© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Οι «βαρύμαγκες» του Περιστερίου: Βουτιά στην τοπική ιστορία από μια βέρα Περιστεριώτισσα

Κωδικός Ιστορίας
23058
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Βασιλική Πανταζή (Β.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
04/09/2022
Ερευνητής/τρια
Κωνσταντίνα Τσιακαλάκη (Κ.Τ.)

[00:00:00]

Κ.Τ.:

Καλημέρα. Ονομάζομαι Τσιακαλάκη Κωνσταντίνα, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima και σήμερα 5 Σεπτεμβρίου του 2022 βρισκόμαστε στο Περιστέρι. Θα μας πείτε το όνομά σας;

Β.Π.:

Καλημέρα σας. Είμαι η Βασιλική Πανταζή και μένω στο Περιστέρι.

Κ.Τ.:

Πείτε μας λίγα λόγια για τη ζωή σας.

Β.Π.:

Εγώ έχω γεννηθεί το 1943 από γονείς στη μεσαία τάξη τότε. Ο ένας ήτανε τσαγκάρης, η άλλη ήταν κορδελιάστρα. Και γνωριστήκανε, παντρευτήκανε, μετά γεννήθηκα εγώ. Πήρανε εδώ το σπίτι, το οικόπεδο το ’38, το ‘43 με γεννήσανε. Μετά από 7 χρόνια κάνανε τον αδελφό μου και τα παιδικά μας τα χρόνια ήταν φτωχικά μεν, αλλά καλά. Δεν μας έλειπε τίποτα. Έρχονταν στιγμές που το πορτοκάλι το κόβαμε και στα δύο για να μας το δώσει η μαμά και μετά τη φλούδα την τρώγανε οι δυο τους! Εγώ τους έβλεπα τώρα γιατί ήμουνα και πιο μεγάλη και καταλάβαινα. Εδώ πέρα βέβαια στο Περιστέρι δεν ήταν έτσι όπως ήταν, ο Αγιαντώνης και η Ευαγγελίστρια ήταν όλο παράγκες. Από κει απ’ το Μπουρνάζι -τώρα που έχουν μαζευτεί όλες οι καφετέριες- ήταν ένα ρέμα μεγάλο και πιο πέρα είχανε στάχυα, παπαρούνες, έτσι ήτανε όλο χωράφι. Και η μαμά μου κάθε πρωί μας έβαζε σε ένα καλαθάκι πλεκτό το ψωμάκι μας, με το βουτυράκι μας, με το μέλι –όχι μάλλον μερέντα ήταν, κάτι τέτοιο- και μας το ‘δινε και τον έπαιρνα εγώ από το χέρι του αδερφού μου και πηγαίναμε εκεί και καθόμαστε. Και καθόμαστε ήσυχα παιδιά. Ε, και μετά το τρώγαμε και ερχόμαστε. Αυτή ήταν η βόλτα μας. Πολλές φορές όμως βγαίναμε το πρωί και απόγευμα και πηγαίναμε, κάναμε αγάλματα, παίζαμε αμάδες, κρυφτό, δεν περνάς κυρά-Μαρία, τέτοια παιδικά όλα. Και η ζωή μας ήταν έτσι. Μεγαλώνοντας ο αδερφός μου πήγε σχολείο και μου έβαζε η μάνα μου να τον διαβάζω. Για μία στιγμή φωνάζει η δασκάλα τη μάνα μου και της λέει: «Δεν μου λέτε κυρία Κοτροκόη -Κοτροκόη λέγεται το πατρικό μου-, αυτά τα αποτελέσματα που γράφει ο γιος σας δεν είναι ο γραφικός χαρακτήρας –λέει- του γιού σας». Και τα ΄γραφα εγώ, γιατί με έβαζε η μαμά μου για να τα γράφω και μετά για να παίξω. Κι έφευγα. Ή μερικές φορές μου έδινε το ψωμάκι, το βούτυρο με τη ζαχαρούλα να του το δίνω και εγώ του πέταγα στο δρόμο για να παίζουμε! Γιατί δεν ήθελε εκείνος, και εγώ άλλο που δεν ήθελα. Στο σχολείο, εντάξει, δεν μπορώ να πω, καλή ήμουνα στο δημοτικό. Ήμουνα και σημαιοφόρος και μία χαρά ήτανε. Λίγο ζωηρούλα ήμουνα. Μεγαλώσαμε φτωχικά, αλλά δεν μας έλειψε, να πεινάσουμε, να κάνουμε, βγαίναμε και το έξω λιγάκι, ξέρω ‘γω. Μετά πήγα στο γυμνάσιο. Στο γυμνάσιο ο πατέρας μου δεν ήθελε εδώ πέρα, ήθελε στην Αθήνα και πήγα στην Εμπορική. Έκατσα εκεί, εκεί το έβγαλα. Πολύ ζωηρή. Τα δύο τελευταία θρανία ως συνήθως που καθόμαστε έβγαιναν έξω συνέχεια! Αλλά εντάξει σιγά, σιγά, σιγά το ‘βγαλα. Και μετά ήθελα τους μεγάλους έρωτες. Έτυχε να τον δω το σύζυγο στην εκκλησία - αυτό πρέπει να γραφτεί στην ιστορία! Ε, σιγά-σιγά, τότε ήμουνα βέβαια όταν τον είδα 15, καμία σχέση με τα τωρινά, ούτε χέρι δεν είχε απλώσει, ούτε καν. Αλλά έτσι είχαμε την ιδέα πως είμαστε... Και δίπλα μας πιο πέρα στη γωνία ήταν ένα jukebox, ο Σελδώνας. Και μου ‘βαζε ένα τραγούδι και τ’ άκουγα εγώ απ’ το σπίτι κι έβγαινα. Ήτανε έτσι, να βλεπόμαστε μόνο. Πέρασαν τα χρόνια μας. Δούλευα ως βοηθός λογιστού μετά που έβγαλα το σχολείο. Μετά ο πατέρας μου ήθελε να με στείλει στον Καναδά, γιατί με ένα φαρμακοποιό του ‘κανε μία ξαδέλφη του ένα προξενιό. Αλλά εγώ δεν ήθελα. Είχα τον μέλλων σύζυγο και του το ‘πα κι ήρθε και με ζήτησε[00:05:00]. Να σας πω όμως ότι το Περιστέρι ήτανε οι παράγκες. Τότε επί Φρειδερίκης, είχε έρθει η Φρειδερίκη και είχε δώσει στα άπορα κορίτσα βιβλιάριο. Και ήρθε και μία φορά και ο Παπάγος. Ναι. Και τέλος πάντων μετά, επί Χούντας, με τον Παπαδόπουλο, γκρέμισε όλες τις παράγκες. Η αλήθεια είναι ότι είχα μία θεία, αδερφή της μητέρας μου, στις παράγκες, που περνάγαμε κάθε φορά που πηγαίναμε να τη δούμε. Γινότανε κάτι το οποίο δεν ήταν πρέπον, δηλαδή εκεί γινόντουσαν όλα… Ναι μεν καλοί άνθρωποι, αλλά θέλανε-δε θέλανε και θα τσακωθούν, και το ένα, και το άλλο. Ή είχανε μία τουαλέτα και πηγαίνανε όλοι και στο δρόμο ήταν συνέχεια το βράδυ… Δεν μπορούμε να τα πούμε αυτά, τέλος πάντων. Και επί Παπαδόπουλου τα γκρέμισαν αυτά, κάνανε τις πολυκατοικίες τώρα που ζούνε. Και να σας πω, μπροστά στο σπίτι μου, που μένω Σμύρνης, ήταν μεγάλο ποτάμι, μεγάλο, που πήγαινε στον Κηφισό. Και με τις πλημμύρες που όταν γινόντουσαν κατέβαιναν από πάνω γεμάτο… Τι ντουλάπες -τότε που δεν είχαμε προφύλαξη από τίποτα-, φεύγανε όλα τα προικιά και κατέβαιναν στον Άγιο Αντώνη και μετά πήγαιναν στον Κηφισό! Και γινόταν όλο πλημμύρες εκεί και πνιγμούς στις αρχές. Αλλά μετά που το ΄κλεισε, εντάξει, ησυχάσαμε λιγάκι. Η ζωή μου, εντάξει, μετά που παντρεύτηκα, ο άντρας μου ήταν τορναδόρος. Ήταν ωραία η ζωή. Με αγάπαγε, τον αγάπαγα, 56 χρόνια ζήσαμε μαζί. Κάναμε δύο παιδάκια. Πήγανε, σπουδάσανε και τα παιδιά μου, δόξα σοι ο Θεός. Έτυχε να «φύγει» ο σύζυγος το ’12. Ε, βέβαια μετά ήμουνα λιγάκι δύο χρόνια πολύ… Ούτε ήθελα να βγω, πήγαινα όλη την ώρα στο νεκροταφείο. Νόμιζα ότι κάτι έκανα, γιατί μου λέει η κόρη μου: «Μαμά να πηγαίνεις, αλλά σου μιλάει;». Λέω: «Όχι, αλλά νομίζω κάτι κάνω». Μετά από τα δύο χρόνια μου λέει η κόρη μου: «Μαμά, γιατί δεν πας στο Κ.Α.Π.Η.;». Λέω: «Βρε παιδάκι μου, ξέρω εγώ, στο Κ.Α.Π.Η...». Γιατί, πήγαινε η μαμά μου πολύ και έκαναν πολύ ωραίες εκδρομές, πέρναγαν η ώρα τους, τραγούδια, γιορτές. Και δείλιασα στην αρχή αλλά μετά μου λέει η κόρη μου: «Όχι, να πας». Και έτσι αποφάσισα να έρθω στο Κ.Α.Π.Η. Κώστα Βάρναλη, στο 3ο ΚΕ.ΦΙ. μετά το είπαμε. Γιατί τώρα εμείς τι είμαστε; Κ.Α.Π.Η.; Δεν είμαστε μεγάλοι άνθρωποι, είμαστε όλο κέφι! Και εδώ πέρα στις αρχές ερχόμουνα να πιω το καφεδάκι μου στο τραπέζι. Εντάξει ήμουνα κάπως μαζεμένο παιδί, ξέρω εγώ, κοίταγα τους άλλους. Και έρχονται δύο κυρίες μία μέρα και μου λένε: «Βασούλα, γιατί δεν ανεβαίνεις απάνω; Έχουμε χορωδία». Λέω: «Εγώ τι να κάνω; Δεν έχω ωραία φωνή». «Όχι γιατί; Εμείς έχουμε καλύτερη;» Και ανέβηκα πάνω και από τότε όταν ανέβηκα πάνω άρχισα και εγώ και ζω πάλι σαν άνθρωπος, και όλα καλά και όλα ευτυχισμένα. Τώρα, η ζωή μου σου έχω πει. Με τον άντρα μου πέρασα πάρα πολύ ωραία. Πηγαίναμε και στα θέατρα, και σινεμά, και ταβερνούλα. Κάναμε πολλά τραπέζια. Και τραπέζια κι εμείς, αλλά πηγαίναμε και στους άλλους. Αλλά από τότε μεγαλώνοντας κάθε ένας, παντρεύονται τα παιδιά του, κάνουν συμπεθέρους καινούργιους και απομακρυνθήκαμε. Έτσι και με τα ξαδέλφια μου. Με τα ξαδέρφια μου τώρα συναντιόμαστε στα βαφτίσια, -έξω και μακριά- στις κηδείες… Έτσι, όταν μεγαλώνει ο άνθρωπος απομακρύνεται γιατί έχει κάθε ένας τις δικές του σκοτούρες, τα δικά του, τα εγγόνια να μεγαλώνουνε. Εγώ είχα την ευτυχία να μη μεγαλώσω εγγόνια γιατί η κόρη μου έτυχε να μη δουλεύει και έτσι… Ο άντρας της είναι στρατιωτικός και ήταν στη Μύκονο όταν γέννησε, και έτσι δεν είχα προβλήματα. Εν ολίγοις, έχω περάσει ωραία τη ζωή μου και είμαι ευχαριστημένη. Βέβαια τώρα είμαι σε μία ηλικία, αλλά θέλω να ζήσω, γιατί θέλω να ζήσω. [00:10:00]Γιατί η ζωή είναι ωραία! Ε, φτάνει μην πάθει κάτι το μυαλουδάκι μου και τα ποδαράκια μου!

Κ.Τ.:

Πώς ήταν να μεγαλώνει κανείς στο Περιστέρι εκείνη την εποχή;

Β.Π.:

Ωραία. Αυτό το αθώο που είχαμε, το παιδικό, αυτό το παλιό. Να φανταστείτε ότι κάποτε οι γονείς μου -είχαμε αυλή μέσα στο σπίτι μας- με είχανε δέσει σε ένα δέντρο γιατί κάτι είχα κάνει, με κλωστή του ραψίματος. Και δεν κουνιόμουνα! Τόσο ήμουνα αθώο παιδί. Και καθόντουσαν και με κοιτάγανε λέει και γελάγανε. Γιατί: «Κοίτα –λέει- κοίτα η κόρη μας!». Έτσι, αθώα πράγματα μεγαλώναμε. Και δεν είναι τώρα αυτά που βλέπω. Βέβαια, δεν τα κατηγορώ, γιατί προχωρώντας εξελίσσεται ο κόσμος και έτσι είναι, αλλά αλλιώτικα έζησα εγώ, αλλιώτικα έζησε η κόρη μου, αλλιώτικα η εγγόνα μου κι όταν της λέω κάτι τώρα της εγγόνας μου λέει: «Έλα καλέ γιαγιά, άλλες εποχές αυτές». Τώρα… Ήτανε στο σχολείο με τα μπλε ποδίτσες και με τα άσπρα γιακαδάκια. Ήτανε κάπως αλλιώτικα. Και επειδή έζησε και η κόρη μου λίγο αυτό, εμένα μου άρεσε καλύτερα. Γιατί τώρα έρχονται από όλες τις τάξεις στα σχολεία. Η μία η πλούσια θα βάλει τη μάρκα, η άλλη δεν έχει, και απαιτεί από τη μάνα, η οποία δουλεύει, ξενοδουλεύει, χτυπιέται για να της πάρει μία μάρκα ρούχο. Δεν είναι σωστό αυτό που βλέπω. Τώρα για μένα. Για τον άλλο κόσμο δεν ξέρω. Οι δασκάλοι βέβαια είχανε και τη βιτσούλα, τώρα βέβαια δεν επιτρέπεται! Αλλά εντάξει, είχαμε μάθει σε άλλο ρυθμό, σε άλλο… Και να μην πηγαίναμε πουθενά τότε δεν μας ένοιαζε. Ενώ τώρα, τους νοιάζει και παίρνουνε και λεφτά, σου λέει: «Θέλω να βγω έξω, στην καφετέρια!». Ξέχασα να σας πω ότι παλιά που ήμουνα μικρό και εγώ, έβγαινα -με τη μάνα μου πάντα- και με τις φίλες μου -αλλά με τις μάνες τους- και από την Ευαγγελίστρια μέχρι τον Άγιο Αντώνη, ήταν το «νυφοπάζαρο». Δηλαδή πηγαινοερχόμαστε, κάναμε βόλτες, τα αγόρια και τα κορίτσα, και λεγότανε «νυφοπάζαρο». Ξέρεις, ο ένας κοίταγε τον άλλονε. Και εμένα τότε, το αγόρι μου, καθόντουσαν στα καφενεία και μας κοιτάγανε και έτσι περνάγαμε την ώρα μας. Τώρα βέβαια είναι αλλιώτικα. Τρώγαμε το λουκουμά μας και αυτό που μας έβγαζαν οι γονείς μας, το ευχαριστιόμαστε γιατί λέγαμε: «Έτσι είναι». Ενώ τώρα θέλουν άλλα πράγματα, πολλά, πολλά, πολλά. Γιατί θέλουν και τη διασκέδαση, και το έξω, θέλουνε να χορεύουνε στα μπαρ και στο ένα… Εντάξει, δεν τους κακολογώ, αλλά τώρα είναι αλλιώτικη η ζωή, εγώ δεν μπορώ να έρθω. Μερικές φορές μου λέει ο εγγονός μου: «Γιαγιά έλα θα σε πάρω να πάμε σε ένα μπαρ». «Τι να το κάνω εγώ παιδάκι μου, να έρθω εγώ;». «Όχι -μου λέει- δε θα σε κοροϊδεύουν, ίσα-ίσα». Καταλαβαίνετε; Έχω και την κοροϊδία των εγγονών μου, τι να κάνουμε, αυτά έχει η ζωή.

Κ.Τ.:

Ποια είναι η εικόνα σας από τη γειτονιά τότε;-

Β.Π.:

Α, ναι-

Κ.Τ.:

Μπορείτε να μας περιγράψετε;

Β.Π.:

Αυτό ήτανε πολύ ωραίο. Γιατί σας είπα, μπορεί να ήμαστε αστική τάξη, αλλά κάθε απόγευμα βγαίναμε, βγάζαμε το τραπεζάκι έξω, με τις καρεκλίτσες, ερχόταν όλη η γειτονιά. Σήμερα εγώ, αύριο ο διπλανός, και φέρναμε όλοι αυτό που είχαμε. Ή και μία φετούλα ψωμάκι να είχε ένας, θα το ‘φερνε. Έτσι διασκεδάζαμε. Περνάγαμε νομίζω πιο αγαπημένοι, πιο ωραία. Τα παιδιά ήταν, γεμάτο χαρά γύρω-γύρω. Βλέπαμε το τόπι, το σκοινάκι… Eνώ τώρα είναι αλλιώτικα, αυτά δεν υπάρχουνε. Και λυπάμαι που το λέω, αλλά και αυτή όμως τώρα είναι η καινούργια γενιά.

Κ.Τ.:

Υπήρχε φτώχεια εκείνη την εποχή;

Β.Π.:

Υπήρχε, υπήρχε. Και εγώ σας λέω, αυτό το λίγο δεν πείνασα. Αλλά υπήρχαν σε άλλα σπίτια που υπήρχε, γιατί ήτανε μετά κι ο πόλεμος, γιατί εγώ έτυχα τότε. [00:15:00]Κι όσο να ‘ναι μετά άρχισε κι εξελισσόταν ο άνθρωπος, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά. Δόξα σοι ο Θεός τώρα όλοι έχουνε τακτοποιηθεί στη γειτονιά. Βέβαια άλλοι έχουν συγχωρεθεί, εγώ μόνον επιζώ, δεν μπορώ, εντάξει, έτυχε! Και κάνα δυο-τρεις άλλοι είναι. Αλλά ήταν αλλιώτικα σας λέω. Η φτώχεια. Αλλά και ποτέ δεν έλεγε κανένας ότι: «Πεινάω». Όχι, ήμαστε περήφανοι. Φτωχοί αλλά υπερήφανοι ήμασταν τότε. Και περνάγαμε και πιο ωραία. Μα, σας είπα, ότι το πορτοκάλι που… το μήλο στα τέσσερα, ήταν αλλιώτικα. Αλλιώτικα όλα, όλα, όλα. Και ούτε λέγαμε… Και η πορτοκαλάδα που πηγαίναμε να πιούμε στο καφενείο ή οτιδήποτε ήτανε, «Ου –λέγαμε-, περάσαμε σήμερα υπέροχα!». Ήτανε κάτι που εδώ τώρα δεν μπορεί βέβαια να το ξαναγυρίσουμε αυτό, και καλύτερα. Τώρα αλλάζουν οι εποχές, αλλά εντάξει. Γιατί, να σας πω και κάτι που εμένα με πειράζει πάρα πολύ αυτό. Βεάκη, είναι μία οδός που είναι όλο οι καφετέριες και τυχαίνει και περνάω πολλές φορές από κει. Κοιτάω, όλοι είναι με ένα κινητό! Και βγαίνει τώρα με το κορίτσι του και η άλλη με το αγόρι της. Δεν κάθονται να κοιταχτούν στα μάτια, να πιάσουν το χεράκι, να μιλήσουνε. Κοιτάνε εκεί, δεν ξέρω τι κάνουν εκεί πέρα με αυτό το πράγμα, συνέχεια, συνέχεια. Ναι, να το χρησιμοποιείς το κινητό, αλλά όχι όταν βγαίνεις με το αγόρι σου, με το κορίτσι σου. Αυτό δεν μου αρέσει. Βλέπεις όλα τα παιδιά αυτή δουλειά γίνεται. Εντάξει.

Κ.Τ.:

Και πώς ήταν η ζωή για τις γυναίκες τότε;

Β.Π.:

Με τις ρόμπες συνέχεια! Βέβαια ο πατέρας μου δεν ήτανε δυνάστης, προς Θεού. Αλλά υπήρχε και σε σπίτι που έχω πάει –οι οποίοι τώρα έχουν κάνει τριώροφο-, αλλά τότε που έμπαινε μέσα, είχε κουρελού κουρτίνα, πόρτα! Ναι. Τώρα έτυχε να έχουν κάτι οικοπεδάκια εκεί τα πούλησαν και ‘καναν αυτό. Και μπράβο τους και με χαρά τους. Αλλά σας λέω, τότε… Και θυμάμαι ότι, ό,τι τηγανίζανε, ό,τι κάνανε, ό,τι μαγειρεύανε λέγανε: «Έλα -το ένα-, έλα –το άλλο-» και δίναμε ο ένας στον άλλονε. Τώρα, βέβαια, στις πολυκατοικίες ούτε ξέρει ο ένας τι είναι αυτό ο άλλος, ούτε αν είσαι καλά. Ή πες πώς έπεσες, πες πως κάτι. Δεν σου δίνουνε σημασία. Ενώ πρώτα δίναμε, δίναμε πολλή. Μία φορά έλειπα και η μαμά μου κάτι είχε πάθει και όταν γύρισα μέσα η αυλή μας είχε γεμίσει κόσμο. Και λέω: «Τι έγινε;». Γιατί κάτι είπε και ήρθαν όλη η γειτονιά. Τώρα και να φωνάξουμε, δεν μας ακούει κανένας. Εγώ βέβαια έχω την ευτυχία ακόμα και ζω στη μονοκατοικία με αυλή. Είχα πει τότε στον άντρα μου: «Να δώσεις αντιπαροχή». Ο άντρας μου το είχε πει, ψέματα λέω. Και είπα: «Άμα πεθάνω να το δώσετε. Όσο ζω, θέλω εδώ μέσα να ζήσω». Γιατί μ’ αρέσει, μ’ αρέσει, μ’ αρέσει.

Κ.Τ.:

Και προχωράνε τα χρόνια. Θυμάστε τίποτα από την εποχή της Δικτατορίας; 

Β.Π.:

Ναι. Θυμάμαι ότι είχε ένας φόβος στα πρόσωπα ολονώνε. Τότε είχε κάνει και επιστράτευση. Κι ο άντρας μου θύμωσε γιατί δεν τον είχανε καλέσει! Και του ‘λεγα: «Βρε παιδί μου, εδώ…». Ήθελε να πάει κι εκείνος. Και στις 9 η ώρα σταματάγαν όλα. Και μάλιστα μια φορά ο άντρας μου –γιατί είναι γωνία το σπίτι μας- κι είχε βγει στη γωνία και πέρασαν η αστυνομία και τους κάνανε παρατήρηση και μπήκανε μέσα. Δηλαδή είχαμε πολύ φόβο, τρόμο, και να σας πω και κάτι; Πιο κάτω στη γειτονιά μας υπήρχανε κι άνθρωποι που τους πιάσανε. Κι ήρθανε ολόκληρος στρατός για να πιάσει τώρα έναν άνθρωπο. Η μία τη γλίτωσε γιατί πήγε σε μία άλλη γειτόνισσα και κρύφτηκε. Ο άλλος δεν μπόρεσε. Αλλά θέλω να σας πω ότι υπήρχε όλο τρομαγμένα μάτια. Άλλοι μέχρι τώρα λέει: «Αχ και να ‘χαμε τον Παπαδόπουλο». Έτσι το πιστεύουν, έτσι λένε. Αυτό δεν μπορείς να τους το αλλάξεις όμως μέχρι τώρα. Και να τσακωθείς, και να αυτώσεις, και να έχεις αντιρρήσεις, όχι. Δεν καταλαβαίνουν. Και: «Όχι –λέει- ο Παπαδόπουλος…». Εντάξει, ας έκανε αυτό, μη σταματάτε μόνο εκεί, κι άλλα πράγματα υπάρχουνε.

Κ.Τ.:

Τότε είχε διχαστεί ο κόσμος;

Β.Π.:

Πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ. Ναι, είχε διχαστεί[00:20:00] και γινόντουσαν καυγάδες, και φωνές, και το ένα, και το άλλο. Ο άντρας μου δεν μίλαγε, προσπαθούσε να έχει μία ουδέτερη θέση. Γιατί; Γιατί δεν ήξερες και τι ποιόν έχει ο διπλανός σου και τι είναι και τι θα πει! Δεν ξέρεις! Μπορεί να έλεγε τέτοιο και εννοούσε άλλο. Σας είπα, ο ένας φοβόταν τον άλλονε. Άλλοι μπορούσαν και μιλάγανε ελεύθερα και μπράβο τους, άλλοι όχι. Μετά όμως σιγά-σιγά ο κόσμος άρχισε και ξεθάρρευε λιγάκι, λιγάκι, λιγάκι. Και μετά άρχισε και φώναζε, γινόντουσαν και διάφορες συζητήσεις. Και εντωμεταξύ, απέναντί μας είχαμε ένα θεατράκι το οποίο το λέγανε «Πέραν», το οποίο ήτανε το θεατράκι ερχόντουσαν κι ηθοποιοί, παίζανε διάφορα σκετς. Μετά ήρθε ο Θεοδωράκης και έλεγε τραγούδια, η νεολαία… Δηλαδή σιγά, σιγά, σιγά, έμπαινε ο κόσμος. Στις αρχές βέβαια είχε πολύ φόβο, αλλά σιγά-σιγά είδαμε τον έναν, τον άλλον και ξεθαρρευτήκαμε λιγάκι και τα καταφέραμε.

Κ.Τ.:

Φτάσαμε στο Πολυτεχνείο. Από αυτές τις μέρες θυμάστε τίποτα;

Β.Π.:

Θυμάμαι όπως σας είπα με το θεατράκι, είχα έξω την αυλή και το ένα μου το κορίτσι ήτανε πολύ μικρό. Και είχα βγει στην αυλή και έτυχε να’ ναι και ο άντρας μου εκεί, και άκουγα «μπαμ-μπαμ». Εγώ του λέω: «Παύλο, τι φτιάχνουνε πάλι στη σκηνή;». Νόμιζα ότι καρφώνανε! «Τι λες παιδάκι μου –μου λέει-, δεν είναι αυτό κάρφωμα». Και μετά ακούσαμε πως γινόταν η εξέγερση! Και δεν σας κρύβω ότι ο άντρας μου με έναν άλλο του φίλο πήγανε προς τα εκεί. Αλλά δεν ‘φτάσαν μέσα εκεί πέρα που γινότανε, γιατί είδανε και τα τανκς, είδανε και τις φωνές, είδανε και ξύλο, είδαν και ματώματα, είδαν πολλά πράγματα. Αλλά φοβηθήκανε -σας το λέω- και γυρίσανε πίσω. Αλλά αυτά που έπρεπε να δουν τα είδανε. Και με το τανκς και τα τέτοια, τα βλέπαμε μετά στην τηλεόραση. Εγώ μία φορά είχα πάει στο ΙΚΑ και ήταν μία κυρία δίπλα μου και συζητάγαμε. Και κάτι είπαμε για το Πολυτεχνείο και μου λέει: «Το παιδί μου ήταν εκεί με το τανκς». Το οποίο το πάτησαν και το θάψανε στου Ζωγράφου, μαζί με άλλους. «Βέβαια -μου λέει- δεν με αφήνουν να το πω, αλλά επειδή σε βλέπω μου λέει -επειδή ξανοίχτηκα κι εγώ και της είπα μερικά πράγματα και μου το ‘πε- με το ζόρι πάω και με φόβο, να ξέρω πού είναι το παιδί μου και να μην μπορώ», μου λέει. Δυστυχώς υπήρχαν και αυτά πολλά, πολλά, πολλά, πολλά.

Κ.Τ.:

Ποια ήταν τα συναισθήματά σας μετά από αυτή τη μεγάλη αλλαγή;

Β.Π.:

Προς το καλύτερο! Και ποιος δεν ευχαριστήθηκε αυτό το πράγμα; Σας λέω, μέχρι τώρα είχα και πολλούς συγγενείς που το υπερασπιζόντουσαν αυτό το πράγμα. Ή λέγανε στα τραπέζια που πηγαίναμε πρώτα, λέγανε πως δεν έπεσε ούτε τίποτα, ούτε μία βρισιά! Τι να τους πεις τώρα; Αφού αυτοί σκοτωνόμαστε, τσακωνόμαστε, αλλά το μυαλό τους ήταν αυτό. Δεν το παραδεχόντουσαν δυστυχώς, είμαστε μερικοί… Όχι, το κεφάλι μας είναι αυτό, είναι ο ελληνικός λαός πάντα, που δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ.

Κ.Τ.:

Και πώς ήταν η ζωή στο Περιστέρι τη δεκαετία του ’70;

Β.Π.:

Το ’70… Το ‘70 έκανα και το γιο μου. Ωραία, εντάξει. Άρχιζε και άνθιζε. Εκεί που γέννησα τον γιο μου, στον Ζακόπουλο –γιατί εγώ είμαι γέννημα και θρέμμα στο Περιστέρι-, έχει γίνει τώρα μία καφετέρια, το Enzzo. Βέβαια δεν ήταν όλα αυτά, οι δρόμοι, τα τέτοια. Σιγά-σιγά, επί εποχή Φωλόπουλου, επειδή ήταν ο αριστερός ο δήμαρχός μας δεν τον θέλανε και δεν τον επιδοτούσανε να φτιάξει κάτι. Μετά ήρθε ο Δημητρακόπουλος, ήρθαν κι άλλοι. Και τώρα επί εποχή Παχατουρίδη πολύ έχει ανθίσει το Περιστέρι όλο. Μία φορά -θα σας πω κάτι, κάτσε γιατί γύρισα και λίγο πίσω-, είχα πάει στην Αθήνα και σηκώνω [00:25:00]το χέρι μου και σταματάει ένα ταξί και του λέω: «Στο Περιστέρι». «Α» μου λέει. Λέω: «Γιατί καλέ, τι έχει το Περιστέρι;». «Α -μου λέει-, όλοι οι αριστεροί είσαστε», γιατί τότε είχαμε βγάλει το όνομα ότι είμαστε αριστεροί. Και όντως, έβγαινε πάντα το αριστερό ακόμα πιο πολύ. Και τσακώθηκα μάλιστα με τον οδηγό. Εν πάση περιπτώσει, ήρθα στο σπίτι μου σώα! Μετά, τώρα με τον δήμαρχο πάω για μπάνιο ή πάω, και μου λέει: «Πού μένεις; Στο Περιστέρι; Α, έχετε τον καλύτερο δήμαρχο». Έχουμε ακουστεί τώρα λόγω του δημάρχου μας. Και το οποίο το ‘χει βέβαια φτιάξει, μη λέω και ψέματα. Μας κοιτάει όλους, ό,τι και παράπονα έχουμε θα πάμε, θα το πούμε, θα κοιτάξει να το φτιάξει και κάπως τώρα έχουμε ανθίσει. Είναι μου φαίνεται και ο καλύτερος δήμαρχος και η καλύτερη περιοχή, όλα.

Κ.Τ.:

Πώς διασκέδαζε ο κόσμος αυτές τις δεκαετίες;

Β.Π.:

Να σας πω. Διασκέδαζε όχι όπως διασκεδάζει τώρα. Θα πήγαινε στην ταβερνούλα.Πρώτα, βέβαια αυτοί που είχαν και μπορούσανε πηγαίνανε σε μπουάτ. Γιατί πήγαινα εγώ με τον άντρα μου πολύ στην Πλάκα στη μπουάτ. Αυτό τους ευχαριστούσε τότε, αυτό το λίγο που κάνανε, δεν μένανε ποτέ παράπονα. Βέβαια δεν ξέρω, για μας λέω, για την οικογένεια και γύρω-γύρω που έβλεπα. Μπορεί άλλοι να είχανε περισσότερα χρήματα και να πηγαίνανε περισσότερα πράγματα. Αναλόγως με την τσέπη του καθενός.

Κ.Τ.:

Και με τη δεκαετία του ‘80 και την πολιτική αλλαγή πώς άλλαξαν τα πράγματα;

Β.Π.:

Τότε είχαμε βέβαια και πιο άνθηση. Κάπως και τα μεροκάματα ήταν πιο καλά, και ζούσε ο κόσμος, έβγαινε και πιο ωραία. Άλλαξαν εδώ πέρα όλα τα μαγαζιά, έβγαιναν, τους έβλεπα όλους, ευχαριστιόντουσαν δηλαδή. Και πιο ωραία φερνόντουσαν. Ερχόταν εδώ πέρα στο τέρμα, άνοιξε όλο το Περιστέρι κι η πλατεία που γύρισε και έγινε και αλλιώτικα. Γιατί πρώτα δεν ήτανε έτσι όπως είναι στην πλατεία Ευαγγελίστριας, ήταν αλλιώτικα. Κι ο δήμαρχος την άλλαξε όλη και ήταν όλα μία χαρά. Τώρα δεν ξέρω πόσες πενταετίες είναι ο δήμαρχος, αλλά είναι πολλές. Αλλά ήταν αλλιώτικα τα πράγματα, και κτίρια πολλά, καιδουλειά οι οικοδόμοι. Πρώτα οι οικοδόμοι όλη την ώρα βγάζανε τα πλακάκια. «Ψωμί-παιδεία-ελευθερία» φωνάζανε οι άνθρωποι, πεινάγανε κι είχανε και δίκαιο. Αλλά άμα δεν το κάνανε κι αυτά, δεν θα γινόντουσαν και αυτά που γίνονται τώρα.

Κ.Τ.:

Άρα το κλίμα ήτανε-

Β.Π.:

Ναι, ανέβαινε, ανέβαινε, σιγά-σιγά ανέβαινε το κλίμα.

Κ.Τ.:

Στιγμές του δικομματισμού θυμάστε; Δηλαδή πόλωση του κόσμου.

Β.Π.:

Ναι, ναι, έχω τύχει. Τότε ήταν ο δήμαρχος Δημητρακόπουλος. Και έχω τύχει σε συζήτηση που είχαν έρθει και τσακωθήκανε οι μεν και οι δε. Τον δείρανε! Μες στα μάτια μου! Κι ο άνθρωπος φέρθηκε πολύ ωραία και δε μίλησε καθόλου. Δηλαδή, τον δείρανε… Ξέρεις, τον σκουντάγανε, του δίνανε… Το οποίο είναι απαράδεκτο για μένα, εγώ σηκώθηκα κι έφυγα εκείνη την ώρα γιατί δεν μ’ άρεσε αυτό. Και βέβαια υπήρχε και τότε πολύ «Α, είσαι κουμμούνι», «Α, είσαι δεξιός φασίστας». Τότε που είχε βγει και ο Παπανδρέου ήταν αλλιώτικα. Φάγαμε ψωμάκι. Μου λένε ότι τώρα το πληρώνουμε. Ε, ναι αλλά τότε ο κόσμος το είχε ανάγκη. Και κάπως είχαμε ανθήσει και είχανε μπει και λεφτά στην τσέπη μας, δεν ήταν ας πούμε αυτό το μοιρολατρικό που λέγαμε: «Ωχ, δεν έχουμε και δεν μπορούμε να πάμε εκεί». Τότε ήμαστε αλλιώτικα, για αυτό και αρχίζαμε και βγαίναμε και κάναμε. Βέβαια εντάξει, ήταν η ακμή και η παρακμή. Τι να κάνουμε τώρα, δεν γίνονται όπως τα θέλουμε όλα. Και μέχρι τώρα νομίζω και όλοι πατάνε με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο όνομα του Παπανδρέου. Μη λέμε και ψέματα τώρα, εντάξει.

Κ.Τ.:

Θυμάστε κανένα χαρακτηριστικό μαγαζί του Περιστερίου εκείνη την εποχή; Πού σύχναζαν οι Περιστεριώτες;

Β.Π.:

Ναι, παλιά; Παλιά ήταν εδώ, Γκύζης λεγόταν, είχε λουκουμάδες. Είχε μετά πίσω σε πολλά στενά, ουζάκια, ουζερί. Μου [00:30:00]‘λεγε ο άντρας μου: «Έλα Βάσω, θα πάμε να φάμε». Φασόλια, αυτά, ήτανε καλαμαράκια… Πηγαίναμε σε κουτουκάκια, αλλά ήταν πολύ κουτουκάκια. Υπήρχε και ένα μαγαζί, ο «Δάφνης» είναι τώρα που έχει καλλυντικά και εκεί ήταν έτσι με μπουζουκάκι -οι βαρύμαγκες ας το πούμε- και το οποίο τραγούδαγε η Μπέλλου. Και πηγαίναμε γιατί είχα μία συγγενής μέσα εκεί του μαγαζιού, τότε του κουτουκιού αυτού. Και πήγαινα και την άκουγα και τραγούδαγε η Μπέλλου –αυτό είναι σαν παιδικό μέσα στο μυαλό μου, δηλαδή δεν μπορείς να μου το βγάλεις. Και στο τέλος την είδα μία φορά το Πάσχα και πούλαγε λαμπάδες. Και της λέει ο άντρας μου: «Βρε Σωτηρία…». Λέει: «Εδώ κατάντησα». Αλλά εντάξει, λίγο από το κεφάλι της, λίγο από το παίξιμο, λίγο από τα χαρτιά -γιατί έπαιζε χαρτιά πολύ. Αυτό το θυμάμαι. Και εδώ είχε πολλά στην Κολοκυνθού, πολλά έτσι μαγαζάκια. Και ο «Μαχαραγιάς» εδώ που είναι στο τέρμα του μετρό στην Ανθούπολη είναι απέναντι, γράφει «Μαχαραγιάς», το οποίο είναι έρημο βέβαια τώρα. Είχα πάει με τον άντρα μου και με τους γονείς μου και τραγουδάγαν εκεί πέρα και ήτανε μαγαζί με τραγουδιστές, ερχόντουσταν, ερχόντουσταν. Αυτά τα πράγματα έχουνε κλείσει τώρα, έχουνε φύγει, έχουνε βγει τώρα μοντέρνα. Τώρα βλέπεις τα νεαρά παιδιά δεν πάνε σε τέτοια, πάνε σε άλλα πράγματα. Το Μπουρνάζι είναι γεμάτο από τέτοια, το οποίο, χορταίνουν αυτά.

Κ.Τ.:

Θυμάστε καμία ενδιαφέρουσα ιστορία έτσι από κείνες τις βραδιές; Μας είπατε π.χ. ότι βλέπατε τη Σωτηρία Μπέλλου. Τι άλλο θυμάστε;

Β.Π.:

Ναι. Τότε ήταν οι βαρύμαγκες. Ξέρεις, που αυτό ήταν το πολύ βαρύ, το πολύ. Και να παίζουνε και το αυτό, να έχουνε πιει, να… Βέβαια, εγώ μικρή που τους κοίταγα, δεν καταλάβαινα τι γινότανε. Αυτό που ήτανε, κι ο Βαμβακάρης, και στου Βαμβακάρη το μαγαζί έτσι γινόντουσαν, σε όλα τέτοια. Αλλά τότε πηγαίναν ο κόσμος, τους άρεσε αυτό που πηγαίναμε. Ή πηγαίναμε απάνω, ήταν τα «Αραπάκια» και τραγούδαγαν τότε, και περνάγαμε πάρα πολύ ωραία. Δηλαδή ήτανε τραγουδιστές τώρα που έχουν αναδειχθεί εκεί! Όλοι βέβαια οι τραγουδιστές δεν ξεκινήσαν από ψηλά, από χάμω. Τραγουδάγανε και τότε αυτή ήταν η διασκέδασή μας. Όπου βρισκόμαστε δηλαδή, να ακούσουμε λίγο τραγουδάκι, να περνάει η ώρα μας. Άλλοι βέβαια, τα πολύ βαριά που θέλανε, άλλοι τα πιο ελαφριά. Αλλά εμάς, πηγαίναμε ολούθε, όπου μας καλάρεσε. Ή θυμάμαι τότε γινόντουσαν οι Απόκριες. Παλιά, ο πατέρας μου, πηγαίναμε στην Πλάκα κάθε φορά στις Απόκριες και βγάζανε τα άρματα, ντυμένοι… Τώρα ποτέ δεν έχω δει αυτό το πράγμα που γινόντουσταν. Κόσμος… Γινότανε ένα πράγμα στην Αιόλου! Όλο κόσμος, χαρτοπόλεμο, σερπαντίνες. Ήτανε τότε άλλη εποχή, αθώα. Το οποίο δεν μπορούμε να ζήσουμε τώρα ξανά αυτό το πράγμα. Δεν μπορούμε να το κάνουμε. Βέβαια μερικές φορές γίνεται και εδώ στις Απόκριες, αλλά τώρα το έχουνε κόψει, τώρα και με τον κορονοϊό τελειώσαμε.

Κ.Τ.:

Αυτοί οι βαρύμαγκες, ποιοι και πώς ήταν;

Β.Π.:

Πρώτα πρώτα φοράγανε ένα ζωνάρι εδώ, στη μέση. Το καπελάκι πάντα, το μουστάκι. Αλλά ξέρεις επειδή μας είχανε φοβίσει να μην πολυμιλάμε, γιατί ξέρεις με το παραμικρό θα βγάζανε... και μπορούσαν να σκοτώσουν και άνθρωπο! Και μου λέγανε: «Δεν θα λες τίποτα, ό,τι σου λένε θα λες “Ναι”». Εντάξει, δεν έχω μιλήσει και με πολλούς ανθρώπους, αλλά έβλεπα τους άλλους που συναναστρεφόντουσαν μαζί. Αλλά ήτανε και ωραίοι, πώς να σας το πω; Έτσι λαϊκοί άνθρωποι, να τους βλέπεις σαν εικόνα. Τώρα έχουνε βγει τα πιστόλια και τα τέτοια, αυτοί τότε δεν κάνανε κι αυτά που κάνου[00:35:00]ν τώρα. Τώρα με το παραμικρό βγάζει πιστόλι και κατηγοράγανε πρώτα τους βαρύμαγκους. Τώρα; Τι κάνουν οι άλλοι; Που σκοτώνουν με το πιστόλι; Είπαμε, αναλόγως την εποχή.

Κ.Τ.:

Μας είπατε ότι δουλέψατε ως βοηθός λογιστή. Θα μας μιλήσετε λίγο γι’ αυτό, πώς το βιώσατε ως γυναίκα που εργαζόταν τότε;

Β.Π.:

Ναι, δούλεψα τρία χρόνια. Γιατί βγάζοντας την Εμπορική έμαθα. Εκεί ήτανε 3ης Σεπτεμβρίου, το οποίο ήτανε 32 συνεταίροι σε αυτό το μαγαζί που δούλευα και ήμουν εγώ η μόνη γυναίκα. Ήταν όλοι άντρες εκεί πέρα. Εν πάση περιπτώσει, όλοι με προσέχανε βέβαια, μικρό κοριτσάκι ήμουνα. Πέρασα ωραία. Όλο και κάποιοι μου φέρνανε, ξέρεις, και το λουλουδάκι, και το αυτό. Εγώ εν τω μεταξύ το μυαλό μου ήτανε αλλού. Και όταν παντρεύτηκα που τους κάλεσα, ήρθαν όλοι. Ναι! Στο δρόμο που προχώραγα, γιατί εκεί Ζήνωνος εγώ κατέβαινα από το Περιστέρι. Και πήγαινα 3ης Σεπτεμβρίου. Ο κόσμος ήταν αλλιώτικα. Ήτανε ο μπανανάς στο δρόμο με το καρότσι, ήταν ο σουβλατζής, ήταν παρακάτω… Στο δρόμο ό,τι ήθελες έβλεπες. Ήταν άλλο. Τώρα δεν μπορείς να βρεις, εκεί πέρα τώρα είναι όλο βρωμιά που περνάω μερικές φορές. Γιατί λέω: «Από δω πέρναγα, κοίτα πως είναι τώρα». Και τώρα εδώ που είναι η παιδική χαρά, που είναι οι πρώην «Μούσες» -τώρα έχει αλλάξει όνομα-, απέναντι ήταν η παράγκα. Σχολείο, που πήγα εκεί νήπιο. Μετά έγινε στον Άγιο Αντώνη το σχολείο, το χτίσανε, και όταν κάναν τα εγκαίνια πήγα στην πρώτη τάξη εκεί. Τώρα βέβαια αυτά τα χρόνια τα παιδικά είναι αλλιώτικα, με τα καινούργια τώρα που βγαίνουν τα παιδάκια. Τότε τρέχαμε θυμάμαι, σκάμμα, τρέχαμε, κάναμε σκυταλοδρομίες. Τώρα αυτά δεν υπάρχουν στις αυλές του σχολείου.

Κ.Τ.:

Από την Εμπορική τι αναμνήσεις έχετε;

Β.Π.:

Ήταν θηλέων. Ήτανε Πλατεία Κάνιγγος, Θεμιστοκλέους εκεί το σχολείο μου. Ήταν όλο θηλέων, πάρα πολύ ωραία. Τότε βίωσα και την Ε.Ο.Κ.Α. με την Κύπρο. Μάλιστα έκανα και ένα ωραίο σκετς, κι ήμουνα η Κύπρος, και μου είχε κάνει ο πατέρας μου με χαρτόνι τις αλυσίδες και τις έσπασα στο τέλος. Ξέρεις τώρα… Ήτανε πάρα πολύ ωραία, βιώσαμε πάρα πολύ ωραία όλα τα κορίτσα. Τα οποία μερικά ακόμα μιλάμε, τηλεφωνιόμαστε. Βέβαια μεγαλώσαμε τώρα, αλλά εντάξει, προσπαθούμε να έχουμε. Παλιά, μικρές, κάναμε και συναντήσεις. Ήταν ωραία. Αυτά τα χρόνια τώρα εδώ, τα βλέπω τώρα με τα παιδιά μου, δεν μπορεί να είναι τα ίδια. Γιατί πρώτα στα διαλείμματα είχαμε την Ομόνοια, τώρα εδώ τσακώνονται, τα βλέπω. Εν τω μεταξύ είναι και τα μεικτά, μας φάγανε. Και καλά κάνανε. Εγώ θυμάμαι η κόρη μου όταν πρωτοπήγε σε μεικτό έκλαιγε. «Γιατί παιδάκι μου κλαις;». Λέει «Μαμά ρεύονται, κάνουν, αερίζονται, δεν μπορώ, κλαίω». Λέω: «Έτσι θα μάθεις από δω και πέρα». Είναι διαφορά, έχει άλλη διαφορά το μεικτό με το θηλέων. Πήγαινα και κατηχητικό! Πήγαινα στον Άγιο Αντώνη και πήγαινα, και μου βάζανε και ποιήματα, και κάθε φορά έκανα το ποίημά μου στην εκκλησία και χαρά εγώ τότε. Περνάγαμε αλλιώτικα.

Κ.Τ.:

Πότε παρατηρήσατε το Περιστέρι να αρχίζει να αλλάζει; Να γίνεται αυτό που γίνεται σήμερα;

Β.Π.:

Δεν μπορώ να πω, ότι με το γκρέμισμα της παράγκας, έδειξε αλλιώτικα, μη λέω ψέματα. Όποιος και να το έκανε αυτό κάπως μας αναβάθμισε, γιατί άλλο η παράγκα, άλλο το… Μετά σιγά-σιγά κοιτάγανε. Επί Φωλόπουλου δεν μπορούσε ο άνθρωπος να το κάνει, να κάνει τίποτα, γιατί δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Γιατί έτσι γίνεται, δεν μπορείς. Άμα είσαι αριστερός[00:40:00], είναι η άλλη κυβέρνηση η δεξιά, πώς να σε βοηθήσει; Θυμάμαι Φωλόπουλος ήτανε δήμαρχος, και ήταν απέναντί μας ένα μαγαζί και ερχότανε και δούλευε. Δούλευε γιατί; Για να βγάλει τα προς το ζην. Δε γινόταν αλλιώτικα. Σιγά-σιγά μετά άρχισε ο ένας ο δήμαρχος με τον άλλον κάπως και να ξεσυνερίζονται. «Εγώ θα κάνω αυτό, εγώ θα κάνω εκείνο». Και σιγά-σιγά άρχισε και αναβαθμιζότανε το Περιστέρι μας. Το οποίο σιγά-σιγά έχει γίνει τώρα εδώ αγνώριστο.

Κ.Τ.:

Η ζωή έχει αλλάξει;

Β.Π.:

Πολύ, πολύ, προς το καλύτερο. Βέβαια, υπάρχουν και τα καλά, και τα υπέρ, και τα κατά. Αλλά όπως το παίρνει ο καθένας. Γιατί τώρα δυστυχώς είναι και τα παιδιά που είναι αλλιώτικα μαθημένα και μπαίνουνε και σε διάφορα με τα ναρκωτικά. Δυστυχώς, δυστυχώς, δυστυχώς. Τα οποία, ναι μεν, μπορεί να σ’ αλλάζει κάτι ένας τόπος, αλλά έχεις και τα μέσα και τα έξω. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώτικα. Αυτά μερικές φορές τα βλέπω και η ψυχή μου πληγώνεται. Γιατί λέω: «Κοίτα πως καταντήσαμε!». Τα παιδιά, για τα παιδιά, εμείς οι μεγάλοι, άσε μας.

Κ.Τ.:

Θα μας μιλήσετε λίγο για τη δράση σας στο Κ.Α.Π.Η.;

Β.Π.:

Τώρα σε αυτό μπορεί να σου μιλήσουνε άλλοι για μένα, αλλά εντάξει. Έχω περάσει πολύ ωραία. Κάνουμε τραγούδια, χορωδία. Κάνουμε τεστ μνήμης, το οποίο μας βοηθάει πάρα πολύ, κάνουμε ωραίες χειρωνακτικές εργασίες, που κάνουμε βραχιόλια, διάφορα. Έρχεται η δασκάλα και μας κάνει διάφορα, με αγγειοπλαστική, με κλωστές, με οτιδήποτε μας μαθαίνουνε. Κάνουμε πολύ θέατρο. Πολύ θέατρο! Πάμε εκδρομές. Τώρα βέβαια έχει σταματήσει εδώ και τρία χρόνια, μας τα ‘χει κόψει όλα αυτά, αλλά έχουμε ευχαριστηθεί πάρα πολύ. Πρώτα κάναμε και δύο εβδομάδες «Μπάνια του λαού» που λέγανε. Περνάγαμε πάρα πολύ ωραία, γιατί μετά από το μπάνιο πηγαίναμε και πίναμε τα ουζάκια μας. Η ζωή στο ΚΕ.ΦΙ., το οποίο ονομάστηκε τώρα, είναι πάρα πολύ καλή. Δηλαδή μας δίνει ζωή! Βέβαια και εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε, ό,τι μας περνάει από το χέρι μας για να γίνει αυτό. Αλλά εγώ από τότε που μπήκα στο ΚΕ.ΦΙ., και ευχαριστώ όλους δίπλα μου, γιατί όλοι και οι μέσα αυτοί που δουλεύουν, όπως είναι ο κύριος Χάρης, η κυρία Χαρούλα, η κυρία Έφη, μας δίνουν και αυτοί κουράγιο και ζωή και αυτά. Και όλοι που είναι δίπλα μας, όλοι ο ένας με τον άλλονε. Και μέχρι τώρα βγαίνουμε, ας μην είμαστε τώρα εδώ. Βγαίνουμε έξω. Και όλοι συναντιόμαστε και θα πιούμε και τον καφέ, και το γλυκό, και την μπυρίτσα μας, και το μεζεδάκι μας και δεν μας λείπει τίποτα! Και κάνουμε και εκδρομές μόνοι μας τώρα. Τι να κάνουμε; Πρέπει να στηριχθούμε κι εμείς κάπου. Γιατί ο μεγάλος ο άνθρωπος, κακά τα ψέματα, θέλει παρέα. Και ειδικά όταν είσαι μόνος σου, μπορεί να γυρνάς όλη μέρα. Το βράδυ μόνος τώρα σε τέσσερις τοίχους, είναι λίγο άσχημο. «Ναι, καλημέρα τοίχε, καληνύχτα». Ε, γι’ αυτό και αποφασίσαμε. Να σας πω, δεν είμαστε πολλοί χήρες, αλλά έχουμε αυτό το καλό που μας καλούν όλοι τα αντρόγυνα που είναι, και τους ευχαριστούμε γι’ αυτό. Γιατί μαζί τους ζούμε και εμείς κάτι που ευχαριστιόμαστε και εμείς, όλοι μαζί. Ναι, ναι, γλεντάμε πολύ ωραία! Εδώ όμως έχουμε κάνει πάρα πολλά, και χορούς και γιορτές αγιασμούς. Είχα ντυθεί παπάς και ένας δίπλα μου έκανε με βασιλικό και το άγιαζε τον… Μετά, του Αγίου Βασιλείου, Άγιος Βασίλης, μοιράζαμε δώρα. Γίνεται πάντα εδώ πέρα γιορτή, χαρά, τραγούδια, γλέντι, είναι το ωραιότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί! Δηλαδή ανασαίνει η ψυχή μας ολονώνε! Γιατί μπαίνοντας μέσα ανοίγει η ψυχή μας. Και να είμαστε στεναχωρημένοι, εδώ θα βρούμε την αυτή να χαμογελάσουμε. Πάντα.

Κ.Τ.:

Θυμάστε καμία ωραία ιστορία απ’ όλες αυτές τις δράσεις; Κάτι που να σας έχει μείνει;

Β.Π.:

Όλες μού έχουνε μείνει, τώρα… Το τρακ με το που βγαίνουμε στο θέατρο! Αλλά προ[00:45:00]τού που κάνουμε πρόβες, τότε περνάμε πιο ωραία. Γιατί τότε ξέρεις, δεν μπορούμε να τα πούμε στην αρχή, φωνάζει η κυρία Χαρούλα, γελάμε εμείς. Εκεί ο ένας με τον άλλονε, παίζουμε σαν τα μικρά παιδιά. Γινόμαστε παιδιά μικρά και αναγκαζόμαστε και πίνουμε βέβαια τσίπουρο, για να έρθουμε στα ίσια μας, για να το πούμε! Υπάρχει μεγάλο κέφι. Πάμε και στη Σαλαμίνα, έχουμε πάει στον Άγιο Αντρέα και έχουμε παίξει θεατρικά, πάμε και έξω δηλαδή. Κάναμε του Σουγιούλ, το οποίο είναι αξέχαστο. Κάνουμε πολλά, πολλά, πολλά! Έχουμε παίξει σε πολλά έργα. Και πάμε σε ένα θέατρο που έχουμε στην Κηπούπολη, το οποίο πάμε και παίζουμε και εκεί. Και είναι πάρα πολύ ωραία όλα και ευχαριστιόμαστε όλοι. Κάθε σκετς έχει και τα δικά του, τις δικές του χαρές, τα δικά του χτυποκάρδια. Γιατί λες: «Θα το πω; Θα το πω; Αχ Παναγία μου, να το πω!». Είναι και αυτό κάτι, που εμείς ούτε έχουμε σπουδάσει θέατρο, ούτε τίποτα. Κι όμως το περάσαμε και προσπαθούμε και το βγάζουμε. Και αυτό το «Μπράβο» που μας λένε οι άλλοι, ευχαριστιόμαστε, νομίζουμε ότι είμαστε και εμείς κάτι!

Κ.Τ.:

Το έχετε αγαπήσει το θέατρο;

Β.Π.:

Πάρα πολύ! Πάρα πολύ!

Κ.Τ.:

Την περίοδο του κορονοϊού με τις καραντίνες, πώς τη βιώσατε;

Β.Π.:

Στις αρχές φοβόμαστε πάρα πολύ, δεν σας κρύβω. Είχαμε τρομοκρατηθεί. Αλλά εμείς, η παρέα, είμαστε όλοι 26 άτομα και, αλλά τέλος πάντων, αυτοί που… Λέμε: «Τι θα γίνει; Έτσι θα τη βγάλουμε; Δεν μπορούμε! Θα πεθάνουμε!». Και συναντιόμαστε, παρκάκια, να πηγαίνουμε βόλτες -άλλες πηγαίνανε βόλτες συνέχεια, όπως και εγώ μερικές φορές-. Ήθελα να βγω έξω! Ε, πήγαινα μία βόλτα μόνη μου! Στην αρχή ήμασταν δειλές, αλλά σιγά σιγά, ωπ, πήραμε θάρρος και συναντιόμαστε που και που. Πηγαίναμε σε παρκάκια, καθόμαστε σιγά-σιγά σε παγκάκια βέβαια, όχι να είμαστε κοντά-κοντά. Μακριά, φωνάζαμε, όλες με μάσκες, ξέρετε τώρα. Και καλά κάναμε γιατί φοβόμαστε. Μας έλειψε πολύ η διασκέδαση. Γιατί δεν τολμούσαμε να πάμε, πού να πάμε τότε όλοι; Μετά αρχίσαμε ξεθαρευτήκαμε λιγάκι, κάναμε και το εμβόλιο, άντε, άντε, άντε, στο τέλος πιάσαμε όλες κορονοϊό. Εντάξει, μια χαρά είμαστε! Βέβαια, υπάρχουν και 4 που δεν έχουν πάθει ακόμα. Και μία λέει: «Είσαστε η ντροπή του κορονοϊού». Και γελάμε, τι να κάνουμε τώρα. Μπήκε κι αυτό στη ζωή μας. Αλλά είχαμε τρομοκρατηθεί πολύ, ναι. Γιατί ξέρεις, μεγάλοι άνθρωποι όσο να ‘ναι… Μπήκαν και κάνα δυο-τρεις μέσα στο νοσοκομείο. Ευτυχώς πήγαν όλα καλά, μία χαρά. Τώρα προς το παρόν είμαστε όλοι καλά.

Κ.Τ.:

Τι θα αλλάζατε στο Περιστέρι αν ήταν στο χέρι σας;

Β.Π.:

Για μένα τώρα… Τίποτα! Νομίζω ότι επειδή είμαι σ’ αυτήν την ηλικία κι είμαι χορτασμένη, δεν θα άλλαζα τίποτα, περνάω καλά. Αυτό μόνο. Περνάω καλά. Βέβαια, αν μου δώσουν και κάτι παραπάνω… Τι τώρα, σε αυτήν την ηλικία, τί να μου δώσουν παραπάνω να ζήσω; Θα το δεχτώ κι αυτό! Ναι, φτάνει να είναι καλό και να μου αρέσει! Βέβαια, κάτι θα αλλάξουνε, αλλά μπορεί και να μην το δω εγώ. Αλλά εντάξει, μέχρι στιγμής εγώ περνάω καλά. Αυτό. Μου αρέσει έτσι όπως είναι.

Κ.Τ.:

Αν γυρνούσατε το χρόνο πίσω; Θα αλλάζατε κάτι;

Β.Π.:

Όχι, ότι πέρασα τώρα πιο καλά. Τότε σας λέω, πέρασα μεν όχι τόσο πολύ να βγαίνω έξω και να…, αλλά είχα τα παιδιά μου. Μεγάλωσα τα παιδιά μου, δεν δούλεψα. Γιατί ξέχασα να σου πω, όταν παντρεύτηκα ο σύζυγός μου είπε: «Δεν θα δουλέψει η κυρία Πανταζή!». Οπότε, και όταν μεγαλώνοντας που πήρε σύνταξη του λέω: «Να, κι εγώ άμα είχα δουλέψει δεν θα ‘παιρνα κι εγώ;». «Όχι -μου λέει- γιατί δεν θέλω να δουλέψεις». Οπότε αναγκάστηκα και εγώ να μη δουλέψω, εν[00:50:00]ώ θα το ήθελα, και έκατσα μες στο σπίτι και ανάθρεψα τα παιδιά μου. Δεν τους έλειπαν τίποτα. Τα μεγάλωσα, τα σπούδασα, τα πάντρεψα. Έχω δύο εγγονάκια, μία χαρά τώρα είμαι, ναι. Ζήλεψα… Δε ζήλεψα τίποτα, γιατί εντάξει, με τον άντρα μου πέρασα τόσο καλά, που δεν έχω να ζηλέψω. Τώρα επειδή κάνω πολλές –ε, κάτι κάνω- αταξίες, μου λένε μερικές φορές: «Είχες απωθημένα». Είχα απωθημένα ως τι; Ότι δεν ήμουνα μόνη μου! Όταν ήμουνα με τον άλλον, πρέπει να σεβαστώ τον άντρα μου, καταλάβατε τώρα. Και παν μέτρον άριστον, δεν μπορούσα να κάνω αυτά που κάνω τώρα μόνη! Δεν κάνω τίποτα, μην φανταστείς ότι κάνω τίποτα, αλλά επειδή είμαι έξω καρδιά ρε παιδί μου. Εγώ νομίζω έτσι περνάω καλά! Μου λένε όταν πάνε εκδρομές: «Βασούλα κι εσύ!». Μία φορά είχαμε πάει τριήμερο. Τους έβγαλα την πίστη! Δεν μπορούσανε. Μου λέει μία: «Έλα δω, πάρε κάτι να ηρεμήσεις!». Δηλαδή, δεν μπορώ να κάτσω ήσυχα! Τώρα για καλό, για κακό, δεν ξέρω! Και έχω ένα αντρόγυνο, Γαλανομάτη, και όταν σηκώνεται και με κοιτάει: «Ωχ λέω, τώρα ησυχάζω γιατί ο Γαλανομάτης με βλέπει!». Μ’ αρέσει να μιλάω, να λέω αστεία, να γελάμε. Αυτό μου αρέσει, η ζωή μου αυτή είναι. Και έρχομαι σπίτι και είμαι μία χαρά.

Κ.Τ.:

Άρα έχετε φτιάξει μια ωραία παρέα.

Β.Π.:

Πολύ ωραία παρέα! Άμα τη δεις θα λες: «Έλα τώρα!». Έτυχε όλες να είμαστε έτσι δεμένες. Ή δεν πάω. «Βάσω, γιατί δεν έρχεσαι;». «Μου ‘τυχε κάτι». «Έλα ρε Βάσω, θα πάμε την άλλη μέρα». Πώς να σας πω; Ο ένας κοιτάει τον άλλονε. Έχουμε αυτό το καλό. Έχω πολλές αναμνήσεις από το Κ.Α.Π.Η., τί να σου πω; Τώρα επειδή δεν πάω εγώ τριήμερα. Δεν μπορώ να κοιμηθώ με άλλονε. Τότε που είχαμε πάει τριήμερο, κοιμόμαστε με 4, οι οποίες ήταν τρελές όλες. Κάναμε, φωνάζαμε, λέγαμε διάφορα. Έτυχε τότε εκείνη την ώρα να έχω πάει εγώ στην τουαλέτα να κάνω ένα μπάνιο. Και ήρθανε επιτροπή –γιατί είχαμε πάει όλα τα Κ.Α.Π.Η., στα Γιάννενα- και χτυπάγανε την πόρτα. Και άνοιξαν, λέει: «Ορίστε». «Είσαστε καλά –λέει- όλες;». Λέει: «Καλά είμαστε». Κοιτάγαν τις τρεις, εγώ ήμουνα στην τουαλέτα για μπάνιο. Λοιπόν, εγώ δε μίλαγα, γέλαγα, ξέρεις. Λένε: «Όχι, υπάρχει κι άλλη μία». Εγώ δε μίλαγα! «Βρε μέσα είναι –λέει-, κάνει μπάνιο, τι θες τώρα;». «Έλα μωρέ, εδώ είμαι –λέω-, δεν έχω πάθει τίποτα». «Νόμιζα ότι σε σκοτώσανε με τις φωνές που κάνετε!». Τόσο ωραία περνάγαμε! Δηλαδή μας φοβούνται το μάτι τους άμα μας βλέπουνε! Περνάμε καλά, τελείωσε.

Κ.Τ.:

Τα σχέδιά σας για το μέλλον ποια είναι;

Β.Π.:

Τώρα είμαι σε αυτή την ηλικία… Είμαι 79 στα 80, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε; Όχι, δεν έχω πρόβλημα, περνάω καλά. Το ωραίο είναι, μου λένε: «Άντε Βάσω, δεν ξαναπαντρευτείς;». Ε, και τώρα για πλάκα, λέω: «Αν μου βρείτε έναν 60αρη, 65 θα πάω!». «Άντε για να ραφτούμε», λέει. Σκοτώνονται και ποιος θα γίνει κουμπάρα μου! Να είναι καλά τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου. Και ο Θεός, όσο αντέξω να είναι καλά το μυαλό μου και τα πόδια μου, τίποτα άλλο. Και να ζω ακόμα αυτό που ζω, τίποτα άλλο. Γιατί μου αρέσει.

Κ.Τ.:

Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Β.Π.:

Κι εγώ σας ευχαριστώ που άνοιξα την καρδιά μου σε ‘σας! Και να ‘σαστε καλά!