© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Σαν παλιό σινεμά»: Ένας περιοδεύων κινηματογραφιστής θυμάται

Κωδικός Ιστορίας
22259
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ευστράτιος Βασιλείου (Ε.Β.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/04/2022
Ερευνητής/τρια
Θεοδοσία (Σίσσυ) Παπαδοπούλου (Θ.Π.)

[00:00:00]

Ε.Β.:

Λοιπόν, ξεκινάμε-

Θ.Π.:

Θέλω πρώτα να μου πείτε το όνομά σας. 

Ε.Β.:

Είμαι ο Βασιλείου ο Στράτος, 72 χρονών και σχετικά να πιάσουμε τα πράγματα από κάποια αρχή. 

Θ.Π.:

Ωραία, μισό λεπτάκι. Σήμερα είναι Κυριακή 10 Απριλίου 2022-

Ε.Β.:

Ναι.

Θ.Π.:

Και είμαστε με τον κύριο Ευστράτιο Βασιλείου, στην Ξάνθη. Ονομάζομαι Παπαδοπούλου Θεοδοσία, ερευνήτρια για το Istorima, και ξεκινάμε. Πείτε μου αρχικά λίγα λόγια για εσάς, κύριε Στράτο. 

Ε.Β.:

Λοιπόν, μικρός έβγαλα ένα Δημοτικό, ζωή πολύ δύσκολη στα χρόνια εκείνα. Σε ηλικία που άρχισα να ξέρω τον εαυτό μου, 13 χρονών, υπήρχαν τρεις κινηματογράφοι στην Ξάνθη. Οι δύο κινηματογράφοι, τους είχανε κάποιοι... Ο κύριος Σάκκας. Ήταν τα «Ολύμπια» και τα «Ηλύσια» -αυτά ενδιαφέρουν; Σε ενδιαφέρουν;

Θ.Π.:

Ναι. 

Ε.Β.:

Αυτοί ήταν οι μόνοι κινηματογράφοι, οι οποίοι όλος ο Νομός πήγαινε και έβλεπε αυτές τις ταινίες, οι οποίες ήταν τότε αμερικάνικες. Οι ελληνικές δεν υπήρχαν τότε πολύ-πολύ ταινίες εκείνα τα χρόνια που πήγαινα εγώ. Συνήθως, πηγαίναμε -λεφτά δεν υπήρχαν- κοιτάζαμε να μπούμε από που θα μπούμε τζάμπα. Οι προβολές γινόταν, επειδή μπορεί να έκανε και πέντε παραστάσεις ο κινηματογράφος, γιατί είχε πάρα πολύ κόσμο. Δηλαδή ξεκινούσε 11:00 η ώρα -το πρωί, ας το πούμε, 11:00 η ώρα- έκανε την προβολή του, μετά τις 13:00 η ώρα, 14:00, γέμιζε ο διάδρομος όλος. Κόβανε όλα τα εισιτήρια για να γεμίσει η αίθουσα, άδειαζε όλη η αίθουσα -απ' ό,τι θυμάμαι- και βάζανε αυτοί που ήταν στον διάδρομο. Δηλαδή, αν ήταν τριακόσια καθίσματα, και υπήρχαν τριακόσια άτομα μέσα, αυτοί που είδαν την προβολή 11:00 με 13:00, φεύγανε όλοι και ανοίγανε τις πόρτες και μπαίνανε οι άλλοι που ήταν στον διάδρομο. Δεν είχε καμία διασκέδαση η Ξάνθη, ήταν το μόνο αυτό εδώ πέρα: τρεις κινηματογράφους. Και εν συνεχεία, γινόταν αυτό μέχρι το βράδυ τις 23:00 η ώρα, ειδικά Σαββατοκύριακα. Αυτό εμένα μου άρεσε το θέαμα, ασχολήθηκα με διάφορες δουλειές άλλες. Σε ηλικία 18 χρονών και μετά, κάποιος θείος μου ξεκίνησε να πάρει μια μηχανή κι ένα αυτοκίνητο, για να ξεκινήσει να κάνει τον «περιοδεύων» κινηματογράφο στα χωριά, και εκείνον τον καιρό υπήρχαν άλλοι δύο πιο παλιότεροι από εμένα συνάδελφοι, οι οποίοι γυρνούσαν στα χωριά. Ο ένας ήταν και φακίρης, έκανε φακιρικά. Κι επειδή η μηχανή του -θυμάμαι συγκεκριμένα, γιατί ήμασταν αντίπαλοι, ας το πούμε, στις ταινίες, στα χωριά υπήρχε ανταγωνισμός-, και επειδή η μηχανή του ήταν πολύ παλιά και κοβόταν συνεχώς η ταινία, άμα έβλεπε ότι δεν τελειώνει η ταινία αυτή, ανέβαινε στο πατάρι και έκανε φακιρικά και γελούσε ο κόσμος, και το έπαιρνε δηλαδή σαν αστείο, στο καφενείο, γιατί σε καφενεία παίζαμε βασικά σε όλα τα χωριά. Ο άλλος ο συνάδελφος που ήταν, ήταν ένας πιο μεγάλος σε ηλικία από εμάς, ο οποίος είχε μια καλύτερη μηχανή -κινηματογραφική- η οποία είχε καλύτερη προβολή από τη δικιά μας -απ' τις μηχανές τις δικές μας που είχαμε τότες-, και ήταν πιο σύγχρονος. Δηλαδή, προτιμούσαν και αυτόν, γιατί ήταν και πιο παλιός από εμάς. Όταν βγήκα εγώ, δηλαδή, αυτός μπορεί να ήταν τρία-τέσσερα χρόνια, και ήταν από την Δράμα και ήρθε κι εγκαταστάθηκε στην Ξάνθη, γιατί είδε ότι η Ξάνθη ήταν άγονη γραμμή, δεν υπήρχε δηλαδή κινηματογράφος και τέτοια. Όταν... Σε ηλικία που απολύθηκα εγώ από τον στρατό, δεν είχα λεφτά, είπα στον πατέρα μου, μου πήρε ένα αυτοκίνητο τότες -μεταχειρισμένο, βέβαια-, φορτηγάκι. Αγόρασα και μια μηχανή ιταλικιά, την προσάρμοσα πάνω στο κουβούκλιο, έβαλα όλα τα πράγματα που χρ[00:05:00]ειαζόταν -δηλαδή, ας το πούμε, την «αρολέζα», με την οποία μαζεύαμε, γυρνάγαμε την ταινία, κάναμε έναν σχετικό πίνακα ηλεκτρικό και απλώναμε μόνο το καλώδιο και παίρναμε ρεύμα. Με τη μόνη διαφορά, ότι ρεύμα δεν υπήρχε πουθενά εκτός από ένα χωριό μεγάλο εδώ, κεφαλοχώρι, το Εράσμιο, το οποίο Εράσμιο είχε γεννήτρια δικιά της, ο Δήμος τότες έβαλε γεννήτρια στο χωριό αυτό και είχε όλο το χωριό ρεύμα. Τα άλλα τα χωριά, έπρεπε να έχουμε μια γεννήτρια εμείς, να παράγουμε ρεύμα και εν συνεχεία να γίνεται η προβολή.

Ε.Β.:

Καταλαβαίνετε ότι ο κόσμος εκείνα τα χρόνια δεν είχε καμία άλλη διασκέδαση, να πάει πουθενά. Τα λεωφορεία πήγαιναν στα χωριά την εβδομάδα μια φορά, ένα Σάββατο. Σχεδόν σε όλα τα χωριά. Μπορεί σε ένα κεφαλοχώρι να πήγαινε δυο φορές. Δεν πήγαινε τότε ούτε τους μαθητές να πάρει ούτε τίποτα -δεν υπήρχαν αυτά που έχουμε σήμερα. Οπόταν, σε όποιο χωριό κι αν πηγαίναμε γινόταν ένα πανηγύρι. Στην κυριολεξία πανηγύρι! Ήταν ντυμένες λες και είχαμε Χριστούγεννα, Πάσχα οι κοπελιές, ερχόταν τα αγόρια από τα γύρω χωριά -γαμπροί-, ανάβαμε μια λάμπα έξω από την αίθουσα που θα παίζαμε, βάζαμε τραγούδια στο μεγάφωνο -τραγούδια με μαγνητόφωνο μεγάλο, το οποίο το είχαμε στο αυτοκίνητο μέσα κι αυτό έπαιζε με τη γεννήτρια ή με τη μπαταρία του αυτοκινήτου, την οποία την προσαρμόζαμε από 220 σε 12 volt, για να μπορεί να παίζει αυτό-, και βάζαμε τραγούδια στο μεγάφωνο έξω και γινόταν, μέχρι να ξεκινήσει η προβολή, η βόλτα των αγοριών και των κοριτσιών και γινόταν το νυφοπάζαρο, το μεγάλο νυφοπάζαρο. Οπόταν, η μέρα αυτή ήταν πολύ διαφορετική για ένα χωριό. Πηγαίναμε κάθε βράδυ σε κάθε χωριό. Δηλαδή, παίρναμε μια ταινία, οι οποίες εκείνον τον καιρό οι ταινίες ήταν όλες δράματα, κλάμα. Δεν έβλεπαν κωμωδίες, και από τη στιγμή που δεν έβλεπαν κωμωδίες, δεν γυρνούσαν και ταινίες με κωμωδίες. Αργότερα, μετά που πέρασαν τα χρόνια άρχισαν να γυρνάνε. Οπόταν, όλες οι ταινίες που παίζαμε ήταν: «Μάνα, γιατί με γέννησες», «Μάνα, γιατί με έκανες», «Οι άντρες δεν ξέρουν να αγαπούν», Ξανθόπουλος, και κάτι τέτοιες. Και ήταν τα μόνα έργα που έβλεπαν αυτά εδώ. Οπόταν, θυμάμαι κάποιες περιπτώσεις που μου μείνανε αυτές εδώ: όταν πηγαίναμε στο Εράσμιο, που ήταν ένα μεγάλο κεφαλοχώρι, και πηγαίναμε νωρίς, δηλαδή βράδιαζε η ώρα 21:00; Εμείς πηγαίναμε κατά τις 16:00 η ώρα, γιατί υπήρχε ανταγωνισμός κι έπρεπε να πάμε πιο μπροστά, να «πιάσουμε» το χωριό εκείνο, γιατί δεν είχε: «Εγώ θα πάω εκεί κι εσύ θα πας εκεί». Ήμασταν έξι-επτά κινηματογραφιστές που γυρνάγαμε σε όλη την πόλη την Ξάνθη, στα χωριά της Ξάνθης. Οπόταν, έπρεπε να πας πιο νωρίς να βάλεις την ταμπέλα... Είχαμε μια ταμπέλα έξω με φωτογραφίες και διαφημιστικά, τα οποία θα διαφήμιζαν το έργο που θα παίζαμε. Εν συνεχεία, βγαίναμε και γυρνάγαμε όλο το χωριό με το μεγάφωνο, γειτονιά με γειτονιά, και φωνάζαμε στο μεγάφωνο ότι: «Σήμερα, ήρθε ο κινηματογράφος, θα παίξει αυτήν την ταινία. Είναι: «Μάνα, γιατί με γέννησες;». Πάρτε μαντήλια, θα κλάψετε, θα γελάσετε», ξέρω 'γώ, το ένα, το άλλο. Αυτοί, όμως, ξέρανε εκ των προτέρων ποιος θα 'ρθει, τι ταινία θα παίξει -γιατί κάθε φορά που παίζαμε μια ταινία, διαφημίζαμε την επόμενη που θα φέρουμε, οπόταν περίμεναν. Ήταν πιο έτοιμοι από εμάς και ξέρανε ποια μέρα. Την ημέρα την περίμεναν σαν λαϊκό πανηγύρι.  Μια άλλη περίπτωση, θυμάμαι, σε ένα χωριό -περιπτώσεις, πάρα πολλές περιπτώσεις-, στο Μυρωδάτο -ένα χωριό εδώ-, πήγαμε να παίξουμε κινηματογράφο, οι ταινίες σχεδόν, αυτές που παίζαμε, οι μόνες που παίζαμε δηλαδή, όλα δράματα, γεμίζαμε 80%. Στο Εράσμιο, επειδή ήταν κεφαλ[00:10:00]οχώρι, άμα σου πω ήμασταν 100% πληρότητα δηλαδή. Το εισιτήριο ήταν πέντε ευρώ -πέντε δραχμές, συγνώμη. Οπόταν, καμιά φορά έλεγαν: «Θα φέρω αυγά». Εμείς τα αυγά τα ψάχναμε τα χωριάτικα, μας έφερναν τέσσερα-πέντε αυγά, να πούμε, μαζεύαμε και αυγά. Και σε αυτό το Μυρωδάτο, που λέγαμε, όταν παίζαμε κινηματογράφο η αίθουσα γέμιζε. Σίγουρα, άλλοτε παίζαμε σε αποθήκη κι άλλοτε παίζαμε σε καφενεία. Στο Μυρωδάτο παίζαμε σε μια αποθήκη κι όταν γέμιζαν, πρώτος που καθόταν μπροστά κι έβλεπε την ταινία ήταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και της αποθήκης. Θυμάμαι μια περίπτωση που παίζαμε εκεί πέρα. Την άλλη την ημέρα μου λέει -δεν υπήρχαν ούτε τηλέφωνα ούτε τίποτα-, όταν ξαναπήγα να παίξω, μου λέει: «Ρε Στράτο, ήρθε όλο το χωριό και κάποιοι με κλέψανε και τις κότες από το κοτέτσι». Αφού όλο το χωριό ήρθε και δεν υπήρχε κανένας. Όλοι ήταν στον κινηματογράφο μέσα και παρακολουθούσαν την ταινία. Τέτοιες περιπτώσεις πάρα πολλές είχα. Σε ένα άλλο χωριό που πήγαινα, στο Όλβιο, αυτός εδώ είχε και... Ήταν καφενείο και είχε και ούζα και τέτοια. Και είχε κρεμασμένα και κάτι λουκάνικα, τα έκανε ο ίδιος στην συγκεκριμένη περίπτωση. Και λέει «Στράτο, να σου τηγανίσω κανένα λουκάνικο;». Εγώ δεν είχα λεφτά, ακόμη δεν είχαμε, τα λεφτά ήταν και περιορισμένα. Και λέει: «Θα μυρίσει όλο το χωριό». Όταν κάποια στιγμή έφυγε αυτός, πήγα με τρόπο και πήραμε ένα λουκάνικο εμείς, του λέμε: «Τώρα, θα το τηγανίσουμε εμείς στην Ξάνθη και θα το μυρίσεις εσύ εδώ που είσαι στο Όλβιο, στο χωριό». Τέτοιες περιπτώσεις πάρα πολλές φορές. Λοιπόν, όταν χαλούσε καμιά φορά η γεννήτρια, κι επειδή ο κόσμος στη μισή ταινία ήθελε να δει το έργο και το ένα, τ' άλλο [Δ.Α.], είχε την υπομονή αυτός ο κόσμος να 'ρθει κάποιος να φέρει ένα τρακτέρ, να συνδέσουμε τη γεννήτρια με λουρί -με λουρί-, να δουλέψει το τρακτέρ, να γυρνάει τη γεννήτρια, για να δουν την ταινία. Είχαν τέτοια υπομονή: να 'ρθει να φέρει ο άλλος το τρακτέρ του, να βάλει το λουρί, να γυρίσει τη γεννήτρια, για να βγάλει το ρεύμα κι είναι αυτό. Πάρα-πάρα, πάρα πολλά γεγονότα. Σε ένα χωριό, το Σέλινο... Το οποίο αυτοί βλέπανε μόνο μεσημέρι. Οι προβολές γινόταν στο χωριό αυτό 11:00 με 13:00. Βράδυ, αν πήγαινες, μπορεί να ερχόταν πενήντα άτομα και μόνο Κυριακή. Και αν πήγαινες, αν έπαιζες… Παίζαμε μόνο Κυριακή μεσημέρι και κλείναμε τα παράθυρα με πανιά μαύρα, για να γίνει μια σχετική συσκότιση, και γέμιζε εκατό άτομα. Ενώ αν πηγαίναμε βράδυ, να τους παίξουμε βράδυ, μπορεί να ερχόταν τριάντα-σαράντα άτομα. Το μόνο χωριό το οποίο δεν καταλάβαμε γιατί. Οπόταν, πηγαίναμε μόνο μέρα και Κυριακή να παίζουμε σε αυτό το χωριό... Γιατί είχε εισιτήρια, δηλαδή, ερχόταν κόσμος, αλλά μόνο Κυριακή αυτοί ήταν. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό το χωριό, να πούμε. 

Θ.Π.:

Δούλευαν πολύ και κοιμόταν νωρίς!

Ε.Β.:

Ξέρω κι εγώ; Δεν ξέρω τι γινόταν, τι ήταν αυτό. Το δε χωριό αυτό, εάν έβρεχε ο Θεός να βάλει το χέρι του πώς θα γυρνούσες πίσω. Δεν υπήρχε δρόμος, ήταν… Ούτε τρακτέρ περνούσε κι έπρεπε το βράδυ να μας τραβήξουν ρυμουλκά, για να περάσουνε το Σέλινο για να πάνε σε ένα άλλο χωριό, για να βγούνε στον δρόμο τον άλλο. Δηλαδή, ήταν μεγάλο πρόβλημα. Σε αυτό το χωριό, συγκεκριμένα, μια δόση, ένα βράδυ -παίζαμε και βράδυ, αλλά το βράδυ δεν είχε πολλά εισιτήρια, αλλά παίζαμε και βράδυ-, δεν θα ξεχάσω μια περίπτωση που είχα μια λάμπα έξω από το καφενείο, ας το πούμε, και ετοιμαζόμασταν να κάνουμε την προβολή και μαζευόταν εκεί ο κόσμος και θυμάμαι ήρθαν κάτι κοπελίτσες εκεί κάτω. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτό, το οποίο δεν το ξεχνάω μέχρι σήμερα που είμαι τόσο χρονών, και μου λέει η κοπελιά αυτή -παρέα ήταν δυο-τρεις κοπέλες-: «Μπορούμε να πατήσουμε τον διακόπτη να ανάψουμε τη λάμπα;». Μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Και πάτησαν τον διακόπτη, άναψε η λάμπα και κοιτάζανε τη λάμπα και λέγανε: «Α!». «Τακ», σβήσανε τη λάμπα: «Α!». Όλα τα [00:15:00]χωριά νόμιζαν ότι, παίζοντας μια ταινία του Ξανθόπουλου, του Κακκαβά, του Μπάρκουλη, νόμιζαν ότι εγώ με αυτούς κοιμάμαι. Είχαν αυτήν τη φαντασία, νόμιζαν ότι είμαι φίλος ή, ξέρω 'γώ, γνωστός.  Τις ταινίες, τις παίρναμε από τη Θεσσαλονίκη. Κάθε εβδομάδα, με ένα σχετικό ενοίκιο, το οποίο προπληρωνόταν κι ερχόταν οι ταινίες κάθε εβδομάδα. Σε κουτιά μεγάλα οι μπομπίνες, «μπομπινάραμε» εμείς για να κάνουμε τις προβολές. Μια ξεχωριστή περίπτωση που έπαιξα μια ταινία που κι εκείνη δεν θα την ξεχάσω, ήταν στα Άβδηρα, το οποίο, είχαν ένας θερινός κινηματογράφος των Αβδήρων -ήταν θερινός αυτός, τον είχε φτιάξει ο παππούς αυτός εδώ και παίζαμε σε αυτόν τον θερινό, καλοκαίρι. Έπαιζα μια σχετική ταινία, τον «Αλέξη Ζορμπά». Είχαμε διαφημίσει ότι θα πάμε να το παίξουμε αυτό το έργο, τον «Αλέξη Ζορμπά», εν συνεχεία η προβολή θα γινόταν 21:00 το βράδυ, γιατί έπρεπε να σκοτεινιάσει για να γίνει η προβολή, αλλιώς δεν μπορούσε να δείξει, να γίνει η προβολή, ήταν μέρα. Και είχαν έρθει εξακόσια άτομα, επτακόσια άτομα… Δηλαδή, δεν υπήρχε ούτε όρθιος: από τις 18:00 η ώρα... Δηλαδή, 18:00 η ώρα γέμισε ο κινηματογράφος, για να ξεκινήσει στις 21:00 η ώρα, να δούνε τον «Αλέξη Ζορμπά». Αυτό δεν θα το ξεχάσω. 

Θ.Π.:

Η μεγαλύτερη επιτυχία;

Ε.Β.:

Η μεγαλύτερη επιτυχία. Αυτό και στο Εράσμιο, το οποίο ήταν μεγάλο κεφαλοχώρι, το οποίο κι εκεί σχεδόν γέμιζε. Δηλαδή, έκοβες πεντακόσια-εξακόσια εισιτήρια. Αυτά ήταν τα μεγάλα τα κεφαλοχώρια. Τα άλλα τα χωριά ήταν εκατόν πενήντα-διακόσια, εξαρτάται το πόσο μεγάλο ήταν το χωριό. Είχαμε κι έναν ανταγωνισμό με τους άλλους συναδέλφους, ποιος θα κάνει την καλύτερη ταινία για να δουλέψει. Ανεβάζαμε τις τιμές εμείς. Εγώ, επειδή δεν ήμουν και τόσο πολύ λεφτάς, κάποιοι άλλοι που ήταν πιο παλιοί και είχαν πιο πολλά λεφτά κοιτάζανε να πάρουν τις καλύτερες ταινίες για να γίνουν οι προβολές. Οι ταινίες παιζόταν κάθε εβδομάδα, δηλαδή Δευτέρα-Κυριακή. Παίζαμε κάθε βράδυ.

Θ.Π.:

Κάθε βράδυ;

Ε.Β.:

Κάθε βράδυ. Είναι μια δουλειά την οποία την αγαπούσα πάρα πολύ, επί είκοσι χρόνια. Και-

Θ.Π.:

Από πότε ξεκινήσατε μέχρι πότε; Ποιες χρονιές;

Ε.Β.:

Τώρα, 18 ήμουν… Το ‘48. Από 20 χρονών και μετά. 

Θ.Π.:

Το ‘68. 

Ε.Β.:

Ναι, ‘68.

Θ.Π.:

Από το ‘68 με ‘88. 

Ε.Β.:

Που δεν είχαν ακόμη ρεύμα και τέτοια. Καμιά φορά -επειδή έμενα στην Ξάνθη, πήγαινα κάθε βράδυ στα χωριά, πηγαινοερχόμουν-, καμιά φορά, ενώ είχα την ταινία κι έλεγα: «Μα εγώ δεν θα παίξω σήμερα. Θα μείνω εδώ με τους φίλους μου στην Ξάνθη», μόλις γινόταν βράδυ, έλεγα: «Γιατί έκατσα εγώ τώρα εδώ; Τι θέλω κι έκατσα εδώ; Γιατί δεν πήγα να παίξω;». Όχι τόσο για τα λεφτά, όσο γιατί να κάτσω εδώ στην Ξάνθη να βγω με τους φίλους μου; Γυρνούσα 23:00 η ώρα, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνεις, ας πούμε. Απλώς, έλεγα: «Γιατί; Δεν έπρεπε να κάτσω στην Ξάνθη, να πάω να παίξω». Αυτά ήταν και πάρα πολλά, τα οποία άλλα τα θυμάμαι, άλλα δεν τα θυμάμαι. Πολλές περιπτώσεις...  Καμιά φορά, σε συναγωνισμό με συναδέλφους, στο ίδιο χωριό θέλαμε να πάμε και οι δύο, αλλά δεν μπορούσε να γίνει σε μια αίθουσα να πάμε και οι δύο, οπόταν ο ένας έλεγε: «Εγώ θα παίξω τζάμπα στην πλατεία». Και έπαιζε τζάμπα στην πλατεία, για να σου κάνει ζημιά εσένα. Δηλαδή, εσύ έπαιζες με λεφτά στην αίθουσα. Στην πορεία, συνεχίζοντας, άρχισε να έρχεται το ρεύμα, η γεννήτρια άρχισε να καταργείται, άρχισα να κάνω εγώ δικές μου αίθουσες. Έκανα αίθουσες στην Γενισέα, είχα μόνιμη αίθουσα, έβαλα και μια μηχανή προβολής και στα Άβδηρα. Αυτά τα είχα μόνιμα. Η ζωή πήγαινε καλά. Φτωχά χρόνια[00:20:00], αλλά πάρα-πάρα πολύ καλά. Δεν υπήρχε αυτή η διάθεση. Σήμερα, μπορεί να έχω τρία αυτοκίνητα και να έχουν τα παιδιά μου πέντε αυτοκίνητα, αλλά αυτήν τη ζωή εγώ δεν την αφήνω με τίποτα. Αν μου λέγανε να ξαναγυρίσω εκεί, θα πήγαινα. Ξανά.

Θ.Π.:

Τι σας άρεσε πιο πολύ;

Ε.Β.:

Όλη η ζωή εκείνη. Η φτώχεια, η κακομοιριά… Ο κόσμος σε αγαπούσαν. Σου λέω, πράγματα τρελά. Δηλαδή, πατούσες τον διακόπτη και άναβε η λάμπα και έλεγε η άλλη «Α!», ας το πούμε. Ερχόταν να δουν το φως, ερχόταν να δουν τον κινηματογράφο. Δεν είχαν τίποτα άλλο: ούτε κακίες, ούτε αυτά, ούτε τίποτα απ' αυτά όλα. Ήταν μια ζωή, δηλαδή, άνετη και φτωχή. Δεν έκανα λεφτά πολλά από τον κινηματογράφο, αλλά ζούσα άνετα. Πέντε δραχμές το εισιτήριο, αλλά πέντε δραχμές έβαζες και βενζίνη για να πας... Όχι, πενήντα δραχμές έβαζες τη βενζίνα και πήγαινες σε ένα χωριό και έκοβες διακόσες, έπαιρνες χίλιες δραχμές, ας πούμε, και έδινες πενήντα-εκατό ευρώ για τη βενζίνα. Εντάξει, ήταν και οι ταινίες και αυτά, αλλά ήταν πολύ άνετη η ζωή. Πολύ άνετη. Σήμερα, είσαι με όλα τα καλά και δεν είσαι άνετος. Εν συνεχεία, με μια μηχανή που είχα, έπρεπε να τακτοποιήσω κάποια χωριά που έπρεπε να πάρω κι άλλες μηχανές. Πήρα άλλες κάνα δύο-τρεις μηχανές ακόμη, τις τακτοποίησα στα χωριά, και η ζωή συνεχιζόταν, ώσπου μου έτυχαν κι άλλα περιστατικά σε μουσουλμανικά μέρη. 

Θ.Π.:

Πηγαίνατε στα χωριά πάνω-

Ε.Β.:

Ναι, στον Εχίνο. 

Θ.Π.:

Ορεινή Ξάνθη;

Ε.Β.:

Ορεινή περιοχή. Εκεί ήταν η αποκορύφωση της τρέλας: δηλαδή, ήταν ένα κεφαλοχώρι που λεγόταν Εχίνος, οι οποίοι, αυτά τα χωριά δεν τα ήξερα. Δεν τα ήξερα… Δεν ξαναπήγα να παίξω κινηματογράφο. Η νεολαία δεν υπήρχε τίποτα -ούτε καφετέριες ούτε τίποτα. Υπήρχαν ένα καφενείο κεντρικό στην πλατεία του Εχίνο, στο οποίο πήγαιναν μόνο οι μεγάλοι -οι γέροντες και οι χοτζάδες, αυτοί οι μουφτήδες, χοτζάδες, που ήταν, αυτοί. Αποφάσισα να πάω -επειδή είναι μεγάλο χωριό, κεφαλοχώρι-, αποφάσισα να πάω επάνω, το οποίο για να περάσεις από εκεί έπρεπε να βγάλεις σχετική άδεια. Υπήρχε -στο 7ο χιλιόμετρο-, υπήρχε φυλάκιο, το οποίο έπρεπε να πάρεις ειδική άδεια από την Ασφάλεια για να περάσεις και να γυρίσεις το βράδυ. Ήταν μια ορισμένη ώρα, μέχρι τις 23:00 η ώρα επιτρεπόταν η επιστροφή -και για τους κατοίκους του Εχίνου. Τέλος πάντων, την πρώτη φορά που αποφάσισα να πάω, λέω: «Πάω να δω. Μεγάλο κεφαλοχώρι, θα έχει δουλειά καλή. Τι να τους πάω να παίξουμε;». Τότε ήταν τα Western -εκείνα τα χρόνια τα Western και μετά βγήκαν τα «Καράτε». Γι' αυτά δηλαδή πήγαμε. Νεολαία, πάρα πολλή στον Εχίνο, αλλά ήταν πολύ περιορισμένα, δεν είχαν πού να πάνε, τίποτα. Βόλτα και σπίτι. Και δύσκολα χωριά, γιατί έχουν άλλη κουλτούρα εκεί κάτω οι μουσουλμάνοι με τα αυτά. Οπόταν, πήγα στο κεντρικό καφενείο, τον οποίον του είπα: «Ξέρεις κάτι; Μπορούμε να παίξουμε κινηματογράφο εδώ; Να κάνουμε στο καφενείο εκείνο;». Λέει: «Εντάξει, να παίξεις». Είχε ρεύμα το χωριό, γιατί τότε είχε πάρει ρεύμα, άρχισε να έρχεται το ρεύμα στα χωριά και ήταν από τα μεγάλα κεφαλοχώρια. Λοιπόν, κάνω μια προβολή το βράδυ και γεμίζει μόνο με μεγάλους -χοτζάδες και παππούδες. Νεολαία κανένας. Ήταν καλές εισπράξεις, χάρηκα εγώ, εντάξει, τελείωσε το έργο, τα μάζεψα πάλι κανονικά στο αυτοκίνητο μέσα, επιστροφή. Να κατεβώ πριν τις 23:00, για να μη μείνω εκεί. Γιατί αν ήταν μετά τις 23:00, έπρεπε να μείνω στο φυλάκιο εκεί. Να πάω στο σπίτι την άλλη μέρα το πρωί. Αλλά τα λεφτά ήταν καλά, είχε κόσμο γεμάτο. Ξεκινάω να πάω δεύτερη φορά, την άλλη τη βδομάδα. Πάω, με φωνάζει ο καφετζής, μου λέει: «Δεν μπορείς να παίξεις», του λέω: «Γιατί; Αφού και εσύ πήρες». Γιατί πάντοτε πλήρωνα τα καφενεία ένα αντίτιμο[00:25:00], δηλαδή μία δραχμή στο κάθε εισιτήριο, ας πούμε. Δηλαδή, ήταν εκατό; Έπαιρνε εκατό δραχμές για την αίθουσα. Ή διακόσια άτομα; Διακόσιες δραχμές. Ήταν μια δραχμή. Είχε πάρει και καλά λεφτά. Μου φωνάζει ο άλλος, μου λέει: «Κοίταξε να δεις, δεν μπορείς να ξαναπαίξεις εδώ. Μην ξανάρθεις». Λέω: «Γιατί; Αφού κι εσύ πήρες λεφτά κι εγώ, καλά -το ένα, το άλλο». Είδαν τι ήταν αυτός ο κινηματογράφος -εννοείται ότι δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, έτσι; Ούτε καν στο εκατομμύριο ούτε καν σκεφτόμασταν για τηλεόραση-, λένε αυτοί ότι: «Ξέρεις κάτι; Δεν μπορείς να παίξεις εδώ στο χωριό». «Γιατί;». «Οι χοτζάδες έκαναν συγκέντρωση το βράδυ, μαζί με τα γερόντια, και είπαν ότι: ''Αυτό το πράγμα δεν μας συμφέρει να είναι στο χωριό, γιατί ξυπνάει τη νεολαία μας, την τέτοια μας, το ένα μας, το άλλο, και δεν θα το ξαναβάλεις. Αλλιώς δεν θα ξαναρθούμε στο καφενείο. Δεν θα έρθουμε στο καφενείο''». Τρελάθηκα εγώ, λέω: «Αμάν, τέτοιο ωραίο χωριό με τόσα λεφτά και τόσο κόσμο, με νεολαία φουλ». Τα παιδιά, η νεολαία, έβλεπαν από έξω από το παράθυρο. Είχαν σκεπάσει τα τζάμια αυτοί, αλλά όσο μπορούσαν να δουν. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος έξω. Οπόταν, σκέφτηκα, σκέφτηκα και λέω: «Θα βρω μια αποθήκη να την κάνω κινηματογράφο». Έψαξα, έκανα, βρήκα μια αποθήκη εκεί, έβαλα κάτι καθίσματα και κάτι σανίδια, δηλαδή τρεις καρέκλες, ένα σανίδι, τρεις καρέκλες, ένα σανίδι, έπαιρνε καμιά εκατό άτομα, εκατόν είκοσι άτομα. Και τη νοίκιασα την αποθήκη από τον άνθρωπο αυτόν. Ξεκινάω να παίζω εκεί, αυτά τα «Καράτε» και τα Western, και γινόταν πανικός με τη νεολαία. Έλα, όμως, που τον πιάσανε -γιατί στον Εχίνο κάτω υπάρχει η άλλη νοοτροπία: ό,τι πουν οι μεγάλοι, οι χοτζάδες και τέτοια-, πιάσανε αυτόν τον ιδιοκτήτη... Τον «πιάσανε... Του μίλησαν, δηλαδή, του ιδιοκτήτη -χωριανός «για»- και του λένε: «Κοίταξε να δεις, κανόνισε να φύγει από εδώ ο κινηματογράφος, γιατί υπάρχει λόγος». Ο λόγος ήταν... Ο άνθρωπος γύρισε και τους είπε: «Ναι, εντάξει, αλλά εγώ χρειάζομαι τα λεφτά αυτά. Έχω ανάγκη. Παίζει ο άνθρωπος, με πληρώνει το ενοίκιο ή το αντίτιμο -με ενοίκιο το είχα, όχι εισιτήριο». Λοιπόν, οπόταν, λένε: «Θα μου δώσεις εσύ τα λεφτά αυτά;», και εμείς είπαμε: «Όχι». Η τιμωρία του ανθρώπου αυτού ήταν -γιατί έμεινα εκεί οκτώ χρόνια, στον Εχίνο επάνω, σε αυτό το μεγάλο το πομακοχώρι-, η τύχη του ανθρώπου αυτουνού ήταν ότι δεν μπορούσε να παντρέψει την κόρη του εκεί. Οπόταν, οι κόρες του παντρεύτηκαν στην Τουρκία... Ο γιος του ήταν δάσκαλος. Τον είχαν -μιλάμε για τους μεγάλους, έτσι; Η νεολαία, νεολαία, εντάξει-, οπόταν, κανένας δεν ήθελε να πάρει την κόρη αυτουνού. 

Θ.Π.:

Στιγματίστηκε;

Ε.Β.:

Στιγματίστηκε. Και το ίδιο και το παιδί του που ήταν και δάσκαλος. Κι είχαν μια τέτοια τύχη. Βέβαια, όλοι πέθαναν αυτοί. Τα κορίτσια του παντρεύτηκαν στην Τουρκία, βρήκαν κάποιους. Πολύ ωραία κορίτσια και καλά κορίτσια, ήσυχα. Το δε το παιδί είχε μια αρρώστια, μετά συγχωρέθηκε -νεότατος αυτός. Κι αυτός στιγματίστηκε απ' το χωριό γιατί έβαλε τον κινηματογράφο εκεί μέσα. Εκεί, έπαιξα γύρω στα επτά-οκτώ χρόνια. Είχε κόσμο, ερχόταν δηλαδή νεολαία, γιατί δεν είχαν ούτε καφενεία ούτε τίποτα, γιατί ήταν η μόνη διασκέδαση που ήταν.

Ε.Β.:

Γιατί τότε παίζανε κάτι «Καράτε» και κάτι Western και κάτι τέτοια, αυτές ήταν οι ταινίες. Και στην πορεία, πέρα από όλα αυτά εδώ πέρα-

Θ.Π.:

Ελληνικό κινηματογράφο δεν παίζατε πάνω;

Ε.Β.:

Ελληνικό, όχι. Αυτό έγινε όταν -θα σας πω πότε έγινε αυτό-, όταν, ξαφνικά, από τη μια μέρα στην άλλη πήγαινες σε ένα χωριό και ερχόταν πεντακόσια-εξακόσια άτομα και βλέπανε τις ταινίες που παίζαμε, που δεν μπορούσαμε να τις φανταστούμε εμείς, στα αμερικάνικα τα έργα αυτά εδώ πέρα, βλέπαμε μέσα ότι υπήρχαν κάτι τηλεοράσεις ασπρόμαυρες. Βλέπανε στις ταινίες, ότι έβλεπε ο Αμερικάνος, ας πούμε, ασπρόμαυ[00:30:00]ρη ταινία. Ποτέ δεν φανταστήκαμε εμείς ότι κάποια μέρα, ξαφνικά, εντελώς ξαφνικά, μπαίνει η τηλεόραση η ασπρόμαυρη. Με το που μπαίνει η τηλεόραση η ασπρόμαυρη στα σπίτια, άρχισαν, στην αρχή-αρχή, δειλά να τα αγοράζουν αυτοί, γιατί τότε θυμάμαι επτά χιλιάδες είχε η τηλεόραση, θυμάμαι είχα πάρει κι εγώ στο σπίτι. Με το που μπήκε αυτή η τηλεόραση, άρχισαν, σιγά-σιγά, τα σπίτια ένα-ένα να τα παίρνουν. Κι αυτό έγινε σε ένα χρονικό διάστημα σε δυο-τρεις-πέντε μήνες. Οι πρώτοι που έβαλαν τηλεόραση ήταν τα καφενεία. Τότε έπαιζε «Παράξενος Ταξιδιώτης», κάτι σήριαλ τέτοια, και άρχισαν και οι γυναίκες κι αυτοί από τα τζάμια να βλέπουν στα καφενεία την τηλεόραση αυτήν, οπόταν, σιγά-σιγά, άρχισαν να μπαίνουν και στα σπίτια. Εκεί άρχισε αμέσως η κατρακύλα του κινηματογράφου, στα χωριά. Εν τω μεταξύ, μετά από λίγο καιρό, σε μήνες -πέντε-έξι-επτά μήνες- βγαίνουν τα βίντεο, με τις μεγάλες τις κασέτες. Τα βίντεο, τα DVD αυτά -πως τα λένε;-, τα βίντεο. Τα οποία βίντεο αυτά εδώ πέρα άρχισαν να βγάζουν τις ταινίες αυτές, ό,τι θέλεις. Πιάσε από έργα ελληνικά, πορνό, αυτά, εκείνα. Όλα τα καφενεία, βάλανε βίντεο και έβλεπες όλη η νεολαία -που ακόμη δεν ήταν να έρθουν στην Ξάνθη, γιατί δεν είχαν αυτοκίνητα, δεν ήταν... Μην κοιτάς τώρα τα χωριά που δεν έμεινε κανένας-, όλα τα παιδιά, η νεολαία, καθόταν στο καφενείο κι έβλεπαν πέντε-έξι ταινίες, κι ο καφετζής έκανε τη δουλειά του: καφέδες, αυτά, το ένα, το άλλο. Οπόταν, εκεί που κάναμε πεντακόσια εισιτήρια, κατεβήκαμε στα ογδόντα-εκατό. Έπρεπε να αλλάξουμε το πρόγραμμα πλέον: «Τι γίνεται; Τι μπορούμε να κάνουμε;». Εγώ κράτησα... Το γύρισα πλέον στα τούρκικα τα χωριά. Δεν είχα άλλες λύσεις. Στα τούρκικα τα χωριά βλέπανε κινηματογράφο αυτοί, αλλά θέλανε και τούρκικα έργα. Ο δε Εχίνος που έγινε μετά και πήγαινα επάνω, αυτοί εδώ πέρα βλέπανε τα ξένα -«Καράτε» και ιστορίες, και το ένα και το άλλο-, έλα, όμως, που τουρκικές ταινίες υπήρχαν καμιά δεκαπενταριά κόπιες, δεκαπέντε ταινίες δηλαδή, οι οποίες δεκαπέντε ταινίες, αυτοί που τις φέρανε, τα γραφεία τα κινηματογραφικά, κάποια στιγμή τις απαγόρευσε επί Χούντας, ο Παπαδόπουλος. Λέει: «Δεν έχει, δεν θα κάνετε εισαγωγή από Τουρκία». Οπόταν, ήταν δεκαπέντε-είκοσι ταινίες. Αυτές τις παίζαμε δύο χρόνια, τη μία πίσω στην άλλη, οπόταν γίνανε και κουρέλια. Δηλαδή: την παίζαμε, την ξαναπαίζαμε μετά από έναν μήνα, την ξαναπαίζαμε ξανά στο ίδιο το χωριό, μέχρι που φτάσανε να το ξέρουν απ’ έξω όλο το έργο-

Θ.Π.:

Ξαναρχόταν όμως. 

Ε.Β.:

Και τους διαλόγους. Ξαναρχόταν, γιατί μπορούν να το δουν, να δουν ξανά το τούρκικο, γιατί τους έλειπε αυτό. Δεν είχαν αυτοί τότε δορυφορική. Τώρα, άσε. Τώρα βλέπεις τον κόσμο όλον. Ξαναβλέπανε. Οπόταν, αντέξαμε όσο αντέξαμε, με τα έργα αυτά, και ήρθε πλέον ο κορεσμός, ο οποίος πλέον δεν έβγαιναν ούτε τα έξοδα, ούτε οι βενζίνες, ούτε οι ταινίες. Εγώ το πάλεψα, οι άλλοι είχαν σταματήσει. Κάποιοι σταμάτησαν, έμεινα εγώ κι ένας άλλος, δυο-τρεις κινηματογραφιστές που ήμασταν εδώ κάτω. Εγώ με τα τούρκικα, οπόταν, ένας-ένας, ψάχναμε κεφαλοχώρια, πηγαίναμε σε άλλα χωριά που έχει πιο πολύ κόσμο, δεν γινόταν. Οπόταν, αναγκαστήκαμε να τα σταματήσουμε. 

Θ.Π.:

Πότε «έσβησε», δηλαδή, χρονικά -εκεί το ‘80-κάτι;- ο περιοδεύων κινηματογράφος στα χωριά;

Ε.Β.:

Χρονολογίες μη ρωτάς, γιατί είναι το μυαλό είναι σταματημένο. 

Θ.Π.:

Πόσο χρονών ήσασταν περίπου;

Ε.Β.:

Άρχισα 20, δηλαδή αν ήμουν 20 χρονών… Βάλε άλλα 20 χρόνια.

Θ.Π.:

Τέλη του ‘80. 

Ε.Β.:

Τέλη του ‘80. Λοιπόν, κι έπεται συνέχεια. Ποια ήταν η συνέχεια; Η συνέχεια ήταν… Με πήραν... Δημιουργήθηκε μια πολιτιστική λέσχη στην Νομαρχία της Ξάνθης η οποία λεγόταν Ν.Ε.Λ.Ε. Το Ν.Ε.Λ.Ε ήταν -γράψ' το αυτό, άμα τους ρωτήσεις,[00:35:00] θα σου πούνε. Στη Νομαρχία, δημιούργησαν μια λέσχη, η οποία κάποια στιγμή αποφάσισε να δημιουργήσει μια ομάδα κινηματογραφική. Μέχρι χθες τη θυμόμουν αυτήν τη Ν.Ε.Λ.Ε. 

Θ.Π.:

Είναι «Νομαρχιακή Επιτροπή Λαϊκής Επιμόρφωσης». 

Ε.Β.:

«Νομαρχιακή Επιτροπή Λαϊκής Επιμόρφωσης». Τη θυμόμουν γιατί συνεργάστηκα με τα παιδιά αυτά πάρα πολύ -ένα καλοκαίρι ολόκληρο, δυο καλοκαίρια ολόκληρα. Συγκροτήθηκε αυτή η Ν.Ε.Λ.Ε., εγώ είχα σταματήσει τον κινηματογράφο και προτείνανε να παίξουμε στον Νομό Ξάνθης και στον Νομό Κομοτηνής -με αμοιβή, βέβαια- κάποιες ταινίες υπαίθρια, έξω. Υπαίθρια έξω. Με καλά λεφτά. Προγραμμάτισαν τα χωριά, επειδή, όμως, εγώ το αυτοκίνητο το άλλο το είχα παροπλίσει το μεγάλο, αναγκάστηκα να πάρω μια μηχανή -αυτή εδώ που βλέπεις, η οποία είναι 70 χρονών- και πηγαίναμε στα χωριά και της Κομοτηνής και της Ξάνθης, στην αυλή του κάθε σχολείου και παίζαμε κάτι μορφωτικές ταινίες... Όχι «μορφωτικές», κάτι ταινίες… Δεν μπορώ να θυμηθώ τον τίτλο, δύο-τρεις-3 ταινίες. Ξέρεις, κουλτούρα, έργα κανονικά. Αν ξέρεις καμία Πάτρα -στη Νομαρχία ήταν αυτή, τώρα δεν ξέρω που είναι-, αυτήν ήταν μέσα εκεί. Ήταν ο Φωτιάδης ο φαρμακοποιός. Δεν μπορώ να θυμηθώ τις ταινίες τώρα. Τις έπαιρναν αυτοί από τα γραφεία και, εν συνεχεία, τις κάναμε προβολές στα χωριά. Αυτό γινόταν το καλοκαίρι μόνο, «Λαϊκή Επιμόρφωση». Με αυτούς, ένα καλοκαίρι, πηγαίναμε κάθε βράδυ και παίζαμε στα χωριά, με μια μηχανή την οποία πήρα εγώ, ας το πούμε, και την κουβαλούσα. 

Θ.Π.:

Αυτή είναι φορητή;

Ε.Β.:

Φορητή. Αποφάσισαν μετά αυτά τα παιδιά, αυτή η ομάδα -ήταν ο Κολώνιας, ήταν η Πάτρα. Τέλος πάντων, μετά, τώρα διέλυσε αυτή η τέτοια και ο καθένας πήγε σε άλλο πόστο. Άλλος ήταν στη Νομαρχία, άλλος ήταν στο Ι.Κ.Α. Αποφασίσανε μετά να αγοράσουν μια μηχανή αυτή και να τις κάνουν αυτοί τις προβολές. Ναι, όμως, όταν δεν την ξέρεις τη δουλειά έχει και κόστος να κουβαλάς και να κάνεις το ένα, το άλλο, ενώ είχαν αγάπη με τον κινηματογράφο αυτή η ομάδα που έγινε, αγόρασαν τη μηχανή και τελικά δεν μπόρεσαν να κάνουν προβολές και τα παρατήσανε. 

Θ.Π.:

Γιατί;

Ε.Β.:

Γιατί είχε κόστος. Πρέπει αυτοκίνητο, να τη βάλεις τη μηχανή, να δουλέψεις τη μηχανή, να τη φορτώσεις, να την ξεφορτώσεις, την ταινία… Δηλαδή, ξεκινήσανε, μόνο τη μηχανή που αγόρασαν και μετά έμειναν, δεν μπορούσαν να τη συνεχίσουν, γιατί δεν ξέρεις ένα πράγμα. Όταν δεν το ξέρεις το αντικείμενο, δεν μπορείς να το κάνεις. Τώρα ο ένας φαρμακοποιός, ο άλλος δεν ξέρω τι ήταν -δεν είχαν σχέση με τον κινηματογράφο. Είχαν την αγάπη με τον κινηματογράφο... Όπως και ο Πασχάλης που είναι εδώ στην Νομαρχία. Ο Πασχάλης έχει την τρέλα του. Παίξαμε και για τα παιδιά εδώ. Έβαλα μια μηχανή κι έπαιζε και ήρθαν τα παιδιά, η ομάδα του. Τώρα, εδώ στο ξενοδοχείο.

Θ.Π.:

Τώρα πρόσφατα;

Ε.Β.:

Πρόσφατα. Έτσι, για-

Θ.Π.:

Λειτουργούν, δηλαδή. 

Ε.Β.:

Όλες, όλες. Και η μικρή και αυτή, κι εκείνη, κι αυτή, κι αυτή. Θα σου βάλω ύστερα λίγο να δεις αυτήν εδώ που δουλεύει, θα σ' τη βάλω ύστερα. Λοιπόν, και πάμε μετά, φεύγουμε από εκείνο και, εν συνεχεία, άλλαξα επάγγελμα διότι πλέον δεν… Έγινα ξενοδόχος, έκανα δικό μου ξενοδοχείο, στην Ξάνθη μέσα. Έλα, όμως, που ήρθαν τα παιδιά, φοιτητές και κάνανε μια λέσχη κινηματογραφική και θέλανε να παίζουν στο Πολυτεχνείο μέσα. Υπάρχει μια αίθουσα μεγάλη στην οποία θέλουν να κάνουν προβολές με δικές τους ταινίες. Ήρθαν με βρήκανε -έλα όμως που η αγάπη του σινεμά δεν πεθαίνει μ[00:40:00]ε τίποτα. Με παρακαλέσανε να βρούμε μια μηχανή, να τη στήσουμε εκεί επάνω -είχαν κι έναν χώρο που μπορούσαν να βάλουν τη μηχανή-, να τη στήσουμε εκεί επάνω και να κάνουμε προβολές. Λοιπόν, δέχτηκα να τους βοηθήσω μόνο και μόνο για την τρέλα που είχα εγώ. Λέω: «Ό,τι θέλετε, παιδιά». Τι κάναμε; Λέω: «Πού είναι η αίθουσα;», πάμε στο Πολυτεχνείο: «Εδώ», που είναι στην Ξάνθη μέσα. Βλέπω τον χώρο, μέσα ωραίος, έπαιρνε διακόσια άτομα μέσα. Είχε τον χώρο σαν καμπίνα, για να βάλουμε τη μηχανή, οπόταν λέω: «Εγώ θα σας βάλω τη μηχανή, θα σας παίζω και τη μηχανή. Θα φέρνετε και τις ταινίες -γιατί θέλει κι έναν κόπο η ταινία να δεθεί, να κλειστεί, να σταλεί πίσω στην Θεσσαλονίκη-, εσείς μόνο θα μου φέρνετε την ταινία εδώ. Εγώ θα την ετοιμάζω την ταινία», γιατί έρχονται σε κουτιά, δεν έρχεται όπως είναι έτσι. Λοιπόν, κι αποφασίσαμε και το κάναμε. Τους έδωσα μια μηχανή -αυτή εδώ- την οποία την έβαλα επάνω εκεί... Όχι, πιο μπροστά έγινε -πριν γίνει αυτό, πάμε λίγο πιο πίσω-, ήρθαν και με βρήκανε από τη Φ.Ε.Ξ. -η Φ.Ε.Ξ., κι ακόμη υπάρχει, η οποία η Φ.Ε.Ξ είναι στο παλιό Δημαρχείο -το ξέρεις;- και είναι η αίθουσα εκείνη-, να κάνουμε προβολές. Έβαλα μια μηχανή εκεί -με εισιτήριο αυτοί, βέβαια- έβαλα μια μηχανή, πήραν ένα πανί, τους είπα πως να το κάνουν το πανί, για να μην το έχουν εκεί να το ανεβάζουν, να το κατεβάζουν το πανί, να μη το στήνουνε κάθε φορά, και παίξαμε κάνα-δυο χρόνια εκεί. Φέρνανε ταινίες αυτοί, τα παιδιά, και μαζευόταν η κουλτούρα, η τέτοια, γιατί οι ταινίες ήταν όλες κουλτουριάρικες. Δεν ήταν «Ξανθόπουλοι» και αυτά και ιστορίες. Οπόταν, τους άφησα κάνα-δυο χρόνια. Κάποια στιγμή, όμως, κι αυτοί τα παρατήσανε. Είτε γιατί οι ταινίες τους, ακούγανε αυτοί που είχαν τις ταινίες ότι: «λέσχη». «Α, λέσχη; Έχουν λεφτά». Πλήρωναν τα παιδιά στην αρχή, αλλά μετά άρχισαν πλέον… Δεν είναι να πληρώσεις. Πλήρωναν δηλαδή εκατό ευρώ κι αυτοί έπιαναν πενήντα. Είχαν κάποια επιχορήγηση, αλλά δεν βγαίνανε. Οπόταν, σιγά-σιγά, το σταματήσανε. Εκείνη την περίοδο που ήταν αυτοί, οργάνωσα και τους φοιτητές. Τη φοιτητική εστία στο Πολυτεχνείο μέσα.

Θ.Π.:

Πριν πόσα χρόνια, περίπου;

Ε.Β.:

Ε, καμιά δεκαετία. Πρέπει να έχει καμιά δεκαετία. 

Θ.Π.:

Πρόσφατα. 

Ε.Β.:

Ναι, καμιά δεκαετία. Λοιπόν, τους έβαλα κι εκεί μια μηχανή, τους οργάνωσα επειδή είχε πίνακα κάτω. Τους λέω: «Θα κάνουμε ένα πανί μεγάλο», κάνανε τα παιδιά ένα πανί πολύ μεγάλο, το οποίο ανέβαζαν το πανί με δύο σίδερα, για να ανεβαίνει, να κατεβαίνει το πανί. Γιατί το πρωί είχαν μαθήματα -έπρεπε να γράψουν εκεί στον πίνακα οι καθηγητές. Τους οργάνωσα κι αυτούς. Κάναμε προβολές κάνα-δυο χρόνια, κι αυτοί πληρώνανε τις ταινίες ακριβά. Κάποια στιγμή, όμως, δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν, τα σταμάτησαν. Έλα, όμως, που οι μηχανές μείνανε εκεί: στο Πολυτεχνείο και στο αυτό. Πέρασαν καμιά πέντε-έξι χρόνια, έρχονται κάποια στιγμή, κι ο ένας μου λέει: «Κοίταξε να δεις, τον χώρο που έχει η Φ.Ε.Ξ, εκείνο το κομμάτι, το γκρεμίζουμε τώρα. Τη μηχανή θα την πετάξουμε». Του λέω: «Πας καλά, ρε; Τι θα την πετάξεις τη μηχανή, να πούμε;». Δηλαδή, αν δεν μου το έλεγαν και την πετούσαν, ίσως να μην έπαιρνα χαμπάρι. Εγώ θα νόμιζα ότι η μηχανή είναι εκεί. Λέω: «Κάτσε, θα έρθω να την πάρω». Παίρνω ένα φορτηγάκι, τη φορτώνω και τη φέρνω εδώ και τη βάζω εδώ. Όπως, επίσης, και οι φοιτητές. Κλείσανε το αυτό, λέω: «Θα ξαναπαίξετε;». «Όχι». Λέω: «Να την πάρω τη μηχανή». Λένε: «Έλα πάρ' την, γιατί δεν παίζουμε πια». Κι εκεί πήγα την πήρα με φορτηγό, την έβαλα και την έφερα εδώ πέρα. Και η αγάπη αυτή συνεχίστηκε και κλείστηκε με αυτό το τελευταίο: Φ.Ε.Ξ., Ν.Ε.Λ.Ε -Ν.Ε.Λ.Ε, Φ.Ε.Ξ μετά την τέτοια, ας το πούμε,- και Πολυτεχνείο. 

Θ.Π.:

Πολυτεχνείο. Τις μηχανές, τις συντηρείτε μόνος σας;

Ε.Β.:

Δουλεύουν όλες. Όλες δουλεύουν.

Θ.Π.:

Μιλήστε μου λίγο για τις μηχανές. Αυτή εκεί τι είναι στη γωνία;

Ε.Β.:

Αυτή η μηχανή στη γωνία, την είχε ο στρατός, και τη βρήκα σε μια αποθήκη πεταμένη και θέλανε να την πετάξουν και με φώναξαν... Με αυτήν τη μηχανή ο στρατός έκανε προβολές -κάτσε να σου ανοίξω λίγο το καπάκι για να την πάρεις όλη. 

[00:45:00]

Θ.Π.:

Πείτε μου έτσι και θα τη βγάλουμε μετά. 

Ε.Β.:

Ναι, ναι. Λοιπόν, θα τη βγάλεις μετά. Άσ' τη, θα τη βγάλει μετά φωτογραφίες. Αυτήν τη μηχανή την είχε ο στρατός και υπήρχαν δύο κινηματογράφοι: ένας κινηματογραφιστής κι ένας οδηγός. Και πηγαίνανε με τα τζιπ κι όταν παίζαμε κι εμείς τότε, τα χρόνια που παίζαμε εμείς, σε όλα τα χωριά. Αλλά δεν μας έκανε ανταγωνισμό, γιατί αυτωνών οι ταινίες ήταν πολύ παλιές και δεν τα βλέπανε τα χωριά. Αυτοί ήθελαν ταινίες πρόσφατες του Ξανθόπουλου, που ήταν εκείνη την εποχή, Μάρθα Βούρτση, Μπάρκουλη… Αυτές τις ταινίες βλέπανε. Οπόταν, δεν κάνανε ανταγωνισμό και δεν ήταν τακτικά, γιατί αυτοί παίζανε και στα στρατόπεδα μέσα και στα άλλα. Η άλλη μηχανή επάνω, είναι μια ιταλικιά η οποία δουλεύει με λάμπα, δηλαδή η προβολή της γίνεται με λάμπα. Επίσης, αυτή η μηχανή είναι μια ρώσικη, την οποία την πήρα από τον Εχίνο, από το πομακοχώρι επάνω, την οποία την πήρε να παίξει κάποιος όταν εγώ «άνοιξα» το χωριό και άρχισα να παίζω, αλλά δεν τη δούλεψε ποτέ, γιατί δεν ήξερε, δεν μπορούσε να βρει ταινίες, δεν ήταν στην ιστορία και μετά τον έκανε φούρνο τον κινηματογράφο κι αυτή η μηχανή του έμεινε. Και πήγα εγώ, την αγόρασα -δεν θυμάμαι πόσο-, αλλά αυτήν τη μηχανή που βλέπεις μπορεί να την πήρα εκατό ευρώ και μου έβγαλε πέντε χιλιάδες δραχμές. Δηλαδή, με το παραπάνω. Και αυτήν δουλεύει. Και αυτήν τη μηχανή την άλλη, την είχα στο αυτοκίνητο μέσα, γιατί αυτήν είναι με κάρβουνο. Τώρα, βέβαια, δεν υπάρχει. 

Θ.Π.:

Τι εννοείτε με κάρβουνο;

Ε.Β.:

Αυτή δουλεύει με κάρβουνο, η προβολή της γίνεται με κάρβουνο. Τώρα θα σ' τη βάλω να τη δεις, να τη βγάλεις φωτογραφία, ή τράβηξε τη σε βίντεο.

Θ.Π.:

Τελευταία, μου είπατε, κύριε Στράτο, ότι με την Ν.Ε.Λ.Ε. και την Φ.Ε.Ξ. και το-

Ε.Β.:

Με αυτό κλείσαμε τον κύκλο του κινηματογράφου, αλλά δεν παύω να είμαι τρελαμένος και παρακολουθώ τώρα καμιά φορά κινηματογράφο, πάω εδώ πέρα. Έχουν αλλάξει μεγάλη τεχνολογία και, εν τω μεταξύ, επειδή με ζήτησαν να πάω μηχανικός στους κινηματογράφους στο «Odeon» εδώ, αλλά δεν μπορούσα να πάω. Γιατί θέλει και άδεια. Για να δουλέψεις τις μηχανές αυτές εδώ, θέλει και άδεια. Έδωσα εξετάσεις στην Καβάλα, πήρα την άδεια Μηχανικού Κινηματογράφου. Δεν μπορούσε να πάει οποιοσδήποτε να δουλέψει. Κι αυτές που είχα εγώ τις μηχανές, ας πούμε, έπρεπε να έχω την άδεια -άδεια χειριστού. Και παρόλο το Δημοτικό, είχα προϋπηρεσία και με την προϋπηρεσία τότες πήγα στην Καβάλα, έδωσα εξετάσεις και, εν συνεχεία, μου ζήτησαν εδώ στην «Odeon» να πάω, να κάνω τον μηχανικό, αλλά δεν μπορούσα, λόγω του ότι έχω το ξενοδοχείο. Κι επειδή παρακολουθώ τις αλλαγές που κάνουν εδώ, στην αρχή είχαν μηχανές, όπως αυτές εδώ, μετά έγινε ψηφιακή με DVD αυτό, κι όταν -αυτά τα μαθαίνω από αυτούς, βέβαια-, κι όταν μου είπαν ότι γινόταν αντιγραφές των ταινιών που βγαίνανε καινούργιες, και τώρα παίζει ψηφιακή. Έρχεται δηλαδή μέσω internet. Κατεβάζουν την ταινία μέσω internet και την προβάλλουν, οπόταν, δεν γίνεται τώρα η κλεψιά, η αντιγραφή. Γιατί, ξέρεις, πουλιόταν και ταινίες οι οποίες βγαίνανε καινούριες και τις πούλαγαν σε DVD αμέσως. Μπορούσες να την αγοράσεις ή να τη νοικιάσεις και να τη δεις. Για να αποφύγουν όλη αυτήν την τέτοια, την ιστορία, στο τέλος άλλαξαν τις μηχανές και βάλανε τώρα ψηφιακές μηχανές, οι οποίες μέσω computer παίζουν, internet. «Τακ-τακ», βάζεις το πρόγραμμα, πότε θα σβήσουν τα φώτα, πότε θα ανοίξει, πότε θα ξεκινήσει, πότε θα τελειώσει, πότε θα μπει η μουσική. Τώρα ένα computer δουλεύει, τίποτα άλλο. 

Θ.Π.:

Χάθηκε. Ούτε ταινίες…

Ε.Β.:

Ο κινηματογραφιστής χάθηκε. Δεν υπάρχει τίποτα. 

Θ.Π.:

Οι ταινίες, που λέτε, κοβόταν;

Ε.Β.:

Ναι, με τα τούρκικα, που σου λέω, αυτά που έπαιζα τότες, όταν μια ταινία... Δεκαπέντε ταινίες και τις έχεις παίξει πενήντα φορές, αυτές γίνονταν κουρέλι, γιατί κόβονται και τις κολλάς με ασετόν. Ταινία με ταινία κολλάει με ασετόν. Δηλαδή, την έκοβες, έκανες και την κολλούσες με ασετόν, αλλά φαινόταν: «πηδούσες» τέτοια. Άστα, είναι τρομερά χρόνια, ωραία…

Θ.Π.:

Οι αφίσες που έχετε εδώ στο ξενοδοχείο; Είναι αυθεντικές;

Ε.Β.:

Κοίταξε, αυτές οι αφίσες όλες... Καλώς ή κακώς, κάποια πράγματα δεν μπορείς να φανταστείς την εξέλιξη τους, μετά τι γινόταν, ας πούμε, από εκείνα τα[00:50:00] χρόνια. Δηλαδή, άλλαζε σιγά-σιγά. Αυτές οι αφίσες εδώ, ήταν τον καιρό που έπαιζα τις ταινίες αυτές. Αυτές τις αφίσες που έχω εδώ, όλες τις έχω παίξει τις ταινίες. Και άμα σου πω είναι πενήντα-εξήντα χρονών, δεν είναι αφίσες από Μοναστηράκι που έχω πάρει και έχω κάνει. Γιατί άμα τις δεις επάνω ή αν τις βγάλεις φωτογραφία, θα τις δεις ότι είναι λερωμένες, είναι παλιές, είναι αυτό, είναι εκείνο… Κι αποφάσισα να τις κάνω όλες αυτές και κάποιες άλλες -οι οποίες ήταν και γυμνό και τέτοια, εκείνες δεν τις έβαλα-, τις οποίες τις έκανα καδράκια και τις έβαλα εδώ πέρα.  Απ' το ξενοδοχείο αυτό έχουν περάσει πολλοί τραγουδιστές και πολλοί ηθοποιοί. Έχω ένα άλμπουμ, το οποίο το τι γράφουν μέσα είναι άλλο πράγμα. Δηλαδή, μπαίνουν μέσα και βλέπουν αυτά τα πράγματα και λένε: «Τι γίνεται; Ήρθαμε στο ξενοδοχείο να μείνουμε, να διανυκτερεύσουμε και μηχανές κινηματογραφικές;». Λοιπόν... Οπόταν, πέρασαν πολλοί και βλέπανε αυτά όλα. Η δε νεολαία, κι ο γιος μου ακόμα ο μικρός, δεν τα θυμάται αυτά. Δηλαδή, ίσως τα βλέπουν και σου λέει: «Τι είναι αυτά;» και πολλοί που έρχονται και τα βλέπουν, άλλοι βγάζουν φωτογραφίες και τις αφίσες που βλέπουν, αλλά δεν μπορούν να φανταστούν αυτά. Κι αυτές οι αφίσες είναι αυθεντικές τελείως γιατί, πέραν του ότι τα έπαιξα τα έργα αυτά, κατά καιρούς είχα και φωτογραφίες πολλές, και τις είχα πεταμένες κάπου. Και κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, πρόσφατα δηλαδή, πριν τέσσερα-πέντε χρόνια, τις βρήκα πεταμένες εκεί σε μια αποθήκη μέσα, λερωμένες, «παρταλιασμένες» και τις πήρα όλες αυτές, τις μάζεψα, τις έκανα αφίσες και τις έβαλα στο ξενοδοχείο γύρω-γύρω. Οπόταν, οι παλιοί τα βλέπουν, οι καινούριοι δεν ξέρουν καν τι είναι. Σου λέει, βλέπουν, διαβάζουν, το ένα, το άλλο. Και το άλλο το καλό είναι ότι όλα τα χωριά της Ξάνθης, σε όλα τα χωριά της Ξάνθης, αυτοί που είναι ηλικιωμένοι, 65 χρονών, 60 χρονών και πάνω, όλοι με ξέρουν. Γιατί ήμουν αυτός που τους έδωσε τα φώτα. Δηλαδή, με χαιρετάνε, με βλέπουν: «Δεν θα μας φέρεις εκείνο το έργο, ρε συ; Τι έγινε;». Κι αυτούς τους έχει μείνει. Κι όταν με βλέπουν θυμούνται αμέσως. Κι εγώ τους ρωτάω το άλλο -είναι κάποιοι οι οποίοι συνεργάζομαι, επαγγελματίες, που έχουν αυτό, και έρχονται μου φτιάχνουν μια δουλειά εδώ στο ξενοδοχείο. Με γνωρίζει κιόλας, βέβαια, πόσο κάνει τη δουλειά του τον πληρώνω, να πούμε. Τον ρωτάω: «Εγώ εσένα σε πήρα λεφτά;». «Με πήρες -λέει- όταν ήμουν μικρός. Ήρθα κινηματογράφο -λέει- και σε έδωκα πέντε ευρώ». «Ε, τώρα καιρός να μου τα παίρνεις εσύ. Πάντως σε πήρα εγώ λεφτά. Αφού σε πήρα λεφτά, είμαστε πάτσι». Είναι καλές αναμνήσεις. Δυστυχώς, τα παιδιά, η νεολαία δεν-

Θ.Π.:

Είναι μια τέχνη που χάνεται -χάθηκε. 

Ε.Β.:

Που χάνεται και χάθηκε. Χάθηκε, χάθηκε. Τώρα τι βλέπεις; Αμερικάνικες παραγωγές και τρελές και...

Θ.Π.:

Ποια ήταν η αγαπημένη σας ταινία, κύριε Στράτο; Που θυμάστε, που όποτε την παίζατε, καθόσασταν κι εσείς κάθε φορά και την χαζεύατε;

Ε.Β.:

Κοίταξε, όλες οι ταινίες αυτές που ήταν όλα μελό, κι εκείνες οι ταινίες που σου άφηναν λεφτά. Δηλαδή... Γιατί μια ταινία την έβλεπες επτά φορές, κάθε μέρα. Όλες ήταν σχεδόν το ίδιο: η μάνα χάνει το παιδί, άλλη την άφηνε ο άλλος χωρίς παιδί, την έβρισκε μετά από κάποια χρόνια, ο καπετάνιος πήγε εκεί και κάνανε... Δεν είχε βία. Στις ταινίες εκείνες δεν υπήρχε βία. Δεν μιλάω τώρα για «Τρούμπα» και τέτοια που, εντάξει, «Κόκκινα Φανάρια» κι αυτά, δεν ήταν γυμνό, αλλά δεν είχε και βία. Δηλαδή, όλες οι ταινίες δεν είχαν βία. Δεν άρεσε ο κόσμος τη βία, δεν άρεσε την κωμωδία. Την κωμωδία δεν την ήθελε. Οι περισσότερες ταινίες ήταν αυτές του Ξανθόπουλου που μας άφηναν λεφτά. Τέτοιες ταινίες άφηναν λεφτά. Μετά, άρχισαν να βγάζουν τις έγχρωμες, πλέον γυρίσανε στον έγχρωμο κινηματογράφο. Εκεί, άρχισε πλέον να χάνει την αίγλη. Την αίγλη άρχισε να τη χάνει. Δηλαδή, δεν τις έβλεπε, ενώ ήταν έγχρωμη, χορευτική… Ξέρεις, κάτι. Τώρα τις βλέπουμε στην τηλεόραση ξανά, «Ραντεβού στον αέρα», και κάτι αυτά που παίζουν στις τηλεοράσεις, δεν τα βλέπανε αυτά, οπόταν, αποφεύγαμε τις κωμωδίες, γιατί δεν τις έβλεπαν. Κι από τη στιγμή που δεν τις βλέπουν, δεν τις παίρναμε. 

Θ.Π.:

Οι αντιδράσεις του κόσμου στις πρώτες έγχρωμες ποιες ήταν;

Ε.Β.:

Αν δεν ήταν δράμα, δεν… Δηλαδή, άμα ήταν να κόψεις διακόσια εισιτήρια, έκοβες εκατό. 

Θ.Π.:

Αλήθεια;

Ε.Β.:

Ναι, αυτή ήταν [Δ.Α.]-

Θ.Π.:

Δηλαδή, οι πιο χαρούμενες που ξεκίνησαν με[00:55:00]τά, με Μάρθα Καραγιάννη και τέτοια-

Ε.Β.:

Όχι, εκεί άρχισε να φθίνει πλέον, ξεπερνάνε. Ό,τι δράμα υπήρχε, κλάμα, αυτό ήταν που δούλευε και πουλούσε -και πουλούσε. Και γι’ αυτό και έβγαζαν τότε σωρηδόν ταινίες: «Μάνα μου, ορφανή», «Μάνα μου...». Είδες επάνω τώρα. Κάνε μια φωτογράφιση επάνω μερικές από αυτές εδώ. 

Θ.Π.:

Ναι.

Ε.Β.:

Επάνω στους διαδρόμους που 'χω. Θα καταλάβεις ποιες ήταν οι ταινίες. 

Θ.Π.:

Μάλιστα. Κύριε Στράτο, σας ευχαριστώ πάρα-πάρα πολύ. Απόλαυσα πραγματικά τη συζήτηση μας σήμερα. 

Ε.Β.:

Με έβγαλες τώρα πολλά πράγματα, τα οποία αν μου τα ρωτούσες δεν είναι να τα πω στα παιδιά, γιατί δεν τα καταλαβαίνουν τα παιδιά. Παρόλο που βλέπουν τις μηχανές, βλέπουν τα αυτά, δεν τα καταλαβαίνουν. Δεν μπορούν να «μπουν», δεν μπορούν να «μπουν». Ενώ κάποιοι παλιοί, που συναντώ στον δρόμο, όλοι μιλάνε. Γιατί βλέπουν σήμερα πως είναι η κοινωνία, πως έγινε τώρα-

Θ.Π.:

Αυτή ήταν η μαγεία του κινηματογράφου, που λέμε. 

Ε.Β.:

Αυτή ήταν η μαγεία.