Μύθοι και θρύλοι της Σκοπέλου
Ενότητα 1
Oι ιστορίες της Σκοπέλου και ο μύθος «Του Αράπη το σκαμνί»
00:00:00 - 00:11:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γεια σας! Λέγομαι Ρενάτα Κώττη- Δόμπρετς. Είναι 20 Αυγούστου του 2022. Είμαι ερευνήτρια για το Istorima και βρισκόμαστε στη Σκόπελο μαζί μ… Μάλιστα. Γενικά σε πιάνει λίγο κάτι όταν περνάς από εκεί, ειδικά σούρουπο, βράδυ, γιατί υπάρχει και ο σταυρός και σου θυμίζει τον Αράπη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Ο μύθος της Χαδούλας, Τα σεντούκια και η ιστορία για το «Δρακοντόσχισμα»
00:11:50 - 00:32:16
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θες να διαβάσεις κάποια άλλη; Ναι, μπορώ να διαβάσω για τη Χαδούλα. Έξω από το λιμάνι της Σκοπέλου κάτω από το κάστρο υπάρχει ένας βράχος π…ς ανέβηκε και έγινε Άγιος και είναι πλέον ο πολιούχος του νησιού, ο Άγιος Ρηγίνος και γιορτάζεται τον Φεβρουάριο. Απίστευτη ιστορία! Ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η παραλία της «Πεθαμένης», η «Ευαγγελίστρια της Σκοπέλου» και τα στοιχειωμένα μέρη στο νησί
00:32:16 - 00:47:16
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Υπάρχει κάποια ιστορία για την παραλία της «Πεθαμένης»; Η παραλία της «Πεθαμένης» όχι δεν έχει κάποια έτσι συγκλονιστική, συνταρακτική ιστο…πελίτες και να αφανιστούνε από τον χάρτη. Οπότε, δεν ήθελε τους Νεραϊδογεννημένους, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν τεκνοποιούσανε. Αυτό. Τι άλλο;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η γοητεία των μύθων
00:47:16 - 00:55:57
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εσένα τι σε γοητεύει σε αυτούς τους μύθους; Εμένα από μικρό με γοήτευε ότι… Με αγγίζαν βασικά πάρα πολύ στην καρδιά και όπως μου τα περιέγρ…ι η Σκόπελος; Τη μυρωδιά του πεύκου. Τη μυρωδιά του πεύκου και του φασκόμηλου, θα έλεγα. Ωραία. Φίλιππε, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ! Χαρά μου!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Γεια σας! Λέγομαι Ρενάτα Κώττη- Δόμπρετς. Είναι 20 Αυγούστου του 2022. Είμαι ερευνήτρια για το Istorima και βρισκόμαστε στη Σκόπελο μαζί με τον Φίλιππο Μπουνταλά, όπου θα ακούσουμε τους μύθους και τις ιστορίες του νησιού αυτού. Γεια σου Φίλιππε!
Χαίρετε!
Θες να μου πεις λίγα πράγματα για το μέρος που βρισκόμαστε;
Για τη Σκόπελο; Λοιπόν, η Σκόπελος κατ’ αρχάς είναι ένα νησί μαγικό. Βρίσκεται στο σύμπλεγμα των Βορείων Σποράδων μαζί με τη Σκιάθο και την Αλόννησο ή αλλιώς Λιαδρόμια. Η παλιά ονομασία, η αρχαία ονομασία της Σκοπέλου ήτανε Πεπάρηθος. Ο Πεπάρηθος ήταν αδερφός του Στάφυλου, ο οποίος Στάφυλος με τη σειρά του ήταν ο πρώτος οικιστής της Σκοπέλου. Παρένθεση: ήταν και οι δύο γιοι του θεού Διονύσου και της Αριάδνης από την Κρήτη. Ήταν ο πρώτος οικιστής του νησιού. Όταν πρωτοέφτασε στο νησί, κατέβηκε στην παραλία, η οποία πήρε το όνομά του: Στάφυλος. Kαι διασώζονται κάποια αρχαία ερείπια πάνω από την παραλία σε ένα λόφο. Καταπράσινο νησί είναι. Τι άλλο; Και όπως κάθε μέρος, γενικά κάθε μέρος στην Ελλάδα και γενικότερα, υπάρχουνε κάποιες ιστορίες, κάποιοι μύθοι, οι οποίοι προέκυψαν σαφώς, κατά ένα μέρος είναι κάποιες αληθινές ιστορίες, οι οποίες στα μάτια των ανθρώπων τότε κάπως διογκώθηκαν, κάπως… Ήταν, αυτό που λέγαμε, μερικοί άνθρωποι αλαφροΐσκιωτοι. Και διογκώθηκαν και πήραν μια άλλη έκταση και μια άλλη τροπή, η οποία ξεφεύγει λίγο από τα πλαίσια του λογικού και φτάνει, αγγίζει τα πλαίσια της φαντασίας, τα όρια βασικά της φαντασίας, αλλά πλέον αποτελεί παράδοση.
Και πότε χρονολογούνται αυτές οι ιστορίες;
Αυτές οι ιστορίες χρονολογούνται από τον -κυρίως- 18ο και 19ο αιώνα, αλλά υπάρχουν και κάποιες μεταγενέστερες. Αυτό. Αλλά περάσαν από γενιά σε γενιά, από στόμα σε στόμα κάπως αλλαγμένες, μάλλον, φαντάζομαι. Και δηλαδή, αυτές που ξέρω εγώ και θα σου πω, σίγουρα κάποιος παλιότερος μπορεί να τις ήξερε κάπως διαφορετικά, που τις είχε ακούσει από τον παππού του. Και εγώ θα σας πω πώς τις άκουσα από τον δικό μου τον παππού και πώς τις κατέγραψε ο πατέρας μου ακούγοντάς τες κι αυτός από τον δικό του παππού και τον πατέρα του.
Προτού ξεκινήσεις, θες να μου πεις, ας πούμε, αν υπάρχει συγκεκριμένη θεματολογία ή που βασίζονται αυτές οι ιστορίες;
Αυτές οι ιστορίες έχουν να κάνουνε κάποιες με την ιστορία του νησιού, με τις περιοχές, τα τοπωνύμια, πώς προέκυψαν αυτά τα ονόματα. Και κάποιες άλλες, μάλλον, για να τρώνε τα παιδάκια το φαγητό τους, να φοβούνται και να τρώνε το φαΐ τους!
Θες να ξεκινήσεις με μία τέτοια;
Με μία που τα παιδάκια δεν τρώνε το φαγητό τους; Να ξεκινήσω. Λοιπόν, θα ξεκινήσω με μια πάρα πολύ ωραία, που είναι από τις αγαπημένες μου, και θα τη διαβάσω όπως την κατέγραψε ο πατέρας μου, που του την αφηγήθηκε ο δικός του ο πατέρας. Είναι κοντά στην περιοχή της Καριάς, πάνω από του Τζελαλή τη βρύση τη λεγόμενη, και λέγεται «Του Αράπη το σκαμνί». Για να κάνω μια εισαγωγή, υπήρχε ένα σημείο, στο οποίο ήταν απέναντι από το φαράγγι που υπάρχει πριν την περιοχή της Καριάς. Είναι ένα σημείο, ένα πολύ μικρό ύψωμα, με ένα δέντρο, στο οποίο λένε ότι καθόταν ένας μαύρος στο χρώμα άνθρωπος, ο λεγόμενος Αράπης, τότε που τους λέγανε τότε[00:05:00], ο οποίος είχε έρθει από την Αφρική φαντάζομαι τότε με τους δούλους κλπ. Και είχε μείνει εκεί και τον είχανε βάλει να φυλάει ένα πέρασμα στην απέναντι μεριά του φαραγγιού, το οποίο ήταν ουσιαστικά μια σπηλιά που αν την ακολουθούσες σε έβγαζε στο Μουρτερό και από εκεί και πέρα μετά στον Πάνορμο, την παραλία. Εκεί είχαν κρύψει κάποιους θησαυρούς -τώρα από τους Ενετούς ήταν; Από τους Φράγκους; Ακριβώς δεν ξέρουμε. Και είχαν βάλει αυτόν τον άνθρωπο να φυλάει αυτό το πέρασμα. Ο μύθος έλεγε, πως αν περάσεις σούρουπο από εκείνο το σημείο και δεις τον Αράπη, δεν πρέπει να μιλήσεις. Γιατί αν μιλήσεις, θα σου πάρει τη μιλιά. Ωραία; Δεν υπήρχε κάποιος άνθρωπος, ο οποίος να πέρασε και να είδε τον Αράπη μέχρι κάποια στιγμή ο γέρο-Ντάϊνας, που ζούσε εκεί στην Καριά, πέρασε ένα σούρουπο όπως κάθε σούρουπο. Και όπως ήτανε έτσι με το γαϊδουράκι του και ανεβαίνανε το ύψωμα και μόλις είχαν περάσει το γεφυράκι εκεί στου Τζελαλή τη βρύση, επειδή είχε καθυστερήσει, άρχισε να χτυπάει τον γάιδαρο και να του λέει: «Προχώρα πιο γρήγορα, γιατί θα ‘ρθει ο Αράπης». Κι έτσι όπως ανεβαίνανε και χτύπαγε τον γάιδαρο και γκάριζε ο γάιδαρος, ξαφνικά άκουσε μια φωνή από το ύψωμα να του λέει: «Τι θες εδώ τέτοια ώρα;». Αυτός στην αρχή δεν άκουσε και άρχισε να σπρώχνει πιο δυνατά, να χτυπάει πιο δυνατά τον γάιδαρο και άρχισε να του φωνάζει. Ξανακούγεται η φωνή: «Τι θέλεις εδώ πέρα τέτοια ώρα;». Οπότε, άρχισε να κοιτάει αριστερά- δεξιά και κοιτάει πάνω στο ύψωμα –προφανώς δεν ήθελε να κοιτάξει εκεί, αλλά κοίταξε μάλλον φευγαλέα- και είδε πράγματι έναν μαύρο άνθρωπο να τον κοιτάει από ψηλά και να του φωνάζει: «Ήρθες να πάρεις τον θησαυρό;». Δεν μίλαγε ο γέρος. «Ρε σου φωνάζω» λέει «ήρθες για τον θησαυρό; Μην διανοηθείς» του λέει «να περάσεις απέναντι». Δεν μίλαγε ο γέρος. Οπότε, ο γάιδαρος σε κάποια φάση απλά δεν περπατούσε κι επειδή δεν περπατούσε και είχαν κολλήσει, και φυσικά δεν ήθελε να μείνει μόνος του ο γέρος, γιατί ένιωθε την ασφάλεια με τον γάιδαρο, τον χτυπάει δυνατά και του λέει: «Πάμε να φύγουμε γρήγορα!». Οπότε, εκεί ξαφνικά εμφανίστηκε ο Αράπης μπροστά του, σάστισε ο γέρος, εξαφανίζεται ο Αράπης και ο γέρος σαστισμένος γυρίζει σπίτι του, βράδυ πια. Με το που φτάνει σπίτι του, πάει στη γυναίκα του, του λέει: «Γεια, τι γίνεται;». Δεν απαντούσε. «Να σου βάλω να φας;». Δεν απαντούσε. Ξαπλώνει στο κρεβάτι. Μια βδομάδα ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, δεν μιλούσε, δεν κοιμότανε, δεν έτρωγε, δεν έπινε νερό. Οπότε και η γυναίκα του λέει: «Κάτι έχει συμβεί». Αυτό που λέγανε παλιά: «Διαολίστηκε». Και φωνάζει τον παπα-Ρηγίνο. Έρχεται ο παπα-Ρηγίνος στο σπίτι: «Τι συνέβη; Τι συνέβη;». Δεν μιλούσε ο γέροντας. Του ξεκινάει εκεί τα ευχέλαια και τους αγιασμούς -πώς τα λένε αυτά;- σαράντα μέρες. Την τεσσαρακοστή πρώτη μέρα ο γέρος μίλησε, είπε τι συνέβη και ο παπα-Ρηγίνος μαζί με τους δύο ψάλτες[00:10:00] του είπανε: «Πάμε να μας δείξεις πού είναι αυτό το σημείο». Πήγανε σε αυτό το σημείο. Δεν υπήρχε η σπηλιά, που λένε «η σπηλιά με το θησαυρό» και αποφασίζει ο παπα-Ρηγίνος να βάλει ένα σταυρό. Τοποθετεί λοιπόν κάτω από το ύψωμα που είδε ο γέρος τον Αράπη ένα σταυρό και κάνανε μετά κάτι τρισάγια εκεί κάθε τόσο. Και το θέμα είναι το εξής, ότι ενώ αυτό είναι μια ιστορία που απλά τη λένε στα παιδάκια, για να τρώνε το φαγητό τους και να φοβούνται, να διαβάζουν, δεν ξέρω κι εγώ τι, το συγκλονιστικό είναι ότι όταν αυτός ο ξύλινος σταυρός κάποια στιγμή εξαφανίστηκε, άλλοι λένε: «Τον πήρε το ρέμα». Άλλοι λένε: «Έπεσε κεραυνός και κάηκε». Άλλοι λένε απλά: «Εξαφανίστηκε, γιατί τον πήρε κάποιος». Πήγε ξανά ο παπα-Ρηγίνος μαζί με ένα σιδερά και βάλαν ένα σιδερένιο σταυρό κάτω από το ύψωμα, από το λεγόμενο «Του Αράπη το σκαμνί». Και ο σταυρός αυτός υπάρχει ακόμα και όταν περνάς από εκείνο το σημείο, όταν σουρουπώνει, μπορεί να ακούσεις καμιά φωνή περίεργη. Αυτό.
Μάλιστα.
Γενικά σε πιάνει λίγο κάτι όταν περνάς από εκεί, ειδικά σούρουπο, βράδυ, γιατί υπάρχει και ο σταυρός και σου θυμίζει τον Αράπη.
Ενότητα 2
Ο μύθος της Χαδούλας, Τα σεντούκια και η ιστορία για το «Δρακοντόσχισμα»
00:11:50 - 00:32:16
Θες να διαβάσεις κάποια άλλη;
Ναι, μπορώ να διαβάσω για τη Χαδούλα. Έξω από το λιμάνι της Σκοπέλου κάτω από το κάστρο υπάρχει ένας βράχος που λέγεται «Χαδούλα». Είναι λίγο σαν φύλακας εκεί στο λιμάνι και ελέγχει, ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει, και πήρε το όνομά του από μία αρχοντοπούλα, που υπήρχε εκεί στη Σκόπελο, η οποία θα σας διαβάσω τώρα την ιστορία, όπως την περιέγραψε και την αφηγήθηκε ο παππούς μου στον πατέρα μου. Λοιπόν: «Το φεγγάρι πρόβαλε ολόγιομο πίσω από το βουνό Παλούκι και πήρε συνέχεια την ημέρα απ’ το ηλιοβασίλεμα. Η Δύση κατακόκκινη ακόμα, προσκύνημα καλοσύνης, λες και ο ήλιος γιομάτος ήθελε πίσω να γυρίσει πάλι. Τα σοκάκια σου, φρεσκο-ασβεστωμένα για τις γιορτές και δροσερά από το ελαφρύ βοριαδάκι, που φυσούσε χαδιάρικο εκείνη τη βραδιά, έφερνε μυριάδες μύρα από τις ανθισμένες δαμασκηνιές. Ήταν άνοιξη παντού. Βγήκαν και οι γριούλες και οι όμορφες κοπελιές από τα καστροπόρτια για να τα πούνε λιγάκι με τον Δρόσο. Κι απάνω που τα λέγανε, να και ο Μπαρμπαλιάς ο Μωρύσης ο γείτονας και του χωριού ο τραγουδιστής, που σαν είδε την πόρτα του κλειστή και η κυρά να λείπει από τη συντροφιά, έβγαλε τη φυσάρα του και φώναξε κοιτάζοντας προς την πόρτα: “Άνοιξε πόρτα, άνοιξε πόρτα μαλαματένια, να βγει η κυρά αρχόντισσα με μάτια ζαχαρένια”. Κάθισε λοιπόν ο Μπαρμπαλιάς και σαν είπε πρώτα τα νέα της ημέρας από τα σοφαδάκια, έριξε θλιμμένη ματιά προς το κάστρο απέναντι και είπε: “Αχ καημένο κάστρο! Πού κατάντησες από τότε που πνίγηκε η Χαδούλα!”. Και αναστενάζουν οι γριές και δακρύζουν οι νέες. Και άρχισε πάλι να τους πει, πώς γίνηκε το κακό. » Πάνε πολλά χρόνια που τον τόπο μας εδώ τον διαφέντευε ένας μεγάλος άρχοντας με την κυρά του και την πανώραια πανέμορφη κόρη του, τη Χαδούλα. Τη λάτρευε ο κύρης την κόρη του, την πρόσεχε η μάνα της και όλοι στη χώρα στο χωριό στο όνομά της κάναν όρκο. Και σαν έβγαινε στην εκκλησιά, να πάει τρέχοντας να την καμαρώσουνε, πολλούς λεβέντες έκαιγε ο πυρετός της αγάπης για τη Χαδούλα, μα αυτή απόκριση δεν έδινε σε κανέναν, γιατί ένα καπετανόπουλο τής είχε πάρει την καρδιά. Φλέβα αρχοντική είχε και αυτός και το καράβι[00:15:00] τρικάταρτο αρμένιζε στις πόλεις τα μπουγάζια. Κι εκείνη τη χρονιά σαν πέρασαν τα Χριστούγεννα και φωτίστηκαν τα νερά, έκαναν όλα τα καράβια πανιά για μακριά να πάν’ ταξίδια. Άνοιξε και το τρικάταρτο του όμορφου καπετάνιου και η θάλασσα, η πικροθάλασσα, έγινε λάδι, για να χαρεί τα όμορφα σκαριά, που φεύγουνε σιγά σιγά. Η Χαδούλα ψηλά από το κάστρο, από το παραθύρι της, με την καρδιά κομμάτια, με μάτια γεμάτα δάκρυα, κρυφοκοιτούσε το πλοίο του αγαπημένου της και κρυφοκουνούσε το μαντήλι της στον αγαπημένο της. Λίγο ακόμα και το καράβι χάθηκε και δεν φαινόταν πια. Και τότε πήρε το βελονάκι της στο όμορφό της χέρι και αρχίνησε το κέντημα το άσπρο περιστέρι. Σουρούπωσε και πήρε τα ματάκια της τα δακρυσμένα και πήγε μπρος στη Μεγαλόχαρη και την παρακαλούσε να ‘ναι πάντα κοντά στον καλό της. Και από τότε μετρούσε τις ώρες και τις στιγμές πότε πάλι θα ξαναϊδωθούνε. »Περνούσε ο καιρός, κανένας δεν φαινότανε. Κανένας δεν εμφανίστηκε να φέρει νέα. Και όταν στο πέλαγος αγνάντευε, κανένα σκαρί δεν χτυπούσε την καρδιά της. Και κάποια μέρα, έφτασε ένα μαντάτο, πως στη Μαύρη Θάλασσα το τρικάταρτο βρήκε μεγάλη φουρτούνα. Κι αφού πάλεψε μερονυχτίς με τα άγρια κύματα, δεν άντεξε και άφησε να το καταπιεί η πικροκυματούσα. Και μαζί με αυτό και όλους τους λεβέντες. Και το καπετανόπουλο. Το μαντάτο αυτό σαν άγριος κεραυνός έπεσε και το χωριό σκότωσε κάθε χαρά και πένθησε. Η Χαδούλα δεν είχε πια παρηγοριά. Ο ύπνος δεν ήταν ικανός να την επαναφέρει. Μέρα και νύχτα έκλαιγε το όμορφο παλικάρι. Κλείστηκε μόνη της και κανέναν δεν ήθελε να δει. Νηστικιά, διψασμένη σα φάντασμα. Κι ένα μαύρο πρωινό μην αντέχοντας τον πόνο τον βαρύ έφυγε κρυφά και έπεσε πίσω από το κάστρο στη θάλασσα, μαζί της να παλέψει. Τόσος ήταν ο σπαραγμός, που η θάλασσα τη λυπήθηκε και την άφησε να ζήσει ξέρα». Αυτή, λοιπόν, η μεγάλη ξέρα, που τη βλέπουμε αριστερά εκεί βγαίνοντας στο λιμάνι, είναι η Αρχοντοπούλα η Χαδούλα, η οποία ακόμα περιμένει τον καλό της όντας ζωντανή στην καρδιά μας. Και… Αυτό.
Και τι άλλες ιστορίες έχει το νησί;
Λοιπόν, υπάρχει ένα σημείο, Τα σεντούκια, τα οποία βρίσκονται πάνω στο βουνό στη Δέλφη, τα οποία τα φτιάξανε, τα... Είναι λαξευμένοι τάφοι πάνω στα βράχια, στα οποία οι πειρατές τον 15ο αιώνα και συγκεκριμένα ο Μπαρμπαρόσα, που υπήρχε τότε στην περιοχή, έκρυβαν εκεί τους θησαυρούς. Υπάρχει ένας μύθος για ένα τέταρτο σεντούκι. Το τέταρτο σεντούκι, όμως, πώς προέκυψε; Δίπλα στην παραλία στον Πάνορμο υπάρχει μια άλλη παραλία: η Αντρίνα. Πήρε το όνομά της από μια πειρατίνα, που υπήρχε την ίδια περίοδο στο νησί και στη γύρω περιοχή, η οποία ήτανε φοβερή πειρατίνα αυτή και πολύ επικίνδυνη και την έτρεμαν τα νησιά και οι κάτοικοι. Αυτή, λοιπόν, είχε ληστέψει ένα από τα καράβια του Μπαρμπαρόσα. Πάρα πολύ μεγάλος θησαυρός! Και τον έφερε στο νησί, για να τον κρύψει στα σεντούκια. Φτάνοντας στο νησί βγήκανε εκεί στο Μπλό. Το «Μπλό» είναι[00:20:00] ένα φυσικό λιμανάκι στον Πάνορμο. Βγήκανε εκεί, κατεβάσανε το θησαυρό και είπαν οι πειρατές της, το πλήρωμά της, ξεκινήσανε να ανεβαίνουνε πάνω στο βουνό, για να βρούνε την τοποθεσία, που είναι τα τρία σεντούκια. Στον δρόμο, περνώντας, ανεβαίνοντας το Μουρτερό και περνώντας τον Αλικιά, στο σημείο του Πευκιά υπάρχει ένα μοναστήρι, η Παναγιά η πολεμίστρια. Έτυχε να έχει πανηγύρι εκείνη τη μέρα. Οπότε και οι πειρατές μπήκανε και αυτοί μέσα στον κόσμο, μπερδευτήκανε και άρχισαν να τραγουδάνε και αυτοί μαζί με τον κόσμο. Τα τραγούδια, όμως, των πειρατών διέφεραν από τα τραγούδια των Σκοπελιτών, με αποτέλεσμα, επειδή o σκοπός ήταν λίγο διαφορετικός, οι Σκοπελίτες να αντιληφθούν ότι κάτι δεν πάει καλά εδώ πέρα, υπάρχουν ξένοι. Οι πειρατές μαζί με το ποτό αφεθήκανε και ο σκοπός τους έγινε ακόμα πιο πειρατικός. Οπότε, αντιλαμβανόμενοι οι Σκοπελίτες ότι γύρω τους είναι πειρατές, κάποιοι φύγανε από φόβο, κάποιοι άλλοι βγάλανε τα όπλα τους και ξεκίνησε μια μεγάλη σφαγή, στην οποία το αποτέλεσμα ήτανε να σφαγιαστούν όλοι οι πειρατές, εκτός από έναν, ο οποίος είχε τραυματιστεί βέβαια πολύ βαριά. Έτρεξε πίσω στον Πάνορμο, το είπε στην Αντρίνα και η Αντρίνα, φοβούμενη ότι… και για τη ζωή της και για τον θησαυρό, έκρυψε τον θησαυρό στο τέταρτο σεντούκι και η ίδια φυσικά έπεσε μέσα στη θάλασσα και αυτοκτόνησε. Πνίγηκε. Έπεσε στο σημείο αυτό, που το λέμε πλέον «Αντρίνα», προς τιμήν της πειρατίνας αυτής. Και πλέον υπάρχει έτσι αυτό το κυνήγι θησαυρού, ουσιαστικά το κυνήγι εύρεσης του τέταρτου σεντουκιού. Τα τρία σεντούκια βρέθηκαν κάποια στιγμή πριν αρκετά χρόνια, νομίζω πριν το ’40, και οι θησαυροί, που βρέθηκαν στα σεντούκια, υπάρχουνε στο Μουσείο του Βόλου κάποια και κάποια στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Ο μύθος λοιπόν λέει το εξής, ότι αν θελήσεις να βρεις το τέταρτο σεντούκι, πρέπει να χύσεις αδελφικό αίμα, αλλά του ίδιου φύλου αδερφός. Και υπάρχει μια ιστορία για δύο αδέρφια, τα οποία λένε ότι βρήκανε το τέταρτο σεντούκι στη Δασιά απέναντι. Η Δασιά είναι μια βραχονησίδα που βλέπουμε απέναντι από την παραλία της Μηλιάς. Και βρήκανε το τέταρτο σεντούκι, αλλά επειδή ήτανε βαθιά κάτω σαν -ουσιαστικά- σαν σπήλαιο, είπε ο ένας από τους δύο αδερφούς: «Κατέβα, ανέβασέ μου ό,τι βρεις από τον θησαυρό και θα σε ανεβάσω εγώ μετά». Αφελώς, ο ένας αδελφός κατέβηκε με ένα σκοινί, του έδεσε κάτι ξύλινα κιβώτια, που υπήρχανε στο σκοινί, τα ανέβασε ο από πάνω ο δεύτερος αδερφός, και αφού τα ανέβασε, του φώναξε ο άλλος από μέσα: «Πέτα μου το σκοινί να ανέβω». Τελικά, ο δεύτερος αδερφός δεν του πέταξε το σκοινί, αλλά άρχισε να του πετάει πέτρες, με αποτέλεσμα να πεθάνει και να μείνει ο θησαυρός στον άλλο αδερφό. Τώρα εντάξει, αυτά είναι ιστορίες, οι οποίες κατέληξαν σε μύθο.[00:25:00] Κανείς δεν ξέρει ποιοι είναι αυτοί οι δύο αδερφοί. Αν υπάρχουνε, αν υπάρχει πλέον ο ένας, τι να πω; Να τα χαρεί! Αυτό. Αλλά και πάλι, όποιος πήγε και εγώ δηλαδή που έχω πάει στη Δασιά μαζί με φίλους, για να βρούμε το τέταρτο σεντούκι, δεν το βρήκαμε προφανώς, ενώ το χτενίσαμε όλο το νησί. Αλλά και πάλι και να το βρίσκαμε, δεν νομίζω ότι θα θυσίαζε κανείς τον αδερφό του για τα χρήματα ή για το οτιδήποτε. Οπότε ναι, αυτή η ιστορία μάλλον πρόκειται επίσης για φόβητρο, για να τρώνε τα παιδάκια το φαγητό τους και να σέβονται μάλλον τα αδέρφια τους. Δεν νομίζω δηλαδή, ότι οι Σκοπελίτες έχουνε τέτοιο σκεπτικό. Αυτό.
Θες να περιγράψεις πώς μοιάζουν αυτά τα σεντούκια;
Ναι. Σκέψου ένα βράχο μεγάλο σαν -τι να σου πω;- σαν ένα αυτοκίνητο σε επιφάνεια, ας πούμε, ο οποίος έχει σκαφτεί με τελειότητα. Έχει δημιουργηθεί, δηλαδή, ένα ορθογώνιο πλαίσιο και με βάθος περίπου ένα μέτρο. Είναι ένα ορθογώνιο πλαίσιο με διαστάσεις ένα επί δύο και βάθος περίπου ένα μέτρο. Είναι τέλειο ορθογώνιο, ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, και από πάνω είναι κλειστά το καθένα με μια τεράστια πέτρα, όπως ήταν τα μενίρ του Οβελίξ. Δεν ξέρω πώς τα λαξεύσανε. Δεν ξέρω πώς σηκώσανε αυτές τις πέτρες, τα μενίρ, και πού τα βρήκαν, γιατί εκεί γύρω δεν υπάρχουν άλλες τέτοιες πέτρες. Άλλοι λένε ότι τις φέραν εξωγήινοι, άλλοι λένε ότι εμφανίστηκαν εκεί ξαφνικά, όταν ήρθε στο νησί ο Άγιος Ρηγίνος. Α! Κι εδώ μπορούμε να πούμε πώς εμφανίστηκε στο νησί Άγιος Ρηγίνος. Πριν πάρα πολλά χρόνια, υπήρχε στο νησί ένας δράκος, ο οποίος έμενε σε μια σπηλιά, στο σπήλαιο του Δράκου, που βρίσκεται ανάμεσα στο Γλυφονέρι και στο Γλυστέρι. Πας μόνο από τη θάλασσα και είναι μια πολύ εντυπωσιακή σπηλιά, όπου εκεί μέσα ζούσε ένας δράκος. Το νησί κάποτε δεν κατοικούνταν από ανθρώπους και το είχαν σαν νησί εξορίας για τους θανατοποινίτες. Και πηγαίνανε τους θανατοποινίτες στο νησί και ουσιαστικά η ποινή τους ήτανε να τους φάει ο δράκος. Αυτό πέρα από βάναυσο -ήταν βασανιστήριο τώρα, γιατί ο δράκος δεν είναι ότι απλά σ’ έκανε μια χαψιά και τελείωνε, ήταν σταδιακό όλο αυτό-, πέρα λοιπόν από τη βαρβαρότητα της πράξης υπήρχε και το άδικο που ακόμα υπάρχει του: «Γιατί να μην δοθεί άλλη μια ευκαιρία;». Οπότε, αυτή την αδικία την αντιλήφθηκε ένας επίσκοπος εκεί από το Πήλιο και προθυμοποιήθηκε εθελοντικά προφανώς να μπει κι αυτός στο καράβι, το οποίο θα πήγαινε τους θανατοποινίτες στο νησί, με σκοπό να βρει τον δράκο και να τον σκοτώσει. Φτάνοντας στο νησί βρήκε ένα σπαθί και θεώρησε ότι αυτό είναι σημάδι, ότι: «Με αυτό το σπαθί θα σκοτώσω τον δράκο»[00:30:00]. Έκανε την εμφάνισή του κάποια στιγμή ο δράκος. Προφανώς οι θανατοποινίτες τα χάσανε, αρχίσανε να τρέχουν ουρλιάζοντας από εδώ κι από εκεί και ο Ρηγίνος ήταν ο μόνος, ο οποίος δεν σκόρπισε και περίμενε τον δράκο. Οπότε ο δράκος είδε αυτόν πρώτο και πήγε να του επιτεθεί. Ο επίσκοπος, λοιπόν, έβγαλε το σπαθί, ο δράκος για κάποιο λόγο τρόμαξε βλέποντας το σπαθί και άρχισε να τρέχει. Οπότε, τον κυνήγησε ο επίσκοπος Ρηγίνος και έφτασαν σε ένα σημείο, το οποίο ήταν γκρεμός και ο δράκος δεν μπορούσε ούτε μπροστά να πάει ούτε πίσω, γιατί πίσω ήτανε ο επίσκοπος. Και αποφάσισε να πέσει στο άνοιγμα αυτό και να αυτοκτονήσει. Αλλά το άνοιγμα ήταν πολύ μικρό και δεν χώραγε. Οπότε, ο επίσκοπος είπε: «Δεν θα σε σκοτώσω. Θα σε αφήσω να αποφασίσεις μόνος σου». Και πήρε το σπαθί και έκοψε τη γη στα δύο. Και άνοιξε ένα τεράστιο σημείο, στο οποίο ο δράκος έπεσε κατευθείαν μέσα και ο επίσκοπος πέταξε ένα μεγάλο βράχο από πάνω, ο οποίος υπάρχει ακόμα σε αυτό το σημείο, ο μεγάλος βράχος. Και το σημείο αυτό από τότε λέγεται «Δρακοντόσχισμα» και φυσικά ο επίσκοπος Ρηγίνος ανέβηκε και έγινε Άγιος και είναι πλέον ο πολιούχος του νησιού, ο Άγιος Ρηγίνος και γιορτάζεται τον Φεβρουάριο.
Απίστευτη ιστορία!
Ναι.
Ενότητα 3
Η παραλία της «Πεθαμένης», η «Ευαγγελίστρια της Σκοπέλου» και τα στοιχειωμένα μέρη στο νησί
00:32:16 - 00:47:16
Υπάρχει κάποια ιστορία για την παραλία της «Πεθαμένης»;
Η παραλία της «Πεθαμένης» όχι δεν έχει κάποια έτσι συγκλονιστική, συνταρακτική ιστορία. Απλά ήτανε μια βάρκα, η οποία είχε ξεκινήσει από την παραλία του Αϊ-Γιαννιού -απ’ τον Αϊ-Γιάννη το Καστρί- , με κάποιες έτσι μοναχές, οι οποίες θέλανε να πάνε να βρουν ένα βράχο, που υπάρχει λίγο πιο νότια, την «Καλογερόπετρα» τη λεγόμενη, στο σημείο στον καλόγερο, που πήρε το όνομά της από έναν καλόγερο που υπήρχε εκεί, ο οποίος κάποια στιγμή όπως μάζευε φασκόμηλο γλίστρησε, έπεσε μέσα στη θάλασσα και επειδή ήταν πάρα πολύ καλός καλόγερος, ο θεός αποφάσισε να τον κάνει πέτρα, η «Καλογερόπετρα». Τώρα υπήρχαν κάποιες μοναχές, οι οποίες θέλανε να πάνε από τον Αϊ-Γιάννη να δούνε την Καλογερόπετρα. Πήγανε, την είδανε. Πράγματι, φαίνεται σαν καλόγερος από μακριά. Και στην επιστροφή έπιασε βοριάς και η βάρκα βούλιαξε και απλά η μία από αυτές βρέθηκε πεθαμένη στην παραλία. Αυτόν τον μύθο ξέρω εγώ. Κι από τότε ονομάστηκε «Παραλία της Πεθαμένης». Αυτό.
Και πώς συνεχίζουν οι ιστορίες του νησιού; Πώς; Μετά το τέταρτο σεντούκι πού βρισκόμαστε;
Μετά το τέταρτο σεντούκι μπορούμε να διαβάσουμε την «Ευαγγελίστρια της Σκοπέλου». Η Ευαγγελίστρια είναι το μοναστήρι που βλέπουμε απέναντι από τη χώρα. Είναι στο βουνό στο Παλούκι από κάτω, το οποίο στέκεται σαν φύλακας και φυλάει τη χώρα της Σκοπέλου και το νησί γενικότερα. Και έχει έτσι μια ιδιαίτερη ιστορία. Bέβαια… Υπάρχουν διάφορες ιστορίες για την Ευαγγελίστρια. Αυτή εδώ που έχει αφηγηθεί ο παππούς μου[00:35:00] είναι για το πώς χτίστηκε η Ευαγγελίστρια, αλλά… Μπορώ να τη διαβάσω αν θες έτσι μία στα γρήγορα. Λοιπόν… Και μετά να σου πω τι έγινε εκεί πέρα. Ήταν ένας μάστορας, ο οποίος του είχε ανατεθεί να χτίσει μια εκκλησία, ένα μοναστήρι προς τιμήν της Παναγίας, αλλά δεν μπορούσε να βρει κάποιο μέρος εκτός του χωριού και είχε απηυδήσει ο άνθρωπος. Η ιστορία λοιπόν ξεκινά ως εξής: «Ήτανε σούρουπο και ο πρωτομάστορας μόλις είχε φάει. Πήγε λοιπόν στην κάμαρά του να ξαπλώσει κι έτσι καθώς ήταν ταλεμένος από την κούραση και την πίκρα του, τον πήρε αμέσως ο ύπνος. Κι εκεί που ήσυχα ξεκουραζότανε κι είχε ξεχάσει κόπους και έγνοιες, βλέπει -λέει- πως βρέθηκε πάνω στην κακοτράχαλη πλαγιά του βουνού, του Παλουκιού, κοντά στην κορυφή. Αγωνιζότανε -λέει- να κρατηθεί εκεί ψηλά και να μην γκρεμιστεί και αγνάντευε κάτω τη χώρα με τα κατάλευκα κι αλλού κολλημένα σαν προβατάκια σπίτια. Ήταν και εκείνα -λέει- τα γκρεμισμένα τείχη του μοναστηριού και τον έπιανε θλίψη ανυπόφορη χωρίς να βρει κάποια διέξοδο. Αναλογίστηκε τους χαμένους κόπους και η καρδιά του βάραινε σαν ταφόπετρα. Εκεί, λοιπόν, που καθόταν λυπημένος, βλέπει μια πανώραια γυναίκα με μακριά φορέματα. Προσπαθούσε συνοφρυωμένος να λύσει το μυστήριο πώς να φτιάξει το μοναστήρι. Και ξαφνικά αυτή η γλυκύτατη γυναίκα τον πλησιάζει και του λέει με μια απαλή φωνή: “Μην τρομάζεις” του λέει “μάστρο- Κανάρη. Εγώ είμαι η Παναγία και ήρθα να σου πω, πως το σπίτι μου θέλω να μου το χτίσετε εδώ που πατάς, σ’ αυτό το βουνό”. Ο πρωτομάστορας σάστισε για μια στιγμή. Μα σαν συνήλθε λίγο και αφού συνειδητοποίησε το γεγονός, όπως συμβαίνει στα όνειρα, τη ρώτησε: “Και πώς θέλεις Δέσποινα να κρατηθεί εδώ πέρα το μοναστήρι; Ασκί είναι να το κρεμάσουμε σε κάνα δέντρο;”, “Άρχισε -του λέει- εσύ” με τη γλυκιά φωνή η Παναγία “Να χτίζεις. Και με τη δικιά μου βοήθεια και δύναμη θα χτιστεί το μοναστήρι. Μην φοβάσαι! Μόνο δώσε μου το δεξί σου χέρι”. Και πιάνει το χέρι του και με το θείο δάχτυλο της ζωγραφίζει το μοναστήρι στην παλάμη του και αμέσως χάνεται από μπροστά του. »Σηκώνεται λοιπόν ο γερό-Κανάρης το πρωί ζαλισμένος και πάει να πλυθεί. Και τι να δει; Βλέπει στην παλάμη του το θαυμαστό πανέμορφο μοναστήρι, έτσι όπως το βλέπουμε και σήμερα. Του ήρθε λοιπόν ζάλη και μια και δυο τέλος πάντων με τα μπατζάκια του ακόμα λυμένα και μέσα στη βιασύνη του, πάει στο σπίτι του μοναχού του Δαπόντε. “Τι είναι” του λέει “Και με ξύπνησες μέσα στα μαύρα χαράματα ρε μαστρο- Κανάρη;”. “Τι να σου πω” του λέει “Δέσποτα; Θαύμα, μεγάλο είδα και τρανό. Να κοίτα -λέει- το δεξί μου χέρι. Τι βλέπεις;”, “Έλα Χριστέ και Παναγιά!», κάνει ο καλόγερος, “Αυτό είναι ατόφιο μοναστήρι -λέει- με τα κελιά του, την εκκλησία του, τα όπλα του. Πώς το ζωγράφισες -του λέει- εσύ;”, “Δεν το ζωγράφισα εγώ. Άλλος μου το ζωγράφισε!”, “Ποιος;”, “Ήρθε η Παναγιά”, λέει, “το βράδυ στον ύπνο μου και μου ζωγράφισε -λέει- αυτό εδώ που βλέπεις”. “Μέγας είσαι κύριε!”, λέει ο Δαπόντε. Σηκώνει τα χέρια του σε στάση προσευχής και με τα μάτια ανυψωμένα στον ουρανό ευχαρίστησε την Παναγία [00:40:00]και ευθύς αμέσως βρήκανε μάστορες και ξεκίνησαν να χτίζουν το μοναστήρι. Και έτσι το μοναστήρι στέκεται ακόμα αγέρωχα σαν αετοφωλιά και φυλάει τη χώρα της κοπέλας». Σ’ αυτό το μοναστήρι κρύφτηκαν, όσοι Σκοπελίτες πρόλαβαν να κρυφτούνε, όταν ήρθαν οι Γερμανοί στο νησί και αρχίσανε να κυνηγούνε τους Σκοπελίτες. Όσοι πρόλαβαν να κρυφτούν, κρυφτήκανε. Όσοι δεν πρόλαβαν, τους θυμόμαστε. Γενικά υπάρχουνε στη λαϊκή παράδοση της Ελλάδας υπάρχουνε οι λεγόμενοι «καλικάντζαροι». Θα τους έχεις ακουστά. Στη Σκόπελο τους Καλικάντζαρους τους λέμε «κατάποδα». Ένα κατάποδα μπορεί να το δεις σε δύο μορφές. Η μία μορφή είναι να δεις έναν πάρα πολύ ψηλό αδύνατο άντρα. Συνήθως, αν είναι αργά το βράδυ, περίπου 03:00 η ώρα τα ξημερώματα, που είναι σημαδιακή ώρα η 03:00 η ώρα, είναι τότε που βγαίνουν οι διαόλοι, επειδή τότε πέθανε ο Χριστός στον σταυρό. Ή αν δεις μέρα κατάποδο, θα το δεις σαν να ‘ναι ένας χνουδωτός θάμνος με κόκκινα μάτια. Προφανώς αν δεις κατάποδο, δεν μιλάς, γιατί σου παίρνει τη μιλιά και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι η προσευχή από μέσα σου μέχρι να φύγει. Αν φύγει, τη γλίτωσες. Αν δεν φύγει, θα σε κυνηγάει για πάντα.
Υπάρχουν στοιχειωμένα μέρη στο νησί;
Πάρα πολλά. Καταρχάς, υπάρχουνε πολλά σπίτια, τα οποία για κάποιο λόγο εγκαταλείφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους, τα περισσότερα στην κατοχή. Θυμάμαι υπήρχε ένα σπίτι πάνω στο Γυφτόρεμα ανεβαίνοντας τα σκαλιά από πάνω, το σπίτι του Κλιν -έτσι το λέγαμε-, το οποίο για κάποιο λόγο μας τρόμαζε πάρα πολύ. Βέβαια, ήτανε και στην όψη πολύ τρομακτικό. Ήτανε σαν να βλέπεις ένα πρόσωπο με την πόρτα σαν στώμα, είχε μια χαραμάδα στη μέση -φαντάζομαι αυτό λειτουργούσε σαν καπνοδόχος για κάποιο λόγο ή δεν ξέρω πετάγαν τα νερά από εκεί- και ήταν και τα παράθυρα σαν μάτια. Οπότε, κάθε φορά που περνάγαμε από εκεί, ενώ ήμασταν χαλαροί, με το που φτάναμε εκεί πέρα, αρχίζαμε όλοι και τρέχαμε. Και παιδάκια τώρα, ξέρεις. Και φτάναμε πάντα λαχανιασμένοι και φοβισμένοι στο σπίτι. Και οι μανάδες μας μας φωνάζανε και μας λέγανε να πάμε να κόψουμε καμιά βέργα από τις ακακίες απέναντι, για να μας τις βρέξουνε, για να σοβαρευτούμε κάποτε. Εντάξει, ακόμα και τώρα βέβαια καμιά φορά, όταν περνάς από εκεί, σε πιάνει λίγο κάτι και θυμάσαι τη βέργα της μαμάς. Υπάρχουνε, υπάρχει στην περιοχή στον Πύργο. Ο Πύργος είναι ανάμεσα στο Μουρτερό και την Καριά, όπου υπήρχε εκεί πέρα ο «Πύργος της μάγισσας» λέγανε. Διασώζονται κάποια ερείπια. Ζούσε εκεί μια μάγισσα και αν πέρναγες από εκεί και σε αντιλαμβανότανε η μάγισσα, σε ρωτούσε, αν είσαι άντρας, αν είσαι νεραϊδογεννημένος -αν έχεις γεννηθεί, δηλαδή από κάποια νεράιδα, αν είναι η μητέρα σου νεράιδα- ή αν είσαι κοπέλα, αν είσαι παρθένα. Αν δεν ήσουν κάτι από αυτά τα δύο, τότε η μάγισσα σε έπαιρνε και σε φυλάκιζε στον[00:45:00] χώρο της. Προφανώς, όσοι φυλακιστήκανε, δεν τους ξαναείδε κανείς και αν περάσεις νύχτα από εκεί, ακούς ακόμα τα ουρλιαχτά, τα οποία εντάξει βέβαια ουρλιαχτά. Η λογική εξήγηση είναι ότι είναι ο αέρας που φυσάει σε αυτό το ύψωμα και τα δέντρα λόγω του αέρα. Νεραϊδογεννημένος… Θες να σου πω τι είναι ο Νεραϊδογεννημένος; Ο Νεραϊδογεννημένος είναι αυτός ο άντρας, ο οποίος πιάστηκε νύχτα από έναν Σκοπελίτη με μια νεράιδα, που κατάφερε να της πάρει το μαντήλι. Οι νεράιδες κάποτε βγαίνανε στο Ποτάμι, στην περιοχή Ποτάμι, και χόρευαν, τραγουδούσανε και αν κατάφερνες να τις δεις την ώρα που χορεύανε και τραγουδούσανε και κατάφερνες να πάρεις το μαντήλι της τελευταίας, αυτή έπρεπε να σου δοθεί, που λέμε. Οπότε, το παιδί μετά γεννιότανε και ήτανε Νεραϊδογεννημένος. Αλλά ο Νεραϊδογεννημένος σύμφωνα με την παράδοση και όπως μου τα ‘χουνε πει, δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει. Οπότε, μάλλον γι’ αυτό τον ήθελε η μάγισσα, μάλλον δεν ήθελε τους Νεραϊδογεννημένους η μάγισσα, γιατί δεν ήθελε… μάλλον σκοπός ήταν να μην συνεχιστεί… να μην υπάρχουν πλέον Σκοπελίτες και να αφανιστούνε από τον χάρτη. Οπότε, δεν ήθελε τους Νεραϊδογεννημένους, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν τεκνοποιούσανε. Αυτό. Τι άλλο;
Εσένα τι σε γοητεύει σε αυτούς τους μύθους;
Εμένα από μικρό με γοήτευε ότι… Με αγγίζαν βασικά πάρα πολύ στην καρδιά και όπως μου τα περιέγραφε ο παππούς μου, τα έκανα εικόνες και ένιωθα ότι δεν είναι τελικά μύθοι, είναι η αλήθεια και ότι υπάρχουν αυτά τα πράγματα, ότι αν περάσουμε από αυτά τα σημεία, στον Πύργο ας πούμε όντως θα ακούσω ουρλιαχτά ή αν περάσουμε από του «Αράπη το σκαμνί» όντως θα τον δω. Σαφώς με γοήτευε ο φόβος. Πάρα πολύ. Και επίσης, είναι ιστορίες οι οποίες ουσιαστικά μάλλον ξεκίνησαν από κάποια αλήθεια, από μια αληθινή ιστορία, και κατέληξαν να είναι μύθοι και θρύλοι. Οπότε, ουσιαστικά είναι μια ζωντανή ας πούμε μια αφήγηση της ιστορίας και το τι πίστευαν παλιά οι άνθρωποι, που για μας, για κάποιους βασικά στην εποχή μας μπορεί να φαίνονται αστεία ότι: «Έλα τώρα, τι είναι αυτά που λέτε;», αλλά οι άνθρωποι τότε τα βίωναν όλα αυτά τα πράγματα και ίσως ήταν το αποκούμπι τους και... Βασικά το αποκούμπι τους στις δυσκολίες, που περνούσανε. Πέρα από το τι έκανα σήμερα, είχαν να λένε και ωραίες ιστορίες το βράδυ. Και με γοητεύει πάρα πολύ το ότι είναι στον τόπο μου, που τον αγαπάω πάρα πολύ. Αυτό. Και παιδικές μου αναμνήσεις. Δηλαδή, εγώ ας πούμε αυτά μεγάλωσα. Θυμάμαι με τον πατέρα μου, που ανεβαίναμε πάνω στο βουνό από το παλιό, το καλντερίμι και περνούσαμε από αυτά τα σημεία και μου έλεγε διάφορες ιστορίες. Μου έλεγε και δικές του ιστορίες απ’ όταν ήταν μικρός, που, εντάξει οκέι, τότε μου άρεσαν πάρα πολύ και τις έβρισκα πάρα πολύ ωραίες. Πλέον τις θεωρώ -προφανώς τις θεωρώ πολύ ωραίες ιστορίες- αλλά σίγουρα ήτανε λίγο παραφουσκωμένες. Έτσι θα τις μεταφέρω όμως κι εγώ στους απογόνους μου και στα υπόλοιπα παιδιά εκεί. Και κάποια στιγμή θα γίνουν κι αυτές ιστορίες, μύθοι και παραδόσεις.
Υπάρχει κάποιος απαγορευμένος, [00:50:00]μύθος;
Απαγορευμένος, μύθος; Όχι, δεν υπάρχει κάποιος απαγορευμένος μύθος. Όχι.
Και τους λέτε αυτούς τους μύθους μεταξύ σας;
Μεταξύ μας οι Σκοπελίτες πολύ σπάνια θα κάτσουμε να πούμε τέτοιες ιστορίες, κυρίως γιατί τις ξέρουμε οι περισσότεροι. Οπότε, δεν έχει έτσι ας πούμε κάποιο νόημα. Θα τις πούμε σε φίλους, που θα έρθουνε από άλλα μέρη. Θα τις πούμε σε τουρίστες και σε κόσμο, που θέλει να μάθει ιστορίες για το νησί. Αυτό.
Υπάρχει κάποια άλλη ιστορία που θες να πεις;
Υπάρχει; Κάτσε να σκεφτώ. Όχι, νομίζω τις αξιοσημείωτες τις είπαμε.
Ωραία και φτιάχνονται καινούργιες ιστορίες;
Καινούργιες ιστορίες; Φτιάχνονται… Αυτές, όπως σου είπα και προηγουμένως, είναι παιδικές αναμνήσεις των γονιών μας, που μας τις περιγράψανε ίσως λίγο παραφουσκωμένες, τις οποίες θα τις μεταφέρουμε εμείς μετά σε κάποιους άλλους, σε κάποιους άλλους και έτσι θα γεννηθεί μια καινούργια ιστορία. Και πιθανότατα να πούμε κι εμείς κάποτε μια ιστορία για κάτι που μας συνέβη στο νησί ή που είδαμε και μας τρόμαξε ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Και από αυτί σε αυτί, από γενιά σε γενιά, να γίνει κι αυτή φοβερός μύθος, που θα φοβίζει τα παιδάκια και θα τα κάνει να τρώνε το φαγητό τους. Ωραίο, έτσι, δυνατό σημείο είναι στον Αϊ-Γιάννη στο Καστρί. Αυτό είναι ένας βράχος ουσιαστικά που υπάρχει πάνω ένα μοναστήρι του Αϊ-Γιάννη, το οποίο όμως πώς… γιατί επέλεξαν αυτό το σημείο, το οποίο ήταν και δυσπρόσιτο κάποτε. Και μέχρι πρόσφατα βασικά, τα τελευταία χρόνια φτιάξανε σκαλάκια που μπορείς να ανεβαίνεις. Υπήρχε στην αρχαιότητα ένας μαραθωνοδρόμος, ένας δρομέας ολυμπιονίκης από το νησί, ο Αγνώντας, -και προς τιμήν του ονομάστηκε έτσι η παραλία στα νότια του νησιού-, ο οποίος έκανε προπονήσεις -τότε δεν ξέρω αν λεγότανε «προπόνηση»- έκανε προπονήσεις σε όλο το νησί και στα πλαίσια της προπόνησής του υπήρχε και αυτός ο βράχος, που τώρα είναι του Αϊ-Γιάννη το Καστρί. Ανέβαινε εκεί και δόξαζε εκεί πάνω τους θεούς. Με τα χρόνια σκαρφάλωνε κόσμος, για να δοξάσει εκεί πάνω τους θεούς, αλλά ήταν πολύ δύσβατο το σημείο και δεν μπορούσαν να χτίσουνε κάποιο ναό. Οπότε, και σιγά- σιγά αφέθηκε. Και κάποια στιγμή στις αρχές, έτσι, στους πρώτους αιώνες μ.Χ., είχε ανέβει ένας μοναχός σ’ αυτόν τον βράχο και βρήκε μέσα σε μια σπηλιά μια εικόνα από τον Άγιο Ιωάννη. Και αποφάσισε ότι σ’ αυτό το σημείο πρέπει να χτίσουμε ένα εκκλησάκι. Και χτίσανε το εκκλησάκι του Αϊ-Γιαννιού και χρονολογείται αυτό το εκκλησάκι από το 1400; 1500; Εντάξει, βέβαια τώρα το έχουνε αναστηλώσει, οπότε φαίνεται σαν καινούργιο. Δεν είναι! Αυτό.
Ωραία. Νομίζω φτάσαμε στο τέλος, εκτός και αν θέλεις να συμπληρώσεις κάτι.
Απλά θέλω να πω ότι γενικά το νησί έχει πολύ δυνατά τοπία και εκτός από το καλοκαίρι, που οκέι όλοι επισκεπτόμαστε τα νησιά το καλοκαίρι, για να κάνουμε τα μπάνια μας και να κάνουμε τις διακοπές μας, αξίζει τον κόπο να το επισκεφτεί κανείς και τον χειμώνα[00:55:00], που έχει άλλες εικόνες, πιο άγριες πάνω στα βουνά και στα μοναστήρια. Οπότε, έτσι υπάρχει ένα δέος. Σε πιάνει. Οπότε, μαζί με τις εικόνες αυτές μπορείς να συνδυάσεις και τους μύθους, οι οποίοι γίνονται ακόμα πιο αληθοφανείς τελικά. Και κάπου εκεί μπερδεύεται πού είναι η αλήθεια και πού είναι ο μύθος. Αυτό. Δεν έχω να συμπληρώσω κάτι άλλο.
Να σε ρωτήσω κάτι εγώ τελευταίο.
Ναι.
Τι μυρωδιά έχει η Σκόπελος;
Τι μυρωδιά έχει η Σκόπελος; Τη μυρωδιά του πεύκου. Τη μυρωδιά του πεύκου και του φασκόμηλου, θα έλεγα.
Ωραία. Φίλιππε, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ!
Χαρά μου!
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Φίλιππος Μπουνταλάς μοιράζεται παραδοσιακούς μύθους και θρύλους από το νησί της Σκοπέλου. Οι ιστορίες αυτές με το πέρασμα του χρόνου πήραν μια άλλη έκταση και τροπή, διογκώθηκαν ξεφεύγοντας λίγο από τα πλαίσια της πραγματικότητας και ισορροπώντας μεταξύ λογικής και μυθοπλασίας, αλλά αποτελώντας πλέον παράδοση. Ο μύθος της Χαδούλας, τα σεντούκια, η ιστορία για το «Δρακοντόσχισμα», η παραλία της «Πεθαμένης», η «Ευαγγελίστρια της Σκοπέλου» και τα στοιχειωμένα μέρη στο νησί είναι μόλις κάποιες από τις ιστορίες της Σκοπέλου που αφηγείται ο Φίλιππος.
Αφηγητές/τριες
Φίλιππος Μπουνταλάς
Ερευνητές/τριες
Ρενάτα Κώττη - Δόμπρετς
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/08/2022
Διάρκεια
55'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Φίλιππος Μπουνταλάς μοιράζεται παραδοσιακούς μύθους και θρύλους από το νησί της Σκοπέλου. Οι ιστορίες αυτές με το πέρασμα του χρόνου πήραν μια άλλη έκταση και τροπή, διογκώθηκαν ξεφεύγοντας λίγο από τα πλαίσια της πραγματικότητας και ισορροπώντας μεταξύ λογικής και μυθοπλασίας, αλλά αποτελώντας πλέον παράδοση. Ο μύθος της Χαδούλας, τα σεντούκια, η ιστορία για το «Δρακοντόσχισμα», η παραλία της «Πεθαμένης», η «Ευαγγελίστρια της Σκοπέλου» και τα στοιχειωμένα μέρη στο νησί είναι μόλις κάποιες από τις ιστορίες της Σκοπέλου που αφηγείται ο Φίλιππος.
Αφηγητές/τριες
Φίλιππος Μπουνταλάς
Ερευνητές/τριες
Ρενάτα Κώττη - Δόμπρετς
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/08/2022
Διάρκεια
55'