© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Αυτό το χάραμα πια με κυνηγάει παντού»: H Κατερίνα Κούκα ανακαλεί σταθμούς της ζωής της

Κωδικός Ιστορίας
22791
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κατερίνα Κούκα (Κ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/07/2022
Ερευνητής/τρια
Φώτης Κοροσιάδης (Φ.Κ.)
Φ.Κ.:

Είναι 29 Ιουλίου 2022, [00:00:00]βρισκόμαστε στον Βλαστό Αττικής με την κυρία Κατερίνα Κούκα, είμαι ο Κοροσιάδης Φώτης, είμαι Ερευνητής στο Istorima. Κυρία Κούκα, θέλετε να μας πείτε δυο λόγια για τη ζωή σας;

Κ.Κ.:

Με δυο λόγια η ζωή μου δεν καταγράφεται. Θα σας πω όσο πιο... Πώς να το πω; Όσο πιο περιληπτικά, να πω; Ναι, περιληπτικά, να πω έτσι λίγο τη ζωή μου, ευχαρίστως, ναι.

Φ.Κ.:

Πώς ξεκίνησε η καριέρα σας στη μουσική;

Κ.Κ.:

Λοιπόν. Καταρχήν, γεννήθηκα στην Ηράκλεια Σερρών. Είμαι παιδί μεταναστών, που οι γονείς φύγαν απ' το χωριό και πήραν και τα παιδιά τους μαζί στη Γερμανία. Εκεί πήγα σχολειά, στη Γερμανία. Επέστρεψα, παντρεύτηκα, έκανα παιδί, και όταν χώρισα, κάνοντας χιλιάδες επαγγέλματα για να επιβιώσω, μεταξύ άλλων άρχισα και να τραγουδάω, εντελώς για βιοποριστικούς λόγους. Το τραγούδι βέβαια και η μουσική ήταν πάντα στη ζωή μου το φως. Δηλαδή, από μικρό παιδάκι, η ευτυχία μου ήταν να τραγουδάω, να ακούω μουσικές, ακόμα και απ' το σχολείο, να λέω ποιήματα, να είμαι στη χορωδία... Ό,τι καλλιτεχνικό ήταν εκείνο που με τράβαγε. Δηλαδή, ήμουνα ένα παιδάκι που φαινόταν από μικρό η κλίση, πολύ, ήταν πολύ εμφανές σε εμένα. Εν πάση περιπτώσει, όταν χώρισα, λοιπόν, και άρχισα να τραγουδάω για βιοποριστικούς λόγους, παράλληλα με άλλη δουλειά, αυτό που λέγαμε, που σερβίριζα για να επιβιώσω, δεν φανταζόμουνα... Ούτε στόχος ήταν η καριέρα ούτε τίποτα, το έκανα, όπως είπα, για βιοποριστικούς λόγους. Το ένα έφερε τ' άλλο. Είδα ότι και ισορρόπησα, γιατί έκανα κάτι που αγαπούσα πολύ, αλλά δεν τολμούσα να το ξεστομίσω ποτέ. Μπήκα στο χορό και χόρεψα, δηλαδή, για να το πω λαϊκά. Η δισκογραφία ήρθε στη ζωή μου μετά από δέκα χρόνια που τραγουδούσα, έτσι, στα μαγαζιά, σε διάφορα μαγαζιά. Ξεκίνησε, λοιπόν, το '88 η πρώτη ηχογράφηση, με ένα δίσκο που τίτλο είχε «Το Πρώτο Ραντεβού», τι σημαδιακό, στίχοι και μουσική Θεόδωρος Ποάλας. Ο Θόδωρος Ποάλας ήταν ένας φαρμακοποιός, που όμως έγραφε στιχάκια και αργότερα έκανε και πολύ σπουδαία πράγματα. Παράλληλα, ο Θόδωρος μου γνώρισε μία πολύ μεγάλη καλλιτέχνιδα, κατά τη γνώμη μου, τη Λένα Πλάτωνος. Όπου, στην αναζήτηση, στα χρόνια εκείνα της αναζήτησης, η Λένα τότε ηχογραφούσε ένα δίσκο με τίτλο «Μη Μου Τους Κύκλους Τάραττε» και χρειαζόταν μια φρέσκια, δροσερή φωνή να πει δυο-τρία τραγούδια μέσα. Όπου και πήγα, φυσικά, και... Ήταν κοντά με το Πρώτο Ραντεβού, χρονικά εννοώ. Εντάξει, αυτά και τα δύο, και το Πρώτο Ραντεβού και η συνεργασία με τη Λένα Πλάτωνος, ήτανε ένα ξεκίνημα, να το πω, που κούμπωνε απόλυτα με την ψυχοσύνθεσή μου και την αισθητική μου. Αργότερα, ήρθε στη ζωή μου ο Γιάννης Σπανός, ο Χρήστος ο Νικολόπουλος, ο Μάριος Τόκας. Στην πραγματικότητα, πήγα όπου με πήγε. Βρέθηκα να συνεργάζομαι στα live, στις ζωντανές εμφανίσεις με τον Σπανό για πέντε χρόνια, ας πούμε, τον Νικολόπουλο άλλα τόσα. Οπότε η δισκογραφία ήρθε από μόνη της. Οι συνθέτες θεωρούσαν πως είναι φυσικό επακόλουθο να ηχογραφήσουνε και να γράψουν και για μένα. Αυτό έφερε πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία, εκρηκτική μπορώ να πω, με εκείνο το περιβόητο «Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ», σε στίχο της Χρυσούλας Θωμαΐδου. Ξαφνικά, έγινα αυτό που λέμε το πρόσωπο της μέρας, για πολλά χρόνια. Μετά ήρθαν κι άλλοι δίσκοι, με το Βασίλη Δημητρίου, ένας δίσκος με τον Γιώργο το Ζήκα... Ήμουν πια πάνω σε ένα τρένο που έτρεχε και με απίστευτα πολλές ζωντανές εμφανίσεις ανά την Ελλάδα, ανά τον κόσμο θα 'λεγα. Εντάξει, οι εμπειρίες αυτές, μιας ολόκληρης ζωής, πραγματικά, δεν μπορούν να καταγραφούν με δυο κουβέντες. Εγώ λέω εν περιλήψει, ας πούμε, τα πράγματα πώς κύλησαν στη ζωή μου. Πάρα πολλές εμπειρίες, πάρα πολλή δόξα, πάρα πολλή ισορροπία επήλθε μέσα μου από όλο αυτό.... Τι να πω; Μόνο ευγνωμοσύνη μπορώ να νιώσω για όλα αυτά τα δώρα που ήταν και ανέλπιστα, γιατί ούτε και τα κυνήγησα. Ήταν σαν ένα χέρι, δηλαδή, από ψηλά να με οδηγούσε. Για αυτό και νιώθω, πάντα θα νιώθω ευγνωμοσύνη προς το θείον, πιστεύω στο Θεό, γιατί πραγματικά με πήρε απ' το χέρι. Σήμερα, στα 62 μου, είμαι λοιπόν ένας ευχαριστημένος άνθρωπος, μπορώ να πω, χωρίς απωθημένα. Βέβαια, καλλιτεχνικά, τα τελευταία χρόνια, πολύ απότομα μάς κόπηκε το νήμα της σύνδεσής μου με το αντικείμενό μου. Και λόγω κορονοϊού, αλλά και από πριν είχε αρχίσει, γιατί οι επιλογές μου ήταν πάντοτε πολύ αυστηρές από ένα σημείο και μετά. Γιατί θεωρούσα ότι... Και ακόμα το θεωρώ. Η ωριμότητα που έρχεται με τα χρόνια οφείλει να μας πάει ένα βήμα παραπέρα, να μην επαναλαμβανόμαστε καλλιτεχνικά, να μην αναλωνόμαστε πια σε πράγματα που δεν μας ευχαριστούν απολύτως. Δηλαδή, αισθάνεται κάποιος, κάποια στιγμή, μετά από τόσα επιτεύγματα, την ανάγκη και την πολυτέλεια, έχει πια την πολυτέλεια να κάνει επιλογές. Ε, όταν κάνεις επιλογές, αυτόματα μικραίνει η πληθώρα των προσφορών. Αυτό ήταν, είναι κάτι που βιώνω αυτή τη στιγμή, όμως όχι με πόνο. Είμαι καλά με τον εαυτό μου και θεωρώ ότι αυτά που κατέθεσα ως καλλιτέχνις είναι σημαντικά, είναι όμορφα, είναι δώρα. Θα προτιμούσα να μπορώ και τώρα να δημιουργώ, αλλά τώρα πια είμαι ένας άλλος άνθρωπος, μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας. Είναι πολύ σημαντική αυτή η λέξη, η ωριμότητα. Ας πούμε, στα πλαίσια αυτής της αναζήτησης, τώρα πια, ήρθε στη ζωή μου ο Θέμης ο Καραμουρατίδης και ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος, που είναι δύο παιδιά σύγχρονα, τώρα, νέα. Η συνεργασία μου με τον Θέμη ήταν μικρή, αλλά είναι ένα δείγμα του τι θέλω να κάνω από δω και πέρα. Επίσης, συμμετείχα σε θεατρικές παραστάσεις τα τελευταία χρόνια, δηλαδή κάνω αυτό που μου αρέσει, αυτό που αγαπώ. Και οι θεατρικές παραστάσεις έχουν και αυτές κάπου το νήμα τους που ξεκινάει. Διότι είχα κάνει και μία ταινία μεγάλου μήκους με τον Αλέξη Μπίστικα, αυτόν τον υπέροχο, τον καταπληκ[00:10:00]τικό, τον σπουδαίο σκηνοθέτη και άνθρωπο, που δυστυχώς έφυγε πάρα πολύ νέος. Γιατί πιστεύω ότι, αν ζούσε, θα μας είχε εκπλήξει πολύ ευχάριστα. Είχα και αυτή την τιμή και την τύχη να ζήσω κοντά του και ήταν, ήδη νοσούσε. Και έχω πει πολλές φορές ότι ήτανε μία εμπειρία ζωής αυτό, που με άλλαξε, δηλαδή μου καθόρισε πάρα πολλά κομμάτια της ψυχής μου. Να βλέπω ένα παιδί 30 χρόνων να αγωνίζεται να τελειώσει μια ταινία που ήταν, ας πούμε, το κύκνειο άσμα του και το 'ξερε. Αυτή η τριβή και η συνεύρεση κάθε μέρα, επί μήνες, με έναν άνθρωπο σε αυτή την κατάσταση... Δηλαδή, πραγματικά με συγκλόνισε και με έκανε να σκεφτώ διαφορετικά τα πράγματα. Του οφείλω, λοιπόν, πολλά, πέρα απ' τη συμμετοχή μου στην ταινία. Όπου βέβαια, τότε, άρχισα να ανακαλύπτω και μια άλλη μου πτυχή, που βεβαίως και ήταν εμφανές ότι το 'χω, αλλά είναι άλλο να αισθάνεσαι ότι το 'χεις και άλλο να το πραγματοποιείς και να βλέπεις στην πράξη ότι, βρε παιδί μου, καλά τα πάω. Και στο επιβεβαιώνει ας πούμε ο Αλέξης Μπίστικας. Ήτανε μία μοναδική, μοναδική και ανεπανάληπτη εμπειρία. Νομίζω είναι απ' αυτά τα παράσημα που κουβαλάμε στη διαδρομή μας. Αυτό με έκανε λίγο πιο ανοιχτή μετά από χρόνια να τολμήσω να παίξω στο θέατρο. Βέβαια, πάντα σε μουσικά, μουσικοθεατρικές παραστάσεις, όπως ας πούμε με τον Κώστα τον Μακεδόνα σε μια παράσταση που έκανε ο Σταμάτης ο Κραουνάκης. Που ήτανε συγκλονιστική εμπειρία επίσης, διότι δεν είχε ξαναπαρουσιαστεί κάτι τέτοιο πάνω στη σκηνή ενός νυχτερινού κέντρου, ας πούμε. Μεταμόρφωσε ο Σταμάτης όλο αυτό σαν μια κρεβατοκάμαρα, τη σκηνή, και εμείς ήμασταν το ζευγάρι που με κινησιολογία, υποκριτική και τραγούδια, λαϊκά και όχι μόνο, προτείναμε τότε μία παράσταση συγκλονιστική. Άρχισα, δηλαδή, μετά απ' τον Αλέξη, συμμετείχα ας πούμε σε τηλεοπτικές παραγωγές του Ρέππα-Παπαθανασίου, που έπαιζα πια και σαν ηθοποιός, δεν τραγουδούσα μόνο. Ήταν ένα άλλο κομμάτι, δίπλα απ' τη μουσική και το τραγούδι, που μου άνοιξε άλλους ορίζοντες. Έτσι λοιπόν, τα τελευταία χρόνια, πολύ άνετα πια, χωρίς ενδοιασμούς, συμμετέχω σε μουσικοθεατρικές παραστάσεις. Αν ήμουν πιο μικρή θα πήγαινα δραματική για να το ολοκληρώσω και να είμαι ηθοποιός καθαρά, τέλος πάντων. Νομίζω σας είπα πολύ σημαντικά κομμάτια της πορείας μου.

Φ.Κ.:

Να σας ξαναπάω στην αρχή. Θυμάστε κάποιο γεγονός, όταν ήσασταν παιδί στη Γερμανία, πολύ επιδραστικό, σχετικά με την επιθυμία σας να ασχοληθείτε με τη μουσική και το τραγούδι; Κάποιος άνθρωπος, ίσως, που σας ενέπνευσε;

Κ.Κ.:

Νομίζω ότι από την ώρα που γεννήθηκα και κατάλαβα τον εαυτό μου, ένιωθα ότι ξέρω τι θέλω να κάνω και προς τα πού να πάω. Χωρίς να είναι συνειδητό, βέβαια. Για αυτό είπα, στην αρχή της κουβέντας μας ότι ήμουνα ένα παιδάκι που φαινόταν από μακριά, από μικρό, κατά πού έχω την κλίση. Ένα νομίζω –το 'χω σκεφτεί πολλές φορές–, όταν εγώ ήμουνα παιδί, ήταν σε άνθηση ο ελληνικός κινηματογράφος. Τότε απ' τα Δημοτικά σχολειά μάς απαγόρευαν να πάμε σινεμά. Και εγώ θυμάμαι ότι έκανα μονίμως σκασιαρχείο και μονίμως με 'βγάζαν τη Δευτέρα και με... Είχα κυρώσεις, ας πούμε, απ' το δάσκαλο, γιατί εγώ πάντα την Κυριακή ήμουνα σινεμά. Και μάλιστα και τσαμπουκαλεμένα, έλεγα: «Εντάξει κύριε, μπορείτε να με χτυπήσετε, αλλά εγώ σινεμά θα πηγαίνω». Κατάλαβα, λοιπόν, ότι εκτός απ' το ότι... Πιο πολύ με ενδιέφερε τα τραγούδια που παίζονταν στις κινηματογραφικές ταινίες, διότι τότε δεν υπήρχαν ούτε βίντεο κλιπ, ούτε τηλεοράσεις στα σπίτια. Στον κινηματογράφο βλέπαμε τους τραγουδιστές. Δηλαδή, στο σινεμά «Αλέξανδρος» του χωριού μου είδα για πρώτη φορά τον Τσιτσάνη, εκεί είδα πρώτη φορά τη Μοσχολιού, εκεί είδα πρώτη φορά τον Μπιθικώτση. Γιατί αλλιώς πώς; Είχαμε ένα ραδιοφωνάκι στο σπίτι και ακούγαμε τραγούδια και το Τρίτο Πρόγραμμα, που έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις, που αργότερα ανακάλυψα. Και θυμάμαι ότι στο σινεμά κλεφτά πήγαινα, ακριβώς για να δω τους τραγουδιστές και τις τραγουδίστριες να τραγουδάνε. Δηλαδή ήταν τα τότε βίντεο κλιπ αυτά. Έτσι; Τότε έτσι βλέπαμε, δεν είχαμε άλλη δυνατότητα να τους δούμε. Τους ακούγαμε μεν στο ραδιόφωνο, αλλά δεν είχαμε εικόνα. Και εγώ λοιπόν, νομίζω ότι έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο αυτό. Δηλαδή, να τρώω ξύλο απ' το δάσκαλο, να με μαλώνουν οι γονείς μου, να μην έχω λεφτά και να δανείζομαι απ' τις φίλες μου, για να κόψω το εισιτήριο που έκανε πέντε δραχμές και να μπω μέσα και να κάθομαι κρυφά για να βλέπω όλο αυτό το πράγμα που με μάγευε και με πήγαινε σε έναν άλλο κόσμο, μαγικό. Νομίζω ότι ήμουνα και το μοναδικό παιδάκι στην τάξη μου το 'κανε. Αφού, στο τέλος, ο δάσκαλος, ο κύριος Θανάσης Δούκας, με έβγαλε έξω, ας πούμε, στην προσευχή: «Έλα εδώ Κούκα, πάλι σινεμά πήγες;». «Μάλιστα», του λέω, «δάσκαλε». Μου λέει: «Παιδί μου, δεν αλλάζεις, βαρέθηκα και να σε δέρνω, βαρέθηκα...». Γιατί τότε μας χτυπάγανε με το χάρακα. «Βαρέθηκα και να σε δέρνω και... Εν πάση περιπτώσει, ήταν καλή η ταινία;», μου λέει. Εντάξει. Σκέψου ότι μετά από χρόνια, όταν, θυμάμαι, χώρισα περίπου 20 χρόνων, είχα πάει στο χωριό, στα Σέρρας, να δω τους γονείς μου. Και υπήρχε μία διασταύρωση, τέλος πάντων, που έπρεπε να πάρω το λεωφορείο που ερχόταν με ανταπόκριση από τα Σέρρας για το χωριό μου, την Ηράκλεια. Λοιπόν, περίμενα εκεί, ανεβαίνω στο λεωφορείο, είχε μία και μοναδική θέση αδειανή, πήγα κάθισα. Με το που κάθισα, ο κύριος Θανάσης Δούκας δίπλα μου, ο δάσκαλός μου απ' το Δημοτικό: «Καιτούλα» μου λέει. «Δάσκαλέ μου», του λέω, «τι κάνετε;». «Δεν μου λες, παιδί μου», μου λέει, «τελικά έγινες ηθοποιός ή τραγουδίστρια;». Δεν είχα γίνει ακόμα. Του λέω: «Όχι, δάσκαλε, παντρεύτηκα και έκανα και παιδί, αλλά χώρισα». «Τι λες βρε παιδί μου», μου λέει, «εμείς ήμασταν όλοι βέβαιοι ότι θα κάνεις, θα γίνεις ή τραγουδίστρια ή ηθοποιός ή τέλος πάντων κάτι με την καλλιτεχνία». Πολύ σύντομα, βέβαια, μετά από αυτή τη συνάντηση ασχολήθηκα, τέλος πάντων, έγινε αυτό που έγινε. Και σε μία συναυλία πια στο χωριό μου, σχετικά πρόσφατα, πριν καμιά δεκαετία, είπα στο Δήμαρχο: «Θέλω να καλέσετε στη συναυλία και τον δάσκαλό μου». Και ήρθε, λοιπόν, ο δάσκαλός μου στη συναυλία, στο χωριό μου. Και καταλαβαίνεις ότι κλαίγαμε αγκαλιά ο ένας πάνω στον άλλον, διότι μου λέει: «Παιδί μου, ήσουνα απ' τις περιπτώσεις», πολύ μεγάλος άνθρωπος πια αυτός, «ήσουνα απ' τις περιπτώσεις που δεν γινόταν, δεν γινόταν, φαινόσουνα, παιδί μου», μου λέει, «ήσουνα καλλιτέχνις από μωρό». Τέλος. Ήμουνα κατατοπιστική νομίζω.

Φ.Κ.:

Το κλίμα το καλλιτεχνικό στις Σέρρες–

Κ.Κ.:

Ναι.

Φ.Κ.:

Ποιο ήταν εκείνη την περίοδο; Υπήρχε διέξοδος ή έπρεπε να φύγετε από κει–

Κ.Κ.:

Εγώ έφυγα από το χωριό 11 χρονών. Δεν έχω εικόνα τότε τι γινότανε, ούτε και ξαναγύρισα ποτέ να ζήσω. Φύγαμε Γερμανία και μετά ήρθα Χαλκίδα, όπου παντρεύτηκα και μετά που χώρισα, από τότε μένω Αθήνα. Δεν έχω εικόνα, δεν έχω άποψη. Στη Γερμανία όταν πή[00:20:00]γα, πάλι ως μαθήτρια εκεί, θυμάμαι ένα περιστατικό πολύ χαρακτηριστικό, που πήγαινα κάθε μέρα έξω από ένα μουσικό κατάστημα που είχε, πούλαγε μουσικά όργανα. Και εγώ χαλβάδιαζα μία κιθαρούλα, που ήτανε παιδική κιθάρα, στα μέτρα ενός παιδιού. Και θυμάμαι ακόμα το ταμπελάκι που έλεγε εκατόν ενενήντα εννιά μάρκα, τότε. Λοιπόν, πήγαινα και τη χάζευα κάθε μέρα αυτή την κιθάρα, γιατί το μυαλό μου ήταν εκεί, στη μουσική. Ε, τόλμησα μια μέρα, πήγα στο σπίτι, λοιπόν, σεινάμενη κουνάμενη, να πω στον μπαμπά μου ότι θέλω αυτή την κιθάρα. «Μπαμπά μου», του λέω, «μπαμπούλη μου, θέλω, έχω δει εκεί, δίπλα απ' το Horten, αυτό, μία κιθαρούλα». «Κιθαρούλα;», μου είπε ο πατέρας μου. «Τι τη θες εσύ την κιθαρούλα;». Λέω: «Μπαμπά μου, θέλω να μάθω κιθάρα και θέλω να μάθω και να τραγουδάω». Και τρώω ένα χαστούκι, Φώτη μου, ξεγυρισμένο. «Και τι θα σε κάνω», μου λέει, «εγώ εσένα; Ντιζέζ;». Ντιζέζ ήταν οι τραγουδίστριες τότε, οι λαϊκές τραγουδίστριες. Έτσι τις λέγανε, ντιζέζ. Βέβαια, αυτό είχε, εννοείται, μία πολύ αρνητική αυτή. Ήταν αρνητικό, δηλαδή ήτανε... «Ντιζέζ θα γίνεις;». Σαν να λέμε, μπαργούμαν; Σαν να λέμε, σε πορνείο θα δουλεύεις; Τέτοιο πράγμα, αυτή ήταν η εικόνα που είχαν οι άνθρωποι τότε για τις τραγουδίστριες. Τέλος πάντων. Δεν ξαναμίλησα για την κιθαρούλα, ομολογώ όμως πάντα ψαχνόμουνα πώς να πάω κρυφά σε κάνα ωδείο, πώς να μάθω μουσική... Δηλαδή, ήταν κάτι που μ' έτρωγε και μεγάλωσα και ακόμα έχω ένα αγκάθι στην καρδιά μου που δεν έμαθα μουσική. Γιατί, βέβαια, αργότερα, όταν το σκέφτομαι, ότι ήμουνα στην καρδιά της Ευρώπης, μεγάλωνα εκεί που θα μπορούσα να έχω γίνει μία κλασική τραγουδίστρια, γιατί αυτό ήταν το όνειρό μου στη Γερμανία, να κάνω κλασικό τραγούδι. Δηλαδή, έβλεπα τις πριμαντόνες στην τηλεόραση και πολύ με σαγήνευαν. Με το λαϊκό τραγούδι, τότε, καμία σχέση εγώ. Ούτε μου άρεσε πολύ ως παιδί. Δηλαδή, άκουγα Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, τότε, επί Δικτατορίας μπορούσαμε εμείς να ακούμε εκεί ελεύθερα τα πάντα. Και εκεί ανακάλυψα, σ' εκείνη την εποχή τον Ξαρχάκο... Εντάξει, ήξερα από παιδί τι θέλω, η αισθητική μου ήξερε τι θέλει, φαινότανε. Ναι, και θα μπορούσα, ας πούμε, να έχω πάρει μια κλασσική παιδιά εκεί που βρισκόμουνα και πολύ άνετα. Δυστυχώς όμως, οι γονείς που ξεκίνησαν εργάτες άνθρωποι, μετανάστες, δεν μπορούσαν, δεν είχαν... Είχαν άλλα... Ήταν αλλιώς δομημένοι οι άνθρωποι, αλλιώς τα φανταζόταν τα πράγματα. Αν λίγο με καταλαβαίνανε, λίγο, νομίζω θα 'ταν άλλη η πορεία μου, σίγουρα όμως πάλι καλλιτεχνική.

Φ.Κ.:

Όταν φτάσατε στην Αθήνα, ποια ήταν η πρώτη σας κατεύθυνση καλλιτεχνικά;

Κ.Κ.:

Στο είπα. Δούλευα σερβιτόρα και οτιδήποτε άλλο, σε ξενοδοχείο ρεσεψιονίστ, από δω και από κει, για το μεροκάματο...

Φ.Κ.:

Θυμάστε την πρώτη σας εμφάνιση πάνω στη σκηνή;

Κ.Κ.:

Βέβαια τη θυμάμαι.

Φ.Κ.:

Θέλετε να μας την αφηγηθείτε;

Κ.Κ.:

Βέβαια, βέβαια. Καταρχήν, πώς έφτασα να τραγουδάω; Το 'χω πει πολλές φορές, αλλά έχει ενδιαφέρον να τ' ακούσεις και εσύ. Κάποια στιγμή δούλευα σε μία χαρτοπαικτική λέσχη, έψηνα καφέδες, είχε καλό μεροκάματο εκεί. Και γνώρισα μία κοπέλα στην ηλικία μου, γίναμε φίλες. Αυτή η κοπέλα, λοιπόν, ήταν αρραβωνιασμένη τότε, τα είχανε μάλλον, με έναν τραγουδιστή. Πολύ με εξιτάρισε εμένα αυτό, ότι τα 'χει με έναν τραγουδιστή. Εν πάση περιπτώσει, το ζευγάρι αυτό τότε, επειδή ήμουνα μόνη μου στην Αθήνα, με έπαιρνε μαζί του, κάναμε παρέα, σε ταβερνάκια, από δω, από κει. Αυτό το ζευγάρι είναι ο Αντύπας και η Στέλλα, η γυναίκα του, από τότε γνωριζόμαστε. Ο Αντύπας, λοιπόν, ήταν εκείνος που μου είπε κάποια στιγμή: «Μα καλά», είχαμε πάει σε ένα ταβερνάκι και τρώγαμε και εκεί είχε κιθαρούλες και αρχίσαμε και τραγουδάμε όλοι μαζί. «Μα», μου λέει,«έχεις πάρα πολύ ωραία φωνή. Τι κάθεσαι και ψήνεις καφέδες;». Λέω: «Και τι να κάνω βρε αγόρι μου;». «Να 'ρθεις», μου λέει, «να τραγουδήσεις». Αυτός τότε τραγούδαγε στις Τζιτζιφιές, σε ένα λαϊκό μαγαζί, που εκείνη τη χρονιά θα ήτανε και η Μπέλλου. «Να 'ρθεις», μου λέει, «να τραγουδήσεις». Ο Αντύπας βέβαια τότε, δεύτερος, τρίτος στα μαγαζιά, δεν είχε κάνει ακόμα την καριέρα τη μεγάλη. Είχε πάει, είχε συμμετάσχει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μέχρι εκεί. «Θα μιλήσω εγώ», μου λέει, «στο μαγαζί να 'ρθεις να τραγουδήσεις». Του λέω: «Μη λες χαζά. Τι είναι αυτά που λες; Από πού κι ως πού; Δεν έχω μπει σε μπουζούκια. Πώς θα μπω τώρα, ξαφνικά;». «Σε παρακαλώ», μου λέει, «έχεις πάρα πολύ ωραία φωνή, είσαι και πολύ ωραία κοπέλα», μου λέει, «θα πάρεις πολλά λεφτά». «Πόσα λεφτά, δηλαδή», του λέω. «Τρία τέσσερα χιλιάρικα», μου λέει. Λέω: «Τι τρία-τέσσερα χιλιάρικα; Την εβδομάδα;». «Ποια εβδομάδα», μου λέει, «τη μέρα». «Τη μέρα», λέω, «τρία τέσσερα χιλιάρικα;» Εγώ εκεί που δούλευα έπαιρνα δέκα χιλιάδες το μήνα και ίσα που 'φτάναν να πληρώσω το νοίκι μου. Πες, πες, πες, πες, πες, πες, πες... Αρχίζαν, κιόλας, σε κάνα μήνα, με μαέστρο μάλιστα τον Τάκη Μουσαφίρη. «Έλα ρε παιδάκι μου», μου λέει, «θα σ' έχω και υπό την προστασία μου, δεν θα σταματήσεις την άλλη σου δουλειά, παράλληλα θα το κάνεις και θα δεις. Άμα σ' αρέσει μένεις, αν δε σ' αρέσει φεύγεις. Μαζί θα είμαστε εν πάση περιπτώσει, μη φοβάσαι τίποτα». Το σκέφτηκα, λέω: «Να πάω να βγάλω κάνα φράγκο, να πάρω κάνα έπιπλο», γιατί έμενα σ' ένα σπίτι που δεν είχε τίποτα. Έτσι ξεκίνησα. Τι θυμάμαι απ' την πρώτη φορά που βγήκα στη σκηνή; Θυμάμαι ότι μου έδωσε η Στέλλα παπούτσια, γιατί δεν είχα, γόβες. Πήρα από μία βιοτεχνία δίπλα απ' το σπίτι μου ένα φόρεμα άσπρο, γιατί έτσι κι αλλιώς δυο-τρία τραγουδάκια θα 'λεγα στην αρχή. Και το πρόβλημα ήταν στην πρεμιέρα –ακόμα το θυμάμαι–, ότι η Στέλλα φοράει ένα-ενάμιση νούμερο μικρότερο παπούτσι. Και οι γόβες με πεθάνανε στον πόνο! Όμως, πρέπει να πω, ότι με το που πάτησα το πόδι στη σκηνή, παρότι ήταν... Οι συνθήκες ήτανε πρωτόγνωρες για μένα και ψιλοεπικίνδυνες και καθόλου δε μ' άρεσε όλο αυτό το γύρω-γύρω, εγώ όμως, με το που βγήκα στη σκηνή, έπιασα μικρόφωνο και έπεσε ο προβολέας πάνω μου, ένιωσα ότι αυτός είναι ο χώρος μου. Αλλά δεν τολμούσα να το πω πουθενά. Και για τους επόμενους τρεις-τέσσερις μήνες, δούλευα και το πρωί και το βράδυ. Που σημαίνει, με 'παιρνε ο ύπνος στα λεωφορεία, με 'παιρνε ο ύπνος στα ταξί, κοιμόμουνα όρθια... Μόλις έτεινε να τελειώσει αυτή η σεζόν, η καλοκαιρινή... Καλά, η Μπέλλου άλλη εμπειρία φοβερή, η οποία μου 'λεγε: «Έλα εδώ εσύ. Πού πας στα ρεπό σου;». Γιατί έλεγα εκεί στους συναδέλφους ότι στο ρεπό μου πάω στη Χαλκίδα να δω το παιδί μου. «Στη Χαλκίδα», μου λέει, «τι δουλειά έχεις στη Χαλκίδα;» Λέω: «Εκεί ήμουνα παντρεμένη». «Α στη Χαλκίδα πας, παιδί μου», μου λέει. «Ναι». «Δεν μου λες», μου λέει, «να σου δίνω λεφτά κάθε Κυριακή να πηγαίνεις στον τάφο της μάνας μου να ανάψεις κάνα κεράκι στη Χαλκίδα;». Και ήξερα τον αδερφό της που είχε μίνι μάρκετ στη Χαλκίδα. Και μου έδινε κάθε Κυριακή, λοιπόν, λεφτά για κεράκι, να πάω να της ανάψω στον τάφο της μαμάς της κερί. Εντάξει, ήταν μαγικό τώρα να τη βλέπω να τραγουδάει, έτσι; Μόλις, λοιπόν, τελείωνε η σεζόν, άρχισαν να έρχονται διάφοροι επώνυμοι τραγουδιστές στο μαγαζί για να φτιάξουν το επόμενο σχήμα τους, του χειμώνα. Και διαλέγανε μικρούς τραγουδιστές, ας πούμε, για να εμπλουτίσουν το πρόγραμμά τους. Μεταξύ άλλων, είδα μπροστά μου, ας πούμε... Εγώ δεν είχα ξαναδεί ούτε γνωστούς τραγουδιστές από κοντά, ούτε είχα μπει σε μπουζούκια, ούτε τίποτα. Ένας αλεξιπτωτιστής απ' το πουθενά ήμουνα εκεί μέσα, σα μια μύγα μες στο γάλα. Λοιπόν, είδα ξαφνικά μια μέρα τη Ρίτα Σακελλαρίου μπροστά μου. Είδα το Μαργαρίτη μπροστά μου, είδα τον Κλωναρίδη μπροστά μου, είδα... Διάφορους, τον Άγγελο Διονυσίου, το Στράτο Διονυσίου... Τέλος πάντων, πέρναγαν όλοι αυτοί για να βρουν μικρούς τραγουδιστές όπως σου είπα. Ε, εντάξει, άρχισαν οι προτάσεις να πέφτουνε β[00:30:00]ροχή και κάθισα και σκέφτηκα ψύχραιμα. Και λέω: «Για κάτσε, τι κάνεις εδώ τώρα; Πας για δέκα χιλιάρικα το μήνα, ενώ σου δίνουν πέντε χιλιάδες τη βραδιά και μπορείς να ζήσεις άνετα και να μην πεινάς;». Λοιπόν, έτσι και έκανα. Σταμάτησα κάθε άλλη δραστηριότητα και έπαιρνα πεντέμισι χιλιάδες τη βραδιά, επί είκοσι μέρες, αυτά ήτανε πάρα πολλά λεφτά την εποχή εκείνη. Και άρχισα να ζω άνετα. Ε, έτσι και μπήκα μέσα στο χώρο του τραγουδιού. Αυτά τα δέκα χρόνια, μέχρι να φτάσουμε στη δισκογραφία, πέρασα από διάφορα μαγαζιά της παραλίας, μπουζούκια. Τα γνωστά μας μπουζούκια. Που τότε... Που τότε, βέβαια, τα μπουζούκια ήταν, τολμώ να πω... Πώς να το πω; Είχαν βρε παιδί μου μια αίγλη, ήταν ένα άλλο πράγμα. Σε αυτούς τους χώρους, βέβαια, έμεινα δυο, τρία, τέσσερα χρόνια;

Κ.Κ.:

Μετά, είχα πρόταση, πήγα στην Εμπατή, που ήτανε τότε... Η Εμπατή ήτανε τότε ένας χώρος, Music Hall, πάνω στην Εθνική, ακόμα υπάρχει, αλλά σε άλλη μορφή πια. Εκεί, λοιπόν, ήταν ένας επιχειρηματίας, ο οποίος είχε μεγάλη τρέλα με τα σόου. Τα shows, αν το λέω σωστά. Πήγαινε στο Παρίσι, έπαιρνε ιδέες, ερχόταν, έφερνε μπαλέτα, έκανε αυτά... Λοιπόν, πήγα εκεί, με πολύ λιγότερα λεφτά –επιλογή, για αυτό λένε τα πάντα είναι επιλογή στη ζωή–, με πολύ λιγότερα λεφτά, αλλά θυμάμαι ότι δούλεψα με τον Δημήτρη τον Ψαριανό και διάφορους, έτσι, τοπικούς, εκεί, πολύ ωραίους τραγουδιστές. Και αρχίσαμε τα σόου και τα... Εκεί, λοιπόν, με είδε ο Γιώργος Μαρίνος και η Μαρινέλλα αργότερα. Όπου βέβαια, ο Μαρίνος, με το που με είδε, με πήρε αμέσως στη Μέδουσα. Άλλος μεγάλος δάσκαλος για μένα. Την επόμενη σεζόν, με πήρε η Μαρινέλλα που άνοιξε, που ξεκίνησε στο ΡΕΞ. Που το ΡΕΞ μέχρι τότε ήταν... Τέλος πάντων, ένα θέατρο και με τον Τσαρούχη τότε να ζωγραφίζει –τα 'ζησα όλα αυτά, φοβερό!– την οροφή. Τέλος πάντων, με υψηλή αισθητική όλο το πράγμα. Ήταν πια... Άρχισα να ανεβαίνω σκαλιά σκαλιά στα πολύ ωραία πράγματα της Αθήνας. Η Μαρινέλλα ήταν επίσης ένα μεγάλο, μια μεγάλη στάση, πολύ σημαντική, μια διδαχή καταπληκτική, πανεπιστήμιο πια. Το 'χω πει πολλές φορές, ο Μαρίνος και η Μαρινέλλα ήταν για μένα πολύ καθοριστικοί στα πρώτα βήματα αυτά. Εντάξει, μετά από αυτές τις συνεργασίες δεν υπήρχε γυρισμός στα μπουζούκια πια. Και τι να θυμηθώ... Υπάρχει ένα τραγούδι που λέει: «Τι να λησμονήσω; Τι να θυμηθώ; Ήταν μια φορά και έναν καιρό...». Τι να σου πρωτοπώ ρε Φώτη...

Φ.Κ.:

Κάποιο περιστατικό με τον Γιώργο Μαρίνο άμα έχετε–

Κ.Κ.:

Έχω, αλλά δεν ξέρω αν μπορείς να το γράψεις ή να το... Πώς να τα πει κανείς αυτά; Θα τα πω έτσι λίγο πιο εξευγενισμένα, τέλος πάντων. Ο Γιώργος ο Μαρίνος ήταν μέγας δάσκαλος. Καταρχήν, ο ίδιος, η άποψή μου για τον ίδιο είναι ότι ήταν μια σχολή μόνος του, δεν υπήρχε ούτε πριν ούτε μετά, τίποτα σαν τον Γιώργο Μαρίνο στη χώρα μας. Αυτό που έκανε ο Μαρίνος στη Μέδουσα, αυτές οι παραστάσεις, δεν θα επαναληφθούν ποτέ. Δεν ήταν μίμος, γιατί πολλοί τον μπερδεύουν με τον Ζαχαράτο. Ο Ζαχαράτος είναι σπουδαίος καλλιτέχνης, μέγας, αλλά ο Γιώργος έκανε κάτι άλλο, δεν έκανε μιμήσεις. Χωρίς να θέλω ούτε να μειώσω τον έναν ούτε να εξυψώσω τον άλλον. Ήταν δύο διαφορετικοί καλλιτέχνες, κάναν διαφορετικό πράγμα. Ο Γιώργος ο Μαρίνος ήταν ηθοποιός και εκεί που σε έκανε να κλαις, να κλαις όμως με μαύρο δάκρυ, με μια ατάκα σε έκανε να πέφτεις κάτω απ' τα γέλια. Ήταν ένα πολύπλευρο ταλέντο, ήταν πανέμορφος, υπέροχος, τραγουδούσε καταπληκτικά, τα 'κανε όλα καταπληκτικά ο Γιώργος. Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος ήταν πολύ καλός δάσκαλος, διότι δεν ανεχόταν ατάλαντους στο σχήμα του. Το να περάσεις από τη Μέδουσα και απ' τον Γιώργο Μαρίνο, στο βιογραφικό σου, ας πούμε, αν έγραφες «Γιώργος Μαρίνος, πέρασε από κει», σήμαινε γαλόνια. Ότι για να μπεις εκεί... Ήταν ναός της τέχνης. Σημαίνει ότι αξίζεις, δεν μπαίνεις εκεί για άλλους λόγους. Ή είσαι καλός ή δεν είσαι. Λοιπόν, ήμασταν τρία κορίτσια, λοιπόν, στο σχήμα τότε και ο Ψαριανός μαζί, ο Δημήτρης. Λοιπόν, κάθε βράδυ πίσω απ' τα καμαρίνια, είχαμε σε ένα στύλο, έτσι, κρεμασμένα τα μικρόφωνά μας, με τα καλώδια, τότε, δεν υπήρχαν ακόμα ασύρματα μικρόφωνα. Αλλά εκεί που ακουμπούσαμε τα μικρόφωνα, ήταν ένα μικρό διαδρομάκι, ένα στενό διαδρομάκι και όταν υποκλινόμασταν στο φινάλε και έπρεπε γρήγορα γρήγορα να μπούμε όλοι μέσα και να τραβήξουμε όλα αυτά τα καλώδια και να τα βάλουμε και να περάσει ο επόμενος, ήμασταν όλα τα κορίτσια και όλοι της σκηνής, όσοι ήμασταν στη σκηνή, κολλημένοι στον τοίχο, ας πούμε, για να περάσει ο επόμενος, για να μην μπλοκάρουμε εκεί και γίνει συνωστισμός. Το καμαρίνι του Γιώργου ήταν ακριβώς απέναντι, μόλις είχε μπει και αυτός μέσα, ιδρωμένος, έσταζε ολόκληρος, με την πόρτα ανοιχτή. Καθόμασταν, λοιπόν, εμείς τα τρία κορίτσια έτσι, και έλεγε: «Ouh là là! Les trois...» Δεν θα πω τη λέξη βέβαια, να μην καταγραφεί... «Les trois βρωμομούν», έλεγε, αλλά με διαφορετικούς τρόπους. «Ouh là là! Les trois βρωμομούν. Ouh là là! Les trois βρωμομούν». Ξέρεις, έπαιζε. Εντάξει, το χιούμορ μέσα δεν υπήρχε, πέφταμε κάτω. Ήρθε η Πρωτοχρονιά. Την Πρωτοχρονιά, ο Γιώργος έκανε δώρα στους πάντες, πανάκριβα. Ερχόταν φορτηγάκι με τα δώρα που έκανε σε όλους. Μου τυχαίνει το φλουράκι της τούρτας, της βασιλόπιτας. Μου λέει: «Έλα μέσα Κούκα». Πάω λοιπόν στο καμαρίνι και μου είχε σε μία τσάντα τρία βιβλία, τρεις τόμους. «Αυτό», μου λέει, «είναι το δώρο σου και κοίτα να διαβάσεις τίποτα να ξεστραβωθείς, γιατί θα γίνεις φίρμα, το βλέπω». Ήτανε ο προσωπικός τρόπος του για να πει αυτό που ήθελε να πει. «Είσαι ταλεντάρα», μου λέει, «άντε διάβασε κιόλα να ξεστραβωθείς, να ξέρεις να δίνεις και συνεντεύξεις, γιατί θα δίνεις συνεντεύξεις, το βλέπω. Σταρούμπα θα γίνεις». Πέρασαν τα χρόνια τα πολλά και έγινε έτσι όπως το 'πε και έτυχε να είμαι πια εγώ αυτή που ηγείται σχήματος στη Μέδουσα και αυτός πια που έχει αποτραβηχτεί. Και μας καλούν στην ΕΡΤ για να προβάλει η ΕΡΤ το σχήμα μας και τη βραδιά... Πρωτοχρονιά ή Χριστούγεννα, δεν θυμάμαι. Και μας καλούν στην ΕΡΤ και μου λένε: «Κυρία Κούκα, ποιος θέλετε να παρουσιάσει τη βραδιά αυτή; Θα 'χουμε και έναν άνθρωπο να την παρουσιάσει». Λέω: «Μην το ψάχνετε, ο Γιώργος Μαρίνος πρέπει να 'ρθει να παρουσιάσει. Στο σπίτι του». Γιατί αυτό είναι το σπίτι του, εκεί, ο χώρος του. Αυτός τον έστησε και μετά απ' αυτόν τελείωσε. Και τώρα, προσπαθώ εγώ, ας πούμε, να το ξαναστήσω, τέλος πάντων. Ήταν μια συγκλονιστική σεζόν, γιατί πήρα τους συνθέτες μου μαζί. Ήταν Σπανός, Νικολόπουλος και εγώ. Σκέψου ότι οι μικροί τραγουδιστές μας ήταν ο Μπάσης και Γεράσιμος Ανδρεάτος, εν πάση περιπτώσει. Και είναι η μέρα του γυρίσματος και έρχεται ο Γιώργος και μπαίνει μες στα καμαρίνια. Εγώ είμαι στο καμαρίνι του πια, [00:40:00]βέβαια, και βάφομαι και φτιάχνομαι. Και έρχεται, λοιπόν, και στέκεται στο διάδρομο κρατώντας τα ρούχα του, το κοστούμι του που θα φόραγε, αλλά δεν ξέρει σε ποιο καμαρίνι να πάει, γιατί ξέρει ότι στο δικό του πια εγώ είμαι ο ηγέτης εκεί τώρα. Και κάθεται εκεί στο... Και ήταν ένα παιδάκι και του λέει: «Μήπως ξέρετε πού να πάω για να ντυθώ;». Και τον ακούω και βγαίνω στο διάδρομο και του λέω: «Γιώργο, έλα παιδάκι μου», λέω, «στο καμαρίνι σου. Τι μου στέκεσαι εκεί πέρα;». Δεν το περίμενε. Νόμιζε ότι θα το παίξω σταρ στο καμαρίνι, ας πούμε, και ότι θα πάει να αλλάξει σε ένα άλλο καμαρινάκι μικρό, ένα επί ένα. «Πέρασε μέσα», του λέω, «στο χώρο, σου, παιδάκι μου. Εγώ θα πάω», λέω, «εκεί. Μπες μέσα στο σπίτι σου. Στο σπίτι σου;» του λέω. Μόνο που δεν έκλαιγε. Ήτανε τόσο συγκινημένος, τα μάτια του υγρανθηκάνε: «Κατερινούλα μου...». «Βρε μπες μέσα», του λέω, «να ετοιμαστείς σε παρακαλώ». Και βγήκα, βέβαια, και τον άφησα μόνο του να ετοιμαστεί. Αυτό όλο το περιγράφω για να σου πω πως οι κύκλοι που γίναν στη ζωή μου... Αυτά ακούγονται μικρά περιστατικά, αλλά δεν είναι μικρά, είναι πολύ σημαντικά. Πώς να το πω; Για αυτό είμαι ευγνώμων. Γιατί πράγματα που ούτε καν τολμούσα να τα ονειρευτώ... Όταν είχα πάει, ας πούμε, στη Μέδουσα και τον έβλεπα σαν κοριτσάκι μικρό, ας πούμε, τότε, πρωτού άρχισα να βγαίνω και είδα το θεό αυτό μπροστά... Και ξαφνικά φτάσαμε εκεί; Δηλαδή, είναι στιγμές που δεν θα τις ξεχάσω ποτέ, για αυτό και τις αναφέρω, πολύ σημαντικές, πολύ σημαδιακές. Και εν πάση περιπτώσει, το ρεζουμέ μετράει. Το ρεζουμέ είναι πως στα 62 μου χρόνια σήμερα, είμαι ένας πολύ γεμάτος, ευχαριστημένος άνθρωπος. Και θα 'θελα, βέβαια, να μην τελειώσει ποτέ η δημιουργία, αλλά παλεύω... Βέβαια, λίγο βεβιασμένα λόγω κορονοϊού και –δεν είμαι και 80– ηλικίας. Δηλαδή, έπεσα σε μία φάση που αυτή τη στιγμή σκέφτομαι: «Τελειώσαμε με την ιστορία αυτή». Γιατί είμαι πολύ μικρή να το αποδεχτώ, αλλά και πολύ μεγάλη για νέα ξεκινήματα. Και αυτό είναι κάτι που τούτη την εποχή δουλεύω μέσα μου. Για αυτό τονίζω, είμαι ένας ευχαριστημένος άνθρωπος, γιατί το 'χω ψάξει μες στην ερημιά μου και τη μοναξιά μου τα τελευταία χρόνια που κλειστήκαμε όλοι μέσα. Ότι, αν τώρα όλα τέλειωσαν, έχεις πόνο μέσα σου, ας πούμε, πονάς για αυτό; Όχι, δεν πονάω, είμαι πλήρης. Βέβαια, αν τώρα ξαναξεκίναγε κάτι, δηλαδή προσαρμοσμένο στην ωριμότητά μου και στην ηλικία μου, νομίζω ότι θα ήμουνα πολύ καλή, θα είχα δηλαδή πραγματάκια να δώσω ακόμη, που να τα χαρώ και εγώ και ο κόσμος. Αλλά αυτό είναι κάτι... Ωστόσο, άλλαξαν τόσο πολύ ραγδαία γύρω μας όλα, γίναν όλα ηλεκτρονικά, γίναν όλα... Το target group στο οποίο απευθύνομαι μεγάλωσε και αυτό. Εγώ να σκεφτείς δεν ξέρω, ας πούμε, να πληρώσω ένα λογαριασμό με winbanking. Δηλαδή, είμαι ένας άνθρωπος πια που με πέταξε και το σύστημα έξω. Υπερβάλλω λίγο, αλλά θέλω... Υπερβάλλω για να τονίσω τη φάση στην οποία βρίσκομαι αυτή τη στιγμή. Και τελικά και η καλλιτεχνία είναι σε απόλυτη συνάρτηση με το τι συμβαίνει γύρω μας, πώς εξελίχθηκε όλη η ηλεκτρονική εποχή αυτή. Δεν συνάδει με μένα, ούτε εγώ με αυτήν. Εγώ με αυτήν δηλαδή.

Φ.Κ.:

Θέλετε να μας πείτε για το «Χάραμα» περισσότερα πράγματα; Πώς ξεκίνησε η συνεργασία σας–

Κ.Κ.:

Για την ταινία Χάραμα;

Φ.Κ.:

Ναι.

Κ.Κ.:

Ή για το μαγαζί Χάραμα που δούλεψα;

Φ.Κ.:

Και για τα δύο.

Κ.Κ.:

Ή για την παράσταση του Ρέππα-Παπαθανασίου, προσφάτως, «Πριν το χάραμα;». Αυτό το χάραμα πια με κυνηγάει παντού. Πολλά χαράματα στη ζωή μου. Να σου πω. Τότε εγώ μεσουρανούσα. Ο Αλέξης, όταν έμαθα βέβαια από την επαφή μας... Τα κουβεντιάζαμε, βέβαια, όλα αυτά. Πώς έφτασε σ' εμένα; Ετοίμαζε την ταινία του, τέλος πάντων, και κάποια στιγμή ήταν με τον Σταύρο τον Ζαλμά στο σαλόνι τους και ξαφνικά, βλέπουν το βίντεο κλιπ «Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο», που εγώ χορεύω και μου ρίχνουνε ένα βυτίο νερό πάνω μου, βρέχει, υποτίθεται χορεύω στη βροχή. Και ψαχνοντούσαν μέχρι τότε για το ρόλο το συγκεκριμένο σε ηθοποιούς μόνο, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, διάφορες, σκεφτόντουσαν διάφορες ηθοποιούς. Ξαφνικά, με βλέπει ο Αλέξης και λέει στο Σταύρο: «Αυτή είναι η Βάσω Βελιώτη». Η πρωταγωνίστριά του, ο ρόλος. «Μα», του λέει, «η Κατερίνα Κούκα, η τραγουδίστρια;». «Ναι», του λέει, «αυτή είναι, αυτήν θέλω». Έβαλε τη μαμά του, πήρε το Μάτσα τηλέφωνο και ο κύριος Μάτσας με πήρε στο τηλέφωνο για να μου πει ότι το και το: «Πρόκειται να γίνει μια ταινία του Αλέξη Μπίστικα, με πήρε η μαμά του, η κυρία Ελένη Μπίστικα, το και το και το και το και αν θέλεις να συμμετέχεις». Του λέω: «Κύριε Μάτσα, όχι». Διότι εγώ τότε δεν προλάβαινα να κοιμηθώ απ' τις συναυλίες, τηλεοράσεις, κλιπ, ραδιόφωνα, συνεντεύξεις... Τρεις ώρες το εικοσιτετράωρο κοιμόμουνα. Και το βράδυ δουλειά και εκείνο... Λέω: «Πρώτα απ' όλα δεν έχω το χρόνο, πρώτον. Και δεύτερον, αυτή τη στιγμή, στο μεγάλο μου μπαμ, στη μεγάλη μου ακμή, δε θα μπερδευτεί ο κόσμος ξαφνικά να παίξω ως ηθοποιός σε μία ταινία; Μήπως είναι καλύτερα να μείνω στο συγκεκριμένο αντικείμενο και μόνο; Μην μπερδευτεί ο κόσμος, μην, μην...», χιλιάδες αναστολές. Λέω: «Πείτε του όχι». «Ξανασκέψου το», μου λέει, «Κατερίνα μου». Τέλος πάντων, ο κύριος Μάτσας είπε: «Όχι, δεν θέλει να το κάνει η κυρία Κούκα». Όμως επανήλθε μετά από λίγο και επέμενε. Μου λέει: «Να σου πω, τελειώνει το παλικάρι αυτό και είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνει, η τελευταία του ταινία, και σε θέλει διακαώς». Λέω: «Καλά, δώστε μου τη διεύθυνσή του να πάω να τον συναντήσω». Πραγματικά, λοιπόν, στην Κηφισιά έμενε ο Αλέξης, μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία τότε, και δίνουμε ραντεβού και πάω στο σπίτι του. Μου ανοίγει αυτός την πόρτα, τον βλέπω μπροστά μου και τον ερωτεύομαι γιατί ήταν σαν άγγελος ο Αλεξάκης. «Πέρασε μέσα, κάτσε στον καναπέ», οκ, αυτό και τα λοιπά. Λέω: «Κοίταξε, ήρθα να σου πω ότι δεν μπορώ να συμμετέχω, αλλά ήθελα να σε βλέπω στα μάτια και να στο λέω, για να σου πω γιατί δεν θέλω. Καταρχήν, ευχαριστώ, μεγάλη μου τιμή. Αλλά, πρώτον, εγώ κάνω πενήντα συναυλίες το καλοκαίρι, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, ιστορίες, δεν υπάρχει χρόνος. Και δεν θεωρείς ότι είναι πολύ μεγάλο το ρίσκο; Είναι η ταινία σου, πολύ ακριβό πράγμα να κάνεις μια ταινία, να δώσεις το ρόλο σ' έναν άνθρωπο που δεν ξέρουμε και το αποτέλεσμα; Μπορεί να μην κάνω; Θες να ρισκάρεις το αποτέλεσμα με μένα που δεν είναι ηθοποιός;». Μου λέει: «Λοιπόν, για να σου φύγουν και οι αναστολές... Καταρχήν, πρέπει να σου πω ότι χρήματα δεν υπάρχουν, δεν θα πληρωθείς, δεν έχουμε λεφτά». Λέω: «Δε μ' ενδιαφέρει αυτό, μ' ενδιαφέρει ότι, πιθανώς, δεν μπορώ να ανταποκριθώ στις προσδοκίες σου και του αντικείμενου», τέλος πάντων. «Λοιπόν», μου λέει, «θα κάνουμε ένα τεστ, για να πειστείς εσύ, όχι εγώ. Εγώ το είδα», μου λέει, «και το ξέρω. Σε είδα και αυτή είναι η δουλειά μου, να ανακαλύπτω ανθρώπους, συν τοις άλλοις». Λέω: «Τι θες να κάνουμε;». Μου λέει: «Κοίτα, πες μου ένα τραγούδι που σ' αρέσει». Ε, πρόχειρα του είπα «Σάββατο κι απόβραδο». «Ωραία», μου λέει. «Θέλω να μου απαγγείλεις ένα κουπλέ-ρεφρέν με τρεις διαφορετικούς τρόπους που θα σου ζητήσω. Ένας τρόπος, ας πούμε, θα μου το πεις εσωτερικά, σαν το λες στον εαυτό σου με πόνο». Του το 'πα, του το απήγγειλα. «Τώρα θέλω να μ[00:50:00]ου το πεις», μου λέει, «εξωστρεφώς, σαν να μη σε αφορά καθόλου, απλώς το διηγείσαι». Το άλλο, ξέρω 'γω, με άλλον τρόπο. Προσπάθησα να κάνω αυτό που μου λέει. Το έκανα. Και όταν τελείωσε αυτό, μου λέει: «Επείσθηκες ότι μπορείς να είσαι πολύ σπουδαία ηθοποιός; Γιατί εμένα με έπεισες». Του λέω: «Παρόλα αυτά βρε παιδί μου, θες να το ξανασκεφτείς;». «Όχι», μου λέει, «δεν θέλω να το σκεφτώ και ούτε εσύ να το σκεφτείς, γιατί θέλω να είσαι πολύ». Έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μας και έφυγα χωρίς να μπορώ να του πω όχι πια. Αυτό, βέβαια σήμαινε για μένα ότι εκείνο το τρίμηνο,-τετράμηνο, εγώ παράλληλα με την ταινία, έκανα πενήντα πέντε συναυλίες ανά την Ελλάδα. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει, ότι είχαμε όρντινο 8:00 το πρωί στο κέντρο της Αθήνας ας πούμε, και εγώ το βράδυ έπρεπε να τραγουδήσω στη Λάρισα. Είχα, λοιπόν, έναν οδηγό απ' έξω μ' ένα αυτοκίνητο και όταν τελείωνε το γύρισμα, έμπαινα μέσα στο αυτοκίνητο με μαξιλαράκι, την έπεφτα μέχρι τη Λάρισα, βαφόμουνα στο δρόμο, γιατί άλλο το θεατρικό και άλλο το κινηματογραφικό βάψιμο και άλλο το βάψιμο για να βγω στη σκηνή. Ντυνόμουνα στο αυτοκίνητο, ό,τι προλάβαινα να κοιμηθώ και έφτανα στο χώρο της συναυλίας, δηλαδή, τελευταία στιγμή που παίζανε την εισαγωγή μου. Και αυτό επί τέσσερις ώρες και μετά να γυρίσω στην Αθήνα, γιατί πάλι στις 8:00 είχα όρντινο. Αυτό μου στοίχισε μία υπερκόπωση, έπεσα κάτω στο τέλος, με ουρία, σκέψου, και με υπόταση, η μεγάλη έξι. Δηλαδή ήμουνα για νοσοκομεία στο τέλος. Τα καταφέραμε, όμως. Αυτό σαν εικόνα, που πολλές εικόνες έχω, αλλά αυτό που μου 'μεινε σαν εικόνα χαραγμένο στην ψυχή είναι ότι, προς το τέλος των γυρισμάτων, προς τα τελευταία γυρίσματα, ο Αλέξης πια είχε μπει μόνιμα στο νοσοκομείο και ερχόταν να παρακολουθήσει τα γυρίσματα σε αναπηρικό καροτσάκι, με την κυρία που τον περιποιότανε την αποκλειστική. Και είχε πια γεμίσει παντού στίγματα–

Φ.Κ.:

Το σάρκωμα αυτό...

Κ.Κ.:

Και πηγαίναμε το πρωί. Ο Αλέξης εκεί, η κυρία δίπλα του και δεν τον πλησίαζε κάνεις, λέγανε όλοι καλημέρα από απόσταση. Και εγώ, που τον είχα αγαπήσει και είχα δεθεί μαζί του πολύ... Τέλος πάντων, είχα ενημερωθεί κιόλα ότι δεν κολλάς από μια αγκαλιά AIDS. Λοιπόν, πήγαινα στο καροτσάκι, τον αγκάλιαζα: «Αλεξάκη μου, καλημέρα, αγόρι μου». Και με έσπρωχνε: «Μη, μη, μη Κατερινούλα μου», μου λέει, «μη πάθεις τίποτα». «Δεν παθαίνω», του λέω, «αγόρι μου, τίποτα. Από αγάπη δεν πέθανε κανείς, δεν έπαθε κανείς τίποτα». Και να μου δίνει οδηγίες για την κάθε σκηνή που έρχεται. Εντάξει, για αυτό σου είπα στην αρχή, μου άλλαξε τη ζωή, μου άλλαξε την ψυχή όλη αυτή η εμπειρία. Επίσης, ας πούμε, είναι μια σκηνή, που δεν μπήκε τελικά στην ταινία, γιατί μας βγήκε πάρα πολύ μεγάλη. Είναι μία σκηνή που έπρεπε να πέσω στο κρεβάτι κλαίγοντας, να σπαράξω όμως. Εντάξει, ηθοποιός δεν είμαι για να το κάνω ψεύτικα αυτό. Πολεμούσαμε, πολεμούσαμε, πολεμούσαμε να την κάνουμε τη σκηνή σε ένα διαμέρισμα κάπου στην Αθήνα, δεν μπορούσα, δεν έβγαινε. Και κάποια στιγμή, μετά από δυο ώρες, λέει ο Αλέξης: «Παιδιά, σας παρακαλώ, μπορείτε όλο το συνεργείο να βγει απ' το δωμάτιο; Βγείτε έξω, σας παρακαλώ και αφήστε μας μόνους». Και μου λέει: «Λοιπόν, άκου πώς θα βγει η σκηνή. Θέλω... Θα βγω», μου λέει, «και εγώ σε λίγο, να μείνεις όση ώρα θέλεις μόνη σου εδώ μέσα και να θυμηθείς ό,τι σε έχει πονέσει πιο πολύ στη ζωή σου. Να το θυμηθείς όμως αυτό. Ψάξε και βρες τι είναι αυτό που σε πόνεσε πιο πολύ στη ζωή σου μέχρι σήμερα. Και όταν είσαι έτοιμη, βάλε μια φωνή να μπούμε, να κάνουμε τη σκηνή». Και έμεινα μέσα σ' αυτό το δωμάτιο μόνη μου και άρχισα να σκέφτομαι και να ψάχνω την ψυχή μου... Γι' αυτό θεωρώ την υποκριτική ύψιστη τέχνη. Άρχισα να ψάχνω, λοιπόν, τι με έχει πονέσει στη ζωή μου περισσότερο απ' όλα. Ανακαλούσα, λοιπόν, στη μνήμη πράγματα που θεωρούσα μέχρι εκείνη τη στιγμή ότι είναι τα πιο οδυνηρά συμβάντα, ας πούμε. Ότι με πονέσαν πιο πολύ απ' όλα. Ανακαλούσα μνήμες, θύμησες, αυτό, σκηνές, που νόμιζα ότι με είχαν πονέσει. Τίποτα. Αρχίδια. Δεν έκλαψα, ούτε συγκινήθηκα με καμία από αυτές, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήμουνα πεπεισμένη ότι αυτές ήταν οι πονεμένες μου στιγμές, ας πούμε. Λέω, ρε παιδί μου, τι μου συμβαίνει; Ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω μες το μυαλό μου, ψάχνω μες την ψυχή μου... Τώρα να ξέρεις ότι είναι και σαράντα άτομα συνεργείο απ' έξω. Και ξαφνικά, μου 'ρχεται μία εικόνα που είμαι στο σταθμό των τρένων στη Χαλκίδα... Έχω πάει να δω το παιδί μου, γιατί πήγαινα κάθε, στο ρεπό μου και τον έβλεπα. Έχω πάει να τον δω και φεύγω με το τρένο, διότι βεβαίως δεν είχα αυτοκίνητο. Και είναι το παιδί απ' έξω από το τρένο, εννοείται, με χαιρετάει, αλλά... Το χαιρετάω και εγώ μέσα από το βαγόνι. Και εκείνη τη στιγμή, βλέπω το προσωπάκι του και είναι με τόσο πόνο και φωνάζει: «Μαμά!». Αλλά με πόνο στο πρόσωπο του μωρού. Και το τρένο έφευγε. Και εγώ έπρεπε να πάω για δουλειά. Αυτό, ξέρεις, ο εγκέφαλος έχει ένα μηχανισμό για να μην πεθάνουμε απ' τον πόνο και κάποια πράγματα τα πάει πίσω πίσω για να συνεχίσεις να ζεις. Αυτό, λοιπόν, ερήμην μου έγινε, αυτό πήγε πίσω πίσω πίσω για να μην πεθάνω, για να μην μπει μέσα μου και το αναλύσω και πεθάνω. Εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, με αυτή τη διεργασία που σου περιγράφω, ξαφνικά, μου 'ρχεται το πρόσωπο του παιδιού μου, έτσι, μ' αυτό τον πόνο. Και αρχίζω να κλαίω με αναφιλητά. Σαν να άνοιξαν δύο βρύσες και να τρέχουν τα μάτια μου... Λοιπόν, να μην μπορώ να σταματήσω, τους φώναξα, ήρθαν, κάναμε τη σκηνή, έπεσα στο κρεβάτι και σπάραξα. Ο Αλέξης έκλαιγε, ήταν πίσω απ' τις κάμερες, με έβλεπε και έκλαιγε. Δηλαδή... Και αυτή η σκηνή δεν μπήκε. Εντάξει, γιατί στο τέλος, στο μοντάζ κόβουν, ράβουν, κρατούν τα πιο σημαντικά για να ολοκληρωθεί το στόρι, ας πούμε, το σενάριο. Νομίζω ότι σου είπα πράγματα... Δηλαδή, τι σημαίνει ηθοποιός; Σημαίνει σκάλισμα της ψυχής. Ένας ηθοποιός, βέβαια που το σπουδάζει αυτό, ξέρει να το κάνει τεχνικά, έτσι; Να σπαράξει τεχνικά, χωρίς να μπει μέσα του, γιατί αλλιώς θα πεθάνει απ' τον πόνο, ας πούμε. Εγώ όμως, που δεν είμαι ηθοποιός και δεν το σπούδασα αυτό το πράγμα και δεν ξέρω με ποιο τρόπο το κάνεις, έπρεπε αληθινά να το παίξω. Αληθινά πώς να το παίξεις άμα δεν πονέσεις; Τι άλλο θες να μάθεις γι' αυτή την ταινία;

Φ.Κ.:

Η συνέχειά της, η πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης; Τι θυμάστε;

Κ.Κ.:

Ε, φώτα, δημοσιογράφοι... Προβληματίστηκαν πάρα πολύ έμαθα, εκ των υστέρων, η επιτροπή να μου δώσει κάποιο βραβείο, αλλά δεν το κάνανε, γιατί ήμουν τραγουδίστρια και όχι ηθοποιός και θεώρησαν... Για να μη γίνει καμιά παρεξήγηση. Εμένα δε με ενδιέφεραν βέβαια ούτε τα βραβεία ούτε τίποτα. Δεν το έκανα για βραβείο, εγώ το έκανα για τον Αλέξη και μόνο, μόνο για τον Αλέξη το 'κανα όλο αυτό, επειδή κοίταξα τα μάτια του και είδα πόσο πολύ το θέλει. Και ήξερα και την ιστορία, ότι δεν έχει άλλο χρόνο. Και είπα: «Σ' αυτό το παιδί δεν λες όχι». Και δεν το μετάνιωσα και ποτ[01:00:00]έ και ας κουράστηκα και ας έπεσα κάτω απ' την κούραση. Εισπρακτικά πήγε πάρα πολύ καλά. Οι δημοσιογράφοι έγραψαν ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του, θετικά όμως ήταν νομίζω όλα τα σχόλια. Μετά από αυτή μου την συμμετοχή, δέχτηκα πάρα πολλές προτάσεις για σίριαλ, για ταινίες άλλες και... Όμως εγώ έλεγα πάντοτε όχι, γιατί θεωρούσα ότι έκανα κάτι για ένα συγκεκριμένο λόγο και πρέπει να το περιφρουρήσω. Δεν είναι τώρα για να αρχίσουμε να παίζουμε σαν μαϊντανοί παντού, γιατί ηθοποιός δεν είμαι. Πολλές φορές, ας πούμε, δημοσιογράφοι: «Μα είστε και ηθοποιός». Λέω: «Μην μπερδεύεστε σας παρακαλώ και μη μου πετάτε μπανανόφλουδες για να γλιστρήσω. Δεν είμαι ηθοποιός, είμαι τραγουδίστρια, που ενίοτε παίζω με την λογική ότι δεν είναι μακριά το ένα απ' το άλλο». Διότι και στη σκηνή όταν... Ένα τραγούδι διαρκεί τρία, τρεισήμισι, τέσσερα λεπτά; Αυτά τα τέσσερα λεπτά, λοιπόν, όταν είσαι στη σκηνή και ερμηνεύεις το τραγούδι, είσαι και ηθοποιός εκείνη τη στιγμή, διότι δεν μπορεί να λες ένα τραγούδι που μιλάει για θάνατο και εσύ να γελάς. Άρα μπαίνεις στη διαδικασία της υποκριτικής. Λοιπόν, κάθε τραγούδι είναι ένας μικρός ρόλος, ένας θεατρικός μικρός ρόλος. Άρα δεν απέχει πια τόσο πολύ μακριά... Βέβαια, ηθοποιός σημαίνει φως και ποιώ ήθος, επίσης σημαίνει. Άλλο τώρα που μάθαμε πολύ εύκολα να τα βάζουμε όλα σε ένα καζάνι να βράσουν. Δεν είναι έτσι. Τι άλλο θες να μάθεις γιαβρί μου;

Φ.Κ.:

Κάτι για τη Λένα Πλάτωνος, για τη συνεργασία σας–

Κ.Κ.:

Α, φοβερή Λένα! Ε κοίταξε, όταν συναντήθηκα με τη Λένα, εγώ ήμουν ένα κοριτσάκι να πούμε, που, μόλις ίσα ίσα που είχα μπει στο στούντιο. Άπειρο, άνθρωπος δε με ήξερε... Και μάλιστα, ενώ τραγουδούσα σε λαϊκά κέντρα, βρέθηκα μπροστά σε μία δημιουργό που εκπέμπει αλλού, σε άλλο γαλαξία, τελείως όμως σε άλλο γαλαξία. Βέβαια, σαν κοπέλα η Λένα είναι μπαξές, αστέρι και με εξοικείωσε με τη συμπεριφορά της. Εννοείται ότι πήγα τρομοκρατημένη στο στούντιο, όταν ήρθε η ώρα να γράψουμε. Βέβαια, μου τα δίδαξε στο σπίτι της, πώς αυτό... Μου εξήγησε ότι: «Κοίταξε, θέλω να είσαι όσο πιο απλή γίνεται. Δε θέλω ούτε τσαλκάτζες, ούτε γυρίσματα, ούτε συναισθηματισμούς. Θέλω να είσαι η Κατερίνα». Και μάλιστα, θυμάμαι ότι δε με κούρασε και καθόλου στο στούντιο, δηλαδή ήταν σχεδόν μια και έξω, γιατί ήθελε το πρωταρχικό μου συναίσθημα. Νομίζω ότι είμαι πολύ περήφανη για εκείνη τη συμμετοχή στο «Μη Μου Τους Κύκλους Τάραττε». Και είμαι πολύ περήφανη διότι έκανα, κάλυψα πολύ ωραία, δηλαδή την εμπιστοσύνη της να με βάλει να κάνω αυτό το πράγμα η Λένα, δεν την πρόδωσα. Τα είπα καλά τα τραγούδια, έτσι όπως έπρεπε να το πω. Και μάλιστα, μια και τα ξέρεις, ακούγεται πολύ η θεατρική μου διάσταση εκεί. Η υποκριτική μου, ας πούμε, άνεση. Συμφωνείς; Ε, κάναμε κάποιες παραστάσεις. Θυμάμαι μία παράσταση, στο δημοτικό θέατρο της Πάτρας... Άλλη εμπειρία αυτή, ήταν εντελώς ξένο απ' αυτό που είχα μάθει εγώ να κάνω, πάνω σε μια σκηνή να χορεύω, να τραγουδάω και να τραγουδάει και ο κόσμος και να χορεύει και ο κόσμος. Λαϊκά γλέντια, ας πούμε. Ήταν ένα πράγμα... Από μόνη της η Λένα είναι σαν ξωτικό, έτσι σαν εξωγήινη, σαν απ' αλλού. Τότε ακόμη περισσότερο, οι κινήσεις της, η αύρα της. Μεγάλο σχολείο για μένα. Βέβαια, η Λένα εγκατέλειψε σιγά σιγά μετά, άρχισε να εγκαταλείπει, ναι, αλλά την ευγνωμονώ για την εμπιστοσύνη που μου 'δειξε. Πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος, πολύ... Νομίζω ότι η ίδια έφαγε τον εαυτό της. Από την υπερβολική της ευαισθησία. Δηλαδή, πιστεύω ότι ένα διάστημα είχε χάσει το μέτρο αυτό, της ευαισθησίας. Βέβαια, αυτό που περιγράφω τώρα είναι ίδιον των ιδιοφυών ανθρώπων και δη καλλιτεχνών. Η Λένα ήταν υπερβολικά πολλή για τα μέτρα της χώρας μας, υπερβολικά πολλή. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μάνος Χατζιδάκις είναι η μόνη συνθέτις, δημιουργός που παραδέχτηκε δημόσια. Ο Μάνος Χατζιδάκις είπε για τη Λένα λόγια που δεν είχε ξαναπεί ποτέ για κανέναν άλλον. Είπε ότι είναι το μέλλον της χώρας αυτή η δημιουργός. Και ήταν, θα μπορούσε να είναι. Αλλά, ξέρεις, ζούμε σε μία χώρα... Τώρα θα μου πεις, παντού γίνεται αυτό. Αλλά εδώ είναι τόσο πολύχρωμο το τοπίο της μουσικής σ' εμάς, γιατί είμαστε κόμβος Δύσης-Ανατολής, τέλος πάντων. Που η παιδεία δε... Ας πούμε, δεν έχουμε παιδεία κλασικής μουσικής, δεν έχουμε παιδεία, δεν είμαστε ανοιχτοί... Μιλάω για τη μάζα, έτσι; Δεν μιλάω για τους πέντε ψαγμένους ανθρώπους, γιατί πέντε είναι οι ψαγμένοι, πίστεψέ με. Μακάρι να είναι περισσότεροι τώρα. Όταν εγώ όμως το 'ψαχνα, στα νιάτα μου, ήταν πολύ λίγοι άνθρωποι αυτοί που ενδιαφέρονταν για υψηλή τέχνη. Ήταν όλοι στο «Βάλε μας κάπελα κρασί» και ντιριντάχτα. Δυστυχώς το ποσοστό είναι πάρα πολύ μεγάλο. Δεν έχουμε μουσική παιδεία. Η Λένα έπρεπε να γεννηθεί και αρκετοί άλλοι άνθρωποι σαν αυτόν τον καλλιτέχνη, θα έπρεπε να έχουν γεννηθεί σε χώρες που είναι ανοιχτές και για το καινούργιο και για τις προτάσεις τις καινούργιες, τις παντελώς καινούργιες, για τις ιδιαιτερότητες. Η Λένα, κάτι που τη χαρακτηρίζει είναι η ακραία διαφορετική από οτιδήποτε άλλο ξέρουμε σ' αυτή τη χώρα, μειονότητα, δηλαδή, ιδιαιτερότητα ακραία. Δεν έχει πολύ χώρο να αναπτυχθεί το έργο. Ό,τι έκανε, όμως, άφησε σφραγίδες... Εντάξει, το στίγμα της το έδωσε.

Φ.Κ.:

Η συνεργασία σας με τον Σπανό;

Κ.Κ.:

Α, τώρα Φωτάκο μου ανοίγεις ένα κεφάλαιο ζωής. Έχω πει πολλές φορές και θα το πω ακόμα μια, δεν θα βαρεθώ ποτέ. Ο Γιάννης είναι ο πατέρας μου στο ελληνικό τραγούδι, ο δικός μου πατέρας. Και για αυτά που μας έδωσε σε όλους, έτσι; Ακούγοντας τις μουσικές του και τα τραγούδια του. Επίσης, ο Γιάννης δεν ήταν μόνο λαϊκά τραγούδια. Ο Γιάννης ήταν ένας καλλιτέχνης που μπορούσε να γράψει από το Νέο Κύμα, που καθιέρωσε εδώ, μέχρι ό,τι μπορείς να φανταστείς. Εν πάση περιπτώσει, στη δική μου ζωή, οφείλω τα πάντα στον Γιάννη Σπανό και στο Χρήστο Νικολόπουλο, αλλά στο Γιάννη Σπανό οφείλω την καριέρα μου όλη. Και όχι μόνο γιατί έγραψε το «Σπίρτο» και ένα κάρο επιτυχίες που γίνανε μετά... Γιατί σε πάρα πολύ σημαδιακά χρόνια για μένα, πολύ καθαριστικά χρόνια για μένα, ήταν ο κολλητός μου φίλος, ήταν το κολλητάρι μου. Που σημαίνει ότι μου δίδαξε και εκτός σκηνής πώς πρέπει να σκέφτομαι και να ζω και να... Μου έδωσε, δηλαδή, συμβουλές με την ίδια του[01:10:00] τη ζωή... Ξέρεις, η συμβουλή δεν είναι, σου λέω, είναι και πώς ζω εγώ και σου δίνω το παράδειγμά μου. Ας πούμε, ο Γιάννης δεν είχε... Ήταν ο πιο απλός άνθρωπος του κόσμου. Δεν είχε... Κορόιδευε πάρα πολύ αυτούς που το παίζουν σταρ και έχουν bodyguard, ας πούμε, γέλαγε πάρα πολύ. Σκέψου ότι είχε ένα αυτοκίνητο που δεν άναβε το φλας και έβγαζε το χέρι και τον έλεγε και Περικλή, το αυτοκίνητο. «Ο Περικλής», μου λέει, «δεν έχει φλας». Έβγαζε το χέρι. Λέω: «Ρε συ, ποδήλατο οδηγείς;» «Γιατί», μου λέει, «αφού με πάει ο Περικλάκος μου». Λοιπόν, ήτανε... Έκανε παρέα ας πούμε δεκαοκτάχρονα. Καθόταν ώρες και χαχάνιζε με δεκαοκτάχρονα. Ήτανε ένα μικρό παιδί στην ψυχή πού ο εγκέφαλος εκείνος... Καθόταν στο πιάνο, ας πούμε, όταν γύρναγε τα ξημερώματα απ' τα μπεκροπιώματα και πάταγε ένα κουμπάκι από το κασετοφωνάκι και έγραφε ό,τι του 'βγαζε ψυχή του. Μου έμαθε καταρχήν να είμαι ταπεινή, γιατί και ο ίδιος ήταν ταπεινός. Κορόιδευε όλες αυτές τις σονσινσόν, να πούμε, ιστορίες που πηγαίνουν στα πάρτι, που κάθονται με τα ποτά... Τα διακωμωδούσε όλα αυτά. Ξέρεις που γλύφουν τους δημοσιογράφους, που πηγαίνουνε σε δεξιώσεις και που... Τα κορόιδευε όλα αυτά πάρα πολύ. Κάποια στιγμή, λοιπόν, τον ρώτησα... Δε θυμάμαι αφορμή, κάποιος θα τραγούδαγε στο Ηρώδειο, στο Μέγαρο Μουσικής, δεν ξέρω τι. Και του λέω: «Καλά ρε, εσύ κοτζάμ Σπανός δεν έχεις τραγουδήσει ακόμα στο Μέγαρο Μουσικής, στο Ηρώδειο;». Βάζει κάτι γέλια, χτυπιόταν κάτω. Μου λέει: «Αγαπούλα μου, εμένα τα τραγουδάκια μου κατοικούνε στις καρδιές των λαϊκών ανθρώπων. Δε χρειάζονται να πάμε στα Μέγαρα και στα Ηρώδεια και στα αυτά. Ας πάνε οι άλλοι, που είναι πιο σημαντικοί και πιο σπουδαίοι». Όταν, λοιπόν, για χρόνια ζεις δίπλα σε έναν τέτοιο άνθρωπο, γιατί σου ταιριάζει και τον κάνεις δικό σου άνθρωπο, της οικογενείας σου, γιατί είχαμε γίνει οικογένεια πια στο τέλος, δεν μπορεί παρά να ξεβάψεις και συ και να παραδειγματίζεσαι πως, αν ένας Γιάννης Σπανός που, εντάξει, είναι στους τρεις κορυφαίους συνθέτες της χώρας τούτης από πάντα και για πάντα κατά τη γνώμη μου. Αν αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, βρίσκει την αρμονία στην απλότητα και μπορεί να τη βρει με τον σκουπιδιάρη της γειτονιάς, να κάτσει να πιει ένα καφέ και να αντλήσει σοφία από αυτό, εγώ ποια είμαι που θα το παίξω κυρία Κούκα; Γελάω πάρα πολύ. Για αυτό τον θεωρώ πατέρα μου. Δεν ξέρω πώς θα κάνεις απομαγνητοφώνηση από αυτά όλα. Μιλάω και μιλάω και μιλάω.

Φ.Κ.:

Εγώ έχω καλυφθεί πάντως, άμα θέλετε να μας πείτε κάποιο, κάτι που σας έχει μείνει, κάτι τελικό αν θέλετε να προσθέσετε...

Κ.Κ.:

Θέλω να προσθέσω πως από όλη αυτή τη ζωή, μου έμεινε μια γεύση γλυκό κεράσι στο στόμα. Αισθάνομαι ότι καλά τα κατάφερα, διότι θεωρώ ότι δεν πλήγωσα κανέναν, όπου μπορούσα να βοηθήσω, βοήθησα. Εν ολίγοις, μέσα από τη διαδρομή μου απ' την τέχνη έγινα καλύτερος άνθρωπος και νομίζω πως πάντοτε αυτό ήταν το μέλημά μου.

Φ.Κ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτά που μου είπατε.

Κ.Κ.:

Και εγώ σ' ευχαριστώ που ήρθες να τ' ακούσεις και μου 'βγαλες πράγματα που δεν τα λες σε μια συνέντευξη, τυπικά. Και σ' ευχαριστώ για αυτό, δεν το έχουν όλοι αυτό το προνόμιο, αυτό το προσόν, να βγάζουν... Μόνο κοιτάζοντάς τον, έναν άνθρωπο, με αυτά τα μάτια, τα εκφραστικά και τα βαθιά, να θέλω να σου πω τα πάντα στη ζωή μου. Θα μπορούσα να σου πω τα πάντα στη ζωή μου. Σ' ευχαριστώ πολύ Φώτη.

Φ.Κ.:

Σας ευχαριστώ.

Κ.Κ.:

Όταν τελείωσε η ταινία μας, τα γυρίσματα και ήμασταν έτοιμοι για να ανεβούμε φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, έρχεται ο Αλεξάκης και μου δίνει ένα κουτάκι και μου εξηγεί ότι ο παππούς του, τον οποίο και γνώρισα, ήταν κοσμηματοποιός. Το ανοίγω, λοιπόν, και βλέπω ένα υπέροχο δαχτυλίδι μ' ένα σμαραγδάκι και μπριγιαντάκια και μου λέει: «Λεφτά δεν είχαμε να σε πληρώσουμε Κατερινούλα μου για την ταινία, αλλά ο παππούς μου το 'φτιαξε αυτό με τα χεράκια του για σένα». Καταλαβαίνετε ότι αυτό το δαχτυλίδι το φυλάω ως κόρην οφθαλμού, θα το δώσω κάποτε στην εγγονή μου.