© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
«Μόλις έπιανες το όργανο, άγγιζες την ψυχή του άλλου»: Ο Νίκος Φιλιππίδης εξιστορεί την μουσική βιογραφία του
Κωδικός Ιστορίας
22862
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Νικόλαος Φιλιππίδης (Ν.Φ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
31/07/2022
Ερευνητής/τρια
Θάνος Κώτσης (Θ.Κ.)
[00:00:00]Λέγομαι Νίκος Φιλιππίδης.
Είναι Δευτέρα, 1η Αυγούστου, είμαστε με τον Νίκο Φιλιππίδη στον Γέρακα Αττικής. Εγώ είμαι ο Θάνος Κώτσης, ερευνητής του istorima.
Κύριε Νίκο, ξεκινώντας θα ήθελα να μου πεις λίγα πράγματα για την ζωή σου απ’ τα παιδικά σου χρόνια;
Είναι πάρα πολλά πράγματα και η ζωή της δικής μου ηλικίας και των συνανθρώπων μου που γεννήθηκαμε αυτή την εποχή είναι λίγο περίπλοκη και λίγο… Πώς να πω εδώ πέρα, λίγο… Είναι περίπλοκη, φτάνει αυτό. Κατ’ αρχήν, έχω γεννηθεί το ‘44, το 1944 που ήταν μία μυστήρια εποχή, μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος και προσπαθούσαν ο κόσμος να φτιάξουν τη ζωή τους υποθέτω. Και μετά ήρθε ο εμφύλιος πόλεμος και έχω πολλές αναμνήσεις από βομβαρδισμούς, από κρησφύγετα που πηγαίναμε που ‘ρχονταν τα αεροπλάνα και πηγαίναμε σε κάτι που το λέγαμε στο χωριό στο Κεράσοβο της Κόνιτσας, λέγαμε την τοποθεσία οι Κόκκινες πέτρες. Πηγαίναμε στις Κόκκινες πέτρες και κρυβόμασταν εκεί. Εγώ επειδή ο παππούς μου είχε πάθει γλαύκωμα και δεν έβλεπε, είχα αναλάβει τον παππού να τον παίρνω από το χέρι και να πηγαίνουμε να κρυβόμαστε. Και άντε πάλι μία φορά κάτσαμε 39 μέρες στις τρύπες αυτές που λέγαμε και μαγειρεύαμε μόνο χόρτα χωρίς αλάτι, χωρίς λάδι και περιμέναμε ποτέ δεν είναι τα αεροπλάνα να τα βράσουμε και να τρώμε μόνο τέτοια χόρτα σκέτα. Έχω να θυμηθώ ένα σωρό πράγματα από εκείνη την εποχή. Πρώτη εικόνα που έχω ήταν, περνάγαμε με τη μάνα μου και ήταν οι αντάρτες, είχαν βάλει καζάνι και βράζανε νερό για τις ψείρες, βράζανε τα ρούχα και ήταν ολόγυμνοι τελείως. Μια πρώτη εικόνα. Και με τη μάνα περάσαμε γρήγορα γρήγορα έτσι, γιατί, εντάξει, αντάρτες ήτανε, πόλεμος ήταν. Θυμάμαι αυτή τη σκηνή. Μία δεύτερη σκηνή πάλι που... Αλλά τότε δεν στεναχωριόμουν, έτσι όπως αν το βίωνα τώρα. Τότε φαινόταν σαν να έβλεπα μία ταινία. Όπως βλέπεις μια ταινία και ξέρεις ότι ναι μεν είναι κακό να σκοτώνει ο ένας, αλλά ξέρεις ότι είναι ταινία και είσαι έξω από αυτό το πράγμα και έχει γίνει ήδη και δεν ενοχλεί κανέναν. Όταν είχε πάει ο πατέρας μου με τους αντάρτες, είδα τη μάνα μου στο διπλανό χώρο που είχαμε εκεί που είχαμε τα ξύλα και λοιπά, είχαμε ένα κούτσουρο που σκίζαμε τα ξύλα, για να ζεσταινόμαστε. Είχε σωριαστεί εκεί στο κούτσουρο πάνω και έκλαιγε και αυτό το έβλεπα σαν γεγονός και δεν με στεναχωρούσε. Τώρα που το θυμάμαι αυτό, πρέπει να είναι πολύ... Είναι τραγικό, το νιώθω πολύ τραγικό. Άλλη πάλι, έναν βομβαρδισμό. Κρυφτήκαμε σε ένα υπόγειο στο σπίτι εκεί στη... Τη λέγαμε τη γυναίκα αυτή... Ήταν, με τον γιο της ήμασταν φίλοι, ο Νίκος. Πώς τη λέγανε τη μάνα του δεν θυμάμαι τώρα. Ήταν στο υπόγειο αυτηνής με τις γυναίκες, οι άνδρες ήταν στον πόλεμο. Βέβαια, με τις γυναίκες και τα παιδιά να πέφτουν οι βόμβες έξω στο χωριό και να σηκώνονται κουρνιαχτός, πράγματα, να τρέμουν τα πάντα και να ουρλιάζουν οι γυναίκες, να πηγαίνουμε από μία γωνία στην άλλη ανάλογα που πέφτανε βόμβες, αλλά και αυτό ήταν τρομαχτικό μεν, αλλά τότε δεν καταλαβαίναμε από τρόμο. Εγώ ήμουν τότε 3-4, τριών χρόνων... Τα θυμάμαι όλα αυτά. Μετά θυμάμαι που φύγαμε από το χωριό και πάλι εγώ με τον παππού, τον κράταγα απ΄ το χέρι και απ’ το άλλο είχα ένα παγούρι για νερό με τα πόδια και ό,τι μπορούσαμε να πάρουμε μαζί και κατεβήκαμε 9 χιλιόμετρα κάτω απ’ το χωριό στη γέφυρα του Μπέλη που λέγαμε, στην ποταμιά εκεί, κάτσαμε να κοιμηθούμε. Σε ένα διάστημα, καθώς παίζαμε με ένα άλλο παιδί, χαθήκαμε, χάσαμε που ‘ταν οικογένειά μας στην ποταμιά, ήταν πολλές οικογένειες και από άλλα χωριά. Ήταν καμιά πενηνταριά οικογένειες που φεύγαμε. Εκεί, επειδή είχε βραδιάσει κιόλας, εκεί ένιωσα φόβο πραγματικά, λέω νόμιζα χάθηκα. Δεν ήξερα και με πιάνουν κάποιοι, «Έλα θα βρούμε μην κλαις, μην κλαις». Από που είσαι; Δεν ήξερα... Δεν ξέρω αν είπα απ’ το Κεράσοβο, ούτε ξέρω τι είναι τι είπα, ρωτήσανε και με βρήκαν, πάει τελείωσε. Εκεί όντως είχα φοβηθεί, εκεί ένιωσα δηλαδή να αδειάζει ο πλανήτης κάτω από τα πόδια μου. Μετά κοιμόμαστε και κατά τις 2-3 τα μεσάνυχτα, ξέρω γω, φωνάζει ο πατέρας μου: «Νίκο -λέει- σήκω να δεις τα τανκς». Τι ήταν τα τανκς τώρα, ποιος ούτε… Βλέπω κάτι μεγαθήρια έτσι ας πούμε με τα φώτα να πηγαίνουν στην ποταμιά έτσι πάνω-κάτω και λέω στον πατέρα: «Αυτά λέω είναι λέω τα μάτια τους που λάμπουν;». Γελάει, «Όχι -λέει- αυτά είναι τα φώτα», αλλά εμένα αυτό τώρα μου καρφώθηκε στο μυαλό, δεν μου άρεσε καθόλου απάντηση. Δεν μου έκανε, ήθελα να είναι τα μάτια τους αυτά. Και από τότε αυτό το έχω ακόμα μέσα σαν μελανό σημείο, δεν μου άρεσε καθόλου. Μετά πήγαμε στα Γιάννενα, κάτσαμε ένα διάστημα, γυρίσαμε στην Κόνιτσα. Ανταρτόπληκτοι μας λέγανε. Α, ένα άλλο πάλι που θυμάμαι, όταν ήρθε ο στρατός, πήγαμε να πάρουμε νερό με μία ξαδέρφη μου την Μαρίκα, της αδερφής του πατέρα μου κόρη και βλέπουν στρατιώτες στη βρύση εκεί που παίρναμε, να ‘χαν βγάλει τα πουκάμισα τους, να ξυρίζονται, να κάνουνε και ένιωσα την ξαδέρφη μου να χαίρεται, ότι ήρθε ο στρατός και μου φάνηκε και μένα ότι ήταν κάτι καλό αυτό. Γυρίζουμε σπίτι, χωρίς να πάρουμε νερό βέβαια, ήρθε ο στρατός, αυτό θυμάμαι. Τώρα πόσο, καλό πόσο κακό, είδα ότι η ξαδέρφη μου έλαμψε έτσι, το εισέπραξα αυτό. Και μετά άρχισε η ζωή μας να μπαίνει σε μία πορεία πιο κανονική και η πρώτη-πρώτη αναλαμπή αυτής της κανονικότητας θα είναι με την άλλη ξαδέρφη μου, τη μεγαλύτερη, τη Χρυσούλα και τη Μαρίκα και άλλα κορίτσια τότε εκεί της γειτονιάς. Στην Κόνιτσα ήμασταν. Μαζευόμασταν και τραγουδούσαμε. Εγώ είχα μία φλογέρα που είχα πάρει από την εμποροζωοπανήγυρη της Κόνιτσας, μία τενεκεδένια και τραγουδούσαν τα κορίτσια και εγώ με τη φλογέρα δεν ξέρω τώρα τι γινότανε κει. Ακολουθούσα. Δεν ξέρω πώς γινόταν αυτό, ούτε θυμάμαι πώς γινότανε. Αυτό είναι μία άλλη απορία, επίσης, χωρίς να μου δείξει κανένας τίποτα, κάπως τα βρίσκαμε εκεί. Και οι ξαδέρφες μου αυτές είχαν πολύ καλή φωνή και τα τραγούδια όλα τα μάθαιναν πολύ ωραία. Και θυμάμαι τότε ήταν και μία άνοιξη που τα χορτάρια και τα λουλούδια ήτανε καλύτερα από κάθε χρονιά άλλη και λέγανε όλοι αυτή η άνοιξη είναι ιδιαίτερη. Τώρα, μας φαινόταν εμάς που είχαμε περάσει όλα αυτά τα χρόνια αυτή την κατάρα, αυτή την ασχήμια του πολέμου και μας φαινόταν; Αλλά και από φωτογραφίες φαινόταν ότι τα χόρτα ήταν και μεγαλύτερα και πιο πράσινα και πιο ζωντανή… Ήταν μία υπέροχη άνοιξη αυτή. Και από τότε ξεκίνησα και εγώ να μπαίνω μέσα στο χώρο της τέχνης με τις ξαδέρφες μου εκεί. Βέβαια, όλη η οικογένειά μου, όλη η οικογένειά μου, από τότε που θυμόμαστε, δηλαδή 5-6 γενιές που θυμόμαστε, ήταν όλοι μουσικοί. Αλλά μες στον πόλεμο, δεν είχαμε ακούσει νότα. Τον πατέρα μου, βέβαια, τον καλούσαν πολλές φορές πότε οι αντάρτες, πότε ο στρατός, πότε οι ντόπιοι εκεί όλοι. Όταν βρίσκαμε καμιά ευκαιρία, τηλεόραση δεν υπήρχε, ραδιόφωνο δεν υπήρχε, σινεμά δεν υπήρχε. Ήταν μόνο τα όργανα, ήταν η μόνη διασκέδαση και ο μόνος τρόπος να ξεδώσεις και να διασκεδάσεις. Πηγαίνανε, αλλά εγώ δεν είχα καμία επαφή. Ήμουνα μικρός, ούτε ακούγαμε και γινότανε σε χώρους που δεν μπορούσε να πατήσει και κανένας άλλος. Ήταν η ανδροκρατικός ή ανταρτόπληκτος ή στρατόπληκτος. Η πρώτη επαφή ήταν αυτή μετά που φτιάξανε τα πράγματα με τη φλογέρα και μετά αρχίσαν τα γλέντια, τα οποία γλέντια ήτανε να το πεις, πώς να τα πεις τα γλέντια εκείνα; [00:10:00]Καμία σχέση με τα σημερινά. Ήταν αστρικά... Αστρικό ταξίδι. Ένα γλέντι τότε ήτανε μόλις άκουγες, εμείς απ’ έξω ακούγαμε το ντέφι να κουρντίζει, να κάνει «ντουμ παπαμ», αμέσως η πλάση φώτιζε. Σαν να σου πει σήμερα, ας πούμε, δίπλα εδώ προσγειώθηκε ένας ιπτάμενος δίσκος, πώς θα σου φανεί; Θα πεις να πάω να δω τι γίνεται. Αμέσως η αδρεναλίνη σου κι αυτά φουντώνει. Εμείς ακούγαμε το βιολί να κουρτίζει, το κλαρίνο να δίνει. Λέγανε τότε, «Να δώσουμε το λα». Δεν ήταν τότε συγκερασμένη, δεν ήτανε 440 η κλίμακα που κουρδίζανε όλοι. Ο καθένας έχει τη δική του, όπως και στα Βυζαντινά, δεν υπάρχει, πώς το λένε, δεν υπάρχει τονικότητα. Παίρνεις εσύ τον τόνο που θέλεις και πας. Οπότε τα κλαρίνα, τι κλαρίνα ήταν τότε, δεν ήταν κουρδισμένα στο 440 που είναι σήμερα, φυσάγανε το λα και κουρδίζανε πάνω στο λα εκεί. Μα ήταν ντο το κλαρίνο, μα ήταν σι, μα ήταν κουαρτίνο, ό,τι να ήταν εκεί απάνω πήγαιναν όλοι. Και λέγανε, λοιπόν, «Να βάλουμε το λα» και μόλις ακούγαμε αυτό το κούρδισμα όλος ο κόσμος έπαιρνε μία χαρά από αυτό το πράγμα και μία αγαλλίαση γενική. Την καλύτερη προσέγγιση την έχει κάνει μία θεία μου, αδερφή του πατέρα μου, η θεία η Αλεξάνδρα. Μας λέει μία φορά ότι, «Όταν είχαμε μία γιορτή, τελειώνει η εκκλησία, εγώ -λέει- άφηνα όλο τον κόσμο να πάει να χαιρετήσει και μετά πήγαινα εγώ -λέει- να χαιρετήσω τις εικόνες». Και μόλις έβαζε ο πατέρας σου έξω λέει για να κουρτίσουν, χαμογελούσε όλο το τέμπλο της εκκλησίας. Εκείνη έβλεπε το τέμπλο να χαμογελάει. Δηλαδή, αυτό δεν ήταν υπερβολή. Έτσι ήταν... Ο τόπος όλος χαιρόταν με την ορχήστρα γιατί το είχαμε ανάγκη αυτό. Σήμερα, το κακό είναι ότι δεν ξέρουμε να κάνουμε διαλείμματα. Πας στην παραλία πρέπει να ακούσεις μουσική, μπαίνεις στο αυτοκίνητο, με το που βάζεις μπρος ανοίγεις το ραδιόφωνο, πας να κοιμηθείς βάζεις την τηλεόραση, για να χαλαρώσεις, πας να φας στην ταβέρνα θα πρέπει να ακούσεις μουσική. Η μουσική είναι ένα θείο δώρο, πρέπει να το σεβόμαστε και πρέπει να κάνουμε διαλείμματα και πρέπει όταν βάζουμε μουσική, πρέπει να την ακούμε, όχι να συζητάμε και να έχουμε και τη μουσική πίσω να καμπανίζει. Χάνει το νόημά της νομίζω έτσι. Πάει και αυτό. Λοιπόν, είχε ενδιαφέρον τότε, επειδή υπήρχαν διαλείμματα αναγκαστικά και ρουφούσαμε άπληστα μετά τη μουσική, όταν ήταν η ώρα να παίξει και αυτό είχε αυτή την αλληλεπίδραση, ας πούμε. Ο μουσικός αντιλαμβανόταν τον ακροατή, το έπαιρνε αυτό και το έδινε πίσω και δίνοντάς το πίσω, το ‘δινε πιο εμπλουτισμένο. Εκείνος το έπαιρνε πάλι και αυτό πάλι γινότανε ένα πράγμα ένα σαν χιονοστιβάδα και έφτανε το κέφι σε τεράστια ύψη που σήμερα δεν υπάρχει αυτό το πράγμα.
Εκείνο τον καιρό, τώρα μετά τον πόλεμο, τις συνθήκες υπήρχαν στο χωριό;
Οι συνθήκες, κοίταξε, μετά τον πόλεμο πάντα υπάρχει αυτή η χαλαρότητα και η προσπάθεια να φτιάξεις ξανά τη ζωή σου. Οπότε, με την προσπάθεια αυτή αρχίζει και κινείται το όλο σύστημα, αρχίζει και κινείται λίγο το χρήμα να κινείται, λίγο το χρήμα να μεταφέρεται από τον ένα στο άλλο, είναι η ζωή η ίδια. Η ζωή αυτό είναι, πρέπει να κινείσαι, να δημιουργείς. Μου έλεγε την άλλη φορά που είχαμε πάει στην Αυστραλία ότι οι Αβορίτζινας εκεί κάθε 29 χρόνια νομίζω καίνε τα χωριά τους, για να αρχίσουν η επόμενη γενιά να τα ξαναχτίσει. Δηλαδή, η κίνηση και η ζωή παίζει ρόλο μέσα στην πορεία της κοινωνίας. Άμα σταθείς, όλα σταματάνε. Οπότε με την καταστροφή τότε αρχίζανε, ο άλλος να χτίζει σπίτι, ο άλλος να, ξέρω γω, επειδή έχει χτίσει το σπίτι πρέπει να σφάξει ένα κόκορα. Για να σφάξει κόκορα, πρέπει να τον αγοράσει από κάπου, να κάνει κοκόρια. Κάποιος πρέπει να κουρευτεί, κάποιος πρέπει να ντυθεί, κάποιος… Αρχίζει αμέσως και γίνεται αυτό που λέμε η ζωντάνια, η ζωή, η κίνηση, η κίνηση. Και όλα ήταν πήγαιναν μία χαρά, ήταν γιατί όταν αρχίζεις και χτίζεις, είναι ωραίο. Όταν καταστρέφεις είναι η ζημιά, είναι ο αντίποδας, ο άλλος η κακή στιγμή που πρέπει να περάσει και αυτή για να ‘ρθει η άλλη. Αυτό γίνεται μονίμως νομίζω, αυτό το ξέρουν καλύτερα οι κοινωνιολόγοι και οι επιστήμονες, αλλά εγώ από βίωμα αυτό ένιωσα, ότι πάντα μετά από μία καταστροφή έρχεται η άνοδος, έρχεται το φως, έρχεται η κίνηση, έρχεται η χαρά, η ζωή. Ήταν μία περίοδος πολύ ζωντανή και αυτό μπορώ να το πω εγώ από τη μεριά μου, απ’ τα γλέντια που γινόταν. Κάθε λίγο και λιγάκι μόλις οι νέοι τότε μάζευαν 10 δραχμές, ξέρω γω, 5 δραχμές, «Να φωνάξουμε το Φίλιππα αμέσως», τον πατέρα μου. Και το θέμα είναι ότι εγώ ήμουνα, όταν σταμάτησε ο πόλεμος, ήμουνα πέντε χρονών, έξι χρονών πήγα σχολείο, 6-7 ήμουνα στην Κόνιτσα πήγα πρώτη. Μετά πήγαμε στο Κεράσοβο, έκανε η μάνα μου σπίτι, είχε η μάνα μου ένα οικόπεδο και χτίσαμε σπίτι. Πήγαμε εκεί και εκεί τώρα με τα γλέντια που γινόταν ξαφνικά, αυτό που είπα πριν ότι απόψε γλεντάνε χωρίς λόγο, απλά έχουμε 10 δραχμές ο καθένας. Ήτανε ο πατέρας στο χωριό και ένας θείος μου, ο αδερφός του, ο θείος ο Γιώργος, με ποιον να πάνε να γλεντήσουν. «Νίκο, πάρε το ντέφι ξέρω γω αργότερα». Τι να ‘παιζα ντέφι και εγώ τώρα 8 χρονών ήμουν. Ξαφνικά, λοιπόν, μου λέει μία μέρα ο πατέρας μου: «Έλα -λέει- να πάμε να φτιάξουμε, έλα κοντά να πάμε, να σου πω πού θα πάμε», λέει. Παίρνουμε κάτι καφάσια από φρούτα και πάμε σε μία κορδέλα εκεί στον Αποστόλη τον Τζίνα, τα σκίζει τα κάνει ο πατέρας. Γυρίζουμε στο μαγαζί, είχαμε σιδηρουργείο και φτιάχνουμε ένα σαντούρι. Τώρα πού βρήκαμε χορδές ούτε θυμάμαι καθόλου. Πρέπει να είχαμε τίποτα σύρματα από τηλέφωνα, γιατί και στα βιολιά δεν αγοράζανε χορδές. Βρίσκαν τίποτα απλώς, ξέρω γω, βρίσκανε από δω κάνα σύρμα από καλώδιο κάνα έτσι και βάζανε από άντερα ξέρω εγώ, δεν ξέρω τι κάνανε τα βιολιά τότε. Δεν υπήρχαν λεφτά βασικά. Δηλαδή όλα γινόταν έτσι. Χτίζανε το σπίτι ερχόταν όλοι οι χωριανοί χτίζανε το σπίτι, ο άλλος ήθελε, ξέρω γω, έτσι έκανε εκείνο. Με τα λίγα λεφτά έτσι πορευόμασταν. Μας φωνάζουν, λοιπόν, ήταν Φεβρουάριος, Απόκριες, ήταν κάτι παιδιά να παίξουμε, «Πάρε το σαντούρι Νίκο». Παίρνω το σαντούρι, πάμε γλεντάμε εκεί τον κόσμο και ξεκίνησα έτσι, όχι άθελά μου, άθελά μου. Ήταν σαν φυσικό αυτό. Πως ας πούμε ο άλλος είναι βοσκός και λέει πήγαινε εσύ, θα αρμέγεις, κάπως έτσι ξεκίνησε και η δικιά μου ζωή. Αλλά μετά το σαντούρι δεν ήταν βολικό, γιατί με το κούρδισμα ξεκουρδιζόταν, με τις αλλαγές του καιρού. Μετά ήταν και δύσκολο στη μεταφορά και στους μικρούς χώρους το χειμώνα που ήταν μέσα στα δωμάτια, δεν χωράγαμε. Ποτέ έπαιρνα βιολί, πότε ακορντεόν, πότε ντέφι. Με ντέφι, βασικά, πιο πολλές φορές, πότε λαούτο και έτσι στα ξαφνικά γλέντια πήγαινα, αλλά μετά είχα μπει στο κόλπο και πήγαινα παντού δηλαδή, από 9 χρονών και μετά 10 ήμουνα μόνιμο μέλος του συγκροτήματος.
Πού είδες πως παίζονται όλα αυτά τα όργανα;
Αν σου πω ότι δεν θυμάμαι, δεν ξέρω, ήταν αντίληψη, δεν ξέρω. Όπως και με τη φλογέρα γινότανε. Απλά πήγαιναν τα δάχτυλα μόνα τους δεν ξέρω. Δεν μπορώ να εξηγήσω ούτε στον εαυτό μου τώρα, δεν ξέρω πώς γινόταν αυτό.
Το ρωτάω γιατί το σαντούρι είναι και πολύ ιδιαίτερο όργανο.
Ε ναι. Μου είχε δείξει ο πατέρας μου αυτό είναι το ντο-ρε-μι-φα-σο-λα-σι-ντο-φα, ήξερα από δω είναι τούτο. Και μάλιστα βλακωδώς τώρα θα πω ότι την πέμπτη την είχα σαν πατέρα, την τέταρτη σαν μάνα και την τονική σαν παιδί, ας πούμε. Και έλεγα τώρα, «Αυτό είναι του πατέρα, αυτό είναι της μάνας και αυτό τ[00:20:00]ου παιδιού», κάπως έτσι στο παιδικό μυαλό τα χα βάλει μέσα μου. Το ωραίο είναι ότι κάποια στιγμή μετά, όταν ήμουνα εννιά -δεν ξέρω 10 εκεί- αποφασίσαμε να μάθω νότες. Και με κατεβάζει ο πατέρας στην Κόνιτσα, ήταν ένας δάσκαλος του ορφανοτροφείου εκεί από την κάτω μεριά που ήταν η θεία μου, από την πάνω από το δρόμο, την κάτω το ορφανοτροφείο, «Να μάθεις στο παιδί λίγες νότες». Εγώ ήξερα ντο-ρε-μι-φα-σο-λα-σι-ντο, το ήξερα αυτό. Πάω εκεί με ένα πεντάγραμμο, ήταν το πεζούλι, μέσα από το πεζούλι ο δάσκαλος, έξω στο δρόμο στο πεζούλι εγώ. Λέει: «Αυτές είναι φα λα ντο μι τα κενά στο πεντάγραμμο και οι γραμμές -λέει- είναι μι-σολ-ρε-φα». Αυτά να μάθεις και να ‘ρθεις αύριο. Πάω, η θεία μου ήταν ακριβώς πάνω από το δρόμο εκεί, η Αλεξάνδρα αυτή. Πάω, λοιπόν, κάθομαι λέω, «Πού είναι το ντο-ρε-μι-φα-σο-λα-σι-ντο, ρε παιδιά -λέω- τι είναι αυτό που μου δείξε ο άνθρωπος». Σπάω το μυαλό μου, μι-σολ-σι-ρε-φα. Τι είναι αυτό; Πεντάγραμμο πρώτη φορά είχα δει, δηλαδή δεν ήξερα τι είναι το πεντάγραμμο. Κάθομαι, λοιπόν, τι είναι αυτό, τι είναι αυτό, τι είναι αυτό; Πίσω έχει και τον Εθνικό ύμνο. Ναι. Με τα πολλά λοιπόν βλέπω και ένα από κάτω Ντο που είχε και λέω αφού είναι ντο αυτό, το άλλο είναι ρε, μι-φα, πρέπει να είναι με τη σειρά έτσι. Τα έβαλα σε μία σειρά λοιπόν και με πιάνει ένας ενθουσιασμός πάω στη θεία λίγο είδα και τον Εθνικό Ύμνο που «νταραραν νταραρα ραρα» λέω αυτό είναι το κατάλαβα, ένας ενθουσιασμός. Πάω στη θεία, «Θεία -λέω- τι εύκολη είναι η μουσική -λέω- καλά το κατάλαβα αμέσως». «Μπράβο, άκουσε να σου πω, πρέπει να βγάλει νερό ο κώλος σου για να μάθεις μουσική, δεν είναι έτσι», λέει. Καλά, με προσγείωσε και αυτή λιγάκι. Τέλος πάντων πάει κι αυτό.
Μετά κάποιες φορές στα γλέντια που κρατούσαν, έχει τύχει και μία βδομάδα συνέχεια, συνέχεια μία εβδομάδα, με στέλνανε κατά τις 5:00-6:00 το πρωί να κοιμηθώ λιγάκι σαν μικρός εγώ έτσι να πάρω κουράγιο και εκεί που πήγαινα κουρασμένος τώρα και χαλαρός να κοιμηθώ λιγάκι, άκουγα τους υπόλοιπους να παίζουνε και ήμουνα, όχι στον παράδεισο, στα αστέρια πάνω. Τέτοιες μελωδίες δεν... Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο, έχω ακούσει όλες σχεδόν τις ορχήστρες σε όλα τα είδη της μουσικής, τέτοια πράγματα, αυτές οι φωνές των ανθρώπων που γλεντούσαν τα ξεφωνήματα με το κελάηδημα του κλαρίνου, του ντεφιού, του βιολιού του λαουτιού και οι φωνές, όπως τραγουδάνε όλοι μαζί έτσι. Όχι αυτό το χυδαίο ενός τραγουδιστή με τα echo, με το να μην υπολογίζεις τίποτα άλλο, ας πούμε, ότι εγώ τώρα έχω την ένταση. Εκείνο το συνταίριασμα και η -πώς λέμε όταν περπατάμε- εκείνη η συνεργασία όλη... Όλων των... Όλης της ομάδας, ήταν φοβερό σαν άκουσμα απ’ έξω και δεν έχω ξανακούσει τόσο ωραίες μελωδίες ποτέ από τότε.
Πώς γίνονταν τα πανηγύρια τότε, πώς τα θυμάσαι τα πανηγύρια στο χωριό;
Τα πανηγύρια, κατ’ αρχήν, είχαν προετοιμασία και αυτό είναι σημαντικό να προετοιμάζεις να μην, «Α, μας προέκυψε, έτσι συμβαίνει σήμερα». Προετοιμαζόσουνα, όπως για την πρώτη νύχτα του γάμου για το πανηγύρι. Έλεγες… Πολλές φορές όταν πηγαίναμε, χτυπούσαν τις καμπάνες, ότι ήρθε η ορχήστρα, χτυπάγανε οι καμπάνες και μόλις άρχιζε η ορχήστρα, ήταν ένα γεγονός αυτό. Δεν ήταν άντε έτυχε να είναι και η ορχήστρα και να τρώμε και, παράλληλα, και άντε να φύγουμε τώρα, γιατί… Τότε ήταν μυσταγωγία. Ένας θείος μου έλεγε ότι είχαν πάει σε ένα γάμο, σε κάτι βλάχικα κονάκια και βγάζανε να κουρτίσουνε και χορεύανε τα παιδιά γύρω. Μου λέει ο θείος... Τους λέει, ο πατέρας σου, λέει: «Παιδιά, σταματήσει να κουρτίσουμε και μετά» και λέει: «Όχι -λέει- εσείς κουρτίστε, εμείς χορεύουμε». Ήταν τέτοια η επιθυμία και η επίδραση της μουσικής που δεν εξηγείται αυτό με λόγια, δεν μπορείς να το εξηγήσεις αυτό. Μόνο αν σου λείψει η μουσική για πολύ διάστημα, τότε θα το καταλάβεις.
Στο χωριό, το πανηγύρι πώς γινόταν στο Κεράσοβο;
Στο χωριό το πανηγύρι ήταν τρεις μέρες, τρεις βραδιές, δύο μέρες συνεχόμενα και αν ήταν η τρίτη μέρα Κυριακή συνεχιζόταν και την Κυριακή μετά. Τέσσερις μέρες. Σε άλλα χωριά, γινόταν 4 βραδιές, τρεις μέρες δηλαδή, αλλά στο χωριό τρεις μέρες. Και μιλάμε ότι ήτανε 4-5-6 ορχήστρες, κάθε μαγαζί ορχήστρα. Το πρωί, βέβαια, έξω από την εκκλησία παίζαμε εμείς, μετά στην πλατεία βγαίναν όλες οι ορχήστρες, κάθε μία είχε το χώρο της γύρω γύρω και το βράδυ στα μαγαζιά όλες οι ορχήστρες. Κάθε μαγαζί είχε μία ορχήστρα μέχρι το πρωί. Την άλλη μέρα πάλι στο εξωκλήσι που γινόταν η λειτουργία παίζαμε εκεί, μετά πηγαίναμε επισκέψεις στο σπίτι το μεσημέρι όποιοι γιορτάζανε και μόλις τελείωναν οι επισκέψεις, στην πλατεία μετά μέχρι το βράδυ και από το βράδυ μέχρι το πρωί, στο καφενείο και την άλλη μέρα πάλι το ίδιο. Και λένε ότι, αν ήταν Χριστούγεννα και δεν πρόφταινες να πας σε όλους τους Χρήστους μετά την εκκλησία, πήγαινες όσους προλάβαινες. Οι επόμενοι, οι υπόλοιποι που δεν προλάβαινες δυσανασχετούσαν. «Τα δικά μας τα λεφτά δεν περνάνε γιατί». «Δεν πρόφτασα», γιατί να βγούμε στην πλατεία μετά. Θυμάμαι ότι τελειώναμε τις επισκέψεις για να πάμε σπίτι να φάμε λιγάκι, να βγούμε στην πλατεία μετά. Τρώγαμε και απ’ έξω όλα τα παιδιά «Άντε ρε πού είναι τα όργανα», άλλος απαντούσε «Τρων, τρων». Φάτε παιδιά με την ησυχία σας. Τι ησυχία άμα περιμένουν έξω με τι ησυχία να φας; Δηλαδή περιμέναν απ’ έξω όλοι αλαφιασμένοι να γλεντήσουν. Να βγεις μετά έξω και άντε μέχρι το βράδυ στην πλατεία και μετά να πας στο καφενείο μέχρι το πρωί, την άλλη μέρα να πας στην εκκλησία, επισκέψεις, πλατεία. Αυτά ήταν γλέντια, όχι ψέματα.
Απ’ τον πατέρα σου και τον θείο σου τι θυμάσαι;
Ο πατέρας είχε το καλύτερο φύσημα και έχω ακούσει όλα τα κλαρίνα του πλανήτη. Είχε έναν τρόπο να βάζει στο κλαρίνο στο αυτί και να μη σε ενοχλεί και να είσαι και στο απέναντι χωριό και να ακούγεται και εκεί. Έβγαινα καμιά φορά να πιώ νερό απ’ έξω και άκουγες να έρχεται το κλαρίνο από όλες τις πλευρές, σαν να είχες, τι να σου πω, σαν να είχες μηχανήματα διάσπαρτα παντού και ένα κλαρίνο που να ξεχωρίζει, χωρίς να ενοχλεί, να είναι βάρβαρο. Έλεγε μία θεία μου ότι, είχα κάτσει στο Σμόλικα, έχω την ηχογράφηση αυτή. Αυτή ήταν αδερφή της μητέρας μου και είχε παντρευτεί τσέλιγκα. «Ήμουν -λέει- στα πρόβατα πάνω και δεν ήρθε ο κουνιάδος μου εκείνο το βράδυ και εγώ όλο το βράδυ χόρευα», λέει. Μιλάμε 7-8 χιλιόμετρα μακριά ο Σμόλικας απάνω. «Όλο το βράδυ χόρευα -λέει- με τον πατέρα σου», «Τι χόρευες;» λέω. «Έπαιζε κάτω στην πλατεία», λέει. Και ακουγόταν στο Σμόλικα το κλαρίνο; Ο πατέρας σου δεν ακουγόταν λέει, το ‘πε έτσι με έναν τρόπο λες και ήταν το πιο φυσικό πράγμα.
Πώς θυμάσαι τότε την αντιμετώπιση απ’ τους χωριανούς στα όργανα; Πώς ήταν; Είχατε δύσκολες καταστάσεις, δύσκολα περιστατικά;
Δύσκολες καταστάσεις. Βέβαια, εντάξει τότε δύσκολες ήταν, αλλά δεν είχες το άγχος ότι αύριο δεν έχω λεφτά, θα ‘ρθει ή εφορία ή για να κινηθώ έξω πρέπει να έχω διόδια, πρέπει να έχω βενζίνη πρέπει να έχω ξέρω γω για το μετρό. Δεν είχα λεφτά, δεν με πειράζει, τα υπόλοιπα θεωρώ μετά ήσουνα, είχες το αλεύρι σου. Αυτό ήταν το, όπως λένε σήμερα αν έχουμε ΙΚΑ, τότε αν είχες το αλεύρι ήσουνα μία χαρά. Έβαλες το αλεύρι; Εντάξει, το γέννημα. Άμα είχες το αλεύρι, ήσουνα άρχοντας ας πούμε. Είχες το αλεύρι σου και δεν σε ένοιαζε, δεν έχω λεφτά εντάξει, θα μαζέψω τα υπόλοιπα. Όταν τα μαζέψω, θα δω τι θα κάνω, Θα χρειαστώ κάτι, ας πούμε. Δεν είχες αυτό το άγχος. Σήμερα, ό, τι πρέπει είναι ένα σωρό [00:30:00]πάγια κατ’ αρχήν που μπορεί να έχεις. Είναι ένα σωρό τέλη κυκλοφορίας, αυτά δεν είναι να πεις ότι δεν έχω. Έτσι και δεν πληρώσεις τα τέλη ή θα πέσει πρόστιμο ή δεν θα μπορείς να κινηθείς. Ασφάλειες αυτοκινήτου, διόδια, ένα σωρό πράγματα, όπου να πας πρέπει να έχεις λεφτά αλλιώς δεν κινείσαι. Τότε ήσουνα ελεύθερος, ήσουνα αυτάρκης, υπήρχε μία αυτάρκεια.
Είχατε χωράφια ταυτόχρονα; Ασχολούσασταν και με την γεωργία στο σπίτι;
Χωράφια όχι. Εμείς είχαμε ένα σιδηρουργείο, φτιάχναμε γεωργικά εργαλεία. Τσαπιά, σκεπάρνια, μέχρι και αυτοκίνητα που χαλάγανε σε εμάς θα ερχότανε. Και φτιάχναμε ό,τι πατέντες, διάφορα, με φωτιά, ούτε εργαλεία είχαμε. Φωτιά και κολλάγαμε σίδερα με φωτιά, χωρίς ηλεκτροκόλληση δηλαδή. Τα ζεσταίναμε σε θερμοκρασίες δεν ξέρω -800-1000 πόσο λιώνει το σίδερο- και τα χτυπούσαμε μετά και κόλλαγε.
Ο πατέρας σου προπολεμικά θυμάται να είχαν σχέση οι χωριανοί με τα χωριά τα αντίστοιχα στην Αλβανία απέναντι;
Ναι είχαμε, είχανε. Και θυμάμαι ο πατέρας μου μου λέει μία φορά ότι ήταν ένας λέει από μέσα, κάτι τον ρώταγα για τους Αλβανούς. Λέει ήταν ένας, λέει ένας, μου πε το όνομά του και είχαν λέει ένα καλό κλαρίνο, τον Ασλάνη, μέσα και μου λέει «Καλό μωρέ Φίλιππα είσαι και εσύ καλό και το Πέτρο -ο Πέτρος είναι ένας θείος του πατέρα μου, αδερφός της γιαγιάς μου- καλό εσύ καλό και το Πέτρο, αλλά εκείνο το δικό μας το Ασλάνη, αχ εκείνο το δικό μας». Ο πατέρας μου αυτό το αχ δεν ξέρω πώς το είπε εκείνος στον πατέρα μου, αλλά αυτό που πήρα εγώ απ’ τον πατέρα μου, αυτό το αχ ήτανε ρε παιδί μου... Ήτανε τι να σου πω, σαν να σου πήραν τα παιδιά όλα, σαν να σου κόψανε το κεφάλι. Ακόμα και ο πατέρας μου το μετέφερε πολύ πιο ωραίο αυτό από μένα τώρα.
Πήγαινε ο πατέρας σου μέσα;
Ο πατέρας δεν είχε πάει ποτέ μέσα, αλλά ερχόταν από κει στην Κόνιτσα και είχαμε και έναν λέει από μέσα, πως τον λέγανε αυτόν, που ήταν και μουσικός αυτός. Ήξερε όλα τα όργανα και δεν τον, Αντώνης Τσιάπης τον λέγαν στην Κόνιτσα και αυτός έπαιζε πολλές χώρες και είχε πάρει και ο πατέρας μου και ο θείος μου ο Ανδρέας είχαν πάρει χώρες από αυτόν. Δεν τον γνώρισα ποτέ εγώ αυτόν τον Αντώνη τον Τσιάπη, αλλά για τον Ασλάνη αυτό που μου είπε, σκεφτόμουνα τότε που μου το είπε ο πατέρας μου, πώς να έπαιζε αυτός ο άνθρωπος, για να έβαζε τέτοιο πόνο μέσα στους ανθρώπους, ρε παιδί;
Μου είπες πριν ότι, όταν φύγατε κάποια στιγμή από το χωριό και πήγατε στα Γιάννενα, τι θυμάσαι από τότε, πού ζήσατε εκεί; Πώς ήταν οι συνθήκες;
Στα Γιάννενα, είχαμε πάει στην Μανωλιάσα, λεγόταν ένας τόπος που δεν έχω ξαναπάει τώρα να δω πώς ήταν. Ήταν μία πλαγιά... Αθλιότητα, ήμασταν σε ένα σπίτι που κάπου δούλευε σε ένα νοσοκομείο η σπιτονοικοκυρά και τότε είχε γεννηθεί η αδερφή μου, η Μαρίκα, και έκλαιγε το φουκαριάρικο, κάτι το πόναγε και σηκωνόταν: «Καημένε Φίλιππα, δεν κοιμήθηκα». «Τι να κάνω με το παιδί πρέπει να πάω να δουλέψω τώρα». Και θυμάμαι αυτό και θυμάμαι και ένα άλλο, ότι μία μέρα είχα βρει ένα φλιτζάνι και ήταν μία βρύση εκεί που έτρεχε συνέχεια και πήγαινα γέμιζα το φλυτζάνι και όταν έφτανε επάνω στα χείλη, χυνόταν το νερό απ’ έξω και εγώ περίμενα λέω πως ανεβαίνει μέχρι εκεί και δεν πάει μέχρι παραπάνω το νερό να φύγει προς τα πάνω. Ένα απόγευμα το έφαγα εκεί, για να δω γιατί δεν πηγαίνει το νερό προς το πάνω και ξεχειλίζει και πέφτει κάτω.
Τώρα πώς επιστρέψατε μετά στην Κόνιτσα, είχατε κάποια βοήθεια από το κράτος, δόθηκε κάποια βοήθεια;
Δεν ξέρω, θυμάμαι ότι μπήκαμε σε ένα κάρο με τα πράγματα που είχαμε και, μάλιστα, στο κάρο πάνω φαινόταν ότι θα έπεφτε μέσα στο χαντάκι το κάρο και έλεγα, «Αφού βλέπω τώρα από εδώ που είμαι το κάρο, η καρότσα να είναι έξω απ’ τα αυλάκι, πώς γίνεται να μην πέφτει μέσα», απορία και αυτό και μέχρι εκεί θυμάμαι. Μετά στην Κόνιτσα, εντάξει θυμάμαι, γιατί ήμουνα 6 χρόνων, σχεδόν έξι παρά, θυμάμαι πολλά πράγματα.
Για περίγραψε μου λίγο, πώς ήταν οι συνθήκες τότε στην Κόνιτσα για εσάς;
Ήταν αυτό που σου λέω, που κάθε βράδυ τραγουδούσαμε με τα κορίτσια και η θεία μου και οι ξαδέρφες μου. Κάθε βράδυ αυτό γινότανε. Μετά ξεκίνησα το δημοτικό και εκεί άκουγα και παιξίματα, γλέντι που ταχτικά γινότανε. Όλοι οι συνάδελφοι μουσικοί εκεί ξέρω γω, είχανε ο καθένας τον τύπο του και τα χιούμορ του και τα πειράγματα τους και τα έτσι... Ήταν πολύ γραφικός κόσμος και εγώ τους έβλεπα τότε και σαν θεούς, σαν ήρωες. Όλους αυτούς που θυμάμαι. Θυμάμαι τον άντρα της θείας μου της Αλεξάνδρας, τον Ανδρέα τον Τούλη, ο οποίος αυτός ήταν ένας τύπος σαν τον Κωνσταντάρα, σαν τον Αυλωνίτη έτσι. Γελούσα με αυτόν, ένας άλλος πάλι που ήταν ο Τόλης ο Μπέτζιος που έπαιζε λαούτο και τραγουδούσε καλά. Και ο πατέρας του ήταν πολύ καλή φωνή, η καλύτερη, από τις καλύτερες που έχω ακούσει ο Κώτσιος ο Μπέζος αυτός. Ο αδερφός της γιαγιάς μου ο θείος του πατέρα μου, ο Πέτρος ο Αλεξίου, αυτός, λέγανε όλοι τότε -αυτός είχε πάει και στην Μικρασιατική Καταστροφή πολέμησε- και όταν γύρισε από κει έφερε νέο ήχο νέα παιξίματα, ήρθε πιο ανανεωμένος και έλεγαν όλοι ότι αυτός ήτανε το καλύτερο κλαρίνο και ο πατέρας μου πήρε πάρα πολλά από αυτόν και ο θείος ο Ανδρέας και ο γιος του, ο Νίκος ο Αλεξίου. Αυτοί ήταν τότε όλοι στην Κόνιτσα, είμαστε μαζεμένοι. Μάλιστα, μία φορά ήρθε ο Περιστέρης, για να γράψει και τότε ήταν η νοοτροπία να μην δώσουμε τα κομμάτια, τα φύλαγαν αυτά, δεν τα δίνανε. Και κρύφτηκαν όλοι και πήγαν με τον νοματάρχη στον πάππο τον Πέτρο τον Αλεξίου αυτόν, τον Κώτσο, αυτόν που τραγουδάει καλά και τον Τόλη, αυτόν τον γιο του Κώτσου με το λαούτο. Πήγανε με τον νοματάρχη, τους πήραν όχι δια της βίας, αλλά τι θα λέγαμε και γράψανε μια ωραία σειρά. Και ευτυχώς, που έγινε αυτό και πήγα τα πήρα απ' την Ακαδημία αυτά και γυρνάω στο σπίτι. Ήταν το ‘80-’81, πρέπει να ‘τανε και λέω του πατέρα: «Έλα να ακούσεις» και είπα ένα συγκρότημα άσχετο... Ένα που δεν άρεσε στον πατέρα. Ένα συγκρότημα. Έλα να ακούσεις το συγκρότημα αυτό και μόλις ακούει πατέρας: «Αυτό -λέει- είναι άλλο συγκρότημα αυτό παιδί, δεν είναι αυτό που λες». Και έβαλε τα κλάματα.
Θυμάσαι κάποιο πανηγύρι τότε που να σου κάνε πολλή εντύπωση, έτσι να έγινε κάποιο περιστατικό;
Συγκεκριμένα, ήταν πολλά αλλά εντάξει δεν έγινε κάτι ιδιαίτερο. Απλά είναι πολλές φορές που σου φαντάζει κάτι λίγο καλύτερα, χωρίς να ισχύει αυτό, όμως. Πολλές φορές είναι πώς είσαι προετοιμασμένος γι’ αυτό να το δεχτείς και τι έχεις ζήσει πριν. Εγώ είχα πάει μία φορά στις Βρυξέλλες και είδα την πλατεία αυτή την ωραία και μου άρεσε τόσο πολύ. Μετά πήγα άλλες 10 φορές. Δεν είχε αλλάξει κάτι στην πλατεία. Δεν μου φάνηκε τόσο ωραία. Ήταν το ‘56 ήταν μία ωραία χρόνια με πάρα πολύ κόσμο. Μπορεί να ήταν κιόλας, αλλά δεν ξέρω... Δεν μπορώ να πω ότι, γιατί ξέρεις ο άνθρωπος πολλά πράγματα τα βλέπει διαφορετικά κάθε στιγμή. Τότε μου φάνηκε πολύ καλό, γιατί είχε και πολύ κόσμο και υπήρχε μία συμπαντική αρμονία. Δεν ξέρω γενικά με όλα τα συγκροτήματα. Ήταν και η αλληλεγγύη τότε δηλαδή, ερχόταν τότε όλοι οι μουσικοί και όποιος δεν είχε να πάει συγκρότημα, «Έλα, μπάρμπα μαζί. Έλα Κότσο μαζί». Και ήμασταν 7-8-10 στο κάθε συγκρότημα. Δεν παίζαμε όλοι, εντάξει 10 άτομα είναι πολλά τώρα τι να πρωτοπαίξεις, αλλάζαμε έτσι και ήταν όλο αυτό το πράγμα. Φιλοξενούμενοι στο σπίτι όλοι, για να φάμε. Ξενοδοχεία δεν υπήρχαν. Υπήρχε φιλοξενία και όλοι βλέπαμε κόσμο, μουσικούς, συγγενείς από άλλα χωριά. Μαζευόταν όλοι από όλα τα χωριά και ήταν ωραία... Περιμέναμε πώς και πώς να φάμε, να ακούσουμε τα όργανα, μετά να βγούμε να παίξουμε.
Πώς κλείνατε δουλειές τότε;
Πώς-
Πώς κλείνατε δουλειές;
Δια στόματος έτσι. Υπήρχαν προτιμήσεις, δηλαδή δεν [00:40:00]ήτανε ότι είσαι στην τηλεόραση να πάρουμε το γνωστό αυτό, για να πούμε αύριο ότι είχαμε τον τάδε, ας πούμε. Τότε επέλεγε ο καθένας ανάλογα με αυτό που προτιμούσε. Έλεγα εγώ θα πάρω εκείνον, μάζευα τα λεφτά για εκείνον και ήταν με τυχερά. Πάντα έτσι. Δεν παίρναμε συμφωνίες. Γινόταν έτσι. Δηλαδή κατά προτίμηση, όπως ο καθένας μπορούσε να διασκεδάσει τον κάθε ένα και υπήρχαν και χωριά που δεν μπορούσαμε να πάμε εμείς ή από άλλα χωριά να ‘ρθουνε σε μας, για να γλεντήσουν. Το κάθε χωριό έχει το δικό του άκουσμα και τη δική του προτίμηση. Γιατί δενόταν μέσα στην πορεία της ζωής, μέσα στα χρόνια δενόταν με αυτό το άκουσμα και ο μουσικός ήξερε τι χορεύει ο καθένας και αυτός που χόρευε ήξερε τι θα έπαιρνε από αυτόν και γινόταν το εξής θαύμα, ότι έμπαιναν στο χορό και με αυτήν την γνωριμία που είχανε μπορούσαν να χορεύουν μιάμιση ώρα, χωρίς να κουράζονται. Γιατί σε συνέπαιρνε ο άλλος, το παίξιμο, ο ρυθμός, όλα αυτά σε κάνανε έτσι... Ήταν αυτή η μικρή λεπτομέρεια που σε έκανε να βγάζεις φτερά στα πόδια, να απογειώνεσαι από κάτω.
Σε ποια χωριά πηγαίνατε εσείς;
Εμείς στην Λάκα τη δική μας, μέχρι, ο πατέρας πήγαινε μέχρι την Πυρσόγιαννη. Το χωριό που τον αγαπούσαν πολύ ήταν η Δροσοπηγή. Η Μόλιστα, η Πουρνιά, καλά το Κεράσοβο σίγουρα, η Φούρκα αυτά. Και η Κόνιτσα μέσα η πόλη της Κόνιτσας, αλλά βασικά το Κεράσοβο ήτανε η δική μας η ενορία, ας πούμε.
Εσύ τώρα σαν μικρός πώς μελετούσες και πώς θυμάσαι τους παλιότερους μουσικούς να μελετάνε, για να ‘χουν τα κομμάτια;
Τι μελετούσα; Κατ’ αρχήν, δεν είχαμε όργανα. Είχε ένα κλαρίνο ο πατέρας μου δεν με άφηνε να το, γιατί άμα το φυσήξεις άγαρμπα το κλαρίνο, χαλάς το καλάμι. Και το ‘παιρνα κρυφά, με ακούσματα μόνον, όχι μόνο εγώ. Όλοι μας στη δική μου, μέχρι τη δική μου ηλικία, έτσι γινόταν στα κλεφτά το κάναμε, δηλαδή ακούγαμε και το παίζαμε. Δεν είχε να πεις ότι το κάνω πρόβα, πέρναγε δεν ξέρω πώς μέσα στο κύτταρο ήταν αυτό.
Το κλαρίνο πώς το πρωτόπιασες;
Το κλαρίνο, είχε ένα ο πατέρας είχε... Το ‘παιρνα κάπου-κάπου όταν έφευγε, εκείνον τον απέφευγα, γιατί άμα σου δείχνε κάτι και δεν το έπαιζες, «Αχ δεν ακούτε πώς είναι; Άσ’ το άσ’ το το κλαρίνο πέρα», σου λέγε. Ναι, κακός δάσκαλος.
Θυμάσαι την πρώτη φορά που πήγες με κλαρίνο για δουλειά;
Ακούγανε τα παιδιά, που έπαιζα σπίτι καμιά φορά και έμπαινε κανένας λίγο νεότερος, «Φίλιππα, δώσε του Νικολάκη να μου παίξει εμένα». Και πότε μου δίνε, πότε «Δεν μπορεί το παιδί άσ’ το», έλεγε. Πότε μου ‘δινε… Καμιά φορά ήθελε και εκείνος να πάει να καπνίσει κάνα τσιγάρο ή να πάρει καμιά ανάσα, μου δίνε μετά. Παίξε εσύ λίγο.
Τώρα πώς έγινε και έφυγες από το χωριό; Πότε έφυγες και με τι αφορμή;
Έφυγα μετά γιατί όλοι οι δικοί μας αρχίσαν να μετακομίζουν στην Αθήνα. Εδώ υπήρχε ανοικοδόμηση και πήγανε όλοι χτίστες. Άρχισαν εδώ να έχουνε γείτονες και ο ένας τράβαγε τον άλλον. Να ‘χανε ένα είδος συντεχνίας εδώ. Και επειδή φεύγανε από πάνω. Βασικά, από το χωριό μετά έφυγε όλος ο οργανισμός του χωριού που ήταν ζωντανός. Και ήρθα και εγώ να δουλέψω σε ένα σιδηρουργείο εδώ, με αυτά που χρειαζόταν τότε, όμως, με πόρτες, κάγκελα, παράθυρα, τέτοια πράγματα. Και με το όργανο βασικά, ας πούμε. Όχι βασικά. Βασικά, ήταν εκείνο για να πάω και μία σχολή νυχτερινή, αλλά εδώ χρειαζόταν πάλι το όργανο, γιατί και οι δικοί μας και ένας άλλος κλαρινίστας που ήταν εδώ, ο Τσιούτας από την Κόνιτσα, ο Αποστολής με παίρνε και εκείνος για δουλειές, γιατί εγώ ήξερα λίγο τα πιο νέα κομμάτια. Πηγαίναμε δύο κλαρίνα με εκείνον και οι δικοί μας που κάνανε γλέντια εδώ τακτικά, πήγαινα έπαιζα. Μετά ήρθε και ένας άλλος πάλι, με την ίδια τακτική, από την Πυρσόγιαννη, ο Μήτσος ο Χριστόπουλος, και κάναμε σχήμα με εκείνον μετά και παίζαμε. Και μετά από τρία χρόνια ήρθαν και οι δικοί μου απάνω, ανοίξαμε άλλο μαγαζί δικό μας και παράλληλα με το όργανο. Εδώ μετά είχα και εγώ ανησυχίες δηλαδή. Ακούω μία φορά ένα ποντιακό με κλαρίνο και ήξερα τα ποντιακά ήταν με λύρα. Πώς παίζει το ποντιακό αυτός και έκατσα έβγαλε το ποντιακό έτσι χωρίς να χρειάζεται ας πούμε, από δική μου πρωτοβουλία έτσι. Μετά μία μέρα ήτανε, πότε είναι του Αγίου Μιχαήλ; Πότε είναι που γιορτάζει η αεροπορία; Τότε είναι; Μου λένε: «Άμα πας στην Ελευσίνα, σε κάνουν βόλτα με το αεροπλάνο». Τι... Εγώ κατευθείαν στην Ελευσίνα, αλλά απλά μας δείξανε εκεί το κιτ, πώς λέγεται αυτό, σε ένα αεροπλάνο και όπως μας δείχνανε εκεί και ακούω ένα κλαρίνο να παίζει ένα ζαγορίσιο. Και ακουγόταν και πάρα πολύ καλά από τις κόρνες εκεί, τόσο ωραία, μαγεύτηκα λέω: «Τι κλαρίνο που παίζει αυτό παιδιά;», λέω. Λέει: «Απάνω στο γραφείο του τάδε», ξέρω γω. «Πώς πάμε εκεί;». «Απαγορεύεται να πας εκεί». «Μα πρέπει να ρωτήσω πώς είναι αυτό, ποιος παίζει εδώ, τι είναι αυτό το κομμάτι». Πάει ένας στρατιώτης, «Ποιο είναι;», λέει. «Φίλιππος Ρούντας, Ζαγορίσιο». Φίλιππας Ρούντας. Στον Στασινό την άλλη μέρα, «Θέλω το Ζαγορίσιο του Φίλιππα του Ρούντα». Το περνάω, ήμουν τότε 16-17, 17 χρονών. Τότε με μάγεψε ο Φίλιππας ο Ρούντας. Με μάγεψε και πήρα όλα του Φίλιππα του Ρούντα τότε. Μετά, όταν ήρθε ο πατέρας παίζανε με τον Μιχάλη τον Κοττά σε ένα χορευτικό στον Κουσιάδη. Λέει: «Έλα και εσύ Νίκο με το ντέφι να πάω να βγάλω μία παράσταση». Εντάξει, βγάζουμε παράσταση, γνωρίζομαι και εκεί με το... Μετά με παίρναν πότε με το ντέφι, πότε έτσι. Μία φορά πρέπει να πάω με το κλαρίνο και τους παίζω το Ζαγορίσιο, έτσι όπως το ‘χα βγάλει απ’ τον Φίλιππα τον Ρούντα. Όλα τα παιδιά, «Αυτό τι ωραίο Ζαγορίσιο», καθιερώθηκε και αυτό.
Τώρα όταν πρωτοήρθες στην Αθήνα, θυμάσαι πώς ήταν η ζωή; Εκεί στο Μεταξουργείο νομίζω πήγατε εσείς.
Όχι, στην Κυψέλη πήγα τότε. Ήταν ένας θείος της μάνας μου που είχε σπίτι και το νοίκιαζε στην ταράτσα και ήμασταν με άλλους τρεις, όχι στην ταράτσα. Στο υπόγειο ήμασταν πρώτα. Πότε ανεβαίναμε στην ταράτσα, ανάλογα. Αν έφευγε κανένας, έπρεπε να ήμασταν τέσσερα άτομα. Με τρία δεν τα βγάζαμε πέρα, με δύο στο δωμάτιο μέσα και είχα 11 πράγματα. Τα είχα και σε ένα τετράδιο γραμμένα μην ξεχάσω με τις μετακομίσεις που κάναμε αυτά τα έντεκα πράγματα. Μία φόρμα, μία γκαζιέρα, ένα πουκάμισο, 11 μετρημένα πράγματα. Στο υπόγειο, εκεί με το θείο στου θείου δηλαδή, με άλλους τρεις Κερασοβίτες και λέει. Μάλλον με έναν το Δημήτρη, το Μήτσο... Πέθανε κι αυτός, πώς τον λέγανε. Του λέγανε: «Ρε Μήτσο, πώς είναι λέει χωρίς κλαρίνα στην Αθήνα», του λένε από το χωριό. «Εγώ το έχω στο μαξιλάρι το κλαρίνο, έτσι λέει τώρα, μη με φοβάστε εμένα, γιατί ήμασταν παρέα με αυτόν. Πήγα εκεί πρώτα, μετά, επειδή ήταν κάτι άλλα παιδιά αλλού και δεν φτάνανε τα λεφτά για εκεί, είχαν φύγει, πήγα στην Άνω Κυψέλη σε ένα άλλο. Μετά γυρνάγαμε έτσι από σπίτι σε σπίτι. Μετά ήρθαν οι δικοί μου. Όταν ήρθαν οι δικοί μου πήγαμε στο Μεταξουργείο και πιάσαμε σπίτι, ανοίξαμε το μαγαζί αυτό. Μετά διορθώθηκε η ζωή μετά όσο να ‘ναι και με το όργανο και μετά είχα σχήμα με έναν, με τον Μιλτιάδη τον Μάστορα, ένα πολύ καλό λαούτο. Αυτός ήταν από μέσα, από την Δρόπολη ήταν. Γίναμε φίλοι με τον Μιλτιάδη, ήταν καλός παίκτης. Καλά τραγουδούσε. Και ήταν άνθρωπος με χιούμορ, κάθε μέρα ήμασταν παρέα, ερχόταν στο σπίτι εκεί. Και του είπε η Δημόγλου ένα κλαρίνο νέο, γιατί ο Φίλιππας, ήταν ο Φίλιππας στη Δημόγλου, έμεινε στην Αμερική σε ένα ταξίδι που πήγανε με αυτό το λόγο. Στην Αμερική, τότε δεν μπορούσες να πας εύκολα, [00:50:00]πήγαινες μόνο έτσι, αν πήγαινες με κάνα χορευτικό και έμενες μετά με διάφορα νομικά τερτίπια έμενες. Είχε μείνει ο Φίλιππας. Λέει του Μιλτιάδη η Δημόγλου, «Θέλουμε να βρούμε ένα κλαρίνο να ‘ναι νέο παιδί λέει έτσι να συνεργαζόμαστε». Και πήγαμε με τον Μιλτιάδη εκεί και τότε ξέρω γω λέει, δούλευε η Δημόγλου τότε by night. Πηγαίναμε στα κέντρα στην παραλία, ερχόταν οι τουρίστες και χόρευαν δημοτικά και μετά συνέχισε στο κέντρο με όποιον είχε, ας πούμε. Μου λέει, «Πόσα θέλεις;», εκεί που συζητάγαμε «Στο Φίλιππα δίναμε τόσα» λέω εγώ «Άμα δίνατε στο Φίλιππα», είπα να πω λίγο λιγότερο. «Επειδή ξεκινάμε -λέει- να σου δώσουμε λίγο παραπάνω». Μου λέει κάποιο ποσό παραπάνω. Ουρανοκατέβατο! Και ξεκίνησα μία συνεργασία μετά από κει μόνιμη για κάνα δυο χρόνια εδώ στην Αθήνα, μετά μας πήρε ο δήμος στη Ρόδο, μας έκανε θέατρο, για να κάνουμε παραστάσεις σε χώρο κανονικό. Εκεί πια ήταν η ευκαιρία της ζωής μου, για να ασχοληθώ και με άλλα που αυτό με γοήτευε από πριν και το έκανα και πριν και το έκανα. Το έκανα και αυτό δηλαδή. Εδώ έλεγα στα βιολιά να βγάλουν μία συμιακή σούστα που έπαιζε ο Ηλιάδης, ο Ηλίας ο Βασιλαράκης και κανένα βιολί δεν τολμούσε να αγγίξει. «Αυτό δεν βγαίνει λέγανε, δεν βγαίνει αυτό». Μόνο ο Αχιλλέας ο Χαλκιάς την έβγαλε, αλλά ο Αχιλλέας τότε ήταν στην Αμερική και την έβγαλα εγώ με το κλαρίνο τη συμιακή σούστα και την έπαιζα εδώ με κλαρίνο την συμιακή σούστα. Αφού και Φίλιππας ο Ρούντας μία φορά, «Ω ρε αυτό το τσογλάνι τι γκάιντα παίζει;».
Εκεί στη Ρόδο τώρα πού πήγατε, πώς ήταν τα πράγματα; Πώς λειτουργούσε εκεί το θέατρο;
Εκεί είχαμε 250 παραστάσεις το χρόνο κάναμε. Το καλοκαίρι ήτανε έξι μέρες και μία μέρα ρεπό που άλλαζαν τα γκρουπ και η παράσταση ήταν... Ούτε δύο ώρες δεν ήταν. Είχαμε όλη την ημέρα, αλλά το κυριότερο, είχαμε ομάδα που οι ανησυχίες μας και τα ενδιαφέροντά μας ήταν τέτοια που ασχοληθήκαμε τόσο όμορφα και τόσο αρμονικά και βγάλαμε ένα σωρό πράγματα με αυτά τα παιδιά. Και ήταν και καλλιεργημένος κόσμος και ο Δημόγλου ο Τάκης και η Νέλλη και όλα τα παιδιά που ήταν στο χορευτικό, είχαμε μία ωραία σύμπραξη εκεί. Εκεί ήτανε η καλύτερη περίοδο της ζωής μου πια, γιατί μέχρι τότε με είχε κοπανίσει η ζωή πολύ άγρια. Εκεί είχαμε ευκαιρία και ασχοληθήκαμε πάρα πολύ με την ελληνική μουσική και με την παράδοση.
Εκείνα τα χρόνια πώς μελέταγες τα κομμάτια;
Συγγνώμη;
Πώς μελέταγες τα κομμάτια;
Με ηχογραφήσεις και απεριόριστη πρόβα. Δηλαδή, είχαμε και την ορχήστρα και εγώ μόνος μου έπαιρνα το κλαρίνο στη θάλασσα και μετά πρόβα, με πρόβα. Με πολλή πρόβα.
Η συνεργασία με τη Δόμνα Σαμίου τώρα πώς προέκυψε;
Αργότερα μετά, ήρθαμε εδώ στην Αθήνα, ένα διάστημα πήγα και στη Στράτου, αλλά επειδή εκεί ήμασταν πολλά κλαρίνα, εγώ είχα κάνει εκεί συμφωνία, όταν έχω δουλειές έφευγα για δουλειές έξω. Και εκεί ήταν πάλι μία άλλη εμπειρία στη Στράτου, φοβερή εμπειρία. Γιατί και εκεί ήτανε μία στρωμένη δουλειά με αγάπη στημένη και το κυριότερο, αυθεντικότατη. Εκεί παίρνεις... Είναι μαθήματα ζωής κι αυτά. Μετά με την Σαμίου ήταν να πάμε ένα ταξίδι στη Λατινική Αμερική και δεν είχε κλαρίνο και ξεκινήσαμε από κει. Μάλιστα, εκεί αρρώστησα κιόλας σε μία παράσταση. Είχα 40 πυρετό και παίζαμε.
Τη θυμάσαι απ’ τη Δόμνα Σαμίου χαρακτηριστικό;
Θυμάμαι ότι ήτανε αυστηρή με τη διατήρηση που δεν ξέρω αν είναι και σωστό αυτό, να ‘σαι τόσο αυστηρός. Νομίζω πρέπει, επειδή είναι ζωντανό κύτταρο αυτό, πρέπει να μη γίνεται αναπαραγωγή έτσι. Με τη Δόμνα... Όπως το έκανε η Δόμνα, ήταν καλό, μέχρι εκεί. Αλλά πέρα από κει, δεν πρέπει να μείνουμε έτσι σε αυτό.
Πώς δουλεύατε με τη Δόμνα τα κομμάτια;
Κάναμε προβίτσα και αυτό είναι σημαντικό, να βγαίνεις προβαρισμένος έξω, γιατί στο δικό μας το χώρο είναι και αυτό. Πάμε με ένα ντέφι που δεν έχουμε παίξει ποτέ. Δεν έχεις κάνει πρόβα και τι πρόβα να κάνεις; Άμα πας στο πανηγύρι, δεν ξέρεις τι θα προκύψει. Ενώ με την Δόμνα το καλό ήταν αυτό, ότι είχαμε συγκεκριμένη παράσταση, οπότε ήταν ένα αποτέλεσμα πάρα πολύ καλό και η Δόμνα ήταν σεβαστή από όλους. Το έκανε αυτό, το έκανε με αγάπη... Δεν το έκανε… Και ό,τι κάνεις με αγάπη έστω και αναπαραγωγή να το κάνεις και αυτό άμα γίνει με αγάπη, είναι καλό. Δεν λέω ότι αυτό είναι κακό.
Θυμάσαι κάποια παράσταση ξεχωριστή;
Θυμάμαι πολλές παραστάσεις, αλλά μία παράσταση που νιώσαμε σαν να ‘μασταν οι «Beatles», ήταν στη Βόρεια Γαλλία, σε ένα σχολείου πήγαμε μέσα και παίξαμε. Τα παιδιά εκεί μας αποθέωσαν, ρε παιδί μου, μιλάμε… Λέγαμε μετά οι «Beatles» ήμασταν; Και στο River Party που είχαμε πάει και εκεί ήταν ωραία εμπειρία, δηλαδή εκεί αφήσαμε αποτύπωμα πολύ καλό. Ήταν η Δόμνα... Ήταν η Δόμνα πώς να την κάνουμε, αυτό που έκανε, το έκανε τέλεια. Δεν της έβρισκες ένα ψεγάδι, να πεις ότι εδώ έκανε ένα λάθος, ξέρω γω. Ήταν όλο, ήταν καλοστημένο, καλό...
Γενικότερες συνεργασίες, εκτός από τη Δόμνα, θυμάσαι μεγάλες παραστάσεις του εξωτερικού που να σου κάνανε πολλή εντύπωση σχέση με αυτά που ήξερες από δω;
Παραστάσεις, μία που είχαμε κάνει -ένα σχήμα που το λέγαμε «Ακρίτες»- είχαμε πάει πάλι στην Γαλλία, στην Νοντ, Νοντ... Κάπως έτσι. Ένα φεστιβάλ με πολλούς καλλιτέχνες. Τελειώσαμε στο τέλος και μιάμιση ώρα κάναμε μπιζ, μιάμιση ώρα που ήταν, για να φάμε αυτή τη μιάμιση ώρα. Και μείναμε νηστικοί, μας πήγανε μετά φάγαμε κις λορέν. Χάσαμε τον ύπνο, μιάμιση ώρα μπιζ κάναμε εκεί, αλλά τότε ήταν και ο Χρήστος ο Κωνσταντίνου στο σχήμα και νομίζω πιο πολύ με το συρτακοειδές αυτό, ας πούμε, κάναμε πολλή εντύπωση.
Θες να μου πεις τώρα λίγα λόγια για τη δισκογραφία; Πώς ξεκίνησε;
Δισκογραφία. Η πρώτη καλή δισκογραφία που κάναμε ήταν, όταν ο Νταλάρας μας φώναξε, για να κάνουμε 20 κομμάτια Θρακιώτικα με τον Αηδονίδη. «Θα τα κάνετε -λέει- θα τα γράψετε και θα τα πάρω εγώ αυτά, θα κάνω μετά ενορχήστρωση άλλη, θα βάλω αλλά, θα τα πω εγώ τα κομμάτια. Τα θέλω μόνο σαν δείγμα. Μπείτε στο στούντιο όσο θέλετε. Όσο θέλετε έχω στούντιο απεριόριστο όσο θέλετε». Τότε για να κάνουμε δισκογραφία ήταν ένα απόγευμα και έβγαινε από κει στερεοφωνικό έτοιμο για να πάει να τυπωθεί και όταν ακούσαμε αυτό με τον Αηδονίδη, υπάρχει αυτό το πράγμα λέμε; Και ξεκινάμε και ο Αηδονίδης, ακόμα και εκεί, «Παιδιά πάμε να τελειώσουμε, να τελειώσουμε». Και μας έλεγε ο ηχολήπτης: «Έχω εντολή, όταν κοντεύει να τελειώσουμε. Άμα θέλουμε από την αρχή, πάλι να τα κάνουμε», εντολή τέτοια, όποτε θέλετε, πάμε απ’ την αρχή όσο θέλετε άμα θέλετε. Όσο θέλετε. Τέλος πάντων, μόλις τα τελειώσαμε, λέει ο Νταλάρας: «Τι να πω, ρε παιδιά -λέει- να βάλουμε ακόμα 4-5 και να κάνουμε ένα διπλό δίσκο και να πω και εγώ κάνα δύο κομμάτια, να το αφήσουμε». Και κάναμε αυτό με «Τα αηδόνια της ανατολής» τότε. Αυτό ήταν μία καλή εμπειρία. Είχα την ενορχήστρωση εγώ σε αυτό και ήταν από τις πρώτες φορές που μία δουλειά βγήκε χαλαρά και άνετα.
Θες να μου πεις τώρα και λίγο την ιστορία του CD της Κόνιτσας που χαρακτήρισε και σένα και την περιοχή;
Κόνιτσα. Αυτό, αυτό το είχα φορτωμένο μέσα στο νου μου και στην πλάτη μου από τότε που ήμουνα στη Ρόδο. Έλεγα αυτό τώρα, «Αυτό βαραίνει εμένα, πρέπει να το αδειάσω κάπου, δεν γίνεται». Το ‘χα σαν φορτίο. Και όταν γύρισα στην Αθήνα μετά έπρεπε, ξέρεις τι, για να πάρεις όλο αυτό τον κόσμο, θέλεις [01:00:00]στούντιο, θέλεις ώρες, θέλεις λεφτά, θέλεις ένα σωρό πράγματα. Και για να πείσεις τον άλλον να ηχογραφήσει, θα σου πει: «Πρώτα-πρώτα τι να το κάνεις αυτό, πού θα πάει, τι θα πάρω εγώ, δεν το δίνω, δεν το δίνω», γιατί δικό του πράγμα είναι δεν μπορείς να πεις ότι δώσ’ το. Αυτό είναι η κληρονομιά του, είναι σαν να έχεις ένα μπαούλο, ας πούμε, πώς θα το δώσεις; Αυτό είναι η κληρονομιά του πατέρα μου σου λέει ο άλλος, δεν το δίνω. Και επειδή και εγώ είμαι ας πούμε προσεκτικός και το καταλαβαίνω αυτό, δεν τολμούσα να κάνω κάτι, ώσπου βρέθηκε αυτός, ένας φίλος μου από το Ασημοχώρι, ο Βασίλης ο Γιαννούλης, ο οποίος αγιάτρευτα πατριώτης, Κονιτσιώτης και Ασημοχωρίτης, αγιάτρευτα. Αυτός δεν γιατρεύεται, έτσι θα πεθάνει, με αυτό το... Έβαλε τα λεφτά, αλλά τα λεφτά είναι το λιγότερο. Όλο το χρόνο, όλο το χώρο και το χρόνο και όλη την αγάπη για αυτό και ξεκινάμε, λοιπόν. Ούτε αυτόν έχω δει τόσο χαρούμενο ούτε εμένα τόσο χαρούμενο στη ζωή μου ολόκληρη. Εγώ, ίσως, μία φορά στη Ρόδο που έκανα αρμονία και αντίστιξη εκεί σε ένα δάσκαλο, τότε θυμάμαι ότι ήμουνα χαρούμενος, αλλά εδώ ήταν η πιο χαρούμενη περίοδος στη ζωή μας. Πηγαίναμε στα Γιάννενα και μας περίμεναν εκεί σαν να ερχόταν ο μεσσίας. Χαρούμενοι όλοι να κάνουμε το CD της Κόνιτσας. Και οι μουσικοί, αλλά και ο κόσμος εκεί που μας περίμενε, όλη η χορωδία αυτή που θα τραγουδούσαν. Ήταν μία πολύ καλή συγκυρία και, ευτυχώς, τα αποτυπώσαμε, γιατί σήμερα, αν μου έλεγε, «Ποιος είναι ο πιο πλούσιος, ο Έλον Μασκ, πάρε 10 εκατομμύρια και κάνε το, δεν γινόταν σήμερα, γιατί έχουν πεθάνει όλοι από τότε». Αποτυπώσαμε το Ρίτο, τον Πανουσάφο, τον Μήτσο τον Χριστόπουλο, τόσο κόσμο που…
Τα κομμάτια πώς τα διαλέξατε;
Τα κομμάτια είναι κι άλλα, αλλά τα πιο... Αυτά που νομίζω είναι τα πιο χαρακτηριστικά της Κόνιτσας που δεν έχουν καταγραφεί αλλού, γιατί είναι και πολλά, το «Γιάννη μου το μαντήλι σου» και εμείς το λέγαμε, δεν είναι Πωγωνίσιο αυτό. Αλλά τώρα να πεις το «Γιάννη μου το μαντήλι σου» δεν έχει νόημα. Λες κάτι που δεν έχει ειπωθεί αλλού και πού είναι εκεί ζωντανό και ζει. Το μόνο που πέθανε ξαφνικά είναι το «Κλειδωτό», το οποίο μέχρι το ‘60 που έφυγα το χόρευαν. Μετά σταμάτησε.
Τώρα η επιλογή των κομματιών στηρίχθηκε στη δικιά σου εμπειρία; Συζητήσατε και με τους άλλους μουσικούς; Μιλήσατε με τον κόσμο στα χωριά; Πώς έγινε;
Και η δική μου, αλλά ας πούμε, λέω στον Κατσαρό τον Νίκο, ένας Μερακλής, λέω: «Ποιο τσάμικο θα ‘θελες;». Νομίζω η ξενιτιά είναι; Αυτό είχα και εγώ στο νου. Δηλαδή είναι, τι να σου πω, σαν να σαν να λες ας πούμε τώρα στο σπίτι μέσα, «Φεύγουμε επειδή καίγεται το σπίτι, τι θα πάρεις, τη γυναίκα σου θα πάρεις, όλοι συμφωνούν, δεν θα πάρεις ας πούμε τον καναπέ. Εντάξει, είναι απ’ τα πράγματα-
Τώρα που αναφέρθηκες και στη γυναίκα σου, θες να μου πεις πώς γνώρισες τη γυναίκα σου;
Τη γυναίκα μου. Άκουγα στη Ρόδο, κατ’ αρχήν, Φεβρωνία Ρεβύνθη και έγραφα όλες τις εκπομπές. Αλλά μερικές δεν τις πρόφταινα και είχα 110 κομμάτια, τα οποία τα είχα σε έναν κατάλογο, αν καταφέρω κάποια στιγμή ας πούμε να τα πάρω από την ΕΡΤ, να είναι και καλογραμμένα. Με το Φίλιππα τον Ρούντα, με τον Τάσο τον Χαλκιά, με άλλους. Και πάω με τον Κώστα τον Μπατζή ένα φίλο μου που ήταν και αυτός στον Κουσιάδη παλιά χορευτής και μετά είχε δικό του. Λέω: «Πάμε να πάρουμε να ζητήσουμε απ’ την ΈΡΤ τα κομμάτια αυτά». Αυτός είχε ένα σύλλογο και λέμε εκεί στον υπεύθυνο: «Θέλουμε αυτά τα κομμάτια να για το σύλλογο, επειδή τα χρειαζόμαστε να τα δουλέψουμε, για να τα έχουμε στο αρχείο μας και να τα μελετήσουμε και να βγάλουμε σε παραστάσεις». Λέει: «Θα πάτε στην κυρία Ρεβύνθη». Εγώ σκεφτόμουνα κυρία Ρεβύνθη, μελαχρινή, ξερακιανή, αδύνατη λίγο ψηλή γύρω στα 70, 60-70, μία γριά, ξέρω γω. Βλέπω μία κοπέλα εκεί τελείως ροκ. «Η κυρία Ρεβύνθη;», «Εγώ είμαι», λέει και η Φεβρωνία μία ξινίλα, όταν της είπα μετά για κομμάτια. Λέει: «Δεν δίνουμε κομμάτια». Λέω: «Τι πάει να πει δεν δίνετε κομμάτια;». «Τα κομμάτια να πούμε δεν είναι ούτε δικά, σας ούτε δικά μου και είμαστε ένας σύλλογος που… Η ΕΡΤ αυτό το σκοπό έχει» και τραβάμε ένα τσακωμό εκεί. Λέει: «Πήγαινε στο διευθυντή επάνω». Πάμε στο διευθυντή: «Πηγαίνετε κάτω -λέει- θα σου δώσω 10 κομμάτια». «Αστειεύεσαι -λέω- τι να τα κάνω δέκα κομμάτια; Τι είναι, εκπτώσεις; Τι κάνω εδώ -λέω- επαίτης είμαι;». Φεύγω, λοιπόν, μουτρωμένος, τσακωμένος, τσακωθήκαμε με την κυρία Ρεβύνθη. Μετά με φωνάζει σε κάτι εκπομπές, «Να πάρουμε το Φιλιππίδη». Ήταν τραγουδιστές που πήγαιναν ή χορευτικά. Λέω: «Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι». Παίρνει μία φορά τηλέφωνο η ίδια, λέει: «Είναι δύο εκπομπές, θα ‘ρθείτε για δύο εκπομπές». Λέω: «Ναι, αλλά 19:00 η ώρα πρέπει να είμαι λίγο στο...» που ήταν από το κάπου-κάπου παίζαμε. «19:00 θα τελειώσετε, γιατί θα ‘ρθείτε 13:00 η ώρα θα τελειώσετε μέχρι τότε». Πάμε 13:00 η ώρα και ήταν και ένα άλλο συγκρότημα, λέει να τελειώσουν αυτοί πρέπει να φύγουν, να τελειώσουν αυτοί. Ε, και ξεκινάνε αυτοί και να κολλήσουν και να πάει 15:00 να πάει 16:00. «Καλή μου, πρέπει να φύγουμε». «Να, τελειώνουν», τελειώνουν κατά τις 17:00 η ώρα. Μπαίνουμε εμείς μέσα, κάπου τελειώσαμε 18:00 μέχρι τις 19:00-19:00 παρά, εντάξει, ήταν άλλος τσακωμός εκεί πάλι. Φεύγουμε και από κει. Μετά κάτι άλλες παραστάσεις, μετά γνωριστήκαμε, εντάξει δύο πρώτοι τσακωμοί.
Τώρα θες να μου πεις και λίγο για τα γλέντια αυτά που κάνατε εδώ στην Αθήνα που έχω δει και αρκετά βιντεάκια πια, βγαίνουν στη φόρα;
Εδώ είναι αυτά τα γλέντια εντάξει. Και εδώ ήταν εποχές που γινόταν πολύ καλά γλέντια και εδώ, αλλά μετά κάπως ξεφούσκωσε αυτό, δεν ξέρω πώς έγινε. Είναι νομίζω αυτή η -πώς να την πούμε- ακατάσχετη πρόσβαση, αυτή η πρόσβαση που έχουμε παντού στη μουσική, που μας κάνει να σιχαινόμαστε την ίδια τη μουσική νομίζω. Ε, άμα τρως συνέχεια από πρωί ως το βράδυ μπορείς να φας ποτέ με όρεξη; Δεν αφήνεις να βγει αυτή η σάλτσα που λέγεται όρεξη. Πρέπει, όλα τα πράγματα να ξέρουμε να τα σταματάμε και να τα ξεκινάμε.
Θυμάσαι κάποιο από αυτά τα γλέντια εδώ που κάνατε μαζί, έπαιζε και ο πατέρας σου, η Μαριάννα η Τζίμα θυμάμαι;
Ναι, οι Καστανιανίτες κάναν ωραία, οι Κερασοβίτες, επίσης, οι Δροσοπηγιώτες, οι Καντσιώτες που λέμε. Γλέντια που μαζευόταν κόσμος με σειρά, με ωραία... Οι Καστανιανίτες, εδώ τελειώναμε το πρωί, το κέντρο έπρεπε να κλείσει, για να δεχτεί, να καθαρίσει, να γίνει η επόμενη εκδήλωση που είχαν. Και μας ‘παιρναν, μας πηγαίναμε σε σπίτια μέχρι το βράδυ. Οι Κερασοβίτες, είχαν πρόβλημα με το κέντρο. Βρίσκανε τετρακοσάρι, θέλανε εξακοσάρι. Βρίσκανε εξακοσάρι, σαν τα σταφύλια κρεμόταν γύρω-γύρω ο κόσμος, 600 άτομα και δεν βρίσκανε καρέκλες να καθίσουν.
Ξεχωρίζεις τώρα κάποιες από τις συνεργασίες που έκανες με μουσικούς;
Συνεργασίες πολύ καλές με το Χρόνη τον Αηδονίδη, με τη Δόμνα, με την Ντόρα Στράτου, με τον Κιτσάκη. Όλοι, αυτό μπορώ να πω ότι στον τομέα αυτό, από τον ερχομό μου στην Αθήνα το ’60, ήμουνα πάρα πολύ τυχερός δηλαδή. Είναι καταπληκτικό πράγμα να ακούς τον Αηδονίδη και να παίζεις μαζί του. Να χρειαστεί να φτιάξεις ένα τραγούδι δισκογραφικά με τον Χρόνη ή με την Δόμνα ή με τον Κιτσάκη ή με τον... Τι να σου πω. Με τον Κωνσταντίνου τον Γιάννη, με τον Αγάθωνα έχουμε κάνει, με όλους τι να σου πω.
Εσύ έπαιξες ποτέ εδώ στην Αθήνα σε νυχτερινά κέντρα; Τα κλαρινάδικα εκείνης της εποχής.
Βέβαια. Κατ’ αρχήν, ένα διάστημα [01:10:00]παίζαμε με τον Χριστοδουλόπουλο, δύο κλαρίνα. Κλαρίνο έπαιζε ο Μάκης τότε. Μετά που έφυγε για τη Ρόδο, μετά έγινε τραγουδιστής ο Μάκης. Εδώ πρώτα-πρώτα, τι εμπειρία και αυτή. Εδώ είχαμε έρθει από το χωριό για να παίξουμε σε ένα χορό εδώ και πήγαμε να ακούσουμε, έπαιζε τότε, «Ευρώτας» λέγεται, δεν θυμάμαι, στην Δώρου. Ο Τάσος ο Χαλκιάς, ο Φίλιππας ο Ρούντας και ένα κλαρίνο ακόμη δεν θυμάμαι ποιο ήταν. Πήγαμε να τους ακούσουμε και δεν είχαν και πολλή δουλειά έτσι και λένε, «Να παίξει λίγο ο Νίκος» και με ανέβασαν και έπαιξα κλαρίνο. Τι φοβερή εμπειρία, ρε παιδί μου! Τι άλλο;
Από τη συνεργασία που ανέφερες με τον Χριστοδουλόπουλο, τη θυμάσαι;
Πως ναι! Τότε, μία φορά παίζαμε στο Σούλι, σε μία ταβέρνα και κάνει ο Μάκης ένα ωραίο αυτοσχεδιασμό, ένα ταξίμι στην αρχή... Χειροκροτήματα από κάτω. Μετά παίζω και εγώ ένα Πωγωνίσιο και λέω τώρα για κάτσε να δούμε τι θα γίνει, αυτός πήρε χειροκρότημα. Τελειώνω και εγώ χειροκροτήσανε... Είναι και αυτό ξέρεις, μία που ήμασταν τι ήμασταν; Ο Μάκης ήταν και πιο μικρός από μένα. Εκείνος ήταν 16, εγώ ήμουνα 18-17, 18 ήμασταν. Πιτσιρίκια ήμασταν.
Πώς ήταν η Αθήνα τότε;
Η Αθήνα ήταν ωραία, πολύ όμορφη τότε ή μου φαινόταν εμένα, τι να σου πω; Τότε, το ότι βλέπαμε τα φώτα αυτά με το νέον ήταν μαγεία! Μαγεία ήταν! Είχα καταφέρει τότε και πήγα, είχα δει στο θέατρο τη Βουγιουκλάκη «Χτυποκάρδια στο Θρανίο» και για ένα μήνα ήμουνα σαν σε παραμύθι, ας πούμε. Δεν είχα ξεκολλήσει από την παράσταση. Απ’ το Κεράσοβο, ξαφνικά να πας να δεις θέατρο, στο «Rex» ήταν μάλιστα... Ήταν… Ήμασταν νέοι, καταρχήν. Μετά μία βραδιά κάναμε με κάποιον σκασιαρχείο απ’ το νυχτερινό σχολείο και πήγαμε είδαμε μία ταινία με τον William Ηolden. Τι ήταν εκείνο το πράγμα και θέλω να τη δω. Τώρα τη δω και θα γελάω, αλλά εκείνο το βράδυ μου φαινότανε, μου φαινότανε σαν να είχα πάει στο φεγγάρι. Μία σημαντική στιγμή της ζωής μου, επίσης, ήταν που πήραν τηλέφωνο, όταν είχε πεθάνει ο Καστοριάδης στο Παρίσι να πάω να παίξω μοιρολόγια στην κηδεία του. Και μάλιστα λέει: «Πόσα θέλεις;». Λέω: «Δεν θέλω λεφτά, ένα εισιτήριο για τη Φεβρωνία και την Λευκοθέα να πάμε παρέα». Πήγαμε και εκεί στο νεκροταφείο, εκεί στο Μονπαρνάς πώς λέγεται, είχα κάτσει πάνω από τον τάφο και έπαιζα κλαρίνο μοιρολόγια μόνος μου και πέρναγαν όλοι οι Γάλλοι, ρίχνανε ένα γαρύφαλλο απάνω. Ήταν ο καιρός λίγο αυτός ο γαλλικός καιρός με την πολλή υγρασία και ανεπαίσθητη βροχούλα που δεν βρέχεσαι. Είναι αυτό που νιώθεις ότι υπάρχει βροχή και πήγαινε πάρα πολύ το παίξιμο με τον καιρό και με την όλη ατμόσφαιρα. Τότε, έβλεπα τους Γάλλους πού ήτανε συνεπαρμένοι με το παίξιμο, σχεδόν είχαν ξεχάσει το νεκρό και είχαν καρφωθεί όλοι στο κλαρίνο και στα μοιρολόγια που παιζότανε. Μάλιστα, η οικογένειά του μετά λέει: «Αυτά -λέει- γιατί δεν τα γράψαμε να τα έχουμε να τα ακούμε;». Και μας περιμέναν και η οικογένειά του εκεί με πολλή αγάπη, μάλιστα δεν μας άφηναν να πάμε στο ξενοδοχείο, «Να ‘ρθείτε σπίτι». Και λέω: «Όχι, έχετε τον πόνο σας τώρα δεν πειράζει, είμαστε μία χαρά στο ξενοδοχείο». Ήταν μία πολύ σημαντική, φοβερή στιγμή αυτή και το εισέπραττα και από τους Γάλλους που ερχόταν μαγεμένοι και με σεβασμό και σαν να κάνανε κάτι πολύ σημαντικό, να γινόταν κάτι πολύ σημαντικό εκεί.
Αυτή η κρούση πώς έγινε;
Αυτή;
Αυτή η κρούση. Πώς και κάλεσαν εσένα;
Νομίζω, από ότι μου είπε αυτός που με είχε πάρει τηλέφωνο, λέει: «Σας είχε δει σε μια εκπομπή στην τηλεόραση -λέει- που παίζατε το μουσικό καφενείο». Ο Φέρρης, ο Τζιβιλίκας και ποιος άλλος… Ήταν ο Πλέσσας νομίζω; Ποιοι κάνανε την εκπομπή αυτή; Ναι. Παίζαμε κάτι εκκλησιαστικά, κάτι μοιρολόγια και ο Χρόνης ο Αηδονίδης τραγουδούσε θρακιώτικα από κει. Και νομίζω από κείνη την εκπομπή. Λέει: «Θέλω να ‘ρθεις να παίξεις, ήταν επιθυμία του Καστοριάδη», δηλαδή...
Κύριε Νίκο, έχεις κάνει αρκετές εμφανίσεις και με την ΕΡΤ, θες να μου πεις κάποιες χαρακτηριστικές;
Και βέβαια. Είχαμε μία πάρα πολύ ωραία εκπομπή πρώτα-πρώτα με τη Δόμνα, με αποκριάτικα που κάναμε, με καλεσμένους μουσικολόγους, οι οποίοι λέγανε και ήταν μία πολύ ζεστή εκπομπή που μου άρεσε πάρα πολύ. Μία ωραία εκπομπή, επίσης, κάναμε με τον Λιάβα με τα κονιτσιώτικα και με αλλά. Όταν κάναμε τα τέσσερα κλαρίνα τις δυο εκπομπές κάναμε αρκετές, αλλά αυτή της Κόνιτσας, επειδή φέραμε -βέβαια με αντίξοες συνθήκες- ήταν και ένα χιόνι και δεν μπορούσαν πολλοί να ‘ρθουνε, αλλά μαζευτήκαμε όλοι, κάναμε ένα ωραίο γλέντι εκεί που από ό, τι λέει και ο Λάμπρος, ότι είναι με διαφορά πολύ καλή από τις άλλες. Και στην Μπήλιω την Τσουκαλά κάναμε ωραίες εκπομπές εκεί με τον Καψάλη, με τον Λάλεζα, με πολλούς, με τον Σάββα τον Σιάτρα.
Θυμάσαι την συνεργασία με τον Γιώργο τον Παπαδάκη;
Με τον Παπαδάκη, επίσης, κάναμε μία πολύ ωραία εκπομπή. Ο Παπαδάκης έκανε πάρα πολύ ωραίες εκπομπές. Αυτές οι εκπομπές θα μείνουν μέσα στους αιώνες σαν φάρος για τις επόμενες γενιές. Ήταν ο άνθρωπος που δεν επενέβαινε καθόλου, σε άφηνε να κάνεις αυτό που θέλεις και το υποστήριζε πάρα πολύ καλά ο Γιώργος. Ακόμα και για το Μάγκα μία φορά που είπε ότι πρέπει να προσέξει, γιατί βάζει πράγματα, εκείνη τη στιγμή μου κακοφάνηκε λιγάκι. Λέω για το Μάγκα λέει τέτοια πράγματα, αλλά, όμως, είχε δίκιο. Ήταν πολύ μπροστά ο Γιώργος Παπαδάκης από όλους μας.
Ωραία. Μου ανέφερες προηγουμένως μία ιστορία που σχετίζεται με τη μετάβαση από το παίξιμο στα σκέτα που είχατε εσείς στα χωριά στα μικρόφωνα, στις νέες τεχνολογίες.
Ναι αυτό εγώ λέω όλες αυτές οι λεπτομέρειες που είπα πριν ήταν από σκέτο παίξιμο, που τότε τα όργανα μετά από 10 λεπτά γινότανε πουλάκια και κελαηδούσαν, γινόταν αηδόνια. Και κάποια στιγμή όταν ήρθαμε στην Αθήνα, με τον πατέρα μου πήγαμε να ακούσουμε τον Τάσο Χαλκιά. Τότε όλοι οι σύλλογοι κάνανε γλέντια ή στην Πεντέλη ή στην Πάρνηθα. Πήγαιναν τις Κυριακές, κάθε Κυριακή είχαμε γλέντια με συλλόγους και πηγαίναμε Νταού Πεντέλης σήμερα ήτανε αυτό το χωριό, δίπλα ήταν άλλος, δίπλα άλλος, δίπλα άλλος και γινόταν γλέντια κάθε Κυριακή. Πήγαμε στην Πεντέλη να ακούσουμε τον Τάσο τον Χαλκιά που έπαιζε και είχε βάλει ένα λαρυγγόφωνο, τότε είχανε βγει αυτές οι συσκευές και ήταν το κλαρίνο τόσο άσχημο που φύγαμε με κακή εντύπωση που τον Τάσο τον ξέραμε από το ραδιόφωνο, που ήταν ένα κλαρίνο σημαδιακό για τη χώρα. Σημάδεψε όλη τη χώρα ο Τάσος. Δεν μας άρεσε αυτό. Και έχει και μία άλλη ιστορία πάλι που γελάμε συνέχεια με αυτήν και με τα παιδιά του Αλέξη του Τσαμπά και με τους συναδέλφους εκεί που ξέρουν την ιστορία. Παίζανε μία φορά στη Μεγαλόχαρη και εκείνη τη χρόνια βάλανε μία κόρνα, είχαν βγει τότε οι κόρνες πού ήταν η πρώτη χρονιά που βάζανε μικρόφωνα εκεί απάνω στη Μεγαλόχαρη και, μάλιστα, για να ακούγεται παντού τη βάλανε απέναντι σε ένα Κυπαρίσσι ήταν... Ένα δεντράκι απέναντι από την ορχήστρα, για να ακούει και η ορχήστρα και ο κόσμος. Και άρχισαν να παίζουν, λοιπόν, και δεν πλήρωνε κανένας. Βρε, δεν πλήρωνε κανένας, τι διάολο γίνεται απόψε. Έρχεται ο παπάς κάποια στιγμή, «Βρε Αλέξη, εδώ -λέει- στην πουρνιά από κάτω λέει υπάρχουν λεφτά, ελάτε να τα μαζέψετε». Και ήταν κάτω από την κόρνα. Ακούγανε ο κόσμος την κόρνα και ρίχνανε τα λεφτά εκεί. Και πήγαν μάσανε τα λεφτά από κει και συνεχίστηκε το γλέντι μετά.
Τώρα να σε ρωτήσω, όπως είπες πριν, μικρός έπαιζες π[01:20:00]άρα πολλά μουσικά όργανα για να υποστηρίξεις την ορχήστρα του πατέρα σου. Πώς επέλεξες το κλαρίνο;
Το κλαρίνο τυχαία, εμένα για να πω την αλήθεια μου αρέσει το βιολί πάρα πολύ. Αν ξεκινούσα τώρα, όπως ξέρω, θα έπαιζα βιολί, το κλαρίνο δεν μ’ αρέσει τόσο. Αλλά ήταν ανάγκες και ήταν και πώς το λένε αναγκαίο κακό, πως λέει από αφηρημάδα μπήκα και έμεινα από χαζομάρα. Ήταν οι ανάγκες... Ό,τι χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή. Ήταν αναγκαίο κακό να συνεχίσω το κλαρίνο.
Τώρα θες να μου πεις και λίγο πώς έγινε και η κόρη σου να ασχοληθεί με τη μουσική;
Η Λευκοθέα και αυτή ξεκίνησε από αγάπη προς αυτό. Εγώ δεν την... Ούτε της είπα κάτι, ούτε, την άφησα να διαλέξει μόνη της. Πρώτα πρώτα, άρχισε με τον Φέρρη να κάνει «Ονείρου Ελλάς», να κάνουν κάποιες εκπομπές που δεν είχε να κάνει με το δημοτικό αυτό, αλλά κάποιες εορταστικές, κάποιες χριστουγεννιάτικες και πρωτοχρονιάτικες. Κάλεσε και μας ο Φέρρης να κάνουμε πρόγραμμα χριστουγεννιάτικο και η Λευκοθέα μαζί και φαίνεται από κει τώρα μυήθηκε η Λευκοθέα. Και άκουγε κι εδώ από μικρό συνέχεια. Βέβαια, κάποιες στιγμές, εδώ άκουγε κάποια πράγματα, μετά βγαίνει στο περιβάλλον έξω και παθαίνει ένα σοκ, γιατί νομίζει ότι έτσι είναι ο κόσμος. Δεν είναι, όμως. Θυμάμαι στη Λήμνο μία φορά, ήταν δύο χρονών η Λευκοθέα και σε μία εκεί στην παραλία κάτω με άλλα παιδιά και τραγουδάγανε διάφορα και ξαφνικά η Λευκοθέα ξεκινάει: «Το παιδί μου θέλει χορό, τα παιδιά…» και την κοιτάγανε οι άλλες σαν ούφο, σου λέει τι είναι αυτό. Ξέρανε το άλλο που λέει: «Με λένε Πόπη», ξέρω γω, σου λέει αυτό που προέκυψε, κοιτάγανε ένα πράγμα σαν να ‘τανε λεπρή η Λευκοθέα. Και εγώ έπαθα σοκ που το άκουσα αυτό, γιατί είδα την αντίδραση, αλλά και η Λευκοθέα πρέπει να έπαθε σοκ. Και εκείνη τη στιγμή, κάποια στιγμή, κάτι σπάει μέσα σου, λες, «Α, δεν είναι αυτό το πράγμα έτσι όπως το ξέρω εγώ, πρέπει να, μπορεί στα παιδιά να παίζει ρόλο αυτό ο περίγυρος». Αλλά ξέρεις τι, άμα από μικρός ακούς και ακούς αυτό κάπως σε βάση ότι το αγαπάς και ότι αυτό σε κάνει να νιώθεις λίγο καλύτερα, το εισπράττεις, το έχεις μέσα σου. Φωλιάζει και κάποια στιγμή ανθίζει αυτό. Νομίζω κάπως έτσι έγινε με τη Λευκοθέα.
Πώς είναι να συνεργάζεται πατέρας με κόρη;
Είναι ευλογία αυτό νομίζω. Αυτό δεν μπορούσα να... Δεν μπορώ να βρω κάτι, καλύτερη σχέση, ας πούμε. Οι φίλοι. Πρέπει να ‘σαι και φίλος, βέβαια, γιατί άμα κοντράρεσαι, υπάρχει φιλική σχέση και υπάρχει και η αμοιβαιότητα αυτή που ένα είδος, δακρύζεις εσύ, δακρύζει και ο άλλος. Είναι σημαντικό, γιατί άμα ο άλλος λέει: «Τι είναι αυτά ρε πέτα τα αυτά», αμέσως και εσύ αρχίζεις να αναρωτιέσαι και δεν βρίσκεις συντροφικότητα και η μοναξιά είναι κακό πράγμα. Μοναξιά με την έννοια ότι όχι ότι βρίσκεσαι με άλλους ανθρώπους, να επικοινωνείς. Η επικοινωνία είναι σημαντικό πράγμα, στην τέχνη τουλάχιστον, αν και παντού. Κάποιος είχε πει ότι ο Καβάφης πέθανε μόνος, όχι ότι δεν είχε κόσμο. Δεν είχε επικοινωνία.
Τώρα, ποιες ήταν οι δυσκολίες του επαγγέλματος του μουσικού εκείνη την εποχή σε σχέση με σήμερα;
Οι δυσκολίες ήταν ότι σε όλες τις φατρίες υπήρχε αυτός ο ανταγωνισμός. Λέγανε, «Αυτός είναι... Α, ρε Καλατζής, αυτός είναι γύφτος, αυτός είναι τσοκανάρης, αυτός είναι Βλάχος». Δηλαδή, υπήρχε τότε αυτή η κόντρα μεταξύ των ανθρώπων και ήταν λίγο δύσκολο. Δηλαδή, ας πούμε ήσουνα, τι να σου πω, ήσουνα γεωργός, «Α, αυτός είναι για τα μπάζα, δεν είναι καλός». Τότε, υπήρχε η τάση ότι αν είσαι μορφωμένος, είσαι χωροφύλακας, είναι καλό, έχεις ένα μισθό. Αυτός ήτανε τότε το. Είσαι πάπας, πολύ ωραία... Δάσκαλος; Ποιος τολμούσε να πει ο δάσκαλος ότι δεν ήτανε κάτι υπέροχο. Τώρα, ο κόσμος άλλαξε, ο γεωργός είναι ο πιο σημαντικός κρίκος. Ο σκουπιδιάρης που ειπώθηκε ότι, «Είναι σκουπιδιάρης, μπαμπά;», και λέει ο μπαμπάς: «Όχι, αυτός καθαρίζει τα σκουπίδια, σκουπιδιάρηδες -λέει- είμαστε εμείς, σκουπιδιάρηδες». Αυτό από την Ευρώπη και εδώ στην Ελλάδα ξεκίνησε και αλλάξαν τα πράγματα. Τότε ήταν λίγο δύσκολα, τότε ό,τι και να έκανες, ήσουνα σημαδεμένος. Ήταν λίγο δύσκολα. Αλλά απ’ την άλλη, όμως, ένιωθες ότι την ώρα που έπιανες το όργανο και με την τέχνη σου άγγιζες τον άλλον. Δεν θα ξεχάσω που λέγανε οι γυναίκες: «Α ρε Φίλιππα, να κόβει μέρες από τε μας ο Θεός και να σου δίνει χρόνια εσένα!». Ξέρεις τι να σου λέει ο άλλος; Δεν είναι ούτε χρήματα ούτε τίποτα. Να κόβει μέρες από μας, να σου κόβει εσένα. Ή εμένα να λένε: «Α, ο πατέρας σου, ο πατέρας σου σήκωνε τον πεθαμένο». Αναλογίσου αυτή τη φράση, να σηκώσει τον πεθαμένο. Και πράγματι του ζωντανού του έδινε φτερά στα πόδια. Πέταγε ο άλλος. Ένιωθες ότι άρχιζε να χορεύει και με το παίξιμο ο άλλος απογειωνόταν, έφευγε από τη γη, πέταγε με τα γυρίσματα όλα που έδινε και με τη μελωδία που έπαιζε, ένιωθες τον άλλον, έβλεπες. Όχι να κουράζεται και να πέφτει σιγά-σιγά, αλλά να μη θέλει να σταματήσει ποτέ. Να σταματάει και να λέει: «Πάρε ακόμα 10 δραχμές και συνέχισε» κι ήταν τα τελευταία του, όλη η περιουσία του ήταν αυτή. Δεν ήταν οι δέκα δραχμές, ήταν όλη του η περιουσία αυτή, πολύ σημαντικό.
Σκέφτηκες ποτέ να το παρατήσεις το όργανο;
Όχι, το όργανο, όπως και να ‘τανε, θα προτιμούσα να ήμουνα ερασιτέχνης. Να ‘χα ένα μισθό και αυτό να το ‘χα για μένα, για να πηγαίνω όπου ήθελα. Αλλά δόξα τω Θεώ, ήμουνα τυχερός μέχρι τώρα, όπου πήγα, δεν πήγα με τη βία και με συνθήκες που, «Άντε ας πάρουμε, επειδή δεν έχουμε άλλη λύση μέχρι τώρα». Όπου ήταν, ήμουνα η πρώτη λύση και νομίζω ότι, μάλλον παλεύω ακόμα να δω αν όσα πήρα και όσα έδωσα, είναι σε μία ζυγαριά. Μήπως έχω πάρει περισσότερα από τον κόσμο, όχι μόνο σε λεφτά, αλλά και σε φήμη και σε αγάπη και δεν τα έχω δώσει πίσω. Δηλαδή, η δικαιοσύνη παλεύει μέσα μου αν έχω δώσει τόσα όσα πήρα.
Ανέφερες πριν παλαίμαχους που έχουν φύγει από τη ζωή. Θες να μου πεις λίγα λόγια γι' αυτούς; Τι θυμάσαι απ’ τον Πανουσάκο, ας πούμε; Τι έζησες;
Ο Μιχάλης ήταν ένας τζέντλεμαν και στο παίξιμο και στη συμπεριφορά του. Ήταν ο θείος ο Ανδρέας ένα κλαρίνο που, όταν άρχισε να παίζει, διονυσιαζόταν όλος ο κόσμος. Διονυσιακός ο θείος ο Ανδρέας. Ο πατέρας μου ήταν πιο απολλώνιος, ήταν το γλυκό κλαρίνο, το οποίο σε συνέπαιρνε με τον τρόπο του. Εκείνος άρχιζε, λοιπόν, και γινότανε διονυσιασμός πραγματικός. Ο Πάππος ο Πέτρος πάλι θείος του πατέρα μου ο Αλεξίου. Αυτός, είχε κι αυτός χτυπητό κλαρίνο, ωραίο, έπαιζε και κελαηδούσε. Ο Νίκος Αλεξίου, ο γιος του Πέτρου, ωραίος. Μετά ήτανε ένα άλλο κλαρίνο, ο Γιώργος ο Αδαμόπουλος, τον λέγανε. Εκείνος είχε δυνατό παίξιμο, έπαιζε το κλαρίνο δυνατά, δηλαδή δεν τολμούσες να... Ούτε μηχανήματα και ήχο ωραίο. Ήταν όλα τα κλαρίνα παλιά όλα τα κλαρίνα που έχω ακούσει, μπορεί να μην είχαν δεξιοτεχνικά την αρτιότητα που έχουμε σήμερα, αλλά ήταν, ξέρανε να γλεντούσαν τον κόσμο. Με το που αρχίζανε, μπορεί να κάνανε λάθη ένα σωρό, να κάνανε φράσεις μισές ή από μινόρε ματζόρε, να μην τηρούσαν τις προδιαγραφές αυτές τις ευρωπαϊκές, αλλά ξέρανε ανά πάσα στιγμή τι να βάλουνε, για να γλεντήσουν τον κόσμο και να τον κάνουν να χαρεί και να ξεχάσει τα βάσανά του. Ένα απ’ τα κλαρίνα, ο Φίλιππας ο Ρούντας μου άρεσε πάρα πολύ. Ο Φίλιππας... Το Φίλιππα δεν τον αλλάζω με τίποτα. Δηλαδή, αν μου λέγαν τώρα όλα τα κλαρίνα που έχω ακούσει, είναι τρία κλαρίνα που μου αρέσουν. Ο Φίλιππας πρώτος, ο Βαγγέλης ο Κοκκώνης και ένας Γιάννης Μπέτζιος που κι αυτός είναι απ’ τα χωριά μας, έχει κατέβει κάτω στη Λάρισα... Δούλευε. Αυτά τα τρία κλαρίνα μου αρέσουν. Είναι, όχι ότι οι άλλοι δεν είναι καλοί, αλλά αυτά αρέσουν σε εμ[01:30:00]ένα. Εγώ σε αυτά το Φίλιππα τον Ρούντα δεν τον αλλάζω με τίποτα. Αν ήθελα να γλεντήσω με κάποιον, θα έλεγα ο Φίλιππας ο Ρούντας.
Πριν κλείσουμε, θέλεις να προσθέσεις κάτι ακόμα;
Θα τα θυμηθώ αυτά όλα αύριο-μεθαύριο!
Εντάξει ωραία, σε ευχαριστώ!
Εγώ ευχαριστώ!