© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Το ξύλο στο Δημοτικό τη δεκαετία του '60: «Εμένα, όμως, το αριστερό μου χέρι ήταν το καλό μου το χέρι»

Κωδικός Ιστορίας
22383
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Καλλιόπη Παπαγεωργίου (Κ.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
31/05/2022
Ερευνητής/τρια
Ειρήνη Κοτσέλη (Ε.Κ.)
Ε.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα. Ονομάζομαι Ειρήνη Κοτσέλη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, είμαι μαζί με την-

Κ.Π.:

Καλλιόπη Παπαγεωργίου.

Ε.Κ.:

Βρισκόμαστε στο σπίτι της, στη Σαλαμίνα. Η ημέρα είναι Τετάρτη, 1 Ιουνίου 2022 και η ώρα είναι 10:45 μ.μ. Ποια είναι η σχέση σου με τη Σαλαμίνα;

Κ.Π.:

Στη Σαλαμίνα είχαμε το εξοχικό μας. Από το ’70 νομίζω, ΄71, εκεί. Μέναμε στην Αθήνα. Και όταν παντρεύτηκα με τον σύζυγό μου , το κάναμε μόνιμο εδώ το εξοχικό. Το κάναμε μόνιμη κατοικία.

Ε.Κ.:

Έμενες στην Αθήνα είπες.

Κ.Π.:

Ναι. Συγκεκριμένα, στην Αγία Άννα, στο Ρέντη.

Ε.Κ.:

Εκεί μεγάλωσες; Εκεί γεννήθηκες;

Κ.Π.:

Γεννήθηκα στο Ρέντη και μετά μετακομίσαμε στην Αγία Άννα, που ήταν το δικό μας σπίτι.

Ε.Κ.:

Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια εκεί;

Κ.Π.:

Σαν παιδάκι μεγάλωσα πάρα πολύ ωραία, με πολλή στοργή, αγάπη. Μέναμε στο σπίτι μας με την αδελφή του μπαμπά μου, τη μητέρα του, τον πατέρα του και τον αδελφό μου, που ήταν ένα χρόνο πιο μικρός από εμένα, που είναι.

Ε.Κ.:

Άρα, ήσασταν δύο αδέλφια, έτσι;

Κ.Π.:

Δύο αδέλφια και μετά αποκτήσαμε κι άλλο ένα αδελφάκι, μετά από χρόνια, άλλο ένα αγόρι.

Ε.Κ.:

Έπαιζες με τα παιδιά της γειτονιάς; Περιέγραψε μου, έτσι, λίγο τα παιδικά σου χρόνια στη γειτονιά.

Κ.Π.:

Ναι. Βέβαια παίζαμε. Ήτανε πολύ ξέγνοιαστα όλα. Ήμασταν χαρούμενα παιδάκια, όλοι στη γειτονιά αγαπημένοι. Ήτανε πάρα πολύ ωραία.

Ε.Κ.:

Πότε πήγες σχολείο; Θυμάσαι ποια χρονολογία;

Κ.Π.:

Όταν μετακομίσαμε στο δικό μας το σπίτι, πήγα σχολείο. Είχαμε σχολείο στη γειτονιά μας, αλλά ήτανε δημόσιο αυτό. Αλλά επειδή οι γονείς μας εργαζόντουσταν και μας μεγάλωνε η γιαγιάς μας, μας κρατούσε στο σπίτι, δεν μπορούσε να μας πηγαίνει. Φοβότανε να μας παίρνει, τώρα, μικρά παιδάκια και να μας περνάει απ’ τους δρόμους και να μας πηγαίνει στο σχολείο εκείνη. Και έτσι, αναγκάστηκαν οι δικοί μας, παρόλο που δεν ήμασταν και πλούσιοι, αλλά εντάξει, τα βγάζανε πέρα και μας πήγανε σε ιδιωτικό σχολείο. Είχαμε και κάποια γειτονάκια εκεί, που πηγαίνανε κι αυτά στο ιδιωτικό και έτσι πήρανε πληροφορίες και μας πήγανε κι εμάς εκεί.

Ε.Κ.:

Θυμάσαι το πρωινό που ξύπνησες και ετοιμάστηκες, για να πας στο σχολείο;

Κ.Π.:

Όχι, δεν θυμάμαι σαν πρώτη μέρα στο σχολείο. Δεν το θυμάμαι καθόλου. Θυμάμαι, όμως, ότι με τα χρόνια, δηλαδή, έτσι, όπως μου έχει μείνει στο μυαλό, ότι ερχόταν το σχολικό, μπαίναμε τα παιδάκια της γειτονιάς, αυτά που πηγαίναμε με το πούλμαν, μπαίναμε μέσα. Θυμάμαι τη γιαγιά μου, που ερχότανε με το γάλα, γιατί, δεν το ‘πινα. Πόναγε το στομάχι μου κάθε πρωί, είχα τα προβλήματά μου. Δεν ήθελα, φοβόμουνα. Και με κυνήγαγε με το γάλα, να το πιω. Μέχρι τελευταία στιγμή που έκλεινε η πόρτα στο σχολικό, η γιαγιά με το γάλα, να με κυνηγάει να το πιω. Και μετά, όταν πηγαίναμε στο σχολείο, θυμάμαι στο ιδιωτικό. Ήταν η ιδιοκτήτρια και ήταν και δασκάλα. Και τα προβλήματα μου ξεκίνησαν μ’ αυτήν. Σαν παιδάκι κι εγώ, όπως με έφτιαξε η φύση, χωρίς να με ρωτήσει, με έκανε αριστερόχειρα. Από εκεί, ήτανε το μεγάλο μου έγκλημα αυτό, που ήμουνα αριστερή. Από εκεί, ξεκίνησαν τα βάσανά μου. Και μάλλον, γεννήθηκα σε λάθος εποχή, γιατί τότε το αριστερό ήταν απαγορευμένο. Και έτσι, θυμάμαι, καθότανε στην πόρτα του εκπαιδευτηρίου, κάθε πρωί, η διευθύντρια και της φιλούσαμε το χέρι ένα-ένα όλα τα παιδιά! Σαν να ήταν καρδινάλιος! Φορούσε κι ένα δαχτυλίδι, μεγάλο έτσι, μια πέτρα μεγάλη, όπως το θυμάμαι τώρα, που έσκυβα και φίλαγα το χέρι της. Νόμιζες ότι ήταν ένας καρδινάλιος και όχι δάσκαλος. Το θεωρούσε αυτό ότι ήτανε σεβασμός και έπρεπε όλοι να φιλάμε το χέρι αυτής της διευθύντριας και να μπαίνουμε στην τάξη. Σπάνιες ήταν οι φορές που δεν ήτανε μπροστά στην εξώπορτα μόλις μας κατέβαζε το σχολικό, για να της φιλάμε το χέρι. Ήταν σπάνιες αυτές οι περιπτώσεις που δεν βρισκόταν αυτή μπροστά εκεί. Ήταν καθιερωμένο. Έπρεπε να φιλήσουμε το χέρι, πρώτα, της δασκάλας και μετά να μπούμε μες τις τάξεις. Ένας-ένας με τη σειρά, σαν στρατιωτάκια! Αυτό μου έχει μείνει στο μυαλό. Δεν μου φεύγει με τίποτα αυτό το πράγμα. Δεν ξέρω γιατί το έκανε αυτό! Τόσο ανάγκη είχε αυτήν την αποδοχή από τα παιδιά, ότι είναι κάτι ανώτερο αυτή και έπρεπε να την προσκυνάμε; Δεν μπορώ να το εξηγήσω αυτό το πράγμα! Γιατί το έκανε αυτό το πράγμα δεν μπορώ να το εξηγήσω. Λοιπόν. Και αυτό το πράγμα συνεχιζόταν έτσι. 2 χρόνια πήγα σε αυτό το σχολείο, Α΄ και Β΄ Δημοτικού και ήτανε καθημερινό αυτό. Λοιπόν. Και τα προβλήματα μου ξεκίνησαν, όπως σας είπα, γιατί έγραφα με το αριστερό το χέρι. Μόλις με είδε αυτή να γράφω με το αριστερό το χέρι… Γιατί, να σας πω κιόλας, δεν είχαμε ένα δάσκαλο σε αυτό το σχολείο. Κάθε μάθημα ήτανε και διαφορετικός καθηγητής, δάσκαλος, σαν να πούμε. Άλλος ήτανε για Γλώσσα, άλλος για Μαθηματικά, άλλος για Ιστορία, άλλος για Θρησκευτικά. Όλα τα μαθήματα ήτανε και ξεχωριστός δάσκαλος. Δεν μπορούσαμε να δεθούμε μ’ έναν δάσκαλο. Και την είχαμε κι αυτήν. Τώρα, δεν θυμάμαι σε ποιο μάθημα την είχα. Πρέπει να την είχα στη Γλώσσα, γιατί αυτή είχε πρόβλημα που μ’ έβλεπε και έγραφα με το αριστερό. Λοιπόν, όποτε με έβλεπε να γράφω με το αριστερό, ερχότανε κοντά μου, μου χτύπαγε το χέρι με δύναμη με το χάρακα ή με χαστούκια ή να μου τραβάει τα αυτιά ή το τσουλούφι και μου έλεγε: «Όχι με αυτό το χέρι! Με το άλλο, το καλό, το δεξί!». «Μα δεν μπορώ, κυρία, να γράψω εγώ με το άλλο το χέρι. Με αυτό μπορώ να γράφω». «Όχι, θα μάθεις με το άλλο!». Και να ξύλο, να κλάμα εγώ. Αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ αν στην τάξη αυτή μέσα είχαμε κι άλλα αριστερά παιδάκια να γράφουν με το αριστερό. Δεν μπορώ να το θυμηθώ με τίποτα αυτό το πράγμα. Σαν να είναι μια θολούρα στο μυαλό μου. Είχα μόνο το δικό μου το πρόβλημα φαίνεται να αντιμετωπίσω και δεν μπορούσα να θυμηθώ αν ήτανε κι άλλα παιδάκια έτσι. Λοιπόν. Αυτό συνεχίστηκε. Και τις δύο χρονιές που πήγαινα εκεί, ξύλο! Όχι, αστεία! Ξύλο, γιατί έγραφα με το αριστερό! Δεν γινόταν αυτό το πράγμα. Όσες φορές και να μου το έλεγε αυτή, πάντα, εγώ ξεχνιόμουνα και έπιανα το χέρι. Πάντα να γράφω με το αριστερό εγώ. Λοιπόν, εγώ μετά τι να προλάβω; Να γράφω με το αριστερό; Να ξαναμάθω από την αρχή; Να γράφω με το δεξί; Να βλέπω στον πίνακα, που έγραφαν τα μαθήματα; Δεν προλάβαινα, γιατί εφόσον το χέρι μου δεν ήτανε γρήγορο, δεν προλάβαινα να γράφω και από τον πίνακα αυτά που μας λέγανε, αυτά που μας είχανε γράψει στον πίνακα. Και τα σβήνανε και εγώ έμενα άγραφτη. Δεν προλάβαινα να γράψω. Λοιπόν, από ορθογραφία δεν έμαθα τίποτα! Από Μαθηματικά δεν έμαθα τίποτα, γιατί είχα το νου μου να κρατάω το μολύβι ξανά από την αρχή. Να μάθει ο εγκέφαλός μου να κρατάω το μολύβι με το δεξί το χέρι. Δεν προλάβαινα τίποτα να κάνω! Όπως καταλαβαίνετε, δεν ήμουνα καλή μαθήτρια. Κι όσο δεν ήμουνα καλή μαθήτρια τόσο με τιμωρούσανε.

Ε.Κ.:

Το '69, που ξεκίνησες το σχολείο, τι είδος εκπαιδευτικού συστήματος ακολουθούσαν;

Κ.Π.:

Τώρα, τι σύστημα να είχανε; Ήτανε πάρα πολύ αυστηροί. Μόνο δύο… Καθηγητές τους λέγαμε τότε. Μόνο δύο καθηγητές ήτανε, που ήντουσταν πιο καλοί, δηλαδή και τη φοβόντουσταν κι αυτοί, γιατί ήταν πολύ αυστηροί… Αυτοί οι άνθρωποι θέλανε να δουλέψουνε. Άμα βλέπανε, ότι μας υποστηρίζουνε, μπορεί να τους έδιωχναν. Αυτοί οι δύο καθηγητές, έτσι μία κυρία - Ελλάς τη λέγανε, το επίθετο της. Καλή της ώρα! Δεν ξέρω και αν ζει - και ένας κύριος - Χωρεμιώτης λεγότανε. Κι αυτός πολύ καλός άνθρωπος. Σίγουρα, δεν θα ζει αυτός, γιατί ήταν, ήδη, μεγάλος από τότε - και αυτοί οι δύο, δηλαδή, μου δείξανε, λίγο παραπάνω στοργή. Βλέπανε ότι ήταν δύσκολα τα πράγματα για εμένα. Πώς να επιβιώσω σε αυτήν την κατάσταση; Και όταν βλέπανε και αυτήν την ίδια, που ερχότανε μέσα στην τάξη στην αλλαγή της ώρας, πώς μου φερότανε και καταλαβαίνανε ότι ένα παιδάκι μικρό τώρα… Εγώ πήγα και μικρή. Λέγανε ότι κέρδισα χρόνο. Τι χρόνο κέρδισα; Έχασα χρόνο από την ξεγνοιασιά της οικογένειάς μου. Γιατί πήγα... 5,5 χρονών πήγα Α΄ Τάξη και δεν πήγα καν Νήπιο. Λέγανε ότι κέρδισα χρόνο και γι’ αυτό έπρεπε να πάω κατευθείαν στην Α΄. Λοιπόν, ένα παιδάκι, τώρα, 5,5 χρονών να το χτυπάς γιατί γράφει με το αριστερό! Πώς να το εξηγήσεις αυτό το πράγμα; Και δεν μπορώ να θυμηθώ. Εγώ αυτό το πράγμα το έκανα παράπονο στους γονείς μου; Ξέρανε οι γονείς μου τι τραβάω [00:10:00]εγώ σε αυτό το σχολείο; Αυτό δεν μπορώ να το θυμηθώ. Δηλαδή, και πληρώναμε και με δέρνανε. Και να μην μπορώ να μιλήσω, να πω κάτι, γιατί έπρεπε να πάω εκεί, αναγκαστικά να πάω εκεί. Δεν γινότανε διαφορετικά. Και πιστεύω ότι αυτή η γυναίκα, με αυτόν τον τρόπο, μου σταμάτησε όλη την εξέλιξη της ζωής μου. Γιατί μπορεί να είχα γίνει μια πολύ καλή επαγγελματίας. Μπορεί και γιατρός, μπορεί κάτι. Επιστήμονας να είχα γίνει, γιατί ήμουν ένα έξυπνο, συμπαθητικό παιδάκι. Και μόνο που μ’ έβλεπε ένα μουτράκι τόσο δα μικρό, 5,5 χρονών, να το δέρνει με αυτό το μίσος, γιατί πιάνει και γράφει με τ’ αριστερό, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αυτό το πράγμα. Αλλά τώρα, που έχω μεγαλώσει, λέω: «Μήπως της είχανε σφυρίξει κιόλας ότι ο παππούς μου ήταν Αριστερός, στις εξορίες, ότι ήτανε, ότι είχε προβλήματα πολλά με το τότε το καθεστώς;». Της το ‘χανε σφυρίξει και τότε ήτανε που σαν να με μίσησε; Δεν ξέρω! Γιατί με εμένα, μόνο με εμένα είχε αυτό το πρόβλημα! Δεν ξέρω γιατί το έκανε αυτό το πράγμα! Λοιπόν. Και ένα πράγμα που θυμάμαι πάρα πολύ, πάρα πολύ αυτό το πράγμα, είναι ότι με είχε σηκώσει στον πίνακα μια φορά και έπιασα εγώ… Ξεχάστηκα και έπιασα την κιμωλία με το αριστερό. Μέγα έγκλημα! Μόλις με βλέπει, με πλακώνει στα χαστούκια και ξύλο και κατουρήθηκα στην έδρα. Κατουρήθηκα! Δεν άντεξαν τα νεφρά μου απ’ το φόβο μου και κατουρήθηκα επάνω μου. Τη ντροπή που ένιωσα… Δεν λέγεται! Να κλαίω! Από πάνω να βγάζω δάκρια και από κάτω να κατουριέμαι. Μούσκεμα τα ρούχα! Έβρεξα την έδρα. Έσκυψα και είδα κάτω τα τσίσα. Από ένα μικρό παιδάκι! 5,5 χρονών να κατουρηθεί απ’ το φόβο του! Από το φόβο του να κατουρηθεί! Με παίρνει… Φωνάζει τον κύριο Μιχάλη, τον οδηγό. Λέει: «Πάρ' την! Πήγαινέ την σπίτι της, να αλλάξει και να την φέρεις πίσω». Πήγα στο σπίτι, με είδε η γιαγιά μου σ’ αυτά τα χάλια. «Τι έπαθες, παιδάκι μου;» κι αυτά. Της είπα αυτό που έγινε, ότι με έδειρε η δασκάλα, η διευθύντρια και φοβήθηκα και κατουρήθηκα επάνω μου. Μ’ αλλάζει γρήγορα, με πλένει, με ξαναντύνει, να πάω, πάλι, στο κολαστήριο, να δω πάλι αυτήν τη γυναίκα, εκεί πέρα. Έτσι περνάγανε οι μέρες. Έτσι περνάγανε! Κάθε μέρα, κάθε μέρα με το φόβο ότι θα έχω αυτή τη γυναίκα να μου κάνει μάθημα και να προσπαθώ να κρύβω το χέρι μου το αριστερό και να πιάνω με το δεξί, να ξαναμάθω από την αρχή τις κινήσεις που κάνει το «Α», το «Β»… Όλα! Και όχι από την αριστερή πλευρά, γιατί εγώ έγραφα, μεν, με το δεξί μετά, αλλά τα έκανα με τη φορά την αριστερή. Αυτό το είδε αυτή, το κατάλαβε και με χτύπαγε και γι’ αυτό. Γιατί τα γράμματά μου δεν είχανε τη φορά της δεξιάς πλευράς. Είχανε της αριστερής πλευράς τα γράμματά μου. Ξύλο και γι’ αυτό.

Ε.Κ.:

Θυμάσαι την πρώτη φορά που είδε ότι κρατάς το μολύβι με το αριστερό χέρι;

Κ.Π.:

Ναι, βέβαια! Την πρώτη φορά πρέπει να τη θυμάμαι, γιατί από εκεί ξεκίνησαν τα προβλήματα. Γιατί αμέσως είπε: «Όχι με το χέρι το κακό, το αριστερό. Με τ’ άλλο το χέρι, που κάνεις το σταυρό σου! Μ’ εκείνο θα κρατάς το μολύβι!»

Ε.Κ.:

Πώς αντέδρασες σε αυτό;

Κ.Π.:

Τι να αντιδράσω; Ένα παιδάκι, μια σταλιά, τι να αντιδράσω; Προσπαθούσα να πιάσω το μολύβι σαν ξερό. Ένα ξερό πράγμα στα χέρια μου. Δεν μπορούσε να προσαρμοστεί το μολύβι με τα δάχτυλά μου. Ένα ξερό πράγμα βάσταγα στα χέρια μου.

Ε.Κ.:

Από εκείνη την ημέρα και μετά, πώς ένιωσες;

Κ.Π.:

Φόβο! Κάθε μέρα με κλάμα και με φόβο. Γι’ αυτό δεν έπινα και το γάλα το πρωί, γιατί το στομάχι μου δενότανε κόμπος. Αλλά η γιαγιά μου δεν το καταλάβαινε αυτό το πράγμα Σου λέει: «Νηστικό θα πάει το παιδί στο σχολείο;». Μας έδιναν το κολατσό, γιατί τρώγαμε εκεί. Είχαμε το καλαθάκι μας και τρώγαμε εκεί. Είχαμε - πώς να στο πω; - μια μεγάλη αίθουσα, που τρώγαμε εκεί το μεσημέρι. Ό,τι είχαμε απ’ το σπίτι μας, τρώγαμε εκεί πέρα. Άλλο πρόβλημα αυτό! Δεν μπορούσα να πιάσω το πιρούνι με το αριστερό. Την είχαμε κι εκεί «Βεληγκέκα»! Να ρθει να κάνει έλεγχο πώς τρώμε, τι τρώμε, ώς συμπεριφερόμαστε! Άλλο αυτό το πράγμα! «Μην τρως με το αριστερό. Με το δεξί». Άντε να μάθεις πάλι με το δεξί να κρατάς το πιρούνι! Να κάνεις προσπάθειες να βρεις το στόμα σου με το δεξί. Να βαστάς το πιρούνι. Άλλη δυσκολία κι εκεί. Κόλαση κι από εκεί!

Ε.Κ.:

Βίωνες την ίδια πίεση να μάθεις να γράφεις με το αριστερό και στο σπίτι;

Κ.Π.:

Όχι. Στο σπίτι δεν είχα τόσο μεγάλη πίεση, γιατί 'ντάξει. Λέγανε: «Αφού πιάνει με το αριστερό, είναι αριστερόχειρας. Δεν γίνεται αυτό το πράγμα». Ξέχασα να πω ότι όταν εγώ πήγαινα Α΄ Δημοτικού, την έβγαλα μόνη μου αυτήν την χρονιά. Στη δεύτερη χρονιά, Β΄ που πήγαινα εγώ, ήρθε και ο αδελφός μου, που κι αυτός αριστερόχειρας. Αλλά αυτός πήγαινε στο νήπιο και δεν την είχε αυτήνανε. Και τη γλίτωσε αυτός. Μετά, 2 χρόνια που ‘κατσα εγώ εκεί, φύγαμε. Και όταν πήγαμε στο Δημόσιο το σχολείο, δεν θυμάμαι να είχαμε τέτοια προβλήματα. Ήδη, όμως, εγώ είχα μάθει να γράφω με το δεξί. Εκείνος, όμως, δεν θυμάμαι. Καθόλου δεν το θυμάμαι αυτό το πράγμα, αν είχε την ίδια πίεση που είχα εγώ. Δεν πρέπει να την είχε, γιατί θα το είχε βίωμα και θα το συζητάγαμε και θα το λέγαμε. Δεν πρέπει να το είχε. Μάλλον, αυτή είχε το πρόβλημα, η συγκεκριμένη, η διευθύντρια του σχολείου και καθηγήτρια. Αυτή πρέπει να το είχε το πρόβλημα. Με τους αριστερούς, βασικά, πρέπει να το είχε. Και μάλλον, μετά με τους αριστερόχειρες. Δεν εξηγείται διαφορετικά αυτό το πράγμα. Δεν εξηγείται! Εντωμεταξύ, αυτή είχε και το εγγόνι της εκεί. Το εγγόνι της πρέπει να ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερο από εμένα. Πώς δεν λυπότανε, αφού είχε μικρό παιδί κι αυτή, εγγονάκι στο σχολείο; Πώς δεν λυπότανε να με χτυπάει εμένα έτσι αλύπητα, γιατί γράφω με το αριστερό; Δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό το πράγμα. Και το εγγόνι της… Κάναμε παρέα! Δεν μπορώ να πω. Ήταν ένα καλό παιδάκι το εγγόνι της. Και με όλα τα παιδιά δηλαδή. Εντωμεταξύ, δεν θα ξεχάσω, έτσι, που κοιτάγανε τα παιδιά, όταν με έδερνε. Κοιτάγανε τα παιδιά. Αλλά τι να πούνε; Πώς να μιλήσουνε; Να πούνε τι; Να με υποστηρίξουνε; Τι να πούνε τα παιδάκια; Κι αυτά μικρά ήτανε. Άντε! Αυτά να είχανε κλείσει και 6 χρόνια. Να ήτανε πιο μεγάλα. Εγώ, που είχα κερδίσει, ήμουνα πιο μικρή. Τι μπορούνε να πούνε και τα παιδάκια αυτά; Αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ καθόλου όμως! Αν είχαμε κι άλλο αριστερόχειρα παιδάκι σε αυτήν την τάξη, δεν μπορώ να το θυμηθώ. Είναι το μυαλό μου μπερδεμένο εκεί. Καθόλου δεν μπορώ να το θυμηθώ.

Ε.Κ.:

Μπορείς να μου περιγράψεις τη διαδικασία της τιμωρίας;

Κ.Π.:

Η τιμωρία ήταν το ξύλο. Ξύλο! Απειλές συνέχεια. Απειλές! «Όχι με αυτό το χέρι, το κακό. Με το άλλο, το καλό!». Με το άλλο το καλό. Εμένα, όμως, το αριστερό μου χέρι ήταν το καλό μου το χέρι. Έτσι μ’ έφτιαξε η φύση. Και δεν ξέρω. Τώρα, είμαι αμφίχειρας. Δεν ξέρω αν γεννήθηκα αμφίχειρας ή έγινα μετά, με αυτήν την πίεση που μου έκανε αυτή, για να αλλάξω χέρι. Τώρα, είμαι σε αυτήν την ηλικία και πάλι δεν μπορώ να ξεχωρίσω το αριστερό με το δεξί. Τα έχω και τα δυο χέρια ίσα και όμοια. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω. Κάνω τις δουλειές μου… Με το αριστερό κόβω με το μαχαίρι, με το αριστερό κόβω με το ψαλίδι. Γράφω με το δεξί τώρα, αλλά άμα θέλω, πιάνω και ξαναγράφω με το αριστερό. Βέβαια, είναι πιο αργό το γράψιμό μου, αλλά είναι ένα γράψιμο κανονικό. Όλες μου τις δουλειές τις έχω μοιρασμένες. Μπορώ να ράψω με το… Ναι! Πιάνω τη βελόνα με το αριστερό. Βελονάκι κάνω με το δεξί. Σιδερώνω και με τα δύο χέρια. Είναι μπερδεμένη η κατάσταση, πάρα πολύ μπερδεμένη. Εντωμεταξύ, έχω κι ένα άλλο περιστατικό με αυτήνανε. Είχα και τις ατυχίες μου. Δεν φτάνει όλα τα άλλα. Είχα και τις ατυχίες μου. Μια μέρα ήτανε κι αυτή στην έδρα. Η έδρα ήταν υπερυψωμένη. Ξύλινο έτσι, μια πλατφόρμα. Πώς να το πω τώρα; Και πάνω ήτανε η έδρα, το τραπέζι. Και η καρέκλα της. Εντωμεταξύ, εγώ καθόμουνα στα μπροστινά θρανία. Με είχε βάλει εκεί, να με βλέπει! Μην τυχόν και πιάνω το δεξί χέρι να γράφω. Με είχε βάλει μπροστά-μπροστά, επιτήρηση! Λοιπόν, μια μέρα, ήμουν, φαίνεται, άρρωστη. Είχα σηκώσει πάρα πολύ πυρετό και αναγκάστηκε να ανοίξει το συρτάρι της στην έδρα και να βγάλει το θερμόμετρο. Και πρέπει να ‘χα πολύ πυρετό. Λοιπόν, την ώρα που σηκώνεται αυτή από την έδρα, να βγάλει το θερμόμετρο, κάνει μια έτσι η έδρα, το πόδι της του τραπεζιού ήταν άκρη-άκρη στην πλατφόρμα αυτή στην εξέδρα. Και κάνει μία έτσι και πέφτει κάτω μαζί με το τραπέζι. Πέφτει κάτω και έσπασε το χέρι της. Άλλο μίσος από κει. Γιατί εμένα πήγε να βάλει το θερμόμετρο. Σ' εμένα έπεσε. Τι ήταν αυτό το πράγμα; Τι ήταν αυτό το πράγμα! Μετά, χειροτέρεψε ακόμα. Να μου μιλάει και να με φοβερίζει, ρε παιδί μου, για τα πάντα! Με είχε σε επιτήρηση ακόμα πιο πολύ. Πώς να το πω; Ένα πράγμα ότι έφταιγα εγώ, τέλος πάντων, που έπεσε και έσπασε το χέρι της. [00:20:00]Και μετά από μέρες, έρχεται μια γυναίκα στην αίθουσα, όταν κάναμε μάθημα. Αυτή ήταν δεμένο το χέρι της με το γύψο και μας έκανε μάθημα και μπαίνει μέσα, που λες, η γυναίκα αυτή… Δεν ξέρω τώρα τι ήτανε. Ήτανε του συλλόγου; Ήτανε κάποια γνωστή της πάντως, γιατί είχανε… Θάρρος είχανε μεταξύ τους. Ήτανε μητέρα παιδιού, που είχε προνόμια; Δεν ξέρω τι ήτανε. Και της λέει: «Πώς το έπαθες αυτό; Τι; Πώς συμβαίνει;». Και σηκώνει, ρε παιδιά, το χέρι της, το δάχτυλό της… Το βλέπω ακόμα να με κοιτάζει! Σηκώνει το χέρι της και με δείχνει. «Να! Αυτή! Για αυτήν σηκώθηκα να της βάλω το θερμόμετρο και έπεσα και έσπασα το χέρι μου». Και γυρίσανε όλη η τάξη να με κοιτάνε. Και τα μάτια της γυναίκας και τα μάτια της δασκάλας… Να κοιτάνε όλοι ένα μικρό παιδάκι! Ότι έφταιγα εγώ που έπεσε αυτή, που ήταν άκρη-άκρη η έδρα και έπεσε και έσπασε το χέρι της. Ότι έφταιγα εγώ! Ακόμα - σας λέω την αλήθεια - κοιτάζω στα μάτια μου και βλέπω το χέρι της και τη μορφή της! Έτσι, ένα φουντωτό μαλλί, κοκκινωπό ήτανε, ψιλή, λεπτή, γεροδεμένη γυναίκα. Προς το ψιλοάσχημο. Δεν την έλεγες και όμορφη, γλυκιά. Άμα ήτανε γλυκιά, θα ήταν και καλή στους τρόπους. Και βλέπω το χέρι της να με κοιτάζει, ακόμα. Όποτε το φέρνω στη μνήμη μου, αισθάνομαι την άκρη του δαχτύλου της να με κοιτάζει μες στα μάτια. Το βλέπω ακόμα αυτό το χέρι. Τι να πω; Τι να πω; Μεγάλη ατυχία που βρέθηκε μπροστά στη ζωή μου αυτή. Μεγάλη ατυχία! Το πιστεύω ότι μου άλλαξε το ρου μου. Με άλλαξε, τελείως, σαν άνθρωπο. Βρέθηκα σε πολύ άσχημη χρονιά και σε… Τι να πω; Σε άσχημα χέρια! Έπεσα σε άσχημα χέρια. Πιστεύω ότι θα ήτανε πολύ καλύτερο αν είχαμε πάει στο δημόσιο το σχολείο. Πιστεύω ότι θα ήτανε πολύ καλύτερα.

Κ.Π.:

Μετά όμως, δεν έχω να θυμηθώ άλλο περιστατικό απ’ αυτήνανε. Δεν έχω. Και αν θυμηθώ, κακό θα είναι κι αυτό. Φύγαμε απ’ αυτό το σχολείο και πήγαμε… Είχαμε μεγαλώσει και λίγο και αφού ήμασταν λίγο πιο μεγάλα, εντάξει, μας αφήνανε. Δεν φοβόντουσταν τόσο πολύ. Πηγαίναμε παρέα, μπουλούκι, όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Είχαμε πάρα πολλά παιδιά, τότε, στη γειτονιά. Όλες οι ελληνικές γειτονιές είχανε πολλά παιδιά τότε. Δεν είναι όπως είναι τώρα. Και πηγαίναμε. Όλοι περνάγαμε την «Αγίας Άννης», που ήταν, ντάξει, η λεωφόρος μας και πηγαίναμε στην απέναντι γειτονιά, που ήτανε το σχολείο μας εκεί. Ήτανε πιο καλά από εκεί. Αλλά, έλα ντε, όμως, που εγώ είχα πάρει φόβο και όταν πήγα εκεί στην Γ΄ Δημοτικού, είχαμε μια κυρία… Κυρία Ειρήνη τη λέγανε. Και αυτή αυστηρή. Θα μπορούσα να ‘μουνα πιο τυχερή και σ’ αυτήνα, να ήταν και αυτή λίγο πιο γλυκιά, αλλά και αυτή ήτανε πολύ αυστηρή. Καλή δασκάλα, αλλά πολύ αυστηρή. Και η Γ΄ Δημοτικού πολύ δύσκολη. Ξέρω δηλαδή και από τα παιδιά μου ότι η Γ΄ Δημοτικού είναι δύσκολη σαν τάξη. Λοιπόν, εγώ, με αυτόν τον φόβο που είχα πάρει από τους δασκάλους, ούτε συμμετείχα, φαίνεται, να σηκώσω το χέρι μου, ούτε να μιλήσω ήθελα, φαίνεται, να διαβάσω, ούτε να με σηκώσουν να πω μάθημα. Φαίνεται δεν προλάβαινα, ακόμα, να γράφω και από τον πίνακα, γιατί το χέρι μάθαινε να γράφει ακόμα. Δεν τα πήγα, φαίνεται, καλά στην Γ΄ τάξη, παρόλο που ήμουν καλό παιδάκι και αυτά. Δεν είχα προβλήματα, τίποτα. Αλλά έμεινα στην Γ΄ τάξη όμως. Δεν τα πήγα καλά. Έμεινα στην ίδια τάξη. Και ήρθε και μ’ έφτασε ο αδελφός μου και μετά πηγαίναμε στην ίδια τάξη, την επόμενη χρονιά, παρόλο που ήτανε ένα χρόνο πιο μικρός αυτός. Αλλά εγώ δεν φαινότανε ότι ήμουν μεγάλη, γιατί είχα κερδίσει το χρόνο. Και έτσι, τελείωσα το Δημοτικό κανονικά, όπως όλα τα παιδιά. Αλλά εγώ θυμάμαι ότι όταν τελείωσε η τάξη και είχανε προβιβαστεί όλα τα παιδιά - πρέπει να ΄χανε μείνει όμως κι άλλα - κι εγώ δεν είχα προβιβαστεί, την ντροπή που ένιωσα θυμάμαι. Δεν ήθελα να βγαίνω έξω καθόλου. Ήτανε καλοκαίρι, ζέστη κι εγώ δεν ήθελα να βγαίνω έξω, γιατί ντρεπόμουνα, γιατί είχα μείνει. Είχα μείνει στην ίδια τάξη! Το είχα πάρει πολύ βαρέως το πράγμα. Δεν έτρωγα, δεν γέλαγα, δεν έπαιζα. Δεν ξέρω πόσο καιρό έκανα να συνηθίσω την ιδέα ότι θα ξαναπάω πάλι στην Γ΄ Δημοτικού. Μου είχε στοιχήσει πάρα πολύ αυτό το πράγμα και πρέπει να ήμουνα πολύ… Πώς να το πω; Τα ‘παιρνα πολύ σοβαρά τα πράγματα. Δεν τα ‘παιρνα αφ’ υψηλού, γιατί μικρό παιδί τώρα… Και αισθάνομαι, τώρα, ότι ντρέπομαι, ότι ντρεπόμουνα τόσο πολύ που είχα μείνει στην ίδια τάξη. Παρόλο που μου λέγανε: «Δεν πειράζει» και «Δεν πειράζει. Δεν έχασες χρόνο, γιατί εσύ είχες πάει πιο μπροστά και τώρα θα τα ξαναμάθεις καλύτερα» και αυτό… Όχι, όχι. Εγώ ντρεπόμουνα πάρα πολύ. Δεν ήθελα να μου συμβεί αυτό το πράγμα, να μείνω στην ίδια τάξη. Καθόλου δεν το ήθελα. Τέλος πάντων, με τα χρόνια περάσανε. Το ‘βγαλα το Δημοτικό κουτσά-στραβά. Δεν το έβγαλα με μεγάλο βαθμό, αλλά δεν ήμουν και παιδί δακτυλοδεικτούμενο, όπως ήμουν στο ιδιωτικό. Όλοι οι δασκάλοι με αγαπούσανε και εγώ τους αγαπούσα. Βέβαια, ξύλο έπεφτε, ε; Ξύλο και εκεί, στο Δημοτικό. Ήταν οι χρονιές του ξύλου. Έπεφτε ξύλο κι εκεί. Παρόλο που ήντουσταν καλύτεροι δάσκαλοι και δείχνανε μια συμπάθεια σε μας και εμείς τους αγαπούσαμε, με το παραμικρό η βέργα και η βίτσα. Και στ’ άλλα τα παιδιά. Όχι σε εμένα μόνο. Και στα πιο ατίθασα παιδιά, κάτι αγόρια που ήτανε, τους είχανε μαυρίσει, γιατί δεν μπορούσες να πεις: «Με δέρνει ο δάσκαλος», να πας να κάνεις παράπονα. «Μαμά, με έδειρε ο δάσκαλος». Να κάνει τι η μαμά; Να πάει να πει του δάσκαλου «Γιατί το ‘δειρες;». Αφού έτσι ήτανε τότε. Ήτανε άγραφος νόμος. Δεν κάθεσαι καλά; Δεν ξέρεις μάθημα; Ξύλο! Μας βάζανε στη σειρά. Εγώ, στα Μαθηματικά, ήμουνα κουμπούρα. Μας βάζανε στη σειρά. Όσοι δεν είχαμε λύσει καλά το πρόβλημα… Μας έβαζε στον τοίχο. Όσοι δεν ξέραμε να λύσουμε στον πίνακα καλά τις ασκήσεις, «Δεν ήξερες; Εκεί! Στη σειρά!». Ο άλλος, ο επόμενος, ο επόμενος. Θυμάμαι, μια φορά, είχε αδειάσει… Είχαν αδειάσει όλη η αίθουσα, τα θρανία και ήμασταν όλοι στη σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλον, με το χέρι ανοικτό έτσι, την παλάμη, να περάσει ο δάσκαλος με τη βέργα! Και όσοι το τραβούσανε το χέρι, αυτοί τρώγανε τις περισσότερες. Άσε! Τα αυτιά των αγοριών είχανε ξεκολλήσει. Δεν ήτανε πάνω στο κεφάλι τους. Τα τσουλούφια και τα αυτιά είχαν φύγει απ’ το κεφάλι. Τέτοιο ξύλο έπεφτε. Που αν το κάνανε τώρα οι δάσκαλοι και μου ‘ρχόταν το παιδί μου και μου λέγε: «Μαμά, με έδειρε η δασκάλα, γιατί δεν ήξερα», θα γινότανε χαμός. Πόλεμος θα γινότανε! Μέχρι δικαστήρια θα κάναμε τους δασκάλους. Τότε, δεν τολμούσαμε να μιλήσουμε, ούτε εμείς ούτε οι γονείς μας, γιατί ήτανε το σύστημα τέτοιο. Ξύλο και των γονέων! Και το ξύλο δεν βγήκε καθόλου απ’ τον Παράδεισο. Απ’ την Κόλαση βγήκε. Και αυτά που λένε είναι βλακείες, ότι βγήκε το ξύλο απ’ τον παράδεισο, της Βουγιουκλάκης. Να ρωτήσει εμάς εκείνα τα χρόνια πώς ήτανε το ξύλο. Τα πόδια μας, με το χάρακα, κάνανε γραμμές πάνω στα μπούτια μας. Γραμμές! Άσε το μαλλί. Ξεμάλλιασμα, τελείως! Το τσουλούφι και στον πίνακα, κατευθείαν. Έτσι γινότανε εκείνα τα χρόνια. Άλλοι μάθανε Γράμματα, άλλοι φοβόντουσταν, όπως εγώ και δεν έμαθα τίποτα. Γιατί είχα και το πρόβλημα απ’ το προηγούμενο σχολείο. Τέλος, πάντων, το ‘βγαλα το Δημοτικό. Όταν το 'βγαλα το Δημοτικό, δίναμε εξετάσεις να βγάλουμε την τάξη. Ντάξει. Το ‘βγαλα το Δημοτικό, μέτριους βαθμούς. Όταν ήτανε να πάω Γυμνάσιο, ήτανε να δώσουμε εξετάσεις. Έλα μου ντε! Τι εξετάσεις να δώσω εγώ; Που δεν ήμουνα καλή. Και δεν πέρασα. Είχα μείνει σε 2-3 μαθήματα, μετεξεταστέος. Πάω το Σεπτέμβριο, - πότε ήτανε; - που δίναμε ξανά πάλι - ναι, Σεπτέμβριο θα ήτανε - δίναμε ξανά. Έμεινα πάλι στη Φυσική. Και έτσι, δεν πήγα Γυμνάσιο, όταν έπρεπε. Το ‘χασα. Την έχασα την ευκαιρία αυτή. Για να μην κάθομαι στο σπίτι… Ο αδελφός μου πήγε, πέρασε. Για να μην κάθομαι στο σπίτι, οι γονείς μου: «Τι θα κάνουμε τώρα;», λέει. «Πώς να το αφήσουμε το παιδί; Να μην μάθει τίποτα; Δεν έμαθε γράμματα. Να μην μάθει και μια τέχνη;». Μάθανε, τότε, ότι στον Πειραιά ήταν η εργατική εστία, που πηγαίνανε τα κορίτσια των εργαζόμενων. «Άντε, να τη βάλουμε να μάθει κέντημα, να μάθει ραπτική». Τέτοια πράγματα μαθαίναμε τότε: οικοκυρικά, μαγειρική και τέτοια. Είχα γραφτεί σε κάποια μαθήματα εγώ. Καλά τα πήγαινα. Δεν μπορώ να πω. Πολύ καλοί εκεί πέρα οι δάσκαλοι που είχαμε, οι γυναίκες εκεί. Έμαθα κάποια πράγματα κι από κει. Από το να κάθομαι στο σπίτι, έμαθα κάποια πράγματα. Πολλά πράγματα έμαθα. Και είχα γραφτεί και στα Αγγλικά. Είχα μάθει και κάποια Αγγλικά εκεί. Έκατσα 2 χρόνια εκεί. Μετά, «Τι να κάνω τώρα;», λέω. Πάλι δεν μπορούσα να πάω Γυμνάσιο γιατί δεν είχε σταματήσει το σύστημα να δώσεις εξετάσεις. Το ‘χα χάσει το τρένο αυτό. Ενώ ήθελα. Ζήλευα τα παιδάκια που πηγαίνανε στο Γυμνάσιο. Και μάλιστα, παίρνανε και το λεωφορείο και αισθανόνουσταν ότι πάνε μεγάλοι. Μπαίνανε στο λεωφορείο και πηγαίνανε από την Αγία Άννα στο Ρέντη. Και ήθελα, ζήλευα που τα ‘βλεπα. «Κοίτα! Παίρνουνε και το λεωφορείο». Εκείνη την εποχή, για να πάρεις λεωφορείο μόνος σου ήτανε σαν να πηγαίνεις εκδρομή. Κι εγώ δεν μπορούσα να πάω. [00:30:00]Μετά, «Τι να κάνουμε, τι να κάνουμε;» «Άντε», λέμε. Μάθαμε για μία σχολή. Γιατί μου άρεσε το σχέδιο πάρα πολύ και ζωγράφιζα πολύ ωραία. Μάθαμε για μία σχολή ότι είναι στο Σύνταγμα. “PANSIK” λεγότανε και είναι ακόμα αυτή η σχολή, αλλά έχει αλλάξει. Έχει φύγει από τη «Φιλελλήνων» που ήτανε. Και πήγα εκεί. Και τελείωσα μοντελίστ. Τα κατάφερνα πάρα πολύ. Αλλά όταν τελείωσα τη σχολή και ήτανε η ώρα να βρω μια δουλειά, ποιος θα εμπιστευτεί ένα παιδάκι, τώρα, 18 χρονών, 17 που τελείωσα εγώ τη σχολή. Πήγα, έκανα κάποιες δουλίτσες. Το σχέδιο μου τους άρεσε κι αυτά, αλλά τα βρίσκανε τα σχέδιά μου πολύ εξεζητημένα για εκείνη την εποχή. Ήτανε δύσκολο να το κάνουν από σχέδιο, να το κάνουν σε πατρόν. Θέλανε κάτι πιο εύκολα αυτοί πιο… Εγώ φανταζόμουνα ότι θα έφτιαχνα πια… Τι θα 'φτιαχνα! Και έτσι, δεν έκανα. Δεν προχώρησα και σε αυτό. Βέβαια, με βοήθησε μετά στη ζωή μου, γιατί μ’ άρεσε το ράψιμο και έφτιαχνα δικά μου πράγματα, έτσι που μ’ αρέσανε και στα παιδιά μου. Αλλά δεν το έκανα. Δεν το εξάσκησα σαν επάγγελμα αυτό το πράγμα, παρόλο που μου άρεσε, παρόλο που συνέχιζα να ζωγραφίζω. Και όποτε μου δίνεται η ευκαιρία, ζωγραφίζω και με τα δύο χέρια. Και με τ’ αριστερό και με το δεξί. Δεν ζωγραφίζω με το δεξί. Και με τα δύο χέρια. Λοιπόν, δεν της το ‘κανα το χατίρι. Δεν το ξέχασα το αριστερό μου χέρι. Το καλό μου χέρι! Και το ωραίο ποιο είναι; Ότι εντάξει. Περάσανε τα χρόνια, πήγα σε ένα εργοστάσιο και εκεί συνάντησα μια φίλη. Γνώρισα μια κοπέλα. Κικίτσα, καλή της ώρα! Κικίτσα τη λένε. Και αυτή είχε τελειώσει το Γυμνάσιο, το νυχτερινό και αυτή ήθελε να ξεκινήσει να πάει και στο Λύκειο το νυχτερινό. Και της λέω, αφού δουλεύαμε μαζί «Πώς θα πας; Για πες μου! Τι πρέπει να κάνω να 'ρθω κι εγώ; Να πάω στο Γυμνάσιο», της λέω. Και μου λέει: «Ναι. Αφού θα μας δώσει ο εργοδότης ένα χαρτί ότι δουλεύουμε και θα πάμε να γραφτούμε», γιατί για να πας στο νυχτερινό, έπρεπε να φανεί ότι εργάζεσαι και αναγκάζεσαι και πας τη νύχτα στο σχολείο. Λέω: «Θα πάω». «Θα πάω Γυμνάσιο», της λέω. Τόσο που μου είχε μείνει από τότε! Και της λέω: « Ναι, θα πάω». Και πήγα στο Γυμνάσιο στον Πειραιά. «Αφεντούλη 2», νομίζω, λέγεται εκεί το Γυμνάσιο. Δεν θυμάμαι και καλά. Στην Τερψιθέα; Τώρα, δεν θυμάμαι. Κάπου από εκεί είναι. Τερψιθέα πρέπει να ναι. Και πήγα Γυμνάσιο τρεις χρονιές. Το τελείωσα με «17»,βπαρακαλώ, το Γυμνάσιο. Απ’ τις πρώτες μαθήτριες εκεί! Και με τους καθηγητές φίλη και με τα παιδιά και ντρεπόμουνα, στην αρχή, να πάω, γιατί λέω: «Τώρα, στην ηλικία αυτή 22 χρονών θα πάω Γυμνάσιο τώρα; Μήπως με κοροϊδεύουνε που είμαι μεγάλη;». Αλλά είχα και το καλό ότι είμαι μικρόσωμη και δεν μοιάζω καθόλου ότι ήμουνα μεγάλη. Δεν έμοιαζα. Εντωμεταξύ, όταν πήγα εκεί, βρήκα πιο μεγάλες από μένα. Και παντρεμένοι. Παντρεμένες ήτανε. Μάλιστα, η μία που ήμασταν και στο θρανίο μαζί, η Κατερίνα πήγαινε το παιδί της. Το κορίτσι της πήγαινε και αυτή Α΄ Γυμνασίου και γράφτηκε και αυτή στο νυχτερινό, να πάει Α΄ Γυμνασίου. Και το τελειώσαμε, που λες, το Γυμνάσιο εκεί πέρα. Και ήτανε κι άλλες κοπέλες. Κι αγόρια, πιο μεγάλα. Θέλανε να πάρουνε ένα χαρτί, για να αλλάξουνε. Στο Δημόσιο κάποιοι ήντουσταν και θέλανε να ανέβουνε κατηγορία, για να παίρνουνε καλύτερο μισθό. Θυμάμαι που το λέγανε αυτό. Εν τέλει, το τελείωσα τα Γυμνάσιο. Μπορεί να πήγαινα και στο Λύκειο. Το Λύκειο ήτανε στην «Ιωνίδειο», νομίζω. Πάνω από το Δημαρχείο του Πειραιά. Νομίζω είναι εκεί. Και λίγο ακόμα και θα γραφόμουνα, να πήγαινα και Λύκειο. Αλλά μετά, σκεφτόμουνα «Τώρα τι να κάνω; Άλλα 4 χρόνια;». Γιατί, 4 χρόνια είναι το νυχτερινό. Γιατί είναι λίγες οι ώρες και για να συμπληρώσουν τα μαθήματα, είναι 4 χρόνια. Λέω: «Τώρα, να ξαναπάω άλλα 4 χρόνια, πάλι βράδυ, μετά τη δουλειά, πώς θα τα βγάλω πέρα;». Φοβήθηκα λίγο εκεί και το σταμάτησα. Δεν ξαναπήγα. Εντωμεταξύ, γνώρισα και τον σύζυγο. Παντρευτήκαμε, κάναμε τα παιδιά μας. Να σας πω και κάτι άλλο! Ο σύζυγός είναι κι αυτός αμφίχειρας, που είχε κι αυτός τα ίδια προβλήματα, αλλά με τη μαμά του. Τον έδερνε η μαμά του. «Όχι με το κακό το χέρι! Με το καλό το χέρι!», του ‘λεγε κι αυτηνού. Τα συζητάμε κα τα θυμάται κι αυτός. Κι αυτός αναγκάστηκε να μάθει να γράφει με το δεξί. Κι αυτός αμφίχειρας είναι. Και ο πεθερός μου, θεός σχωρέστον, και αυτός αμφίχειρας και ο αδελφός μου αμφίχειρας και το δεύτερο μου παιδί βγήκε αριστερόχειρας. Και το άφησα να είναι με τ’ αριστερό και έχει σπουδάσει και είναι πρώτη σε όλα της. Και παρόλη που είναι με το αριστερό. Και δεν την ενόχλησα να της πω: «Όχι, θα πιάσεις με το αριστερό». Και είχαν αλλάξει τα χρόνια και δεν την ενόχλησε κανένας. Ούτε στο σχολείο Και στο σχολείο, το κορίτσι μου είχε κι άλλα παιδάκια που γράφανε με το αριστερό. Και αυτά δεν τους πίεσε κανένας να γράψουνε με το δεξί. Ευτυχώς, αλλάξανε τα χρόνια. Ούτε ξύλο φάγανε τα παιδιά μου, πολύ καλύτερα ήτανε, καλή συνεργασία είχαμε με τους καθηγητές τους, τους δασκάλους τους, με όλα τους. Πήγανε όλα τέλεια! Όλη τη μπόρα, φαίνεται, τηνε πήρα εγώ. Ευτυχώς, που δεν πήγανε και στα παιδιά μου αυτά τα δύσκολα τα πράγματα, να ζήσουνε αυτές τις δύσκολες καταστάσεις. Αυτά! Τι άλλο τώρα; Δεν θυμάμαι κάτι άλλο.

Ε.Κ.:

Υπήρχαν δάσκαλοι που δεν σε χτυπούσαν στο ιδιωτικό σχολείο;

Κ.Π.:

Ναι! Είχαμε, είχαμε. Δεν σου πα ότι ήτανε δύο δάσκαλοι; Μπορεί να ήταν και παραπάνω. Το ξύλο το τρώγαμε απ’ τη διευθύντρια. Αυτή ήτανε η αυστηρή εκεί πέρα. Αυτή ήτανε πάρα πολύ. Δεν θυμάμαι από τους άλλους να τρώγαμε ξύλο έτσι. Δεν το θυμάμαι καθόλου αυτό. Και δεν το θυμάμαι… Μάλλον, δεν θα τρώγαμε. Γι’ αυτό δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι, το κακό αυτό που έγινε, αυτή που μας χτύπαγε, αυτή. Εντωμεταξύ, σ’ αυτό το σχολείο ήταν καθηγητής και συνιδιοκτήτης και ο άντρας της. Αυτός, ο φουκαράς, ήτανε πολύ καλό ανθρωπάκι. Δεν μας έκανε αυτός τίποτα, παρόλο που τον είχαμε κι αυτόν. Δεν θυμάμαι. Μάλλον, γεωγραφία πρέπει να μας έκανε αυτός. Ήσυχος άνθρωπος αυτός. Δεν θυμάμαι να ‘χαμε προβλήματα με αυτόνανε. Αυτή, αυτή ήτανε, αυτή! Αυτή ήτανε η δύσκολη.

Ε.Κ.:

Είχες συναντήσει, με άλλο καθηγητή, πρόβλημα για το αριστερό σου χέρι;

Κ.Π.:

Στο ιδιωτικό;

Ε.Κ.:

Και στο δημόσιο.

Κ.Π.:

Στο δημόσιο δεν πρέπει, γιατί αφού είχα ξεκινήσει και έγραφα με το δεξί; Δεν πρέπει, όχι. Δεν πρόλαβα, δηλαδή, να… Αλλά δεν θυμάμαι, όμως, κιόλας. Δεν μπορεί μες την τάξη, μέσα σε τόσα παιδιά, να μην ήτανε άλλο αριστερόχειρας; Θα ήτανε. Δεν θυμάμαι να του κάνανε κάποια σκηνή. Δεν το νομίζω. Κάτσε! Τώρα θυμήθηκα! Το μεγάλο μου πρόβλημα, θυμάμαι, ήτανε στη Γυμναστική. Μου άρεσε πάρα πολύ η Γυμναστική και ήμουνα ζωηρό παιδάκι και τα κατάφερνα και στο τρέξιμο και σε όλα. Όταν λέγανε, στις γυμναστικές επιδείξεις που κάναμε πρόβες, κάθε τέλος της χρονιάς, το καλοκαίρι… Πριν να κλείσουμε, κάναμε γυμναστικές επιδείξεις. Έτσι λεγότανε. Κάναμε χορούς, τρέξιμο, τσουβαλοδρομίες, σκυταλοδρομίες. Και όταν λέγανε… Έλεγε ο γυμναστής μας, τότε, ο δάσκαλος «Κλείνατε επ’ αριστερά», τα ‘κανα μαντάρα εγώ. Όταν έλεγε: «Κλείνατε επ’ αριστερά, επί δεξιά», εγώ καθόμουνα κολώνα. Πάντα, ήμουνα η λάθος της παρέας. Έλεγε: «Δεξιά»; Εγώ γύρναγα αριστερά. Έλεγε : «Αριστερά»; Εγώ γύρναγα για δεξιά. «Αμάν!, λέω. «Τώρα, τι θα κάνω εδώ πέρα; Πώς θα τα καταφέρω εδώ πέρα, να μη γίνομαι ξεφτίλα εγώ, που θα γυρνάνε όλοι από εκεί και εγώ θα γυρνάω ανάποδα;», γιατί δεν ξεχώριζα τα χέρια μου. Δεν ξεχώριζα τα χέρια μου! Και ακόμα τώρα, σας μιλάω, δεν ξεχωρίζω τα χέρια μου. Πρέπει να το σκεφτώ καλά μέσα στο μυαλό μου τι πρέπει να κάνω; Είναι δεξιά; «Από εκεί να πάω». Να είναι αριστερά; «Από αυτό το χέρι». Λοιπόν. Και τι σκέφτηκα εγώ; Λέω: «Τώρα, θα τους αφήνω την ώρα αυτή που λένε ότι “Κλείνατε επ’ αριστερά”. Εγώ θα το καθυστερώ, να δω πώς θα γυρίσουνε οι άλλοι, να βλέπω πού γυρνάνε οι άλλοι, να γυρίσω κι εγώ». Και το είχα βρει αυτό το κόλπο και δεν με καταλαβαίνανε. Γιατί, στις αρχές, πριν να το βρω αυτό το κόλπο, φωνάζανε: «Παπαγεωργίου! Απ’ την άλλη μεριά! Απ’ τα αριστερά! Όχι απ’ τα δεξιά!». Ή το αντίθετο. Και έτσι, την είχα βρει τη λύση, δηλαδή, αυτή. Τι να κάνω; Έβαλα την πονηρία να δουλέψει, να μπορέσω να επιβιώσω σε αυτήν την κατάσταση. Αυτό. Θυμήθηκα κι αυτό το πράγμα.

Ε.Κ.:

Την πρώτη φορά που σε χτύπησαν, το είπες στους γονείς σου;

Κ.Π.:

Δεν θυμάμαι καθόλου. Δεν το θυμάμαι. Πρέπει να το είπα. Να κάτι άλλο που θυμήθηκα τώρα. Λοιπόν, γιατί λέω ότι έπαθα πατατράκ και δεν πήγα καλά στο σχολείο; Γιατί όταν ήμουνα στη Β΄ Δημοτικού, στο ιδιωτικό, μου πέφτανε τα μαλλιά μου. Άρχισα και έχανα τα μαλλιά μου. Τούφες-τούφες, το κεφάλι είχε αδειάσει και φέγγιζε το κεφάλι μου. Φέγγιζε από το άγχος, απ’ την αγωνία που είχα κάθε μέρα. Είχα στομαχόπονο, πονοκέφαλο και μου πέφταν τα μαλλιά μου. Θυμάμαι, τότε, με πηγαίνανε στο ΠΙΚΠΑ, στον Πειραιά, ένα ίδρυμα και με βάζανε σε μία καρέκλα, σ’ ένα σκοτεινό θάλαμο, μικρό θάλαμο και ήτανε φώτα από πάνω απ’ το κεφάλι μου, ένα φως μπλε έντονο και μου κάνανε θεραπείες και αλοιφές στο σπίτι, γιατί έχανα τα μαλλιά μου. Γι’ αυτό το πράγμα, για το φόβο και αυτήν την αγωνία που ζούσα στο σχολείο. Κόντεψα να μείνω καράφλας απ’ αυτή την αγωνία που είχα. [00:40:00]Αλλά ευτυχώς, όταν αλλάξαμε σχολείο, φαίνεται, μου έφυγε αυτό το άγχος, αυτό το βάρος που είχα και αυτή η θεραπεία, φαίνεται, μου έκανε καλό. Τι ακτίνες υπεριώδεις; Δεν ξέρω τι πράγμα ήταν αυτό πράγμα. Πήγαινε όμως. Με πήγαινε η μαμά μου, σε συνεδρίες, για αρκετό διάστημα. Και θυμάμαι και αλοιφές και μου βάζανε σκούφο στο κεφάλι μου και κοιμόμουνα με το σκούφο, με τις αλοιφές. Και δεν έχασα τα μαλλιά μου απ’ αυτό. Τέτοια είχα τραβήξει. Γι’ αυτό δεν πήγα καλά στο σχολείο. Γιατί είχα αυτήν την φοβία. Και γι’ αυτό έμεινα και στην ίδια τάξη. Φαίνεται, θα ήμουνα ένα φοβισμένο, κακόμοιρο πλασματάκι, που όταν το σκέφτομαι, με λυπάμαι. Με λυπάμαι αυτά που ‘χω περάσει! Γιατί γεννήθηκα αριστερόχειρας. Και με λυπάμαι ακόμα. Και λυπάμαι! Γιατί να ‘χα τέτοια τύχη; Γιατί να βρεθώ σ’ αυτά τα χέρια, σ’ αυτήν τη γυναίκα; Γιατί; Γιατί μου σταμάτησε όλη αυτήν την εξέλιξη που μπορεί να είχα; Γιατί ήμουνα έξυπνη. Ήμουνα έξυπνη και είχα φοβερή αντίληψη.

Ε.Κ.:

Όταν είδαν οι γονείς σου ότι βιώνεις σωματική… ότι το στρες σου έβγαινε σε σωματικό-

Κ.Π.:

Δεν κάνανε τίποτα! Δεν κάνανε τίποτα. Μέχρι που τους λέγανε ότι μπορεί να ζηλεύω το αδελφάκι μου. Δεν κάνανε τίποτα. Τ’ αφήσαν έτσι. Απλώς, με πήγανε να με κοιτάξουνε. Αλλά τι μπορούσανε να κάνουνε; Εγώ τους τα ‘λεγα, φαίνεται, αλλά έτσι θα ‘τανε το πράγμα. Να πληρώνεις και να σε δέρνουνε κιόλας. Αυτό ήτανε, φαίνεται, τότε.

Ε.Κ.:

Πότε ξεκίνησε να αλλάζει η νοοτροπία στο εκπαιδευτικό σύστημα; Θυμάσαι;

Κ.Π.:

Δεν θυμάμαι. Αλλά στο Δημοτικό, εντάξει, πέρασα καλά. Δεν μπορώ να πω ότι πήγαινα με τόσο φόβο. Μετά την Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄. Όχι, όχι. Μάλιστα, ένας δάσκαλος, που είχαμε, είναι και γνωστός. Ο αδελφός του είναι στιχουργός. Δεν θέλω να πω τώρα. Ήταν πολύ καλός. Κι αυτός μας έδερνε, αλλά είχαμε καλές σχέσεις μ’ αυτόν τον δάσκαλο. Καλά τα πήγαμε. Κάναμε χειροτεχνίες μαζί του, είχαμε δραστηριότητες στον κήπο, φυτεύαμε πράγματα στον κήπο του σχολείου μας. Δεν μπορώ να πω ότι τα περάσαμε άσχημα. Εντωμεταξύ, τότε, το Δημοτικό… Να σου πω και κάτι άλλο. Το Δημοτικό, τότε, σε αυτό που πήγαινα εγώ, δεν ήτανε εξατάξιο. Ήτανε τρεις ήτανε, τρεις τάξεις μόνο. Όλο το κτήριο ήτανε τρεις τάξεις. Και ένα νήπιο… Στο υπόγειο το ‘χανε το νήπιο στην αρχή, μαζί με το ψιλικατζίδικο, εκεί που ψωνίζαμε. Λοιπόν. Και αναγκαζόμασταν, τότε, να κάνουμε μάθημα δύο-δύο τάξεις. Άλλο μείον αυτό! Δηλαδή, Α΄-Β΄ μαζί, Γ΄-Δ΄ μαζί, Ε΄-ΣΤ΄ μαζί. Την ώρα του μαθήματος, που έκανε η Σ΄, κάνανε τα μαθήματα… Μας έλεγε: «Εσείς η σειρά από εδώ» Μας είχανε χωρίσει. «Η Πέμπτη, τώρα, θα διαβάσει το μάθημα αυτό. Θα κάνουμε μαθήματα με την έκτη». Ένα αλαλούμ μέσα στο μυαλό των παιδιών αυτό το πράγμα. Και νομίζω, εγώ, όταν έδωσα εξετάσεις, όταν ήτανε να κάνω της ΣΤ΄ τα μαθήματα, για να δώσω εξετάσεις, εγώ έδωσα με τα μαθήματα της πέμπτης. Και όλοι δώσαμε τα μαθήματα της Ε΄, γιατί την ΣΤ΄ την είχαμε κάνει σαν Ε΄. Πολύ μεγάλο μπέρδεμα αυτό. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είχε γίνει αυτό; Είμαι σίγουρη, όμως, ότι τα μαθήματα που δώσαμε για το Γυμνάσιο ήτανε της Ε΄ Δημοτικού και όχι της ΣΤ΄. Με μια ειδική τροπολογία, να πω, εκεί πέρα έγινε κάτι ειδικό, για να δώσουμε εμείς εξετάσεις. Το θυμάμαι αυτό που μας το λέγανε. «Αυτοί που θα δώσουνε τα μαθήματα της Ε΄ από εδώ και αυτοί που θα δώσουνε της ΣΤ΄από κει». Άλλο μπέρδεμα αυτό. Άλλη σύγχυση αυτή μέσα στο παιδικό μας το κεφάλι. Δεν πιστεύω… Από τα παιδιά, δηλαδή, που πηγαίναμε σχολείο, λίγοι προχωρήσανε και γίνανε κάτι μεγάλο, έτσι. Γιατί δεν έχω γνώσεις ότι κάποιοι προκόψανε να γίνουνε κάτι ανώτερο, κάτι στα επαγγέλματά τους. Δεν πήγαμε καλά.

Ε.Κ.:

Πριν πας στο σχολείο, είχες μάθει, από τους γονείς σου ή από άλλα παιδιά, για το σύστημα που επικρατούσε για τους αριστερόχειρες;

Κ.Π.:

Όχι, δεν το ξέρω αυτό το πράγμα. Σε άλλο σχολείο μπορεί να ήτανε αλλιώς. Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να το ξέρω αυτό το πράγμα, τι γινότανε σε άλλα σχολεία.

Ε.Κ.:

Στο σπίτι, πριν πας στο σχολείο, πριν ξεκινήσεις να είσαι μαθήτρια, που ζωγράφιζες με το αριστερό χέρι-

Κ.Π.:

Ναι.

Ε.Κ.:

Το είχανε αντιληφθεί αυτό οι γονείς σου;

Κ.Π.:

Ναι! Ξέρανε ότι εγώ είμαι αριστερόχειρας. Και γι’ αυτό έτρωγα ξύλο στο σχολείο, για να πιάνω με το δεξί. Το ξέρανε, βέβαια! Από μικρή ξέρανε. Όταν με βάζανε να πιάσω κάτι, εγώ το ‘πιανα με το αριστερό χέρι. Δεν το ‘πιανα με το δεξί.

Ε.Κ.:

Ανέφερες πριν την κυρία Ειρήνη στο δημόσιο-

Κ.Π.:

Ναι-

Ε.Κ.:

Είπες ότι ήταν αυστηρή-

Κ.Π.:

Ναι-

Ε.Κ.:

Τι συνέβη μ’ εκείνη;

Κ.Π.:

Ήτανε αυστηρή, γιατί μπορεί και να μην της το είχανε πει ότι εγώ είχα αυτά τα προβλήματα. Έπρεπε, δηλαδή, να μου φερθεί, λιγάκι, με πιο διαφορετικό τρόπο. Να με ξεκλειδώσει! Πώς το λένε; Αφού έβλεπε ένα παιδάκι φοβισμένο! Άμα ήξερε κι αυτή από ψυχολογία… Αλλά ποιος ήξερε, τότε, τέτοια πράγματα; Δεν έπρεπε να με ξεκλειδώσει; Να με φέρει στα νερά της; Όπως θα κάνανε τώρα για ένα παιδί. Να πέσει πάνω του, να πει: «Έλα εδώ. Εσύ γιατί κάθεσαι εκεί μόνος σου; Γιατί δεν συμμετέχεις; Τι συμβαίνει;». Γι’ αυτό λέω. Ήτανε αυστηρή κι αυτή. Κι αυτήν την φοβόμασταν. Φώναζε πολύ. Φωνακλού ήτανε, έδερνε κι αυτή. Ήτανε το σύστημα τέτοιο. Δεν μπορώ να τους κατηγορήσω. Έτσι είχανε πάρει κι αυτοί τα βιώματα. Αυτά τα βιώματα είχανε. Κι αυτοί με ξύλο μεγαλώσανε. Δεν μπορώ να τους κατηγορήσω για κάτι. Ευτυχώς που άλλαξε αυτό το πράγμα.

Ε.Κ.:

Στο ιδιωτικό σχολείο, εκτός από το ότι ήσουν αριστερόχειρας, σε χτυπούσαν και για άλλο λόγο;

Κ.Π.:

Όχι, δεν νομίζω. Ήσυχο παιδί ήμουνα. Δεν έκανα τίποτα. Σεβαστικό παιδί ήμουνα. Ήσυχο παιδί ήμουνα. Όχι, δεν είχα πρόβλημα. Με τα παιδιά καλά ήμασταν, οι συμμαθητές. Όχι, όχι. Το πρόβλημά μου ήταν αυτή. Αυτή! Όταν με έβλεπε να πιάνω το αριστερό… Να το τώρα! Τώρα, θυμήθηκα κάτι άλλο. Στο τέλος της χρονιάς, στο ιδιωτικό - κοίταξε πώς μου ‘ρχονται τώρα ένα-ένα, ρε παιδάκι μου! Ξεκλειδώνει ο εγκέφαλος! - βγάζαμε φωτογραφία. Ερχότανε… Ενθύμιο το λέγαμε. Ερχότανε ο φωτογράφος της περιοχής. Είχανε κανονίσει με τη διευθύντρια και ερχότανε να μας βγάλουνε φωτογραφίες. Ήμασταν έξω, στα θρανία έξω. Είχανε φτιάξει ένα θρανίο, από πίσω ένας μεγάλος χάρτης με τις τέσσερις εποχές και μας βάζανε μπροστά, με ένα ανοικτό βιβλίο και μ’ ένα μολύβι, να κρατάμε το μολύβι, ότι γράφουμε και να γελάμε, να μας βγάζει ο φωτογράφος φωτογραφία. Λοιπόν, κάθομαι κι εγώ. Μετά, ήρθε η σειρά μου. Κάθομαι κι εγώ στο θρανίο εκεί, να με βγάλουνε φωτογραφία. Ο φωτογράφος έτοιμος να με φωτογραφίσει και εγώ πιάνω το μολύβι με το αριστερό το χέρι μπροστά της! Τι ήτανε να το κάνω αυτό, Παναγία μου! Μου σκάει ένα χαστούκι μπροστά στα παιδιά, στους δασκάλους, στο φωτογράφο… Μου κοκκίνισε, μου γύρισε τη μούρη απ’ την άλλη μεριά. Μου κοκκίνισε το μάγουλο. «Δεν σου έχω πει να πιάνεις το μολύβι με το δεξί;». Μου ‘φυγε το μολύβι, μου φύγανε όλα απ’ τα χέρια. Κλάμα, κακό εγώ. Ντροπή! Να ντραπώ… Ντράπηκα τόσο πολύ! Ντράπηκα! Ο φωτογράφος να με κοιτάει μες στα μάτια, έκπληκτος ο άνθρωπος. Να μην μπορεί να αντιδράσει, να μην μπορεί να κάνει τίποτα. Τα παιδιά, οι γονείς που ήντουσταν εκεί, που φτιάχνανε τα παιδιά τους, να ‘ναι ωραία, στολισμένα… Φορούσαμε τη στολή που κάναμε παρέλαση, για να βγούμε φωτογραφία. Μια ωραία στολή ήτανε, με γκρι αποχρώσεις. Τι να κάνει κι αυτός; Να της πει: «Τι έκανες; Χτύπησες το παιδί;» Μόκο κι αυτός μόκο και όλοι. Εμένα το μάγουλο κατακόκκινο, να κλαίω να τρέχουνε δάκρια, να τρέχουνε μύξες, να θέλω μετά να βγω φωτογραφία. Και να μου λέει: «Σκάσε! Σκάσε! Σκούπισε τα μάτια σου! Έλα εδώ! Κάτσε τώρα εδώ! Παλουκώσου να βγεις φωτογραφία! Εσένα θα περιμένουμε;». Αυτή την φωτογραφία την έχω, σε πληροφορώ, σε κάδρο, όπως την έχει και ο αδελφός μου. Και φαίνονται τα μάτια μου που είναι κλαμένα. Και κάθε φορά, αυτή τη φωτογραφία πέφτει στα χέρια μου και μου ‘ρχεται να τηνε σκίσω. Άπειρες φορές μου ‘ρχεται αυτή την φωτογραφία να τηνε σκίσω. Και τελευταία στιγμή, δεν τη σκίζω. Κάτι με κρατάει και λέω: «Όχι, δεν θα τη σκίσω! Αυτή η φωτογραφία είναι όλη μου η ζωή. Από αυτή τη φωτογραφία σταμάτησαν τα πάντα για μένα». Και την έχω αυτήν τη φωτογραφία και την εβλέπω και ξαναζώ όλα αυτά που έχω ζήσει, όλα αυτά μέσα στο κεφάλι μου. Και αυτή την διευθύντρια τη βλέπω μπροστά μου! Τη βλέπω μπροστά μου συνέχεια. Αυτή η γυναίκα με έχει στοιχειώσει, γιατί απ’ αυτή τη γυναίκα έχω περάσει τα πάνδεινα. Μέχρι τα μαλλιά μου πήγα να χάσω. Απ’ αυτή τη γυναίκα. Γιατί να έχει τέτοιο μίσος μαζί μου; Τώρα, έχει πεθάνει, γιατί ήτανε μεγάλη και τότε. Αλλά δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό το μίσος. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Δεν ντράπηκε ούτε φωτογράφο ούτε τίποτα. Τίποτα δεν ντράπηκε! Να με χαστουκίσει μπροστά στον φωτογράφο, γιατί έπιασα το μολύβι με τ’ αριστερό. Βλέπεις 2 χρόνια αγωνιούσε να με μάθει με το δεξί και σου λέει: «Τώρα, τελευταία χρονιά, σε βλέπω να πιάνεις, πάλι, με το αριστερό; Δεν έχεις μάθει τίποτα εσύ; Τόσο ξύλο σου ‘χω δώσει!». Αγανάκτησε, φαίνεται, κι αυτή, που έπιασα με το αριστερό πάλι.

Ε.Κ.:

Πάμε να γυρίσουμε τώρα λίγο πίσω, στην πρώτη μέρα που έφευγες από το σπίτι, για να πας στο σχολείο, στον αγιασμό.

Κ.Π.:

[00:50:00]Θα φοβόμουνα. Σίγουρα! Σίγουρα θα φοβόμουνα. Κάτι καινούριο. Εντάξει. 5,5 χρονών ήμουνα. 5,5 και ενός μηνών να ‘μουνα; Σίγουρα θα φοβόμουνα που έφευγα από το σπίτι, αλλά είχαμε και τα γειτονάκια, που είχα κάνει παρέα μαζί τους και ήτανε πιο μεγάλα εκείνα. Εκείνα πρέπει να πηγαίνανε Ε΄-ΣΤ΄. Δεν πρέπει να τα είχα, γιατί… Όχι, θα σταματάγανε. Γιατί εγώ 2 χρόνια πήγα. Αλλά αυτά δεν τα είχα στο δημόσιο. Οπότε, ναι. Σταματήσανε, φαίνεται, εκείνα. Πήγανε Γυμνάσιο. Και είχα κι αυτά τα γειτονάκια. Είχα και κάποια άλλα γειτονάκια που είχα γνωρίσει και φαίνεται δεν θα φοβόμουνα τόσο πολύ. Αλλά εκεί μέσα είδες… Άπειρα παιδάκια άγνωστα, το ένα με το άλλο… Εντάξει. Σαν πρώτη μέρα στο σχολείο και να μπω και σε λεωφορείο που… Το πουλμανάκι που μας πήγαινε μόνοι μας, θα φοβόμουνα. Σίγουρα θα φοβόμουνα. Δεν θα είχα το θάρρος που θα ήμουνα σαν να ήμουνα στο σπίτι μου. Και μικρούλα που ήμουνα. Και δεν είχα πάει και νήπιο, για να έχω εξοικειωθεί. Γιατί άμα πήγαινα νήπιο, πόσο χρονών θα πήγαινα; 4,5 νήπιο; Δεν γινότανε. Κατευθείαν, μετά, με πήραν να πάω… Γιατί αν αργούσα να πάω νήπιο, λένε θα πήγαινα μετά, μεγάλη, νήπιο. ΘΑ πήγαινα και μεγάλη στο σχολείο. Κατάλαβες; Θα χα βγει από το πλαίσιο που πάνε όλα τα παιδιά. και έτσι δεν πήγα καν νήπιο και πήγα κατευθείαν στα βαθιά και μ’ αυτά τα προβλήματα. Μ’ αυτά τα προβλήματα. 

Ε.Κ.:

Τα παιδιά της γειτονιάς, που πήγατε μαζί στο ιδιωτικό σχολείο, δεν σου ανέφεραν ποτέ για τη συγκεκριμένη δασκάλα;

Κ.Π.:

Θα τα λέγαμε! Δεν μπορεί. Δεν βλέπανε το ξύλο που έτρωγα; Μα τρώγανε ξύλο κι αυτά. Δεν υπήρχε περίπτωση. Μία φίλη, δηλαδή, που την είχα, η Ντίνα, και ήτανε και λιγάκι αυτή πιο ζωηρή… τα κοτσίδια της τα είχε ξεκολλήσει από το κεφάλι. Και χτύπημα στο κεφάλι με το κεφάλι στον τοίχο. Στον τοίχο κατευθείαν. Ξύλο, καλέ! Τρώγαμε πολύ ξύλο. Μικρά παιδιά και μας δέρνανε. Δεν μπορείς να το διανοηθείς εσύ τώρα αυτό το πράγμα. Μικρά παιδιά ήμασταν. 5,5, έξι χρονών. Τώρα να γίνει αυτό το πράγμα! Θα πέσουν όλα τα συστήματα, κυβερνήσεις! Όλα θα διαλυθούνε, έτσι και γίνει αυτό το πράγμα! 5,5 χρονών, τώρα, να το δέρνουν το παιδί. Τότε, δεν υπήρχαν αυτά. Δεν ξέρω. Κι οι γονείς μας δεν νοιαζόντουσταν, φαίνεται, τόσο πολύ. Να μας ταΐσουνε, να μας ντύσουνε, να μας κοιμίσουνε, φαίνεται. Ούτε θα μας ρωτάγανε και πολλά-πολλά. «Πες μου πώς πέρασες τη μέρα σου». Δουλεύανε κι αυτοί, να βγάλουνε τα προς το ζην. Αποκλείεται να μας ρωτάγανε: «Πώς πέρασες τη μέρα σου; Τι έκανες; Τι έφαγες, ήπιες;». Η γιαγιά μου μ’ αυτά ασχολιόταν μόνο. Οι γονείς, κουρασμένοι, ερχόντουσταν στο σπίτι, κάναν τι κάνανε, να πλύνουν, να κάνουνε, να μας πάνε καθαρά στο σχολείο. Αξιοπρέπεια, καθαριότητα. Δεν μπορώ να πω. Τα είχαμε αυτά. Αλλά δεν είχαμε αυτό, όπως ρωτάμε τώρα τα παιδιά μας, όπως νοιαζόμαστε για τα παιδιά μας, όπως πονάμε για τα παιδιά μας. Δεν πρέπει να το είχαν αυτό. Τα περνάγανε πολύ στο ντούκου, έτσι. Δεν πρέπει να νοιαζόντουσταν τόσο πολύ. Ήτανε άλλα τα χρόνια. Είχανε άλλα πράγματα να σκεφτούνε, φαίνεται. Τώρα, τα 'χουμε κάνει πολύ δύσκολα και τώρα και σε ψυχολόγους και το ένα και το άλλο. Ντάξει. Μπορεί και τώρα να μην είναι και τόσο καλά, γιατί έχουμε πιο πολλά προβλήματα τώρα. Τότε, ήτανε πιο απλή η ζωή, αλλά δεν περνάγαμε και καλά, γιατί τρώγαμε ξύλο.

Ε.Κ.:

Σε πείραξε αυτό, που δεν είχες την προσοχή από τους γονείς σου, όταν εσύ το είχες ανάγκη;

Κ.Π.:

Τώρα, που το καταλαβαίνω, ναι. Με πειράζει. Τότε, δεν το καταλάβαινα. Τώρα, που το καταλαβαίνω, ναι! Και την έχω ρωτήσει τη μαμά μου «Καλά, δεν με έβλεπες μελανιασμένη; Δεν με έβλεπες που έκλαιγα; Τι έκανες για αυτό το πράγμα; Δεν έβλεπες ότι εγώ ήμουνα αριστερή και με αναγκάσανε να γίνω δεξιά;». Δεν μπορεί να το καταλάβει κι αυτή. Θυμάται! Θυμάται ότι της έλεγα ότι έτρωγα ξύλο. Θυμάται ότι δεν μπορούσα να πιάσω το μολύβι με τ’ αριστερό καλά, ότι αργούσα να γράψω, ότι έκανα παραπάνω χρόνο για να γράψω, παραπάνω χρόνο για να μάθω, ότι δεν ήμουνα καλή στην ορθογραφία, γιατί όταν εγώ έπρεπε να μάθω ορθογραφία, εγώ έπρεπε να ξαναμάθω, από την αρχή, να κρατάω το μολύβι να γράφω, ότι δεν πήγαινα διαβασμένη, ότι δεν πήγαινα γραμμένη, ότι προσπαθούσαμε να βρούμε, μετά, από άλλα παιδάκια να συμπληρώσω αυτά που δεν είχα προλάβει, που είχανε σβήσει απ’ τον πίνακα. Αυτά ήτανε προβλήματα. Αυτά με καθυστέρησαν στην ανάπτυξή μου και στη μάθησή μου. Αυτά τα πράγματα! Που αν δεν το κάνανε αυτό το πράγμα - γι’ αυτό λέω - θα είχα διαφορετική εξέλιξη. Δεν μπορεί να μην είχα. Αυτό είναι που μ’ έχει πειράξει πάρα πολύ.

Ε.Κ.:

Με τα παιδιά στο ιδιωτικό σχολείο έπαιζες στο διάλειμμα;

Κ.Π.:

Βέβαια παίζαμε! Είχαμε και ξέγνοιαστα. Δεν μπορώ να πω ότι ήμασταν έτσι. Είχαμε και ξέγνοιαστα χρόνια, ξέγνοιαστες μέρες. Και όταν κάναμε αποκριάτικους χορούς, που ντυνόμασταν όλοι αποκριάτικα. Είχαμε τους χορούς που μαθαίναμε! Ειδική καθηγήτρια που μας μάθαινε χορούς, που κάναμε στο τέλος, έτσι, της χρονιάς. Σ’ αυτά ήμουνα καλή. Στα μαθήματα δεν ήμουνα καλή, γιατί φοβόμουνα. Στα άλλα ήμουνα καλή. Στη Ζωγραφική το καλύτερό μου. Άριστα! Ζωγράφιζα τα δικά μου και ζωγράφιζα και των παιδιών των άλλων, που δεν ξέρανε να ζωγραφίσουνε και χάρη σε μένα παίρνανε κι αυτά ένα καλό βαθμό. Εκεί, ήμουνα πρώτη. Δεν με έπιανε κανένας. Στις αποχρώσεις, στα χρώματα, στα πάντα. Στα μαθήματα δεν ήμουνα καλή. Η αντίληψή μου, όμως, ήτανε τεράστια, γιατί στη Ζωγραφική πέταγα.

Ε.Κ.:

Στο μάθημα των Εικαστικών-

Κ.Π.:

Ναι-

Ε.Κ.:

Δεν σου ζητούσανε να ζωγραφίζεις με το δεξί;

Κ.Π.:

Εκεί; Στο ιδιωτικό; Τώρα αυτό δεν το θυμάμαι, γιατί δεν θα ήτανε αυτή και μπορεί να ξέκλεβα, να 'πιανα και με το αριστερό. Άμα ήτανε αυτή μπροστά, ήτανε ακόμα χειρότερα. Στων Εικαστικών, σου είπα, ήτανε κάθε μάθημα διαφορετική καθηγήτρια. Δεν τους φωνάζαμε «δασκάλους». «Καθηγητές» τους φωνάζαμε. Ήταν το σύστημά της τέτοιο. Κάθε καθηγητής ήτανε άλλο μάθημα. Ήτανε πιο ανώτερο. Δεν μπορώ να πω. Ήτανε πιο ανώτερα. Μαθαίναμε πιο πολλά πράγματα από ένα δημόσιο. Γιατί έπρεπε! Πώς θα δικαιολογήσουνε τα λεφτά τους που παίρνανε; Αλλά εγώ είχα αυτήν την ατυχία, να είμαι αριστερή.

Ε.Κ.:

Συνάντησες, αργότερα, κάποιο παιδί που ήτανε αριστερόχειρας και είχε περάσει το ίδιο με εσένα απ’ την ίδια δασκάλα;

Κ.Π.:

Όχι, όχι! Δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο. Δεν το θυμάμαι αυτό το πράγμα.

Ε.Κ.:

Έμαθες από άλλους, πιο μεγάλους, στο Γυμνάσιο ότι ήτανε αριστερόχειρες και έτσι δεν περνούσαν καλά;

Κ.Π.:

Δεν τα είχαμε συζητήσει. Δεν είχα ξανοιχτεί, να συζητήσω αυτά τα πράγματα. Τα θεωρούσα πολύ προσωπικά μου, πολύ ιδιαίτερα. Δεν είχε έρθει κάποια στιγμή που να πω: «Εγώ έχω περάσει αυτά τα δύσκολα χρόνια».

Ε.Κ.:

Στο δημόσιο σχολείο έτρωγες ξύλο;

Κ.Π.:

Ναι! Τρώγαμε ξύλο! Το ξύλο ήτανε απαραίτητο. Ναι, βέβαια! Τρώγαμε ξύλο, αλλά όχι για ψύλλου πήδημα. Δεν ξέραμε μάθημα. Όταν μας σήκωνε στον πίνακα και δεν ξέραμε να πούμε το μάθημα ή δεν το λέγαμε όπως ήθελε εκείνος ή δεν είχαμε καταλάβει κάτι απ’ την παράδοση και μετά λέγαμε αρλούμπες, εντάξει! Έπεφτε ξύλο. Αλλά όχι με τέτοιο μίσος όπως έδερνε αυτή εκεί εμένα, όχι. Όχι τόσο πολύ. Φαίνεται… Ντάξει! Και με τα χρόνια, χρονιά τη χρονιά, αλλάζανε τα πράγματα. Είχα και πιο νέους δασκάλους στο δημόσιο. Και ήτανε πιο διαφορετικά φαίνεται. Το ξύλο έπεφτε, γιατί. Και μάλιστα έπεφτε… Πώς έπεφτε! Γιατί τη φέρναμε τη βίτσα. Μας έλεγε: «Φέρτε χάρακα». Και όσοι είχανε ξυλουργό πατέρα, τους έφτιαχνε χάρακα. Και ο πρώτος τη δοκίμαζε αυτός που την έφερνε το χάρακα. Γινότανε κι αυτό. Ποιος τολμούσε, μετά, όταν έμαθε ότι ο πρώτος που θα φέρει το χάρακα θα τις φάει, να φέρει βίτσα; Μετά, δεν έφερνε κανένας. Μετά, άρχισαν οι χάρακες και εξαφανιζόντουσταν φαίνεται. Άλλους τους σπάγανε οι πιο μεγάλοι, οι πιο ατίθασοι, άλλους τους κρύβανε. Ναι. Είχε και από ελιές βίτσα. Αυτή η ελιά ήτανε το κάτι άλλο. Έμενε γράφημα πάνω στο χέρι ή στα μπούτια. Ήτανε πολύ δυνατή η αγριελιά. Μετά, με τα χρόνια, σταμάτησε κι αυτό. Δηλαδή, ο αδελφός μου, ο μικρός, που τον περνάω 8 χρόνια, δεν πέρασε αυτά που πέρασα εγώ κι ο άλλος μου ο αδελφός. Ήτανε καλύτερα τα πράγματα.

Ε.Κ.:

Ποια χρονολογία τελείωσες το Δημοτικό;

Κ.Π.:

Πρέπει να 'τανε το ’72. Πρέπει να 'τανε! Γιατί, θυμάμαι, στο τέλος, πρέπει να είχε πέσει και η Χούντα, γιατί στα βιβλία μας, από πίσω ή μπροστά, είχαμε φωτογραφία τον Παττακό. Και όταν έπεσε η Χούντα… Το Πολυτεχνείο το θυμάμαι καλά. Πήγαινα στο σχολείο. Τώρα, Ε΄- ΣΤ’ τάξη; Μάλλον, ΣΤ΄ θα πήγαινα. Το θυμάμαι πολύ καλά. Μας είπανε οι δάσκαλοι: «Σκίστε αυτή τη σελίδα και φέρτε την σε μας!». Και τα μαζέψαμε όλα στην αυλή και τα κάψανε οι δάσκαλοι. Βάλανε φωτιά και τις κάψανε τις φωτογραφίες. Και είχαμε ζωγραφίσει εμείς, πριν να το κάψουμε, [01:00:00]μούντζες πάνω στη μούρη του Παττακού, μουστάκια, τσιγκέλια, «Βλάκα», γαϊδούρια… Τον είχαμε κάνει με αυτιά και τέτοια, γιατί ακούγαμε από τους δικούς μας ότι δεν ήτανε καλό αυτό το πράγμα που είχε γίνει και το θυμάμαι πολύ καλά. Γι’ αυτό, πρέπει να είχε γίνει εκείνη τη χρονιά που τελείωσα το Δημοτικό, γιατί, θυμάμαι, κάψαμε τις φωτογραφίες αυτές. Τότε ήτανε, Επταετία. Ποδιές φοράγαμε, γιακαδάκια, το σήμα μας. Και αυτό το πράγμα με τις ποδιές! Ήτανε κι αυτό λιγάκι δύσκολο και από τη μια καλό, γιατί δεν είχαμε και καλά ρούχα, να φαίνονται εξωτερικά. Και πιο μικρά ήτανε και πιο κοντά ήτανε τα παντελόνια. Και τα μανίκια πιο ψηλά ήτανε, γιατί μεγαλώναμε και δεν είχαμε να παίρνουμε συνέχεια ρούχα. αι κρυβόμασταν με την ποδιά. Ήτανε κι αυτό καλό. Αλλά - έλα ντε - και άμα είχες ξεχάσει το σήμα, τι έγινε; Να 'χες ξεχάσει το σήμα… Να φας τιμωρία γιατί ξέχασες το σήμα να βάλεις; Ή γιατί ξέχασες να βάλεις το γιακαδάκι; Βλακείες κι αυτά. Ήτανε κι αυτά βλακείες με την ποδιά, σ’ αυτό το θέμα. Απ’ τη μια, ήτανε καλό και απ’ ην άλλη ήτανε… Δηλαδή, έπρεπε να πηγαίνεις μ’ αυτά τα συγκεκριμένα. Σοσονάκι, καλτσάκι άσπρο. Ήτανε και η ποδιά λιγάκι ζόρικα. Κι άλλα παιδάκια, που δεν είχανε να παίρνουνε ποδιά κάθε λίγο και λιγάκι και κάθε χρόνο που τους μίκραινε; Έβλεπες σκισμένες ποδιές, έβλεπες ξεθωριασμένες ποδιές. Από το μπλε να 'χει γίνει ξάσπρο-ξάσπρο. Κι αυτό ήτανε, δηλαδή, δύσκολο για τα παιδιά που δεν είχανε. Ντάξει. Στο ιδιωτικό είχαμε. Δεν μπορώ να πω. Ήτανε όλα τα παιδάκια πιο καλοντυμένα. Είχαμε φορεσιές, στολές. Είχαμε! Φορούσαμε, γκρι εγώ φούστα, γκρι γιλέκο, πουκάμισο άσπρο, το σήμα μας, κορδέλα. Είχαμε δύο φορεσιές, που τις φορούσαμε, έτσι, καλές και είχαμε και φορεσιές που τις φορούσαμε στην τάξη μέσα. Πιο καλά πράγματα. Δεν μπορώ να πω ότι ήμασταν φτωχά. Δεν ήμασταν φτωχά. Στο Δημοτικό, όμως, ήτανε φτωχά παιδάκια. Είδα και φτωχά παιδάκια και ατημέλητα και βρόμικα. Δεν τα προσέχανε οι γονείς. Με βρόμικα αυτιά, βρόμικα νύχια. Αυτά τα πράγματα δεν τα είχαμε στο ιδιωτικό. Ήμασταν πιο καθαρά, πιο προσεγμένα. Στο Δημοτικό είχαμε και τέτοια παιδιά, που δεν τα πρόσεχαν οι γονείς τους. Με την καθαριότητα και με τα ρούχα και τα παπούτσια, με τις τσάντες. Άστα! Ήτανε… Είχαμε τέτοια πράγματα. Αλλά τα πιο πολλά παιδιά ήτανε από νοικοκυρεμένους ανθρώπους. Και με τρόπους και με… Δεν μπορώ να πω.

Ε.Κ.:

Είχε τύχει ποτέ περιστατικό που να είχε έρθει γονείς σε καθηγητή και να κάνουν παρατήρηση για το ξύλο;

Κ.Π.:

Στο δημόσιο; Στο δημόσιο δεν νομίζω. Όχι. Και ήντουσταν και… Θυμάμαι, όταν πηγαίναμε εκδρομές με πούλμαν και αυτά, ερχόντουσταν και κάποιοι γονείς μέσα και κάνανε καλαμπούρια και με τους δάσκαλους και με τις δασκάλες και δώρα τους παίρνανε στο τέλος της χρονιά. Τους κάναμε δωράκια. Θυμάμαι κι εμείς τους κάναμε δωράκια. Όχι, όχι! Καλές σχέσεις είχανε. Το ξύλο, ξύλο, αλλά οι σχέσεις καλές. Δεν είχαμε πρόβλημα.

Ε.Κ.:

Στο ιδιωτικό;

Κ.Π.:

Στο ιδιωτικό, τώρα, δεν θυμάμαι. Δύο χρονιές πήγα εκεί. Μικρή ήμουν. Δεν θυμάμαι να ερχόντουσταν οι γονείς με δώρα και με τέτοια. Αυτό έλειπε! Να τους κάναμε και δώρα, που μας δέρνανε. Δεν νομίζω. Όχι, δεν είχανε με τέτοιες επαφές. Ερχόντουσταν οι γονείς. Πιστεύω θα πηγαίνανε να πληρώσουνε… Κάθε πότε πληρώνανε; Δεν ξέρω! Πιο μπροστά στης χρονιάς, μετά, κάθε εξάμηνο; Δεν τον θυμάμαι αυτό το πράμα. Καθόλου. Δεν μπορώ να το θυμάμαι. Και δεν νομίζω να ασχολιόταν και κανένας. Τίποτα. Στο δημόσιο θυμάμαι, όμως, που μας καλούσανε. Καλούσαν τους γονείς μας ότι «ελάτε την τάδε ημέρα, θα μιλήσουμε».

Κ.Π.:

Θυμάμαι και τους επιθεωρητές. Είχαμε επιθεωρητές τότε, στο Δημοτικό. Ξαφνικά ερχόντουσταν αυτοί. Έπρεπε να ‘μαστε διαβασμένοι, ο δάσκαλος να τρέμει μην τυχόν και σηκώσει κάποιο παιδί ο επιθεωρητής, που δεν είναι καλός και προσπαθούσε να σηκώσει ο δάσκαλος τους καλούς μαθητές, για να δείξει καλό - ξέρεις -πρόσωπο στον επιθεωρητή. Είχαμε και τέτοια. Ναι, είχαμε επιθεωρητές. Ναι, ναι. Και προσευχή κάναμε, όταν πηγαίναμε. Προσευχή και εθνικό ύμνο, απαραιτήτως. Κι όταν θα πηγαίναμε κι όταν θα φεύγαμε. Και θυμάμαι ότι πηγαίναμε και απόγευμα σχολείο. Γιατί το σχολείο μας, σου είπα, ήτανε μικρό και άλλες τάξεις πηγαίνανε το πρωί και άλλες πηγαίνανε τ’ απόγευμα. Και θυμάμαι, τότε, ήταν απόγευμα όταν πηγαίναμε και έδειχνε στην τηλεόραση - είχαμε τηλεόραση - το «Χαμένοι στο διάστημα». Και εμείς θέλαμε να δούμε τότε, το μεσημέρι το «Χαμένοι στο διάστημα» και να πάμε στο σχολείο, να κάνουμε μάθημα. Και προσπαθούσαμε, όσο παραπάνω μπορούμε, να δούμε απ' την τηλεόραση και μετά να τρέχουμε, να τρέχουμε του σκοτωμού, με την τσάντα στον ώμο κι αυτά, για να προλάβουμε μην χτυπήσει το κουδούνι και χάσουμε το μάθημα και… Γιατί τιμωρία μετά, ε; Απ’ έξω: Δεν σ’ αφήνανε να μπεις. Τιμωρία απέξω, απουσία, γιατί άργησες να πας και δεν πήγες στην ώρα σου στο μάθημα. Και θυμάμαι αυτό το πράγμα, δηλαδή αυτό το περιστατικό, ότι θέλαμε να δούμε το έργο με τον αδελφό μου και με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς και το καθυστερούσαμε, το καθυστερούσαμε, μέχρι πια που δεν έφτανε η ώρα και έπρεπε να φύγουμε οπωσδήποτε και χάναμε το έργο. Και με μισή καρδιά να πάμε να κάνουμε μάθημα τώρα. Και την άλλη μέρα να ρωτάμε: «Μήπως το είδες εσύ; Μήπως το είδες εσύ; Τι έγινε - πως το λένε; - παρακάτω; Τι έγινε με τον Spooke, με τον Smith;». Με το ένα με το άλλο. Ήτανε οι πρωταγωνιστές. Ναι, είχε πολύ πλάκα αυτό. Και η τιμωρία… Γιατί άμα αργούσαμε, έκλεινε η εξώπορτα.

Ε.Κ.:

Αυτό συνέβαινε στο ιδιωτικό ή στο δημόσιο;

Κ.Π.:

Στο δημόσιο, που 'μουνα πιο μεγάλη. Ναι. Που πηγαίναμε πια μόνοι μας και τρέχαμε, να προλάβουμε. Ντάξει! Ωραία χρόνια, ανέμελα, ξέγνοιαστα, παιδικά. Είχε τις δυσκολίες τους, αλλά σαν παιδί τα βλέπεις διαφορετικά τα πράγματα. Άμα δεν περνάς δύσκολα, περνάνε οι μέρες, περνάει η ζωή. Ντάξει. Κάνεις γνωριμίες, κάνεις επαφές. Είχαμε τις εκδρομές. Τότε, έπρεπε να πηγαίνουμε και κατηχητικό. Καμία μέρα για ξεκούραση. Σάββατο… Και Σάββατο σχολείο και κατηχητικό το πρωί της Κυριακής! Απαραιτήτως! Και ο δάσκαλός μας, αυτός που λέω, ο γνωστός, που έχει τον αδελφό που είναι συνθέτης, ήτανε και ψάλτης τότε. Και ερχότανε στην ενορία μας, στην Αγία Άννα και έψελνε. Και μας έβαζε απουσία και την Κυριακή, άμα δεν πηγαίναμε. Καμία μέρα ξεκούρασης, τίποτα. Τέρμα, τελείωσε! Είχαμε και αυτά.

Ε.Κ.:

Από τι ηλικία πήγες στο κατηχητικό;

Κ.Π.:

Πήγαινα, μέχρι 12 χρονών. Τελευταία τάξη του Δημοτικού. Πήγαινα. Θυμάμαι! Όλα μας τα χρόνια πηγαίναμε κατηχητικό. Και παίρναμε και απουσία στο κατηχητικό. Άμα δεν πηγαίναμε μια Κυριακή, είχαμε απουσία. Και την άλλη μέρα, τη Δευτέρα, ο δάσκαλος «Γιατί δεν ήρθες κατηχητικό;». Απουσία! Τιμωρία! «Δεν θα ξαναλείψω, από το κατηχητικό». Πόσες φορές; Σελίδες να γράφουμε! Είχαμε και τιμωρίες. Γράφαμε, έτσι, τιμωρία. Ή «Δεν θα ξαναμιλήσω» ή «Δεν θα ξανάρθω αδιάβαστη» ή «Δεν θα ξεχάσω το βιβλίο μου, το τετράδιό μου, το μολύβι μου». Είχαμε κι αυτά. Τιμωρίες; Τιμωρίες! Να γεμίζουμε σελίδες! Σελίδες! Ένα σορό. Χάναμε χρόνο, δηλαδή, από το διάβασμα, να γράφουμε τιμωρίες.

Ε.Κ.:

Στην Α΄ Δημοτικού, που πήγαινες, πήγαινες και κατηχητικό παράλληλα;

Κ.Π.:

Όχι, όχι. Μικρή ήμουνα. Δεν πήγαινα εκεί, τότε, κατηχητικό. Όχι. Από την Γ΄ τάξη, που πήγα στο δημόσιο, από τότε. Είχα γνωριστεί και πηγαίναμε στην ενορία μας με τα πόδια. Και ήμουνα και πιο μεγάλη. Πηγαίναμε με τα πόδια από το σπίτι, στην ενορία μας, στην εκκλησία. Είχε, είχε κόσμο τότε. Οι εκκλησίες γεμίζανε. Γεμάτες οι εκκλησίες ήτανε. Το κατηχητικό γεμάτο. Είχαμε. Άλλα παιδιά κάνανε σε μια μικρή εκκλησία που είχαμε, κάνανε τα αγόρια. Με παπά για δάσκαλο. Κι εμείς είχαμε μία κυρία. Πώς τη λέγανε αυτήν την κυρία; Πολύ καλή κυρία ήτανε του κατηχητικού. Σεμνή έτσι, με το ταγεράκι της το μπλε ή το γκρι, κότσο τα μαλλιά. Μεγαλοκοπέλα πρέπει να 'τανε. Γλυκιά γυναίκα, πολύ. Ερχότανε κάθε Κυριακή και μας έκανε μάθημα. Το καλύτερό μας. Μας έδινε βιβλιαράκι με τους βίους των αγίων, εικονίτσα για τον κάθε Άγιο που θα μας πει, το αντίδωρο μετά από τον παπά κι αυτά. Ναι, είχαμε τέτοια. Τώρα, ούτε κατηχητικά πάνε τα παιδιά ούτε τίποτα. Δεν… Έχουνε σβήσει αυτά τα πράγματα.

Ε.Κ.:

Στο ιδιωτικό σχολείο με ποιο χέρι έκανες το σταυρό σου;

Κ.Π.:

Αυτό το ‘χα μάθει μάλλον. Με το δεξί θα 'κανα. Γιατί μου ‘λεγε: «Με αυτό που κάνεις το σταυρό σου». Έλα ντε, που όταν ήταν να πιάσω το μολύβι, ξέχναγα και με ποιο κάνω το σταυρό μου και με ποιο τρώω και με ποιο… Τίποτα δεν σκεφτόμουνα. Πήγαινε… Ο εγκέφαλος έστελνε αυτό το μήνυμα, να πιάσω με το αριστερό. Πώς να το κάνουμε, δηλαδή, τώρα; Δεν γινότανε αυτό το πράγμα. Με μεγάλο κόπο έμαθα να γράφω με το δεξί. Με μεγάλο κόπο! Ακόμα, σου λέω, μπερδεύομαι. Δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω τα χέρια μου. Δεν μπορώ! Δυσκολεύομαι. Άμα μου πεις: «Γρήγορα! Δεξιά! Πες μου δεξιά ποιο είναι; Αριστερά ποιο είναι;», θα πρέπει να σκεφτώ λιγάκι μέσα στο μυαλό μου και να πω: «Ποιο είναι το δεξί μου; Ποιο είναι το αριστερό μου;». Δεν μπορώ να το κάνω αυτό το πράγμα. Έχω σύγχυση μέσα στο [01:10:00]κεφάλι μου γι’ αυτό το πράγμα. Γιατί με μπέρδεψε, μου ‘χει μπερδέψει τον εγκέφαλο - πώς να στο πω; - αυτό το πράγμα. Δεν το καταλαβαίνω κι εγώ πώς γίνεται. Αλλά το χέρι μου, το αριστερό μου, είναι το καλό μου χέρι! Αυτό με ταΐζει, αυτό με σκουπίζει, αυτό με πλένει, αυτό μεγάλωσε τα παιδιά μου, με αυτό έκανα τις δουλειές μου, με αυτό μαγειρεύω, με αυτό τρώω. Είναι το καλό μου χέρι το αριστερό μου χέρι! Δεν είναι το κακό μου, που μου λέγανε. «Όχι το κακό το χέρι. Το δεξί το καλό!». Κι όμως! Εμένα είναι το αριστερό μου το καλό μου χέρι.

Ε.Κ.:

Υπήρχε, ποτέ, μέρα που να σε χτυπήσει για άλλο λόγο;

Κ.Π.:

Δεν νομίζω να υπήρχε. Μόνο για τα μαθήματα. Και για το γράψιμο, επειδή έπιανα την κιμωλία, στον πίνακα, με το αριστερό. Αυτό, τίποτα άλλο. Και να πιάνεις με το αριστερό και να σου λέει: «Γράφε γρήγορα, γράφε γρήγορα!» Το δεξί». Πώς να γράψεις γρήγορα; Αφού το χέρι είναι κουλό. Δεν κάνει δεν κάνει τις δουλειές που θέλεις εσύ να κάνεις με λεπτομέρεια, το δεξί. Κάνω τις δουλειές μου τώρα, που έχει μάθει, που έχει εξοικειωθεί. Έχει εξασκηθεί. Αλλά τότε δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε να πιάσει την κιμωλία. Δεν βολευόταν. Τα δάχτυλα δεν βρίσκανε τη σωστή κίνηση - πώς να στο πω; - τη σωστή επαφή με το αντικείμενο. Δεν έβρισκαν τα δάχτυλα. Έπρεπε να το οδηγήσεις με τρόπο, για να πιάσεις, γρήγορα, την κιμωλία, να γράψεις στον πίνακα αυτό που σου υπαγορεύει αυτό. «Γράφε, γράφε γρήγορα! Ακόμα αργείς;». Να σφαλιάρες, να ξύλο! Αφού σου λέω κατουρήθηκα απ’ το φόβο μου. Επιτρέπεται να κατουρηθώ; Με πήγε ο κύριος Μιχάλης - Θεός σχωρέστον. Μεγάλος ήταν από τότε - και να μου μιλάει, να προσπαθεί να μου μιλήσει και εγώ να κλαίω, ακόμα μέσα στο αυτοκίνητο να κλαίω και να προσπαθεί ο άνθρωπος… Τι λόγια μου 'λεγε δεν θυμάμαι τώρα. Θυμάμαι που προσπαθούσε να με καθησυχάσει ο άνθρωπος. Είχε στεναχωρεθεί. Αλλά τι να μου πει κι αυτός; Τι να πει; Να πει: «Γιατί έδειρες το παιδί και το ‘φερες σε αυτήν την κατάσταση;». Ποιος μπορούσε να μιλήσει; Θα τον απέλυε. Δεν μπορούσε να πει τίποτα ο άνθρωπος. Κι άλλα παιδιά είχανε κατουρηθεί και τα είχε πάει στο σπίτι τους. Κι άλλα παιδιά. Το θυμάμαι πολύ καλά αυτό πράγμα. Κατουριόμασταν! Τηνε βλέπαμε και τρέμαμε, φοβόμασταν! Ήτανε πολύ σκληρή γυναίκα. Ο τρόπος της, η συμπεριφορά της, η ματιά της. Δεν έπρεπε να γίνει δασκάλα αυτή η γυναίκα. Δεν έπρεπε να γίνει δασκάλα. Έγινε για το χρήμα, γιατί ήταν η διευθύντρια του εκπαιδευτικού αυτού ιδρύματος. Κι αυτό έκλεισε. Μετά από χρόνια, έγινε ένας σινεμάς. Ούτε στο σινεμά δεν πήγαινα, γιατί ήξερα ότι εκεί μέσα είχα βλαστημήσει. Δεν πήγαινα ούτε στο σινεμά, όταν έγινε σινεμάς στο Ρέντη. Ήξερα ότι αυτό εκεί μέσα ήτανε το σχολείο, πρώτα, που πήγαινα εγώ και δεν πήγαινα ούτε στο σινεμά. Ούτε απ' έξω δεν ήθελα να περνάω. Θυμόμουνα αυτήν την εξώπορτα, που καθότανε στη σειρά, να της φιλάμε το χέρι. Ξέρεις τι είναι; Να πηγαίνεις κάθε πρωί και να σκύβεις, να φιλάς το χέρι αυτηνής που σε δέρνει; Υποταγή πλήρης. Ίσως, γι’ αυτό να έγινα και Αριστερή στο κόμμα. Αυτό είναι. Μπορεί και να γινόμουνα, γιατί ήταν και ο παππούς μου και ο μπαμπάς μου. Μπορεί κι άλλοι πίσω. Αλλά αυτό με έκανε ακόμα να γίνω πιο πολύ.

Ε.Κ.:

Εάν γυρνούσες το χρόνο πίσω, θα αντιδρούσες διαφορετικά;

Κ.Π.:

Σαν… Πώς; Σε ι ηλικία να ήμουνα, να αντιδρούσα διαφορετικά; Σε ποια ηλικία να ‘μουνα;

Ε.Κ.:

Στην ηλικία που σε χτυπούσε η δασκάλα αυτή.

Κ.Π.:

Όχι, τι να 'κανα; Ένα μικρό παιδάκι ήμουνα. Τι να 'κανα; Και κοντούλικο παιδάκι. Δεν ήμουνα κι ανεπτυγμένο. Ένα μικρό, συμπαθητικό, μικροκαμωμένο κοριτσάκι ήμουνα. Με τα μαλλάκια μου καρέ, ένα γλυκό παιδάκι. Απορώ πώς σήκωνε αυτή το χέρι της να με χτυπήσει! Απορώ. Γι’ αυτό με λυπάμαι. Τώρα, που το σκέφτομαι, με λυπάμαι. Λέω: «Τί έκανε αυτή η γυναίκα; Πώς το έκανε αυτό το πράγμα; Πώς το έκανε αυτό το πράγμα; Και πώς σήκωσε το δάχτυλο να με δείξει;». Μπορούσε να το αποφύγει αυτό το πράγμα. Γιατί να με δείξει στη γυναίκα εκείνη; Να δείξει τι; Έπεσε η έδρα, έπεσες… Έφταιγα εγώ; Να με δείξει; Να μου δημιουργήσει κι άλλο ψυχολογικό τραύμα; Δεν φτάνει αυτά που μου είχε δημιουργήσει; Έπρεπε να μου δημιουργήσει κι άλλο; Αχαρακτήριστη τελείως. Τελείως αχαρακτήριστη. Να μου πεις: «Τη μισείς αυτή τη γυναίκα;». «Μπορεί και να τη μισώ, ναι». Τι να τηνε κάνω τώρα; Πεθαμένη γυναίκα είναι κι αυτή. Τι να τηνε κάνω; Ποιος ξέρει κι αυτή τι βιώματα είχε; Αλλά για δασκάλα δεν έκανε με τίποτα. Δεν έκανε με τίποτα για δασκάλα, για να διοικεί ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα. Δεν έκανε με τίποτα.

Ε.Κ.:

Πώς αντέδρασε η γυναίκα εκείνη, όταν σε έδειξε εσένα;

Κ.Π.:

Τίποτα. Τι να αντιδράσει; Αυτή ήτανε μ’ εκείνη. Δεν αντέδρασε. Μπορεί να έκανε ένα «Ναι; Εκείνη ή αυτή το ‘κανε;». Τι να αντιδράσει; Πώς να αντιδράσει; Να πει: «Γιατί μου τη δείχνεις; Τι φταίει το παιδάκι;». Δεν μπορεί να το κάνει αυτό το πράγμα.

Ε.Κ.:

Άλλοι δάσκαλοι, μέσα εκεί στο σχολείο, γνώριζαν τι συνέβαινε σ' εσένα;

Κ.Π.:

Το γνώριζαν. Το γνώριζαν. Αυτοί, που μας δείχνανε συμπάθεια, ναι, το γνωρίζανε ότι περνάμε δύσκολα. Αυτοί οι δύο που θυμάμαι, ναι, το γνωρίζανε. Αυτοί μας φερόντουσταν πιο καλά. Είχαμε κι ένα χάδι απ’ αυτούς. Μας χαϊδεύανε. Μας λέγανε κι ένα γλυκό λόγο σαν παιδιά. Τρέχαμε πάνω τους. Το θυμάμαι αυτό το πράγμα. Τους αγαπούσαμε αυτούς τους ανθρώπους. Πηγαίναμε και τους αγκαλιάζαμε. Μας δείχνανε αγάπη, μας δείχνανε στοργή. Τι να κάνουνε όμως κι αυτοί; Εργάτες ήντουσταν σε αυτήνανε. Απ’ αυτήν πληρωνόντουσταν. Τι μπορούσαν να πούνε; Να της πούνε: «Μην σηκώνεις το χέρι σου στα παιδιά, που είναι μικρά;». Δεν μπορούσανε να το πούνε αυτό το πράγμα.

Ε.Κ.:

Δεν σε πίεζαν να μάθεις να γράφεις με το δεξί χέρι εκείνοι;

Κ.Π.:

Δεν το θυμάμαι αυτό το πράγμα. Καθόλου δεν το θυμάμαι. Μπορεί και να μην με πίεζαν. Μπορεί και να ‘χα μάθει να γράφω πια με το δεξί και να μην με πιέζανε. Μέχρι να μάθω, φαίνεται, ήταν που τα τράβηξα όλα αυτά, τη μπόρα τη μεγάλη. Μέχρι να συνηθίσει το δεξί μου χέρι να γράφει. Μέχρι τότε, μάλλον, θα έγινε. Όλα αυτά που σου λέω, σε αυτό το γεγονός, σε αυτή τη χρονιά θα έγιναν. Μετά, φαίνεται, θα ‘χα μάθει. Μπορεί να το 'πιανα το αριστερό, αλλά να το έλεγχα, να μην με βλέπουνε αυτοί. Αλλά μέχρι να το ελέγξω, όμως, πέρασα τα πάνδεινα.

Ε.Κ.:

Τι είναι αυτό που θα θυμάσαι, για πάντα, από εκείνα τα χρόνια;

Κ.Π.:

Το μάτι της να με κοιτάζει. Να με κοιτάζει και να με δείχνει. Αυτό θυμάμαι. Τίποτα άλλο. Και ό,τι καλό και να έχει συμβεί εκεί, σ’ εκείνο το σχολείο, αυτό το μάτι της να με κοιτάζει είναι. Έτσι! Και να με δείχνει. Σαν τον Κολοκοτρώνη που σηκώνει το χέρι του στο άγαλμα και δείχνει; Έτσι μ’ έδειξε! Έτσι μ’ έδειξε! Έτσι ακριβώς μ’ έδειξε. Το ένα χέρι να είναι δεμένο και το άλλο να το σηκώνει και να δείχνει. «Να! Αυτή φταίει που έπεσα και έσπασα το χέρι μου». Πήγαινε, μετά, την άλλη μέρα και κάνε μάθημα με αυτήν πάλι. Πήγα. Γι’ αυτό άρχισα να χάνω τα μαλλιά μου, φαίνεται.

Ε.Κ.:

Όταν γυρνούσες σπίτι, πώς ένιωθες;

Κ.Π.:

Πώς θα ‘νιωθα; Ωραία θα ‘νιωθα. Θα γύρναγα σ’ ένα μέρος που μ’ αγαπούσανε. Πώς θα ‘νιωθα; Την άλλη μέρα, που 'τανε να πάω στο σχολείο, πάλι δεν ένιωθα καλά. Στομαχόπονος και να μην τρώω τίποτα. Φαίνεται, γι’ αυτό με κυνηγούσε η γιαγιά μου, να μου δώσει το γάλα. Γιατί δεν θα 'θελα να πιω, δεν θα 'θελα να φάω. Είχα τάσεις εμετού. Σφιγγόταν το στομάχι μου. Τι θα συναντήσω! Πώς θα περάσει η μέρα; Πώς θα κυλήσει; Πόσο ξύλο θα φάω;

Ε.Κ.:

Τώρα, πια; Γράφεις μόνο με το δεξί;

Κ.Π.:

Για πλάκα πιάνω και… Δεν θέλω να το ξεχάσω να γράφω να γράφω με το αριστερό. Πιάνω τον εαυτό μου ότι τώρα θα γράψω με το αριστερό. Έτσι, μόνη μου. Στο σπίτι, όταν θέλω να γράψω κάτι, παίρνω το μολύβι και λέω: «Τώρα, εσύ, θα γράψεις με το αριστερό, Πόπη. Γράψε με τ’ αριστερό».

Ε.Κ.:

Τα καταφέρνεις;

Κ.Π.:

Μια χαρά! Λίγο πιο αργά. Δεν γράφω, όπως έγραφα, γρήγορα. Λίγο πιο αργά. Αλλά άμα το κρατήσω το μολύβι μία μέρα και πω ότι θα γράφω, τέρμα! Το 'μαθα ξανά. Δεν υπάρχει περίπτωση. Δεν ξεχνιέται αυτό το πράγμα. Αφού είναι απ’ τον εγκέφαλο αυτό το πράγμα. Δεν ξεχνιέται. Η τεχνική λίγο αργεί, αλλά δεν ξεχνιέται.

Ε.Κ.:

Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ!

Κ.Π.:

Κι εγώ σ’ ευχαριστώ, που τα είπαμε. Τα 'βγαλα από μέσα μου. Έκανα ένα είδος ψυχανάλυσης και… Αυτά έχει η ζωή.

Ε.Κ.:

Ενδιαφέρουσα ιστορία!

Κ.Π.:

Ενδιαφέρουσα τη βρίσκω κι εγώ! Για αυτό σου την είπα. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ.