάλο το σπίτι. Μια μέρα με παίρνει τηλέφωνο στη δουλειά –στο λογιστικό γραφείο, όχι στην άλλη μου δουλειά– και μου λέει «μαμά, δεν μπορώ να περπατήσω». Κι εμένα στο μυαλό μου ήταν η φράση της ψυχολόγου που έλεγε ότι: «Μέχρι κι ότι έχει χτυπήσει θα σου πει για να μπορέσει να σε τραβήξει κοντά του, αν τον αφήσεις»· και νόμιζα ότι αυτό γινότανε. «Χτύπησα», μου είπε στην αρχή, «αλλά δεν είμαι καλά, πονάει το πόδι μου». Η αλήθεια είναι ότι δεν έδωσα σημασία. Μετά από δυο μέρες ξανά: «Χτύπησα». Εκεί δεν άντεξα, πήγα να δω πού χτύπησε.
Ήταν όντως χτυπημένος;
Χτυπημένος δεν φαινόταν πουθενά, απλά κούτσαινε. Και τον πήρα και τον πήγα στο νοσοκομείο. Μετά από κάποιες εξετάσεις ο νευρολόγος του νοσοκομείου είπε ότι έχει μια σπάνια ασθένεια που λέγεται Guillain-Barré και ότι χρειάζεται πάρα πολύ ακριβές συγκεκριμένες ενέσεις, τις οποίες ξεκίνησε να τις κάνει – οι οποίες όμως δεν κάνανε απολύτως τίποτα. Εγώ σταμάτησα από τη μία δουλειά και δούλευα στο γραφείο ό,τι περίεργες ώρες μπορείς να φανταστείς – απ’ τις 1:00 τη νύχτα μέχρι τις 7:00 το πρωί, τις ώρες που κοιμότανε, μόνο και μόνο για να βγει η δουλειά του λογιστικού γραφείου, γιατί ήταν περίοδος φορολογικών δηλώσεων τότε. Και βλέπαμε ότι η κατάσταση χειροτέρευε. Το ένα το πόδι που πόναγε, άρχισε να κουτσαίνει σιγά σιγά το άλλο το πόδι και μου λέει ο νευρολόγος: «Μάλλον δεν είναι η ασθένεια που λέω». Και έπρεπε να μπούμε στο Πανεπιστημιακό, στο Αιγινήτειο, να βρούμε τρόπο να φτάσει στο συγκεκριμένο, να είναι εφημερία για να μπει στο συγκεκριμένο να γίνουνε ειδικές εξετάσεις. Και πάω στη δουλειά, αφεντικό μου στο λογιστικό γραφείο ο αδερφός μου, και πάω στο γραφείο και του λέω: «Θέλω να απολυθώ. Πρέπει να απολυθώ, πρέπει να φύγω». Εκείνος, όπως όλη η οικογένεια –γιατί το όνομα Γανώση ήταν μεγάλο–, η κουβέντα του ήτανε: «Επιτέλους παράτα τον, φτάνει πια». Και του λέω: «Απόλυσέ με». Και αφήνω την κόρη μου σε φίλους –γιατί οι συγγενείς δεν την πήρανε–, σε φίλους από το ερασιτεχνικό θέατρο στο οποίο ήμουνα μέλος, το οποίο το παίρνανε ανά βδομάδα, μόνοι τους. Δεν παρακάλεσα κανέναν να μου την κρατήσει. Με παίρναν τηλέφωνο και μου λέγανε: «Τούτη τη βδομάδα τη θέλω εγώ», «Τούτη τη βδομάδα τη θέλω εγώ», «Θα την κρατήσω εγώ δεκαπέντε μέρες, μετά θα την πάρει ο τάδε». Και πήγαινε έτσι όσον καιρό ήμουνα Αθήνα. Απολύθηκα και δεν δικαιούμουνα τίποτα, γιατί ήταν αδερφός μου, και πήρα τότε το πρώτο μου δάνειο, για να μπορέσω να τα βγάλω πέρα. Πήγαμε στο Αιγινήτειο, μας κάνανε εξετάσεις, άρχισαν τα χέρια του σιγά σιγά να παραλύουνε – δηλαδή εκτός από τα πόδια του σε καροτσάκι, άρχισε να μην κουνάει ούτε τα χέρια του μέσα στο Αιγινήτειο. Έπρεπε να τον ταΐζω, να του ανάβω το τσιγάρο…
Εν τέλει οι γιατροί στο Αιγινήτειο τι διάγνωση έκαναν;
Έκαναν ότι έχει πλευρική νευροπάθεια, και μάλλον από τη βενζίνα όλο αυτό, και ότι δεν– το καλό ήταν ότι δεν– μάλλον δεν είχε κάψει το κεντρικό νεύρο για να μείνει τελείως ανάπηρος. Αλλά δεν πίστευαν ότι θα επανέλθει.
Δηλαδή ήτανε απόρροια της χρήσης…
Απόρροια της χρήσης της βενζίνης.
Έκανε και άλλη χρήση ο Αντώνης;
Αργότερα έμαθα ότι είχε ξεκινήσει από χασίς, ότι μέχρι εκείνη την ώρα, τουλάχιστον, μέχρι την αναπηρία του δεν είχε κάνει χρήση ηρωίνης. Δεν ξέρω τι άλλο έκανε αλλά έκανε κι άλλα πράγματα, τα οποία απλά δεν ήτανε ηρωίνη. Τώρα τι ακριβώς ήταν… Κάποιος μου ’πε για μανιτάρια, κάποιος μου ’πε για διάφορα, δεν τα κατάλαβα εγώ. Μετά βγήκαμε από το Αιγινήτειο και γυρίσαμε πίσω. Ήμασταν στον Ευαγγελισμό απέξω, γιατί έπρεπε να κάνει μία ειδική εξέταση – του πήρανε κομμάτια από το πόδι του, σαν παρακέντηση ένα πράγμα, για να σιγουρέψουν ακόμη μια τελευταία εξέταση που δεν μπορούσε να γίνει μέσα στο Αιγινήτειο. Και μετά έπρεπε να γυρίσω πίσω, Μυτιλήνη. Θυμάμαι ότι πήρα την αδερφή μου τηλέφωνο και την παρακάλεσα να με φιλοξενήσει σπίτι της· και μου είπε ότι δεν μπορεί. Ήμουνα έξω απ’ τον Ευαγγελισμό και πήρα τη φίλη μου που κρατούσε τότε την κόρη μου– ενδιάμεσα έφερνα και την κόρη μου Σαββατοκύριακο ή προσπαθούσα να πάω Σαββατοκύριακο Μυτιλήνη για να δω τη μικρή και έβαζα άλλον να τον ταΐζει, γιατί τότε δεν κουνιούνταν ούτε τα χέρια του. Και γύριζα πίσω και ήταν ακόμα πιο αδύνατος από ό,τι τον άφησα. Και θυμάμαι ότι πήρα τη φίλη μου που είχε τη μικρή και της λέω έτσι κι έτσι: «Πρέπει να γυρίσω πίσω, δεν έχω πού να μείνω στην Αθήνα». Και μου είπαν ότι πρέπει να μπω μέσα σε Κέντρο Αποκατάστασης· και μέχρι που να βρω Κέντρο Αποκατάστασης, πρέπει να γυρίσω πίσω με το καροτσάκι. Δεν ξέρω τι κινήσεις έκανε, ξέρω ότι με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: «Θα πας να μείνεις στο ξενοδοχείο, στο τάδε ξενοδοχείο, φιλοξενία». Είναι αδιανόητο να έχεις πατέρα, αδερφό, αδερφή και να πηγαίνεις σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης.
Η οικογένειά σου δεν μπορούσε να το δεχτεί, δηλαδή–
Δεν μπορούσε να το δεχτεί…
–ότι είναι χρήστης ο Αντώνης;
Και απ’ ό,τι κατάλαβα, όταν στο τέλος που έφυγε ο μπαμπάς μου μου ’πε ότι: «Και τα αδέρφια σου με παρασύρανε να μη σε βοηθήσω», αλλά μου είπε ακόμα ότι: «Νιώθαμε ότι σε διαλύει, ότι σε καταστρέφει, ότι πας πάντα πίσω τη ζωή σου… Ότι δουλεύεις, δουλεύεις, δουλεύεις και δεν κάνεις τίποτα. Κι ότι έχεις κάτι να σε τραβάει πίσω». Δεν μπορείς μ’ αυτά τα συναισθήματα των άλλων ούτε τον τρόπο που σκέφτονται· και απλά το αποδέχεσαι. Κλαις τότε, στενοχωριέσαι τότε… Θυμάμαι μία φορά, όταν, ενδιάμεσα, που γύρισα στο γραφείο, αφού είχα απολυθεί, και γυρίζει και μου λέει: «Πες μου, τι σου χρωστάω;». «Σαν υπάλληλος απολύτως τίποτα. Σαν αδερφός όμως…;» Και με παίρνουν τα κλάματα και φεύγω. Κι έτρεχα τις σκάλες κάτω κι από πίσω έτρεχε ο πατέρας μου. Και θυμάμαι πήγαμε στο «Πάνθεον» και ο πατέρας μου γυρίζει και μου λέει: «Εξήγησέ μου». «Να σου εξηγήσω τι; Ότι πέρασε η γιορτή μου, ότι πέρασαν τα γενέθλιά μου, ότι δεν με πήρατε τηλέφωνο; Ότι ξέρετε ότι παθαίνω κρίσεις πανικού και ότι λιποθυμάω στον δρόμο; Να πω τι; Ότι πήρα δάνειο για να μπορώ να επιβιώσω; Να πω τι;» Γυρίζουμε πίσω κάποια στιγμή, φτάνουμε στο ξενοδοχείο, θυμάμαι, με το καροτσάκι, με ταξί και πάω να τον βγάλω από το ταξί. Κι όπως πάει να σταθεί– να προσπαθεί να σταθεί σε μια κολώνα για να μπει μέσα στο ξενοδοχείο, πέφτει και τρέχει ένας υπάλληλος του ξενοδοχείου και τον πήρε αγκαλιά – και δεν πληρώθηκαν οι άνθρωποι και τον πήραν αγκαλιά και τον ανεβάσουνε στον τρίτο όροφο. Κι ήταν ένα παιδί στον τρίτο όροφο σ’ ένα καρότσι και σ’ ένα κρεβάτι κι εγώ πήγαινα στο γραφείο να βοηθήσω, παρόλο που είχα απολυθεί. Ακόμη μία φίλη μου, τη φώναξα για να τον κουρέψει, και πόσο πολύ έκλαιγε όταν τον κούρεψε και μετά – γιατί ήξερε ένα άλλο παιδί και είδε ένα άλλο παιδί.
Σε απεξάρτηση πότε μπήκε ο Αντώνης;
Ο Αντώνης μπήκε αρκετά αργότερα σε απεξάρτηση. Ο Αντώνης όταν… Με το καρότσι έχουμε περάσει πάρα πολλές περιπέτειες. Μετά με ό,τι μέσο δεν είχα χρησιμοποιήσει ποτέ στη ζωή μου πολιτικό ή οτιδήποτε καταφέραμε και τον βάλαμε στο Αναπήρων, μέσα στους Αγίους Αναργύρους. Και σιγά σιγά άρχισαν τα χέρια του να επανέρχονται, στο κολυμβητήριο, άρχισε σιγά σιγά να επανέρχεται και πιστεύαμε ότι θα επανέλθει. Δηλαδή οι γιατροί λέγανε ότι: «Εδώ συντελείται ένα θαύμα». Αν με ρωτήσεις σήμερα, ίσως να μην ήθελα να είχε σηκωθεί απ’ το καρότσι.
Γιατί το λες αυτό;
Γιατί όσο ήμασταν μέσα στα νοσοκομεία και όσο ήμουνα… όσο ήτανε ανάπηρος-ανάπηρος, ήξερα ότι δεν κάνει χρήση. Και αφού ήταν μέσα στο Αναπήρων, αποφασίζω ένα Σαββατοκύριακο να ’ρθω να δω τη μικρή. Στη δεύτερη μέρα με παίρνει κάποιος κύριος τηλέφωνο, άγνωστος, και με ρωτάει αν έχω ένα παιδί. Με πήραν πρώτα απ’ το νοσοκομείο τηλέφωνο, απ’ το Αναπήρων, να μου πουν ότι ο μικρός δεν είναι στο δωμάτιό του. Και μετά με πήρε ένας άγνωστος κύριος να μου πει ότι: «Έχεις έναν γιο με το τάδε όνομα;». Και λέω: «Ναι». Και μου λέει: «Τον βρήκα στην Ομόνοια, ένα καρότσι διπλωμένο δίπλα, μία κούτα και να κοιμάται ένα παιδί». Αυτός ο κύριος είχε σχέση με τον Κορυδαλλό, δεν θυμάμαι ακριβώς τι έκανε… πρέπει να ήταν στους ανήλικους κάτι… σύμβουλος, δεν ξέρω ακριβώς τι ήτανε. Και του μίλησε. Πώς ακριβώς δεν ξέρω. Και με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει ότι: «Είμαι σε ένα καφέ και μου έλεγε ο μικρός να μην πάρω τη μαμά του τηλέφωνο, αλλά και ότι δεν μπορεί να γυρίσει πίσω στο Αναπήρων». Και λέω: «Έτσι κι αλλιώς εγώ αύριο εκεί θα ’μουνα». Και μου λέει: «Δεν θα τον έβρισκες». «Καλά που πήρες τηλέφωνο για να τον βρω». [00:30:00] Πράγματι, συναντηθήκαμε. Δεν μας δεχόταν πλέον πίσω στο νοσοκομείο. Θυμάμαι και κάτι άλλο απ’ το νοσοκομείο το συγκεκριμένο. Είχε βρει παρέα εκεί με ένα άλλο παιδί, καλό παιδάκι, και έτυχε να είναι η συναυλία του Παπακωνσταντίνου για τα 30 χρόνια. Και τους παίρνει η μαμά του ενός που είχε το αυτοκίνητο, την κόρη μου τη μικρή, που την είχα εκείνες τις μέρες μαζί μου, τα δύο καρότσια και τους πάει στο Βράχων, που ήτανε η συναυλία. Πήγαν αφού είχε ξεκινήσει η συναυλία. Απ’ ό,τι έμαθα σταμάτησαν τη συναυλία να μπουν τα δύο καρότσια μέσα, τους έβαλαν μέσα στη συναυλία, τους περιτριγύρισαν σεκιούριτι και μετά ξαναξεκίνησε η συναυλία. Θυμάμαι ότι μου το ’λεγε συνέχεια και η μικρή και εκείνος. Και κάποια στιγμή όταν αυτό βγήκε σε δίσκο, σε CD, εγώ το είδα και έχω φωτογραφία τους που φαίνονται και οι δύο στο εξωτερικό του δίσκου, που φαίνονται και οι δύο τους και η μικρή μου η κόρη εκεί. Δηλαδή άνθρωποι και άνθρωποι – πώς σε χειρίζονται κάποιοι άνθρωποι και πώς κάποιοι άλλοι. Και αυτός ο κύριος Παναγιώτης πού τον βρήκε στον δρόμο… Ξέχασα να πω ότι η μικρή είχε μεγάλη άρνηση με ό,τι συνέβαινε.
Της είχες εξηγήσει;
Της είχα εξηγήσει, είχε αποδεχτεί κάποια πράγματα, την αναπηρία την είχε αποδεχθεί… Πίστευε κι εκείνη ότι ο αδερφός της δεν θα ξαναμπλέξει, αλλά αργότερα είχε μεγάλη άρνηση. Και τον παίρνει ο κύριος Παναγιώτης και τον βάζει σε μία δουλειά – και είχε στο σπίτι του μία ανάπηρη μαμά και ένα ανάπηρο παιδί και το έβαλε σπίτι του χωρίς να το γνωρίζει καν. Ένας θεός από ψηλά, απ’ το πουθενά. Και μου λέει: «Θα σου στέλνω κάθε μέρα τι έκανε ο Αντώνης. Εγώ θα τον πηγαίνω στη δουλειά, εγώ θα τον γυρίζω, εγώ θα τον προσέχω, ό,τι λεφτά μαζεύει θα σου τα στείλω ή θα σου πω πού ακριβώς τα ξοδέψαμε. Θα τον κρατήσω έναν-δύο μήνες, μήπως τον καταφέρουμε και μείνει εκτός χρήσης, τη στιγμή που είναι ακόμη πάνω στο καρότσι».
Τα κατάφερε;
Έτσι φαινότανε. Τα γενέθλιά του, η κυρία που ήτανε –εκείνης το όνομα, αλήθεια, δεν το θυμάμαι– έμεινε δύο ορόφους πάνω απ’ τον κύριο Παναγιώτη, ήταν η εργοδότριά του, εγώ τέτοια γενέθλια –πήγα για τα γενέθλιά του–, τέτοια γενέθλια εγώ δεν του ’χα κάνει ποτέ. Ήταν ένας κόσμος οι οποίοι συνέχεια χειροκροτούσαν έναν Αντώνη σαν το καλύτερο παιδί του κόσμου, σαν το γιο τους, σαν… δεν ξέρω. Και μετά τον παίρνω σπίτι. Και φοβόμενη μήπως ξαναμπλέξει, όπως ήταν με το καρότσι, είχα φίλους στην Καλλονή, ψάξαμε του βρήκαμε δουλειά σε ένα χρωματοπωλείο, οι οποίοι τον δέχτηκαν με το καρότσι. Του νοίκιασα σπίτι, πήγαινα κάθε δύο μέρες-τρεις να τον βλέπω… Για να μην ξαναμπλέξει, υποτίθεται, στη Μυτιλήνη. Τόσο το μυαλό μου, τόσα ξέραμε τόσα κάναμε, που λέμε. Πράγματι πήγε πάρα πολύ καλά. Δίπλα σ’ αυτό το μαγαζί, το χρωματοπωλείο, υπήρχε ένα άλλο μαγαζί το οποίο έφτιαχνε έπιπλα κουζίνας. Δούλευε, άρχισε να δουλεύει και σ’ αυτόνανε. Αυτός είχε και ένα μπαρ το καλοκαίρι, «Κουρσάρος» νομίζω το λέγανε, στην Καλλονή, στη Σκάλα Καλλονής, και τον πήρε υπεύθυνο και εκεί. Όταν ήταν καλά αυτό το παιδί, ήταν για να δουλεύει είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Και σιγά σιγά άρχισε να περπατάει – κουτσαίνοντας, αλλά άρχισε να περπατάει, σιγά σιγά. Πρέπει να πήρε κοντά χρόνο να ξαναπερπατήσει, αλλά έσερνε τα βήματά του· μπορεί να μην περπάτησε ποτέ στη ζωή του κανονικά κανονικά –να μην έτρεξε, μάλλον–, αλλά περπατούσε κανονικά από κάποια στιγμή κι ύστερα. Κι εγώ ευλογούσα το Θεό που το παιδί μου είναι καλά. Κι αποφασίζω να πάω να τελειώσω το Λύκειο, σκεπτόμενη ότι το παιδί μου είναι… ο γιος μου είναι καλά, ότι η κόρη μου είναι καλά, ότι πηγαίνουμε κάθε Σαββατοκύριακο και τον βλέπουμε… Και στα Σαββατοκύριακα που πηγαίναμε να τον δούμε, κάποια στιγμή πάμε σε μία ταβέρνα με μία παρέα, και η κόρη μου βαρέθηκε και άρχιζε να γυρίζει γύρω γύρω και να βοηθάει τον σερβιτόρο. Και το επόμενο Σαββατοκύριακο με παίρνει τηλέφωνο ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού και μου λέει: «Θα μου φέρεις αυτό το κοριτσάκι το όμορφο να δουλέψει;». Η κόρη μου τότε 14, άρα ο γιος μου κοντά 24– 13 η κόρη μου τότε, ε… Περίμενε να θυμηθώ… Πιο μικρή από 13, 14 είχε δουλέψει αλλού, κάπου εκεί, 12. Και κάθε Σαββατοκύριακο πηγαίναμε και βλέπαμε τον Αντώνη και η μικρή δούλευε. Θυμάμαι Χριστούγεννα να έχει βγάλει 80 ευρώ μεροκάματο απ’ τα πουρμπουάρ, όχι απ’ το μεροκάματο, απ’ το πουρμπουάρ. Και ήμασταν πάρα πολύ χαρούμενοι. Πήγα κι εγώ Σχολείο… Τη μέρα που εξεταζόμουνα σε ένα μάθημα τον Ιούνιο, Ανθρωπολογία, στην προσευχή με πιάνει μια φίλη μου και μου λέει: «Ο μικρός χθες πέρασε μέσα από μία τζαμαρία και έκλεψε ένα μαγαζί». Εγώ το Πάσχα που είχα πάει είχα καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά δεν το αποδεχότανε. Και είχαμε κάτσει εκεί, στα μέσα του δρόμου, θυμάμαι, στο δάσος που είναι ένα… σαν τραπεζάκι με δυο παγκάκια και θυμάμαι ότι έγραφε πάνω στο τραπέζι για να μου δώσει τον λόγο του ότι δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα, άσχετα που εγώ δεν τον πίστευα. Και τον Ιούνιο μου λένε αυτό, στην εξεταστική. Θυμάμαι ότι μπήκα μέσα στην αίθουσα να γράψω και το μόνο που έκανα ήταν να κλαίω… Να κλαίω και να κλαίω και μετά να πάω στο διευθυντή και να του λέω: «Η χρονιά πάει στράφι, δεν δίνω κανένα μάθημα». Και να μου λέει: «Θα σου δώσω δέκα μέρες περιθώριο και θα σ’ αφήσω να τα γράψεις όλα μαζεμένα». Του λέω: «Ξέχασέ το, δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση». Του εξήγησα πολύ έξω έξω, γιατί είχε γίνει και ντόρος μ’ αυτό που είπε η κοπέλα στην προσευχή, και μου είπε: «Σε καταλαβαίνω, αλλά πάρε τις ανάσες σου και σου δίνω περιθώριο δέκα μέρες, μέχρι να κλείσουν τα σχολεία, να δώσεις τα μαθήματα που χρωστάς». Πρέπει να έφυγα μέσα στη νύχτα, να πήγα Καλλονή, να βαστάω όλα τα φυλλάδια όλων των Κέντρων Αποκατάστασης – από ΚΕΘΕΑ, ΟΚΑΝΑ, ό,τι υπήρχε «18 και άνω». Και θυμάμαι ότι πήγα στο σπίτι, το οποίο δεν είχε καμία σχέση με το σπίτι που είχε ο γιος μου σε όλον αυτόν τον καιρό, που πηγαίναμε σπίτι, που έλεγε: «Μαμά, τα παπούτσια σου δεν τα έβγαλες, εσύ στο δικό σου το σπίτι γιατί θες να βγάζω εγώ τα παπούτσια μου;» Ήταν τόσο καθαρός, είχε ψωνίσει πράγματα, δούλευε πάρα πολύ, του άρεσε αυτό που έκανε σ’ όλες τις δουλειές που έκανε. Και ξαφνικά είδα ένα παρατημένο παιδί και είπα: «Έχει ξαναμπλέξει, δεν υπάρχει περίπτωση». Δεν… ήμουν σίγουρη πλέον ότι δεν κάνω λάθος, άσχετα ότι μου ’δινε τον λόγο του στο ενδιάμεσο ότι δεν. Και θυμάμαι ότι πάω, του πατάω τα μπλοκ και του λέω: «Εγώ σε αφήνω, τέλος, ως εδώ οι σχέσεις μας. Αποφάσισε τι θες να κάνεις». Και θυμάμαι ότι έφυγα. Θυμάμαι ότι την ίδια μέρα επισκέφτηκα ψυχολόγους με κάποια φίλη μου και πήρα τρεις διαφορετικές γνώμες – το πώς πρέπει να χειριστώ την όλη κατάσταση. Ήταν τρεις διαφορετικές απόψεις και εγώ πελαγωμένη. Τον άφησα, δεν ξαναπήγα στο σπίτι. Και κάποια στιγμή με παίρνει –εκείνη τη χρονιά πρέπει να δούλευα και σε ξενοδοχείο– και θυμάμαι ότι με παίρνει ένας φίλος τηλέφωνο για να πει ότι ο μικρός δεν είναι στο σπίτι και ότι ακούγονται γάτες μέσα απ’ το σπίτι. Σηκώνομαι, πάω Καλλονή, δεν υπήρχε κανένας Αντώνης μέσα. Ένα σπίτι χάος και άρχισα να ρωτάω γύρω γύρω τι χρωστάει και πόσα χρωστάει. Που είχε πάρει την τεράστια την τηλεόραση, που είχε πάρει τα τεράστια τα ηχεία, που είχε πάρει ό,τι μπορείς να φανταστείς, πέρα από αυτά που είχαμε επιπλώσει το σπίτι, το απλό το σπίτι. Και αρχίζω να επιστρέφω τα πράγματα και να ρωτάω: «Πάρτε τα πίσω και τι διαφορά σας οφείλω;»
Ο Αντώνης πού είχε πάει;
Ο Αντώνης εκείνες τις μέρες δεν ξέραμε πού είχε πάει.
Εσύ δεν είχες επικοινωνία μαζί του;
Όχι. Από τότε που έδωσα τα φυλλάδια δεν είχα επικοινωνία μαζί του. Και μαζεύω το σπίτι, χαρίζω όλα τα έπιπλα, για να μην πληρώνω και μεταφορική να τα γυρίζω πίσω. Εγώ, τον καιρό που ήταν ο Αντώνης στην Καλλονή, είχα καταφέρει να φτιάξω και το σπίτι που είχα αγοράσει, πιστεύοντας ότι ο Αντώνης είναι καλά. Και αρχίζει η αγωνία πού είναι ο Αντώνης. Και αρχίζουμε να ψάχνουμε Αθήνα. Δεν βρίσκαμε τίποτα. Άμα δεν ξέρεις και πώς λειτουργεί η Αθήνα, δεν ξέρεις και πού να ψάξεις. Μετά από –δεν ξέρω πόσο καιρό, καμιά εικοσαριά μέρες, κάνα μήνα;– με παίρνει τηλέφωνο μία κυρία μου λέει: «Είστε η μητέρα του… έχετε ένα παιδί που το λένε Αντώνη;». Και λέω: «Ναι». Η κυρία Σταυρούλα. Λέει: «Δουλεύω στη Rolex και είμαι απέναντι απ’ την πλατεία Κλαυθμώνος. Και είναι ένα παιδί τόσο ευγενικό που το λένε Αντώνη, και τώρα θα μου πείτε πώς έμαθα το όνομά σας... Πάρα πολύ δύσκολα, γιατί δεν μου το δίνει». Λέω: «Πώς το μάθατε;», Γυρίζει και μου λέει ότι: «Προσπαθούσα τόσον καιρό να τον ταΐσω και δεν μπορούσα να τον ταΐσω, γιατί μάλλον στη χρήση δεν τρώνε πολύ». Ξέχασα να σου πω ότι στο Αναπήρων όταν ήταν ο Αντώνης είχε φτάσει 48 κιλά. Τον έπαιρνα, μπορούσα– κατάφερνα και τον έπαιρνα στα χέρια μου για να τον κάνω μπάνιο, που ντρεπόταν να είναι γυμνός στα χέρια μου στην ηλικία των 20 τόσο χρονών. Και θυμάμαι ότι για να τον ζυγίσω, ζύγιζα πρώτα στη… σε μια σαν αποβάθρα ζύγιζα πρώτα το καρότσι, πόσα κιλά ήτανε, μετά κατέβαζα το καρότσι, έβαζα αγκαλιά τον Αντώνη και όταν τον ζύγισα έκανα την αφαίρεση· ο Αντώνης είχε φτάσει 48 κιλά από 70 τόσο. Και μου λέει η κυρία, που λες, η κυρία Σταυρούλα, ότι: «Πώς έμαθα το όνομά σας; Αφού», λέει, «προσπαθούσα να τον πλησιάσω, γιατί ήταν ένα απ’ τα πιο ευγενικά παιδιά που είναι στο πάρκο εκεί, και δεν κατάφερα να τον ταΐσω, μια μέρα έρχεται και μου λέει– και με πιάνει και μου λέει: “Μήπως μπορείτε να μου δώσετε λεφτά; Πρέπει να πάω να βγάλω ταυτότητα”. Η αλήθεια είναι ότι φοβόμουν να του δώσω λεφτά, γιατί μου ’πε ότι πρέπει να βγάλει ταυτότητα στη Μυτιλήνη, αλλά δεν ξέρω», λέει, «πώς την έκανα την κίνηση». Άρα είχε ρθει Μυτιλήνη και δεν τον είχα πάρει είδηση εγώ. «Και γυρίζοντας πίσω ήρθε να μου δώσει τα ρέστα, ό,τι περίσσεψε απ’ αυτά που του ’δωσα, και να μου δείξει ότι πράγματι έβγαλε ταυτότητα. Και την ώρα που μου δείχνει την ταυτότητα αρπάζω το ονοματεπώνυμό σου», μου λέει, «και έψαξα και σε βρήκα. Είναι στην πλατεία Κλαυθμώνος και εγώ δεν ξέρω πώς να το χειριστώ». Κατά τύχη το συγκεκριμένο βράδυ με παίρνει η πρώην νύφη μου τηλέφωνο, να μου πει για μια επέμβαση που είχε κάνει· δεν ξέρω πώς της βγήκε. Αλλά ήμουνα σε κατάσταση αμόκ και γυρίζω και της λέω: «Δεν ξέρω τι θα κάνεις και πώς θα το κάνεις, απλά θα φτάσεις στην πλατεία Κλαυθμώνος και θα ψάξεις να βρεις έναν Αντώνη». Και μου λέει: «Άμα μου γυρέψει λεφτά;». «Δεν δίνεις λεφτά, δίνεις να φάει, δίνεις να διαβάσει… Δίνεις ό,τι θες να δώσεις πέρα από λεφτά». Η κοπέλα πρέπει να ’φυγε την ίδια ώρα. Εγώ είχα μπει ήδη στο καράβι και το πρωί με παραλαμβάνει από την Ομόνοια, από κάτω, και μου λέει: «Τον βρήκα». Το ’ξερα ήδη. Ήδη είχα επικοινωνήσει με… έψαχνα να βρω πού θα πάω να τον βάλω. Μου ’χαν πει για μια κλινική ψυχιατρική, η οποία όμως κόστιζε… ούτε εγώ δεν θυμάμαι πόσο– θυμάμαι, ψέματα λέω, θυμάμαι και πάρα πολύ καλά θυμάμαι. Και δεν ήξερα τι και πώς πρέπει να το κάνω.
Τον Αντώνη είχες να τον δεις πόσους μήνες;
Ένα-δυο…
Θυμάσαι τη συνάντησή σας;
Τη θυμάμαι… Και με πάει και μου λέει η νύφη μου: «Περίμενε». Και πάω ακριβώς στο Rolex εγώ, στην κυρία Σταυρούλα, και της μίλησα. Μου λέει η νύφη μου… [00:40:00]φύγανε οι δυο τους κι εγώ έμεινα στη Rolex απέξω. Μου λέει η νύφη μου: «Λίγο θα τρομάξεις». Και έρχεται ένας Αντώνης διαλυμένος, με ένα μαλλί πιο μακρύ από ό,τι το ’χα αφήσει, μες στην ψείρα πρέπει να ’τανε, κι έρχεται κοντά μου. Και πάει να με πάρει αγκαλιά και να μου πει «μαμά μου». Δεν ξέρω πώς βρήκα το κουράγιο να είμαι τόσο σκληρή… Δεν τον πήρα αγκαλιά. Και του ’πα: «Στάσου εκεί που είσαι και απάντησέ μου ένα “ναι” ή ένα “όχι” τώρα· με ακολουθείς; Ναι ή όχι; Όπου κι αν σε πάω!». Και μου λέει: «Ναι», μετά από λίγη σκέψη. Α, μου λέει: «Θα με πάει η θεία Βίνα μέχρι το περίπτερο για δύο λεπτά να το σκεφτώ». Ήθελε να πάει να κάνει χρήση, να πάρει κάτι –τώρα χάπια ήθελε να πάρει, τι ήθελε να πάρει, δεν ξέρω–, για να νιώθει ότι καθαρίζει μάλλον το μυαλό του, δεν ξέρω για ποιον λόγο. Δεν του ’κανε τη χάρη, αλλά πρέπει να πήρε ένα Stedon, κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι τι, κι έρχεται πίσω και μου λέει: «Ναι». Και τον βάζω απλά σ’ ένα ταξί και πάμε… όχι Βουλιαγμένη, ποιο είναι εδώ, τι είναι; Ποια θάλασσα είναι εκεί;
Γλυφάδα;
Στη Γλυφάδα. Εκεί ήταν η ψυχιατρική κλινική που είχα βρει. Κάποιος μου την είχε συστήσει, τώρα ποιος απ’ όλους που ’χα ζητήσει βοήθεια μου την είχε συστήσει δεν θυμάμαι.
Δεν πήγατε δηλαδή κατευθείαν σε κάποιο Κέντρο Απεξάρτησης;
Δεν γίνεται, ούτως ή άλλως. Κέντρο Απεξάρτησης δεν μπαίνεις έτσι. Πας ομαδικές, κάνεις ομαδικές, αρχίζεις και καθαρίζεις και μετά μπαίνεις μέσα στο πρόγραμμα, σε κλειστό. Εμείς πριν απ’ αυτό είχαμε προσπαθήσει και ανοιχτό πρόγραμμα, πριν απ’ αυτό. Είχαμε προσπαθήσει ανοιχτό πρόγραμμα. Το οποίο πλήρωσα το ξενοδοχείο και τελικά ξανάμπλεξε. Στο ΟΚΑΝΑ τότε, το ανοιχτό πρόγραμμα, είδα ότι το ανοιχτό δεν κάνει τίποτα. Και τον βάζω μες στο ταξί, τη βρίσκουμε την κλινική. Η συμπεριφορά για τα δικά μου δεδομένα περίεργη. Θέλαν προκαταβολικά πάρα πολλά λεφτά, τα οποία εγώ δεν τα ’χα. Τέλος πάντων, του κάνω εισαγωγή, μου λένε: «Θα πάμε να τον κουρέψουμε. Πηγαίνετε… Θα αγοράσετε ρούχα καθαρά, να πετάξουμε ό,τι φοράει, να τον κουρέψουμε». Τον ξύρισαν, πήγα αγόρασα κάποια ρούχα και δεν μ’ αφήσαν καν να τον ξαναδώ. Τα ρούχα τα έδωσα απ’ την πόρτα.
Πόσο έμεινε εκεί ο Αντώνης;
Εκεί ο Αντώνης έμεινε τρεις μήνες.
Κατάφερε να απεξαρτηθεί;
Ο Αντώνης εκεί, στην αρχή… γιατί μας είπανε ότι μετά από είκοσι μία μέρες επιτρέπεται να πάμε να τον δούμε. Εγώ πήγα πρώτη φορά μόνη μου, χωρίς τη μικρή, την πρώτη φορά. Γιατί μετά πηγαίναμε συνήθως με τη μικρή. Και θυμάμαι ότι… ο Αντώνης εύστροφο παιδί και την απάντηση την είχε πάντα μπροστά μπροστά. Και τον ρώταγα κάτι και ήταν σαν να μου απαντούσε μεθαύριο. Και κατάλαβα ότι, για να τον έχουν σε καταστολή, του έχουν κάνει αρκετά μεγάλη ζημιά με τα φάρμακα. Εμένα μου ζητούσαν πάρα πολλά λεφτά, κάναν συνέχεια εξετάσεις για να δουν αν είναι καθαρός, έξτρα αυτό, έξτρα ένα δικό τους πρόγραμμα που είχαν απεξάρτησης το οποίο έπρεπε να πηγαίνω μία φορά την εβδομάδα, κάθε Τετάρτη, και κάθε Σαββατοκύριακο έπρεπε πάλι να πηγαίνω, ειδικά όταν τον αφήνανε να βγει έξω μετά απ’ τον πρώτο μήνα. Τον αφήναν ή μία μέρα ή, από τον δεύτερο μήνα και μετά, δύο μέρες, Σάββατο και Κυριακή. Οπότε πήγαινα δυο με τρεις φορές την εβδομάδα, να πληρώνω αεροπλάνα πήγαινε-έλα, γιατί έπρεπε να φεύγω απόγευμα απ’ τη δουλειά μου και το πρωί έπρεπε να είμαι πίσω στη δουλειά μου, να κόβω τιμολόγια. Και την πρώτη φορά, που πήγα και τον είδα σ’ αυτήν την κατάσταση, απλά είπα στον διευθυντή, φώναξα και στους γιατρούς, και είπα ότι: «Την επόμενη φορά που θα ’ρθω θέλω να μου δώσετε την κατάσταση με τα φάρμακα, τι του δίνετε, θέλω να τα ψάξω και θέλω να δω ότι έχουν λιγοστέψει», χωρίς να ξέρω πάρα πολλά πράγματα απ’ αυτά τα πράγματα. Εγώ είχα μιλήσει στο «18 και άνω» στην Κατερίνα, την κυρία Μάτσα, και προσπαθούσα να βρω τρόπο να κλείσω ραντεβού να πηγαίνει στο «18 και άνω» μέχρι που να μπορέσουν να τον δεχτούνε. Η ιστορία στην ψυχιατρική πρέπει να ξεκίνησε τέλος Μαΐου και τελείωσε τέλος Οκτώβρη. Μάιος, Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος… όχι, πιο λίγο πρέπει να ’τανε, δεν θυμάμαι, κάτι είχε γίνει Μάιο. Θυμάμαι πάντως ότι Οκτώβριο, 26 Οκτωβρίου μπήκαμε στο «18 και άνω». Αρχίσαμε λοιπόν αυτούς τους μήνες να πηγαίνουμε κάθε Σαββατοκύριακο και κάθε Τετάρτη, το οποίο μου κόστισε γύρω στα πέντε με έξι χιλιάρικα τον μήνα όλο αυτό πράγμα. Εγώ δεν είχα να φάω, δούλευα σε μία δουλειά τότε, είχα ζωγραφίσει κάτι ημερολόγια, και να ’ναι καλά οι υπάλληλοι από το γραφείο που δούλευα –όχι το λογιστικό πλέον, σε αντιπροσωπείες δούλευα τότε–, να ’ναι καλά τα παιδιά που βγαίναν για παραγγελίες στα χωριά και παίρνανε τα ημερολόγια και τα πουλούσαν, και τους έλεγα: «Μην ντρέπεστε, αν θέλετε να πείτε και ιστορία, πείτε την. Δεν ντρέπομαι καθόλου» και γυρίζανε πότε με 100 ευρώ, πότε με 150 ευρώ…
Το είχες αποδεχτεί, Λίτσα, πλέον και μίλαγες ανοιχτά γι’ αυτό…
Μίλαγα ανοιχτά γι’ αυτό, ναι.
Στη Μυτιλήνη πώς ήτανε; Δηλαδή πώς σε αντιμετωπίζανε ο κοινωνικός περίγυρος…
Το ίδιο όπως οικογένεια εκτός από αυτούς που είχανε κάποια εμπειρία, τα οποία πλέον τα συζητούσαμε μαζί. Αλλά είναι και πάρα πολύς κόσμος ο οποίος ήταν αυτό που ήμουν εγώ στην αρχή, ότι δεν μπορείς να το αποδεχτείς ή, ακόμα χειρότερα, αυτό που… οι περισσότεροι που λένε: «Τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ» – το ξέρουν, το έχουν αποδεχτεί, αλλά φοβούνται μη χαλάσουν την εικόνα τους. Εμένα είχε αρχίσει να μην με ενοχλεί πλέον καθόλου το να χάσω την εικόνα μου. Γιατί; Γιατί μέσα από το ό,τι το φώναξα άρχισα να μαθαίνω πράγματα. Όσο δεν το φώναζα δεν μάθαινα τίποτα, τίποτα, δεν είχα ιδέα. Και τα ίντερνετ εκείνο τον καιρό δεν ήτανε όπως είναι τώρα, να ψάξεις να βρεις και να ασχοληθείς, οπότε και μιλώντας με ψυχολόγους και ομαδικές που έκανα και ο γιος μου έχει πάει σε πολλούς ψυχολόγους, μέσα απ’ αυτά άρχισα να μαθαίνω πράγματα. Εγώ πάντα ήμουν αρνητική, στα φάρμακα ειδικά, μη μου δώσεις εξαρτησιογόνο φάρμακο, τίποτα, απέχθεια. Δηλαδή μου λέγανε πολλές φορές, ξέρω γω, νευρολόγοι ότι: «Για να μπορέσεις να το αντιμετωπίσεις όλο αυτό πάρε κι εσύ ένα τάδε φάρμακο, ένα τάδε φάρμακο, παθαίνεις κρίσεις πανικού…», δεν με ενδιέφερε. Εγώ έλεγα: «Όχι, πρέπει να είναι καθαρό το μυαλό μου», έτσι ένιωθα, ότι, όταν θα πάρω κάτι τέτοιο, θα είμαι… δεν θα μπορώ να λειτουργήσω σωστά. Αφού λοιπόν πληρώναμε και νοσοκόμο για να τον πηγαίνει στο «18 και άνω», αφού το αποδεχτήκαν πάρα πολύ δύσκολα η ψυχιατρική κλινική ότι εγώ θέλω να κάνω αυτό το πράγμα, παρ’ όλα αυτά με αφήσανε. Πήγαινε δύο φορές την εβδομάδα στο «18 και άνω» και έκανε ομαδικές εξωτερικές και έμπαινε μέσα στην κλινική, οπότε ήμουνα σίγουρη ότι χρήση δεν κάνει, μου στέλνανε τις εξετάσεις του μία φορά την εβδομάδα, ό,τι φάρμακα δίνανε ήταν έξτρα από την κλινική, όλα αυτά, και σου είπα με ποιον τρόπο προσπαθούσα να τα βγάλω πέρα. Και το «18 και άνω» άρχισε να είναι θετικό. Και πάω 26 τώρα, δεν θυμάμαι, μπορεί να ήταν λογικά πιο νωρίς… α, θυμήθηκα. Παίρνω τηλέφωνο την κλινική και ήτανε να μπει στο «18 και άνω» 26 Οκτώβρη. Βάζουν συγκεκριμένες ημερομηνίες, δεν βάζουνε κάθε μέρα κάποιον μέσα στη δομή. Είναι συγκεκριμένες ημερομηνίες, ξέρω γω, 26 Οκτώβρη. Παίρνω τηλέφωνο στην κλινική –Μυτιλήνη ήμουνα–, παίρνω τηλέφωνο στην κλινική την προηγούμενη μέρα και λέω: «Αύριο εξιτήριο, θα τον πάρω εγώ από την κλινική και θα τον πάω στο «18» και από κει και πέρα θα μας βάλουν στη δομή μέσα». Λέει: «Okay, υπόλοιπο 2.500 ευρώ. Αν δεν τα στείλεις, το υπόλοιπο, δεν μπορεί να βγει ο μικρός από την κλινική». Ποια δυόμισι χιλιάρικα; Εγώ νόμιζα ότι είχα σχεδόν ξεχρεώσει. Η ώρα ήταν 23:00 το βράδυ, εγώ το πρωί έπρεπε να ’μαι Αθήνα. Έκλαιγα, θυμάμαι, του σκοτωμού. Και να λέω: «Παναγία μου, θα χαθεί η ημερομηνία που τον δέχονται και τι θα κάνω;». Και με παίρνει μια φίλη μου από δω, απ’ την Ερεσό, και μου λέει: «Γιατί, Λίτσα, δεν είσαι καλά;». Ήταν λίγο πιο νωρίς απ’ τις 23:00, γύρω στις 21:00 πρέπει να ’ταν. «Γιατί, Λίτσα, δεν είσαι καλά;» Λέω: «Μου συμβαίνει αυτό και όχι τίποτα, πρέπει να στείλω τα λεφτά στο λογαριασμό τους και να μου στείλουν και απόδειξη ότι πράγματι μπορώ να τον πάρω». «Μη σκας, εγώ είμαι εδώ. Κι εγώ με δάνειο», μου λέει, «αλλά δεν πειράζει, θα σ’ τα δώσω πρωί πρωί αύριο». Πράγματι, μου το λέει το κορίτσι, ηρεμώ εγώ. Ο πατέρας μου δεν με έπαιρνε ποτέ μα ποτέ τηλέφωνο – ποτέ τηλέφωνο τέτοιες ώρες, όχι ότι δεν μ’ έπαιρνε ο άνθρωπος ποτέ τηλέφωνο. Μ’ έπαιρνε αλλά όχι τέτοιες ώρες. Εκείνη τη μέρα στις 23:00 η ώρα, δεν ξέρω για ποιον λόγο, με πήρε τηλέφωνο. Και μου λέει: «Γιατί δεν είσαι καλά;». Του λέω: «Μου συμβαίνει αυτό κι αυτό». «Δεν θα σ’ τα δώσει καμιά φίλη σου, θα σ’ τα δώσω εγώ». Εγώ μένω… έμεινα κόκαλο, λέω: «Για δες, ανοίξαν’ οι ουρανοί, τι έγινε;». Τι διαίσθηση ήτανε αυτή; Και μου λέει: «Αύριο πρωί πρωί να περάσεις από μες στην τράπεζα να τα πάρεις». Παίρνω τη Λένα τηλέφωνο, που μου είχε πει για τα λεφτά, και της λέω: «Έγινε αυτό κι αυτό», κι εκείνη, επειδή ήξερε, της φάνηκε πάρα πολύ περίεργο. Τι αίσθηση του ανθρώπου, του μπαμπά μου… Πράγματι την επόμενη μέρα έπρεπε και να τα στείλω τα λεφτά και να φανεί το αποδεικτικό ότι εγώ τα ’χω στείλει τα λεφτά, γιατί δεν φαινόταν αμέσως στον λογαριασμό και έπρεπε να τους στείλω το αποδεικτικό με φαξ… Και να μπορέσω να τρέξω και να πάω να τον πάρω. Δηλαδή όλα αυτά έπρεπε να γίνουν, Μυτιλήνη-Αθήνα και την επόμενη μέρα να μπει ο μικρός μέσα στο «18». Τα καταφέραμε. Τον παίρνω από την κλινική και τον πάω στο «18 και άνω». Εκεί νομίζανε ότι γιος και μαμά ότι είχαμε σχέση· ότι δεν ήμασταν γιος και μαμά. «Η κοπέλα του;» λένε… Και τον παίρνουν στη δομή και όταν είναι μέσα στο «18 και άνω», στο κλειστό, δεν βλέπεις καθόλου το παιδί σου. Τους τον παραδίδεις και απλά φεύγεις. Ήταν ένα παιδί –πάλι καλά– σαν το παιδί που ήτανε τότε που δούλευε στην Καλλονή, αλλά χωρίς καροτσάκι πλέον, περπατούσε, και τον αφήνω στο «18 και άνω». Στις 28 Οκτώβρη θυμάμαι… θυμάμαι ότι περπατούσα στην Αθήνα τη μέρα που τον άφησα στο «18 και άνω» και έλεγα: «Θεέ μου, πόσα λεφτά έχουν φύγει; Πόσα δάνεια έχεις πάρει; Πόσα λεφτά έχουν ξοδευτεί; Πόσοι γονείς στη Μυτιλήνη είναι στην κατάστασή σου και σε χειρότερη;». Και μου μπαίνει η ιδέα στην Αθήνα, όταν είμαι, ότι: «Το παιδί σου αυτή τη στιγμή είναι καλά, κάνε κάτι για άλλα παιδιά». Ένα τέτοιο πράγμα μου μπήκε στο μυαλό. Και ερχόμενη εδώ –επειδή ήξερα κάποιους γονείς οι οποίοι είχαν ένα τέτοιο θέμα και άλλους γονείς που δεν το αποδέχονταν– και άρχιζα να πλησιάζω ανθρώπους που ήταν και φίλοι μου και που το ’χαν αποδεχτεί. Και άρχισα να μιλάω ότι έπρεπε να κάνουμε κάτι εδώ στη Μυτιλήνη.
Μέχρι τότε στη Μυτιλήνη τι υπήρχε;
Μόνο η «Πνοή», τίποτα άλλο. Τίποτα, τίποτα άλλο.
Η «Πνοή» ήτανε μόνο συμβουλευτική;
Συμβουλευτική για πριν.
Okay… Δηλαδή κάποιο πρόγραμμα για απεξάρτηση δεν υπήρχε;
Όχι. Ούτε τώρα υπάρχει πρόγραμμα για απεξάρτηση, αλλά γίνεται το πρώτο βήμα, αυτό που έγινε στους τρεις μήνες στο «18 και άνω» στον Αντώνη, που τον πήγαινε και τον έφερνε ο νοσοκόμος που πληρωνότανε. [00:50:00]Αυτό γίνεται εδώ και τον παραλαμβάνουν απευθείας μέσα στη δομή πλέον. Γίνεται, δηλαδή, το προκαταρκτικό στάδιο, το οποίο είναι ανοιχτό, δηλαδή είναι μέχρι που να σε αποδεχτούν, ότι πράγματι έχεις αποφασίσει ότι θες να καθαρίσεις. Γιατί αν δεν αποφασίσεις ο ίδιος, όποιος γονιός και να σε πάει, όπου και να σε πάει, δεν… Κι αυτούς τους τρεις μήνες τον Αντώνη προσπαθούσαν να τον πείσουνε ο ίδιος να πει ότι: «Ναι, θέλω να μπω τελικά».
Και ξεκινάς λοιπόν τώρα τον αγώνα να δημιουργηθεί κάτι;
Να δημιουργηθεί κάτι. Και αρχίζουμε, λοιπόν, κάποιες συνεντεύξεις, να βρω ένα πολιτικό πρόσωπο, να βρω κάποιους γνωστούς, να πάμε στον Δήμο, να στείλουμε επιστολή στο «18 και άνω»… Μάθαμε ότι το «18» δεν βγαίνει εκτός Αθηνών, οπότε το «18» το διαγράψαμε – γιατί ήξερα για το «18 και άνω» οπότε είχα τα τηλέφωνα που πήρα, είπαν ότι δεν βγαίνουν εκτός Αθηνών εκείνα τα χρόνια. Μετά το ΟΚΑΝΑ, το οποίο ΟΚΑΝΑ είναι ανοιχτό, το οποίο το ψιλοφοβόμασταν, μετά το ΚΕΘΕΑ. Και αρχίσαμε… Στη Νομαρχία πήγαμε, στον Δήμο πήγαμε, γράμματα στείλαμε, κάναμε συνέντευξη Τύπου… Μπήκανε και άνθρωποι οι οποίοι δεν είχανε σχέση με όλα αυτά. Κάποια φίλη μου καθηγήτρια – εγώ δεν ξέρω να μιλάω πάρα πολύ όμορφα, κι όπως διαπιστώνεις κι εσύ η ίδια, δεν ξέρω να τα πω πάρα πολύ καλά. Και άνθρωποι που προσπαθούσαμε να κάνουμε πράγματα. Οπότε έγινε ένας ντόρος, θα το πω. Προσπαθούσαμε να δούμε πώς θα γίνει μια ΜΚΟ, αν θα μπορούσε να γίνει ΜΚΟ ή αν θα μπορούσαμε απευθείας να ’ρθει. Μας είχαν τάξει ότι σ’ ένα κομμάτι του νοσοκομείου… μέσα απ’ τη Νομαρχία μας είχαν πει ότι σε ένα κομμάτι του νοσοκομείου θα γίνει ΟΚΑΝΑ, το οποίο δεν έγινε ποτέ. Μετά κάποια στιγμή εγώ απογοητεύτηκα…
Πώς άρχισες να μαζεύεις κόσμο;
Είχα γράψει σε μια εφημερίδα αλληγορικά κάπως, δεν το θυμάμαι κιόλας. Θυμάμαι πάντως ότι είχα αφήσει το τηλέφωνό μου κι ότι… δεν μπορώ να θυμηθώ τι είχα γράψει. Ποιος με είχε συμβουλέψει και κάτι είχα γράψει στην εφημερίδα. Τώρα πώς το είχα γράψει… Και άρχισαν να έρχονται στο σπίτι μου άνθρωποι. Θυμάμαι τουλάχιστον δύο οι οποίες μετά τις συνάντησα μέσα στο ΚΕΘΕΑ, οι οποίες είχαν τα παιδιά τους μέσα· το ένα έγινε καλά, το άλλο δεν έζησε. Και θυμάμαι ότι άρχισαν να έρχονται στο σπίτι μου και να συζητάμε ότι: «Τι μπορούμε να κάνουμε, ποιες κινήσεις πρέπει να κάνουμε»… Ήρθαν να μου πάρουν συνέντευξη, ήρθαν απ’ τον Alpha, προσπάθησαν να μου πάρουν συνέντευξη, αλλά εγώ δεν ήθελα να βγω στην τηλεόραση οπότε έδωσα ποτέ μου συνέντευξη· την έδωσα μόνο τη συνέντευξη αλλά έγινε σε εφημερίδα. Έχουν γράψει κάποιες εφημερίδες, δεν ντράπηκα… Α, εκεί που μου πήραν συνέντευξη τελικά κάτω κάτω έγραψα ότι όποιος γονέας θέλει– τη θυμήθηκα πώς έγινε ακριβώς. Στην εφημερίδα που γράψανε για την ιστορία του του μικρού του δικού μου, ότι ήταν πλέον στο «18 και άνω», χωρίς να λέω ονόματα και τέτοια, αλλά στο τέλος όμως έγραφα ότι: «Όποιος θέλει να επικοινωνήσει μαζί μου και έχει τέτοιο συγκεκριμένο πρόβλημα και θέλουμε να κάνουμε κάτι για τη Μυτιλήνη, το τηλέφωνό μου είναι αυτό». Και έτσι άρχισε να με παίρνουν τηλέφωνο και έγινε όλη αυτή η κινητοποίηση, πέρα απ’ τους φίλους μου και γνωστούς μου, και με αγνώστους που δεν ήξερα. Κι ήταν και κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι απλά λέγανε: «Όχι, εγώ δεν έχω τέτοιο θέμα». Και κινητοποιηθήκαμε. Και μετά από… ενάμιση; Δύο χρόνια; Κάποια στιγμή εγώ τα ψιλοπαράτησα και κάποια στιγμή έγινε το ΚΕΘΕΑ εδώ στη Μυτιλήνη. Αλλά νιώθω ότι είναι κάτι που έχει το όνομα του γιου μου απάνω, δεν ξέρω για ποιον λόγο. Κι ήμουνα και η πρώτη που πήγα στο συγκεκριμένο μαζί μ’ ακόμα μία, η οποία κοπέλα δουλεύει στο νοσοκομείο. Ο γιος της ήτανε… Κι ήμασταν οι πρώτοι γονείς που πήγαμε κι ήμουνα η πρώτη που αποχαιρέτησα, γιατί ο γιος μου ήταν καλά. Πριν τελειώσει το «18 και άνω» ο γιος μου, στους τρεις-τέσσερις μήνες –δούλευα στην αντιπροσωπεία που σου είπα– και με παίρνουν τηλέφωνο. Ήταν ο σύμβουλός του, ο Γιάννης. Κάθε παιδί μέσα στο «18 και άνω» έχει κάποιον σύμβουλο, πέρα απ’ τις ομαδικές που έχουν, έχουν και προσωπικό σύμβουλο. Και με παίρνει τηλέφωνο ο Γιάννης– με εκείνον μπορούσα να επικοινωνήσω, να δω τον Αντώνη δεν μπορούσα. Εκείνος με ενημέρωνε συνέχεια αν πάει καλά, γιατί εκεί είναι ανοιχτή η πόρτα για να φύγουνε, αλλά πρέπει πριν φύγουνε να πουν το λόγο που θέλουν να φύγουν και μετά μπορούν να ανοίξουν την πόρτα να φύγουνε· και ενημερώνεσαι εσύ. Εμένα ο γιος μου δεν είχε… δεν ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο. Και με παίρνει τηλέφωνο λοιπόν ο Γιάννης και μου λέει: «Ο Αντώνης ήταν το καλύτερο παιδί. Ο Αντώνης ήταν απ’ τους πιο εργατικούς στις προμήθειες, στα πάντα. Ήταν απ’ τους πολύ καλούς εδώ», Και αρχίζω, θυμάμαι ότι ανέβαινα… λοιπόν, έφυγα από το γραφείο που έκοβα τα τιμολόγια και ανέβαινα κάτι σκάλες, οι οποίες οδηγούσαν σε μια βεράντα χωρίς πρόσοψη, χωρίς τίποτα, άχτιστη. Και αρχίζει: «Ο Γιάννης ήταν, ήταν, ήταν…» και τρέχαν τα μάτια μου. Και συνέχιζε να λέει: «Ήταν, ήταν, ήταν»…
Τι σκέφτηκες εκείνη τη στιγμή;
Ότι, για να λέει «ήταν», ή έχει φύγει απ’ το πρόγραμμα, αλλά το πιο… αυτό που πήγε το μυαλό μου, το μωρό δεν ζει. Κι εμείς στη Μυτιλήνη τα λέμε «μωρά» και μέχρι σήμερα. Ότι το μωρό δεν ζει. Και πώς του κόβει ενός υπαλλήλου του Δημητράκη και μ’ ακολουθεί και την ώρα που είμαι στον γκρεμό μπροστά και βαστάω το τηλέφωνο στο «ήταν», αρπάζει ένα χέρι εμένα κι ένα χέρι το τηλέφωνο και μια φωνή δική μου, ένα… Και ρωτάει ο Δημήτρης: «Ποιος είστε; Τι θέλετε;» και δεν ξέρω τι. Λέει: «Η μαμά του κόντεψε να πέσει απ’ το μπαλκόνι». Λέει: «Γιατί;». «Δεν ξέρω». Και του λέει: «Το παιδί είναι στο νοσοκομείο, πήγαμε να παίξουμε 5x5 και χτύπησε και έχει χτυπήσει… εδώ, το ισχίο έχει σπάσει και είναι στο ΚΑΤ. Δώστε μου», λέει, «τη Λίτσα». Μ’ αυτό ο άλλος με βαστούσε. Και θυμάμαι ότι ξέσπασα και του λέω: «Αυτό το “ήταν” τι ήτανε;» Και μου λέει: «Πρέπει να ’ρθεις επειγόντως ΚΑΤ, γιατί αυτή τη στιγμή είμαστε στο ΚΑΤ, είναι με συνοδεία ο μικρός, γιατί απαγορεύεται να τον αφήσουμε μόνο του, μην τύχει και συμβεί κάτι, και γιατί έχει πάθει ατύχημα, οπότε δεν είναι σε καλή ψυχολογική κατάσταση, οπότε μπορεί να ψάξει να βρει κάτι, οτιδήποτε, και πρέπει να ρθείτε επειγόντως στο ΚΑΤ». Κι έμεινα εγώ: «Τώρα τι κάνουμε;». Μου λέει το αφεντικό μου: «Απλά φεύγεις. Κρατάμε εμείς, πάμε το μεσημέρι να πάρουμε τη μικρή απ’ το σχολείο», το αφεντικό μου μαζί με την κοπέλα του, «θα πάμε εμείς να πάρουμε τη μικρή από το σχολείο και εσύ φεύγεις ΚΑΤ». Φεύγω, πράγματι τα παιδιά του «18 και άνω» με συμβούλεψαν ακριβώς τι πρέπει να κάνω, μου είπαν ότι θα έρχονται μία φορά την ημέρα, όπως και γινότανε, και δεν πρέπει να τον αφήσεις απ’ τα μάτια σου ούτε ένα λεπτό· όπως κι έγινε. Ξέραμε ότι έπρεπε να γίνει επέμβαση γιατί στο ισχίο έπρεπε να μπει σίδερο, τι λένε… τι βάζουνε… λάμα. Στη δεύτερη ή στην τρίτη μέρα, όταν του κάνανε εξετάσεις και όταν τον εξέταζε ο γιατρός –είχαν κάνει εργαστηριακές εξετάσεις–, όταν τον εξέταζε ο γιατρός, μας έβγαζαν εμάς έξω στο μπαλκόνι. Αλλά, επειδή εγώ δεν ήθελα να βγω, να μη συμβεί κάτι, έβγαινα στο μπαλκόνι για να βλέπω πάνω-κάτω. Και μπαίνω μέσα και βλέπω έναν Αντώνη να κλαίει. Και του λέω: «Τι είναι;». Και μου λέει: «Μαμά, στις εξετάσεις βρήκαν ότι είμαι φορέας ηπατίτιδας και είπαν ότι: “Καλά, αυτόν θα βάλουμε στο χειρουργείο; Ας μη μας πάθει κανένας τίποτα, αυτός θα μπει όποτε να ’ναι χειρουργείο!”», κάπως έτσι. Κι έκλαιγε, σπάραζε. Εγώ σ’ αυτές τις περιπτώσεις, λες και είμαι σκληρή, λες και κλαίω πάντα, όταν έχουν ξεπεραστεί πράγματα, δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω πώς γίνεται. Και θυμάμαι ότι πήρα απευθείας το «18 και άνω». Δεν περίμενα να ’ρθει αυτός που ερχότανε, πήρα απευθείας και ζήτησα απευθείας την κυρία Μάτσα και καταθέτω ότι εδώ στο ΚΑΤ τον μεταχειρίζονται σαν να είναι μίασμα –στην κυριολεξία μίασμα– και ότι δεν θέλουν να του κάνουνε επέμβαση. Και πόναγε, σπασμένο ισχίο είχε. Και μετά από την επόμενη μέρα, έγινε, απ’ ό,τι κατάλαβα, μεγάλη φασαρία. Έγινε συνέλευση στο «18 και άνω» για το συγκεκριμένο θέμα και τελικά αποφάσισαν τη μεθεπόμενη μέρα να του κάνουν χειρουργείο, γιατί είχε επέμβει το «18 και άνω» και είχε γίνει θέμα. Νομίζω ότι… δεν ξέρω αν το είχε γράψει και σε εφημερίδα.
Με αφορμή αυτό το περιστατικό, είχατε βιώσει –και εσύ ως μητέρα του Αντώνη, αλλά και ο Αντώνης– αυτόν τον κοινωνικό αποκλεισμό;
Ο Αντώνης σίγουρα, εγώ όχι. Τον ένιωθα… Ίσως ήτανε οι φίλοι μου καλοί, ίσως το περιβάλλον μου ήταν τέτοιο, που θα πω ότι πολλοί φίλοι μου μου λένε ότι: «Πιο πολύ σε θαυμάζω, παρά αυτό που λέμε ότι…». Εκείνος σίγουρα ένιωσε ρατσισμό· κι ένα κομμάτι να το, στο ΚΑΤ, αμέσως. Που ’μαστε σε γιατρούς. Και τελικά είχα βρει κι έναν Μυτιληνιό γιατρό, που τελικά λίγο αυτός, λίγο το «18 και άνω» –Παπαδέλης τον λέγαν’ τον γιατρό τον Μυτιληνιό–, λίγο εκείνος, λίγο το δεν ξέρω τι και θυμάμαι, λοιπόν, ακόμα ένα περιστατικό. Με παίρνει τηλέφωνο το αφεντικό μου, το οποίο κράταγε την κόρη μου, και μου λέει: «Λίτσα, πού είσαι;». Λέω: «Στο νοσοκομείο». «Εμείς», λέει, «με την κόρη σου τι θέα έχουμε;» «Τι θέα έχετε;» «Βλέπουμε όλη τη Μυτιλήνη πιάτο». «Γιατί;» Γιατί ήξερα ότι μένει εκεί που ήταν η δουλειά μας. Μου λέει: «Ε, να, η μικρή δεν ήταν καλά και τη φέραμε στο νοσοκομείο». Και είμαι μέσα σε ένα δωμάτιο του ΚΑΤ και βλέπω ακριβώς απέναντί μου ένα ελικόπτερο να αράζει πάνω σε μια σκεπή. Και του λέω του αφεντικού μου: «Να πάρω το ελικόπτερο να πεταχτώ μία; Γιατί δεν ξέρω σε ποιο νοσοκομείο πρέπει να ’μαι». Ο Αντώνης γελούσε· γελούσε με τον τρόπο που μιλούσα στον αφεντικό μου και του ’λεγα: «Πείτε μου τι να κάνω;». Λέει: «Μη νοιάζεσαι, δεν είναι τίποτα. Εμείς για πλάκα σε πήραμε τηλέφωνο να σ’ το πούμε, ότι εσύ είσαι νοσοκομείο κι εμείς σε νοσοκομείο, ας πούμε. Δεν έχει τίποτα τελικά η μικρή, της κάνανε έναν υπέρηχο, δεν είναι κάτι σοβαρό». Αλλά ένιωσα εκείνη την ώρα πράγματι ότι εγκαταλείπω τη μικρή, ότι την έχω παραγκωνίσει τόσο πολύ. Μια από σπίτι σε σπίτι… Αφού λοιπόν γίνεται η επέμβαση στο ΚΑΤ και αφού ξεπεράσαμε και το πρόβλημα της μικρής, το οποίο δεν ήταν κάτι σοβαρό, όταν γίνεται η επέμβαση, μετά από κάποιες μέρες, έρχονται από το «18 και άνω» με το καρότσι –γιατί είχε λάμα στο ισχίο– και τον παίρνουνε. Και, παρόλο που δεν μπορούσε να κάνει απολύτως τίποτα πλέον μέσα στη δομή, γιατί ήτανε με σκάλες, τον πήρανε για να κάνει τους υπόλοιπους τέσσερις μήνες στο κλειστό μέσα. Και περπάτησε, εγώ τον είδα ξανά να περπατάει, όταν βγήκε για να αποχαιρετήσει το «18 και άνω» και να μπει στην Επανένταξη. Στην Επανένταξη, τα παιδιά που είχανε τελειώσει τη δομή, τους δίνουν σπίτι για να μπορούν να κάνουν τα πρώτα τους βήματα. Εκείνος ήταν τυχερός. Μέσα στο «18 και άνω» δεν ξέρω πώς τα κατάφερε και είχε βρει ήδη δουλειά με το που θα βγει έξω – και δουλειά πάνω στο αντικείμενό του, πάνω στα έπιπλα που είχε δουλέψει στην Καλλονή, στα έπιπλα κουζίνας. Και σχεδίαζε. Εκείνος και σχεδίαζε έπιπλα κουζίνας. Είχε πάρει το ταλέντο μου, αλλά σε γραμμικό σχέδιο. Και πάει στην Επανένταξη, πάμε φτιάχνουμε το σπίτι… Μπορούσαμε στην Επανένταξη να πηγαίνουμε[01:00:00] να τον βλέπουμε, οπότε πηγαίναμε μαζί με τη μικρή. Ήταν αρκετά μεγάλο, μέναν τρία παιδιά μέσα, αλλά μπορούσαμε κι εμείς πού και πού να τον επισκεπτόμαστε. Είχα γνωρίσει τον Ηρακλή, το αφεντικό του, το οποίο αφεντικό του τον λάτρεψε και άνοιγε ένα άλλο μαγαζί με είδη δώρων και τον έβαλε να φτιάξει τα ράφια του μαγαζιού… Πήγαινε το πρωί, έφτιαχνε κομμάτια του μαγαζιού του καινούργιου που θα μπαίνανε χριστουγεννιάτικα είδη μέσα και πήγαινε μετά στο επιπλοποιείο. Κάποια στιγμή με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Είμαι στο νοσοκομείο». Του λέω: «Τι έγινε;» Και ένιωσα ότι η φωνή του δεν ήταν σωστή. Δεν ήταν η φωνή του Αντώνη, ήταν η φωνή του εξαρτημένου Αντώνη. Είχε χτυπήσει με το μηχανάκι που είχε αγοράσει. Δεν ξέρω πώς, αλλά ένιωσα ότι κάτι δεν πάει καλά και έφυγα απευθείας για Αθήνα. Και μέσα απ’ το νοσοκομείο πήρα το «18 και άνω». Α, είχε τελειώσει η Επανένταξη, ξέχασα να πω ότι είχε τελειώσει η Επανένταξη. Είχε νοικιάσει δικό του σπίτι μαζί με ένα άλλο παιδί της δομής και μένανε μαζί, είχανε αγοράσει έπιπλα, είχε αγοράσει το μηχανάκι, συνέχισε να δουλεύει στην ίδια δουλειά· είχε περάσει πλέον από τότε που είχε μπει στο «18» ενάμιση-δύο χρόνια κοντά. Και πάω στο νοσοκομείο, επικοινωνώ με το «18 και άνω», επικοινώνησε και το άλλο το παιδί, γιατί, όταν κάποιος δεν είναι πλέον καλά, δεν κάνει να μένουνε μαζί. Το παιδί έφυγε, μένει το σπίτι σ’ εμάς, πήρε το παιδί τα μισά τα πράγματα και μαζί μ’ αυτά πήρε και την κουζίνα. Και παίρνω εγώ τηλέφωνο στο «18 και άνω», επικοινωνώ με την ίδια, την κυρία Μάτσα, η οποία μου είπε ότι: «Από τη στιγμή που υπάρχει σπίτι, θα κλειδωθείτε μέσα στο σπίτι. Πήγαινε τώρα, αγόρασε γρήγορα κάποια πράγματα που θεωρείς ότι μπορείς, και κλειδωνόσαστε μέσα στο σπίτι για πάνω από δέκα μέρες, μέχρι που να περάσει τα πρώτα, τώρα που είναι νωρίς ακόμα». Αυτό εγώ δεν το ’χα βιώσει ποτέ μέχρι τότε – γιατί μία έγινε σε ψυχιατρική κλινική, η άλλη έγινε στο ΟΚΑΝΑ μέσα απ’ το ξενοδοχείο που ήμασταν… Δεν το είχα βιώσει πραγματικά να ζήσω συνεχόμενες μέρες με έναν Αντώνη ο όποιος δεν την κοπανάει από μένα. Μακαρόνια έφτιαχνα στο γκαζάκι και να με παρακαλάει και να προσπαθεί να μου αρπάξει τα κλειδιά και να φωνάζει: «Δεν αντέχω άλλο» και: «Κρυώνω» και: «Δεν θέλω να ζήσω» και: «Άσε με ήσυχο»… Δύσκολες μέρες, πολύ κλάμα κι απ’ τους δυο μας. Περάσαν δώδεκα μέρες, ένιωσα ότι είναι καλύτερα και αρχίζουμε και ψάχνουμε σε αγγελίες για δουλειά – γιατί φυσικά το αφεντικό του δεν θα τον έπαιρνε πίσω. Παρόλο που μου είπε ο Ηρακλής ότι: «Αν σιγουρευτείς ότι είναι καλά, εγώ είμαι εδώ», εκείνος μάλλον ένιωσε ντροπή κι έψαχνε να βρει αλλού δουλειά. Τελικά ήταν άλλοθι το ότι έψαχνε να βρει δουλειά. Δεν έψαχνα να βρει δουλειά· έψαχνε να βρει να κάνει χρήση. Και ξαναμπαίνει ξανά στη χρήση, παρόλο ότι ξεπέρασε όλους τους πόνους και όλα τα σωματικά μαζί μου. Εγώ τότε είχα ανοίξει ένα μαγαζί στην αγορά μέσα της Μυτιλήνης με σάντουιτς, καφέδες, τυρόπιτες, και ήταν ένα μαγαζί που το παράτησα σε ένα δεκαεφτάχρονο κοριτσάκι, στην κόρη μου, και σε μία υπάλληλο – στην οποία κόρη μου της έλεγα συνέχεια: «Στέλνε μου λεφτά, στέλνε μου λεφτά». Επικοινωνώ με το «18» και μου λέει: «Θα μπει ξανά σε κλειστό;». Λέω: «Δεν έχει σκοπό να ξαναμπεί σε κλειστό, δεν το αποδέχεται. Πού εκτός Αθήνας να πάω;». «Φύγε Θεσσαλονίκη και πήγαινε απευθείας στο “Αργώ”. Είναι ένα ανοιχτό πρόγραμμα, το οποίο είναι καλό και υπάγεται στην Ψυχιατρική της Θεσσαλονίκης». Το έκανα την ίδια μέρα· τρένο, άρχισα να ψάχνω για σπίτι εκεί, βρήκα σπίτι, μια πολύ μικρή γκαρσονιέρα σε ένα ημιυπόγειο κι αρχίζουμε να μένουμε εκεί. Και θυμάμαι ότι έψαχνα μέχρι και τους πάτους των παπουτσιών του και κάποια στιγμή βρήκα κάποια χάπια. Και μετά άρχισα να τον δένω κάθε βράδυ στο χέρι μου, γιατί, λέω: «Αν κάνει κίνηση, θα τον πάρω είδηση». Και αρχίζουμε κάθε μέρα να πηγαίνουμε για ψάρεμα. Πέρα από το «Αργώ» που πηγαίναμε, πηγαίναμε… Ήμουνα συνέχεια μαζί του, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο· ψάρεμα, «Αργώ»… αυτή ήταν η ζωή μας.
Για πόσους μήνες;
Από Μάιο μέχρι Αύγουστο, μέχρι 14 Αυγούστου που γύρισα πίσω, Μυτιλήνη. Τον αφήνω στο συγκεκριμένο σπίτι, είχε σχεδόν τελειώσει το πρόγραμμα το «Αργώ», πρέπει να είχε άλλους δυο-τρεις μήνες να κάνει και ξεκινάει σχέση με το που γυρνάω εγώ πίσω. Ξεκινάει τη σχέση του, νοικιάζει κανονικό σπίτι…
Καθαρός πλέον;
Καθαρός πλέον. Πήγαινα τους έβλεπα μαζί με τη μικρή. Μετά, ενώ τα είχε με την άλλη κοπέλα, πήγε να κάνει έπιπλα για μια άλλη κοπέλα· τελικά η μετέπειτα κοπέλα, που της έφτιαξε τα έπιπλα, έγινε και γυναίκα του. Και στις δύο είχε πει όλη του την ιστορία, δεν ντράπηκε γι’ αυτό, ξέρανε – και η Βάσω έγινε η γυναίκα του. Θυμάμαι να μου λέει – πολύ ρομαντικός, σαν τη μαμά του: «Μαμά μου, θέλω να της κάνω πρόταση γάμου. Πώς την κάνω την πρόταση γάμου; Πες μου. Να, μαμά, πάμε να πάρουμε μαζί το δαχτυλίδι και πες μου πώς…». Και θυμάμαι ότι πήγε έξω από το σπίτι και έγραψε με σπρέι: «Θα με παντρευτείς;». Στο τσιμέντο απάνω, μες στη νύχτα το ’γραψε. Μένει έγκυος η Βάσω. Η μικρή μου η κόρη ήταν στο Ρέθυμνο, σπούδαζε, γνώρισε τον τωρινό της άντρα – είχε μείνει κι εκείνη έγκυος. Η μία ήταν στον έβδομο μήνα και η άλλη ήταν στον ένατο μήνα, όταν πήγαμε Θεσσαλονίκη, γιατί ο γαμπρός μου ήθελε να ζητήσει το χέρι της μικρής μου από τον αδερφό της. Ο γαμπρός μου θα έφευγε… θα καθόταν δύο μέρες και θα ’φευγε και η μικρή θα ’ρχόταν μαζί μου στη Μυτιλήνη, για να δει τους φίλους της από το σχολείο. Εγώ, επειδή ζωγράφιζα το δωμάτιο το παιδικό, όλον τον τοίχο, καθυστέρησα να φύγω δύο μέρες απ’ αυτό που είχαμε πει, γιατί ήθελα να το τελειώσω το έργο που έφτιαχνα. Και θυμάμαι ότι η Βάσω πήγε στο γιατρό τη συγκεκριμένη μέρα. Εμείς φύγαμε βράδυ από τη Θεσσαλονίκη. Το πρωί, ενώ το τηλέφωνό μου κάτι είχε πάθει και δεν ακουγότανε και χτυπάει το τηλέφωνο της κόρης μου και μου φωνάζει η μικρή: «Μαμά, μαμά, ο Αντώνης μας κάτι έπαθε». Μες στη νύχτα που είχαμε φύγει εμείς είχε χάσει το μωρό η Βάσω. Ο Αντώνης σχόλασε στις 2:00 η ώρα, εκείνη την έπιασε πόνος στις 23:00-24:00, δεν το είπε στη μαμά της, περίμενε τον άντρα της να γυρίσει. Κι όταν γύρισε, εκείνος είχε πλημμυρίσει στα αίματα και στον ένατο μήνα έχασε το μωρό. Και καλά που δεν χτύπησε το τηλέφωνο τη νύχτα, γιατί ποιος με ξέρει εμένα, στην κατάσταση που θα ήμουνα, ποιο αεροπλάνο θα ’παιρνα να ’φευγα πάλι Θεσσαλονίκη και να εγκατέλειπα, ως συνήθως, τη μικρή μου την κόρη. Και να έχω ένα μικρό, το οποίο ήταν 20 στα 21, να σπαράζει και να φωνάζει και να πάει σε γυναικολόγο και να φωνάζει: «Πάρτε μου το μωρό να το στείλω στον αδελφό μου, γιατί ο αδερφός μου θα ξαναμπλέξει. Πάρτε μου το μωρό τώρα» να φωνάζει στον γυναικολόγο. Και να την έχω όλη τη μέρα μέσα στους δρόμους της Μυτιλήνης μόνο και μόνο για να μη σπαράζει στο κλάμα, μήπως σταματήσει, γιατί φοβήθηκα ότι θα πάθει κάτι κι εκείνη στον έβδομο μήνα. Και λέω: «Δεν υπάρχει περίπτωση, δεν το γλιτώνουμε. Δεν υπάρχει περίπτωση ο Αντώνης να το διαχειριστεί όλο αυτό», γιατί ήξερα ότι τα δύσκολα δεν ξέρει να τα διαχειριστεί· το ’ξερα, το ’χα νιώσει πάρα πολύ έντονα ότι τα δύσκολα δεν μπορεί να τα διαχειριστεί. Δεν ξέρω για ποιον λόγο, ο Αντώνης το διαχειρίστηκε. Προσπαθούσαμε να τους στείλουμε ταξίδι, με τη μικρή να βγάλουμε εισιτήρια, ώστε να τους στείλουμε κάπου μακριά. Τελικά η Βάσω δεν ήθελε, περνάει αυτός ο Νοέμβριος –γιατί Νοέμβριο έγινε αυτό–, η κόρη μου γεννάει Ιανουάριο, εγώ… ξέχασα να σου πω ότι εγώ τότε που πήγαινα σχολείο τα παράτησα τότε και ξαναπήγα το ’12, τότε που ο Αντώνης ήταν καλά. Και τη χρονιά τη συγκεκριμένη εγώ είχα τελειώσει το Λύκειο και είχα περάσει στο πανεπιστήμιο. Κι επειδή ο ένας γεννά, ο άλλος μ’ αυτά τα προβλήματα, το παρατάω το πανεπιστήμιο.
Το παράτησες.
Γεννάει η μικρή μου κόρη, βρίσκομαι στο Ρέθυμνο. Απρίλιο ανεβαίνω πάνω Θεσσαλονίκη για να τους δω και μαθαίνω ότι είναι έγκυος η Βάσω – και ότι ο Αντώνης είναι καλά. Στην ίδια χρονιά, βασικά, γεννήθηκαν τα δύο μου εγγόνια – τον Ιανουάριο η μία και τον Δεκέμβριο γέννησε η γυναίκα του Αντώνη. Εγώ είχα παρατήσει το πανεπιστήμιο –έδωσα τέσσερα μαθήματα, αυτά ήταν όλα κι όλα–, η κόρη μου στο δικό της το ΤΕΙ, το οποίο το είχε αφήσει. Όταν ήτανε λεχώνα τον Φεβρουάριο την έβαλα να δώσει μαθήματα, γιατί χρωστάει μονάχα επτά μαθήματα από τότε, τα οποία δεν τα ’δωσε ποτέ, γιατί πήγε αργότερα και μου ’γινε σεφ σε σχολή. Γεννάει η Βάσω, όλα καλά, κι ενώ εγώ είχα πιάσει δουλειά σε ένα καραβάκι τουριστικό, το οποίο πάει τους τουρίστες βόλτες, και ήμουνα στο καρνάγιο, χτυπάει το τηλέφωνο ο γαμπρός μου να μου πει ότι ο Αντώνης έχει ξαναμπλέξει. Δηλαδή το παιδί του ήταν έξι μηνών. Κι έπαιρνα τηλέφωνο τον Αντώνη, ο οποίος… αυτό το ’μαθα 24:00 η ώρα τη νύχτα.
Είχε δώσει κάποια σημάδια ο Αντώνης; Το ’χες καταλάβει;
Όχι, καθόλου. Και τον παίρνω τηλέφωνο και το κατάλαβα απ’ τη φωνή του που το σήκωσε το τηλέφωνο. Και να μου λέει: «Δεν έχω τίποτα» και… Μου λέει η Βάσω: «Εγώ τον έδιωξα απ’ το σπίτι». «Είναι τώρα μια βδομάδα σε αυτή την κατάσταση, απλά δεν ήξερα πώς να σου το πω γιατί φώναζε: “Τη μαμά μου όχι ξανά, δεν θα αντέξει η μαμά μου άλλο, έχει περάσει η μαμά μου τόσα, δεν θα αντέξει άλλο. Όχι τη μαμά μου” φώναζε». Κι εκείνη, για να μη στενοχωρήσει εμένα, πήρε τον γαμπρό μου τηλέφωνο κι ο γαμπρός μου πήρε εμένα τηλέφωνο. Θυμάμαι ότι να ουρλιάζω, γιατί ήμουνα στο Καρνάγιο, να πάρω το αυτοκίνητο να κατέβω στην πόλη, και θυμάμαι ότι πήρα την κουμπάρα μου τηλέφωνο 2:00 η ώρα τη νύχτα –που κι εκείνη είχε γεννήσει τη συγκεκριμένη χρόνια– και με το που μ’ άκουσε να κλαίω, το θυμάμαι ότι είπα σπίτι κι ενώ δεν είχα λεφτά προσπαθήσαμε να βρούμε στις 5:00 ώρα τι ώρα φεύγει το πρώτο αεροπλάνο και βρέθηκα Θεσσαλονίκη· άφραγκη, όπως πάντα. Και βρέθηκα Θεσσαλονίκη. Και από τη Θεσσαλονίκη πάω νοικιάζω ένα ξενοδοχείο. Προσπαθούσα να τον έχω καλά. Εκείνος εδώ δούλευε σε δύο δουλειές, ντελίβερι και υπεύθυνος σε ένα καφέ. Προσπαθούσα να πάρω ό,τι λεφτά του χρωστούσανε. Μου είπαν ότι μια εβδομάδα δεν είναι καλά, ο Αντώνης που, όπως συνήθως, όταν ήταν καλά έκανε τους άλλους να παραληρούν, γιατί είχε φτιάξει ένα ολόκληρο μαγαζί –είχε πάρει ξύλα κι είχε φτιάξει ένα ολόκληρο μαγαζί, μέχρι φωτιστικά, μέχρι οτιδήποτε, το ’χει φτιάξει το μαγαζί το συγκεκριμένο– και μου είπαν ότι ο μικρός έχει ξαναμπλέξει. Δεν ήταν μικρός πια, ήταν αρκετά μεγάλος. Είχαμε φτάσει πια κοντά 30. Τι 30, 34 είχαμε φτάσει… Και τον παίρνω στο ξενοδοχείο και πάω να βρω τρόπο να κλείσω εισιτήρια να γυρίσω πίσω και να δω ποιος θα μου τα πληρώσει. Γιατί η κουμπάρα μου μου ’δωσε λεφτά για να πάω Θεσσαλονίκη. Κι όπως ήμασταν μέσα σ’ ένα ίντερνετ καφέ, παίρνω το αφεντικό μου, που ήταν στο Καρνάγιο, και του λέω: «Ή με απολύεις τώρα ή θα δεχτείς κάτι που θα σου πω». Και μου λέει: «Τι είναι;» Είναι ένας άνθρωπος που τον ήξερε τον Αντώνη από τότε που ήταν 13 ετών. Και λέω: «Ο Αντώνης δεν είναι καλά. Ή τον παίρνουμε στο Καρνάγιο μαζί μας, που είναι απομονωμένα στα Λουτρά, και δεν τον αφήνουμε να πάει πουθενά και τον βάζουμε να δουλέψει για να τον κάνουμε καλά, ή με απολύεις». Και μου λέει: «Δώσ’ μου πέντε λεπτά χρόνο». Μετά από πέντε λεπτά μου λέει: «Πάρ’ τον κι έλα». Είναι κάτι που νομίζω ότι δεν το κάνει ο καθένας. Είναι ένα πράγμα για το οποίο τον συγκεκριμένο τον άνθρωπο, αν και έχουμε τρομερές αντιθέσεις, δεν υπάρχει περίπτωση να μην τον [01:10:00]ευγνωμονώ για πάντα. Παίρνω τον Αντώνη, τον φέρνω εδώ, πάμε στο Καρνάγιο, άρχισε να δουλεύει. Στην αρχή δεν ήταν καλά τις πρώτες μέρες, φαινόταν, δεν μπορούσε να κοιμηθεί το βράδυ… Φαινόταν ο τρόπος που λειτουργούσε ότι δεν ήταν καλά, ήταν σαν τις δώδεκα μέρες που ’χα ζήσει. Άρχισε σιγά σιγά το αφεντικό μου να τον βάζει: «Κάνε λίγο αυτό, βάψε αυτό», άρχισε να παίρνει τα πάνω του σιγά σιγά. Πέρασε ένας μήνας έτσι, να δουλεύουμε στο Καρνάγιο, ήρθε ο Μάιος, συνεχίσαμε να δουλεύουμε. Και κάποια στιγμή έπρεπε να βγούμε για ταξίδι για να πάμε [Δ.Α.]. Μου λέει: «Θέλω να δω τη γυναίκα και το παιδί. Έχεις δεν έχεις λεφτά, βγάζεις εισιτήρια να ’ρθει η γυναίκα και το παιδί». Και αρχίσαμε μαζί διακοπές, ταξίδια, και κάποια στιγμή έπρεπε να φύγουνε. Φεύγουνε και μετά από έναν-ενάμιση μήνα ξανά στα ίδια.
Στη Θεσσαλονίκη πλέον;
Στη Θεσσαλονίκη πλέον, ξανά. Μου λέει η Βάσω: «Εγώ δεν μπορώ, δεν αντέχω, θα τον βάλω σε δημόσιο νοσοκομείο». Κάνει… δεν θυμάμαι τι έπρεπε να κάνει, εισαγγελική κάτι, και το βάζουν σε νοσοκομείο, σε ψυχιατρική. Αρχίζω εγώ να ψάχνω ιδιωτικά προγράμματα. Βρήκα κάποια, ρώτησα, ακριβά, λέω: «Τι πολλά, τι λίγα, Λίτσα, από τη στιγμή που πρέπει εσύ να είσαι εδώ για να στέλνεις λεφτά, κάτι πρέπει να κάνεις». Συνομιλώ με κάποιον, μου λέει: «Εγώ ο ίδιος θα πάω και θα τον πείσω και θα τον πάρω εγώ απευθείας στη δομή» την πληρωτή, πλέον. Πράγματι –Χρήστο τον λέγανε–, τον παίρνει στη δομή, μένει εφτά μήνες, βγαίνει για Επανένταξη. Πιάνει δουλειά στον Τερκενλή και μετά πήγαινε συμβουλευτική μία φορά την εβδομάδα, όταν είχε βγει και τον δούλευα. Η προϊσταμένη του με παίρνει μια μέρα τηλέφωνο και μου λέει… ήρθε η προϊσταμένη των Τερκενλήδων και μου ’πε ότι: «Αν υπάρχουν τέτοιοι υπάλληλοι, μια ζωή», λέει, «θα… είσαι τόσο προκομμένος. Μια ζωή… εσύ, παιδί μου, θα πας μπροστά», κάπως έτσι του ’χε πει. Έναν-ενάμιση μήνα μετά του μίλαγα στο τηλέφωνο και καταλάβαινα ότι η φωνή του δεν, δεν ήταν ο Αντώνης αυτός που είναι καλά. Εγώ πάντα τον καταλάβαινα.
Παρόλο που ήταν στο πρόγραμμα, υποτίθεται;
Υποτίθεται ότι ήτανε… πλέον πήγαινε συμβουλευτική, είχε κλείσει το πρόγραμμα, είχε τελειώσει το πρόγραμμα το κλειστό, και κατάλαβα ότι δεν είναι καλά απ’ τη φωνή του. Τον διώχνει η Βάσω από το σπίτι, χωρίζουνε. Εγώ πήρα αυτόν τον κύριο Χρήστο τηλέφωνο, του είπα ότι ο Αντώνης δεν είναι καλά, μου λέει: «Έχεις λάθος». Του λέω: «Δεν έχω λάθος, τα πράγματα είναι έτσι ακριβώς όπως τα λέω εγώ. Εγώ τον γνωρίζω απ’ τη φωνή του, απ’ τον τρόπο που κομπάζει, που… είναι τελείως διαφορετική η φωνή του. Εγώ το παιδί το ξέρω από τότε που το γέννησα πώς μιλάει – όταν είναι καλά και όταν δεν είναι καλά, το γνώριζα από…». Και μου λέει: «Όχι, θα επανέλθει, θα…» δεν ξέρω τι και πλήρωνα, δεν ήτανε ότι τις συμβουλευτικές δεν τις πλήρωνα. Και τελικά συνειδητοποιώ ότι ο Αντώνης έχει μπλέξει και κάποια στιγμή παρατάει και τον Τερκενλή. Ειδοποιώ τα κορίτσια μου και ξανά προς τη δόξα τραβά, πάμε για καινούριο πρόγραμμα. Η μικρή μου όταν ήταν πιο μικρή, είχε πει κάποτε σε μία ψυχολόγο που την πήγαινα –έπρεπε να φύγω Αθήνα για κάτι που είχε γίνει, έπρεπε κάπου να μπει ο Αντώνης, δεν θυμάμαι τώρα ποια ακριβώς δομή– και γυρίζει και λέει στην ψυχολόγο: «Άμα η μαμά μου φύγει από τη Μυτιλήνη, θα γίνω κι εγώ σαν τον αδερφό μου, για να μου δώσει σημασία η μαμά μου». Κι εκείνη την περίοδο, που ξαναέμπλεξε, την τελευταία τελευταία φορά πια, γυρίζει η μικρή και μου λέει: «Όχι, μαμά, πάλι». Η μεγάλη το ίδιο. Πήγα πάλι, ενώ είχα τελειώσει το ΚΕΘΕΑ εδώ στη Μυτιλήνη εγώ, το είχα αποχαιρετήσει με τη σιγουριά ότι δεν θα ξαναμπλέξει το παιδί μου αφού είχα μείνει πέντε χρόνια στο ΚΕΘΕΑ – γιατί λένε ότι μετά τα πέντε πρώτα χρόνια είναι τα δύσκολα· εμείς είχαμε φτάσει πλέον στα οχτώ με καθαρό έναν Αντώνη. Και με ρώταγε συνέχεια: «Μαμά, με εμπιστεύεσαι;» Του ’λεγα πάντα: «Δεν σε εμπιστεύομαι». Κι όμως ξανάγινε. Και αποφασίζω, συνεννοούμενη εδώ με κάποιους ειδικούς, ότι ίσως να του περάσεις το μήνυμα ότι: «Όπως εγώ τρέχω για το δικό μου το παιδί, μήπως κι εσύ τώρα που έχεις ένα παιδί πρέπει να κάνεις κάτι για σένα; Δηλαδή ότι πλέον έχεις κι εσύ ευθύνες, δεν είναι η μαμά σου υπεύθυνη για εσένα. Είσαι εσύ υπεύθυνος για ένα παιδί». Και αποφάσισα να τον αφήσω· και τον άφησα. Και μου ’στελνε απλά μηνύματα: «Που μ’ εγκατέλειψες, που δεν μ’ αγαπάς», να χειριστεί το συναίσθημα… Και μετά από κάποιους μήνες χτυπάει το τηλέφωνο εδώ στην Ερεσό, που ’μουνα και δούλευα, ένας αστυνομικός. Με ρώτησε ποια είμαι, του είπα, με ρώτησε αν είμαι μόνη μου, του είπα ναι. Μου λέει: «Δεν έχει κάποιον άλλον να μιλήσω;». Του λέω: «Όχι». Για να μου πει ότι ο Αντώνης έφυγε από τη ζωή. Και είχε φύγει έναν μήνα πιο πριν. Είχε φύγει, εκείνοι είπαν 13 Απριλίου το βράδυ, εγώ είμαι σίγουρη ότι έγινε στις 12 Απρίλη, την ημέρα των γενεθλίων μου, το βράδυ. Κι εγώ το έμαθα 13 Μαΐου. Και δεν είχαν βρει τη γυναίκα του που ήταν τα χαρτιά του εκεί, που είχε παντρευτεί κι όλα αυτά. Δεν ξέρω πώς ένιωσα, δεν θυμάμαι τι έκανα, δεν θυμάμαι καλά καλά ποιον πήρα τηλέφωνο, δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα Θεσσαλονίκη· δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα.
Ο Αντώνης πού βρέθηκε; Πού τον βρήκανε; Ποιος τον βρήκε;
Τον βρήκανε στα υπόγεια του… ποιο νοσοκομείο είναι; Που είναι κοντά στο πανεπιστήμιο;
Το Παπαγεωργίου;
Όχι.
Το ΑΧΕΠΑ;
ΑΧΕΠΑ. Στα υπόγεια του ΑΧΕΠΑ. Και τον είχανε με φάρμακα και είχαν γράψει «άγνωστος» και τελικά δεν ξέρω πώς με βρήκε ο αστυνομικός. Ξέρω ότι πήρα έναν φίλο μου εδώ πέρα τηλέφωνο, κάποια φίλη μου πήρε τα αδέρφια μου τηλέφωνο, κάποιος μου έκλεισε εισιτήρια, κάποιος μου ’φτιαξε ρούχα, δεν θυμάμαι… Θυμάμαι μια κραυγή στο νεκροταφείο, θυμάμαι ότι είχαν ’ρθει όλα μου τα παιδιά τα υπόλοιπα, θυμάμαι ότι εκείνοι τον είδανε, εμένα δεν μ’ αφήσαν’ να τον δω… αυτά θυμάμαι. Σ’ ένα παιδί που πάντα του ’λεγα ότι: «Ποτέ δεν τα παρατάμε ποτέ σ’ αυτή τη ζωή». Μήπως δεν ήταν ευτυχισμένος εδώ; Μήπως είναι ευτυχισμένος εκεί; Δεν ξέρω. Ήθελε να πάει στον μπαμπά του; Δεν ξέρω. Μετά έμεινα Ερεσό τον επόμενο χρόνο. Τη χρονιά που πήγα θυμάμαι ότι γύρισα πίσω και είπα στο αφεντικό μου ότι θα συνεχίσω και θα δουλεύω. Μετά από δυο μέρες που γύρισα από Θεσσαλονίκη. Και απλά ήμουνα μέσα μου… δεν ήξερα πώς να φερθώ στον κόσμο που εξυπηρετούσα. Κάποια στιγμή θυμάμαι ότι είπα στο αφεντικό μου: «Το μόνο που θέλω τώρα είναι να μπω στη θάλασσα και να πηγαίνω». Και όλος ο κόσμος γύρω μου φώναζε: «Έχεις κι άλλα παιδιά». Εμένα το «έχεις κι άλλα παιδιά» δεν με παρηγορούσε στο παραμικρό, δεν μ’ ένοιαζε. Μου λένε όλοι ότι είχα αδυναμία τον Αντώνη· δεν είχα αδυναμία τον Αντώνη, έχω αδυναμία όλα τα παιδιά. Αλλά δεν ξέρω πώς, στον αδύναμο πάντα μάλλον πέφτουμε. Άσε που τα κορίτσια χτυπιούνται ακόμα και λέγανε: «Μαμά, σε φρενάραμε την τελευταία στιγμή». Και θυμάμαι ότι έμεινα εδώ, δούλεψα, μου ’πε το αφεντικό μου τη συγκεκριμένη μέρα που του ’πα ότι εγώ το μόνο που θέλω είναι να μπω στη θάλασσα και να πηγαίνω και μου λέει: «Πάρε αυτό το μαγαζί και βάλ’ το στόχο, γιατί θα σαλτάρεις στο τέλος». Πράγματι, πέρασε το καλοκαίρι και όταν… επειδή είχα νοικιάσει σπίτι εδώ, στην Ερεσό, και έμενα και θυμάμαι να ’ρχονται κορίτσια να με δούνε, φίλες μου εδώ, στην Ερεσό, και όταν μιλούσαν για πράγματα τα οποία ήτανε… τα θεωρούσα εγώ ανούσια, δεν ξέρω γιατί, έλεγα: «Σηκωθείτε φύγετε», ένιωθα ότι άρχισε και να με ρουφάει κάτι, να με πηγαίνει προς τα κάτω. Και θυμάμαι μία φορά έτυχε να είναι τα γενέθλια της κολλητής μου και τα κάνανε εδώ, στην Ερεσό, χειμώνα: «Θα ’ρθεις, θα ’ρθεις, θα ’ρθεις…» και σηκώθηκα κι εγώ το χαζό να πάω. Και βάζει ένα τραγούδι το οποίο ήταν η κάθε λέξη φώναζε «Αντώνης», κάθε λέξη και τη χόρεψα και το μόνο που έκανα ήταν μετά να κλαίω και να βρίσκομαι στη παραλία. Δεν ξαναβγήκα νομίζω ποτέ βράδυ μετά απ’ αυτό. Δεν έχω ξαναβγεί βράδυ. Και το χειμώνα, που λες, αποφάσισα, αφού πέρασε ο χειμώνας και αφού δούλεψα ξανά το επόμενο καλοκαίρι, ότι δεν θέλω να μείνω στην Ερεσό σε έναν ψιλοέρημο τόπο και ότι πρέπει να αρχίσω ξανά να κάνω πράγματα – γιατί είχα αρχίσει και διαλυόμουνα, δηλαδή είχα πάθει κατάθλιψη. Προσπαθούσαν να μου δώσουν φάρμακα, δεν τα δεχόμουνα. Εγώ η εξάρτηση… φάρμακα και η εξάρτηση τα θεωρούσα ένα.
Λίτσα, είχες νιώσει υπεύθυνη για την εξέλιξη του Αντώνη;
Πάρα πολύ, πάρα πολύ… Και συζητώντας μαζί με τον ίδιον Αντώνη, όταν ήταν καλά, μου είπε ότι: «Δούλευες πάρα πολύ, έχασα την αγκαλιά που την ήξερα που δούλευες μια δουλειά, όταν ζούσε ο μπαμπάς. Μετά δούλευες πολλές δουλειές, αλλά επειδή…». Και του ’πα ότι: «Εγώ προσπάθησα να το κάνω αυτό, γιατί ο μπαμπάς προσέφερε πολλά πράγματα». Δηλαδή κάθε μεσημέρι ερχότανε και είχε ένα παιχνιδάκι για τα μικρά και ένιωθα ότι κι εγώ πρέπει να το ’χω αυτό το παιχνιδάκι κάθε μέρα. Αλλά εγώ με τη δουλειά που έκανα; Δεν μπορούσα να το ’χω αυτό το παιχνιδάκι. Και βρήκα κι άλλη δουλειά, κι άλλη δουλειά… Και μου ’πε: «Τότε, αν μου το στερούσες, θα μου κακοφαινότανε. Τώρα που μεγάλωσα και είμαι καλά, ξέρω ότι και ευθύνες έπρεπε να μου φορτώσεις και να μην με έχεις τόσο αγκαλιά», «αγκαλιά», εννοώντας ότι τον προφυλάσσω, ότι τον έχω μέσα σε ένα δίχτυ ασφαλείας, «και ότι θα ’πρεπε να μου πεις ότι δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα – βοήθα κι εσύ την κατάσταση με όποιον τρόπο μπορείς. Αλλά», λέει, «τότε θα μου κακοφαινότανε που ’μουνα μικρός, τώρα που μεγάλωσα ξέρω ότι έπρεπε να…». Και γύρισα πίσω Μυτιλήνη, στον τόπο μου, στο σπίτι μου, ξανά και αποφάσισα να ξανασχοληθώ με πράγματα που να… σαν τάμα στον γιο μου. Γιατί, όταν είχα περάσει στο πανεπιστήμιο τότε, είχα πει στον Αντώνη, τότε που ήταν καλά, ότι: «Σου ’χω πει ότι ποτέ στη ζωή δεν τα παρατάμε». Γι’ αυτό ξαναπήγα να τελειώσω το Λύκειο, γι’ αυτό μετά πέρασα στο Πανεπιστήμιο… Το παράτησα το πανεπιστήμιο και έλεγα: «Κι από εκεί απάνω βλέπει ότι εγώ τα ’χω παρατήσει κι ότι τελικά δεν πρόλαβα να…». Και ξαναπήγα πανεπιστήμιο και τώρα τελειώνω. Έχουν περάσει τρία χρόνια από τον θάνατό του κι εγώ τον επόμενο χρόνο τελειώνω το πανεπιστήμιο. Αλλά σίγουρα νιώθω όχι μόνο υπεύθυνη… Η μικρή έχει στερηθεί τη μαμά της· πολλά χρόνια. Πώς δεν έμπλεξε αυτό το παιδί μου εγώ δεν ξέρω. Θαύμα. Γιατί οι ψυχολόγοι και οι ομαδικές που έχω κάνει –που έχω κάνει πάρα πολλές– λένε ότι συνήθως, όταν μπλέκει το ένα το αδερφάκι, μπλέκει και το άλλο, συνήθως όταν είναι σε κοντινές ηλικίες. Εμένα μπορεί να ’παιξε ρόλο το ότι είχαν δέκα χρόνια διαφορά· μπορεί να ’παιξε σημαντικό ρόλο αυτό. Απλά τελικά μαθαίνουμε… δεν ξέρω τι μαθαίνουμε. Μαθαίνεις ποτέ να ’σαι σωστός γονιός; [01:20:00]Δεν ξέρω. Όλοι μου λένε ότι έχω κάνει τα πάντα· τελικά τι έκανα; Τίποτα. Είχα ξεκινήσει και έγραφα κάτι, μια ωραία ιστορία που τελείωνε με αίσιο τέλος. Με έναν Αντώνη καλά, με μια οικογένεια που ’χει κάνει και τελικά έγινε αυτό… Δεν ξέρω. Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί γιατί ζω. Τα παιδιά μου έχουν πάρει τον δρόμο τους, εγώ γιατί ζω; Πολλές φορές το λέω έτσι και μετά λέω: «Όχι, Λίτσα, συνεχίζεις»… Αυτά, δεν ξέρω τι να πω άλλο.
Σ’ ευχαριστώ, Λίτσα, για όσα μοιράστηκες.
Η θάλασσα πάντα, όπως είμαστε τώρα εδώ μπροστά, αυτή έχει ξεπλύνει όλες μου τις αμαρτίες. Σε αυτήνα τα ’χω εξομολογηθεί όλα –και τα καλά και τα άσχημα– και πολλές φορές μαζί με τον Αντώνη πηγαίναμε μπροστά στη θάλασσα και λέγαμε, της μιλούσαμε, και φτιάχναμε παραμύθια οι δυο μας, πολλά παραμύθια.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η τοξικοεξάρτηση είναι ένα σύνθετο βιοψυχοκοινωνικό φαινόμενο με επώδυνες επιπτώσεις τόσο στο άτομο όσο και στην οικογένειά του. Η Ευαγγελία Γανώση, μητέρα τοξικοεξαρτημένου ατόμου, μέσα από το δικό της βίωμα αφηγείται το ταξίδι της απεξάρτησης του γιου της μέχρι το τέλος. Μιλάει για την «οδύσσεια« των ναρκωτικών, τον ρόλο της οικογένειας και ειδικότερα της μητέρας, τον κοινωνικό αποκλεισμό, αλλά και τη πρωτοβουλία της ίδιας να δημιουργηθεί η πρώτη δομή απεξάρτησης στη Μυτιλήνη.
Αφηγητές/τριες
Ευαγγελία Γανώση
Ερευνητές/τριες
IOANNA MOURA MOURA
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/09/2022
Διάρκεια
81'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η τοξικοεξάρτηση είναι ένα σύνθετο βιοψυχοκοινωνικό φαινόμενο με επώδυνες επιπτώσεις τόσο στο άτομο όσο και στην οικογένειά του. Η Ευαγγελία Γανώση, μητέρα τοξικοεξαρτημένου ατόμου, μέσα από το δικό της βίωμα αφηγείται το ταξίδι της απεξάρτησης του γιου της μέχρι το τέλος. Μιλάει για την «οδύσσεια« των ναρκωτικών, τον ρόλο της οικογένειας και ειδικότερα της μητέρας, τον κοινωνικό αποκλεισμό, αλλά και τη πρωτοβουλία της ίδιας να δημιουργηθεί η πρώτη δομή απεξάρτησης στη Μυτιλήνη.
Αφηγητές/τριες
Ευαγγελία Γανώση
Ερευνητές/τριες
IOANNA MOURA MOURA
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/09/2022
Διάρκεια
81'