Η Ευαγγελία Μαρίνου μιλά για την τέχνη της κεραμικής και τη ζωή στο Πήλιο
Ενότητα 1
Παιδικά χρόνια στις Σάπες Θράκης
00:00:00 - 00:25:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοι πόν, είμαστε στην Αθήνα, η ημερομηνία είναι 06/06 και θα συνομιλήσουμε με την Ευαγγελία Μαρίνου, τη Λίτσα. Και θα σου ζητήσω, Λίτσα, να… εν τέλει. Το σημαντικό είναι ότι σε όλα αυτά έχεις αυτή τη γεύση της στο στόμα κα ι λες «μμμμ». Αυτό το «μμμμ» είναι το κέρδος. Σε ακούω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Ζωή στην Ιταλία, επιστροφή στην Ελλάδα και εγκατάσταση στο Πήλιο
00:25:06 - 00:36:56
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλεις μήπως να μου πεις, παρακαλώ, για την Ιταλία; Ναι, τόπος που τον ερωτευτήκαμε και εγώ, και ο Δημήτρης. Κυρίως ερωτευτήκαμε αυτή τη συ…θρώπων. Και επίσης μ’ αρέσει γιατί γίνεται ένας τόπος που μπορούμε και τον μοιραζόμαστε και με άλλους. Δεν είναι μόνο δικός μας θέλω να πω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Το εργαστήρι Eroterra και η ζωή στο Πήλιο
00:36:56 - 00:50:10
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλεις να μου πεις παρακαλώ για το εργαστήρι; Λοιπόν στο εργαστήρι: Δύο οι δημιουργοί. Ο Δημήτρης, Δημήτρης Μανίνης, ο σύζυγός μου, εκθέτει…α να μείνω εδώ, θα μ ε ενδιέφερε να μείνω εδώ». Αλλά ναι, μέχρι στιγμής έχει μείνει ως μία σκέψη που περνάει και την ξεχνάμε. Ενδεχομένως.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Ζωή στη Θεσσαλονίκη της Μεταπολίτευσης και η επιλογή του Πηλίου
00:50:10 - 00:58:24
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ήθελα επίσης να σε ρωτήσω για τη Θεσσαλονίκη, που πήγες 14 χρονών. Είχες συγγενείς εκεί; Ναι, ναι, ναι, ήταν η αδερφή μου ήδη εκεί και έμε…ι. Όχι, εκτός αν θέλεις εσύ κάτι να με ρωτήσεις. Όχι, νομίζω για τώρα είμαι εντάξει. Οk. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Εγώ ευχαριστώ Παντελή.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΛοι[00:00:00]πόν, είμαστε στην Αθήνα, η ημερομηνία είναι 06/06 και θα συνομιλήσουμε με την Ευαγγελία Μαρίνου, τη Λίτσα. Και θα σου ζητήσω, Λίτσα, να μου πεις ό,τι θες για τη ζωή σου.
Ξεκινάμε λοιπόν τα της ζωής. Γεια σου, Παντελή. Βρίσκομαι στην Αθήνα για πολύ μικρό χρονικό διάστημα καθώς ο Δημήτρης, ο καλός μου, είχε μία πολύ σημαντική αναδρομική έκθεση στο Ίδρυμα Κακογιάννη. Σήμερα ήταν η τελευταία μέρα της έκθεσης και ετοιμαζόμαστε να αναχωρήσουμε για το Πήλιον Όρος όπου κατοικούμε μόνιμα από το 1989. Βρεθήκαμε εκεί μετά από μία απόφαση που πήραμε και οι δύο, ότι η σχέση μας με τις πολιτείες είχε ολοκληρωθεί και έπρεπε να κάνουμε το επόμενο βήμα. Διαλέξαμε το Πήλιο γιατί είναι ένας τόπος μαγικός, είναι ένα βουνό που τρέχει μέσα στη θάλασσα κυριολεκτικά. Δεν σου επιτρέπει ποτέ να πλήξεις, καθώς όλα τα φυσικά γεγονότα είναι τόσο έντονα και πρωτογενή που σε εκπλήσσουν κάθε στιγμή. Και επίσης και μόνο με τη μεταβολή του φωτός μεταβάλλονται τα πάντα. Από την πρώτη μέρα που εγκατασταθήκαμε εκεί μέχρι και σήμερα δεν υπήρξε στιγμή όπου να ανασηκώσω το βλέμμα μου οπουδήποτε και να πω «αυτό το ξαναείδα». Είναι κάθε μέρα σαν να είμαστε την πρώτη μέρα που φτάσαμε εκεί. Ο Δημήτρης έχει καταγωγή από το Πήλιο, όμως η απόφασή μας να εγκατασταθούμε εκεί δεν είχε να κάνει με την καταγωγή, είχε κυρίως να κάνει με το γεγονός ότι είναι ο τόπος που μας ταιριάζει. Η διαδρομή που ακολούθησα μέχρι να φτάσουμε στο Πήλιο έχει διάφορους σταθμούς, καθώς γεννήθηκα στις Σάπες, μία μικρή κωμόπολη στην Θράκη ανάμεσα στην Κομοτηνή και την Αλεξανδρούπολη, σε μία εποχή... Γεννήθηκα το 1960, είναι μία εποχή όπου οι άνθρωποι ελπίζουν, είναι αισιόδοξοι, είναι μαχητικοί. Έτσι λοιπόν πέρασα τα παιδικά μου χρόνια σε ένα περιβάλλον το οποίο είχε τη χαρά της ζωής, και αυτό πραγματικά με καθόρισε. Καθώς στη συνέχεια της ζωής μου όταν έρχονταν τα δύσκολα –γιατί έχουμε και τα δύσκολα–, είχα να πατήσω πραγματικά σε αυτά τα συγκλονιστικά παιδικά χρόνια και αυτό το πάτημα ήταν πολύ στέρεο για να μπορέσω να πάω παρακάτω. Μεγάλωσα λοιπόν σε μία γειτονιά όπου οι άνθρωποι ήξεραν να απλώνουν το χέρι ο ένας στον άλλον –παρότι τα χρόνια ήταν φτωχικά– και όλοι πάλευαν πραγματικά για να μπορέσουν να συντηρήσουν τις οικογένειές τους νυχθημερόν. Την ίδια στιγμή που είχαν αυτόν τον αγώνα της επιβίωσης, ήταν έτοιμοι να σηκωθούν να χορέψουν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα καλοκαιρινά πρωινά που μαζεύονταν οι γειτόνισσες για τον πρωινό καφέ στην αυλή, και τη στιγμή που έπιναν καφέ και ετοίμαζαν και το φαγητό της ημέρας –που θα μπορούσε να είναι φασολάκια, μπάμιες κλπ. και η μία βοηθούσε την άλλη–, ήταν έτοιμες να σηκωθούν να χορέψουν. Όπως ήταν έτοιμες να χαρούν το καρναβάλι, ας πούμε. Μία από τις εικόνες που έχω πολύ έντονη από τα παιδικά μου χρόνια είναι ενήλικες οι οποίοι ντύνονταν καρναβάλια και απολάμβαναν όλη αυτή τη γιορτή γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι τα βράδια και αστειευόμενοι μεταξύ τους… Σου αφήνει μία γεύση πολύ σπουδαία στο στόμα όλο αυτό εν τέλει. Και μην ξεχνάμε βέβαια ότι η παιδική ηλικία είναι που δημιουργεί δεσμούς με πολύ βαθιά, έντονη συναισθηματική κατάσταση. Και παρότι μπορεί στη συνέχεια τις παιδικές σου φίλες και τους φίλους να τους χάσεις στη διαδρομή της ζωής και να είναι διαδρομές για τον καθένα πολύ διαφορετικές και η εξέλιξη να είναι πολύ δ[00:05:00]ιαφορετική, είναι αυτοί οι δεσμοί που επειδή έχουνε τη γλύκα των παιδικών χρόνων, όταν τους ξανασυναντάς, όλο αυτό το συναισθηματικό περιεχόμενο και το πανηγύρι αναδύεται. Και γλυκαίνεται η καρδιά σου. Αυτό μου συμβαίνει κάθε φορά που πηγαίνω στις Σάπες και βλέποντας τους παλιούς μου συμμαθητές, συμμαθήτριες, φίλους και φίλες, αλλά και όλους τους φίλους της οικογένειας, με τους οποίους στην πραγματικότητα μεγαλώσαμε όλοι μαζί. Μας μεγάλωναν σαν μία μεγάλη παρέα. Από τις Σάπες έφυγα στα 14 και πήγα στη Θεσσαλονίκη όπου τελείωσα το Γυμνάσιο τότε –ήταν εξατάξιο–, μία διαδρομή λίγο περίεργη. Έφτιαξα οικογένεια. Για διάφορους λόγους τελοσπάντων δεν υπήρξε συνέχεια σε αυτή την οικογένεια που είχα φτιάξει. Ναι, όμορφα χρόνια και πολύ σκληρά ταυτόχρονα. Και σε μία στιγμή συνάντησα τον Δημήτρη. Τον συνάντησα ως δάσκαλο φυσικής, γιατί είχα αποφασίσει να δώσω εξετάσεις για να πάω στην Ακαδημία ως δασκάλα. Εν πάση περιπτώσει, από τις χαζομαρούλες της νεανικής ηλικίας. Αυτή ήταν η πρώτη μας επαφή, χαθήκαμε με το πέρας του σχολικού έτους και ξανασυναντηθήκαμε τυχαία στη Θεσσαλονίκη και πάλι. Και εκεί συνδεθήκαμε. Ζώντας με τον Δημήτρη σε μία στιγμή πήραμε την απόφαση ότι θα έπρεπε να ασχοληθώ με κάτι τελείως διαφορετικό από αυτά που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα ασχοληθεί και εκείνο που με ενδιέφερε –φαινόταν να με ενδιαφέρει τουλάχιστον– ήταν η κεραμική. Ξεκίνησα λοιπόν να σπουδάζω στη Θεσσαλονίκη πρώτα και μετά με την βοήθεια του Δημήτρη έφυγα στην Ιταλία, στη Faenza, όπου συνέχισα τις σπουδές μου. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών επέστρεψα στην Θεσσαλονίκη και τότε με τον Δημήτρη πήραμε την απόφαση να φύγουμε. Στην πραγματικότητα αυτή η απόφαση να φύγουμε στο Πήλιο ήταν και η αρχή μιας συναρπαστικής διαδρομής κυριολεκτικά, σε αυτόν τον τόπο. Συναρπαστική και για τον τόπο τον οποίο επιλέξαμε να ζήσουμε, αλλά συναρπαστική και ως προς το κομμάτι της κεραμικής. Φτιάξαμε ένα εργαστήριο καταρχήν στο Ανήλιο για 5 χρόνια και στη συνέχεια μεταφερθήκαμε στην Τσαγκαράδα. Και αυτό το εργαστήρι τελικά για μένα υπήρξε –πώς θα μπορούσα να το διατυπώσω– ένα ολόκληρο σύμπαν. Γιατί είχα την ευκαιρία εκτός από το να δημιουργώ τα κομμάτια που με ενδιέφερε να δημιουργώ, να γνωρίσω πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους σε μία ηλικία στην οποία είναι πάρα πολύ δύσκολο πια να κάνεις καινούργιους φίλους, κυρίως επειδή καθώς μεγαλώνεις είσαι λιγότερο διατεθειμένος να κάνεις παραχωρήσεις στους άλλους, υποχωρήσεις, και επίσης επειδή ο ίδιος αποκτάς τέτοιες συνήθειες που από ένα σημείο και μετά από συνήθειες γίνονται χούγια, δηλαδή είναι ισχυρά, είναι ανυποχώρητα. Σε αυτό το εργαστήρι λοιπόν, το μεγαλύτερο κέρδος που είχαμε όλα αυτά τα χρόνια ήταν οι φίλοι που αποκτήσαμε και τους οποίους δεν θα είχαμε την πιθανότητα να τους γνωρίσουμε ποτέ ή απειροελάχιστες οι πιθανότητες. Και το πολύ συγκινητικό είναι ότι κάποιοι από αυτούς ήταν σε νεαρή ηλικία, μόλις ξεκινούσαν την ζωή τους, ήταν με τον αγαπημένο ή την αγαπημένη αντιστοίχως και στη συνέχεια τους είδαμε να παντρεύονται, να αποκτούν παιδιά και αυτά τα παιδιά να μεγαλώνουν. Είναι συναρπαστικό να έχεις την ευκαιρία να τα βλέπεις να μεγαλώνουν και ακόμα πιο συναρπαστικό όταν τα βλέπεις πια να ξεκινούν τη δική τους διαδρομή και να έρχονται στο Πήλιο και στο εργαστήρι από το οποίο έχουνε πολλές, πολλές εικόνες με τις αγαπημένες τ[00:10:00]ους, τους αγαπημένους τους, να έχουν ξεκινήσει επαγγελματική διαδρομή. Ναι, αυτό ήταν το μεγαλύτερο κέρδος που είχαμε μέχρι τώρα από την παραμονή μας στο Πήλιο και από τη δημιουργία του εργαστηρίου στην Τσαγκαράδα.
Σκεφτόμουν ας πούμε, που έλεγες για τις Σάπες και τα παιδικά σου χρόνια, αν ήταν κάτι που ήθελες να πεις, που ξεχωρίζεις, ας πούμε.
Ναι, μία από τις πιο ισχυρές εικόνες που έχω από τα παιδικά μου χρόνια εκεί είναι: Τις Κυριακές ο κόσμος μαζεύονταν στις πλατείες, ήταν η κυριακάτικη βόλτα και ταυτόχρονα χορός. Είχαμε πάει λοιπόν στο διπλανό χωριό το Αρσάκειο, από όπου κατάγονταν ο πατέρας μου –σε πολύ μικρή απόσταση από τις Σάπες όπου γεννήθηκα εγώ–, για να επισκεφτούμε γιαγιάδες, παππούδες κλπ. Και καθώς πήγαμε στην πλατεία η εικόνα που αντίκρισα δεν λέει να μου φύγει από το μυαλό. Εννοώ ότι κάθε τόσο μέσα στις αναμνήσεις μου τις πιο έντονες έρχεται αυτό. Είναι λοιπόν σχεδόν όλο το χωριό, όπου έχει αναπτύξει έναν κυκλικό χορό, σε αυτό συμμετέχουν κάθε ηλικίας άνθρωποι από μικρά παιδιά έως ηλικιωμένοι. Και αυτός ο χορός θύμιζε λίγο τον χορό της αρχαίας τραγωδίας, καθώς εκείνα τα χρόνια οι περισσότεροι από μία ηλικία και μετά φορούσαν και μαύρα ρούχα, έτσι, και μαντήλι στο κεφάλι. Είχαν λοιπόν αναπτύξει κυκλοτερό χορό με τον ήχο της γκάιντας που κυρίως… Μάλλον με τον ήχο της γκάιντας που σε βοηθάει από ένα σημείο και μετά να φτάσεις σε κάποιου είδους έκσταση, αλλά δεν περιγράφει αυτά που περιγράφει το βιολί, ας πούμε. Είναι όλα πιο γήινα, πιο χθόνια. Και καθώς κινούνταν αυτοί οι μαύροι, αυτός ο μαύρος κύκλος και η πλατεία δεν είχε ακόμα ασφαλτοστρωθεί –αυτά έγιναν, οι ασφαλτοστρώσεις στις πλατείες έγιναν μετά το ‘67, ξέρεις την περίοδο της επταετίας ήταν τα έργα τα περίφημα–, καθώς λοιπόν ήταν χώμα, όλο αυτό θάμπωνε από το χώμα που σήκωναν τα πόδια τους και τη σκόνη. Αυτή είναι μία από τις πιο έντονες σκηνές που έχω από την παιδική μου ηλικία στην Θράκη. Επίσης υπήρχε ένα τελετουργικό στην οικογένεια: Ο πατέρας είχε σφοδρή επιθυμία να εξελιχθούμε, να σπουδάσουμε κλπ. και φρόντιζε κάθε Κυριακή που ήταν ελεύθερος εργασίας να πηγαίνουμε μικρότερες ή μεγαλύτερες εκδρομές στην περιοχή, να επισκεπτόμαστε αρχαιολογικούς χώρους κλπ. και ταυτόχρονα να πηγαίνουμε στον κινηματογράφο για να δούμε τα σύγχρονα έργα. Έτσι λοιπόν μία από αυτές τις Κυριακές είχαμε πάει σε θερινό κινηματογράφο και καθώς βγήκαμε, οι γονείς συνομιλούσαν με φίλους κλπ. και καταλαβαίνουμε ότι έχουν πάρει την απόφαση να πάνε κάπου σε ένα κοσμικό κέντρο έξω από την Αλεξανδρούπολη, όπου υπήρχε ντιζέζ παρακαλώ. Ναι, όρος γαλλικός, περιγράφει γυναίκες της εποχής οι οποίες είναι σε κέντρα διασκεδάσεως, όχι ιδιαίτερα προκλητικές και… Απλώς λίγο πιο εξεζητημένα από ό,τι συνήθιζαν οι νοικοκυρές. Εν πάση περιπτώσει, μπήκαμε στα αυτοκίνητα, πήγαμε. Εννοείται ότι εμείς ως ανήλικα δεν μπήκαμε στο κοσμικό κέντρο, κοιμηθήκαμε στο αυτοκίνητο. Και όταν τελείωσε η διασκέδαση των γονιών, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής από την Αλεξανδρούπολη προς τις Σάπες. Σ[00:15:00]ε μία στιγμή λοιπόν, άνοιξα τα μάτια μου και αυτό που αντίκρισα ήταν ένα παραμύθι. Ήταν όλος ο κάμπος... Γιατί είχε πάει πια ξημερώματα λίγο πριν να ανατείλει ο ήλιος και όλος ο κάμπος, όπου υπήρχαν καπνοχώροφα, ήταν φωτισμένος με τις λάμπες, γκαζολαμπες, όπου είχαν πάει –όπως κάθε πρωί– για να μαζέψουν τα φύλλα του καπνού, καθώς έπρεπε να φροντίσουν να τα μαζέψουν πριν ψηλώσει πολύ ο ήλιος και μαραίνονταν. Φανταστείτε ένας κάμπος γεμάτος με πυγολαμπίδες μεγάλου μεγέθους! Και με όλες αυτές τις οσμές του κάμπου, το χάραμα του θέρους… Όπου και να βρεθώ και οσμιστώ αυτά τα αρώματα είναι σαν να ξαναβρίσκομαι στην πατρίδα μου και στην παιδική μου ηλικία. Στο Πήλιο δεν έχουμε τέτοιες οσμές, είναι άλλου τύπου, θα σας πω γι' αυτές. Και άλλη εικόνα από τα παιδικά μου χρόνια… Ναι, δεν είναι ακριβώς εικόνα. Μάλλον θα σας αφηγηθώ μία μικρή ιστορία σε σχέση με αυτό και τη συλλογή καπνού. Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ όλη αυτή η διαδικασία. Έτσι λοιπόν, με την πρώτη ευκαιρία πήγαινα στη γιαγιά και τον παππού, θείο, θεία κλπ.ά για να τους βοηθήσω. Και όταν βρισκόμουν στο χωράφι για να μαζέψουμε τα φύλλα του καπνού ήμουνα τρισευτυχισμένη. Και μου έχει μείνει μία πολύ γλυκιά αίσθηση από όλο αυτό. Μετά από πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, βρέθηκα με μία πατριώτισσά μου και καθώς κουβεντιάζαμε για τα καλοκαίρια μας εκεί, και για το μάζεμα του καπνού, και το πέρασμα στις βελόνες, και όλη τη διαδικασία, έμεινα έκπληκτη διότι, άκουγα έναν άνθρωπο ο οποίος αυτό που εγώ βίωνα ως πανηγύρι, να το περιγράφει ως κόλαση. Και θέλω να τονίσω το εξής, ότι όταν πήγαινα εγώ να βοηθήσω, δεν ήμουνα ο τουρίστας που πήγαινε για να βουτήξει λίγο από δω και από κει και να φύγει, ήμουν ένα βοηθητικό χέρι ουσιαστικό. Έτσι λοιπόν δεν μπορεί κανείς να πει ότι είχα αυτή τη μάτια εξαιτίας του ότι ήμουν επισκέπτης της μιας ή των δύο ημερών. Βλέπετε λοιπόν πόσο διαφορετικά μπορεί κανείς να βιώσει μία συγκεκριμένη κατάσταση. Για μένα ήτανε το όνειρο, για εκείνη ήταν η κόλαση.
Γιατί όμως;
Διότι το θεωρούσε καταναγκασμό, εφιάλτη να ξυπνήσει το πρωί, όλη την ημέρα θα έπρεπε να ασχολείται με το πέρασμα του καπνού κλπ. Ήταν κάτι που δεν τη συγκινούσε, δεν την ενδιέφερε, ήθελε να κάνει κάτι άλλο, αυτό. Ναι, είναι εξωφρενικό, αλλά έτσι είμαστε εμείς οι άνθρωποι, ο καθένας βλέπει τη δική του πραγματικότητα, με τη δική του ματιά. Και έτσι ο καθένας μας ακολουθεί και μία διαφορετική πορεία εν τέλει μέσα από αυτά.
Πριν που ανέφερες λίγο τα καλοκαίρια, θέλεις να μου πεις λίγο τι κάνατε σαν οικογένεια;
Ναι, λοιπόν μέχρι μία συγκεκριμένη ηλικία έπρεπε... Τα καλοκαίρια, καταρχήν τα κορίτσια περνούσαμε από μία πολύ συγκεκριμένη εκπαίδευση που είχε να κάνει με το νοικοκυριό. Καθώς τελείωνε λοιπόν το σχολείο, έπρεπε οπωσδήποτε κάποιες μέρες να πάμε σε μία μοδίστρα για να μάθουμε να ράβουμε. Η γιαγιά φρόντιζε να μας μάθει να κεντάμε σωστά, χωρίς κόμπους από την κάτω πλευρά, έπρεπε να είναι το ίδιο, και η καλή πλευρά, και η ανάποδη. Επίσης πηγαίναμε τουλάχιστον 10 μέρες μαζί με τη μητέρα μου στη γιαγιά, γιατί ήταν η εποχή όπου έπρεπε να πλύνουν τα μαλλιά στο ποτάμι για να τα στείλουν μετά στη Lenora, το εργοστάσιο επεξεργασίας, αφού το γνέσουν κλπ., γιατί η γιαγιά έστηνε τον αργαλειό για να υφάνει και έπρεπε να μάθουμε και αργαλειό. Ωραία ήτανε. Ναι, ήταν όμορφα. Είχε και λίγο ζόρι και με την έννοια ότι δεν είχες όλη την ελευθερία που ονειρευόσουν θα έχεις το καλοκαίρι, γιατί έμπαινες σε[00:20:00] μία σχετική πειθαρχία, τουλάχιστον για κάποιες ώρες της ημέρας. Μετά ερχότανε η ώρα των διακοπών. Ο πατέρας μου μαζί με τον νονό μου, ο οποίος ήταν ξυλουργός, έφτιαξαν δύο λυόμενα της εποχής. Τα αποκαλούσαν ξυλοτέξ, ήτανε πλήρης κατοικία με 2 υπνοδωμάτια, κουζίνα, παράθυρα, πόρτες, τα οποία έστηναν και ξέστηναν κάθε φορά που πηγαίναμε για διακοπές, δεν έμεναν μόνιμα. Υπήρχε μία παραλία στου Ντεμίρ Αλί κοντά στην Αλεξανδρούπολη, ένας απέραντος ελαιώνας στον οποίο νοίκιαζες ένα μικρό κομμάτι και στο οποίο μπορούσες να στήσεις σκηνή ή να στήσεις αυτό που είχαν κατασκευάσει ο νονός με τον πατέρα μου. Και ήταν η θερινή μας διαβίωση για ένα μήνα. Συνήθως μέναμε με τις μαμάδες μας, οι μπαμπάδες ερχότανε μόνο το Σάββατο το απόγευμα και έφευγαν την Κυριακή το βράδυ, γιατί εργάζονταν όλοι. Και μία από τις εικόνες και μυρουδιές που έχω από τη θερινή διαβίωση ήταν όταν περνούσε το πρωί με το κάρο αυτός που πουλούσε ψωμί και μοσχοβολούσε ο τόπος από το φρεσκοψημένο. Περνούσε ο παγοπώλης, ο μανάβης, όλοι με τα κάρα και το ζώο τους, το οποίο το έσερνε. Σ’ αυτή λοιπόν την παραλία κάθε βράδυ, δειλινό προς βράδυ, κατεβαίναμε σχεδόν όλοι όσοι ήμασταν σε αυτόν τον ελαιώνα και ανάβαμε φωτιές και κάναμε μουχαμπέτι και λέγαμε μασάλια. Ναι, είναι τουρκικές λέξεις, κουβεντιάζαμε, κοτσομπολεύαμε, όλα αυτά. Και επίσης χορεύαμε γύρω από τη φωτιά, ήταν ένα τελετουργικό και αυτό, και τραγουδούσαμε, και χορεύαμε. Ωσότου ο πατέρας μου μετά από μία επίσκεψή του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, που τότε ήταν ένα πολύ σπουδαίο γεγονός και για τη Θεσσαλονίκη, αλλά και για όλη τη Βόρεια Ελλάδα, μας έφερε δώρο το πρώτο πικάπ, μάρκας Philips χρώματος μπορντό, ανασήκωνες το καπάκι το οποίο είχε τον ρόλο του ηχείου και λειτουργούσε και με ρεύμα, και με μπαταρία. Μας έφερε και κάποιους δίσκους. Όταν πήγε στο δισκάδικο να μας αγοράσει δίσκους, ρώτησε τον υπάλληλο τι ακούνε σήμερα τα παιδιά τελοσπάντων, και μας έφερε κάποια ροκ συγκροτήματα της εποχής σαρανταπεντάρια, έναν δίσκο 33 στροφών που ήταν Πουλόπουλος, Γιάννης Πουλόπουλος, Νούμερο 3 και τόλμησε ο καημένος να πάρει και ένα σαρανταπεντάρι για τον εαυτό του, «Τα μουτζουρωμένα χέρια» του Καζαντζίδη, καθώς ο ίδιος είχε συνεργείο αυτοκινήτων. Επειδή λοιπόν τα παιδιά είναι απίστευτα σκληρά, όποτε έβαζε να ακούσει αυτόν τον δίσκο, τον σνομπάραμε και ήμασταν όλα «πάλι αυτό έβαλες, ρε μπαμπά;». Πράγμα για το οποίο ντρέπομαι ακόμα και σήμερα όταν το σκέφτομαι, πραγματικά ντρέπομαι πολύ για το ότι το κάναμε. Εν πάση περιπτώσει αυτό λοιπόν το πικάπ έφτασε στην παραλία του Ντεμίρ Αλί και έτσι είχαμε να ακούμε μουσική. Mερικές φορές κοντέψαμε να το κάψουμε από την ένταση της φωτιάς, αλλά πάντοτε τη γλίτωνε. Αυτό το πικάπ τον χειμώνα έκανε βόλτα σε όλο το χωριό, γιατί σε κάθε πάρτυ πήγαινε και αυτό, ωσότου, ξέρεις, αποκτήσουν κι άλλοι, κι άλλοι. Έτσι λοιπόν είχαμε μουσική και για τα πάρτυ μας. Με βερμούτ και μαργαρίτα σοκολατάκια σε αυτό. Ναι, κάπως έτσι τα της παιδικής ηλικίας. Ατελείωτα είναι Παντελή, και της παιδικής ηλικίας, και της εφηβικής, και της ενήλικης. Θυμάσαι κυρίως αυτά που σου έχουν αφήσει μία γεύση στο στόμα, άλλοτε είναι γλυκιά, άλλοτε είναι πικρή. Γιατί έτσι είναι και η ίδια η ζωή εν τέλει. Το σημαντικό είναι ότι σε όλα αυτά έχεις αυτή τη γεύση της στο στόμα κα[00:25:00]ι λες «μμμμ». Αυτό το «μμμμ» είναι το κέρδος. Σε ακούω.
Θέλεις μήπως να μου πεις, παρακαλώ, για την Ιταλία;
Ναι, τόπος που τον ερωτευτήκαμε και εγώ, και ο Δημήτρης. Κυρίως ερωτευτήκαμε αυτή τη συνέχεια της κουλτούρας που έχει αυτή η χώρα. Είναι συγκινητικό να έχεις τη δυνατότητα να πηγαίνεις στο καφενείο-καφέ που πήγαινε και ο προ-προ-προπάππος σου. Και αυτό μπορεί να είναι σε μία πολύ μεγάλη πόλη, αλλά μπορεί να είναι και σε ένα πολύ μικρό χωριό με πέντε σπίτια. Πραγματικά ήταν από τις πιο όμορφες περιόδους της ζωής μας. Εγώ σπούδασα στην Faenza, είναι μία μικρή πόλη ανάμεσα από τη Bologna και τη Ravenna, όπου έχει πολύ μεγάλη παράδοση στην κεραμική, κυρίως στην τεχνική της μαγιόλκας, τα περίφημα φαγεντιανά, με πολύ τυπικά σμάλτα και διακόσμηση στα κεραμικά. Έχει κυρίως –όχι κυρίως–, έχει σχολές κεραμικής σε κάθε επίπεδο και έχεις τη δυνατότητα να επιλέξεις από ένα βασικό επίπεδο ως του βιομηχανικό design κλπ. και πάρα πολύ ανεπτυγμένη σε σχέση με βιομηχανίες κεραμικών, πλακιδίων, είδη μπάνιου κλπ. Από τις πιο όμορφες σκηνές που έχω να θυμάμαι από τη Faenza ήταν την πρώτη χρονιά που ήμουν εκεί, πλησίαζαν Χριστούγεννα και καθώς κινούμουν με το ποδήλατο από το σπίτι προς την κεντρική πλατεία, η οποία είχε μία ανάπτυξη παραλληλόγραμμη με 4 εισόδους σε κάθε κατεύθυνση, καθώς λοιπόν πλησίαζα και είμαι στην είσοδο της πλατείας, το θέαμα που είδα μου θύμισε μία μεγάλη σάλα χορού καθώς είχε στολιστεί η πλατεία με τα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια και είχε και μία ελαφριά ομίχλη και υπήρχανε τα περιστύλια δεξιά και αριστερά, τα οποία βοηθούσαν προς αυτή την κατεύθυνση. Ναι, ήμουν σχεδόν έτοιμη να χορέψω. Το επίπεδο σπουδών στη σχολή ήτανε πολύ υψηλό, σπουδαστές από όλο τον κόσμο, από τη Νότια Αμερική, Ιαπωνία, χώρες της Βόρειας Ευρώπης κλπ. Επειδή είναι πραγματικά το κέντρο της κεραμικής και διαθέτει και ένα –ίσως το καλύτερο και πιο ενδιαφέρον– μουσείο κεραμικής, αναπτύσσεται σε έκταση περίπου 4.000 τετραγωνικών μέτρων, τεράστιο, και έχει κανείς την ευκαιρία να παρακολουθήσει την διαδρομή της κεραμικής από την πρώιμη νεολιθική περίοδο μέχρι σήμερα και αντιπροσωπευτικά κομμάτια από όλο τον κόσμο. Ναι, με κάθε ευκαιρία ομολογώ ότι η Ιταλία είναι το πρώτο μέρος που σκεφτόμαστε για απόδραση. Και ερωτευμένοι μονίμως με την Τοσκάνη, την Umbria, Μarche, ώσπου βρεθήκαμε σε μία πολύ μεγάλη έκπληξη, καθώς σνόμπαραμε τον Βορρά και βρεθήκαμε στο Τορίνο, το οποίο θεωρούσαμε εξόχως βιομηχανική πόλη η οποία δεν θα παρουσίαζε κάποιο ενδιαφέρον. Βρεθήκαμε εκεί γιατί είχε έκθεση ο Δημήτρης, ζωγραφικής, σε μία κεντρική γκαλερί της πόλης επ’ ευκαιρία των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων και την ερωτευτήκαμε ως πόλη. Κυρίως την ερωτευτήκαμε γιατί πέρα από το κέντρο της –είναι το ιστορικό κέντρο, [00:30:00]διαφέρει κάπως από τα τυπικά ιστορικά κέντρα άλλων πόλεων, δεν είναι αυτό το περίκλειστο, είναι με μεγάλες λεωφόρους, κοντά στο ποτάμι κλπ.– έχει μία εσωτερικότητα αυτή η πόλη. Και οι κάτοικοι έχουνε πολύ υψηλή κουλτούρα που έχει να κάνει κυρίως με την μουσική. Και το μεγάλο στοίχημα που κέρδισαν ήταν το εξής: Όταν άρχισε να αποβιομηχανοποιείται η πόλη και ξεκίνησε μία μεγάλη οικονομική κρίση, αντί να τα βάψουνε μαύρα και να κλαίνε τη μοίρα τους αποφάσισαν να επενδύσουν στον πολιτισμό. Ένα στοίχημα που το κέρδισαν με πολύ σπουδαία φεστιβάλ μουσικής, κυρίως κλασικής, πάρα πολύ ενδιαφέροντα μουσεία μέσα στην πόλη και έξω από αυτήν, κάστρα τα οποία μετέτρεψαν σε μουσεία... Πάντοτε με τον πολύ ιδιαίτερο τρόπο που οι Ιταλοί αντιμετωπίζουν αυτά τα πράγματα, δηλαδή το πώς μπορούνε με τέτοια μαεστρία να παντρεύουν κάτι πολύ παλιό με μία συνέχεια σύγχρονου, και ως προς το κτίσμα ομιλώ. Ναι, το Τορίνο θα ήτανε μία πόλη που θα μπορούσαμε ευχαρίστως να ζήσουμε, είναι λίγο σνομπ και ναι… Είναι όμορφα, είναι πολύ όμορφη πόλη, ανεπιφύλακτα συστήνω να την επισκεφτεί κανείς.
Πότε πήγες;
Στην Ιταλία πήγα το 1987, έμεινα 4 χρόνια εκεί. Όταν επέστρεψα ζήσαμε για 1,5 χρόνο ακομη στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον Δημήτρη και στη συνέχεια εγκατασταθήκαμε μόνιμα πια στο Ανατολικό Πήλιο, όπου είμαστε μέχρι και σήμερα.
Άρα πότε πήγατε στο Πήλιο τελικά;
Όχι, δεν πήγα το ‘88 στην Ιταλία, στο Πήλιο πήγαμε το ‘89. Άρα 4 χρόνια πριν... Κάνε λίγο το λογαριασμό.
Συν 1,5 όμως.
Συν 1,5.
Άρα αυτά είναι 5,5.
Ναι. Το ‘84 και μισό κάπου εκεί, εκεί ναι. Τα μπερδεύω, το νεανικό Αλτσχάιμερ. Μη γελάς Παντελή.
Τι σε ώθησε να γυρίσεις στην Ελλάδα;
Ήταν προαποφασισμένο. Δηλαδή ήδη όταν ελήφθη η απόφαση να φύγω στην Ιταλία, είχε μπει ο στόχος της μετεγκατάστασης στο Πήλιο. Ήταν πολύ συγκεκριμένο, δεν υπήρξε ούτε μία στιγμή που να σκεφτώ ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να παραμείνω εκεί. Ναι, ήτανε προδιαγεγραμμένη η διαδρομή, ολοκλήρωση των σπουδών, παραμονή στη Θεσσαλονίκη μέχρις ότου δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις της μετακόμισης και μετακόμιση. Και από τότε ναι, Ανατολικό Πήλιο, ζώντας συναρπασμούς καθημερινούς. Κάθε εποχή του χρόνου είναι μία αποκάλυψη. Είναι που όταν μπαίνει το φθινόπωρο και αρχίζουν όλα και κατακάθονται, ησυχάζουν και αρχίζουν οι φθινοπωρινές μυρουδιές, είναι τόσο γλυκές που μερικές φορές νιώθω ότι πονάει η καρδιά μου από τη γλύκα. Μαλακό φως που σου επιτρέπει να δεις όλη αυτή την τρέλα των φθινοπωρινών χρωμάτων που ξεκινάει σχεδόν από το μαύρο και φτάνει στα χρυσαφιά, κόκκινα, ώχρες… Αυτό το «ζαλίζομαι». Και έρχεται μετά ο χειμώνας όπου αρχίζει σιγά-σιγά το βουνό και σου αποκαλύπτει τα μυστικά του, πράγματα τα οποία είναι αδύνατο να διακρίνεις άλλη εποχή του χρόνου. Από τις αναβαθμίδες που υπάρχουν για να στηρίζουν το χώμα και τα κτήματα, κτίσματα τα οποία είναι κρυμμένα κυριολεκτικά. Και όταν μπαίνει η άνοιξη, τι να πω; Ότι στάζει ο τόπος αρώματα από παντού, ότι οι διαβαθμίσεις του πράσινου είναι ατελείωτες… Ναι. Έχει πολύ ενδιαφέρον το εξής: Καθώς ξεκινάω να κολυμπώ σχετικά νωρίς και κολυμπώ κατά μήκος της γραμμής της παραλίας, όχι σε βάθος, καθώς λοιπόν διασχίζω την παραλία του χωριού κολυμπώ[00:35:00]ντας, από κάθε σημείο που περνάω, επειδή είναι πολύ πρωί και ακόμα βαστάει το απόι, δηλαδή το αεράκι το βραδινό που κατεβαίνει από το βουνό, μαζί του φέρνει και όλες τις μυρουδιές. Έτσι λοιπόν τη μία στιγμή μπορεί να μυρίσω εσπεριδοειδή που έχουν ανθίσει, την άλλη στιγμή να μυρίζω, δεν ξέρω, ό,τι έχει ανθίσει τελοσπάντων, τη μανόλια της γειτόνισσας, τις γαρδένιες που έχει παρακάτω, και ξαφνικά κρουασάν, ψωμί, γιατί περνάω μπροστά από τον φούρνο. Προσγειώνομαι και λέω ώρα για επιστροφή στο σπίτι. Το καλοκαίρι ίσως είναι η πιο αδιάφορη περίοδος για το Πήλιο, για μας που μένουμε μόνιμα, έτσι, κυρίως επειδή επικρατεί μία αναστάτωση, καθώς υπάρχει μεγάλη επισκεψιμότητα από ανθρώπους οι οποίοι έρχονται να κάνουν τις διακοπές τους, το φως είναι πάρα πολύ σκληρό και δεν μπορείς να δεις αυτά που θα δεις άλλες εποχές του χρόνου. Ωστόσο έχει ενδιαφέρον διότι είναι μία περίοδος που έχεις την ευκαιρία να συναντήσεις πολύ κόσμο, να βγεις έξω από τη ρουτίνα των 9 μηνών. Ναι, παίρνεις μία βουτιά εν μέσω ανθρώπων. Και επίσης μ’ αρέσει γιατί γίνεται ένας τόπος που μπορούμε και τον μοιραζόμαστε και με άλλους. Δεν είναι μόνο δικός μας θέλω να πω.
Θέλεις να μου πεις παρακαλώ για το εργαστήρι;
Λοιπόν στο εργαστήρι: Δύο οι δημιουργοί. Ο Δημήτρης, Δημήτρης Μανίνης, ο σύζυγός μου, εκθέτει ζωγραφική και γλυπτά τα οποία δουλεύει με κεραμικό υλικό, κομμάτια βέβαια μοναδικά τα οποία δεν επαναλαμβάνονται, καθώς και τα της ζωγραφικής, εννοείται. Εγώ κεραμικά. Και εγώ δουλεύω στο χέρι, εννοώ δεν χρησιμοποιώ τροχό ή καλούπι. Δεν είναι ότι σνομπάρω αυτές τις τεχνικές, είναι ότι δουλεύοντας στο χέρι με εξυπηρετεί, καθώς έχω ανάγκη από συγκεκριμένο εικαστικό κώδικα, με ενδιαφέρει να δημιουργώ φόρμες χωρίς άξονες συμμετρίας και με αυτόν τον τρόπο μπορούν και αποκτούν μία κίνηση τα κομμάτια. Επίσης επεξεργασία της επιφάνειας των κομματιών που δεν μπορείς να την έχεις με τον τροχό, κυρίως λείες επιφάνειες μπορείς να παράγεις δουλεύοντας στον τροχό. Χρησιμοποιώ πηλούς, κεραμικές μάζες για υψηλή θερμοκρασία, καθώς μου επιτρέπει αυτή η θερμοκρασιακή ζώνη να δουλεύω κομμάτια τα οποία έχουν υψηλή ποιότητα, καθώς υαλοποιούνται πλήρως, είναι αδιάβροχα. Και επίσης καθώς έχουμε τη δυνατότητα –την τεχνογνωσία εννοώ– να δημιουργούμε τα δικά μας σμάλτα, μπορούμε και παίζουμε με τονικότητες και υφές. Εγώ δουλεύω κομμάτια τα οποία μπορούν να έχουνε σαφώς διακοσμητική χρήση, αλλά ταυτόχρονα τα περισσότερα μπορούν να είναι και χρηστικά, καθώς μπορεί να ψήσει και να σερβίρει κάνεις οτιδήποτε, αν η φόρμα το επιτρέπει για κάτι τέτοιο. Και δουλεύω και μία σειρά κομματιών η οποία από αφορμή το αγγείο, θα τολμούσα να πω ότι καταλήγει να έχει μία γλυπτική αίσθηση. Αλλά ακόμα και αυτά μπορούν να έχουν χρηστικότητα, εάν κάποιος το επιθυμεί. Ναι, αυτή είναι η σύντομη ιστορία του εργαστηρίου. Τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής μας εκεί, δουλεύουμε πάρα πολλές ώρες παρέα με τον Δημήτρη, καθώς ανέβαινε και εκείνος για να δουλέψει γλυπτά και ήτανε πολύ ενδιαφέρον, αν κανείς μπορούσε να έχει την απόσταση και να μας παρατηρεί, γιατ[00:40:00]ί δουλεύαμε ο καθένας το δικό του κομμάτι, ωστόσο οι παρατηρήσεις που έκανε ο ένας στον άλλον σε σχέση με αυτό που δούλευε κάθε τόσο έδιναν μία άλλη ματιά. Τουλάχιστον σε μένα αυτό ήτανε πλέον βέβαιο ότι συνέβαινε, γιατί καθώς ο Δημήτρης υπήρξε και συνεχίζει να είναι δάσκαλος μέχρι και σήμερα για μένα στο κομμάτι της αισθητικής, καθώς ανασήκωνε το βλέμμα του και κοίταζε αυτό που δουλεύω και το παρατηρούσε πολύ ή αδιάφορα, έτσι, ίσως με το ύφος του «κουβέντα να γίνεται», μου έκανε μικρές υποδείξεις που δεν μπορούσα να τις εκλάβω ως υποδείξεις όμως σε καμία περίπτωση. Και οι όποιες μου έδιναν τη δυνατότητα να οδηγήσω το κομμάτι παρακάτω και παρακάτω και να εξελίσσομαι διαρκώς.
Πότε το φτιάξατε το εργαστήρι;
Το 1989 το εργαστήρι, και για 5 χρόνια ήταν στο Ανήλιο και μετά μετακομίσαμε στην Τσαγκαράδα.
Και είχε το ίδιο όνομα τότε;
Το ίδιο όνομα, Eroterra. Eroterra, νεολογισμός, από την ελληνική λέξη έρως και τη λατινική τέρα, ο έρωτας της γης. Αποφασίσαμε εν τέλει αυτό ως όνομα του εργαστηρίου διασκεδάζοντας για αρκετές μέρες, πίνοντας λίγο κρασί ή μπύρες και όλα τα σχετικά, και τα καταφέραμε. Έχει πολύ ενδιαφέρον όμως ότι υπήρξε μία σύμπτωση σε σχέση με την ιταλική γλώσσα, το ero ως ρήμα στα ιταλικά σημαίνει «υπήρξα», io sono, io ero. Και σημαίνει «υπήρξα γη». Είναι μία καθαρή σύμπτωση, αλλά πολύ ωραία σύμπτωση. Ναι, έτσι λοιπόν Eroterra το όνομα του εργαστηρίου.
Και πριν, πολύ πριν ανέφερες τις οσμές του Πηλίου και είπες λίγο γι' αυτές, αλλά ήτανε και κάτι άλλο που μπορεί να ήθελες να προσθέσεις;
Σε σχέση με τις οσμές Πηλίου;
Ναι, πώς τις ζεις εσύ.
Κοίτα, Παντελή, όταν είσαι σε ένα σπίτι που η μία του πόρτα βλέπει στο πέλαγο και η πίσω πόρτα στέκεται στο βουνό, κοντεύεις να τρελαθείς. Διότι ανοίγεις την πόρτα της θάλασσας και όλες οι μυρουδιές από το πέλαγο εισβάλλουν. Και καθώς διασχίζεις το καθιστικό που δεν και πολύ μεγάλο, μερικά μέτρα, και ανοίγεις την πίσω πόρτα κατρακυλούν από το βουνό οι μυρουδιές του βουνού. Δεν θα τρελαθείς; Τρελαίνεσαι. Αυτό συμβαίνει διαρκώς και κάθε, κάθε λεπτό της ημέρας πρέπει πάρα πολύ κανείς να προσπαθήσει και να πειθαρχήσει, να κλείσει τα μάτια του στο έξω, ώστε να μπορέσει να καθίσει και να δουλέψει. Μπορεί να σε παρασύρει και να σε παρασέρνει διαρκώς, είναι μία πάλη αυτή όλα αυτά τα χρόνια.
Οπότε θες να πεις ότι περνάνε στιγμές που δεν είσαι τόσο δημιουργική όσο…
Όχι, όχι, δημιουργική είμαι μια χαρά, απλώς επειδή μπορεί να ξεμυαλιστείς πολύ εύκολα, όταν κάθεσαι στην καρέκλα σου για να δουλέψεις οφείλεις να κλείσεις τα γύρω-γύρω και να αφοσιωθείς σε αυτό που ξεκίνησες να κάνεις. Εντάξει, ανασηκώνεις το βλέμμα σου, αλλά δεν ξεμυαλίζεσαι, προσέχεις. Και μετά ναι, επειδή όπως είπα και πριν, στο Πήλιο όλα τα φυσικά γεγονότα είναι έντονα και πρωτογενή, αυτό κάθε στιγμή μπορεί να σε ξεσηκώσει. Δηλαδή μπορεί να βρέξει και να βρέχει επί μέρες πολύ και να λες: «Υπάρχει και πιο δυνατή βροχή από αυτήν; Νόμιζα ότι ήταν η προηγούμενη ένταση». Ή όταν βογγάει το πέλαγο από τις φουρτούνες για μέρες ατελείωτες. Εκείνες τις χειμωνιάτικες φουρτούνες, όπου βγαίνεις έξω το βράδυ στο μπαλκόνι και βλέπεις όλο το πέλαγο κάτασπρο από τους αφρούς των κυμάτων, φεγγοβολάει το πέ[00:45:00]λαγο από τους αφρούς και έρχεται κάποια στιγμή που λες: «Λίγο ησυχία, σκάσε πέλαγος». Γιατί είναι μπουβ το κύμα και μπουβ το σπίτι… Ή μπορεί να καθίσει το αγαπημένο μας σύννεφο και να μην έχεις ορατότητα ούτε για 10 μέτρα. Ναι, με όλα αυτά αρχίζεις και δένεσαι. Όταν δεν θα συμβεί μπορεί και να σου λείψει, παρόλες τις δυσκολίες που μπορεί να σου φέρει στην καθημερινότητά σου, να δυσκολευτείς να οδηγήσεις για να φτάσεις από το σπίτι στο εργαστήριο ή να είναι τόση δυνατή η βροχή που να έχει αποκλειστεί ο δρόμος, ή να είναι τέτοια η φουρτούνα που να κόψει στη μέση τον δρόμο του Αϊ-Γιάννη και για 2 μήνες να μην μπορείς να περάσεις από εκεί... Ή να αποκλειστείς από το χιόνι, όπως συνέβη να αποκλειστώ περίπου για ένα μήνα στο εργαστήρι καθώς το χιόνι ήτανε 2 μέτρα, ναι. Θέλω να πω ότι υπάρχουνε και οι δυσκολίες, από τη στιγμή όμως που αποφασίζεις ότι θα ζήσεις σ’ έναν τέτοιο τόπο, και μ’ αυτές μαθαίνεις να ζεις, οργανώνεσαι, παίρνεις τα μέτρα σου, τις προμήθειές σου για τον χειμώνα, καφέ, τσιγάρα κλπ.
Όταν έχεις αποκλειστεί, ας πούμε, για ένα μήνα, τι έτρωγες;
Ήμουνα πολύ τυχερή, διότι ακριβώς απέναντι ήταν το σουπερμάρκετ «Φατώλιας». Κάθε μέρα λοιπόν, καθώς είχα ανοίξει ένα μικρό διάδρομο, τορό το λένε στο Πήλιο, πατάς το χιόνι πολύ ώστε να μπορείς να περπατήσεις, και με μικρό άνοιγμα εννοείται. Κάθε μέρα λοιπόν, οργάνωνα μία επίσκεψη απέναντι, όπου μπορούσα να προμηθευτώ τα απαραίτητα καθώς και νερό –γιατί είχαμε διακοπή νερού από τις βλάβες στο δίκτυο ύδρευσης–, και νερό για πλύσιμο, και όλα τα απαραίτητα. Είχα μία πολύ μεγάλη κατσαρόλα επάνω στην ξυλόσομπα, στην οποία έλιωνα χιόνι και έτσι είχα πάντοτε ζεστό νερό στη διάθεσή μου. Μία μικρή περιπέτεια ήταν τα ξύλα, τα οποία ήταν αποθηκευμένα στην αυλή του εργαστηρίου και έπρεπε να κάνω μία ανάβαση στο χιόνι, κατάβαση, να τα βρω και να τα βγάλω, ώστε να τα πάρω μέσα στο εργαστήριο, αλλά εντάξει, όλα αυτά γινόταν μία φορά την ημέρα, δεν χρειαζόταν παραπάνω. Ήταν πολύ ενδιαφέρουσα περίοδος αυτή, κανείς θα περίμενε ότι με τόσο χιόνι θα είχε πάρα πολύ κρύο, αντιθέτως ο χώρος του εργαστηρίου ήταν πάρα πολύ ζεστός γιατί το χιόνι λειτουργούσε μονωτικά. Και το παραμυθένιο ήταν η ησυχία του χιονιού, μπορούσες να ακούσεις ακόμα και τις νιφάδες να πέφτουν.
Πότε ήταν το χιόνι αυτό;
Αυτό το χιόνι ήταν το 2002. Ξεκίνησε να χιονίσει στις 16 Δεκεμβρίου και με μικρά διαλείμματα συνέχισε μέχρι και τις πρώτες μέρες του Γενάρη.
Είχες κάπως επικοινωνία με… Τηλέφωνο, ας πούμε;
Ναι, είχαμε σταθερό τηλέφωνο, δεν είχε κοπεί. Άλλες φορές συμβαίνει να κοπεί το ρεύμα, να κοπεί και το τηλέφωνο και να υπάρχει μία μεγάλη δυσκολία γενικώς. Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο πάντως, επειδή ήταν ένα ήσυχο χιόνι, χωρίς, θέλω να πω, θύελλες και όλα τα σχετικά, είχαμε και ρεύμα, είχαμε και τηλέφωνο.
Θα πηγαίνατε πουθενά αλλού να μείνετε;
Ναι, γιατί όχι; Αν βρίσκαμε έναν τόπο που θα μας συγκινούσε και θα κάλυπτε τις ανάγκες μας σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ναι. Παρότι δηλώνω ερωτευμένη –άλλωστε νομίζω ότι μπορεί κανείς εύκολα από την αφήγησή μου να το καταλάβει αυτό– με το Πήλιο, ναι, νομίζω ότι αν θα βρίσκαμε κάποιο τόπο που… Ναι.
Αλλά δεν έχει βρεθεί;
Μέχρι στιγμής όχι. Ομολογώ ότι καθώς ταξιδεύουμε και στην Ελλάδα σε αρκετούς τόπους, καθώς και στην Ιταλία, μία στο τόσο μπαίνει ως σκέψη στο μυαλό μας το «θα μπορούσα να μείνω εδώ, θα μ[00:50:00]ε ενδιέφερε να μείνω εδώ». Αλλά ναι, μέχρι στιγμής έχει μείνει ως μία σκέψη που περνάει και την ξεχνάμε. Ενδεχομένως.
Ήθελα επίσης να σε ρωτήσω για τη Θεσσαλονίκη, που πήγες 14 χρονών. Είχες συγγενείς εκεί;
Ναι, ναι, ναι, ήταν η αδερφή μου ήδη εκεί και έμενα μαζί της. Και ναι, καθώς ξεκίνησα το σχολείο στη Θεσσαλονίκη, ήτανε ήταν μία πολύ έντονη αλλαγή στη ζωή μου oμολογώ, δεν προσαρμόστηκα και πολύ εύκολα στα εκεί δεδομένα. Εκείνη την περίοδο βέβαια, αυτό που με βοήθησε ιδιαίτερα ήταν το γεγονός ότι ήταν μετά τη μεταπολίτευση και όλα ήτανε πολύ έντονα όσον αφορά την πολιτική πραγματικότητα στην Ελλάδα κλπ. Η χώρα έβγαινε από μία Χούντα, ο κόσμος αισθανόταν ότι έχει κερδίσει πολλά, αλλά παλεύει για να κερδίσει περισσότερα. Και καθώς πάρα πολλοί νέοι, αλλά και μεγαλύτεροι, άρχισαν να πολιτικοποιούνται, να εντάσσονται σε ομάδες διαφόρων κομμάτων, σε κόμματα κλπ. κλπ.. εγώ ξεκίνησα με την τότε Δημοκρατική Κίνηση Νέων, την οποία νομίζω –όχι νομίζω– στην πραγματικότητα είχε στήσει η ΚΝΕ τότε. Είχε όμως πολύ ενδιαφέρον γιατί σου δινόταν η ευκαιρία να ακούσεις πολλές και διαφορετικές απόψεις και καθώς όλοι ήμασταν διψασμένοι για κάτι τέτοιο που είχε στερηθεί η χώρα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, συμμετείχαμε με πολλή μαχητικότητα, πολλή αισιοδοξία. Ήμουνα πάρα πολύ τυχερή γιατί είχα την ευκαιρία στη Θεσσαλονίκη να παρακολουθήσω τις πρώτες συναυλίες που έγιναν από τον Θεοδωράκη, ας πούμε, τότε στο Καυταντζόγλειο. Συγκλονιστικές στιγμές, πραγματικά συγκλονιστικές. Και να βλέπεις όλον αυτόν τον ενθουσιασμό, όλη αυτή την έκρηξη που υπήρχε εκείνη την εποχή. Μετά ήρθαν και πολλοί άλλοι, Μαρκόπουλος, στη συνέχεια ο Μικρούτσικος. Βέβαια η πρώτη-πρώτη συναυλία, αν θυμάμαι καλά... Όχι, η πρώτη ήταν του Θεοδωράκη στο Καυταντζόγλειο και προς το τέλος του καλοκαιριού, μάλλον στα πλαίσια της Έκθεσης, είχε έρθει ο Νταλάρας με πρωτοεμφανιζόμενη τη Βίσση, η οποία τότε βέβαια τραγουδούσε τελείως διαφορετικά, είχε ένα τελείως διαφορετικό ρεπερτόριο από το σημερινό. Και ο Νταλάρας νιάτα, στα πρώτα του βήματα, περίπου.
Οπότε αυτή ίσως… Συγνώμη. Του Θεοδωράκη είναι η συναυλία που ξεχωρίζεις;
Ναι, σαφώς.
Τι θυμάσαι από αυτή;
Καταρχήν όλα τα τραγούδια που τραγούδησε. Δεύτερον, δεν μπορώ να ξεχάσω όλο αυτό το πλήθος –μαζί με το πλήθος και εγώ–, που κινούνταν όλο μαζί. Είχε μία κίνηση μέσα από αυτήν την αγωνιστικότητα, την αισιοδοξία του, «ο κόσμος είναι δικός μας». Έβλεπες λοιπόν ένα ολόκληρο στάδιο να πάλλεται. Και έγινε και ένα αστείο, αστείο γεγονός: Σε μία στιγμή ο κόσμος ξεχύθηκε στο γρασίδι του σταδίου που ήταν στημένη η ορχήστρα και ο Θεοδωράκης, όπου εισέβαλαν αστυνομικοί για να απομακρύνουν τον κόσμο και επενέβη ο Θεοδωράκης και είπε: «Στοπ, αφήστε τον κόσμο να μπει». Και τελικά ναι, γέμισε και το γκαζόν, το χορτάρι, ο χλοοτάπητας, το είπα, το κατάφερα. Ναι. Ναι, τέτοια ήτανε τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, ήταν ακριβώς μετά τη μεταπολίτευση. Όταν έφυγα όμως από τη Θεσσαλονίκη, όταν φύγαμε δηλαδή με τον Δημήτρη, δεν λυπήθηκα καθόλου που άφηνα αυτή την πόλη.
Για να πάτε στην Ιταλία εννοείς;
Ναι… Όχι, όταν αποφασίσαμε ότι φεύγουμε από τη Θεσσαλονίκη για να πάμε στο Πήλιο.
Εντάξει. Γιατί έτσι;
Μ[00:55:00]ου ήταν πια πολύ αδιάφορη. Τώρα που πηγαίνουμε τα τελευταία χρόνια για κάποιους λόγους αρκετά συχνά, μπορώ να πω ότι μου δημιουργεί και μία μικρή θλίψη. Εννοώ ότι έχει χάσει πολλά από αυτά που θεωρούσαμε ως γοητεία αυτής της πόλης. Κυρίως η Θεσσαλονίκη κάποτε πρωτοπορούσε σε πολλά πράγματα, καταρχήν και στον χώρο του πανεπιστημίου, και στον χώρο της τέχνης, της μουσικής… Όμως έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κάνεις ότι από όλους αυτούς τους χώρους, άνθρωποι οι οποίοι ήθελαν να εξελιχθούν –όχι απαραίτητα να γίνουν αυτά που λέμε διάσημοι κλπ., αλλά να εξελιχθούν ως δημιουργοί–, όλοι σιγά-σιγά μετακινούνταν προς την Αθήνα. Υπήρχε δηλαδή ένα όριο, μετά από το οποίο σε καθήλωνε, δεν σ’ άφηνε εύκολα να εξελιχθείς.
Εσείς δεν δελεαστήκατε ποτέ από την Αθήνα;
Ναι. Αν θα έπρεπε για κάποιο λόγο να φύγουμε από το Πήλιο –γιατί η ζωή φέρνει πολλές ανατροπές–, σαφώς η πόλη που θα διάλεγα για να ζήσω –να ζήσουμε με τον Δημήτρη– είναι η Αθήνα χωρίς δεύτερη σκέψη. Και μάλιστα προσωπικά θα επέλεγα να μείνω στο κέντρο, κατάκεντρο. Έχω την άποψη ότι αν τελικά αποφασίσεις να μείνεις σε μία πόλη ζήσ' τηνα πραγματικά. Μείνε στο κέντρο της. Θα μου πεις τώρα ότι το λες επειδή δεν βιώνεις μία καθημερινότητα στο κέντρο της Αθήνας. Πιθανόν. Όσο πάντως το έχω γευτεί, με γοητεύει. Επίσης αυτό που με γοητεύει στην Αθήνα και εμένα, και τον Δημήτρη μας γοητεύει, είναι το γεγονός ότι σε σχετικά κοντινές αποστάσεις υπάρχει τέτοια μεταβολή στο φυσικό τοπίο –όπου έχει απομείνει– ή αυτό που μπορείς να διακρίνεις ανάμεσα στα κτίσματα, με πάρα πολλές εναλλαγές. Είναι γοητευτική. Έχει. Και βεβαίως έχεις –αν σε ενδιαφέρει– διαφυγές πολλές. Έχεις να παρακολουθήσεις, αν σε ενδιαφέρει το θέατρο ας πούμε, ή τα της μουσικής. Έχεις επιλογές σαφώς.
Σας λείπουν αυτές οι επιλογές, όταν είστε πάνω;
Όχι, όχι. Όχι, γιατί κυρίως αν φτάσει η στιγμή που μας λείπει κάτι, είναι πολύ εύκολο να έρθει κανείς και να το γευτεί και μετά να ξαναφύγει. Αυτό την κάνει ακόμα πιο γοητευτική ίσως. Δεν ξέρω λέω, υποθέτω.
Είναι μήπως κάτι άλλο που θα ήθελες να μου πεις;
Ναι, δεν μπορώ να σκεφτώ, να σου πω την αλήθεια. Είναι… Ναι. Όχι, εκτός αν θέλεις εσύ κάτι να με ρωτήσεις.
Όχι, νομίζω για τώρα είμαι εντάξει.
Οk.
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ.
Εγώ ευχαριστώ Παντελή.
Φωτογραφίες

Ερωτέρα, Eroterra
Το εργαστήριο τέχνης Ερωτέρα, Eroterra στη ...

Χιονισμένη Ερωτέρα, Erot ...
Το εργαστήριο τέχνης Ερωτέρα, Eroterra στη ...

Αϊ-Γιάννης Πηλίου
Η θέα πάνω από την παραλία του Αγίου Ιωάνν ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η κεραμίστρια Ευαγγελία Μαρίνου μιλά για τους σταθμούς της ζωής της, τα παιδικά της χρόνια στις Σάπες Θράκης, τη Θεσσαλονίκη της Μεταπολίτευσης, τις σπουδές στη Faenza της Ιταλίας ως το Πήλιο, όπου ζει σήμερα. Μιλάει με πολλή αγάπη για τις εποχές και τις μυρουδιές του Πηλίου, τις ομορφιές και τις δυσκολίες του να ζει κανείς εκεί μόνιμα και για το εργαστήρι τέχνης Eroterra που έφτιαξε με τον σύζυγό της, Δημήτρη Μανίνη το 1989.
Αφηγητές/τριες
Ευαγγελία Μαρίνου
Ερευνητές/τριες
Παντελής Πιλάβιος
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
05/06/2022
Διάρκεια
58'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η κεραμίστρια Ευαγγελία Μαρίνου μιλά για τους σταθμούς της ζωής της, τα παιδικά της χρόνια στις Σάπες Θράκης, τη Θεσσαλονίκη της Μεταπολίτευσης, τις σπουδές στη Faenza της Ιταλίας ως το Πήλιο, όπου ζει σήμερα. Μιλάει με πολλή αγάπη για τις εποχές και τις μυρουδιές του Πηλίου, τις ομορφιές και τις δυσκολίες του να ζει κανείς εκεί μόνιμα και για το εργαστήρι τέχνης Eroterra που έφτιαξε με τον σύζυγό της, Δημήτρη Μανίνη το 1989.
Αφηγητές/τριες
Ευαγγελία Μαρίνου
Ερευνητές/τριες
Παντελής Πιλάβιος
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
05/06/2022
Διάρκεια
58'