Αναλαμβάνοντας την τεσσάρων γενεών οικογενειακή επιχείρηση
Ενότητα 1
Αναμνήσεις από την οικογενειακή επιχείρηση και ανάληψη της διεύθυνσης του καταστήματος
00:00:00 - 00:30:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Είμαι η Μαρία Βουρλιώτη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και είμαι μαζί με τον Λάρρυ Κούνιο. Λοιπόν,… αυτό το πράγμα. Οπότε όχι, δεν ασχολούμαι πια με τη φωτογραφία αυτή καθεαυτή, δηλαδή να φωτογραφίσω. Ασχολούμαι μόνο στο εμπορικό κομμάτι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η εβραϊκή καταγωγή του αφηγητή
00:30:52 - 00:51:08
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Επίσης, ήθελα να σε ρωτήσω, ανέφερες πριν ότι ο προπάππους, νομίζω, έκλεισε για κάποια χρόνια το φωτογραφείο στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, …ι θέλω να κάνω με τη δουλειά μου. Δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω εγώ προσωπικά. Πολύ ωραία. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ. Κι εγώ ευχαριστώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Αναμνήσεις από την οικογενειακή επιχείρηση και ανάληψη της διεύθυνσης του καταστήματος
00:00:00 - 00:30:52
[00:00:00]Καλησπέρα. Βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Είμαι η Μαρία Βουρλιώτη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και είμαι μαζί με τον Λάρρυ Κούνιο. Λοιπόν, καλησπέρα σας.
Καλησπέρα σας.
Θα ήθελα για μια πρώτη γνωριμία να μας πεις λίγα λόγια για τη ζωή σου, ό,τι θέλεις εσύ.
Ονομάζομαι Λάρρυ Κούνιο, είμαι 33 χρονών, είμαι επιχειρηματίας. Έχω ένα κατάστημα, το οποίο είναι φωτογραφικά, και ηλεκτρονικά είδη, και οικιακά είδη, στο κέντρο Θεσσαλονίκης. Αυτήν τη δουλειά την κάνω δεκατέσσερα χρόνια. Αυτά για τη ζωή μου, έτσι πολύ περιληπτικά.
Ωραία. Θα ήθελες να μας πεις και λίγα λόγια για τα παιδικά σου χρόνια;
Ναι. Η οικογένειά μου είναι έξι άτομα. Έχω, δηλαδή, άλλα τρία αδέρφια. Είμαι ο μικρότερος. Είχα πολύ καλά παιδικά χρόνια, δεν είχα κανένα πρόβλημα. Οι γονείς μου πάντα μας δίνανε ό,τι μπορούσαν να μας δώσουν. Κανένα παράπονο. Και με τα αδέρφια μου έχω μία εξαιρετική σχέση με όλους. Όλοι έχουν παντρευτεί, έχουν κάνει και παιδιά. Εγώ ακόμα δεν έχω κάνει παιδιά, ούτε έχω παντρευτεί. Τι άλλο; Πήγα στο ιδιωτικό σχολείο, στο Αμερικάνικο Κολλέγιο, και στο Δημοτικό ήμουνα στο Εβραϊκό Σχολείο, γιατί είμαι εβραϊκής καταγωγής. Μετά πήγα στη Σχολή Εμπορίας και Διαφήμισης, στο ΤΕΙ της Σίνδου. Και όταν τελείωσα τη σχολή, δούλευα κάποια χρόνια σ’ ένα μαγαζί που εξηγούσα παιχνίδια, ήμουνα, δηλαδή, παιχνιδογνώστης στο Play House, το οποίο ήταν πάρα πολύ ωραία δουλειά για τέτοια ηλικία. Είναι πραγματικά η καλύτερη δουλειά που μπορείς να κάνεις. Και μετά, τον τελευταίο χρόνο, τον τέταρτο χρόνο δηλαδή, δούλευα παράλληλα και στην εταιρεία του πατέρα μου. Όταν τελείωσε ο τέταρτος χρόνος στο Play House, σταμάτησα και ξεκίνησα να δουλεύω κανονικά στην εταιρεία του πατέρα μου, όπου μετά από τρία-τέσσερα χρόνια πέρασε στα δικά μου χέρια.
Ωραία. Θα ήθελα να μας πεις λίγα λόγια για το κατάστημά σας.
Λοιπόν, το κατάστημά μας το είχε πρωτοανοίξει ο προπάππους μου, το 1917. Είναι κατάστημα, ήταν βασικά κατάστημα κατεξοχήν φωτογραφικών και κινηματογραφικών ειδών. Ήταν το πρώτο κατάστημα φωτογραφικών ειδών στην Ελλάδα. Είναι το πρώτο κατάστημα στην Ελλάδα, το οποίο έχει τόσο μεγάλη χρονική παρουσία, με πολύ μεγάλη διαφορά. Δηλαδή ο δεύτερος, ας πούμε, έχει σαράντα πέντε χρόνια, εμείς είμαστε αυτήν τη στιγμή στα εκατόν πέντε. Είναι εκατόν πέντε χρόνια κληρονομιάς, η οποία είναι εμπορική, είναι πολιτιστική. Γιατί πάντα το φωτογραφικό ήταν μες στον πολιτισμό και στις τέχνες και τα λοιπά. Αυτό το κατάστημα λοιπόν, μετά τον προπάππου μου, όταν μπήκε ο πόλεμος, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, σταμάτησε για δύο-τρία χρόνια η λειτουργία του. Αλλά όταν επέστρεψαν οι συγγενείς μου από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, συνέχισαν τη δουλειά. Και τότε κιόλας παρουσίασε και άνθηση, γιατί ξεκίνησαν πάρα πολύ ενεργά. Γενικά, μπήκαμε στην εποχή που εξελίχθηκε πάρα πολύ και η Ελλάδα και τα λοιπά. Οπότε για πάρα πολλά χρόνια η εταιρεία η συγκεκριμένη αντιπροσώπευσε και οίκους πασίγνωστους, όπως είναι η Polaroid. Είχαμε την Polaroid, δηλαδή, για κάποια χρόνια, ειδικά την περίοδο που ο κόσμος αγόραζε πάρα πολύ αυτήν τη μηχανή. Κάποια άλλα milestones που έχουμε κάνει σαν εταιρεία είναι ότι είμαστε η πρώτη εταιρεία στον κλάδο μας η οποία ενσωμάτωσε τη μηχανογράφηση στον τρόπο λειτουργίας της και τους υπολογιστές. Δηλαδή εννοώ ότι βάλαμε πρώτοι απ’ όλους υπολογιστές και τους χρησιμοποιούσαμε για να μπορέσουμε να εξυπηρετούμε τους πελάτες για την τιμολόγηση, για τη διαχείριση του αποθέματος. Είχαμε στήσει ακόμα και δικό μας custom διαχειριστικό πελατών. Ήτανε πάρα πολύ μπροστά από την εποχή τους όλα αυτά. Έχω κιόλας και ιστορίες από παλιούς υπαλλήλους, οι οποίοι μας λέγανε πόσο δύσκολο τους φαινόταν στην αρχή να γυρίσουν από το να τα γράφουν στο χέρι, να το γυρίσουν στη μηχανογράφηση την πραγματική. Δηλαδή να πληκτρολογούν και να πατάνε Enter, κάτι το οποίο εμάς τώρα μας φαίνεται ότι είναι [00:05:00]απίστευτο. Λες: «Βαριέμαι να γράψω, δε θέλω να γράψω! Θέλω να τα γράψω όλα στον υπολογιστή, γιατί είναι πάρα πολύ πιο γρήγορο». Θες να γράψεις σκέψεις, δεν τις γράφεις στο χαρτί, οι πιο πολλοί τις γράφουνε σ’ έναν υπολογιστή. Τα στατιστικά, όλα αυτά. Δηλαδή ήτανε πάρα πολύ μπροστά, πολύ καινοτόμα η εταιρεία, γενικά. Ο καινοτόμος στις επιχειρήσεις ήταν ο παππούς, ο οποίος ταξίδευε πάρα πολύ, όταν ο κόσμος ακόμα δεν ταξίδευε τη δεκαετία του ’60. Δεν ήταν τόσο διαδεδομένο ταξίδι. Ο παππούς μου έχει διασυνδέσεις με Αυστρία, Γερμανία, Αγγλία, χώρες οι οποίες ήταν πολύ δυνατές στην παραγωγή τους. Ακόμα λέμε: «Τα γερμανικά προϊόντα είναι τα καλύτερα προϊόντα!». Μύθος πλέον, αλλά τότε ήταν πραγματικότητα. Δηλαδή όντως οι Γερμανοί τότε βάζανε πρώτη τους προτεραιότητα την κατασκευαστική ποιότητα. Οπότε πήγαινε ο παππούς μου στη Γερμανία τα ταξίδια του, έβλεπε το πώς κινούνταν εμπορικά εκεί πέρα οι εταιρείες, τι προϊόντα φέρναν, όλο το concept γενικά και μετά γυρνούσε εδώ πέρα και το έφερνε. Οπότε η εταιρεία, κάτω από αυτή τη στέγη, ας πούμε, της καινοτομίας, εξελίχθηκε πάρα πολύ και ήταν για πάρα πολλά χρόνια η νούμερο ένα εταιρεία στα φωτογραφικά και κινηματογραφικά είδη στην Ελλάδα. Κατόπιν, όταν ο μπαμπάς μου ανέλαβε και αυτός πάρα πολύ καινοτόμος, αλλά κυρίως στο μυαλό του ήταν ένα απίστευτο μυαλό εμπορικά, στήσανε το πρώτο σούπερ μάρκετ για φωτογράφους. Γιατί, τι εννοώ; Τώρα τα σούπερ-μάρκετ έχουν γάλατα, ψωμιά, είδη καθημερινής χρήσης. Άμα γυρίσουμε στη δεκαετία του ’80, που η φωτογραφία, όλος ο κόσμος φωτογράφιζε, πήγαινε τις εκδρομές του και δεν είχε ένα κινητό να φωτογραφίσει και να στείλει τη φωτογραφία στη μαμά, στον μπαμπά ή στον φίλο του, στη φίλη του για να δει πώς περνάνε. Είχαν μία φωτογραφική μηχανή μ’ ένα φιλμάκι μέσα, φωτογραφίζανε και μετά ερχόντουσαν στο κατάστημα τη Δευτέρα μετά το Σαββατοκύριακο και μας δίνανε το φιλμ. Μιλάμε για δεκάδες χιλιάδες φιλμ! Δηλαδή όπως τώρα έχουμε όλοι στα κινητά μας δέκα χιλιάδες φωτογραφίες, οι οποίες είναι μη εκτυπωμένες, είναι απλά στο κινητό μας πάνω σ’ ένα Cloud, τότε δεν υπήρχε αυτό το Cloud. Ήταν ένα φιλμάκι. Οπότε έπρεπε και ο κόσμος να κάτσει να ξεχωρίσει το φιλμάκι πού το έβγαλε, με ποιον ήταν, να το εκτυπώσει, να το καταχωρίσει μετά σε άλμπουμ, να γράψει από πίσω. Ήταν μια ολόκληρη διαδικασία. Οπότε γι’ αυτόν τον λόγο ο μπαμπάς μου έκανε ένα σούπερ μάρκετ φωτογραφικών, το οποίο εκεί πέρα μέσα είχε τα πάντα όσον αφορά τη φωτογραφία και το φιλμ. Πάλι κάτι πάρα πολύ καινοτόμο, γιατί ερχόταν ο πελάτης, ακολουθούσε μία συγκεκριμένη πορεία μέσα στο κατάστημα, όπως είναι το Jumbo. Δηλαδή σε ανάγκαζε από τότε ν’ ακολουθήσεις μία πορεία, σιγά-σιγά, να σε βάλει. Ξεκινούσε, για παράδειγμα, από τα φιλμ, πήγαινες στις μηχανές και γενικά γινόταν όλο και πιο επαγγελματικός αυτός ο διάδρομος μέχρι να καταλήξει στο ταμείο. Οπότε ήταν πραγματικά τρομερή ιδέα. Κιόλας αυτό το σούπερ μάρκετ στεγαζόταν σε ιδιόκτητο χώρο, στο υπόγειο μάλλον του καταστήματος. Στο ισόγειο ήταν το κατάστημα λιανικής, με τα υπόλοιπα ήδη, στο υπόγειο ήταν αυτό το σούπερ μάρκετ και στον πρώτο όροφο στεγάζονταν τα γραφεία της διοίκησης και του λογιστή. Πράγματα τα οποία τώρα μας φαίνονται πάρα πολύ φυσιολογικά, τη δεκαετία του ’80 δεν ήταν φυσιολογικά όλα αυτά. Δηλαδή ερχόταν ο κόσμος, το έβλεπε και του φαινόταν κάτι πολύ ξενόφερτο όλο αυτό, δηλαδή πολύ πιο οργανωμένο απ’ ό,τι πραγματικά το έβλεπε. Πήγαινε ο κόσμος στα φωτογραφεία και έβλεπε απλά κάποιες εικόνες, κάποια μηχανήματα και απλά εκτύπωνε φωτογραφίες. Ενώ το κατάστημα αυτό ήταν στημένο πραγματικά για να πουλάει. Πολύ λοιπόν, πολύ έμφυτο το εμπορικό έτσι, η εμπορική σπίθα στον πατέρα μου. Ο οποίος μετά από κάποια χρόνια, όταν έσβησε, να πω, το φιλμ και μπήκαμε στην ψηφιακή εποχή, κατάφερε και πήρε, ακολουθώντας το δόγμα του παππού μου, πήρε κάποιες αντιπροσωπείες πολύ γνωστές, τις οποίες τις εξέλιξε. Οπότε μπήκαμε πολύ έντονα στην εποχή του «Business-to-[00:10:00]Business». Δηλαδή να μην εμπορευόμαστε πια είδη τα οποία τα δίνουμε στους φωτογράφους, αλλά να τα δίνουμε στα φωτογραφικά καταστήματα για να κάνουν μεταπώληση. Και όχι μόνο. Δεν είναι μόνο τα φωτογραφικά καταστήματα, ήταν και οι αλυσίδες, όπως είναι το «Πλαίσιο», το «Public», το «Media Markt», όλοι αυτοί ήταν πελάτες. Όλα αυτά μέχρι την κρίση του 2010, την οικονομική κρίση της Ελλάδος. Κάπου εκεί ο πατέρας μου άρχισε να αποσύρεται σιγά-σιγά. Τότε ήταν και η εποχή που μπήκα εγώ μες στο κατάστημα. Φτάσαμε στο 2014, 2015 για την ακρίβεια, τότε η εταιρεία πέρασε με τη βούλα στα δικά μου τα χέρια. Είχε ήδη γίνει μια νέα εταιρεία στο όνομά μου, αλλά το ’15 πήρα την πλήρη κυριότητα της εταιρείας, καθώς ο πατέρας μου αποχώρησε. Οπότε πλέον ήμουνα εγώ και η αδερφή μου, αλλά εγώ είχα το κύριο μερίδιο ευθύνης για το εμπορικό κομμάτι, για την οργάνωση και τα λοιπά. Όταν, λοιπόν, μπήκα εγώ, έπρεπε να κληθώ τι θα κάνω. Άμα θα συνεχίσω ν’ ασχολούμαι με αυτό το μοντέλο της επιχείρησης, αν θα το εξελίξω. Σαν νέος άνθρωπος της ψηφιακής εποχής, αποφάσισα να εξελιχθώ, να μην ακολουθήσω την πεπατημένη. Οπότε τότε εγώ άρχισα να εξελίσσω το ίντερνετ. Στήσαμε ένα e-shop, το κάναμε όλο μόνοι μας. Ξεκινήσαμε να πουλάμε κι άλλα είδη πέρα από το φωτογραφικό, γιατί το φωτογραφικό άρχισε σιγά-σιγά να φθίνει. Οπότε σήμερα πλέον η εταιρεία εμπορεύεται φωτογραφικά είδη, κινηματογραφικά, συστήματα ήχου, οικιακά είδη, όπως είναι οι ηλεκτρικές συσκευές. Αλλά όχι μεγάλες συσκευές λευκές, όπως είναι τα ψυγεία. Αλλά μικρές, όπως είναι τοστιέρες και τα λοιπά. Αλλά και οικιακά είδη, όπως είναι έπιπλα, καρέκλες, καθίσματα και τα λοιπά. Και η εταιρεία, λοιπόν, από το 2010 μέχρι το 2022, ενώ υπήρξε μία πάρα πολύ μεγάλη πτώση, λόγω της οικονομικής κρίσης, τώρα τα τελευταία τέσσερα-πέντε χρόνια είναι σε μία κατάσταση, η οποία την εξελίσσουμε πάρα πολύ καλά. Είμαστε πάρα πολύ ευχαριστημένοι και συνέχεια ψάχνουμε για κάτι καινούριο.
Πάρα πολύ ωραία. Ήθελα, επίσης, να σε ρωτήσω άμα έχει μνήμες από το κατάστημα, όταν ήσουνα μικρός. Δηλαδή από ποιο σημείο και μετά, από αυτά που περιγράφεις εσύ, άρχισες να υπάρχεις μέσα στον χώρο;
Καλή ερώτηση. O μπαμπάς μου είχε τη φιλοσοφία ότι η δουλειά δεν είναι δουλειά, είναι χόμπι. Έλεγε, δηλαδή, ότι αν βλέπεις τη δουλειά σαν δουλειά, είσαι καταδικασμένος να ζήσεις δυστυχισμένος. Άμα δεις τη δουλειά σαν χόμπι, η δουλειά σου δε θα είναι πια δουλειά, θα μπορείς να εργάζεσαι όλη μέρα, θα μπορείς να σκέφτεσαι όλη μέρα γι’ αυτό το θέμα. Εντάξει, αυτό βέβαια συμβαίνει –παρένθεση–όταν είναι δική σου δουλειά. Δηλαδή άμα δεν είναι δική σου δουλειά, για παράδειγμα, αν είσαι σερβιτόρος ή αν είσαι υπάλληλος σε μία πολυεθνική, δε γίνεται να το βλέπεις… Όλοι μάλλον να το βλέπουν σαν δική τους δουλειά. Είναι αδύνατον, εντάξει. Αλλά νομίζω, ένας άνθρωπος ο οποίος έχει μία δική του επιχείρηση, μετά από ένα σημείο ξεκινάει και τη βλέπει σαν χόμπι. Οπότε αυτό το πράγμα ο μπαμπάς μου ήθελε να το περάσει σ’ εμένα και γι’ αυτόν τον λόγο, εγώ με θυμάμαι από πάντα να είμαι μέσα σ’ αυτήν την εταιρεία. Και όχι μόνο γι’ αυτό. Έχω και μία μνήμη από ένα ταξίδι που είχαμε κάνει. Ο μπαμπάς μου, επίσης, έκανε πάρα πολλά ταξίδια, συνέχεια. Κάθε Σαββατοκύριακο μάς φόρτωνε στο αμάξι και πηγαίναμε. Δεν έχει σημασία πού, πηγαίναμε. Εγώ πάντα στα ταξίδια δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ποτέ. Όλα μου τα αδέρφια κοιμόντουσαν. Εγώ ήμουνα τέρμα πίσω στο Station Wagon που είχε ο μπαμπάς μου και φώναζα για να με ακούσουν εκεί πέρα μπροστά στο τιμόνι. Και μία φορά, ενώ ήμουνα εκεί 7-8 χρόνων, οπότε είχα αρχίσει ήδη να αποκτώ, ας πούμε, μία άποψη για το τι γίνεται, του είχα πει ότι, αφού πάει τόσο καλά η εταιρεία, και αφού μου λες ότι είναι τόσο γνωστό το όνομά μας, και μας ξέρουν όλοι, και όλοι έχουν τις σακούλες μας, και τα λοιπά, και τα λοιπά, για ποιον λόγο δεν πουλάς το όνομά σου σε άλλους ενδιαφερόμενους, ν’ ανοίξουν ένα μαγαζί με τ’ όνομά μας. Να έχουμε εμείς την κεντρική διαχείριση και αυτοί απλά να κάνουν τις πωλήσεις, να παίρνουν τα ποσοστά και να χρησιμοποιούν τ’ όνομά μας. Κοντέψαμε να τρακάρουμε εκείνη την ημέρα. Ο μπαμπάς μου έπαθε πλάκα με την ιδέα μου, γιατί γύρισε και [00:15:00]μου είπε κιόλας ότι: «Ξέρεις, αυτή η ιδέα γίνεται. Τώρα υπάρχει. Είναι τα πολυκαταστήματα τα λεγόμενα». Τότε κιόλας ήταν σε άνθηση ο «Γερμανός» με τις μπαταρίες. Το είχε μόλις κάνει αυτό το πράγμα. Είχε ανοίξει ήδη τότε γύρω στα είκοσι καταστήματα, είχε πάει. Τώρα πρέπει να έχει καμιά διακόσια. Και έκανε ακριβώς αυτό το μοντέλο, το οποίο λεγόταν franchise. Οπότε είχα στα 7 μου χρόνια την ιδέα του franchise. Και τότε ο μπαμπάς μου κατάλαβε ότι πρέπει οπωσδήποτε να με βάλει μες στο μαγαζί, γιατί είδε ότι έχω μία κλίση. Μου το πέρασε κιόλας, νομίζω, έμμεσα σ’ εμένα. Δηλαδή η αντίδρασή του ήταν τόσο έντονη εκείνη την ημέρα, που μου είπε: «Ξέρεις, αυτό το κάνουνε. Εσύ πρέπει να μπεις εκεί στο μαγαζί, σε θέλω μαζί μου στην εταιρεία», και τα λοιπά. Και επειδή τον έχω και σαν ίνδαλμα τον πατέρα μου, κατευθείαν κι εμένα έμμεσα πέρασε ότι αυτό θα κάνω στη ζωή μου, δε μ’ ένοιαζε τίποτα άλλο. Εγώ ήξερα ότι ό,τι και να κάνω, θα καταλήξω εδώ. Σωστό ή λάθος, αυτό το πράγμα με οδήγησε εδώ. Πάρα πολύ σημαντική λεπτομέρεια αυτή. Πραγματικά, είναι πάρα πολύ σημαντική, γιατί ακόμα και τώρα, δεν ξέρω αν αυτό πραγματικά που κάνω είναι αυτό που θα ήθελα να κάνω. Έχω κι άλλα ενδιαφέροντα στη ζωή μου, δεν έχω μόνο αυτό. Θα μπορούσα να ’χα γίνει αστρονόμος, μου αρέσει πάρα πολύ η αστρονομία. Πάρα πολύ, πραγματικά. Θα μπορούσα να γίνω τραγουδιστής. Δεν ξέρω αν έχω ωραία φωνή, αλλά θα μπορούσα. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν έγινα, γιατί εκείνη την ημέρα, πραγματικά, το θυμάμαι σαν χθες, πέρασε. Οπότε ναι, ήμουν, από όσο με θυμάμαι, από όσο έχω μνήμες, ήμουνα στο μαγαζί. Πάλι ο πατέρας μου είχε τη φιλοσοφία, πέρα από αυτό που λέει ότι η δουλειά είναι χόμπι και τα λοιπά, είχε τη φιλοσοφία ότι πρέπει ένας ο οποίος έχει μία δική του επιχείρηση, θα πρέπει να περάσει απ’ όλα τα στάδια της επιχείρησης. Από το κατώτερο –το κατώτερο εννοούμε το λιγότερο σημαντικό για να εξελιχθεί η εταιρεία– μέχρι το νούμερο ένα, που είναι να έχεις τη διεύθυνση. Οπότε τον πρώτο καιρό μ’ έβαζε να σκουπίζω. Λίγο μετά μ’ έβαζε να είμαι στα χημικά και να γεμίζουν τα χέρια μου με επικίνδυνες χημικές ουσίες, οι οποίες μπορεί να βλάπταν τον οργανισμό μου. Λίγο μετά μ’ έβαλε… Και όχι μόνο εμένα, όλα τα παιδιά της οικογένειας, απλά κάποιοι του λέγανε όχι. Δηλαδή από τα τέσσερα αδέρφια μου, η μικρή μου αδερφή δεν έμπαινε στο μαγαζί, του έλεγε: «Δε μ’ αρέσει! Δε θέλω! Δεν έρχομαι!». Δεν ερχόταν, ρε παιδί μου, δεν ήθελε. Οι υπόλοιποι τρεις ψιλοπηγαίναμε. Εγώ εκεί μόνο, όλη μέρα εκεί ήμουνα. Δηλαδή ήμουνα στο σχολείο, τελειώνω το σχολείο, έκανα τα μαθήματά μου... Το καλοκαίρι, όταν δεν είχα σχολείο, δε γινότανε. Θα πάω το πρωί με τον μπαμπά στη δουλειά, θα φύγω το βράδυ με τον μπαμπά απ’ τη δουλειά. Βαριόμουν πάρα πολύ, βέβαια, κάποιες φορές. Δηλαδή δεν υπήρχε. Αλλά όχι, εγώ στο μυαλό μου είχα ότι αυτή η εταιρεία κάποτε θα γίνει δική μου! Οπότε ναι, πέρασα απ’ όλα τα στάδια της επιχείρησης. Και όταν το 2014 ήρθε η μέρα που μου είπε ο μπαμπάς μου –’15, συγγνώμη–, «Φεύγω, αναλαμβάνεις!», ήτανε πάρα πολύ τρομακτική μέρα. Ξαφνικά εκείνα τα… Πόσων χρονών ήμουν; Πριν εφτά χρόνια –είμαι 33–, ήμουνα 25, ξαφνικά ό,τι μνήμες είχα και εμπειρίες που είχα αποκτήσει και τα πάντα, ήταν σαν να είχαν διαγραφεί. Πώς πας να δώσεις Πανελλήνιες για την Ιστορία και δε θυμάσαι τίποτα; Το ίδιο πράγμα ακριβώς. Είχα πάθει ένα σοκ, μία άρνηση. Για έναν μήνα δεν μπορούσα να αποδώσω. Όταν μετά πλέον ηρέμησα, μου βγήκαν όλα στην επιφάνεια και είμαστε εδώ που είμαστε και όλα πάνε καλά.
Πολύ ωραία. Ανέφερες πριν ότι ήταν και η αδερφή σου στην αρχή.
Ακόμα είναι η αδερφή μου η μεγάλη. Πρακτικά, τώρα η σύσταση της εταιρείας είναι ότι είμαι εγώ ο ιδιοκτήτης και ο διευθύνων σύμβουλος, η αδερφή μου είναι μέλος εταιρείας και ακόμα εργάζεται στην εταιρεία και έχει και πολύ ενεργό ρόλο. Και ο αδερφός μου είναι απλά μέλος εταιρείας. Βοηθάει ως ένα σημείο, επειδή είναι γραφίστας, στις διαφημίσεις, στα social media και βοήθησε κιόλας και στο e-shop, στο να φτιαχτεί και έχει και έναν συμβουλευτικό ρόλο για το e-shop. Γιατί έχει πάρα πολλές γνώσεις πάνω σε αυτό το κομμάτι και αυτός με βοήθησε, δηλαδή, πάρα πολύ. Ενώ η μικρή μου αδερφή δεν ασχολήθηκε ποτέ καθόλου. Οπότε από τους τέσσερις, οι τρεις, ως ένα σημείο, ασχολούμαστε με την εταιρεία.
[00:20:00]O πατέρας σου πώς αντιδρά τώρα που έχεις αναλάβει εσύ την εταιρεία; Είναι περήφανος γι’ αυτό; Χαίρεται;
Καλά, φαντάζομαι ότι όλοι οι γονείς είναι περήφανοι για τα παιδιά τους ό,τι και να κάνουν. Εντάξει, είναι λίγο σχετικό αυτό, αλλά ναι, γενικά νομίζω ότι όλοι οι γονείς είναι περήφανοι. Τώρα κάθε άλλο πιστεύω ότι άμα ο γονέας βλέπει ότι το παιδί του εξελίσσεται, μόνο και μόνο… Εγώ τουλάχιστον έτσι θα αντιδρούσα, λέω εγώ τώρα, μόνο και μόνο αν έβλεπα το παιδί μου να εξελίσσεται, από όποιον δρόμο και να έπαιρνε, το ότι εξελίσσεται είναι ένα καλό δείγμα. Πάει, δεν πάει καλά αυτό που κάνει, γιατί είναι και λίγο συγκυριακό. Δηλαδή αυτό που κάνεις για παράδειγμα εσύ τώρα, μπορεί να μη σου αποδίδει κάτι πρακτικά –λέω τώρα, δεν ξέρω–, αλλά δε νομίζω ότι ο γονέας δε θα ήταν περήφανος γι’ αυτό που κάνεις. Γιατί μπορεί σ’ ένα σημείο να αποδώσει πάρα πολύ. Θα είναι εξίσου περήφανος και τότε και τώρα. Το θέμα είναι να κάνεις πράγματα, να μην κάθεσαι όλη μέρα και απλά αγναντεύεις και κοιτάς το υπερπέραν και δεν κάνεις τίποτα. Οπότε ναι, φαντάζομαι είναι περήφανος. Βασικά, δε φαντάζομαι, μου το έχει πει ο άνθρωπος ότι είναι περήφανος. Αλλά και να μη μου το έλεγε, δεν έχω τέτοια θέματα, να σου πω την αλήθεια, αυτοεκτίμησης. Εγώ είμαι περήφανος γι’ αυτό που έχω κάνει, πολύ περήφανος. Το έχω κιόλας και στον υπολογιστή μου, το έχω βάλει σαν desktop αυτό το πράγμα. Όχι ότι είμαι περήφανος για μένα, αλλά ότι κάθε μέρα που είμαι εδώ και δουλεύω «I am proud of it». Έτσι λέει αυτό το σλόγκαν που έχω βάλει. Ναι, φαντάζομαι είναι περήφανοι γονείς μου. Aλλά είναι περήφανοι και για τα άλλα τα παιδιά, όχι μόνο για μένα.
Έχεις μνήμες και από τον παππού σου στο κατάστημα, πέρα από τον πατέρα σου, ή δεν ήταν καθόλου εκεί όταν εσύ πήγαινες;
Η αλήθεια είναι ότι από τον παππού μου δεν έχω μνήμες. Το μόνο που θυμάμαι σε σχέση με την εταιρεία και τον παππού μου, πέρα από τις ιστορίες που είχα ακούσει, αλλά σαν προσωπικό βίωμα είναι ότι όταν πήγαινα στην εταιρεία και πια δεν είχε να σκουπίσω κάτι άλλο και δεν είχε να κάνω, να κλείσω κάποιο χημικό και, δηλαδή, δεν υπήρχε κάποια δουλειά που έπρεπε να κάνω… Ή να πάω σε εξωτερικές δουλειές, να δώσω φυλλάδια, είχαν τελειώσει όλες μου οι δουλειές. Γιατί τα έκανα και πολύ γρήγορα όλα. Πήγαινα στο φαξ, το φαξ είναι ένα αρχαίο όργανο, μία συσκευή. Πήγαινα λοιπόν στο φαξ, ζωγράφιζα κι έστελνα φαξ στον παππού μου, ο οποίος ήταν στο σπίτι. Ναι, είναι το μόνο βίωμα που έχω για τον παππού μου όσον αφορά τη δουλειά. Αλλά από εκεί και πέρα, οι ιστορίες είναι ατελείωτες, γιατί ήταν πάρα πολλά χρόνια, οπότε ξέρω πάρα πολύ ιστορίες για τον παππού μου. Η πιο ωραία ιστορία κιόλας που υπάρχει είναι ότι κάποτε υπήρχε, έχει συγχωρεθεί τώρα ο άνθρωπος, ο πιο γνωστός φωτογράφος στη Θεσσαλονίκη. Ήταν ένας κύριος ο οποίος πήγαινε στην παραλία κάτω, κατέβαινε με τη φωτογραφική του μηχανή, έβγαζε φωτογραφίες τους περαστικούς και τις πουλούσε τις φωτογραφίες. Ο οποίος αυτός πάνω σ’ αυτήν τη δουλειά έγινε πάρα πολύ γνωστός, τον ήξερε όλη η Θεσσαλονίκη, ήταν μία γραφική φιγούρα της Θεσσαλονίκης. Ο οποίος αυτός ο άνθρωπος είχε πάει στο μαγαζί, στο δικό μας, τότε όταν ήταν ο παππούς μου, είχε πάει στον πάγκο εκείνο με τις πωλήσεις, γιατί ήθελε να αγοράσει μία φωτογραφική μηχανή. Έτυχε να ήταν ο παππούς μου τότε στον πάγκο εκείνη την ημέρα, άρχισαν να μιλάνε, να συζητάνε για τις μηχανές και ποια να πάρει και τι να κάνει και τα λοιπά. Καταλήγουν στη μηχανή και του λέει στο τέλος αυτός ο φωτογράφος ότι: «Ξέρεις τι, κύριε Κούνιο; Θέλω να την πάρω αυτήν τη μηχανή, αλλά έχω ένα πρόβλημα». «Τι πρόβλημα έχεις;». «Δεν έχω λεφτά!». Τον κοιτάει ο παππούς μου, πείστηκε από το όραμα που είχε αυτός ο άνθρωπος. Δεν ξέρω τι του είπε εκείνη την ημέρα, τον έπεισε. Τώρα σκέψου, να έρθει ένας άνθρωπος στο μαγαζί σου και να θέλει να αγοράσει μία φωτογραφική η οποία κάνει δύο χιλιάδες σε τότε λεφτά. Εμένα αν ερχόταν ένας άνθρωπος στο μαγαζί και μου το έκανε αυτό το πράγμα, δηλαδή δεν ξέρω άμα θα είχα το ίδιο άστρο, να του πω: «Πάρ’ τηνα!». Αλλά ο παππούς μου του είπε: «Πάρ’ την, σ’ τη δίνω εγώ δώρο. Πάνε κάνε τη δουλειά σου, πάνε δούλεψε. Εάν ποτέ τα βγάλεις τα χρήματα, έλα πίσω, εδώ είμαι, να την πληρώσεις!». Απίστευτη κίνηση. Γι’ αυτό το πράγμα είναι πάρα πολύ γνωστός ο παππούς μου. Γιατί ο συγκεκριμένος φωτογράφος, που ήταν πασίγνωστος, σε κάθε του συνέντευξη [00:25:00]το έλεγε. Για πάρα πολλές συνεντεύξεις, έχουν δημοσιευθεί παντού «Έθνος», «Καθημερινή», «Βήμα», παντού. Πάντα έλεγε για τον παππού, τον Κούνιο, που του έδωσε δωρεάν μία μηχανή για να ξεκινήσει. Πάρα πολύ ωραία κίνηση. Νομίζω ότι εντάξει, είναι λίγο… Μοιάζει με παραμύθι. Το έκανε ο άνθρωπος όμως, το είδε. Βοήθησε έναν άνθρωπο να γίνει ο πιο γνωστός φωτογράφος στη Θεσσαλονίκη. Αυτή είναι και η πιο γνωστή του ιστορία. Η δεύτερη και πιο γνωστή του ιστορία και σταματάω εδώ, την είχε κάνει, όχι ο παππούς μου, ο προπάππους μου. Που πάλι αυτό θεωρείται ένα από τα milestones της επιχείρησης, το οποίο απλά ξέχασα να το πω πριν. Οι οποίοι σκέφτηκαν πρώτοι, πέρα απ’ όλα αυτά που είπα, να κάνουν κουπόνια σε εφημερίδες. Παλιότερα, όταν ο κόσμος διάβαζε και αγόραζε εφημερίδες, οι εφημερίδες δίναν κάτι κουπόνια και έλεγαν, ας πούμε, ότι άμα πάρεις δέκα κουπόνια, θα σου δώσουμε… Στείλ’ τα μας και θα σου δώσουν δώρο, ας πούμε, μία σειρά από βιβλία, λέγανε κάποτε. Ο παππούς μου, ο προπάππους μου λοιπόν, σκέφτηκε την ιδέα με τα κουπόνια, πήγε σε μία στη Θεσσαλονίκη, τους είπε ότι: «Θέλετε να κάνουμε αυτή την ιδέα με τα κουπόνια;». Δεν υπήρχαν τότε κουπόνια έτσι, ήταν δικιά του ιδέα. Το δέχτηκαν και το δώρο ήτανε να πάρουνε μία φωτογραφική μηχανή Kodak τότε με τα κουπόνια. Και δόθηκαν σύνολο είκοσι χιλιάδες φωτογραφικές μηχανές. Εξήντα χιλιάδες, ογδόντα χιλιάδες κατοίκους είχε τότε η Θεσσαλονίκη. Ένα στα τέσσερα σπίτια είχε φωτογραφική μηχανή. Ασύλληπτο πάλι σαν ιδέα. Εγώ δεν έχω τέτοιες ιδέες, να πω την αλήθεια. Αλλά ναι, αυτά είναι τα πιο… Αυτές είναι οι μνήμες οι οποίες έχουν χαραχτεί μέσα μου και μ’ αυτές πορεύομαι στη ζωή μου.
Το κατάστημα είναι στην ίδια τοποθεσία που ήταν στα πρώτα χρόνια;
Όχι, έχει αλλάξει τρεις τοποθεσίες. Η μία ήταν Κομνηνών με Τσιμισκή στη Θεσσαλονίκη, μετά πήγαμε σε ιδιόκτητες εγκαταστάσεις στη Βενιζέλου 15 και το 2009 μετακομίσαμε και πήγαμε στην Κομνηνών 24. Ξαναγυρίσαμε στην Κομνηνών, δηλαδή, αλλά πήγαμε λίγο πιο πάνω στον δρόμο.
Ποια είναι η σχέση των πολιτών της Θεσσαλονίκης με το κατάστημα; Δηλαδή το θυμούνται σαν κατάστημα; Ακούν συχνά ιστορίες γι’ αυτό;
Η αλήθεια είναι ότι όταν ήμουνα πιο μικρός και πήγαινα σε κάποιες, τώρα θυμάμαι κυρίως στις δημόσιες υπηρεσίες το πάθαινα αυτό. Πήγαινα σε μία δημόσια υπηρεσία, έλεγα το επίθετό μου και μας ξέρανε, που στις δημόσιες υπηρεσίες συνήθως ήταν πιο μεγάλες ηλικίες οι άνθρωποι. Δηλαδή εγώ τότε που πήγαινα, ας πούμε, ήμουνα 10-15 χρονών, αυτοί που με εξυπηρετούσαν ήταν 40-50 και τα λοιπά. Αυτές οι ηλικίες, λοιπόν, μας ξέρανε. Τώρα αυτό το εύρος έχει μεγαλώσει. Δηλαδή δε μας ξέρει πια ο τριαντάχρονος, σαραντάχρονος, δηλαδή στη δικιά μου ηλικία. Αλλά ένας Θεσσαλονικιός 60 χρονών και πάνω μάς ξέρει. Οι περισσότεροι μας ξέρουνε δηλαδή. Όλως τυχαίως κιόλας ο κολλητός μου, ο καλύτερός μου φίλος, τον οποίο τον γνώρισα Πρώτη Γυμνασίου, ξεκινάμε κάνουμε παρέα και τα λοιπά, πάει μία μέρα στους γονείς του, λέει: «Θα βγω έξω με τον Λάρρυ». «Λάρρυ, επίθετο;». «Κούνιο». Και του βγάζουν φωτογραφία του γάμου τους, τη γυρνάνε από την πίσω πλευρά και έλεγε το επίθετό μας από πίσω. Ναι, είχαν εκτυπώσει φωτογραφίες του γάμου τους στο κατάστημά μας. Οπότε γενικά, ναι, υπήρχε. Μας ξέραν οι πολίτες της Θεσσαλονίκης πιο πολύ απ’ ό,τι μας ξέρουνε τώρα. Και νομίζω ότι αυτό το πράγμα όλο, όχι όλο και θα μειώνεται, αλλά μειώνεται γενικά, και γιατί ανεβαίνει πολύ ο πληθυσμός της πόλης και γιατί διευρύνεται κι η πόλη. Γίνεται όλο και πιο μεγάλη. Φτάνουμε σχεδόν ως την Περαία, έχουμε επεκταθεί κι ως τη Σίνδο, δηλαδή δεν κατεβαίνει πια ο Θεσσαλονικιός να κάνει τα ψώνια του στο κέντρο, οπότε θα ξέρει και τα μαγαζιά του κέντρου. Θα πάει και στην τοπική του αγορά. Η τοπική αγορά της Τούμπας είναι πολύ δυνατή. Πάει στο Mall, στο Cosmos, θα πάει στο One Salonica, δηλαδή έχει μέρη να πάει και δε χρειάζεται να κατέβει κέντρο. Ξέρω πολύ κόσμο που κατεβαίνει κέντρο μία φορά το δίμηνο. Οπότε ναι, παλαιότερα μας ξέραν πιο πολλοί, τώρα δε μας ξέρουν πολλοί. Αυτά. Αλλά ελπίζω να μας μάθουν.
Τι σχέση έχεις με τη φωτογραφία σαν φωτογραφία; Δηλαδή βγάζεις φωτογραφίες ή καμία σχέση;
Πάλι καλή ερώτηση. Βγάζω φωτογραφίες από το κινητό μου. Η [00:30:00]αλήθεια είναι ότι κάποτε ασχολήθηκα με τη φωτογραφία. Δεν μπορώ να πω ότι ήμουνα τρομερός φωτογράφος, ούτε ότι είχα τη ματιά του φωτογράφου ούτε ότι είχα τη σπίθα του φωτογράφου. Γενικά, δε με πήγε πολύ το φωτογραφικό. Είμαι, νομίζω, καλύτερος στο να μπορώ να σου δώσω μία συμβουλή για μία φωτογραφική μηχανή. Ξέρω τα πάντα για τη φωτογραφία, πραγματικά τα πάντα. Έχω εντρυφήσει πάρα πολύ στο θέμα, είμαι σαν καθηγητής. OK, δηλαδή, το ξέρω το αντικείμενο, αλλά δεν μπορώ να βγάλω φωτογραφία. Δεν είμαι καλός σ’ αυτό το πράγμα. Οπότε όχι, δεν ασχολούμαι πια με τη φωτογραφία αυτή καθεαυτή, δηλαδή να φωτογραφίσω. Ασχολούμαι μόνο στο εμπορικό κομμάτι.
Επίσης, ήθελα να σε ρωτήσω, ανέφερες πριν ότι ο προπάππους, νομίζω, έκλεισε για κάποια χρόνια το φωτογραφείο στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μου είπες. Ξέρεις ιστορίες από αυτό; Δηλαδή τι έγινε τότε;
Τι έγινε πού; Γιατί οι πρόγονοί τους, είναι πάρα πολύ γνωστή ιστορία του πολέμου. Τους μαζέψανε σε γκέτο και σιγά-σιγά τους στέλνανε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όταν πήγαν σε στρατόπεδα, ήταν τυχεροί, γιατί η οικογένεια, η πλευρά του μπαμπά μου, επειδή η μητέρα του παππού του μπαμπά μου ήταν από την Τσεχοσλοβακία τότε, οι οποίοι ξέρανε γερμανικά. Οι Τσεχοσλοβάκοι μιλούσαν γερμανικά, άρα και ο παππούς μου, ο προπάππους μου είχε σχέση με τη Γερμανία και αυτός με ήξερε τη γλώσσα, άρα τη μάθανε και τα παιδιά τη γλώσσα. Οπότε όταν πήγαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ήταν ο λόγος που γλιτώσανε. Ξέραν γερμανικά. Γι’ αυτόν τον λόγο ακριβώς γυρίσανε, ήταν ο λόγος μάλλον που γύρισαν πίσω. Όταν γύρισαν πίσω, το μαγαζί δεν ήταν άθικτο, το είχαν κλέψει. Δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα μέσα απ’ αυτά έτσι όπως τα είχαν αφήσει. Αλλά δεν ξέρω πληροφορίες τι πήραν και πώς το κάνανε. Απλά ξέρω ότι επέστρεψαν και ξεκίνησαν πάλι από το μηδέν να χτίζουν την εταιρεία και να κάνουν τη δουλειά τους.
Εσύ έχεις σχέσεις με την Εβραϊκή Κοινότητα της Θεσσαλονίκης;
Βεβαίως.
Είσαι ενεργό μέλος;
Πρέπει να καθορίσουμε τι σημαίνει «ενεργό μέλος».
Πες μου εσύ τι κάνεις στην Εβραϊκή Κοινότητα; Πώς συμμετέχεις σ’ αυτό;
Ναι, νομίζω ότι μόνο και μόνο αν είσαι μέλος της Κοινότητας της Εβραϊκής, γιατί είναι μια πάρα πολύ μικρή κοινότητα, είσαι ενεργό μέλος. Νομίζω ότι… Ή μάλλον, λάθος. Ένα ενεργό μέλος μπορούμε να πούμε θα ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος συμμετείχε στα κοινά, να το πω έτσι. Δηλαδή ή εργαζόταν κάτω από την εποπτεία της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης ή ασχολιόταν μετά με τα πολιτικά της. Γιατί έχει και πολιτικά μέσα. Πρέπει να υπάρχει ένας Πρόεδρος της Κοινότητας, πρέπει να υπάρχει ο Διευθυντής της Κοινότητας. Δηλαδή έχει ν’ ασχοληθείς, γενικά, με το θέμα. Όχι, δεν ασχολούμαι. Το πιο, νομίζω, ενεργό στοιχείο που έχω είναι ότι απλά το κατάστημα που έχω τώρ, το νοικιάζουμε από την Εβραϊκή Κοινότητα. Αλλά είναι τυχαίο το γεγονός. Κατά τ’ άλλα, ναι, ακολουθώ τις παραδόσεις και τα έθιμα κανονικά. Οικογενειακώς το κάνουμε αυτό. Δεν μπορώ να πω ότι πηγαίνω κάθε μέρα στη συναγωγή, δεν το κάνω. Πηγαίνω δυο-τρεις φορές τον χρόνο. Αλλά όπως και οι φίλοι μου οι χριστιανοί, δεν πηγαίνουν κάθε μέρα στην εκκλησία. Πηγαίνουνε Πάσχα. Τρεις φορές τον χρόνο δηλαδή και αυτοί, ή σε γάμους και χαρές. Το ίδιο πράγμα και εμείς κάπως. Δεν ξέρω αν αυτό το πράγμα με κατατάσσει στους ενεργούς. Δε θα έλεγα ότι είμαι ενεργό μέλος, όχι. Αλλά ούτε θα έλεγα ότι το απορρίπτω. Μ’ αρέσει αυτό που είμαι. Είμαι πολύ ικανοποιημένος, αλλά δε νομίζω ποτέ να ασχοληθώ πιο πολύ με τα κοινά. Γιατί δε νομίζω να πολιτικοποιηθώ, να το πω έτσι, ή να δουλέψω στην Κοινότητα.
Πιστεύεις ότι η Θεσσαλονίκη έχει τιμήσει την Εβραϊκή Κοινότητα όσο χρειάζεται;
Αυτό είναι πάρα πολύ μεγάλη συζήτηση. Πραγματικά, είναι πάρα πολύ μεγάλη συζήτηση. Δεν υπάρχει «ναι» και «όχι». Έχει να κάνει με την περίοδο που ζούμε. Διότι εάν πάρουμε υπόψη μας τα προηγούμενα χρόνια, που είχαμε έναν δήμαρχο ο οποίος ήταν, γενικά, πολύ ανοιχτός σε μειονότητες και, γενικά, είχε [00:35:00]πάρα πολύ προοδευτικό μυαλό και συμπεριφορά, τότε ναι, γινόντουσαν πάρα πολλά πράγματα. Και έγινε και το πιο σημαντικό απ’ όλα, όπου θα χτιστεί το Εβραϊκό Μουσείο στη Θεσσαλονίκη για το Ολοκαύτωμα, που θα είναι το μεγαλύτερο στα Βαλκάνια. Απ’ αυτή την άποψη, έχουν γίνει πάρα πολύ σημαντικά βήματα μπροστά. Οπότε, γενικά, θεωρώ ότι, ως ένα σημείο, η πόλη έχει τιμήσει την ιστορία της. Αλλά από την άλλη, υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα που αποδεικνύουν και το αντίθετο. Οπότε δεν μπορείς πραγματικά να πεις ένα «ναι» ή ένα «όχι». Είναι πολύ σύνθετη συζήτηση. Πραγματικά είναι σύνθετη. Και δεν είμαι εγώ αυτός ο οποίος, εντέλει, θα βγάλω και το συμπέρασμα. Άποψή μου, όμως, τελείως προσωπική είναι ότι δεν έχουν γίνει τα απαραίτητα. Η Θεσσαλονίκη μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η πλειοψηφία της ήταν ο εβραϊκός πληθυσμός. Ήταν οι άνθρωποι οι οποίοι κινούσαν τα εμπορικά νήματα της πόλης. Ήταν η ζωή της πόλης, πρακτικά. Όλοι μεταξύ τους οι Εβραίοι οι Χριστιανοί, κάποιοι πάρα πολύ λίγοι Τούρκοι που είχαν μείνει και ο υπόλοιπος κόσμος συνυπήρχαν πάρα πολύ αρμονικά. Υπάρχουν, δηλαδή, και γραπτές αποδείξεις ότι ήταν αρμονικά τα πράγματα, όπως είναι και τώρα ως ένα σημείο. Δηλαδή δεν υπήρχαν κόντρες. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, όταν έγινε ο διωγμός στην Κατοχή από τους Ναζί και γυρίσανε πίσω ελάχιστοι, γυρίσανε χίλιοι από τους εξήντα χιλιάδες, γυρίσανε μόνο χίλιοι, εκεί πραγματικά η πόλη δεν τους τίμησε. Δηλαδή υπάρχει το παράδειγμα ότι πήραν τις πλάκες από τα εβραϊκά νεκροταφεία και χτίσανε πράγματα. Χτίσανε πράγματα σε πανεπιστήμια, έτσι; Δηλαδή χτίσανε δρόμους απ’ αυτές τις πλάκες. Τώρα, εντάξει, δεν είναι ωραίο να συμβαίνουν τέτοια πράγματα. Ναι, αυτό είναι το πιο τρανό παράδειγμα ότι η πόλη δεν έχει τιμήσει την ιστορία της. Και είναι πολύ κρίμα, γιατί στο εξωτερικό βλέπουμε ότι… Όχι, δε θα μιλήσω για το εβραϊκό στοιχείο, θα μιλήσω γενικά. Γενικά, νομίζω σαν λαός δεν τιμούμε το παρελθόν μας και είναι… Πολλές φορές αυτό σε καταδικάζει, ας πούμε, να το ξαναζήσεις το ίδιο πρόβλημα. Βλέπεις, ας πούμε, ότι ήταν η πόλη μία πόλη γεμάτη με ανάκτορα και πολύ ωραία κτίρια και τα λοιπά, τα κατεδάφισαν για να χτίσουν πολυκατοικίες. Στο εξωτερικό αυτό το πράγμα δεν έχει συμβεί. Την κράτησαν την κληρονομιά τους και τώρα αυτές οι πόλεις είναι πανέμορφες. Αυτό έχει γίνει παντού στην Ευρώπη, έτσι; Δηλαδή όλη η Ευρώπη έχει αφήσει τα στοιχεία και τις παραδόσεις από παλιά, και απλά τα εκσυγχρόνισε και τα έντυσε για να ταιριάζουν με το σύγχρονο. Στην Ελλάδα αυτό το πράγμα δεν έχει γίνει. Δυστυχώς, αυτό το πράγμα, επειδή ήταν και εβραϊκή η πόλη, γιατί ήταν πλειοψηφία οι Εβραίοι, σ’ εμάς δε φαίνεται καθόλου ωραίο. Οπότε και συνέχεια προσπαθούμε να κάνουμε πράξεις. Όπως τώρα –που είναι και συγκεκριμένο τωρινό παράδειγμα– προσπαθεί η Εβραϊκή Κοινότητα να κάνει στην πλατεία Ελευθερίας, εκεί υπάρχει συγκεκριμένα και ένα μνημείο για τους Εβραίους για το Ολοκαύτωμα, θέλανε εκείνο το σημείο να το κάνουν ένα ολόκληρο μνημείο. Άλλες πόλεις έχουν, άλλες κι άλλες, δηλαδή, στην Ευρώπη έχουν τέτοια μνημεία και δεν έχει η Θεσσαλονίκη, που είναι απίστευτο. Δηλαδή μιλάμε ότι το 98% των Εβραίων της πόλης εξολοθρεύθηκε και δεν έχεις ένα μνημείο. Δηλαδή ο κόσμος δε γνωρίζει. Εμένα οι συμμαθητές μου δεν ξέραν καν τι σημαίνει να είσαι Εβραίος. Δεν το ξέρανε. Όταν το διαβάσαμε στο βιβλίο της Ιστορίας –που δεν ιστορία, είναι παρόν– για τους Εβραίους και το Ολοκαύτωμα ήταν μία σελίδα. Είναι απίστευτο ότι ήταν μία σελίδα. Δηλαδή είναι τόσο έντονο το στοιχείο, το ελληνικό στοιχείο με τον εβραϊσμό, που θα έπρεπε να ήταν πολύ πιο ανοιχτό για όλους. Τώρα τελευταία γίνονται δράσεις από καθηγητές σε σχολεία, που αρχίζουν και κάνουν πολλές συνεντεύξεις και στέλνουν τα παιδιά να κάνουν, να μάθουν διάφορα πράγματα, να πάρουν συνεντεύξεις από παλιούς επιζήσαντες και τα λοιπά. Αλλά [00:40:00]νομίζω ότι έχουμε αργήσει. Οι επιζήσαντες είναι ελάχιστοι πλέον. Ό,τι είχαν να πούνε, το έχουν πει. Πλέον οι πιο πολλοί δε θυμούνται κιόλας, είναι πολύ μεγάλες ηλικίες. Δηλαδή είναι πάνω από 90 χρονών. Έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια. Οπότε βάλε και άλλα δέκα για να έχουν μνήμες. 80 χρόνων θα πρέπει να είναι μικρότερος, ας πούμε, που θα έχει μνήμες, εάν έχει επιζήσει. Οπότε ναι, εν κατακλείδι δεν θεωρώ ότι έχει τιμήσει η πόλη το εβραϊκό στοιχείο, καθόλου. Θα ’πρεπε να κάνει πολύ περισσότερα πράγματα. Ειδικά τώρα, που στη Θεσσαλονίκη οι περισσότεροι τουρίστες είναι από το Ισραήλ, όλως παραδόξως.
Εσύ, σαν παιδί, πώς αντιμετώπισες την εβραϊκή σου ταυτότητα;
Εντάξει, ποτέ δε φοβήθηκα, να σου πω την αλήθεια. Δηλαδή δεν υπήρχε ποτέ μία περίοδος που τρομοκρατήθηκα επειδή ήμουν αυτό που ήμουνα. Η αλήθεια είναι ότι πάντα ήθελα να μπαίνω μέσα στις παρέες αθόρυβα. Δεν είχα μία σημαία μαζί μου που έλεγα τι είμαι. Εντάξει, από το όνομα δεν μπορούσαν και εύκολα να καταλάβουν. Δεν έχω ένα κατεξοχήν εβραϊκό όνομα. Αλλά και πάλι δε μ’ εμπόδισε. Απλά δεν μπορώ να πω ότι πήγαινα και το έλεγα σε όλους ότι: «Ξέρεις τι; Με λένε Λάρρυ και είμαι ένας Εβραίος». Το έλεγα πιο μετά όμως. Δηλαδή η παρέα μου το έμαθε, το ήξερε. Πολύ σύντομα το έμαθε κιόλας. Δεν είχαμε τέτοια προβλήματα. Ποτέ δεν αντιμετώπισα θέμα ρατσισμού. Ποτέ. Ίσως και γιατί μπορεί και ο χαρακτήρας μου να μην το έβγαζε. Να μην επέτρεπε σε άλλους να με αντιμετωπίσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μόνο μία φορά είχε τύχει στο Γυμνάσιο ν’ αντιμετωπίσουν έναν συμμαθητή μου, που και αυτός ήταν Εβραίος, και απλά να τον αποκαλέσουν απαξιωτικά, ας πούμε. Είχε γίνει ένα πολύ μίνι θερμό επεισόδιο, αλλά δεν μπορώ να πω ότι ήταν ένα ρατσιστικό σχόλιο. Ήταν πιο πολύ ένα σχόλιο ενός παιδιού, που απλά δεν είχε επίγνωση της βαρύτητας απ’ αυτό που έλεγε. Το έλεγε πιο πολύ, απλά το είπε το παλικάρι, παρά ήταν πραγματικά ρατσιστής. Παρ’ όλ’ αυτά, ήμουνα σε ιδιωτικό σχολείο. Ήμουνα στο Κολλέγιο Ανατόλια. OK, δεν είναι νομίζω και το καλύτερο παράδειγμα για να δούμε αν υπάρχει ρατσισμός ή όχι. Αλλά ναι, αν μιλήσουμε για μένα, εγώ προσωπικά δεν τον βίωσα τον ρατσισμό. Ο ρατσισμός, παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχει, σίγουρα υπάρχει και αναβιώνει συνέχεια.
Θα σε ξαναρωτήσω κάτι γι’ αυτά που λέγαμε πιο πριν. Θέλω να σε ρωτήσω πώς σκοπεύεις εσύ από δω και πέρα, αν έχεις κάποιο νέο πλάνο, κάποιο νέο σχέδιο για να εξελίξεις το κατάστημα.
Και να είχα ένα πλάνο, δε θα σας το έλεγα εγώ εδώ. Θα το κρατούσα για τον εαυτό μου μέχρι να το έκανα και μετά θα σας έλεγα να δείτε τι καλά που τα πήγα. Το πλάνο μου, γενικά, είναι να μπορώ να ζω άνετα, ξεκινάμε απ’ αυτό. Αυτό έχω κάθε μέρα στο μυαλό μου, μ’ αυτό ξυπνάω και μ’ αυτό κοιμάμαι. Να μπορώ να ζω άνετα. Δυστυχώς, η εποχή που ζούμε απαιτεί να δουλεύεις πολύ για να ζεις άνετα. Εκτός κι αν είσαι τυχερός. Είμαι τυχερός, γιατί είμαι σ’ αυτήν τη δουλειά που είμαι και την πήρα έτσι όπως την πήρα και τα λοιπά και τα λοιπά. Το πλάνο που έχω, λοιπόν, είναι να συνεχίσω να εξελίσσω τη δουλειά μου όσο μπορώ, με όποιον τρόπο μπορώ. Δε θέτω όρια και περιορισμούς. Ξέρω σε τι είμαι καλός εγώ στη δουλειά μου. Δεν είναι, δηλαδή, ότι ξέρω από φωτογραφικά, άρα θα πουλήσουμε μόνο φωτογραφικά ή θα ασχοληθούμε μόνο μ’ αυτό. Δεν ξέρω πού μπορούμε καν να φτάσουμε. Γενικά, η δουλειά είναι ένα καράβι. Μπαίνεις μες στο καράβι, μπαίνεις στη θάλασσα, ταξιδεύεις κι όπου σε πάει. Το μόνο που πρέπει να προσέχεις είναι να μη βυθίσεις το πλοίο. Αυτό είναι πιο βασική σου δουλειά. Όσο καλύτερα ταξιδέψεις, τόσο καλύτερα θα πάει. Οπότε δεν υπάρχει ένα ξεκάθαρο πλάνο. Και νομίζω ότι όποιον επιχειρηματία και να ρωτήσεις, ο οποίος έχει δική του δουλειά, όποια δουλειά και αν είναι αυτή, νομίζω ότι θα πάρεις μία παρόμοια απάντηση. Σίγουρα όλοι θέλουν να πάνε καλύτερα, όλοι θέλουν ν’ αποκτήσουν, να τους γνωρίσει ο κόσμος, να τα πάνε πιο καλά στη δουλειά τους, να εμπλουτίσουν τα προϊόντα [00:45:00]τους ή τις υπηρεσίες τους. Όλος ο κόσμος θέλει να το κάνει αυτό το πράγμα. Αλλά δε νομίζω κάποιος να γυρίσει να σου πει ότι: «Εμένα το πλάνο μου είναι να γίνω καλύτερος!. Νομίζω εξυπακούεται αυτό το πράγμα. Κάθε μέρα θες να γίνεις και καλύτερος. Νομίζω όλοι το θέλουν αυτό. Φαντάζομαι. Ναι, δεν ξέρω. Για μένα πάντως έτσι πορεύομαι. Θέλω κάθε μέρα να κάνω κάτι καινούριο, να είμαι ο καλύτερος σ’ αυτό που κάνω, η αλήθεια είναι. Είμαι πολύ ανταγωνιστικός, εκ φύσεως. Πάρα πολύ ανταγωνιστικός. Οπότε αυτό το πράγμα, γενικά, βοηθάει στον τομέα μου, που είμαι τόσο ανταγωνιστικός. Όχι απ’ την κακή πλευρά όμως ανταγωνιστικός. Δηλαδή βλέπω τι κάνει κάποιος, μου άρεσε η ιδέα του, θα τη μεταφέρω και εγώ αυτή την ιδέα μέσα στην εταιρεία μου κάπως, με κάποιον τρόπο, για να το κάνω και εγώ. Θα την ενσωματώσω μέσα για να το κάνουμε κι εμείς. Και αυτό το πράγμα μάς έχει βοηθήσει μέχρι στιγμής. Δηλαδή δουλεύει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Και για αυτόν τον λόγο, δηλαδη, έχουμε φύγει… Όχι έχουμε φύγει. Συμπεριλάβαμε. Δηλαδή από τα φωτογραφικά, φτάσαμε έως και τα έπιπλα. Αυτό δείχνει ότι δε θέτουμε όρια. Αυτή τη στιγμή, προσπαθούμε να δούμε πού είμαστε, πού έχουμε έφεση τέλος πάντων. Αλλά ναι, έτσι όπως είναι η κατάσταση πλέον, με το ίντερνετ και το ηλεκτρονικό εμπόριο και τα online marketplace και τα λοιπά, νομίζω ότι για τα επόμενα πέντε χρόνια αναμένεται όλο και περισσότερα καταστήματα να πουλάνε, να εμπορεύονται μάλλον όλο και περισσότερα είδη. Δεν υπάρχει πια αυτό, κάτι κλαδικό. Όλοι πάνε παντού. Το θέμα είναι πόσο καλά το κάνεις αυτό. Και νομίζω ότι μετά από πέντε χρόνια –αυτό είναι μία εικασία που κάνω–, ότι αυτό το πράγμα πάλι θα αρχίσει να συρρικνώνεται. Δηλαδή θα είμαστε πια όλοι καταστήματα και εταιρείες οι οποίοι πουλάνε τα πάντα και πλέον ο πελάτης θα ξεκινήσει να ψάχνει την εξειδίκευση. Οπότε θα ξαναγυρίσουμε σ’ ένα σημείο στην εξειδίκευση. Νομίζω ότι ως εκεί, νομίζω ότι μπορώ να το προβλέψω. Μετά από εκεί, δεν ξέρω τι θα γίνει. Αλλά νομίζω ναι, ότι κάπως έτσι θα εξελιχθούν τα πράγματα. Οπότε κι εμένα σκοπός μου είναι συνέχεια να εμπλουτίζω την εταιρεία με καινούρια είδη, με ενδιαφέροντα είδη, με είδη τα οποία ο κόσμος θα έχει ανάγκη. Και προσπαθούμε πάντα να τα δίνουμε και στις καλύτερες δυνατές τιμές και να έχουμε την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση. Αυτό είναι βασική προϋπόθεση.
Τι συναισθηματική αξία έχει για εσένα το γεγονός ότι συνεχίζεις μία επιχείρηση που έχει τόσο μεγάλη ιστορία οικογενειακή;
Κοίταξε, στην αρχή με οδηγούσε γενικά αυτό το πράγμα. Αλλά από ένα σημείο και μετά, συνειδητοποίησα ότι δε θα ’πρεπε να μ’ οδηγεί. Ότι ήταν λάθος να πηγαίνω με αυτό το σκεπτικό. Νομίζω ότι ο κάθε άνθρωπος χτίζει τη δική του ιστορία. Είναι πολύ καλό και θεμιτό και ωραίο να έχεις προγόνους, οι οποίοι έχουν κάνει πολύ ωραία πράγματα στο παρελθόν και ν’ ανεβάζουν τον πήχη για σένα. Παρ’ όλ’ αυτά, επειδή όντως πιστεύω ότι ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του ιστορία, εγώ αυτό που θέλω να κάνω είναι να κάνω το δικό μου story, έτσι ώστε να έχω ένα παιδί, ένα εγγόνι, ένα δισέγγονο στο μέλλον, να μιλάει για μένα και να λέει τι καλά που τα πήγα. Δηλαδή για μένα αυτό θα είναι, ας πούμε, το βραβείο, όταν και αν φτάσω και είμαι τυχερός να τα ζήσω όλα αυτά και να έχω τόσα παιδιά και εγγόνια. Βασικά, δεν είναι μόνο και τα εγγόνια. Είναι να λένε οι άνθρωποι ότι κάτι άφησα πίσω μου, ρε παιδί μου. Ν’ άφησα ένα έργο. Οπότε πιο πολύ αυτό με ενδιαφέρει και όχι τόσο πια να πω ότι θα κρατήσω την ιστορία της οικογένειας… Βασικά, δεν ξέρω πώς να σ’ το πω πολύ καλά. Έχουμε μία ιστορία, ναι, συμφωνώ. Αλλά δε χρειάζεται αυτή η ιστορία να σε περιορίζει. Δηλαδή το ότι ιστορικά ήμασταν τόσα πολλά πράγματα σαν εταιρεία στο φωτογραφικό κομμάτι, ως ένα σημείο με περιόριζε για να μη βάλω άλλα προϊόντα μέσα. Οπότε αυτό το πράγμα ήρθε σε σύγκρουση με το «εγώ» μου σε κάποια φάση και είπα ότι πρέπει να επιλέξω τι θα κάνω. Δηλαδή θα συνεχίσω να υποστηρίζω τις σκέψεις, τις ενέργειες των προηγούμενων και θα συνεχίσω να μένω στο φωτογραφικό ή επιτέλους θα εξελιχθώ όπως εγώ πιστεύω ότι πρέπει να εξελιχθώ και θα πάω κάπου αλλού. ΟΚ, ο παππούς μου ήταν πολύ γνωστός, γιατί είχε ένα φωτογραφικό κατάστημα. Μπορεί ο παππούς, το εγγόνι μου να λέει ότι: «Ο παππούς μου είναι πολύ γνωστός, γιατί είχε ένα κατάστημα με είδη ήχου, με είδη σπιτιού, με είδη λούνα παρκ», κάτι. Δεν είναι αναγκαίο να είναι [00:50:00]φωτογραφικό. Οπότε μ’ αυτήν την έννοια, ναι, το εκτιμώ όλο αυτό που έχουν κάνει, αλλά θέλω εγώ να χτίσω τη δικιά μου ιστορία. Πολύ βασικό.
Απολύτως λογικό. Εγώ νομίζω έχω καλυφθεί. Δεν ξέρω αν θέλεις εσύ να μου πεις κάτι άλλο, που δεν στο έχω ρωτήσει, δεν το έχουμε συζητήσει.
Δεν ξέρω, η αλήθεια είναι τώρα βοηθούσε όλο αυτό με τις ερωτοαπαντήσεις, γιατί μπορούσα και έλεγα πράγματα. Είπα πολλά. Δεν ξέρω αν έχω πει κάτι άλλο, δεν ξέρω αν έχω παραλείψει κάτι. Είναι πάρα πολύ βασικό το εβραϊκό στοιχείο. Με καθορίζει. Είναι βασικό και το στοιχείο ότι ήμασταν και παλιά μία εταιρεία, οπότε συνεχίζω αυτήν την εταιρεία. Είπα και για τα μελλοντικά μου σχέδια, πώς το βλέπω. Είπα ότι θέλω να κάνω οικογένεια. Είπα τι θέλω να κάνω με τη δουλειά μου. Δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω εγώ προσωπικά.
Πολύ ωραία. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ.
Κι εγώ ευχαριστώ.
Περίληψη
Ο Λάρυ Κούνιο είναι ένας νέος με όραμα που έχει αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση, η οποία μετρά πάνω από εκατό χρόνια παρουσίας στη Θεσσαλονίκη. Συγκεκριμένα, αποτελεί το πιο παλιό σε λειτουργία κατάστημα στην πόλη, με τον αφηγητή μας να εκπροσωπεί την τέταρτη γενιά του αυτού. Μοιράζεται μαζί την ιστορία αυτής της επιχείρησης και την εξέλιξή της μέσα στα χρόνια, τις αναμνήσεις του και την ιστορία των προγόνων του, ενώ αναφέρεται και στην εβραϊκή του καταγωγή και τι σημαίνει για εκείνον.
Αφηγητές/τριες
Λάρρυ Κούνιο
Ερευνητές/τριες
Μαρία Βουρλιώτη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
15/05/2022
Διάρκεια
51'
Περίληψη
Ο Λάρυ Κούνιο είναι ένας νέος με όραμα που έχει αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση, η οποία μετρά πάνω από εκατό χρόνια παρουσίας στη Θεσσαλονίκη. Συγκεκριμένα, αποτελεί το πιο παλιό σε λειτουργία κατάστημα στην πόλη, με τον αφηγητή μας να εκπροσωπεί την τέταρτη γενιά του αυτού. Μοιράζεται μαζί την ιστορία αυτής της επιχείρησης και την εξέλιξή της μέσα στα χρόνια, τις αναμνήσεις του και την ιστορία των προγόνων του, ενώ αναφέρεται και στην εβραϊκή του καταγωγή και τι σημαίνει για εκείνον.
Αφηγητές/τριες
Λάρρυ Κούνιο
Ερευνητές/τριες
Μαρία Βουρλιώτη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
15/05/2022
Διάρκεια
51'