© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η ιστορία του τσοπάνη από το Κούμανι

Κωδικός Ιστορίας
22755
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κωνσταντίνος Βουρλούμης (Κ.Β.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/07/2022
Ερευνητής/τρια
Βιργινία Βουρλούμη (Β.Β.)

[00:00:00]

Β.Β.:

Γεια σας.

Κ.Β.:

Γεια σας. 

Β.Β.:

Θα μας πείτε το όνομά σας;

Κ.Β.:

Κωνσταντίνος

Β.Β.:

Το επώνυμό σας;

Κ.Β.:

Βουρλούμης.

Β.Β.:

Εγώ είμαι η Βιργινία Βουρλούμη. Βρισκόμαστε στη Ραφήνα. Έχουμε 24 Ιουλίου 2022 και είμαστε εδώ για το Istorima. Και ξεκινάμε. Θα μας πείτε λίγα πράγματα για τη ζωή σας;

Κ.Β.:

Να σας πω. Τι ακριβώς θέλετε και πώς θα τα συναρμολογήσουμε;

Β.Β.:

Πείτε μου για τα παιδικά σας χρόνια.

Κ.Β.:

Τα παιδικά μου χρόνια… Καταρχήν, από τον καιρό που κατάλαβα τον εαυτό μου - ήμουνα 5-6 χρονών - έμεινα ορφανός από πατέρα. Ο πατέρας μου πέθανε από πνευμονία. Είχε κρυώσει στο χωριό. Και τέλος πάντων, μετέπειτα, ήτανε κι ο πόλεμος, που αποβαδήσανε στην Πάτρα οι Ιταλοί. Ήμουνα… Τότε, τα σχολειά εκλείσανε. Είχα γραφτεί στην Γ΄ Δημοτικού. Έγινε ο πόλεμος, εκλείσαν τα σχολειά. Τέλος, δεν ανοίξανε τα σχολεία. Άρχισα… Μείναμε 3 παιδιά χωρίς πατέρα. Δηλαδή, ήμαστε 3 αδέρφια. Κορίτσι δεν είχαμε. Με τη μάνα μας. Τέλος πάντων, εγώ υπήρξα ο μικρότερος. Λοιπόν, τι να κάνουμε τώρα; Φτώχεια, πείνα εκείντα χρόνια. Δεν είχαμε να φάμε, δεν είχαμε τίποτα. Τέλος πάντων, ταλαιπωρία. Και από δουλειές του χωριού. Όπως συνηθίζουν στο χωριό. Δεν έχουνε ανέσεις, δεν έχουν… Μεγαλώσαμε σιγά-σιγά και άρχισα, πλέον, αφού δεν είχα σχολειό, να ασχοληθώ με τις αγροτικές καταστάσεις, με γιδοπρόβατα και τέτοια. Και έριχνα, εκεί πέρα, στα χωράφια. Έριχνα το σπόρο, 6 χρονών. Αραβοσίτι κοντά. Το καθαρίζαμε. Μετά, το κάναμε, τότε, με τα άλογα χωράφια, γιατί δεν υπήρχαν ούτε τρακτέρια ούτε τέτοια, να έχουνε αυτό, να είναι κάμπος. Ήταν ορεινό το ωριό. Ετράβηξε κάμποσα χρόνια. Επειδή ήταν άδεια τα χρόνια στο χωριό… Μέχρι 17-18 χρονών, ασχολούμουν με όλες αυτές τις καταστάσεις όπως προείπα, αγροτικές και… Πώς να το πω; Δηλαδή, με γιδοπρόβατα, όπως το προείπα. Για καλή μου τύχη δεν ξαναπήγα στο σχολειό, γιατί δεν είχαμε και τη δύναμη. Μετά, περάσαν τα χρόνια. Να γυρίσω, τώρα, πάλι, να ξεκινήσω από την Γ΄, που είχα γραφτεί. Το έφερνα βαρέως. Επαράμεινα με αυτά τα λίγα Γράμματα, σχεδόν τίποτα δηλαδή. Ήμαστε 3 παιδιά εκεί πέρα. Δεν είχαμε περιουσία μεγάλη, για να μπορέσουμε να ζήσουμε άνετα και τέτοια. Για καλή μου τύχη, είχε έρθει μια θειά μου από την Αθήνα, αδερφή της μάνας μου, η Λαμπρινή. Είχε παντρευτεί στην Αθήνα και είχε πάρει άντρα από τον Ωρωπό, τον Παναγιώτη τον Τυροβόλη, ανάπηρο πολέμου. Ήρθε. Της λέει της μάνας μου «Ελένη, θα πάρω τον Ντίνο στην Αθήνα και όχι τον Γιάννη». Της λέει «Λαμπρινή - η συγχωρεμένη η μάνα μου η Ελένη - πάρε τον Ντίνο, αφού θες να πάρεις τον Ντίνο». Πράγματι, έτσι έγινε. Έφυγε, γιατί είχανε και περίπτερο, επειδή ήτανε ανάπηρος ο άντρας της πολέμου. Και λέει: «Θα πάμε να ανοίξουμε και το μαγαζί και θα σε περιμένουμε». Δεν θυμάμαι ημερομηνία, τον Σεπτέμβριο, ποια μέρα έφυγα, παρότι την είχα σημειώσει. «Θα σε περιμένουμε στην Αθήνα. Θα ‘ρθουμε εμείς θα σε πάρουμε» Και για καλή μου τύχη έρχομαι με έναν συμπατριώτη μου, έναν Νιότη Ηλία. Είχε 2 κόρες στην Αθήνα αυτός. Ήσαντε υπηρέτριες, η μία σε κάτι Εβραίους και η άλλη σε έναν πρώην αξιωματικό, που είχε υπηρετήσει στο χωριό ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, Μάλλιαρης. Μπαίνουμε! Εγώ δεν είχα ιδέα ούτε από καράβια, ούτε από αυτό, ούτε από θάλασσα. Μόνο βουνό και κάπελη, που λένε στο χωριό μου, δισεκατομμύρια στρέμματα. Ερχόμαστε στην Πάτρα από το χωριό, παίρνουμε το καράβι και κατεβαίνουμε στον Πειραιά. Μόλις μπήκα στο καράβι, λέω εγώ θάλασσα και λοιπά. «Αν δεν βουλιάξουμε - λέω μέσα μου - πάλι καλά!». Στον Πειραιά που κατέβηκα, όπως υπάρχει ο σταθμός, ο ηλεκτρικός σταθμός, που το είχανε πάρει η ΗΣΑΠ, «Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών Πειραιώς», όπως εξακολουθεί να είναι. Τώρα, μπορεί να αλλάξανε οι ονομασίες. Με τον φίλο μου, τον Ηλία τον Νιότη κι ένα άλλο πατριωτάκι, που ήρθαμε μαζί… Τον Γεώργιο τον Νιότη… Όχι, δεν ήρθε. Ήρθε κι ένας Λινάρδος. Αυτοί μείνανε στον Πειραιά. Εγώ έφυγα και με έφερε ο Νιότης στο Πεδίο του Άρεως, που έμενε η θεία μου η Λαμπρινή. Δεν μπορούσα να συνηθίσω. Σαν να αισθανόμουνα., δηλαδή, σαν την μύγα μες στο γάλα. Χωριατόπαιδο και μου φαίνεται ότι έπεσα στη λαβύρινθο. Δεν μπορούσα να συνέλθω. Πέρασε μία βδομάδα και πάλι το σκεφτόμουνα. Και λέω: «Θα γυρίσω, να πάω πάλι στο χωριό». Δεν είχα πει τίποτα στον μπάρμπα μου, ούτε στη θειά μου, ότι θα φύγω. Τέλος πάντων, παίρνω την απόφαση χωρίς να τους πω τίποτα. Βγάζω το εισιτήριο, για να φύγω, να γυρίσω πάλι στο χωριό. Τότε, τα εισιτήρια ήσαντε στην «Αγίου Κωνσταντίνου», τα υπεραστικά, τα Πελοποννήσου και τέτοια. Εκατέβηκα στην Αθήνα, στον Άγιο Κωνσταντίνο. Μέσα αισθάνθηκα να ανάψω ένα κερί στην εκκλησία, στον Άγιο Κωνσταντίνο. Πράγματι, άναψα κερί. Δεν είχε άλλη. Αργούσε το λεωφορείο πολύ να έρθει. Εκάθισα στα παγκάκια. Να μην σου πω ότι εκάπνισα σε 20 λεπτά - μην σου λιγότερο ή περισσότερο. Δεν θυμάμαι, γιατί δεν είχα και ωρολόγια, τότε, εγώ δηλαδή - 2,5 πακέτα τσιγάρα. 2,5 πακέτα τσιγάρα! Το σκέπτηκα, τα ξανά το σκέπτηκα. «Άγιε μου Κωνσταντίνε, βοήθησε με και δώσε μου φώτιση και δύναμη να πάρω την τελική απόφαση». Ενδεχομένως. Μετανιώνω και λέω: «Αν γυρίσω πάλι στο χωριό, θα με πάρουνε με τις κλάρες. Επήγε στην Αθήνα και ξαναγύρισε στο χωριό;». Λοιπόν, πάω στον πάγκο, εκεί που βγάζανε τα εισιτήρια και του λέω: «Ρε φίλε, δεν θα κάνω ταξίδι. Επιστρέφω το εισιτήριο, γιατί είχα τη μάνα μου εδώ και αρρώστησε και δεν θα φύγω». Και μου λέει: «Δεν τρέχει τίποτα. Πάρ' τα λεφτά σου πάλι». Ακυρώνει το εισιτήριο και έτσι δεν είπα για όλη την κατάσταση, που είχα πάρει την απόφαση για να φύγω, ούτε ότι μετάνιωσα. Ξαναγυρίζω στον μπάρμπα μου, τον Τυροβόλη και τη θεια μου. Ασχολήθηκα, εντατικά, με το περίπτερο, έστω με αυτά τα λίγα Γράμματα που… Τα έπαιρνα τα Γράμματα, άλλα ετύχανε διάφορες καταστάσεις και δεν μπορέσαμε. Μου πρότεινε ο μπάρμπας μου μου λέει: «Να σε γράψω στο σχολείο». Δεν το δέχτηκα. Να πάω εγώ, τώρα, στην Δ΄; Δεν την είχα βγάλει την Γ΄. Τέλος πάντων, στο Δημοτικό, με τα παιδά[00:10:00]κια, ολόκληρος άντρας που ήμουν, 18-19 χρονών τότε… Λέω: «Μπάρμπα, δεν θα πάω, τώρα, στο σχολείο, διότι δεν θα αισθάνομαι καλά να πάω, τώρα, με τα παιδιά μου στο σχολείο, να πούμε». «Καλά!», μου λέει. «Αφού δεν θέλεις, τι να σου πω;». Ασχολήθηκα δηλαδή. Αφού ήμουνα αγράμματος, σκέφτηκα έπειτα… Πλησιάζει ο καιρός να πάω στρατιώτης. Τότε, πηγαίναμε στρατιώτες 20 με 21 χρονών. Για 2 χρόνια ή εξαρτάται από τις καταστάσεις που ήσαντε τότε. Υπηρετούσαμε 24-27 μήνες. Άλλοι 30 μήνες.  Σκέφτηκα: «Θα πας στρατιώτης». Λέω: «Δεν έχω κανένανε εκεί πέρα». Δεν πληρώνανε λεφτά τους στρατιώτες. Παίρνανε 50 δραχμές, νομίζω; 40; Δεν θυμάμαι επακριβώς. Τον μήνα. Λέω: «Πώς θα περνάμε; Τα αδέρφια μου δεν έχουνε, ο μπάρμπας μου καμιά φορά». Σκέφτηκα να πάω στη Χωροφυλακή τότε. Πενταετής. Θα υπηρετούσα. Όταν δεν μου άρεγε το επάγγελμα, στα 5 χρόνια θα έφευγα. Είχα περιθώριο. Πάω να υποβάλω τα χαρτιά μου. Δεν με παίρνανε στη Χωροφυλακή, γιατί δεν είχα τελειώσει την ΣΤ΄ Δημοτικού. «Αμάν». Τίποτα, δεν γίνεται . Τουλάχιστον της ΣΤ΄ Δημοτικού απαραιτήτως. Σκέφτηκα, ξανασκέφτηκα. Δεν μ’ έπαιρνε ο χρόνος και λέω: «Τι να κάνω τώρα;». Προτού πάω να παρουσιαστώ στρατιώτης, κάποιος άνθρωπος που δούλευα εκεί, στο περίπτερο, δικηγόρος - δεν θέλω να πω το όνομά του - με έβλεπε. Πατριωτάκι, να πούμε, από το χωριό Δούκα Ηλίας. Και με ρώτησε… Αφού ήμουνα όπου στάθηκα, στάθηκα. Ευγενέστατος, εντάξει. «Παραιτήσου!» και τέτοια. Και μου λέει, προς απάντηση, από πού έπαιρνε την εφημερίδα «Το Βήμα». Του λέω: «Από πού είσαι;». Μου λέει. Του λέω: «Πελοποννήσιος είμαι». Από ποιο μέρος της ορεινής Ηλίας;». «Από το Κούμανι!», του λέω. «Ωχ!», λέει. «Από το Κούμανι και Αντρώνι - όπως λέει η παροιμία - ο Θεός να σε γλιτώνει». Εγέλασε εκεί πέρα. Του λέω… Κωνσταντίνος λεγόταν κι αυτός, Κοτζιάς. Αφού τελικώς, η ιστορία έχει παραμείνει, όχι από κακούς ανθρώπους, αλλά είχανε σκυλιά πολύ δυνατά, σαν μοσχάρια και από εκεί τη βγάλανε την παροιμία. «Κούμανι και Αντρώνι, ο Θεός να σε γλιτώνει. Αν περάσεις από τη Δίβρυ, θα σε φάει το μαύρο φίδι». Εγέλασε και μου λέει: «Ρε φίλε, τι Γράμματα ξέρεις;». «Είμαι αγράμματος», του λέω. «Και πώς;», μου λέει. Τέλος πάντων, έστω αυτά τα λίγα. «Σε βλέπω! Είσαι καλό παιδί, ρε φίλε, και θα σε βοηθήσω», μου λέει. «Αφού είσαι και πατριωτάκι! Πάρ' την κάρτα μου και με την πρώτη ευκαιρία, θα πας στο Υπουργείο Παιδείας και θα ζητήσεις το τάδε όνομα, λεγόμενος Σταυρόπουλος. Από την Ευρωπαϊκή Γορτυνία ήτανε τότε». Δεν θυμάμαι το χωριό. Πάντως, καλός άνθρωπος και με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Μου λέει: «Είσαι καλό παιδί και θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω».  Τέλος πάντων, μου πρότεινε ό,τι θες, τίποτα. «Θα σε γράψω στο σχολειό και θα πάρεις ορισμένα βιβλία που θα σου δώσω, να τα διαβάσεις και θα δώσεις κατευθείαν». Λοιπόν και «Θα δώσεις - μου λέει – κατευθείαν, αφού θα διαβάσεις αυτά τα βιβλία που θα σου πω και προπαντώς Ε΄ και ΣΤ΄ και μία φορά τη βδομάδα θα έρχεσαι, να σου κάνω, όταν μπορείς, φροντιστήριο. Εγώ μένω στο Παγκράτι. Θα χτυπήσεις το κουδούνι, χωρίς να είσαι επιφυλακτικός. Θα σου κάνω ορισμένα μαθήματα και θα δώσεις, στο Παγκράτι, εξετάσεις». Όπως ακριβώς με συμβούλευσε έκανα. Δίνω στο Παγκράτι, την επόμενη χρονιά, κατευθείαν στην ΣΤ΄. Περνάω την Ε΄, παίρνω βαθμό «7». «Μπράβο!», μου λέει. «Ο καλύτερος βαθμός!», μου λέει ο φίλος μου, ο Σταυρόπουλος ο Χρήστος. Δεν χάνω καιρό! Μόλις παίρνω το απολυτήριο της ΣΤ΄, αμέσως, υποβάλλω τα χαρτιά μου. Δεν είχα φύγει για στρατιώτης ακόμα. Ήσαντε τα κοινωνικά φρονήματα τότε. Αν δεν προσκομούσα τα κοινωνικά φρονήματα, δεν ήσουνα δεκτός. Ούτε σε δημόσια υπηρεσία, αλλά ούτε και στη Χωροφυλακή, στα σώματα ασφαλείας. Υποβάλλω την αίτηση στον Πύργο, να μου στείλουν κοινωνικά φρονήματα. Σε 4-5 μέρες τα παίρνω. Άριστος, άψογος στα κοινωνικά φρονήματα. Δεν χάνω καιρό. Πάω στη Χωροφυλακή και προσκομίζω το απολυτήριο που είχα, σε άλλο τμήμα. Δεν τους ενδιέφερε, εφόσον ήταν απολυτήριο Δημοτικού. Υποβάλλω τα χαρτιά μου. Μου λέει: «Εντάξει». Πάω μετέπειτα, αφού μ’ έπαιρνε ο χρόνος. Εάν και εφόσον με δυσκόλευε να βρω τα δικαιολογητικά και δεν μπορούσα να τα μαζέψω, θα πήγαινα υποχρεωτικά στρατιώτης. Πάω, μετέπειτα, στη Χωροφυλακή. Μου λέει: «Υπέβαλε τα χαρτιά σου και θα σε ειδοποιήσουμε». Το λέω στον μπάρμπα μου, τον Τυροβόλη. Θεός σχωρέστον. «Μπάρμπα - του λέω - δεν θα πάω στρατιώτης. Θα πάω στη Χωροφυλακή». Ήτανε δημοκρατικός και να μην σου πω, όπως μου είχε πει, προσωπικός φίλος του φίλου μου του Νικόλα του Πλαστήρα. «Εάν πας στη Χωροφυλακή, να τα μαζέψεις απ’ αυτή τη στιγμή και ούτε θέλω να σε ξαναδώ». Τι να κάνω τώρα; Εγώ ήθελα να έχω και τις δυο πόρτες ανοιχτές. Και να μην τα χαλάσω με τη θειά μου, γιατί δεν είχα πού να σταθώ σε περίπτωση στην Αθήνα. Και πάλι, να γυρίσω στη δουλειά μου, αν και εφόσον δεν θα καθόμουν στη Χωροφυλακή.  Το ‘φερα από δω, το ‘φερα από κεί, μετάνιωσα. Δεν πήγα στην χωροφυλακή. Αφού μου είπε ο μπάρμπας μου ότι «Μάζεψε τα φύγε από δω και ούτε θέλω να σε ξαναδώ» και αφού μου είπε: «Θα σε βοηθήσω. Αφού γυρίσεις από το Στρατό, θα σου ανοίξω μαγαζί» και λοιπά και λοιπά, το ακυρώνω, τη Χωροφυλακή. Και πάω στρατιώτης στο σώμα Υλικού Πολέμου, Αποθηκάριος. Η τύχη μου με έριξε εκεί. Με επιλέξανε επειδή είχα δουλέψει και σε πρατήριο σιγαρέτων και στο περίπτερο και με επιλέξανε αποθηκάριο. Μου άρεσε. Πήγα στο στράτευμα. Παρουσιάστηκα στο Κέντρο Τριπόλεως Νεοσυλλέκτων. Κάθισα 40 μέρες; 30; 40 μέρες καθόμαστε για βασική εκπαίδευση και μετά θα πηγαίναμε στις ειδικότητες που είχε ο καθένας. Άλλος στο ΣΕΠ, άλλος στο ΣΥΠ και λοιπά. Έρχομαι στην Αθήνα και πάω κατευθείαν στο Γουδί, το οποίο ήτανε το ΣΥΠ εκεί πέρα, το σώμα Υλικού Πολέμου. Έκατσα την υπόλοιπη ειδίκευσα, εκεί πέρα, αποθηκάριος. Έκατσα καμια τριανταριά, 40 μέρες. Μετά, παίρνω μετάθεση και με στέλνουν στην Καστοριά, στην 15η Μεραρχία, επί… Διοικητής ήταν ο στρατηγός ο Ταβουλάρης, ο Στυλιανός. Εκάθισα εκεί πέρα. Στην Κοζάνη, που πηγαίναμε, εμείναμε στα ΣΕΜ, επειδή είχε πολύ χιόνι και δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε στην Καστοριά. Και κοιμηθήκαμε - τρόπος του λέγειν! - στ[00:20:00]α ΣΕΜ, που είχαμε πάει και φύγαμε την άλλη μέρα. Πάμε την άλλη μέρα εκεί, δίπλα από τη λίμνη, που ήτανε η αποθήκη Υλικού Πολέμου. Εκεί πέρα, αρχίσανε οι υπαξιωματικοί «Ρε πώς κατεβαίνετε έτσι; Βγάλανε τους ζωστήρες. Εδώ που ήσαστε, θα περπατάτε τροχάδην. Όχι με βάδην». «Πού πέσαμε - λέω μέσα μου - ρε γαμώτο!». Εκάθισα εκεί πέρα κανα μήνα, 1,5. Εκεί, πλέον, ο διοικητής, ένας υποδιοικητής, υπολοχαγός, ο οποίος έγινε και στρατηγός - καλό παιδί και τα λοιπά – εκεί, στη Διεύθυνση του ΣΥΠ, διευθυντής του Γ4… Ό,τι χρειαζόταν το στράτευμα, ειδικά η 15η Μεραρχία ήτανε δια μέσου του ΣΥΠ, του Γ4, το λεγόμενο. Εκεί, υπηρετούσε διευθυντής του γραφείου του Γ4… Λεγότανε αντισυνταγματάρχης Μυλωνάκος Βασίλειος - Θεός σχωρέστον - από την Φράγκα της Σπάρτη. Δεν τον γνώριζα, βέβαια, εγώ. Με φωνάζει ο Οικονόμου και μου λέει: «Βουρλούμη, ξέρεις να πας στον διευθυντή, να του ζητήσεις ορισμένα ξυλά για την σόμπα;». Του λέω: «Κύριε διοικητά, μεγάλωσα στην Κάπελη και έχω συνηθίσει που φύλαγα τα γιδοπρόβατα. Δεν έχω γεννηθεί στα… Που ανέβαινα και στα δέντρα καμια φορά». «Μπράβο». Γέλασε ο διοικητής, ο κύριος Οικονόμου. Πάω κι εγώ τώρα. Μέσα στο επάγγελμα μου. Ήθελα τσεκούρι. Έρχεται το μεσημέρι, βρίσκει μια σόμπα… Φούρνος. Μόλις ήρθε, τον χαιρετάω κανονικά, ιεραρχικώς. Με ρωτάει: «Από πού είσαι;». Του λέω: «Πελοποννήσιος είμαι, κύριε διοικητά, κύριε διευθυντά». Του είπα από πού και τέτοια. Του λέω: «Είμαι ορεινός». «Μπράβο!», μου λέει. «Μου έκοψες ξύλα πρωτότυπα! Όσοι έχουνε περάσει από δω πέρα, άλλος ήτανε στραβά, άλλος δεν τα είχε καλά. Βγάζανε όλο κάπνα». Έμεινε πολύ ευχαριστημένος. Τον παίρνει ο Οικονόμου και του λέει: «Κύριε διευθυντά, πώς τα πήγες με τον Κώστα, τον στρατιώτη;». «Ο καλύτερος στρατιώτης είναι», του λέει. Με τα λόγια που του είπε, μου λέει: «Έμεινε πολύ ευχαριστημένος ο διευθυντής, Βουρλούμη. Είσαι διαθέσιμος, είσαι διατεθειμένος να σε στείλω πάλι στην Αθήνα, επειδή είσαι αποθηκάριος, να παραλάβεις τα επιστρεφόμενα υλικά από την Καστοριά στο Ρουφ, να τα παραλαμβάνεις, να τα πηγαίνουμε στο Γουδί;». «Όπου με διατάξετε, θα πάω!». Άλλο που δεν ήθελα εγώ για την Αθήνα. «Όπου με διατάξετε, θα πάω». «Θα πας για 1 μήνα, 2 μήνες και βλέπουμε, να μην στείλω κανένα άλλονε, μην αρχίσει να τα πουλάει στο Γιουσουρούμ», δηλαδή στο Μοναστηράκι, δηλαδή το λέγαμε Γιουσουρούμ εκείνα τα χρόνια. Γυρίζω και μένω στο κονάκι που έμενα, στον μπάρμπα μου. Στο σπίτι. Τα λέω χωριάτικα ακόμα εγώ. Δεν πειράζει. Για να γίνομαι και αντιληπτός.  Λοιπόν, ασχολήθηκα και προσκολλήθηκα στο τάγμα στο Γουδί. Είχε τάγμα το Γουδί και ήσαντε, καμιά φορά, άλλοι στρατιώτες που είχανε διάφορες ειδικότητες και προσκολλήθηκα κι εγώ εκεί πέρα. Επί διοικητή… Ήτανε στο τάγμα ένας λοχαγός, διαμάντι άνθρωπος, λεγόμενος Στεφανόπουλος Δημήτριος. Κι αυτός από την Ορεινή Ηλείας η καταγωγή του. Τα πηγαίναμε καλά εκεί πέρα. Κάθε μήνα, επικοινωνούσαμε δια του τηλεφώνου και μου λέγανε από την αποθήκη επιστρεφόμενων ειδών στην Καστοριά, λεγόμενη Αποθήκη επιστρεφομένων ειδών, «Θα παραμείνεις, Βουρλούμη». Όλο αυτό το διάστημα, για 1 μήνα, πάντα ρώταγε. «Όχι, είναι καλός στρατιώτης και θα παραμείνει ο Βουρλούμης». 1 χρόνο εκάθισα στην Αθήνα και επήγα. Επαρέδωσα το όπλο και λοιπά και λοιπά και παίρνω τ’ απολυτήριο από την Καστοριά και ξαναγυρίζω, πάλι, στην παλιά μου κατοικία και με τον μπάρμπα και με τη θεια, που λένε στο χωριό μου. 

Β.Β.:

Να σε ρωτήσω κάτι;

Κ.Β.:

Ναι.

Β.Β.:

Θα σε ρωτήσω κάτι. Θα σε γυρίσω στο χωριό. Πώς ήτανε η Κατοχή; Πού ήσουνα εσύ; Έφηβος ήσουνα; 13; 14; 

Κ.Β.:

Βεβαίως.

Β.Β.:

Πώς ήτανε; Τι τρώγατε; 

Κ.Β.:

Τι πεινά! Με 2 «π» μπροστά! 

Β.Β.:

Τι γινότανε;

Κ.Β.:

Πολύ. Τρώγαμε… Δεν είχαμε τίποτα! Μπορεί να σου πω, τον μήνα, αν βρίσκαμε 2 κιλά αλεύρι καλαμπόκι, που λέμε αραβοσίτι και τρώγαμε όχι για χόρταση. Ίσα, να πούμε. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Πείνα άνευ προηγουμένου. Και καμιά φορά, είχαμε και καμιά κότα.. Και όπως είπαμε, από την αγροτική κατάσταση, ζωοτροφία εκεί πέρα και τα λοιπά και έτσι τη βγάζαμε. Λάδι δεν υπήρχε. Τίποτα άλλο! Οικονομική ευχέρεια… Το επαναλαμβάνω και πάλι! Πεινά! Πείνα! Εμείς, καμιά φορά, εκεί πέρα, είχαμε δοκιμάσει… Δεν βρίσκαμε τίποτα να φάμε. Έχει 3 ποιότητές που βγάζουνε βελανίδια. Έχει το πουρνάρι το λεγόμενο, που είναι δηλητήριο το βελανίδι αυτό. Έχει το άλλο το δέντρο. Κι αυτό πιο γλυκύτερο. Και το ημεράδι, που είναι ήμερο αυτό. Το τρυπάγαμε με καμιά… Δεν είχαμε. Κάνα κατσαβίδι καμία πρόγκα και το βάζαμε στο νερό, να ξεφαρμακώσει λίγο και το ψήναμε για κάστανα. Από την πείνα δηλαδή. Το βάζαμε στο σακί, μες στο ποτάμι. Το παίρναμε, το τρυπάγαμε, βάζαμε ξύλα και τέτοια και τα ψήναμε στη χόβολη. Πολλή δυστυχία. Πολλή δυστυχία τότε. Προπαντός, ’41-’42. Μέχρι τα '40. Μετά, ήτανε ο ανταρτοπόλεμος, μετά άρχισε ο ανταρτοπόλεμος και εκεί, κι εγώ ο ίδιος με επιστρατεύσανε. Με πιάσανε στα πρόβατα, που ήμουνα, με άλλα πατριωτάκια, που ξέρανε πού μέναμε, που μέναμε στις στάνες τότε και μας μαζεύανε. «Μάζεψε τα και έλα μαζί μας». Κι εκεί, τα κατάφερα. Εκεί πέρα φυλαγόμαστε, για να μη μας πιάσανε. Αφού, τελικώς, όμως, πόσο να φυλαχτούμε, τώρα, στο χωριό; Αντάρτες τα ξέρανε όλα τα κατατόπια, διότι είχανε χωριανούς πληροφοριοδότες της ίδιας παρατάξεως, οπότε εβαδίζανε στα σίγουρα. Το παλέψαμε, ύστερα από τόσα και τόσα. Μετά, ελιγόστεψε που ήρθε κάτω η 9η Μεραρχία. Ήρθε αρχές ’48-’49 και διοικητής ήτανε ο Στρατηγός Τσακαλώτος. Αρχίσανε, μετά, καταστροφή, να πούμε. Βίος και πολιτεία. Πήγα εκεί, αλλά δεν κάθισα μία εβδομάδα. Με διώξανε, γιατί ήμουνα και μικρός και θέλανε να παίρνουνε απολυμένους από στρατιώτες οι αντάρτες που είχανε υπόψη τους, που ξέρανε από όπλο, ξέρανε από τέτοια. Όχι τους άλλους, που ήσαντε τσοπάνηδες. Γιατί τίποτα άλλο ο τσοπάνης δεν ξέρει. Είναι τσοπάνης. Ούτε όπλα. Και τα όπλα ήσαντε δυσεύρετα. Δεν ήτανε… Τέλος πάντων, αφού με διώξανε κι εμένα, εξανακάνανε. Ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός μου και θέλανε να πάρουνε αυτόν. Αφού στο σπίτι πήγανε στη μάνα μου και της λέει: «Εάν και εφόσον δεν παρουσιαστεί ή μάλλον ο γιός σου ο μεγαλύτερος, που έχει απολυθεί από στρατιώτης, θα σου βάλουμε φωτιά στο σπίτι». Μαζευόμαστε, τώρα, εμείς, 3 παιδιά και η μάνα μου, και λέμε: «Τι να κάνουμε;». «Να μην πάω, θα σας κάψουν το σπίτι». Τέλος πάντων, πήρ[00:30:00]ανε τότε, μαζί με τον αδερφό μου, ούτε καν 18, καν 22, παιδιά της ίδιας κατάστασης, τα χρόνια, τα επιστρατεύσανε, δηλαδή, εκεί πέρα και πήγανε στο αντάρτικο. Δηλαδή, πήγανε… Τους πήρανε στο αντάρτικο. Επήρε απόφαση «Αν μη μείνουνε στον δρόμο και θα με πιάσουνε εμένα κάποια στιγμή και θα έρθω δια της βίας. Δεν πρόκειται νια γλιτώσω, αν δεν φύγω από το χωριό. Και πού να πάω κι εσείς τι θα κάνετε;». Τέλος πάντων, πάει. Εκάθισε εκεί κάμποσο καιρό. Και πείνα. Προλάβαμε την ψείρα και έπεφτε η ψείρα, τότε, εκεί πέρα. Ψείρα να περπατάει απάνω σου και να τη βλέπεις.  Κάθισε, τα κατάφερε έπειτα μετά από αρκετό καιρό. Ταλαιπωρήθηκε και λοιπά και παρουσιάστηκε στο Στρατό. Βέβαια, πέρασε ανταρτοδικείο. Όχι. Στρατοδικείο τότε. Δεν δικάστηκε. Ετότε, μετέπειτα, αφού ησυχάστηκε η κατάσταση, μεταξύ δηλαδή, όπως προείπα, ’48-’49, που ήμουνα ακόμα στο χωριό, που ήρθε η 9η Μεραρχία και καθάρισε σχεδόν όλη την Πελοπόννησο, το αντάρτικο δηλαδή. Πέσανε πολλά κορμιά, πολύς κόσμος. Μετέπειτα, αφού μαζευτήκανε, τότε έφυγα εγώ και ήρθε το άλλο, που πήγα στην Αθήνα και πέρασα τα υπόλοιπα. Αυτά είναι όλη η κατάσταση και η ταλαιπωρία που τη ζήσαμε όλο το χωριό και όλη η Ελλάδα. Μετέπειτα, τέλος πάντων, αφού γύρισα, έψαχνα στους πολιτικούς τότε, γιατί δεν γνώριζα, αφού ήθελα να βρω καμιά δουλειά. Μου λέει ο μπάρμπας μου, μόλις γύρισα. Μου λέει: «Δεν έχουμε πολλή δουλειά στο περίπτερο. Φρόντισε να βρεις καμιά δουλειά». Πήγα να του πω: «Εσύ μου υποσχέθηκες ότι με το γύρισμα ότι δήθεν δεν με άφησες στη Χωροφυλακή, ότι θα μου ανοίξεις μαγαζί» και λοιπά. «Ναι, δεν έχουμε» και τέτοια. Δεν ήταν και σε καλό σημείο, να έχει κίνηση το περίπτερο. Έψαχνα 2 χρόνια σχεδόν με τους πολιτικούς. Με κοροϊδεύανε. Δεν θέλω να πω ονόματα. Από την Ηλεία βέβαια, αλλά και γενικά, που τους είχα ακούσει, αλλά και που τους ψήφιζα, προτού φύγω για Αθήνα, στο χωριό. Από φίλους επροσπάθησα, διότι δεν μου δίνανε. Αφού δεν είχα πάρει της ΣΤ΄, δεν μπορούσα να βγάλω. Έχω χρηματίσει εισπράκτορας στα ΚΤΕΛ, που υπήρχαν, παλιά, τα ΚΤΕΛ τα ιδιωτικά. Έβγαλα δίπλωμα επαγγελματικό, που είχανε απαραιτήτως, αλλά δεν μου δίνανε της ΣΤ΄ Δημοτικού απολυτήριο. Βρήκα μία δουλειά από φίλους, από έναν φίλο που με αγάπαγε. Και πάω, αφού απολύθηκα. «Κύριε Συνταγματάρχα…», του λέω. Είχα μάθει ότι είχε πάρει αδερφή του Σταμάτη του Πίτσου, που ήτανε, σχεδόν, εκείνα τα χρόνια, δυνατή εταιρεία, που είχε ψυγεία, σόμπες με τα φυτίλια, με τα τέτοια, με τα άλλα. Δυνατή εταιρεία και ήτανε «Πουλίου 6», στους Αμπελοκήπους. Δεν μου άρεσε και τόσο αυτή η δουλειά, συνέχεια στις πρέσες, στις μουντζούρες, στα νικελοτήρια, που έβγαζε κουταλοπήρουνα και διάφορα άλλα. Είχε τα πρώτα ψυγεία τότε. Δυνατή εταιρεία και καλός επαγγελματίας ο Σταμάτης ο Πίτσος. Είχε πάρει αδερφή, όπως προείπα, o αντισυνταγματάρχης Γιανακούλιας, αδερφή του Πίτσου. Και πάω, τον βρίσκω. Δεν είπα εγώ ότι «Έχετε πάρει την αδερφή του Πίτσου». Και του λέω: «Μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε, κύριε; Δεν μπορώ να βρω δουλειά από τώρα που έχω 1 χρόνο απολυθεί». Και μου λέει: «Θα πας, εκ μέρους μου, στο “Πουλίου 6”, στον Θων - ήταν το τέρμα του λεωφορείου που πήγαινε Θησείο και τέτοια, τα ΚΤΕΛ τότε - και θα πεις: “Έρχομαι απ’ τον συνταγματάρχη Γιανακούλια». Και μου λέει ο λογιστής του… Πού τον ξέρεις - μου λέει - τον Γιανακούλια;». «Τον είχα γνωρίσει στην ΑΒΥΠ, που παράγγελνα υλικά και από κει τα πηγαίναμε και καλά. Είχα παρτίδες με το λογιστήριο εκεί, στην ΑΕ που λέγαμε, εκεί πέρα, επιστρεφόμενων ειδών και χορηγήσεως υλικά, που λέγαμε εκεί πέρα, σε κάποιον εκεί πέρα διοικητή που ήταν, ένας υπολοχαγός, Πετρόπουλος». Σε μία βδομάδα, μου λένε: «Να έρθεις, να πιάσεις δουλειά». Πράγματι, επήγα. Έφευγα από το Πολύγωνο και ερχόμουνα στους Αμπελοκήπους με τα πόδια. Και το εισιτήριο είχε ένα πενηνταράκι ετότε. Έπαιρνα απάνω τη «Λεωφόρο Αλεξάνδρας», τη «Ραγκαβή», μετά τις φυλακές Αβέρωφ, που ήσαντε φυλακές τότε και πήγαινα με τα πόδια. 06:00 έως τις 14:00. Τέλοσπαντων, δεν ήμουνα και τόσο ευχαριστημένος από τη δουλειά, δηλαδή συνέχεια δούλευα, και νύχτα καμιά φορά, στο νικελοτήριο, στα κουταλοπήρουνα και τα διάφορα. Απάνω στο χρόνο έφυγα. Είχα πάρει την άδεια εισπρακτόρου. Στις 14:00 έφευγα από του Πίτσου, στους Αμπελοκήπους και πήγαινα στην Ακαδημία, που ήσαντε οι αφετηρίες όλων των γραμμών των λεωφορείων. Επί της Ακαδημίας, επί της παρόντος, από πάνω από την «Πανεπιστημίου» και λοιπά. Επήγαινα εισπράκτορας. Φαγητό ετρώγαμε στα όρθια, εκεί πέρα. Έπαιρνα καμιά φέτα, λίγο ψωμί. Πολλές φορές, επαίρναμε το τελευταίο δρομολόγιο από τη Βάρκιζα, από τη Βούλα, 00:30. Ώσπου να έρθουμε στην Αθήνα, επήγαινε 01:00 και βάλε. Τι να κάνω τώρα; Να πάω να περιμένω το υπηρεσιακό, που μας έπαιρνε; Τι ώρα θα περάσει; Και αν πέρασε τώρα, θα περιμένω αρκετή ώρα για να περάσει. Από την Ακαδημία, μέχρι το Πολύγωνο, με τα πόδια. Επήγαινα εκεί πέρα. Τι να ξαπλώσεις τώρα, ώσπου να… Νηστικός. Μου είχε αφήσει η θεια μου, εκεί πέρα, λίγο φαγητό. Ώσπου να με πάρει ο ύπνος, να ξεκουραστώ λίγο.

Β.Β.:

Τι ηλικία είχες τότε;

Κ.Β.:

Εγώ;

Β.Β.:

Πόσο χρονών ήσουν;

Κ.Β.:

Ήμουνα 20… Επήγα 21-22 στο Στρατό. 25 χρονών ήμουν. Ολόκληρος άντρας και λοιπά. Αλλά ήμουνα πολύ δυνατός. Δεν είχα κωλώσει ποτέ.. Έκανα και του εισπράκτορα τη δουλειά. Σε ένα ταμείο ασφαλισμένος. Δεν μπορούσα στα 2 ταμεία, τα οποία δεν πιαστήκανε τα ένσημα που δούλευα εκεί. Εκάθισα κάνα-δυο χρόνια. Άρχισα, μετά, να… Ταλαιπωρία. Τη σταμάτησα, λίγο, τη δουλειά και τις επόμενες ώρες δούλευα στο περίπτερο, αφιλοκερδώς βέβαια. Δεν θα έπαιρνα λεφτά από εκεί πέρα, αφού στο σπίτι έμενα και έτρωγα και έπινα. Δεν μπορούσα να ζητήσω λεφτά και λοιπά. Εκάθισα εισπράκτορας. Δεν με έδιωξε κανένας σε όλα τα επαγγέλματα που είχα αλλάξει και είχα κάνει καφετζής, είχα κάνεις βοηθός σερβιτόρος, είχα κάνει σε κυλικεία και τέτοια. Εκάθισα κάμποσο καιρό. Ήμουνα 27 χρονώ.  Μο[00:40:00]υ κάνανε ένα προξενιό από το χωριό. Για να πάρω την κυρά-Βέργω. Το παρατσούκλι… Μπάρλα. «Πες το παρατσούκλι, για να τον βρούμε αυτόνε που θέλουμε. Ποιος Κούτρας και ποιος Βουρλούμης». Τέλος πάντων, δεν δέχτηκα δηλαδή. Μου είχανε προτείνει για να παντρευτώ στον Ωρωπό. Και αυτό μου το πρότεινε ο μπάρμπας μου ο Τυροβόλης. Και μου λέει: «Ανιψιέ, αν παντρευτείς και πάρεις την ανιψιά μου, θα σου δώσω 30 στρέμματα χωράφι στον Ωρωπό, ποτιστικό». Του λέω: «Μπάρμπα, δεν θα παντρευτώ ακόμα, διότι μπορεί καμιά φορά, μεταξύ αστείου και σοβαρού, “Τι είχες;” μπορεί να μου λέγανε, “Σε πήραμε και σε κάναμε”», πράγμα το οποίο θα το αρνούμουνα. Δεν θα το καταδεχόμουνα. Πιθανόν, να μη μου λέγανε τίποτα, αλλά εγώ ήμουν επιφυλακτικός, μην τυχόν μου πούνε τις λέξεις αυτές. Οπότε, το διαλύσαμε. Οπότε, του λέω: «Δεν θα παντρευτώ, μπάρμπα». Του λέω: «Σε ευχαριστώ πολύ για την εκτίμηση» και λοιπά. Το ακύρωσα αυτό. Κάτι άλλο μου προτείνανε. Είπα: «Όχι» και παράμεινα στην κυρα-Βέργω, που πηγαίναμε… Δεν είχαμε διαφορά στο σχολειό. Αυτή ήτανε το ’29. Εγώ ήμουνα του ’30. 2 χρόνια διαφορά. Λέω: «Όχι! Θα πάρω τη γυναίκα αυτή, που την ξέρω και με ξέρει». Πράγματι! Παντρευτήκαμε. Δουλειά, βέβαια, ήτανε τότε όχι εύκολη, αλλά δεν είχα μονιμοποιηθεί ακόμα σε δουλειά, για να είμαι σίγουρος. Αφού πλησίαζαν τα χρόνια, 2 χρόνια ήμουνα αρραβωνιασμένος. Μετά, της φτιάξανε ένα σπιτάκι εδώ, προς τον Άγιο Φανούριο, εκεί πέρα και λοιπά και παντρευτήκαμε. 

Β.Β.:

Όταν ήσασταν αρραβωνιασμένοι, ζούσατε χώρια;

Κ.Β.:

Ναι, χώρια ήμασταν. Χώρια, βεβαίως.

Β.Β.:

Εσύ..

Κ.Β.:

Εγώ στο κονάκι μου, στους θείους μου και η Βέργω, πάλι, στη θεία της, αδερφή της μάνας της, στα Μυκονιάτικα τα λεγόμενα. Από τότε και συνεχίζονται να είναι η γειτονιά «Μυκονιάτικα». Λοιπόν, για να κατοικήσουμε, το φτιάξανε τότε. Δεν υπήρχε σχέδιο. Τα σπίτια τα φτιάξανε εκεί πέρα όποιος έφτιαχνε. Συνήθως, τα δουλεύανε τη νύχτα. Οπότε, τη δουλειά της νύχτας- λέει στο χωριό μου η παροιμία - τη βλέπει η μέρα και γελάει. Της λέω: «Γυναίκα, είναι κατάλληλο. Δεν μπορούμε να κατοικήσουμε εδώ πέρα. Δεν μας παίρνει». Μας παίρνει, αλλά ούτε τίποτα. Δεν είχε φτιάξει. Χωροφυλακή κάθε μέρα, πότε τα νερά μας ήτανε, πότε τη μάντρα μας σπάζανε. Βίος και πολιτεία. Έμεινε όπως ήταν εκεί πέρα και το νοικιάσαμε σε κάνα-δυο εργένηδες εκεί πέρα και κάτι λίγα λεφτά παίρναμε. Κάνα κατοστάρικο. Αποφασίσαμε, γιατί μ’ άραγε η γειτονιά εδώ, προς την Κυψέλη, γιατί εκεί ήτανε η πιο καλύτερη γειτονιά, η λεγόμενη «Φωκίωνος Νέγρη». Ίσον Κολωνάκι, εκείντα χρόνια. Ή να μην πω το πρώτο το Κολωνάκι και δεύτερη η «Φωκίωνος Νέγρη», εδώ, στην Αθήνα. 

Β.Β.:

Θυμάσαι την περιοχή, να μου την περιγράψεις τότε πως ήτανε; 

Κ.Β.:

Η «Φωκίωνος Νέγρη»; Πλουσιότατη. Και από καταστήματα και από σημείο και από… Πώς τα λένε που βγάζουν το νερό; Που πετάνε…

Β.Β.:

Σιντριβάνια!

Κ.Β.:

Ακριβώς! Μέχρι την «πλατεία Κυψέλης». Από την «Πατησίων», που ξεκίναγε, ανέβαινε επάνω η «Φωκίωνος Νέγρη» μέχρι την πλατεία. Η πιο μεγαλύτερη και η πιο αυτή περιοχή. Πολύ ωραία περιοχή. Γιατί είχε καλό κόσμο. Τέλος πάντων, καθίσαμε. Εκεί βρήκαμε ένα σπίτι και εκεί εταλαιπωρήθηκα, για να βρω μια δουλειά. Έλεγα να ανοίξω μαγαζί. Πάλι, είχα μαζέψει από διάφορα που έκανα, διάφορες οικονομίες, κάτι λίγα λεφτά. Ήμουνα μόνος μου. Δεν είχα εμπιστοσύνη για να βρω. Δεν είχαν έναν άνθρωπο να με συμβουλέψει, για να ανοίξω ή για να με βοηθήσει από οτιδήποτε δυσκολίες συναντήσω για το μαγαζί. Ο ένας ίσον κανένας, όπως λέει και η παροιμία. Εφοβήθηκα. Λέω: «Θα τα χάσουμε και τα λεφτά και ενδεχομένως να μείνουμε στον δρόμο». Δεν αποφασίζω να ανοίξω μαγαζί, αφού δεν είχα κανένα και βοηθό και κανένα άλλο άνθρωπο να με συμβουλεύσει και να με βοηθήσει. Βρήκα μία άλλη δουλειά εκεί πέρα, την οποία ήτανε λίγο κουραστική, σαν τύπου βοηθός, ας πούμε, σερβιτόρου και μαγείρου και είχα απέναντι, στο περίπτερο που δούλευα, είχανε εστιατόριο ένας φίλος που είχε έρθει από το… Όλοι οι προσφυγές στο Πολύγωνο… Ήταν όλο προσφυγικό. Τους είχε μαζέψει ο Ελευθέριος Βενιζέλος από την Τουρκία που έγινε τότε, το ’18, το ’22 και τα λοιπά. Όλο το Πολύγωνο ήσαντε πρόσφυγες. Η Νέα Σμύρνη το ίδιο. Η Νέα Ιωνία περισσότερο. Κάθισα κάμποσα καιρό εκεί πέρα. Εβρέθηκε ένας άνθρωπος γνωστός και μου λέει: «Ξέρεις τίποτα;». Είχε στην «οδό Άνδρου» ένα σπίτι εκεί πέρα και με αγάπαγε ιδιαίτερα και μου λέει: «Πηγαίνετε εκεί, να καθίσετε και δεν θέλω να μου δώσετε ενοίκιο. Όποτε έχετε…». Πράγματι, αφού παντρευτήκαμε, στις 27 Σεπτεμβρίου του '58, έτσι μείναμε αρκετά χρόνια. Μετέπειτα, εκεί που καθόμαστε, εγνώρισα μία συγκάτοικο… Ήτανε ιδιαιτέρα του Υπουργού τότε. Και μου λέει: «Κώστα. Είχα και άλλη. Στο διάστημα αυτό είχα πιάσει ένα κυλικείο με έναν κουνιάδο μου στο ΠΙΚΠΑ. Και εκεί καλά ήτανε. Δεν έβγαζα, βέβαια, πολλά λεφτά, αλλά εν πάση έβγαινε, κάπως, το μεροκάματο και δεν είχα άλλες ταλαιπωρίες δεξιά-αριστερά. Το κράτησα κάμποσο καιρό αυτό το κυλικείο. Μετέπειτα, βρίσκω ένα κυλικείο στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο και μου λέει ένας κουνιάδος μου «Κώστα, είσαι να πάρουμε; Το πουλάει το κυλικείο, γιατί ανοίξανε μαγαζί». Τότε, ήσαντε οι ραφτικές μηχανές στην «πλατεία Μαβίλη». Άνοιξε μαγαζί αυτός που είχε το περίπτερο εκεί πέρα. Ένα 50%, διότι τα περίπτερα αυτά του Ιπποκράτειου είχανε δύο αναπήρους, ο ένας 100% και ο άλλος 18% αναπηρία. Βέβαια, ο άλλος ήτανε και τα δυο πόδια κομμένα, επί καταστάσεως τότε, το ’18 νομίζω. Ήτανε ανάπηρος πολέμου. Μου λέει ότι «Ξέρεις τίποτα; Δεν έχω λεφτά εγώ να του δώσω το μερτικό μου, να το πάρουμε». Του λέω: «Δεν πειράζει, κουνιάδε! Θα τα βάλω εγώ τα λεφτά και θα τα βρούμε». Πράγματι, έτσι και έγινε! Εκεί έβγαινε κάπως το μεροκάματο π[00:50:00]ιο άνετο και πιο καλό. Σε όλο το διάστημα αυτό και πάλι δεν επαναπαυόμουν. Όλο και κάτι έψαχνα, για να βρω κάτι το καλύτερο, όπως πράγματι και βρήκα. Στο διάστημα αυτό, όπως προείπα και προ ολίγου με το Βιομηχανίας το Υπουργείο. Ήτανε ο φίλος μου, ο Γιάννης ο Ζίγδης, Υπουργός Βιομηχανίας. Στο Υπουργείο αυτό, εκείντα χρόνια, υπαγότανε και η ΔΕΗ. «Θες να σε βάλω στη ΔΕΗ;». «Άσε με, ρε Αθηνά!», της λέω. «2 χρόνια με τους πολίτικους έχω πικράν πείραν. Δεν υπάρχουν πιο ψεύτες, πιο…». Κι εγώ δεν ξέρω πόσα της είπα. Όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, εκτός αν ήτανε κάτι προσωπικός φίλος, να σε εξυπηρετήσει και δει περισσότερο. Ο γραμματέας του γινότανε οι δουλείες εκεί πέρα, γιατί ήτανε το κλειδί σε κάθε πολιτικό γραφείο. Ήτανε ο γραμματέας του Υπουργού. Από αυτόνε περνάνε τα πάντα. Τέλος πάντων, δεν τα κατάφερα εκεί πέρα. Με κοροϊδεύανε κάτι πολιτικοί. Επί καταστάσεως και Στεφανόπουλου και Πολυζωγόπουλου και Κοντογιαννόπουλος. Όλοι αυτοί ήταν Πύργιοι. Όλους τους είχα ενοχλήσει. Κανένας δεν με εξυπηρέτησε, όπως είπα. Μου λέει: «Θέλεις;». Της λέω… Εντάξει! Και η ΔΕΗ, εκείνα τα χρόνια, ήταν καλή εταιρεία και καθαρή εκείνα τα χρόνια. Άλλο, αργότερα, που αρχίσανε, άλλα που την πωλήσανε, από πολιτικούς και συμφέροντα, πολιτικά. Ούτε που με ενδιαφέρει, να ψάξω να βρω την άκρη. Δεν μου πέφτει λόγος. Πράγματι, της λέω: «Υπέβαλλε μια αίτηση. Ό,τι θες γράψε, ώστε να την υπογράψω, εν λευκώ». Και πράγματι, η κοπέλα… Ήτανε ανύπαντρη ακόμα. Το πήρε προσωπικό το θέμα μου και πράγματι με βοήθησε και ο Θεός να της δίνει υγεία και καλοσύνη. Αν έχει βιώσει, ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει τέτοιους ανθρώπους, ευεργέτες και καλούς και βοηθάνε ανθρώπους αδύναμους. Σε μία βδομάδα, μου λέει: «Ξέρεις τίποτα;». Λαμβάνω μία επιστολή από την παλιά εταιρεία. Υπαγόταν… Ακόμα δεν ήταν εξ ολοκλήρου να την αγοράσει η ΔΕΗ, η λεγόμενη ΗΕΑΠ, «Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών-Πειραιώς». Την είχαν οι Εγγλέζοι τότε. Τέλειωνε, όμως, η σύμβαση τους και την πήρε η ΔΕΗ. Την εξαγόρασε μετέπειτα. Και γι’ αυτό πήγε… Για να μην πω. Μου στέλνει μία επιστολή, «Παρακαλείσθε, όπως προσέλθετε για υπόθεση σας “Κοραή 4”». Όπως προείπα, θέλανε τότε και πάλι κοινωνικά φρονήματα. Σε 2 μέρες τα κοινωνικά φρονήματα μου ήρθαν τηλεγραφικώς από τον Πύργο. Τα προσκόμισα και με έπαιρνε ακριβώς η χρονολογία που γινότανε να με προσλάβουνε. Ήταν ακριβώς που με έπαιρνε. 2 μήνες αργότερα ή 3 δεν θα με έπαιρναν, όπως είπε ιεραρχικώς. Πράγματι, τα υπέβαλα τα χαρτιά. Λαμβάνω επιστολή δεύτερη από την «Κοραή 4», στις 27 Μαρτίου του 1965, νομίζω. Το θυμάμαι. 23 Μαρτίου. Και μου λένε: «Θα πάτε στην Έλαΐδα». Ήτανε τεχνική η Υπηρεσία που με στείλανε κοντά στου Παπαστράτου το εργοστάσιο, προτού περάσουμε την γέφυρα. Η «Ελαΐς», η λεγόμενη το οποίο υπάρχει ακόμα, επί της «Πειραιώς» βέβαια. Για καλή μου τύχη, εκεί, με ρίξανε στα εναέρια δίκτυα, τα οποία και εκάθισα. Αν με ρίξανε στα υπόγεια, θα είχα φύγει αυθημερόν. Δεν μπορούσα να αντέξω, διότι είχα πικρά πείρα από τα υπόγεια, από σκαψίματα, από μπάζα, από χαντάκια, απ’ όλα. Στα εναέρια είχα μάθει, που πήγαινα με τα γιδοπρόβατα και είχα μάθει στα δέντρα, στις κολόνες που ανέβαινα με τα πέδιλα. Οπότε, δεν μου φέρνε κούραση και κάθισα. Κάμποσο καιρό. Δωδεκάμηνο, με σύμβαση. Δοκιμαστικώς, εννοώ. Αφού ήμουνα, πάντα, άψογος και άμεμπτος απ’ όπου πέρασα, λαβαίνω ένα σημείωμα, δεύτερο. «Από την τάδε του μηνού υπάγεσθε στο μόνιμο προσωπικό». Και πάλι, την ευχαρίστησα τη φίλη μου.

Β.Β.:

Πώς ένιωσες, όταν έγινες μόνιμος;

Κ.Β.:

Ανετότατα. Μπράβο.

Β.Β.:

Ηρέμησες;

Κ.Β.:

Ηρέμησα, βέβαια, διότι με σύμβαση… Αφού, τελικώς, υπάχθηκα εκεί πέρα, ήτανε αρκετά κουραστική η δουλειά, να δουλεύεις με το χιόνι επάνω στην κολώνα, να δουλεύεις 40 βαθμούς με τη ζέστη. Και να είναι δεμένο, κολλημένο το στομάχι σου και εκεί, στη γειτονιά να στο δένει το κανάτι με το σκοινί και να το τραβάς επάνω στην κολόνα, για να πιείς και δεμένος με την λουρίδα στην κολόνα. Και στα πέδιλα. Όχι άριστα, αλλά δεν θα έφευγα από τη ΔΕΗ δηλαδή. Τέλος πάντων, κάποιον γνώρισα, έναν συγγενή, που είχε πολλή δύναμη στη ΔΕΗ. Και του λέω… Του εξήγησα του συγγενή. Μου λέει: «Μη φύγεις» ο συγγενής. «Να ειδούμε! Να μην φύγεις από τη ΔΕΗ», παρότι είχα και άλλη δουλειά. Τον άκουσα. Του λέω εκεί, στο συνεργείο που ήμαστε, ήμαστε σε ένα κλειστό αυτοκίνητο. Ιδιωτικό βέβαια, αλλά το είχε με σύμβαση ενοικιάσει η ΔΕΗ και έβγαινε με τα συνεργεία έξω, με το προσωπικό δηλαδή. Άμα δεν είχε τόσα αυτοκίνητα φορτηγά. Με όλη τη συζήτηση, όλα τα παιδιά μέσα, μεταξύ μας… Αφού ήμουνα σίγουρος… «Μην πιαστείς στον χρόνο επάνω και βάλε», που είχα επάνω που ήμουν στη ΔΕΗ, στα εναέρια δίκτυα. Έμαθα ευχάριστα νέα. Και μου λέει: «Κώστα, όπως σου είπαμε, καθυστέρησε το λίγο». Δεν έφυγα αμέσως. Όμως, τους είχα προειδοποιήσει. Και τα παιδιά μεταξύ αστείου και σοβαρού. Τους έλεγα: «Θα πάρω μετάθεση εγώ! Δεν μπορώ να κάτσω εδώ χάμω». «Μα εσύ χτες ήρθες! Θα πάρεις μετάθεση; Εμείς έχουμε 15 χρόνια στη Νταχάου», λεγόμενη. Την είχανε βγάλει, που εκεί πήγαινε τροχάδην σαν στρατιώτης. Όχι βάδην, όταν έμπαινες μέσα στο κτίριο. Επήγαινες με νεύρα, όχι περπατώντας. Αμέσως, στο φορτηγό, εργαλεία στον ώμο κρεμασμένα. Μαθαίνω το ευχάριστο, ότι παίρνω μετάθεση και πάω στην κατανομή. 3η Σεπτέμβριου, 111. Μετέπειτα, μεταφέρθηκα στο 107. Μέσα στα πόδια μου και στην οικογένεια μου. Πιο πέρα πηγαίνανε τα παιδιά σχολείο.

Β.Β.:

Πόσα παιδιά κάνατε;

Κ.Β.:

2! Στη ζωή που[01:00:00] υπάρχουνε και ζωή να ‘χουνε! Δεν κάναμε αρκετά παιδάκια. Όπως λέει η λογική, πρέπει να τα κάνεις τάκα-τάκα, που λένε στο χωριό μου. Να μην περιμένεις έπειτα από 5 χρονιά και «Σου ‘πα, μου ‘πες». Βέβαια, η συγχωρεμένη η γυναίκα δεν δούλευε, άλλα όπως προείπα, μετά, να ξεκινήσουμε από… 5 ήταν ο Γιώργης και να κάνουμε μωρό, θα μας πάρουν ε τις κλάρες. Μου λέει: «Ρε άντρα, θα κάνουμε μωρό;». «Θα σε ακούσω, ρε γυναικά!», της λέω και εμείναμε στα 2, τα οποία και ακόμα εξακολουθώ που το έχω μετανιώσει, αλλά ζωή να έχουνε. Αυτά τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου, που μου ‘δωσε ο Θεός. Ποσότητα… Σύνολο 6. Ζωή να έχουμε! Ο ένας 4 ο άλλος 2. Θα φύγω ικανοποιημένος, διότι κάτι άφησα φεύγοντας. Όχι να είμαι… Πώς το λέμε; Δεν θέλω να δώσω τον χαρακτηρισμό. Ο σκοπός είναι να κάνεις οικογένεια. Και δει, οικογένεια καλή, κατά την άποψη μου. Όταν έχεις οικογένεια του σωρού, από εδώ και από κει, δεν λέγεται οικογένεια αυτή. Γίνεσαι σαν του λαγού τα παιδιά. Άλλο τούδε, άλλο κείθε. Δεν πάνε ποτέ. Επεράσαμε πολύ καλή ζωή και καλή με την κυρα-Βέργω, άλλα έφυγε πολύ νωρίς και νέα, 60 χρονών. Από την πλούσια και περιβόητη αρρώστια, τον λεγόμενο καρκίνο. Σαν να περνάς γρίπη είναι τώρα ο καρκίνος. Δυστυχώς. Συνέχισα… Είπα να βρω άλλη γυναίκα, παρότι που μου είχε αφήσει εντολή, διότι ήξερε τι άντρα είχε… Μου λέει: «Να παντρευτείς, άντρα μου». Εγώ, αφού ήσαντε στα τελευταία της, μείναμε σε μοναχικό κρεβάτι, κάμποσο καιρό, στο «Β Αθηνών», στο Παγκράτι. Το είχε στο στήθος, να πούμε. Αφαίρεσε το ένα στήθος και λοιπά. Ήτανε βέβαια… Και αυτό… Η κουτή μου γνώμη εμένα. Το έπαθε που θήλαζε τον γιο μου, τον Γιώργη, το πρώτο μου παιδί. Είχε πάθει θρόμβωση στο γάλα και δεν έβγαινε το γάλα και πάμε σε έναν γιατρό και της γράφει αντιβίωση. Δεν της λέει της γυναίκας «Να μη θηλάξεις το παιδί, γιατί παίρνεις αντιβίωση». Δεν της λέει τίποτα. Το θηλάζει το παΐδι, όπως πάντα δηλαδή. Κάποια στιγμή, τη νύχτα, σηκώνεται, το κουνάει το παιδί. Ίσα που ανάπνεε. «Ξέρεις τίποτα; Δεν μπορεί το παιδί». «Τι συμβαίνει, γυναικά;». «Ίσα που αναπνέει», μου λέει. Μέναμε στην Κυψέλη. «Ρε σώπα!», της λέω. «Ναι!», μου λέει. Φωνάζουμε ταξί και πάω στο νοσοκομείο.

Β.Β.:

Στο «Αλεξάνδρα» λέγαμε ότι είχατε πάει τον γιο. 

Κ.Β.:

Συνεχίζω και πάμε στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα». Εκείντα χρόνια, ήτανε πολύ καλό νοσοκομείο. Κακώς κακού. Για καλή μου τύχη, βρίσκω έναν καλό γιατρό. Είμαστε συγκάτοικοι εκεί, για λίγο καιρό, στην Κυψέλη και γνώριζα τον αδερφό του, τον Δημήτρη, που είχε πραχτορείο και έδινε εισιτήρια εξωτερικό-εσωτερικό και τέτοια. Επί της «Σταδίου», νομίζω, είχε το γραφείο του. Και μόλις τον βλέπω εκεί πέρα, του λέω προς απάντηση: «Νίκο, τι βλέπεις;». Μου λέει: «Είναι σοβαρά το παιδί», διότι το έχει θηλάξει και το γάλα δεν ήταν από την αντιβίωση που έπαιρνε, που δεν της είπε ο γιατρός, ο συνάδερφος ότι «Να μην το θηλάξεις», ότι «Αφού παίρνεις αντιβίωση, σαν να πίνεις κρασί. Παίρνεις τα φάρμακα και αντί για νερό, να το κάνεις εσύ, για να σε διευκολύνει πιο καλύτερα». Του λέω: «Ό,τι μπορεί να περάσει από τη σκέψη σου, θα με υποχρεώσεις». Δεν ξέρω πόσο να το περιγράψω. Άρχισε την άλλη μέρα το παιδί να συνέρχεται, να πούμε. Το έταξα σε ένα μοναστήρι στην Αγία Νοτενά, στο χωριό. Εκεί, πράγματι, έταξα και τον πήγα με την κυρα-Βέργω. Λέω: «Θεέ μου, να πάει με τα πόδια», να μην πω και ξυπόλητος. Το έταξα το παιδί και μου λέγανε, εκεί, οι χωριανοί, αφού πήγαμε… Δεν πηγαίνει εκεί αυτοκίνητο. Με τα άλογα, με τα μουλάρια και λοιπά. Και μου κολλάγανε στο δρόμο, «Βάλ' το το παιδί επάνω στο άλογο, μην πάει με τα πόδια». Και είχα πιαστεί με κάνα-δυο. «Ρε φιλέ! Έχει το σκοπό του το παιδί, που πάει με τα πόδια! Δεν πάει έτσι για πλάκα. Ούτε πάει βόλτα. Έχει τον σκοπό του που πάει με τα πόδια το παιδί αυτό, το δικό μου». Τσιμουδιά, κανένας. Λοιπόν, τέλος πάντων, πήγανε όλα ευνοϊκά και καλά.

Β.Β.:

Θα ήθελα να μου πείτε λίγα πράγματα για τους πολέμους στο χωριό. Και για την Κατοχή και για τον Εμφύλιο και για του αντάρτες. Πότε ήρθανε οι Ιταλοί στο χωριό; Το θυμάστε; 

Κ.Β.:

Βεβαίως το θυμάμαι. Οι Ιταλοί ήσαντε λιγότεροι-περισσότεροι. Οι Γερμανοί είχανε έρθει. Και με το αντάρτικο, τότε, που γινότανε. Βέβαια, συγκεκριμένα, τότε, δεν είχαμε δώσει και μεγάλη σημασία, διότι ήτανε η ταλαιπωρία και σκεφτόμαστε τη δυστυχία που διερχόμεθα. Όσον αφορά για το αυτό, για το αντάρτικο, οι Γερμανοί, περισσότερο, ούτε σκοτώσανε ανθρώπους, ούτε η μία πλευρά ούτε η άλλη στο χωριό μας. Βέβαια, ο ανταρτοπόλεμος ήτανε άσχημος. Εσκοτώθηκε πολύς κόσμος. Πολύς κόσμος σκοτώθηκε. Και από τη μία πλευρά, αλλά περισσότερο το ανταρτικό είχε μεγάλες καταστροφές, διότι δεν είχε τη δυνατότητα, δεν είχε όπλα… Επέρασε πολλή δυστυχία το αντάρτικο. Γιατί το θυμηθήκανε άνετο και υπήρχε και η πείνα σε αφάνταστο σημείο,[01:10:00] όπως προείπα και δεν ξεχνιόνται αυτά τα πράγματα, οι δυστυχίες και δεν ήταν καλή η όλη κατάσταση, εξ ολοκλήρου, της Ελλάδος. Ήρθε, όπως προείπα, η 9η Μεραρχία, επί διοικητή Τσακαλώτου και εσκοτωθήκανε πάρα πολύς κόσμος στο αντάρτικο, διότι ήταν οργανωμένη η κατάσταση. Και εκκαθαριστήκανε οι περισσότεροι. Αυτά είναι, μέχρι που έφυγα. Μετά, έστρωσε λίγο η κατάσταση, από το ’48-’49 που έφυγα εγώ. Υπήρχε αντάρτες ακόμα προς την Ήπειρο και ελάχιστοι προ την Πελοπόννησο, διότι ήδη είχε μεγάλη πάθει ζημιά με την 9η Μεραρχία. Στην Αρκαδία, γενικά δηλαδή. 

Β.Β.:

Φοβηθήκατε ποτέ; Φοβήθηκες πολύ με κάτι;

Κ.Β.:

Όχι. Φοβηθήκαμε… Αφού βλέπεις, κάθε μέρα, εκεί πέρα. Εδώ, έβλεπες ανθρώπους αυτό το μήνα, να περπατάς και να τους βλέπεις κάτω σκοτωμένους, απάνω στα έμπεδα, μετά τα χωριά τα ορεινά, που ήσαντο στο Μαίναλο, στον Ταΰγετο, στον Πάρνωνα. Αυτά ήτανε η φωλιά των ανταρτών εκεί. Ο Αστράς. Τα Καλάβρυτα. Όλες αυτές οι ορεινές καταστάσεις, η Γορτυνία όλη, η Καλαμάτα η Σπάρτη. Και γενικά. Μετά, όσο πήγαινε και έστρωνε η κατάσταση… Οι περισσότεροι καθυστερήσανε προς την Ήπειρο, Θεσσαλονίκη, Μακεδονία. Ήτανε διαφορετικό το κλίμα, επειδή ήσαντε και η Αλβανία κοντά και τα άλλα εκείνα τα περίχωρα και είχανε περισσότερη οργάνωση και σε όπλα και σε τρόφιμα και λοιπά. Όσον αφορά, τώρα, για την πεινά είπαμε ότι εκεί καταλάβαμε πείνα τρομερή. Δεν ξεχνιέται αυτό το πράγμα. Δεν υπήρχε τίποτα, ούτε λάδι, ούτε ψωμί, ούτε αλεύρι, ούτε γεννήματα. Δεν υπήρχε η δυνατότητα. Δεν υπήρχαν τα λιπάσματα και γίδια, οπότε δεν υπήρχαν γεννήματα πολλά. Όπως σου είπα, δεν ήτανε εύπορο μέρος το χωριό, το Κούμανι και γενικά.

Β.Β.:

Εσύ πολέμησες;

Κ.Β.:

Όχι, όχι.

Β.Β.:

Ο αδερφός σου.

Κ.Β.:

Δεν πρόλαβα να πολεμήσουμε. Έφυγα και μετά. Ο αδερφός μου, ο μεγαλύτερος, πήγε στον πόλεμο εκεί, αλλά τον βοήθησε ο Θεός και παρουσιάστηκε στο Στρατό, απέξω από την Πάτρα. Επέρασε δικαστήριο, αλλά εδώ ο άνθρωπος, αφού διακινδυνεύει, έγινε δικαστήριο σ’ ένα χωριό εκεί πέρα. Και δεν θυμάμαι τώρα. Πεινάγανε, δυστυχία. Και του ζήτησε κάποιος… Ή τους ζήτησε κα μεταξύ άλλων συναδέλφων κει πέρα «Έχεις τίποτα να φάμε;», αλλά δεν είχανε, αλλά όχι αυτό το κακό που περνάγανε οι αντάρτες. Και πάνω στη στεναχώρια τους, στα νευρά τους δεν τους μιλήσανε καλά σε ένα σπίτι στη Φολόη και τον είχανε λίγο συκοφαντήσει. Αλλά δικαιολογημένα. Και γι’ αυτό, βέβαια, εδικάστηκε. Πέρασε στρατοδικείο. Αυτά είναι. Έπειτα, μετά έφυγα εγώ το ’49, οπότε είχε λήξει, πλέον. Είχε μαζευτεί ο κόσμος το '49. Υπήρχανε, αλλά μεμονωμένες καταστάσεις.

Β.Β.:

Η οικογένεια σου πώς τους φάνηκε που πήγες στην Αθήνα και κατάφερες τόσα πολλά;

Κ.Β.:

Η οικογένεια μου εμείνανε ευχαριστημένοι. Και για να είμαι ειλικρινής, οι χωριανοί απορούσανε, διότι από μικρό παιδί ήμουν πολύ δουλευταράς και απλά τα πράγματα που είχαμε, κτηνοτροφία και τέτοια, ήσαντε τα καλύτερα. Και όπου βρισκόμουνα, δεν υπήρχε περίπτωση τότε. Είχαμε, τότε, αλογάκι, αλλά όπου βρισκόμαστε, κόβαμε 2 χιλιόμετρα μακριά, που πηγαίναμε να βοσκίσουμε ή να πουλήσουμε το άλογο, που είχαμε άλογα τότε. Στον δρόμο τον ψηλό. Και λέγανε: «Αυτό το παιδί δεν έρχεται ποτέ; Να μην κρατάει κάτι;», λέγανε οι χωριανοί. Προόδευσα εδώ, στην Αθήνα.

Β.Β.:

Ήτανε περήφανοι για σένα;

Κ.Β.:

Για μένα οπωσδήποτε ήσαντε. Η μάνα μου καμιά φορά και τα αδέρφια μου με αγαπάγανε, αλλά ούτε εγώ τα αγνόησα. Όποτε μπόρεσα, με οποιαδήποτε δύναμη είχα, τους βοήθησα.

Β.Β.:

Μιλάγατε; Είχατε επικοινωνία;

Κ.Β.:

Ανετότατα μιλάγαμε. Αφού πήγαινα… Σχεδόν, άμα μου ‘μενε χρόνος… Δεν μου ‘μενε χρόνος, για να ‘χω ευκαιρία και να πάρω 1 μηνά άδεια. Δούλευα σε 2 δουλειές, για να μην πω σε 3 δουλειές καμιά φορά. Και από τον καιρό που ήμουν αρραβωνιασμένος, μου κόλλαγε η κυρα-Βέργω και μου λέει: «Άντρα μου, με τόσες ταλαιπωρίες που διέρχεσαι, θα μείνεις στο δρόμο». «Ρε γυναίκα, είμαι δυνατός, όπως ξέρεις. Είμαστε από ορεινή κατάσταση και αντέχουμε στις ταλαιπωρίες». Γέλασε, αλλά όπως προείπα, εδούλευα αρκετά χρονιά σε 2 δουλειές. 

Β.Β.:

Ήσουνα μικρός σε ηλικία, όμως.

Κ.Β.:

Ο μικρότερος ήμουνα

Β.Β.:

Δεν ένιωθες την ανάγκη να πας να πιείς ένα κρασί; Έβγαινες; 

Κ.Β.:

Έβγαινα, καμιά φορά, εδώ, με κάνα-δυο φίλους και χωριανούς. 

Β.Β.:

Πού πήγαινες;

Κ.Β.:

Σε μαγαζιά νοικοκυρεμένα. 

Β.Β.:

Στο κέντρο;

Κ.Β.:

Στο κέντρο πήγαινα πολλές φορές. Εκείντα χρόνια ήσαντε… Ήμαστε μερακλήδες εμείς στο χωριό μας. Και προπαντός, όλοι επήγαιναν… Σε μπουζούκια είχα πάει κάνα-δυο φορές. Επί το πλείστον, πήγαινα σε σοβαρά μαγαζιά, στον «Έλατο», στο «Μινιόν», που είχε τις διάφορες ψησταριές, στον «Ταΰγετο» και σε αλλά ωραία μαγαζιά. Στη «Ζούγκλα» τη λεγόμενη, που νομίζω ότι υπάρχει ακόμα η ονομασία αυτή, που τραγούδαγε ένας φίλος μου, ο Δημήτρης ο Ζάχος. Στα πανηγύρια καμιά φορά. Μ’ αρέσανε τα δημοτικά τραγούδια.

Β.Β.:

Να σε ρωτήσω κάτι; Γιατί… Ήθελες να μην ξανανιώσεις την πείνα που ‘χες νιώσει στο χωριό ή ήταν άλλος ο λόγος που δούλευες τόσο πολύ;

Κ.Β.:

Εδούλευα πολύ, διότι είχα υποφέρει είχα υποφέρει. Είχα τόσο πολύ πεινάσει στο χωριό. Είχα πολύ πεινάσει. Όχι εγώ. Γενικά δηλαδή. Να μην σου πω ολόκληρο τον μήνα, όπως προείπα, ήταν ζήτημα να βρούμε. Αλέθαμε τη βρόμη και το κριθάρι. Η βρόμη είναι τελείως άχυρο. Το κριθάρι είχε λίγο ψωμάκι μέσα, εκτός το αραβοσίτι, που είπαμε, που είχε περισσότερο πάχος και έβγαλε. Και το τρώγαμε ακοσκίνιστο. Δεν το βάζαμε στην κριθάρα, διότι αν το βάζαμε, θα έμενε λιγότερο. Και πολλές φορές, εβγάζαμε και άγανα από το στόμα. [01:20:00]Τύπου άχυρο δηλαδή, γιατί αφού δεν το κοσκινίσεις, δεν γίνεται. Και γι’ αυτό είχα τόσο πολύ υποφέρει και γι’ αυτό δούλευα.

Β.Β.:

Αυτό σου έδινε τη δύναμη;

Κ.Β.:

Ακριβώς, ακριβώς. Και λέω: «Αφού μπορώ, θα δουλέψω» και ουδέποτε έμεινα στην Αθήνα, από τη στιγμή που μεγάλωσα και που δούλεψα, χωρίς λεφτά. Μόνο, όπως είπα, δεν είχα άνθρωπο να του εμπιστευτώ και να είχα δημιουργήσει πάρα πολλά. Πάρα πολύ περισσότερα, μου δοθήκανε ευκαιρίες. Εμπιστοσύνη… Με είχανε φάει τα φίδια που έβλεπα διάφορες καταστάσεις. Και τι υπήρχε; Όχι, όμως, αυτό το κακό ποσοστό, τη σημερινή ημέρα. Υπήρχαν άνθρωποι καλοί, υπήρχαν άνθρωποι ηθικοί εκείνα τα χρόνια, τα δικά μου. Ο λόγος τους ήτανε τέτοιος και εδώ σου λέει: «Πας να υπογράψεις» και σου λένε: «Συμφωνείς;» και μετά πας στο συμβολαιογράφο και σου λέει: «Μετάνιωσα». Και γιατί δεν το λες και βάζεις τον άνθρωπο να δημιουργήσει έξοδα και λες: «Δεν συμφώνησε η αδερφή μου, δεν συμφωνάει ο πατέρας μου» και ξέρω γω. Δεν είναι πράξεις σωστές ανθρώπων. Επέρασα μέχρι το γεγονός το δυσάρεστο που με βρήκε μέχρι και που έφυγα με σύνταξη και πάλι δεν σταμάτησα. Όσο ήμουν δυνατός, εξακολούθησα να δουλεύω, να μην στερηθεί. Πολύ δουλευταράς. Και περιουσία και θα είχα την δυνατότητα να έχω δημιουργήσει άλλη τόση.

Β.Β.:

Στη ΔΕΗ πόσα χρόνια μείνατε;

Κ.Β.:

Έμεινα 22-23 χρόνια και κάνα οκτάρι που είχα από το ΙΚΑ, σχεδόν 30 χρόνια. Έφυγα στα 55. Ούτε μία μέρα δεν καθυστέρησα τότε. Όταν ήσουνα εκεί πέρα… Είχα τις άλλες δουλειές και θα ‘παιρνα άλλον ένα βαθμό και θα ‘παιρνα ελάχιστα λεφτά, ενώ έβγαζα περισσότερα λεφτά έξω. Γι’ αυτό, δεν με συνέφερε να παραμείνω στη ΔΕΗ και να περνάει ο χρόνος μου με ένα κλιμάκιο που θα ‘παιρνα ή 2 βαθμούς. Και αυτό έκανα και με έβγαλε σε καλό όλη αυτή η σκέψη. Αυτό που ήταν το πιο δυσάρεστο για μένα… Που έχασα αυτή την αναντικατάστατη γυναίκα. Δεν μπορούσα. Γι’ αυτό με είχε φάει το φίδι. Πώς να το πω δηλαδή; Δεν αποφάσισα να παντρευτώ, διότι ήμουνα σίγουρος για τον εαυτό μου. Δεν θα έβρισκα αυτό που είχα. Και αφού δεν θα έβρισκα αυτό που είχα, δεν αποφάσισα, διότι ενδεχομένως να είχα ιστορίες και συνέχεια προβλήματα. Ενώ, με αυτή τη γυναίκα, ελάχιστα χρόνια, από το '58, που παντρευτήκαμε, μέχρι το ’94 που πέθανε…  Δεν ξέρω πόσα χρόνια είναι. Τέλος πάντων. Περάσαμε σωστή ζωή. Και καμιά φορά, λέγαμε εκεί πέρα… Δεν μου είχε πει ποτέ μισή κουβέντα, «Κάνε πέρα να περάσω». «Άντρα μου, όταν για σένα είναι καλό ό,τι σκέπτεσαι, για μένα είναι το καλύτερο». Τρομερή γυναίκα, λογική γυναίκα. Εκοίταγε την οικογένεια της, τα παιδιά της, τον άντρα της και δεν είχε ασχοληθεί… Ούτε της άρεσε το κοτσομπολιό, όπως το παλιό σύστημα και τέτοια. Ούτε τίποτα. Τη δουλειά της, το σπίτι της. Άμα είχε και δούλευε. Αλλά ό,τι χρειάστηκε ήτανε παρών. Σε οτιδήποτε δουλειές. Αυτά είναι τα νέα μου σε όλη της καταστάσεις και είναι και άλλα.

Β.Β.:

Το σχολείο το τελείωσες ποτέ;

Κ.Β.:

Τελείωσα το σχολείο, όπως προείπα, που ήρθα στην Αθήνα. Δεν το θυμάμαι καλά, δηλαδή πήγα για να τελειώσω το Γυμνάσιο, γιατί είχα μια θέση δυνατή και έπρεπε, για να την καλύψω, να έχω της Γ΄ Γυμνασίου, το οποίο κάθισα στο θρανίο 3 χρόνια και ήμουνα 47 χρονών. 46. Για να τελειώσω το… Το ’55 έφυγα δηλαδή, μετά από λίγα χρόνια… Αλλά εκεί που ήρθα, στην κατανομή μετά, επήγα στη μηχανογράφηση, το οποίο και εκεί, κατόπιν που ήμουνα και τόσος καλός και με συστήσανε και άνθρωποι, φίλοι και καλοί άνθρωποι, που μ’ αγαπάγανε και εκεί προόδευσα και δούλευα σε μία δουλειά, δηλαδή, εκεί πέρα. Οι άλλοι δουλεύανε δύο συνάδελφοι. Και από εκεί ξεκίνησε και η θέληση και με κάλεσε ο διευθυντής της μηχανογράφησης Περικλής Βάλβης, όπως τον είπα. Και μου λέει: «Κώστα, είσαι καλός άνθρωπος και καλός οικογενειάρχης, όπως έχω πληροφορηθεί. Παρόλα αυτά, είσαι πολύ εργατικός, όπως μου έχουνε πληροφορηθεί». Τότε χτυπάγαμε κάρτα. «Και όπως ελέγχουνε τις κάρτες, δεν έχεις χτυπήσει ποτέ κόκκινο. Είτε να φύγεις νωρίτερα και να χτυπήσεις κάρτα. Πρώτος και φεύγεις τελευταίος. Και αφού τελευταίος, δεν χρειάζεται να βγάλετε κάρτα, αφού δίνεις το καλύτερο παράδειγμα στη μηχανογράφηση». Και από εκεί, μου πρότεινε το ιδιωτικό φροντιστήριο, «Εξαρχόπουλος» λεγόμενος. Και μου λέει: «Κώστα, έχεις...», μου λέει. Όλοι ο καθηγητάδες… «Έχεις δείξει τρομερό παράδειγμα». Εγώ πήγαινα με τα χαϊβάνια, που λέγαμε, με τα παιδάκια εκεί πέρα.

Β.Β.:

Σας κοίταζαν περίεργα, όταν πηγαίνατε, που ήσασταν μεγαλύτερος; 

Κ.Β.:

Που ήμουν μεγαλύτερος;

Β.Β.:

Σας κοίταζαν περίεργα;

Κ.Β.:

Όχι, κοίταξε να δεις! Ήμουνα μεγαλύτερος, αλλά εγώ, όμως, παρότι δηλαδή έμπαινε, ήτανε σαν τον γιο μου τον Γιώργη ο καθηγητής, διάφοροι καθηγητές, νέοι. Εγώ σηκωνόμουνα όρθιος, όταν έμπαινε στην τάξη ο καθηγητής, παρότι ήτανε παιδί μου. Και όλοι μου λέγανε: «Ρε Κώστα!». Τα παιδάκια είχανε βάλει και τα 2 πόδια στα θρανία, που έμπαινε ο καθηγητής. Μου λέει: «Τους βλέπεις;». Και μου λέει, για παράδειγμα, «Δεν θα σου παίρνω λεφτά», μόλις τελείωσα το Γυμνάσιο. «Αλλά για παράδειγμα, θέλω να έρχεσαι στο σχολείο μου». «Κύριε Εξαρχόπουλε, δεν βγαίνει τίποτα. Και το Γυμνάσιο να τελειώσω, να πάω στο Λύκειο, δεν έχω περιθώριο να είμαι νέος, για να με βοηθήσεις σε κάτι. Αυτό που ήθελα, για να το πετύχω, το πετυχαίνω με την Γ΄ Γυμνασίου. Είμαι άριστος στη δουλειά μου, είμαι κατοχυρωμένος στη δουλειά μου», όπως πράγματι και έγινε. Έφυγα, παρότι με κυνηγάγανε, με την καλή την έννοια. Σε όλες τις Υπηρεσίες υπάρχουνε και οι ρουφιάνοι. Υπάρχουν και οι κακοήθεις άνθρωποι και οι ζηλόφθονοι άνθρωποι. Δεν υπάρχουν οι σωστοί άνθρωποι, να σε δούνε και να σου πούνε να σε βοηθήσουνε. Θα πούνε το αντίθετο.  Ήταν ένας προϊστάμενος εκεί, που[01:30:00] ήταν υπεύθυνος εκεί πέρα και με είχε συκοφαντήσει ένας Κρητικός εκεί, που δούλευα στη μηχανογράφηση. Έκανα υπερωρίες βέβαια και έβγαζα και εκεί λεφτά, διότι δεν είχαν όλες οι Υπηρεσίες υπερωρίες. Η Μηχανογράφηση είχε πάντα δουλεία και είχε 2 βάρδιες, και πρωί και απόγευμα. Αυτός ένας, όπως προ είπα, Κρητικός… Και είχα μπλέξει. Με είχε μπλέξει. Ερχόταν σε ορισμένες αυτές και έβγαζε τη βάρδια τη δικιά μου ένας. Και του λέει: «Πώς ο Βουρλούμης κάνει τόσες ώρες να κάνω κι εγώ.». Και από εκεί έπαιρνε υπογραφές από ολόκληρη τη μηχανογράφηση που ήταν εκείνο τον καιρό στο κυλικείο εκεί πέρα αν ήσαντε ευχαριστημένοι από τον ίδιονε που τους είπε ότι έλεγε. Που εγώ δεν υπήρχε, οι άνθρωποι ήσαντε 100 πόσοι ανθρώποι. Ένας άνθρωπος, όχι να θέλετε καμιά φορά τους έμπαινα και τους έλεγα παιδιά σηκωθείτε και λίγο και πηγαίντε στο ψυγείο για να πιείτε νεράκι και να ξεμουδιάσετε λίγο. 

Β.Β.:

Μετά τη σύνταξη σας και μετά τη γυναίκα σας, που έφυγε, πώς άλλαξε η ζωή σας; Πώς άλλαξε;

Κ.Β.:

Η ζωή μου δεν άλλαξε σε τίποτα από διάφορα, αλλά ήμουνα συνέχεια προβληματισμένος, γιατί έχασα ένα σύντροφο, που ήταν αναντικατάστατος. Όσον αφορά, είχα τα παιδιά μου, παντρεμένοι και οι 2 βέβαια και λέω: «Θα καθίσω», επειδή τα παιδιά μου ήσαντε καλά και τα εγγόνια μου τα πρώτα ήσαντε δυναμωμένα και λέω: «Δεν θα αποφασίσω» και δεν το αποφάσισα να ξαναπαντρευτώ.

Β.Β.:

Την ενέργεια που είχατε, από όλα αυτά τα χρόνια που δουλεύατε, τι την κάνατε;

Κ.Β.:

Δούλευα! Δεν σταμάτησα. Εγώ είχα ενέργεια, προτού πεθάνει η γυναίκα μου. Πώς να σου πω; Δεν σταμάτησα, για να δεσμευτώ, να καθίσω στο σπίτι. Προτού πεθάνει, είχα κλείσει το περίπτερο που είχα κανομένο και το μετέφερα από το Πολύγωνο στην «πλατεία Αγάμων», στα Πατήσια. Έπαθα το γεγονός, την πλάκα, αυτή, ας πούμε. Δεν μπορούσα. Δεν σταμάτησα. Μετά, είχα πάρει αυτό στη Ραφήνα. Το 1974 αγόρασα αυτό. Δεν είπα τίποτα στη γυναίκα μου. Και την παίρνω μια μέρα και της λέω: «Πάμε μια βόλτα στη Ραφήνα;». Και εκεί, άρχισα πλέον, αφού το ’74-’75 χτίσαμε αυτό και μετά, ασχολήθηκα εδώ, αφού δεν είχα πάλι και ούτε με ενδιέφερε να πάω να δουλέψω. Έβρισκα καμιά δουλειά, αλλά έλεγα: «Ποιος ο λόγος να πάω να δουλέψω;». Αφού είχα σύνταξη καλή. Δεν είχα πρόβλημα. Και οπότε, ασχολήθηκα εδώ και με τα παιδιά μου, ό,τι μπορούσα να τους προσφέρω και του ενός και του αλλουνού. Και εδώ, στο χωράφι, που έτυχε να το φτιάξω… Κι εδώ με κυνηγάγανε. Είχαν έρθει για να το γκρεμίσουνε. Είχα πιάσει τον διοικητή. Ήρθαν να με συλλάβουνε. Είχα ανέβει στην ελιά και του λέω: «Κύριε διοικητά, δώσε όσες κλήσεις… Μηνήσεις, μάλλον, δώσε». «Δεν μπορούσα. Ήρθα ο ίδιος», παρότι που ήταν πιασμένος ο διοικητής της Χωροφυλακή, κείνα τα χρόνια. «Μην τολμήσετε για να το γκρεμίσετε, γιατί κάποιος θα γίνει το κακό. Ή εγώ ή εσείς κάποιος θα ‘ναι». Μου λέει: «Κατέβα!». «Όχι, ανέβα εσύ απάνω!», του λέω. «Ανέβα εσύ επάνω. Δεν κατεβαίνω. Εγώ θα κατεβώ, αφού και εφόσον πάτε στη δουλειά σας εσείς. Κι εγώ θα πάω στη δική μου δουλειά». Οπότε, επαράμεινα όπως υπάρχω και τη σήμερον ημέρα. Δεν ήθελα να μπλέξω με άλλες καταστάσεις, με άλλη γυναίκα και σου ‘πα, μου πες. Δεν ήξερα τι θα συναντήσω, αν ήταν τρεις φορές χειρότερα. Και τα παιδιά μου δεν θα με βλέπανε όπως με βλέπουν την σήμερον ημερά. Τυπικά, θα μου λέγανε: «Τι κάνεις, πατέρα;». Μπορεί να με τραβάγανε. Δεν ξέρω πώς θα είχα καταντήσει. Αν πέθαινα, πάλι, αργότερα, θα είχα πάλι θέμα με τους κληρονόμους. Ή «Φύγε» ή «Δεν ξέρεις τίποτα» ή «Εσύ να μου δώσεις» ή «Κάνε μου χαρτιά». Βίος και πολιτεία! 

Β.Β.:

Λοιπόν, θα άλλαζες κάτι ή θα έκανες κάτι διαφορετικά όλα αυτά τα χρόνια;

Κ.Β.:

Όχι, διότι δεν υπήρχε ο λόγος να άλλαζε κάτι. Μπορεί να άλλαζε η ζωή μου γενικά. Aν και εφόσον δεν θα άλλαζε τίποτα. Αν είχα την γυναίκα μου! Τίποτα άλλο. Τα άλλα θα ήτανε προσωρινές οι όλες οι καταστάσεις εκεί πέρα. Δεν θα ήμουνα τόσο πολύ ευχαριστημένος προς τον εαυτό μου από τα τελευταία και θα έφευγα από τα παιδιά μου. Όπως μου πρότεινε μία, εκεί πέρα, που μου προτείνανε ένα προξενιό και μου λέει προς απάντηση… «Έχεις παιδιά;». «Έχω παιδιά, έχω εγγόνια» και λοιπά. Για να καταλήξω να πω. «Εσύ - της λέω - έχεις παιδιά;». «Έχω, μία κόρη». Της λέω: «Έχεις παρτίδες με την κόρη σου;». Μου λέει: «Ε, έχω». Το «Ε. έχω» έθεσα ερωτήματα προς τον εαυτό μου, το «Ε, έχω» ή αν θα μου απάνταγε ευθέως «Αν δεν έχω με την κόρη μου, μαζί με ποιον θα έχω;». Με φάγαν τα φίδια. Και της λέω: «Θα σε ενημερώσω, εάν αποφασίσω» και λοιπά. Δεν αποφάσισα, με τον λόγο που μου είπε. Δεν ικανοποιήθηκα, δηλαδή, με τον τρόπο που μου απάντησε.

Β.Β.:

Είσαι περήφανος για σένα;

Κ.Β.:

Για μένα, προσωπικά, βεβαίως. Προσωπικά περήφανος και σε μεγάλο βαθμό. Για όλα αυτά τα έργα που έχω στη ζωή μου πετύχει. Όχι περήφανος. Υπερηφανότατος, διότι δεν περίμενα ούτε στο δισεκατομμύριο να πιστέψω ότι εγώ, ο αγράμματος, να φτάσω σε όλες αυτές τις ταλαιπωρίες που ήρθα, με δύναμη και με αξιοπρέπεια και ουδέποτε έδωσα δικαιώματα, να μου πούνε το παραμικρό. «Φιλέ, φύγε. Δεν μου κάνεις». Μέχρι που πήρα και σύνταξη. Και όλα, και σαν επιχειρηματίας που ήμουν για τις δουλειές μου με είχανε τόσο πολύ σεβαστεί οι άνθρωποι που είχα συνεργαστεί. Και εμπόρους και συναδέλφους και ουδέποτε. Υπερηφανότατος, όχι υπερήφανος. Και δοξάζω τον Θεό που θα φύγω - βέβαια, τα γεγονότα είναι μέσα στο πρόγραμμα - επαναπαυμένος. Και από τα παιδιά μου και από τα εγγόνια μου, διότι τους είχα και εξακολουθώ να τους συμβουλεύω. «Όπου σταθείτε, όπου βρεθείτε, ηθικότατοι, σεμνότατοι, σε οτιδήποτε βρεθείτε και ποτέ σκεπτόμενοι άτιμα και παλιανθρώπινα. Θα προτιμήσετε καλύτερα να ζημιώσετε, που λέει ο λόγος, παρά να δώσετε δικαιώματα. Να σου λέει: “Κοίταξε τον!”, με το δάχτυλο». Αυτό με ικανοποιεί και θα φύγω, θα πάω στον άλλο κόσμο, όπως όλα είναι φυσιολογικά και θα φύγω επαναπαυμένος από θέμα του δημιούργημα μου, που [01:40:00]παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια, έκανα εγγόνια και δεν έμειναν ρημάδι, που λένε στο χωριό μου. Αυτά είναι τα νέα μου και οι ευχαριστήσεις μου και κάποια άλλη στιγμή, αφού και εφόσον σας δοθεί κάποια άλλη στιγμή η ευκαιρία, θα ξαναπροσπαθήσω να συμπληρώσω ορισμένα ξεχασμένες καταστάσεις να τα ξαναπούμε και πάλι από κοντά. Αυτό θα με ικανοποιήσει και θα με ευχαριστήσει ιδιαίτερα, διότι βλέπω στη συνέντευξη και στα λόγια που ανταλλάξαμε είναι οι ερωτήσεις σου ευχάριστες και σωστές τοποθετημένες.

Β.Β.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. 

Κ.Β.:

Να είστε καλά και πάλι και το επαναλαμβάνω! Να σας δίνει υγεία, καλοσύνη ο Θεός και στη ζωή σας σάς εύχομαι ολόψυχα να προοδεύσετε και όσο μπορείτε να βοηθάτε ανθρώπους ταλαίπωρους και να τους ακούτε με μεγάλη προσοχή επιθυμία και τέτοια, για να βγαίνει το σωστό συμπέρασμα.