Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Ένα αγόρι που μεγάλωσε στη γειτονιά του Αγίου Ανδρέα στα Κάτω Πατήσια του '70, μιλάει για την Εξέγερση του Πολυτεχνείου
Ενότητα 1
Παιδικές αναμνήσεις, σχολείο και οικογένεια
00:00:00 - 00:29:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Θα μου πείτε το όνομά σας; Νίκος Θεοδώρου, του Μιχαήλ. Είναι 20 Αυγούστου του 2022. Εγώ είμαι η Καραΐσκου Παρασκευή, Ερευνήτρ…εφτά και αγόρασα ένα αυτοκίνητο. Το πρώτο Mini Cooper. Το πρώτο Mini Cooper. Μουσταρδί με μαύρο ουρανό. Τελείωσε αυτό. Μετά τι άλλο κάναμε;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου
00:29:18 - 00:56:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μετά άρχισε να γίνεται το εξής θέμα. Είχε πλέον ξεκινήσει το Πολυτεχνείο, εντάξει; Είχε αρχίσει να γίνεται το Πολυτεχνείο. Εγώ είχα περάσει …ου φάνηκε πολύ δομημένη η σκέψη σας. Άμα δεν είναι κάτι, πες μου να το διορθώσουμε. Φυσικά. Ευχαριστούμε πάρα πολύ! Να είσαι καλά Βιβάκι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα. Θα μου πείτε το όνομά σας;
Νίκος Θεοδώρου, του Μιχαήλ.
Είναι 20 Αυγούστου του 2022. Εγώ είμαι η Καραΐσκου Παρασκευή, Ερευνήτρια στο Istorima. Βρισκόμαστε στη Λήμνο, της Χίου–
Της Βολισσού.
Της Βολισσού, της Χίου! Και πάμε κύριε Νίκο, σιγά-σιγά να ξεκινήσουμε. Θα μου πείτε λίγα πράγματα για τη ζωή σας;
Να σας πω. Λοιπόν, εγώ γεννήθηκα το 1954. Δηλαδή είμαι 67 χρονών, 68 αυτή τη στιγμή. Και ετοιμαζόμαστε να σας πω τη μία περίοδο της ζωής μου που ξεκινάει και τη θυμάμαι καλά, όταν ήμουνα 10-12 χρονών και κατοικούσαμε, είχαμε μια μονοκατοικία στα Κάτω Πατήσια. Όταν λέμε Κάτω Πατήσια, επειδή εμπλέκεται πολύ σε πολλές συνοικίες, μιλάμε για τη συνοικία του Αγίου Αντρέα που είναι κάτω από την Αχαρνών –γιατί υπάρχει και Άγιος Αντρέας πάνω από την Αχαρνών, κάτω από την Αχαρνών. Στην οδό Γιάνναρη ήταν η εκκλησία. Και η διεύθυνση η δική μας ήταν Σφακιανάκη και Γιάνναρη. Δηλαδή ήμαστε ακριβώς απέναντι από την εκκλησία. Σφακιανάκη 20. Εκεί περάσαμε πολύ ωραία παιδικά χρόνια. Υπήρξανε γειτονόπουλα πολλά. Δηλαδή είχαμε πλέον στενές σχέσεις με τους γείτονες και τα παιδιά. Και πηγαίναμε, υπήρχε μόνο ένα σχολείο το 8ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, το οποίο περιείχε μέσα και το 9ο Γυμνάσιο Θηλέων. Γιατί δεν υπήρχε το Λύκειο. Υπήρχε μόνο Γυμνάσιο τότε. Λοιπόν, το Λύκειο έγινε μάλλον προς το τέλος. Δηλαδή στην έκτη Γυμνασίου που λέγαμε εμείς, μπορεί να ιδρύθηκε το Λύκειο. Δε θυμάμαι ακριβώς για να σας πω. Λοιπόν, τώρα πηγαίναμε εκεί όλα τα παιδιά. Πηγαίναμε τρεις μέρες πρωί, τρεις μέρες απόγευμα, γιατί υπήρχαν και άλλα σχολεία. Και υπήρχαν μέσα σε αυτό το σχολείο δύο Δημοτικά. Το 22ο και το 23ο Δημοτικό σχολείο, που εκεί πέρα πήγαμε κιόλας. Τελειώσαμε λοιπόν με τις σπουδές τις σχολικές. Πάμε τώρα να δούμε πώς περνάγαμε εκεί πέρα εμείς. Λοιπόν, όπως σας είπα είχαμε πολλούς φίλους. Υπήρχαν δε και άχτιστα σπίτια –σήμερα δεν υπάρχει και ίχνος οικοπέδου εκεί πέρα– υπήρχαν άχτιστα σπίτια, τα οποία, σε δύο-τρία χωράφια, ερχόταν ο Δήμος Αθηναίων, έστηνε πανί και μας έκανε προβολή στους κατοίκους, τσάμπα! Δηλαδή να δούμε μια ταινία. Αυτό ήταν πολύ καλό και μου θυμίζει και άλλα πράγματα. Δηλαδή τι μου θυμίζει; Εμείς τότε ήμαστε ζιζάνια. Και τι κάναμε; Είχαμε φτιάξει σφεντόνες και πηγαίναμε και παίρναμε δίπροκα και την ώρα που έδειχνε –νύχτα–, εστίαζε το φως στο πανί, αμολάγαμε τα δίπροκα και τα έβλεπες, πήγαιναν και καρφωνόντουσαν στο πανί. Όπου έχω και –για να δείτε τι καλά παιδιά ήμαστε–, είχαμε έναν στην παρέα ο οποίος ήταν κουτσός, ο Βαγγελάκης. Και ο οποίος του είχαν πάρει οι γονείς του ποδήλατο για εξάσκηση στο πόδι του, για φυσιοθεραπεία. Εκεί που ήταν το οικόπεδο, που γινότανε η τέτοια, η προβολή, ήταν στη μία άκρη του δρόμου. Και στην άλλη άκρη του δρόμου, υπήρχε ένα χρωματοπωλείο. Υπήρχε ένα χρωματοπωλείο, το οποίο πουλούσε τα δίπροκα. Μου λέει ο Βαγγελάκης εμένανε: «Νίκο, πάρε το ποδήλατο ναα πας να φέρεις δίπροκα». Παίρνω εγώ το ποδήλατο, ψωνίζω τα δίπροκα και άρχιζα να κατεβαίνω το δρόμο να πάω στο χωράφι που θα γινόταν η προβολή. Ε, πήγαινα και λίγο χωρίς χέρια το τιμόνι. Εκεί, ξαφνικά στη μέση του δρόμου, εκεί που ήταν το χωράφι, ήταν μια γυναίκα με ένα μωρό. Το ποδήλατο είχε και κλάξον, «μπιπ, μπιπ, μπιπ», η γυναίκα στεκόταν στη μέση. Πιάνω το τιμόνι, φρενάρω, αλλά εκεί υπήρχαν και χώματα από το χωράφι. Ε[00:05:00]νώ ήταν άσφαλτος ο δρόμος, είχανε πέσει χώματα. Σφαλτσάρει η ρόδα, γυρνάει, ρίχνει μία στη γιαγιά, κάτω η γιαγιά με το μωρό! Σηκώθηκα εγώ, είχα χτυπήσει λίγο τα χέρια μου. Πήγα στο μπακάλικο, μου βάλανε λίγο οινόπνευμα, είδαμε την προβολή. Την άλλη μέρα το πρωί «ντρουν» το κουδούνι... Πρέπει να σας πω ότι είχε πεθάνει ο πατέρας μου δύο χρόνια πιο πριν, εκεί το ’61, η μάνα μου φορούσε μαύρα ακόμα. Χτυπάει το κουδούνι. Αστυνομία. Τι είχε γίνει; Επειδή παρευρίσκοντο πάντα αστυνομία λόγω της προβολής, έκανε καταγραφή του συμβάντος. Είπανε λοιπόν, κάποιος ότι ήμουνα εγώ και ήρθανε εκεί. Και μας επέδωσαν δικάσιμο. Και βρέθηκα μετά από τρεις-τέσσερις μήνες σε δικαστήριο ανηλίκων στην οδό Σωκράτους. Στο κέντρο της Αθήνας. Είναι παράλληλος της 3ης Σεπτεμβρίου η Σωκράτους. Πήγαμε εκεί πέρα. Ο άνθρωπος ο οποίος ήτανε που είχε το παιδάκι ούτε ζητάνε τίποτα ο άνθρωπος. Δεν είχε πάθει και τίποτα το παιδί. Αλλά είχε γίνει αυτεπάγγελτα από την Αστυνομία η κλήση. Εν πάση περιπτώσει «Αθώος ο Κατηγορούμενος». Και θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά ότι από κάτω είχε ένα γαλακτομπουρεκάδικο και μου πήρανε δύο γαλακτομπούρεκα για να μην μου δημιουργήσει τραύμα, ας πούμε, αυτό το πράγμα και να φάω.
Συνεχίζουμε.
Λοιπόν, ένας άλλος που πρέπει να ειπωθεί εδώ είναι το πως διασκεδάζαμε σα παιδιά εμείς εκεί, διότι δεν υπήρχανε... Αφού είδατε που πριν που σας διηγήθηκα, υπήρχε ένα ποδήλατο όλο κι όλο στην παρέα. Εμείς κάναμε αυτοσχέδια παιχνίδια. Το πρώτο ήταν το «ξυλίκι». Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε το ξυλίκι. Το ξυλίκι είναι ένα... Είχες ένα μπαστούνι από ξύλο και είχες και ένα μικρό ξύλο τόσο που είχε στις δύο άκρες του –εμείς το είχαμε ξύσει– και ήταν έτσι μυτερό. Το πετάγαμε αυτό, παίρναμε το ξυλίκι, το ξύλο το μεγάλο, το χτυπάγαμε στην άκρη, πεταγόταν αυτό απάνω και του δίναμε μία με το ξύλο και όποιος πήγαινε πιο μακριά κέρδιζε. Δεν ξέρω αν το κατάλαβες. Λοιπόν, ξύλο. Εντάξει; Ξύλο μεγάλο, τόσο. Χοντρό, έτσι να το πιάνεις. Και ξυλάκι τόσο. Το ξυλάκι αυτό το κόβαμε αριστερά και δεξιά με μαχαίρι και το κάναμε μυτερό. Το στήναμε, έπαιρνες φόρα, «τακ» το χτύπαγες στην άκρη, αυτό πεταγόταν απάνω και εσύ με την ξυλάρα του έδινες μία, όσο μακριά πήγαινε.
Χτύπαγες δηλαδή το μικρό ξυλάκι.
Ναι, το μικρό ξυλάκι με το μεγάλο, την ξυλάρα που λέω εγώ. Και όποιο πήγαινε πιο πέρα, ήταν ο νικητής αυτός. Ένα άλλο παιχνίδι που παίζαμε πολύ συχνά ήτανε «γκαζές». Γκαζές ξέρετε εσείς τώρα τι ήτανε; Γκαζές είναι κάτι στρογγυλά τόσα, μικρά-μικρά, στρογγυλά από γυαλί. Και στήναμε τις γκαζές και είχαμε τη μία τη δικιά μας και προσπαθούσαμε να χτυπήσουμε αυτές που στήναμε. Αν χτύπαγες την απάνω-απάνω έπαιρνε όλες τις από κάτω. Αν χτύπαγες την κάτω, έπαιρνες τη μία μόνο. Θα σε δείξω και αυτό να το καταλάβεις. Δεν έχω εδώ καμιά γκαζά. Είχα κάπου. Οι γκαζές λοιπόν, θα σου πω τι είναι. Υπήρχανε, τις αγοράζαμε αυτές, κάτι, πώς να σου πω; Σαν τι να πούμε τώρα; Σαν μέγεθος τέσσερα-πέντε ρεβίθια. Τέσσερα... Και λιγότερο. Γυάλινες, τις αγοράζαμε αυτές, και είχαμε και άλλη μία γκαζά, δική μας, που δεν τη στήναμε. Αυτές τις γκαζές που αγοράζαμε, τις στήναμε. Μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά, δέκα, ξέρω 'γω. Εδώ. Ή έβαζα τρεις εγώ, τρεις η άλλη ομάδα, τρεις η πάρα άλλη ομάδα και ούτω καθεξής. Και έπαιζα πρώτος εγώ. Έριχνα τη γκαζά μου. Αλλά οι γκαζές ήταν εκεί και ήσουν εκεί κάτω. Να πάει ωραία η γκαζά, όχι να πάει… «Τακ», άμα τη χτύπαγε και την έβγαζε από τη σειρά, κέρδιζες και τις έπαιρνες όλες τις γκαζές.
Και τέτοια είχαν όλα τα παιδιά;
Όλα τα παιδιά. Είχαν ο καθένας τις γκαζές του. Επίσης, ένα άλλο παιχνίδι που κάναμε ήτανε με τσιγκάκια. Τα τσιγκάκια ήτανε τα πώματα από πορτοκαλάδες. Τα οποία πηγαίναμε στο πεζοδ[00:10:00]ρόμιο που ήταν έτσι, το πεζοδρόμιο ήτανε μεγάλο, αλλά στην άκρη του ξεκίναγε με μικρό πλακάκι. Και ξεκινάγαμε από εδώ λοιπόν, και ρίχναμε μία, δύο, τρεις, μέσα στο ίδιο το πλακάκι να πάει. Να πάει. Και είχαμε βάλει ένα σημάδι στο τέλος, όποιος πήγαινε πρώτος κέρδιζε κάτι. Δεν ξέρω τι ήτανε αυτό. Τι είχαμε βάλει; Μπορεί να ήταν γκάζες. Μπορεί να ήτανε… Ήτανε τρία παιχνίδια τα οποία παίζαμε πολύ. Και βεβαίως, ποδόσφαιρο. Γιατί εκεί που γινόταν η τέτοια, η προβολή του σινεμά, ήταν χωμάτινα. Βάζαμε τότε δύο κοτρόνες, μία εδώ και μία εδώ, και κάναμε ένα τέρμα. Και εδώ πάλι, άλλη μία και άλλη μία και κάναμε το άλλο τέρμα. Και παίζαμε εκεί. Αλλά εκεί είχε τώρα, δεν ήτανε... Έφευγες καταματωμένος! Που να παίξεις! Αλλά αυτό, παρόλο ότι έφευγες καταματωμένος, μας έδωσε τη δυνατότητα και κοντρολάραμε. Κοντρολάραμε σημαίνει δουλεύαμε την μπάλα με το πόδι πολύ πιο άνετα από ό,τι τα σημερινά παιδιά. Γιατί έπαιζες σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Και δε φοβόμαστε κιόλας, πέφταμε, «μπαπ», μέσα. Πώς τα κάναμε αυτά, απορώ τώρα! Να τρέχεις ας πούμε, και να κάνεις τάκλιν και να είναι χώμα κάτω. Σηκωνόσουν και ο κώλος σου ήταν μέσα στο αίμα.
Αυτά τα παιχνίδια πότε τα παίζατε; Μετά το σχολείο βγαίνατε–
Βέβαια!
Στη γειτονιά;
Ήταν γειτονιά, ό,τι ώρα θέλεις έβγαινες. Επίσης, εκεί στην πλατεία του Αγίου Αντρέα που ήτανε η εκκλησία του Αγίου Αντρέα και ήταν έτσι, να… Αυτή εδώ ήταν μια πλατεία, έτσι, γύρω-γύρω. Εδώ ήτανε η εκκλησία. Όταν μεγαλώσαμε και είχαμε κάμποσα ποδήλατα, δυο-τρία ποδήλατα, ξεκινάγαμε από εδώ και κάναμε το γύρο μέχρι εδώ. Και μετράγαμε το χρόνο, ποιος θα τον κάνει πιο γρήγορα. Αυτό ήταν ένα πολύ δυνατό παιχνίδι. Και μάλιστα, επειδή εδώ υπήρχε ο κεντρικός δρόμος, πάντα υπήρχαν, βάζαμε ανθρώπους, ώστε αν περνάει αμάξι να το κόψει, γιατί ερχόταν αυτός εδώ με πολύ μεγάλη δύναμη. Δεν μπορούσε να ελέγξει, αυτό. Και είχαμε έναν τέτοιο και αυτός εδώ πέρα έβγαινε και του έλεγε του αλλουνού: «Περίμενε». Αυτό ήτανε… Αυτό ξέρεις με ποιον παίζαμε μαζί; Με τον Παπαχαραλάμπους τον Γιώργο. Να δούμε τώρα τι άλλα παιχνίδια κάναμε. Α, παίζαμε επίσης και μπάσκετ και μπασκέτες είχαμε τα παράθυρα της εκκλησία, τα ψηλά. Είχε μάρμαρο έτσι και ξεκίναγε το παράθυρο, ψηλό. Και εμείς πετάγαμε. Άμα πήγαινε και καθότανε στο μάρμαρο η μπάλα, ήτανε καλάθι. Αυτά μπορούσαμε να κάνουμε. Δεν υπήρχε δηλαδή… Εμείς ζήσαμε πολύ ωραία χρόνια εκεί. Δηλαδή εγώ τα νοσταλγώ. Πηγαίνουμε ακόμα και μένουνε δυο-τρεις ακόμα. Όλοι οι άλλοι φύγανε. Υπάρχουνε δυο-τρεις, ο Καρακίζης, ο Μπουλντής, ο Αναγνωστόπουλος. Γιατί πηγαίνουμε εκεί, είναι η μονοκατοικία που μέναμε, υπάρχει ακόμα και πηγαίνουμε εκεί πέρα να πάρουμε κάνα ενοίκιο από κει και τους βλέπουμε αυτούς. Αυτά ήταν τα Πατήσια. Τα θρυλικά Πατήσια! Με εκκλησία τον Άγιο Αντρέα. Υπήρχε και λίγο παρακάτω μια άλλη εκκλησία. Μεταξύ… Αυτή ήτανε κάτω από την Αχαρνών αλλά πάνω από τις γραμμές του τρένου, του σιδηρόδρομου. Άγιος Νικόλαος. Τσακωμοί οι δύο ενορίες, ο Άγιος Νικόλαος με τον Άγιο Αντρέα. Ξιφομαχίες! Φτιάχναμε σπαθιά. Σπαθιά, όπως είναι τώρα, και είχαμε ξιφομαχία μεταξύ των ενοριών Αγίου Νικολάου και Αγίου Αντρέα.
Τα παιδιά;
Τα παιδιά, εμείς. Ε, αυτό. Επίσης, υπήρχε εκεί που είναι ο μεγάλος ο ουρανοξύστης, υπήρχε ένα τεράστιο περιβόλι, του Μπαϊρακτάρη, έτσι λεγότανε. Πεθάναν αυτοί, τρίτες γενιές, κάτι τέτοιο, σε κάποια δόση, επί Χούντας ήτανε, αυτό έγινε μία είκοσι έξι ορόφους πολυκατοικία, ένα τεράστιο πράγμα. Εκεί, όμως εμείς, ήταν το καταφύγιο μας. Γιατί; Γιατί τους αιχμαλώτους τούς παίρναμε, τους ανεβάζαμε σε ένα [00:15:00]δέντρο, πιάσε εδώ ένα κλαρί, και κρεμαστείτε να δούμε πόση ώρα θα κρατήσετε. Αλλά τους είχαμε βγάλει και το σώβρακο και από κάτω είχε τσουκνίδες. Από μέσα έβγαιναν με κατακόκκινο τον κώλο. Κάναμε και τέτοιες... Καλά, άμα κάτσω να σκεφτώ θα σου βρω και άλλα. Αλλά ενδεικτικά είπαμε τώρα κάποια παιχνίδια.
Δηλαδή τους πηγαίνατε σε αυτό το κτίριο, που είναι τώρα το ψηλό–
Ναι, ναι, αυτό ήταν οικόπεδο. Ήταν περιβόλι. Το περιβόλι του Μπαϊρακτάρη. Το οποίο το είχαν εγκαταλείψει οι δικαιούχοι, ήταν τρίτες, τέταρτες γενιές, είχαν βγει τσουκνίδες και το ένα και το άλλο... Και πιάναμε τους αιχμαλώτους και τους πηγαίναμε εκεί. Αυτοί δεν είχανε τέτοιο, οπότε δεν είχανε πού να μας πάνε εμάς όταν μας πιάνανε.
Δεν είχαν φρούριο–
Δεν είχανε–
Σαν εσάς.
Περιβόλι. Αυτά. Λοιπόν, τώρα δυστυχώς η συνοικία αυτή, τα Κάτω Πατήσια, έχει χάσει την ταυτότητα που είχε.
Κύριε Νίκο, τότε τι χαρακτήρα είχε η γειτονιά; Δηλαδή τι άνθρωποι έμεναν εκεί;
Μένανε πολύ καλοί άνθρωποι. Μένανε δημόσιοι υπάλληλοι, τραπεζικοί, έμποροι και υπάλληλοι σε διάφορες εταιρείες του ιδιωτικού τομέα. Αλλά ήτανε… Καταρχάς κάθε Κυριακή η εκκλησία γέμιζε από κόσμο. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην πας. Εμείς το βλέπαμε γιατί ήμαστε απέναντι από την εκκλησία. Τώρα πάει. Όταν ήταν δε των Φώτων, όλα τα παιδιά, εμείς, πηγαίναμε και βοηθούσαμε στο να χτιστεί η εξέδρα που απάνω θα έβγαινε ο παππάς να πει τα τέτοια. Και πηγαίναμε όλοι εκεί. Εγώ συγκεκριμένα, καταρχάς ήμουνα παπαδάκι, και κρατούσα το σταυρό ή το θυμιατό ή δε θυμάμαι. Όχι σταυρό, θυμιατό ήταν μικρό, το κρατούσαν άλλοι. Και υπήρχε και κατηχητικό που πηγαίναμε κάθε Κυριακή στο κατηχητικό. Και ήτανε καλό αυτό, γιατί μαζευόμαστε όλα τα παιδιά. Εντάξει, εξαρτάται από τον παπά. Έτυχε εγώ να έχω καλούς παπάδες και να λένε ωραίες ιστορίες που αποτυπώνονται. Αυτά με το κατηχητικό και την εκκλησία και το παππαδιλίκι. Αυτό τελείωσε μέχρι το 8ο Γυμνάσιο, μέχρι και την ογδόη τάξη, που τελειώσαμε και δώσαμε εξετάσεις για να πάμε στο Πανεπιστήμιο. Και θα σας πω αργότερα λίγα πράγματα για το Πανεπιστήμιο.
Συνεχίζουμε, λοιπόν. Και ήθελα να σας ρωτήσω κύριε Νίκο, οι δικοί σας γονείς τι επαγγέλματα είχαν.
Λοιπόν, η μητέρα μου μονίμως ασχολήθηκε με τα οικιακά. Όταν πέθανε όμως ο πατέρας μου το ’63, το 1963, και επειδή είχε περάσει και ο αδερφός μου στην Πάτρα, ήταν λίγο δύσκολα οικονομικά τα πράγματα. Επειδή ήταν πολύ καλή πλέκτρα, έφτιαχνε πουλόβερ και τα πήγαινε στην οδό Αθηνάς, για να πουληθούνε. Δηλαδή για να σου πω πόσο καλή πλέκτρα ήτανε, μπορούσε να φτιάξει ένα πουλόβερ –και με κοτσίδες, διακοσμημένο– μέσα σε μία μέρα. Δούλευαν τα χέρια της ατελείωτα. Και εγώ θυμάμαι ότι παίρναμε μαλλιά από το Μολοκοτό –το θυμάμαι μέχρι και τώρα–, πλεξούδες, και γυρνάγαμε μία καρέκλα ανάποδα και τα βάζαμε την πλεξούδα γύρω-γύρω στα τέσσερα πόδια και μετά το κάναμε μπάλα αυτό το νήμα. Γιατί έφευγε πολύ πιο γρήγορα στο πλέξιμο. Έτσι ήταν η ζωή της μάνας μου. Μετά, ο πατέρας μου ξεκίνησε με τον αδερφό του τον Σωτήρη, τον Θεοδώρου, ο οποίος ήτανε παππούς του Σωτηράκη του Χουκ, και κάνανε, στην αρχή κάνανε ταβέρνα. Δε θυμάμαι αν έγινε πρώτα η ταβέρνα και μετά το μπακάλικο. Μάλλον έγινε πρώτα η ταβέρνα, η οποία ήτανε πολύ μεγάλη. Έπαιρνε δύο σειρές τραπέζια και από πάν[00:20:00]ω είχε βαρέλια. Και έμπαινες τώρα από εδώ και καθόσουνα ή εδώ ή εδώ και ερχόντουσαν... Από εδώ ήταν η κουζίνα, ερχόταν το προσωπικό να σου πάρει παραγγελία. Πολλοί άνθρωποι από τη Χίο δουλέψανε μέσα εκεί. Σαν να λέμε τώρα… Και μετά, την ταβέρνα την κλείσανε και ανοίξανε μπακάλικο. Έτσι, από τα πιο σύγχρονα μπακάλικα που υπήρχανε εκείνη την εποχή. Μέχρι που ο πατέρας μου από καρδιά πέθανε το ’63 και τα κλείσανε όλα αυτά. Εμείς το μερίδιό μας το δώσαμε στο θείο τον Σωτήρη και αυτός μετά από λίγο τα έκλεισε όλα.
Θυμάστε πού βρισκόταν η ταβέρνα και το–
Ναι, αμέ.
Μπακάλικο;
Φερών και Αχαρνών, ήταν και τα δύο. Εκεί. Η Φερών είναι παράλληλος της Χέυδεν. Που είναι το 2ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και απέναντι ήτανε τα «Μπουρμπούλια», με το Διονύση Σαββόπουλο. Και πηγαίναμε εκεί, κατεβαίναμε το υπόγειο και τραγουδούσε η Μαρίζα Κωχ με το Διονύση το Σαββόπουλο, το Νιόνιο. Τι άλλο; Υπήρχανε, ήτανε εκεί στο σχολείο, στην ταβέρνα υπήρχε και οι Socrates Drank the Conium. Το θυμάστε; Δεν έχετε ακούσει τίποτα για αυτό το συγκρότημα; Socrates Drank the Conium; Να μάθετε! Ήταν φοβερό συγκρότημα. Ο Σπάθας κιθάρα και κάνανε μία… Ήταν στην οδό Ηπείρου και Αχαρνών. Εκεί ήτανε το μαγαζί που παίζανε μουσική, επί της Ηπείρου. Ηπείρου και Αχαρνών. Τι άλλο; Αυτά.
Άρα στη γειτονιά αυτή υπήρχαν και κέντρα διασκέδασης από ό,τι καταλαβαίνω.
Ε βέβαια! Υπήρχε καταρχάς ένα κέντρο, η ταβέρνα του Τζίμη του χοντρού, που εκεί πέρα ήταν πρώτο όνομα Γαβαλάς και δίπλα Ρία Κούρτη. Πηγαίναμε εκεί, σαν φοιτητές πηγαίναμε εκεί. Πάνω υπήρχε η πλατεία Βικτωρίας, πάνω από εκεί, που ήτανε –μην την βλέπεις σήμερα που δεν μπορείς να περάσεις– η πλατεία Βικτωρίας ήτανε δυνατό κέντρο. Είχε ο Μίμης ο Δομάζος, ο στρατηγός, ο παιχταράς του Παναθηναϊκού, μαγαζί, καφετέρια εκεί. Και ερχόντουσαν όλοι. Είχε πολύ ωραία γλυκατζίδικα εκεί. Γιατί ήτανε τέσσερις παράλληλοι δρόμοι οι οποίοι είχανε... Δηλαδή ήταν η Αριστοτέλους, η 3η Σεπτεμβρίου, η Πατησίων… Οι τρεις δρόμοι αυτοί και από κάτω η Αχαρνών από την Αριστοτέλους. Αχαρνών, Αριστοτέλους, από πάνω 3η Σεπτεμβρίου και παραπάνω η Πατησίων ας πούμε, ήτανε όλα εμπορικά κέντρα. Δηλαδή αν πήγαινες στην Πατησίων μέχρι το ’90, ήτανε μπουτίκ, μόνο μπουτίκ. Υπήρχανε ο Καρούζος, ο Rossi, τέτοια ονόματα σε ρούχα. Καλή, καλή γειτονιά. Δηλαδή αναμνήσεις καλές έχουμε από αυτή τη γειτονιά. Αλλά τώρα πια… Και να φύγουμε από αυτό το κεφάλαιο και να πάμε μετά που τελειώσαμε. Α, να σου πω ότι ενώ μέχρι την πέμπτη Γυμνασίου πήγαινα στο 8ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, στην έκτη Γυμνασίου με διώξανε από το σχολείο, γιατί είχα τρεις χρονιές κοσμία διαγωγή, και με στείλανε στο 2ο Γυμνάσιο. Εκεί που σου είπα ότι ήταν απέναντι ο Σαββόπουλος με τη Μαρίζα Κωχ. Και από εκεί πήρα εγώ απολυτήριο Γυμνασίου. Γιατί υπήρχε μια, λέγαν τότε ότι αν έχεις πάρει τρεις χρονιές κοσμία και πάρεις και τέταρτη, δεν παίρνεις απολυτήριο ή παίρνεις απολυτήριο με κοσμία διαγωγή. Οπότε αν έδινες στο δημόσιο, δεν έμπαινες με κοσμία διαγωγή. Αλλά εμείς δεν πηγαίναμε για το δημόσιο με τίποτα. Κανένας από το σόι μας δεν είναι του δημοσίου. Και έφυγα, πήρα από εκεί το απολυτήριο και έδωσα εξετάσεις για να μπω στα Ανώτατα Πνευματικά Ιδρύματα της Χώρας. Αυτά.
Κύριε Νίκο, εσείς όμως γιατί είχατε κοσμία διαγωγή;
Να σου πω. Έπαιζα μπάσκετ και πηγαίναμε, όπως είχα πει, τρεις μέρες πρωί, τρεις μέρες απόγευμα.[00:25:00] Καμιά φορά αργούσαμε το μεσημέρι, οπότε τι να κάνουμε; Παίζαμε μπάσκετ. Οι πολυκατοικίες από δίπλα παίρναν τηλέφωνο το Λυκειάρχη: «Παίζει μπάσκετ κάτω και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε και δεν μπορούμε». Έστελνε το γυμναστή. Τρεις μέρες αποβολή. Μια ήταν έτσι. Η δεύτερη ήτανε, είπα τη Λούρη τη φιλόλογο «Γεροντοκόρη», γιατί μου είχε βγάλει την παναγία. Τέλος πάντων, έφαγα τέσσερις μέρες εκεί. Και την άλλη τη φορά δεν στεκόμουν προσοχή στον Εθνικό Ύμνο. Και την έφαγα από το γυμναστή ο οποίος με είχε αρχηγό στην ομάδα μπάσκετ του Γυμνασίου. Κατάλαβες; Όχι δεν καθόμουνα προσοχή, λέει: «Δεν καθόσουνα προσοχή και γέλαγες». Αποκλείεται, δηλαδή. Έτσι, ήθελε να μου την αμολήσει. Επειδή του είχα πει: «Όλοι οι άλλοι μπορεί να έρχονται, εγώ παίζω μπάσκετ και θα κάνω προπόνηση». Από τότε με έβαλε στην καραντίνα και όποτε έβρισκε ευκαιρία, ντάκα. Τέλος πάντων.
Δώσατε, λοιπόν, εξετάσεις.
Μετά έδωσα εξετάσεις. Την πρώτη χρονιά έδωσα Ιατρική. Και πήρα φυσική 0 και χημεία 20. Συνδυάζονται αυτά; Δεν συνδυάζονται. Τέλος πάντων. 0 και 20. Σχήμα λόγου το 0. Ήταν 4,5. Και το 20 ήταν 19-18. Όμως στη χημεία ήμουνα καλός και αυτό μου έδωσε τα φόντα. Επειδή τη δεύτερη χρονιά δεν ήθελα να ξαναδώσω Ιατρική και πήγα να δώσω Ανωτάτη Εμπορική. Η οποία Ανωτάτη Εμπορική είχε τότε μαθηματικά, που εγώ είχα τελειώσει Πρακτικό Γυμνάσιο και ήμουνα καλός στα μαθηματικά, χημεία που είχα δώσει Ιατρική και ήμουνα… Ιστορία και έκθεση. Αυτά τα τέσσερα. Όπως καταλαβαίνεις, καλός στα μαθηματικά, καλός στη χημεία, στην έκθεση κάτι θα έγραφα ας πούμε. Ιστορία... Πάτος! Και άρχισα να διαβάζω ιστορία τόσο πολύ καλά που έμαθα όλη την ιστορία παπαγαλιστί. Τις χρονολογίες γέννησης και... Που πέθαναν οι αυτοκράτορες, τις έλεγα σαν τηλέφωνο. 739, 812. 739 με το 812. Έτσι έλεγα. Παρά ταύτα, ο παπαγάλος –γιατί παπαγάλος ήμουνα– πρέπει να πάρει την αρχή για να συνεχίσει να παπαγαλίζει. Εγώ δεν μπόρεσα να πάρω την αρχή, 0 στην έκθεση. Εκεί είναι κανονικό 0. Αλλά εντάξει, μας έσωσαν τα μαθηματικά και η... Τέτοια, πώς τη λένε; Η χημεία και η έκθεση. Γιατί έγραψα παραδόξως καλά έκθεση. Και πέρασα στην ΑΣΣΟΕ. Πήγαινα φροντιστήριο στο «Γνώμονα», Πατησίων και Καποδιστρίου. Παράλληλος της Καποδιστρίου είναι η Σολωμού και δίπλα είναι η Στουρνάρα που είναι το Πολυτεχνείο. Και από εκεί, λοιπόν, δούλευα στο «Γνώμονα» μέσα, γραμματέας. Γραμματέας στο φροντιστήριο. Αλλά όταν λέμε φροντιστήριο, μιλάμε για δυο χιλιάδες άτομα. Και το καλοκαίρι γινόντουσαν τρεις χιλιάδες τα άτομα που ερχόντουσαν από την επαρχία για να κάνουνε τέτοιο. Εντάξει, έβγαζα κάποια λεφτά, άρχισα να μπαίνω στα μυστικά του επιχειρείν. Αυτά τα λεφτά, τα πρώτα λεφτά, τα έπαιξα στο χρηματιστήριο. Τώρα μιλάμε για το ‘73, ‘74, τέτοιες χρονιές. Έβγαλα κάποια λεφτά και αγόρασα ένα αυτοκίνητο. Το πρώτο Mini Cooper. Το πρώτο Mini Cooper. Μουσταρδί με μαύρο ουρανό. Τελείωσε αυτό. Μετά τι άλλο κάναμε;
Μετά άρχισε να γίνεται το εξής θέμα. Είχε πλέον ξεκινήσει το Πολυτεχνείο, εντάξει; Είχε αρχίσει να γίνεται το Πολυτεχνείο. Εγώ είχα περάσει ΑΣΣΟΕ. Στην ΑΣΣΟΕ είχαμε συμφοιτητές, ήταν το κέντρο –αυτό και το Πολυτεχνείο– το κέντρο του «Ρήγα Φεραίου». Ο Ρήγας Φεραίος ήτανε η νεολαία του ΚΚΕ Εσωτερικού. Και είχανε την παράταξη «Δημοκρατικός Αγώνας» στα πανεπιστήμια μέσα. Αυτή η παράταξη, Δημοκρατικός Αγώνας, εξέφραζε το Ρήγα Φεραίο, που εξέ[00:30:00]φραζε το ΚΚΕ Εσωτερικού. Αντίστοιχα, υπήρχε η Πανσπουδαστική Συνδικαλιστική Κίνηση, η «ΠΣΚ», η οποία είχε αυτή –η Πανσπουδαστική Συνδικαλιστική Κίνηση, έτσι λεγότανε–, είχε μέντορα την ΚΝΕ Σπουδάζουσα, την ΚΝΕ, και η οποία ήτανε με το ΚΚΕ. Όλες οι άλλες παρατάξεις, η ΠΑΣΠ με το ΠΑΣΟΚ, όλες οι παρατάξεις εκεί, την εποχή τη δική μου, ήτανε όλες πίσω από ένα πολιτικό άρμα. Όλες! Αυτό εκείνη την εποχή το ευνοούσε, γιατί ήτανε Χούντα ακόμα, και μόλις είχαμε βγει από την Χούντα –και Χούντα ήτανε και όταν βγήκαμε από την Χούντα– αλλά έπρεπε πλέον το τοπίο να ξεκαθαρίσει. Και γι’ αυτό ας πούμε προσπαθούσε να πάρει ο καθένας όσο το δυνατόν περισσότερο ποσοστό μέσα στο Πανεπιστήμιο, χρησιμοποιώντας προς τούτο ό,τι βλακεία ήθελες. Ενώ υπήρχανε παιδιά, τα οποία ήτανε αγωνιστές δηλαδή! Ας πούμε, στο Ρήγα Φεραίο ήταν ο Ανδρέας ο Νεφελούδης, ο γιος του βουλευτή του Βασίλη του Νεφελούδη. Ο οποίος τώρα, όταν βγήκε ο ΣΥΡΙΖΑ, έγινε –πώς ανταλλάσσονται όλα αυτά–, έγινε Γενικός Γραμματέας στο Υπουργείο Εργασίας. Ο Στέλιος ο Παππάς που ήτανε στην ΑΣΣΟΕ ήταν ο μπαμπάς του Νίκου του Παππά που ήτανε μαζί με τον Τσίπρα. Ο Παππάς, αυτός που έφερε το νομοσχέδιο για τις τηλεοράσεις. Κατάλαβες; Πώς δηλαδή ο Στέλιος ο Παππάς ας πούμε έδεσε το γιο του με τον Τσίπρα και... Μπορεί να κάναν και παρέα παλιά, αλλά δεν έχει σημασία. Αλλά πώς πήγε και τοποθετήθηκε όταν βγήκε ο Τσίπρας εκεί. Και άλλοι διάφοροι οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την τέτοια, την επιρροή από τα χρόνια της Χούντας και τα μετέπειτα του Πανεπιστημίου, βρεθήκαν... Ας πούμε ο Μπαλαούρας ο Μάκης, δυνατός συνδικαλιστής στην ΑΣΣΟΕ, βρέθηκε και αυτός βουλευτής με το ΣΥΡΙΖΑ. Πάρα πολλοί δηλαδή από αυτό το κύκλωμα ΚΚΕ, ΠΑΣΟΚ, βρεθήκανε σε θέσεις. Ενώ υπήρχανε και αγωνιστές, τι να λέω τώρα! Για τον Καπιδάκη; Τα δύο αδέρφια Καπιδάκη οι οποίοι ήταν στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά, δηλαδή ήτανε στην ΠΠΣΠ, δηλαδή Προοδευτική Πανσπουδαστική Συνδικαλιστική Παράταξη. ΠΠΣΠ. Και αυτοί ήτανε με το ΚΚΕ (μ-λ). ΚΚΕ μαρξιστές-λενινιστές. Διάφορα παρακλάδια αριστερών. Αυτοί δώσανε την ζωή του στο Πολυτεχνείο, εκεί. Ξύλο, το ένα, το άλλο! Τους έφαγε η μαρμάγκα. Ο Λιβέριος ο Ανδρέας, ΑΑΣΠΕ. Αντιφασιστική Αντιϊμπεριαλιστική Σπουδαστική Παράταξη Ελλάδος, ΑΑΣΠΕ. Κινέζοι. Με τους Κινέζους. Τίποτα δεν έκαναν. Και αυτός συνδικάλας, όχι αστεία. Ανέβαινε απάνω και έμενες έτσι! Όλοι κοιτάζανε. Δηλαδή πολύ καλοί ρήτορες με καλή σκέψη. Μετά στο Πολυτεχνείο, το Πολυτεχνείο ξεκίνησε από το Χημείο και από τη Νομική. Γράψε, έναρξη Πολυτεχνείου, Χημικό Πανεπιστημίου Αθηνών και Νομική Αθηνών. Και από κάτω ΑΣΣΟΕ. Γιατί μας έκλεισαν την σχολή και φύγαμε εμείς και πήγαμε στο Πολυτεχνείο. Μας την έκλεισε τη σχολή ο Πρύτανης. Τώρα στο Πολυτεχνείο, δεν ξέρω τι ξέρετε, ξεκίνησε ουσιαστικά Τετάρτη, Τετάρτη με το κλείσιμο της ΑΣΣΟΕ, πήγαμε μέσα και έγινε όλη αυτή η κατάσταση. Και από άλλες σχολές ήρθανε την Τετάρτη. Την Πέμπτη κατέβηκε και κόσμος, πάρα πολύς φοιτητόκοσμος, οπότε εμείς περιμέναμε την Πέμπτη ότι θα γινότανε το ντου. Γιατί αν τυχόν δε γινότανε την Πέμπτη και γινότανε την Παρασκευή –όπως και έγινε τελικά– υπήρχε κίνδυνος να κατέβει ο λαός κάτω. Μην ξεχνάτε ότι είχαμε το σταθμό του Πολυτεχνείου. Είχαμε φτιάξει έναν σταθμό, δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, στον οποίο σταθμό ήταν εκφωνητές η Μαρία η Δαμανάκη.[00:35:00] Την έχετε ακουστά τη Μαρία τη Δαμανάκη; Όχι, ε; Η Μαρία η Δαμανάκη ήτανε Χημικός Μηχανικός στο Πολυτεχνείο. Η Μαρία η Δαμανάκη, η μια εκφωνήτρια, και ο άλλος ήταν ο Μήτσος ο Παπαχρήστος, ο οποίος ήταν στην ΑΣΣΟΕ. Αυτοί οι δύο ήταν εκφωνητές του σταθμού του Πολυτεχνείου. Οπότε καταλαβαίνεις ότι μπορούσαμε να καλέσουμε άνετα τον κόσμο: «Λαέ βγες έξω. Τα παιδιά σου κινδυνεύουν». Εκεί, τέλος πάντων, να ξεσηκωθεί ο κόσμος. Και εγώ έλεγα ότι θα γίνει αυτό την Πέμπτη. Αλλά δεν έγινε την Πέμπτη, έγινε την Παρασκευή. Μπούκαρε το τανκ μέσα. Εγώ ήμουνα ακριβώς πίσω από το τανκς, από τη μέσα μεριά. Δηλαδή εδώ ήταν η πόρτα, έτσι, μπούκαρε το τανκ από εδώ, εδώ από πίσω είχε κάμποσους φοιτητές, εδώ απάνω –δεν ήταν τόσο ψηλό, μέχρι εδώ πέρα– είχε φοιτητές, και από πίσω ήμαστε πολλοί, πάρα πολλοί. Αλλά το τανκς όταν έπεσε μέσα, δεν έβαλε γκάζι να περπατήσει να τους πατήσει όλους. Δηλαδή ένας-δύο ανθρώποι αν πέθαναν. Και νομίζω κανένας δεν πέθανε με το τανκς. Τελείωσε αυτό το θέμα. Και φεύγουμε 03:00 με 04:00 η ώρα, μας δίνουν εντολή να φύγουμε από το Πολυτεχνείο. Και φεύγω από το Πολυτεχνείο. Εγώ βγήκα από την είσοδο της Στουρνάρας. Όχι από την Τοσίτσα. Και βγαίνω από την είσοδο της Στουρνάρας εγώ, μαζί με τον Κώστα το Λαμπρόπουλο, ο... Ένας, αυτός ήτανε Πασοκτζής. Και φεύγουμε και αρχίζουμε τώρα –αυτό σου λέω 03:00-04:00 το πρωί– να γυρίσω στα Πατήσια. Και εκεί στη θολούρα μου απάνω, πέφτω στην Θήρας στην οδό και δεν τη βλέπω και την κατεβαίνω και πέφτω ακριβώς μπροστά στο αστυνομικό τμήμα. Μας βουτήξανε, μας βάλανε μέσα. Και άκου τώρα τι έγινε εκεί. Ανεβαίνω απάνω. «Ανέβα πάνω -λέει- στον 1ο όροφο». Ανεβαίνω απάνω στον 1ο όροφο, δε βλέπω τίποτα. Βλέπω έναν άνθρωπο. Με κοιτάει, μου λέει: «Πού ήσουνα ρε;». Λέω: «Στο Πολυτεχνείο». «Πώς λέγεσαι;». Λέω: «Θεοδώρου». «Θεοδώρου; Το μικρό σου;». «Νίκος». «Τον πατέρας σου;». «Μιχάλης». «Δε μου λες -μου λέει-, έναν Μιχάλη Θεοδώρου που είχε μια ταβέρνα στην Φερών τον ξέρεις;». Λέω: «Ναι». Λέει: «Τι;». «Πατέρας μου». «Πατέρας σου;». Φεύγει, πάει δίπλα, ρίχνει κάτι ματιές, κατεβαίνει κάτω τη σκάλα –γιατί ήμασταν πάνω στον 1ο όροφο–, μου λέει: «Έλα κάτω. Κοπάνα τη -μου λέει- και δεν μπήκες εδώ πέρα ποτέ!». Και έτσι σηκωθήκαμε και φύγαμε. Εγώ! Ο άλλος την είχε κοπανήσει, γιατί δεν ακολούθησε τη Θήρας. Πήγαινε προς απάνω αυτός, προς Άνω Πατήσια, Γαλάτσι. Εκεί έμενε ο Κώστας ο Λαμπρόπουλος. Και σώθηκα έτσι. Δηλαδή δεν ξέρω τι θα πάθαινα. Αλλά εν πάση περιπτώσει, σώθηκα έτσι. Τελείωσε αυτό το πράγμα το Πολυτεχνείο. Ξανά μετά. Μετά είναι γνωστά, ας πούμε. Οι αγώνες οι φοιτητικοί για καλύτερες σπουδές, για το ένα, για το άλλο.
Κύριε Νίκο, να ρωτήσω. Εσείς τη στιγμή που μπήκαν τα τανκς–
Το τανκ! Ένα ήτανε.
Μέχρι τις 03:00-04:00 που ήρθε η εντολή να φύγετε, πού ήσασταν; Τι γινόταν;
Μέσα στο Πολυτεχνείο. Μέσα στο Πολυτεχνείο. Υπήρχε κόσμος, τίγκα από κόσμο! Διότι δεν ήταν μόνο οι φοιτητές. Είχε καλέσει ο σταθμός και κόσμο. Κατέβηκαν οικοδόμοι, κατεβήκανε τέτοιο, και ήταν και αυτοί μέσα. Καλά κοίταξε, ήτανε… Ανεξάρτητα του τι λέγεται ας πούμε και τι κάνετε, ήτανε μία εκδήλωση φοβερή για το φοιτητόκοσμο τότε. Να βάλει μπρος τα κορμιά του και να… Ήταν μεγάλο το τέτοιο. Εγώ που είμαι πολύ ψύχραιμος σε αυτά και θέλω να τα βλέπω λίγο πιο καλά τα πράγματα, δηλαδή ποιοι έχουν δίκιο, ποιοι έχουν άδικο, ποιοι το ένα, ποιοι το άλλο, δεν πρόκειται ποτέ να πω ότι η κίνηση έγινε για να φανεί το ΚΚΕ ή ο Ρήγας Φεραίος ή δεν ξέρω ποιοι άλλοι. Τίποτα. Ήταν αγώνας των φοιτητών! Γιατί εγώ ας πούμε αυτή τη στιγμή, η Νάντια η Βαλαβάνη, δεν την ξέρεις ούτε αυτήνε. Αυτή ήτανε Υπουργός των Οικονομικών επί ΣΥΡΙΖΑ. Μια πολύ καλή ομιλήτρια. Είμαστε φίλοι πολύ. Την είχα χάσει και πήγε στη Χαρά στην τράπεζα και της λέει –Χαρά είχε ακούσει για μένα και αυτή–, της λέει: «Κυρία Βαλαβάνη, να σας ρωτήσω κ[00:40:00]άτι; Στην ΑΣΣΟΕ δεν ήσαστε; Τον άντρα μου τον έχετε, τον θυμάστε καθόλου;». Της λέει αυτή: «Δεν έχω... Πώς ήτανε, πες μου». Λέει: «Θα σας πω κάτι. Το προσωνύμιό του ήταν ο φοιτητής με την κόκκινη φανέλα». «Για το Νίκο -λέει- μιλάς; Πες του να με πάρει τηλέφωνο». Λέω τώρα τι να πάω τώρα εγώ εκεί, να γλύψω τη Νάντια; Πήγαμε με… Έβγαλε ένα βιβλίο και το παρουσίασε στο θέατρο της Ντενίση, τα Ιλίσια. Και πήγαμε εκεί πέρα και ήταν δηλαδή ένα... Εγώ ήθελα να πάω να φύγω ή να μιλήσω ας πούμε, να της πω. Είχανε καλέσει τις καθαρίστριες τότε που κάναν έναν αγώνα στο, οι καθαρίστριες, στο Υπουργείο Οικονομικών. Οι καθαρίστριες. Και επάνω στο πάνελ ήτανε ο Λαφαζάνης, ο Κοτζιάς και ο τέτοιος της ΑΝΤΑΡΣΥΑΣ, ο Πέτρος Αργυρίου λεγότανε; Δεν θυμάμαι. Εντάξει, αυτοί ήτανε και η Νάντια. Και λέγανε εκεί και φωνάζαν: «Οι τέτοιες, οι καθαρίστριες, είναι και ο Σύλλογος Εργαζομένων».
Και εσάς γιατί σας έλεγαν το παιδί με την κόκκινη φανέλα;
Γιατί φορούσα πάντα μια ζιβάγκο κόκκινη και από πάνω το τζάκετ το στρατιωτικό. Ένα τζάκετ. Και αυτό το έβγαλε ένας καθηγητής. «Έλα ο φοιτητής με την κόκκινη φανέλα». Ο Λαδόπουλος. Και μου βγήκε αυτό από τον καθηγητή. Αλλά εντάξει, ήμουνα και συνδικαλιστής τρία-τέσσερα χρόνια στην ΑΣΣΟΕ μέσα. Εντάξει, το παλέψαμε. Αλλά μετά από λίγο εγκαταλείψαμε.
Αυτό ήθελα να σας ρωτήσω. Εσείς ήσασταν οργανωμένος σε κάποια–
Βέβαια–
Παράταξη;
Στην Πανσπουδαστική. Αλλά εγκατέλειψα. Πλέον μετά κατάλαβα τι παίζεται μέσα εκεί. Κατάλαβες; Δηλαδή δεν είναι δυνατόν κατευθείαν όλοι να ορμάνε να πάρουνε… Δηλαδή μου λέει Ο Μιχάλης ότι με το που πήγε στην Πάτρα του την πέσανε οι Κνίτες να τον γράψουνε. Κάτσε ρε, δεν είναι σωστό αυτό. Άστον να αποκτήσει πρώτα, να δει την ποιότητά σας, να δει το λόγο σας και μετά, άμα θελήσει θα έρθει. Αυτά. Διαφωνώ δηλαδή με αυτό, ότι με το ζόρι. Καταρχάς με την κομματικοποίηση των Πανεπιστημίων διαφωνώ πλήρως. Πλήρως. Είναι δηλαδή αυτό το οποίο γίνεται... Αλλά αυτό αποσκοπεί και κάπου. Δηλαδή δεν είναι δυνατόν να μην αποσκοπεί κάπου. Βλέπεις ας πούμε, τώρα έναν άνθρωπο και ενώ είναι... Θέλει να πάει να γίνει Πρόεδρος στο Σύλλογο Βολισσιανών. Λέω τώρα. Τι να βγάλεις ρε μαλάκα; Και όμως, με έναυσμα το Σύλλογο Βολισσιανών, πάει και στο Σύλλογο Κουρουνιωτών, πάει και ξέρω 'γω που άλλου στο επαγγελματικό επιμελητήριο και αρχίζει και φτιάχνει το image του. Δηλαδή τι; Τα κουκιά που φέρνει από πίσω του. Για να τα καρπωθεί ο ίδιος αργότερα. Αυτό. Αυτό δεν… Εντάξει. Μέχρι ένα σημείο. Βλέπεις ας πούμε αυτή τη στιγμή και λέει: «Που πας εσύ;». «Πάω εκεί». «Γιατί πήγες ρε παιδάκι μου εκεί; Τι έχεις να κερδίσεις;». «Ο τάδε για κοίταξε πού βρίσκεται. Και εγώ που είμαι». Γιατί εγώ ας πούμε, που δεν μπήκα μέσα να… Είμαι σε μια ιδιωτική επιχείρηση και τρέχω σα μαλάκας από εδώ και από εκεί χωρίς καμία προοπτική εξέλιξης, χωρίς τίποτα. Και ο άλλος είναι…
Κύριε Νίκο, στις πορείες που γίνονταν τον καιρό που ακολούθησε–
Ναι.
Εσείς πηγαίνατε; Κατεβαίνατε;
Στις τρεις-τέσσερις πρώτες πήγα. Μετά δεν ξαναπάτησα. Δε μου άρεσε καθόλου, οι πορείες αυτές. Ο τρόπους με τον οποίο γινόντουσαν και τέτοια. Οι πορείες γινόντουσαν μετά σε μνήμη των πεσόντων, των βασανισθέντων, υπέρ της Δημοκρατίας, υπέρ το ένα… Εκεί πέρα έγινε πλέον ποιος θα φανεί περισσότερο. Μέχρι ένα σημείο ρε παιδιά! Ποιος είσαι ρε τσουτσέκι που τώρα φωνάζεις; Εμείς ήμαστε μέσα και δε λέμε τίποτα. Και λες εσύ; Είναι…
Πώς προσπαθούσανε δηλαδή να φανούνε;
Με το να καπελώ[00:45:00]σουνε την πορεία. Να μπούνε αυτοί πρώτοι, να κρατήσουν αυτοί τις σημαίες εκεί. Να καπελώσουν. Και αποτέλεσμα, να ποιο είναι. Όταν στις δύο πρώτες πορείες πήγε ένα εκατομμύριο κόσμος, για δες σήμερα και χθες, αν είναι πενήντα χιλιάδες είναι ζήτημα. Είναι ζήτημα. Και είναι και αυτό το τέτοιο, είναι οι μπαχαλάκηδες όλους που λέω εγώ. Όλοι αυτοί οι οποίοι κάνουνε τις φθορές, το οποίο δεν καταλαβαίνω τη λογική... Όχι αυτών, αυτών άσε, είναι βαρεμένοι. Ο άλλος ο οποίος τους υποστηρίζει, ποια είναι η λογική του; Υποστηρίζεις δηλαδή τη Θεσσαλονίκη που τη σπάσανε εκεί μέσα τη βιβλιοθήκη και προσπαθούνε να φτιάξουν μια βιβλιοθήκη καινούργια και φωνάζετε και κάθε τόσο μπαίνετε μέσα και ρίχνετε και κάνετε. Και γι' αυτό πιστεύω, για να κλείσω με αυτό, ότι πάρα πολύς κόσμος έχει στρέψει την πλάτη του στην πολιτική. Δεν πολυασχολείται καθόλου. Ασχολούνται μόνο αυτοί οι οποίοι έχουν κάτι να κερδίσουνε. Οτιδήποτε είναι αυτό. Από το να βάλει η μάνα το παιδί της καθαρίστρια στο Υπουργείο Οικονομικών, μέχρι γιο της Υφυπουργό Εξωτερικών. Αυτοί πλέον ασχολούνται μόνο. Αυτοί οι οποίοι έχουνε ίδια συμφέροντα. Αυτά. Τίποτα άλλο.
Ωραία, λοιπόν. Κύριε Νίκο, εσείς αυτές τις τρεις μέρες, από την Τετάρτη, θυμάστε που βρισκόσασταν;
Εγώ Τετάρτη όπως προείπα, φύγαμε και πήγαμε μέσα στο Πολυτεχνείο. Πολύ πιο πριν, αν θυμάμαι καλά, ήταν η Νομική και το Χημικό Αθηνών. Δύο σχολές που είχανε πρωτοστατήσει στην Εξέγερση. Μετά, όλη την Τετάρτη περιφερόμαστε μέσα στο Πολυτεχνείο και οργανωνόμαστε. Με την έννοια, τι οργάνωση; Να φυλάμε τα κτίρια, τα εργαλεία των μηχανικών ανά τις σχολές που είχαμε. Έτσι ήτανε. Και μετά, πήγε η ώρα αργά το βράδυ και την πέσαμε να κοιμηθούμε. Πού; Μέσα στις σχολές. Στις αίθουσες των σχολών. Εκεί που καθόντουσαν, την πέσαμε και κοιμηθήκαμε.
Ήσασταν πολλά άτομα;
Ήμαστε, ήμαστε, εντάξει. Αλλά δεν μπορείς να ξέρεις πόσα είναι. Γιατί εσύ ήσουν εκεί πέρα και ήταν καμιά τριανταριά άτομα. Στην άλλη τη σχολή ήταν καμιά εκατόν τριάντα άτομα. Και έξω περιφερόμενοι στα γκαζόν εκεί, άλλοι. Τελείωσε και αυτό. Την Πέμπτη, την Τετάρτη, σηκωθήκαμε την Πέμπτη. Νομίζω ότι την Πέμπτη ξεκίνησε ο σταθμός του Πολυτεχνείου να καλεί τον κόσμο να κατέβει και να συμμετάσχει. Εκεί εγώ, όπως είπα, φοβήθηκα ότι θα γίνει το ντου την Πέμπτη. Δεν έγινε την Πέμπτη, έγινε την Παρασκευή. Ξεθαρρέψαμε εμείς την Παρασκευή, γιατί εντάξει, αφού είχαμε το σταθμό μπορούσαμε να καλέσουμε όσο κόσμο θέλουμε. Και αυτό που έγινε. Καλέσαμε κόσμο και γι’ αυτό και ήρθε κόσμος πολύ. Γι’ αυτό και δόθηκε. Γιατί αν την Παρασκευή, φαντάσου τι θα γινόταν το Σάββατο και την Κυριακή. Και γι’ αυτό μπήκανε την Παρασκευή μέσα. Εγώ έλεγα από την Πέμπτη ότι θα μπούνε, αυτοί μπήκανε την Παρασκευή. Και ήρθαμε σε συνεννόηση, η διοικούσα επιτροπή τότε του Πολυτεχνείου, να καταλείψουμε και ότι δε θα μας πειράξουνε και τέτοια. Δε μας πειράξανε. Η αλήθεια είναι εγώ δεν είδα απέξω τέτοια. Τώρα καμιά μπατσιά, καμιά μπουνιά και κάτι τέτοια ας πούμε, μπάτσοι. Αλλά δεν ήτανε ας πούμε, ντουφέκι, πιστολίδι και τέτοια. Που δεν είδα σου λέω εγώ. Γιατί εκεί ο καθένας φεύγοντας ήταν να σώσει το τομάρι του. Γιατί δεν ήξερε κανένας ότι είχαν έρθει σε συνεννόηση να μην πειραχτούνε. Βγαίνοντας όμως, μας έλεγε η αστυνομία: «Από εδώ. Από εδώ. Δρόμο. Από εδώ». Μας το έλεγε. Αυτό έγινε την Παρασκευή. Την Παρασκευή, ναι. Μετά το τέτοιο, που έπεσε το τανκς απάνω στην πύλη, [00:50:00]αρχίσαμε σιγά-σιγά να φεύγουμε. Και εγώ πήγα σπίτι. Και ήταν η μάνα στην πολυκατοικία, η μάνα μου. Προσπαθούσαν να μιλήσουν με τον αδερφό μου, αυτός ήταν στην Πάτρα στην κατάληψη του Πολυτεχνείου του Πανεπιστήμιου Πατρών. Και εγώ πήγα στο Μιχάλη του Κουγιούλη το σπίτι. Γιατί η μάνα μου φοβότανε μόνη της και πήγε εκεί και ακούγανε το ραδιόφωνο. Χτυπάω το κουδούνι –δεν υπήρχαν κινητά τότε και τέτοια– λέω: «Ο Νίκος είμαι, ανοίχτε». Μου άνοιξαν, ανέβηκα πάνω. Η μάνα μου: «Τι ήθελες εσύ εκεί;». «Τι να κάνω ρε μάνα -λέω- πήγα και εγώ να δω». Αυτά.
Η μητέρα σας τι ανταπόκριση είχε; Μάθαινε τι συνέβαινε;
Μάθαινε. Μάθαινε. Είχε και τηλεόραση. Θα είχε εκεί τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Εντάξει, απέναντι μένει ο Μιχάλης ο Κουγιούλης. Όπως εδώ τον έχω τώρα απέναντι, πολύ πιο κοντά. Βγήκε η μάνα μου, πήγε στου Μιχάλη κατευθείαν. Και όταν γύρισα εγώ, φύγαμε από του Μιχάλη και πήγαμε να κοιμηθούμε. Η ανταπόκρισή της ήτανε, εντάξει, υπήρχε φόβος γιατί είχε δύο παιδιά. Ο ένας ήτανε στην Πάτρα, άλλος στην Αθήνα, και οι δύο μέσα στις εστίες. Αλλά εντάξει. Αυτό.
Να σας ρωτήσω και κάτι ακόμα.
Ναι.
Μέσα όσο ήσασταν στο Πολυτεχνείο, είχατε με κάποιο τρόπο αναθέσει ρόλους ας πούμε, το τι θα κάνει ο καθένας;
Όχι. Εγώ, όχι, δεν ήμουν τόσο ψηλά στη συντονιστική. Ήμουνα δεύτερος, τρίτος. Να με πάρουν να μου πούνε: «Νίκο, ξέρεις κάτι, πήγαινε και φύλαξε αυτή την είσοδο». «Δεν προκαλούμε, δεν κάνουμε, δεν ράνουμε». Μέχρι εκεί.
Αυτή ήταν η γραμμή.
Ναι. Αυτή ήταν η γραμμή. Ναι. Τότε τι να πας; Να προκαλέσεις τι; Τον αστυνόμο με το μυδράλιο στο χέρι; Βλάκας θα είσαι.
Αστυνόμους θυμάστε να βλέπετε εκείνες τις μέρες;
Και γαλονάδες και παρασημάδες. Ό,τι θέλεις. Είχαν κατέβει κάτω πολλοί αστυνομικοί με μεγάλους βαθμούς. Στρατηγοί, αντιστράτηγοι, ταξίαρχοι, ό,τι θέλεις υπήρχε. Εντάξει, τώρα φαντάσου ότι αυτή η δουλειά είναι τώρα το ΄73, έχουμε 2023, είναι πενήντα χρόνια. Πού να θυμάσαι; Και αυτά που θυμήθηκα είναι επειδή βρίσκονται στην επικαιρότητα τα ονόματα αυτά. Ειδάλλως δε θα θυμόμουνα τίποτα. Και τώρα ας πούμε, έβλεπες… Ο Στέλιος ο Παππάς. Όταν λοιπόν τον καλέσανε σε μια εκπομπή και του είπανε: «Πώς εσείς βρεθήκατε εκεί απάνω;» Λέει: «Ποιος άλλος θα μπορούσε να πάει; Ή εγώ θα πήγαινα ή ο Σπίρτζης». Σπίρτζης είναι ένας πρώην Υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ήταν και στο Τεχνικό Επιμελητήριο διοικητής. «Ή εγώ, που θα πήγαινα γιατί υπήρξα Πρόεδρος στο Οικονομικό επιμελητήριο ή ο Σπρίτζης που ήταν στο Τεχνικό Επιμελητήριο. Ποιος άλλος δηλαδή θα πάει;». Σιγά ρε φίλε! Τόσα γαλόνια πήρες που έγινες Διοικητής στο Οικονομικό Επιμελητήριο. Για πες μας τι δουλειά είχες κάνει πριν; «Δεν είχα κάνει τίποτα» λέει. Δηλαδή πόσο εξαργυρώνονται τα... Προσέφερες; Θα σου εξαργυρώσω. Αυτό είναι εδώ στην Ελλάδα. Και με έχει βρει αντίθετο εμένα και δεν ασχολούμαι καθόλου τώρα πλέον. Καθόλου! Μα όταν λέω καθόλου, καθόλου!
Εσείς κύριε Νίκο τι κάνατε τα χρόνια που ακολούθησαν;
Εγώ τι έκανα; Δούλευα σαν το γαϊδούρι. Εγώ ασχολήθηκα με λογιστικά, φοροτεχνικά. Μετά το στρατό πήγα σε μια εταιρεία. Έφυγα από την εταιρεία, πήγα σε μια άλλη εταιρεία. Έμεινα πέντε-έξι χρόνια, έφυγα από την άλλη εταιρεία και πήγα στην Τράπεζα Κρήτης. Μόλις έσκασε το κραχ του Κοσκωτά και επειδή ήταν και η γυναίκα μου στην Τράπεζα Κρήτης, της λέω: «Εγώ την κάνω. Μη τυχόν πάει κατά διαόλου η τράπεζα, να έχουμε ένα πιάτο φαΐ». Και ξαναβγήκα στο λογιστικό, φορολογικό επάγγελμα. Και ξανά το ένα και το άλλο, βρέθηκα στον Μπενρουμπή για έντεκα-δώδεκα χρόνια. Έκατσα και εκεί. Μετά έφυγα[00:55:00], πήγα στον Κανελλόπουλο, «ο Κόσμος του Σπιτιού», κάνα οχτάρι χρόνια, έφυγα και από εκεί. Τέλος πάντων, και μετά βγήκα στη σύνταξη. Βαρέθηκα. Είχα κουραστεί πολύ από αυτό το επάγγελμα, γιατί μην το βλέπετε τώρα που τα κάνατε όλα μέσα από πλατφόρμες και τέτοια. Αυτά τα κάνεις όλα στο χεράκι, για να τα καταλαβαίνεις κιόλας.
Και σήμερα;
Και σήμερα. Τι κάνω σήμερα;
Τι προσδοκίες έχετε; Έτσι, για να κλείσουμε.
Τίποτα. Δεν έχω καμία προσδοκία. Τώρα πλέον τίποτα. Εγώ δεν έχω. Επαγγελματικά, καμία. Και ούτε και με ενδιαφέρει δηλαδή. Να γίνουν καλοί επαγγελματίες αυτή και ο Μιχάλης και τέλος. Τι άλλο; Η ζωή κάνει πολύ γρήγορους κύκλους. Εκεί που δεν τους περιμένεις, έχει περάσει ένας κύκλος και μπαίνεις στο δεύτερο. Αυτά.
Τι ωραία κύριε Νίκο. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Για όλα αυτά που μας είπατε–
Σιγά.
Για τη γειτονιά των Πατησίων...
Τα είχα σε… Δεν τα είχα δουλέψει. Τα είχα σε μία άτακτη σκέψη.
Εμένα μου φάνηκε πολύ δομημένη η σκέψη σας.
Άμα δεν είναι κάτι, πες μου να το διορθώσουμε.
Φυσικά. Ευχαριστούμε πάρα πολύ!
Να είσαι καλά Βιβάκι.
Φωτογραφίες

Νίκος Θεοδώρου
Πορτρέτο του αφηγητή
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο Νίκος Θεοδώρου στην αφήγησή του αναπτύσσει δύο κεντρικές θεματικές, τα παιδικά του χρόνια στη γειτονιά του Αγ. Ανδρέα στα Κάτω Πατήσια και την Εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ως παιδί θυμάται τις αλάνες, τις προβολές ταινιών του Δήμου Αθηναίων, και τα παιχνίδια που σκαρφίζονταν με τους συνομήλικούς του. Αναπολεί τη γειτονιά που έσφυζε από ζωή, εμπορικά μαγαζιά, ταβέρνες και κέντρα διασκέδασης. Στο δεύτερο μέρος της αφήγησης αναφέρεται στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, στην οποία έλαβε μέρος ως φοιτητής της ΑΣΣΟΕ. Κατά την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο βρισκόταν μέσα σε αυτό και περιγράφει τις σκηνές πριν και μετά από αυτό. Τέλος, σχολιάζει ορισμένα δημόσια πρόσωπα και πολιτικές παρατάξεις που κατά τη γνώμη του τα χρόνια που ακολούθησαν εκμεταλλεύτηκαν την Εξέγερση και τη συμμετοχή τους σε αυτή.
Αφηγητές/τριες
Νικόλαος Θεοδώρου
Ερευνητές/τριες
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΡΑΪΣΚΟΥ
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/08/2022
Διάρκεια
56'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο Νίκος Θεοδώρου στην αφήγησή του αναπτύσσει δύο κεντρικές θεματικές, τα παιδικά του χρόνια στη γειτονιά του Αγ. Ανδρέα στα Κάτω Πατήσια και την Εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ως παιδί θυμάται τις αλάνες, τις προβολές ταινιών του Δήμου Αθηναίων, και τα παιχνίδια που σκαρφίζονταν με τους συνομήλικούς του. Αναπολεί τη γειτονιά που έσφυζε από ζωή, εμπορικά μαγαζιά, ταβέρνες και κέντρα διασκέδασης. Στο δεύτερο μέρος της αφήγησης αναφέρεται στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, στην οποία έλαβε μέρος ως φοιτητής της ΑΣΣΟΕ. Κατά την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο βρισκόταν μέσα σε αυτό και περιγράφει τις σκηνές πριν και μετά από αυτό. Τέλος, σχολιάζει ορισμένα δημόσια πρόσωπα και πολιτικές παρατάξεις που κατά τη γνώμη του τα χρόνια που ακολούθησαν εκμεταλλεύτηκαν την Εξέγερση και τη συμμετοχή τους σε αυτή.
Αφηγητές/τριες
Νικόλαος Θεοδώρου
Ερευνητές/τριες
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΡΑΪΣΚΟΥ
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/08/2022
Διάρκεια
56'