© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Ραντεβού στην Αθήνα»: Μία Ελληνίδα της Πόλης θυμάται

Κωδικός Ιστορίας
22403
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ευαγγελία Μελαχροινού (Ε.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/06/2022
Ερευνητής/τρια
Ελένη Δεμιρτζιόγλου (Ε.Δ.)
Ε.Δ.:

[00:00:00]Γεια σας. Είμαι η Ελίνα από το Istorima και ήρθα να ακούσω και τη δική σας ιστορία. Θα μπορούσατε να μου πείτε πώς σας λένε;

Ε.Μ.:

Λέγομαι Εύα Μελαχροινού.

Ε.Δ.:

Τέλεια. Και έχετε γεννηθεί πού και πότε;

Ε.Μ.:

Έχω γεννηθεί στην Τένεδο Τουρκίας, το 1945. 3 χρονών έφυγα από κει και πήγαμε στην Κωνσταντινούπολη οικογενειακώς. Ο πατέρας, η μητέρα, εγώ και η μικρότερη αδερφή, που τότε ήταν 6 μηνών, και ζήσαμε στην Κωνσταντινούπολη απ’ το ’48, ίσως και ’49, τώρα ακριβώς δεν θυμάμαι λεπτομερώς την ημερομηνία, και ζήσαμε εκεί μέχρι το 1966. Είκοσι χρόνια χοντρικά περίπου τα υπολογίζω. Κάποια χρόνια ήτανε καλά, κάποια χρόνια ήτανε πολύ δύσκολα. Αρκετά πράγματα θυμάμαι από κει. Εντάξει, όταν είσαι και μικρό παιδάκι, έχεις αναμνήσεις πιο θετικές, πιο χαρούμενες. Γιατί βγαίναμε στη γειτονιά, παίζαμε με τα παιδάκια, τα αγοράκια, τα κοριτσάκια, τα Αρμενάκια, τα καθολικά παιδιά, που μιλάγανε τότε γαλλικά. Εμείς μιλάγαμε ελληνικά, άλλα μιλάγαν τούρκικα. Υπήρχε ένα έτσι, μια ποικιλία από θρησκείες και από εθνικότητες, δεν ξέρω τώρα αν λέγεται και έτσι αυτό. Κι έτσι, ήτανε καλά χρόνια. Ε, κάποια στιγμή μετά αρχίζουν τα δύσκολα, όταν αρχίζεις και μεγαλώνεις και πας στο σχολείο, εκεί αρχίζεις και καταλαβαίνεις ότι είσαι μειονότητα όντως, γιατί είναι η συμπεριφορά των Τούρκων δασκάλων που σε οδηγεί εκεί, να αντιλαμβάνεσαι ότι ναι μεν εσύ μπορεί να θεωρείς τον εαυτό σου Ρωμιό, χριστιανό ορθόδοξο κι όλ’ αυτά και νομίζεις ότι έτσι θα το θεωρούν κι οι άλλοι. Αλλά αυτό δεν είναι δεδομένο. Βιώνεις καταστάσεις που σε στεναχωρούν και σε ενοχλούν απίστευτα και προσγειώνεσαι βέβαια. Εγώ, η πρώτη μου προσγείωση ήτανε στη Γ’ Δημοτικού, που είχα μια Τουρκάλα δασκάλα, η οποία για κάποιον λόγο δεν με συμπάθησε ποτέ, δεν ξέρω γιατί, αλλά ούτε κι εμείς τη συμπαθούσαμε, εννοείται, και με άφησε μετεξεταστέα. Αυτή μας έκανε τούρκικα. Και δεν ξέρω τι έκανα, τι είπα, κάτι πρέπει να την ενόχλησε, και μ’ άφησε στην τάξη αδίστακτα, γιατί ήμουνα καλή μαθήτρια κατά τα άλλα. Λοιπόν, και αναγκάστηκα να κάνω τη Γ’ Δημοτικού δεύτερη χρονιά. Κι αυτό είναι κάτι που το κουβαλάω, δηλαδή είναι κάτι που με πείραξε πάρα πολύ. Και φάνηκε και στο μέλλον πιο πολύ, γιατί σε ρωτάνε: «Εσύ είσαι του ’4-…;». Ας πούμε, εμένα οι συμμαθήτριές μου στο υπόλοιπο σχολείο ήταν του ’46 γεννημένοι, εγώ ήμουν το ’45. «Γιατί είσαι του ’45;». Πρέπει να πεις ότι: «Ξέρεις, έμεινα στην τάξη, μ’ άφησε…». Τώρα τι να πεις; Ότι: «Μ’ άφησε η Τουρκάλα, γιατί δεν με συμπαθούσε;» κτλ.; Αυτά τώρα δεν περνάνε και πολύ. Απλώς, έχασες έναν χρόνο. Τώρα, τέλος πάντων, αυτό είναι όμως κάτι που το κουβαλάς, δεν το ξεχνάς ποτέ, γιατί ήτανε άδικο. Έτσι; Λοιπόν, εντάξει, πήγαμε κι εκεί στο Δημοτικό, το τελειώσαμε, με τις παρέες μας, με τις φίλες μας, με τα τσάγια μας, με τα γενέθλιά μας, με τα πάρτι μας, τα παιδικά. Και μετά, μετά πήγαμε και στο Γυμνάσιο. Εγώ πήγα στο Ζάππειο. Εντάξει, ένα καλό σχολείο θεωρητικά. Δεν είχαμε πάντα προβλήματα με τους Τούρκους. Και με τους δασκάλους κάπως μάθαμε να πορευόμαστε με κάποιον τρόπο, έτσι πάντα με φόβο, με επιφύλαξη, με… Εγώ πολλές φορές ένιωθα και τρόμο. Όταν μ’ έβγαζε, ας πούμε, η Τουρκάλα δασκάλα στο μάθημα… Τότε δεν μας σηκώνανε απ’ τη θέση μας, μας βγάζανε στην έδρα που λέγαμε, ο πίνακας, η έδρα, κι εσύ εκεί μόνη σου να μιλάς. Εμένα αυτό με τρομοκρατούσε και αυτά που ήξερα τα ξέχναγα όλα. Δεν μπορούσα πολλές φορές να πω ακόμα και το μάθημα που είχα διαβάσει και το ήξερα –έτσι;–, γιατί παθαίνεις ένα, κάτι, δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν το παθαίναν και τα άλλα παιδιά, πάντως εγώ είναι βέβαιον ότι το πάθαινα αυτό. Εντάξει, είναι στιγμές και γεγονότα που τώρα που μεγαλώσαμε έτσι και τα σκεφτόμαστε λέμε: «Ναι, ήτανε δύσκολα». Τότε που τα βιώναμε όμως και θεωρούσαμε ότι λίγο πολύ είναι και δεδομένα, απ’ τη στιγμή που είσαι μειονότητα και ζεις μέσα στην Τουρκία και πας σ’ ένα σχολείο που έχεις Τουρκάλες δασκάλες [00:05:00]και Τούρκους δάσκαλους, τέλος πάντων, θα τα υποστείς αυτά. Αλλά όταν είσαι και έτσι μικρός, κάπως λες, εντάξει, δεν το πιστεύεις και πολύ. Αλλά μεγαλώνοντας τα διαπιστώνεις στην πορεία πολύ καλά. Το Γυμνάσιο και το Λύκειο σχετικά καλά, περάσαν τα χρόνια σχετικά καλά. Βέβαια, από πολιτικής πλευράς υπήρχαν διάφορα, είχε γίνει στρατιωτικός νόμος, είχαν αλλαγές κυβερνήσεων, είχανε… νομίζω ήμουνα Δημοτικό, όταν κρεμάσανε τον Αντνάν Μεντερές τότε, που δήθεν ότι αυτοί φταίγανε για τα Σεπτεμβριανά το ’55 και έγινε μια δίκη παρωδία και τους κρεμάσανε. Και μάλιστα τους κρεμάσανε… τους απαγχόνισαν. Έτσι; Τους απαγχόνισαν και είχανε και φωτογραφίες στις εφημερίδες, την επομένη. Και αυτά για εμάς τα παιδιά ήτανε σοκαριστικά πράγματα, γιατί δεν είχαμε ζήσει και ποτέ… Τώρα εγώ πρέπει να ήμουνα κοριτσάκι, πρέπει να ήμουνα, μετά τα Σεπτεμβριανά, 10-12 χρονών πες, ε κάπου εκεί. Δεν είναι ευχάριστα πράγματα όλ’ αυτά. Δεν είπα για τα Σεπτεμβριανά, να πάω λίγο πίσω. Ναι. Το ’55 που γίναν τα Σεπτεμβριανά, ήμουνα ακριβώς 10 χρονών. Τότε μέναμε σε μια περιοχή που είχε κοντά την εκκλησία, την Ευαγγελίστρια, και ακούσαμε… Βέβαια, εμείς δεν ξέραμε τίποτα. Έτσι; Όλοι οι Ρωμιοί που ζούσανε τότε στην Κωνσταντινούπολη δεν μάθανε ποτέ ότι επίκειται να γίνει αυτό το πράγμα. Το κρατήσανε κρυφό. Κατάφεραν και το κράτησαν κρυφό οι Τούρκοι, γιατί το διαπιστώσαμε εκ των υστέρων, γιατί οι γείτονές μας οι Τούρκοι το ξέρανε. Αλλά εμείς δεν το μάθαμε ποτέ. Κανείς! Κανείς. Μιλάμε ούτε οι επικεφαλής ούτε οι πιο χαμηλοί και οι πιο ουδέτεροι. Τέλος πάντων, εγώ αυτό που θυμάμαι και μ’ έχει σημαδέψει είναι ότι 10 η ώρα το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 πέσαμε για ύπνο και ακούμε έναν περίεργο θόρυβο, γιατί το σπίτι μας ήτανε κοντά στη λεωφόρο. Έναν περίεργο θόρυβο, από φωνές, έτσι οχλαγωγία, από θόρυβο που σπάγανε πράγματα. Και λες: «Τώρα εδώ, κάτι περίεργο συμβαίνει». Ε, σηκωθήκαν ο μπαμπάς, η μαμά, βγήκανε στη βεράντα να δούνε. «Τι συμβαίνει; Τι συμβαίνει;», υπήρξε μια ανησυχία μέσα… Τότε νομίζω σ’ ένα τριώροφο μέναμε. Από κάτω μας, στον δεύτερο όροφο, ήτανε Ρωμιοί, δικοί μας, και γνωστοί και συμπατριώτες και φίλοι, και στο ισόγειο νομίζω ήτανε Τούρκοι. Και υπήρξε φαίνεται μια επικοινωνία και είπανε: «Εντάξει, μη φοβάστε, εμείς εδώ είμαστε», οι Τούρκοι που μένανε στο ισόγειο, «δεν θ’ αφήσουμε να πλησιάσουν εδώ αυτοί». Αυτοί ξέρανε τι ήταν αυτό που γινόταν, εμείς δεν ξέραμε. Και ακούς τώρα όλο αυτό, παιδάκι 10 χρονών, είσαι στο κρεβάτι για ύπνο και άντε τώρα να κοιμηθείς. Έτσι; Ακούς λοιπόν αυτούς τους θορύβους και βέβαια υπάρχει μία ταραχή, έτσι ένας φόβος του άγνωστου. Δεν ξέρεις τι γίνεται. Κάποια στιγμή, λίγο αργότερα, βέβαια δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε εννοείται, νομίζω η μαμά ή οι αποκάτω ή οι υπόλοιποι που μένανε, είδανε από την εκκλησία, που ήτανε λοξά απέναντί μας, να βγαίνουνε φλόγες απ’ τα παράθυρα της εκκλησίας. Και είχανε μπει στην εκκλησία, τη σπάσανε και καίγανε μέσα πράγματα διάφορα, ξέρω γω. Αυτό μας τρομοκράτησε ακόμα πιο πολύ και καταλάβαμε ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά για εμάς. Τέλος πάντων, γίνανε πάρα πολλά, είναι γνωστά, τώρα δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος να τα πω, γιατί τα γεγονότα αυτά είναι γνωστά, τα έχει πει πάρα πολύς κόσμος, και οι δικοί μας, αλλά και οι υπόλοιποι. Έχουν γραφτεί βιβλία, ιστορίες, φωτογραφίες αρχείων που ήτανε κρυφά και τα βγάλανε, απ’ την τουρκική πλευρά, πριν από λίγα χρόνια τα δημοσιεύσανε. Τέλος πάντων, γίνανε πολλά και κάποια στιγμή, την επόμενη μέρα το πρωί, που σηκωθήκαμε, δεν υπήρχε τίποτα στη θέση του. Ήτανε όλα χυμένα στους δρόμους. Τα πάντα! Δεν υπήρχε ένα μαγαζί που να ήτανε όρθιο. Όλα, όλα. Ένα ζαχαροπλαστείο που ήταν εκεί κοντά στο σπίτι μας και ήταν Ρωμιός αυτός, ο κακομοίρης, Θεός σχωρέσ’ τον τον άνθρωπο, αφού του σπάσαν όλο το μαγαζί, πετάξανε κι όλες τις ωραίες του πάστες στον δρόμο! Και κλαίγαμε τις πάστες, γιατί ήμασταν και παιδάκια που πηγαίναμε και τις τρώγαμε και ήταν υπέροχες τότε από γεύση. [00:10:00]Και κλαίγαμε ότι, τέλος πάντων, του πετάξανε και τις πάστες και τα γλυκά στον δρόμο. Δεν θυμάμαι πολύ καλά αν βγήκαμε εμείς εκείνη την ημέρα παραπέρα, αλλά τις επόμενες μέρες που βγήκαμε είδαμε ότι δεν υπήρχε τίποτα… Κυριολεκτικά δεν υπήρχε τίποτα όρθιο! Είχανε καταστραφεί τα πάντα! Και το σχολείο… Γιατί πάντα εκεί στην Κωνσταντινούπολη ήτανε η κοινότητα η λεγόμενη, η εκκλησία και δίπλα το σχολείο. Και γύρω γύρω ήταν αυτοί που μένανε, οι Ρωμιοί, που ο καθένας είχε την κοινότητά του, την εκκλησία του, το σχολείο του. Τίποτα δεν υπήρχε στη θέση του. Είχανε ρημάξει τα πάντα, και το σχολείο και την εκκλησία… Κάποια στιγμή είχαμε μπει και στην εκκλησία και είδαμε σε τι κατάσταση ήτανε. Φρικτά πράγματα. Και για ένα παιδάκι τώρα 10 χρονών, αυτά καταγράφονται στη μνήμη και μένουν ανεξίτηλα, δεν τα ξεχνάς ποτέ. Αυτό ήταν ένα γεγονός που μας σημάδεψε. Αυτό το λένε όλοι, και οι φίλοι, οι γνωστοί, οι συγγενείς, όλοι όσοι βίωσαν, το λένε ότι τους έχει σημαδέψει, κι αυτός ο φόβος που ένιωσαν τότε, γιατί άμα είσαι και παιδί, δεν κατανοείς και το πολιτικό μέρος. Έτσι; Γιατί ήτανε πολλοί οι λόγοι. Εκ των υστέρων, διάβασα το βιβλίο του αείμνηστου Βρυώνη, ο οποίος τα γράφει με κάθε λεπτομέρεια, και εκεί αρχίζεις να καταλαβαίνεις πώς οργανώθηκε όλο αυτό. Τότε δεν ξέραμε. Ξέραμε ότι φταίει η Κύπρος, γιατί η Κύπρος έφταιγε πάντα για όλα αυτά, αλλά το πώς έγινε η οργάνωση όλης αυτής της… τρομοκρατικής θα το πω, γιατί ήτανε, τρομοκρατικής επίθεσης, το μάθαμε πολύ αργότερα. Τότε λεγόντουσαν διάφορα. Εντάξει, ήμασταν και παιδιά και δεν καταλαβαίναμε και πολλά. Βέβαια, αυτό είχε σαν συνέπεια να φύγουν πολλοί Ρωμιοί τότε απ’ την Κωνσταντινούπολη, γιατί καταστράφηκαν τα μαγαζιά τους, τα σπίτια τους και πολλοί αποφάσισαν να φύγουν, να ’ρθουν στην Ελλάδα ή να πάνε σ’ άλλες χώρες. Αλλά και πολλοί αποφάσισαν να μείνουν. Και αυτοί μείνανε, φτιάξανε τα μαγαζιά τους, φτιάξανε τα σπίτια τους, ξανά απ’ την αρχή κτλ. και συνεχίσανε να ζούνε εκεί, μην ξέροντας τι τους περιμένει τα επόμενα χρόνια δυστυχώς. Κι αυτό είναι κάτι που ίσως αξίζει τον κόπο να το πούμε. Νομίζω ότι παρόλο που οι μεγαλύτερες ηλικίες από εμάς, οι γονείς μας ας πούμε, γνωρίζανε και την ιστορία του παρελθόντος, το βαρλίκι, το… –πώς το λένε;–, το Άσκαλε, που τους στείλαν εκεί πέρα και τους φυλακίσανε και τους είχανε αυτό. Τέλος πάντων, κάποια… Και πολλά άλλα γεγονότα… η απαγόρευση των επαγγελμάτων. Οι Τούρκοι, κάθε τρεις και λίγο, βγάζαν κι από κάτι εναντίον των Ρωμιών. Παρόλο που τα είχανε ζήσει και τα γνωρίζανε όλα αυτά, κάποιοι αποφάσισαν, η πλειοψηφία, να μείνει, να μη φύγει. Κι έτσι, φτιάξανε, επισκευάσανε τα μαγαζιά, τα σπίτια κτλ., επανήλθανε σιγά σιγά όλα. Καθαριστήκανε βέβαια κτλ. όλα αυτά που είχανε… όλοι οι δρόμοι γεμίσει πράγματα, σπάσματα, έπιπλα, λάδια, ξίδια, τρόφιμα. Δεν υπήρχε… Δηλαδή ήταν μια φρικτή εικόνα. Παρ’ όλα αυτά, μέσα σε λίγο καιρό είχαν επανέλθει όλα στη θέση τους. Και συνέχισε η ζωή, θεωρητικά… Μια λέξη τώρα που θα ταίριαζε θα ήτανε: θεωρητικά σαν να μην είχε συμβεί κάτι. Δηλαδή, ok, πάθαμε μια ζημιά, έγιναν καταστροφές, αλλά: «Ας προχωρήσουμε μπροστά». Κι αυτό νομίζω ήταν και το μεγάλο λάθος, αποδείχτηκε εκ των υστέρων. Έπρεπε να είχανε φύγει όλοι τότε. Λοιπόν, εμείς συνεχίσαμε τα σχολεία, όλ’ αυτά, ο κόσμος τις δουλειές του. Επανήλθε η φυσιολογική ζωή στην Πόλη. Στην πολιτική υπήρχαν αναταράξεις διάφορες. Είχαμε στρατιωτικούς νόμους, μας απαγορεύανε απ’ το σχολείο να κυκλοφορούμε έξω, μας κλείσανε στα σπίτια. Τέλος πάντων, αυτά εμάς όμως δεν μας πολυαγγίζανε, γιατί σαν παιδιά που ήμασταν το πολιτικό κομμάτι δεν το πολυκαταλαβαίναμε. Καταλαβαίναμε όμως ότι για όλ’ αυτά που στρέφονται εναντίον μας οι Τούρκοι φταίει η Κύπρος. Κι οι γονείς μας το λέγανε, γιατί κι οι γονείς μας τώρα, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν και άνθρωποι που ξέρανε κι από πολλή ιστορία. Βέβαια, βιώσανε το ’22, όλ’ αυτά, οι γονείς μου, αλλά εντάξει, όταν ζεις σε μια χώρα που δεν είναι δική σου, κάποια πράγματα τα αποδέχεσαι, λες: «Αυτό είναι, πού να πάω, να φύγω;». Δεν ήταν εύκολη υπόθεση αυτή, γιατί εμείς, ήδη οι [00:15:00]γονείς μου είχανε φύγει απ’ την Τένεδο και πήγανε στην Πόλη. Να ξαναφύγουνε; Η μαμά, η μητέρα μου, Θεός σχωρέσ’ την, δεν ήθελε να φύγουμε, γιατί εκείνοι είχαν έρθει στην Ελλάδα το 1922, με την οικογένειά της, που ήτανε και πολυμελής οικογένεια, ήταν εφτά-οχτώ άτομα, και ταλαιπωρηθήκανε πάρα πολύ τότε. Ήτανε δύσκολοι οι καιροί το ’22, μετά την Καταστροφή, το ’23 κτλ., ’24, νομίζω μείνανε και κάπου πέντε-έξι χρόνια εδώ. Μένανε στο Κερατσίνι νομίζω, κάπου εκεί, σε μια παράγκα. Τέλος πάντων, οι συνθήκες ήτανε πολύ δύσκολες. Κι έτσι η μαμά, επειδή είχε αυτή την κακή, παρόλο που ήταν παιδάκι κι εκείνη τότε, είχε την κακή εμπειρία κι έλεγε: «Εγώ στην Ελλάδα δεν θέλω να πάω». Κι αυτό μας το είπε και πολύ αργότερα, όταν πια πλησίαζε η ώρα να φύγουμε κι εμείς, δεν ήθελε. Κι έτσι, τέλος πάντων, τελικά ζήσαμε όλα αυτά τα χρόνια, πότε έτσι, πότε αλλιώς, για να μη λέω και πολλά και τα ίδια πάλι.

Ε.Μ.:

Και ένα περιστατικό όμως, που εμάς έτσι μας σημάδεψε και μας πόνεσε πάρα πολύ και καταλάβαμε ότι πια δεν έχουμε ζωή, ήτανε όταν ήμασταν Γ’ Λυκείου… είχε καθιερωθεί το Ζάππειο Λύκειο, που ήτανε θηλέων, παρθεναγωγείο… Τότε, εκείνα τα χρόνια, δεν υπήρχανε μεικτά σχολεία. Ήτανε το Ζωγράφειο των αρρένων και το Ζάππειο των θηλέων και δεν μας αφήνανε να συναντιόμαστε, μας βάζανε τιμωρίες. Τέλος πάντων, άλλη ιστορία αυτή. Αντί να μας προτρέπουν να συναντιόμαστε με τα δικά μας παιδιά, απαγορεύανε να συναντιόμαστε με τα αγόρια, γιατί… Τι θα μας κάνανε; Να μη μας φάνε; Τέλος πάντων, ναι, αυτή είναι άλλη ιστορία. Λοιπόν, στη Γ’ Λυκείου λοιπόν οι τελειόφοιτες είχε καθιερωθεί κάποια χρόνια πριν να ανεβάζουν μία τραγωδία. Τραγωδία απ’ αυτές τις γνωστές, τις αρχαίες τραγωδίες. Και όταν ήρθε η σειρά μας, αποφάσισε ο αείμνηστος ο Ρούσος να ανεβάσουμε την «Ελένη» του Ευριπίδη. Πρόβες, ιστορίες, αυτά… Μετά τα μαθήματα τώρα. Έτσι; Σχολάγαμε 4 και μετά τις 4 ανεβαίναμε πάνω στο θέατρο –έχει ένα ωραίο θέατρο, θα το ξέρεις φαντάζομαι, το Ζάππειο– και ανεβαίναμε και κάναμε πρόβες. Σχεδόν η περισσότερη τάξη συμμετείχε. Ήμασταν τότε τριάντα εννέα κορίτσια, σχεδόν οι τριάντα συμμετείχαν, γιατί ήταν κι ο χορός, οπότε ήταν αρκετές οι συμμετοχές. Κι ανεβαίναμε και κάναμε πρόβες σχεδόν, αν όχι κάθε μέρα, τώρα δεν θυμάμαι, μέρα παρά μέρα, πάντως πολύ συχνά, γιατί μια τραγωδία είναι δύσκολη, δεν είναι εύκολη υπόθεση ν’ ανεβάσεις. Κι αυτή ανέβαινε πάντα τον Μάιο. Στο τέλος της χρονιάς, σαν αποχαιρετιστήριο θέμα ήτανε η τραγωδία η ελληνική, που καλούσαμε κόσμο, τους γονείς, τους δασκάλους, με προσκλήσεις –έτσι;–, κι ερχότανε και βλέπανε. Γιατί δεν υπήρχαν και τέτοιες ευκαιρίες τότε, εκείνα τα χρόνια. Και ήταν ένα γεγονός, τέλος πάντων, που θεωρούσαμε σημαντικό, γιατί ήτανε και η συμμετοχή όλων των παιδιών. Λοιπόν, πρόβες, ξανά πρόβες, ο Ρούσος εξαιρετικός. Η τραγωδία του Ευριπίδη η Ελένη δεν ήτανε από τις πολύ δραματικές –έτσι;–, γιατί εξηγεί τη ζωή της Ελένης στην Αίγυπτο. Κάποια στιγμή κρύφτηκε εκεί, για να μην την κυνηγήσει ο Μενέλαος, τη βρήκε βέβαια μετά, άλλο αυτό, αλλά δεν είχε τραγικά γεγονότα, περιστατικά, ήτανε πιο ήπια. Μάθαμε απέξω όλη την τραγωδία, εννοείται, γιατί άμα κάνεις και τόσο συχνές πρόβες, ε είχαμε κουραστεί. Πια στο τέλος, το θυμάμαι λίγο, έναν μήνα πριν την παράσταση, είχαμε ετοιμάσει και τα ρούχα μας, γιατί ήταν στην Αίγυπτο και θέλαμε να ντυθούμε αιγυπτιακά, με αιγυπτιακά αυτό… Τα σκηνικά τα έφτιαξε μία συμμαθήτρια που ήτανε ζωγράφος πολύ καλή, με ιερογλυφικά και με εικόνες από την Αίγυπτο. Τα ρούχα μας ήτανε αιγυπτιακά, ξέρω γω τι. Τότε ήταν η μόδα κι η Κλεοπάτρα, η ταινία της Κλεοπάτρας με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, που ήτανε σουξέ, αυτά. Και είχαμε κι εμείς… μας είχε αρέσει αυτό και είπαμε να φορέσουμε και να κάνουμε και το μαλλί μας έτσι, με φράντζα και με κορδέλες. Τέλος πάντων, όνειρα. Όλ’ αυτά λοιπόν… Ετοιμαστήκαν και τα σκηνικά, ήταν έτοιμα και τα κουστούμια. Μας είχανε μείνει μόνο κάποιες λεπτομέρειες. Οι πρόβες ήτανε πια τέλειες, είχανε γίνει. Δηλαδή μένανε λίγες μέρες ακόμα για να γίνει η παράσταση.  [00:20:00]Λοιπόν, σε μία από τις πρόβες, μια-δυο μέρες πριν την τελική παράσταση, ανεβαίνει να παρακολουθήσει τις πρόβες η Τουρκάλα υποδιευθύντρια, που είχε διοριστεί λίγους μήνες πριν. Εκείνη την εποχή ήτανε τα πράγματα με την Τουρκία πάρα πολύ δύσκολα, το ’64, και θεώρησαν οι Τούρκοι του Υπουργείου Παιδείας καλό, έτσι το πίστευαν αυτοί, να διορίσουν στα ελληνικά σχολεία Τούρκους υποδιευθυντές, και νομίζω ακόμα υπάρχει αυτό, για να παρακολουθούν από κοντά τι συμβαίνει στα ελληνικά σχολεία. Εμείς, επειδή τελειώναμε κιόλας, δεν πολυδώσαμε και πολλή σημασία. Ήτανε μία Τουρκάλα αυτή, μία γυναίκα, η οποία, παραδόξως, όλες παρατηρήσαμε ότι το χρώμα στο πρόσωπό της ήτανε πράσινο. Και μας είχε κάνει εντύπωση και το σχολιάζαμε. Και πιστεύαμε ότι αυτό το πράσινο προερχόταν από την κακία που είχε για εμάς. Που μπορεί να είχε και μια βάση αυτό τώρα, αλλά εκείνη την εποχή, δεν ξέρω, έτσι το νιώθαμε κι έτσι το βλέπαμε, και δεν θέλαμε καθόλου να έχουμε μ’ αυτήν καμία επαφή. Και δεν ήταν κι απαραίτητο. Αυτή όμως ήθελε να έχει, οπότε ακούστε τώρα τη συνέχεια. Ανεβαίνει λοιπόν στην πρόβα και παρακολουθεί απ’ την πρώτη σειρά καθισμάτων την πρόβα. Για κακή μας τύχη, και πώς δεν το καταλάβανε κι ο Ρούσος πώς δεν το αντιλήφθηκε, σ’ έναν στίχο του χορού, είχε χορό από γυναίκες, αναφέρει ότι η Αφροδίτη, κοντά στην Αίγυπτο τότε που ήτανε, κάποια στιγμή βγήκε, λέει, από τον αφρό των κυμάτων κοντά στην Κύπρο. Κανείς, μα κανείς… Καλά, εμείς ήμασταν και παιδιά και μικρές, αλλά απ’ τους μεγάλους, κανείς δεν ψυλλιάστηκε ότι αυτό καλό θα ήταν να μη λεχθεί. Έλα όμως που το έγραφε στο κείμενο κι εμείς κρίναμε ότι, τέλος πάντων, ρε παιδιά… Εμείς δεν το κρίναμε, εμείς καθόλου, καθόλου δεν πέρασε απ’ τον νου μας. Και ακούει αυτή τη λέξη, «Κύπρο», και πάει και μας καταγγέλλει στο Υπουργείο Παιδείας ότι: «Ξέρετε, αυτοί εκεί πέρα κάνουνε θέατρα και μιλάνε για την Κύπρο». Να πω και τη συνέχεια. Λοιπόν, εμείς τώρα δεν έχουμε ιδέα –έτσι;– απ’ όλα αυτά που συμβαίνουν πίσω απ’ την πλάτη μας. Τελειώσαμε τις πρόβες, ήμασταν σχεδόν έτοιμες, δηλαδή ελάχιστα πράγματα, μια κορδέλα είχε μείνει, κάτι αυτά. Πανέτοιμοι, δυο-τρεις μέρες, πέντε μέρες, πριν να ανέβει η παράσταση. Μετά από… μία-δύο μέρες πρέπει να ’ταν, δεν ήταν παραπάνω, φτάνουμε μέσα στην τάξη το πρωί, έρχεται η Κιμιατζή, αείμνηστη Κιμιατζή, Θεός σχωρέσ’ την, η διευθύντρια τότε του Ζαππείου. Εξαιρετική κυρία έχω να λέω. Ήτανε καθηγήτρια μαθηματικών. Σπουδαίος άνθρωπος και σπουδαία καθηγήτρια. Και είχε γίνει και σχετικά πρόσφατα διευθύντρια τότε. Έρχεται λοιπόν, πρωί-πρωί, δεν μας έκανε μάθημα η Κιμιατζή, οπότε λέμε τώρα: «Διευθύντρια πρωί-πρωί, τι θέλει;». Έρχεται λοιπόν: «Κορίτσια, καθίστε», ψυλλιαστήκαμε ότι κάτι δεν πάει καλά, γιατί την είδαμε έτσι και στεναχωρημένη, «καθίστε», λέει, «Θα σας ανακοινώσω κάτι, αλλά μη στεναχωρηθείτε. Μας ήρθε εντολή σήμερα το πρωί απ’ το Υπουργείο Παιδείας και μας απαγορεύουν να παίξουμε το έργο. Η παράσταση ακυρώνεται, δεν θα δοθεί». Η χαριστική βολή ήταν αυτό. Απίστευτο, αλλά αληθινό. Ήμασταν τριάντα εννέα μαθήτριες κι εκείνη την ώρα ξεσπάσαμε σε κλάματα και οι τριάντα εννέα. Κι αυτές που παίζανε κι αυτές που δεν παίζανε. Γιατί ήτανε τόσος ο κόπος, τόση η χαρά μας, τόση η προσπάθεια, όλο αυτό τον χρόνο που πέρασε, για να κάνουμε κι εμείς κάτι που μας είχε αρέσει κτλ., κτλ. και από μια βλακεία εντελώς –έτσι;–, επειδή αναφέρεται η λέξη «Κύπρος» μέσα, μας το κόψανε. Και μείναμε με τη χαρά μας. Κι αφού κλάψαμε, κλάψαμε, κλάψαμε, εκείνη την ημέρα ορκιστήκαμε όλες ότι, τελειώνοντας το σχολείο, η επόμενη φάση θα είναι να βρεθούμε όλες στην Αθήνα και δώσαμε ραντεβού μια συγκεκριμένη [00:25:00]ημερομηνία, μετά από λίγο καιρό, στην Ομόνοια. Και είπαμε: «Θα πάμε εκεί κι ας τρώμε και ψωμί και τυρί», δηλαδή: «Δεν μας νοιάζει, εδώ πλέον εμείς δεν μπορούμε να ζήσουμε». Έκλαιγε, νομίζω, κάποια στιγμή δάκρυσε και η Κιμιατζή. Αλλά κι αυτή, κι αυτηνής η θέση πάρα πολύ δύσκολη, δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Και έτσι χάσαμε την ευκαιρία να δώσουμε την παράσταση. Και ο κόσμος βέβαια το ’μαθε εκ των υστέρων. Εμάς πάντως μας είχε πειράξει πάρα πολύ. Πάρα πολύ, πάρα πολύ! Και αυτό νομίζω ότι έγινε αφορμή και μέσα σε λίγους μήνες οι περισσότερες μαθήτριες φύγανε, ήρθανε στην Ελλάδα. Άλλες για σπουδές κι άλλες μόνιμα πια, γιατί δεν υπήρχε πια μέλλον. Έτσι; Γιατί μετά απ’ αυτό έγιναν και τα επεισόδια στην Κύπρο, κάτι είχε συμβεί, δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς, γιατί τα έχω ξεχάσει, περάσανε και τόσα χρόνια, κι αρχίσανε κι οι απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων. Το ’64 αρχίσανε αυτά, εκείνη την περίοδο, λίγο πριν τον Μάιο, που τελειώσαμε εμείς το σχολείο. Οπότε, συνέπεσε κι αυτό. Κάποιοι είχανε γονείς, πατέρες και μητέρες, Ελληνίδες. Οπότε, απ’ τη μια, αυτή η φρικτή πράξη, γιατί ήτανε φρικτή πράξη, να τους λες: «200 δολάρια, τη βαλίτσα σου και αύριο φεύγεις». Κι αφήνανε πίσω οι άνθρωποι τη γυναίκα τους, τα παιδιά τους, τις οικογένειές τους, την περιουσία τους, γιατί δεν μπορούσε να πάρει τίποτα μαζί του. Άλλοι είχανε μαγαζιά, άλλοι είχανε εργοστάσια, άλλοι είχανε τη δουλειά τους. Δηλαδή άρχισε να ξηλώνεται πλέον η Ρωμιοσύνη. Αυτό ήτανε και η αρχή του ξεριζωμού. Έτσι; Και… Εμείς βέβαια δεν φύγαμε αμέσως, γιατί η μαμά λίγο επέμενε να μην έρθουμε στην Ελλάδα, αλλά κάποια στιγμή, μετά από δύο χρόνια σχεδόν, φύγαμε κι εμείς, το ’66, και ήρθαμε εδώ και καλά κάναμε. Και κακώς δεν φύγαμε και πιο νωρίς. Και μετά, συναντηθήκαμε, όντως έγινε το ραντεβού με τις συμμαθήτριες στην Ομόνοια κάποια στιγμή. Κι όχι στην Ομόνοια, και παντού. Βρισκόμασταν παντού, γιατί όλες είχαν έρθει. Σχεδόν όλες. Λίγες, ελάχιστες είχανε μείνει κι αυτές φύγανε αργότερα. Και όλες σχεδόν συναντιόμασταν πλέον εδώ. Και κάθε φορά που συναντιόμασταν το θυμόμασταν αυτό το περιστατικό και πολλές φορές, ακόμα και τώρα αν βρεθούμε και το συζητήσουμε, πάλι θα κλαίμε. Ναι, ήτανε ένα πολύ έτσι… για εμάς τουλάχιστον, εκείνη την εποχή, μας κόστισε πάρα πολύ, ήτανε πολύ έτσι βαρύ. Και, εντάξει, ήτανε και η αφορμή να φύγουμε και να έρθουμε και στην Ελλάδα και καλά κάναμε. Και, εντάξει, το επόμενο τραγικό ήτανε οι απελάσεις, αυτό το τραγικό. Η ταινία «Η πολίτικη κουζίνα» το δείχνει πολύ ξεκάθαρα. Γι’ αυτόν που τα έζησε, καταλαβαίνει πώς ερχόταν, την ώρα που τρώγαν, ας πούμε, ο κόσμος, η αστυνομία και τους έλεγε: «Ξέρετε, εσύ κι εσύ κι εσύ αύριο το πρωί φεύγετε». «Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου…». Όχι. Και άρχισε ο ξεριζωμός και ήτανε η τελική, η χαριστική βολή αυτή του Ελληνισμού, της Ρωμιοσύνης της Πόλης. Έκτοτε μείνανε ελάχιστοι, τα ξέρετε πολύ καλά. Και εντάξει… Ναι, όταν τα θυμάσαι, έτσι πονάς, η αλήθεια. Αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε και τίποτα. Εμείς, σαν νέοι που ήμασταν τότε, εγώ, η αδερφή μου και άλλες φίλες και συγγενείς, όλες είχαμε τον νου μας στην Ελλάδα. Κάνουμε ό,τι κάνουμε, τελειώνουμε το σχολείο και… Δηλαδή κι οι επόμενες ηλικίες, οι επόμενες γενιές, αυτό κάνανε. Τελειώνανε εκεί το σχολείο, όσοι δεν μπορούσαν να φύγουν αμέσως, και ερχότανε εδώ… κάποια στιγμή όλοι ήταν εδώ. Και οι συμπατριώτες μου από την Τένεδο και από την Κωνσταντινούπολη, οι γείτονες, οι φίλοι, οι γνωστοί, οι συμμαθητές, οι συμμαθήτριες οι δικές μου, οι συμμαθητές του άντρα μου απ’ το Ζωγράφειο, δεν υπήρξε κανείς που έμεινε εκεί. Όλοι συναντιόμασταν εδώ, που γινόντουσαν οι εκδηλώσεις απ’ τα σωματεία, οι χοροί και γιορτές κι όλα αυτά. Όλοι εδώ ήμασταν πια. Εντάξει, τώρα και μετά από τόσα χρόνια, δεν μπορώ να πω ότι… Εντάξει, αναγκαστήκαμε να φύγουμε, ok, άλλοι υποχρεωθήκανε γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Εμείς ήμασταν Τούρκοι υπήκοοι, δεν είχαμε ελληνική υπηκοότητα σαν οικογένεια. Αλλά βλέπεις ότι δεν έχεις μέλλον πια, μετά απ’ αυτά που γίνανε, τα τελευταία γεγονότα. Βλέπεις ότι πρέπει να φύγεις, [00:30:00]δεν έχεις περιθώριο. Δηλαδή και να μείνεις εκεί, κάποια στιγμή θα αναγκαστείς να το κάνεις, οπότε γιατί να μην το κάνεις τώρα, να πας μια ώρα πιο μπροστά, εκεί που είναι να πας, για να στρώσεις, να φτιάξεις πάλι τη ζωή σου; Εμείς χαιρόμασταν πάρα πολύ που ήρθαμε στην Ελλάδα, γιατί αυτό θέλαμε. Γιατί, κακά τα ψέματα, εκεί αυτή η καταπίεση που νιώθαμε από τους Τούρκους, εντάξει, μπορεί να το συνηθίζεις κατά κάποιο τρόπο, αλλά δεν μπορείς να μην αντιδράς. Δηλαδή τι μας λέγανε; Περπατάς στον δρόμο, περνάει δίπλα σου ένας Τούρκος και σου λέει: «Μη μιλάς ελληνικά, εδώ είναι Τουρκία. Μίλα τούρκικα». Αυτό επαναλαμβανόταν μέσα στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στα τρόλεϊ, στα τρένα, ξέρω γω. Μετά που σχολούσαμε απ’ το σχολείο και βγαίναμε στη λεωφόρο του Πέρα και κάναμε και καμιά βολτούλα να δούμε και τ’ αγόρια μας, κι εκεί συνέβαινε. Και όπου πηγαίναμε, αν πήγαινες να καθίσεις κάπου, ας πούμε σ’ ένα κέντρο, σ’ ένα αυτό, κοίταζες να δεις μήπως είναι Τούρκοι και θα σ’ ακούσουνε, να μη μιλήσεις ελληνικά, γιατί μπορεί να γίνει και θέμα, δεν το ξέρεις αυτό. Και αυτό ήταν κάτι που μας ενοχλούσε, αλλά όχι σε βαθμό που να σε αναγκάσει να φύγεις. Το υπομέναμε κατά κάποιο τρόπο, λες: «Εντάξει, μειονότητα είμαστε, θα τα υποστούμε αυτά». Αλλά τα υπόλοιπα που ακολούθησαν, η αλήθεια ήταν ότι μας εξέπληξαν, εμάς τους νέους, αλλά απ’ την άλλη μας χαροποίησαν, γιατί ήταν ευκαιρία να ’ρθουμε στην Ελλάδα, που τόσο πολύ αγαπούσαμε και θέλαμε. Αυτό ήταν ένα περιστατικό που… ναι, νομίζω χαρακτηριστικό πολύ και δείχνει την αντίληψη που επικρατούσε εκείνη την εποχή, το ’64, στην Τουρκία και στην Κωνσταντινούπολη και όλα αυτά. Γιατί όλα τα σχολεία είχανε τότε, σ’ όλα τα σχολεία είχανε βάλει Τούρκους υποδιευθυντές, οπότε υπήρξε ένας αυστηρός, ένας έλεγχος καταπιεστικός –έτσι;–, για όλους όσοι το ζήσανε. Απέλασαν μετά καθηγητές, δασκάλους. Αρκετούς τους βλέπαμε εδώ και λέμε: «Τι έγινε; Κι εσύ εδώ; Κι εσύ εδώ;», ας πούμε. Όλοι φύγανε. Αυτοί που μπήκανε μετά, δεν ξέρω, ήτανε νεότερες γενιές, αλλά κάποιοι μείνανε, γιατί έπρεπε τα σχολεία να λειτουργήσουν. Έτσι; Δεν μπορούσαν να κλείσουν τα σχολεία. Και πάλι καλά δηλαδή που δεν τα κλείσανε κιόλας. Πάλι καλά. Δεν ξέρω πολιτικά τι παίχτηκε, αλλά θα μπορούσαν να τα ’χανε κλείσει. Ίσως κι ήτανε… Το πρώτο βήμα ήταν να μπούνε μέσα οι Τούρκοι διευθυντές… υποδιευθυντές συγνώμη. Και με τη δικαιολογία αυτή μπορεί να λεγόντουσαν διάφορα, ότι: «Ξέρετε, κάνουν έτσι, κάνουν προπαγάνδα υπέρ των Ελλήνων κι εμάς μας κατηγορούν», μπούρου-μπούρου, μπούρου-μπούρου, χίλια-δυο. Αλλά φαίνεται ότι δεν προλάβανε να το κάνουνε, επειδή άρχισε να φεύγει ο κόσμος. Τα σχολεία, εμείς ήμασταν τριάντα εννιά μαθήτριες, μόνο στο Ζάππειο, άλλες τόσες ήτανε στο Κεντρικό, και δεν ξέρω, ίσως λιγότερες, ήτανε και στο Ιωακείμειο. Ήτανε τρία τα παρθεναγωγεία έτσι που είχανε μαθήτριες. Επίσης, ήτανε το Ζωγράφειο και η Μεγάλη Σχολή και ο σύζυγος τότε, που ήτανε κι εκείνος του ’64 απόφοιτος, ήτανε δυο τμήματα… τρία! Τρία τμήματα. Ήτανε πάρα πολλά παιδιά. Και μετά από λίγα χρόνια αρχίσαν να μειώνονται δραματικά. Και φαίνεται είδαν αυτό και είπαν: «Εντάξει, τώρα τι να τα κλείσουμε; Είναι τρεις κι ο κούκος». Τόσοι είχανε μείνει. Και συνεχίζεται ακόμα. Έτσι; Αυτή η διαρροή των νέων ανθρώπων, ακόμα και μετά από εξήντα χρόνια, δυστυχώς συνεχίζεται. Αλλά αν θέλουμε να πούμε έτσι κάτι καλό, είναι το ευχάριστο ότι τα σχολεία μείνανε ανοιχτά. Είναι κάτι κι αυτό. Πάλι καλά! Ενώ ο κόσμος, ο κόσμος έφυγε. Όλοι μα όλοι: «Μα κι εσύ εδώ; Κι εσύ εδώ; Μα κι εσύ ήρθες;». Εντάξει, και δέκα χρόνια μετά ακόμα φεύγανε. Το ’74 ήρθε μία φίλη μου και συμμαθήτριά μου. Μετά από κει ήρθανε κι άλλες. Δηλαδή ερχόντουσαν συνέχεια κόσμος. Κι οι συγγενείς μας ήρθαν όλοι, δεν έμεινε πια κανείς εκεί. Και στο νησί, και στην Τένεδο, το ίδιο. Εκεί ήτανε πιο δραματικά τα πράγματα. Εκεί τώρα είναι μια άλλη ιστορία, να μη μπω σ’ αυτό. Νομίζω ότι είναι, είναι κι εκεί άλλο δράμα. Αλλά εγώ ήθελα να πω αυτό το περιστατικό, που είναι πολύ χαρακτηριστικό και μας σημάδεψε, γιατί υπάρχουνε κι άλλα, αλλά εντάξει λίγο πολύ έχουνε συζητηθεί, έχουνε ειπωθεί κι από άλλους και να μην τα επαναλαμβάνουμε και γινόμαστε και κουραστικοί. Αν θες να ρωτήσεις κάτι.

Ε.Δ.:

[00:35:00]Εγώ θα ήθελα να ακούσω για την Τένεδο, εάν θέλετε κι εσείς. Εννοώ, άμα δεν μπαίνετε σε δύσκολη θέση.

Ε.Μ.:

Όχι, καθόλου. Εγώ βέβαια δεν ζούσα στην Τένεδο, αλλά εμείς πηγαίναμε τα καλοκαίρια. Εκεί ζούσε η γιαγιά μου, οι θείες μου, οι θείοι μου, τα ξαδέρφια μου, φίλοι, γείτονες και συγγενείς διάφοροι, όλοι ήταν εκεί, όταν εμείς ακόμα ζούσαμε στην Πόλη. Και πηγαίναμε τα καλοκαίρια μας, οι διακοπές εκεί γινόντουσαν, γιατί είχαμε εκεί τα σπίτια μας, δηλαδή τους δικούς μας ανθρώπους. Μας έστελνε η μαμά εκεί, πρώτα εμάς, και μετά ερχόταν κι εκείνη, μας έπαιρνε και γυρίζαμε στην Πόλη. Κάπως έτσι περάσαν τα καλοκαίρια μας. Και έχω εικόνες από το νησί, γιατί επειδή έφυγα μωρό, θα μπορούσα να μην έχω. Αλλά επειδή πηγαίναμε τα καλοκαίρια, ήταν πάρα πολύ ωραία. Και όταν είσαι και παιδί, ναι, όλα ωραία τα βλέπεις, εντάξει. Από πλευράς πολιτικής, οι Τούρκοι είχανε απομονώσει και την Ίμβρο και την Τένεδο, τα δύο νησιά αυτά που είναι γειτονικά και με τη Συνθήκη της Λωζάνης, ξέρουμε, δοθήκανε στην Τουρκία. Λοιπόν, αφού κλείσανε τα σχολεία πρώτα κτλ… Το ’24 υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάνης και το ’27 κλείσανε τα σχολεία στην Τένεδο και στην Ίμβρο, το Δημοτικό, τα ελληνικά σχολεία, έτσι; Η μαμά μου η κακομοίρα κι ο μπαμπάς μου δεν είχανε σχολείο να πάνε, γιατί τα κλείσανε. Τότε που ήτανε παιδιά του Δημοτικού, τα κλείσανε οι Τούρκοι τα σχολεία, ενώ η Συνθήκη της Λωζάνης δεν έλεγε: «Κλείστε τα σχολεία», έλεγε ίσα ίσα άλλα πράγματα, που δεν τηρήθηκε κανένα άρθρο απ’ όλα αυτά. Να μην τα λέμε, τα ξέρουνε. Λοιπόν, και μάθανε μερικά έτσι ελληνικά, τουλάχιστον να μπορούν να διαβάσουνε και να γράψουνε στοιχειωδώς, απ’ τον παπά της ενορίας, που τους έκλεινε μέσα στην εκκλησία κρυφά, λες κι ήταν το Κρυφό Σχολείο –έτσι;–, λοιπόν, τους έκλεινε μες στην εκκλησία κρυφά, τους μάζευε, τα παιδιά του σχολείου, και τους μάθαινε γράμματα, για να μάθουν τα στοιχειώδη, να μη μείνουν εντελώς αγράμματοι. Ε, αυτό εκείνα τα χρόνια ήταν εφικτό, γιατί ο κόσμος δεν ήταν και πολύ των γραμμάτων. Ήταν άνθρωποι αγρότες οι περισσότεροι. Είχανε τ’ αμπέλια, γιατί η Τένεδος, πρέπει να το πούμε εδώ για όσους δεν το ξέρουνε, παρήγαγε –τώρα πια τελείωσε κι αυτό– τα καλύτερα σταφύλια εκεί στην Τουρκία. Ήταν τα σταφύλια τα λεγόμενα τσαούσια, τα επιτραπέζια, που ήτανε μιας εξαιρετικής ποιότητος σταφύλι. Κι αυτά βγαίνουνε μόνο στην Τένεδο. Και επειδή ήταν ένα προϊόν που πωλούνταν, τέλος πάντων, κατά κάποιο τρόπο σε καλές τιμές, ο κόσμος το προτιμούσε. Και φύτευε αμπέλια, τα συντηρούσαν και τα προσέχανε πάρα πολύ, με τρόπους βιολογικούς καθαρά, χωρίς χημικά κτλ., κτλ., και χωρίς πότισμα. Και γινόταν εξαιρετικά. Και, εντάξει, και κάποιες φορές, κάποιες χρονιές, πιάνανε καλές τιμές. Κάποιες χρονιές, τους χαντακώνανε οι Τούρκοι και τους τα παίρνανε και τζάμπα. Τέλος πάντων, λοιπόν, η δουλειά τους ήταν αυτή. Οι άνθρωποι δηλαδή εκεί ήτανε φτωχοί άνθρωποι, δεν είχανε δυνατότητες ούτε σχολείο να πάνε ούτε και να κάνουνε άλλα επαγγέλματα. Τα επαγγέλματα ήτανε: τσαγκάρης, κατασκευαστής βαρελιών, λόγω του κρασιού… Γιατί τα σταφύλια ήτανε τα επιτραπέζια και κάποιες ποικιλίες ήτανε για τα κρασιά. Λοιπόν, τσαγκάρης, βαρελοποιός, μαραγκός, ξυλουργός δηλαδή, κτίστης… Αυτά εκεί, αυτές τις δουλειές κάνανε αυτοί που… Κάποιοι είχανε και τ’ αμπέλια, γιατί το αμπέλι δεν σε απασχολεί όλο τον χρόνο, είναι κάποιες εποχές που σε απασχολεί, και τον υπόλοιπο χρόνο βρίσκανε κάποια επαγγέλματα και ασχολούνταν, γιατί δεν μπορούσαν να τα κάνουν όλα τα επαγγέλματα. Παρένθεση. Να πούμε εδώ ότι μετά το ’22, που είχε αδειάσει η Τένεδος, γιατί φύγανε, φοβόντουσαν οι άνθρωποι εκεί και φύγανε και σκορπίσανε σε διάφορα μέρη, κυρίως στην Ελλάδα, όταν υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάνης, είπανε ότι: «Μπορείτε να γυρίσετε πίσω», γιατί τα σπίτια τα ’χανε αφήσει και φύγανε, δεν πουληθήκανε τότε. Λοιπόν, οι περισσότεροι γυρίσανε. Κάποιους άλλους όμως οι Τούρκοι δεν τους αφήσανε. Αυτοί που είχαν ένα επίπεδο μορφωτικό, οι γιατροί, οι νομικοί, δάσκαλοι, δεν ξέρω τώρα εκείνη την εποχή τι άλλα υπήρχανε, αυτοί που είχαν ένα επίπεδο μορφωτικό, δεν τους επετράπη η είσοδος. Τους απέκλεισαν από τη λίστα. Γυρίσανε οι πιο χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, που δεν τους φοβόντουσαν. Γιατί σου λέει: «Άμα φέρουμε και τους μορφωμένους εδώ πέρα, θα σηκώσουν κεφάλι, γιατί θα ξέρουν τι γράφει η Συνθήκη της [00:40:00]Λωζάνης και θα βρούμε τον μπελά μας. Άρα, κόψ’ τους». Και δεν μπορέσανε να γυρίσουν στην πατρίδα τους οι άνθρωποι. Και γυρίσανε αυτοί που, τέλος πάντων, ήταν έτσι. Και βέβαια εγκατασταθήκαν εκεί κτλ. Το νησί θεωρητικά και τυπικά ήτανε υπό την κυριαρχία της Τουρκίας –τίποτα δεν τηρήθηκε απ’ όλα αυτά που έλεγε η Συνθήκη της Λωζάνης–, αλλά ο κόσμος είχε το καθημερινό του, ζούσαν εκεί… Νερό δεν είχανε, ρεύμα δεν είχανε. Και δεν είχαν και σκοπό να βάλουνε οι Τούρκοι, γιατί σου λέει: «Άσ’ τους τώρα αυτούς εκεί πέρα, Ρωμιοί είναι, ας κάθονται εκεί πέρα. Τι μας νοιάζει εμάς; Ας κάνουν ό,τι θέλουνε». Είχανε βάλει, θυμάμαι, παιδάκι, ένα καλοκαίρι είδαμε τις κολόνες τις μεταλλικές για το ρεύμα, για να περάσει το ρεύμα της ΔΕΗ, και περάσανε χρόνια και το ρεύμα δεν ερχότανε. Το ρεύμα ήρθε στην Τένεδο… Όταν πήγαμε με τον άντρα μου και τον γιο μου, το 1988 ή ’89, και πήγαμε μια επίσκεψη τότε στο νησί, ακόμα ζούσε η θεία μου, η γιαγιά μου είχε πεθάνει, και άναψε τα φώτα, αλλά 10 η ώρα τα φώτα σβήνανε. Λέει: «Άντε να κοιμηθούμε, γιατί 10 η ώρα δεν θα ’χουμε φώτα». Και λέει ο σύζυγος, αντάρτης μια ζωή: «Τι λες, ρε θεία;», λέει, «Θα κοιμηθούμε απ’ τις 10 η ώρα;». «Μα», λέει, «δεν θα ’χουμε», λέει, «φώτα. Μας τα κλείνουνε». ’89. Λοιπόν. Αλλά μετά από αυτές τις χρονιές, που έφυγε… έφυγε ο Ελληνισμός, έτσι; Όλα αυτά τα χρόνια, η Τένεδος άδειασε. Ήτανε πάνω από χίλια-χίλια διακόσια άτομα Έλληνες, Ρωμιοί, και καμιά πεντακοσαριά Τούρκοι… Γηγενείς όμως. Έτσι; Γιατί μετά ήρθανε απ’ την Ανατολή. Λοιπόν, η Τένεδος άργησε να πάρει μπρος, γιατί περιμένανε οι Τούρκοι ν’ αδειάσει πρώτα από τους ντόπιους Ρωμιούς, να φύγουνε… Που φύγανε οι κακόμοιροι, γιατί τι να κάνουν; Φύγαν τα παιδιά τους, φύγανε οι συγγενείς τους, φύγανε οι φίλοι, δουλειές δεν μπορούσαν να κάνουνε, δεν είχανε τις δυνατότητες, δεν είχανε οικονομική άνεση, δεν είχανε τίποτα, και σου λέει, όπως φύγανε απ’ την Πόλη οι άλλοι Ρωμιοί, τα μαζέψαν λοιπόν και… Άλλοι φύγανε κρυφά, τη νύχτα, με βάρκες και καΐκια, γιατί δεν τους δίνανε τέτοια –πώς το λένε;–, διαβατήρια κι αυτά και φύγανε κρυφά. Αφήσανε πίσω οικογένειες, περιουσίες. Τέλος πάντων, γίνανε κι εκεί δράματα μεγάλα. Έτσι; Φύγανε κρυφά, νύχτα, πολλοί. Και κάποιοι ήρθαν και επίσημα, με διαβατήρια κτλ., κάποιοι ήρθαν κρυφά. Ήρθαν λοιπόν οι περισσότεροι στην Ελλάδα. Άλλοι πήγανε στην Γαλλία, πολλοί πήγανε στην Αυστραλία και κάποιοι πήγαν στην Αμερική. Και έχουμε κοινότητες εκεί, έχουμε και συλλόγους κτλ. Στην Αυστραλία περισσότεροι, στην Ελλάδα αρκετοί. Ναι, και μετά, αφού φύγανε όλοι οι Ρωμιοί πια από τα νησιά… Κι απ’ τα δύο, γιατί και στην Ίμβρο το ίδιο έγινε –έτσι;–, παράλληλα αυτά λειτουργούνε. Όταν φεύγανε οι δικοί μας, οι Ρωμιοί, πουλούσανε τα σπίτια τους, γιατί χρειαζόντουσαν, αφενός, χρήματα και, αφετέρου, υπήρχανε αγοραστές. Ποιοι; Οι Τούρκοι απ’ την Ανατολή. Έπεσε σήμα ότι: «Ελάτε στην Τένεδο, γιατί πωλούνται τζάμπα τα σπίτια». Λοιπόν, ερχόντουσαν λοιπόν οι Τούρκοι απ’ την Ανατολή… Νομίζω απ’ τους γηγενείς ελάχιστοι αγοράσανε. Αυτοί, οι ντόπιοι Τούρκοι, στεναχωρηθήκανε πάρα πολύ που τους χάσανε τους Ρωμιούς, γιατί ήτανε πια μεγαλωμένοι από παιδιά, δηλαδή ήταν σαν μια οικογένεια. Τώρα, αν από μέσα τους είχαν και το μίσος, δεν μπορώ να το ξέρω, αλλά απ’ ό,τι μάθαμε και μετά και μου λέγαν και τα ξαδέρφια μου: «Εμείς», λέει, «μ’ αυτούς από παιδιά μαζί ήμασταν, μαζί μεγαλώσαμε. Σ’ έναν τόπο ζούσαμε». Δηλαδή αυτοί οι Τούρκοι ξέρανε και ελληνικά, οι περισσότεροι, οι δικοί μας μάθανε τούρκικα, γιατί οι γειτονιές ήτανε ξέχωρες, χώριζε ένα χαντάκι, ένα ρυάκι, ένα ποταμάκι τους χώριζε τις γειτονιές, αλλά υπήρχανε τρόποι επικοινωνίας, δεν ήτανε σε απομόνωση. Αλλά και φαίνεται οι Τούρκοι, αυτοί οι ντόπιοι, δεν θέλανε να αγοράσουνε τα σπίτια των Ελλήνων. Και ήρθανε από απέναντι οι Τούρκοι, Ανατολίτες, και αγοράζανε μπιρ παρά που λένε –ξέρεις τι θα πει «μπιρ παρά», τζάμπα, αντί πινακίου φακής, πώς λέγεται, κάπως λέγεται αυτό– και έτσι τα σπίτια των Ρωμιών πουληθήκανε, αγοραστήκανε από Τούρκους. Ενώ στην Ίμβρο δεν συνέβη αυτό. Επειδή, δεν ξέρω, δεν ενδιαφερθήκανε να πάνε να αγοράσουν κι έτσι τα σπίτια τα αφήναν και φεύγανε. Και αρκετά σπίτια μείνανε βέβαια πίσω. Και έτσι άδειασε η Τένεδος και άρχισε να γεμίζει με Τούρκους. [00:45:00]Το δικό μας το σπίτι, το σπίτι που γεννήθηκα, που ήταν της μαμάς μου προίκα, το έδωσε, το πούλησε στην αδερφή της και αυτοί μείνανε μέχρι τελευταία, πεθάνανε εκεί, δεν φύγανε ποτέ. Η άλλη θεία μου, που έμενε δίπλα στη μαμά μου, το πούλησε σε Τουρκάλα, το ’κανε πανσιόν. Παραδίπλα, οι γείτονές μας είχαν ένα πολύ ωραίο μεγάλο διώροφο σπίτι γωνιακό, πάρα πολύ ωραίο… πάει κι αυτό, το κάνανε πανσιόν οι Τούρκοι. Όλα τα ελληνικά σπίτια είναι πανσιόν, ελάχιστοι μένουνε οι ίδιοι εκεί. Και αγοράσανε και πάρα πολλά εξοχικά. Γιατί η Τένεδος ήταν μοιρασμένη στα δυο, το χωριό μέσα, που ήταν τα σπίτια που μένανε ο κόσμος τον χειμώνα, και πολλοί απ’ αυτούς είχανε κάποια εξοχικά, γιατί ήταν οι εργασίες το καλοκαίρι στην εξοχή. Ήταν τ’ αμπέλια, τα μποστάνια, τα αγγούρια, τα κολοκύθια, τα καρπούζια, όλα αυτά έπρεπε να τα προσέχουνε. Και επειδή τότε δεν υπήρχανε μέσα συγκοινωνίας, ήταν μόνο τα γαϊδουράκια και τα άλογα, μ’ αυτά πηγαινοερχόντουσαν χωριό-εξοχή, εξοχή-χωριό, κι ήτανε δύσκολο να πηγαινοέρχεσαι και μετακομίζανε τα καλοκαίρια στα εξοχικά σπιτάκια, που ήταν κάτι μικρά –συγνώμη–, μικρά σπιτάκια. Και κάποια στιγμή άρχισαν να αγοράζουν βέβαια κι αυτά. Φτιάξανε τώρα βίλες, σπίτια πολυτελείας, με όλα τα κομφόρ, πήγε το ρεύμα, πήγε το νερό… Φέρανε νερό απ’ την Ανατολή με υπόγειους σωλήνες, γιατί η Τένεδος, ένα μικρό νησί, δεν είχε δυνατότητα νερού κι όσο αύξανε ο πληθυσμός τόσο υπήρχε ανάγκη νερού. Και μάλιστα φέτος ξαναφέρανε νερό από μία πηγή, δεν ξέρω, κάπου ψηλά στην Ανατολή και όλο τον χειμώνα δουλεύανε έργα, κάνανε έργα και σκάψανε όλους τους δρόμους, για να περάσουνε καινούργιους σωλήνες… με περισσότερο νερό; Τώρα, καλύτερο νερό; Δεν ξέρω. Πάντως, μετά το ’90 άρχιζε να παίρνει τα πάνω της η Τένεδος. Και τώρα είναι ένα τουριστικό νησί, με πάρα πολύ κόσμο, με όλα τα σπίτια φτιαγμένα, ανακαινισμένα. Ευτυχώς δεν γκρεμιστήκανε τα σπίτια, απαγορεύτηκε, διατηρηθήκανε. Μόνο ανακαίνιση επιτρέπουνε να κάνεις. Αλλά στην εξοχή φτιάξανε σπιταρόνες, πολύ πράμα. Έτσι; Και ζούνε αυτοί καλά… αυτοί εκεί κι εμείς εδώ. Όλα, τα πάντα, όλα τα ’χουνε τώρα. Εισαγωγές, στέλνουν απ’ την Ανατολή. Δεν λείπει τίποτα απ’ το νησί πια. Νοσοκομεία γίνανε, φαρμακεία ανοίξανε, γιατροί πήγανε. Στην εποχή μας, άμα αρρώσταινες, δεν υπήρχε γιατρός, έπρεπε να φύγεις, να πας στο Τσανάκκαλε. Πεθαίνανε γυναίκες τότε, στην εποχή που ζούσαν ακόμα εκεί, πεθαίνανε έγκυες γυναίκες, αν είχανε πρόβλημα στη γέννα, πεθαίνανε στον δρόμο, δεν προλαβαίνανε να πάνε. Γιατί είχανε μία μαμή, Τουρκάλα κι αυτή, που αν υπήρχε δυσκολία σ’ αυτό το θέμα, πάει η γυναίκα, καμιά φορά και το παιδί μαζί. Δεν υπήρχανε γιατροί, δεν φέρνανε. Σου λέει, μια μαμή σας φτάνει. Τώρα τα πάντα. Τα πάντα, τα πάντα, τα πάντα. Τα φέριμποτ, τα δρομολόγια είναι κάθε μια ώρα, γιατί η σύνδεση είναι απέναντι στην Ανατολή, είναι 3 μίλια δρόμος, πόσο είναι, νομίζω, και υπάρχουν… κάθε μια ώρα τα φέριμποτ κουβαλάνε αυτοκίνητα. Μιλάμε… Κι επειδή το νησί είναι ακριβό, κοστίζει δηλαδή πάρα πολλά λεφτά, και τα ξενοδοχεία κι όλ’ αυτά, δεν μπορεί να πάει ο καθένας. Πάνε μόνο οι πλούσιοι κι αυτοί που μπορούσαν κι αγοράσανε όλα αυτά εκεί, όταν οι τιμές από τζάμπα γίνανε απλησίαστες. Έτσι; Τώρα δηλαδή εγώ δεν μπορώ να πάω ν’ αγοράσω, ας πούμε, το σπίτι της μαμάς μου. Λένε ότι το σπίτι της μαμάς μου αυτή τη στιγμή πρέπει να κάνει πάνω από 350.000 ευρώ, γιατί είναι στο κέντρο, σε πολύ καλό σημείο, σε γωνιακό μέρος, απέναντι απ’ την εκκλησία. Δεν είναι ψηλά στον λόφο ούτε μέσα στο… Είναι σε ένα πολύ καλό σημείο. Και λέω τώρα εγώ: «Αν είχα 350.000, θα πήγαινα ν’ αγοράσω το σπίτι της μαμάς μου που…;». Τι να πω τώρα; Δηλαδή τρομερά πράγματα. Αλλά, δυστυχώς, το χαίρονται οι Τούρκοι το νησί. Εμείς, εντάξει, πάμε σαν επισκέπτες, πληρώνουμε χρυσά τα ξενοδοχεία και τα φαγητά και τα αυτά, ρίχνουμε μια ματιά, κλαίμε… Κλαίμε. Κλαίμε δυστυχώς. Κι έτσι… Ε, κλαίμε, γιατί εμείς έχουμε και αναμνήσεις και ωραίες αναμνήσεις, αλλά αλλάζουν τα πράγματα. Ανακαλύψανε το νησί… Επειδή η Τουρκία δεν έχει νησιά, θέλει να ανταγωνιστεί και την Ελλάδα και τα μόνα νησιά ήταν η Τένεδος και η Ίμβρος. Η Τένεδος πιο εύκολη, πιο κοντά στην Ανατολή –γιατί η Ίμβρος είναι πιο μακριά–, πιο ωραίο νησάκι, [00:50:00]γιατί είναι μικρό αλλά ωραίο, είναι φλατ, επίπεδο, δεν έχει κατσάβραχα, βουνά άγρια και τέτοια πράγματα. Οπότε, σου λέει, εδώ η εκμετάλλευση είναι πιο εύκολη. Λοιπόν, πιάσανε πρώτα την Τένεδο και τώρα νομίζω θα πιάσουν και την Ίμβρο, γιατί ακούω ότι κι εκεί γίνονται διάφορα έργα, ξενοδοχεία φτιάχνουνε, δρόμους κι αυτά. Κάποια στιγμή θα φτάσει και η Ίμβρος σ’ αυτό το σημείο, ας είναι και λίγο πιο μακριά. Είναι πιο μακριά. Ενώ η Τένεδος ήταν πιο προσβάσιμη, πιάσανε πρώτα την Τένεδο. Όταν πας στην Τένεδο, νομίζεις πως είσαι στη Μύκονο. Δηλαδή, τώρα, αυτές τις εποχές, ας πούμε, το καλοκαίρι, βγάζουνε σ’ όλα τα πεζοδρόμια έξω τραπεζάκια με μπλε και άσπρα τραπεζομάντιλα. Λες: «Στην Ελλάδα είμαι; Πού είμαι;». Αν αυτό δεν είναι ανταγωνισμός, τι είναι; Δεν είναι; Μαξιλάρια θαλασσιά, άσπρους καναπέδες… Τι να σας πω; Πολυτέλεια πια… Φαγητά, μενού ευρωπαϊκά, μπραντς, μαντς, πράματα, θάματα. Στην Τένεδο. Κι εμείς τα κοιτάμε από απόσταση. Όλα τα σπίτια… Η θεία μου είχε ένα πολύ ωραίο σπίτι διώροφο, πάει κι αυτό. Τέλος πάντων, τι να κάνουμε; Αυτά έχει η ζωή. Όταν ζεις σε μειονότητα, τελικά δεν είναι καλό πράγμα, υποφέρεις. Υποφέρεις πάρα πολύ. Και διάφορα τέτοια περιστατικά. Φτάνει, να τελειώσουμε. Λοιπόν, αρκετά είπα. Νομίζω ότι κάλυψα ίσως το μεγαλύτερο μέρος. Υπάρχουν βέβαια κι άλλα, άμα θέλουμε να τα ψάξουμε, μπορούμε να βρούμε, αλλά νομίζω ότι αρκετά χαρακτηριστικά αυτά που είπα. Ευχαριστώ πάρα πολύ.

Ε.Δ.:

Εγώ ευχαριστώ, πολύ.