© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Τα πόδια μου ήταν σαν ζαρκάδι»: Αναμνήσεις από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο

Κωδικός Ιστορίας
22318
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κωνσταντίνος Γκατζόγιας (Κ.Γ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/06/2022
Ερευνητής/τρια
Βίκυ Χατζοπούλου (Β.Χ.)
Β.Χ.:

[00:00:00]Ωραία. Καλησπέρα.

Κ.Γ.:

Καλησπέρα. Βέβαια, σωστό είναι αυτό που λες, γιατί πέρασε 12:00 η ώρα.

Β.Χ.:

Θα μου πείτε το όνομά σας;

Κ.Γ.:

Κώστας Γκατζόγιας.

Β.Χ.:

Ωραία. Είμαι η Βίκυ Χατζοπούλου, Χατζοπούλου Βασιλική Ηλιάνα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, και είμαστε στη Δαφνωτή Άρτας, με τον Γκατζόγια Κωνσταντίνο.

Κ.Γ.:

Στο σπίτι του.

Β.Χ.:

Στο σπίτι του. Συγγνώμη.

Κ.Γ.:

Δεν πειράζει.

Β.Χ.:

Θα μου πείτε δυο λόγια για τη ζωή σας;

Κ.Γ.:

Βεβαίως θα σας πω. Γεννήθηκα εδώ που βρίσκομαι τώρα, στο σπίτι μου, έξω από την αυλή, το 1935, 24 Σεπτέμβρη, ημέρα Τρίτη. Είχε ο πατέρας μου ένα βιβλιαράκι που είχε γραμμένο: «Ημερομηνία γεννήσεως υιού μου Κωνσταντίνου». Φυσικά, μεταγενέστερα το έχει γράψει, δεν το έχει γράψει εκείνη την ημέρα. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, εγώ είχα πάει στο δημοτικό σχολείο το 1941 –6 χρονών– και ήξερα να διαβάζω, να γράφω και το επίθετό μου, καλλιγραφικά, και ήξερα και προπαίδεια, πολλαπλασιασμό, διαίρεση, τα πάντα. Γιατί ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος μαθητής στο δημοτικό σχολείο, και τα γράμματα που έχω, έχω γράμματα, πάνω από εκατό, όπου βρέθηκα στην ξενιτιά μού έστελνε γράμματα, και δεν έχει κανένα λάθος, οι, ει, υ, περισπωμένη, οξεία, δασεία, κανένα λάθος. Όταν ήμουνα καθηγητής στην Άρτα –μετά θα σας πω τα ιστορικά για το σπίτι και την περιοχή που βρίσκομαι– μου έστελνε τα γράμματα και τα κρατάω τώρα, απάνω από εκατό γράμματα. Ρώτησα έναν καθηγητή στο 1ο Γυμνάσιο Αρρένων Άρτης, που είχα διοριστεί καθηγητής φυσικών, το 1963, 26 Οκτωβρίου διορίστηκα, με ΦΕΚ, έσβησα το «Παιδί μου Κώστα» που μου έγραφε από πάνω και μετά μου έλεγε τα γεγονότα του χωριού, για να μάθω νέα, γιατί τότε δεν υπήρχαν ούτε κινητά ούτε τηλέφωνα, τίποτα, μόνο με τα γράμματα. Βρέθηκα στην Άρτα μαθητής, έρχονταν αγωγιάτες και μου ʼφερναν ένα γράμμα, που ήμουνα μαθητής στην Άρτα 6 χρόνια. Έμενα στο γήπεδο της Άρτας από πάνω –πιο πάνω από τους Αγίους Αποστόλους– που είχε φτιάξει ο πατέρας μου με έναν θείο μου ένα σπίτι, ξερολιθιά, χωρίς ασβέστη, χωρίς τίποτα, δύο δωμάτια. Σε αυτό, εγώ με τον αδερφό μου, που ήρθε μετά το '52, εγώ από το '49 ήμουνα στην Άρτα, Α' Γυμνασίου –14 χρονών πήγα στο γυμνάσιο, προς 15– γιατί το 1941 ήμουνα πρώτη δημοτικού και το ʼ43 ο δάσκαλος μας εγκατέλειψε τον Απρίλιο μήνα, Β' Δημοτικού, και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ, στον πόλεμο προ του Εμφυλίου. Και τελικά πήγα και στην Πλατανούσσα ένα διάστημα, τέσσερις μήνες, Γ' Δημοτικού, στον Μαχαλά Πλατανούσσας, το διπλανό χωριό, που είχε έναν δάσκαλο Παπανικολάου Γεώργιο. Και εν συνεχεία, το καλοκαίρι ήρθε δάσκαλος από την Αμμότοπο, ο οποίος μόλις είχε τελειώσει την Ακαδημία στα Γιάννενα. Ήρθε να συνεχίσουμε την υπόλοιπη Γ' τάξη Δημοτικού, γιατί τη Β' δέχτηκε το κράτος ότι την τελειώσαμε, ενώ δεν είχαμε. Τον Απρίλιο είχαμε διακόψει, που σας είπα, και έφυγε ο δάσκαλος. Και στην Γ' τάξη, λοιπόν, κάναμε τα μαθήματα στα πλατάνια, στην κεντρική εκκλησία του χωριού, που έχει πέντε αιωνόβια πλατάνια, έξω από το σχολείο. Δεν είχαμε σχολείο, γιατί το είχαν κάψει οι Γερμανοί το σχολείο. Ήταν καμένο και δεν το είχαμε φτιάξει ακόμα, στο κέντρο του χωριού. Και επειδή ήμουνα καλός μαθητής με έβαζε να κάνω μάθημα εγώ στους συμμαθητές μου. Πώς κλίνονται τα ονόματα: Κώστας, του Κώστα κτλ., στον ενικό και πληθυντικό, και τελικά σε μία λέξη δυσκολεύτηκα, στο η, αν πρέπει να γράψω το η, και λέω: «Ήτα θέλει, πατέρα;», μου ξέφυγε γιατί ρώταγα τον πατέρα, και έβαλαν τα γέλια τα παιδιά. Τέλος πάντων, τελείωσα την Γ' Γυμνασίου, Δ' δεν είχαμε πάλι δάσκαλο, και αναγκάστηκα να πάω στη Σκούπα, δίπλα, το φθινόπωρο. Στον Άγιο Αθανάσιο το δημοτικό δεν είχε καεί εκεί και κάναμε μάθημα και δάσκαλο είχαμε έναν Γιαννακό στο επίθετο, που κατάγονταν από την Πέτρα μάλλον, μετά το Πέτα, είναι ένα χωριό που λέγεται Πέτρα. Άριστος δάσκαλος. Εγώ έγραφα καλλιγραφία και ένας Πεταλάς Κώστας –πολύ καλός μαθητής, δάσκαλος, ο οποίος χάθηκε εδώ και 2 χρόνια– μου έλεγε πάντα όποτε με συναντούσε, από τη Σκούπα: «Σε θαύμαζα», διότι με σήκωσε ο δάσκαλος και έγραψα τις λέξεις καλλιγραφικά. Με είχε μάθει ο Χαρμούκης να γράφω καλλιγραφία, όπως γράφω και το επίθετο.

Β.Χ.:

Ποιος είναι ο Χαρμούκης;

Κ.Γ.:

Χαρμούκης Δημήτριος. Τον είχαμε δάσκαλο και κατάγονταν από το Δενδροχώρι Αγράφων, Κραβαρίτης, από την περιοχή που έβγαιναν ζητιάνοι. Στράβωναν τα χέρια, μικρά, όταν ήταν μωρά, να είναι για να ζητιανεύουν, αλλά ήταν πολύ ξύπνιοι άνθρωποι όμως. Και αυτός, λοιπόν, ήταν ο δάσκαλος που εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ. Ο Χαρμούκης, που σας είπα. Και τελικά πήγα στη Σκούπα και με θαύμαζαν οι συμμαθητές, όπως ο Πεταλάς, που κατόρθωνα και έγραφα τα γράμματα καλλιγραφικά με ευκολία, ενώ εκεί ο δάσκαλος τα μάθαινε εκείνη τη στιγμή πώς θα γράφουν. Έλεγε σε κάποιον από την τάξη Δ' Δημοτικού: «Γράψε μου καλλιγραφία "Κώστας"», και δυσκολευόταν, εγώ όμως το ʼγραφα καλλιγραφικά και με θαύμαζε.  Λοιπόν, τελικά τον Γενάρη ήρθε δάσκαλος διορισμένος από το κράτος, καταγόμενος από τα Θεοδώριανα, Βλαχογιώργος το επίθετο, και τελείωσα την Δ' Δημοτικού το '47. Από το ʼ47 μέχρι '48 ήρθε από τα Άγναντα Άγγελος Στεργίου, δάσκαλος κανονικός, γιατί τα πέρα χωριά είχαν απελευθερωθεί το '81, τριάντα χρόνια γρηγορότερα από μας, και είχαν παράδοση να σπουδάζουν με ευκολία νομικοί και δάσκαλοι και ούτω καθεξής. Μέχρι τον Ιούνιο, πήραμε το απολυτήριο από την Δ' Δημοτικού το '47 το φθινόπωρο. Στην Ε' Δημοτικού έρχεται ο Άγγελος Στεργίου, από '47 μέχρι '48, από τα Άγναντα και τελειώσαμε την Ε' Δημοτικού τον Απρίλιο μήνα. Μας έδωσε τα ενδεικτικά τον Απρίλιο μήνα του '48, διότι ήταν ο Εμφύλιος το ʼ48. Έλληνες με Έλληνες πολεμούσαν μεταξύ τους. Το κράτος είχε τον στρατό και οι ΕΛΑΣίτες, ο λεγόμενος Δημοκρατικός Στρατός σήμερα, που αναγνωρίστηκε, συμμορίτες τους έλεγαν τότε. Όταν λέμε συμμορίτες όπως ο Οτσαλάν, δηλαδή μαζεύτηκαν συμμορία και κάναν εγκλήματα. Και ακούγαμε «συμμορίτες» και τρομάζαμε εμείς. Φυσικά αυτοί οι αντάρτες επιστράτευαν το '48 και νέα παιδιά, επειδή είχαν μεγάλη φθορά σε πολέμους, έπαιρναν ανθρώπους από 16-17 χρονών και πάνω, το '48, τους έπαιρναν μαζί τους. Άλλοι μπορούσαν να πολεμήσουν, άλλοι δεν μπορούσαν, να μεταφέρουν τρόφιμα, στρατιωτικά υλικά και λοιπά. Οπότε κρυβόταν ο κόσμος μέχρι 50 χρονών και κάτω κρύβονταν, για να μη συλληφθούν, γιατί υπήρχαν από τα πέρα χωριά, σε κάποιες περιοχές, αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, όταν δεν υπήρχε στρατός εδώ να τους πολεμήσει, ερχόνταν στα χωριά τη νύχτα, έπιαναν ορισμένες τοποθεσίες και συλλάμβαναν νέους ανθρώπους, τους οποίους παίρναν μαζί τους. Μερικοί τους άρεσε να πολεμάνε εναντίον των στρατιωτών, μερικοί δυσκολεύονταν [00:10:00]–καταλάβαιναν αυτοί ποιοι είναι με αυτούς– και τους φόρτωναν τα υλικά τα πολεμικά να τα μεταφέρουν. Κατά αυτόν τον τρόπο λοιπόν φοβόνταν και οι παντρεμένοι που είχαν παιδιά, μπορεί να ήταν συμπαθούντες τους αντάρτες, τους λεγόμενους συμμορίτες, αλλά φοβόνταν μην πιαστούν και μείνει η οικογένεια χωρίς προστάτη. Αυτά γίνονταν το '48, όχι το ʼ47. Όταν είχε οργανωθεί πάρα πολύ ο στρατός ο ελληνικός και είχαν και φθορά. Οι αντάρτες αυτοί δυστυχώς το '46, όσοι ήταν με τον ΕΛΑΣ, αν δεν έκαναν δήλωση ότι είναι εναντίον του Κομμουνιστικού Κόμματος, παράδειγμα, που απέδιδαν ότι ήταν αριστεροί και συμπαθούντες τον κομμουνισμό, πήγαιναν εξορία.

Β.Χ.:

Εσείς πού ήσαστε τότε;

Κ.Γ.:

Εδώ στο χωριό.

Β.Χ.:

Τι ηλικία είχατε;

Κ.Γ.:

Το '48 ήμουνα 13 χρονών. Λοιπόν, τι έγινε, ο δάσκαλος μόλις άκουσε όπλα απέναντι στον Ρωμανό, Γουριανά, να πυροβολούν –είχαν ειδοποιηθεί ο κόσμος ότι είναι αντάρτες στο Τζουμέρκο– λαχτάρισε, γιατί αυτός ήταν με τον Ζέρβα το '43-'44. Ο Στεργίου ο Άγγελος. Είχε ετοιμάσει τα ενδεικτικά και τα απολυτήρια, αυτοί που ήταν ΣΤ' Δημοτικού, τα είχε ετοιμάσει από γρηγορότερα, τα 'χε έτοιμα όλα, διότι κάποια στιγμή θα ερχόνταν οι αντάρτες εδώ, οπότε έπρεπε να φύγει, να μη συλληφθεί. Όχι επειδή ήταν στον Ζέρβα, όπως και οι άλλοι, θα τον έπιαναν και θα τον έπαιρναν μαζί τους. Κάναμε μάθημα μέσα στην εκκλησία τότε. Το δημοτικό σχολείο ήταν καμένο ακόμα, από τους Γερμανούς. Δηλαδή το '43 δεν είχε χτιστεί το σχολείο αυτό που έχουμε τώρα, το '61 χτίστηκε. Λοιπόν, αποτέλεσμα, κατευθείαν κάναμε μάθημα στο γυναικείο της εκκλησίας της κεντρικής, στον Άγιο Νικόλαο. Ήμασταν 70-80 μαθητές και μαθήτριες, από την Α' μέχρι την ΣΤ' Δημοτικού, μας έδωσε αμέσως τα ενδεικτικά τον Απρίλιο, αντί τον Ιούνιο που θα τελειώνουμε. Μας τα μοίρασε και «Πηγαίντε στα σπίτια σας». Και έφυγε ο δάσκαλος, ο Στεργίου, και πήγε στο Γλυκόρριζο δάσκαλος –μετά το γήπεδο της Άρτας προχωράμε για το Γλυκόρριζο– εκεί ολοκλήρωσε τη χρονιά και έμεινε εκεί επί χρόνια, δεν ξέρω πόσα. Τέλος πάντων, εμείς μείναμε χωρίς δάσκαλο. Εγώ όμως ήθελα να τελειώσω, να πάω στο γυμνάσιο. Οπότε είχα το απολυτήριο Ε' Δημοτικού, απ' τον δάσκαλο που μας το έδωσε τον Απρίλιο μήνα, ο πατέρας μου με έβαλε σε δουλειά. Δούλευα από το '45 –που το '43 μας έκαψαν οι Γερμανοί το χωριό– και ο πατέρας μου, αφού κάηκε το σπίτι αυτό που βλέπεις εδώ, ειδοποιηθήκαμε ότι οι Γερμανοί θα είναι στο Καλέντζι, και μου έδωσε εμένα έναν τουρβά με τραχανά και ψωμί και ό,τι άλλο μπορούσα να πάρω μαζί μου, στην αδερφή μου το ίδιο, ήταν βραδάκι και μας λέει: «Θα πάμε στη σπηλιά πάνω στο Ξεροβούνι, γιατί οι Γερμανοί είναι στο Καλέντζι και έρχονται για τα χωριά μας». Φύγαμε από δω και πήγαμε στη σπηλιά, που χώραγε 50-60 ανθρώπους. Ήταν οι Νασσαίοι, ο Κιτσαντάς με την οικογένειά του, ήτανε εμείς στη σπηλιά, ο Μόσχος, που ήταν αγροφύλακας, Κουτσομή τον έλεγαν, με τη Γιαννούλα, την αδερφή του παππού μου, και άλλοι πολλοί. Νασσαίοι ήταν ο Χαρίλαος Νάσσος με τα παιδιά του. Και από κάτω από τη σπηλιά ήταν άλλη μία κατακόρυφη σπηλιά, κάτω από τις πέτρες. Μέσα σ' αυτή τη σπηλιά ήταν ο Γιώργου Παναγιώτης, Γεώργιος Θεοδώρου, που ήταν αντάρτης του Ζέρβα αυτός, είχε και όπλο και χειροβομβίδες, είχε απ' όλα, μαζί με την οικογένειά του. Και η γυναίκα του ήταν ξαδέρφη του πατέρα μου, Γκατζόγια Σοφία, έχει μια κόρη, άφησε μια κόρη –που ήταν έγκυος, ήταν το '44 έγκυος η γυναίκα του– η οποία λέγεται Γεωργία και ζει ακόμα. Εδώ πιο πέρα είναι το σπίτι της και ο άντρας της είναι ο Τάκης Αναστασίου και αυτή λέγεται Γεωργία Θεοδώρου. Λοιπόν, οπότε εγώ αφού τελείωσα, σας είπα... Μισό λεπτό, σε ποιο σημείο είμαι; Α, με τον Άγγελο τον Στεργίου!

Κ.Γ.:

Εγώ δούλευα το καλοκαίρι στα κεραμίδια. Το '48 δούλευα κοντά στο ποτάμι, είχαμε ένα καμίνι που φτιάχναμε κεραμίδια, κεραμιδαριό. Το 'χω δημοσιεύσει στον «Άραχθο» την εφημερίδα, «Άραχθος», με λεπτομέρεια πώς γίνεται το κεραμιδαριό, και έχω απόκομμα εφημερίδος, να το βιντεοσκοπήσετε. Δούλευα το καλοκαίρι από μικρό παιδί, πρώτα στο αλώνι, εδώ πιο κάτω έχουμε τοποθεσία Αλώνι. Το 1945 οι χωριανοί, επειδή εδώ έχουμε ρύπα, γλίνα δηλαδή, λεγόμενη, που γίνονται τα κεραμίδια. Η γλίνα είναι πηλός που προέρχεται από τον πρασινόλιθο, όπως είναι απέναντι, βλέπεις, απέναντι που είναι πρασινόλιθος, δεν είναι άσπρες πέτρες. Από κει και πέρα δεν υπάρχει καμιά άσπρη πέτρα, γιατί το βουνό, σας είχα πει, ότι κατά τον Πλειστόκαινο κόπηκε και έπεσε κάτω κατακόρυφα, ψηλά, στον φλύσχη. Έφτασε μέχρι εκεί, χαμηλά είναι λαγκαδάκι εδώ απέναντι, από κει και δώθε έχει πέτρες ασβεστολιθικές, από κει και πέρα δεν υπάρχει πουθενά πέτρα άσπρη, είναι πράσινη η τοποθεσία. Και πίσω από κει, προς τα κάτω, είναι κουμαριές και ρείκια, και άμα έχει νερό είναι το καλύτερο μέρος για καλλιέργεια, από ελιές, κερασιές και τα πάντα. Δεν έχει πουθενά άσπρη πέτρα. Έχω εγώ χωράφια από το 1965, αγόρασα 100 ελιές φυτώριο, τα έβαλα σε αυτά τα χωράφια και έβγαζε ο πατέρας μου κάθε χρόνο 15 τενεκέδια λάδι και έπαιρνε και επιδότηση κιόλας. Εγώ τα καθάριζα με αλυσοπρίονο, με χορτοκοπτικό και λοιπά, ήμαν νέος τότε, ο πατέρας μου τα ράντιζε, τα λιπάσματα και λοιπά τα μετέφερα από τα Γιάννενα –το Renault το πεντάρι είχα τότε, όταν ήμουν γυμνασιάρχης στα Γιάννενα– και όταν ήμουν στην Αθήνα ερχόμουν τα καλοκαίρια και έκανα τις δουλειές αυτές, ή Χριστούγεννα ή Πάσχα, εργατικές δουλειές, μέχρι που χάθηκε ο πατέρας μου το 1999, τραυματίστηκε από κυνηγετικό όπλο. Πήγε τελευταία μέρα, 28 Φλεβάρη, να κυνηγήσει εδώ πιο πάνω, κοτσύφια, και όπως επέστρεφε γλίστρησε και είχε ανεβασμένο τον επικρουστήρα και τραυματίστηκε στο πόδι και έπαθε αιμορραγία. Εγώ ήμουνα εκεί στα χωράφια που είχαμε κλήματα, να τα κλαδέψω, και μόλις επέστρεψα εδώ ειδοποιήθηκα αμέσως. Ήρθα εδώ, τον πήρα –με αυτό το αυτοκίνητο που έχω– και τον πήγα στο νοσοκομείο της Άρτης –δεν υπήρχε ο διευθυντής, ήταν Κυριακή– δυστυχώς χάθηκε κατά την επέμβαση. Δεν υπήρχε αίμα, έπρεπε να πάρει αίμα, είχε χάσει πολύ αίμα. Τέλος πάντων, πέθανε 87 χρονών, αλλά ήταν υγιέστατος και κυνηγούσε τον χειμώνα. Λοιπόν, το 1948, λοιπόν, δούλευα στο ποτάμι από πάνω, είχαμε καμίνι, το οποίο καμίνι δεν το ήξερε ο πατέρας μου. Το είχε ο προπάππους μου, που ήταν κεραμιδάς. Κάθε άνοιξη έφευγε από το χωριό, Γεώργιος Χρήστου Γκατζόγιας –είναι στα συμβόλαια αυτός– έφευγε από δω, έπαιρνε και παιδιά και πήγαινε στο χωριό Σιταράλωνα, που είναι δίπλα στην Τριχωνίδα, κοντά στο Θέρμο. Έχει σαν τη Φιλιππιάδα πληθυσμό τώρα. Εκεί είχε καμίνι και έφτιαχνε κεραμίδια. Έπαιρνε και παιδιά από δω και κεραμιδάδες, όπως ο Θύμιος Γερογιάννης, έτσι τον έλεγαν, αυτός έμαθε και τον πατέρα μου να φτιάχνει κεραμίδια. Ο προπάππους μου πέθανε το 1921 –μετά από χρόνια δηλαδή, το '21– που ο πατέρας μου, γεννήθηκε το '12, ήτανε 9 χρονών. Γνώρισε παππού, δεν γνώρισε όμως πατέρα, που χάθηκε το '14 στη Βόρειο Ήπειρο, που έχω και φωτογραφία, σας την έδειξα. [00:20:00]Λοιπόν, τι έγινε μετά; Δούλευα όλο το καλοκαίρι, έκανα δουλειές, του λέω: «Πατέρα, εγώ θέλω να τελειώσω την ΣΤ' Δημοτικού, θέλω να πάω στο γυμνάσιο». Αυτός όμως επέμενε να με κρατήσει στο χωριό, δεν μου έδινε λεφτά, ούτε ενδιαφέρθηκε για να με πάει στην Άρτα να δώσω εξετάσεις στο γυμνάσιο. Τι κάνω εγώ, τα 'χω γραμμένα, έχω βιογραφία 300 σελίδες, μέχρι την ημέρα που έπιασα δουλειά στο Θεσπρωτικό, μετά το πτυχίο, τα έχω γραμμένα όλα, από το '39 μέχρι τώρα, τα 'χω όλα πρόχειρα, δεν είχα λεφτά να το εκδώσω το βιβλίο. Φυσικά μέχρι την ημέρα που έπιασα δουλειά στο Θεσπρωτικό έχω τη βιογραφία μου, από το '39, που θυμάμαι. Ό,τι πέρασα και τι δουλειές έκανα για να σπουδάσω, χωρίς λεφτά. Έχω βιβλιάριο ΙΚΑ οικοδόμου από το 1957 στην Πτολεμαΐδα, που δούλευα στο εργοστάσιο, την ημέρα καλουπατζής και τη νύχτα φύλακας, και μου έδιναν 60 δραχμές την ημέρα και 60 τη νύχτα, γιατί έπρεπε να πληρώσω στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 2.000 μέχρι 30 Γενάρη και 1.500 μέχρι 30 Απρίλη. Αν δεν τα πλήρωνα, ας έγραφα 10 σε όλα τα μαθήματα, έμενα στην ίδια τάξη. Στην ίδια τάξη. Οπότε τα 'χω όλα γραμμένα. Τέλος πάντων, σας λέω τώρα, συνέχεια: όλο το καλοκαίρι δούλευα στα κεραμίδια, τα οποία πουλούσαμε στα πέρα χωριά, χειροποίητα κεραμίδια, κεραμιδαριό. Την πρώτη χρονιά κάναμε εδώ κάτω στο αλώνι, για να σκεπάσουμε τα δικά μας σπίτια. Έχω δεύτερο καμίνι και στο ποτάμι και εδώ από κάτω, απ' τον δημόσιο δρόμο, από αυτό τον δρόμο που έκανε η ΔΕΗ, μπορούμε να πάμε εκεί με τα πόδια, με το αυτοκίνητο πηγαίνει μέχρι εκεί και λίγο με τα πόδια, και θα σας δείξω το καμίνι που υπάρχει στο λαγκάδι, στο χωράφι μου, στην άκρη. Δούλεψα εκεί το '45, που φτιάξαμε κεραμίδια να σκεπάσουμε τα σπίτια αυτά. Αυτά τα κεραμίδια είναι όπως αυτά εδώ πίσω, που σκέπασα, που έχω το πετρογκάζι. Από πάνω άμα κοιτάξεις αυτά είναι χειροποίητα, με τα χέρια μας τα φτιάξαμε, όχι με μηχανήματα και λοιπά.  Λοιπόν, εγώ τότε που ήμουν 10 χρονών, ξυπόλυτος, μέχρι εδώ ένα παντελονάκι κοντό, μου έφτιαχνε η μάνα, έραβε, είχε μηχανή, μας έφτιαχνε και παντελόνια. Μας έπλεκε μπλουζάκια, ζακέτες, σκεπάσματα, όπως είναι η φλοκωτή μέσα, την οποία έχω εδώ και 60 χρόνια, 70. Είχαμε αργαλειό από κάτω στο κατώι. Τώρα τα πήρα αυτά όλα και τα 'χω στον αχυρώνα. Τσαπιά, το ένα, το άλλο, τα ʼχω όλα στον αχυρώνα, που ήταν το σπίτι το πρώτο που γεννήθηκε ο πατέρας μου, το 1912, εκεί ήταν το σπίτι, δεν είχε αχυρώνα από πάνω. Όπως πάμε, από κάτω, χαμηλό σπίτι με πλάκες. Θα σας το δείξω αργότερα. Πού σταματήσαμε; Μετά ήρθε το φθινόπωρο. Του λέω: «Να δώσω εξετάσεις», το '48. Αυτός ετοιμάζονταν να πάει στη Φιλιππιάδα που γίνονταν παζάρι, να πουλήσει τα καρύδια, είχαμε δύο καρυδιές πιο κάτω εκεί, από πάνω είναι η Βρυσοπούλα, βρύση, είναι νερό και δεξαμενή. Γιατί εγώ έχω όλο αυτό το μέρος, μέχρι απέναντι, είναι δικό μου, και μέχρι εκεί και μέχρι εκεί, όλα τα πουρνάρια αυτά που βλέπεις, τα περισσότερα, ανήκουν σε μένα. Κόβω ξύλα από κει για τον χειμώνα, και έχω κι άλλα δύο προς τα πάνω, από πάνω μεριά, όπως είναι ο Σαλίγκαρος δεξιά, άλλη έκταση εκεί, πάλι με πουρνάρια. Λοιπόν, το '48, λοιπόν, δούλευα στα κεραμίδια και το φθινόπωρο τα τσίπουρα, να μαζέψουμε τα σταφύλια, μάζεψε τα σταφύλια, τα πάτησε, από κάτω έχω βαρέλι, που τα πατούσε, στο κατώι, παραδοσιακό πάτημα, και δω από κάτω βγάζαμε το τσίπουρο εδώ από κάτω, το καζάνι. Έχω το Δ.Α. μόνο. Το καζάνι το 'χω μακριά, γιατί αυτό κλέβεται. Έξω το 'χω. Μου 'χουν κλέψει πράγματα από το κατώι, κλέφτες εδώ, απατεώνες. Το φθινόπωρο, λοιπόν, φόρτωσε 120 οκάδες καρύδια στο μουλάρι, να πάει του Αγίου Δημητρίου, που γινόταν το παζάρι στη Φιλιππιάδα, να τα πουλήσει και να αγοράσει ό,τι χρειάζονταν. Συγχρόνως όμως ήταν και η UNRRA. Οι Αμερικάνοι ενίσχυσαν τους ανθρώπους, λόγω του πολέμου που γίνονταν στην Ελλάδα, έστελναν ρουχισμό, αλεύρι, άρβυλα και ούτω καθεξής. Οπότε όλα τα ορεινά χωριά εδώ σε μας, που υπαγόμαστε στην Πρέβεζα, τα χωριά μας, το δικό μου χωριό, η Σκούπα δίπλα, η Φανερωμένη από πάνω από τη Σκούπα, υπάγονταν στην Πρέβεζα, ενώ η Ροδαυγή υπάγονταν στην Άρτα και ο Αμμότοπος στην Άρτα. Εμείς ήμασταν δικασμένοι να πάμε στην Άρτα από τη Ροδαυγή, την οποία Ροδαυγή «Νησίστα Νέας Ελλάδος» την έλεγαν, γιατί υπήρχε και η Νησίστα Παλιάς Ελλάδος, που λέγεται Κεντρικό. Απ' την απέναντι μεριά. Σήμερα λέγεται Κεντρικό. Δηλαδή η κεντρική Νησίστα την ονόμασαν Κεντρικό, που είναι και η Φτέρη, που είναι Ανεμορράχη, Μπούγα παρακάτω, η Ράμια από πάνω. Τη Νησίστα από δω την έλεγαν Νησίστα κι από κει την ονόμασαν Κεντρικό ή Νησίστα Παλιάς Ελλάδος, αλλά τελικά την άλλαξαν, αντί να λέγεται Παλιάς Ελλάδος, την είπαν Ροδαυγή. Τώρα, δηλαδή μετά τη δικτατορία του Παπαδοπούλου την έκαναν Ροδαυγή. Τη δε Σκούπα, επειδή οι νεότεροι, κάποιοι που ήταν, που είχαν πάει στην Αθήνα ήθελαν να της αλλάξουν το όνομα, γιατί η Σκούπα, υπήρχε η παράδοση ότι ένας σκότωσε έναν Τούρκο και ήρθαν οι Τούρκοι και τα έκαναν σκούπα. Δηλαδή αυτό πιθανόν να μην ισχύει. Τέλος πάντων, από την λέξη Σκούπα την άλλαξαν και την έκαναν Καρυδέα, επί δικτατορίας. Τελικά, μόλις πέφτει η δικτατορία, την άλλαξαν πάλι και την έκαναν Σκούπα. Λοιπόν, τέλος πάντων. Τώρα λέγεται Σκούπα πάλι. Για 5-10 χρόνια, μετά το '74, το '80, κάπου εκεί, προς '90, την έκαναν πάλι Σκούπα αντί Καρυδέα, γιατί εδώ που τα λέμε δεν έχει καρυδιές πολλές. Περισσότερες έχει εδώ παρά εκεί. Τέλος πάντων. Ήθελε, λοιπόν, να πάει εκεί. Εγώ δεν μου έδινε λεφτά ο πατέρας μου, δεν ήθελε να με πάει στο σχολείο κάτω. Ο ξάδερφός μου, ο αδερφός της μάνας μου, ήταν χοντροκέφαλος λιγάκι, δεν τα 'παιρνε τα γράμματα, και πάντα ό,τι έκανα εγώ έκανε κι αυτός, τον βοηθούσα όμως. Ο πατέρας του τον πήγε στην Άρτα και έμενε εκεί στο γήπεδο από πάνω στους Αγίους Αποστόλους σε μια καλύβα, που είχαν κατέβει οι νέοι, που ήταν ο Κωνσταντίνος Δρόσος, είχε εγκατασταθεί κι έχει σπίτι εκεί και έχει και έναν γιο, τον Νίκο, που είναι έναν χρόνο διαφορά από μένα, αυτός που είδες μέσα στη φωτογραφία. Πήγα κι εγώ, γιατί αυτός ο Κωνσταντής ήταν πρώτος ξάδερφος της μάνας μου, από το Νασσαίικο, από το σόι της μάνας μου. Οπότε μπήκα κι εγώ μέσα στη σκηνή αυτή, και ήταν 17 οι άλλοι, και ήταν και ο Αλέκος ο ξάδερφός μου, που τον πήρε μαζί του ο πατέρας, να δώσει εξετάσεις κι αυτός, κι ήταν και ένας άλλος. Λοιπόν, τέλος πάντων. Τι έγινε το βράδυ; Το βράδυ έβαλαν ένα ψηλό, όπως είναι αυτό, αλλά ψηλό, με παφήλιο, δοχείο και μέσα έβρασαν πλιγούρι, τριμμένο καλαμπόκι. Σιτάρι! Το έβρασαν. Είχαν προμηθευτεί καραβάνες, πιάτα, καπάκια, ξέρω γω, και λοιπά. Εμένα μου έδωσε η μάνα 6 δραχμές. Α, για το '48 λέω. Δεν λέω για το... Για το '48 σας λέω τώρα, ε; Ναι, για το '48. Η μάνα μου 'χε δώσει, δεν μου έδωσε ο πατέρας λεφτά να πάω στην Άρτα, μου 'δωσε 6 δραχμές η μάνα, 6 δραχμές! Είχαν αξία οι 6 δραχμές. Με μισή δραχμή αγόραζα μισό κιλό ψωμί κι ελιές. Δεν θυμάμαι. Μ' αυτά την έβγαζα. Τέσσερις μέρες στην Άρτα, έδωσα εξετάσεις.[00:30:00] Ήμουν σε σκηνή. Ο μπάρμπας μου, επειδή θεωρούμαν φτωχός εγώ, είχε επηρεάσει τον πατέρα μου, κι ο πατέρας μου ήθελε να με κρατήσει στο χωριό, δεν ήθελε να μάθω γράμματα, να φύγω απ' το χωριό. Να μείνω εδώ, να χτίσω απογόνους, να κληρονομήσω περιουσία. Τέλος πάντων, αυτή ήταν η πεποίθηση του πατέρα μου και του μπάρμπα μου, του αδερφού της μάνας μου, αυτός όμως είχε τον τρόπο εάν πετύχει το παιδί του, ο πρώτος ξάδερφός μου, να πάει στο γυμνάσιο. Τέλος πάντων. Γιατί στην ΣΤ' Δημοτικού το '48, ΣΤ' Δημοτικού του '48 τον έγραψε στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Άρτης, στην Παρηγορήτισσα από κάτω, για το '48 μιλάω. Οπότε εγώ, ο πατέρας μου έφυγε με το ζώο φορτωμένο, κι εκεί που τελειώνει η Δαφνωτή, μετά το λαγκάδι, από πάνω ήταν ένας Κατσανάς, που είχε γίδια, πρόβατα, έκταση μεγάλη, γελάδια, απ' όλα. Δεν είχε παιδιά κι είχε πάρει μια ψυχοπαίδα από την Πλατανούσσα, μικρή. Τη μεγάλωσε και παντρεύτηκε. Για το '48 μιλάω. Πώς έφυγα εγώ και πήγα να τελειώσω την ΣΤ' Δημοτικού. Αφού δάσκαλο δεν είχαμε, αφού είχε φύγει στο Γλυκόρριζο, ΣΤ' Δημοτικού. Είχα το ενδεικτικό της Ε' Δημοτικού, το είχα μαζί μου, στην τσέπη. Λοιπόν, είχαν μαζευτεί το βράδυ πολύς κόσμος στα σύνορα Σκούπας-Δαφνωτής, στο βουνό απάνου. Επειδή πυροβολούσαν απέναντι, για να φύγουν το πρωί να πάνε στη Φιλιππιάδα, που μοίραζαν αλεύρια η UNRRA, κι ήταν και παζάρι, να πουλήσουν τα καρύδια που είχε φορτωμένα.

Β.Χ.:

Ποιοι πυροβολούσανε;

Κ.Γ.:

Δεν σας είπα, γρηγορότερα ο δάσκαλος, τον Απρίλιο του '48, έφυγε από δω; Και μας έδωσε τα ενδεικτικά Ε' Δημοτικού, το είχα στην τσέπη μου ότι τελείωσα το δημοτικό. Και τώρα ήθελα να τελειώσω και την ΣΤ' Δημοτικού, που δεν ήθελε να με διώξει ο πατέρας μου, να πάω σε δημοτικό. Ξέχασα, σας είπα για την τελευταία χρονιά. Έκανα λάθος, δηλαδή, προηγουμένως. Εννοώ για το '48. Τον ακολούθησα εκεί στο Δ.Α., αυτός έμενε μαζί με άλλους από πάνω, είχε και κατώι από κάτω, που είχε τα γελάδια μέσα, τρία τέσσερα γελάδια, και από πάνω ήταν κι άλλοι νέοι άνθρωποι, που είχε χώρους αυτός, κοιμήθηκαν το βράδυ, και ο πατέρας μου. Αφού ξεφόρτωσε το μουλάρι με τα καρύδια και το έδεσε σ' έναν θάμνο από πουρνάρι από πάνω απ' το κατώι. Εγώ με τα πεδιλάκια είχα, μπήκα μέσα στο κατώι που ήταν τα γελάδια και πάτησα επάνω στις κοπριές και πήγα στο παχνί, και έρχονταν τα γελάδια από πάνω, καμιά φορά ξέφευγαν σάλια. Όπως ήμουν κουρασμένος και ταλαιπωρημένος, με πήρε ο ύπνος. Ξυπνάω το πρωί, προτού ξημερώσει, όπως και τώρα ξυπνάω εγώ, σηκώνομαι από κει και ανεβαίνω από πάνω, μέσα στο δάσος, δίπλα από την αυλή του σπιτιού που ήταν ο πατέρας μου, του Κατσανά. Μόλις ξημέρωσε, χωρίς να φέξει, αλλά έβλεπες. Δεν είχε βγει ούτε ήλιος στο βουνό. Εγώ ήμαν χωμένος μέσα στις θάμνους από πάνω απ' την αυλή. Το μουλάρι το είχε δεμένο στον πολύ λεπτό κορμό ενός θάμνου. Ανέβηκε πάνω, βγήκε απ' τα σπίτια, από το σπίτι, που ήταν κι άλλοι χωριανοί –και μικρότεροι σε ηλικία– με ζώα, που πήγαιναν, ή και χωρίς ζώα, με τα πόδια, να παν στη Φιλιππιάδα, γυναίκες και άντρες. Φόρτωσε το μουλάρι κι έχει μια ρούγα, κατέβηκε από κάτω μαζί με το μουλάρι και συνέχισε τον δρόμο αυτόν που πάμε για Άρτα και για Φιλιππιάδα. Μπροστά αυτός, πίσω εγώ, τον ακολουθούσα χωρίς να ξέρει ότι τον ακολουθάω. Δεν υπήρχε δρόμος τότε, μονοπάτι ήταν, μέχρι τον Αμμότοπο δεν υπήρχε δρόμος πουθενά στα ορεινά, μέχρι τον κάμπο, δεν υπήρχε δρόμος πουθενά. Ούτε στο Κορφοβούνι υπήρχε δρόμος. Και πιο κάτω δεν υπήρχε δρόμος, μόνο στη Γραμμενίτσα έφτανε ο δρόμος, με αυτοκίνητα.

Β.Χ.:

Εσείς ήσασταν με τα πόδια;

Κ.Γ.:

Με τα πόδια! Φυσικά, αφού με το ζώο. Εγώ είχα κάτι πεδιλάκια. Από κάτω από τα πόδια το πέλμα ήταν όπως του αλόγου, δεν με κόλλαγε πέτρα. Όλα τα χρόνια, από το '41 μέχρι το '48, περπατούσα σαν ζαρκάδι. Οι πέτρες δεν μάτωναν καθόλου το πέλμα, και οι πέτρες οι δύσκολες, από δω μέχρι κάτω, γιατί το '46 πήγαινα στο ποτάμι κι είχα μάθει μπάνιο, στον Άραχθο, που πήγαιναν κι άλλοι, από μικρό παιδί. Και επειδή ένα παιδί πνίγηκε, από τον μαχαλά Πλατανούσσας, στη θέση Ξούκι, εκεί που βλέπεις απέναντι, από τη δεξιά μεριά. Και εμείς ήμασταν κάτω χαμηλά εδώ απ' τη Δαφνωτή παιδιά πολλά, και μεγαλύτεροι και μικρότεροι, και κάναμε μπάνιο χωρίς βρακί, χωρίς τίποτα. Λοιπόν, και πνίγηκε εκείνο εκεί το παιδί και ο πατέρας μου τρόμαξε. Τι συνέβη, λοιπόν; Φύγαμε εμείς από κάτω, αφού κάνουμε μπάνιο πιο κάτω από εκεί, δηλαδή εκεί που είναι ο Δ.Α. απέναντι, δεξιά ήταν μία τοποθεσία που δεν ήταν ορμητικά τα νερά, και μαζευόμασταν εκεί και κάναμε μπάνιο, πολλά παιδιά, και μεγαλύτεροι σε ηλικία, και 30 χρονών και παντρεμένοι ακόμα. Ανεβήκαμε –το '46 μιλάω εγώ, τον Αύγουστο– και φτάσαμε στην πλατεία στο κέντρο του χωριού και μαθαίνουμε ότι ο Βασίλη Αλέξης, Σωμάκος στο επίθετο, 16 χρονών, πνίγηκε στη θέση Ξούκι, μεταξύ Δαφνωτής-Πλατανούσσας. Αντί να έρθω στο σπίτι, γυρίζω προς τα εκεί, να πάω να δω που έκαναν αγώνα να τον βγάλουν από μέσα, γιατί είχε έναν βράχο και το νερό χτυπούσε στον βράχο και έκανε στροφή, γύριζε πίσω και χώνονταν μέσα αυτός πάλι, χωρίς να βγαίνει. Οπότε ειδοποιήθηκαν άλλοι κολυμβητές, ένας Ροπόκης Κώστας, από τον μαχαλά εκεί κοντά, έχει χαθεί τώρα, κι ένας Χρήστου Νάσος, που έλεγε αστεία και γελούσαμε, σαν του Χατζηχρήστου. Τέλος πάντων. Πήγα εκεί ήταν κι άλλοι από πάνω, να δούμε αν θα τον βγάλουν. Φυσικά πνιγμένο θα τον έβγαζαν. Λοιπόν, έμεναν μέσα, κάναν βουτιά και ξανάβγαιναν χωρίς να τον βρίσκουν. Γιατί τον πήρε το ποτάμι να φύγει, να ξεφύγει, τον έφερνε γύρα κάτω από τον βράχο. Τελικά κατάφερε ο Ροπόκης, έκανε βουτιά και ανησυχήσαμε, 4-5 δευτερόλεπτα και δεν είχε βγει. Ξαφνικά βλέπουμε, από πάνω εμείς, στην πλαγιά, στα 5 μέτρα, 10, βλέπαμε τον αγώνα που κάναν για να τον βγάλουν. Τελικά βλέπουμε αφρό, βλέπουμε εμφανίζεται ο πνιγμένος και πίσω από τον πνιγμένο, το χέρι του, ο Κώστα Ροπόκης, από τον μαχαλά. Αυτά το '46. Και ήρθα στο σπίτι και μόλις έφτασα, πήγα να μπω μέσα, ο πατέρας μου ήταν στο κρεβάτι, σηκώθηκε αμέσως. «Πού ήσουνα;» μου λέει, «πού ήσουνα;». Δεν ήξερε πού είμαι. Μόλις μου λέει έτσι, κατάλαβα ότι θα με δείρει, θα φάω ξύλο. Με το ξύλο δεν έχει γίνει ο άνθρωπος καλός. Τέλος πάντων, ήταν νευρικός και φοβήθηκε ο άνθρωπος. Μόλις σηκώθηκε αυτός, ένα άλμα εγώ από κει εδώ, ξυπόλυτος –τότε ήμανε ξυπόλυτος, το καλοκαίρι, δεν φόραγα τίποτα– κάνω άλμα, έρχομαι εδώ, από κοντά αυτός. Πηδάω τον τοίχο εκεί δίπλα από τον αχυρώνα –που 'χω τον τσίγκο εκεί, είναι σκάλα εκεί– από κοντά αυτός, πού να με φτάσει εμένα. [00:40:00]Άλμα εγώ, από κάτω, στα όχτια, στα χωράφια. Έφτασα απέναντι, που είναι μια συκιά δίφορη εκεί. Προτού φτιάξω τη συκιά, είχα χωράφια εκεί, λοιπόν, αφού είδε και απόειδε, άρχισε να πετάει πέτρες, όχι μεγάλες αλλά πέτρες, μπροστά και πίσω. Μπροστά και πίσω. Μπροστά, να μην προχωρήσω, κι από πίσω, να με φοβίσει, για να σταματήσω. Είδα κι απόειδα εγώ, ενώ τη στιγμή που κατέβαινα κάτω, η μάνα είχε πάρει τις κατσίκες –τρεις κατσίκες– και τις πήγαινε στη δασική έκταση που έχω εδώ πιο πέρα, που έχει δρομάκι πίσω. Έφυγε από δω, να μη βλέπει τη μοίρα μου, γιατί το ξύλο το 'χα μάθει εγώ, δεν το 'χα για τίποτα. Με το ξύλο δεν γίνεται ο άνθρωπος. Οπότε κάθομαι κι εγώ, μαζεύομαι όπως ήμαν, με ένα παντελονάκι, ούτε πουκάμισο ούτε τίποτα, μαζεύομαι και λέω: «Τώρα θα φάω ξύλο, ωραία, θα φάω ξύλο, θα μου περάσει το ξύλο». Δεν με χτύπαγε για να με τελειώσει, να πεθάνω, χαστούκια! Τέλος πάντων. Μόλις έφτασε –με κρατούσε στο χέρι, να μην του ξεφύγω, εδώ– μόλις έφτασε από κάτω από τον αχυρώνα, είχε τσουκνίδια στη γωνία, τσουκνίδια πολλά –αφού τα χέρια ήταν δουλεμένα, δεν ενοχλούνταν– μια χεριά τσουκνίδια τ' αρπάζει στο χέρι, με το άλλο με κρατούσε, δεν προσπαθούσα να ξεφύγω, μ' έφερε στο δωμάτιο, που έχω το τζάκι, και μ' αρχίζει από τα νύχια μέχρι εδώ με τσουκνίδες. Από δω κι απάνω ήμαν γυμνός, το παντελονάκι είχα, το κοντό. Κοκκίνισε όλο το σώμα, με έκαψε εδώ, εδώ, εδώ, τα χέρια, τα πόδια, δεν γνώριζα τίποτα, με παράτησε και βγήκε έξω, πήγε, δεν ξέρω πού πήγε. Λέω με το μυαλό μου εγώ ήξερα ότι θα φύγει – με έκαιγε το δέρμα. Πέρασαν μια δυο ώρες, μια χαρά εγώ. Την άλλη μέρα ξαναπήγαν τα παιδιά για μπάνιο. Πάλι για μπάνιο εγώ. Δεν τον άκουσα. Αφού πήγαιναν όλα τα παιδιά θα κάθομαν εγώ, θεωρούσα υποτιμητικό τον εαυτό μου εγώ να μην πηγαίνω να κάνω μπάνιο. Πήγα πάλι. Πάλι πάλεψε να με κλείσει την άλλη μέρα, από πάνω από τον ανήφορο, έφυγα απ' τον ανήφορο μετά, με παράτησε μετά. Δεν με ξαναπείραξε. Και μετά, το '48, που σου είπα τώρα, τον ακολούθησα, μπροστά αυτός, πίσω εγώ, που δεν ήθελε να με στείλει να δώσω εξετάσεις. Μιλάμε για '48, ενώ το προηγούμενο γεγονός συνέβαινε το '46. Από το '46 και μετά, μετά το γεγονός αυτό, δεν με ξαναπείραξε ποτέ, γιατί δούλευα, πάταγα κεραμίδια, έπιανα λάσπη. Από 14 χρονών, 15, στο ποτάμι τότε, που είχα καμίνι. Φτιάξαμε καμίνι στο ποτάμι και έγινα επαγγελματίας κεραμιδάς, και έρχονταν από τα πέρα χωριά – η εκκλησία στον Ρωμανό κτίστηκε και σκεπάστηκε με κεραμίδια που πέρασαν από τα χέρια μου, τα δικά μου, που έχω καλούπι 50 πόντους μήκος, σαν αυτά τα κεραμίδια που είναι εκεί πέρα στη σκεπή, τα βλέπεις; Αυτά είναι 50 πόντους και οι αποπερινοί οι Ρωμανιώτες ήθελαν να σκεπάσουν την εκκλησία, τον Άγιο Νικόλαο, επάνω με μεγάλα κεραμίδια, βαριά. Οπότε φτιάξαμε κεραμίδια 50 πόντους, βοηθούσε εδώ ο πατέρας μου, και τα σκέπασε με κεραμίδια του Δηλαβέρη. Είχε εργοστάσιο στον Πειραιά. Δηλαβέρης, τα καλύτερα κεραμίδια. Ενώ αυτά, εκεί της αδερφής μου, δυο φορές γέμισαν, δεν είναι καλά τα κεραμίδια, είναι δευτέρας κατηγορίας. Και μάλιστα ήρθαν χωριανοί, τέσσερις χωριανοί, και τον βοήθησαν τον πατέρα μου –δεν ήμαν εδώ εγώ– να τα συνδέσει αυτά τα κεραμίδια, να μην τα παίρνει ο αέρας. Είναι τα καλύτερα κεραμίδια, Δηλαβέρη, από τον Πειραιά. Τώρα αυτά που είναι εδώ είναι ψεύτικα, όπως είναι και όλα ό,τι αγοράζουμε. Είναι για μιας χρήσεως, που λέμε, όπως και τα αυτοκίνητα τα φτηνά. Τα φτηνά αυτοκίνητα άμα χτυπήσουν κάπου γίνονται πατσάς. Τα βλέπεις στον δρόμο, που συμβαίνουν αυτά. Λοιπόν, τώρα μιλάμε για το '48. Όταν έφτασε στο Κακολάγκαδο – πέρασες το Κακολάγκαδο, που είναι η βρύση και ο πλάτανος; 

Β.Χ.:

Ναι.

Κ.Γ.:

Πίσω από αυτόν εγώ. Το γύρισε το μουλάρι να πιει νερό. Δεν είχε σκάλα, όπως έχει τώρα, ήτανε και μπορούσε... ήτανε κάτω απ' τη βρύση, από τις δυο βρύσες υπήρχε σαν λακκούλι, που έπιναν τα ζώα νερό. Από κει φαίνεται το Τζουμέρκο. Γύρισε έτσι το κεφάλι κι εγώ στη στροφή είχα φτάσει, ήμουνα στη στροφή ακριβώς που στρίβουμε για τη βρύση. Αφού με είδε... Σιμά το πρωί ήταν, μόλις είχε βγει ο ήλιος. «Δεν σου είπα να μην έρθεις;» μου είπε. Μετά γύρισε το κεφάλι πάλι, σου λέει: «Πού να το αφήσω το παιδί να του πω να φύγει, να πάει στο χωριό μόνος του;», αφού ήταν κλέφτες, ήταν απατεώνες, ήταν αντάρτες. Δέκα χιλιόμετρα από δω, να περπατάω μόνος μου, μπροστά αυτός, πίσω εγώ. Πήγαμε στη Ροδαυγή, μπήκαμε μέσα στο χωριό, γιατί ο δρόμος δεν υπήρχε από πάνω, περνούσαμε μέσα από το χωριό, και να ρωτήσω, ήταν δρόμος, αλλά μονοπάτι, να ρωτήσει έναν Πολίτη, που έχει νερόμυλο, έριχναν το νερό από πάνω, που υπάρχει μια πηγή εκεί, και έβγαζε αλεύρια. Πολίτης λεγόταν, που ήταν συγγενής του μπάρμπα μου του Σωτήρη Πολίτη, που είχε γυναίκα τη Βασιλική, που ήταν αδερφή της μάνας μου. Και όταν πήγαινα δημοτικό στη Σκούπα, έμενα στο σπίτι του μπάρμπα μου, Πολίτης λεγόταν. Τον ρώτησε αν ο δάσκαλος που είχα στο χωριό το '46 είχε πάει σε έναν συνοικισμό Ροδαυγής, που λέγεται Άμμος. Απέναντι είναι το Τραπεζάκι, τα Πέρα Πιστιανά δηλαδή, και από δω είναι ο Άμμος, συνοικισμός Ροδαυγής, από δω μεριά, που ήταν και ένας καθηγητής, Κομπτσιάς, που έκανα μαζί του καθηγητής στην Τουρκία, που ήταν και αυτός με απόσπαση. Λοιπόν, και τον ρώτησε αν ο δάσκαλος που έφυγε το '46 το φθινόπωρο –δεν είχε πάει στρατιώτης ο Αλεξίου– που τέλειωσα την Γ' Δημοτικού, που σας είπα, εδώ στα Πλατάνια, και τον γνώριζε ο πατέρας μου, να πάω εκεί, να μείνω σε ένα σπίτι εκεί, να τελειώσω την ΣΤ' Δημοτικού. Μας λέει: «Επιστρατεύτηκε», μας λέει: «Πήγε στρατιώτης, δεν υπάρχει εδώ». Παντρεύτηκε την κοπέλα αυτή, Μάνου λέγεται, μπορεί να ζει, μπορεί και να μη ζει. Έχει παιδιά όμως, δύο, ένα κορίτσι και ένα αγόρι, που ζει στη Ροδαυγή το κορίτσι, και τώρα, συνταξιούχος. Μας λέει: «Επιστρατεύτηκε, πήγε στρατιώτης ο Αλεξίου», ο δάσκαλος που είχα δω. «Τώρα τι θα κάνουμε;», συνέχισε ο πατέρας μου να πάμε στη Φιλιππιάδα, να πουλήσει τα καρύδια. Πήγαμε στη Φιλιππιάδα. Πήγαμε στη Φιλιππιάδα και μείναμε σε μια σκηνή που χώραγε 100 ανθρώπους, οι Αμερικάνοι, η UNRRA, διέθεσε για τους ανταρτόπληκτους, έτσι τους έλεγαν, ανταρτόπληκτους, τον κόσμο που έφευγε από τα χωριά και πήγαινε στις πόλεις το '48, επειδή επιστρατεύονταν από τον λεγόμενο Δημοκρατικό Στρατό, από τους συμμορίτες, που τους έλεγαν τότε και τρομοκρατήσαν τον κόσμο, που ονομάστηκε μετά το '90 Δημοκρατικός Στρατός. Γιατί, κοίταξε να δεις, μια διακοπή, βάλε γραμμή και να σου πω και κάτι που δεν σʼ το είπα. Το '46, που δεν είχαμε δάσκαλο, στην Γ' Δημοτικού μας έκανε μάθημα, στην Παναγία κάτω, ένας Βαγγέλης Νάσσος, ο οποίος είχε προπολεμικά πάει στη νυχτερινή εμπορική σχολή στην Αθήνα και πήρε για λογιστής, νυχτερινή σχολή, που ήταν λοχίας στην Αθήνα, προπολεμικά, μικρός σε ηλικία, είχε γεννηθεί το '15. [00:50:00]Και δούλευε στην Αθήνα και είχε τελειώσει την εμπορική σχολή και ήταν λογιστής, κατείχε αριθμητική, σου 'πα, μου 'πες και λοιπά. Και μας έκανε μάθημα για δυο τρεις μήνες, για να πάρω το ενδεικτικό Γ' Δημοτικού, και μετά τον χάσαμε, δεν τον ξαναείδαμε, ούτε μας είπε κανένας τίποτα. Τον είχαν πιάσει ο στρατός, το κράτος, και τον είχαν πάει εξορία, γιατί είχε ενταχθεί στον ΕΛΑΣ αυτός, καταλάβατε; Όχι πολεμιστής, ήτανε έμπιστος, είχε όπλο, αλλά δεν πολέμαγε μπροστά, κοντούλης ήτανε. Πώς λέγεται αυτός που... Ήταν σαν αστυνομία του Δημοκρατικού Στρατού. Τον πήγανε εξορία και έχω και φωτογραφία, που συνάντησε εκεί και τον Χαλμούκη, τον δάσκαλό μου που είχα το '42, από τα Κράβαρα, που ήταν δάσκαλος στην Αγριλιά Μεσολογγίου, γιατί ο πατέρας του είχε κατέβει από τα Κράβαρα στο Μεσολόγγι, όπως περνάμε το Μεσολόγγι, δεξιά λέγεται Αγριλιά. Δούλευε εκεί, είχε περιουσία εκεί, και τον είχαν πιάσει κι αυτόν και τον πήγανε εξορία κι αυτόν και ανταμώθηκαν στον Άγιο Ευστράτιο. Και ήταν και ένας Διαμάντης, ράπτης, δεύτερος ξάδελφος της μάνας μου, ο οποίος ήταν στην ΟΚΝΕ προπολεμικά, από δω. Διαμάντης, από δω, από το χωριό μας, δεύτερος ξάδελφος της μάνας μου, έχω φωτογραφίες από αυτούς, στην εξορία, τον Διαμάντη και τον Χαλμούκη. Τέλος πάντων. Λοιπόν, πού είμαστε; Στη Φιλιππιάδα τώρα, υπήρχαν δύο που είχαν μεγάλο κατάστημα, Γαλάνης. Λάκη Γαλάνη τον έλεγαν τον έναν, τον άλλον δεν ξέρω, και εκεί ήταν οι Ανωγειάτες, κυβέρναγαν τη Φιλιππιάδα, που ήταν το Τάγμα Ξεροβουνίου. Το Τάγμα Ξεροβουνίου, με τον Παπαδόπουλο καπετάνιο, βόσκαγαν τα πρόβατα από φθινόπωρο μέχρι άνοιξη, στη Δρυμώνα, το καλοκαίρι τα φέρναν στο Ανώι, από πάνω από το Ξεροβούνι εδώ, συνορεύουμε, και βοσκούσαν, και τον χειμώνα τα πήγαιναν Δρυμώνα, προτού περάσουμε τη σήραγγα, αριστερά από τον Λούρο. Αυτοί, λοιπόν, δεν ήταν ούτε κτίστες ούτε μαραγκοί, ήξεραν μόνο να βοσκάνε τα πρόβατα, αλλά ήταν παλικάρια όμως, ήταν δυνατοί άνθρωποι, και σωματικά και παραδοσιακά, βοσκοί από αρχαιοτάτων χρόνων. Ανώι. Ανώγειον θα πει «μέρος απάνω από τη γη». Ανώγειον, όπως είναι στην Κρήτη. Αυτοί ενδέχεται να είναι 100%, πώς το λένε, να έρχονταν από χιλιάδες χρόνια προτού, γιατί οι χαμηλότεροι, όπως εμείς εδώ, επειδή είχαμε πολλά νερά και δύο νερόμυλους, ερχόντανε γαμπροί, σώγαμπροι από αλλού, από τα γύρω χωριά, και από πίσω από το Ξεροβούνι, που δεν έχει νερό, με στέρνες είναι. Τέλος πάντων, να μη σ' τα πολυλέω, πήγαμε στη Φιλιππιάδα και μέναμε σε μια σκηνή. Έδωσαν στον πατέρα μου δυο τσουβάλια αλεύρι, πήρε από την UNRRA, τα φόρτωσε, αγόρασε λάδι, αγόρασε ό,τι χρειαζόταν. Κοιμόμασταν κάτω. Ήταν καλός καιρός, όλος ο κόσμος, δεν υπήρχε σκέπασμα καταή. Και τρώγαμε και πίναμε δυο μέρες, είχε και λεφτά βέβαια, αγόρασα και κάτι φαγώσιμο, και πλιγούρι πάλι. Και οι 100, άντρες γυναίκες, δοχεία τόσο μεγάλα, μας μοίραζαν πλιγούρι, εγώ είχα καπάκι, άλλοι είχανε καραβάνα. Κοιμηθήκαμε εκεί, και στο παζάρι κυκλοφόρησα, από δω, από κει, δεξιά αριστερά, είδα πολλά πράγματα.

Β.Χ.:

Δηλαδή;

Κ.Γ.:

Ένα ζευγάρι άρβυλα, 41-42 νούμερο, στρατιωτικά, τα πήρα εγώ και τα φόρεσα, έβαλα εφημερίδες ανάμεσα, ό,τι υπήρχε, και τα φόρεσα. Εγώ φοράω 39 νούμερο και αυτά ήταν 42, βαριά. Αλλά η δύναμη η ψυχική και ήμουν και σκληραγωγημένος. Τα φόρεσα, φορτώσαμε ό,τι είχαμε, τα αλεύρια, το λάδι που πήρε ο πατέρας, πετρέλαιο, οτιδήποτε, και ξεκινήσαμε να πάμε για το χωριό, να επιστρέψουμε, αλλά μου είπε θα πάω στο σπίτι που έμενε ο Αλεξίου, γιατί εκεί ζει ο Βασίλη Αλέξης, ο πατέρας του και η γυναίκα του και η Πηνελόπη, η κόρη του. Είχε μια κόρη που ήταν μικρότερη από μένα. Και ο Βασίλη Αλέξης είχε τον Αλεξίου τον δάσκαλο, που επιστρατεύτηκε, πήγαμε εκεί και είχα μάθει από τη Ροδαυγή εγώ ότι επιστρατεύτηκε. Ήταν από τον Αμμότοπο ο Αλεξίου αυτός, που παντρεύτηκε στη Ροδαυγή, στον Άμμο, προτού πάει στρατιώτης. Αλλά ο πατέρας μου τον ήξερε, γιατί ήταν μάστορας ο πατέρας μου και πήγαινε στα μέρη αυτά και τον γνώριζε. Και πάμε στο σπίτι του Βασίλη Αλέξη, που είχε και έναν δεύτερο γιο, τον Γιώργο, ο οποίος ήταν Β' Γυμνασίου, δυο χρόνια μεγαλύτερος από μένα, στην Άρτα, που είχε τελειώσει και ο δάσκαλος στην Άρτα το γυμνάσιο και μετά πήγε στην Ακαδημία στα Γιάννενα, αυτός που πήγε στρατιώτης εννοώ. Οπότε πάμε στο σπίτι του, λέει στον Βασίλη Αλέξη: «Έχω το παιδί εδώ το οποίο θέλει να τελειώσει το δημοτικό, γιατί στο χωριό έφυγε ο δάσκαλος και δεν έχουμε δάσκαλο. Είμαι ο τάδε, που ήμουν με τον πατέρα σου, με τον γιο σου στη Δαφνωτή, κουβεντιάζαμε». Του είπε πολλά για να αποδείξει ότι συνδέονταν με τον πατέρα, με τον γιο του, που ήταν δάσκαλος εδώ, ο πατέρας μου. Του είπε και ότι δούλεψε στον Αμμότοπο, μπορεί να δούλεψε κι εκεί, δεν το ξέρω εγώ, δεν μου το είπε ο πατέρας μου. «Ας έρθει εδώ το παιδί», είπε αυτός. «Ό,τι έχουμε θα του δίνουμε εμείς να τρώει». «Το παιδί μου», του είπε, «θα 'ρχεται κάθε Σάββατο μεσημέρι στο χωριό και θα του δίνουμε εμείς ό,τι φαγητά έχουμε και ψωμί, το καλαμποκίσιο, στον τουρβά, και θα γυρίζει Κυριακή βράδυ». Γιατί τελειώναμε Σάββατο μεσημέρι το σχολείο. Με τα πόδια εννοώ. Από δω μέχρι τον Αμμότοπο με τα πόδια, 13 χρονών εγώ, αλλά είχα πίστη και δεν λογάριαζα τίποτα. Και ήμουν και γυμνασμένος από δω, δεν με κόλλαγαν ούτε οι πέτρες ούτε τίποτα. Οπότε δέχτηκε δηλαδή. Τι κάνω εγώ; Ερχόμαστε στο χωριό με τον πατέρα, παίρνω ό,τι είχα από ρούχα και έναν τουρβά χωριάτικο – τον έφτιαξε η μάνα μου τον τουρβά, δεν τον αγοράσαμε. Τον έπλεξε με τη μηχανή, πανί χοντρό, με τον αργαλειό. Λοιπόν, με τα άρβυλα τώρα, από τον Αμμότοπο, με τα πόδια. Τα πόδια μου ήταν σαν ζαρκάδι, γυμνασμένα. Είχα βάλει μπροστά στουπιά από δω μέχρι εκεί και εδώ είχα τα κορδόνια, τα 'σφιγγα, είχα κάλτσες χοντρές μέχρι απάνω το γόνατο, και έρχομαν στο χωριό κάθε Σάββατο, και την Κυριακή το απόγευμα στον Αμμότοπο –Κομτζάδες τον έλεγαν τότε– χωρίς να κάμπτομαι με τίποτα. Ήταν και νύχτα! Είχα ένα ξύλο, όπου ήταν γκρεμός –προτού πάμε στον Δ.Α. ήταν γκρεμός από κάτω– και ήταν μονοπάτι που αν ξέφευγες πάαινες στο χάος. Εγώ είχα μάθει τον δρόμο απέξω με κλειστά μάτια, είχα και ένα ρόπαλο, όπως ο Ηρακλής, για σκυλιά, για οτιδήποτε. Χοντρό, από κρανιά το 'χα. Δεν το 'παιρνα στον Αμμότοπο, το άφηνα έξω, προτού φτάσω στον Αμμότοπο, σε μια πατελιά, να μην το βλέπει ο κόσμος. Οπότε αυτό συνέχισε έναν χειμώνα, από το φθινόπωρο, τέλος Οκτωβρίου, μέχρι τον Ιούνιο, που τέλειωσα το δημοτικό, και κάναμε μάθημα μέσα στην εκκλησιά. Εκεί που γίνεται η λειτουργία η κανονική, κάθε Δευτέρα πρωί μέχρι Σάββατο μεσημέρι, οι καρέκλες και ό,τι άλλο υπήρχε μες στην εκκλησία τα 'βγαζαν στο χαγιάτι και τα αποθήκευαν και βάζαν τα θρανία. Και κει που είναι η καμπάνα στην εκκλησιά υπήρχε το χαγιάτι, δωμάτιο μέσα, ήταν Α'-Β' Δημοτικού, [01:00:00]και οι μεγάλες τάξεις ήταν στην κεντρική εκκλησία. Δάσκαλοι ήταν δύο, ο Καραγιάννης, που μας έκανε μάθημα κυρίως αναγνωστικό, αυτός ήταν ψάλτης, ήταν παπαδοπαίδι, και πήρε τον τίτλο του δασκάλου. Δεν ξέρω αν τελείωσε Ακαδημία. Δεν το πιστεύω, κάτι άλλο είχε τελειώσει. Τέλος πάντων, ήταν δάσκαλος, τον αναγνώρισε το κράτος. Φυσικά ήταν όλοι αυτοί, και ο Μπατίλας, είχε τελειώσει στην Αθήνα, είχε πάει στην Ιατρική Σχολή ο Μπατίλας, ο δάσκαλος. Ήταν κορυφαίος δάσκαλος και μάλιστα δεν συνέχισε την Ιατρική και έγινε δάσκαλος, τέλειωσε δάσκαλος, αλλά ήταν κορυφαίος δάσκαλος, Μαθηματικά, Φυσική, Γεωγραφία, τέλειος. Ο άλλος ο δάσκαλος ήταν για Έκθεση και Ανάγνωση, ο Καραγιάννης, μιλούσε καλά, όπως είπα. Και οι δυο αυτοί μας έκαναν μάθημα, πήρα το απολυτήριο με 9, και 25 Μαρτίου, που γινόταν γιορτή, εκεί στο κέντρο του χωριού, ήταν κάτι πουρνάρια, εκεί ήταν το γραφείο. Εκεί που είναι η εκκλησία και το δημοτικό σχολείο τώρα, ανάμεσα, δεξιά είναι η εκκλησία, αυτή που 'χει καμπάνα, η παλιά εκκλησία. Λοιπόν, ήρθε 25 Μαρτίου και είχαν πει: «Άλλος θα πει ένα ποίημα, άλλος θα πει θέατρο, άλλος ετούτο, άλλος εκείνο», απευθύνθηκε σε μένα ο Μπατίλας. Εγώ λέω: «Θα ειπώ τον "Θούριο" του Ρήγα Φεραίου». Μου το 'χε μάθει ο πατέρας μου, και το «Πιστεύω», τα 'ξερα μέχρι τέλους. Τότε δούλευε το μυαλό μου, τώρα δεν το θυμάμαι όλο, λόγω εγκεφάλου δηλαδή, που αρχίσαν τα κύτταρα να φθείρονται. Ως πότε, παλικάρια, θα ζούμε στα στενά, στους λάκκους, στα λαγκάδια και στα ψηλά βουνά. Και ούτω καθεξής, και το είπα μέχρι τέλος. Καλύτερα μιας μέρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή. Τι σʼ ωφελεί να ζήσεις και να 'σαι στη σκλαβιά; Και ούτω καθεξής. Μόλις του το είπα – δεν το είπα στον Μπατίλα τότε, «Το ξέρεις;», μου λέει. «Το ξέρω». Με κάλεσε στο γραφείο του, αυτός εκεί και εγώ εδώ, και το είπα μέχρι τέλους. Και με βάλε –25 Μαρτίου γίνονταν εκεί, στην εκκλησία από πάνω– με έβαλε να ειπώ μέχρι τέλους, το ήξερα όλο κατά γράμμα. Του το είπα και δυνατά κιόλας, και δέχτηκε να το ειπώ σε όλο τον Αμμότοπο, που μαζεύονταν 1.000 άτομα. Μεγάλο χωριό αυτό. Αφού είχε μαθητές 140-150. Και εκεί θα γίνονταν και ο χορός των μαθητών και των μαθητριών. Αφού είπαν τα ποιήματα και κάποια έργα που είπαν, ήρθε η ώρα να πω κι εγώ το «25 Μαρτίου», και το είπα δυνατά, βροντερά –όπως φωνάζω τώρα– καταχειροκροτήθηκα.  Τελικά να πάω τώρα στο '48, που τελείωσα το δημοτικό, που δεν ήθελε ο πατέρας μου να με στείλει. Τι κάνω, λοιπόν. Δεν μου 'δινε λεφτά, μου 'δωσε η μάνα 6 δραχμές –αφού είχα πάρει το απολυτήριο με 9– ξεκινάω και πάω στην Άρτα και πήγα στη σκηνή που σου είπα και κοιμήθηκα. Και μια γυναίκα με είδε στη γωνία, Θεοδώρα Παπαγεωργίου, Παπαγεωργούση λέγονταν κανονικά, έζησε 97 χρόνια. Με είδε, αφού πέρασε ο μπάρμπας στους δεκαεπτά πλιγούρι, εμένα με ξέχασε, τον ανιψιό, με έβλεπε, ήξερε ότι ήμουν εκεί, μέσα στην ίδια σκηνή, στη γωνία ήμαν εγώ. «Είναι και ο Κώστας εκεί», είπε. «Α», λέει αυτός. Υποχρεώθηκε να μου δώσει κι εμένα πλιγούρι να φάω κι εγώ. Τον γιο του τον είχε, είχε τελειώσει το δημοτικό εκεί, στην Άρτα, στο 1ο Δημοτικό, που είναι στο γυμνάσιο το πέτρινο δίπλα, ενώ εγώ είχα τελειώσει στον Αμμότοπο. Αναγκάστηκε ο πατέρας μου και με πήγε στον Αλεξίου, κατάλαβες τι λέω τώρα; Έδωσα εξετάσεις, με 6 δραχμές εγώ έβγαλα... Περίσσεψαν κιόλας. Ελιές και ψωμί και πλιγούρι, εκεί, στον μπάρμπα μου, σε σκηνή έμενα τέσσερις μέρες. Γύρισα στο χωριό και βγάζαμε τα τσίπουρα από κάτω –όχι εδώ– από τη βρύση, από αυλάκι, έχει ένα πεζούλι στην άκρη, χαμηλά είναι η Βρυσοπούλα. Άμα κατέβουμε εδώ θα δεις τον πλάτανο που είναι ο λάκκος, ο πλάτανος εξέχει δίπλα από την πηγή. Και έτρεχε το νερό στο αυλάκι και πιο πέρα είχαμε το καζάνι και φωτιά από κάτω. Έβραζε τη φωτιά από κάτω από το γκαζόν, ξέρεις τώρα, αντί φλόγα από άλλα πράγματα, με ξύλα τα καίγαμε. Λοιπόν, μου λέει: «Πήγαινε εκεί απέναντι, έχω χωράφι, στ' αλώνι, εκεί που έχω το καμίνι». Ήταν μια καρυδιά, την είχε κόψει γιατί είχε ξεραθεί, γιατί είχαμε το καμίνι δίπλα με τα κεραμίδια, είχε ξεραθεί, την είχε κόψει. Να πάω να κόψω κλωνάρια με ένα τσεκουράκι, λέτα το λέμε, που γυρίζει η κόψη προς τα μέσα, έτσι, λέτα, με χερούλι μικρό, που θερίζει αυτή, το τσεκουράκι αυτό. Να πάω να κόψω κλωνάρια για να καίνε από κάτω από το καζάνι, να συνεχίζουμε τα τσίπουρα. Αυτό δεν μου το 'πε εκείνη τη στιγμή. Εγώ περίμενα μήπως κανένας αγωγιάτης έρθει από την Άρτα, να μάθω αν πέρασα στο γυμνάσιο, γιατί είχαν δώσει και δύο ξαδέρφες μου, στην ίδια τάξη, μια Σταυρούλα Νάσσου, πρώτη ξαδέλφη, και μια Λουκία Νάσσου, που ήταν μακρινή συγγένεια. Μακρινή συγγένεια αλλά λέγονταν Νάσσου, που ο πατέρας της ήταν μαραγκός, της Σταυρούλας. Ο άλλος, ο Γιαννάκης Νάσσος, ήταν γανωματής, πήγαινε και στα πέρα χωριά και γανωματούσε: καζάνια, τέντζερες, τσουκάλια. Να, έχω ένα εδώ, τσουκάλι, μέσα. Η κοπέλα, που είχε στην Άρτα. Λοιπόν, αυτός όμως, ο Βαγγέλης, είχε πρόσβαση στην Άρτα. Γνώριζε πολύ κόσμο γιατί ήταν μαραγκός και έφτιαχνε και στριφτές σκάλες, ξύλινες, ήταν ο μοναδικός, είχε πάρει όνομα, είχε μάθει από έναν απέναντι, από τα χωριά, από τον Ρωμανό, από παλιό μαραγκό, αλλά ήταν και πολύ έξυπνος και έγινε και επιστάτης στον Αχελώο, στη λίμνη Πλαστήρα, που έκαναν τα έργα, σήραγγες, τον έβαλαν και έγινε και εργοδηγός, ας ήταν αγράμματος, σε μεγάλη ηλικία. Ήταν ικανός γι' αυτές τις δουλειές. Τέλος πάντων, να μη σ' τα πολυλέω. Ακούω τα κυπριά από δυο μουλάρια που 'ρχόνταν από την Άρτα φορτωμένα, που αυτός και ο πατέρας του είχαν παντοπωλείο στην πλατεία, που ήταν οι βρύσες, που θα τις δούμε. Ακούω τα κυπριά –επειδή ήξερε αυτός ότι δώσαμε εξετάσεις όλοι εμείς, δυο κοπέλες, εγώ και άλλοι δύο, και ο Αλέκος– μόλις άκουσα εκεί απέναντι που είναι ένας πλάτανος, βγήκε προς τα εδώ, είχε κυπριά τα μουλάρια, άκουσα τα κυπριά, κατάλαβα εγώ ότι ήταν ο Μήτσος Αντωνίου. Αμέσως με τα πόδια, απ' το καζανοστάσι που είχαμε, που βγάζαμε τα τσίπουρα, ξεφόρτωσα, πάω απέναντι από το λαγκάδι, έχει ένα λαγκαδάκι. Περνάω απέναντι, τον προλαβαίνω, με δύο μουλάρια είχε. Μόλις πάω του φωνάζω: «Τάκη, Τάκη, έμαθες τίποτα από τις εξετάσεις;». «Ναι», μου λέει. «Ο Αλέκος», ο Νάσσος εννοούσε, «και ο Κώστας», ο Γερογιάννης, που ήταν καλός μαθητής ο Κώστας ο Γερογιάννης, αλλά είχε τελειώσει την προηγουμένη χρονιά το δημοτικό, ούτε έδωσε, ο πατέρας του δεν πήρε απόφαση να τον στείλει στο γυμνάσιο, οπότε δεν ήταν προετοιμασμένος, ήταν πολύ έξυπνος. Χάθηκε εδώ και έναν χρόνο, γιατί πήγαινα συνέχεια εγώ και κουβεντιάζαμε και λέγαμε τα παλιά. Έχει δυο καλά παιδιά, πρώτης τάξεως παιδιά, τα οποία δυστυχώς δεν παντρευτήκαν ακόμα, είναι σοβατζήδες. Στην Πρέβεζα δουλεύουν, μαζί με τα δυο παιδιά του ξαδέλφου μου του Αλέκου. Του Αλέκου του ξαδέλφου μου, έχει δυο αγόρια, τα οποία παντρεύτηκαν, έχουν οικογένειες, σοβατίζουν πολυκατοικίες στην Πρέβεζα.

Β.Χ.:

Τι έγινε όταν ήρθε ο Τάκης;

Κ.Γ.:

[01:10:00]Μου λέει: «Εσύ πέτυχες», μου λέει, «ο Αλέκος και ο Κώστας δεν πέτυχαν». Η Λουκία και η Βούλα πέτυχαν, αλλά η μία ήταν πιο έξυπνη.

Β.Χ.:

Εσείς πώς αντιδράσατε;

Κ.Γ.:

Πότε;

Β.Χ.:

Όταν σας είπε ότι περάσατε.

Κ.Γ.:

Χάρηκα! Χάρηκα εγώ και πήγα κατευθείαν εκεί που έβγαζε τα τσίπουρα ο πατέρας και του λέω: «Πατέρα, πέτυχα», λέω, «στο γυμνάσιο». Ούτε μπράβο, ούτε χαρά, ούτε τίποτε. Στούπαγε τα ξύλα στο καμίνι. Ξέρεις τι μου είπε; «Πήγαινε εκεί να κόψεις, πάρε τη λέτα», λέτα λέγαμε το τσεκουράκι, «και πήγαινε εκεί στην καρυδιά να κόψεις κλωνάρια». Δεν μου είπε τίποτα, παιδάκι μου, δεν χάρηκε καθόλου. Σου λέει θα φύγει το παιδί από δω και δεν θα αποκτήσω απογόνους, ή με τι λεφτά θα το σπουδάσω, που δεν είχε να πάει. Κατάλαβες τι γίνεται; Δεν μου είπε τίποτα! Ούτε γύρισε. «Πήγαινε να κόψεις ξύλα», μου είπε. Καταλαβαίνεις τι λέω; Να πάω να κόψω ξύλα, όχι να πάω στην Άρτα στο γυμνάσιο. Το έκανα το χατίρι, δεν του αντιμίλησα καθόλου. Τίποτα. Πήγα, έκοψα τα κλωνάρια και φοβήθηκα μήπως με μαλώσει κιόλας, γιατί έσπασα τη λέτα. Μόλις γύρισα είχα τη χεριά τα ξύλα και δεξιά είχα τη λέτα, αλλά δεν είχα το υπόλοιπο που κόπηκε. Έμεινε το υπόλοιπο. Εκεί που θερίζει είχε κοπεί το τσεκουράκι, γιατί η καρυδιά όταν είναι ξερή δεν κόβεται με τίποτα. Θέλει με πριόνι να κοπεί, είναι τόσο σκληρό καρύδι που φτιάχνουν έπιπλα από καρυδιά, ενώ αν ήταν πουρνάρι θα κόβονταν αμέσως, ή φυλλίκι ή οτιδήποτε άλλο. Κατάλαβες; Κι εγώ το χτύπησα με δύναμη, οπότε έσπασε το τσεκουράκι.  Οπότε το φθινόπωρο αναγκάστηκε μετά ο πατέρας μου και πούλησε ένα χωράφι, εδώ στο ποτάμι από πάνω, το πούλησε 21 λίρες χρυσές. Τα χωράφια είχαν αξία τότε, γιατί ήταν ποτιστικά. Ποτιστικά, ποτίζονταν κατευθείαν με νερό από νερόμυλο τον χειμώνα, που ήταν μαντάνια, να πλένουν τα σκεπάσματα. Οπότε αγόρασαν μαζί μ' έναν μπάρμπα μου ένα οικόπεδο, 500 μέτρα, στο γήπεδο από πάνω. Κατέβηκε ο πατέρας μου στην Άρτα, έπιασαν το σπίτι, κι εκεί έμεινα εγώ 6 χρόνια και 6 ο αδερφός μου. Μαγείρευα, δεν έτρωγα ποτέ σε εστιατόριο, όλα τα φαγητά, έγινα μάγειρας από 14 χρονών. Και τέλειωσα το γυμνάσιο και μετά η βιογραφία μου υπάρχει σε 300 σελίδες που έχω.

Β.Χ.:

Γιατί θελήσατε να μάθετε γράμματα;

Κ.Γ.:

Γιατί δεν μ' άρεσε να δουλέψω, ήθελα να πάω ανώτερα, γιατί, πιο ξύπνιοι ήταν εκείνοι που είχαν λεφτά; Ήθελα κι εγώ να γίνω δάσκαλος ή καθηγητής ή οτιδήποτε. Μόνο μηχανικός δεν ήθελα. Όταν τελείωσα το γυμνάσιο μου είπανε να πάω να δώσω εξετάσεις στο Πολυτεχνείο, το μεγάλο. «Τι θα γίνω», λέω, «μάστορας θα γίνω πάλι, να φτιάχνω σπίτια;». Ήθελα επιστήμη, να λύσω προβλήματα, απορίες. Κατάλαβες τι λέω; Διότι είχα αγοράσει τα βιβλία, το '53 ήμουν Δ' Γυμνασίου. Το '52 προς '53. Το καλοκαίρι, ο πατέρας μου, μαζί με τον πρόεδρο και άλλους δύο, φτιάξανε αυλάκια τσιμεντένια, να περνάει το νερό από το κέντρο του χωριού και να πηγαίνει στα χωράφια. Πολλή δουλειά, όλο το καλοκαίρι. Κι εγώ μαζί με έναν Σωμάκο, που έγινε γραμματέας στην κοινότητα μετά, δουλεύαμε εργάτες, να φτιάχνουμε τα χαρμάνια, δώδεκα τενεκέδια τσιμέντο, έξι τενεκέδια άμμο, κι ένα τσουβάλι τσιμέντο, ενάμισι, να τα ανακατεύουμε, να το φτιάχνουμε χαρμάνι και με τενεκέ να το κουβαλάμε από δω μέχρι εκεί. Γι' αυτό εγώ δεν μπορώ να το σηκώσω το χέρι, τώρα στα γεράματα. Γιατί εδώ οι τένοντες είναι βλαμμένοι από μικρό παιδί, και από τα κεραμίδια και από όλες τις δουλειές που έκανα στη ζωή μου. Εδώ πίσω, δεν μπορώ να το σηκώσω απάνω. Βλέπεις; Μέχρι εκεί. Πρέπει να του βάλω το χέρι. Τώρα μου παρουσιάστηκε αυτό, στα γεράματα. Το καλοκαίρι, άμα πάω και στη θάλασσα, αρχίζει και γυμνάζεται, γιατί κάνω μπάνιο εγώ, μπαίνω βαθιά μέσα. Αφού είμαι από τον Άραχθο. Η θάλασσα για μένα είναι μηδέν, γιατί έχει άνωση, έχει αλάτι μέσα, κατάλαβες; Τελικά τελείωσα το γυμνάσιο στην Άρτα. Α, ένα καλοκαίρι δούλεψα τριάντα μεροκάματα και πήρα 1.050 δραχμές. Αλλά είπα στον πατέρα μου: «Οι 700» –όταν ήμαν Δ' Γυμνασίου, το '53 μιλάμε– «τις χρειάζομαι εγώ», του είπα. «Τα χρειάζομαι να αγοράσω βιβλία». Ήταν ο Δημητράκος, Πεσματζόγλου 9 και Πανεπιστημίου, που ήταν ένας λογιστής, Δραγατάκης Γιώργος, από τον Μαχαλά Πλατανούσσας. Τον είχε λογιστή ο Δημητράκος, που 'χει βγάλει και την εγκυκλοπαίδεια. Να αγοράσω τα βιβλία τα φροντιστηριακά, αντί να μου κάνουν μάθημα ο καθηγητής, που διάβαζε τη φυσική, που δεν είχε, πολύ φτωχιά, παλιά φυσική. Στο πανεπιστήμιο όμως έδινες εξετάσεις και πέρναγαν εκείνοι που πήγαιναν σε φροντιστήρια, οι πλούσιοι! Αυτοί που τέλειωναν γυμνάσιο, Φυσικομαθηματικές σχολές, Ιατρική και Πολυτεχνεία δεν πήγαινε κανένας, γιατί δεν είχαν λεφτά να αγοράσουν βιβλία ακριβά ή να πάνε σε φροντιστήρια. Πιάνω τον κατάλογο εγώ, ποια βιβλία θέλω. Περιστεράκη Φυσική, Παπανικολάου Τριγωνομετρία, Τόνγκα Γεωμετρία, 2.500 σελίδες, ασκήσεις, σου 'πα, μου 'πες, όλα αυτά που κάνουν στα μεγάλα φροντιστήρια. Οπότε εγώ έστειλα σε έναν Δραγατάκη, αδερφό του Γιώργου, –Δραγατάκης, ήταν γαμπρός εδώ στο χωριό μας αυτός– του 'δωσα ένα φύλλο χαρτί και έγραψα τι βιβλία θέλω και πόσα λεφτά κάνουν τα βιβλία. Στο βιβλιοπωλείο που ήτανε λογιστής ο Γιώργος Δραγατάκης, ο αδερφός του. «700 δραχμές», λέει, μου 'χε πει γρηγορότερα, και λέω: «Πατέρα, θέλω να αγοράσω βιβλία, τις 700 δραχμές τις θέλω εγώ». Πήγα να πληρωθώ μετά και έβαλα υπογραφή, κράτησα τις 700 δραχμές και του 'δωσα του πατέρα τις 150. 1.050 ήταν, νομίζω, τις 700 τις κράτησα εγώ και έδωσα στον Δραγατάκη, τις έστειλε στην Αθήνα ταχυδρομικώς και μου έστειλε τα βιβλία στη Φιλιππιάδα, σε έναν Οικονόμου, που είχε βιβλιοπωλείο στη Φιλιππιάδα. Ξεκινάω και εγώ και πήγα με τα πόδια στη Φιλιππιάδα, πήρα τα βιβλία. Θα ήταν 4-5 κιλά, ήταν χοντρά βιβλία αυτά. Τα 'βαλα στην πλάτη και ήρθα με τα πόδια, επτά ώρες, στο χωριό. Το φθινόπωρο πήγα στη Ζ' Γυμνασίου. Ο Στατεράς ήταν σκεπάρνι. Ο καθηγητής φυσικών. Δεν το έκανα μάθημα, αλλά έγραφα άριστα. Και ο πατέρας μου γράφτηκε... Α, παρουσιάστηκαν μάρτυρες στο χωριό και έγραψαν ότι ήταν γραμματέας του ΕΑΜ, όταν έπεσε ο Ζέρβας και είχε πάει στην Κέρκυρα, ο πατέρας ανάλαβε υπεύθυνος εδώ τέσσερις μήνες. Από τις 22 Δεκεμβρίου του '44 μέχρι τον Μάρτη του '45. Ο πατέρας μου έβαλε, δεν πείραξε κανέναν, από αυτούς που έμειναν εδώ και ήταν στου Ζέρβα, οι άλλοι είχαν πάει Κέρκυρα, μαζί με τον Ζέρβα, γιατί είχε καταλάβει την Ήπειρο ο Άρης Βελουχιώτης, το '44, στο τέλος, λέω, μέχρι τον Μάρτιο του '45, και όπως μου έλεγε ο πατέρας έβαλε και έναν που ήταν δεξιός, δεν ήταν δεξιός, ήταν με όποιο κόμμα κυβερνάει, ήταν στην ΚΥΠ, τη λεγόμενη. Είχαμε και τρεις τέσσερις τέτοιους χωριανούς, που και στο ΠΑΣΟΚ ήταν ρουφιάνοι και στη Νέα Δημοκρατία, και αν ήταν και το ΚΚΕ, θα ήταν και ρουφιάνοι και εκεί. Αν επικρατούσε το ΚΚ. Κατάλαβες; Αυτοί που είναι... Σε όλα τα χωριά υπήρχαν τέτοιοι και πληρώνονταν από το κράτος, και υπάρχουν και σήμερα. Εσύ μπορεί να μιλάς ελεύθερα, εσύ κι εγώ, δεν σε ενοχλεί κανένας, ό,τι και να πεις δεν σ' ενοχλεί κανένας, έχουμε δημοκρατία. [01:20:00]Αλλά οι ρουφιάνοι σε κάθε χωριό πρώτα ήταν των κομμάτων, αλλά αυτοί που ήταν στη CIA και στην ΚΥΠ ήταν με όλα τα κόμματα, καταγεγραμμένοι. Αυτό συμβαίνει πάντα, όχι σήμερα, και σε όλα τα κράτη συμβαίνει, όχι μόνο στην Ελλάδα, σε όλα τα κράτη συμβαίνει, παγκοσμίως, δεν είναι μόνο στην Ελλάδα αυτό.

Β.Χ.:

Ήθελα να πάμε λίγο πίσω, που μου είπατε ότι μένατε στη σπηλιά τότε. Πότε ήταν;

Κ.Γ.:

Στη σπηλιά με τους Γερμανούς εννοώ.

Β.Χ.:

Τι είχε γίνει τότε;

Κ.Γ.:

Μας έκαψαν το χωριό οι Γερμανοί.

Β.Χ.:

Ήσασταν εδώ;

Κ.Γ.:

Βέβαια, 8 χρονών ήμουν. Τι αν ήμουν εδώ; Όταν πήρα τον τουρβά με τον τραχανά και ό,τι άλλο μου έδωσε ο πατέρας.

Β.Χ.:

Στη σπηλιά πόσο καιρό μείνατε;

Κ.Γ.:

Δύο μέρες. Δύο μέρες. Φύγαμε στις 24 του μηνός το βράδυ και επιστρέψαμε, εγώ ξεκίνησα πρώτος και ήρθα στις 26, κατά το μεσημεράκι, και ανέβηκα εκεί στο παραθύρι και καιγόταν το σιτάρι, 2,5 οκάδες σιτάρι το είχαμε αποθηκευμένο στο κατώι, απ' τα αρώγια, που 'χαμε κόψει το '43, το καλοκαίρι. Θερίσαμε τα σιτάρια, που 'χαμε βάλει στα αρώγια, τα σπείραμε το '42 το φθινόπωρο και ωρίμασαν αυτά το '43, τον Ιούλιο. Τα μαζέψαμε με δρεπάνια, φτιάξαμε αλώνια, εκεί που είχαμε τα στάρια τα πολλά φτιάξαμε αλώνια, ισοπεδώσαμε ένα μέρος και βάλαμε κοπριά από πάνω. Κοπριά, σαν λάσπη, έφυγε το χώμα γύρα γύρα και είχαμε πλάκες και πιάναμε το στάρι και το κάνανε δέσμες, έτσι. Κατάλαβες; Το δέναμε εδώ και τις πλάκες γύρω γύρω από το αλώνι, στουμπάγαμε με ράβδο μικρή το στάρι εδώ, έφευγε το στάρι στο αλώνι. Ένας εδώ, ένας εκεί, γύρα γύρα, πολλές δέσμες. Μαζεύονταν το στάρι μαζί με άγανα, με οτιδήποτε, το ξαναχτυπούσαμε συνέχεια, να φύγει όλο το στάρι. Και με ταψιά, το βάζαμε σε ταψί, σε τοποθεσίες, τα αλώνια τα είχαμε σε τοποθεσίες να φυσάει αέρας, σηκώναμε το ταψί απάνω, το γυρίζαμε έτσι μόλις φύσαγε. Ο αέρας έφευγε τα άγανα και οτιδήποτε και έμενε το στάρι, έπεφτε κάτω. Το κάναμε επανειλημμένα και μετά το στουμπάγαμε όσο δεν έφευγε απ' τα στάχυα, με ξύλα, με ρόπαλα μικρά. Τελικά το ξανασηκώναμε πάλι από το ταψί σιγά, σιγά, σιγά, έφευγαν όλα τα άγανα και μετά το βάζαμε σε σακιά, το φέρναμε εδώ και το πηγαίναμε στη βρύση που είναι από κάτω, σε καζάνι. Έφευγαν τα άγανα και τα σου 'πα, μου 'πες, το μεταγγίζαμε σε άλλο δίπλα και βγάζαμε το καθαρό στάρι. Το απλώναμε στο σπίτι, το κουβαλάμαν από τη Βρυσοπούλα κάτω, με το μουλάρι, εδώ στην αυλή. Από κάτω βάζαμε χεράμι, λεπτό σαν μαντίλι, και τ' αφήναμε και λιάζονταν, ξεραίνονταν και το βάζαμε σε σακιά μετά, που φτιάχναμε, πλεκτά, και τα αποθηκεύαμε στο κατώι. Ευτυχώς ο πατέρας είχε ένα αμπάρι και το 'χε βάλει δίπλα εδώ. Δίπλα από το μαγειρειό είναι κενό από πίσω. Είχε βάλει το αμπάρι, που χώραγε 500 οκάδες, 250 οκάδες το μισό έβαλε καλαμπόκι και το άλλο μισό στάρι. Οπότε αυτό δεν το κάψαν, ήταν απέξω από το σπίτι, από το μαγειρειό. Πίσω από τον τοίχο. Αυτόν εδώ.

Β.Χ.:

Πώς τους ξέφυγε;

Κ.Γ.:

Όχι! Δεν το κοίταξαν εκεί, κοίταξαν εδώ, το 'χε σκεπασμένο αυτός, δεν φαίνονταν το αμπάρι. Είναι απέξω, είναι βράχος από πάνω. Εκτός αυτού, αυτοί είχαν εντολή τα σπίτια να κάψουν. Εδώ, τι έκαναν εδώ; Ξέρεις τι έκαναν εδώ; Ήρθα πρώτος εγώ, που σου είπα ότι έφυγα από τη σπηλιά μόλις άκουσα τη γυναίκα: «Οι Γερμανοί είναι στη Σκαλούλα». Είχαν φύγει, είχαν βάλει φωτιά και βγήκα εγώ από τη σπηλιά με τον ξάδερφό μου, χωρίς να ξέρει ο πατέρας μου, ήταν μέσα κόσμος κι άλλος, γεμάτο, βγήκα ξυπόλυτος απέξω και ακούω στην κορυφή του χωριού, που είναι μια βρύση, εδώ από πάνω, μια δεξαμενή, ήταν η γυναίκα αυτή.

Β.Χ.:

Ποια γυναίκα;

Κ.Γ.:

Μια γυναίκα, δεν ξέρω ποια ήτανε. Διαμάντη ή Χήρα λέγεται, γιατί εκεί Χηραίοι και Διαμανταίοι είναι, και λέει: «Οι Γερμανοί είναι στη Σκαλούλα». Κοίταξε αυτή από τη ράχη μεγάλη εδώ και είδε τουφέκια, δεν ξέρω τι, στην απέναντι ράχη, που μετακινήθηκαν και έφτασαν στην άκρη του χωριού μας, προς το ποτάμι, να περάσουν το ποτάμι για να συναντηθούν με το άλλο τάγμα, που χωρίστηκε πρώτο από την Πλάκα, εκεί που γυρίζει για την Πλάκα και για εδώ ήταν δυο τάγματα που είχαν έρθει από τα Γιάννενα, της μεραρχίας, με οπλισμό, αυτοί πήγαν απέναντι, στα πέρα χωριά. Κάψαν, άρχισαν από τη Σγάρα, Κουκούλια, Λεπιανά, Ράμια, τα Κάτω, όχι απάνω στην κορυφή, και συναντήθηκαν στη Μπούγα, τη λεγόμενη. Κατάλαβες πού λέω; Στον πάτο, στη Ράμια. Στου Παπαχρήστου, που 'χε μαγαζί που έφτιαχνε τα αυτοκίνητο το '52.

Β.Χ.:

Τι έγινε όταν είπε αυτό η γυναίκα;

Κ.Γ.:

Τι έγινε; Σημαίνει ότι έφυγαν οι Γερμανοί, αλλά είχαν βάλει φωτιά στα σπίτια. Έμεινα δυο βραδιές εδώ, και είχαν σκοτώσει βόδια, τα 'κοψαν για να ψήσουνε να φάνε, να βάλουν φωτιές να ψήσουν κρέατα. Και είχαν σκοτώσει και ένα γαϊδουράκι, εκεί πιο πέρα αριστερά, όπως κατέβηκες αριστερά, είναι ένας βράχος εκεί.

Β.Χ.:

Πώς προλάβατε να φύγετε; Πώς καταλάβατε ότι έρχονται και ότι θα κάνανε καταστροφή;

Κ.Γ.:

Προτού απ' αυτό το γεγονός είχαμε πληροφορηθεί, κατ' αρχάς ο πατέρας μου με ενημέρωσε από ασύρματο –τότε υπήρχε ο ασύρματος– ασύρματος, που επικοινωνούσαν και είχαν και ασύρματο οι αντάρτες, και ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ, και έκανε εκπομπές με τον ασύρματο, σαν ράδιο, μπορεί να είχαν και ράδιο. Το BBC μετέδιδε και μάθαιναν τον πόλεμο που γίνεται μεταξύ Σοβιετικής Ενώσεως και Γερμανίας, που είχαν φτάσει στο Στάλινγκραντ και δεν μπορούσαν να τον συλλάβουν και μου 'λεγε ο πατέρας τότε εμένα, μικρός εγώ τότε, το '41-'42, μου έλεγε: «Παλεύουν», μου 'λεγε, «στο Στάλινγκραντ. Δεν κατάφεραν οι Γερμανοί να καταλάβουν το Στάλινγκραντ». Μέσα στο δωμάτιο το μεγάλο. «Κρατάν ακόμα», μου λέει, «στο Στάλινγκραντ», μου 'λεγε ο πατέρας. Ήμουνα 7 χρονών, 8. Παρακολουθούσε από τον ασύρματο. Όχι ο ίδιος ο πατέρας μου, κάποιοι άλλοι εδώ, και ήταν και οι αντάρτες μετά, του ΕΛΑΣ και του Ζέρβα, που διέδιδαν ότι πολεμάν ακόμα οι Γερμανοί με τους Ρώσους, γιατί οι αντάρτες του Ζέρβα ήταν με τους Εγγλέζους. Και οι Εγγλέζοι πολέμαγαν τους Γερμανούς, δεν πολέμαγαν μόνο οι Κομμουνιστές. Κατάλαβες τι λέω; Ήταν συνέταιροι. Και ο Ρούσβελτ και ο Τσώρτσιλ και ο Γάλλος.

Β.Χ.:

Είχατε κι εσείς ασύρματο;

Κ.Γ.:

Όχι εγώ! Αφού ήταν το στρατηγείο του Ζέρβα εδώ. Ο ΕΔΕΣ.

Β.Χ.:

Πού εδώ;

Κ.Γ.:

Στο χωριό μας! Το χωριό μας είχε τα πλατάνια και μεγάλα δέντρα και νερά, και δεν φαίνονταν από τα αεροπλάνα. Τα αεροπλάνα πέρναγαν, αλλά αυτοί κρύβονταν εκεί κάτω. Άμα δεις όλο πλατάνια. Και στη βρύση κάηκε πέρσι ο πλάτανος από την αρρώστια, μυκητίαση. Υπήρχε πλάτανος στη βρύση την κεντρική 300 ετών, 400. Εκεί μαζεύονταν οι Γερμανοί και στην εκκλησία είχαν και εγκαταστάσεις, που είναι τα πλατάνια, τα πέντε τεράστια πλατάνια. Και είχαν επιτάξει και την εκκλησία μέσα. 

Β.Χ.:

Εσείς τι κάνατε με όλους αυτούς τους στρατιώτες;

Κ.Γ.:

Εγώ δεν έκανα τίποτα. Ο πατέρας μου, τον κατηγόρησαν τον πατέρα μου ρουφιάνοι εδώ στον Ζέρβα ότι είναι κατάσκοπος, [01:30:00]υπέρ του ΕΑΜ, που ήταν απέναντι, και μαθαίνει πληροφορίες από απέναντι και τις μεταφέρει από δω, ότι λέει τι συμβαίνει εδώ στους αντάρτες απέναντι. Για κατάσκοπο τον κατηγόρησαν. Οπότε ο πατέρας μου κλείστηκε στο σπίτι και δεν κατέβαινε ποτέ στο μαγαζί. Έξι μήνες. Και ο πατέρας μου ήταν από μικρός ψάλτης, τον είχε μάθει ένας συγγενής του, που ήταν παπάς, για να γίνει παπάς, αλλά ήρθε ο άλλος μετά και κάναν εκείνον παπά, αλλά ο πατέρας μου ήξερε όλο το Ευαγγέλιο, αυτά που λέει ο ψάλτης και αυτά που λέει ο παπάς απέξω. Οπότε τον Γενάρη μήνα, τα Χριστούγεννα του '43 προς '44, άναβε ένα κερί στο μπουχαρί και μας έλεγε αυτά που λέει ο παπάς, με άλλη φωνή, και αυτά που λέει ο ψάλτης με άλλη φωνή. Μας έκανε τη λειτουργία μες στο σπίτι, τα Χριστούγεννα, το κερί αναμμένο, ο πατέρας μου, γιατί ήξερε το Ευαγγέλιο απέξω, όλα, όλα, ό,τι λέει το Ευαγγέλιο. Και αυτά που έλεγε ο ψάλτης κι αυτά που έλεγε ο παπάς τα 'ξερε απέξω όλα. Όχι το «Πιστεύω» μοναχά και το «Πάτερ ημών».

Β.Χ.:

Εσείς μπορούσατε να κυκλοφορείτε στο χωριό;

Κ.Γ.:

Πάντα. Το κάθε μονοπάτι, ξέρω και τα μονοπάτια ακόμα. Μπορώ να ξεκινήσω από δω, να 'χω ένα ξύλο–

Β.Χ.:

Μιλάω για την περίοδο που ήταν οι Γερμανοί εδώ.

Κ.Γ.:

Ναι. Δεν μου δίναν σημασία εμένα. Να ολοκληρώσω. Ήμαν πιτσιρίκος, τόσος δα, ξυπόλυτος. Τι έκανα εγώ, δεν με λογάριαζε κανένας, αλλά εμένα μου 'κοβε το μυαλό και ό,τι μάθαινα, όποιος τσακώνονταν, όποιος έκανε φασαρίες. Έξι μήνες δεν κατέβηκε καθόλου ο πατέρας μου στο μαγαζί. Πάαινε μόνο στα χωράφια, γιατί τον ειδοποίησαν φίλοι του, από δω από το χωριό, ότι «Κινδυνεύεις, κάτσε στο σπίτι και μην κουνιέσαι καθόλου». Τον κατηγόρησαν ότι πηγαίνει στη Σκούπα, που μαθαίνει νέα από τους αντάρτες που είναι απέναντι. Συμβαίνουν κι αυτά. Οπότε εγώ έγινα κατάσκοπος. Να μεταφέρω τι συμβαίνει μες στο χωριό στον πατέρα μου, που έξι μήνες δεν πάαινε καθόλου πουθενά, ήταν κλεισμένος εδώ μέσα, εδώ και στα χωράφια, τον παρακολουθούσαν οι ρουφιάνοι. Ρουφιάνους πάντα έχουμε. Είχαν πάρει εντολή από τον Ζέρβα να τον παρακολουθούν.

Κ.Γ.:

Τελικά πέτυχα, πήγα στην Άρτα, μαγείρευα μόνος μου, στο γήπεδο από πάνω, πααίναμε μετά τη γέφυρα το φθινόπωρο, που έφερνε κούτσουρα από τα βουνά, έμπαινα μέχρι εδώ μέσα, όχι εγώ, όλοι όσοι είχαν κατεβεί εξαιτίας του Εμφυλίου πολέμου στην Άρτα. Από όλα τα χωριά, οι περισσότεροι από τους Ραφταναίους, Πράμαντα, Μελισσουργούς, και βγάζουν βουλευτή στην Άρτα οι Πραμαντιώτες, και οι Μελισσουργιώτες μαζί. Οι Αρτινοί χάθηκαν σιγά σιγά, έμειναν λίγοι, πολύ λίγοι στην Άρτα, γιατί αυτοί ήταν πλούσιοι, είχαν μαγαζιά, είχαν επιχειρήσεις, είχαν μια κοιλιά τόση τα παιδιά τους, δεν μπορούσαν να περπατήσουν, να πάνε από δω εκεί. Το ίδιο συμβαίνει και στην Αίγυπτο. Εκεί παραείναι εκεί. «Αλλάχ, χαμπντουελάχ, ινσαλλάχ», λένε οι φελάχοι. «Πρώτα ο Θεός, Δόξα τω Θεώ».

Β.Χ.:

Τι κάνατε στην Αίγυπτο;

Κ.Γ.:

Καθηγητής φυσικών.

Β.Χ.:

Πού;

Κ.Γ.:

Στη Μανσούρα, μεταξύ Port Said και Καΐρου. Μετά την Κωνσταντινούπολη. Έκανα 2,5 χρόνια Κωνσταντινούπολη, με απόσπαση. Έπαιρνα διπλό μισθό. Και 2,5 χρόνια στην Αίγυπτο, σε Ελληνόπουλα. Υπήρχε και ορφανοτροφείο εκεί που ήμουνα, και εκεί γνωρίστηκα με αυτήν την κυρία που έχω τώρα, που με πήρε από κοντά, από την Αίγυπτο. Καθηγήτρια Αγγλικών ήταν, αραβικό πανεπιστήμιο τελείωσε. Κατάλαβες; Μόλις ταχτοποιήθηκε απ' όλα, άρχισε να μου δημιουργεί προβλήματα, γιατί δεν έρχεται στο χωριό. Εγώ έπρεπε να 'ρθω. Δεν μπορώ να ζήσω στα Γιάννενα.

Β.Χ.:

Πότε είχατε πάει στην Αίγυπτο;

Κ.Γ.:

Από το '78 μέχρι το '80. Δύο χρόνια και.

Β.Χ.:

Πώς σας φάνηκε η ζωή εκεί;

Κ.Γ.:

Μια χαρά. Το κλίμα δεν είναι καλό, οι μύγες και τα κουνούπια. Όταν λέμε κουνούπια εννοούμε το δωμάτιο που ήμουνα στο οικοτροφείο, στο σχολείο, το βράδυ ήταν μαύρο από τα κουνούπια, και έβαζα, πώς το λένε, αυτό το γιαπωνέζικο που μυρίζει, το βάζω το φις στην πρίζα και μυρίζει, ψόφαγαν όλα αυτά και έπεφταν στο πάτωμα, και με το φαράσι τα μάζευα. Και μετά το μετακινούσα λίγο να μην είναι δυνατό, άνοιγα λίγο το παραθύρι, αυτά όταν μύριζε έφευγαν, δεν έμπαιναν μέσα. Για να κοιμηθώ, αλλιώς δεν κοιμόμουνα το βράδυ. Κατάλαβες τι σου 'πα; Μάλιστα. Άλλο. Ρώτα οτιδήποτε άλλο.

Β.Χ.:

Μετά την Άρτα δηλαδή;

Κ.Γ.:

Μετά την Άρτα έφυγα και δούλευα στην οικοδομή στην Αθήνα, απέναντι, λεωφόρο Αμαλίας, στα 100 μέτρα από τα ανάκτορα. Στον 7ο όροφο, ξεκινήσαμε από τα θεμέλια, από τον Ιούλιο μέχρι τα Χριστούγεννα είχαμε φτάσει στον 7ο όροφο, και κοιμόμουνα μέσα στην οικοδομή, στο ισόγειο, είχαμε φτιάξει κρεβάτια ξύλινα. Το πρωί που έκανε κρύο ανάβαμε φωτιά με ξύλα από τη σκεπή, από την πλάκα και τη σκεπή που κάναμε. Κοιμόμασταν εκεί, ήμασταν πολλοί, καμία δεκαριά, δώδεκα. 

Β.Χ.:

Πήγατε στο πανεπιστήμιο στην Αθήνα;

Κ.Γ.:

Όχι, έδωσα εξετάσεις. Έδωσα εξετάσεις και δεν πρόλαβα να διαβάσω φυσική, τη λυχνία Brown, στο τέλος του βιβλίου δεν διάβασα τη λυχνία Brown και δεν την ήξερα. Έγραψα μαθηματικά, τριγωνομετρία, χημεία, 6 ή 7 χημεία, και μαθηματικά 8–9, και έγραψα 4 φυσική. Κάτω από τη βάση του 5, και δεν πέτυχα. Και εν συνεχεία δούλεψα στην οικοδομή, έπιασα δουλειά στην οικοδομή, το '55 το καλοκαίρι. Αφού έδωσα εξετάσεις και δεν πέτυχα. Και μόλις διάβασα την εφημερίδα ότι δίνουν εξετάσεις στη Σαλονίκη, που δεν ήξερα, ζήτησα άδεια από τον εργολάβο να πάω να δώσω εξετάσεις στη Σαλονίκη και «Θα γυρίσω μετά από τέσσερις μέρες». Έγραφε η εφημερίδα πότε δίνουμε εξετάσεις, τις μέρες, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή. Και Κυριακή δίναμε εξετάσεις και έφυγα Τετάρτη. Κάθε εβδομάδα πληρωνόμουν 300 δραχμές. Επειδή το εισιτήριο ήταν 150, έχω ιστορία ολόκληρη, σ' το 'χα πει νομίζω, δεν σου 'χα πει ότι πήγα στον Βόλο; Ζήτησα από τον εργολάβο να μου δώσει άλλες 500 δραχμές μπροστά, δεν μου έδωσε. Πήρα τις 300, είχα και κάτι λίγα για να πάω στη Σαλονίκη και να γυρίσω, αλλά η εγγραφή ήταν 75 δραχμές. Για να 'χω δικαίωμα να δώσω εξετάσεις έπρεπε να πληρώσω την Πέμπτη, 75 δραχμές την Πέμπτη. Από Τετάρτη την Πέμπτη έπρεπε να πληρώσω 75 δραχμές εγγραφή και 350 δραχμές για το πανεπιστήμιο, λάθος έκανα. 350 δραχμές το πανεπιστήμιο, αλλιώς δεν είχα δικαίωμα, οπότε δεν μου φτάνανε τα λεφτά. Να μη σ' τα πολυλέω, θα σ' τα πω άλλη φορά την περιπέτεια που έκανα. Τελικά βρήκα λεφτά στον Βόλο, που δούλευαν πατριώτες μου. Είχε γίνει σεισμός στον Βόλο και πήγαιναν και δούλευαν εκεί εργάτες. Είχε γίνει μεγάλος σεισμός, έπεσαν σπίτια πολλά. Πήγα στον Βόλο, βρήκα εκείνον τον χωριανό, Καλογιάννης λεγόταν, Καλογιάννης, του είπα τι αντιμετωπίζω και μου έδωσε –σοβατζής ήταν, εργολάβος, σοβάτιζε σπίτια, από την Πλατανούσσα εδώ δίπλα– 400 δραχμές. Οπότε και με αυτά που είχα εγώ, πήγα Θεσσαλονίκη, έδωσα εξετάσεις, αλλά μετά δεν είχα με τι να γυρίσω στην Αθήνα. Πήγα στην αγορά και έψαχνα και βρήκα ένα λεωφορείο, φορτηγό, που έπαιρνε πορτοκάλια από την Άρτα και τα πήγαινε στη Σαλονίκη, και επέστρεφε. Αλλά αυτόν που βρήκα, ήμαν τυχερός, αυτός δεν ήταν από αυτούς. Από αυτούς είχα βρει γρηγορότερα που έρχονταν στην Άρτα, όταν δεν είχα λεφτά να γυρίσω Χριστούγεννα ή Πάσχα. Αυτός, λοιπόν, τον βρήκα με άλλο τρόπο. Επειδή δεν μπόρεγα να φύγω όταν τέλειωσα, έμαθα ότι υπήρχε ένας διοικητής της τροχαίας κοντά στο σιντριβάνι, λίγο πιο κάτω ήταν η τροχαία. Ήταν από τη Δωδώνη, που είναι το θέατρο, από κει κατάγονταν. Αυτός, λοιπόν, είπα θα πάω να τον παρακαλέσω, γιατί δεν είχα λεφτά, εισιτήριο, να πάω στην Αθήνα για τη δουλειά. Αφού τα 'χα δώσει όλα και τα 'χα ξοδέψει. Μου είπαν: «Δεν θα σε εξυπηρετήσει», μου είπε ο φύλακας που ήταν απέξω, ο αστυνομικός: «Δεν εξυπηρετεί κανέναν αυτός», μου είπε. Αφού είχε πάει και τον πατέρα του δικαστήριο, που κάπνιζε λαθραίο, και πλήρωσε αυτός τα έξοδα της δίκης, τον τιμώρησε τον πατέρα του. Τόσο αυστηρός ήταν. Επέμενα εγώ, πάει μέσα, του το είπε ότι είμαι πατριώτης κτλ. και βγήκε έξω και μου είπε: «Πέρασε», μου είπε. Ήξερα ότι δεν θα με εξυπηρετήσει. Μόλις μπήκα εκεί του είπα: «Είμαι από τα Τζουμέρκα, είμαι έτσι, έτσι, έτσι, δουλεύω στην Αθήνα, έδωσα εξετάσεις και θέλω να ξαναπάω στην οικοδομή πάλι». «Φύγε», μου λέει, «δεν μπορώ να σε εξυπηρετήσω». Βγήκα απέξω και μου λέει ο χωροφύλακας, με λυπήθηκε, και μου λέει: [01:40:00]«Θα ακολουθήσεις το τραμ πού πάει και θα φτάσεις στον σταθμό τον σιδηροδρομικό, στη Σαλονίκη, θα περάσεις τον Βαρδάρη. Θα περπατήσεις, θα περπατήσεις και θα φτάσεις στο Κορδελιό. Εκεί περνάνε τα φορτηγά, είναι η πλάστιγγα, που μετράνε πόσο βάρος έχουν, φόρο, δηλαδή πληρώνουν φόρο στο κράτος. Εκεί υπάρχει πάντα τροχονόμος, αστυνομικός, που παρακολουθεί όταν φορτώνουν, όταν ζυγίζουν την πλάστιγγα τα φορτηγά, και θα τους παρακαλέσεις, θα παρακαλέσεις κάποιον οδηγό να σε πάει για την Αθήνα». Περπατάω –ένα σακίδιο είχα, δεν είχα τίποτα άλλο– περπατάω, έφτασα εκεί. Έφτασα εκεί, τον βρήκα εκείνον, του είπα τι μου είπε ο φύλακας, ο αστυνομικός, από την τροχαία, και δεν με δέχτηκε, γιατί αυτοί είχαν το μέσον οι τροχονόμοι. Άμα έλεγα σε έναν φορτηγατζή που κάνει μεταφορές, θα με έβαζε κατευθείαν, χωρίς να πληρώσω θέλω να πω. Τελικά, μετά από πέντε δέκα βρέθηκε ένας. Βρέθηκε ένας, με έβαλε μέσα, δεν είχε άλλον, που πάει για την Αθήνα, και είχε γραφείο οδός Ιωαννίνων, κάτω από τον Σταθμό Λαρίσης, οδός Ιωαννίνων είναι η οδός, εκεί που είναι η διαλογή τα ταχυδρομεία, από την πάνω μεριά γραφείο. Ξεκινήσαμε, μόλις φτάσαμε στη Βέροια από πάνω, είχε ρίξει λίγο χιονάκι και ήταν παγωνιά, ήταν τέλος Οκτωβρίου. Έσπασε το πίσω δεξιό λάστιχο, απ' το φορτηγό, μεγάλο, μέχρι δω απάνω, κι αυτός ήταν μοναχός του, κι εγώ τον βοήθησα και βάλαμε τη ρεζέρβα. Καταλαβαίνεις τώρα... και έκανε και κρύο. Και ξέρεις τι μου είπε; «Ευτυχώς που σε πήρα», μου είπε. Γιατί τότε δεν υπήρχε ασφάλειες και τέτοια. Και κρύο, παγωνιά, αφού είχε ρίξει και χιονάκι. Και πήραμε κατηφόρα μετά την Κοζάνη και φτάσαμε στη Θεσσαλία. Δεν υπήρχαν τα Τέμπη, αυτοκίνητα δεν πέρναγαν από τα Τέμπη, μόνο τρένο πέρναγε. Μόνο τρένο. Το '55 δεν περνούσε αυτοκίνητο από τα Τέμπη, από τα Χάσια. Από τα βουνά κατεβαίναμε – πώς λέγεται στη Λάρισα ένα χωριό που είναι παραπάνω; Κωμόπολη. Στην Αχασιά. Κάπως έτσι. Απ' τα Χάσια. Και ξέρεις τι μου είπε; «Αν με πετύχεις, θα σε πάρω στο γραφείο υπάλληλο». Ναι! «Ποσά λεφτά βγάζεις;». Του είπα: «50 και 50 δραχμές μεροκάματο». Μου λέει: «Εγώ θα σου δίνω 1.200 δραχμές τον μήνα», μου είπε. Ήταν λεφτά! Θα με πάρει υπάλληλο στο γραφείο που είχε, οδός Ιωαννίνων. Τελικά πέτυχα και δεν το χρειάστηκα.

Β.Χ.:

Ωραία, να το κλείσουμε.

Κ.Γ.:

Κλείσ' το. Άλλη φορά.

Β.Χ.:

Σας άρεσε η συνέντευξη;

Κ.Γ.:

Ναι, παιδάκι μου, αλλά λέω–

Β.Χ.:

Ωραία. Να το κλείσω τότε.

Κ.Γ.:

Για να σου δείξω αυτά, είμαι κουρασμένος κι εγώ, είσαι κι εσύ. Κλείσ' τα και όποτε γυρίσεις από την Αθήνα, το καλοκαίρι εδώ θα είμαι εγώ.

Β.Χ.:

Εντάξει. Σας ευχαριστώ πολύ.

Κ.Γ.:

Τίποτα. Να πας στο καλό.

Β.Χ.:

Αναλυτικά! Πάμε.

Κ.Γ.:

Ναι. Το 1943, δέκα δεκαπέντε μέρες προτού μας κάψουνε οι Γερμανοί, ήμουνα με τον Ηρακλή Θεοδώρου, συνομήλικό μου, είχα τα γίδια εδώ από πάνω και βόσκαγαν, τρεις γίδες. Ο Ηρακλής, που είναι στο Αγρίνιο τώρα και ζει ακόμα, είχε κι αυτός τα ίδια. Και ξαφνικά βλέπουμε ένα αεροπλάνο, ξεκάμπισε από τον Αϊ-Λιά, χωρίς να ακούμε ήχο. Χωρίς να τον ακούμε. Και βλέπουμε αμόλησε πέντε μπόμπες. Μεγάλες, τόσες! Και νομίζαμε εμείς ότι θα πέσουν κατακόρυφα στο ριζό από τον Αϊ-Λιά, από το βουνό. Βλέπουμε το αεροπλάνο, κατευθύνονταν προς την Πλατανούσσα, και τις μπόμπες αντί να πέφτουν κατακόρυφα από τον Αϊ-Λιά κάτω, πήγαιναν προς την Πλατανούσσα. Βερέμικα, έτσι. Και τελικά βλέπουμε να πέφτουν στον Αϊ-Γιώργη, που είναι στο κέντρο της Πλατανούσσας απέναντι, και ένα σπίτι, των Παπακωσταίων, τρία αδέρφια, ο Άκης Παπακώστας, ο Κώστας Παπακώστας, που αυτός, ο Κώστας Παπακώστας, είχε πάει στην Αμερική το 1910, δούλεψε εκεί και είχε παντρευτεί, ο Άκης Παπακώστας είχε παντοπωλείο στην Άρτα. Βλέπουμε έναν καπνό και ακούμε «Μπου!». Εκεί ήταν η έδρα του Ζέρβα. Ήταν το μεγάλο στρατηγείο του Ζέρβα εκεί. Τελείωσε αυτό. Μετά από μερικές μέρες, αφού πρώτα είδαμε το αεροπλάνο που ερχόταν, δεν σας το είπα, προτού από αυτό το γεγονός με το αεροπλάνο από τον Aϊ-Λιά, που βομβάρδισε το σπίτι του Παπακώστα και το δημοτικό σχολείο στον Αϊ-Γιώργη δίπλα, της Πλατανούσσας, οι αντάρτες είχαν φύγει όμως δυο μέρες γρηγορότερα. Προτού μας κάψουν οι Γερμανοί. Πληροφορήθηκαν από τα Γιάννενα ότι ξεκίνησαν από τα Γιάννενα μεταγωγικό και έρχονταν προς το Κουτσουλιό και προς τα δω. Είχαν πληροφορηθεί, μπορεί να 'χαν και κατασκόπους, οι Έλληνες δηλαδή να ειδοποιήθηκαν. Επιτάξαν όλα τα μουλάρια, και το δικό μου μουλάρι, και πήραν όλα τα πολεμικά υλικά από το κέντρο του χωριού, που ήταν όλο το καλοκαίρι, από τον χειμώνα μέχρι το καλοκαίρι, μέχρι το φθινόπωρο, εγκατεστημένοι στην εκκλησία και στο κέντρο του χωριού και μένανε και σε σπίτια που επίταξαν. Σε μας ήρθε ένας συνταγματάρχης και κοιμόνταν στο μεγάλο δωμάτιο από κει, στο πάτωμα. Γιατί δεν είχαμε κρεβάτια. Μας υποχρέωσε να μείνει. Μια βραδιά, δυο, δεν θυμάμαι καλά. Εν συνεχεία, αυτοί φύγαν και πήγαν στα Δερβίζιανα οι αντάρτες, δυο μέρες προτού. Το αεροπλάνο, λοιπόν, έπεσε στα παπακωσταίικα σπίτια. Και προτού είχε περάσει το ελικόπτερο, μια βδομάδα προτού. Μετά το αεροπλάνο, όχι 24, 25, πέντε έξι μέρες προτού μας κάψουν, προτού να έρθουν εδώ οι Γερμανοί, μετά το ελικόπτερο, που έρχονταν, σαν ελικόπτερο ήταν, που ο αεροπόρος ήταν απέξω, κατέγραφε την περιοχή. Μετά ήρθε το αεροπλάνο που κατέστρεψε το στρατηγείο στην Πλατανούσσα, αφού είχαν φύγει οι αντάρτες. Όταν είχαν ξεκινήσει απ' τα Γιάννενα το πληροφορήθηκαν οι αντάρτες, επιτάξαν όλα τα μουλάρια από το χωριό μας και μετέφεραν τα υλικά στα Δερβίζιανα, από πίσω, που ήταν η έδρα των ανταρτών. Εν συνεχεία, κάποια στιγμή, κατά τις 15:00 η ώρα το μεσημέρι, που ο κόσμος κοιμόνταν και είχε δέσει τα γελάδια και τα ζώα στα σπίτια, γιατί πήγε για δουλειές το πρωί –το φθινόπωρο μιλάμε– βλέπω ένα αεροπλάνο, ήμουν από πάνω ακριβώς που 'χω το αυτοκίνητο εγώ, βλέπω ένα αεροπλάνο, έρχεται από κει που είναι τα κλαδιά, προς τα δω, χωρίς να ακούγεται. Γιατί ο ήχος αργεί να 'ρθει από κει μέχρι τα αυτιά τα δικά μου. Μόλις έφτασε κάπου εκεί, μετά από δευτερόλεπτα, άχαξε ο τόπος από μυδραλιοβόλα, από πολυβόλο, από το αεροπλάνο. Πυροβολούσε στο έδαφος, όπου έβλεπε σπίτια και λοιπά πυροβολούσε. Λαχτάρησε ο κόσμος, δεν έριξε μπόμπες, δεν έριξε τίποτα, όπως έγινε στην Πλατανούσσα, για να σπείρει τον πανικό. Πυροβολισμοί από το αεροπλάνο, θάμπωσαν τα αυτιά μου, δεν καταλάβαινα τίποτα. Και έφυγε προς τα κει. Την ώρα εκείνη ο κόσμος είχε δέσει τα γελάδια, που είχε πάει στις εργασίες, στα γίδια, όπου είχε πάει, τα έδεσε στα μαντριά. Και τα γελάδια έκοψαν τις τριχιές, και τα μουλάρια, και σκόρπισαν μέσα στο χωριό. Λαχτάρησαν. Γιατί ο ήχος από το αεροπλάνο αυτό ήταν υπερβολικά. Και τα οπλοπολυβόλα, γιατί ήταν αντίλαλος. Η βροντή του αεροπλάνου πήγαινε στο βουνό και χτυπούσε στα βράχια, γίνονταν αντίλαλος και συσσωρεύονταν και άχαξαν όλα τα Τζουμέρκα. Και μετά ειδοποιηθήκαμε ότι οι Γερμανοί είναι στο Καλέντζι. Μετά από τέσσερις πέντε μέρες. Εμείς ειδοποιηθήκαμε 24 Οκτωβρίου και πήγαμε στη σπηλιά, άλλοι πήγαν σε χαράδρες, σε κουφάλες από πλατάνια, σε λαγκάδια άλλες οικογένειες. Άλλες πήγαν σε σπηλιές, άλλες εδώ, άλλες εκεί. Κι έμεινε μονάχα ένας γέροντας, Δ.Α., αυτός που σας είπα, που του έκαναν νόημα, κοιμήθηκαν το βράδυ εκεί, μια δυο βραδιές, του έκαναν νόημα να βγάλει τα πράγματα από μέσα, του έδειχναν με το χέρι να τα βγάλει, αυτός δεν καταλάβαινε, είπε μετά τα νοήματα που του έκαναν και κατάλαβαν τα παιδιά του  αυτό, ότι του έλεγαν να τα βγάλει, τον λυπήθηκαν. Ένας Κωστούλας Γκατζόγιας, ήταν στη Μικρασία εκείνος, λοχίας στη Μικρασία, μπορούσε να μείνει και μόνιμος όταν έγινε η επίθεση των Ελλήνων εναντίων των Τούρκων. Ήταν γερμανόφιλος, δεν ήταν με τους Άγγλους και τους Γάλλους. Έμεινε στο σπίτι, κατάλαβαν αυτοί, αφού δεν του έκαψαν το σπίτι, μπορεί να ήξερε και καμιά λέξη, να ήξερε τη λέξη "Heil, Hitler", ποιος ξέρει τι ήξερε. Και ένας άλλος πάλι ήταν λούστρος στην Ομόνοια, Μπατσής λεγόταν, έμενε στο σπίτι του αυτός και δεν το έκαψαν το σπίτι του, ούτε αυτόν πείραξαν. [01:50:00]Κανέναν δεν πείραξαν, αλλά στο κέντρο του χωριού ήταν ένας, το διαπίστωσα από το ληξιαρχείο όταν ήμουν πρόεδρος το '94-'98, κάτω από τα μαγαζιά είχε μαγαζί ένας Γιωργαντώνης. Εκεί είχαν φέρει οι αντάρτες του ΕΔΕΣ, είχαν κάνει μια μάχη στα Πράμαντα, με τους Γερμανούς μάχη. Ο ΕΔΕΣ. Και τραυματίστηκε ένας Θωμάς Ζήκος, ο οποίος ήταν από την περιοχή του Σουλίου αυτός, από εκείνη τη μεριά, και το βρήκα εγώ στο βιβλίο το ληξιαρχικό, που γράφηκε στο ληξιαρχικό βιβλίο της κοινότητας. Αυτός ήταν βαριά τραυματίας, δεν μπορούσαν να τον πάρουν μαζί τους οι αντάρτες του ΕΔΕΣ όταν έφευγαν –δύο μέρες προτού– δεν μπορούσε, θα πέθαινε, ήταν ήδη πεθαμένος, βαριά τραυματισμένος. Τον άφησαν μέσα στο μαγαζί ενώ ήταν ετοιμοθάνατος. Αυτός κάηκε μέσα στο μαγαζί, έβαλαν φωτιά στο μαγαζί και κάηκε, αφού ήταν ετοιμοθάνατος και δεν υπήρχε περίπτωση να τον πάρουν ούτε οι γιατροί ούτε οι νοσηλευτές, να τον μετακινήσουν. Όπως επίσης και ένας εδώ από κάτω, σε αυτό το σπίτι που βλέπεις το παλιό, άμα πας εκεί πέρα, είναι ένα παλιό σπίτι σαν το δικό μου που είναι καμένο κι αυτό. Χρήστος Αντωνίου. Αυτός ανέβηκε σε μια συκαμιά, σε ένα τέτοιο δέντρο, να κόψει το κλαρί, κόπηκε το κλωνάρι και έπεσε και έσπασε τη σπονδυλική του στήλη. Και ήταν γέρος και του είχαν φτιάξει ειδικό αυτό, να χρησιμοποιεί τα χέρια και ρόδες. Και μετακινούσε τις ρόδες και πήγαινε από δω μέχρι εκεί, και πηγαίναμε εμείς μικρά, γιατί αυτός έκανε και τον έμπορα, έφερνε λάδια και πορτοκάλια από την Άρτα, και σηκωνόμουν εγώ από δω, μόλις έκανε το κουδούνι απάνω στην κορυφή του χωριού, τον περίμενα εδώ από πάνω και μου έδινε δύο πορτοκάλια. Όταν ήμουν 8 χρονών. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος και ο γιος του, ο Νίκος ο Αντωνίου, νόμιζε ότι δεν θα τον κάψουν, τον άφησε εδώ στο σπίτι, δεν τον πήρε μαζί του, πού να τον πάει, να τον πάει στη σπηλιά απάνω; Δεν γινότανε. Αφού δεν μπορούσε να κινηθεί. Τελικά ήταν σε κάποια κουφάλα ο Νίκος Αντωνίου, το παιδί του, κάπου εδώ κοντά, τη στιγμή που έβαλαν φωτιά αυτοί, αυτός μετακινήθηκε, να βγει απέξω από την αυλή, από το πίσω μέρος, και εκεί, όπως καιγόταν το σπίτι, βγήκαν οι φλόγες από τη μουριά να τον κάψουν, θα τον έκαιγε η φλόγα. Και άκουσε έναν πυροβολισμό –είπαν οι παλιοί, το είπαν αυτό– που σημαίνει ότι αντί να βασανιστεί καιγόμενος, τον εκτέλεσαν. Και μετά, απέξω από την αυλή είναι τσιμέντο, ήταν από τότε τσιμέντο, άφησε το λάδι, πώς το λένε, όταν καίγεται παράγεται λάδι, το οποίο άφησε αποτύπωμα στην αυλή, και πήγαινα εγώ και το έβλεπα. Όπως συνέβη στο Νταχάου, έχω επισκεφτεί το Νταχάου εγώ, δύο φορές. Μια μέρα κάθε φορά, να τα επισκεφτώ όλα, και βρήκα και το δωμάτιο, ήταν ξύλινα τα δωμάτια, τους είχαν εκεί από το '43, και κατά του Χίτλερ, Γερμανοί ήταν, και Εβραίοι και από άλλα κράτη κρατούμενοι, χιλιάδες. Το πρώτο κτίριο που είχαν, από το '33 έκαναν αυτή τη δουλειά, και ήταν και το δωμάτιο που φιλοξενήθηκε ο Ζαχαριάδης. Ο Ζαχαριάδης, εδώ στην Ελλάδα, τον πιάσανε οι αντίπαλοί του και τον παρέδωσαν στους Γερμανούς. Τον πήραν οι Γερμανοί και τον βάλαν στο Νταχάου, αλλά δεν είχαν εντολή όμως, οι Μεγάλες Δυνάμεις όποιοι ήταν γραμματείς του Κομμουνιστικού Κόμματος, της Σοβιετικής Ενώσεως δηλαδή, δεν τους σκότωναν τους γραμματείς, γιατί γινόταν ανταλλαγή. Οι Αμερικάνοι έπιαναν κομμουνιστές από κράτη, γραμματείς όμως, να είναι υπεύθυνοι στο κράτος, έπιαναν αιχμαλώτους και τους αντάλλαζαν. Έπιαναν οι Εγγλέζοι, ήταν υποχρεωμένοι να τους ανταλλάξουν με τους δικούς τους. Καταλάβατε;