Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Από τη Νεολαία Λαμπράκη στη δημαρχία της Πυλαίας
Ενότητα 1
Μαθητικά και φοιτητικά χρόνια και παράνομες προκηρύξεις
00:00:00 - 00:34:09
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Σήμερα είναι Πέμπτη, 16 Ιουνίου. Είμαι η Μαριατίνα Αποστολοπούλου. Είμαι ερευνήτρια του Istorima και βρίσκομαι στην Πυλαία, με τον κύριο Α…χι, στον στρατό συνέβησαν και το ψάχνω ακόμη, μέχρι αυτή την ηλικία, κάποιο παράξενο πράγμα. Τώρα αυτά είναι το κεφάλαιο του στρατού. Εκεί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Στρατιωτική θητεία, Λαμπρακηδες και Πολιτική
00:34:09 - 01:18:12
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ήθελα να γυρίσουμε και λίγο σε αυτό, γιατί πριν μου αναφέρατε ότι πήγατε στα Γιάννενα και εκεί πέρα υπηρετήσατε όλη σας τη θητεία. Εκεί ήμο…ς δήμαρχος, τότε έγινε και για πρώτη φορά Δήμος. Από κοινότητα, έγινε πλέον Δήμος, γιατί μεγαλώσαμε. Πότε ακριβώς έγινε, θυμάστε; Το ’81.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Αγροτικό Ιατρείο και Δημαρχία
01:18:12 - 01:50:51
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εσείς τελειώσατε τη στρατιωτική σας θητεία μου είπατε το ’71 περίπου. Άρα επί Χούντας- Όχι περίπου. Το '71 επί Χούντας. Και μετά τι κάνατε…με. Δεν ξέρω τι θα είναι. Θα μου πεις πότε θα το δω, αν θα το δω. Εγώ με περηφάνια λέω στον εγγονό μου, λέω: «Αύριο θα δώσω μια συνέντευξη».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Σήμερα είναι Πέμπτη, 16 Ιουνίου. Είμαι η Μαριατίνα Αποστολοπούλου. Είμαι ερευνήτρια του Istorima και βρίσκομαι στην Πυλαία, με τον κύριο Απόστολο Κουκουρίκο. Καλησπέρα σας.
Καλησπέρα, κορίτσι μου.
Θέλετε να μου πείτε το όνομά σας;
Ονομάζομαι Απόστολος Κουκουρίκος του Στεφάνου, γιατί υπάρχουν με το ίδιο επίθετο κι άλλοι εδώ στην Πυλαία.
Πείτε μου λίγα πράγματα για εσάς. Από πού είστε; Με τι ασχολείστε;
Εγώ έβγαλα το Δημοτικό σχολείο εδώ τότε, στα δύσκολα χρόνια. Ήμουν από του καλούς μαθητές μαζί με έναν άλλο συμμαθητή μου που σπούδασε αυτός κτηνίατρος. Κι εγώ μετά, αφού τελείωσα το Δημοτικό, έδωσα εξετάσεις στο 5ο Γυμνάσιο που είναι κοντά στην Ανάληψη, κάτω στην παραλία, από εδώ με τα πόδια. Ήταν το καλύτερο Γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη και πέρασα να βγάλω το Γυμνάσιο, γιατί τότε δεν υπήρχε Γυμνάσιο και Λύκειο, μόνο Γυμνάσιο, να βγάλω το Γυμνάσιο στο 5ο. Και με τα πόδια από εδώ, γύρω στα οκτώ χιλιόμετρα μέχρι το Γυμνάσιό μου, χειμώνα - καλοκαίρι έξι χρόνια πήγαινα στο Γυμνάσιο αυτό. Μέσα στην τάξη, την τελευταία τουλάχιστον από ό,τι έχω τώρα τις καταστάσεις και τα ονόματα όλων των συμμαθητών, ήμασταν εβδομήντα πέντε άτομα. Σε μια τάξη. Αγόρια. Φανταστείτε δηλαδή πόσο ήμασταν συμπτυγμένοι, αλλά είχαμε πολύ καλούς καθηγητές και είχαμε μια επιτυχία στο πανεπιστήμιο, γύρω στο 95%. Παρόλο που ήταν τόσα παιδιά στην τάξη μας, ήτανε η τελευταία χρονιά που αποφοιτήσαμε από το 5ο Γυμνάσιο και μετά μεταφέρθηκε κάπου παραδίπλα. Κρατάμε ακόμα τα προσχήματα και συγκεντρωνόμαστε. Βέβαια τώρα λίγοι είμαστε. Κάθε δέκα χρόνια, δηλαδή στα δέκα μας, στα είκοσι, στα τριάντα, στα σαράντα μας, το 2001 που ήμουνα δήμαρχος, βράβευσα τον αυτόν - εν ενεργεία δήμαρχος - τον Γυμνασιάρχη μας, Θεός συγχωρέσ' τον, εκατόν έξι χρονών πέθανε, και τη φιλόλογο, τη Λαζαρίδου, με μια αναμνηστική καρφίτσα που έχω, που είναι συλλεκτικό κομμάτι της φορεσιάς της Πυλαίας, εκεί. Και τώρα έχουμε αρχηγό τον γιο του. Μας συγκεντρώνει. Αλλά μαζευόμασταν εκατό άτομα, όταν γιορτάζαμε αυτό το πράγμα και τώρα μείναμε πολύ λίγοι. Φεύγουμε σιγά- σιγά και εμείς. Μετά έδωσα στο πανεπιστήμιο. Τότε ήταν, κάθε δυο χρόνια άλλαζαν και τον τρόπο του πανεπιστημίου. Και δεν είχαμε και φροντιστήρια και τέτοια πράγματα εγώ. Αναφέρω ότι όταν κάναμε μια κουβέντα με τον πατέρα μου, ο οποίος ήθελε να σπουδάσω, έφερε κάτι παραδείγματα δύσκολα από Πυλαιώτες που σπουδάζανε και ήταν ποδοσφαιριστές, γιατί μου άρεσε πάρα πολύ το ποδόσφαιρο κι έτσι έφαγα και το ξύλο από τον πατέρα μου πιο μπροστά. Και λέει: «Διάλεξε». Καλή ώρα όπως μιλάμε τώρα, «Γράμματα ή τέχνη ή χωράφια;». Και κάθισα και σκέφτηκα. Ήμουνα τότε δεκαεπτά χρονών. Τελείωνα. Και παίρνω την απόφαση να σπουδάσω. Και πάω στον προπονητή μου, που άρχισα να παίζω στην πρώτη ομάδα του Εθνικού Πυλαίας και του λέω: «Κύριε Μήτσο, παρατάω», ξαφνικά τώρα, «παρατάω το ποδόσφαιρο. Θα σπουδάσω». Λέει: «Εσύ αγόρι μου ό,τι θέλεις να κάνεις». Το παράτησα και τότε δεν είχε και φροντιστήρια όπως τώρα. Κάθισα το καλοκαίρι, διάβασα. Δεν ξέρω αν πήγα και λίγο, δηλαδή έναν - δυο μήνες το καλοκαίρι σε ένα φροντιστήριο απέναντι από τα Πανεπιστήμια και τελικά δυστυχώς δεν πέρασα την πρώτη χρονιά στο Πανεπιστήμιο. Κόπηκα με τη βάση. Ήταν τέσσερα μαθήματα. Έκθεση. Χημεία, πρωτεύοντα αυτά τα δυο, Φυσική, Βιολογία. Κι εγώ δεν έπιασα το δεκάρι που έπρεπε να πιάσω στα δυο πρώτα μαθήματα κι έπιασα εννιάρι. Και κόπηκα, ενώ περνούσα και με τα τέσσερα μαθήματα στην Ιατρική, κόπηκα από τη βάση. Την άλλη χρονιά μετά πήγα κανονικά φροντιστήριο εκεί. «Ευκλείδης» λεγότανε το φροντιστήριο απέναντι από το Πανεπιστήμιο. Με δυο καλούς καθηγητές, Φυσική, Χημεία. Και έδωσα και πέρασα και στις τρεις σχολές μετά. Ιατρική. Οδοντιατρική και Κτηνιατρική που ήταν ενιαίος ο κύκλος αυτός.
Έπρεπε να δώσετε όλα τα μαθήματα ή μπορούσατε να δώσετε τα μαθήματα στα οποία δεν πετύχατε τον βαθμό που θέλατε;
Όχι. Τέσσερα μαθήματα.
Ξανά.
Ξανά. Ναι. Όταν είδα εγώ τα αποτελέσματα, δηλαδή πήρα στην Έκθεση δύο και εφτά Χημεία, δεν έπιασα τη βάση. Και την άλλη φορά που έγραψα μια σελίδα, πήρα οκτώ στην Έκθεση. Δηλαδή κάποια πράγματα τρελά. Και πέρασα και στα τρία και πήγα, γράφτηκα στην Ιατρική Σχολή πλέον. Και άρχισα τις σπουδές. Το διάβασμα. Εντατικά. Μεθοδικά. Όσο μπορούσα. Δεν είχαμε και βοήθειες τότε. Μεγάλη ύλη. Όσοι έχουν ασχοληθεί με την Ιατρική, πολλά τα θέματα. Πολλά ονόματα, που δεν χρειάζονται πλέον. Και γινόταν μάχη για να περάσουμε. Κι αν θέλεις να συνεχίσω από εκεί, ένα περιστατικό, στο δεύτερο έτος ήτανε ένας καθηγητής, ο Σάββας, ο οποίος ήτανε πολύ καλός δάσκαλος, αλλά ήταν αυστηρός. Και είχε και ένα χούι. Δεχόταν και τις παρεμβάσεις άλλων προσώπων, ποιους θα περάσει και ποιους δεν θα περάσει. Όλες οι εξετάσεις, όλα τα χρόνια εκείνα, ήταν προφορικές. Απέναντι από τον καθηγητή. Κατά πεντάδες. Μόλις τους έβλεπες, έτρεμες. Έτρεμες πραγματικά. Πάθαινες σοκ. Και θυμάμαι είχα μια γραβάτα, ανεβαίναμε να δώσουμε τις εξετάσεις με ζέστη, αρχές Ιουλίου, καύσωνα και η ύλη ήταν πολύ μεγάλη. Εκεί πάνω με τον Σάββα, με πέντε περνούσες το ένα του το μάθημα. Πολύ δύσκολο. Πάρα πολύ δύσκολο. Και με έβαλε τέσσερα. Και με έκοψε. Και δεν θα το ξεχάσω, λες και είναι τώρα. Μετά από τόσα χρόνια, όταν πήγα για την Ανατομία, που ήταν πολύ μεγαλύτερη, Ανατομία του σώματος, το άλλο λεγόταν Εμβρυολογία. Και μέσα στο βιβλιάριό μου το φοιτητικό, τα έχω αυτά. Τα κρατάω όλα. Έγραψα σε ένα χαρτάκι. Το δίνω στον κλητήρα. Το πάει μέσα στον καθηγητή το βιβλιάριό μου. Κι έγραφα: «Διά μηδέν», να μην εμφανιστώ, αφού δεν πέρασα Εμβρυολογία, αποκλείεται να περνούσα Ανατομική. Και μόλις το είδε αυτός, φούντωσε. Άρχισε να ωρύεται στον τρίτο όροφο και το πετάει από το παράθυρο το ανοιχτό, το βιβλιάριο κάτω. «Και το μηδέν είναι βαθμός! Να έρθει να το πάρει με την αξία του!». Δεν θα το ξεχάσω μετά από τόσα χρόνια το τι ακριβώς συνέβη. Και εκεί, σκόνταφταν στον Σάββα τον περιβόητο το 90%, δεν ξέρω. Όταν περάσαμε την πρώτη χρονιά μαζί με τους επιλαχόντες, ήμασταν καμιά εφτακόσιοι. Και πήραμε πτυχίο στα έξι χρόνια, καμιά εβδομήντα. Όλοι σκοντάφτανε στον Σάββα, Σάββα, Σάββα! Είχε γίνει ξακουστός ο Σάββας. Και μετά, επειδή έμενε το όνομα αυτουνού, οι κομμένοι δημιουργήσανε σαν σύλλογο και κάνανε χορό, όπως κάνουνε οι φοιτητικοί σύλλογοι μες στο πανεπιστήμιο χορούς, τότε βέβαια ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Δημιούργησαν ένα σαν σύλλογο «Ο Χορός των Καταραμένων». Και είναι διάσημος. Δηλαδή, το διοργανώνανε μια ομάδα από τους κομμένους του Σάββα και έμενε αυτό και τώρα ακόμα το ξέρουν πάρα πολλοί αυτό. Και μάλιστα απ' την Αμερική είχα μια κουβέντα κάποτε, με τον χορό. Με τα μοντέρνα τώρα του Facebook κι αυτά. Και έγινε αυτή η εμπειρία ήτανε-. Μετά, δεν ξέρω αν είναι λεπτομέρειες αυτές, πείσμωσα, αφού με έκοψε, κουρεύτηκα γουλί. Τώρα είναι μόδα να ξυρίζουν τα κεφάλια τους. Τότε, όμως, ήταν αμαρτία, νόμος 4000 του τεντιμποϊσμού. Κουρεύτηκα. Αυτοτιμωρήθηκα και κλείστηκα μέσα στο σπίτι και διάβαζα για τον Σεπτέμβριο μετά, τη δεύτερη περίοδο. Το σπίτι μας τότε ήτανε απομονωμένο το πρώτο, που το έκτισε ο πατέρας μου προπολεμικά. Τώρα έγιναν οικοδομές εκεί πέρα. Είχε δυο σπίτια παλιά και όλο χωράφια ήτανε. Με σιτάρια, το ένα, το άλλο. Πήγα και απομονώθηκα στο σπίτι μου εκεί. Κουρεμένος. Διάβαζα. Δ[00:10:00]εν ξέραμε τότε ούτε διακοπές ούτε τίποτα. Και κουράστηκα και έδωσα μετά τον Οκτώβριο και πέρασα τα δυο μαθήματα του Σάββα και τα άλλα δυο που είχαμε. Πιο εύκολα ήτανε. Και προχώρησα μετά στο τρίτο έτος των σπουδών μου. Κι από 'κεί και πέρα μεθοδικά, σιγά-σιγά, παρόλο που ήταν δύσκολη η Ιατρική και δεν ήταν μόνο δηλαδή σε μια χρονιά τα μαθήματα τόσο δύσκολα και τόση πολλή η ύλη που δεν μπορούσες να τα συγκρατήσεις, δηλαδή αν θα καθίσω να σου πω τώρα τι περιέχει το αυτί μέσα ή το μάτι, γιατί ήταν τα δυσκολότερα. Κι αυτό που σου είπα στην αρχή ότι καλός δάσκαλος, πηγαίναμε και παρακολουθούσαμε το μάθημά του, αλλά είχε το χούι αυτό να δέχεται τα μηνύματα, τις παρεμβάσεις πολιτικών προσώπων, καθηγητάδων κι αυτά. Θυμάμαι μια περίπτωση, το σχολιάζαμε κιόλας: «Αλέκο», Αλέκος αυτός λεγότανε, «γράφε!». Ο Καβαζαράκης, ο πρύτανης, έδινε ονόματα ποιοι να περάσουνε. Και η πονηριά, λες και δεν θα καταλαβαίναμε εμείς, την πεντάδα, όπως είχε έναν Κάτσωνα, δεν θυμάμαι, Αθηναίος τι ήτανε, με το κάπα, με τη σειρά, ενώ ήτανε πιο μπροστά από εμένα τον έβγαλε τελευταίο. Και έβγαινε έξω: «Έσκισα! Πέρασα!». Αλλά τον περνούσε. Με παρέμβαση αλλουνού. Αυτό ήτανε το χούι του, μόνο αυτό. Από εκεί και πέρα, μετά αντιμετώπισα πάλι ένα πρόβλημα στο τρίτο έτος με τη Βιοχημεία που είναι τεράστια και αυτή. Και πάλι προφορικά, με κιμωλία στον πίνακα να κάνεις ασκήσεις Οργανικής Χημείας, ολόκληρο τον πίνακα έγραφες. Υπάρχει για το ζάχαρο εκεί. Ο Κύκλος του Krebs, πώς λέγεται τώρα, αν τα θυμάμαι κιόλας. Τέλος πάντων. Και έδωσα και ο υποβοηθός εκεί πέρα, ήταν στην Oδοντιατρική αυτός, μου λέει, πήγαινα τότε το καλοκαίρι, αφού βγήκαν, μου λέει: «Πέρασες, Απόστολε!». Εντάξει. Τότε ήτανε το ’64-’65 με τα γεγονότα που ο Παπανδρέου παραιτήθηκε. Ανεβαίναν άλλοι, οι αυτοί, οι αποστάτες. Τσιριμώκος. Στεφανόπουλος. Νόβας. Δόβας. Αυτά τώρα, εσύ δεν είχες γεννηθεί μ΄ αυτά. Γινόταν συγκεντρώσεις κι εγώ πήγαινα τότε στα Αγγλικά, στον «Στρατηγάκη», στην Τσιμισκή. Με συναντάει ο συμμαθητής εκεί πέρα. Εντωμεταξύ, πιο μπροστά ήμουνα στην Περαία, στο μπάνιο κι έρχεται ένας ανιψιός μου εδώ πέρα. Ιατρική σπούδασε και αυτός και ο ξάδερφος μου. Και μου λέει: «Βγήκε η Βιοχημεία, τα αποτελέσματα!». Λέω: «Ξέρω. Πέρασα». Μου λέει: «Δεν πέρασες!». Εμένα στην Περαία, μου κόπηκαν τα πόδια τώρα. Βρε, αμάν. Αφού το είδε! Τίποτα! Πω, ρε παιδάκι μου! Και πώς να διαβάσεις τώρα; Χίλιες πεντακόσιες σελίδες. Τι να διαβάσεις. Και με βρίσκει αυτός έξω απ' την Τσιμισκή. Πήγαινα εγώ στον Τσιριμώκο, στην Αριστοτέλους στην συγκέντρωση που γινόταν καινούριοι πρωθυπουργοί. Αλλάζαν κάθε έναν μήνα τότε. Και λέει: «Απόστολε, αφού το είδα! Για έλα, σε παρακαλώ, να το ρίξω μια ματιά πάλι ξανά». Πήγα εγώ και ήταν και η υφηγήτρια εκεί πέρα, πιο κάτω, υποδεέστερη του καθηγητού και οι άλλοι βοηθοί και μου λένε μετά: «Πότε έδωσες εξετάσεις;». Είχα το βιβλιάριό μου. «Την τάδε ημερομηνία». «Πότε έκανες τα εργαστήρια δίμηνα;». «Την τάδε ημερομηνία». Και βλέπαν αυτοί. «Περίεργο πράγμα!», να λέει αυτή. Και βλέπει και τον ξάδερφό μου. Αυτός έκανε δίμηνο άλλη ημερομηνία. Έλα, όμως, που είχε πάνω στο βιβλιάριό του, του πανεπιστημίου, φωτογραφία δικιά μου. Και στο ένα, αλλά άλλη στάση και στο άλλο, ήταν φωτογραφία δικιά μου. Και βλέπει αυτή και λέει: «Τι γίνεται; Δεν γίνεται εδώ πέρα τίποτα. Ήρθες και έδωσες εξετάσεις και για τον ξάδερφο;». «Όχι», λέω, «δεν ήρθα για αυτό το πράγμα». Και μου λέει μετά, σαν να ήταν χθες: «Έλα μωρέ, εσύ είσαι διαβασμένος. Θα περάσεις. Κάνε ένα καλό για τον ξάδερφο!». «Εμένα μου λες;», λέω. Και την άλλη μέρα ο καθηγητής ετοιμαζόταν να φύγει. Ο Χρηστομάνος. Βιοχημεία. Με την κόρη του ήμασταν και συμφοιτητές. Και πάμε εκεί πέρα. Βλέπει αυτός τα βιβλιάρια. Απάτη. Άρχισε να με φωνάζει εκεί πέρα: «Θα σε πάω στο δικαστήριο! Θα σε κλείσω φυλακή! Που ήρθες και έδωσες και για τον ξάδερφό σου!». Και το ένα, το άλλο. Κι εγώ τα ‘χασα. Αλλά ήρθε κι ο ξάδερφος, όμως, και επιβεβαίωσε πότε ήταν. Τώρα πώς βρέθηκε μέσα στο πλαστικό. Βρέθηκε κι άλλη φωτογραφία δικιά μου. Και την πήραν επειδή έκανα εγώ πιο μπροστά δίμηνο, κολλήσαν και στου ξαδέρφου μου το βιβλιάριο τη φωτογραφία μου με άλλη στάση. Μία έγχρωμη, η άλλη άλλο. Κι έτσι έγινε αυτό το πράγμα. Οπότε αυτός, αφού παρακάλεσαν και οι βοηθοί του εκεί, πήγε στη γραμματεία που ήταν τοιχοκολλημένα τα αποτελέσματα. Όλα κατ’ αλφαβητική σειρά. Πέντε. Εφτά. Έξι, ξέρω 'γώ τι βαθμούς, εμείς λέγαμε το πεντάρι πώς θα πιάσουμε. Και τραβάει ένα βέλος, ένα Χ, γιατί τα ονόματά μας ήταν το ένα κάτω από το άλλο. Το πρώτο Απόστολος, μετά ο Σωτήρης. Μονογράφει εκεί πέρα και αλλάζει η βαθμολογία των δύο Κουκουρικαίων. Κι έτσι πέρασα εγώ.
Άρα δεν είχε καμία αντίρρηση να σας βοηθήσει έτσι κι αλλιώς...
Ποιος;
Ο ξάδερφός σας;
Μα, ήρθε. Με βοήθησε. Αν δεν ερχόταν, τελείωνε.
Του το ζητήσατε ή το έκανε από μόνος του;
Το συζητήσαμε πρώτα και ήρθε. Βγαίνουμε για καφέ. Αυτός ήταν διευθυντής τώρα, παρένθεση, στο Παπανικολάου χρόνια στην Παθολογία. Και η γυναίκα του – Θεός συγχωρέσ' την- ήταν διευθύντρια του Πνευμονολογικού τμήματος.
Δεν έφερε δηλαδή κάποια αντίρρηση για να περάσει αυτός;
Όχι. Όχι. Είχαμε καλές σχέσεις και τώρα βρισκόμαστε κάπου – κάπου και πίνουμε κανέναν καφέ. Τα λέμε. Αφού είμαστε πρώτα ξαδέρφια. Τώρα από 'κεί και πέρα. Εγώ ήμουνα βέβαια, οι κλινικές χωριζόντουσαν, εγώ ήμουνα στο Β’ Τμήμα. Παθολογική - Χειρουργική. Ο ξάδερφος ήτανε στην Α’, όπως τα βάζανε. Και έφτασε μετά, τελείωσα το αυτό... Μάλιστα, στο πτυχίο… Τότε δεν υπήρχανε μεταφορά, μεταφερομένου. Στο ένα, αν δεν το περνούσες τη δεύτερη περίοδο ή και την τρίτη, είχαμε και την τρίτη νομίζω, κοβόσουνα. Στάσιμος. Κι έτσι μένανε δηλαδή όλοι στον Σάββα. Τα άλλα τα περνούσαν τα μαθήματα, αλλά έτσι μένανε οι περισσότεροι και αυγατίζανε στο δεύτερο έτος τόσοι πολλοί φοιτητές. Κι εγώ την τελευταία χρονιά που έδινα πτυχίο, δυστυχώς ένα μάθημα δεν το πέρασα τον Οκτώβριο. Το έδωσα τον Φεβρουάριο και διέκοψα την αναβολή μου που είχα απ’ τον στρατό έξι χρόνια ως φοιτητής και μετά πήγα και υπέβαλα τα χαρτιά μου για το Αγροτικό Ιατρείο. Όχι. Τότε δεν ήταν για το Αγροτικό Ιατρείο. Πήγα φαντάρος. Στις 25 Μαρτίου νομίζω. Όχι Μαρτίου. Απριλίου. Παρουσιάστηκα. Σ' το είπα το περιστατικό με τον αρχιλοχία εκεί που είχε λυσσάξει να δει τη δράση μου στο Πανεπιστήμιο, που δεν είχα τίποτα και έτσι ήτανε. Έναν μήνα όλο το υγειονομικό πήγαινε στη Χίο. Είχαμε κι έναν, Θεός συγχωρέσ' τον συμφοιτητή, ο οποίος ήταν καρφάκι. Σε όλους έδινε στοιχεία την ασφάλεια. Κάθισα έναν μήνα εκεί πέρα. Και όλοι του υγειονομικού. Αυτοί πηγαίναν αξιωματικοί. Μεταφερθήκαν στο νοσοκομείο στην Αθήνα στο 401. Και άλλοι πήγανε… Τότε ήτανε δηλαδή απλoί οπλίτες, λεγόταν οπλίτης ιατρός. Τελειωμένος οπλίτης ιατρός. Και από εκεί, απ’ τη Χίο, το θυμάμαι κιόλας βάλαμε και φωτιά με μια άσκηση που κάναμε εκεί. Ξερότοπος. Πήρε το βουνό φωτιά και τρέχαμε να το σβήσουμε μετά τα αυτά, ξερόχορτα. Καλοκαίρι ήτανε. Αφού εδώ είχαμε ξεφλουδιστεί από το κάψιμο. Και έφυγα από εκεί και πήγα στα Γιάννενα. Όλη τη θητεία μου την έκανα στα Γιάννενα. Και αυτό ήταν το ’69. Πιο μπροστά, μια παρένθεση, ήταν πώς γνωρίστηκα με τη γυναίκα μου, που το γράφω σε άλλο κεφάλαιο αυτό. Η γνωριμία μου. Και αρχίζει μετά η ιστορία του στρατού μου.
Η σχολή σας σάς άρεσε;
Ποια;
Η Ιατρική; Σας άρεσε;
Ναι.
Το είχατε σκεφτεί και πριν δείτε ότι περνάτε σε αυτές τις σχολές να σπουδάσετε γιατρός; Ή προέκυψε τυχαία;
Όχι. Έλεγα, που δεν ήξερα κιόλας, δεν είχα και ιδέα ότι θα ήταν τόσο δύσκολα, αλλά τότε στις σχολές ήτανε οι πρώτοι, οι αριστούχοι, περνούσαν στο Πολυτεχνείο. Το Πολυτεχνείο ήταν το δυσκολότερο. Και μετά ερχότανε η Ιατρική. Να φανταστείς ότι -τα λέω στα εγγόνια μου τώρα και γελούνε- ότι ο αριστούχος στο 5ο Γυμνάσιο είχε γύρω στο 18. Και εγώ, αν δεν κάνω λάθος, πέρασα στην Ιατρική με 14,8. Αλλά, είπαμε, το ποσοστό ήτανε μεγάλο, γιατί αξίζαμε από άλλα σχολεία περισσ[00:20:00]ότερο. Και έτσι ξεκίνησα για την Ιατρική. Τότε δεν είχαμε κανέναν εδώ. Ένα μεγάλο ήταν. Στρατιωτικός γιατρός ο Κατσικίνης που είχε υπηρετήσει και μετά ήμουνα εγώ, ο πρώτος στην Ιατρική και ήρθε μετά ο ξάδερφός μου με τον Πλαϊνιώτη, μαζί ήμασταν δηλαδή, γιατί εγώ την πρώτη χρονιά δεν πέρασα και αυτοί κόπηκαν. Και μετά εμφανίστηκαν κι άλλοι πολλοί Πυλαιώτες, γιατροί πλέον. Έτσι ήτανε οι σπουδές μου. Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι με τα φοιτητικά μου χρόνια κάτι το σπουδαίο. Μπερδεύτηκα εκεί με την πολιτική. Αυτό το μικρόβιο, το είχα δηλαδή δυστυχώς πιο μπροστά.
Πιστεύετε ότι το κληρονομήσατε από κάπου;
Εκεί ήτανε... Άκουγα εγώ, χωρίς περισσότερο αυτό... Και όλη η παρέα μου τα παιδιά οι οποίοι δεν σπούδασε κανένας από εδώ, την Πυλαία, τη γειτονιά μου. Σπουδάζαν τέχνη και ήταν από αριστερές οικογένειες. Υπ’ όψη ότι όταν είχαμε το μπακάλικο εκεί, ήξερα παρόλο που δεν μπορούσε να ασχοληθεί ενεργά ο πατέρας μου εκεί πέρα, γινότανε η μάζωξη των αριστερών και γινότανε διεργασίες ποιους θα κατεβάσουν, ποιους θα πριμοδοτήσουν. Για το κοινοτικό συμβούλιο μιλάω τώρα στην Πυλαία. Εγώ βοηθούσα τον πατέρα μου στο μπακάλικο, όταν ευκαιρούσα. Και άκουγα. Τίποτα παραπάνω. Ούτε με επηρέαζε τόσο πολύ. Και τα άλλα τα παιδιά δεν μπερδευτήκανε. Εγώ που είχα τον λεκέ του ’61 με τις προκηρύξεις που τις έβγαζα από την κοιλιά κρυφά και τις πετούσα ανήμερα Αγίου Δημητρίου.
Τι γράφατε;
Αυτές οι προκηρύξεις γράφανε με μεγάλα γράμματα, ήτανε μια σελίδα Α4 και μάλιστα νομίζω ήταν και δίχρωμη, με κεφαλαία γράμματα έγραφε: «Πού πάνε τα εκατομμύρια του Προ - Πο;». Και έγραφε συγκεκριμένα: «Ο κουμπάρος του Καραμανλή χειρίζεται τα χρήματα αυτά». Δηλαδή χτυπούσαμε τη δεξιά, τα οποία τα ‘φερε ο Ρικούδης αυτά, από κάτω. Τα τυπώναμε. Αλλά μου έκανε εντύπωση ότι εκείνο το βράδυ, βέβαια και η Πυλαία χωριό ήτανε, δεν είχε πολύ φωτισμό. Χωριστήκαμε ανά δύο. Ήμασταν εφτά με επικεφαλής τον Βαγγέλη. Αυτός που έγραψε το θεατρικό, το ένα, τ' άλλο. Σκηνοθέτησε δικό του έργο, γιατί έχει το θέατρο εδώ στην Πυλαία, την «Ανατολή».
Δική του ιδέα ήτανε;
Ποιο;
Οι προκηρύξεις ποιανού ιδέα ήταν; Συλλογικά το αποφασίσατε;
Όχι, δηλαδή μαζευτήκαμε στο καφενείο. Το ’61, πόσο ήμουν εγώ; Ήμουνα... Τότε τελείωνα το Γυμνάσιο. Και μας έφερε από κάτω. Από γραφείο. Δεν ξέρω από πού. Τις προκηρύξεις. Μοιραστήκαμε ζευγάρια ανά δύο κι ο ένας έμεινε μόνος του, αυτός. Δηλαδή τρία, δύο τρεις, έξι. Τα πήραμε, τα βάλαμε απ’ το παντελόνι μες στην κοιλιά και μοιράσαμε την Πυλαία στους δρόμους. Εγώ ήρθα προς τη γειτονιά μου, την Πρασακάκη, αυτός ο μεγάλος ο δρόμος, μαζί με τον ανιψιό μου τότε, παρόλο που ήταν μεγαλύτερος. Το χαρακτηριστικό είναι κι έτσι λίγο λίγο μας υποψιάστηκαν, αυτός κοντός, εγώ ψηλός. Είχα ψηλώσει στα δεκαοκτώ μου πλέον, στα δεκαεπτά. Γυρίσαμε, αλλά μας περίσσεψαν. Αυτοί γυρνούσανε όμως, είπαμε προεκλογική περίοδος ήτανε, σε τρεις μέρες είχε εκλογές, πακέτο αυτοί. Βακάκης και Σταυρακάκης. Δυο Κρητικοί, το όνομα. Βέβαια ο Σταυρακάκης ο Γιάννης, που ήμουνα τώρα το καλοκαίρι, ήτανε παντρεμένος με Πυλαιώτισσα γειτόνισσά μου. Θεός συγχωρέσ' την, πέθανε πολύ νέα η κοπέλα. Και τα κορίτσια του, του ένα του κοριτσιού του τα παιδιά τα μεγάλωσα ως παιδίατρος εγώ πλέον. Εν πάση περιπτώσει, αυτοί είδαν τα χαρτιά και τρελαθήκανε. Πάνω- κάτω να τα ψάξουν. Δεν θα το πιστέψεις, ρε κορίτσι μου, ότι βάλανε συνεργείο και δεν υπήρχε ούτε ένα, μετά από δυο ώρες, χαρτί. Αυτοί πήγαν προς τα πάνω και ερχόταν σιγά- σιγά. Και ξαφνικά σε μια διασταύρωση λίγο πιο πέρα από το σπίτι μου, μάλλον εκατό μέτρα από το πατρικό μου, επί της Πρασακάκη και Κωνσταντίνου Παλαιολόγου γωνία, ήταν μια αλάνα εκεί πέρα και ξαφνικά από πάνω που ερχόταν, από την Πρασακάκη, εμφανίζονται μπροστά μας. Μόλις τους βλέπουμε εμείς, αρχίζουμε να τρέχουμε μέσα απ’ τα στενά, από 'δώ, από 'κεί. Πετάξαμε σε ένα στενό μέσα τα χαρτιά τα υπόλοιπα και φτάσαμε σε πέντε λεπτά από εδώ στον Προφήτη Ηλία. Και αρχίσαμε να κάνουμε βόλτα. Πάω όμως, τους λέω τους άλλους, δίνουμε το μήνυμα: «Βρώμα η δουλειά. Παρατήστε τα. Μας πιάσανε!». Και κάναμε βόλτα, εκείνη την ώρα, σε λίγο έρχονται το ντουέτο, Βακάκης - Σταυρακάκης. «Για ελάτε εδώ!», έτσι φωναχτά μου λένε. «Πού ήσασταν;». Κι εκείνη την ώρα με έκοψε το μυαλό μου. Πιο πάνω από την εκκλησία, επί του δρόμου του Πανοράματος που λέγεται...
Τζων Κέννεντυ;
Τζων Κέννεντυ. Καθόταν, κάθεται και τώρα δηλαδή ο συμμαθητής μου, ο Δημήτρης ο Γιαννακουδάκης. Μαζί στο Γυμνάσιο. Στην ίδια τάξη. Και λέω: «Ήμουνα στον συμμαθητή μου, τον Δημήτρη, που γιορτάζει». Ήτανε Αγίου Δημητρίου. Ο κόσμος, η νεολαία έκανε βόλτα πάνω –κάτω, παρέα με τα σποράκια του, αυτό ήτανε. Και λέω: «Γιατί; Συμβαίνει τίποτα;». Έτσι αθώα. Στον ψηλό. «Όχι», λέει. «Πηγαίνετε!». Αυτό ήταν. Αυτοί δυο σιλουέτες είδανε. Κοντό και ψηλό εκεί στα σκοτεινά, γιατί δεν είχαμε υπερβολικό φωτισμό τότε το χωριό μας. Και υποψιάστηκαν. Μόνο αυτό. Και έτσι τελείωσε αυτή η ιστορία. Έρχομαι εδώ στον πατέρα μου, κοιμόντουσαν. Τους ξύπνησα, ήταν κατά τις τέσσερις τα χαράματα. Και όταν το είπα αυτό: «Αμάν, ρε παιδάκι μου! Τι έκανες; Τόσα τράβηξα! Πώς μπερδεύτηκες τώρα; Φύγε γρήγορα!». Και έφυγα. Και πήγα στα αμπέλια. Κρυβόμουνα εκεί. Ώσπου να τελειώσει, να κοπάσει. Αλλά αυτοί πηγαίναν κάθε μέρα, οι ασφαλίτες. Με ψάχναν στο μπακάλικο. Και ο πατέρας μου τους έδιωχνε. Αφού δεν ήμουνα εκεί.
Άρα είχαν καταλάβει ότι ήσασταν εσείς; Το είχαν καταλάβει;
Γιατί ψάχνανε αυτοί αριστερών παιδιά.
Οπότε χτυπούσανε τις πόρτες-
Όλοι ήτανε τέτοιοι. Αλλά αυτός, ο Βασίλης ο Μπαμπαράτσας που είχε την ψησταριά, ήτανε ωραίος μάγειρας, με τον αδερφό του, ενέδωσε. Δεν ξέρω πώς τον ξεγελάσανε. Θα είπανε τίποτα. Του τη φέρανε. Και είπε. Και όταν πήγαμε εμείς τώρα στον Καπελώνη, τώρα λέω τα ονόματα αυτά, τον διοικητή του εβδόμου αστυνομικού τμήματος της ασφαλείας, που ήταν επικεφαλής και είχε δημιουργήσει και την, παρένθεση, «Καρφίτσα». Δηλαδή ήταν αυτά επιλεγμένα άτομα. Είχαν μια καρφίτσα εδώ στο πέτο του σακακιού τους. Για τη φύλαξη τότε που είχε έρθει τότε επί Καραμανλή, ο Ντε Γκολ. Εδώ. Και αυτός ήτανε επικεφαλής. Και εκεί ήταν ο Γιοσμάς κι αυτοί, ήταν παιδάκια του. Στην ασφάλεια αυτοί. Και όταν τελείωσε αυτό το πράγμα, πήγαμε εμείς και αυτά που σου είπα και πιο μπροστά, που φώναζε αυτός: «Θα γίνεις αξιωματικός και δεν μπορείς τώρα με τον φάκελο», μου λέει: «Πηγαίνετε». Δεν μας πείραξε καθόλου ο Μανώλης ο Καπελώνης, αλλά επισταμένα μάς ρώτησε φορτικά: «Ποιοι ήταν άλλοι;». Και αρνηθήκαμε εμείς. Δεν ξέραμε. Δυο άτομα. Αυτοί ήμασταν. «Δεν ξέρω αν υπήρχαν άλλοι». Και δεν φανερώσαμε. Κι ένας, Θεός συγχωρέσ' τον, από τους εφτά, ο ένας σώθηκε, γιατί δεν τον φανερώσαμε. Κι ο πατέρας του εξορία δέκα χρόνια κι αυτουνού. Γκοτζαμάνης Στέφανος. Αλλά το σφάλμα ήτανε, δεν ξέρω, ύστερα το γράφω, αν τ' ανέφερε, ενώ τους είπα ότι «βρώμα η δουλειά», αυτός δεν εισακούστηκε και πήγε και άρχισε να μοιράζει μόνος του, ο αρχηγός μας, ο Βαγγέλης. Και έρχεται αυτός. Τον πιάνει ο ένας. Παλεύουν εκεί πέρα, γιατί ήτανε παιδί γερό κι αυτό, τον έριξε κάτω. Πέρασε μπροστά από την αστυνομία που είχε έρθει και ψάχνανε να βρούνε και πήγε, κρύφτηκε σε μια φίλη της μάνας του, σε ένα σπίτι, κάτω από τον δρόμο του Προφήτη Ηλία και το πρωί τον βρήκανε κάτω από τη σκάλα εκεί οι φίλοι της μάνας του. Φώναξαν τον Γιαννούδη, τον γιατρό, γιατί πυροβολήθηκε. Αλλά μου είπε, αυτό δεν το ήξερα, ότι ήταν άσφαιροι οι αυτοί, θόρυβο, αλλά άσφαιροι. Τον χτύπησαν λίγο. Λέει: «Μπαγάσα, φτηνά τη γλύτωσες!», ο κυρ Κώστας, ο συγχωρεμένος. Και αυτό ήτανε. Τίποτε άλλο. Η φιλία μας και με τον Βαγγέλη και με το θεατρικό. Αυτά βέβαια είχαν γίνει πιο μπροστά.
Εσάς αυτό το περιστατικό σάς τρόμαξε;
Ποιο;
Που συνέβη με τις προκηρύξεις και το γεγονός ότι μετά-
Φακελώθηκα. Ναι.
Και είχατε ήδη κάτι άλλο στο μητρώο σας πριν από αυτό ή αυτό ήταν το πρώτο πράγμα;
Το ’61 αυτό ήταν το πρώτο, αφού μαθητής ήμουνα. Είχε τον φάκελο ο πατέρας μου. Και έχω, δεν ξέρω τώρα, το βιβλίο μέσα τα έχει μέσα. Έχω και το χαρτί το παλιό μες στη ζελατίνα, που πήρε, που έφυγε ο πατέρας μου απ’ τον Άι Στράτη που π[00:30:00]ήρε ξηρά τροφή. Του δώσανε για μια μέρα το ταξίδι του, πόσο θα ήτανε αυτό. Και γράφει πότε απολύθηκε το ένα, τ' άλλο, αυτά, από την εξορία, γιατί κάθισε πολύ λίγο. Δηλαδή όπως φαίνεται στη φωτογραφία το βιβλίο, εγώ ήμουνα τότε… Η μάνα μου η οποία μοιάζει πολύ μεγάλη, όπως ήτανε τότε με τα ντυσίματα και αυτά. Αλλά δεν συμμετείχα. Τις διεργασίες τις άκουγα εκεί πέρα. Συνέβη αυτό. Ήταν να συμβεί. Δεν ξέρω τώρα. Αλλά το μικρόβιο το είχα κι αυτό και στην πολιτική δεκαέξι χρόνια έκανα. Στην τοπική αυτοδιοίκηση με μια επικεφαλής τέσσερα χρόνια. Οι άλλες ήμουνα αντιπολίτευση. Εκεί είναι στα πολιτικά μετά που είναι άλλη ιστορία. Κι εκείνη γεμάτη πόνο και πίκρα. Αλλά εγώ συνέχισα. Προχώρησα τον δεσμό μου. Ασχολήθηκα μετά με την οικογένειά μου. Πήρα την ειδικότητα του παιδιάτρου, γιατί επηρεασμένος απ’ τον πατέρα μου, έλεγα: «Ή θα πάρω ειδικότητα ορθοπεδικού», μ’ άρεσαν τα παιδιά, «ή παιδιάτρου». Και έγινα παιδίατρος, γιατί - δεν ξέρω αν το περιγράφω και πρέπει να το περιγράφω - και πάμε τώρα σε άλλο κεφάλαιο. Μέσα στα μαθητικά μου χρόνια. Ο πατέρας μου από τα κρυοπαγήματα έπαθαν τα πόδια του. Έκανε εγχείρηση. Ξοδέψαμε πάρα πολλά χρήματα τότε για πρώτη φορά. Μια επέμβαση πρωτόγνωρη για τότε. Το έχω ενθύμιο το σίδερο που βάλαμε στο πόδι του, τον πατέρα μου. Αλλά απέτυχε η εγχείρηση τότε, ενώ τώρα είναι παιχνιδάκι. Έξι μήνες παιδευότανε. Είχε πόνο αφόρητο. Αναγκαζόμουνα και του έκανα ενέσεις, μορφίνες, παυσίπονες. Και μετά κάθισε και στο νοσοκομείο. Έκανε και μια άλλη επέμβαση με έναν άλλο χειρουργό. Τίποτα. Και κάθισε στο νοσοκομείο του Κιλκίς, που ήτανε ξακουστό για τα ορθοπεδικά πολύ καιρό. Δυστυχώς, δεν βελτιώθηκε η κατάστασή του και συνέχισε έτσι, μια πατερίτσα, δυο πατερίτσες μετά. Και τελευταία, περπατούρα. Στα τελευταία του χρόνια.
Η εγχείρηση πότε έγινε; Η πρώτη εγχείρηση; Εσείς είχατε τελειώσει τη σχολή σας;
Όχι, ρε κορίτσι μου. Μόλις ήμουνα φοιτητής, στο δεύτερο έτος ήμουνα. Η εγχείρηση έγινε στην κλινική «Σαραφιανός». Είναι ιδιωτική κλινική. Τώρα πέθανε. Τα παιδιά την έχουνε. Είναι πάνω από την Εγνατία, στην Αγίας Σοφίας. Σε έναν δρόμο επάνω, στο πάρκο εκεί πέρα που θα γίνει η επιβίβαση και η αποβίβαση του μετρό. Και θυμάμαι ήμουνα, χειρουργήθηκε, εγώ στο πρώτο ή δεύτερο έτος ήμουν, το ’62, ’63. Το υλικό το φέραμε από την Αμερική. Τότε ήτανε ένα σπίτι που λέμε. Το αγοράσαμε από εκεί. Ένας Δεληγιαννίδης ήταν ο χειρουργός. Και βρέθηκα μες διαδικαστικά τώρα μες στο γραφείο του κυρίου Σαραφιανού με τους άλλους γιατρούς, τους φτασμένους εκεί πέρα. Και πετάω εγώ με το δικό μου το φτωχούλικο –επηρεασμένος γαρ- πετάω μια αυτή, λέω: «Καλύτερα η υγεία να ήτανε κρατική και όχι ιδιωτική!». Και πήγανε να με φάνε μέσα. Ήτανε το γονίδιο απ’ τον πατέρα δηλαδή, που ήμουνα, πόσο ήμουνα; Δεκαοκτώ-δεκαεννιά χρονών ήμουνα. Και τσαντιστήκανε αυτοί, ωρυότανε εκεί και άρχισαν: «Εσύ τώρα, ένα τσουτσέκι μας μιλάς για αυτό το πράγμα;». Τέλος πάντων, πολλά.
Και τελικά γιατί διαλέξατε την παιδιατρική και όχι το κομμάτι της ορθοπεδικής;
Έμπλεξα με το αυτό, δεν ξέρω. Τα δυο. Και ίσως αυτό, αλλά δεν ξέρω αν με βοήθησε ή όχι, στον στρατό συνέβησαν και το ψάχνω ακόμη, μέχρι αυτή την ηλικία, κάποιο παράξενο πράγμα. Τώρα αυτά είναι το κεφάλαιο του στρατού. Εκεί.
Ήθελα να γυρίσουμε και λίγο σε αυτό, γιατί πριν μου αναφέρατε ότι πήγατε στα Γιάννενα και εκεί πέρα υπηρετήσατε όλη σας τη θητεία.
Εκεί ήμουνα, στο Τάγμα Υγειονομικού, έξω από το Πέραμα. Πάνω είναι το Μιτσικέλι, εκεί που πήγα και έδρασα μετά. Και ήμουνα στο Τάγμα Υγειονομικού. Το Τάγμα Υγειονομικού. Και δίπλα ήτανε το Τάγμα Εκπαίδευσης των νεοσυλλέκτων. Ήμασταν όλοι του υγειονομικού. Νοσοκόμοι, νοσηλευτές και γιατροί, οπλίτες βέβαια. Λίγοι ήτανε οι αξιωματικοί. Και οι προϊστάμενοί μας ήτανε, όχι αρχίατροι, ένας ήταν αρχίατρος, επίατροι. Δηλαδή ήτανε λοχαγοί ή ταγματαρχαίοι της ιατρικής. Άλλοι ήτανε χειρουργοί, άλλοι ήτανε ουρολόγοι, άλλοι ήτανε αναισθησιολόγοι. Και αναπληρώνανε τις διάφορες μονάδες. Και από εκεί παίρναν εμάς, να αναπληρώσουμε διάφορες μονάδες. Περνούσα πολύ καλά. Μας φερόταν πάρα πολύ καλά. Σαν συνάδελφοι βέβαια. Εμείς κοιμόμασταν σε ένα ξεχωριστό δωμάτιο και όχι με τους νοσηλευτές, οι οποίοι νοσηλευτές οι περισσότεροι ήτανε από τη Θράκη, πομάκοι. Και αναπληρώναμε από 'κεί. Και το νοσοκομείο και τις μονάδες που θέλαν και νοσηλευτή εκεί πέρα να βοηθάει, να κάνει τις ενέσεις. Περνούσε ο καιρός και έπρεπε να πάει κάποιος στρατιώτης γιατρός στην Κέρκυρα. Εκεί είχε Λ.Υ.Β. Εκπαιδευότανε οι δεκανείς και οι λοχίες. Και θέλαν γιατρό, γιατί απολυόταν αυτός που είχαν. Πήραν απ' εμάς. Αρχαιότερος από εμένα ήταν κάποιος, αλλά ήτανε προστάτης και υπηρετούσε μόνο έναν μήνα και σε λίγο διάστημα θα απολυόταν. Εγώ είχα πολύ καιρό και με φωνάζει ο αρχίατρος, ο διοικητής, και μου λέει: «Απόστολε, να ετοιμαστείς, την Παρασκευή φεύγεις για τα Λ.Υ.Β., για την Κέρκυρα». «Ω ρε», λέω, «μόνος μου θα είμαι εκεί πέρα. Αλλά τόσα άλλα χιλιόμετρα πιο πέρα από τους δικούς μου». Και λέω: «Θα πάω. Θα είμαι ανεξάρτητος εκεί πέρα. Τουρισμός. Το ένα το άλλο. Θα περάσει, τι θα κάνει». Ναι. Παρασκευή θα έφευγα, ετοίμαζα τον σάκο μου. Και έρχεται ονομαστική μετάθεση. Όχι απόσπαση. Στην Κέρκυρα θα ήταν απόσπαση. Θα εξαρτιόμουν πάλι από το τάγμα υγειονομικού στο Μιτσικέλι, εκεί στο Πέραμα. Ερχόταν η ονομαστική μετάθεση, να πάω στο νοσοκομείο, στο 406 στρατιωτικό νοσοκομείο που υπάρχει στα Γιάννενα. Μες στο κέντρο. Εγώ απόρησα. Λέω: «Εγώ; Με έναν τέτοιο τεράστιο φάκελο; Πώς με στέλνουν στο νοσοκομείο; Με ποιον τρόπο;». Άρχισε στο μυαλό μου να στριφογυρίζει. Λέω: «Ποιος να την έκανε αυτή τη δουλειά;», γιατί έπρεπε να γίνει. Επί Χούντας ήτανε. Δεν ήτανε κάτι να έχω. Κανένα μέσο και αυτά. «Βρε», λέω, παρόλο που το αίσθημά μου δεν έλεγε τίποτα, τουλάχιστον στους γονείς και αυτά, γιατί αυτός ο πεθερός μου με το περίπτερο, είχε πάρε δώσε με την ασφάλεια και ήταν και κομματάρχης, λέω: «Αυτός να έβαλε το χεράκι του και να πάρω τέτοια μετάθεση εγώ; Στο νοσοκομείο μέσα; Στη ζεστασιά; Να εκπαιδεύομαι κιόλας;». Και μου έμεινε ακόμα ερώτημα. Δεν ξέρω πώς έγινε. Και το ίδιο ερώτημα έχει και ο πατριώτης μου εδώ, ο Λυρούδης, ο υπασπιστής του αντιπροέδρου επί Χούντας και κουμπάρος του, ο Λυρούδης εδώ, που κάθε 18 Φεβρουαρίου, 20, γιορτάζαν την απελευθέρωση των Ιωαννίνων και ερχόταν όλη η εξουσία επάνω. Και πήγα εκεί. Και όταν ήρθανε εκεί, ο Βαγγέλης ο Αζάς, που τον έπαιρνε, ο ξάδερφός του επειδή ήταν αριστερός, πρώτος ξάδερφός του, δεν ασχολήθηκε καθόλου με τον ξάδερφό του, μια μετάθεση απ΄ την Πρέβεζα να ‘ρθει πιο κοντά. Και έπαιρνε απ’ την Πυλαία, ένας καθηγητής είναι εδώ αυτός. Ήρθε. Παρέλασε. Τελείωσε. Στο «Ξενία» μέναμε. Και εκεί βγήκαμε το βράδυ με τον Βαγγέλη έξω να πιούμε κάνα κρασάκι. Πατριώτες ήμασταν. Ήπιαμε, ήπιαμε. Στο τέλος σηκωτό τον πήγα στο «Ξενία». Εκεί με φώναξε. Λέει ο στρατηγός αυτός: «Αυτό το κομμούνι, πώς βρέθηκε εδώ στο νοσοκομείο;». Ο οποίος του Προφήτη Ηλία ανήμερα που γιόρταζε ο αδερφός του ο Ηλίας, που έκανε γιορτή, στη σειρά καθίσαμε όλοι και συστηνόμασταν, ένα παρτάκι, γιορτούλα είχε κάνει, παρέα εκεί, η γυναίκα μου, οι άλλοι, το σινάφι, αυτοί που ήμασταν. Και έπιανε το χέρι το δικό μου. «Α! Κουκουρίκος!». Σου λέει: «Το κομμούνι πώς βρέθηκε εδώ πέρα μαζί με τον αδερφό μου;». Και απορούσε αυτός στο γραφείο. Μονολογούσε: «Πώς το κομμούνι αυτό βρέθηκε να είναι στα Γιάννενα;». Αυτά μου τα 'πε ο Βαγγέλης στο ποτό που πήγαμε εκεί πέρα. Εδώ είναι ακόμη ο Βαγγέλης, ναι. Και απορούσε πώς βρέθηκα στο νοσοκομείο.
Και δεν μάθατε ποτέ;
Όχι. Δεν έμαθα. Δεν ξέρω αν ήταν δάχτυλος του πεθερού μου. Αλλά μου λέει η γυναίκα μου ότι δεν παρενέβη, γιατί δεν είχαν καμιά σχέση. Δηλαδή είχαμε έναν δεσμό. Μυστικό. Και βρέθηκε κιόλας, θα σου τα ‘πε αυτά, στην Αμερική αυτή. Εγώ εδώ πέρα. Ο διοικητής μου ήξερε ότι έχω δεσμό με την Αμερική. Έχουμε και φωτογραφίες ωραίες στα Γιάννενα. Που «πονηρή η Βλάχα», έκανε μια γ[00:40:00]ύρα, από την Αμερική γύρισε και πέρασε από τα Γιάννενα. Και μας φιλοξένησε ένας φίλος μου κτηνίατρος που ήταν ιατρικός επισκέπτης στο σπίτι του. Δυο μέρες πήρε άδεια. Και όταν έπαιρνε τηλέφωνο, με φωνάζαν στο τηλέφωνο. Αλλά ύστερα το 'κοψα. Μου το 'κοψε. Μάλλον το 'κοψα εγώ. Δεν ξέρω αν το ανέφερα αυτό ή εδώ. Να βγάλω ένα χαρτζιλίκι. Εγώ εφόσον πήγα στο νοσοκομείο μετά, μπορούσα να φοράω και πολιτικά, ενώ τότε εκεί ήταν άρβυλα. Και η VIII Μεραρχία ήταν η πιο αυστηρή. Όλοι βαμμένοι με αυτό ήμασταν. Και με πιέζανε και εκεί κιόλας. Και έλεγα: «Πώς; Πώς αυτό το πράγμα...;». Αλλά επειδή ήμουνα με τα πολιτικά, πήγα σε ένα φροντιστήριο εκεί πέρα και έκανα μάθημα στους υποψηφίους της Ιατρικής, Βιολογία. Είχα τελειώσει την Ιατρική. Διηύθυνα μέσα, δηλαδή απέκτησα εμπειρία από την παθολογική κλινική του νοσοκομείου και μετά μου φορτώσαν και την νευρολογική κλινική του νοσοκομείου, γιατί δεν είχαν αξιωματικό. Έπρεπε αξιωματικοί να χρεώνουν αυτά και βάλαν εμένα. Και εντάξει. Με εκτιμούσανε εκεί, γιατί ήμουνα πολύ καλός. Συνεπής. Και από εκεί ίσως να επηρεάστηκε μετά, γιατί μετρούσε ο χρόνος για να πάρεις ειδικότητα, έπρεπε να κάνεις και έναν χρόνο παθολογίας. Τον έκανα εγώ εκεί πέρα. Πήρα χαρτί ότι έκανα εκεί παθολογία και μετά ξεκίνησα την παιδιατρική κατευθείαν. Κέρδισα δηλαδή κι έναν χρόνο με το να είμαι στο νοσοκομείο αυτό. Και θα σου αναφέρω, επειδή μ’ αγαπούσε, πρέπει να το γράφω μέσα στο βιβλίο, δεν ξέρω αν το θυμάσαι, ο διευθυντής μου που ήτανε ταγματάρχης επίατρος, Σταματόπουλος ονόματι, με είχε τόση εμπιστοσύνη που απέκτησα δηλαδή στην παθολογική κλινική. Είχαμε τρεις νοσοκόμες του στρατού. Η μία, η περιβόητη Τζούλια, δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Κομπλεξική. Γεμάτη κακία μέσα της. Και μιλάω με μια άλλη τώρα στον οικισμό εκεί πέρα που ήταν κι αυτή του στρατού, νοσηλεύτρια, και δυο άλλα κορίτσια. Η μία ήτανε δηλαδή χαρακτήρας άσχημος. Ενώ η άλλη, η Γιαννιώτισα, ένα πολύ καλό κορίτσι. Μάλιστα με γλυκοκοίταζε κιόλας. Και για ένα περιστατικό εκεί, αφού έκανα εγώ πιο μπροστά επίσκεψη με τους αρρώστους, δεν είχα μόνο στρατιώτες, είχαμε και τους συνταξιούχους των γυναικών και των ίδιων των συνταξιούχων. Και είχαμε ένα περιστατικό, η οποία η Τζούλια έκανε λάθος μεγάλο κι είχε καρκίνο, εν πάση περιπτώσει. Κι εγώ βέβαια ευγενέστατα, κάναμε επίσκεψη. Και λέω: «Τι γίνεται εδώ πέρα; Για πες μου». Αυτή προσπαθούσε να τα καλύψει για τον εαυτό της, γιατί κατάλαβε ότι έκανε λάθος. Και μετά από λίγο έρχεται ο διευθυντής να κάνει, γιατί μετά αφού έκανα εγώ πιο μπροστά και τον ενημέρωνα τα καινούρια περιστατικά, τα άλλα, ποιος θα φύγει, το ένα, τ' άλλο, νοσηλείες, όλα αυτά. Και αναφέρω το περιστατικό και αναστατώθηκε. Και έγινε ένα σούσουρο μέσα στο-, η επίσκεψη όπως κάνει το team και βλέπει στους θαλάμους τους αρρώστους. Και αυτή δαγκώθηκε και περνάει από δίπλα μου και στο αφτί μού λέει: «Εύχομαι να πάθεις κι εσύ το ίδιο. Καρκίνο». Και εκείνη την ώρα εγώ, ένας απλός φαντάρος, την πιάνω από το μπράτσο, μέσα, μπροστά και στον διευθυντή. «Έλα εδώ!», λέω. «Τι είπες; Πες μου τι είπες!». Και σηκώθηκε κι έφυγε αυτή βρεγμένη. Κατάλαβε βέβαια ο διευθυντής μου, αλλά ήξερε κιόλας και τι σκατοχαρακτήρας ήτανε. Λοχαγός ήταν αυτή. Φαντάσου τώρα βιαιοπραγία εγώ, ένας απλός φαντάρος. Στρατοδικείο θα περνούσα, άμα ήθελε να μου κάνει, αλλά είχε λερωμένη τη φωλιά της.
Είχατε πολλές ευθύνες και στο παθολογικό και στο νευρολογικό; Μπορούσατε να αντεπεξέλθετε; Δυσκολευτήκατε;
Στην αρχή. Αλλά μετά απέκτησα μια εμπειρία.
Ήταν και η πρώτη σας έτσι πιο εντατική ενασχόληση κιόλας-
Με την ιατρική; Ναι. Αφού στο Τάγμα Υγειονομικού δεν κάναμε τίποτα. Αν πηγαίναμε σε μονάδα. Το μόνο που κάναμε τότε επειδή ήτανε Χούντα, ανά τακτά χρονικά διαστήματα ένας γιατρός και ένας γεωπόνος ντεμέκ γυρνούσαμε τα χωριά. Οργώσαμε όλη την Ήπειρο με ένα τζιπ και με έναν λοχαγό. Και κάναν προπαγάνδα. Εγώ μετρούσα καμιά πίεση τους γέρους, που δεν είχε, νέα άτομα δεν υπήρχαν στα χωριά τότε. Είχαν ερημώσει τα πάντα, Αμερική, το ένα, τ' άλλο. Και για τις καλλιέργειες ντεμέκ. Κάναμε ότι η εθνοσωτήριος κυβέρνηση βοηθούσε τον κόσμο. Τον λαό. Αυτό κάναμε, αλλά είχα κι άλλα. Όταν ήμουν στο Τάγμα και κάναμε και άλλες ασχολίες. Θα σου αναφέρω αν θέλεις. Και σύμπτωση που δεν την ανέφερα μέσα. Και από εκεί ίσως να επηρεάστηκα κιόλας, λέω: «Θα πάω παιδιατρική και όχι ορθοπεδική» που ήθελε και περισσότερα χρόνια. Καθόμασταν, δεν ξέρω αν το διάβασες αυτό μέσα, στο παγκάκι, αφού τελειώναμε την επίσκεψη, με τον διευθυντή μου και συζητούσαμε περί ανέμων και υδάτων. Ήξερε που είχα τον δεσμό στην Αμερική, γιατί με αγαπούσαν πλέον, ήμουνα πολύ καλός γιατρός. Δεν έδωσα δικαίωμα ποτέ, παρόλο που ήμουνα βαμμένος. Και: «Απόστολε, φεύγω για μετάθεση στο Γ.Ε.Σ. Κάτω πάω. Και έρχεται και ο Σεβαστάκης, ο οφθαλμίατρος, ο οποίος θα είναι στις μεταθέσεις. Θα περιμένεις σε δέκα μέρες, θα σε στείλω στο κορίτσι σου, στο 424, στρατιωτικό νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη». «Αμ δε!», να λέω εγώ. Τίποτε άλλο. Στο παγκάκι τώρα. «Αμ δε!». Στο παγκάκι τώρα. Και πάει, πιάνει τον Σεβαστάκη και λέει: «Κοίταξε, όταν θα πάμε τώρα κάτω, σε παρακαλώ πολύ τον Απόστολο να τον στείλεις στην Θεσσαλονίκη». Και του λέει ο Σεβαστάκης, είχε τον φάκελο μου και του λέει: «Δύσκολα! Μην μπερδεύεσαι». Και το είπε και μου λέει την άλλη μέρα: «Έλα εδώ! Έλα εδώ! Γιατί δεν μου το είπες ότι ήσουν άτακτος;». «Αφού σου το έλεγα, κύριε διευθυντά. Αμ δε! Αμ δε!». Κι έμεινε εκεί αυτό και ένα περιστατικό εκεί στον στρατό, μετά κόπων και βασάνων με βάλανε, με χρεώσαν το νευρολογικό που ήταν ταγματάρχης ένας ο οποίος δούλευε πάρα πολύ. Έβγαζαν λεφτά τότε. Είχαν πέραση εκεί. Νευρολόγος. Και εξέταζα και τα νευρολογικά περιστατικά. Μάλιστα επειδή δεν είχανε δόκιμο αξιωματικό που έπρεπε να χρεωθούν τα εργαλεία όλα που είχαμε μέσα. Και ακριβά εργαλεία, δηλαδή κάναν εκατομμύρια. Με ηλεκτρικά τεστ και το ένα, τ' άλλο, διάφορες εξετάσεις που κάναμε. Και μου τα χρέωσε εμένα. Λέω: «Ένα πράγμα να χάσω, θα πληρώσω όλη μου τη ζωή». Και αρνιόμουνα. Αλλά ύστερα μου το επέβαλλαν. Και έκανα ιατρείο και στους νευρολογικούς ασθενείς. Επανέρχομαι τώρα. Άλλο ευτράπελο, όχι ευτράπελο, οι συμπτώσεις. Αλλά δεν ξέρω αν την γράφω και αυτή. Στην Κόρινθο όταν ήμουνα, που με ψάχνανε αν ήμουν άτακτος ή όχι για τον φάκελο, να τον εμπλουτίσει ο αρχιλοχίας.
Παρουσιαστήκατε εκεί.
Ναι. Στον έκτο λόχο ήμουνα με τον μαιευτήρα και τον άλλον τον κολλητό μου και με απαρνήθηκε μετά. Και ήρθε μετά από δυο χρόνια που απολυθήκαμε και με έγλειφε να γίνουμε πάλι φίλοι. Δυστυχώς. Εδώ είναι τώρα, αλλά από τότε ψυχράνθηκα. Πλέον δεν… Και μου τα λέει τώρα ο μαιευτήρας που ήμασταν μαζί: «Αυτός είναι ο φίλος σου;». Ναι. Λοιπόν, το συμφέρον του. Και μια μέρα, αφού τελείωσα πάνω τους παθολογικούς ασθενείς, έκανα ιατρείο νευρολογικό, κάτω, στα εξωτερικά ιατρεία. Και τσουπ! Εμφανίζεται ο Στεφανίδης, όνομα και πράγμα. Στην Κόρινθο, όταν ήμουνα εκεί, οι εκπαιδευτές μας ήτανε οι πιο αμόρφωτοι. Ο ένας ήτανε δεκανέας απ’ την Πελοπόννησο, τσομπάνης και να μου λέει τώρα, εμείς όλοι μορφωμένοι: «Λούστρο! Στην Καλλιόπη». Με έβαζε συνέχεια να καθαρίζω τις αυτές και να μαζεύω τα φύλλα από τους ευκάλυπτους. Συνέχεια. Και ένας λοχίας, ονόματι Στεφανίδης. Πειραιώτης. Μαγκάκι. Μέσα στη σειρά μας εκεί, είχαμε και νέα παιδιά. Δηλαδή δεκαοχτάρηδες, απόφοιτοι Γυμνασίου, που φιλοδοξούσανε να γίνουν αξιωματικοί. Να πάρουν το αστέρι. Το γαλόνι. Και ήταν φλωρόπαιδα τα περισσότερα. Όμως μάγκας ο Στεφανίδης, για να μην τους ζορίζει με τα καψόνια που κάνανε, άρπαζε λεφτά από αυτούς. Μαθεύτηκε. Τα κονομούσε. Ο Πειραιώτης, ο μάγκας, εκμεταλλευόμενος τους πιτσιρικάδες. Σ' εμάς βέβαια δεν τολμούσε να πει. Εμείς ήμασταν είκοσι έξι - είκοσι επτά χρονών. Άλλοι μπορεί να ήταν τριάντα εκεί. Και ξαφνικά βλέπω, το θυμήθηκα, γιατί δεν είχε περάσει και πολύς καιρός, «Βρε, βρε τον Στεφανίδη! Πώς από εδώ στα μέρη μας;». Του λέω εγώ. Αυτός λοχίας τώρα, εγώ απλός φαντάρος, εκεί με την ποδιά μου. Και είχε φάει σουτ από την Κόρινθο που τα κονομούσε σε κάθε Ε.Σ.Σ.Ο, τον στείλανε στα σύνορα.
Τον καταλάβανε;
Δεν τον καταλάβανε. Τον στείλανε δηλαδή στα τελευταία της θητείας του τον στείλανε στα σύνορα. Αυτ[00:50:00]ός πήγε να τρελαθεί. Και ήρθε τώρα στον νευρολόγο και ψυχίατρο, γιατί ήτανε μεικτοί. Τώρα χωριστήκανε οι ειδικότητες αυτές. Άλλος ψυχίατρος και άλλος νευρολόγος. «Γιατρέ, με στείλανε εδώ πέρα πάνω. Δεν αντέχω άλλο! Θα κόψω τις φλέβες μου! Θα αυτοκτονήσω!». Γιατί πρέπει να ήτανε δυσμενής, ήτανε δυσμενής η μετάσταση, αλλά πρέπει να ήταν φυλακή. Δεν ξέρω τι ήτανε εκεί πέρα επάνω. Λέω: «Τσακίσου από εδώ, ρε Στεφανίδη, γιατί θα σε πετάξω έξω με τις κλοτσιές! Φύγε από εδώ, κοπρόσκυλο! Ήρθες να ζητήσεις την άδεια», να του δώσω τριάντα μέρες αναρρωτική άδεια. Να περάσει ο χρόνος του μετά. Να καθίσει δηλαδή δέκα μέρες πάνω στα σύνορα και να πάει μετά στον Πειραιά. Και τον έδιωξα κακήν κακώς. Και αυτή ήταν μια σύμπτωση. Εγώ δεν είχα τίποτε κάτω με αυτόν. Αλλά βρέθηκε εδώ πάνω. Και μια άλλη πάνω στον στρατό. Όταν ήμασταν στο Τάγμα Υγειονομικού στο Πέραμα, κάτω από το Μιτσικέλι, κάναμε και τις λεγόμενες φάλαγγες. Δηλαδή στελεχώναμε… Υπήρχαν δηλαδή τα μεγάλα τα James, τα REO, φορτηγά αυτοκίνητα στρατιωτικά και φεύγαμε από τα Γιάννενα. Από άλλες μονάδες. Καμιά δεκαπέντε REO στη σειρά. Φάλαγγα ονομάζεται αυτή με τη σειρά. Και πηγαίναμε στη Λάρισα, στον Βόλο. Φορτώναμε υλικά και χτίζαμε πάνω στους κήπους. Στα σύνορα με την Αλβανία χτίζαμε φυλάκιο καινούργιο. Και τα μεταφέραμε και συνοδευόταν από έναν ανώτερο αξιωματικό λοχαγό με τρία αστέρια και έναν γιατρό σε περίπτωση που, Θεός φυλάξοι, συμβεί κάτι, για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου ως γιατρός. Αλλά επειδή ήταν μεγάλο το ταξίδι τότε με την Κατάρα και αυτά, κάναμε πάντα στάση ή στα Τρίκαλα ή στην Καλαμπάκα. Δεν ξέρω αν έχεις κάνει καθόλου αυτήν τη διαδρομή εκεί πέρα. Τρίκαλα και Καλαμπάκα, που είναι τα Μετέωρα.
Όχι, δεν έχω τύχει.
Και μέναμε σε ένα στρατόπεδο στα Τρίκαλα. Εκεί τις περισσότερες φορές, γιατί τη νύχτα απαγορευόταν να κυκλοφορήσουν τα RΕΟ, τα στρατιωτικά αυτοκίνητα ,τα οποία ήταν και σαράβαλα και μείναμε στην Καλαμπάκα. Εκεί σε ένα στρατόπεδο, μάλιστα βρέθηκε και ένα Καμπτζηδιανό παιδάκι, εδώ πέρα τώρα που μένει κοντά μου και τα θυμάται ακόμα. Τότε απολυόταν κιόλας αυτός. Μείναμε εκεί πέρα, είχε βραδιάσει, να σουρουπώσει. Λέω: «Τι να κάνω; Τι να κάνω;». Μόνος μου ήμουνα. Να περάσει η ώρα, λέω: «Δεν ανεβαίνω επάνω στα Μετέωρα; Σε κανένα μοναστήρι;». Πήρα ταξί και πήγα επάνω, γιατί θα φεύγαμε την άλλη μέρα. «Να περάσει και η ώρα», λέω. Και πήγα που λες πάνω σε ένα Μοναστήρι. Βλέπω έναν καλόγερο. Νέος. Νεότατος. Και καθίσαμε. Καλή ώρα, όπως έτσι. Και συζητούσαμε. «Από πού είσαι;». «Εγώ το ίδιο». «Στη Θεσσαλονίκη σπούδασα». Δεν θυμάμαι τι μου είπε. Πρέπει να ήτανε Θεολογία, δεν ξέρω τι.
Ήτανε νεαρός δηλαδή;
Νεαρός, ναι. Πιο νεαρός από εμένα. Εγώ γιατί είχα αναβολή έξι χρόνια. Πλησίαζα τα τριάντα. Και αφού κουβεντιάζαμε εκεί πέρα, με όλο το θάρρος τού είπα: «Καλά, ρε παιδάκι μου, πώς βρέθηκες εσύ εκεί πέρα μέσα; Ένα νεαρό παιδί και ήρθες να μονάσεις εδώ πάνω, στα Μετέωρα;». Και μου λέει: «Άσ' το. Μην το ψάχνεις. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία». Εγώ με το μυαλό μου το φτωχό λέω καμιά ερωτική απογοήτευση. Ξεφύγαμε και κάτι άλλο τώρα με τον στρατό. Στο νοσοκομείο. Εν πάση περιπτώσει, πέρασε ο καιρός. Κάναμε μια στάση, να συμπληρώσω κάτι απ’ το νοσοκομείο που πήγα. Ο προβληματισμός μου που ήτανε με τον διευθυντή μου, όταν πήγα στο φροντιστήριο και έκανα Βιολογία.
Ναι
Ναι. Αλλά η νεολαία τώρα, οι δεκαοχτάρες αυτές, μάθανε το τηλέφωνο του νοσοκομείου, του διευθυντού. Και παίρναν τα κορίτσια, οι υποψήφιες παίρναν τηλέφωνο. Με ενοχλούσανε. Το πήρε χαμπάρι ο διευθυντής και με φωνάζει: «Τσακίσου! Τι συμβαίνει με εσένα; Αυτό το πράγμα τι είναι;». Ξέραν, όμως, για την Αμερική μόνο. Λέει: «Άλλη φορά να μην συμβεί αυτό, γιατί θα φας πολλές μέρες φυλακή!». Και πάω στον φροντιστησιάρχη. Εκεί, το φροντιστήριο που είχε. Λέω αυτό κι αυτό συμβαίνει. «Κινδυνεύω να πάω φυλακή». Και παράτησα το μάθημα. Τα λέω στα εγγόνια μου τώρα και γελάνε. Δηλαδή ήτανε έτσι. Δεν σκεφτόταν. Ερχόταν από την επαρχία. Νοικιάζανε. Για να κάνουν φροντιστήριο, να περάσουν στην Ιατρική. Και μια μέρα που έγραφα εγώ βιολογία, προσπαθούσα να της εξηγήσω, να τονίσω κάτι πράγματα εκεί, «Κα, κα, κα». Τσαντίστηκα εγώ. Γυρνάω εγώ, όπως είχα την κιμωλία. Και την πετάω πάνω της. Δυο κορίτσια εκεί. Λέω: «Εδώ οι γονείς σας πληρώνουνε για να πάτε να σπουδάσετε κι εσείς δεν έχετε την υπομονή τρία τέταρτα να καθίσετε να ακούσετε δυο πράγματα!». Και έτσι έγινε και το περιστατικό εκείνο. Τα παράτησα, βέβαια. Εξυπακούεται. Αλλά ύστερα έπαιρνα ένα χαρτζιλίκι. Ήμουνα γιατρός σε ομάδα. Εκεί στον «Κατσικά». Τον περιβόητο. Κυριακή παρά Κυριακή, όταν έπαιζαν στο γήπεδό τους, με καλούσαν γιατρό του γηπέδου.
Άρα βρεθήκατε πάλι κάπως κοντά στο ποδόσφαιρο. Αλλά όχι ως παίκτης.
Ναι. Με ένα χαρτζιλίκι. Εγώ έπαιρνα… Εβδομήντα δραχμές ήταν η αποζημίωση. Οι αξιωματικοί παίρναν τότε, οι δόκιμοι, ξέρω 'γώ, τρία χιλιάρακα, εγώ έπαιρνα εβδομήντα. Τέλος πάντων. Παρένθεση. Τα μπερδεύουμε εδώ. Πού μείναμε;
Μου λέγατε για τον καλόγερο στην Καλαμπάκα που απορούσατε για ποιον λόγο βρέθηκε εκεί.
Μπράβο. Περάσαν τα χρόνια.
Δεν σας απάντησε δηλαδή τον λόγο.
Όχι. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Άρα τελειώνει η συνάντησή σας.
Αμ, δεν τελειώνει. Σύμπτωση και αυτή. Εν πάση περιπτώσει, έφυγα. Αυτό είναι είπαμε, ’69 με ’71 που υπηρετούσα στον στρατό. Κάποια χρονολογία ήτανε. Τότε ακόμα ήμουνα στην αρχή της υπηρεσίας, γιατί δεν ήμουνα στο νοσοκομείο. Ήμουνα στο Τάγμα. Περνάνε τα χρόνια και μετά από πόσα χρόνια δηλαδή, τριάντα χρόνια; Ήμουνα δήμαρχος. Και τότε δηλαδή με κάποιους άλλους Πυλαιώτες εδώ πέρα, με τον κουμπάρο μου και με τον σιδηρόδρομο, εκεί που δούλευα, πηγαίναμε κάθε χρόνο στο μοναστήρι. Εκεί μου άρεσε πάρα πολύ. Και ως δήμαρχος που πήγα είχα ιδιαίτερη μεταχείριση εκεί πέρα σαν επίσημο πρόσωπο. Και μου άρεσε πάρα πολύ η φύση που τρελαίνομαι. Και μια χρονιά, με τον κουμπάρο μου και τον συγχωρεμένο τον Γιάννη τον Ραξάρη πήγαμε σε ένα σαλέ το λέω εγώ. Ήτανε ένα χαλασμένο, μια σκήτη. Και βάλαν λεφτά και ο Κάμτσος εδώ πέρα, τον ξέρει η μάνα σου, ήταν το παιδί το δεύτερο, ο άλλος είναι καθηγητής και είναι και στο Λαογραφικό Μουσείο, ήτανε διοικητής στο Άγιον Όρος. Και πήγαμε εκεί πέρα. Και μετά από το μεγάλο το μοναστήρι, πήγαμε να δούμε και το μοναστήρι αυτό. Σκήτη ήτανε. Γύρω- γύρω. Δηλαδή ένας παράδεισος είναι εκεί πέρα. Σαλέ το ονόμαζα εγώ. Αφού βάλαν προσωπική εργασία και ήταν πλούσιοι, ο ένας ήτανε μισο - Εβραίος, πήγαινε ακόμα εκεί. Ήταν δυο καλόγεροι εκεί. Ο Χριστόδουλος και ο Χριστόφορος. Και έναν βοηθό είχανε μικρό. Και ο Κάμτσος, με τα αυτοκίνητα μεταφέρανε υλικά, το ένα, τ' άλλο και πηγαίνανε εκεί οι προύχοντες, οι τελωνειακοί. Μείναμε και εκεί πέρα μαζί. Και φάγαμε εκεί. Τηγάνιζε ο Γιάννης, ο συγχωρεμένος, πατάτες και τρώγαμε εμείς και συζητούσαμε. Και καθόμασταν τώρα με τον Χριστόδουλο. Τώρα τους μπερδεύω αυτούς. Τον μεγαλύτερο, εν πάση περιπτώσει, που ήταν για τα φαγητά. Και για μια στιγμή συζητάμε. Λέω εγώ: «Είμαι από την Πυλαία. Εσύ από πού είσαι;». «Απ’ τα Κανάλια Καρδίτσας». «Τα Κανάλια;». «Ναι», λέει. «Από τα Κανάλια είμαι». Λέω: «Ο συμπέθερός μου είναι από τα Κανάλια». Είναι ένα έτσι σαν το Πανόραμα εκεί ψηλά. Ένα χωριουδάκι. Ερημωμένο είναι τώρα. Εκεί έκανα και τη βάφτιση του εγγονού μου του Θωμά, του παππού του άλλου, εκεί, του τρικαλινού, του καρδιτσιώτη. Λοιπόν και: «Με ποιον είσαι;», λέω. Λέω: «Είναι σώγαμπρος. Κάθεται σε ένα προάστιο. Πώς λέει; Λυγαριό. Στα Τρίκαλα». Και παίρνει τηλέφωνο. Η αδερφή του ήτανε εκεί. Η αδερφή του έμενε εκεί. Λέω: «Κοίταξε σύμπτωση». Και ρώτησε κιόλας για τη συμπεθέρα μου, για το συμπέθερό μου. Αλλά εκείνο το βράδυ που συζητούσαμε, λέω: «Κάποτε, όταν ήμουν στον στρατό-». Στον στρατό ήμουν το ’71, έτσι; Τώρα εδώ συζητούσαμε το 2000, μετά από τριάντα χρόνια. «Πήγα, ανέβηκα πάνω, όταν υπηρετούσα, σε ένα μοναστήρι και βρήκα έναν νεαρό καλόγερο εκεί. Σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη και κουβεντιάσαμε. Και κάναμε μια κουβέντα το βράδυ. Είχα άδεια εγώ. Ήμουνα κάτω εγώ με τον στρατό. Και τον ρώτησα: "Καλά, πώς έμπλεξες εδώ εσύ;" Και λέει: "Άσ' το αυτό. Είναι μια άλλη ιστορία!"». Μόλις τα λέω αυτά, τώρα στην σκήτη. Ταράχτηκε. Το είδα εγώ αυτό το πράγμα. Και ύστερα, εκ των υστέρων μαθαίνω και ώσπου κάναμε μια ξενάγηση εκεί, στο μοναστήρι, ότι ήταν ο τάδε καλόγερος εκεί απ’ την Καρδίτσα κι αυτά τώρα είναι στο Άγιον Όρος. Και ήταν αυτός. Δηλαδή η σύμπτωση μετά από τόσα χρόνια. Τον βρήκα, μέσα εκεί τον συνάντησα και είναι ακόμα εκεί πέρα [01:00:00]ο Χριστόφορος εκεί. Αλλά αυτό δεν το γράφω νομίζω μέσα. Θα ανέβαιναν πολύ οι σελίδες και θα κούραζε τον κόσμο. Τώρα τι άλλο να σου πω;
Για τη θητεία σας στα Γιάννενα. Θέλετε να μιλήσουμε για αυτό το τραγικό ατύχημα που είχε συμβεί με την πτώση του αεροπλάνου, που το γράφετε και το έχουμε κουβεντιάσει κιόλας. Τότε ήσασταν εσείς στο νοσοκομείο και υπηρετούσατε;
Ναι.
Ήσασταν ήδη στο νοσοκομείο στο Νευρολογικό;
Ήμουνα στο νοσοκομείο. Και μάλιστα σύμπτωση. Ήρθε η μάνα μου με τις δυο αδερφές μου και τα παιδιά τους, τη Λίτσα, τον Ανέστη, τον Στέφανο. Όλοι αυτοί για να με δούνε. Και είχαμε έναν φίλο εκεί πέρα, συμμαθητή μου από εδώ. Παντρεύτηκε μια Γιαννιώτισσα από τον Κατσικά, Κατσικά λέγεται το χωριό, και τους έβαλε εκεί στρωματσάδα να κοιμηθούν μια μέρα, γιατί γνωριζόμασταν, μεγαλώσαμε μαζί με τον άντρα της. Και συνέβη αυτό το περιστατικό. Τι ήταν αυτό; Στην Καβάλα πέθανε ένας στρατιώτης. Ακριβώς δεν ξέρω πώς πέθανε. Και τον μεταφέρανε με αεροπλάνο Ντακότα, τα στρατιωτικά, από την Καβάλα στη Λευκάδα για να τον θάψουνε στο σπίτι του. Και υπήρχε μέσα στο αεροπλάνο τιμητικό άγημα από οχτώ στρατιώτες. Και μάλιστα είχε και δυο - τρεις βαθμοφόρους. Μάλιστα οι δύο ήτανε και μαύροι. Ήτανε σπουδαστές της στρατιωτικής σχολής στην Ελλάδα από την Αφρική. Και περνώντας πάνω από εμάς, ήτανε βροχερός ο καιρός. Ψιλόβρεχε. Και αστραπές. Βροντές. Το ένα, το άλλο. Πάνω από το Μιτσικέλι πέρασε το αεροπλάνο και το χτύπησε κεραυνός. Έτσι έγινε. Χτυπήθηκε εκεί ακριβώς και έπεσε πάνω στο βουνό. Έχασε τον προσανατολισμό του. Το ένα το φτερό το συνάντησα εγώ, όταν ανέβαινα, σκαρφάλωνα πάνω στο βουνό με το ψιλόβροχο, μόνος μου. Πεντακόσια μέτρα μακριά. Και μετά ανέβαινα προς τα επάνω και έβλεπα τα άσχημα αυτά. Δηλαδή κρεμασμένα εντόσθια. Το ένα, τ' άλλο. Ήτανε φρικτή η κατάσταση. Δεν έζησε κανένας πλέον. Όλοι χαθήκανε. Εφτά ήτανε κι ένα φέρετρο, που το λέω μέσα. Ήταν ο νεκρός. Όλοι πεθάνανε. Αυτό ήταν το περιστατικό στον στρατό που ήταν αιτία κιόλας να αλλάξει λιγάκι με τη Χούντα. Βέβαια το κλίμα μετά… Είχα τη στιχομυθία αυτή με τον πρόεδρο, που ούτε τον ξέρω, από πρώτο χέρι να μάθει τι έγινε, γιατί έγινε σούσουρο. Έπεσε αεροπλάνο ολόκληρο. Είχε πρόβλημα με τον στρατό. Σου λέει γιατί; Και μάλιστα, στο νοσοκομείο, όταν ήμασταν, ήμασταν στη σοφίτα. Όταν πας εκεί, φαίνεται το νοσοκομείο επάνω. Η σοφίτα ήτανε. Και κοιμόμασταν τρεις - τέσσερις οπλίτες γιατροί. Και ένας φαρμακοποιός ήτανε. Και όλοι ήμασταν απλοί φαντάροι. Πολλοί απ’ τους συναδέλφους κι άλλοι που ερχότανε, πιέζανε, αλλά ήτανε εύθραυστοι, για να αλλαξοπιστήσω δηλαδή και να βγάλω και καμιά ομιλία στον στρατό υπέρ της εθνοσωτηρίου επανάστασης. Ο ταγματάρχης ο μικροβιολόγος, ο οποίος ήτανε λίγο βλοσυρός κατά κάποιον τρόπο, δεν είχαμε και πολλή επαφή μες στο νοσοκομείο. Μικροβιολόγος ήτανε αυτός. Εγώ είχα με τον νευρολόγο - ψυχίατρο και με τον παθολόγο, που ήτανε οι συνεργάτες μου. Με είχαν συνεργάτη. Αυτός ήτανε το Α2. Το Α2 είναι αυτοί που κρατάνε τους φακέλους. Το ποιόν του κάθε πολίτη και μετέπειτα στρατιώτη. Και με έπαιρνε μέσα. Και με παρακαλούσε, γιατί το εκτίμησε ότι είμαι καλός στρατιώτης. Να κάνω καμιά ομιλία και αυτά για να αλλάξει λιγάκι τον φάκελό μου που ήτανε βρώμικος από τον πατέρα μου. Το λέει αυτό το πράγμα. Ενώ άλλοι συνάδελφοι το κάνανε. Τους βλέπω κόλας. Λέω: «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Η συνείδησή μου δεν μου το επιτρέπει. Σας έχω δώσει ποτέ το δικαίωμα εγώ; Δεν είμαι καλός στρατιώτης; Δεν προσφέρω έργο; Μην με ζορίζετε. Σας παρακαλώ». Λέει, συνέχεια για να αλλάξει το αυτό: «Δεν θα πας σε αγροτικό ιατρείο». Αυτό με έτσουζε εμένα. Δηλαδή θα τελειώσω Ιατρική και να μην μπορώ να πάω στο αγροτικό ιατρείο, να μπορέσω να προχωρήσω την καριέρα μου; Έτσουζε αυτό πολύ. Λέω: «Μην με ζορίζετε. Σας παρακαλώ πολύ». Έπαιρνε, κάνα-δυο φορές κάναμε συζήτηση. Και δεν έγινε, ενώ άλλοι κάναν τις ομιλίες φανερά, κρυφά. Δεν ξέρω τι κάνανε. Και ούτε καν ανέφερε τίποτα. Δεν συζητούσα. Πού να συζητήσεις πολιτικά και τέτοια. Τίποτα! Ναι. Τον επίατρο. Τον αρχίατρο. Τον διοικητή μας του νοσοκομείου. Αλλά δεν ήξερε αυτός. Αφού ακόμα ήτανε πάνω οι άλλοι.
Οπότε τυχαία...
Εγώ κατέβηκα πιο μπροστά και μούσκεμα που ήμουνα κατάκοπος να ανεβείς τώρα ολόκληρο βουνό. Εκεί βέβαια ήμουνα γυμνασμένος γιατί ήμουνα αθλητής, ποδοσφαιριστής παλιά και αυτά. Λίγο με τη βροχή βέβαια, ήτανε λίγο κούραση με το ψιλόβροχο.
Και τι σας ρώτησε; Θυμάστε τον διάλογο;
Τι ακριβώς συνέβη. Όχι. Ο πρόεδρος. Καταρχήν δεν ήξερα ποιος είναι. Ο πρόεδρος.
Και πότε το μάθατε;
Εγώ υποψιάζομαι, γιατί μετά που τελείωνα μου ήρθε τιμητική άδεια για το γεγονός που προσέφερα που προσπάθησα να σώσω τραυματίες. Ούτε ήξερε τώρα ο πρόεδρος, ο Παπαδόπουλος, τι φάκελο είχα και το ένα το άλλο. Ένας στρατιώτης ήτανε, οπλίτης, συγχαρητήρια, συγχαρητήρια - δεν ξέρω. Ονομαστική. Και είναι γραμμένη μέσα στο base book. Πώς λέγεται το βιβλιάριο που έχουμε του στρατού; Που δείχνει μέσα πόσο στη βολή κάναμε. Πόσο το ένα. Τα αποτελέσματα της εκπαίδευσής μας.
Το μητρώο σας που λέγατε ότι ήτανε λερωμένο από τον πατέρα σας από το ’61 που μοιράσατε τις προκηρύξεις...
Το ’61 ήταν που μπερδεύτηκα πρώτη φορά εγώ.
Αυτό θέλω να ρωτήσω. Από το ’61 που αρχίσατε να μπερδεύεστε μέχρι και τη θητεία σας, τι άλλη δράση είχατε; Πολιτική. Δηλαδή από το ’61 μέχρι περίπου το ’69 που πήγατε στον στρατό.
Απλούστατα ήμουνα Λαμπράκης, όταν σκότωσαν τον Λαμπράκη, εκεί. Και πολιτική δράση άλλη, δεν θυμάμαι. Αν μου ‘ρθει στο μυαλό… Όχι. Χαλαρά δηλαδή μπερδευόμουνα. Έβλεπα τα μαθήματά μου. Και ίσως, δεν ξέρω τώρα, που ξεκίνησε η αυτή, η εκδίκηση, αλλά η εκδίκηση γύρισε μπούμερανγκ και με απασχολούσε πλέον και το αίσθημα που είχα στα φοιτητικά μου χρόνια. Στα τρία χρόνια ξέρω πόσα ραντεβού ήταν., το θεωρούν τώρα η νεολαία αστείο.
Εννιά.
Εννιά ήταν;
Να πούμε για τη Νεολαία Λαμπράκη.
Μια παρένθεση εκεί. Δημιουργήσαμε την οργάνωση σε όλη την Ελλάδα. Το πήραν με καλό μάτι όλοι, δηλαδή και, είπαμε, δεν ήτανε δηλαδή κομμουνιστές αυτοί εκεί μέσα. Ήτανε αριστερών πεποιθήσεων. Αγόρια και κορίτσια. Και εμείς το πρώτο αυτό που νοικιάσαμε ήτανε στο κέντρο εκεί, στο παλιό τέρμα. Τώρα είναι το «Μοχίτο» εκεί και έκανε φροντιστήριο μετά η κυρία Ευαγγελία εκεί πέρα με τη Τζιστούδη. Και εκεί μέσα ήταν μεγάλο, το γωνιακό ήτανε μεγαλούτσικο και εκεί κάναμε τη σκηνή και ο Ρυκούδης έστειλε το θεατρικό έργο. Και έτσι, επειδή ήμουνα επικεφαλής εγώ και πήρα και το θεατρικό μέρος, προσπαθούσαμε να το ανεβάσουμε. Και απέναντι ήτανε το περίπτερο. Και ξεκίνησε μετά η γνωριμία μου με τη γυναίκα μου, γιατί όλοι υποψιαζόταν τον περιπτερά, ότι κάρφωνε. Αλλά μας κάρφωνε κάποιος άλλος. Πιο πάνω. Κι εκεί βρέθηκε ο αρχηγός μας που ρίχναμε τις προκηρύξεις, ο Βαγγέλης, που έγραφε και έχει το μεράκι το θεατρικό. Έγραψε και άλλο θεατρικό. Ήρθε με άδεια και τον μπουζουριάσανε.
Ήτανε φαντάρος.
Φαντάρος στην Κύπρο. Και ήρθε και τον πιάσανε και όλοι εκεί, το σούσουρο εκεί μέσα που ήμασταν στα γραφεία μας, σχολιάζανε ότι ήταν δάκτυλος του περιπτερά. Και έτσι ξεκίνησε μετά αυτό που είπα.
Και πέρασε στρατοδικείο; Έπεσε στα μαλακά;
Ναι. Ύστερα, δεν έγινε και τίποτα σπουδαίο.
Αυτός ήρθε δηλαδή για να δει το έργο το οποίο έγραψε;
Όχι. Ήρθε με άδεια. Εκείνη την εποχή, το ’64, ήμασταν κλάση '64 συμμαθητές, ήτανε τα γεγονότα της Κύπρου εκεί. Και όπως και ο άλλος ο φίλος μου με ξένο όνομα. Λουίζος, Λουίζος λεγότανε. Με τα πολιτικά φεύγαν από 'δώ και ενίσχυαν τον στρατό της Κύπρου τότε. Και για αυτό τον στείλαν κι αυτόν εκεί πέρα, όπως και τόσους άλλους, με ξενικό όνομα. Βρέθηκε εκεί και ήρθε μετά αυτός. Και τον συλλάβανε. Βέβαια, αυτό έγινε επί κυβερνήσεων Καραμανλή. Είχε φύγει ο Καραμανλής μεταξύ, μετά το-
Είχε πέσει η κυβέρνηση τότε του Καραμανλή;
Αλλάζανε. Ήτανε ο Κανελλόπουλος, ο θείος του εκεί. Αυτός έφυγε με… Τη Φρειδερίκη που ήρθαν σε ρήξη. Και έφυγε με άλλο όνομα. Σαν Τριανταφυλλίδης νομίζω. Και παράτησε την Ελλάδα και άρχισαν τα γεγονότα.
Δεν είχε βγει ο Παπανδρέου, όμως, τότε. Ο Γεώργιος.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου μετά. Έγιναν, έγιναν, αλλά οι συνεργάτες τ[01:10:00]ου τον αρνηθήκανε. Όλοι οι κύριοι συνεργάτες του έφυγαν και έγιναν αποστάτες, οπότε έχασε την πλειοψηφία και ετοιμαζόμασταν τον Απρίλιο να γίνουν εκλογές.
Εσείς τι άλλες δράσεις κάνατε ως Νεολαία Λαμπράκη της Πυλαίας;
Τίποτα, αυτό ήτανε. Δηλαδή κάποια μάζωξη. Τότε δεν είχαμε και πολλές φασαρίες με συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις πολλές, έντονες. Κοινωνικού-πολιτιστικού περιεχομένου οι δράσεις μας. Αυτές ήτανε. Να μαζέψουμε κόσμο της νεολαίας με γνώμονα βέβαια την αριστερά, γιατί κατά κάποιον τρόπο τότε, βλέποντας τον Λαμπράκη με την πινακίδα στην πορεία ειρήνης, αυτό μας ενθουσίαζε εμάς τους νεολαίους και συνέβη αυτό το μοιραίο τότε και έτσι δημιουργήθηκε η Νεολαία Λαμπράκη.
Ο πατέρας σας τι σας είπε, όταν αποφασίσατε να ασχοληθείτε με αυτό; Το κουβεντιάσατε καθόλου; Όχι;
Όχι. Και τι να μου πει; Βέβαια, τότε, εκείνη την εποχή ήμουνα, πόσο είπαμε ήμουνα; '43; '63; Είκοσι χρονών περίπου.
Και πότε αποστασιοποιηθήκατε από αυτό;
Όταν έκανε, απ’ ό,τι θυμάμαι ο Μίκης Θεοδωράκης που ήτανε επικεφαλής της νεολαίας, ότι: «Ανήκω στο κομμουνιστικό κόμμα».
Εσείς διαφωνούσατε;
Κι εγώ διαφωνούσα. Ναι, γιατί το θεωρούσα στεγνό πολύ το σύστημα. Γιατί… Πότε ήταν, όμως; Με τον κουμπάρο μου. Τώρα αυτά δεν ξέρω αν πρέπει να τα γράψεις, με τον κουμπάρο μου... Το ’81… Άσχετο βέβαια αυτό, το ’80-’82, πότε έγιναν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στη Ρωσία που πήγαμε. Αγία Πετρούπολη, τότε λεγόταν Λένινγκραντ. Μόσχα και Κίεβο. Σε αυτές τις τρεις. Και ήτανε το '80... Πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες που είχαν τον Μίσα εκεί. Και απορούσα εγώ επηρεασμένος ότι να μην έχω στη σειρά εκεί πέρα. Να παίρνουν πατάτες και κρεμμύδια. Και έτυχε να κάνω μια κουβέντα εκεί, γιατί ήμασταν στο ξενοδοχείο στην Αγία Πετρούπολη τώρα που ονομάζεται. Ήμασταν στη φοιτητική λέσχη, αλλά ήταν καλοκαίρι, όχι καλοκαίρι, Πρωτομαγιά ήτανε, ήτανε κενό και βάζανε τουρίστες. Και λέω: «Ένα τέτοιο κράτος, προηγμένο, είχε φτάσει στη σελήνη με το Σπούτνικ, με τη Λάικα, να μην έχει κρεμμύδια και πατάτες; Αν είναι δυνατόν. Στην ουρά να παίρνουνε. Και να παρακαλάνε στο ξενοδοχείο εκεί πέρα, το blue τζιν που φορούσε η γυναίκα ή τα παπούτσια τα τρύπια τα δικά μου που ήταν από το Βιετνάμ, να μου τα πάρουν τα αθλητικά». Λέω: «Τι κατάσταση είναι αυτή;». Και βρέθηκα και σε μια συγκέντρωση της Κομσομόλ. Κομσομόλ ήτανε η νεολαία του κόμματος. Και ρώτησα τον επικεφαλής εκεί: «Πες μου. Έχεις και μια θέση τώρα. Δεν ξέρω αν εκλέγεσαι ή όχι. Μπορείς αύριο να πεις ότι φεύγω να πάω στην Ευρώπη, σε ένα κράτος για μια - δυο μέρες;». Μούγκα. Λέω: «Αυτό το σύστημα σάς αρέσει; Λίγο, μια ελευθερία, τέλος πάντων». Και πικράθηκε αυτός, αλλά δεν το έδειξε. Αφού ήταν τέτοιο το σύστημα. Διάβασα τελευταία το βιβλίο του Στάλιν που βγήκαν κάτι αρχεία κι αυτά, πώς ξεκινούσε και τι γινόταν. Ίσως κι εδώ κάποια. Άμα πάρουμε τον Ζαχαριάδη και τους άλλους. Και έτσι αποστασιοποιήθηκα. Όταν δήλωσε ο Θεοδωράκης, ο οποίος ήτανε τοπ και τραβούσε κόσμο.
Εσείς ήσασταν στην Ε.Δ.Α. πιο κοντά ιδεολογικά;
Ναι. Στο Π.Α.ΜΕ. Τα χαρτιά που πετούσαμε τότε, ήταν αυτό. Το οποίο το ’58… Εγώ τελείωσα απ’ το Δημοτικό το ’55. Το ’58 που έγιναν εκλογές και ήταν ο Πασαλίδης και μετά ο Ηλιού επικεφαλής της Ε.Δ.Α. ή Π.Α.ΜΕ. μετά λεγότανε, βγήκε αξιωματική αντιπολίτευση ήταν με πενήντα οκτώ βουλευτές. Πρωτόγνωρο αυτό το πράγμα. Και πήγανε να τρελαθούν εκεί και άρχισε το κουρμπάτσι. Εκεί βία, το ένα, τ' άλλο για να ελαττωθεί. Και έγινε το γεγονός με τον Λαμπράκη. Το ’61 κι αυτά με τη βία και νοθεία που λέγανε ότι ψηφίσανε τα δέντρα και οι πεθαμένοι. Τρομοκρατία.
Εσείς επειδή, εντάξει, τότε δεν είχε γίνει ακόμη το πραξικόπημα, αλλά ήταν πολύ έκρυθμη η κατάσταση όταν συμμετείχατε πολιτικά στη Νεολαία Λαμπράκη. Υπήρχε ανησυχία και υπήρχε φόβος;
Για τον Λαμπράκη κι αυτά υπήρχε. Αφού ο Καραμανλής, όταν έκανε: «Μα, ποιος διοικεί επιτέλους αυτόν τον τόπο;». Και ήτανε οι παρακρατικοί αυτοί που εξουσίαζαν την κατάσταση.
Εσείς δηλαδή, ήθελα να πω ανησυχούσατε καθόλου και για τον εαυτό σας ίσως;
Όχι. Δεν έδινα εγώ το δικαίωμα σε κανέναν. Θυμάμαι που σχολιάζανε, γιατί σου είπα πιο μπροστά ότι οι διεργασίες γινόταν στο μπακάλικο, αλλά πάντα την κοινότητα της Πυλαίας Καμπτζήδας, την ονομάζανε, δεν ξέρω αν το έχεις ακούσει αυτό καθόλου, «Μικρή Μόσχα».
Λόγω φρονημάτων;
Ήτανε αριστεροί οι περισσότεροι.
Ναι, το έχω ακούσει.
Και η διοίκηση του Δήμου, δεν ήταν Δήμος τότε, ήταν κοινότητα, ήτανε από αριστερούς. Και όταν ήρθε να δώσει βιβλιάρια προικοδότησης στα κορίτσια η Φρίντα, Φρίντα την ονομάζανε τη Φρειδερίκη με τον βασιλιά, καθίσαν στην σειρά εκεί πέρα και η Φρειδερίκη έπιανε όλους αριστερά χέρια, χειραψία. Και το σχολιάζανε τότε αυτό το πράγμα και μετά με την - δηλαδή δεν μπορούσε να ξεφύγει. Ήτανε διοικήσεις, οι οποίες ελέγχονταν από την αριστερά. Τώρα, ο Δημήτρης ακόμα ζει, ο Καμπουρλάζος. Δυο χρόνια έκανε. Μετά τα παιδιά που λένε, ο Κεχαγιάς, ο μηχανικός. Όταν άρχισε, έγινε το σχέδιο, η επέκταση και αυτά στην Πυλαία πλέον, άρχισε η ανοικοδόμηση, ήρθανε μεσαία στρώματα. Αυτοί που είχαν τη μαγιά να αγοράσουν σπίτι, με δάνεια, με το ένα, τ' άλλο, αλλά αυτοί ήτανε δεξιά και δεν ήτανε αριστερά και έτσι άλλαξαν οι συσχετισμοί εδώ στην Πυλαία από τότε. Και ο πατέρας σου τότε ήταν λόγω φιλίας με τον αυτόν, δεν ήξερα εγώ κι άλλους ότι ήταν με τον Συνασπισμό, όχι, δεν ήταν με τον Συνασπισμό.
Ποιον, με συγχωρείτε;
Ο παππούς σου. Ναι, ναι. Και ήτανε τρεις αυτοί που τους θεωρούσαμε ότι ήτανε στη δεξιά, ο Γκαρίπης, ο Κατούδης. Κι ακόμα ένας. Και ο Καμπουρλάζος. Που βγήκε με την αριστερά δήμαρχος για πρώτη φορά. Ο Δημήτρης. Και μετά ήρθε με το Π.Α.Σ.Ο.Κ. Και μάλιστα, εγώ τότε για πρώτη φορά, όταν βγήκε το Π.Α.Σ.Ο.Κ., μονοσταυρία είχαμε τότε και παρόλο που με κυνηγήσανε… Με ποιον τρόπο με κυνηγήσανε δηλαδή οι συνυποψήφιοί μου, στο ίδιοι αυτό... Είχαμε τον Ζαρζαβά υποψήφιο. Επικεφαλής. Πηγαίνανε οι συνυποψήφιοί μου, γιατί ήταν μονοσταυρία και λέγανε: «Μην ψηφίσετε τον γιατρό, τον Κουκουρίκο. Αυτός θα βγει. Έχει ψήφους!». Ναι, αλλά αυτό μου κάναν σαμποτάζ. Δεν ψηφίζαν και παίρναν τα ψηφουλάκια αυτοί, γιατί ήταν μονοσταυρία, δεν ήταν δύο, να πεις...
Πώς το μάθατε;
Ποιο;
Ότι παρακινούσαν...
Μου το λέγανε. Που λένε βγήκα εγώ πρώτος στους σταυρούς, αλλά θα μπορούσα να πιάσω τριπλάσιους. Τετραπλάσιους. Με το πρόσχημα αυτό, «Έχει αυτός, ψηφίστε εμένα, έχει αυτός, ψηφίστε». Τέσσερα χρόνια κάθισα εκεί πέρα και μάλιστα με τον πεθερό μου ήμασταν αντίπαλοι. Αυτός ήτανε με τον Μαντζίνη, ποιος ήτανε τότε υποψήφιος δήμαρχος, τότε έγινε και για πρώτη φορά Δήμος. Από κοινότητα, έγινε πλέον Δήμος, γιατί μεγαλώσαμε.
Πότε ακριβώς έγινε, θυμάστε;
Το ’81.
Εσείς τελειώσατε τη στρατιωτική σας θητεία μου είπατε το ’71 περίπου. Άρα επί Χούντας-
Όχι περίπου.
Το '71 επί Χούντας. Και μετά τι κάνατε, με το που τελειώσατε τον στρατό; Κάνατε το Αγροτικό σας;
Ναι.
Και τελειώνει και το Αγροτικό σας.
Στο Αγροτικό είχαμε το δικαίωμα να υποβάλουμε, μαζί με τον φίλο μου τον γιατρό αυτόν και άλλον έναν γιατρό, Θεός συγχωρέσ' τον, ήτανε στην Ελβετία, πέθανε πρόσφατα σχετικά, πήγαμε κάτω στο Υπουργείο Υγείας και υποβάλαμε, τρεις αιτήσεις είχαμε δικαίωμα για Αγροτικό Ιατρείο τότε. Εγώ προσπάθησα να βάλω, όχι εδώ κοντά στο σπιτάκι μου, κάπου απομακρυσμένα. Στη Βέροια, πάνω στη Φλώρινα. Στην Κοζάνη. Προς την Κομοτηνή. Αλλά πού να περιμένω εγώ ότι πήγα τέρμα στον Καντάφι;
Πώς λεγόταν το χωριό;
Νότια της Κρήτης είναι. Ναι. Τα περιγράφω κιόλας εκεί. Τόπος εξορίας. Και έβλεπα εγώ ότι: «Α μωρέ! Τι είναι αυτό; Εξήντα χιλιόμετρα, ξέρω πόσα είναι;». Με λεωφορείο αγώνα, μιλάμε, ξύλινο και αυτά νομίζω τα αναφέρω. Πρέπει να τα αναφέρω. Όταν πήγα, δεν είχε ούτε δρόμο, ούτε νερό, ούτε φως. Έξι μήνες ήμουνα με τον φακό το βράδυ. Και με λάμπα.
Πόσους κατοίκους είχε το χωριό αυτό;
Καμιά ογδονταριά.
Ηλικιωμένους κυρίως;
Οι περισσότεροι. Και έκανα παρέα εγώ με τους δυο δασκάλους, τους οποίους τους έκανα κουμπάρους. Ο ένας μιλάμε ακόμα τώρα. Είναι στα ενενήντα. Και προχθές με τη βαφτισιμιά μου, τη βάφτισα εκεί. Κατέβηκε και ο πατέρας μου και η μνηστή μου τότε και τη βαφτίσαμε μωρούλι. Τη Μαρία, η οποία είναι πενήντα χρονών τώρα. Βάλε απ’ το ’71-’72, πόσο είναι; Τόσο περίπου είναι. Και τώρα η κόρη του η μεγάλη, [01:20:00]έδωσε Ιατρική. Περιμένουμε τα αποτελέσματα. Και μιλάω. Ενώ ο άλλος ο κουμπάρος μου, κι αυτός δάσκαλος, αλλά ήταν σε άλλο χωριό. Είχα τέσσερα… Ένα. Άλλα τρία χωριά. Κι ένα μοναστήρι. Και επειδή δεν είχε και δρόμους, πήρα ένα μηχανάκι και πήγαινα για να δω τους κατοίκους τους άλλους. Και αυτοί νομίζανε ότι ποιος είναι αυτός που ήρθε να μας πεθάνει; Μόλις πάτησα το πόδι μου, συνέβη το δραματικό εκείνο, το οποίο δεν ξέρω αν το θυμάσαι. Με καλέσανε, γιατί κάποιου πονούσε η κοιλιά του. Και πήγα του έκανα ένα παυσίπονο, ο οποίος έγινε και φίλος μου μετά και, τυφλός, και μου έλεγε και ωραία ποιήματα. Και του έκανα μια ένεση, για να σταματήσει ο πόνος και άρχισε να κάνει εμετούς. Δεν είχα και τίποτα. Δεν είχα προμήθειες. Ούτε φαρμακεία είχε εκεί πέρα. Έπρεπε να κατέβω στο Ηράκλειο, να δω τι ελλείψεις είχε, για να εμπλουτίσω το ιατρείο μου. Κι άρχισε αυτός να κάνει εμετούς και μαζεύτηκε όλο το χωριό εκεί πέρα, μαυροφορεμένες. «Τι γιατρός είναι αυτός; Θα μας πεθάνει!». Και μου τα έλεγε ο κουμπάρος μου τώρα αυτός. Μου τα λέει. Λέει: «Αλγεινή εντύπωση έδωσες!», που είχα εγώ και δεκαπέντε μήνες στο νοσοκομείο. Μέσα σε νοσοκομείο. Που δεν ήταν κανένας άλλος, οι κοπέλες ούτε στρατό πηγαίναν. Πηγαίναν κατευθείαν στο αγροτικό ιατρείο. Άπειρες εντελώς. Και όμως έγινε αυτό το πράγμα.
Και πότε σταμάτησαν να είναι καχύποπτοι απέναντί σας;
Αμέσως μετά. Και ο ένας ο γιατρός μάλιστα, ο κουμπάρος μου, ο οποίος πέθανε, άλλη ιστορία και αυτή. Τον γιο του που βάφτισα, αφού τον πάντρεψα, έγινε καθηγητής το ’80. Έγινε καθηγητής στη Νομική της Θεσσαλονίκης, αλλά πηγαινοέρχεται. Πολύ καλός μαθητής. Και θυμάμαι στη θητεία μου εκεί πέρα, αυτός ο δάσκαλος που είναι στον Κρότο, ένα παραμελημένο χωριό, εκεί που ήταν το Ρηνιώ, που την εξέταζα. Πήγαινα με το μηχανάκι. Αυτός ο κουμπάρος μου, όλα τα παιδιά μέσα σε έναν μήνα πάθανε ιλαρά. Και με έπαιρναν από σπίτι σε σπίτι και πήγαινα, τα εξέταζα. Και μάλιστα όλα. Επιδημία είχε, γιατί δεν εμβολιαζόταν κιόλας τότε. Μάλιστα είχα και ένα περιστατικό. Το φιλότιμό μου ίσως. Δεν ξέρω γιατί. Ένιωθα σιγουριά για τον εαυτό μου. Τον πρώτο καιρό που πήγα, που δεν είχε φως και αυτά, η σπιτονοικοκυρά μου κάτω καθότανε αυτή. Ετοίμαζε κανένα φαγητό. Με τα ξύλα έξω. Το τηγάνι ήταν μαύρο. Όπως από μέσα, έτσι και απ’ έξω, το ίδιο, ένα ήτανε. Με βαρύ λάδι. Και μαγείρευε κάποια πράγματα, εν πάση περιπτώσει, άλλοτε έτρωγα οτιδήποτε απ’ το καφενείο. Και μετά, όταν ήρθε η Μ.Ο.Μ.Α. και έφτιαχνε τον δρόμο… Είπαμε, Χούντα. Εθνοσωτήριος. Έκανε δρόμους. Παττακός. Ήταν μαθητευόμενοι, ήρθανε, νοικιάσανε σπίτι ψηλά όπως ήταν το χωριό αμφιθεατρικό και μάλιστα φέρανε και τη ζωντάνια. Θυμάμαι τον Tom Jones, το "Delilah". Βάζανε τέρμα το μαγνητόφωνο τους το βράδυ και ακουγόταν σε όλον τον κάμπο. Ποιον κάμπο δηλαδή; Μες στις χαράδρες. Ακουγόταν τα τραγούδια αυτά. Και δώσαν ζωντάνια. Και πήγα κι εγώ εκεί πέρα. Τρώγανε, τους μαγείρευε μια κυρά Κατίνα. Έδινα κι εγώ είκοσι δραχμές και έτρωγα εκεί, στην κυρά Κατίνα, η οποία… Βέβαια τότε είχα αρκετό καιρό. Ήρθε και το φως μετά. Ήρθε και η τηλεόραση. Άσχετα αν κοιμόταν εκεί πέρα στην τηλεόραση και τους πείραζα εγώ. Είχε δυο κορίτσια. Και ένα κοριτσάκι ήταν, νομίζω τότε ήταν δεκαεπτά-δεκαοκτώ χρονών. Ένα ωραίο κοριτσάκι. Και παθαίνει παρωτίτιδα. Μαγουλάδες. Και τότε δεν… Κάτι τα διαβάζαν και τα γράφανε. Κάτι πράγματα χαζά. Και πού να το πας τώρα αυτό; Στο νοσοκομείο έπρεπε. Και παθαίνει μηνιγγίτιδα με συμπτώματα νευρολογικά. Κι εγώ την κράτησα στο σπίτι αυτή, ενώ έπρεπε να τη στείλω… Πού να πάει στο Ηράκλειο τώρα, στο νοσοκομείο το κορίτσι. Αλλά επειδή είχα μια εμπειρία πλέον, ότι από την παρωτίτιδα η ιογενής μηνιγγίτιδα δεν είναι μικροβιακή που αφήνει κουσούρια και αχρηστεύεται το άτομο. Και βρεθήκαμε πριν από… Έχει δυο κορίτσια. Παντρεμένη. Και με έναν καθηγητή άλλον που ερχόταν εδώ στο σπίτι, σπούδαζε τότε, φοιτητής αυτός και τάιζε και τον γιο με τα Gerber τα βαζάκια και τα άλλα. Και μια κόρη έχει, παντρεύτηκε εδώ, Θεσσαλονίκη. Και είναι εδώ τώρα. Και… Τι ήθελα να πω; Ο κουμπάρος μου ο ένας από αυτούς που ήτανε απ’ το χωριό του εκεί και μάλιστα και συγγενείς ήτανε, τέσσερα παιδιά είχε αυτή η κυρία. Εκεί. Τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Όλα απάντρευτα. Και λέει... Το βράδυ καθόμασταν και μου έδειχνε το βουνό, εκείνο. Το ένα, το άλλο. Είχε καμιά δεκαπέντε παιδιά στο σχολείο. Αυτός με τη μηχανή πήγαινε. Και ο αδερφός του είχε δυο παιδιά σε άλλο χωριό. Με τη μηχανή τα πήγαινε εκδρομή. Και την έβλεπα. Μια καλοκάγαθη μάνα και ο πατέρας του, μπάρμπα Γιώργος, καθότανε το βράδυ: «Ρε αχαΐρευτε», να του λέω εγώ τώρα, «δεν τους λυπάσαι; Πότε θα παντρευτείς, ρε κοπρόσκυλο;». Και ο άλλος, ο μικρότερος, κι αυτός απάντρευτος. Ήταν βέβαια κι αυτός ελεύθερος, ενώ ο Αντώνης και η αδερφή του στην Αθήνα παντρεύτηκε. Ο Αντώνης είναι στο Ηράκλειο. Πέρασαν τα χρόνια. Με τον κουμπάρο μου, αυτός που είναι ξάδερφός μου, κουμπάρος μου, πάντρεψε, βάφτισε ο πατέρας του που ήταν εκεί, κατεβήκαμε κάτω στα μέρη μου, εκεί. Βέβαια, περιττό να σου πω, όταν πήγαινα, γινόταν όλοι θυσία. Άφησα εποχή. Ο Μακεδόνας. Γιατί την ημέρα που έφευγα ήρθε ένας δημόσιος υπάλληλος από το... Δημόσιος υπάλληλος, δηλαδή κάτι εκεί στο χωριό. Ήταν Κυριακή. Και τον είδα εκεί. Εγώ είχα τα μπαγκάζια μου έτοιμα κι αυτός, ο κουμπάρος μου, ο συγχωρεμένος, που έχει τον φοιτητή, του έλεγα: «Πού θα μου πας, ρε ρουφιάνε; Θα σε παντρέψω!». Και όταν κατεβήκαμε με τον κουμπάρο μου, ήρθε πιο κοντά στο Ηράκλειο, σε ένα άλλο χωριό. Έμαθα εγώ, γιατί τότε είχε κλείσει και το σχολείο. Ήτανε Ιούνιος- Ιούλιος. Ήταν ακόμα διευθυντής αυτός και μια γυναίκα είχε. Και πήγαμε και τον είδαμε εκεί, γιατί ήμασταν πολύ δεμένοι. Την τελευταία μέρα που θα έφευγα, που τους πρόδωσα, μόλις ήρθε ο υπάλληλος αυτός, με πήρε. Μπήκα στο αμάξι του και έφυγα. Το βράδυ ανέβαινα στο καράβι για να επιστρέψω πλέον. Και κατέβηκε όλο το χωριό κάτω. Ετοίμασε μια συναγρίδα γύρω στα δώδεκα-δεκαπέντε κιλά, αποχαιρετιστήριο γλέντι. Και τους πρόδωσα. Και εκεί που περίμενα να φύγω με τον δημόσιο υπάλληλο, κατέβηκε όλο το χωριό. Έκλαιγε. Έκλαιγα κι εγώ. Και τους εγκατέλειψα. Τρόπος του λέγειν. Και αυτό έγινε, είπαμε, το '69 - '71, ’72. Και περάσαμε από το χωριό εκείνο και φεύγοντας, σχολιάζαμε στο αμάξι: «Να, ρε ο αχαΐρευτος! Ένα κορίτσι είναι εκεί πέρα. Μεγαλοκοπέλα. Να, κορίτσι για να παντρευτεί. Ο άχαρος!». Κι αυτό ήταν το ’76 νομίζω. Μετά από πέντε χρόνια, πώς κατεβήκαμε με τον κουμπάρο μου που έγινε ο χαμός. Δεν χορταίναμε γλέντια να μας καλούν, τραπεζώματα. Αλλά δεν καθίσαμε και πολύ. Και την άλλη χρονιά που πήγαμε, μάλλον ήτανε το ’76. Τώρα το θυμήθηκα. Το '76. Δηλαδή απ’ το ’72 που έφυγα, ’76, παίρνω ένα γράμμα και λέει: «Η κατάρα σου έπιασε! Παντρεύομαι! Και επειδή υποσχέθηκες να με παντρέψεις, περιμένω να με παντρέψεις 20 Αυγούστου!». «Αμάν!», λέω. Εντωμεταξύ η κυρία Φαρίνη 8 του μηνός ήταν λεχώνα πλέον στον Δημήτρη. Στον δεύτερο. ’74 ο Στέφανος. ’76 ο Δημήτρης. ’80 ο Γιάννης. Οπότε… «Τώρα; Πώς θα πάω; Στο Ηράκλειο θα γίνει ο γάμος». Αφού είχα υποσχεθεί. Και παίρνω την ανιψιά μου, της Λίτσας την αδερφή, της ανηψιάς μου, τη Φανή, η οποία πέθανε νέα. Τότε ήταν δεκαοκτώ χρονών νομίζω. Μαθήτρια. Οι δυο μας. Πάω, τον παντρεύω. Και μετά το ’80 που γεννήθηκε ο Γιάννης και ο Γιώργος, κατέβηκα κάτω και το βάφτισα το βαφτιστήρι μου, ο οποίος είναι καθηγητής τώρα. Δηλαδή δέθηκα πάρα πολύ στην Κρήτη. Την αγάπησα και με αγάπησαν. Και μνημονεύανε το όνομά μου.
Άρα αυτός ο τόπος, που στην αρχή φαινόταν σαν τόπος εξορίας-
Ήταν τόπος εξορίας.
Τον αγαπήσατε, όμως, στο τέλος.
Με αγάπησαν και τους αγάπησα αυτούς τους απλούς ανθρώπους εκεί, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Ούτε χωράφια είχαν ούτε τίποτα. Άγονα. Δεν ήταν τίποτα.
Πόσο διάστημα μείνατε;
Έναν χρόνο παρά μια μέρα. Παρά μια μέρα. Έφυγα πιο μπροστά είπαμε. Δεν κάθισα στο τραπέζι.
Εξ ου και η προδοσία.
Ναι, ναι. Μάλιστα... Τι ήθελα να πω, ρε παιδάκι μου; Έρχονται τόσα πολλά στο μυαλό μου.
Εγώ ήθελα να σας ρωτήσω μετά από πόσο καιρό αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την τοπική αυτοδιοίκηση;
Το ’61 έβαλα πρώτη φορά. Αλλά αυτό το είχα. Με πιέζανε. [01:30:00]Σε κάθε τετραετία με πιέζανε να κατέβω επικεφαλής. Είχα ένα πρόσωπο στην κοινωνία.
Ήσασταν δημοφιλής, δηλαδή.
Δημοφιλής... Λόγω επαγγέλματος. Το ένα, το άλλο. Γιατρός πλέον ενεργός. Άνοιξα το πρώτο ιατρείο στο βενζινάδικο εκεί πέρα. Νοίκιαζα με δέκα ευρώ επίσκεψη ως γενικός γιατρός. Και μετά έγινα… Είχα και περιπέτεια με τον γιο μου, τον μεγάλο, με την αρρώστια του. Αφού να φανταστείς, έπαιρνα ειδικότητα και παντρευτήκαμε με την Ευαγγελία και μάλιστα φρεσκοχειρουργημένη από μηνίσκο, στο γόνατο. Κι εγώ έπαιρνα ειδικότητα. Ξέρεις πού πήγαμε γαμήλιο ταξίδι;
Όχι, δεν ξέρω.
Τα παλιά. Την πρώτη βραδιά, μετά τον γάμο μας, στο «Capsis»
Το ξενοδοχείο;
Στο ξενοδοχείο, κούραση ήτανε. Και μετά ένα Volkswagen είχα πάρει εγώ από το Αγροτικό ιατρείο. Παλιό. Μεταχειρισμένο. Την άλλη μέρα πήγαμε στο Βόλο και στα Τρίκαλα. Μου έκανε εντύπωση η πόλη των ποδηλάτων, μια βραδιά και γύρισα, γιατί έπαιρνα ειδικότητα. Αυτό ήτανε το γαμήλιο ταξίδι. Και το ’81 ήτανε που ενέδωσα για πρώτη φορά αφού βγήκε το Π.Α.Σ.Ο.Κ., γιατί πιο μπροστά υπήρχε η οργάνωση απ’ το ’74 του Π.Α.Σ.Ο.Κ., τα πρώτα γραφεία ήτανε εδώ στην Παύλου Μελά.
Κι εσείς το στηρίζατε από την αρχή το Π.Α.Σ.Ο.Κ.; Μετά είχατε στραφεί προς τα εκεί;
Ναι. Ναι. Και ήμουνα μάλιστα με δέκα - δεκαπέντε άτομα το δημιουργήσαμε. Πήγαινα στις συγκεντρώσεις εκεί πέρα, το προεκλογικό… Και τίποτα παραπάνω, γιατί έπρεπε να δω και τη δουλειά μου και την οικογένεια μου και αυτά. Και σιγά- σιγά μετά, έφυγα. Το ’81 λέω: «Δημοτικός σύμβουλος είναι, ας ενισχύσω τον ξάδερφο».
Ως δημοτικός σύμβουλος είχατε πολλές αρμοδιότητες;
Τίποτα. Αντιπολίτευση ήμουνα και μάλιστα τρίτος. Δεύτερο ήτανε ο πεθερός μου με την Νέα Δημοκρατία, την Ε.Ρ.Ε. Νέα Δημοκρατία ήτανε. Συμπολίτευση ήταν ο Καμπουρλάζος ο συγχωρεμένος, ο Δημήτρης, ο δικηγόρος, κολλητός του παππού σου. Και εγώ ήμουνα… Είχαμε εκλεγεί τρεις. Ο επικεφαλής, ο Ζαρδαβάς. Ξάδερφος της γυναίκας μου. Ένας χημικός, πέθανε κι αυτός νωρίς. Κι εγώ. Τρεις ήμασταν αντιπολίτευση. Δεν είχαμε και τίποτα… Α! Τότε επειδή, είπαμε, ήμουνα και στο Π.Α.Σ.Ο.Κ., μόλις ανέβηκε ο Παπανδρέου, παρόλο που ήμουνα αντιπολίτευση, ήμουνα στο Δ.Σ. του Αγίου Δημητρίου εδώ με τα σπαστικά παιδιά. το έχεις υπόψη σου; Πάνω από το «Ανατόλια». Εκεί ήμουνα αντιπρόεδρος του Δ.Σ. και ως γιατρός, αλλά ως ΠΑΣΟΚος. Και μάλιστα να φανταστείς στη δουλειά μου από ό,τι θυμάμαι, παρόλο που δεν ήμουνα φανατικός, στη διάρκεια της θητείας μου στον Ο.Σ.Ε. όλα τα χρόνια ήμουνα στα Δ.Σ. του παιδικού σταθμού και των παιδικών κατασκηνώσεων. Φυτευτός.
Στον Ο.Σ.Ε. πόσα χρόνια μείνατε και πού ήσασταν ακριβώς;
Γιατρός ήμουνα,
Στο πολυιατρείο;
Στο πολυιατρείο στη Φράγκων.
Να το αναφέρουμε.
Και ήμουνα αορίστου χρόνου εκεί.
Λόγω της αλλαγής, λόγω του Π.Α.Σ.Ο.Κ.;
Πώς μπήκα; Όχι, ο ανιψιός μου...
Όχι, δεν εννοούσα αυτό..
Άλλαξε η διοίκηση. Εξουσίαζαν οι συνδικαλιστές και το Π.Α.Σ.Ο.Κ. κι εγώ ήμουνα μέσα πράσινος. Όλοι οι άλλοι ήτανε δεξιά εκεί μέσα. Και ήμουνα στα Δ.Σ. αυτά, εκτός από τρία χρόνια, που ήτανε ο Μητσοτάκης, που άλλαξε ο Μητσοτάκης το, πότε ήταν μωρέ; Το ’89 με τον Παπανδρέου. Τρία χρόνια.
Και πώς φτάσατε μετά στο σημείο να εκλεγείτε δήμαρχος;
Σου λέω με πιέζανε, έτσι;
Οπότε ήσασταν και δημοφιλής και ήτανε εύκολο.
Ναι. Είχα το ιατρείο μου. Είχα την οικογένειά μου. Είχα την μια θητεία τότε, το ’81. Και με πιέζανε κάποιοι εδώ. «Έλα! Έλα!». Κι ενώ έλεγε, η γυναίκα μου με πίεζε και στεναχωριόταν κιόλας. Λέει: «Τα έζησα με τον πατέρα μου που ήταν κομματάρχης με έναν βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, που ερχόταν και ξενυχτούσε συνέχεια προεκλογικά». Και μπήκα. Μπήκα. Και έφαγα τα μούτρα μου.
Το μετανιώσατε;
Που έγινα δήμαρχος; Δεν μετάνιωσα, αλλά δεν ήμουνα σωστός.
Γιατί το λέτε αυτό;
Γιατί ήμουνα άπειρος και όπως μου το λέγανε και άλλοι μετά: «Καλός γιατρός ήσουνα. Αλλά δεν ήσουνα δήμαρχος!». Τώρα να μην επεκταθούμε, γιατί η πολιτική είναι αμαρτωλή. Έπρεπε αυτό το πράγμα. Να μπω μέσα στο… Η συνείδησή μου δεν το επέτρεπε αυτό. Παρόλο που μετά κάθισα. Άσχετα ο αντίπαλός μου, τον οποίο κέρδισα εγώ πιο μπροστά, που τα έχω περιγράψει αυτά. Καπελώνα με έβγαλε. Με έξι ψήφους διαφορά. Έγινε μεγάλη μάχη στις εκλογές. Πήραν και την κάλπη κάποιοι, όταν είδαν ότι άλλαζαν οι συσχετισμοί και μετά, παρόλο που ήμουνα άλλες δυο τετραετίες, αλλά ο συγχωρεμένος ο αντίπαλός μου μετά ανακαλύψαμε οχτακόσιες τόσες μεταδημοτεύσεις. Ερχόταν σ' εμένα. Στείλαμε ένα ενημερωτικό φυλλάδιο για τους καινούριους που ήρθανε, που κάνανε μεταδημότευση τώρα. Αυξήθηκε το εκλογικό σώμα. Άγνωστος. Άγνωστος. Λέω: «Τι είναι αυτοί;». Και με τον Μποζίνη μετά, τα μαζέψαμε ολόκληρο σάκο εκεί και ψάχναμε μετά να τους βρούμε αυτούς. Και γίνεται το δικαστήριο και για είκοσι τρεις ψήφους βγήκε ο Καρτάλης, γιατί θέλανε ακόμα είκοσι τρεις ψήφους νομίζω. Δεν βρήκα. Για παράνομες μεταδημοτεύσεις και βγήκε αυτός δήμαρχος.
Και δεν βγήκατε δεύτερη τετραετία δηλαδή;
Όχι. Βγήκε αυτός για πρώτη φορά στην ιστορία, γιατί ποτέ δεν θήτευσε δεύτερη τετραετία ένας δήμαρχος. Οποιοσδήποτε. Πάντα στα τέσσερα χρόνια που γινόταν οι αλλαγές με τους αντιδημάρχους, γιατί ήτανε δύο, μετά έγιναν τέσσερις- πέντε οι έμμισθοι, αλλάζανε. Δεύτερη τετραετία αλλάζανε οι δήμαρχοι.
Εγώ θα ήθελα να μου πείτε, ποιο για εσάς ήτανε το μεγαλύτερο σας επίτευγμα ως δήμαρχος; Κάτι που πραγματικά πιστεύετε ότι το πετύχατε και σας έδωσε χαρά;
Χαρά και νιώθω υπερηφάνεια για κάποια πράγματα. Πρώτα- πρώτα που έγινε το… Δηλαδή έβαλα εγώ τα πρώτα λεφτά, το οποίο δεν με μνημονεύουν και ούτε πήγα να κάνω και φασαρία. Το «Ελαιόρεμα». Η αξιοποίηση του «Ελαιορέματος» που το έκανα κουβέντα με την Αρβελέρ. Υπάρχει στο βιβλίο μέσα πώς ανέφερα εγώ τους δρόμους - περιπάτους της Θεσσαλονίκης, που ήταν ομιλητές ο Βούγιας και οι άλλοι. Και από εκεί και πέρα, η σύνδεση, που ήμασταν εντελώς αποκομμένοι τα ρέματα με τη Μαλακοπή, την Τούμπα, το κομμάτι της Πυλαίας της Τούμπας. Όχι την κάτω Τούμπα, που είναι κάτω από το κανάλι. Από την πάνω, που είναι η Μαλακοπή, είναι τα Κωνσταντινοπολίτικα και αυτά. Δεν είχαμε πρόσβαση. Ήτανε ένα ρέμα, χωρίς γέφυρες, χωρίς τίποτα. Ο μεγάλος ο δρόμος αυτός, η Κύπρου, που συνέδεσα τα πρώτα μεγάλα κομμάτια εγώ. Η ανάπλαση της Πυλαίας, που ήτανε κουτσουρεμένη και μάτωσα εγώ πάρα πολύ για αυτό. Και αύξησα τότε με τους υπολογισμούς την περιουσία του Δήμου γύρω στα πέντε δις. Πώς; Γιατί αγόρασα με χρήματα του Δήμου με το ταμείο Παρακαταθηκών την παραλία. Γράφω και για την παραλία και γράψαν και άλλοι εκεί πέρα, τον Νταλιάνη, που αγόρασα είκοσι πέντε στρέμματα. Το πλατειάσαμε, ήτανε η ζωή μας. Εκεί πέρα πηγαίναμε και κάναμε μπάνιο. Και επίσης κι ένα εδώ πέρα που το κρατήσαμε, το ωραιότερο μέρος εδώ. Τα δεκατρία στρέμματα. Όχι, αυτό εδώ μετά πήγα να το πάρω πίσω και με πίεσε εγώ που ήμουνα αντιπολίτευση και το ανανέωσε για άλλα εκατό χρόνια για να το αξιοποιήσουμε. Είναι το Ε.Κ.Α.Β. εδώ πέρα. Και δίπλα ήτανε για συνεργείο εμείς. Και τώρα νοικιάζει ο Δήμος κάτω στην αυτή ολόκληρες παλιές βιομηχανίες εκεί. Εργοτάξιο. Κι επίσης μαζί με την παραλία αγόρασα και δυο οικόπεδα εντός σχεδίου, είναι τριακοσάρια, για να τα αξιοποιήσει ο Δήμος. Τριακόσια είκοσι και τριακόσια δεκαοκτώ, νομίζω. Είναι κοντά στο πατρικό μου το παλιό που ήτανε, που κάθεται η αδερφή μου, η μικρή εκεί. Και έχει τα δυο αγόρια της, έχουν σπίτι εκεί πέρα. Δίπλα είναι δυο οικόπεδα. Άθικτα, για να τα αξιοποιήσει ο Δήμος.
Πιστεύετε ότι άμα κάποιος θέλει να ασχοληθεί με τον τόπο του μέσα από αυτόν τον τρόπο και να προσφέρει, αξίζει τον κόπο να εμπλακεί με την πολιτική; Με βάση τη δική σας εμπειρία δηλαδή, τι θα λέγατε;
Όχι, για εμένα, γιατί πρέπει να είσαι επιστήμονας. Έτσι λέω εγώ. Με την πολιτική. Να φανταστείς ότι εγώ ξεκίνησα το ’98 που ήμουν υποψήφιος και κέρδισα τις εκλογές. Η θητεία μου απ’ το ’99 μέχρι το 2002, ξεκίνησα μαζί, ταυτοχρόνως με τον Καϊτετζίδη. Με τον Σίμο Δανιηλίδη, που είναι στις Συκιές και ποιον άλλον; Με ακόμα έναν. Δεν ξέρω αν είναι ο Θόδωρος Παπαδόπουλος, τότε μαζί ξεκινήσαμε, ή ήταν ο Κουγιάννης, οι οποίοι αυτοί εξακολουθούν και είναι δήμαρχοι. Ναι. Βέβαια, την δεύτερη τετραετία σκεφτόμουν τι έπρεπε να κάνω εγώ, αν θέλω να πετύχω, αλλά πλέον με είχαν κατασπαράξει. Δεν είναι τυχαίο πλέον ότι δεν πήγα καλά. Και δεν θέλω να αναφέρω τώρα και ποια πολιτικά[01:40:00] πρόσωπα ανώτερα με βάλαν τρικλοποδιά φοβούμενοι ότι θα υπερκεράσω και θα ανέβω και θα πάω μετά για ανώτερα, βουλευτής και τα λοιπά και τα λοιπά. Έχει πολλά τέτοια με την πολιτική. Και το αναφέρω πολλές φορές αυτό, ότι περισσότερο είχα πίκρα παρά χαρά με αυτά που προσέφερα, που θα μπορούσα, γιατί άφησα χρήματα και έργα, για να προχωρήσουνε και θα έκανα και άλλα δυο- τρία πράγματα με τον Δήμο μου, τον οποίο και αγαπούσα πλέον. Και αγαπάω. Πάρα πολύ.
Η πίεση, ανεξαρτήτως από κόντρες προσωπικές και τα λοιπά...
Δυστυχώς υπήρχανε και υπάρχουν και τώρα.
Ο χρόνος, ήθελα να ρωτήσω, που χρειαζόταν να αφιερώσετε κατά τη διάρκεια της ημέρας σας, ήτανε πολύς; Ήτανε πιεστικό;
Ναι, συνέχεια.
Αυτό σας δημιουργούσε άγχος;
Κι αυτό ήταν το σφάλμα.
Τι αισθήματα σάς δημιουργούσε;
Επειδή οι σειρήνες λέγανε πολλά. Ότι πρέπει να προσέχω. Και καθόμουν σαν άπειρος εγώ και διάβαζα πάρα πολύ. Κλεισμένος μες στο γραφείο μου, ενώ έπρεπε να βγω έξω και να μιλάω με τον κόσμο. Με στοίχισε ότι πήγα με καλή πρόθεση. Οι συνεργάτες μου αυτοί διχάστηκαν, όταν πλησίαζαν εκλογές, γιατί είχαμε κάποιους συνδυασμούς. Δεν υπήρχε να προσφέρουμε την καθαριότητα ούτε απορριμματοφόρο ούτε υπαλληλικό προσωπικό. Ήτανε πολύ λίγο πλέον, γιατί επεκτεινόταν ο Δήμος μας. Μεγάλωνε με τις επεκτάσεις και τα καινούρια σπίτια και ήτανε φορτική η πίεση. Νερό δεν είχαμε. Ερχόταν στο γραφείο μου και διαμαρτυρόταν από τα Πυλαιώτικα εδώ πέρα, την Κυψέλη που λέμε. Και ήταν πάρα πολύ δύσκολο αυτό το πράγμα, που έπρεπε να βγαίνω έξω και να κάνω την προπαγάνδα μου, όπως κάνουν και οι άλλοι. Αλλά υπήρχαν και οι αντιζηλίες και το ένα, το άλλο. Και όχι εκείνο, άρνηση. Όχι το ένα. Όχι το άλλο. Και περπατούσε. Δηλαδή έχασα μετά να έχω την πλειοψηφία του δημοτικού συμβουλίου, όπως συνέβαινε και συνήθως. Και στον Μποζίνη έγινε αυτό και τα βλέπαμε αυτά. Πηγαίνανε στρατόπεδο, αλλάζανε και έχαναν την πλειοψηφία. Για αυτό το έργο της ανάπτυξης καθυστέρησε μετά, γιατί το καταψηφίζανε οι ίδιοι οι δικοί μου. Οι συνεργάτες. Και κάτι άλλο που με ρώτησες τώρα… Πώς συνέχισα... Κάτι με ρώτησες πιο μπροστά.
Αν ήτανε μεγάλη η πίεση. Πόσες ώρες την ημέρα αφιερώνατε.
Συνέχεια. Μέρα- νύχτα, δεν ήταν, αλλά έπρεπε να είμαι μέσα. Έξω. Με τον κόσμο. Αυτό θέλει ο κόσμος. Χάιδεμα στην πλάτη και να προχωράς. Αλλά εδώ υπήρχε αυτή. Τρικλοποδιές ήτανε κι εγώ δεν ήθελα να δώσω το δικαίωμα σε κανέναν. Αυτό που είπαμε προηγουμένως, που δεν είχαμε και εξοπλισμό πλέον… Την πρώτη χρονιά που ανέλαβα, να φανταστείς ότι είχαμε δημοτικά τέλη – θυμάμαι τώρα, παράδειγμα- ότι για τις κατοικίες ήτανε τετρακόσια ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, πώς τα βάζει, μέσω της Δ.Ε.Η. Τα δημοτικά τέλη και δημοτικός φόρος ήτανε. Εγώ τα διπλασίασα. Στα μεγάλα σπίτια, πάνω από ογδόντα ή εκατό τετραγωνικά, τα διπλασίασα. Και τις βιομηχανίες που έχουμε και βιοτεχνίες πάρα πολλές εδώ στην Πυλαία, μέχρι το αεροδρόμιο φτάνουμε, λοιπόν, πήγανε από πεντακόσια πόσο ήτανε επί Μποζίνη, επί προηγούμενου δημάρχου, τα ανέβασα στα χίλια. Και μάλιστα κάνανε και στάσεις οι διάφοροι βιοτέχνες εδώ πέρα και είχαν πολλά τετραγωνικά μέτρα. Και πληρώνανε πάρα πολλά. Ναι, αλλά με αυτό, τη φορολογία που έβαλα εγώ την πρώτη χρονιά, πήρα τέσσερα απορριμματοφόρα. Πήρα πλυντήρια. Πήρα κάδους. Πήρα φορτηγάκια. Πήρα εξοπλισμό και κάνω και αυτό και με έκαψε αυτό, κάνω και διαγωνισμό για πρόσληψη. Τα παιδιά μου είναι τώρα, αλλά μέσω του Α.Σ.Ε.Π. Δεν ήτανε δηλαδή κομπίνες και αυτά. Και πήρα δεκαοκτώ μηχανικούς νομίζω. Υδραυλικούς. Και απέκτησα και προσωπικό. Οι περισσότεροι ακόμα είναι. Δηλαδή μετά από είκοσι χρόνια που τους προσέλαβα εγώ μέσω Α.Σ.Ε.Π. Και να έρχονται κάποιες κυρίες και να φωνάζουν: «Πήρες όλους τους Τσετσένους!», γιατί αυτό τώρα, το γράφει, κακώς θίγουμε αυτά, γιατί μέσα στα προσόντα του Α.Σ.Ε.Π., που ήτανε πολύ καλός, έτυχε όμως τα μόρια τα περισσότερα να τα έχουνε οι Ρωσοπόντιοι τότε που ήρθανε αυτοί, άνθρωποι κατατρεγμένοι, που είχανε και δυο και τρία και πέντε παιδιά και είχανε μόρια περισσότερα κι έτυχε πολλοί να είναι από αυτοί, όχι μηχανικοί, μηχανικοί ήταν πτυχιούχοι. Και σχολιάζανε τους Τσετσένους. Μα, εδώ ήτανε φάτσα και με πιέζανε οι γονείς: «Γιατί δεν πήρες τον γιο μου οδηγό; Γιατί δεν πήρες το ένα, το άλλο;». «Κοίταξε, αυτό το πράγμα δεν μπορώ να το κάνω εγώ. Ο γιος σου που έχει δώδεκα να αφήσω τον άλλον που έχει δεκαοκτώ βαθμολογία; Πτυχίο. Δεν μπορώ να το κάνω. Αφού είναι πάνω. Τα διαβάζω. Μπορώ να πηδήξω δυο άλλους, πιο μπροστά, υποψήφιους οδηγούς ή κάτι άλλο;», με ένα από αυτά τα προσόντα που έπρεπε να έχουν. Αυτό βέβαια μου στοίχισε. Άμα δεν κάνεις τα ρουσφέτια σου. Και αυτό με στοίχισε. Αλλά δυστυχώς, αυτή είναι η πολιτική και δεν είναι τυχαίο που θεωρώ ότι απέτυχα, γιατί την άλλη τετραετία μετά, τα γράφω κιόλας αυτά, δεν ήτανε τυχαίο ότι εμφανίστηκαν πέντε υποψήφιοι. Εγώ δήμαρχος για δεύτερη τετραετία και εμφανίστηκαν τόσοι. Και δικοί μου πρώην συνεργάτες και διασπαστήκανε τα αυτά. Για αυτό και μου το λέγανε και με το δίκιο τους πολλοί. Και είχα και αξιόλογα άτομα μέσα που ήρθαν καινούρια άτομα. Δικηγόροι, γιατροί, αλλά δεν είχανε τα κονέ, ψηφουλάκια να μαζέψουνε. Ήθελαν το άλλο, το μαγαζάκι να είναι στημένο. Όπως και βλέπεις τώρα βουλευτές χρόνια να εκλέγονται οι ίδιοι και οι ίδιοι αμετακίνητοι. Είναι στρωμένοι. Έτσι είναι. Και πολλά άλλα για την πολιτική. Βέβαια, γνωστά είναι. Άλλαξε το σύστημα. Άλλαξαν οι εποχές. Ήρθαν τώρα και τόσες, διάφορες… Οι ανέχειες. Η οικονομική. Η ανεργία ή έξω πολύς κόσμος, κορίτσι μου. Πάρα πολύς κόσμος. Πτυχιούχοι. Μυαλά. Κάτι να προσφέρουν στον τόπο, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει χαΐρι να δημιουργήσεις οικογένεια ή περιουσία με τη δουλειά που δυστυχώς δεν υπάρχει κιόλας τώρα. Δεν υπάρχουνε. Εσείς είστε οι άδικοι, λένε άλλοι ότι: «Kι εσείς φταίτε!». Γιατί με κάποιους μίλησα κάτω στο χωριό. Στον οικισμό κάτω. Ότι: «Εσείς φταίτε που καταντήσαμε έτσι!». Λέω: «Αν δεν ήμασταν εμείς, εσύ δεν θα είχες αυτά τα καλούδια από τον πατέρα σου!». Γιατί τι ακριβώς συνέβη; Κι εγώ το λέω εγώ. Εντάχθηκα απ’ το ’74 και μετά που άρχισε να ανεβαίνει ο Παπανδρέου. Ήτανε λαοπλάνος, αλλά ήτανε αυτός κάποιος ηγέτης που εξουσίαζε. Δεν χαμπάριαζε με τίποτα. Και είχε κύρος, ότι όταν προχωρούσε αυτός, έδωσε μεγάλη δύναμη στον συνδικαλισμό που εγώ τον κατηγορώ και είμαι και τώρα πάλι ψήφισα Π.Α.Σ.Ο.Κ., για το όνομα κι αυτά. Δεν μπορώ να φύγω. Δεν ζήτησα και καμιά υποστήριξη. Και μου το λένε κιόλας. «Ούτε έναν γιο σου δεν διόρισες, που είχες τόσες διασυνδέσεις». Δεν…
Δεν ακολουθήσατε αυτόν τον δρόμο.
Ναι. Δώσανε μεγάλη δύναμη. Χτυπούσανε οι συνδικαλιστές τη γροθιά στο τραπέζι και κάνανε ό,τι θέλανε. Για αυτό και τον πιστεύανε για Θεό. Και ακόμα υπάρχουνε πολλές οργανώσεις που ελέγχονται από το παλιό Π.Α.Σ.Ο.Κ. ακόμα, γιατί τότε πραγματικά κυκλοφορούσε, κορίτσι μου, δεν ξέρω τότε, είχε παντρευτεί η μάνα σου; Όχι, μικρή ήτανε, μικρούλα, το ’81 και μετά που έδωσε τις ελευθερίες. Αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, το ένα, τ' άλλο, όλα αυτά. Και μια διαμαρτυρία κάνανε και το μάθανε μετά και οι άλλες κυβερνήσεις. Μια διαμαρτυρία οι συνδικαλιστές, γιατί ήτανε κράτος εν κράτει. Κατεβάζανε και ανεβάζανε κυβερνήσεις. Και κυκλοφορούσε το χρήμα. Είχε δουλειές. Αλλάζανε. Με τις τράπεζες. Ενοχλούσανε, τις κάρτες δίνανε συνέχεια. Αλλάζανε τα αμάξια. Είχε δουλειά τότε. Είχε. Εδώ, μια καρφίτσα. Μια παραμάνα δεν… Όλα τώρα είναι, κάτω που ήτανε βιοτεχνίες και παράγανε. Μια οικογενειακή επιχείρηση με πέντε- δέκα άτομα ή δύο άτομα βγάζανε λεφτά. Και τώρα βέβαια δεν υπάρχει καθόλου. Ούτε για εσάς, για την ηλικία αυτή, αλλά ούτε και για τα εγγόνια μου, δυστυχώς. Και δεν ξέρω πού θα πάει αυτή η κατάσταση.
Να είμαστε όσο πιο [01:50:00]αισιόδοξοι.
Έτσι πρέπει, γιατί τα χρόνια περνάνε. Αλλάζει η νοοτροπία και των νέων και το κοινωνικό πρόβλημα που εμφανίζεται, βέβαια αυτό είναι και η παγκοσμιοποίηση, μας τα έχει προσφέρει αυτά τα πράγματα ο δυτικός πολιτισμός, η κουλτούρα και βλέπεις ότι δύσκολα δημιουργεί κάποιος και οικογένεια. Και πάμε τώρα σε πράγματα άσχετα. Επεκταθήκαμε. Που έχει υπογεννετισμό κι αυτά, πάει λέγοντας. Και δεν θέλω να ρωτήσω τα πιστεύω σου.
Να το αναλύσουμε, όσο θέλετε! Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Κι εγώ ευχαριστώ.
Δεν ξέρω αν θέλετε εσείς να προσθέσετε κάτι.
Τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ άλλα.
Ευχαριστώ πραγματικά.
Χάρηκα που τα είπαμε. Δεν ξέρω τι θα είναι. Θα μου πεις πότε θα το δω, αν θα το δω. Εγώ με περηφάνια λέω στον εγγονό μου, λέω: «Αύριο θα δώσω μια συνέντευξη».
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
O Απόστολος Κουκουρίκος γεννήθηκε στην Πυλαία της Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας του ήταν αριστερός και είχε υπάρξει εξόριστος στον Άγιο Ευστράτιο. Ο Απόστολος ακολούθησε κι εκείνος τον δρόμο της Αριστεράς, καθώς εντάχθηκε στη Νεολαία Λαμπράκη. Σπούδασε γιατρός και ακολούθησε την ειδικότητα του παιδιάτρου. Ανασύρει στη μνήμη του στιγμές από τα φοιτητικά του χρόνια, τη στρατιωτική του θητεία, αλλά και το αγροτικό του σε ένα απομονωμένο χωριό της Κρήτης. Ένα άλλο κεφάλαιο-σταθμός της ζωής του υπήρξε η θητεία του ως δήμαρχος της Πυλαίας. Αναφέρει τις δυσκολίες που συνάντησε ως πολιτικό πρόσωπο και τι πραγματικά σημαίνει να αναλαμβάνεις μια θέση υψηλών απαιτήσεων. Μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες, αλλά και συμπτώσεις.
Αφηγητές/τριες
Απόστολος Κουκουρίκος
Ερευνητές/τριες
Μαρία-Χριστίνα Αποστολοπούλου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/06/2022
Διάρκεια
110'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
O Απόστολος Κουκουρίκος γεννήθηκε στην Πυλαία της Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας του ήταν αριστερός και είχε υπάρξει εξόριστος στον Άγιο Ευστράτιο. Ο Απόστολος ακολούθησε κι εκείνος τον δρόμο της Αριστεράς, καθώς εντάχθηκε στη Νεολαία Λαμπράκη. Σπούδασε γιατρός και ακολούθησε την ειδικότητα του παιδιάτρου. Ανασύρει στη μνήμη του στιγμές από τα φοιτητικά του χρόνια, τη στρατιωτική του θητεία, αλλά και το αγροτικό του σε ένα απομονωμένο χωριό της Κρήτης. Ένα άλλο κεφάλαιο-σταθμός της ζωής του υπήρξε η θητεία του ως δήμαρχος της Πυλαίας. Αναφέρει τις δυσκολίες που συνάντησε ως πολιτικό πρόσωπο και τι πραγματικά σημαίνει να αναλαμβάνεις μια θέση υψηλών απαιτήσεων. Μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες, αλλά και συμπτώσεις.
Αφηγητές/τριες
Απόστολος Κουκουρίκος
Ερευνητές/τριες
Μαρία-Χριστίνα Αποστολοπούλου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/06/2022
Διάρκεια
110'