© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι γλίτωσα»: Το επάγγελμα του ναυτικού στα καράβια και στη Ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Περάματος, οι συνθήκες εργασίας και τα εργατικά ατυχήματα

Κωδικός Ιστορίας
23215
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Παναγιώτης Περάκης (Π.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/09/2022
Ερευνητής/τρια
Ειρήνη Καραμπού (Ε.Κ.)
Ε.Κ.:

[00:00:00]Είμαστε με τον κύριο Περάκη Παναγιώτη, η ημερομηνία είναι 29 Σεπτεμβρίου 2022 στο Κερατσίνι και θα μας μιλήσει για τις εργασίες με τις οποίες έχει ασχοληθεί κυρίως ως ναυτικός και στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Περάματος. Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για εσάς;

Π.Π.:

Φυσικά, θα σας πω. Ονομάζομαι Παναγιώτης Περάκης. Δούλευα στη Ζώνη του Περάματος. Ξεκίνησα από του Σκαραμαγκά. Πήγαινα σχολείο εκεί πέρα και ταυτοχρόνως δούλευα και στο Ναυπηγείο του Σκαραμαγκά, ως ηλεκτροσυγκολλητής μαθητευόμενος. Δούλεψα τουλάχιστον τέσσερα χρόνια στον Σκαραμαγκά. Μετά έφυγα από κει, λόγω του ότι διώχνανε το προσωπικό, και ήρθα στο Πέραμα, στη Ζώνη του Περάματος. Δούλεψα σε διάφορα μαγαζιά, για κάποιο διάστημα, και σε κάποια άλλα μαγαζιά του Περάματος, μηχανουργεία και τα λοιπά. Από κει ξεκίνησα όμως να φύγω μετά, γιατί είχα βγάλει το φυλλάδιο. Όμως, λόγω ασφαλείας, είπα στην εταιρεία ότι εγώ θέλω να ξεμπαρκάρω, να φύγω. Παρόλο που ήταν συγγενής μου, μου είπε ότι εγώ είμαι επαναστάτης κι ότι χίλια δυο πράγματα. Εγώ ήμουν ανένδοτος κι έτσι έφυγα από την εταιρεία, και πήγα σε μία άλλη εταιρεία στο καράβι, σ’ ένα φορτηγό, το Golden Teneo. Το πήρα το καράβι από το Άμστερνταμ για τη Νέα Υόρκη, τη Νέα Ορλεάνη. Από κει ταξιδεύαμε και φορτώναμε ζάχαρη, καλαμπόκι, σιτάρι. Πηγαίναμε στη Λατινική Αμερική. Δηλαδή, πηγαίναμε Βραζιλία, Κολομβία, Βενεζουέλα, Χιλή και Αργεντινή. Μία χαρά ήταν όλα, ήμουν τρίτος μηχανικός. Όμως, είχα ένα συμβάν, ένα ατύχημα, ας το πούμε έτσι. Πηγαίναμε, περνάγαμε τη γέφυρα του Παναμά και πηγαίναμε για Χιλή. Είχαμε πολύ μεγάλο καιρό, πολύ καιρό. Ήταν γύρω στα 12 μποφόρ. Κατεβαίνοντας για Χιλή, στο Valparaiso, ήμουν βάρδια, ήταν κάποιος βάρδια δόκιμος ο οποίος, μετά ήμουν εγώ, ο οποίος, δεν ξέρω για ποιο λόγο, ίσως αμέλεια, ίσως έλλειψη να έχει τέτοια λογική να μην καταλαβαίνει τι έπρεπε να συμβεί. Είχε βάλει την πόρτα ασφαλείας και την είχε αφήσει ανοιχτή και είχε βάλει και τον γάντζο. Όταν έπιασα βάρδια εγώ, που ήμουν στη μηχανή, μπαίνανε τα νερά από πάνω από την πόρτα, μπαίνανε μέσα, και πέφτανε στο μηχανοστάσιο. Αναγκάστηκα να βγω στην κουβέρτα, στο κομοθέσιο, και να ανοίξω την πόρτα, να την κλείσω την πόρτα. Όμως είχαμε πολύ μεγάλο καιρό, τον είχαμε τον καιρό από δεξιά, κατεβαίνοντας τον Ειρηνικό, και δεν… είδα τα κύματα που δεν μπορούσα να προλάβω. Υπολόγιζα ότι θα προλάβω για να βγάλω να κλείσω την πόρτα. Όμως δυστυχώς δεν το υπολόγισα καλά, κι έτσι το κύμα με πήρε μαζί του, και πιάστηκα από τη σκάλα, που ανεβαίνεις στο δεύτερο deck. Κι όταν είδα ότι το κύμα, το καράβι γύρναγε στην αριστερή μεριά, τότε πήγα κι έβγαλα τον γάντζο, κι έκλεισα την πόρτα ασφαλείας. Από εκείνη τη στιγμή όμως, εγώ είχα τρομοκρατηθεί και είχα φοβηθεί, κι έτσι αναγκάστηκα να πω στον καπετάνιο και στην εταιρεία ότι μόλις φτάσουμε στο πρώτο λιμάνι, το οποίο ήταν η Νέα Υόρκη, εγώ θα ξεμπαρκάρω και θα φύγω. Έτσι ακριβώς κι έγινε. Αναγκάστηκα, επειδή είχαμε πολύ καιρό, κρύο πολύ και πάγο στη Νέα Υόρκη, είχε σπάσει ένα κολωνάκι κι αναγκάστηκα να καθίσω να το κολλήσω και να φύγω. Τη θάλασσα, από εκείνη τη στιγμή, δεν ξαναμπάρκαρα, γιατί φοβήθηκα κι έτσι αναγκάστηκα να δουλεύω στη Ζώνη του Περάματος. Υπήρχε μία εταιρεία με χρωματισμούς, ματσακονισμούς και υδροβολισμούς πλοίων, κι έγινα συνέταιρος εκεί πέρα, σε αυτήν την εταιρεία. Εκεί ήταν και το δεύτερο μου ατύχημα, που ήταν προσωπικό, ας πούμε. Κάναμε ματσακονισμό στο καράβι Άγιος Γεώργιος, και ήμουν στην πλώρη. Εκεί υπήρχε ένα συνεργείο, το οποίο κόλλαγε και είχαν κολλήσει από τη μία μεριά μια γωνιά κι από την άλλη, και είχαν βάλει μαδέρι. Μόλις τελειώσανε, πήγα εγώ να χτυπήσω αυτό το κομμάτι ματσακόνι, και μόλις τελείωσα, έσπασε η γωνιά κι έφυγα [00:05:00]μαζί με το μαδέρι κάτω στο ναυπηγείο. Ήμουν τυχερός γιατί πάνω στο μαδέρι βρήκε κάπου, κι έτσι παλαντζάρισε. Κι έτσι έπεσα μόνο εκτός σιδήρων και κάτι πέτρες που υπήρχαν εκεί πέρα, κι έτσι γλίτωσα τη ζωή. Όμως είχα σπάσει και τα δύο μου πόδια. Κι εντάξει, αυτό πέρασε, ας πούμε. Κάποια άλλη στιγμή, υπήρχε ένα άλλο ατύχημα εκεί πέρα. Βέβαια δεν συμμετείχα εγώ, ήταν κάποιος άλλος εργαζόμενος σ’ ένα άλλο ναυπηγείο. Από κει και πέρα, τα μέτρα που παίρνουν στη Ζώνη οι εργαζόμενοι είναι πολλές φορές, δεν τηρούνται λόγω γιατί θα έχουν πρόβλημα με τον εργοδότη. Ίσως γιατί βιάζονται να τελειώσουν τη δουλειά και χίλια δυο, κι έτσι είναι εις βάρος των εργαζομένων. Βέβαια και οι εργοδότες δεν τηρούν κάποια μέτρα ασφαλείας λόγω κόστους, λόγω χίλια δυο πράγματα, έτσι; Αυτά. Μέσος όρος είναι αυτά που γνωρίζω. Εγώ στη δική μου τη… μετά από αυτό το ατύχημα, έφυγα και δούλευα σαν ηλεκτροσυγκολλητής. Δούλευα την αυτόματη σε κάποια ναυπηγεία. Φτιάχναμε σκάφη, κατασκευές. Ιταλικά καράβια ήταν. Κάποια που πηγαίνουν Σαλαμίνα-Πέραμα, στην Πάτρα, στο Ρίο, και στο εξωτερικό που φεύγουν, έτσι; Κι εκεί πέρα δεν υπήρχανε μέτρα ασφαλείας, δεν υπήρχαν. Όσα λέει το κράτος, ας πούμε, και το σωματείο. Ήμασταν τουλάχιστον 50-60 άτομα που δουλεύαμε εκεί πέρα. Αυτά είναι που μπορώ να πω, ας πούμε. Δεν έχω και κάτι άλλο παρακάτω. Τώρα έχω καταθέσει για τη σύνταξη, περιμένω να μου ολοκληρωθεί, για να δούμε τι θα κάνουμε. Βέβαια, δεν ανταποκρίνεται στην εργασία που έχουμε κάνει, κι αυτά που έχουμε περάσει, κι αυτά που έχουμε ζήσει, κι αυτά που μας έχουν μείνει στην υγεία, έτσι; Αλλά τουλάχιστον, ας ξεκουραστούμε λιγάκι. Αυτά είναι που έχω να πω.

Ε.Κ.:

Ωραία να κάνω κάποιες ερωτήσεις; 

Π.Π.:

Να κάνετε, ναι.

Ε.Κ.:

Ωραία. Μου είπατε στην αρχή ότι ξεκινήσατε από τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά και πηγαίνατε και στη Σχολή του Ναυτικού. Πότε συνέβη αυτό;

Π.Π.:

Αυτό συνέβη το ‘75-‘76. Έτσι; Θέλω να πω ότι τα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά ήταν τότε του Νιάρχου, έτσι; Εκεί ήταν όλα τα μέτρα ασφαλείας που έπρεπε να έχει ένας εργαζόμενος, έτσι; Δεν υπάρχει το παραμικρό μεμπτό που μπορώ να πω τότε σ’ αυτήν την εταιρεία, του Σκαραμαγκά τα Ναυπηγεία.

Ε.Κ.:

Δηλαδή, οι συνθήκες πώς ήταν;

Π.Π.:

Οι συνθήκες ήταν άψογες. Κάθε εργαζόμενος είχε τα μέτρα προστασίας που έπρεπε να του παρέχει κάποιος οργανισμός, που έλεγε ότι… και το κράτος που βγάζει τους νόμους και λέει ότι πρέπει να υπάρχουν αυτά τα μέτρα ασφαλείας. Εκεί τα τηρούσαν όλα. 

Ε.Κ.:

Τα μέτρα ασφαλείας ποια είναι; Τι είχατε δηλαδή; 

Π.Π.:

Τα μέτρα ήταν τα μέτρα ένδυσης, έτσι; Μάσκες που έπρεπε να έχεις, οξυγόνα που έπρεπε να έχεις, γάντια, μπότες. Οι εργαζόμενοι σαν ηλεκτροσυγκολλητές, ας πούμε, έπρεπε να έχουνε ποδιές με δέρμα, μανίκι που βάζεις εδώ πέρα στο χέρι σου για να μην πέφτουν οι κάφτρες, ειδικά που είναι για το... από το γόνατο και κάτω, με δέρμα όλα, έτσι; Όλα αυτά τα παρείχαν.

Ε.Κ.:

Γενικότερα, η εργασία εκεί, οι συνθήκες εργασίας πώς ήταν; Πώς περνούσε μία ημέρα στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά; 

Π.Π.:

Εκεί έπρεπε το πρωί, έπρεπε να πάρεις όλα αυτά που έπρεπε να έχεις. Δηλαδή, ας πούμε, ηλεκτρόδια, το ματσακόνι σου, όλα τα πράγματα που θα έπρεπε να έχεις, κράνος. Όλα ακριβώς έπρεπε να τα έχεις πάρει το πρωί. Στις 10:00 υπήρχε που καθόμασταν και πίναμε καφέ. Στις 12:00 τρώγαμε, έτσι; Και σχολάγαμε στις 15:00 η ώρα. Ήταν, ούτε πίεση υπήρχε ούτε το παραμικρό που μπορούσε να δυσανασχετήσει ένας εργαζόμενος. Υπήρχαν και τα μπόνους, έτσι; Στον Σκαραμαγκά, αν τυχόν και δούλευες, και τελείωνε η δουλειά σε σύντομο χρονικό διάστημα, έπαιρνες κάποια μπόνους.

Ε.Κ.:

Εσείς πώς αποφασίσατε να πάτε στη συγκεκριμένη σχολή και να ασχοληθείτε με το[00:10:00] συγκεκριμένο επάγγελμα;

Π.Π.:

Κοιτάξτε να δείτε, εγώ πήγαινα στη Σχολή, στην Κρήτη, Εργοδηγών. Για κάποιο διάστημα, από κει και πέρα, έπρεπε να φύγω από εκεί, έτσι; Έπρεπε να φύγω από εκεί και λόγω του ότι υπήρχε μία συγγένεια με τη δεύτερή μου μητέρα. Της είπε να έρθω στην Αθήνα, να πάω στη Σχολή του Ναυτικού, με την προοπτική ότι θα πήγαινα μετά στην εταιρεία του. Με αυτό το σκεπτικό, με έφερε εδώ, και πήγαινα στη Σχολή του Ναυτικού στον Σκαραμαγκά και δούλευα και στο ναυπηγείο. Με αυτό το σκεπτικό ήρθα. 

Ε.Κ.:

Και από τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά πότε φύγατε και για ποιο λόγο;

Π.Π.:

Έφυγα το ‘80, και ο λόγος ήταν ότι τότε πουλήθηκαν τα ναυπηγεία και οι καινούριοι ιδιοκτήτες ελάττωναν το προσωπικό. Φεύγανε, έτσι; Κι έτσι αναγκάστηκα κι εγώ να φύγω.

Ε.Κ.:

Και στη συνέχεια πηγαίνετε στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη στο Πέραμα; 

Π.Π.:

Ναι, ναι, πήγαινα. Ήμουν στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Περάματος, και δούλευα σε διάφορα μαγαζιά, ας πούμε, ξυλουργεία, κάποια άλλα που έκαναν επισκευές πλοίων και τα λοιπά. Και μετά αποφάσισα να φύγω, να ταξιδέψω. Έβγαλα το φυλλάδιο κι έφυγα.

Ε.Κ.:

Οι συνθήκες εργασίας στη Ζώνη του Περάματος τότε πώς ήταν;

Π.Π.:

Εντάξει, δεν ήταν, ήταν μικρά τα μαγαζιά. Ήταν πολύ καλές. Δεν έχω παράπονο σ’ αυτά τα μαγαζιά. Ήταν μικρές δουλειές, ας πούμε, μικρά μαγαζιά τα οποία άντε να είχαν δέκα άτομα προσωπικό, πέντε άτομα. Δεν υπήρχε πρόβλημα, έτσι; 

Ε.Κ.:

Κι εκεί, ουσιαστικά, δουλεύατε συνεχώς ή είχε να κάνει με τα πλοία που μπορεί να…

Π.Π.:

Όχι, δεν ήταν συνεχώς. Μπορεί να δούλευα κάνα 1-2 μήνες στο ένα ναυπηγείο, στο ένα μαγαζί, μετά στο άλλο. Δεν ήταν μόνιμη δουλειά και γι' αυτό κι έτσι αποφάσισα κι έβγαλα το φυλλάδιο να μπαρκάρω.

Ε.Κ.:

Και το πρώτο πλοίο με το οποίο ταξιδέψατε, ήτανε-

Π.Π.:

Ναι, κουβαλάγαμε πετρέλαιο. Λιβύη κι εδώ στον Ασπρόπυργο.

Ε.Κ.:

Εκεί πόσα άτομα εργάζονταν;

Π.Π.:

Στο καράβι; Ήταν γύρω στα 15 άτομα.

Ε.Κ.:

Και το ταξίδι, πόσο διήρκησε η εργασία σας εκεί;

Π.Π.:

Εκεί δεν έκατσα πολύ, γιατί είχα κάποια κόντρα με τον καπετάνιο κι έφυγα, σε 9 μέρες έφυγα. Βέβαια, έφυγα από κει και μετά με στείλανε σε άλλο καράβι της εταιρείας, έτσι;

Ε.Κ.:

Η κόντρα αφορούσε τη δουλειά;

Π.Π.:

Ναι, αφορούσε τη δουλειά. Αφορούσε τη δουλειά. Με τον καπετάνιο είχα μία κόντρα, γιατί ήθελε συνέχεια να δουλεύω, να ήμουν και υπερωρίες και να αυτό. Δεν μπορούσες να είσαι και βάρδια και να δουλεύεις συνέχεια. Δηλαδή, την πλήρωνα εγώ τη νύφη, έτσι; 

Ε.Κ.:

Και στο επόμενο πλοίο που πήγατε, τι ακριβώς είπαμε ότι κουβαλούσε; 

Π.Π.:

Το πλοίο κουβαλούσε πετρέλαιο από τη Γιουγκοσλαβία, τότε ήταν ενωμένη η Γιουγκοσλαβία, έτσι; Από το... δεν θυμάμαι τώρα πώς λεγόταν το μέρος εκεί. Κουβαλάγαμε πετρέλαιο για τη Θεσσαλονίκη. «Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να κάτσω εγώ στο καράβι. Εγώ θέλω να φύγω». Κι έτσι έφυγα.

Ε.Κ.:

Φύγατε αμέσως;

Π.Π.:

Μόλις ήρθα εδώ στη… ναι, από τη Θεσσαλονίκη έφυγα. Μόλις γυρίσαμε και ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη, έφυγα. 

Ε.Κ.:

Εκεί, τι ακριβώς κάνατε; Στο συγκεκριμένο πλοίο; 

Π.Π.:

Στο συγκεκριμένο ήμουν δόκιμος. Δόκιμος μηχανικός.

Ε.Κ.:

Μία μέρα δουλειάς πώς εξελισσόταν; Τι ακριβώς κάνατε; 

Π.Π.:

Κοίταξε, είχαμε τετράωρες βάρδιες, μία το πρωί και μία το βράδυ. Και στα ενδιάμεσα, μέχρι τις 15:00 ας πούμε, γιατί καθόμασταν 13:00 και τρώγαμε, δουλεύαμε. Απαγορευόταν βέβαια να δουλεύεις στην κουβέρτα ματσακόνι και τέτοια, γιατί κουβαλάγαμε φορτίο εύφλεκτο, έτσι; Κάναμε διάφορες άλλες δουλειές, οι οποίες ήταν συντήρησης, ας πούμε, βαψίματα, κάτι τέτοια πράγματα. 

Ε.Κ.:

Και στη συνέχεια πηγαίνετε στην εταιρεία του Λιγνού;

Π.Π.:

Ναι, μετά έφυγα κι έφυγα μετά από κάποιο διάστημα, που μεσολάβησε κάποιος που είχα δώσει εγώ αίμα και ήταν αστυνομικός και με βοήθησε, και πήγα στην εταιρεία του Λιγνού. Αυτή η εταιρεία ήταν, είχε έδρα στην Αμερική νομίζω, ή στην Αγγλία πρέπει να είχε. Είχε βέβαια και στον Πειραιά. Και πήγα και πήρα το καράβι από την Ολλανδία, από το Ρότερνταμ. Κουβαλάγαμε, ήταν φορτηγό και κουβαλάγαμε σιτηρά, ζάχαρη, τέτοια πράγματα, καλαμπόκια. Για Νέα Ορλεάνη πήγαμε. Όχι, πρώτα πήγαμε στη Γαλλία, στο Ρουέν, και μετά πήγαμε[00:15:00] Νέα Ορλεάνη. 

Ε.Κ.:

Εκεί πόσο καιρό μείνατε;

Π.Π.:

Εκεί έμεινα έναν χρόνο. 

Ε.Κ.:

Πόσα άτομα δούλευαν στο πλοίο; 

Π.Π.:

Στο πλοίο ήταν γύρω στα 20 άτομα. 

Ε.Κ.:

Και οι σχέσεις μεταξύ σας; Μεταξύ του πληρώματος;

Π.Π.:

Οι σχέσεις ήταν πολύ καλές. Υπήρχαν και αλλοδαποί, δεν ήταν μόνο Έλληνες. Ήταν, ας πούμε, τα ανώτερα πληρώματα ήταν Έλληνες, τα υπόλοιπα ήταν αλλοδαποί, ήταν.

Ε.Κ.:

Και μία μέρα πώς περνούσε;

Π.Π.:

Εκεί πέρα η ημέρα κάναμε, κάναμε πάλι βάρδιες, ξέρω γω. Εγώ μετά, αυτό το διάστημα που δεν είχα βάρδια και άλλοι που δεν είχαν, κάναμε συντήρηση μέσα στο μηχανοστάσιο, διάφορες εργασίες, τέτοια πράγματα, έτσι;

Ε.Κ.:

Στα λιμάνια που σταματούσατε, βγαίνατε;

Π.Π.:

Ναι, βγαίναμε εκεί πέρα, γιατί ήταν φορτηγό. Καθόμασταν καμιά εβδομάδα σε κάθε λιμάνι. Μπορεί να καθόμασταν και περισσότερο. Δηλαδή, ας πούμε, στη Βραζιλία πηγαίναμε απ’ το ένα, απ’ το Salvador Bahia πηγαίναμε στο Maceió, στο Recife. Κάναμε αυτά τα ταξίδια μέσα στη Βραζιλία. Καθόμασταν, βέβαια, καμιά εβδομάδα και παραπάνω μπορεί να κάτσαμε. 

Ε.Κ.:

Και τις μέρες αυτές που ήσασταν στο λιμάνι, τι ακριβώς κάνατε; 

Π.Π.:

Κάναμε επισκευές πάνω στο σκάφος, ας πούμε, και μετά σχολάγαμε. Άλλος έφευγε, έβγαινε έξω κι ερχόταν το πρωί. Είχαμε έναν καπετάνιο, ο οποίος ήταν υπέροχος καπετάνιος, πολύ καλός καπετάνιος. Και αυτό το διάστημα που είχαμε αυτόν τον καιρό, το πήγαινε το πλοίο με ασφάλεια. Ήξερε τη δουλειά του δηλαδή, έτσι; Και δεν υπήρχε το παραμικρό. Δηλαδή, εγώ είχα τύχει και μεγαλύτερα μποφόρ, έτσι; Αφού να φανταστείς, είχα πέσει από το κρεβάτι από πάνω, είχα πέσει κάτω, γιατί είχε γείρει έτσι το καράβι. Είχαμε πολύ γερούς, είχαμε συναντήσει πολλούς δυνατούς καιρούς. Αλλά ο καπετάνιος ήταν υπέροχος. Ήταν πολύ καλός.

Ε.Κ.:

Εσείς τη στιγμή που είχατε πιαστεί από τη σκάλα, από την κουπαστή, τι βλέπατε να συμβαίνει γύρω σας;

Π.Π.:

Κοίταξε να δεις, αυτό που έβλεπα ήταν ότι μπαίνανε στο μυαλό μου διάφορα. Ότι είχα βγει τη θάλασσα μέσα, ότι με είχαν πάει τα ψάρια. Έβλεπα ένα μαύρο σκοτάδι, δεν υπήρχε τίποτα να δεις. Δεν υπήρχε τίποτα. Έβλεπες σαν μία χαράδρα, τουλάχιστον 100 μέτρα να έρχεται έτσι, και να έχει ένα κενό, ας πούμε, κι ένα μικρό καραβάκι, μία παντόφλα να είναι εκεί πάνω και να παίζει, έτσι; Κι εσύ να προσπαθείς να σωθείς, γιατί σκεφτόμουν διάφορα πράγματα στην Ελλάδα. Σκεφτόμουν τους ανθρώπους εδώ πέρα, τους δικούς μου. Όλα αυτά μου ερχόντουσαν στο μυαλό μου, εκείνη τη στιγμή, και προσπαθούσα και έλεγα «Βοήθησέ με, Άγιε Νικόλα, να σωθώ». Γι' αυτό είχα τόσο πολλή δύναμη και κρατιόμουν, έτσι; 

Ε.Κ.:

Το ατύχημα αυτό έγινε μέρα ή βράδυ;

Π.Π.:

Βράδυ, 1:00 η ώρα. 1:00 η ώρα, δεν υπήρχε τίποτα. Σκοτάδια. Δεν έβλεπες τίποτα. Χάος. 

Ε.Κ.:

Τη στιγμή που είπατε στον καπετάνιο ότι θέλετε να φύγετε από το πλοίο τη θυμάστε;

Π.Π.:

Ναι, το θυμάμαι γιατί εκείνο το διάστημα, εκείνη τη στιγμή, μετά από λίγο που λίγο να συνέλθω λιγάκι, έτσι, που μίλησα με τον καπετάνιο, του είπα ότι «Εγώ, καπετάνιε μου, μόλις φτάσουμε στη Νέα Υόρκη, θα φύγω. Δεν μπορώ να ξαναζήσω κάτι τέτοιο. Φοβάμαι» του λέω. «Δεν μπορώ να είμαι εδώ πέρα, για να υπάρχει αυτός ο φόβος, γιατί μπορεί να κάνω και ζημιά, έτσι; Λοιπόν, θέλω να φύγω και δεν ξαναμπαρκάρω, πολύ απλά, του λέω, δεν είναι ότι θα φύγω από το καράβι, δεν θα ξαναμπαρκάρω». Και μου λέει «Σε κατανοώ απόλυτα. Τουλάχιστον, μου λέει -γιατί αυτό έγινε, όταν φτάσαμε στη Νέα Υόρκη που του είπα θέλω να φύγω τώρα, και μου λέει- κάθισε λιγάκι, 2-3 μέρες, να κολλήσεις αυτά που είχαν σπάσει και μετά θα φύγεις». 

Ε.Κ.:

Το ταξίδι της επιστροφής από τη Νέα Υόρκη;

Π.Π.:

Το ταξίδι ήταν με το αεροπλάνο, είχα έρθει απευθείας στο Ελληνικό. Ήταν μεγάλο. Ήταν ανακούφιση δηλαδή, μπορώ να σου πω, έτσι; Γιατί λέω, εντάξει, τώρα σώθηκα οριστικά. Γιατί ακόμα και που ήμουν στην Αμερική, φοβόμουν. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμη ότι γλίτωσα, έτσι;

Ε.Κ.:

Στο πρώτο σας ταξίδι, την πρώτη φορά που μπήκατε σε πλοίο για να εργαστείτε, πήρατε κάτι μαζί σας από εδώ; 

Π.Π.:

Όχι, δεν ήθελα να πάρω, γιατί κάθε δύο μέρες ερχόμουν εδώ πέρα. Όχι, δεν είχα πάρει κάτι.

Ε.Κ.:

Και επιστρέφοντας[00:20:00] πίσω ξεκινάτε να εργάζεστε στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Περάματος;

Π.Π.:

Ναι, ναι. 

Ε.Κ.:

Εκεί μου είπατε ότι αρχικά είχατε εσείς κάποια… ήσασταν συνέταιρος σε κάποια εταιρεία;

Π.Π.:

Ναι, ήμουν σε μία εταιρεία που κάναμε χρωματισμούς, ματσακονισμούς, υδροβολισμούς πλοίων. 

Ε.Κ.:

Θέλετε λίγο να μας πείτε τι είναι ο ματσακονισμός και ο υδροβολισμός; 

Π.Π.:

Ο υδροβολισμός είναι με πίεση το νερό που χτυπάει πάνω στη λαμαρίνα, και βγάζει το χρώμα ή τη σκουριά, και ο ματσακονισμός είναι ένα ματσακόνι το οποίο δουλεύει με αέρα που έχει μπροστά έναν πύρο, και χτυπάει την μπογιά και τη βγάζει ή τη σκουριά. Αλλά αυτό χρειάζεται χρόνο, και γι’ αυτό βγάλανε μετά τις υδροβολές και τις αμμοβολές, που είναι πιο γρήγορα. 

Ε.Κ.:

Αυτήν την εταιρεία για πόσο καιρό την είχατε; Πόσο καιρό λειτούργησε;

Π.Π.:

Λειτούργησε τουλάχιστον 30 χρόνια. Και τώρα υπάρχει δηλαδή. Εγώ έχω φύγει και πήγα μετά ηλεκτροσυγκολλητής. 

Ε.Κ.:

Πόσα άτομα απασχολούσατε;

Π.Π.:

Εκεί ήμασταν τέσσερις συνέταιροι, και παίρναμε βέβαια και άλλους εργαζόμενους, αλλά οι μόνιμοι που ήμασταν εμείς, ήμασταν τέσσερα άτομα. 

Ε.Κ.:

Εκεί μία μέρα στη δουλειά πώς ήταν; Τι ακριβώς κάνατε; Πώς περνούσε η μέρα σας, η καθημερινότητα;

Π.Π.:

Κοίταξε, αν τυχόν κι έβγαινε κάποιο σκάφος, θα έπρεπε, κατά πρώτον, επειδή έβγαιναν και ήταν βρώμικα, και είχαν κάποιες... στρειδώνες που λέγονται, έτσι; Ή φύκια και τέτοια πράγματα. Έπρεπε να τα ξύσεις, και μύδια υπήρχαν. Έπρεπε να τα ξύσεις, μετά να του κάνεις υδροβολισμό, πλύσιμο να φύγουν όλα αυτά, και μετά ν’ αρχίσεις να βάφεις. Αυτό ήταν. Αυτό, βέβαια, δεν γινόταν σε μία μέρα. Γινόταν σε δύο-τρεις μέρες, τέσσερις, ανάλογα. 

Ε.Κ.:

Δηλαδή, συνολικά πόσο διαρκούσε η δουλειά;

Π.Π.:

Κοίταξε, αυτό δεν ήταν απόλυτο. Ήταν κάθε φορά που έβγαινε ένα καράβι. Δεν μπορούσαμε να έχουμε κάθε μέρα δουλειά. Δηλαδή, ας πούμε, βγαίνανε τα καράβια στο ναυπηγείο κι έπρεπε να τελειώσει το ένα καράβι, γιατί το ναυπηγείο έπαιρνε τέσσερα καράβια. Αν ήταν γεμάτο, είχαμε τέσσερα καράβια και τα δουλεύαμε, έτσι; Έπρεπε να πέσει ένα, για να βγει άλλο. Η περισσότερη δουλειά ήταν, ξέρεις, ήταν από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Φεβρουάριο-Μάρτιο. Αυτοί οι μήνες ήταν που ήταν γεμάτοι, ας πούμε.

Ε.Κ.:

Υπήρχαν σταθερές συνεργασίες με συγκεκριμένες εταιρείες ή γενικότερα;

Π.Π.:

Ναι, υπήρχαν όλες οι εταιρείες υπήρχαν. Του Βαρδινογιάννη, του Μαμιδάκη, του Μελισσανίδη, υπήρχαν πολλές εταιρείες. Όλες αυτές τις εταιρείες τις έχουμε δουλέψει.

Ε.Κ.:

Στο δεύτερο ατύχημα που περιγράψατε, που πέσατε από τη σκαλωσιά, ήσασταν μόνος σας στη σκαλωσιά;

Π.Π.:

Ναι, μόνος μου ήμουν. Μόνος μου. Μόνος μου και το ατύχημα αυτό ήταν... τουλάχιστον, έκατσα τρεις μήνες με τον γύψο. 

Ε.Κ.:

Οι υπόλοιποι όταν σας είδαν να πέφτετε, τι έκαναν; Πώς αντέδρασαν;

Π.Π.:

Κοίταξε, όταν έπεσα κάτω, αυτό που θυμάμαι ήταν ότι ήρθαν από πάνω μου και μου λέγανε «Είσαι καλά; Είσαι καλά;» και τους λέω «Εντάξει, καλά είμαι. Δεν έχω τίποτα». Και μετά, αυτό που θυμάμαι είναι ότι σηκώθηκα και τουλάχιστον πήγα γύρω στα 10 μέτρα, κι εκεί λιποθύμησα. Και με πήραν μετά, και με πήγανε στο Κρατικό. Αυτό που θυμάμαι, δηλαδή, έτσι; Θυμάμαι μέχρι που πήγα στα 10 μέτρα, και μετά λιποθύμησα, και μετά στο Κρατικό.

Ε.Κ.:

Από το Κρατικό όταν συνήλθατε, τι θυμόσαστε; Από το νοσοκομείο;

Π.Π.:

Ήταν ένα χαρακτηριστικό που είχα πει στον γιατρό και του λέω «Μου έβαλες τον γύψο μέχρι πάνω. Τώρα πώς θα φύγω, γιατρέ; Με τι θα φύγω; Με το σλιπάκι;». Μου λέει «Να κόψεις το παντελόνι» μου λέει. Αυτό που θυμάμαι, έτσι; Για να γελάσουμε λίγο. 

Ε.Κ.:

Και μετά επιστρέψατε πάλι, αφού αναρρώσατε, επιστρέψατε πάλι στην ίδια δουλειά; 

Π.Π.:

Ναι, στην ίδια. Ναι. Βέβαια, μετά, δεν υπήρχαν τα ματσακόνια, έτσι; Υπήρχαν οι υδροβολές και τέτοια πράγματα. Δεν χρειαζόταν ν’ ανέβω στη σκαλωσιά. 

Ε.Κ.:

Αυτό πότε αλλάζει;

Π.Π.:

Μετά είχαμε πάρει, ξέρεις. Είναι κάποια μηχανήματα που λέγονται gear picker, που είναι με καλάθι κι έχει βελόνι κι ανοίγει κι ανεβαίνεις πάνω. Και είσαι μέσα εκεί, γύρω-γύρω είναι κλειστό. Δεν μπορείς, έχει κάγκελα. Αυτό έγινε [00:25:00]το ‘90, το ‘88 περίπου. Από εκεί και πέρα, δεν υπήρχαν τα ματσακόνια. Το ‘90, κάπου εκεί είχαμε τα gear picker και τις υδροβολές, ας πούμε.

Ε.Κ.:

Από τότε που αλλάζουν οι τεχνολογίες κι έρχονται εξελιγμένα μηχανήματα, αλλάζουν οι συνθήκες εργασίας στα ναυπηγεία; 

Π.Π.:

Ναι, σε ορισμένα είχαν αλλάξει. Σ’ αυτό που συνεργαζόμασταν εμείς, στη Megatechnica, που τυχαίνει να ήταν και κουμπάρος μου αυτός που είχε το ναυπηγείο, έχει βαφτίσει την κόρη μου, ήταν όλες οι συνθήκες που πρέπει να έχει ένας εργαζόμενος και μια εταιρεία. Έτσι; Δεν υπήρχε το παραμικρό που να μπορέσεις να πεις ότι… Βέβαια, υπήρχαν κι άλλες εταιρείες, όπως ήταν του Μαζωνάκη, κι άλλες εταιρείες που έπαιρναν όλα τα μέτρα ασφαλείας και οι συνθήκες ήταν άψογες.

Ε.Κ.:

Τα μέτρα ασφαλείας είχαν αλλάξει σε σχέση με αυτά που μας αναφέρατε στην αρχή; Μιλάμε τώρα για τη δεκαετία του ‘90.

Π.Π.:

Ναι, είχαν αλλάξει. Είχαν αλλάξει, είχαν άλλα μηχανήματα, πιο ασφαλή, έτσι; Οι συνθήκες για να δουλέψεις ήταν ασφαλείας, ας πούμε. Δεν κινδύνευε η ζωή σου να κρέμεσαι. Έτσι; Να είσαι πάνω σε μαδέρια, σε σκαλωσιές. Υπήρχε το μηχάνημα, σε ανέβαζε μέχρι εκεί πάνω, ας πούμε, και δούλευες άψογα και ασφαλής.

Ε.Κ.:

Η οικονομική κρίση επηρέασε τη Ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη;

Π.Π.:

Πάρα πολύ. Πάρα πολύ. Δεν έρχονταν τα σκάφη, φεύγανε. Ακόμη και τώρα που έγινε με τον κορονοϊό, και πάλι υπήρχε πρόβλημα. Επιδεινώθηκε η κατάσταση, παρόλο που πήγαινε να ανακάμψει η ζώνη, έτσι; Επιδεινώθηκε. Αλλά τώρα πιστεύω ότι αρχίζει σιγά-σιγά να στρώνει. Να έχει ανακάμψει, γιατί βλέπω ότι υπάρχουν δουλειές. Αλλά με την οικονομική κρίση, είχε… ας πούμε ήταν στο 100% τότε. Είχε φτάσει στο 50%. Είχε πέσει πάρα πολύ.

Ε.Κ.:

Εσείς βιώσατε κάποιες αλλαγές εκεί; Δηλαδή, τι είδατε ν’ αλλάζει;

Π.Π.:

Καταρχάς, δεν έρχονταν σκάφη για δουλειά, για επισκευή, έτσι; Φεύγανε, πήγαιναν στην Τουρκία, γιατί εδώ υπήρχαν, είχαμε capital control, υπήρχαν χίλια δυο πράγματα. Δεν ήταν οι συνθήκες έτσι, για να έρθουν τα σκάφη εδώ πέρα. Οι εφοπλιστές τα παίρνανε και τα πηγαίνανε στο εξωτερικό.

Ε.Κ.:

Υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας, σε σχέση με την εμπειρία σας;

Π.Π.:

Τι άλλο; Δεν έχω και κάτι άλλο να πω. Εντάξει, έχουν γίνει πάρα πολλά ατυχήματα στο Πέραμα, στη Ζώνη και πιο παλιά είχαν γίνει κάποια άλλα ατυχήματα, στα οποία είχαν σκοτωθεί τουλάχιστον καμιά 20αριά άτομα, 15. Αυτοί οι δηλωμένοι που έχουν σκοτωθεί βέβαια, μπορεί να ήταν 5-6 άτομα, αλλά ήταν κι άλλοι οι οποίοι τους έφαγε το σκοτάδι. Δεν είχα πάει εκεί μέσα ακριβώς, αλλά είχα δει το σκάφος που είχε γίνει μέσα στη Ζώνη, που είχε γίνει η έκρηξη. Το συζητάγαμε και το λέγαμε, ας πούμε. Δεν είχα πάει τότε εγώ εκεί να τα έχω δει, ας πούμε.

Ε.Κ.:

Όταν λέτε ότι κάποιος τους έφαγε το μαύρο σκοτάδι, υπήρχε κάποιο ζήτημα με την ασφάλιση; 

Π.Π.:

Ήταν αλλοδαποί, ξένοι, μαύροι ήταν, οι οποίοι χάθηκαν στο σκοτάδι. Εκεί πέρα μέσα στη θάλασσα, διάλυσαν. Κάηκαν, έγιναν κομμάτια. Πού να τους βρει κανείς;

Ε.Κ.:

Εννοείται ότι αγνοούνται. Οι συνθήκες ασφάλισης στα ναυπηγεία;

Π.Π.:

Οι συνθήκες είναι πολύ καλές, ειδικά εκεί που είναι τώρα η Cosco, γιατί είναι η Cosco, έτσι; Και στα ναυπηγεία, εκεί στα ναυπηγεία μπορώ να πω ότι είναι ασφαλείς όλοι. Οι μικροί εργολάβοι είναι που δεν τηρούν τα μέτρα προστασίας.

Ε.Κ.:

Ναι, εννοώ η ασφάλιση. Αν οι εργαζόμενοι είναι αδήλωτοι, αν έχετε αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα σε σχέση με τη νομιμότητα. 

Π.Π.:

Πιο παλιά υπήρχε αδήλωτη εργασία, γιατί χρηματίζονταν, έτσι; Χρηματίζονταν οι αρχές. Τώρα είναι κάπως δύσκολο γιατί κατά πρώτον θα πρέπει να βγάλεις άδεια. Αλλιώς, δεν θα μπορείς να μπεις σε κάποιο ναυπηγείο να δουλέψεις. Και ειδικά μέσα στη Ζώνη, δεν μπορείς να μπεις τώρα, αυτήν τη στιγμή. Πρέπει να έχεις άδεια, να έχεις ταυτότητα και χίλια δυο πράγματα. Δεν μπορείς να μπεις έτσι. Άρα έχει εξαλειφθεί αυτό το πράγμα της μαύρης εργασίας κατά 99%. 

Ε.Κ.:

Την τελευταία μέρα στα ναυπηγεία ως εργαζόμενος τη θυμόσαστε;

Π.Π.:

Η τελευταία μέρα [00:30:00]ήταν πριν από ένα χρόνο που τελείωσε η δουλειά. Τελείωσε η δουλειά και αναγκάστηκα να πάω να καταθέσω.

Ε.Κ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Π.Π.:

Να είσαι καλά. Κι εγώ ευχαριστώ.