© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Οι νέοι τότε είχαμε ενθουσιασμό»: Ο τελευταίος Επονίτης από τον ανταρτοκρατούμενο Ποταμό θυμάται

Κωδικός Ιστορίας
22605
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Χαράλαμπος Μιχαλακάκης (Χ.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
04/07/2022
Ερευνητής/τρια
Μαργαρίτα Κορωναίου (Μ.Κ.)
Μ.Κ.:

[00:00:00]Είναι Τρίτη 5 Ιουλίου 2022, είμαι η Κορωναίου Μαργαρίτα, ερευνήτρια στο Istorima, και είμαι μαζί με τον κύριο Χαράλαμπο Μιχαλακάκη στα Κύθηρα. Οπότε, κύριε Μιχαλακάκη, θέλετε να μας πείτε εσείς κάποια λόγια για την ζωή σας;

Χ.Μ.:

Ναι, ευχαρίστως. Εγεννήθηκα εδώ, στον Ποταμό Κυθήρων, σ’ αυτό εδώ το σπίτι ακριβώς και συγκεκριμένα στην κρεβατοκάμαρα που βλέπετε απέναντί σας. Τότε δεν υπήρχε νοσοκομείο εδώ, υπήρχαν ιδιωτικοί γιατροί και μαίες. Και ήρθε εδώ ο γιατρός και μαία μαζί και βοήθησαν την μητέρα μου να με φέρει στην ζωή. Τα παιδικά μου χρόνια τα έζησα εδώ. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος μ’ ένα πολύ καλό κατάστημα, αρκετά ευκατάστατος, και η οικογένειά μας ήταν ο πατέρας, η μητέρα, εγώ και η αδερφή μου. Πέρα από την οικογένεια τη δική μας, υπήρχαν και παππούδες και γιαγιάδες, θείες, μεγάλες οικογένειες, και από το μέρος του πατέρα και από το μέρος της μητέρας. Επήγα στο Δημοτικό σχολείο εδώ, στον Ποταμό, στο οποίο εφοίτησα μέχρι το 1941 που τελείωσα. Ο πόλεμος με βρήκε στην ΣΤ' Δημοτικού. Θυμάμαι τον ξεσηκωμό του κόσμου. Θυμάμαι τα εμβατήρια που έπαιζε το ραδιόφωνο «Περνάει ο στρατός, της Ελλάδος φρουρός». Ο κόσμος δεν φοβήθη, είχε ενθουσιασμό και γενικά η χώρα μπήκε στον πόλεμο. Η αντίσταση του ελληνικού στρατού στην Αλβανία ήταν αξιόλογη. Σε τέτοιο σημείο που σε λίγες μέρες έκανε αντεπίθεση και οι Ιταλοί άρχισαν να οπισθοχωρούν. Εν τω μεταξύ, έπεσε βαρύς χειμώνας και οι επιχειρήσεις ήτανε δύσκολες αλλά οι δικοί μας στρατιώτες ήταν περισσότερο σκληραγωγημένοι και μπόρεσαν και ανταπεξήλθαν, με απώλειες βέβαια, αλλά οπωσδήποτε είχανε νικηφόρα πορεία. Εμείς, παιδιά τότε, παρακολουθούσαμε απ’ τα ραδιόφωνα τι γίνεται απ’ τις συζητήσεις των μεγάλων. Η ζωή άλλαξε οπωσδήποτε και στο μεταξύ, διαρκούντως του πολέμου, ο πατέρας μου, αν και ήταν 40 χρονών και είχε υπηρετήσει στην Μικρά Ασία όταν ήταν, όταν έκανε την θητεία του, κι έλαβε μέρος εκεί στις επιχειρήσεις της Μικράς Ασίας, και τον βοήθησε εν πάση περιπτώσει ο Θεός και γλίτωσε και γύρισε, ξανά, ξαναστρατεύτη στον πόλεμο του ’40 με τους Ιταλούς. Έφυγε απ’ τα Κύθηρα και έκλεισε το κατάστημα και περιμέναμε με αγωνία τι θα γίνει. Εν τω μεταξύ, τη συνέχεια την ξέρετε. Μας επιτέθηκε και η Γερμανία, δεν μπορέσαμε να αντέξουμε και τα δύο μέτωπα, και αναγκάστηκε ο στρατός από την, ο δικό μας, απ’ την Αλβανία να οπισθοχωρήσει για να μην εγκλωβιστεί από τους Γερμανούς. Έγιναν οι επιχειρήσεις, έγινε όλο αυτό το κακό και οι στρατιώτες άρχισαν να γυρίζουν στα σπίτια τους. Έγινε μία ανακωχή τότε στην Μακεδονία, άρχισαν να γυρίζουν στο σπίτι τους. Οι Γερμανοί μπήκανε στην Ελλάδα και κατεβήκανε μέχρι τα Κύθηρα. Ο πατέρας μας δεν έχει γυρίσει ακόμα και όταν μπήκαν οι Γερμανοί, εμείς είμαστε ας πούμε, τα παιδιά, η μητέρα μου, ο παππούς, η γιαγιά, οι θειάδες μου τότε, τα άλλα δύο αδέρφια του πατέρα μου είχαν φύγει, είχαν πάει στην Αυστραλία κι έτσι δεν βρεθήκανε στην Αλβανία. Οι Γερμανοί δεν λογαριάζανε τίποτα. Κάνανε μεγάλες ζημιές εδώ και μεταξύ των ζημιωθέντων ήταν και η οικογένειά μου και συγκεκριμένα το κατάστημα του πατέρα μου, το οποίο έβαλαν την μητέρα μου και εμένα και το ανοίξαμε, ήρθανε φορτηγά αυτοκίνητα απ’ έξω, μπήκανε μέσα, παίρνανε πράγματα, ό,τι θέλανε, το λεηλάτησαν, και μας δώσανε ένα μάτσο μάρκα που –δηλαδή ότι μας πλήρωσαν– και αυτά δεν πληρώσανε ούτε το ένα εκατοστό από αυτά που πήρανε. Το κατάστρεψαν το μαγαζί τελείως. Έτσι, όταν γύρισε ο πατέρας μου, μετά τους Γερμανούς, δηλαδή πρώτα ήρθαν οι Γερμανοί εδώ και μετά ήρθαν οι στρατιώτες οι Κυθήριοι, γιατί δεν υπήρχαν μέσα, σταματήσανε οι συγκοινωνίες, ήρθανε με καΐκια, με βάρκες από απέναντι από την Νεάπολη, ήτανε δράμα. Βρήκε το κατάστημα κατεστραμμένο, στενοχώρια, κακό. Κοιτάζαμε να βρούμε τρόφιμα να εξασφαλίσουμε γιατί εμείς δεν είχαμε παραγωγή δική μας. Μας βοήθησε ο παππούς, ο πατέρας του, του πατέρα μου, ο οποίος ήτανε γεωργός και είχε λάδι, ψωμί, ή πατάτες, είχε απ’ όλα, και μας βοήθησε. Μας βοήθησε και ο άλλος παππούς της μητέρας μου, ο οποίος είχε εργοστάσιο ελαιοτριβείο με λάδι κι έτσι περάσαμε την πρώτη χρονιά χωρίς πολύ μεγάλη έλλειψη. Στο μεταξύ ο πατέρας μου γύρισε, στράφηκε αυτός στην γεωργία γιατί δεν μπορούσαμε να ζήσουμε διαφορετικά. Το μαγαζί είχε διαλύσει, λεφτά δεν υπήρχανε, δουλειές δεν υπήρχανε και πήρε χωράφια κι αυτός και άρχισε να καλλιεργεί. Έτσι έγινε αγρότης καθ’ όλο το διάστημα της κατοχής αλλά είχαμε τρόφιμα αρκετά για να ζήσουμε, είχαμε παραγωγή δική μας. Κάναμε στάρι, κάναμε λάδι, κάναμε πεπόνια, καρπούζια, απ’ όλα. Βέβαια τα χρόνια ήτανε δύσκολα. Εν τω μεταξύ πήρα το απολυτήριο του Δημοτικού, ήτανε εδώ τότε το Αστικό Σχολείο στον Ποταμό και γράφτηκα στο Αστικό Σχολείο και έβγαλα δύο τάξεις. Το Αστικό Σχολείο ήτανε ένα σχολείο τύπου ημι-Γυμνασίου. Όταν έβγαλα τις δύο τάξεις, ο πατέρας μου ήτανε υπέρ της μάθησης πάρα πολύ, λέει: «Να πας και στο Γυμνάσιο». Δεν λειτουργούσε Γυμνάσιο βέβαια, ήτανε διαλυμένα τα πάντα, αλλά εγγράφτηκα και στο Γυμνάσιο. Έχασα βέβαια τα δύο χρόνια του Αστικού και με συνέπεια, που πήγα στο Αστικό, με συνέπεια να αργήσω μετά να βγάλω το Γυμνάσιο, όπως τα πάθανε πολλά παιδιά. Γράφτηκα στο Γυμνάσιο και ξεκινήσαμε –το Γυμνάσιο όμως ήτανε στην Χώρα κι εγώ δεν μπορούσα να μένω στην Χώρα, ούτε και τα παιδιά όλα της περιφερείας του Ποταμού, ούτε λειτουργούσαν γιατί δεν υπήρχαν καθηγητές. Υπήρχανε λίγοι, οι οποίοι ούτε αμοιβή, δεν υπήρχε ούτε αμοιβή, δεν υπήρχε, ποιος θα τους πληρώσει; Όμως οι άνθρωποι με φιλότιμες προσπάθειες εργαζόντουσαν στο Γυμνάσιο κι εμείς εργαζόμασταν στο σπίτι κάνοντας φροντιστήρια και δίνοντας εξετάσεις σαν κατ’ οίκον διδαχθέντες. Δηλαδή δεν φοιτούσαμε στην Κατοχή αλλά εδώ είχαμε έναν καθηγητή περίφημο, τον Βρεττό τον Τριάρχη, αξίζει να πω το όνομά του, ο οποίος ήτανε διευθυντής του Αστικού Σχολείου και μας έκανε φροντιστήρια. Ήτανε καθηγητής φιλόλογο[00:10:00]ς αλλά δεν μας έκανε μόνο τα μαθήματά του. Μας έκανε και άλγεβρα και γεωμετρία και τριγωνομετρία και χημεία και τα πάντα. Ήτανε πολύπλευρος. Και διαβάζαμε και δίναμε εξετάσεις και περνούσαμε την τάξη σαν κατ’ οίκον διδαχθέντες στην κατοχή. Πώς πηγαίναμε τώρα στο Γυμνάσιο από δω… Με τα πόδια. 20 χιλιόμετρα με τα πόδια. Τέσσερις ώρες στον δρόμο. Γράφαμε και γυρίζαμε. Έτσι περάσαμε τις μικρές τάξεις. Μετά την Κατοχή δεν υπήρχαν λεωφορεία όπως υπάρχουν τώρα που πάνε τα παιδιά κάθε πρωί, περνάνε από τα σπίτια τους, ξεκινούν από Καραβά, Ποταμό και όλα μέχρι μέσα και πάνε στο Γυμνάσιο κάθε μέρα και γυρίζουνε το μεσημέρι σπίτι τους. Εμείς τότε νοικιάζαμε σπίτι στη Χώρα που ήταν το Γυμνάσιο και φοιτούσαμε εκεί. Εν πάση περιπτώσει, το έβγαλα το Γυμνάσιο, με λίγη καθυστέρηση επειδή είχα πάει και στο Αστικό, και το έβγαλα σε ηλικία 20 ετών, όχι 18, γιατί ήταν τα δύο χρόνια του Αστικού. Όταν τελείωσα το Γυμνάσιο δεν πήγα στρατιώτης αμέσως, τότε πηγαίναμε σε ηλικία 21 έτους. Ήτανε ανάγκη να εργαστώ. Λέω με τον πατέρα μου να ανοίξουμε το κατάστημα. Το, αυτό, που δεν είχε εμπορεύματα, κάτι υπόλοιπα είχε, κάτι, αλλά εν πάση περιπτώσει, με αυτά που είχε να το ανοίξουμε. Ο πατέρας μου είχε μάθει, είχε γίνει αγρότης, είχε απογοητευτεί και από τα εμπόρια, εν πάση περιπτώσει λέει: «Αφού θέλεις, να το ανοίξουμε». Κάναμε ένα εταιρικό τότε θυμάμαι, κάναμε μία εταιρεία και το ανοίξαμε αλλά λεφτά δεν υπήρχανε. Πήγα εργάτης εις το, στο ελαιουργείο, στο εργοστάσιο, δουλέψαμε τότε σαράντα εννιά μερόνυχτα γιατί τα μηχανήματα ήτανε άλλου τύπου, δεν είναι τα σημερινά μηχανήματα που ρίχνουν τις ελιές και από την άλλη μεριά βγαίνει λάδι. Εκεί ήτανε οι πέτρες να λιώσουν το ζυμάρι, σφυρίδια... Άλλα τελείως. Μάζεψα ένα βαρέλι λάδι που πήρα, που πληρώθηκα, είχε κι ο πατέρας μου κάτι από κάτι γεωργικά που είχε πουλήσει, πήγα στην Αθήνα και με τ’ όνομα του πατέρα μου βρήκα εμπόρους που συνεργαζότανε πριν τον πόλεμο, μου δώσανε εμπόρευμα και με πίστωση και άλλο, μερικά τα πλήρωσα, κι έτσι ξεκινήσαμε το μαγαζί. Δεν σκέφτηκα να σπουδάσω. Μ’ άρεσε το ελεύθερο επάγγελμα. Δεν ήθελα να είμαι ποτέ ούτε υπάλληλος ούτε έχω μετανιώσει γι’ αυτό. Ήθελα να είμαι ανεξάρτητος. Να δουλεύω όπως θέλω, να κάνω ό,τι θέλω και να ξοδεύω όπως θέλω, ανάλογα με τα έσοδά μου. Όταν ήμουνα ακόμα στην ΣΤ' Γυμνασίου είχαν ξεκινήσει τα ιδιωτικά πλοία της ακτοπλοΐας, με δρομολόγια από Πειραιά-Κύθηρα, μεταφέροντας κόσμο κι εμπορεύματα. Τον καιρό της Κατοχής η συγκοινωνία με το Πειραιά γινότανε με καΐκια και με βάρκες, με πανιά και με κουπιά. Στην κυριολεξία. Δεν υπήρχανε μηχανές, δεν υπήρχανε πετρέλαιο, δεν υπήρχαν τίποτα. Μετά μπήκανε κάτι κρατικά πολεμικά βαπόρια και κάνανε συγκοινωνία και το 1947 μπήκε το πρώτο επιβατικό ιδιωτικό πλοίο που λεγότανε «Μοσχάνθη» της εταιρείας Τόγια. Αυτό το πρακτόρευσε ένας παλιός πράκτορας, ο οποίος πρακτόρευε πλοία και πριν τον πόλεμο. Το ’48, όταν ήμουνα μαθητής της έκτης πια, δρομολόγησε το πλοίο «Γλάρος» –έτσι λεγότανε– η εταιρεία Καβουνίδη. Το «Γλάρος» ήτανε κι αυτό σαν το «Μοσχάνθη» σε μέγεθος αλλά ήτανε πιο γρήγορο και ο Καβουνίδης ήθελε να βάλει πράκτορα γιατί δεν, χωρίς πράκτορα το καράβι δεν μπορούσε να δουλέψει. Να κόβει τα εισιτήρια, να κάνει. Τότε δεν υπήρχαν λιμάνια, έπρεπε να τρέχεις απ’ το ένα λιμάνι στο άλλο, να ειδοποιείς τους επιβάτες. Πάρα πολύ δύσκολη δουλειά. Ζήτησε λοιπόν η εταιρεία απ’ την Εθνική Τράπεζα πληροφορίες, να της δώσει ένα όνομα καλού εμπόρου επαγγελματία, οτιδήποτε ή πράκτορα αλλά δεν, για να τον ορίσει πράκτορα. Γιατί τώρα το ζήτησε; Έπρεπε να ‘ναι, οι εταιρείες τότε έτσι ζητούσαν πληροφορίες για να ‘ναι φερέγγυο πρόσωπο γιατί έπιανε τα λεφτά της εταιρείας κι έπρεπε να είναι σίγουρος ότι θα τα δώσει. Το έμαθα εγώ, λέω του πατέρα μου: «Δεν πάμε να ρωτήσουμε και να ενδιαφερθούμε να πάρουμε το πρακτορείο του, του Γλάρος, του καραβιού; Να ενισχύσουμε τα έσοδα του μαγαζιού και να βάλουμε το γραφείο μέσα στο μαγαζί». Όντως έτσι κι έγινε. Η τράπεζα έδωσε το όνομα το δικό μας σαν φερέγγυων προσώπων και η εταιρεία Καβουνίδη μας όρισε πράκτορες. Έτσι ήτανε η αρχή για να καθίσω εγώ μετά πράκτορας μέχρι το 1993 που συνταξιοδοτήθηκα. Το ’92, συγνώμη. Λοιπόν, αυτά ως προς την δική μου ζωή εν συντομία, μέχρι το ’50. Περάσαμε και την κατοχή. Η κατοχή ήτανε δύσκολη. Εδώ ήρθαν πρώτα οι Γερμανοί και στην συνέχεια ήρθαν οι Ιταλοί, γιατί οι Γερμανοί κάνανε οικονομία δυνάμεων. Πήρανε δηλαδή, αφήσανε λίγους γιατί οι υπόλοιποι έπρεπε να πάνε στην Ρωσία που είχε αρχίσει εκεί το μακελειό. Οι Ιταλοί είχανε καλύτερη συμπεριφορά απ’ τους Γερμανούς. Ήτανε ομιλητικοί, ήτανε προσήνεις, έδιναν, έδειχναν ενδιαφέρον στα παιδιά, Πολλές φορές κάτι δίνανε, δηλαδή μπισκότα, μία κουραμάνα, μία κονσέρβα. Οι Γερμανοί δεν τα ξέρανε αυτά. Οι Γερμανοί μπορούσανε να, ακόμα και να σε σκοτώσουνε αν παραβίαζες κάτι που αυτούς δεν τους άρεσε. Ας πούμε, αν έτρεχες την νύχτα που απαγορευότανε η κυκλοφορία, ο Γερμανός μπορούσε να σε σκοτώσει. Ο Ιταλός θα σου έλεγε: «Πήγαινε σπίτι σου». Αυτή μεγάλη διαφορά. Όταν τον Σεπτέμβριο του ’43, νομίζω στις 8 Σεπτεμβρίου ήταν που συνθηκολόγησε η Ιταλία, οι Ιταλοί εδώ ήτανε απέναντι σ’ αυτό το σπίτι που βλέπετε το υψηλό, είχανε φυλάκιο, και είχανε κι εδώ στο πιο πάνω, που περνά, το τελευταίο εδώ, βγαίνοντας από τον Ποταμό. Κι εκεί φυλάκιο. Γερμανούς δεν είχαμε, εδώ ήτανε, είχανε περιοριστεί μέσα στον Τράχηλα, στην Χώρα. Στον Τράχηλα είχανε κάνει οχυρό, είχανε κάνει οχυρά και είχανε εκεί την βάση τους. Είχανε κι από δω στην Αγία Πελαγία μία βάση με τέσσερα μεγάλα πυροβόλα στην ακτή για να ελέγχουν το στενό μεταξύ Κύθηρα και Κάβο Μαλιά, αλλά μετά τα πήρανε κι αυτά. Περιοριστήκανε εκεί στον Τράχηλα. Κι εδώ είχαμε Ιταλούς. Όταν όμως έγινε η συνθηκολόγηση των Ιταλών, νομίζω ήταν 25 του Σεπτεμβρίου του ’43, ήρθανε αντάρτες από την Πελοπόννησο στην Αγία Πελαγία με δύο καΐκια [00:20:00]και αφού βγήκαν στον μόλο, οπλισμένοι, εβάδισαν πάνω προς τον Ποταμό. Εμείς τότε, εδώ είχε οργανωθεί σχεδόν όλος ο αντρικός πληθυσμός του Ποταμού στο ΕΑΜ γιατί –τώρα να σας πω την ιστορία του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, είναι διαφορετικό. Το ΕΑΜ ήτανε πολιτική οργάνωση, ο ΕΛΑΣ ήτανε ένοπλο, ένοπλο τμήμα του ΕΑΜ. Και όλοι, όλο το διάστημα της κατοχής λειτουργούσε κρυφά το ΕΑΜ εδώ στον Ποταμό, έχοντας κι ένα ραδιόφωνο σ' ένα σπίτι εδώ στην συνοικία της Αγίας Τριάδος και ακούγοντας τα νέα από το Λονδίνο κάθε βράδυ όλοι, φρουρούμενο από τους Επονίτες. Οι οποίοι Επονίτες ήμασταν εμείς –εγώ ενετάχθηκα στην ΕΠΟΝ το 1943– για να ειδοποιήσουμε σε περίπτωση που έρθουν Γερμανοί έξω να μην τους πιάσουνε, γιατί τότε αν τους πιάνανε με το ραδιόφωνο θα τους εκτελούσανε. Λοιπόν, οι αντάρτες βγήκανε στον Ποταμό εδώ, κυκλώσανε τα φυλάκια, εδώ απέναντι είναι το φυλάκιο, αυτό το σπίτι με το υψηλό, με το πυργάκι το υψηλό, εκεί πάνω ήτανε ο Ιταλός σκοπός, και οι Ιταλοί παραδοθήκανε στους αντάρτες. Παραδοθήκανε λοιπόν και αφού τους αφόπλισαν οι αντάρτες, τους ετοίμασαν να κατέβουνε Αγία Πελαγία για να περάσουνε απέναντι. Είπαμε ότι είχε συνθηκολογήσει η Ιταλία. Δεν υπήρχε δηλαδή, δεν παίρνανε οι Ιταλοί πια, ο ιταλικός στρατός, εντολή από κυβέρνηση, είχε συνθηκολογήσει, είχε παραδοθεί. Τα εφόδιά τους ήτανε τέσσερα φορτία αυτοκινήτου –τότε τα αυτοκίνητα ήταν 1-2 τόνων, δεν ήτανε πολύ μεγάλα– τα οποία φορτώσανε σε ένα αυτοκίνητο του παππού μου του Μεγαλοκονόμου, του εργοστασιάρχη του ελαιουργείου, ο οποίος είχε αυτοκίνητα για τα εργοστάσια, και με οδηγό τον θείο μου και βοηθό εμένα μεταφέραμε τέσσερα φορτία όπλα, εφόδια, τρόφιμα και τα λοιπά στα καΐκια στην Αγία Πελαγία, τα οποία φορτώσανε και τους Ιταλούς και τους πήρανε. Οι Γερμανοί δεν κουνήσανε από κει. Έτσι, εδώ εγκαταστάθηκαν οι αντάρτες, ο ΕΛΑΣ. Κανονικό ένοπλο τμήμα. Πότε ήταν τριάντα, πότε σαράντα, πότε είκοσι πέντε, πότε πενήντα, ανάλογα με τις συνθήκες. Η δύναμις του ΕΛΑΣ εδώ αποτελείτο και από Κυθηρίους, περισσότερο Ποταμίτες, και από αντάρτες από απέναντι απ' την, από την απέναντι ξηρά. Καπετάνιος τους ήταν ένας ονόματι Μπέχον, πολύ τολμηρός και γερός πολεμιστής και φρούραρχος εδώ στον Ποταμό. Ήταν ένας Φλώρος, ο οποίος είχε το γραφείο του, δηλαδή ήταν το φρουραρχείο πάνω από εκεί που είναι τώρα η κάβα των ποτών του Βάρδα, ξέρεις πού, απέναντι στο καφενείο του Καρίνου. Εκεί ήταν το φρουραρχείο.

Μ.Κ.:

Φλώρος ήταν το όνομά του;

Χ.Μ.:

Λοιπόν, από τότε ο Ποταμός ήταν ελεύθερος. Γερμανοί δεν ερχόντουσαν γιατί ήτανε σαν να είχανε μοιράσει την εξουσία στα Κύθηρα, οι Γερμανοί στην Χώρα και οι αντάρτες στον Ποταμό. Οργανώθη πολύς κόσμος εδώ, εγώ ήμουνα από τον Μάρτη του '43 στην ΕΠΟΝ και μαζί με μένα και άλλοι συνομήλικοι και έζησα και από κοντά γεγονότα. Δηλαδή τι κάναμε εμείς οι νέοι της ΕΠΟΝ; Κάναμε βοηθητικές υπηρεσίες, δεν είμαστε ένοπλοι. Ένοπλοι ήταν οι Ελασίτες. Εμείς κάναμε βοηθητικές υπηρεσίες. Παράδειγμα, όταν έγιναν οι μάχες με τους Γερμανούς του ΕΛΑΣ, δηλαδή μία έγινε απ' τον Άγιο Ηλία οι αντάρτες και από τα Κοντολιάνικα οι Γερμανοί, μία έγινε μπροστά στην, πίσω, πριν την Αγία Ελέσα, άλλη μεγάλη έγινε οι αντάρτες στο Κάστρο και οι Γερμανοί στο Καψάλι όταν αποχωρούσαν. Κι εγώ τότε και άλλοι συνομήλικοί μου της ΕΠΟΝ πηγαίναμε φαγητό στους αντάρτες. Ξεκινούσαμε με το γαϊδούρι φορτωμένο φαγητό και πηγαίναμε στην Χώρα, στο πιο μακρινό, στην Χώρα, στο κάστρο. Έπρεπε να φάνε αυτοί. Εμείς πηγαίναμε. Και μάλιστα σε ένα δρομολόγιο που πήγαινα εγώ συνάντησα δύο Γερμανούς οι οποίοι είχανε ξεφύγει από το λαγκάδι του Καψαλιού και είχανε βγει πάνω. Δεν ξέρω, θέλανε να λιποτακτήσουνε; Δεν ξέρω τι, γιατί, και με σταματήσανε στον δρόμο και σκέφτηκα, λέω: «Τώρα αν δούνε τα φαγητά τι θα δικαιολογηθώ; Θα με σκοτώσουνε». Αλλά δεν κοιτάξανε καθόλου το φορτίο παρά με ρωτήσανε από πού πάει ο δρόμος στον Μυλοπόταμο. Τέλος πάντων, έτσι οι Γερμανοί έφυγαν από το Τσιρίγο διωκόμενοι από τον ΕΛΑΣ. Δηλαδή με μάχη φύγανε, επιβιβάστηκαν πλοία όταν χτυπιόντουσαν πάνω από το κάστρο. Έτσι φύγανε και οι Γερμανοί. Λοιπόν, τελείωσε λοιπόν η υπόθεση, φύγανε κι οι Γερμανοί από τα Κύθηρα, μείνανε οι αντάρτες εδώ και οι του νησιού και μετά από λίγο ήρθαν τα συμμαχικά πλοία και κάναν την απόβαση στο Καψάλι και συμπληρώθη η απελευθέρωση του νησιού. Τώρα, μετά που ηρέμησαν τα πράγματα, το Γυμνάσιο άρχισε να λειτουργεί κι εμείς από δω, από την περιφέρεια Ποταμού, Καραβά, όλα, όλα τα έξω χωριά, νοικιάσαμε δωμάτια στην Χώρα για να παρακολουθήσουμε τα μαθήματα, να προχωρήσομεν. Το Γυμνάσιο άνοιξε κανονικά. Σαββατοκύριακα εγώ έφευγα, γιατί ερχόμουνα εδώ για, είχαμε εργασίες και γύριζα πάλι τη Δευτέρα. Πάλι με τα πόδια. Έχω κάνει εκατοντάδες φορές τον δρόμο Ποταμό-Χώρα με τα πόδια. Κι όχι μόνο εγώ, και πολλά παιδιά από τα έξω χωριά. Τελικά ευτύχησα και τελείωσα το Γυμνάσιο. Ήτανε πολύτιμο αυτό γιατί οι δουλειές που έκανα μετά, μου χρειαζόντουσαν τα γράμματα του Γυμνασίου και δούλευα το μαγαζί και το, και τα βαπόρια.

Χ.Μ.:

Τα βαπόρια τότε δεν ήτανε, δεν είχαμε λιμάνι όπως είναι τώρα το Διακόφτι, που ήξερες θα πάει το βαπόρι εκεί, τελείωσε. Εκεί, όταν ήτανε φουρτούνα, έπρεπε να φύγεις από την Αγία Πελαγία να πας στην Πλατεία Άμμο, ή να φύγεις απ' την Πλατιά Άμμο να πας στο Καψάλι, να πας όπου μπορούσε το βαπόρι να δουλέψει, και ήτανε πολύ κουραστικό αυτό γιατί δεν υπήρχανε τηλεπικοινωνίες. Σιγά σιγά αυτά αλλάξανε βέβαια, αλλά αργήσαν ακόμα. Μέχρι το '48-'49-'50, μέχρι, μέχρι το '60, μέχρι την δεκαετία του '60 ήτανε μεγάλα τα βάσανα με την συγκοινωνία την θαλάσσια και εβελτιώθη όταν έγινε πρώτα ο μόλος στο Καψάλι που πλεύρισε το πρώτο πλοίο και μετά έγινε κι ο μόλος στην Αγία Πελαγία και αρχίσαν και πλευρίζανε τα πλοία –τουλάχιστον όταν ήτανε καλός ο καιρός– κι έβγαινε ο επιβάτης με τα πόδια του. Λοιπόν, το '51 με καθυστέρηση, γιατί έπρεπε να πάω το '50, αλ[00:30:00]λά τότε δεν θυμάμαι γιατί, εκκλήθηκα να υπηρετήσω στο ναυτικό τη θητεία μου. Επήγα τον Απρίλιο του '51 και απολύθηκα τον Ιούνιο του '53, δηλαδή έκανα δυο χρόνια και τρεις μήνες. Επήγα στο ναυτικό και άφησα εδώ τον πατέρα μου μόνο στη δουλειά και στο πρακτορείο. Εν πάση περιπτώσει, βρήκε έναν άνθρωπο όμως και κατέβαινε στα βαπόρια για να μένει αυτός στο μαγαζί, οπότε έκλεινε και το μαγαζί και πήγαινε στο βαπόρι. Μέχρι να απολυθώ είχαμε πρόβλημα, αλλά εν πάση περιπτώσει τα καταφέραμε. Όταν απολύθηκα, το '53 πια, δεν είχαμε πρόβλημα. Καθόταν ο πατέρας μου στο μαγαζί σαν πιο μεγάλος κι εγώ έτρεχα στα βαπόρια στα λιμάνια. Αρχίσαν σιγά σιγά και οι λιμενικές υποδομές εβελτιώνοντο. Μακρύνανε οι προβλήτες, τα βαπόρια πλευρίζανε, έστω όταν δεν ήτανε καλός ο καιρός πηγαίνανε από το ένα λιμάνι στο άλλο και εν πάση περιπτώσει βελτιώθη πάρα πολύ η δουλειά με το πλεύρισμα. Γιατί πρώτα πηγαίνανε με τις βάρκες. Και όταν ήταν η φουρτούνα, η βάρκα πήγαινε 3 μέτρα πάνω, 3 μέτρα στο χάος. Με επιβάτες μέσα. Δηλαδή είναι θαύμα πώς δεν πνιγήκαμε. Πηγαίνοντας στο βαπόρι, έπρεπε να περιμένεις το κύμα να σηκώσει τη βάρκα, να φτάσει στο ύψος της σκάλας για να μπει ο επιβάτης μέσα από την βάρκα στη σκάλα. Γιατί όταν ερχόταν το άλλο κύμα και πήγαινε κάτω η σκάλα ήταν 3 μέτρα πάνω. Δύσκολα πράγματα δηλαδή. Πρωτόγνωρες συνθήκες κι επικίνδυνα. Τέλος πάντων, η Παναγία βοήθησε και δεν είχαμε θύματα με τις βάρκες. Εξακολούθησα λοιπόν επαγγελματικά να έχω το μαγαζί το οποίο βελτιώθη πάρα πολύ. Εν τω μεταξύ το '65 ο πατέρας μου συνταξιοδοτήθη, έμεινα μόνος μου αλλά είχα παντρευτεί το '57 και είχα βοήθεια τη γυναίκα μου, η οποία δούλεψε πολύ κι αυτή. Καθότανε, ήτανε πάρα πολύ καλή στο μαγαζί, οι πελάτες ήτανε πολύ ευχαριστημένοι, το μαγαζί δούλευε ωραία κι εγώ πήγαινα στα βαπόρια. Άμα δεν είχα βαπόρι ήμουνα κι εγώ στο μαγαζί. Και όταν συνταξιοδοτήθη ο πατέρας μου είχα τη γυναίκα μου κι έτσι είμαστε πάλι δυο και δουλεύαμε κανονικά. Το μαγαζί μου πήγε πάρα πολύ καλά γιατί είχα καλό εμπόρευμα και ήμουνα προσεκτικός και περιποιητικός, οι πελάτες ήταν ευχαριστημένοι. Και τα βαπόρια εν τω μεταξύ είχανε μεγαλώσει, είχανε βελτιωθεί οι συνθήκες και στο μεταξύ, το '77, τα βαπόρια αλλάξανε, μπήκαν τα ferry boat που βάζανε και αυτοκίνητα πάνω. Αυτό ήταν επανάσταση. Στην αρχή πήρε την γραμμή ένα βαπόρι, όχι της εταιρείας της δικής μου, το οποίο κράτησε ένα χρόνο αλλά την δεύτερη χρονιά η εταιρεία η δική μας είχε πάρει ένα καλύτερο και σε μέγεθος και σε ταχύτητα και σε πολυτέλεια, το περίφημο «ΙΟΝΙΟ», το οποίο έφερε επανάσταση στην θαλάσσια συγκοινωνία των Κυθήρων. Εδούλεψα πάρα πολύ με αυτό, και η εταιρεία και εγώ δηλαδή σαν πράκτορας, γιατί οι πράκτορες δεν έχουνε μισθό, έχουνε ποσοστά επί των πωλήσεων. Ήτανε μία πολύ καλή περίπτωση, ήτανε πολύ καλοί οι πλοιοκτήτες και μείνανε εδώ πέρα μέχρι το '93, μέχρι δηλαδή που εγώ πήρα σύνταξη. Το '92 εγώ πήρα σύνταξη, άφησα έναν άλλο στη θέση μου και εξυπηρέτησαν πάρα πολύ το νησί, αφήσανε εποχή. Το '92, το '89 συνταξιοδοτήθηκα από το μαγαζί και το έκλεισα, δεν είχα, γιατί τα παιδιά μου σπουδάσανε εμένα. Ο ένας έγινε χημικός, η άλλη έγινε δασκάλα και δεν υπήρχανε. Και ποιος θα το δουλέψει; Το έκλεισα λοιπόν και πήρα σύνταξη. Όταν πήρα σύνταξη, επειδή ήμουνα πάρα πολύ κουρασμένος γιατί όλα αυτά τα χρόνια, δηλαδή από όταν απολύθηκα από στρατιώτης μέχρι που συνταξιοδοτήθηκα, σαράντα χρόνια, δούλεψα πολύ σκληρά και με δύσκολες συνθήκες, ειδικά στα βαπόρια με πολύ δύσκολες συνθήκες. Δεν έκανα άλλο επάγγελμα. Αλλά βρήκα από τον πατέρα μου πολύ ωραία και καλλιεργημένα χωράφια, γιατί σου είχα πει ότι έγινε αγρότης μετά τον πόλεμο. Ερχόταν στο μαγαζί αλλά περισσότερο κοίταζε τα χωράφια. Και έμεινα και καλλιέργησα τα χωράφια. Μ' αρέσανε κι ακόμα τα 'χω σε αρίστη κατάσταση και ας είμαι και 93 χρονών. Λοιπόν, αυτή είναι η ζωή μου εν ολίγοις και το μόνο που ζητάμε τώρα είναι να 'χουμε υγεία και τίποτα άλλο. Και ησυχία. Όταν, αν θες να φωτογραφίσεις τα κυριότερα βαπόρια που έχω πρακτορεύσει, μπορείς να τα φωτογραφίσεις. Λοιπόν, μετά από τόσο ισχυρή παρουσία του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ στον Ποταμό, αυτή την στιγμή είμαι ο μόνος επιζών από όλους τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, και είμαι επιζών με ταυτότητα της ΕΠΟΝ, της Εθνικής Αντίστασης, την οποία έχω εδώ. Και η τύχη το 'φερε έτσι να είμαι ο τελευταίος. Αυτά ως προς την επαγγελματική μου πορεία. Τώρα, ως προς τα κοινά, είχα μέρος και στα κοινά. Δηλαδή δεν ήμουνα ψηφισμένος ούτε πρόεδρος ούτε σύμβουλος ούτε τίποτα, αλλά είχα κάνει –ψηφισμένος βέβαια και ψηφίζεται το συμβούλιο– στον Εμπορικό Σύλλογο Ποταμού Γραμματέας αρκετά χρόνια, ήμουνα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου αρκετά χρόνια του νοσοκομείου, εδώ των Κυθήρων, με έδρα τον Ποταμό, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου. Και έχω χρηματίσει και μέλος του Συμβουλίου του Λιμενικού Ταμείου. Αυτά ως προς το, ως προς τα κοινωνικά ας πούμε, ως προς την κοινωνική μου απασχόληση. Την επαγγελματική σάς την είπα πρωτύτερα. Λοιπόν, τώρα είμαι πολύ μεγάλος, είμαι σχετικά ευτυχής, έχω υγεία, εντάξει έχω κάτι προβλήματα στη μέση κι αυτά, είναι της ηλικίας. Έχω καλή οικογένεια, έχω καλή σύζυγο και έχω καλά παιδιά που φροντίζουνε για μας κι έχω και άριστα εγγόνια τα οποία έχουνε προοδεύσει. Ο γιός μου ο μεγάλος είχε φτάσει μέχρι πρόεδρος στην εταιρεία ΒΡ, στην πετρελαϊκή εταιρεία αυτή την αγγλική την ΒΡ, και έχει αφήσει όνομα εκεί, και η κόρη μου είναι διδασκάλισσα, έχει κάνει Διευθύντρια και δασκάλα σε δημοτικά σχολεία στο Νέο Φάληρο, στον Πειραιά. Τώρα ο γιός μου έχει βγει στην σύνταξη και η κόρη κι αυτή ζυγώνει. Δεν νομίζω να 'χω ξεχάσει κάτι.

Μ.Κ.:

Να κάνουμε διάλειμμα; Θέλετε μήπως;

Χ.Μ.:

Ε;

Μ.Κ.:

Θέλετε μήπως να κάνουμε διάλειμμα;

Χ.Μ.:

Ναι, μα δεν έχω και κάτι. Θες να με ρωτήσεις κάτι;

Μ.Κ.:

Έχω να σας ρωτήσω εγώ κάποια πράγματα.

Χ.Μ.:

Ναι.

Μ.Κ.:

Να πω τώρα;

Χ.Μ.:

Τι;

Μ.Κ.:

Ή να κάνουμε διάλειμμα;

Χ.Μ.:

Πες και τώρα. Κάνε διάλειμμα, δεν πειράζει.

Μ.Κ.:

Συνεχίζουμε λοιπόν. Ήθελα να ρωτήσω, πώς ήταν η ζωή στα Κύθηρα εκείνη την εποχή;

Χ.Μ.:

Εκείνη την εποχή τι εννοείτε; Στην κατοχή;

Μ.Κ.:

Όχι–

Χ.Μ.:

Ή πριν;

Μ.Κ.:

Ως παιδάκι. Παίζατε, είχατε παιχνίδια εδώ;

Χ.Μ.:

Βεβαίως. Είχαμε, στη γειτονιά εδώ πάρα πολλά παιδιά είμαστε. Δηλαδή ήτανε, εδ[00:40:00]ώ που είναι ο φαρδύς δρόμος όπως κατεβαίνουμε στο τρίστρατο, γύρω γύρω ήμαστε, θα σου πω πόσα. Τρία και πέντε, οχτώ και τέσσερα, δώδεκα, και δύο, δεκατέσσερα. Γύρω στα είκοσι πέντε παιδιά στη γειτονιά, τα οποία παίζαμε μπάλα, παίζαμε κρυφτό, παίζαμε κυνηγητό, ανάβαμε φωτιές στις, του Αγίου Γιαννιού του Ριζικάρη που λέμε, τον Ιούνιο, σε διαρκή κίνηση είμαστε. Πολύ παιχνίδι. Και με υποτυπώδη μέσα. Μπάλα δεν υπήρχε. Κάναμε μπάλα από πανιά, από κουρέλια, μας την έραβε η μάνα μας και αυτή ήταν η μπάλα. 

Μ.Κ.:

Και όταν λέτε ανάβατε φωτιές; Τι κάνατε δηλαδή;

Χ.Μ.:

Του Αγίου Γιαννιού, τον Ιούνιο, το έθιμο είναι να ανάβουνε οι γειτονιές φωτιές το βράδυ και να πηδάει κόσμος πάνω από την φωτιά. Το 'χεις ακούσει αυτό. Αυτά μαζεύαμε ένα μήνα πριν κλαδιά και ξύλα για να 'χουμε να ταΐζουμε την φωτιά. Πώς θα καίει η φωτιά; Άμα την ανάβαμε θα κάψει ένα κλαδί, ένα αυτό και θα έσβηνε. Είχαμε πάρα πολλά και ρίχναμε συνέχεια και κρατούσε η φωτιά ώρες. Και στον Ποταμό ανάβανε γύρω στις, θα σου πω, μια, δυο, τρεις, τέσσερις, γύρω στις οχτώ. Κάθε γειτονιά άναβε την δική της φωτιά. Σε περιφέρειες περιφέρειες. Δηλαδή άλλη ανάβαμε εμείς δω πάνω, άλλη ανάβανε δίπλα, άλλη ανάβανε κάτω, άλλη ανάβανε στην μέση, και γινόταν πανηγύρι. Παιχνίδι πολύ. 

Μ.Κ.:

Όταν ο πατέρας σας πήγε στο μέτωπο είχατε επικοινωνία εσείς μαζί του;

Χ.Μ.:

Όχι. Καταρχήν, ο πατέρας μου λόγω ηλικίας δεν πήγε στο μέτωπο. Υπηρέτησε όμως σε φρουρά στο πυριτιδοποιείο, στο εργοστάσιο του Μποδοσάκη. Υπήρχε το πυριτιδοποιείο και καλυκοποιείο, που έκανε τα βλήματα για τον στρατό. Εκεί υπηρέτησε φρουρά. Στο μέτωπο που πήγαν οι νεότεροι, ο πατέρας μου ήταν 40 χρονών. Δηλαδή ήτανε ίσα ίσα που τον πήρε, ήτανε 41. Ίσα ίσα που τον πήρε, ήταν η τελευταία κλάση που πήρε στρατιώτες, δεν είχε πάει, δεν πήρε μεγαλύτερο. Η μεγαλύτερη κλάση που εστρατεύθη ήταν του πατέρα μου. Μία κλάση πριν τον πατέρα μου, δηλαδή οι γεννηθέντες το, ο πατέρας μου έχει γεννηθεί το '01, αυτοί που γεννηθήκανε το '900 και ήτανε, το '902, και ήτανε νεότεροι, αυτοί δεν τους πήρε καθόλου, γιατί αυτή η κλάση είχε αποδεκατιστεί στη Μικρά Ασία, ήτανε η κλάση που στην Μικρά Ασία πλήρωσε τον φόρο αίματος το μεγάλο. Μετά, του πατέρα μου την κλάση την πήρε. Κι αυτοί είχανε, στη Μικρά Ασία είχαμε πάθει μεγάλη καταστροφή. Εντούτοις, τους πήρε αλλά και στην Αθήνα που ήταν, όχι, δεν είχαμε επαφή. Τι να 'χεις επαφή; Δεν υπήρχε επικοινωνία, ούτε, δεν υπήρχε τηλέφωνο, δεν υπήρχε τίποτα. 

Μ.Κ.:

Και στην ΕΠΟΝ πώς μπήκατε, θυμάστε;

Χ.Μ.:

Στην ΕΠΟΝ μπήκανε όλα τα παιδιά της ηλικίας μου. Ο... Μην ξεχνάς, στην ηλικία μου ήτανε ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Κάρολος ο Παπούλιας, ακριβώς το '29 γεννηθείς ήταν ο Παπούλιας, και ήτανε στην ΕΠΟΝ ένοπλος αυτός, αυτός ήταν ένοπλος. Ήταν οι ανάγκες εκεί στην Ήπειρο τέτοιες που τους είχανε δώσει όπλα και από 14 ετών. Εμάς δεν μας είχανε δώσει στην ΕΠΟΝ. Τα όπλα εδώ τα είχε ο ΕΛΑΣ, οι οποίοι ήτανε από 17-18 χρονών και πάνω. Κατάλαβες; Ο ΕΛΑΣ ήτανε μόνιμος και εφεδρικός. Δηλαδή ήτανε οι μόνιμοι αντάρτες, οι οποίοι είχανε λάβει μέρος και σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο, και ήτανε ο εφεδρικός ΕΛΑΣ που ήτανε πολλοί Ποταμίτες, και από τα άλλα Κύθηρα, και από τα άλλα χωριά, και αυτοί ήντουσαν ένοπλοι, οι Ελασίτες. Είχανε πιάσει Γερμανούς αιχμαλώτους, είχανε κάνει αρκετά. Ήταν ένας Γιάννης Καλογρίδης καπετάνιος, εδώ Ποταμίτης, ο οποίος, θα σου πω τώρα, κάτσε να, στο... Ήτανε ένας καπετάνιος εδώ Ποταμίτης του ΕΛΑΣ, λεγόμενος Γιάννης Καλογρίδης, ο οποίος με δεκαπέντε αντάρτες πήγε στον Αβλέμονα και αιχμαλώτισε εφτά Γερμανούς και έναν δύτη Σέρβο, τους οποίους τους πιάσανε αιχμαλώτους, τους φέρανε εδώ και τους βάλανε σε καΐκι και τους περάσανε πέρα. Αυτό ήτανε, είχε, ήταν ένα καΐκι, είχε ναυαγήσει και είχε βουλιάξει και ο δύτης ήταν εκεί για το καΐκι το βουλιαγμένο και οι Γερμανοί και τους πιάσανε, τους φέρανε εδώ. Επίσης, ένας άλλος αντάρτης Ποταμίτης, ο Δημήτρης ο Κομνηνός, ο Τσιγκλής, μια μέρα μόνος του στο Λιβάδι, ένοπλος, συναντήθηκε με δύο Γερμανούς ενόπλους και τους συνέλαβε και τους δύο, τους πρότεινε το όπλο, τους είπε να παραδοθούν, σήκωσαν τα χέρια και τους έδεσε και τους φέρανε εδώ. Κάνανε, εκτός τις μάχες που κάνανε, ειδικά την τελευταία από το κάστρο στο Καψάλι, κάνανε και αψιμαχίες τέτοιες. Είχανε δράση αξιόλογη.

Μ.Κ.:

Και πώς το πήρατε απόφαση να ρισκάρετε στην τελική τη ζωή σας;

Χ.Μ.:

Κοίταξε να δεις, είχαμε ενθουσιασμό τότε τα παιδιά. Είχαμε ενθουσιασμό. Ε, δεν είχαμε και επίγνωση του κινδύνου ακριβώς, μη νομίζεις. Αλλά εν πάση περιπτώσει, δεν ήμουνα ο μόνος, και άλλοι στην ηλικία μου. Σχεδόν ήτανε σαν υποχρεωτικό. Δεν ήταν απόλυτα υποχρεωτικό, αλλά όταν δεν πήγαινες, επειδή ήταν ανταρτοκρατούμενη περιοχή, κάνανε κουμάντο, δεν αισθανόσουνα καλά. Ήσουνα δηλαδή σαν να κοντράριζες, κατάλαβες; Αλλά είχαμε κι ενθουσιασμό, είμαστε νέοι, θέλαμε να φύγουνε οι Γερμανοί και νομίζαμε –όχι νομίζαμε– και προσφέραμε υπηρεσία, αυτές τις βοηθητικές υπηρεσίες τέλος πάντων. Δηλαδή σου λέω, μεταφορά τροφίμων στους αντάρτες, ποιος θα τις έκανε; Ήτανε και γι' αυτούς χρήσιμο να μην απασχολήσουν αντάρτες ενόπλους γι' αυτήν την δουλειά. Βάρδιες στα τηλέφωνα. Τηλέφωνο δεν υπήρχε τότε, μόνο ένα τηλέφωνο, το κοινοτικό υπήρχε. Και κάναμε βάρδια Επονίτες εκεί. Τι κάναμε με την βάρδια; Παρακολουθούσαμε τις κινήσεις των Γερμανών και ειδοποιούσαμε τους αντάρτες αναλόγως. Κατάλαβες; Κοίταξε να δεις, όταν φύγανε οι αντάρτες από τον Τράχηλα, όταν φύγανε οι Γερμανοί, συγγνώμη, από τον Τράχηλα, εγώ πήρα το τηλεφώνημα από τον, ήμουνα, τυχαίως ήμουνα βάρδια εγώ εκείνη την ημέρα και την ώρα, και πήρα τηλεφώνημα από τον συνάδελφο του Λιβαδίου, ο οποίος μου είπε: «Ειδοποίησε τον ΕΛΑΣ ότι οι Γερμανοί φεύγουνε από τον Τράχηλα και πάνε προς το Καψάλι». Και πήγα στο φρουραρχείο, το είπα, και εκεί ο Φλώρος, ο φρούραρχος, κινητοποίησε την ομάδα των ανταρτών και πήγανε. Κάναμε βοηθητικές υπηρεσίες. Συνήθως φαγητό, γιατί αυτοί ήτανε σε κίνηση συνεχώς. Συνήθως όμως βάρδιες κάναμε στα τηλέφωνα, σκοπιά κάναμε από την, στην ταράτσα του Μεγάρου κοιτάζοντας μην έρθουνε οι Γερμανοί, συνέχεια το κάναμε [00:50:00]αυτό. Μην έρχονται Γερμανοί στον Ποταμό. Ερχόντουσαν σπάνια, αλλά έπρεπε να ειδοποιήσουμε για να λάβουνε κατάλληλα μέτρα ή να δώσουνε... Αποφεύγανε βέβαια μες στον Ποταμό μάχες και τέτοια, αλλά και δεν υπήρχε και λόγος. Εφόδια κουβαλάγαμε, πολλές, αγγαρείες, με τα γαϊδουράκια τότε, κάναμε πολλή δουλειά. 

Μ.Κ.:

Υπήρχε κάποια στιγμή που φοβηθήκατε;

Χ.Μ.:

Όχι, δεν υπήρχε. Είχαμε ενθουσιασμό τα παιδιά, νέοι άνθρωποι τώρα, είχαμε ενθουσιασμό. Εν τω μεταξύ ακούγαμε και απ' το ραδιόφωνο ότι χάνεται ο πόλεμος για τους Γερμανούς, ε, και είχαμε άλλο κουράγιο.

Μ.Κ.:

Μετά τον πόλεμο εδώ στα, στα Κύθηρα, υπήρχε ένα κύμα μετανάστευσης, έτσι;

Χ.Μ.:

Ναι.

Μ.Κ.:

Ερήμωσε λίγο το νησί. Είχατε φίλους, συγγενείς που έφυγαν; Πώς το βιώσατε αυτό;

Χ.Μ.:

Πολλούς. Πολλούς, πάρα πολλούς. Με λύπη σας λέγω ότι οι παιδικοί μου φίλοι και συμμαθηταί στο Δημοτικό Σχολείο, φέτος, τώρα το χίλια, το 2022 πεθάνανε τρεις στην Αυστραλία. Το λέω με λύπη αυτό γιατί εδώ μόνος μου είμαι. Εδώ έχουνε πεθάνει όλοι. Ζούσανε μερικοί στην Αυστραλία και ζει μόνο ένας τώρα στην ηλικία μου, είναι στην Αυστραλία, και ο οποίος δυστυχώς έχει και άνοια, δεν επικοινωνεί. Οι άλλοι τρεις που ήτανε σχετικά καλά, πεθάνανε φέτος, συμμαθητές μου στο Δημοτικό σχολείο και πεθάνανε στην Αυστραλία. Έφυγε πάρα πολύς κόσμος, ειδικά από το, από το '47-'48 αρχίσανε, αλλά στη δεκαετία του '50, '50 με '60 φύγανε πάρα πολλοί. Και παιδιά νέα και καλά, κοπέλες σαν τα κρύα νερά, 18 χρονών, 16 χρονών, 20 χρονών, φύγανε. Ειδικά '55-'60 έγινε μεγάλη ζημιά από ανθρώπινο δυναμικό εδώ. Τώρα δεν γίνεται μετανάστευση, για Αυστραλία εννοώ. Για Ευρώπη εντάξει, υπάρχουνε επιστήμονες οι οποίοι βρίσκουνε δουλειά στην Ευρώπη με καλούς μισθούς, αλλά η Ευρώπη είναι άλλο πράγμα, έρχονται, μπορεί να έρχεται και κάθε βδομάδα, δύο ώρες υπόθεση. Η Αυστραλία όμως δεν είναι, είναι βαρύ πράγμα η Αυστραλία. 

Μ.Κ.:

Κάτι τελευταίο εγώ ήθελα έτσι να ρωτήσω. Υπήρχε κάποια φουρτούνα που να σας είχε τρομάξει;

Χ.Μ.:

Εννοείτε στα βαπόρια, στην Αγία Πελαγία. Πολλές. Όχι μία. Πολλές. Δε σας κρύβω ότι πολλές φορές μέσα στην βάρκα που κινδυνεύαμε, γιατί όταν πλευρίσανε τα βαπόρια ήτανε με, πλευρίζανε καταρχήν όταν ήτανε μπονάτσα, εντάξει, απ' τον μόλο στο βαπόρι έμπαινες με τα πόδια σου. Και πάλι κι εκεί, όταν ήτανε φουρτούνα και σηκωνότανε η πόρτα του βαποριού, κι εκεί ήτανε αρκετός ο κίνδυνος και είχαμε, ειδικά εγώ έδινα πολύ μεγάλη προσοχή σ' αυτό, ξεσηκώνοντας και τους ναύτες του βαποριού να προσέχουνε τον κόσμο μην χτυπήσει. Δόξα τον Θεό δε χτύπησε κανένας. Αλλά με τις βάρκες ήτανε κίνδυνος θάνατος. Ξέρεις τι είναι να πηγαίνει η βάρκα 3 μέτρα πάνω, 3 κάτω στον αέρα και να είναι μία πιθαμή η θάλασσα από την κουπαστή της βάρκας να μπει μέσα; Έτσι έμπαινε μία, πνιγόντουσαν όλοι. Όσοι τουλάχιστον δεν ήξεραν μπάνιο θα πνιγόντουσαν. Πολύ δύσκολες συνθήκες. Δυσκολεύτηκα πάρα πολύ σ' αυτό το επάγγελμα. Ενώ το μαγαζί ήτανε πάρα πολύ ωραία δουλειά, πολιτισμένη και ωραία, η θητεία μου στα βαπόρια από το '48 μέχρι το '92, πόσα χρόνια είναι, είναι 42, 44 χρόνια, πολύ δύσκολα. Ήτανε οι συνθήκες τρομερές με τις βάρκες. Τώρα αυτό το πράγμα απαγορεύεται απολύτως. Πού να μπει άνθρωπος να πάει με βάρκα; Απαγορεύεται. Ούτε σωσίβιο ούτε τίποτα ο κόσμος μέσα. Έτσι βούλιαζε η βάρκα χανόμαστε.

Μ.Κ.:

Είχε κι άλλες δυσκολίες αυτό το επάγγελμα;

Χ.Μ.:

Και γι' αυτό πήγαινα εγώ. Η γυναίκα μου, πώς θα έστελνα την γυναίκα μου; Καθότανε στο μαγαζί και ήταν και πολύ καλή στο μαγαζί, είναι πολύ αγαπητή στον κόσμο, και τώρα ακόμα, την αγαπούσε ο κόσμος, πήγαινε καλά το μαγαζί. Η άλλη ήταν δύσκολη δουλειά αλλά εντάξει, είχαμε ανάγκη να... Σπούδασα δύο παιδιά, ήτανε, ήταν ανάγκη να δουλέψουμε. Εν τω μεταξύ δήλωνα και τα δύο επαγγέλματα, πλήρωνα φορολογία και για τα δύο, έκανα σωστές δουλειές και στα ταμεία συντάξεων και όλα. Αλλά ότι είχε δυσκολίες, πάρα πολλές δυσκολίες. Η βάρκα είχε πάρα πολλές δυσκολίες και ήτανε πάρα πολύ επικίνδυνα. Αλλά δεν υπήρχε άλλο μέσο. Πώς θα πήγαινε ο κόσμος στο βαπόρι; Θα κολυμπούσε;

Μ.Κ.:

Είχε κι άλλες δυσκολίες αυτό το επάγγελμα;

Χ.Μ.:

Ναι είχε. Στα χρόνια τα δικά μου είχε γιατί –οι δυσκολίες οι μεγάλες ήταν στην τηλεπικοινωνίες, δεν υπήρχανε. Δεν υπάρχει κινητό τηλέφωνο τώρα να πατήσεις και να δεις πού είναι το βαπόρι. Τότε δεν ήξερες πού είναι. Υπολόγιζες. Έπρεπε να κόψω, σαράντα-πενήντα αυτοκίνητα για τον Πειραιά, θα χωρούσανε; Ή απ' την Κρήτη θα είχε βάλει εξήντα φερειπείν και δε θα χωρούσανε; Πού να το ξέρω αυτό; Τώρα πατάς τον υπολογιστή και σου... ούτε ρωτάς. Αυτό λοιπόν τον υπολογιστή πατάς και βλέπεις πόσες θέσεις κενές έχεις και τι μπορείς να πάρεις. Μεγάλη ευκολία τώρα, άλλο πράγμα. Θέλεις να δεις τι ώρα θα 'ρθει και το πατάς και το βλέπεις και το βλέπεις ότι έχει φύγει απ' το Καστέλι μισή ώρα και είναι στο τάδε σημείο και υπολογίζεις τι ώρα θα σου έρθει εδώ. 

Μ.Κ.:

Να ρωτήσω κάτι, την ημέρα της απελευθέρωσης την θυμάστε; Πώς ενημερωθήκατε;

Χ.Μ.:

Ένα λεπτό, θα σου πω. Ειδικά στα χρόνια του '53 μέχρι το '58 ερχότανε ένα βαπόρι μιανής μεγάλης εταιρείας που ήτανε τότε, ήτανε η μεγαλύτερη ακτοπλοϊκή εταιρεία, οι αδελφοί Τυπάλδου, οι οποίοι πάθανε καταστροφή τότε με το, μετά με το ναυάγιο του «Ηράκλειο» και χρεοκοπήσανε. Ερχόταν ένα βαπόρι δικό του εδώ, «ΙΟΝΙΟ» λεγότανε κι εκείνο, όχι το ferry boat, παλιότερο βαπόρι, που πήγαινε εκτός από τα Κύθηρα και Γύθειο και Νεάπολη-Μονεμβάσια, τότε πιάνανε Νεάπολη-Μονεμβάσια-Κύθηρα και Γύθειο. Όταν γύριζε στον Πειραιά, πήγαινε και πάνω στην Καβάλα, στην Καβάλα στην Bόρειο Ελλάδα, Λήμνο-Καβάλα-Αλεξανδρούπολη. Πολλές φορές έβρισκε φουρτούνες εκεί και καθυστερούσε κι εδώ δεν ερχότανε καθόλου. Τι γινότανε τότε; Εδώ θα ερχότανε ας πούμε την Πέμπτη. Κατεβαίναμε την Πέμπτη και περιμέναμε το βαπόρι και ήταν και μερικοί επιβάτες για το Γύθειο, και το βαπόρι δε φαινότανε. Πού είναι το βαπόρι; Ποιος θα σου πει πού είναι το βαπόρι; Τηλέφωνο δεν υπήρχε, τηλεγράφημα ερχότανε μετά από δύο μέρες. Επικοινωνία τίποτα. Ανέβαινα στο βουνό, στην Αγία Πελαγία, για να κοιτάω με τα κιάλια στον Κάβο Μαλιά, μήπως φανεί το βαπόρι. Περνούσε η πρώτη μέρα –οι επιβάτες κοιμόντουσαν στο καφενείο, στην παραλία–, το βαπόρι τίποτα. Περνούσε και η δεύτερη, τίποτα, περιμέναμε. Έβγαινα την άλλη μέρα το πρωί, την τρίτη μέρα στον Ποταμό, απ' την Αγία Πελαγία, με τα πόδια βέβα[01:00:00]ια, και πήγαινα στο τηλεγραφείο, στο ταχυδρομείο τότε ήτανε και το τηλεγραφείο, πριν τον ΟΤΕ. Τηλεγράφημα: «Δρομολόγιο ανεκτέλεστο -δε θα 'ρθει δηλαδή-, διότι καθυστέρησε από την κακοκαιρία στην Καβάλα». Κι εμείς το περιμέναμε στην Αγία Πελαγία. Κατέβαινα στο καφενείο πάλι, έλεγα: «Παιδιά, το βαπόρι δε θα 'ρθει γιατί καθυστέρησε στην Καβάλα». «Εντάξει» λέγανε οι ανθρώποι, κατεβαίνανε πάλι στα –είχανε και συγγενείς μαζί με τα γαϊδουράκια– στα γαϊδουράκια και γύριζαν στα χωριά. Αυτές οι περιπέτειες.Δυο-τρεις μέρες να περιμένεις το βαπόρι και να μην έρχεται και να μην ξέρεις πού είναι καθόλου. Τίποτα. Το τηλεγράφημα ερχότανε μετά. Η εταιρεία το έστελνε την ίδια μέρα αλλά αυτό έκανε τρεις μέρες. Μεγάλη περιπέτεια. Τι με ρώτησες;

Μ.Κ.:

Την ημέρα της απελευθέρωσης, θυμάστε εσείς πού ήσασταν, ποιος σας ενημέρωσε; Πώς αντιδράσατε;

Χ.Μ.:

Κοίταξε να δεις, η μέρα της απελευθέρωσης ήτανε η μέρα που φύγανε οι Γερμανοί, πυροβολούμενοι από τους αντάρτες απ' το Καψάλι. Αυτή ήταν η μέρα της απελευθέρωσης για μας. Βέβαια μετά ήρθαν οι Σύμμαχοι. Αλλά εν πάση περιπτώσει, οι αντάρτες δώσαν τη μάχη με τους Γερμανούς. Οι Γερμανοί δηλαδή φύγανε κυνηγημένοι. Αυτή εγώ θεωρώ ημέρα απελευθέρωσης. Ήτανε η 4 του Σεπτέμβρη θαρρώ, του '44. Ναι, κάτσε. Αν δεν κάνω λάθος, αυτή την ημερομηνία ήτανε. 

Μ.Κ.:

Τότε ήταν.

Χ.Μ.:

Για τα Κύθηρα μιλώ, δε μιλώ για την Αθήνα. Στην Αθήνα ήταν τον Οκτώβρη. Θα σου πω. Ναι, απ' την 1η μέχρι τις 4 του Σεπτέμβρη ήταν η επιχείρηση εκεί στο κάστρο και φύγανε οι Γερμανοί, του '44. 

Μ.Κ.:

Το πανηγυρίσατε μετά; Πώς;

Χ.Μ.:

Ε βέβαια. Βέβαια.

Μ.Κ.:

Κάτι τελευταίο, εδώ πέρα προδότες υπήρχαν;

Χ.Μ.:

Κοίταξε να δεις. Όχι. Τώρα αν υπήρξε κανένας μεμονωμένος και δεν έγινε γνωστός, εγώ δεν ξέρω πάντως κανέναν. Δε θυμάμαι δηλαδή. 

Μ.Κ.:

Ωραία. Εγώ δεν έχω κάτι άλλο να ρωτήσω, δεν ξέρω εσείς άμα θέλετε να πείτε κάτι. 

Χ.Μ.:

Δεν έχω κάτι άλλο να πω. Έζησα μία, σε μία εποχή αρκετά ταραχώδη και ο πόλεμος Μαργαρίτα μου δεν είναι καθόλου καλό πράγμα. Αλλάζει η ζωή τελείως του κόσμου. Συμβαίνουν πράγματα που δεν μπορείς ούτε να τα προβλέψεις ούτε να τα περιμένεις. Καταστάσεις δηλαδή που δεν τις είχες φανταστεί ποτέ. Γιατί αυτά που σου είπα έχουνε και λεπτομέρειες, τις οποίες τώρα τι να σου πρωτοπώ; Να σου πω ότι ένα βράδυ τρέχαμε με απαγορευμένη κυκλοφορία και ακουστήκανε τα βήματα των Γερμανών και ίσα που προλάβαμε και πηδήξαμε σε έναν τοίχο από κάτω και δεν μας είδανε; Τέτοια συνέβησαν πάρα πολλά. Τέτοιες μικρολεπτομέρειες. 

Μ.Κ.:

Άρα υπήρχανε στιγμές που κινδυνεύσατε;

Χ.Μ.:

Όχι, εγώ, δεν υπήρξαν τέτοιες, τέτοια περίπτωση δεν μπορώ να σου πω ότι κινδύνευσα. Εξαιρέσει το, αυτό των δύο Γερμανών που με είχανε σταματήσει στον δρόμο και είχα εφόδια του ΕΛΑΣ απάνω αλλά δεν τα είδανε, δεν δείξανε ενδιαφέρον. Άλλο κίνδυνο δεν διέτρεξα. Εντάξει, όταν πήγαμε, όταν έφταναμε στο, γιατί πήγα δύο φορές, ή δύο ή τρεις, στο κάστρο με δρομολόγιο με φαγητό για τους αντάρτες, εκεί περνούσανε σφαίρες πάνω αλλά δεν πήγαμε εμείς, πήγαμε από το μέρος της χώρας. Δεν είχαμε κίνδυνο ας πούμε, δεν είχες, δεν ήμασταν απ' το μέρος της μάχης, ήμασταν απ' το μέρος το πίσω και δώσαμε τα τρόφιμα και φύγαμε, δεν διατρέξαμε κίνδυνο.

Μ.Κ.:

Ωραία. Οπότε, σας ευχαριστούμε πάρα πολύ λοιπόν.

Χ.Μ.:

Να 'σαι καλά.