Ηλικιακός περιορισμός

Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.

Οι σπουδές για ένα κορίτσι από τη Μηλιά Μετσόβου

Ι.Τ.Μ.

Καλησπέρα, είμαι η Ιωάννα, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima, είμαι με την Σταματία. Θα μας πεις λίγα πράγματα για τον εαυτό σου;

[00:00:00]

Σ.Π.

Βεβαίως. Με λένε Σταματία Χασιώτη, Πρασούλη μετά το γάμο. Γεννήθηκα στα Γιάννενα, 10 Νοεμβρίου του 1947, περίοδο εμφυλίου πολέμου και η οικογένειά μου είχε βρεθεί στα Γιάννενα κι έτσι κι εγώ είχε ως αποτέλεσμα να γεννηθώ στα Γιάννενα. Ο πατέρας μου υπηρετούσε τότε τον Ελληνικό Στρατό ως νοσοκόμος και η μητέρα μου, ούσα έγκυος στο δεύτερο παιδί, πήρε τη μεγάλη αδερφή μου και ήρθε στα Γιάννενα, Ζαλοκώστα 6-7 νούμερο, δε θυμάμαι ακριβώς. Και επειδή είχε τους συγγενείς, εγκατασταθήκαμε στα Γιάννενα. Κι έτσι γεννήθηκα στα Γιάννενα με μαία, πράγμα που ήταν κάτι γι’ αυτούς που γεννήθηκαν στο χωριό σπάνιο, και βαφτίστηκα στα Γιάννενα, στη Μητρόπολη Ιωαννίνων και έμεινα μέχρι 3 χρονών. Δεν έχω ιδιαίτερες αναμνήσεις, μάλλον πριν κλείσω τα 3 χρόνια έφυγα, φύγαμε για το Μέτσοβο. Εκείνο που θυμάμαι, μια εικόνα μόνον, όταν παντρεύτηκε ο θείος μου, ο αδερφός της μητέρας μου ο οποίος ήτανε ανάπηρος πολέμου, την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, επειδή είχε χάσει τον αδερφό του στον πόλεμο του 1940, τον Ηρακλή, ο ίδιος τον πήραν στα μετόπισθεν, όχι κανονικά στην πρώτη γραμμή. Κι όπως αφηγούνταν πολύ γλαφυρά, όπως πήγε προς νερού του, λέει, πάτησε μια νάρκη και πετάχτηκε το πόδι. Μας έλεγε πολλές ιστορίες με αυτό το γεγονός. Είχα γίνει ένα μαζί του, έζησα πάρα πολλά χρόνια με το θείο μου και μπορώ να πω ήταν ο δεύτερος πατέρας μου. Γι’ αυτό ακριβώς και παντρεύτηκε στο Μέτσοβο σε ένα σπίτι, τότε συνηθίζονταν να γίνονται γάμοι μέσα στο σπίτι και η μόνη εικόνα που έχω είναι –δεν ήμουν ακριβώς 3 χρονών– είναι την ώρα που γινότανε η τελετή με μια πατριώτισσά μου, εμείς σπρωχνόμασταν στη μία καρέκλα ποια θα την πρωτοπάρει. Και θυμάμαι την τοποθεσία, ότι κοιτάζοντας προς τα κάτω έβλεπα έναν γκρεμό, προφανώς η θέση αυτή πράγματι κοιτάς προς το Ανήλιο και φαίνεται γκρεμός και απ’ τη μπροστινή μεριά ψήνανε. Η τοποθεσία αυτή πράγματι ήταν δρόμος που έψηναν τότε, αυτή την εικόνα έχω. Μετά έχω μια εικόνα, όταν πήγαμε στο χωριό, απ’ ό,τι... Με είχε κάποιος γείτονάς στην πλάτη, γκότζα που το λέμε, κι εγώ σκεπασμένη και έβλεπα τη διαδρομή, τίποτε άλλο δε θυμάμαι ας πούμε από εκείνη την... Βρέθηκα στο χωριό, μάλιστα εγώ έμεινα περισσότερο στα Γιάννενα, με είχε βαφτίσει η πρώτη ξαδέρφη της μητέρας μου η Μαρία η Ρόζου και έμενα πιο πολύ κι όταν γύρισα στο χωριό, η αδερφή μου η Πόπη, η Καλλιόπη που ήτανε 5 χρονών, πήγαινε ήδη σχολείο, μου έδειξε την τσάντα κι αυτό θυμάμαι σαν πρώτη εικόνα στο χωριό. Απ’ ό,τι μου λένε πρέπει να μιλούσα ελληνικά απ’ τα Γιάννενα κι όταν πήγα στη Μηλιά τα ξανάμαθα τα βλάχικα γιατί μιλούσανε όλοι. Άλλη εικόνα από τα Γιάννενα, μάλλον οι άλλοι μού αφηγούνταν, ήταν ότι με ρωτούσανε: «Από πού θα πάρεις γαμπρό; -ήμουνα πολύ, φορούσα τα τακούνια της νονάς μου μικρή μικρή-, από πού θα πάρεις γαμπρό;». «Απ’ το Ίλιον Πάλλας». Και το Ίλιον Πάλλας υπάρχει μέχρι σήμερα, είναι βέβαια ένα κτίριο εγκαταλειμμένο το οποίο τότε ήτανε το καλύτερο καφενείο, ξενοδοχείο της εποχής, στην πλατεία, πριν φτάσουμε στην πλατεία Πύρρου. Στο χωριό, θυμάμαι στο νηπιαγωγείο τότε ήτανε μετά το ’50, οι άνθρωποι χτίζαν τα σπίτια τους, οι πιο πολλοί ζούσανε σε σπιτάκια, καλύβες που τους είχε δώσει, από τη στέγαση τα λέγανε αυτά, είχε βοηθήσει το κράτος και γίνανε γιατί το χωριό ήτανε καμένο. Θυμάμαι κάποια σκηνή από το νηπιαγωγείο, ένα διάστημα λειτουργούσαμε μέσα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου γιατί η εκκλησία της Παναγίας είχε καεί, είχε καταστραφεί και το μόνο οίκημα που είχε μείνει ήταν η εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Κι ακόμα, ότι σα νηπιαγωγείο λειτούργησε ένα διάστημα το σπίτι του Ιωάννου Πρασούλη, ο οποίος είναι ο πεθερός μου, δε γνώρισα ποτέ. Είχαν και αυτοί ένα σπιτάκι κι επειδή είχαν φύγει για Τρίκαλα το νοίκιαζαν, για ένα διάστημα ήταν νηπιαγωγείο, μπροστά ήταν το γραφείο της κοινότητας, εκεί κάναμε τα πρώτα εμβόλιο, τη βατσίνα κλπ, αυτά. Μετά στα χρόνια του Δημοτικού. Εκείνο που θυμάμαι απ’ τον εαυτό μου ήταν ότι δεν ήθελα ποτέ να λείψω απ’ το σχολείο και όσες φορές έλεγε η μητέρα μου: «Ποιος θα μείνει;», συνήθως να κρατάνε τα κορίτσια να βοηθάνε, η αδερφή μου ήτανε η πρώτη, έλεγε: «Εγώ, εγώ θα πάω στο δάσος, ε[00:05:00]γώ θα μείνω να βοηθήσω τη μητέρα». Εγώ έκλαιγα, δεν ήθελα. Αγαπούσα τα γράμματα. Μια φορά, νομίζω δευτέρα Δημοτικού αρρώστησα, το θυμάμαι και έκλαιγα που θα έχανα τα μαθήματα. Και μια σκανταλιά απ’ την πρώτη Δημοτικού θυμάμαι τότε, με μια συμμαθήτρια μου την οποία συναντώ στο χωριό και θυμόμαστε το περιστατικό. Ήταν Σεπτέμβριος και εμείς δεν είχαμε μπει ακόμα στο κλίμα των μαθημάτων. Την ώρα που η κυρία Κούλα μάς έκανε μάθημα, εμείς κοιτούσαμε μία μύγα στο παράθυρο που ανεβοκατέβαινε και μας είδε η κυρία και μας έκανε αποβολή. Φύγαμε, δεν πήγαμε στο σπίτι, πήγαμε στον Αϊ-Θανάση, παίξαμε και την ώρα που χτύπησε το κουδούνι για να παν στα σπίτια γυρίσαμε εμείς. Άλλη σκανταλιά δε θυμάμαι, ήμουνα πολύ ήσυχη, πάρα πολύ ντροπαλή και γενικά προσηλωμένη. Παρόλα αυτά όμως, επειδή το σχολείο, τότε οι δάσκαλοι ήταν πολύ αυστηροί –να πω εδώ ότι το σχολείο λειτουργούσε και πρωί και απόγευμα και πηγαίναμε ακούγοντας την καμπάνα. Δεν ξέραμε ούτε ρολόγια ούτε τίποτε. Όταν χτυπούσε η καμπάνα πηγαίναμε στο σχολείο, και το πρωί και το απόγευμα. Άλλη μια, να το πω έτσι, μια τιμωρία που θυμάμαι που ήταν σε όλη την τάξη, ήταν στην τρίτη Δημοτικού. Ο δάσκαλος μάς ρωτούσε κάποιους κανόνες, γραμματική κι επειδή δεν τους ξέραμε, αυτή ήταν μια απ’ τις τιμωρίες, μας έκλεισε το μεσημέρι μέσα στο σχολείο, να μην πάμε σπίτι, να μη φάμε, μέχρι το απόγευμα που θα άνοιγε πάλι το σχολείο. Και αυτό θυμάμαι. Γενικά ήμουνα προσηλωμένη στα μαθήματα, είχα ανησυχίες και οι δάσκαλοι έλεγαν ότι πρέπει, παρακινούσαν πολλούς γονείς για κορίτσια μεγαλύτερα από ‘μένα που είχαν τελειώσει ότι πρέπει να πάνε στο σχολείο. Όμως οι γονείς σκέφτονταν ότι πού θα μείνουν τα κορίτσια, με κανέναν τρόπο δεν ήθελαν να τα βάλουν σε οικοτροφεία ή να τους νοικιάσουν να μείνουν μόνα τους. Υπήρχε αυτός ο φόβος που προέρχονταν ίσως και από την άγνοια, από τη μεγάλη απόσταση που χώριζε το χωριό από τα άλλα μέρη που είχαν Γυμνάσιο. Γιατί τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, για να πας στο Μέτσοβο, έπρεπε να περπατήσεις τρεις ώρες, ίσως και παραπάνω, και το χωριό το χειμώνα δεν είχε καμία επικοινωνία. Οι δάσκαλοι έρχονταν τον Σεπτέμβριο και πολλές φορές έφευγαν τον Ιούνιο. Μπορεί να έφευγαν, δεν ξέρω τα Χριστούγεννα, πάντως νομίζω ότι μένανε Χριστούγεννα, και Πάσχα πάλι ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Έπρεπε με ζώα να πάρουν την οικογένειά τους, τα παιδία τους κλπ. Και αυτός ήταν ένας λόγος που ειδικά για τα κορίτσια δίσταζαν οι γονείς, ενώ υπήρξαν πολύ καλές μαθήτριες, πριν από μένα και άλλα δυο κορίτσια που πρωτοπήγαμε στο σχολείο. Όσον αφορά στα αγόρια, είχαν πάει κάποια στο οικοτροφείο του Μετσόβου. Μετά πήγανε σε τεχνικές σχολές, όπως η σχολή Γεωργίου Σταύρου ή φύγανε σε κάποια άλλα οικοτροφεία και τελειώνοντας το Λύκειο, μετά γίνανε δημόσιοι υπάλληλοι. Πάντως ήτανε πάρα πολύ δύσκολο. Όσον αφορά σε μένα και τις άλλες δύο συμμαθήτριες, ο δάσκαλος εκείνη την χρόνια, ο Δεβελέγκας, είχε επιμείνει πάρα πολύ. Έλεγε ότι: «Αν δεν στείλετε αυτά τα κορίτσια, δεν ξέρω τι θα γίνει». Εγώ πιστεύω ότι και οι συμμαθητές μου, δυο-τρεις ήτανε εξίσου καλοί αλλά ο δάσκαλος μας έβαλε μόνο εμάς 10. Τα δύο κορίτσια φύγανε, η μία πήγε στη γιαγιά της γιατί η μαμά της ήταν Μετσοβίτισσα, πήγε στο Μέτσοβο και η άλλη έφυγαν οικογενεικώς για το Μέτσοβο. Γι’ αυτές νομίζω ήτανε μικρή η αλλαγή. Για μένα όμως που έπρεπε να ‘ρθω στα Γιάννενα, που δεν μιλούσαν βλάχικα, που ήταν πολύ μεγαλύτερο το σχολείο, ήταν πιο δύσκολο. Ο δάσκαλος επέμενε και ήταν γείτονας –εκεί στη Ζαλοκώστα είχε σπίτι– με τη θεία μου και τη νονά μου και λέει: «Θα την πάρω εγώ». Μόλις τελειώσαμε τον Ιούνιο, λέει: «Θα την πάρω εγώ». Ξεκινήσαμε με τα πόδια από τη Μηλιά, πήγαμε στον κάμπο του Δεσπότη, περάσαμε την Τζίνα. Η οικογένειά του πάνω στα άλογα, είχε δυο παιδιά, ένα αγόρι τον Χρήστο και την κοπέλα την Έλβα, και εγώ, με συνόδεψαν οι γονείς μου μέχρι εκεί στον κάμπο του Δεσπότη. Οι συγκοινωνίες δεν ήταν εύκολες και πολλές φορές για να μην περιμένεις στο δρόμο κάναν οτοστόπ σε φορτηγά.. Σταμάτησε ένα φορτηγό και λέει: «Θα μας πάρεις;». «Θα σε πάρουμε» λέει στον δάσκαλο. Μπήκαμε μέσα αλλά αυτό ήταν παράνομο και εκείνο που θυμάμαι που λέει ο δάσκαλος: «Αν μας πιάσουν θα πούμε "η οικογένειά μου και το υπηρετικό προσωπικό"». Εννοώντας εμένα υπηρετικό προσωπικό. Φτάσαμε στα Γιάννενα, με παρέδωσε στους θείους μου –πρέπει εδώ να σημειώσω ότι πριν από κάποια χρόνια είχε έρθει στα Γιάννενα και ο αδερφός της μάνας μο[00:10:00]υ, αυτός που ήταν τραυματίας πολέμου και προσπαθούσε να χτίσει ένα σπίτι στο κάστρο, το οποίο τώρα είναι το λεγόμενο Art Café. Λοιπόν, έμεινα κάνα δυο βράδια εκεί στη Ζαλοκώστα. Εγώ μαζεμένη, έβαζα το χέρι κι έκρυβα το πρόσωπό μου, τόσο ντροπαλή ήμουνα. Ο δάσκαλος έλεγε: «Δεν τη φοβάμαι. Εκείνο που φοβάμαι είναι τις Γιαννιώτισσες που κάνανε σαν παλαβές, τις κατσίκες και μη φοβηθεί όταν θα δει τις εκφράσεις και αυτά και μη δειλιάσει». Έμεινα κάπου, μέχρι που να... Νομίζω 1η Ιουλίου δίναμε τις εξετάσεις, το σχολείο είχε τελειώσει νωρίτερα, έμεινα μια βδομάδα. Ένας πατριώτης μας τότε ο οποίος βρίσκεται τώρα στον Καναδά, ο Τριαντάφυλλος ο Τεπελένας, λέει μαζί με μία άλλη συμμαθήτριά μου που ήτανε στα Γιάννενα, λέει: «Για να σας κάνω μερικές ασκήσεις». Η άλλη η φίλη μου η Νάκιω είχε το μυαλό της για τον Καναδά, δεν πρόσεχε καθόλου, λέει: «Είναι πολύ καλή, δεν τη φοβάμαι, εντάξει». Ήρθε η ώρα να δώσουμε εξετάσεις, δίναμε και προφορικά και γραπτά. Και η αλήθεια ήταν ότι ήταν δύσκολο να περάσεις στο θηλέων, κι αν δεν περνούσες τις εξετάσεις έπρεπε να δώσεις την άλλη χρονιά. Πολλοί τότε που δεν περνούσαν πήγαιναν στο οικονομικό και γράφονταν, γιατί υπήρχε και οικονομικό σχολείο. Στα προφορικά, πήγα, με ρωτούσανε εκεί ο θεολόγος σχετικά με τις γιορτές, πότε γιορτάζονταν, πότε αυτό, ο μαθηματικός, μας έβαζε κλπ. Εγώ καλά απάντησα, αλλά ούτε και πίστευα στον εαυτό μου αν είναι σωστά η όχι. Στη συνέχεια ήρθαν τα γραπτά. Εκείνο που δε θα ξεχάσω και το λέω πάντα είναι όταν η γυμνάστρια, όπως έγραφα, ήρθε κοντά μου και λέει: «Τι ωραία γράμματα». Αυτό σα να με στήριξε, γι’ αυτό πιστεύω ότι πρέπει και οι εκπαιδευτικοί να προσέχουν τους μαθητές και να προσπαθούν να στηρίξουν και αυτά τα παιδιά που είναι δειλά, που έχουν έρθει από άλλο μέρος κλπ, γιατί τους δίνουν μεγάλη δύναμη. Και στη συνέχεια την είχα τη Γυμνάστρια έξι χρόνια, ντυνόταν πολύ κομψά. Μάλιστα έλεγαν, ήταν τρεις αδερφές, ότι: «Ό,τι όνειρο έβλεπε η μαμά -μένανε στο μόλο εκεί κοντά- ό,τι όνειρο έβλεπε η μαμά τη νύχτα, το ‘βλεπε στον ύπνο και σχεδίαζαν τα ρούχα». Δεν ξέρω αν ζει τώρα, πιστεύω ζει, αλλά παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία πήρε έναν γιατρό και συνέχιζε να ντύνεται έτσι κομψά όπως πάντα. Τώρα θα πω και κάτι αστείο. Μια φορά την βρήκα τα τελευταία χρόνια στο αστικό και: «Γεια σας» της λέω. «Τι κάνεις», μου λέει. «Με θυμάστε;». «Βεβαίως σε θυμάμαι, είσαι η Χασιώτη -αυτή ήτανε πολύ μεγάλη-, αλλά πάχυνες» μου λέει. Μου την είπε κιόλας γιατί αυτή συνέχιζε να είναι το ίδιο κομψή. Πήγα, ήρθε το φθινόπωρο, έμεινα όλο το καλοκαίρι, δεν ξαναπήγα στο χωριό για όλο το καλοκαίρι, δεν είδα τους δικούς μου για ένα χρόνο. Ήρθε ο πατέρας μου τα Χριστούγεννα, άμα γεννούσε η κατσίκα ας πούμε το καλύτερο το κατσικάκι το ‘φερνε στο θείο μου. Βέβαια με το θείο μου ήταν και η γιαγιά μου, η μητέρα της μητέρας μου, και ο παππούς. Προσπαθώ να δω που κοιμόμουνα γιατί το σπίτι ήταν ένα τριάρι σπιτάκι και ήταν παππούς, γιαγιά, ο θείος μου με δυο παιδιά, εγώ και νοικιάζαμε κι ένα δωμάτιο. Δηλαδή νοικιάζαμε και την τουαλέτα, γιατί είχαμε έξω τουαλέτα, και η τουαλέτα που ήτανε ένα μεγάλο δωμάτιο, χωρούσε ένα κρεβάτι κι ένα κομοδίνο, το νοίκιαζε ο θείος μου. Έτσι γινόταν τότε, ερχόταν παιδιά από την επαρχία, νοίκιαζαν ένα μικρό δωμάτιο ή άλλα παιδιά δυο-τρία μαζί, έβαζαν την γκαζιέρα στο δωμάτιό τους κι έτσι περνούσαν. Αλλά λέω, πολλές φορές προσπαθώ να δω που χωρούσαμε. Βέβαια είχαμε και στο υπόγειο, τουαλέτα έξω, δίπλα υπήρχε εγκατάσταση για γάστρα κι έψηνε το φαγητό η θεία μου, τα πιάτα τα πλέναμε έξω. Οπότε η κουζίνα που ήταν ένα τετράγωνο δωμάτιο στην ουσία ήταν και δωμάτιο ύπνου και καθιστικό κι απ’ όλα. Εγώ προσπαθούσα, είχα, εκτός από τα γράμματα είχα έφεση και στο να μάθω, χειροτεχνία και τέτοια. Μικρή στο χωριό, να γυρίσω πίσω λίγο, έλεγα στη μαμά μου: «Θέλω να μάθω να πλέκω κάλτσες». Η μάνα μου δεν ευκαιρούσε, είχε πέντε παιδιά και δεν ασχολούνταν με μένα. Οπότε πήγα σε μια γειτόνισσα: «Σε παρακαλώ, μου μαθαίνεις πως γίνεται η κάλτσα;». Όταν γεννήθηκε ο αδερφός μου ο Γιάννης, που έχουμε έξι χρόνια διαφορά, εγώ του έπλεξα καλτσούλες σε διάφορα χρώματα. Μετά, στα Γιάννενα είχα μάθει να κεντάω σταυροβελονιά, να πλέκω με τις βελόνες και στο Δημοτικό κεντήσαμε με την αδερφή μου μία μπάντα, βάζαμε δεξιά κι αριστερά στο τζάκι, με το ελάφι. Εγώ την έκανα πετυχημένη, ωραία, έβαλα και το όνομα Σταματία, Σ.Χ. Η αδερφή μου η οποία δεν την είχε καλή, μου έλεγε: «Τι έβαλες και το όνομα, να φαίνεσαι;» και μαλώναμε. Μετά πλέξαμε κάτι φο[00:15:00]ύστες, σαν πλισέ ήταν αυτό, με το βελονάκι, κάτω με δύο χρώματα με μύτες και πάνω πλέκαμε ή γινόταν από ύφασμα. Εγώ την είχα καλύτερη. Γενικά είχα έφεση στην καλλιτεχνία. Αλλά η αδερφή μου –γυρίζω πίσω τώρα– η αδερφή μου είχε δύναμη στα χέρια, γενικά να σκαρφαλώνει, να κάνει. Πολλές φορές, τότε δεν είχαμε άλλο παιχνίδι, άλλο αυτό, μόλις φεύγαν τις Κυριακές ο κόσμος για τη διασκέδαση να βγουν στην πλατεία ή γινόταν κανένας γάμος, εμείς τρέχαμε στις κερασιές του Κυργοτάση, ήταν πολλές εκεί, να κλέψουμε κεράσια ή κορόμηλα. Και ο ένας ο γιος ο Νταβέλης, ο Γιώργος που τον έλεγαν και Νταβέλη, έλεγε: «Αν σας πιάσω, θα σας δέσω πίσω στην ουρά του αλόγου». Εγώ με τη μία ξαδέρφη που ήμασταν συνομήλικες, ήμασταν φοβητσιάρες, τρέχαμε. Μια φορά την άλλη την ξαδέρφη μου την πήρε, δεν την έδεσε βέβαια, την πήγε στον πατέρα της, τα άκουσε. Η αδερφή μου ήταν θαρραλέα κι εγώ, δεν ξέρω, σκεφτόμουνα περισσότερο, γιατί έβλεπα ότι την χρησιμοποιούν. Την έλεγαν: «Πόπη, ανέβα να πάρεις τα κεράσια -ή- ανέβα εκεί απάνω να κόψεις», ήταν μια βερικοκιά στη Στίνια, όχι βερικοκιά, μια ροδακινιά κι εμείς άγουρα, πήγαμε να τα κόψουμε. Ήρθε ο αγροφύλακας, μας κυνηγούσε, εγώ που να τρέξω, δεν είχα δυνάμεις, δεν ήμουν έτσι τόσο αυτό. Με πιάνει η αδερφή μου, μου πέφτει το παπούτσι στο ρυάκι και μου έλεγε: «Ανίκανη». Πηγαίναμε να φορτωθούμε ξύλα στο δάσος. Εγώ δεν είχα αυτή την επιδεξιότητα. Με έπαιρνε η αδερφή μου μαζί με το σκηνή, με τίναζε κάτω και μου ‘λεγε: «Ανίκανη, ανίκανη». Είχα φτάσει να πιστέψω ότι είμαι ανίκανη. Κι εδώ θέλω να πω ότι πόσο ρόλο παίζει το να χαρακτηρίζουμε τα παιδιά, να δίνουμε, σε αυτή την ηλικία. Μπορεί να πιστέψουν, να χάσουν την αυτοπεποίθησή τους. Μέχρι μεγάλη πολλές φορές έλεγα: «Σπούδασα, παντρεύτηκα, γέννησα παιδιά, έχω κάνει και με εργόχειρο και με μαγειρική, με τα πάντα -λέω- πώς ήμουνα ανίκανη;». Αλλά κρίνονταν απ’ το κατά πόσο ήσουν θαρραλέα, αν έχεις δύναμη στα χέρια κλπ. Ήμασταν διαφορετικοί χαρακτήρες κι αυτό το διαπιστώνω και τώρα. Η αδερφή μου θέλει παρέες, τρεξίματα απ’ τον έναν στον άλλον, εγώ είμαι διαφορετικός άνθρωπος, πρέπει να ασχοληθώ και με άλλα πράγματα. Παρένθεση ήταν αυτό για τη ζωή στο χωριό. Λοιπόν, στα Γιάννενα εκείνο το καλοκαίρι λέω θα κάνω κάτι, ήθελα να... Πήρα κι έπλεξα μια μπάντα, ίσα ίσα με το κρεβάτι, με το μήκος του κρεβατιού. Τη βάζανε, το κρεβάτι κολλημένο στον τοίχο και η μπάντα να πιάνει κατά μήκος όλο το κρεβάτι. Θυμάμαι είχα κάτι γυναίκες που κουβαλούσαν κοφίνια με σταφύλια, έτσι θυμάμαι. Πέρασε το καλοκαίρι, άρχισε το σχολείο, πήγα εγώ δειλά δειλά. Μάλιστα το τμήμα μας, το περίφημο Γυμνάσιο Θηλέων, που τώρα στεγάζεται το ΙΚΑ, ήταν ένα κτίριο που είχε πρόσοψη όπως είναι τώρα το ΙΚΑ προς το δρόμο αλλά πίσω είχε μια μεγάλη αυλή κι ένα μαντρότοιχο 2 μέτρα και. Εμείς ήμασταν εκεί δεν μπορούσε να πλησιάσει κανένας. Σκαρφάλωναν κάποιες φορές κάποια αγόρια στον τοίχο αλλά τους έδιωχναν. Το Θηλέων είχε τότε σχεδόν χίλια κορίτσια. Η πρώτη τάξη ήταν, πρέπει να είχε ναι, ήταν τρία τμήματα, όταν λέμε τρία τμήματα, πενήντα-εξήντα κορίτσια σε κάθε τμήμα. Το δικό μας ήταν μικρότερο γιατί δε χωρούσαμε στο κυρίως κτίριο, ήταν ένα... κουζινάκι το έλεγαν και το Α3 ήμασταν εκεί στο κουζινάκι. Μόλις έβρεχε, άρχιζαν να στάζουν μέσα οι σταλαματιές. Το καλό ήταν ότι σε αυτό το τμήμα... Έτυχε να είναι, καλό για τους άλλους, για μένα ίσως όχι τόσο. Ήτανε η κόρη του Γυμνασιάρχη, η κόρη του Διευθυντή του οικονομικού σχολείου, οι κόρες καθηγητών, δασκάλων κλπ. Ήμουνα κι εγώ ανάμεσα σε αυτές και μία άλλη συμμαθήτρια μου –μάλιστα τα ονόματά μας ήτανε κοντινά– που κι αυτή φαίνονταν από χωριό, μαζεμένη κλπ. Μπήκαμε στην τάξη, αρχίσαμε τα μαθήματα. Έρχεται η καθηγήτρια των νεοελληνικών, μας είπε να κάνουμε ανάλυση του κειμένου. Εγώ πρώτη φορά το άκουγα αυτό το πράγμα, προσπαθούσα όμως να ρωτήσω. Είχα τα μάτια μου ανοιχτά πιστεύω και είχα θέληση, έτσι μπορώ να το εξηγήσω. Ήρθε η πρώτη φορά, έβαλε η καθηγήτρια, μας είπε την ιστορία, τη διάβασα εγώ στο σπίτι. Μόλις πάμε στο σχολείο: «Ποιος θα πει μάθημα;», σηκώνω χέρι. Πάω να τα πω, άλλα αντί άλλων. Δεν είχα μπει ακόμη στο κλίμα, νόμιζα ότι τα ‘χα διαβάσει κλπ. Αλλά σιγά σιγά άρχισα να μπαίνω στο νόημα, να είμαι καλύτερη. Βέβαια οι καθηγητές τότε σου βάζαν το προφορικό στο πρώτο τρίμηνο, το Φλεβάρη δίναμε γραπτές εξετάσεις, και ήταν επιφυλακτικοί στα γρ[00:20:00]απτά. Ο μόνος που μπορώ να πω με κατάλαβε ήταν ο μαθηματικός ο οποίος μου έβαλε 16 προφορικά, τον οποίο είχα όλα τα χρόνια, τον αγαπούσα πάρα πολύ. Και οι άλλοι 14-15, πάντως δεν είχα ανεβεί πιο πάνω. Ήρθε η ώρα. γιατί σκέφτονταν όλοι, βάλαν στην κόρη του Γυμνασιάρχη καλό βαθμό, κόρες καθηγητών σου λέει αυτές είναι προσεγμένες, θα μας γράψουνε. Έρχεται η ώρα, γράψαμε. Είχα δύο συμμαθητές, όχι συμμαθητές, δύο πατριώτες, οι οποίοι ο ένας έμενε, τον Γιάννη το Μαγειρία, έμενε στο θείο μου, ήταν τρίτη λυκείου, στο 1ο Λύκειο κι ο άλλος έμενε λίγο πιο πέρα, ξάδερφός του. Κι άρχισε ο ξάδερφός του: Τι έγινε;». Με ανέκριναν. Εγώ μαζεμένη. «Πώς πήγες, έγραψες;». «Δεν βρήκα κάνα λάθος στα αρχαία» έλεγα εγώ. Δεν είχα βρει. «Έγραψες το τάδε; Θα δούμε αν πήγες καλά». Με φοβέριζαν κιόλας, ότι: «Ξέρω τον άντρα της φιλολόγου και θα του πω κλπ». Έρχεται η ώρα να βγουν οι βαθμοί, ανακοινώνει ξέρω ‘γω τον βαθμό στο αρχαία. 20 η τάδε, 20 η τάδε. «Η Χασιώτη ποια είναι;» λέει. Μου έβαλε 19, είχα γράψει 19. Τώρα, ήταν 19 αναρωτιέμαι; Εγώ δεν είχα βρει λάθος. Ή όταν έχεις ένα παιδί 13-14 κι απ’ το νόμο δεν πρέπει να έχεις πάνω από τρεις μονάδες διαφορά. Εν πάση περιπτώσει, άρχισαν όμως να μου βάζουν. Να μην τα πολυλογώ, συνέχισε η πρώτη, η δευτέρα, σιγά σιγά έγινα γνωστή κι άρχιζαν να μου βάζουν και βαθμούς κι αναθάρρησα κι εγώ. Στο μόνο που δεν έπαιρνα βαθμό ήταν στην κυρία Μέντζιου, ήταν η καθηγήτρια των μουσικών, μουσική. Η οποία ήταν μια ηλικιωμένη, πάρα πολύ καλή, νομίζω αυτή πρέπει να πρωτοδούλεψε, είχε ωδείο εδώ επί της, στην αρχή της Αβέρωφ. Ήταν πάρα πολύ καλή στη δουλειά της αλλά μας έβαζε τα πρακτικά, ντο ρε μι, κουνούσα το χέρι εγώ, τα ήξερα όλα αυτά θεωρητικά. Μόλις με έβαζε να τραγουδήσω δεν... Ντρεπόμουνα. Και τώρα αν με βάλεις, ενώ έχω καλή φωνή, ήμουνα πάντα στη χορωδία, από την πρώτη Γυμνασίου ήμουνα στη χορωδία και χορωδία που είπαμε τα κάλαντα στον δεσπότη, πήγαμε στο ραδιοφωνικό σταθμό, στις αρχές ας πούμε ψάλαμε τα κάλαντα, ήμουν σε χορωδία. Αλλά να με βάλεις να τραγουδήσω μόνη μου τα έχανα. Οπότε όταν με έβαζε να κάνω ντο ρε μι κλπ. εγώ δεν τα πήγαινα καλά, και μου 'χε χαμηλό. Μετά στις μεγάλες τάξεις όμως έβλεπε τους βαθμούς, νομίζω δεν κάναμε μέχρι τις τελευταίες τάξεις, μέχρι τρίτη Γυμνασίου, δε θυμάμαι. Πάντως μου έβαζε καλό βαθμό. Το ίδιο και στην γυμναστική. Στη γυμναστική η καθηγήτριά μας αυτή που μου έκανε την καλή, που επαίνεσε τα γραπτά μου, την είχαμε κι αυτή έξι χρόνια, μας έβαζε θεωρία να γράψουμε τους χορούς, τα βήματα κλπ. Όταν δε έβρεχε κάναμε μέσα και μας έβαζε θεωρία, τους χορούς, γενικά για την ιστορία της γυμναστικής. Ήμουνα και στην… Αλλά μας έβαζε να πηδήσουμε κι ένα εφαλτήριο. Στις ασκήσεις ήμουν εντάξει. Να μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε τις φουφούλες μας, φορούσαμε κάτι φόρμες εδώ σαν φουφούλες. Ήταν πολλές που βαριούνταν κλπ, εγώ ήμουν τακτική μαθήτρια, δεν έδινα... Αλλά μας έβαζε να πηδήσουμε ένα εφαλτήριο, δεν ξέρω αν το ξέρεις, κι εγώ και κάποιες άλλες μέναμε απάνω. Ε, αυτό δε νομίζω ότι ήταν καθαρά γυμναστική, αυτό ήτανε... Αλλά εκτιμούσε όμως την προσπάθεια μου και αυτά και μου έβαζε καλούς βαθμούς, δεν μπορώ να πω, δεν έχω παράπονο. Τώρα στη συνέχεια, πέρασαν τα χρόνια, σιγά σιγά ανέβαινα βαθμολογικά, ας το πούμε έτσι, φτάσαμε στην τρίτη Λυκείου. Εκείνο που έχω σαν παράπονο να το εκφράσω μάλλον, πηγαίνοντας στο Λύκειο, τότε ήταν οχτατάξιο. Μετά την τρίτη Γυμνασίου, λέγαμε τετάρτη, πέμπτη, εβδόμη... Εβδόμη και ογδόη μάλλον. Εγώ προβληματιζόμουν, πού να πάω να σπουδάσω. Η μόνη λύση στα Γιάννενα ήταν η Ακαδημία. Εγώ έβλεπα ότι ήθελα κάτι παραπάνω. Στα μαθηματικά ήμουν πολύ καλή, στη φυσική... Είπε μια φορά ο καθηγητής μέσα στην τάξη ο καθηγητής της φυσικής: «Πού θα πας Χασιώτη, πού θα πας;». «Ακαδημία». «Καλά, δεν έχουν οι γονείς σου να πας πιο πέρα;». Τι να έλεγα εγώ; Το ίδιο ήταν κι άλλες συμμαθήτριές μου, μια συμμαθήτρια από την Αρίστη κλπ. Είχα αρχίσει να ψάχνομαι. Δεν υπήρχαν τότε εστίες για κορίτσια στην Αθήνα ή θα υπήρχαν οικοτροφεία που πλήρωνες, πράγμα που δεν μπορούσα εγώ να πληρώσω. Έλεγα μήπως καμιά εσωτερική σχολή κλπ, προβληματιζόμουν. Τελικά έγινε, ένα χρόνο πριν τελειώσω η Ακαδημία, και έγινε το Πανεπιστήμιο και λέω: «Θα δώσω φιλολογία». Η πρώτη σχολή ήταν η φιλολογία. Και λέω: «Θα δώσω εκεί» λέω. Ετοιμάστηκα, ενώ στην ουσία ήμουν καλή σε όλα τα μαθήματα, ήμουν άριστη τελείως, αλλά εμένα η αγάπη μου ήταν τα θετικά μαθήματα, μαθηματικά. Ήμουνα παιδί, γι΄ αυτό και οι εκθέσεις μου ήτανε καθαρός νους, έγραφα μία λέξη, ξανάσ[00:25:00]βηνα κλπ, δεν είχα πολυλογία. Νομίζω την απέκτησα τώρα, γεράζοντας, που δεν σταματάω να μιλάω. Αποφάσισα να πάω φιλολογία. Όταν με είδε ο μαθηματικός, γιατί η δέσμη αυτή της φιλολογίας δίνανε στη Ζωσιμαία Σχολή ας πούμε, οι άλλοι δίνανε σε άλλο σχολείο, ήταν λίγα τα παιδιά τότε. Και λέει: «Τι ζητάς εδώ;». «Να δώσω εξετάσεις». «Τι- μου λέει-, τι κάνεις εδώ;», απόρησε ο μαθηματικός. Ήταν όμως, κι αυτό συνέβη όχι με μένα και με άλλα παιδιά που ήταν καλοί μαθητές αλλά αναγκάζονταν, επειδή δεν υπήρχε η δυνατότητα να πάνε πιο πέρα, όπως πολλοί μαθητές μετά τη δευτέρα Γυμνασίου πήγαιναν στη Βελλά. Ήταν ένα οικοτροφείο κι έτσι βγαίναν δάσκαλοι. Και στη συνέχεια πάρα πολλοί από αυτούς, έγιναν δικηγόροι, έγιναν γιατροί, έγιναν... Είχα έναν φίλο, έναν γνωστό μας που έγινε εισαγγελέας, δικαστής και στη συνέχεια ήταν επικεφαλής όλων των εισαγγελέων στην Ελλάδα. Είναι άντρας μιας φίλης μου που ήξερα από τότε. Κατά έναν παράξενο τρόπο, δεν ξέρω πώς, σπίτι δεν είχα να φιλοξενήσω, δεν, αυτό. Αλλά είχα παρέες, την κόρη του Επιθεωρητή της δημοτικής εκπαίδευσης. Άλλον, μία γειτόνισσα που ακόμη κάνουμε παρέα, ο πατέρας της ήταν Διευθυντής φυλακών. Ήτανε ένα σπιτάκι στη Βηλαρά, δηλαδή ερχόταν της Αγίας Αικατερίνης με καλούσαν, μέσα σε όλους κι εγώ. Εγώ δεν είχα... Τώρα δεν ξέρω, δεν μπορώ να εξηγήσω τι ήταν αυτό. Βέβαια μας έδινε, πηγαίναμε τότε στο κατηχητικό και μετά πηγαίναμε σε ένα σπίτι του παιδιού ήτανε, πού ήτανε παλιά ο Κωτσόβολος επί της Κοραή, πηγαίναμε και τρώγαμε το πρωί και το απόγευμα γραφόσουνα και είχε δύο καθηγητές που βοηθούσαν τα μαθήματα, παίρναμε και το βραδινό μας. Και γνωριστήκαμε εκεί κι είχαμε μια καλή παρέα. Πάντως εμένα με... Ίσως ήμουνα καλή μαθήτρια και με εκτιμούσανε, δεν ξέρω, αυτό. Πάντως, είχα τις καλύτερες. Μάλιστα, η μία η φίλη μου ήταν οχτώ αδέρφια και στην τρίτη Λυκείου, καλά την είχα καλέσει στη Μηλιά τάχα να διαβάσουμε τα αρχαία κι έμεινε κι αυτή τόσες μέρες, οχτώ αδέρφια, τέσσερις αδερφές και τέσσερα αγόρια κι ο πατέρας τους ήταν Επιθεωρητής δημόσιας εκπαίδευσης και ο παππούς, ο πεθερός τους ήταν παππάς. Όταν με καλούσαν εκεί στο σπίτι, τι να πω, μία αγία οικογένεια. Έβγαινε η μαμά της, να με αγκαλιάζει, να με φιλάει, έχουνε αλλάξει βέβαια τώρα τα πράγματα, που δυστυχώς δεν έχουμε επικοινωνία ούτε με το διπλανό μας. Κοιμηθήκαμε κάποια βράδια τάχα να διαβάσουμε την ιστορία, δίναμε εξετάσεις στην τρίτη Λυκείου την τωρινή και κοιμήθηκα, κατεβάσαμε την αδερφή της την καθηγήτρια κάτω στην τραπεζαρία. Τα σπίτια ήταν απλά, επάνω είχανε... Και γενικά όλα τα σπίτια δεν υπήρχε αυτή η, ο νεοπλουτισμός που λέμε. Φύγανε από το χωριό κι αμέσως έχω τραπεζαρία, έχω τούτο, έχω το άλλο. Τέσσερις κρεβατοκάμαρες με σιδερένια κρεβάτια, με σόμπες ξύλων και κάτω ένα δωμάτιο καθιστικό κι απέναντι για σαλόνι μια τραπεζαρία και μια ντιβανοκασέλα. Αυτό έβλεπα σ’ όλα τα σπίτια που πήγαινα που είχανε μια κάποια οικονομική επιφάνεια κλπ. Ήταν όμως άνθρωποι φιλόξενοι, καταδεχτικοί και ήξεραν να γνωρίζουν τον άνθρωπο τον σωστό. Θυμάμαι η μητέρα μου, καίτοι φορούσε τη στολή, είχαμε πάει επίσκεψη στην οικογένεια, μας είχαν καλέσει στο γάμο της μίας κόρης της κι ακόμη έχουμε επαφές. Έδωσα εξετάσεις, λέω οι συμμαθήτριές μου, μετά από κάποια ηλικία ήταν τότε που έγινε το πρακτικό στη Ζωσιμαία. Η Ζωσιμαία είχε μόνο αγόρια και κάποια στιγμή, επειδή πολλές κοπέλες ήθελαν να πάνε για Πολυτεχνεία, το Πολυτεχνεία ήταν το νούμερο ένα, μετά ακούγονταν η ιατρική κλπ. κι είχαν τμήμα πρακτικό, οπότε κάναν περισσότερα μαθηματικά φυσική κλπ. και προετοιμάζονταν. Παράλληλα κάναν και φροντιστήρια. Κάποιες συμμαθήτριές μου έφυγαν και πήγαν στο πρακτικό. Εμεί ούτε δυνατότητα είχαμε για πρακτικό, ούτε για φροντιστήριο, ούτε τίποτα. Μείναμε στο κανονικό, στο Θηλέων. Και βέβαια θυμάμαι που ήταν τα σχολεία απέναντι, όταν, στα διαλείμματα οι κοπέλες έβγαιναν στα παράθυρα και με αντανάκλαση έβλεπαν τα αγόρια της Ζωσιμαίας, δεν έλειπαν αυτά ποτέ. Και μάλιστα μια φίλη μου ήταν στο πρακτικό και ερχόμαστε με την άλλη έξω από τη Ζωσιμαία να την πάρουμε. Αυτά ήταν της εποχής. Κάθε εποχή… Όπως και η μόνη διασκέδαση ήταν η βόλτα στην πλατεία με βροχή κλπ, η βόλτα στην πλατεία, το πέρα δώθε, η ξακουστή βόλτα. Πιστεύω υπήρχε και σε άλλες πόλεις αλλά στα Γιάννενα ιδιαίτερα και υπό βροχής. Δεν ξέραμε ούτε που λέμε να καθίσουμε για γλυκό κλπ. Αυτό ήταν... Εκτός τούτου δε μας επέτρεπαν, μέχρι 9:00 η ώρα ήταν η κυκλοφορία στους μαθητές. Αν σε έβλεπε ένας καθηγητής να κυκλοφορείς μετά τις 9:00, τιμωρούσουν, έπεφ[00:30:00]τε καμπάνα που λέμε. Τέτοιες εποχές. Και με ποδιά, εννοείται με ποδιά, μαύρη ποδιά με άσπρο γιακά και μπερέ άσπρο. Το Θηλέων είχε άσπρο μπερέ. Θυμάμαι μία φορά των Τριών Ιεραρχών, ερχόμασταν την παραμονή στο Αρχιμανδριό, γινόταν εσπερινός και συμμετείχαν όλα τα σχολεία. Κι εμείς ντυμένες με το αυτό, οι κοπέλες της τρίτης Λυκείου ας πούμε χτένιζαν τα μαλλιά τους. Εγώ είχα μια κοτσίδα μέχρι τη μέση, φορούσα τον μπερέ από πάνω. νευρίασε ο Γυμνασιάρχης λέει: «Γρήγορα -λέει-, τι μαλλί είναι αυτό; Δε φοράτε σωστά τον μπερέ», μας έκανε παρατήρηση. Όπως επίσης και ψέλναμε πολύ ωραία το «αιωνία η μνήμη» την άλλη μέρα, απ’ τον δεύτερο όροφο της εκκλησίας και ακουγόταν το «αιωνία η μνήμη» φανταστικά. Και επίσης όταν γινόταν οι ακολουθίες προαγιασμένες που ψέλναμε πάλι, είχαμε καλή χορωδία, το κατευθυνθείτο η προσευχή μου. Κι όλα αυτά οφείλονταν στην καθηγήτρια μουσικής, την κυρία Μέντζιου. Την αείμνηστη, να μην την πω κυρία, Μέντζιου. Διακρινόταν δηλαδή το σχολείο σε αυτά. Κι επίσης και στην γιορτή του Αγίου Γεωργίου. Τότε δεν είχε γίνει ανακομιδή των λειψάνων που είναι τώρα στη Μητρόπολη, εκεί ήταν ο τάφος του αλλά δεν είχε ανοιχτεί ο τάφος. Νομίζω το 1973 έγινε ανακομιδή για πρώτη φορά. Και η πομπή ξεκινούσε απ’ τη Μητρόπολη και φτάναμε στο σπίτι του Αγίου Γεωργίου, εμείς πάλι με τον μπερέ και μ’ αυτά και κρατούσαμε καλαθάκια μικρά με λουλούδια, με ροδοπέταλα. Και με βήμα της μουσικής, από τη Μητρόπολη μέχρι το σπίτι του Αγίου Γεωργίου. Είχε κάτι παγωνιές θυμάμαι πολλές φορές. Ε, αυτά ήτανε. Και οι επιδείξεις. Κάναμε στο τέλος γυμναστικές επιδείξεις. Πρώτη φορά το ακούς. Στο γήπεδο, όλα τα σχολεία, το κάθε σχολείο είχε τα προγράμματά του, παρήλαζαν με τη σειρά τα σχολεία, μετά κάναμε τις διάφορες ασκήσεις που μας μάθαινε η γυμνάστρια. Είχε και τμήμα ενόργανης, πώς το λένε, θυμάμαι ήμουνα και σε αυτό το τμήμα. Θυμάμαι φορούσα έναν αρχαίο μανδύα. Μετά χορεύαμε παραδοσιακούς ντυμένες με στολές και ήταν ένα γεγονός. Αυτό γινόταν και στο Δημοτικό, οι γυμναστικές επιδείξεις στο τέλος της χρονιάς, και στο Γυμνάσιο και Λύκειο. Αν θυμάμαι καλά, οι τελευταίες γυμναστικές επιδείξεις που είχα παρακολουθήσει ήταν όταν πλέον διορισμένη, το 1972 στο Μέτσοβο, ή ’71, το ’72 στο Μέτσοβο, που ‘ναι τώρα το Γυμνάσιο, εκεί στο γήπεδο, πήγα ως φιλοξενούμενη στο Μέτσοβο και είδα τις τελευταίες. Μετά καταργήθηκαν οι γυμναστικές επιδείξεις, όπως καταργήθηκαν και πολλά άλλα. Λοιπόν ερχόμαστε τώρα στην επιτυχία μου. Έγραψα τις εξετάσεις. Εγώ καλά, ήμουνα πάντα μετριοπαθής. Καλά, περίμενα με αγωνία. Γράψαμε λατινικά και πάμε στο χωριό, μέχρι το Μέτσοβο με το αυτοκίνητο κι από εκεί με τα πόδια, αυτό ήτανε συνηθισμένο. Μας καλούνε δεν ξέρω, είχε γίνει ένα σκάνδαλο τότε ότι δόθηκαν τα θέματα από κάποιο Ράμο, ότι τα θέματα των λατινικών και μας καλούν σε μερικές μέρες πάλι να τα ξαναδώσω. Ξεκινήσαμε με μία από τις συμμαθήτριές μου, η άλλη έμενε Γιάννενα πλέον, τη Σταυρούλα, με τα πόδια, να προλάβουμε να ‘ρθουμε να ξαναδώσουμε τα λατινικά. Ε βγήκαν τα αποτελέσματα, πήγα πολύ καλά, πέρασα έβδομη με υποτροφία κλπ. Και εκείνο που έχω να σχολιάσω ότι η μία η φιλόλογος λέει: «Πέρασαν με τη σειρά που τους έπρεπε». Ενώ δεν είχα βγάλει τον μεγαλύτερο βαθμό, ήμουνα παραστάτης, δεν ήμουνα στη σημαία, ήταν η κόρη του Γυμνασιάρχη στη σημαία. Περάσαμε απ’ το Θηλέων δεκατέσσερα κορίτσια, σα σειρά πέρασα πρώτη εγώ. Τώρα αυτά, ήρθε το Πανεπιστήμιο

Ι.Τ.Μ.

Εδώ η ζωή στα Γιάννενα πως σου φαινόταν σε σχέση με τη ζωή που είχες συνηθίσει στο χωριό;

Σ.Π.

Κοίταξε, όταν ήρθα στα Γιάννενα μου φαίνονταν όλα παράξενα. Καταρχήν ήμουν μαζεμένη, το χωριατόπαιδο. Υπήρχαν και πολλοί που όχι εμένα αλλά έναν άλλον πατριώτη μας τον έλεγαν βλάχο, τον φώναζαν βλαχάκια και στεναχωριόταν κλπ. Αλλά εγώ εντάξει, είχα προσαρμοστεί, ήμουν αγαπητή. Οι γειτόνισσες όλες με ΄παιρναν: «Με την Τούλα να διαβάζετε» έλεγαν. Κάποιες ήταν πιο ανοιχτομάτες, κοίταζαν απ’ το παντζούρι, πρώτη-δευτέρα Γυμνασίου μιλάμε. Μία συμμαθήτριά μου η οποία, πολύ όμορφη κοπέλα, διάβαζα τις πρώτες τάξεις, αυτή κοίταζε απ’ το παράθυρο, στην τρίτη Λυκείου δεν είχαμε πλέον παρέα, είχε άλλες παρέες, είχα ακούσει ότι έρχεται ένας με το μηχανάκι και την παίρνει και ποιος ήταν αυτός. Μετά έμαθα από χρόνια, ο Τάκης ο Μουσαφίρης. Είχαν παντρευτεί και νομίζω χωρίσαν και μετά ακολούθησε τη δική του πορεία. Αλλά έλεγαν: «Ο ωρολογάς». Ήταν γιος ωρολογάς, ο Τάκης Μουσαφίρης. Η ζωή όπως είπα στα Γιάννενα, δεν είχα πάει σε όλα τ[00:35:00]α σπίτια να ξέρω, γενικά ήταν φτωχική, ήταν μετρημένοι οι άνθρωποι. Ζούσανε σε σπίτια πολλοί μαζί, Η νονά μου η οποία έμενε στα Γιάννενα είχε παντρευτεί στο κάστρο και είχανε ο άντρας της δύο αδέρφια είχανε ένα τεράστιο σπίτι, εβραϊκό προφανώς, το είχαν αγοράσει το οποίο ήτανε, πώς το λένε στην ταινία; Έμπαινες μέσα, τώρα έγινε κάποιο ξενοδοχείο εκεί, πολύ ωραίο. Ήταν το καφενείο «Φίλντισι», «Φίλστρον», αυτό ήταν. Αλλά μέσα, ανέβαινες επάνω, είχε μια τεράστια σάλα και γύρω γύρω τα δωμάτια. Ένα δωμάτιο είχε πάρει η μία η συννυφάδα της, το άλλο δωμάτιο το ‘χε δώσει στην κόρης της που παντρεύτηκε. Η θεία μου είχε δύο δωμάτια, το ένα ήταν το σαλόνι κι είχε κι ένα μπαλκονάκι και το άλλο ήταν η κρεβατοκάμαρα. Και σε αυτή την τεράστια σάλα είχαν τις βρύσες και πλένανε. Όσο για τουαλέτα, έπρεπε να κατεβείς κάτω, να βγεις στην αυλή και να πας πίσωσε ένα σκοτεινό μέρος, το χαλέπο το λέγαν τότε. Το κάτω πάλι ήταν νοικιασμένο, είχε μεγάλο διάδρομο, πάλι δωμάτια γύρα γύρα. Έχω έτσι πολλές αναμνήσεις σε αυτό το σπίτι γιατί η θεία μου καταρχήν μου έβαλε εμπιστοσύνη. Είχε τον γιο της μωρό, τον δεύτερο ξάδερφό μου και η μόνη στην οποία εμπιστευόταν εμένα. Δηλαδή αν έβγαινε μια φορά το χρόνο που βγαίνανε Απόκριες σαν ζευγάρι, εγώ καθόμουν με το Γιώργο. Ή όταν πρωτοήρθε, ήμουνα μικρή, το τάιζα, μου έβαζε εμπιστοσύνη. Και με βοήθησε πάρα πολύ. Ήξερε από μοδιστρική, θυμάμαι κάτι ρούχα αμερικάνικα, τα μεταποιούσε, μου έραβε ρόμπες, φουστανάκια κλπ. Μετά κάτι αναμνήσεις, υπήρχαν ακόμα... Τότε οι πρόσφυγες οι οποίοι προσπαθούσαν από την Ανατολή, προσπαθούσανε να, πώς το λένε, να συνηθίσουνε στον τόπο. Ήταν ένα σπίτι που μιλούσαν ακόμη, αούτους τους λέγαμε εμείς γιατί λέγανε αούτο το πεδίο. Αούτοι γενικά λέγαμε, όταν θέλανε να πούνε δεν είναι Μικρασιάτες, έλεγαν τότε οι παλιοί οι Γιαννιώτες: «Είναι αούτος». Από τη φράση ότι «αούτο το πεδίο», δεν έλεγαν «τούτο το πεδίο». Και άκουγε δηλαδή τη γιαγιά μου και τη θεία μου που λέγανε: «Είναι αούτηδες». Συγκεκριμένα θυμάμαι μια γιαγιά που έμενε στο πίσω μέρος, που είναι τώρα του Σούλιου του Γιάννη, εκεί, σε εκείνο το δρόμο. Ήταν ένα σπιτάκι πετρόχτιστο, μόνη της, και μας έλεγε ότι τα είχε χάσει όλα, και τα παιδιά της τα πάντα και ήταν μόνη της. Κι εμείς για να κάνουμε καλές πράξεις πολλές φορές, μαζευόμασταν και λέγαμε θα πάμε να της δώσουμε κάτι. Αυτές οι εικόνες από κάποιες οικογένειες που ήταν Μικρασιάτες και δεν είχανε ακόμη ταχτοποιηθεί, ας το πούμε κι αυτό, τις θυμάμαι έντονα. Όπως και κάτω στο μώλο, στο Μάτσικα που λέμε, εκεί ήταν όλο Μικρασιάτες. Ναι, που θέλουν τώρα να τα γκρεμίσουν νομίζω, γίνεται κάποια κίνηση. Πού είναι τα ψητοπωλεία κλπ, στο πίσω μέρος ήταν που μένανε, στον Ηλία, εκεί το πατρικό ήταν όλο Μικρασιάτες πρόσφυγες. Και η ζωή τι ήτανε, ο αδερφός της νονάς μου είχε μποστάνια εκεί. Πήγαινα, το θυμάμαι ωραίες εικόνες, τώρα είναι στρέμματα είναι κάτι κέντρα διασκέδασης κλπ. Κι έκοβα την ντομάτα από τον κήπο, από το μποστάνι που λέμε, ήτανε μια κυρία που τους βοηθούσε με το ψάθινο καπέλο κλπ. Ήταν γενικά τα Γιάννενα έχουν επεκταθεί πάρα πολύ. Κι εκεί ήταν μποστάνια και προς την οδό Μετσόβου, εκεί ήταν όλο. Θυμάμαι το παγοποιίο που ήτανε. Υπήρχε πριν από το σπίτι της γιαγιάς σου, στη γωνία, υπήρχε το παγοποιίο κι αυτός είχε πολλά μποστάνια. Έχουν όλα γίνει... Θυμάμαι που πήγαινε η θεία μου κι έπλενε τη μια βρύση κλπ. Όλα τώρα έχουνε μπαζωθεί κι έχουνε... Και γι’ αυτό δεν ξέρω κατά πόσο είναι υγιεινά εκεί χαμηλά. Ήταν απλή η ζωή. Θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, ήταν Πρωτοχρονιά. Γλυκά για Χριστούγεννα ήταν το κανταΐφι ή ένας μπακλαβάς. Κάνανε ένα ταψί μεγάλο, όταν είχανε σπίτια μονοκατοικίες είχαν πίσω και εγκατάσταση για μια γάστρα κλπ, όχι κουζίνες, ένα γκαζάκι κι αγοράζαν το κανταΐφι ή ένα φύλλο μπακλαβά. Η έγνοιά μας ήταν να πάμε, με έστελνε η θεία μου μέχρι το «Γυαλί Καφενέ» που λέμε, απ’ το κάστρο για να αγοράσω –ένας ήταν που πουλούσε– για να αγοράσω το φίλο του κανταΐφι ή τον μπακλαβά. Κάνανε ένα μεγάλο ταψί κι αυτό ήταν για όλες τις γιορτές. Για μελομακάρονα ούτε καν ξέραμε. Να πω τώρα ένα αστείο περιστατικό, κάναμε και οικιακή οικονομία μάθημα. Μας μάθαινε για τις βιταμίνες, για τον τρόπο διατροφής κλπ. και μας έγραφε και κάποιες συνταγές. Μάλιστα η καθηγήτριά μας, η Ζορμπά, μας φώναζε: «Προσέχετε εδώ γιατί θα παντρευτείτε και δε θα ξέρετε να τηγανίσετε μια πατάτα». Ήταν χαρακτηριστική. Είχα βιβλίο, είχαμε βιβλίο που γράφαμε τις συνταγές και κάναμε και δ[00:40:00]ιάφορα δείγματα, μας μάθαινε και ραπτική. Πώς να κάνουμε την κουμπότρυπα, πώς να κάνουμε το γαζί κι είχαμε πανάκια στο τετράδιο της οικιακής οικονομίας, εκτός από τα θεωρητικά που είπαμε για βιταμίνες, για διατροφή κλπ. είχαμε κι αυτά και για τα γλυκά. Μας έδωσε συνταγή, ερχόταν τα Χριστούγεννα, πρώτη Γυμνασίου, συνταγή για μελομακάρονα. Γράφω κι εγώ τη συνταγή και λέω: «Μακαρόνια δεν έχει πουθενά, τι μελομακάρονα είναι αυτά;». Τόσο πολύ δεν ξέραμε τι αυτό. Μόνο το κανταΐφι. Κι ένα άλλο περιστατικό για το πόσο οι άνθρωποι ήταν ανοιχτοί. Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς μ’ έστειλε η θεία μου στη Μητρόπολη να φέρω το πρόσφορο, πήγαιναν πρωί πρωί. Και τώρα αυτές ή το φέρνουν από βράδυ ή πρωί πρωί, πριν αρχίσει. Μόλις πέρασα, λίγο πριν από την έξοδο του κάστρου, πού ήταν το περίπτερο. Με είδαν κάποιες κυρίες: «Α -λέει- είσαι το πρώτο πρόσωπο που είδαμε τη χρονιά και θα ΄ρθεις στο σπίτι να σε φιλέψουμε». Σου λέει ένα μικρό κοριτσάκι, τι καλύτερο ας πούμε να μπει η χρονιά; Για γούρι. Και με σταμάτησαν, με πήραν στο σπίτι, δε θυμάμαι τι καλούδια μου έδωσαν και το θυμάμαι χαρακτηριστικά αυτό το περιστατικό. Γενικά ο κόσμος ήτανε τελείως διαφορετικός αν τον συγκρίνουμε με τον σημερινό. Και αυτά τα Γιάννενα πάρα πολύ μου άρεσαν, τα Γιάννενα τα παλιά. Εγώ τα νοσταλγώ, έχω μεγάλη νοσταλγία. Το πώς ήταν η γειτονιά... Θυμάμαι η θεία μου είχε μείνει έγκυος, είχε δύσκολες εγκυμοσύνες, είχε χάσει ένα παιδί στο χωριό, γέννησε τα δύο, έμεινε έγκυος και προσπαθούσε να γεννήσει στο σπίτι. Ο θείος μου έλειπε στα μπάνια, γιατί έπρεπε να πάει κάθε χρόνο για το πόδι του και ήρθαν οι γειτόνισσες. Ήρθε ο γιατρός, το έβγαλε το παιδί. Πιθανόν να ήταν και φταίξιμο, βγήκε νεκρό το παιδί. Έχω την εικόνα του παιδιού μέσα σε μία λεκάνη. Μας πήραν οι γειτόνισσες τα δύο ξαδέρφια απέναντι, φρόντισαν οι γειτόνισσες, έπρεπε να ταφεί. Τα έκαναν όλα οι γειτόνισσες. Κι αυτή η εικόνα, εγώ ήμουνα, μπορεί να ‘μουνα και πρώτη Γυμνασίου, δε θυμάμαι, μου έχει μείνει γιατί έμεινα ένα χρόνο. Και το επόμενο καλοκαίρι πήγα στο χωριό. Είχε αλλάξει η ομιλία μου, μου έλεγαν: «Πώς μιλάς; Πώς έτσι;» γιατί πλέον είχα παρέες με κορίτσια Γιαννιώτισσες, με κορίτσια της πόλης. Μιλούσα στο σπίτι βλάχικα αλλά πιο πολλές ώρες τις είχα στο σχολείο και με τις φίλες μου. Και αυτό δείχνει πόσο πιο ανθρώπινη ήταν η κοινωνία. Το ότι ζούσαν μαζί, μαζεύονταν σε αυτά τα μεγάλα σπίτια. Όχι να πιούμε τον καφέ, όχι να κάνουμε. Βοηθούσε ο ένας τον άλλον. Γνωρίζονταν όλοι, όλο το κάστρο με τα μικρά ονόματα. Πρόπερσι είχα πάει με τα πόδια –τελευταία φορά που είχα πάει με τα πόδια– στους Αγίους Αναργύρους, παραμονή της 1ης Ιουλίου. Και γυρίζοντας με μια φίλη μου: «Εδώ είναι του τάδε, εδώ είναι ο άλλος». Και σε κάθε σπίτι, σε κάθε γωνιά είχα κάτι να θυμηθώ. Βρήκα κι ένα συνάδελφο, του λέω, μέναν πιο πέρα, που έχουν γίνει γιατροί, όλοι οι επώνυμοι ας το πούμε: «Εδώ είναι το σπίτι του Σιαφάκα του γυναικολόγου, ήταν τόσο αδέρφια. Εδώ είναι του τάδε», δηλαδή γνωριζόμασταν. Τώρα μένεις σε μια πολυκατοικία και μπορεί να μην έχεις καμία επαφή και να σου δημιουργούν και πρόβλημα. Και πιστεύω ότι αυτό έχει γίνει σε όλες τις πόλεις. Τώρα να πω για το Πανεπιστήμιο; Πήγα στο Πανεπιστήμιο με υποτροφία, διαβάζαμε, οι παρέες μας οι ωραίες. Να πω ότι όλα τα χρόνια του Γυμνασίου έφευγα από το κάστρο κι έφτανα στο σημερινό ΙΚΑ, εκεί, με τα πόδια, αστικό ποτέ. Πήγαινα και γύριζα με τα πόδια. Υπήρχαν λιγότερα αυτοκίνητα ας πούμε. Τώρα δεν πας πουθενά χωρίς αυτοκίνητο και στο Πανεπιστήμιο. Το πρωί πήγαινα με αστικό αλλά το βράδυ γυρίζαμε με τα πόδια μέχρι το κάστρο, κουβεντιάζοντας. Άρχισαν στο τρίτο έτος νομίζω, κάποιο έτος που μπορούσες να φας στο Πανεπιστήμιο, άρχισε τα... Και μέναμε το μεσημέρι, δήθεν για να διαβάζουμε, πιο πολύ για την παρέα και γυρίζαμε το βράδυ. Και η εικόνα, όπως κατεβαίναμε πάνω τη Δωδώνης, πρόβαλε απέναντι το, πώς λέγεται το χωριό στο Μιτσικέλι, οι Λιγκιάδες, όπως ήταν φωτισμένα έλεγα: «Να οι όρνιθες του Αριστοφάνη -λέω- το χωριό που ήταν πάνω στα σύννεφα» λέω. Έτσι φαίνονταν, αυτή η εικόνα μου έχει. Τελείωσα, εντάξει, κανονικά. Ήμουνα απ’ τις πρώτες που διορίστηκα, η πρώτη μάλλον γιατί ένας συμφοιτητής μας που είχε περάσει πρώτος, αυτός είχε τελειώσει δάσκαλος άρα ήταν μεγαλύτερος από εμάς, πέρασε πρώτος και τελείωσε νομίζω ένα... Τελείωσε Μάρτιο κι εμείς τελειώσαμε τον Ιούνιο. Είχα διαλέξει το κλασσικό τμήμα που ήταν πιο δύσκολο το κλασσικό τμήμα και τελειώσαμε μόνο τρεις τον Ιο[00:45:00]ύνιο. Και από αυτούς έπαιζε ρόλο ο βαθμός. Εγώ είχα λίαν καλώς και οι άλλοι καλώς και μόλις ‘γιναν οι διορισμοί, ‘γιναν τον Αύγουστο δεν ήμουνα μέσα σε αυτούς. Και ‘γιναν μετά Νοέμβριο και ήμουν η πρώτη που διορίστηκα απ’ το τμήμα μου, ουσιαστικά που έπιασα δουλειά. Αυτά.

Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους

Περίληψη

Σε αυτή την ιστορία η Σταματία θυμάται τα παιδικά της χρόνια στο χωριό της, τη Μηλιά Μετσόβου, πώς κατάφερε να είναι από τα πρώτα κορίτσια του χωριού που σπούδασαν και τις αναμνήσεις της από τα Ιωάννινα.


Αφηγητές/τριες

Σταματία Πρασούλη


Ερευνητές/τριες

Ιωάννα Τοψή Μουτεσίδου


Δεκαετίες

Ιστορικά Γεγονότα

Ημερομηνία Συνέντευξης

11/09/2022


Διάρκεια

45'