«Γιατί, ρε παιδιά τον χτυπάνε;»: Ένας φαντάρος δεσμοφύλακας στο Γεντί Κουλέ το 1963-1964, διηγείται
[00:00:00]Λοιπόν, είμαι εδώ με τον κύριο Κώστα Βελισσάρη. Είναι 12 Ιουλίου του 2022, είμαστε στην Καισαριανή, είμαι η Δάφνη Χατήρα και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Καλημέρα, κύριε Κώστα.
Καλημέρα σας.
Πείτε μου αν θέλετε ολόκληρο το όνομά σας.
Κωνσταντίνος Βελισσάρης του Δημοσθένη.
Και θα μου πείτε λίγα λόγια για εσάς;
Είμαι αυτήν τη στιγμή 75 χρόνων. Έχω ζήσει αρκετά τη ζωή μου, με πολλές συγκινήσεις και με πολλά… Και πολλούς αγώνες στη ζωή και αγώνες για την δημοκρατία και όλα αυτά τα πράγματα. Τα έχω ζήσει πραγματικά στη ζωή μου, με πολλούς αγώνες από όταν ήμουνα στους Λαμπράκηδες. Ήμουνα στους Λαμπράκηδες στην Καισαριανή, στην οργάνωση της Καισαριανής εδώ πέρα. Όταν ήρθε η στιγμή, επήγα στρατιώτης. Παρουσιάστηκα στην Τρίπολη. Φεύγοντας από την Τρίπολη, πήγα στις Σέρρες. Στις Σέρρες πήγα 17 Απριλίου και στις 21 έγινε η Επανάσταση. Όταν έγινε η Επανάσταση βέβαια για κάποιες τουλάχιστον έξι-επτά μέρες δεν ξέραμε τίποτα απολύτως τι συμβαίνει, τι γίνεται έξω. Κάποια στιγμή μάθαμε κάποια πράγματα. Βέβαια τις ημέρες αυτές που ήμουνα μέσα, είχαμε 20 μέρες να βγάλουμε τα παπούτσια από τα πόδια μας. Τα πόδια μας είχανε πληγιάσει. Γιατί δεν προλαβαίναμε. Περίπολος-σκοπιά, σκοπιά-περίπολος και συνέχεια με τον στρατό να βγαίνουμε να κάνουμε διάφορες ασκήσεις και τέτοια πράγματα. Λοιπόν, κάθισα έξι μήνες εκεί κάποια στιγμή μου ήρθε μετάθεση, και με μεταθέσανε στην Θεσσαλονίκη στο Γεντί Κουλέ, στις στρατιωτικές φυλακές της Θεσσαλονίκης. Όταν το άκουσα εγώ στεναχωρήθηκα, λέω: «Τι θέλω εγώ μέσα εκεί;» και μου λέει κάποιος: «Επειδής έχουνε πολλά μερεμέτια λέει εκεί πέρα, επειδή εσύ η δουλειά σου είναι οικοδόμος, θα φτιάχνεις εκεί, τίποτα μερεμέτια». Έφτασα 26 Οκτωβρίου την ημέρα, που γιόρταζε ο Άγιος Δημήτριος στη Θεσσαλονίκη. Παρουσιάστηκα στις φυλακές επάνω. Στη φρουρά κανονικά, εντάξει. Ε, όταν μπήκα εκεί και είδα έναν σκοπό, ο οποίος ήταν γνωστός μου στην Καισαριανή –έμενε στην Καισαριανή και αυτός– πήγα στη φρουρά, κάθισα λίγο, ξέρω γω τι, φάγαμε και κάποια στιγμή τον ρώτησα: «Πού είναι ο σκοπός, ρε παιδιά;». Μου λένε ότι ο σκοπός αυτός είναι κρατούμενος, δεν είναι… Δεν είναι έφεδρος στρατιώτης. Απόρησα εγώ, βέβαια, για την κατάσταση αυτή, τέλος πάντων δεν έδωσα σημασία, εντάξει. Μετά από δυο-τρεις μέρες, με κάλεσε ο διοικητής στο διοικητήριο. Πήγα πάνω και μου λέει: «Θα σε βάλω δεσμοφύλακα». «Τι να κάνω, κύριε διοικητά μου μέσα σε αυτά τα θηρία που είναι εκεί, εγώ δεσμοφύλακας;». Μου λέει: «Θα ‘μαι εγώ, όλοι θα σε φοβόνται, θα σου δώσω και κάποιο παράσημο», ξέρω γω τι και τετοια πράγματα. Λέω: «Κύριε διοικητά, εγώ ήρθα να υπηρετήσω την πατρίδα από δω που είμαι και να πάω σπιτάκι μου. Μέσα εκεί μπορεί να μπω και να μην ξαναβγώ», όλα αυτά. Και με απείλησε ότι θα με περάσει στρατοδικείο για… Πώς να το πούμε; Όχι στάση… Ότι δεν... Σαν να αντιμίλησα, που λέμε, ξέρω γω τι. Λοιπόν, όλα αυτά τα πράγματα. Αναγκαστικά μπήκα δεσμοφύλακας. Ήμουνα ακριβώς 60… 58 μέρες χωρίς να έχω βγει έξω από την πόρτα καθόλου. Σαν φυλακισμένος και εγώ. Τέλος πάντων. Βέβαια, σε αυτές 68 μέρες, οι οποίες ήτανε εφιαλτικές οι 68 μέρες, αυτά τα οποία έζησα μέσα εκεί, διότι ήμουνα ένας άνθρωπος ο οποίος δεν μου αρέσανε τα καθεστώτα αυτά και ως δημοκρατικός, έβλεπα μέσα να βασανίζουν άτομα και ρώταγα: «Γιατί, ρε παιδιά το χτυπάνε αυτόν;». «Γιατί είναι -λέει- κομμουνιστής». Λέω: «Γιατί, ρε παιδιά αυτός;». «Γιατί αυτός είπε ότι το φαγητό δεν του αρέσει στο στρατό». Και για όλα αυτά λέω… Επειδή ο καθένας έχει πολιτικές ιδέες, μπορεί να τον σακατεύουν στο ξύλο; Γιατί για ξύλο μιλάμε. Να φεύγουν κεφάλια. Ο άλλος κατάπιε κουτάλι, έκοψε το κουτάλι και το κατάπιε για να πάει στο νοσοκομείο να γλυτώσει από το πολύ το ξύλο. Αυτά που σας λέω δεν είναι ψέματα, είναι γεγονότα, και μπορούν να το διαβεβαιώσουν κι άλλα άτομα που ήταν μέσα φυλακή. Τέλος πάντων. Κάθισα μέσα, με κάποια άτομα, τα έβλεπα εγώ, με τη συμπάθειά μου, με συμπαθούσαν ξέρω γω τι. Ξαφνικά να βλέπεις να χάνεται ο ένας, «βρε πού είναι αυτός, πού είναι εκείνος;», να τον έχουν στριμώξει στις τουαλέτες και να τον βασανίζουν, να τον χτυπάνε, να τον δέρνουνε, να μαρτυρήσει κάτι, ποιος παππούς ήταν αριστερός. Για τέτοια πράγματα. Τέλος πάντων. Παρέλειψα να πω ότι όλα αυτά ήταν με την ανοχή του διοικητή, από κει ξεκινάγανε όλα, οι εντολές. Μέσα δε στις φυλακές ήταν ένας, ο οποίος ήταν ένας ψευτογιατρός, ο οποίος αυτός ήτανε… Ο άνθρωπος αυτός μετέδιδε όλες τις πληροφορίες των φυλακών. Όποιος καινούργιος φυλακισμένος έμπαινε μέσα τον πλησίαζε με τέτοιο τρόπο και του έπαιρνε ό,τι σκεφτόταν ο άνθρωπος αυτός και το μετέδιδε κατευθείαν στο διοικητή. Αυτό που λέμε ο κουκουλοφόρος των φυλακών, ο οποίος λεγόταν Καλαϊτζίδης. Ένα αισχρό άτομο, του ‘πα εγώ, του λέω: «Αν σε συναντήσω έξω, θα σου βγάλω τα μάτια». Έτσι του είχα πει τότε. Τέλος πάντων, προχωράμε. Μετά συνέχισε να γίνονται όλα αυτά τα πράγματα εγώ προσπαθούσα με τον τρόπο μου να γλιτώσω το κάθε παιδί και τον κάθε ένα μέσα που βασάνιζαν και τον χτύπαγαν εκεί πέρα. Γινόντουσαν… Κάποια στιγμή, έχω ειδοποίηση ότι θα έρθει κάποιος ο οποίος λεγότανε Παπαβασιλείου, όχι, νομίζω Παπαβασιλείου λεγόταν, από τη Σάμο ένα παλικάρι, ο οποίος ήτανε, είχε σπουδάσει… Αυτούς που γράφουν βιβλία, πώς τους λένε; Βιβλία. Συγγραφέας είχε σπουδάσει. Όταν ήρθε μέσα, ειδοποιημένος εγώ να τον πάω στο κουρείο. Μέσα εκεί ήτανε κάποιοι, οι οποίοι θα προσπαθούσαν να του πάρουνε λόγια. Υποτίθεται ότι ήρθε μέσα στις φυλακές για να δημιουργήσει επανάσταση μες στις φυλακές. Με κίνδυνο εγώ να γίνω και εγώ κρατούμενος, σκύβω να του πάρω τα πράγματά του, που απαγορευόταν να πλησιάσω εγώ τα πράγματά του, του λέω: «Το στόμα σου κλειστό, θα φας πολύ ξύλο». Εγώ αναγκαστικά εκτελούσα τις εντολές του διοικητή, έπρεπε να τον πάω στο κουρείο. Μέσα στο κουρείο τον περίμεναν τρία-τέσσερα άτομα, τα οποία άρχισαν τώρα να του λένε ιστορίες και τέτοια. Εγώ μπροστά χωρίς να μιλάω καθόλου. Ε, και είναι, λέει: «Θα έρθει ο διοικητής; Θα τον κάνουμε, θα τον πιάσουμε, θα…», αυτό και ξέρω γω τι. Ότι θα αρπάξουμε τον διοικητή να κάνουμε επανάσταση στις φυλακές. Αυτοί ήταν όλοι βαλτοί για να κάνουν αυτό το πράγμα. Και κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα του κουρείου και μπαίνει μέσα ο διοικητής και ορμάει αυτός να τον αρπάξει. Ε, βέβαια έφυγε αιμόφυρτος από κει. Δε, αυτός ο άνθρωπος μετά από βίντεο που τράβηξε ο Στέλιος ο Καλαϊντζής, ήταν στη Σάμο, τον είδανε στη Σάμο, ο οποίος είχε μείνει φυτό από το πολύ ξύλο που είχε φάει στο κεφάλι. Δηλαδή έβλεπε άνθρωπο και έστριβε, χανότανε, πήγαινε τοίχο-τοίχο, γωνία-γωνία, φοβότανε. Είχε τον φόβο απ’ το πολύ ξύλο που είχε φάει μέσα στις φυλακές. Καταλαβαίνετε τι γινόταν μέσα εκεί. Κάποια στιγμή, τέλος του χρόνου, πήρα μια άδεια εγώ, κατέβηκα στην Αθήνα. Βέβαια, φεύγοντας από κει είχα κολλήσει μία αρρώστια, οστρακιά, που έχει αφήσει και πληγές ακόμα και όταν κατέβηκα στην Αθήνα, μία μέρα κατέβηκα, την άλλη πήγα στο 401, στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Από κει, ε κάθισα δέκα μέρες, κάθισα και 10 μέρες την άδειά μου, ανέβηκα πάνω στο στρατόπεδο και ανέλαβα κανονικά τη θητεία μου. Και μου λέει… Εν τω μεταξύ, είχε έρθει άλλη σειρά, με την επόμενη σειρά από μένανε, κι είχαν έρθει τρία τέσσερα πέντε άτομα και ένας λοχίας ο οποίος… Ήτανε δύο οι λοχίες που είχαν έρθει επάνω. Ο ένας ο λοχίας ανέλαβε να γίνει χρέη δεσμοφύλακα. Κατά την διάρκεια αυτήν από την Πρωτοχρονιά μέχρι τον… Δεν θυμάμαι ακριβώς συγκεκριμένα τον μήνα, έρχεται ένας καινούριος Διοικητής, ο οποίος λεγόμενος Γκαβοτζίμας Νικόλαος. Ένας εξαίρετος άνθρωπος. Αυτός σου έλεγε: «Δύο μέρες κράτηση» και σου έλεγε: «Το κρίμα στο λαιμό σου». Ήταν τόσο εξαίρετος άνθρωπος αυτός. Από κει και μετά σταμάτησανε. Βέβαια δεν ήμουνα μέσα εγώ να παρακολουθώ τι γίνεται, έμπαινα και έβγαινα. Ώσπου ήρθε η 25η Μαρτίου η οποία… Εκεί δεν είχε έρθει ακόμα ο διοικητής ακόμα ο Γκαβοτζίμας. Και γίνεται το ιστορικό αυτό, που μοίρασε κρασί, μπουκάλια κρασί μες στις φυλακές ο διοικητής. Ο τότε διοικητής Γουρνιεζάκης Νικόλαος. Κι έγινε, καταλαβαίνετε τι έγινε μέσα. Πήραν οι δυνατοί το κρασί, απ’ τα… Από μένα που ήμουν αδύνατος ή οποιοδήποτε άλλον, το πίνανε και μετά έγινε ένα μακελειό, να βλέπεις τώρα 20-30 άτομα να δέρνουν τα 120. Όποιον βλέπανε μπροστά τους. Ξύλο! Για ξύλο μιλάμε. Εγώ είχα ανέβει σε ένα παράθυρο, σε ένα παράθυρο και είχα κρεμαστεί και φώναζα «βοήθεια» για να ‘ρθει η φρουρά μέσα. Δε, ο κύριος διοικητής είχε φύγει, δεν ήταν εκεί, δεν ήταν πάνω. [00:10:00]Ήταν, είχε πάει σπίτι του ο άνθρωπος, λοιπόν. Και ήρθε άρον-άρον επάνω για να κατευνάσει τα πράγματα. Από εκεί και μετά, εγώ έμπαινα και δεν έμπαινα. Μέχρι εκεί ήτανε η θητεία μου ας πούμε. Αλλά όταν έφυγε ο διοικητής Γουρνιεζάκης από εκεί από τις φυλακές, οι φυλακές μετά αλλάξανε τελείως, γίνανε τελείως διαφορετικές. Δεν υπήρχε ούτε βασανισμός. Μικροκαυγάδες και μικροξύλα και ξέρω γω τι, αυτά υπήρχαν. Εντάξει μεταξύ τους οι… Και κάποιοι δυνατοί τελοσπάντων δέρναν τον αδύνατο. Αυτό γίνεται πάντα ας πούμε, σε όλες τις φυλακές γίνεται. Τέλος πάντων. Λοιπόν, από εκεί και μετά, εγώ ανέλαβα το ΚΑΨΙΜΙ, μου δώσανε το ΚΑΨΙΜΙ να αναλάβω επάνω, μου είχαν εμπιστοσύνη μεγάλη. Ήμουνα άνθρωπος με εμπιστοσύνη και θαρραλέος άνθρωπος. Δε, ο υποδιοικητής μου –δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του– με αγαπούσε τόσο πολύ, που όταν ήρθε η μέρα, η τελευταία μέρα να απολυθώ από τον στρατό, από το Γεντί Κουλε, μου λέει: «Πού μένεις, Βελισσάρη;», Βελισσάρη με λέγανε πάντα όλοι. Λέω: «2ας Μαϊου 11, Καισαριανή». Μου λέει: «Γιατί τη λένε 2ας Μαϊου;». «Δεν ξέρω, κύριε υποδιοικητά». «Θα πας να μάθεις -μου λέει- και θα ‘ρθεις να πάρεις το απολυτήριο». Εγώ δεν ήθελα, βέβαια, να χαλάσω χατίρι στον υποδιοικητή. Και μ’ αγαπούσε και τον αγαπούσα. Πήγα μέσα, υπήρχαν κρατούμενοι αξιωματικοί μέσα εκεί. Δηλαδή δεν είχανε καμία σχέση με τους κρατούμενους τους κάτω, οι αξιωματικοί ήταν σε άλλο θάλαμο, σε άλλους θαλάμους επάνω. Και πάω μέσα και λέω: «Ρε παιδιά, έτσι κι έτσι, 2ας Μαϊου, γιατί τη λένε 2ας Μαϊου την οδό μου στην Καισαριανή και τέτοια;». Λέει: «Θα πας να πεις στον κύριο υποδιοικητή ότι στις 2 Μαϊου έγινε η πανεργατική επανάσταση στην Αμερική», δεν ξέρω αν το θυμάσαι κι αυτό το ιστορικό. Λοιπόν. Ε, πήγα το είπα, όντως, με ασπάστηκε ο άνθρωπος αυτός, μου λέει: «Είσαι πολύ μεγάλος άνδρας και πολύ μεγάλη ψυχή -μου λέει- έχεις». Μ’ ασπάστηκε, τόσο πολύ. Ε, χαιρέτησα τέλος πάντων, χαιρέτησα και τον κύριο, τον διοικητή, τον κύριο Γκαβοτζίμα και τέτοια, αυτά. Αυτά ήταν ως προς τις φυλακές. Αλλά τη φρίκη που έζησα στους δύο μήνες επάνω, δεν θέλω να τη ζήσει άνθρωπος. Και να σας πω και το αλλο, ότι αυτά, η γυναίκα μου, μόνο ο πεθερός μου ήξερε για όλα αυτά. Και θα σας πω τώρα το εξής. Με το θέμα του Παπαγιαννόπουλου, που ήτανε σε ένα στρατόπεδο και έφυγε στη Γερμανία, και του είπαν… Ήτανε κρατούμενος στις φυλακές, κι επειδή δεν βρίσκανε να τον δικάσουν αιτιολογικό, τον ξαναπήγαν στο στρατόπεδο. Κι απ’ το στρατόπεδο εκεί τον βάλαν στο πειθαρχείο. Και του λένε: «Θα είσαι μέχρι την τελευταία μέρα που θα απολυθείς στο πειθαρχείο». Γιατί δεν τον ήθελε ο διοικητής του. Από ό,τι έμαθα εγώ εκ των υστέρων. Τέλος πάντων. Κι αφού έγινε με τον Παπαγιαννόπουλο, έφυγε στη Γερμανία και τέτοια και αυτά, και γύρισε ο άνθρωπος μετά τη μεταπολίτευση που έπεσε η χούντα και ήρθε ο κύριος Καραμανλής στην Ελλάδα, λοιπόν, γύρισε το παιδί από τη Γερμανία να έρθει να δικαστεί. Τέλος πάντων, έρχεται, γίνεται ένα δικαστήριο στη Θεσσαλονίκη, στο στρατοδικείο Θεσσαλονίκης. Δεν είχανε τόσο μεγάλα τρανταχτά στοιχεία, είπανε, αλλά επειδής ήταν κρατούμενοι εκείνοι οι οποίοι τον βοηθήσανε στη δίκη πάνω, αλλά «Θέλουμε -λέει- έναν μαρτυρα πιο ουσιώδες». Και αναγκάστηκε να καλέσει εμένανε ο Παπαγιαννόπουλος. Με κάλεσε εμένανε και όταν πηγα εγώ στο δικαστήριο και είπα το τι συνέβαινε μέσα, τους βασανισμούς που ο άλλος κατάπιε το κουτάλι για να φύγει, να βγει έξω από τη φυλακή να γλιτώσει και όλα αυτά τα πράγματα, σηκώθηκε ο διοικητής και με απεκάλεσε κομμουνιστή. Είμαι κομμουνιστής και βοηθάω τους κομμουνιστές. Εγώ τέλος πάντων είπα: «Κομμουνιστής-ξεκομμουνιστής εγώ ήρθα να πω την αλήθεια. Αυτά τα οποία είδα και αυτά που έζησα μέσα στις φυλακές. Δεν έχει σημασία», αυτό είπα. «Aν είσαι κομμουνιστής ή αν δεν είσαι, που δεν είμαι -λέω- κομμουνιστής εγώ». Τέλος πάντων. Ε, έγινε το δικαστήριο αυτό, αθωώθηκε ο άνθρωπος, έρχεται μια μέρα ο πεθερός μου μετά από ένα μήνα-δύο δε θυμάμαι, και μου έφερε το Ριζοσπάστη. Είχε αρχίζει να κυκλοφορεί ο Ριζοσπάστης πλέον, που δεν κυκλοφορούσε. Και μου λέει: «Έλα να δεις το φίλο σου τον Παπαγιαννόπουλο, τον αθωώσανε». Αθωώθηκε και δεν είναι ότι αθωώθηκε, πήρε και αποζημίωση πλέον. Βεβαίως, ναι. Τέλος πάντων. Ε, εγώ βέβαια στα παιδιά μου και στη γυναίκα μου, κανένας δεν ήξερε ούτε στα αδέρφια μου, κανένας δεν ήξερε ότι εγώ υπήρξα δεσμοφύλακας. Το έκρυβα από όλους, διότι τι να τους πω, ποιος θα με πίστευε εμένανε; Ώσπου όταν ήρθε, με καλέσανε να τους βοηθήσω τα παιδια, οι φυλακισμένοι, αυτοί οι οποίοι είχανε βασανιστεί, είχανε φάει το ξύλο, σε μία εκπομπή του Τριανταφυλλόπουλου, εκεί μέσα εξιστόρησα και είπα πάρα πολλά πράγματα, πιο πολλά από ό,τι έχω πει εδώ, αυτά που συμβαίναν, μέσα, που έβλεπα στις φυλακές. Τα εξιστόρησα και τα είπα εκεί πέρα, μέσα εκεί. Και γύρισαν τα παιδια και με φιλάγανε και με λέγανε ήρωα. Λέω: «Δεν είμαι ήρωας εγώ. Εγώ λέω αυτό, το οποίο είδα και αυτό που πράξανε κάποιοι, οι οποίοι ήτανε η τρέλα τους αυτή, να βασανίζουνε τον συνάνθρωπό τους και τον αδελφό τους. Κάποιοι βασάνιζαν και τα αδέλφια τους ακόμα -λέω- για αυτό το θέμα. Για να υποστηρίξουνε τη χούντα, ένα κράτος όπως το θέλανε αυτοί να το κάνουνε». Τέλος πάντων. Εδώ εμένα με έχουν ο αδελφός μου και τα αδέλφια μαζί με τη μάνα μου και τον πατέρα μου στην Καισαριανή. Όταν απολύθηκα, ήρθα εδώ, στην Καισαριανή. Γιατί εδώ μέναμε. Όταν έγινε η επανάσταση, 21η Απριλίου, κάποια χαρτιά πρόλαβε μία κοπέλα και τα έκαψε. Το δικό μου το όνομα δεν βρέθηκε μέσα στα χαρτιά. Του αδελφού μου το όνομα βρέθηκε μες στα χαρτιά και σηκώθηκε το πρωί να πάει για δουλειά. Του είπε ο πατέρας μου: «Μην πας γιατί κάτι έχει γίνει εκεί, δεν ξέρω τι ακριβώς, αλλά κάτι έχει γίνει». «Όχι -του λέει- θα πάω στη δουλειά μου», του λέει. Τέλος πάντων και με το που βγαίνει έξω του την είχαν στημένη οι ασφαλίτες από δω. Τα πρωτοπαλίκαρα εδώ της Ασφάλειας της Καισαριανής και το σταμάτησαν, του λέει: «Γύρνα πίσω σπίτι, δεν θα πας πουθενά». Λέει: «Γιατί, θέλω να παω στη δουλειά μου», ξέρω γω τι. Και τον χαστουκίσανε. Ναι. Και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω κι είχε να πάει 10 μέρες, του λέει: «Άμα δεν ειδοποιήσουμε εμείς, δεν θα πας στη δουλειά». Αυτά έγιναν εκ των υστέρων μετά. Λοιπόν. Ε, τέλος πάντων δεν ήθελα να πω στα παιδιά, τα αδέρφια μου, ξέρω γω τι. Γιατί μπορεί να ντρεπόταν κιόλας, άμα βγαίναν έξω, ότι εγώ υπήρξα δεσμοφύλακας, έστω και για λίγο χρονικό διάστημα. Έστω για τρεις-τέσσερις μήνες που ήμουνα. Αλλά έτυχε να πέσω πάνω στο διοικητή, τον οποίο αυτός ο άνθρωπος έδινε τις διαταγές και αυτόν τον παλιάνθρωπο που λέω εγώ τον Καλαϊτζίδη… Αν και τώρα να τον δω, ακόμα θα θέλω να τον χτυπήσω. Ήτανε τα κακά μάτια που βλέπαν τα πάντα μες στις φυλακές. Αυτά που βλέπανε. Και ήτανε, όχι ο σπιούνος, δηλαδή, του ’πα τώρα: «Εγώ θα σου κόψω το καρύδι τώρα, άμα σε συναντήσω έξω». Του’χα πει πολλές κουβέντες. Και μου λέει: «Θα το πω στον διοικητή» και του λέω: «Πες το, άμα είσαι άντρας». Του λέω: «Πες το και εγώ θα σου κόψω μες στις φυλακές το καρύδι», του λέω. Γιατί έβλεπα πράγματα, κατάλαβες; Δεν ήμουνα κανα παιδάκι να κωλώνει ξέρω γω τι. Φοβόμουνα βέβαια, είχα το φόβο, αλλά είχα πώς να σου πω, είχα ένα θάρρος ανεξάρτητο μέσα εκεί. Λέω: «Τι θα μου κάνανε; Μπορεί να μπω κι εγώ φυλακή, φυλακισμένος -λέω- να είμαι». Βέβαια, αυτό ήτανε ζημιά για την οικογένειά μου, κατάλαβες; Τέλος πάντων, αυτά είχα να πω για όλη την ιστορία της εποχής εκείνης. Αν θες να με ρωτήσεις κάτι.
Θυμάστε κάποιους από τους κρατούμενους;
Πολλούς. Πάρα πολλά παιδιά θυμάμαι. Και συγκεκριμένα με… Έχω πολλές φιλίες με τον Ρούλη, ο οποιος μένει στον Αμπελώνα Λαρίσης. Έχω με τον… στη Θεσσαλονίκη. Αχ πώς τον λένε, ξεχνάω. Με τον Στέλιο τον Καλαϊτζή, ο οποιος μένει στο εξωτερικό. Και με πολλούς, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ αυτή τη στιγμή. Έπρεπε να πάρω το Στέλιο πριν. Να μου πει ονόματα, να μου θυμίσει. Όλοι αυτοί που σας λέω ήταν βασανισμένοι, είχαν βασανιστεί μέσα, είχανε φάει πολύ ξύλο. Όταν λέμε για πολύ ξύλο, να βλέπεις ανθρώπους μαυρισμένους. Και συνήθως τους χτυπάγανε στο κεφάλι. Γιατί, για να μη φαίνονται τα χτυπήματα, τους χτυπάγανε πάνω στο κεφάλι, εδώ. Για αυτό και ο κύριος που ήταν από τη Σάμο, έμεινε ο άνθρωπος φυτό. Τον έχει τραβήξει βίντεο ο Στέλιος ο Καλαϊτζής, γιατί όταν ήτανε που έγινε, τότε που ανεβάσανε με τον Τριανταφυλλόπουλο, είχαν ανεβάσει δύο φορές. Την πρώτη φορά δεν ήμουν εγώ. Και μετά ήρθανε και με βρήκανε σε Καισαριανή, ζητήσανε και βρήκαν το τηλέφωνο του αδερφού μου. Και λέει: «Ψάχνουμε κάποιον Βελισσάρη Κωνσταντίνο», λέει: «Δεν είμαι εγώ, είναι ο αδερφός μου». Λέει: «Πού μπορούμε να τον βρούμε;». Λέει: «Την τάδε ώρα βρίσκεται εκεί». Και ξαφνικά βλέπω μου έρχονται δύο αυτοκίνητα, και βλέπω τους ανθρώπους, με πήραν τα κλάματα. Ναι, γιατί είχα ζήσει πολλά μαζί τους. Πάρα πολλά. Είδα τον Στέλιο, που τον είχα γλυτώσει 10 φορές από το ξύλο. Κατάλαβες; Τέλος πάντων. Λοιπόν συγκινήθηκα, με συγχωρείς. Αυτά γινόνταν μέσα στις φυλακές εκείνη την εποχή και για όλα αυτά ξεκινούσαν από τον διοικητή. Από τον διοικητή και από αυτό τον άτιμο τον ρουφιάνο. Οι δε οι βασανιστές που ήτανε, όταν λέμε για βασανιστές, μποξέρ, παλαιστές και τέτοια πράγματα. Στην πολιτική τους ζωή ήτανε, αυτό κάνανε. [00:20:00]Και ξέραν πώς θα χτυπήσουν και πού θα χτυπήσουν. Εμένα προσπαθούσαν να μου μάθουν μποξ μέσα εκεί. Βάζαν τα γάντια και όταν έφαγα μία στο κεφάλι, έκανα τρεις τούμπες ανάποδα. Ναι, κατάλαβες; Τέλος πάντων, αυτό είναι… Ντάξει. Δεν είναι στους βασανισμούς αυτό. Δεν μου το κάναν για αυτό, μου το κάναν για να γελάσουν μέσα εκεί. Αυτοί ήταν οι οποίοι χτυπάγανε. Κι όταν έφευγε κάποιος από αυτούς, που έπαιρνε –αποφυλακιζότανε– ανακουφιζόντουσαν μέσα οι φυλακισμένοι. Όταν έμπαινα εγώ καμιά φορά μέσα, ζήταγα άδεια από τον διοικητή και έμπαινα μέσα έτσι και να τους δω, να τους μιλήσω, να κάνω… Και με πιάνανε και με φιλάγανε τα άτομα αυτά. Με αγαπάνε, βλέπαν ότι εγώ έλεγα: «Ποιος, ρε; Ποιος δεν έχει; Ποιος δεν έχει τσιγάρα; Και του πέταγα ένα πακέτο τσιγάρα για να καπνίσει». Αυτά. Θες εσύ να με ρωτήσεις κάτι άλλο;
Μου λέτε όλο για αυτό το το φίλο σας το Στέλιο που ήταν κρατούμενος. Με αυτόν πώς γνωριστήκατε μέσα στη φυλακή; Θυμάστε;
Πώς γνωριστήκαμε μέσα στις φυλακές; Κοίταξε να δεις, αυτοί ήτανε χαρακτηρισμένοι. Τους είχανε χαρακτηρίσει, λέγανε ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε. Με ειδοποίησαν και μου λέγανε… Και ο ίδιος ο διοικητής: «Τον τάδε, τον τάδε και τον τάδε, αυτούς όλους θα τους πλησιάζεις και να τους ρωτάς τι κάνουνε, πώς κάνουνε, ξέρω τι και το ’να και τ’ άλλο, και τέτοια». Κάτι άλλο παρέλειψα. Μία μέρα βρήκα ένα καρύδι μέσα στις φυλακές. Το πήρα το καρύδι εγώ και το άνοιξα και ήταν από τις φυλακές των κρατουμένων, των πολιτικών κρατουμένων από πάνω, και μέσα είχε ένα σημείωμα, για κάποιον το σημείωμα αυτό. Λοιπόν, αν έπεφτε αυτό το σημείωμα στα χέρια των βασανιστών, ακόμα θα ‘τρωγε ξύλο άνθρωπος. Το πήρα εγώ και το κατέστρεψα. Τον πιάνω τον ίδιονε και του λέω: «Δώσε μου ένα τσιγάρο» και τέτοια πράγματα, όπως κάνουν οι στρατιώτες, και πάνω εκεί του λέω: «Το και το». Μου λέει: «Καλά έκανες γιατι ακόμα θα είχα σπασμένα δόντια». Αυτά.
Είπατε ότι ειδικά αυτούς, σαν τον φίλο σας, αλλά και άλλους, τους γλιτώσατε πολλές φορές.
Ναι, πάρα πολλές.
Πείτε μου…
Ο άλλος τον πυροβολήσανε. Τον πυροβολήσανε, πέρασε μέσα από ένα τούνελ και έφυγε κι εγώ λέω: «Πάει, τον σκοτώσανε». Εγώ είπα τη φράση ενώ τον είδα που έφευγε. Ντίνος… Α γαμώ το μπελά μου μέσα, κόλλησε το μυαλό μου τώρα. Ε, τωρα δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του. Ο όποιος και μάλιστα έχει χαθεί τώρα τελευταία αυτός. Ανακατευότανε με διάφορες ιστορίες με τον Τριανταφυλλόπουλο. Αυτός έκανε την ιστορία και βγήκαν στον Τριανταφυλλόπουλο. Είχε πιτσαρία στον Βύρωνα συγκεκριμένα και πηγαίναμε εκεί. Πηγαίναμε, τρώγαμε πίτσα και τέτοια. Εγώ μετά το γνώρισα. Τον ήξερα, τρώγαμε πίτσα, αλλά δεν το γνώρισα ότι ήτανε ο Ντίνος που ήταν στις φυλακές και ξέρω γω τι και αυτά. Μετά τον γνώρισα, γιατί είχε αλλάξει μετά και αυτός, είχε παχύνει λίγο, ως συνήθως. Όταν μεγαλώνουμε, παθαίνουμε. Κατάλαβες; Τι άλλο θέλεις να σου πω τωρα;
Να μου πείτε κάποια από αυτές τις φορές, που μου λέτε ότι γινόντουσαν όλα αυτά και εσείς τους γλιτώσατε.
Ναι. Χαρακτηριστικά. Πολλές φορές σε εκείνον τον θάλαμο καθόταν ένας μπροστά στην πόρτα και μέσα έπεφτε το ξύλο, ξυλοδαρμός. Δε, υπήρξαν και άτομα που τα βιάσαν μέσα εκεί, μες στις φυλακές. Και συγκεκριμένα, για τον Βρέντζο τον οποίο τον κυνηγούσανε, πέρναγε και του λέγανε: «Ρε, τσούζει, τσούζει;». Αυτά θα στα πει ο Στέλιος ο Καλαϊντζής, τα οποία έζησε γιατί ήτανε μέσα, μπροστά. Κατάλαβες; Λοιπόν…
Κύριε Κώστα, θυμάστε να μου περιγράψετε πώς ήταν μέσα η φυλακή;
Οι φυλακές ήτανε κάτω ένα προαύλιο, το οποίο συγκεντρωνόμασταν και κάναν τη βόλτα, ξέρω γω τι. Λοιπόν, ανεβαίναμε κάτω δεξιά είχε ένα ξυλουργείο εκεί που φτιάχναν διάφορες εργασίες και τέτοια, ο οποίος ήταν μέσα και πέρα, ήτανε κάποιος Ρούλιας λεγότανε. Θα πω και για ένα άτομο ο οποίος λεγόταν Τσιλιβαράκος αυτός. Ήταν και αυτός ένας απ’ τα καθίκια μέσα των φυλακών και κάποια στιγμή τον συνάντησα… Του είχα πει: «Πρόσεχε μην σε συναντήσω πουθενά στο δρόμο». Γιατί με είχε χτυπήσει κιόλας εμένα αυτός, ναι, και του λέω: «Πρόσεξε μην σε συναντήσω στο δρόμο». Και συμβαίνει να φτιάχνω μία πολυκατοικία εγώ στον Πειραιά κάτω και με το που στρίβω με το αυτοκίνητο, τον βλέπω και του φωνάζω: «Τσιλιβαράκο!». Και με το που αρχίζει και τρέχει, φρενάρω το αυτοκίνητο και κατεβαίνω και τρέχω από πίσω του κι εκεί που κάπου μου κρύφτηκε, μπήκε μες στο νεκροταφείο. Ήταν κοντά στο νεκροταφέιο της Νίκαιας κάτω, και κάπου τον έχασα. Θα τον σκότωνα εκεί. Γιατί έβλεπα τι έκανε μέσα εκεί πέρα. Πέρναγε, τάχα μου ότι, κουνιστός και λυγιστός,: «Παφ!» μία στη μούρη του αλλουνού, για πλάκα έτσι, για να γελάσει. Κλωτσιά από κάτω. Αυτά τα πράγματα είδα μέσα εκεί πέρα.
Μου είπατε ότι, αν κατάλαβα καλά, ότι ήτανε ξεχωριστά οι πολιτικοί κρατούμενοι.
Ναι, ήταν απ’ την άλλη πλευρά. Συγκεκριμένα, τις μέρες που υπηρετούσα πήρανε και τον Παγκρατίδη που τον πήγανε, ήταν η τελευταία εκτέλεση που κάνανε, που γίνεται στην Ελλάδα, του Παγκρατίδη, τον «δράκο του Σέιχ Σου» που λέγανε, ξέρω γω τι και τέτοια πράγματα. Εμείς τον συνοδέψαμε, τον βάλαμε στο αυτοκίνητο για να φύγει, να τον πάνε πάνω στο βουνό για να τον εκτελέσουνε. Η φρουρά η δική μας κάθισε στη φρουρά για να βγάλουνε φυλακισμένοι. Πριν από μας μπροστά, υπήρχε ένα φυλάκιο το οποίο ήταν οι τέτοιοι, οι χωροφύλακες ας το πούμε μπροστά, έτσι; Γιατί τότε ήταν Χωροφυλακή. Και πίσω ήταν η δική μας η σκοπιά. Μπροστά ήταν η… Δηλαδή όταν περνούσες μπροστά, έλεγχος. Περνούσε πρώτα από αυτούς και μετά έρχονται σ’ εμάς επάνω.
Βλέπατε διαφορές στη μεταχείριση των πολιτικών κρατουμένων από τους υπόλοιπους;
Όχι, δεν είχα καμία σχέση εγώ εκεί πέρα, ούτε πάταγα καθόλου. Όχι, τίποτα, τίποτα. Απλώς μία φορά που βρήκα ένα καρύδι, το οποίο είχε μέσα ένα χαρτί και το κατέστρεψα, διότι αυτός ακόμα θα ‘τρωγε ξύλο το παλικάρι, τέλος πάντων. Και δεν θυμάμαι από πού ήταν αυτός. Ήτανε στη Ζάκυνθο; Δεν θυμάμαι, από κάποιο νησί ήταν αυτός. Έχουν περάσει και πολλά χρόνια, πού να θυμάμαι κάποια πράγματα! Αλλά θυμάμαι πολλά… Να βλέπεις τώρα αυτόν, τον Αντρέα απ’ τη Θεσσαλονίκη, το φίλο μου που τον έχουν σωριάσει και τον έχουν σφηνώσει μες στη σκάλα και πέρασε ο άλλος από πάνω και τον πάτησε και του λέει: «Τι κάνεις εκεί, ρε;» και τον πάτησε. Ο κύριος Βρέντζος το έκανε αυτό. Το οποίο είχαμε και προβλήματα με δικαστήρια με τον κύριο Βρέντζο είχαμε δικαστήρια κι αυτά. Εγώ ήμουν μάρτυρας υπερασπίσεως των παιδιών στο δικαστήριο, εγώ. Όταν, πρόσφατα τώρα είναι –δεν είναι πολλά χρόνια, τέσσερα-πέντε χρόνια είναι– γιατί τους έκανε δικαστήριο ο Βρέντζος, όταν είχανε βγει με τον Τριανταφυλλόπουλο, την εκπομπή, και ότι στην πρώτη εκπομπή που 'χανε κάνει, τους έκανε δικαστήριο ο Βρέντζος. Μετά, όταν έγινε η δεύτερη εκπομπή, που παρουσιάστηκα και εγώ… Εγώ απλώς προσπαθούσα να τους βοηθήσω στα δικαστήρια, γιατί γίνανε τρία τέσσερα δικαστήρια και στο τέλος αθωωθήκανε, βέβαια. Με λίγα λόγια, ήταν μια καταπληκτική εισαγγελέας, η οποία σε όλη τη διάρκεια της τελευταίας δίκης δεν μιλούσε καθόλου, ούτε είπε μία κουβέντα. Και συγκεκριμένα λέω: «Ώρε Στέλιο -του λέω- δεν τη βλέπω καλά αυτή την…» και μου λέει: «Ναι, ρε Κώστα. Δεν ξέρω, αλλά θα δούμε». Κι όταν βγήκε πάνω κι έκανε και αγόρευσε, εκείνη την ώρα τα παράτησε ο Κούγιας και έφυγε και άφησε το βοηθό του να συνεχίσει τη δίκη. Όταν άρχισε να αγορεύει η γυναίκα αυτή, η εισαγγελέας, έφυγε ο Κούγιας απ’ τα δικαστήρια. Έχασε τη δίκη πλέον εκεί πέρα. Κατάλαβες; Αυτός πήγαινε –Κούγιας ήτανε– να αρπάξει, τέλος πάντων, λεφτά να πάρει. Δικηγόρος είναι. Ο άνθρωπος τη δουλειά του έκανε στο φινάλε, ‘νταξει.
Μου είπατε ότι όταν πρωτομπήκατε στη φρουρά, μείνατε μέσα 68 μέρες χωρίς να βγείτε καθόλου.
Ούτε έξω απ’ την πόρτα των φυλακών δεν είχα βγει.
Πείτε μου γι’ αυτό το διάστημα λίγο παραπάνω.
Σ’ αυτό το διάστημα ήταν που είδα όλους τους βασανισμούς, σε αυτές τις 58 μέρες που ήτανε για μένα και για μένα βασανιστικές. Εκεί είδα τους ανθρώπους, δεν μπορώ να θυμηθώ άτομα συγκεκριμένα. Εκεί ήτανε και οι βιασμοί, εκεί ήτανε και βασανισμοί, σε αυτές τις μέρες κατάπιε ο άλλος το κουτάλι, όλα έγιναν επί θητεία μου, όταν ήμουνα εγώ δεσμοφύλακας μέσα. Εκεί, τότε γίνανε αυτά τα πράγματα. Τα χειρότερα πράγματα λες και τα φύλαγε –πώς να πω– ο Θεός για μένα, να μου κάνει εμένα αυτό το πράγμα. Τέλος πάντων, δεν φταίει ο Θεός βέβαια, φταίει ο κύριος από πάνω που έδινε τις εντολές, απ’ άνωθεν. Το οποίο, όταν άλλαξε μετά διοικητής, οι φυλακές γίνανε κολέγιο μέσα δεν υπήρχαν ούτε βασανισμοί, εκτός από κάποιοι ξυλοδαρμοί μεταξύ τους που γινόντουσαν. Ήταν άλλο πράγμα. Βέβαια, μπήκε και μέσα και ένα παλικάρι δεσμοφύλακας οποίο ήταν και αυτός 1,85, ήτανε θηρίο, ήτανε δεμένο παιδί, δεν ήτανε κάνα παιδάκι, και κάπου, κατά κάποιο τρόπο… Βγήκανε βέβαια και κάτι πρωτοπαλίκαρα, είχανε πονέσει, είχανε, είχανε φύγει από τις φυλακές, είχαν αποφυλακιστεί, βγήκανε και κάποια πρωτοπαλίκαρα, οπότε μετά μείνανε πιο υποδεέστεροι μέσα. Δεν ήτανε τόσο δυνατοί και τόσο τσακάλια. Και είχανε σταματήσει και οι ρουφιανιές από μέσα, σταματήσανε. Γιατί ο δεύτερος διοικητής τους έδιωχνε, δεν δεχόταν τέτοια πράγματα.[00:30:00] Έμπαινε μέσα στις φυλακές και καθόντουσαν όλοι προσοχή, λες και βλέπανε μπροστά τους το Θεό. Ήταν τόσο καλός ο δεύτερος διοικητής. Μέσα εκεί, επί θητείας μου που σου ‘πα για το κουτάλι, με τον Στέλιο τον Καλαϊτζή, ένα πρωί μπήκα μέσα στο ένα ξυλουργείο που είχαμε, ένα εργαστήριο που ‘χαμε εκεί πέρα και άκουσα σα να τραγουδάει κάποιος, και λέω: «Ρε ποιος τραγουδάει, ρε;», λέει: «Να μέσα -λέει- τραγουδάει κάποιος» λέει. Και πάω και δίνω μια κλωτσιά στην πόρτα, ανοίγω την πόρτα στις τουαλέτες και βρίσκω μέσα τον Στέλιο, να τον έχουν βάλει τρεις κάτω και να τον δέρνουν. Κι αυτός να κλαίει και εγώ νόμιζα ότι τραγουδούσε κάποιος. Και πήγα εκεί πέρα και… Εγώ το μόνο που έκανα, δεν μπορούσα να κάνω. Τι να τους κάνω; Ήταν τρία θηρία. Το μόνο που τους έκανα ήταν να φωνάξω τον διοικητή. Φώναζα τον διοικητή. Βέβαια εκεί γινόταν τώρα εις γνώση του του διοικητή, ήταν αυτό, αλλά δεν ήξερε τα πολλά. Αυτοί όταν αρχίζανε να χτυπάνε δεν καταλαβαίναν, ήτανε θηρία. Δύο μέτρα ήταν ο άλλος, παλαιστής ήτανε. Όταν έδινε μπουνιά, ήταν σαν ερχόταν στο κεφάλι σου έξι τόνους τσιμέντο. Κατάλαβες; Λοιπόν, αυτά σου λέω έγιναν όλα επί θητείας μου, όταν ήμουνα εγώ μέσα εκεί πέρα. Μετά που… Όταν βγήκα εγώ, μετά όταν βγήκα, είχε βάλει κάποιον Κρητικό. Μανωλιό τον λέγανε, δεν θυμάμαι το επίθετο, ο οποίος, αυτός τι έκανε; Όταν γινόντουσαν μέσα βασανισμοί και τέτοια πράγματα, είχε πάρει ένα μπουζούκι και άρχιζε, κοπάναγε το μπουζούκι δυνατά και τραγούδαγε δυνατά για να μην ακούγονται τα κλάματα μέσα στις φυλακές. Και όταν μία μέρα συναντηθήκαμε του λέω: «Δεν ντρέπεσαι, ρε;». Έτσι του λέω: «Δεν ντρέπεσαι;». Και όταν, βέβαια, άλλαξε ο Διοικητής και βγάλανε και αυτόν από μέσα και έβαλαν τον λοχία, το οποίο ήτανε ένα καλό παιδί, ήταν κάπου από το Αγρίνιο –δεν ξέρω– πολύ καλό παιδί ο λοχίας, μπήκε δεσμοφύλακας. Και εμένα εγώ και τους άλλαζα για να… Παρόλο που είχα το ΚΑΨΙΜΙ, για να πάνε κάποιον, κάποια άδεια. Ε καθόμουνα μία δυο μέρες τρεις ξερω γω, για να βγούνε έξω να πάνε βόλτα και αυτά. Όταν ερχόντουσαν… Όταν ανέλαβα το ΚΑΨΙΜΙ, όταν ερχόντουσαν όλοι οι φυλακισμένοι ερχόντουσαν από κάτω, πέρναγαν πρώτα από μένανε. Εκεί ήταν η στάση. Περνάγανε από το ΚΑΨΙΜΙ. Και συνέπεσε να έρθει ένας γνωστός. Είμασατε μαζί εδώ, Καισαριανιώτης και αυτός, τον οποίο μόλις τον είδα, του λέω: «Κοίτα, δεν με ξέρεις, δεν σε ξέρω», του λέω. Για να μη… Είμαστε μαζί στους Λαμπράκηδες με αυτόν τον άνθρωπο. Δεν σου λέω το όνομά του, τέλος πάντων, γιατί μπορεί κάποιοι να μη θέλουν να ακουστεί πουθενά. Όπως και εγώ σου είπα, δεν ήθελα να μάθουν τα παιδιά μου ποτέ ότι υπήρξα δεσμοφύλακας, διότι δεν ξέρανε, σου λέει «τι έκανες μέσα;». Ήσουνα ρουφιάνος, ήσουνα αυτό; Κατάλαβες; Τα παιδιά μου το μάθανε όταν έγινε η πρώτη εκπομπή με τον Τριανταφυλλόπουλο. Τότε έμαθαν τα παιδιά μου ότι εγώ υπήρξα δεσμοφύλακας και αυτά. Κι όταν ήρθανε τα παιδιά, οι βασανισμένοι και τέτοια, και ήρθανε και, είδανε τα παιδιά μου και έπιασαν τον γιο μου και του λένε: «Κοίταξε, τον πατέρα σου -λέει- θα τον βλέπεις από πάνω μέχρι κάτω και θα βλέπεις έναν άντρα, που θα τον σέβεσαι πάρα πολύ», του γιου μου. «Θα σέβεσαι αυτό τον άντρα, γιατί υπήρξε άντρας και αυτά που φορά τα παντελόνια τα έχει τιμήσει με τον καλύτερο τρόπο». Και συγκινήθηκε ο γιος μου εκεί πέρα. Και η κόρη μου βέβαια, έτσι, μην λέμε μόνο για το γιο. Και η κόρη μας, έτσι; Για να είναι και τα δύο παιδιά μαζί. Έχει ανοίξει ένα μαγαζί ο γιος μου, με είδη αλιείας εδώ στην Εθνικής Αντιστάσεως. Είδη για τους ψαράδες και τέτοια. Ο οποίος πριν κάνει όλα αυτά ήτανε μαζί μου στη δουλειά, στην οικοδομή δηλαδή, και ήξερε την τέχνη, τη δουλειά μας, τα πλακάκια τα μάρμαρα και αυτά. Αυτά. Θες κάτι άλλο να με ρωτήσεις;
Αν δεν έχετε κουραστεί, θα σας ρωτήσω και κάποια πράγματα ακόμα.
Να με ρωτήσεις, όχι.
Εσείς, αυτό το πρώτο διάστημα που ήσασταν εκεί, φοβόσασταν τους άλλους δεσμοφύλακες, υπήρχε αυτός ο φόβος που μου λέγατε;
Δεν υπήρχε άλλος δεσμοφύλακας.
Τους βασανιστές.
Αν τους φοβόμουνα λέει; Ο άλλος με έπιασε από δω από το στήθος, λέει: «Να φτιάξω λίγο το μπράτσο μου» και με έκανε έτσι πάνω-κάτω, με το… Ο βασανιστής αυτός, ο οποίος ήτανε 2 μέτρα, ήταν παλαιστής, και με έπιασε από δω από το στήθος και έκανε… «Να κάνω μπράτσο», μου λέει. Ναι. Αυτούς τους ανθρώπους πώς να τους αντιμετωπίσω εγώ, με τι προσόντα; Δεν γίνεται να αντιμετωπίσεις αυτούς τους ανθρώπους. Και αναγκαστικά, το μόνο που έκανα, να φωνάζω, να κάνω, να καλώ βοήθεια ξέρω γω τι και τέτοια πράγματα, καλυπτόμουνα σαν δεσμοφύλακας ότι γίνεται φασαρία και τέτοια πράγματα μες στις φυλακές. Και έτσι γλιτώνανε κάποια άτομα το ξύλο και τις μπουνιές στο κεφάλι που τρώγανε.
Μου είπατε ότι πριν από όλα αυτά εσείς ήσασταν στους Λαμπράκηδες. Στους Λαμπράκηδες.
Ναι, πριν πάω φαντάρος. Ναι.
Θέλετε να μου πείτε και για αυτό;
Ναι, βεβαίως. Με τους Λαμπράκηδες –δεν ξέρω τώρα υπάρχουν στα αρχεία της εφημερίδας της Αυγής– έχω βγει φωτογραφία με τον Κατράκη στη γέφυρα του Βύρωνα σε μία συγκέντρωση, αγκαλιά με τον Κατράκη τον ηθοποιό. Με το Βόγλη, είχα βγει φωτογραφία μαζί τους. Βέβαια δεν ξέρω αν υπάρχουν αυτά τα στοιχεία, ήμουνα ένα άτομο από αυτά τα οποία είχαν ζήσει… Πώς το λένε; Ζούσα μέσα στο… Είχα δηλαδή ήμουνα ελεύθερο, αγωνιστής, αγωνιζόμουνα, κάποιες φορές ανακατευόμουνα και πολύ με τα οικοδομικά, μιας και ήμουνα οικοδόμος. Βέβαια, να λέω την καθαρή αλήθεια. Ήμουνα υπεργολάβος, είχα συνεργεία, είχα τα πάντα. Δεν είχα πρόβλημα, έχω… Εκεί με τους Λαμπράκηδες κάναμε πάρα πολλούς αγώνες και σε όλες τις συγκεντρώσεις μας. Βέβαια, κοίταξε να δεις τι γίνεται. Εγώ ήμουνα στην οργάνωση των Λαμπράκηδων, αλλά η οργάνωση των Λαμπράκηδων ήτανε στην αριστερά. Ε, αναγκαστικά ήμουνα και εγώ αριστερός. Όχι αναγκαστικά, ας το πούμε θεωρούμουνα αριστερός, αφού ήμουνα και στην οργάνωση των Λαμπράκηδων. Τώρα το μετά, το πώς εμένα δεν με ανακαλύψανε στον στρατό… Γιατί έτυχε μία κοπέλα, αυτή μία κοπέλα που ήτανε μέσα, πρόλαβε κι έκαψε κάποια χαρτιά και μέσα σε αυτά ήταν και το δικό μου το όνομα. Του αδερφού μου το όνομα δεν πρόλαβε να το κάψει και τον είχανε… Τον έπιασε η ασφάλεια και τον ξυλοκόπησε κιόλας. Αυτά με τους Λαμπράκηδες την εποχή εκείνη.
Τελειώνει η θητεία σας λοιπόν η στρατιωτική, στον στρατό και γυρνάτε στην Αθήνα.
Ναι.
Θυμάστε τα δημοψηφίσματα του ’68 και του ’73;
Αν θυμάμαι;
Τα δημοψηφίσματα που έκανε η χούντα.
Α, βέβαια. Το πρώτο δημοψήφισμα που έκανε, έφυγα εγώ από φυλακές και πήγα στο Λιτόχωρο, με τη φρουρά εκεί, στο σχολείο τέλος πάντων. Κι έτυχε να ‘μαι στο γυναικείο τμήμα. Στις γυναίκες. Το οποίο βγήκαν τα αποτελέσματα και βγαίνουνε 80 «όχι» και 20 «ναι». Από τις γυναίκες λέμε. Νομίζω δεν ήταν 80, ήταν παραπάνω, ήτανε πολλά. Γιατί τότε δεν ξέρω πόσα άτομα ήτανε. Νομίζω ήτανε χίλια άτομα τότε το χωριό αυτό; Ήταν μεγάλο χωριό, δεν ήτανε μικρό. Νομίζω ήταν 500-480 «όχι» και 20 «ναι». Και λέω, παίρνει ο δόκιμος τηλέφωνο και λέει «τι κάνουμε;» ξέρω γω τι και τέτοια. Λέει: «Θα δώσετε -λεει- 480 "ναι" και τα 20 θα πεις είναι "όχι"». Και έδωσε το αντίθετο, την εποχή εκείνη, στη χούντα. Αυτό έγινε όταν ήμουν στη φρουρά, στις εκλογές. Και μετά έζησα άλλη μία εποχή, εδώ, που έγινε το δεύτερο δημοψήφισμα εδώ πέρα και ήμουνα εγώ αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος προσπαθούσα με τον τρόπο μου, λέω: «Άμα δεν βάλετε όλοι, εγώ θα σας κόψω τα χέρια» τους έλεγα. Όχι ότι τους εκβίαζα, απλώς φιλικά, να φύγουν αυτοί οι άνθρωποι από πάνω μας. Αυτό το πράγμα που ήτανε. Γιατί δεν λεγότανε, πώς να το πούμε, δεν υπάρχει ευημερία σε αυτά τα καθεστώτα. Σε αυτά τα καθεστώτα είναι εκεί, σε βάζουν και σου κλείνουν το κεφάλι και σου λένε: «Εδώ είναι, αυτό είναι, δεν έχει άλλο». Κατάλαβες; Ως προς το θέμα, γιατί μετά που ζήσαμε και το θέμα, το Πολυτεχνείο κι αυτά, τη βραδιά που έγινε το Πολυτεχνείο, ξεκινήσαμε εγώ με ένα φίλο μου να κατέβουμε στο Πολυτεχνείο. Εδώ ακριβώς στο Κάραβελ από κάτω ήτανε δύο της Ασφαλείας, μας σταματήσανε. Λέει: «Γυρίστε πίσω, για να μην σας πλακώσουμε στο ξύλο». Να μη μας δείρει. Και γυρίσαμε, γυρίσαμε πίσω εκεί. Μου λέει: «Τι θέλετε εσείς να πάτε κάτω; Κάτω λέει γίνεται χαμός, σκοτωμός» και τέτοια. Βέβαια, εμείς δεν ξέραμε τίποτα. Δεν είχαμε τηλεοράσεις και τέτοια να δούμε τώρα τι γινόταν κάτω και αναγκαστικά γυρίσαμε πίσω, δεν πήγαμε στο Πολυτεχνείο.
Ακούγατε ραδιόφωνο εκείνη την περίοδο;
Ναι πάντα, αυτό και στο αυτοκίνητο και στο σπίτι, πάντα εγώ ακούω το ραδιόφωνο. Όπως και ακούγαμε την – πώς την λέγαν– την… Που ήταν και βουλευτής; Την κοπέλα, «εδώ Πολυτεχνείο», που έλεγε; Λοιπόν, αυτήν ακούγαμε και εμψυχωνόμαστε, θέλαμε, εν τω μεταξύ… Α! Την άλλη μέρα το πρωί δεν πήγαμε στη δουλειά. Γιατί κατεβήκαμε πάλι από δω να πάμε. Και μόλις φτάσαμε εδώ πιο κάτω, ήμασταν καμιά δεκαπενταριά άτομα, να πηγαινάμε στο Πολυτεχνείο. [00:40:00]Και μόλις φτάσαμε εδώ πιο κάτω, ακούμε εδώ τις… Πυροβολισμοί που πέφταν εδώ στο Χίλτον απέναντι, στον Ευαγγελισμό εκεί, πέφτανε κάποιοι πυροβολισμοί και τέτοια, και αναγκαστήκαμε και γυρίσαμε πίσω. Φοβηθήκαμε, να λέμε την αλήθεια. Είμαστε και παιδιά. Φοβηθήκαμε. Εντάξει. Και δεν, είχα και παιδιά, εγώ με το Πολυτεχνείο… Τώρα που σκέφτομαι, και το γιο και την κόρη. Είχα δυο παιδιά, και τον γιο και την κόρη. Ήμουν παντρεμένος τότε. Είχα δουλειές, είχα εργολαβίες και τέτοια πράγματα. Έφτιαχνα πολυκατοικίες και αυτά. Αυτά ως προς το Πολυτεχνείο. Μετά, εντάξει ζήσαμε κι άλλες καταστάσεις βέβαια, μικροκαταστάσεις εδώ στην Καισαριανή. Μέχρι που όλα κάποια στιγμή αλλάξανε με τη μεταπολίτευση όταν έφυγε, έπεσε η χούντα και εγύρισε ο Καραμανλής εδώ πέρα. Ε τότε ένα συμβάν, αυτό που με στεναχώρησε, γιατί εκτός από το… Πριν πάω στον στρατό, εκτός από τους Λαμπράκηδες κι αυτά, πήγαινα σε όλες τις εκδηλώσεις τις οποίες έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης. Και γύρισε και λέει: «Ή Καραμανλής ή τανκς», αυτό με στεναχώρησε να το πει ο Θεοδωράκης αυτό το πράγμα. Τέλος πάντων, Θεός σχωρέσ’ την ψυχούλα του τ’ανθρώπου. Εγώ μαζί τους, στις εκδηλώσεις, σε συναυλίες σε τέτοια, και μας παρακολουθούσαν και μας βλέπανε και μας εσταμπέρνανε και λέγανε: «Σας είδαμε! Να το ξέρετε», μας λέγανε οι ασφαλίτες, που πηγαίναμε στις εκδηλώσεις και τέτοια πράγματα. Εγώ του ‘λεγα, εγώ πάω στην εκδήλωση, πάω να ακούσω τραγούδια. Δεν τού 'λεγα ότι εγώ ήμουνα στους Λαμπράκηδες τώρα, ιστορίες και τέτοια πράγματα. Κατάλαβες; Κάτι άλλο;
Το πραξικόπημα της Κύπρου το θυμάστε;
Και βέβαια. Πήγα και… Με καλέσανε στον στρατό, πήγα παρουσιάστηκα στην Τρίπολη, αλλά μία εβδομάδα κράτησε, διότι όταν έγινε… Ήρθε ο Καραμανλής και τέτοια μετά ας το πούμε, και κάπως ηρέμησαν τα πράγματα και αυτά, κάποιος που δεν τους χρειαζόντουσαν μας απολύσανε, φύγαμε. Σε 7 μέρες, και συγκεκριμένα βέβαια ο διοικητής που είχαμε ήταν δάσκαλος. Αλλά λόγω τα χρόνια, είχε πάρει, έχει φτάσει να είναι λογαχός. Και είμαστε εκεί. Μες στην ύπαιθρο ήμασταν σε σκηνές, έξω από την Τρίπολη. Κακοπερνάγαμε βέβαια. Ναι, ήταν μία γειτόνισσα, η οποία... Κουνέλια, κότες, έσφαζε απ’όλα και τρώγαμε. Συνέπεσε να έχω, έκανα την εποχή εκείνη μία πολυκατοικία στο Παλαιό Φάληρο κάτω και ήρθε ο άνθρωπος και μου λέει: «Κώστα, δεν πρόλαβα τις τράπεζες, δεν έχω λεφτά να σου δώσω, θα δώσω τη Δευτέρα. Θα τα πω στον πατέρα σου», μου λέει. Του λέω: «Εντάξει», που όντως, και… Ο δε ο γαμπρός μου, της αδερφής μου ο άντρας, έφυγε ο καημένος από κάτω, γιατί εγώ είχα μια μηχανή, και του λέω: «Έλα μαζί μου» και μου λέει: «Κάτσε να μαζέψω τα…», «Έλα τώρα μαζί, εγώ δεν ξέρω μπορεί να φύγω -του λέω-, με έχουν καλέσει, πρέπει να φύγω. Δε μπορεί να μην πάω…». Και όντως με είχανε καλέσει. Και έφυγα και πήγα και παρουσιάστηκα στην Τρίπολη, κάτω. Μετά, όταν φέυγαμε από εκεί, βέβαια εντάξει. Πήραμε ένα πούλμαν από κει, με πούλμαν ήρθαμε στην Αθήνα μετά. Ε, πήραμε ένα πούλμαν και ανεβήκαμε Αθήνα, ήρθα 00:30 η ώρα τη νύχτα. Δεν είχα όμως εγώ μαζί μου ρούχα, είχε έρθει ο πατέρας μου και τα είχε πάρει. Και δεν είχα ρούχα να έρθω γιατί πετάχτηκα μέχρι την Τρίπολη και πήγα και πήρα ένα σορτσάκι, ένα ζευγάρι σαγιονάρες και ένα γιλεκάκι, το οποίο το γιλεκάκι ήτανε… Ήτανε να γελάς. Και όταν με είδε η γυναίκα μου, χτύπησα την πόρτα και μπήκα και με είδε η γυναίκα μου, μου λέει: «Τι είναι αυτό, πώς είσαι έτσι;». Λεω: «Μη μιλάς καθόλου, καλό είναι κι αυτό -της λέω- που το βρήκα και το φόρεσα». Και ήταν η τελευταία στιγμή που κλείναν και τα μαγαζιά, λέω: «Φέρ’ το, φέρ’ το αυτό να το φορέσω, να πα να φύγω». Ε, ιστορίες μεγάλες τότε όμορφες. Ντάξει, αυτό δεν μας στοίχισε και πάρα πολύ. Ήταν μία ιστορία η οποία, ας πούμε ότι έκανε και μία εβδομάδα ξεκούραση απ’ την οικοδομή, από τη δουλειά. Γιατί έκανα μία πολυκατοικία, 10 πατώματα στο Παλαιό Φάληρο. Μέχρι τον τέταρτο, πέμπτο, μας έδιναν τα υλικά. Από εκεί και πάνω, τα ανεβάζαμε όλα στην πλάτη. Αλλά θυμάμαι, μου λέει ο πατέρας μου όταν έφυγα, πήγα από τον πατέρα μου πρώτα, να του πω το ιστορικό ότι θα ‘ρθει τη Δευτέρα, δεν θυμάμαι πώς τον λένε τον εργολάβο: «Θα ‘ρθει να σου φέρει λεφτά. Να πας στην Αρχοντία. Εγώ εντάξει -του λέω- τώρα δεν έχω ανάγκη. Άμα κατέβεις κάτω -του λέω- να ’ρθεις να σου δώσω τα ρούχα, δεν ξέρουμε τι θα γίνει αύριο μεθαύριο, να σου δώσω τα ρούχα μου του λέω και να… Και να μου αφήσεις και λεφτά. Για να έχω κι εγώ στην τσέπη μου κανα φράγκο. Τα άλλα θα τα πας στη γυναίκα μου λέω, στην Αρχοντία, και στα παιδιά». Όντως και έτσι έγινε. Έρχεται κάτω ο πατέρας μου και τού 'δωσα τα ρούχα και μετά έμεινα χωρίς ρούχα για να φύγω. Αλλά ήτανε, ήθελα φωτογραφία εκείνη την ώρα ας πούμε. Ευτυχώς που δεν με είδανε γιατί ήρθα 00.00 η ώρα τη νύχτα. Ναι γιατί σταματήσαν στην Αγίου Κωνσταντίνου κάτω, και πήρα ταξί από κει και ήρθα στη Καισαριανή, και δεν με είδανε… Ο ταξιτζής με κοίταζε καλά-καλά, περίεργα. Του λέω: «Πρόσεξε, δεν είμαι από αυτούς που νομίζεις του λέω, και προχωρά. Φαντάρος ήμουν του λέω και μόλις έφυγα από την Τρίπολη». «Καλά, καλά μου λέει ο ταξιτζής, ρε φιλε», μου λέει. «Πάω στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου» του λέω. Μου λέει: «Εντάξει». Αυτά θυμάμαι και γελάω ώρες-ώρες. Είναι όντως κάποια πράγματα… Μετά βέβαια όταν άρχισε να ηρεμεί πλέον η κατάσταση με το… Υπήρξαν και άνθρωποι που καθίσανε και τρεις μήνες μέσα στο στρατό. Ξέρω γω, τους είχανε πάει στον Έβρο πάνω εκεί, ο άλλος έκατσε τρεις μήνες πάνω. Ε ήτανε δύσκολα κάποια πράγματα, δύσκολα, δεν ήταν… Τώρα εμείς είμαστε πεζικάριοι, κολοκύθια. Αυτά ως προς εκείνες τις εποχές.
Θυμάστε, όταν ήρθε ο Καραμανλής;
Ναι.
Όλα αυτά που γίνονταν στο Σύνταγμα είχατε πάει;
Όχι. Όταν ήρθε ο Καραμανλής ήμουνα ήδη στρατευμένος και ήμουνα στην Τρίπολη. Και τα βλέπαμε και τα βλέπαμε σε μία τηλεόραση στην Τρίπολη, τον ερχομό του Καραμανλή. Και συγκεκριμένα θυμάμαι την ηθοποιό ότι, που μπήκε τον φίλησε, η Άννα Φόνσου, η ηθοποιός. Ναι, πήγε και τον φίλησε ας πούμε. Γιατί εντάξει, είχανε πάθει και όλοι οι ηθοποιοί αυτοί όλοι, είχανε πάθει μεγάλο στραπάτσο με τη χούντα. Δεν τολμούσαν να πούνε κουβέντα. Λέγανε κουβέντα, την άλλη μέρα τους είχανε μέσα. Και αυτά τα οποία, ήτανε κάποια σημάδια που έχουνε μείνει, ήτανε και με αυτό τον Μαστοράκη, που πήγε να πάρει συνέντευξη από τους κρατούμενους, μέσα και τους έκανε κάτι ερωτήσεις, τις οποίες δεν νομίζω να τις έκανε ούτε η χούντα. Και τον φυλακίσανε, τονε διώξαν από κει μέσα. Όταν έπεσε η Χούντα, εξαφανίστηκε αυτός ο Μαστοράκης. Γιατί του είπαν: «Όταν θα βγούμε, εσύ θα την πληρώσεις τη νύφη». Τους είχε πάρει συνέντευξη, ήτανε… Στην τηλεόραση το είχε δείξει αυτό το πράγμα. Είχε πάρει συνέντευξη από τους κρατούμενους μέσα στο Ε.Α.Τ-Ε.Σ.Α. Μέσα στο Ε.Α.Τ-Ε.Σ.Α. που τους κρατάγανε, και είχε πάρει συνέντευξη ο Μαστοράκης. Κατάλαβες; Και θυμάμαι ήταν ένας με ένα μούσι; Και κάτι άλλα παιδιά, του λένε: «Φύγε, γιατί άμα θα βγούμε έξω από δω, δεν θα γλιτώσεις». Κάπως έτσι το είπαν, το είπαν πιο… Ήτανε σπουδαστές αυτοί, δεν ήτανε… Κατάλαβες, τους είχανε αρπάξει από το Πολυτεχνείο τους σπουδαστές, θυμάσαι, και εκείνοι μετά το Πολυτεχνείο αυτό.
Είναι κάτι άλλο που θυμάστε και θέλετε να μου πείτε; Κάποια άλλη…
Το δικαστήριο που σου είπα στη Θεσσαλονίκη τότε με τον Παπαγιαννόπουλο, το οποίο αθωώθηκε και εμας και συγκεκριμένα, περιμένω μέχρι να βγει τελευταία στιγμή η απόφαση και λέει… «Βάσει -λέει- τα στοιχεία, και τη μαρτυρία που έκανε ο δεσμοφύλακας, ο τότε δεσμοφύλακας Βελισσάρης Κωνσταντίνος -λέει- πρέπει να δικάσουμε το διοικητή». «Πράγμα αδύνατον», επανέρχεται και λέει ο όχι ο εισαγγελέας, κάπως αλλιώς το λέγανε. Ήταν ο στρατοδίκης και ο Επίτροπος, δεν ξέρω πώς τον λέγανε. Και λέει: «Πράγμα αδύνατον. Πρέπει να δικαστεί ο στρατιώτης, ο οποίος θεωρείται λιποτάκτης». Λέει: «Εγώ προτείνω 10 χρόνια φυλακή για τον λιποτάκτη, και με αίτηση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, αίτηση χάριτος. Να χαριστεί η ποινή του, διότι με αυτούς και με αυτούς τους λόγους, και με τη μαρτυρία του που έκανε ο Βελισσάρης Κωνσταντίνος, πρέπει να αθωωθεί βάσει αυτών». Και όντως μετά από κάποιες μέρες, έρχεται ο πεθερός μου, δεν θυμάμαι τώρα συγκεκριμένα, και μου δίνει τον Ριζοσπάστη και μου λέει: «Κοίτα ο φίλος σου -μου λέει- αθωώθηκε». Τότε που είχαμε πάει στη Θεσσαλονίκη για το… Είχα πάρει και τη γυναίκα μαζί και το γιο μου. Και θυμάμαι αυτή χαρακτηριστικά και… Με έπαιρνε τηλέφωνο μετά και μου λέει «ευχαριστώ», ξέρω γω τι και τέτοια. ‘Νταξει, αν θέλω να γυρίσω την Ελλάδα, να παω σε κάποια μέρη, ένας φίλος μου έχει πει: «Όταν θα ‘ρθεις, θα ’ρθεις με φορτηγό». «Γιατί, ρε;», του λέω. «Για να σου γεμίσω το φορτηγό με τσίπουρο, θα πάρεις μαζί σου». Καλός φίλος πολύ καλός, δηλαδή πιο πολύ δεθήκαμε, γιατί εγώ ήθελα να φύγω, να φύγω, πως το λένε, να ξεχάσω αυτά τα οποία είχα δει, ήθελα να τα ξεχάσω, μου βαραίνανε την καρδιά πώς το λένε, δεν μπορείς να το καταλάβεις. Και όταν ξανά συναντηθήκαμε μετά και ξέρω γω τι και αυτά, εκεί γίναμε πιο πολύ φίλοι. Γιατί όταν ήμασταν μέσα στις φυλακές δεν μπορούσα να κάνω τον φίλο τους εγώ. Τον προστάτη σαν δεσμοφύλακας τον έκανα, τον φίλο δεν μπορούσα να κάνω. [00:50:00]Μετά, έξω που βγήκαμε, πήγαμε και σε ταβέρνες και φάγαμε και ξερω γω και τέτοια πράγματα. Κατάλαβες. Αυτά.
Ευχαριστώ πολύ, κύριε Κώστα.
Να ‘σαι καλά, κοπέλα μου.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Κώστας Βελισσάρρης είναι φαντάρος την περίοδο της Δικτατορίας του 1963. Για την στρατιωτική του θητεία, τον στέλνουν στην Θεσσαλονίκη, να υπηρετήσει ως δεσμοφύλακας στο Γεντί Κουλέ. Οι συνθήκες εκεί είναι πολύ σκληρές και ο αφηγητής έρχεται αντιμέτωπος με την κακοποίηση στην οποία υποβάλλονται οι κρατούμενοι, «Τα χειρότερα πράγματα λες και τα φύλαγε, ο Θεός για μένα, να μου κάνει εμένα αυτό το πράγμα». Ως δεσμοφύλακας ο αφηγητής προσπαθεί όσο μπορεί να βοηθάει τους κρατούμενους που είναι θύματα κακομεταχείρησης και να τους γλιτώνει από τα χέρια των βασανιστών. Δίνει μαρτυρία σε 2 δικαστικές υποθέσεις σχετικα με την κακοποίηση που λαμβάνει χώρα στις φυλακές και βοηθάει τους φίλους του, πλεον, πρώην κρατούμενους. Θυμάται ακόμα, την συνδεσή του με του Λαμπράκηδες, το περιστατικό νοθείας του δημοψηφίσματος του ‘68 που είχε υπάρξει παρών, και μετά την απόλυσή του, τα επεισόδια του Πολύτεχνείου. Η εισβολή στην Κύπρο φέρνει την στράτευσή του, που όμως δεν κρατά παρά λίγες ημέρες, ενώ δεν απομακρύνεται απ' την Ελλάδα. Κλείνοντας, ο κύριος Κώστας μιλά για τους φίλους του, πρώην κρατούμενους.
Αφηγητές/τριες
Κωνσταντίνος Βελισσάρης
Ερευνητές/τριες
Δάφνη Χατήρα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/07/2022
Διάρκεια
50'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Κώστας Βελισσάρρης είναι φαντάρος την περίοδο της Δικτατορίας του 1963. Για την στρατιωτική του θητεία, τον στέλνουν στην Θεσσαλονίκη, να υπηρετήσει ως δεσμοφύλακας στο Γεντί Κουλέ. Οι συνθήκες εκεί είναι πολύ σκληρές και ο αφηγητής έρχεται αντιμέτωπος με την κακοποίηση στην οποία υποβάλλονται οι κρατούμενοι, «Τα χειρότερα πράγματα λες και τα φύλαγε, ο Θεός για μένα, να μου κάνει εμένα αυτό το πράγμα». Ως δεσμοφύλακας ο αφηγητής προσπαθεί όσο μπορεί να βοηθάει τους κρατούμενους που είναι θύματα κακομεταχείρησης και να τους γλιτώνει από τα χέρια των βασανιστών. Δίνει μαρτυρία σε 2 δικαστικές υποθέσεις σχετικα με την κακοποίηση που λαμβάνει χώρα στις φυλακές και βοηθάει τους φίλους του, πλεον, πρώην κρατούμενους. Θυμάται ακόμα, την συνδεσή του με του Λαμπράκηδες, το περιστατικό νοθείας του δημοψηφίσματος του ‘68 που είχε υπάρξει παρών, και μετά την απόλυσή του, τα επεισόδια του Πολύτεχνείου. Η εισβολή στην Κύπρο φέρνει την στράτευσή του, που όμως δεν κρατά παρά λίγες ημέρες, ενώ δεν απομακρύνεται απ' την Ελλάδα. Κλείνοντας, ο κύριος Κώστας μιλά για τους φίλους του, πρώην κρατούμενους.
Αφηγητές/τριες
Κωνσταντίνος Βελισσάρης
Ερευνητές/τριες
Δάφνη Χατήρα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/07/2022
Διάρκεια
50'