© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ένα ταξίδι στον Νομό Ιωαννίνων μέσα από τα μάτια μιας νεαρής κοπέλας

Κωδικός Ιστορίας
23240
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Βασιλική Πεζοδρόμου (Β.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
29/09/2022
Ερευνητής/τρια
Αντώνιος Περίχαρος (Α.Π.)
Α.Π.:

[00:00:00]Καλησπέρα. Θα μου πεις το όνομά σου;

Β.Π.:

Ναι, είμαι η Βίκυ Πεζοδρόμου.

Α.Π.:

Είναι λοιπόν Παρασκευή, 30 Σεπτεμβρίου 2022, είμαι με τη Βίκυ Πεζοδρόμου, εγώ είμαι ο Αντώνης Περίχαρος, ερευνητής στο Istorima. Βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη και ξεκινάμε. Βίκυ, εσύ γεννήθηκες στα Γιάννενα, πέρασες τα παιδικά σου χρόνια, τα σχολικά χρόνια, στα Γιάννενα, σπούδασες στα Γιάννενα. Ουσιαστικά, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μέχρι σήμερα το έχεις περάσει εκεί. Οι δύο γονείς σου κατάγονται αμφότεροι από χωριά των Ιωαννίνων, από τη Λεπτοκαρυά Ζαγορίου και τον Λοφίσκο. Θέλεις, για να το πάρουμε λίγο με τη σειρά, να μου πεις έτσι λίγα πράγματα για σένα, για τα παιδικά σου χρόνια ίσως; Οτιδήποτε θέλεις.

Β.Π.:

Ωραία. Λοιπόν, και οι δύο οι γονείς μου είναι από τα Γιάννενα. Γενικά μένουμε στο κέντρο των Ιωαννίνων, μένουμε στα περίχωρα, τέλος πάντων. Από πολύ μικρή ηλικία ήρθαν οι γονείς μου στα Γιάννενα, για να ξεκινήσουν το σχολείο. Γιατί μένουν από αρκετά απομακρυσμένα χωριά, οπότε δεν υπήρχαν εκεί σχολεία για να συνεχίσουν τις σπουδές τους, δηλαδή Γυμνάσιο, Λύκειο, δηλαδή, δεν υπήρχε στα χωριά ποτέ. Και μένουμε σχετικά έξω από το κέντρο, μένουμε στο αεροδρόμιο κοντά. Πήγαινα σε σχολείο σχετικά μικρό, που ήταν και αυτό εκτός του κέντρου. Γενικά πολύ ωραία ζωή. Πρώτα, πριν μετακομίσουμε εκεί που μένουμε τώρα, ήμασταν σε γειτονιά μικρή, με πολλά παιδιά μαζί, πηγαίναμε κάθε απόγευμα και βρισκόμασταν και παίζαμε.

Α.Π.:

Οπότε, στην πραγματικότητα, ενώ είσαι από τα Γιάννενα, από την πόλη των Ιωαννίνων, έχεις μεγαλώσει κοντά στο κέντρο μεν, αλλά όχι μέσα στο κέντρο, με τη φασαρία που έχει μια πόλη όπως τα Γιάννενα.

Β.Π.:

Το καλό γενικά με τα Γιάννενα είναι ότι οι αποστάσεις είναι πολύ κοντινές. Ναι μεν είναι αρκετά μεγάλη πόλη, διακόσιες χιλιάδες άτομα περίπου, ωστόσο υπάρχουν πολλοί που μένουν και εκτός του αστικού κέντρου. Και, γενικά, η ποιότητα ζωής είναι καλή, είναι πολύ καλύτερη από άλλα αστικά κέντρα.

Α.Π.:

Μάλιστα, και θέλεις έτσι λίγο να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα για το πώς έζησες εσύ; Το ότι μεγάλωσες σε μια οικογένεια και σε ένα σπίτι εκτός του κέντρου της πόλης;

Β.Π.:

Γενικά, επειδή και η γιαγιά μου βοηθούσε πολύ τη μαμά, γιατί δουλεύανε και οι δύο γονείς μου, ήμασταν από πολύ μικροί εξοικειωμένοι με το να ζούμε με τη γιαγιά, να πηγαίνουμε, ας πούμε, στις κότες, να μαθαίνουμε... Γενικά να ζούμε με τις γιαγιάδες, όπως ζει το κάθε, τέλος πάντων, παιδί. Γενικά, οι άνθρωποι είναι πιο ανοιχτοί, είναι πιο πολύ γειτονιές. Και δηλαδή και μικρότεροι που ήμασταν σε διαμέρισμα, πάντα θα παίζαμε όλοι μαζί, γνωριζόμασταν τα παιδιά όλα μεταξύ μας, οι γονείς μας κάνανε παρέα. Επειδή είναι τόσο μικρές οι γειτονιές, τα παιδιά βρισκόμαστε ακόμα και σήμερα! Δηλαδή έχω δύο φίλες που είμαστε γειτόνισσες και ακόμη και σήμερα κάνουμε παρέα, και γνωριζόμαστε ήδη από το Δημοτικό! Και είναι, ας πούμε από άποψη σχολείου, ήταν πάντα πιο οικείο και πιο όμορφες οι σχέσεις, μεταξύ δασκάλων και παιδιών, παιδιών μεταξύ τους.

Α.Π.:

Και το σχολείο αυτό μου είχες πει ότι ήτανε και αφορμή για εκδρομές;

Β.Π.:

Ναι.

Α.Π.:

Και με αυτόν τον τρόπο, από τα παιδικά σου χρόνια έμαθες και έζησες την πόλη σου και τα περίχωρα και τα σημαντικά πράγματα που έχει να δώσει. Θέλεις να μου μιλήσεις για αυτά που σου έμειναν;

Β.Π.:

Ακριβώς επειδή ήμασταν μικρό σχολείο, ειδικά στο Δημοτικό, πηγαίναμε πάρα πολλές εκδρομές. Πάντα δηλαδή θα πηγαίναμε και μέσα γενικά στον Νομό Ιωαννίνων, και εκτός. Αλλά δηλαδή μέσα στα Γιάννενα πήγαμε και στο σπήλαιο, πήγαμε στη Ζίτσα να δούμε, ας πούμε, τα αμπέλια, που γενικά έχουν πάρα πολλά αμπέλια εκεί. Να δούμε πώς κάνουνε τον τρύγο, πώς βγάζουν το κρασί. Επίσης, πήγαμε στο αρχαιολογικό μουσείο μέσα στα Γιάννενα. Πήγαμε στο μουσείο του Βρέλλη, για το οποίο έρχονται από όλη την Ελλάδα για να το δούνε μόνο, και περνάνε από τα Γιάννενα μόνο και μόνο για αυτό. Επίσης, πήγαμε στο νησάκι.

Α.Π.:

Θέλεις να μου μιλήσεις πιο συγκεκριμένα για κάποια από αυτά; Δηλαδή για το μουσείο του Βρέλλη, ας πούμε; Μου είπες ότι έρχεται κόσμος από παντού.

Β.Π.:

Ναι, γενικά, επειδή πήγα πέρυσι, ξανά, μετά από πολλά χρόνια, [00:05:00]είναι πραγματικά πολύ ανατριχιαστικό το πόσο αληθινά είναι όλα αυτά τα κέρινα ομοιώματα! Και την ιστορία που κρύβουν από πίσω, το γεγονός ότι έχει διατηρηθεί τόσο καλά. Όλα τα έργα είναι σε άριστη κατάσταση. Και όταν είσαι σε μικρή ηλικία έχεις ένα δέος και έναν, έτσι, φόβο, γιατί είναι τόσο αληθοφανή όλα αυτά που βλέπεις. Και νομίζεις ότι είναι πραγματικά όλα αυτά. Ότι είναι πραγματικοί άνθρωποι και ότι, ξέρω γω, βλέπεις τον άλλον που έχει κομμένο το κεφάλι, ας πούμε. Αλλά ακόμα και τώρα, όταν πια έχεις μεγαλώσει, πάλι, ανατριχιάζεις με την καλή έννοια, ότι είναι τόσο αληθοφανές αυτό που βλέπεις και τόσο καλό αυτό το έργο, που δεν πιστεύεις ότι μπορεί να είναι ψεύτικο.

Α.Π.:

Και το σπήλαιο, ας πούμε;

Β.Π.:

Το σπήλαιο είναι τεράστιο, αρχικά, είναι πραγματικά απίστευτο ότι μπορεί μέσα σε ένα τόσο μικρό χώρο να υπάρχει, όσο περπατάς, γιατί είναι πολύ μεγάλο, είναι περίπου τρία τέσσερα χιλιόμετρα, νομίζω. Ότι μπορεί ξαφνικά να βρεις γκρεμούς, ή να έχει τόσους πολλούς σταλαχτίτες που να μην μπορείς να περπατήσεις, ας πούμε. Και είναι ένα θαύμα της φύσης!

Α.Π.:

Και αν τα πάρουμε με τη σειρά, το νησάκι που έχεις επισκεφθεί επίσης πολλές φορές; Οτιδήποτε ξέρεις, έχεις ζήσει σε αυτό;

Β.Π.:

Γενικά το νησάκι κατοικήθηκε –καλά, από πάντα, από την αρχή δηλαδή που υπήρχε– από μοναχούς. Υπάρχουν μοναστήρια, υπάρχουν συγκεκριμένα τέσσερις ή πέντε μονές, οι οποίες, μάλιστα η μία, η Μονή Φιλανθρωπηνών, είναι από τις πιο παλιές στην Ελλάδα. Είναι του 1200 περίπου χτισμένη. Και αυτό, ας πούμε, είναι πολύ εντυπωσιακό, γιατί βλέπεις ταυτόχρονα το τούρκικο στοιχείο μαζί με το ελληνικό. Γιατί στη μία από τις παλιές, από τις πολύ παλιές εκκλησίες που υπάρχουνε στο νησάκι, είχε βρεθεί ο Αλή Πασάς και τον είχανε σκοτώσει. Και είναι πολύ εντυπωσιακό, γιατί υπάρχει και μουσείο που δείχνει το σπίτι, τέλος πάντων, που έμεινε εκεί ο Αλή Πασάς μέχρι να τον βρούνε. Δείχνει αυτό, το ότι κατάφερε και βρήκε ένα καταφύγιο σε μια εκκλησία. Γενικά είναι πολύ ωραία στο νησάκι, γιατί είναι πολύ όμορφο, αρχικά. Όντως μοιάζει με νησί μέσα, όντως έχει σοκάκια, είναι λευκά τα σπίτια, μένουνε μόνιμοι κάτοικοι, ακόμα και σήμερα, υπάρχουν επιχειρήσεις. Επίσης, είναι πολύ ωραίο γιατί μπορείς να δεις τη λίμνη με τα καραβάκια. Και επίσης είναι και το μόνο νησί αυτή τη στιγμή σε λίμνη που κατοικείται στον κόσμο! Αλήθεια! Και παρόλο που είναι τόσο κοντά στα Γιάννενα, και πού μπορείς να πηγαίνεις συνέχεια, δεν το βαριέσαι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, γιατί είναι τόσο ωραίο.

Α.Π.:

Μου είχες μιλήσει νωρίτερα για τα μοναστήρια. Πέρα από το ότι είχες επισκεφθεί στα σχολικά σου χρόνια πάρα πολλά μοναστήρια της περιοχής. Τι σου έχει μείνει από αυτά;

Β.Π.:

Μου είχε μείνει στη Μονή Φιλανθρωπηνών, που, πριν μπεις στην κυρίως εκκλησία, τέλος πάντων, υπάρχει, γιατί ακριβώς είναι τόσο παλιό μοναστήρι, του 1200, υπάρχει ένας προθάλαμος που είναι οι τοιχογραφίες, βασικά, που δείχνουν τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τους αρχαίους γενικά. Και επίσης υπάρχουν συγκεκριμένα σημεία, που δείχνει και κάποιους σαν δαίμονες ας πούμε, που δεν υπάρχει γενικά αυτό σε μοναστήρια. Που να έχουνε μείνει. Ειδικά στην Ελλάδα. Και αυτό μου είχε κάνει πολύ εντύπωση, και ακόμη και σήμερα δηλαδή το θυμάμαι.

Α.Π.:

Αυτά τα μέρη τα έχεις επισκεφτεί, μεταξύ άλλων και με αφορμή το σχολείο, ε; Δηλαδή ήτανε οι εκδρομές του σχολείου;

Β.Π.:

Ναι, ναι, ναι! Λόγω του διευθυντή, κυρίως στο λύκειο, επειδή είναι θεολόγος. Πηγαίνουμε σε πολλές εκκλησίες και μοναστήρια. Αλλά αυτό το συγκεκριμένο, επειδή είναι και τόσο μοναδικό, είχε δώσει λίγο παραπάνω βάση.

Α.Π.:

Μάλιστα. Οπότε, μιας και ξαναήρθε το θέμα στο σχολείο, θέλεις λίγο να μου μιλήσεις για αυτή την αίσθηση, του παρότι βρισκόσουν σε μια αρκετά μεγάλη πόλη, πήγαινες σε ένα πραγματικά μικρό σχολείο, έξω από το κέντρο αυτής; Δηλαδή, να σταθούμε λίγο στην αίσθηση που αφήνει το μικρό σχολείο σ' ένα παιδί;

Β.Π.:

Είναι πολύ πιο οικείο, τα πρόσωπα είναι οικεία δηλαδή. Αλλάζουνε ελάχιστα τα άτομα που θα δεις, όσο καλό ή κακό είναι αυτό. Ας πούμε έχω μια φίλη με την οποία κάνω ακόμη παρέα μαζί της, και ήμασταν από την Πρώτη Γυμνασίου μέχρι την Τρίτη Λυκείου, στην ίδια τάξη. Δεν άλλαξε ποτέ αυτό. Γενικά χτίζονται αλλιώς οι σχέσεις, πιστεύω. Σε αντίθεση με τα π[00:10:00]ολύ μεγάλα αστικά κέντρα που χάνονται οι μαθητές μεταξύ τους, οι σχέσεις χάνονται. Και βέβαια και με τους καθηγητές αναπτύσσονται διαφορετικές σχέσεις, γιατί μπορεί να έχεις έναν στο Γυμνάσιο και στη συνέχεια και στο Λύκειο να τον βρεις εκεί.

Α.Π.:

Θεωρείς γενικά ότι ήταν καλύτερες, τουλάχιστον για σένα, οι συνθήκες; Και το γεγονός ότι πήγες σχολείο εκτός κέντρου Ιωαννίνων; Δηλαδή είναι κάτι που θα το επέλεγες και σήμερα, αν ήταν στο χέρι σου;

Β.Π.:

Ναι, το Λύκειό μου ειδικά, ακόμα και σήμερα είναι πάρα πολύ καλό! Σίγουρα υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα σχολεία εντός Ιωαννίνων που θεωρούνται πολύ καλά, αλλά το συγκεκριμένο ήταν... Είχα σταθεί βέβαια και τυχερή, λόγω καθηγητών και μαθητών και λοιπά. Αλλά νομίζω ότι το ίδιο θα προτιμούσα, δηλαδή να ήμουνα εκεί, να φοιτούσα εκεί και πάλι.

Α.Π.:

Και, γενικότερα, η καθημερινή ζωή εκτός του κέντρου της πόλης, μέχρι και τη στιγμή που τελείωσες το σχολείο, δηλαδή τα παιδικά σου χρόνια, πώς θα τα περιέγραφες, πώς ήτανε αυτά που έζησες, η καθημερινότητά σου εν γένει;

Β.Π.:

Πολύ ήρεμη, με διαφορετικά πράγματα να κάνεις. Σίγουρα. Γιατί γενικά στα Γιάννενα… τον χειμώνα και όλη τη διάρκεια της άνοιξης και του φθινοπώρου είμαστε στα Γιάννενα, όμως πάντα το καλοκαίρι θα φύγουμε, ή ενδιάμεσα, Χριστούγεννα και Πάσχα, πάντα θα πηγαίνουμε στα χωριά. Οπότε, επειδή δεν έχουμε θάλασσα τόσο κοντά, έχουμε τρόπους να πάμε κάπου αλλού. Ανέμελα πολύ. Γενικά τα Γιάννενα είναι πάρα πολύ ασφαλής πόλη. Και ποτέ δεν είχανε τον φόβο οι δικοί μου, ξέρεις: «Πού είναι τώρα; Μήπως έπαθε κάτι;» Και ούτε και εγώ το αισθανόμουν αυτό. Και γενικά πολύ πολύ όμορφες αναμνήσεις.

Α.Π.:

Μάλιστα, και φτάνουμε λοιπόν κάποια στιγμή, που δίνεις Πανελλαδικές, περνάς στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλολογία, και η ζωή σου μεταβαίνει από ένα στάδιο παιδικής ηλικίας/σχολικής, σε μια έτσι περισσότερο φοιτητική, θα λέγαμε, καθημερινότητα. Που εξελίσσεται πώς; Μάλλον πώς αρχίζει και πώς την έζησες;

Β.Π.:

Αρχίζει λίγο περίεργα. Γιατί δεν ήξερα αν θέλω όντως να μένω Γιάννενα. Παρ’ όλα αυτά, στην πορεία εξελίσσεται πάρα πολύ καλά. Τώρα πια που έχω τελειώσει θεωρώ ότι ήταν από τις καλύτερες φοιτητικές εμπειρίες που θα μπορούσα να είχα. Για πολλούς λόγους. Γενικά, αρχικά, από άποψη πανεπιστημίου και σχολής ήταν πάρα πολύ καλή η εμπειρία αυτή. Πολύ καλοί καθηγητές, από τα καλύτερα πανεπιστήμια της χώρας, με τα καλά του και τα κακά του, όπως πάντα. Από άποψη ζωής, φοιτητικής ζωής, τα Γιάννενα φημίζονται ότι είναι φοιτητούπολη και ισχύει ότι είναι πάρα πολύ ωραία! Και, εγώ ας πούμε, ως φοιτήτρια που ήμουνα από τα Γιάννενα, ζούσα εκεί ως φοιτήτρια, και ήμουνα και στο πανεπιστήμιο, δεν είχα το άγχος των οικονομικών. Γενικά, τα Γιάννενα είναι πολύ φθηνή πόλη. Πολύ μικρές οι αποστάσεις, στην πορεία πήρα και δίπλωμα και είχα και αυτοκίνητο, οπότε ήταν ακόμα πιο εύκολο να βγαίνω, να πηγαίνω όπου θέλω. Πάλι, πολύ σημαντικό ότι είναι πολύ ασφαλής πόλη, μπορείς να γυρίσεις ό,τι ώρα θέλεις, μπορείς να περπατάς μόνη σου, τα μαγαζιά ναι μεν είναι συγκεκριμένα, αλλά κάνεις και στέκια. Και αρχίζεις και γνωρίζεις κόσμο, γνωρίζεις αυτούς που τα έχουν. Γίνεται μια άλλη σχέση, τέλος πάντων.

Α.Π.:

Γενικότερα, αυτά τα χρόνια συνεχίζεις να βγαίνεις με τα παιδιά που έκανες παρέα στην παιδική σου ηλικία ή γνωρίζεις, όπως ένας φοιτητής που πάει σε άλλη πόλη, παιδιά από τη σχολή σου, για παράδειγμα;

Β.Π.:

Θα σου πω. Γενικά στα Γιάννενα πολλά άτομα θα μείνουνε, που είναι από κει, που κατάγονται από κει. Και θα συνεχίσουν στο πανεπιστήμιο. Και πολλοί θα έχουν τις παρέες που έχουν από το σχολείο. Εγώ ήμουν λίγο, ας πούμε, εκτός του κανόνα, τέλος πάντων. Γιατί ναι μεν είχα κάποιους φίλους που κάνω ακόμα παρέα και ήμασταν μαζί από το σχολείο, και κρατάμε ακόμα επαφές, όμως λόγω του ότι ήμουνα μόνη μου στη σχολή αυτή, στο τμήμα αυτό, άρχισα να γνωρίζω και νέα άτομα, τα οποία δεν ήταν από την πόλη μου. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι είναι κακό, γιατί γνώρισα και εγώ διαφορετικά την πόλη μου. Από τα μάτια τους και από εμπειρίες που ίσως να μην τις είχα, αν έκανα πα[00:15:00]ρέα περισσότερο με άτομα από τα Γιάννενα.

Α.Π.:

Θες να μου το περιγράψεις αυτό; Δηλαδή, αυτό που μου είπες ακριβώς τώρα, ότι: «Έζησα την πόλη μου από τα μάτια κάποιου που ήρθε».

Β.Π.:

Γενικά, επειδή είμαστε έτσι σαν παρέα, κάναμε και διάφορες εκδρομές. Και δηλαδή πήγαμε, ας πούμε, νησάκι. Και αρχίζεις και είσαι σαν τον ξεναγό, που δεν το περιμένεις, αλλά λες ας πούμε τι έχεις μάθει από το σχολείο. Βλέπεις τον άλλον ξέρω εγώ πώς θα του αρέσει. Πηγαίνεις εκδρομές, ας πούμε, στα Ζαγοροχώρια, ή στο Μέτσοβο. Μιλάνε και αυτοί για τις πόλεις τους, βλέπεις τις διαφορές που υπάρχουν, ή τα κοινά. Βλέπεις πόσο μπορεί να αρέσει ή να μην αρέσει ή να ξενίζει κάτι. Επίσης, μπορεί να πας σε ένα μέρος που δεν θα πήγαινες εσύ, αν δεν ήταν ο άλλος, ας πούμε, από μια άλλη πόλη. Και γενικά κάνεις αναμνήσεις... αποκτάς αναμνήσεις που δεν θα σκεφτόσουν ότι θα μπορούσες να τις αποκτήσεις, ζώντας τόσα χρόνια στα Γιάννενα.

Α.Π.:

Μάλιστα. Και η αίσθησή σου... ή, μάλλον, πώς ακριβώς αντιμετώπισες στο γεγονός ότι εσύ ήσουνα στο σπίτι το πατρικό σου, ας πούμε;

Β.Π.:

Ναι, γενικά, οι γονείς μου ας πούμε, είναι πολύ χαλαροί, δεν υπήρχε θέμα να πούνε: «Μη γυρίζεις τέτοια ώρα. Πού είσαι; Τι κάνεις;». Και γενικά δεν είχα κάποιο θέμα με αυτό. Ναι μεν το σπίτι ήταν έξω, ήταν λίγο πιο έξω απ’ την πόλη, αλλά δεν με πείραζε, γιατί υπήρχαν και αστικά, ταξί, μπορούσα να παίρνω να βγαίνω όταν δεν είχα και δίπλωμα. Κάποιες στιγμές, εντάξει, είναι δύσκολο, σίγουρα, γιατί είσαι τόσα χρόνια στο ίδιο σπίτι και όταν είσαι και φοιτητής είναι αλλιώς. Αλλά εγώ δεν είχα κάποιο πρόβλημα. Δεν είχα κάποιο θέμα. Κάποιοι άλλοι φίλοι μου, ας πούμε, που ήταν από τα Γιάννενα και μείνανε με τους γονείς τους, συνέχισαν να μένουν με τους γονείς τους, είχαν ένα θέμα, ας πούμε, με την επιτήρηση: «Πού είσαι; Τι κάνεις; Τι ώρα γυρνάς;». Αυτό εντάξει, εξαρτάται.

Α.Π.:

Μάλιστα. Και για να επιστρέψουμε λίγο και να σταθούμε στα του πανεπιστημίου και των σπουδών σου, είπες πριν ότι στην αρχή ήσουνα όχι ακριβώς σίγουρη για το αν είναι η σωστή επιλογή για εσένα, αλλά στην πορεία εξελίχθηκε διαφορετικά.

Β.Π.:

Ναι, στην αρχή γενικά δεν ήθελα τόσο πολύ να μείνω στα Γιάννενα, όμως για κάποιους λόγους τελικά παρέμεινα εκεί. Και στη διάρκεια των σπουδών, και κυρίως λόγω των καθηγητών, έχω να το λέω, γιατί δηλαδή ήταν κάποιοι συγκεκριμένοι καθηγητές που άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίον έβλεπα τη συγκεκριμένη σχολή, και μου δείξανε με τον τρόπο τους ότι έχω και άλλες επιλογές και άλλες προοπτικές, και μπορώ να κάνω πολλά πράγματα. Και τελικά με οδήγησαν στο να αγαπήσω τη συγκεκριμένη σχολή και να περάσω και πολύ ωραία κατά τη διάρκεια της μελέτης.

Α.Π.:

Και η αίσθηση που σου αφήνει στην ολοκλήρωση αυτού του κύκλου η φοιτητική ζωή και το πανεπιστήμιο μαζί;

Β.Π.:

Δεν θα τα άλλαζα, ήταν πολύ ωραία έτσι όπως έγιναν όλα. Και γίνονται όλα και για κάποιον λόγο. Σίγουρα, είναι πολύ σημαντικό που αποφοίτησα από αυτή τη σχολή, είναι μία πολύ καλή και η πιο δύσκολη στο συγκεκριμένο, η συγκεκριμένη σχολή, από όλες στην Ελλάδα, τις όμοιές της. Και σίγουρα το ότι εμένα στα Γιάννενα μου έδωσε και δυνατότητες. Περισσότερες προοπτικές και επιλογές με το τι θα κάνω, πώς θα χειριστώ κάποιες καταστάσεις, το πόσο μπροστά κατάφερα να πάω με κάποιες επιλογές που έκανα. Και το ότι δεν σημαίνει πως θα φύγεις από μια πόλη και θα πας σε μια άλλη, αυτό θα είναι και το εφαλτήριο ότι θα έχεις την επιτυχία στο χέρι σου. Γιατί ήτανε τελικά πολύ ωραία χρόνια.

Α.Π.:

Ένα παιδί που έχει να δώσει δεκαοχτώ χρόνια στα Γιάννενα και βρίσκεται εκεί πέρα για τις σπουδές του άλλα τέσσερα πέντε χρόνια, βαριέται κάποια στιγμή;

Β.Π.:

Σίγουρα. Θα βαριόμουνα πάρα πολύ, αν δεν υπήρχε κορονοϊός, βέβαια. Γιατί ο κορονοϊός ήρθε στα μέσα του τρίτου έτους. Αν συνέχιζα να βγαίνω τόσο πολύ, γιατί έτυχε και η παρέα μου να βγαίνει και εγώ να είμαι τέτοιος τύπος, σίγουρα θα βαριόμουν πάρα πολύ, γιατί, καλώς ή κακώς, είναι λίγα τα μαγαζιά, ναι μεν κάνεις στέκια, αλλά δεν μπορείς να πηγαίνεις κάθε μέρα στο ίδιο μαγαζί, δεν έχει τόσες επιλογές, βλέπεις τους ίδιους ανθρώπους, και αυτό [00:20:00]κουράζει κάποια στιγμή. Αλλά νομίζω ότι αυτό εξαρτάται και από την ηλικία πολλές φορές. Γιατί όταν μεγαλώνεις μπορεί να σου αρέσει, ας πούμε, αυτό.

Α.Π.:

Αν αφήσουμε πίσω τα των Ιωαννίνων, σαν πόλη, και πάμε στα των χωριών και της καταγωγής, μου είπες ότι και οι δύο γονείς είναι από χωριά των Ιωαννίνων, του Νομού Ιωαννίνων. Θες να τα πάρουμε με τη σειρά; Θες να μιλήσουμε για τον Λοφίσκο, για αρχή; Δηλαδή, μίλησέ μου έτσι λίγο για τη σχέση σου με αυτό το χωριό.

Β.Π.:

Ο Λοφίσκος είναι το χωριό της μαμάς μου, είναι πολύ κοντά στα Γιάννενα, λιγότερο από 20 χιλιόμετρα. Γενικά πηγαίναμε πάντα πολύ συχνά, και τώρα, γιατί μένει και η γιαγιά μου. Και γιατί πηγαίναμε κάθε Σάββατο, σίγουρα, λόγω του ότι είναι τόσο κοντά και είναι πιο εύκολη η πρόσβαση. Είναι πολύ μικρό χωριό, είναι λιγότερη από εκατό οι μόνιμοι. Τώρα πια δηλαδή είναι βαριά είκοσι. Έχει παιδιά, κυρίως μικρότερης ηλικίας από εμένα, δηλαδή στο δημοτικό περίπου. Βέβαια, έρχονται αρκετά, γιατί ακριβώς είναι τόσο κοντά στα Γιάννενα. Γενικά είναι όμορφο χωριό, έχουνε αμπέλια, έχουνε κήπους, κανονικό χωριό, όπως κάθε χωριό που υπάρχει. Παρ’ όλα αυτά δεν έχει πολύ ζωή. Δεν είχε ποτέ γενικά, δεν έχει ποτέ πολλούς νέους, δεν μένανε οι νέοι εκεί, ίσως επειδή είναι τόσο κοντά στα Γιάννενα. Οπότε, ας πούμε, ακόμα και φέτος, που ήταν η πρώτη χρονιά που δεν υπήρχαν μέτρα κορονοϊού, δεν έγινε πανηγύρι, γιατί δεν είχε κάποιος, δεν πήρε κάποιος στο καφενείο, δεν το άνοιξε για το πανηγύρι. Οπότε αυτό ήταν λίγο στενόχωρο και λυπητερό, γιατί έτσι σιγά σιγά σβήνει το χωριό. Παρ’ όλα αυτά πηγαίνουν, και τον Δεκαπενταύγουστο που έχει το πανηγύρι, πηγαίνουν πάντα όλοι. Και το Πάσχα για τον επιτάφιο. Και Χριστούγεννα. Εμείς, ας πούμε, επειδή και η γιαγιά μου γιορτάζει την Πρωτοχρονιά, όπως και εγώ, Βασιλική, πηγαίνουμε πάντα, κάθε Πρωτοχρονιά και τρώμε εκεί.

Α.Π.:

Η σχέση σου με αυτό το χωριό είναι από την παιδική ηλικία; Δηλαδή, από πότε το θυμάσαι;

Β.Π.:

Ναι, ναι. Από μωρό. Κάποια περίοδο, λόγω της δουλειάς της μαμάς μου, έμενα εκεί το καλοκαίρι. Για να με προσέχει η γιαγιά. Και αργότερα. Και επειδή είναι τόσο κοντά, είναι και πιο εύκολο να πας. Και όσο είναι εκεί οι παππούδες, γιατί έχω τώρα μόνο τη γιαγιά μου από αυτό το χωριό που ζει, είναι αλλιώς η σχέση που έχεις με το χωριό, λόγω των συγκεκριμένων ανθρώπων.

Α.Π.:

Μάλιστα. Και θέλεις να μιλήσουμε λίγο για τα έθιμα που έχει; Μου ανέφερες πριν και ορισμένα πράγματα για επιτάφιο. Θες να μιλήσουμε και για το πανηγύρι; Μου είχες πει, αν δεν κάνω λάθος, ότι είναι τον Δεκαπενταύγουστο.

Β.Π.:

Ναι, είναι τον Δεκαπενταύγουστο. Επειδή δεν έχει εκκλησία το χωριό και είναι πολύ κοντά τα χωριά –γενικά τα Ζαγοροχώρια είναι πάρα πολύ κοντά μεταξύ τους–, το Γραμμένο, που είναι ακριβώς το επόμενο χωριό, πας με τα πόδια σε δέκα λεπτά δηλαδή, είναι τόσο κοντά, επειδή είναι ακριβώς τόσο κοντά, έχουμε μία εκκλησία κοινή. Όπου περπατάς μέσα από ένα δάσος και φτάνεις. Και πηγαίνουμε εκεί την ημέρα πριν τον Δεκαπενταύγουστο, στις 14, γίνεται λειτουργία. Μετά, το βράδυ στην πλατεία παίρνουνε την εικόνα και γίνεται Περιφορά της Παναγίας. Και τον Δεκαπενταύγουστο ανήμερα πάλι γίνεται Λειτουργία, και μετά γίνεται και... Παλιότερα, πολύ παλαιότερα, γινόταν και το μεσημέρι, σαν στο πανηγύρι, τρώγανε όλοι μαζί, φέρναν τα φαγητά που είχαμε από τα σπίτια και τρώγανε. Και το βράδυ, τώρα πια, γίνεται το κλασικό πανηγύρι με τα κλαρίνα.

Α.Π.:

Μάλιστα. Και η μουσική είναι ηπειρώτικα κλαρίνα;

Β.Π.:

Ναι, ναι, ναι.

Α.Π.:

Η ορχήστρα είναι η ίδια κάθε χρόνο ή–

Β.Π.:

Όχι, όχι, έρχεται γενικά όποιος... Σε όποιον κάνουν πρόταση, ουσιαστικά. Είναι αρκετοί οι τραγουδιστές, οπότε... και επειδή είναι Δεκαπενταύγουστος κιόλας, και είναι πάρα πολλά τα πανηγύρια, πηγαίνει όποιος μπορεί, οποία ορχήστρα μπορεί.

Α.Π.:

Και το έθιμο εκεί πέρα είναι η ορχήστρα να πληρώνεται από την κοινότητα και κερνάνε και τα όργανα κάποιοι;

Β.Π.:

Ένα μερίδιο υπάρχει... των χρημάτων που τα δίνουν από την κοινότητα, και, στη συνέχεια, όποιος θέλει να χορέψει από μία οικογένεια ανεβαίνει και πληρώνει. Όμως χορεύει μόνο η οικογένειά του. Δεν μπορεί να σηκωθεί κάποιος άλλος συγχωριανός.

Α.Π.:

Μάλιστα. Το οποίο ισχύει ακόμα και σήμερα;

Β.Π.:

Ναι, κανονικά, βέβαια.

Α.Π.:

Ωραία. Και μου είχες μιλήσει και λίγο για φαγητά, για πίτες παραδοσιακές από το χωριό.

Β.Π.:

[00:25:00]Γενικά τα Γιάννενα φημίζονται για τις πίτες που έχουμε, για το φύλλο, για το γεγονός ότι τρώμε... στα πάντα υπάρχει μια πίτα. Συγκεκριμένα, επειδή δεν είχαν κέικ παλιότερα, προφανώς, φτιάχνανε σαν την αντίστοιχη βασιλόπιτα που έχουμε σήμερα, με πίτα. Πίτα με φύλλο. Ανοίγανε κανονικά το φύλλο και μέσα βάζανε –το λένε κοφτό γενικά– και μέσα βάζανε σιτάρι, μαζί με γάλα που το κάνανε, σαν κρέμα, ουσιαστικά. Και το ψήνανε μαζί. Επίσης, τα Χριστούγεννα γενικά και σε γιορτές κυρίως, φτιάχνουνε την άλλη πίτα: είναι κοτόπιτα, με το κοτόπουλο στη μέση. Ένα φύλλο κάτω, και μέσα το φύλλο βάζουνε το κοτόπουλο και ρύζι. Και γύρω γύρω στην άκρη βάζουν πολύ ζυμάρι, τέλος πάντων. Πολύ φύλλο.

Α.Π.:

Μάλιστα. Στη Λεπτοκαρυά υπάρχει κάτι αντίστοιχο; Δηλαδή...

Β.Π.:

Ναι. Εκεί έχουνε άλλη κρεατόπιτα. Που βάζουνε πάλι πολλά φύλλα και έχουνε σκέτο κρέας με κρεμμύδι και λίγο αυγό, ας πούμε. Και επίσης το Πάσχα εκεί, αντί για τη μαγειρίτσα, έχουνε ένα άλλο φαγητό, που βάζουνε το ψωμί με βούτυρο, το βάζουνε λίγο στον φούρνο να φρυγανιστεί, μετά βάζουν ουσιαστικά τη γέμιση της μαγειρίτσας χωρίς το ζουμί. Δηλαδή όλα τα έντερα, το σπανάκι, τα χόρτα και τα λοιπά, και πάνω από αυτό βάζουνε κρέας. Συνήθως κατσίκι. Και όλο αυτό το βάζουνε στον φούρνο και είναι η μαγειρίτσα, απλώς σε στερεή μορφή.

Α.Π.:

Μάλιστα, φοβερό! Οπότε θέλεις να περάσουμε στη Λεπτοκαρυά γενικότερα και να μιλήσουμε γενικότερα για τη σχέση σου με το χωριό;

Β.Π.:

Πάλι μικρό χωριό, είναι από τα πιο ανατολικά χωριά του Ζαγορίου. Πάλι λιγότερα από εκατό άτομα, πολύ λίγοι και εκεί οι μόνιμοι κάτοικοι. Λόγω υψομέτρου κιόλας και της δυσκολίας της πρόσβασης, έχουν γίνει ελάχιστοι έως και ανύπαρκτοι πλέον. Πολύ όμορφο χωριό, πέτρινο, γεφύρια... Έχει καεί δύο φορές από τους Γερμανούς και τους Παγκόσμιους Πολέμους και έχει καταστραφεί, οπότε έχει χαθεί πολύ από την ομορφιά του. Πολύ παλιότερα, στις αρχές του εικοστού αιώνα με τέλη του δεκάτου ενάτου, ήτανε από τα κορυφαία χωριά του Ζαγορίου. Γινόντουσαν πανηγύρια με τρεις χιλιάδες άτομα και ήταν και σταθμός για πολλούς εμπόρους. Ας πούμε, ο παππούς μου είχε εμπόριο φασολιών. Γενικά στο Ζαγόρι έχουμε τις γίγαντες, που είναι τοπικό είδος φασολιού, που το έκανε εμπόριο σ’ όλη την Ελλάδα. Γενικά είναι ένα χωριό με πολλή ζωή. Παρόλο που δεν υπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι, πάντα Πάσχα και καλοκαίρι, που είναι και καλός ο καιρός και πιο εύκολη πρόσβαση, πάντα θα έχει πάρα πολύ κόσμο και θα είναι γεμάτο.

Α.Π.:

Παιδιά;

Β.Π.:

Πάρα πολλά μικρά παιδιά πλέον. Δηλαδή από 10 και κάτω είναι πάνω από είκοσι παιδιά. Που για ένα χωριό ενενήντα μόνιμων κατοίκων είναι πολλά. Επίσης, πολλά παιδιά, πολλοί νέοι άνω των 25 είναι ελάχιστοι... βασικά είμαστε δύο παιδιά όλα κι όλα στην ηλικία μου, 23. Εγώ και ένας ακόμα ο ξάδερφός μου, τέλος πάντων. Αλλά παρ’ όλα αυτά κάνουμε όλοι μαζί παρέα. Γιατί ακριβώς είμαστε λίγοι και γνωριζόμαστε.

Α.Π.:

Μάλιστα. Και θέλεις να μιλήσουμε λίγο για τα έθιμα του χωριού, πέρα το φαγητό που αναφέραμε πριν;

Β.Π.:

Ναι, γενικά το πανηγύρι είναι στις 26 Ιουλίου, της Αγίας Παρασκευής. Κάνουμε δύο μέρες πανηγύρι, ανήμερα και την επομένη. Παλιότερα ήτανε τρεις. Γινόταν και πριν, τέλος πάντων τις 26. Η εκκλησία είναι πάρα πολύ μακριά από το χωριό, είναι ένα ξωκκλήσι, το οποίο πρέπει να περπατήσεις τριάντα λεπτά, σαράντα; Η πρόσβαση είναι μόνο με τα πόδια. Υπάρχουν πάρα πολλές παλιές εκκλησίες και στο χωριό εκεί. Παρόλο που είναι πολύ μικρό χωριό φημίζεται για το πανηγύρι του και πριν τον κορονοϊό είχαμε πάρα πολλούς. Και από τα γύρω χωριά, και από τα Γιάννενα, ακόμα και ξένους που ερχόντουσαν να δουν το πανηγύρι και να χορέψουν εκεί. Ακόμα και με την περίοδο του κορονοϊού, που δεν επιτρέπονταν να γίνονται πανηγύρια με μουσική και τα λοι[00:30:00]πά, θα χορεύαμε μόνοι μας. Είτε στα σπίτια είτε στην πλατεία. Και είχε ζωή το χωριό ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες.

Α.Π.:

Και γενικότερα το πανηγύρι στη Λεπτοκαρυά διαφέρει από αυτό στον Λοφίσκο; Θέλεις να μου μιλήσεις, να κάνεις αυτή τη σύγκριση;

Β.Π.:

Αρχικά, είναι πολύ περισσότερος ο κόσμος, όλοι θα χορέψουνε. Σε αντίθεση με του Λοφίσκου, με το πανηγύρι του Λοφίσκου, στη Λεπτοκαρυά, τα όργανα ναι μεν πληρώνονται από την κοινότητα, με ένα μερίδιο, όμως το υπόλοιπο το πληρώνουνε οι άνθρωποι που θα χορέψουνε. Και μπορεί να χορέψει ο καθένας. Δηλαδή θα πληρώσει ο πρώτος όσο θέλει, για τα τραγούδια που θέλει να παραγγείλει, και μετά έρχονται όλοι και χορεύουνε, ανεξάρτητα του αν είναι, ας πούμε, οι συγγενείς ή όχι. Επίσης, πολλοί θα δώσουνε... θα κεράσουνε τον πρώτο που χορεύει. Επίσης, είναι συγκεκριμένα τα όργανα, η ορχήστρα που έρχεται έρχεται τριάντα χρόνια τουλάχιστον, σε κάθε πανηγύρι.

Α.Π.:

Ότι είναι η ίδια ορχήστρα λες;

Β.Π.:

Ναι, ναι, συνέχεια, ναι. Και βέβαια είναι πιο αργά τα κλαρίνα.

Α.Π.:

Δηλαδή;

Β.Π.:

Δηλαδή η μουσική είναι ακόμα πιο αργή από ό,τι είναι στα Γιάννενα και στα περίχωρα των Ιωαννίνων.

Α.Π.:

Η μουσική συνοδεύεται με τραγούδι;

Β.Π.:

Ναι.

Α.Π.:

Και στα δύο χωριά;

Β.Π.:

Και στα δύο. Υπάρχουν, βέβαια, συγκεκριμένα τραγούδια που έχουν μόνο τον ήχο, μόνο το κλαρίνο ή το ντέφι, αλλά τα περισσότερα να έχουνε και στίχους.

Α.Π.:

Μάλιστα. Συνολικά, από τα δύο αυτά χωριά... τις μέρες, τους μήνες, τα καλοκαίρια που έχεις περάσει εκεί πέρα, κάποιες στιγμές που να θυμάσαι έντονα; Ό,τι κι αν ήτανε αυτές. Δηλαδή στιγμές που να νιώθεις ότι σε έχουνε δέσει ή ότι έχουνε μείνει ως αναμνήσεις.

Β.Π.:

Στο χωριό του μπαμπά, στη Λεπτοκαρυά, να χορεύουμε στην πλατεία πολλές φορές, στα πανηγύρια. Ή να παίζουμε με τα παιδιά. Και μια φορά είχα... παίζαμε, και επειδή ήταν το πανηγύρι, ήμασταν καλά ντυμένα, όλα τα κορίτσια και τα αγόρια. Και έτσι όπως έπαιζα, επειδή είναι όλο πλακόστρωτο, καλντερίμι, έπεσα και χτύπησα στη μύτη. Επίσης, συγκεκριμένα μέρη που υπάρχουν, κυρίως στη Λεπτοκαρυά. Υπάρχουν πολλά κιόσκια, λόγω του ότι είναι τόσο ψηλά το χωριό και μπορείς να δεις όλη την οροσειρά. Μπορείς να δεις πάρα πολύ πράσινο, το βράδυ ειδικά είναι απίστευτος ο ουρανός, να τον δεις από ένα ψηλό σημείο. Οι άνθρωποι, σίγουρα, το γεγονός ότι στη Λεπτοκαρυά έχουμε περισσότερους συγγενείς από το σόι του μπαμπά, ενώ στο Λοφίσκο δεν έχουμε τόσο πολύ, τόσους πολλούς συγγενείς. Επίσης, όταν τρώγαμε όλοι μαζί στις γιορτές, το ότι μπορεί να πηγαίνουμε κάπου έτσι για βόλτα, και στα δύο χωριά... Α, στο Λοφίσκο επειδή η γιαγιά μου και ο παππούς μου ήτανε κτηνοτρόφοι και είχανε μέχρι και πριν δεκαπέντε χρόνια πρόβατα, η γιαγιά έφτιαχνε πάντα μακαρόνια, τραχανά. Και ειδικά ο τραχανάς, κάθε καλοκαίρι, το θυμάμαι σαν τώρα, να μυρίζουν τα πάντα τραχανά, να είναι μέσα στο δωμάτιο που κοιμόμουνα. Να είναι συνέχεια τραχανάς κάπου, ναι, συνέχεια! Ακόμα και τώρα κάποιες φορές, μπορεί να μπαίνω σε ένα δωμάτιο, και επειδή απλώς το θυμάμαι πάντα, να νομίζω ότι μυρίζω τραχανά. Τι άλλο; Επίσης, οι γάμοι, κυρίως στο χωριό του μπαμπά, στη Λεπτοκαρυά, και το γεγονός ότι όλοι θα μαζευτούν στην εκκλησία και μετά θα πάμε όλοι μαζί στην πλατεία, και εκεί θα γίνει το γλέντι.

Α.Π.:

Γενικότερα με ποιο χωριό αισθάνεσαι περισσότερο δεμένη;

Β.Π.:

Τι να σου πω, είναι και τα δύο, πραγματικά είναι και τα δύο, γιατί είναι διαφορετικές αναμνήσεις και στα δύο. Κυρίως, στο χωριό της μαμάς, είναι το γεγονός ότι είναι η γιαγιά εκεί. Γιατί πάντα πηγαίναμε στη γιαγιά. Δηλαδή λέμε: «Πάω στη γιαγιά». Στο άλλο το χωριό, ίσως επειδή είναι και πιο μακριά και πιο δύσκολο να πας πολλές φορές, είναι η προσμονή. Και ότι θέλω να πηγαίνω, ας πούμε, κάθε φορά όταν έχει το πανηγύρι, ή για τον επιτάφιο, το Πάσχα. Ή για να πάω μία βόλτα. Νομίζω είναι και τα δύο.

Α.Π.:

Και μετά από όλα αυτά, δηλαδή, Γιάννενα, χωριά, φοιτητική[00:35:00] ζωή στα Γιάννενα, επιλέγεις, τελειώνοντας και παίρνοντας το πτυχίο σου, να φύγεις για Θεσσαλονίκη, εδώ που σε βρίσκω σήμερα. Με ποια ακριβώς λογική και για ποιον ακριβώς λόγο;

Β.Π.:

Γενικά το σκεφτόμουνα καθώς τελείωνα, και την περίοδο του κορονοϊού ειδικά, ότι θα ήθελα να δω και τη ζωή λίγο έξω από τα Γιάννενα. Πρωτίστως λόγω των προοπτικών που υπάρχουν στις άλλες περιοχές, σε άλλες πόλεις, ειδικά στη Θεσσαλονίκη που είναι και η συμπρωτεύουσα. Δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας. Και με βοήθησαν και οι συγκυρίες, λόγω του ότι η αδερφή μου άρχισε να σπουδάζει στη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησε πέρυσι, εγώ μπόρεσα να κάνω την πρακτική μου εδώ, να δω ότι γενικά μου αρέσει και σαν ζωή και το γεγονός ότι έχω πολλές προοπτικές στα εργασιακά μου. Και τελικά αποφάσισα να έρθω και να μείνω μόνιμα.

Α.Π.:

Τι σημαίνει για εσένα το ότι φεύγεις πρώτη φορά στα 22-23, ξέρω γω, από την πόλη που μεγάλωσες, έζησες, πέρασες φοιτητικά σου χρόνια, και έρχεσαι σχεδόν μόνη σου σε μια μεγάλη πόλη; Παίρνεις αυτή την πρωτοβουλία.

Β.Π.:

Ήτανε πολύ φυσική τελικά μετάβαση, λόγω του ότι ήμουνα και πριν περίπου μισό χρόνο για πρακτική εδώ. Δεν ήταν τόσο ξαφνικό. Σίγουρα υπάρχουν τα υπέρ και τα κατά: η Θεσσαλονίκη με τα Γιάννενα είναι πάρα πολύ κοντά, προφανώς, και μπορώ να πηγαίνω όποτε θέλω. Έγινε σε μια περίοδο που το χρειαζόμουνα και θα δείξει πώς θα πάει. Ποτέ δεν βγάζω από το πλάνο το ότι θα ήθελα να γυρίσω στα Γιάννενα, εκεί είναι το σπίτι μου, είναι οικογένειά μου, πάντα θα γυρίζω και θα ήθελα να γυρίσω όταν μεγαλώσω. Απλώς τώρα λόγω του ότι είμαι νέα και μου δίνεται αυτή η δυνατότητα, θέλω να δοκιμάσω και τη ζωή εκτός.

Α.Π.:

Μάλιστα. Οπότε στην ουσία αισθάνθηκες ότι θέλεις να αποκτήσεις εμπειρίες πέρα από τα όρια–

Β.Π.:

Ναι, και ίσως να δω και πώς είναι η ζωή σε μία πολύ μεγάλη πόλη. Γιατί τώρα δεν μιλάμε για διακόσιες χιλιάδες ανθρώπους. Μιλάμε για δύο εκατομμύρια σχεδόν.

Α.Π.:

Μάλιστα. Ωραία, δεν ξέρω αν έχεις να προσθέσεις κάτι; Από μένα αυτά ήτανε!

Β.Π.:

Ε, όχι, αυτό!

Α.Π.:

Ωραία! Οπότε σε ευχαριστώ πολύ!

Β.Π.:

Και εγώ ευχαριστώ!