«Πενταλοφίτης ή Ρουμελιώτης;» - Ο παλιός δάσκαλος του Πεντάλοφου Κοζάνης αφηγείται τη ζωή του
Ενότητα 1
Τα παιδικά και σχολικά χρόνια στη Λαμία
00:00:00 - 00:12:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Βρισκόμαστε στον Πεντάλοφο Κοζάνης, ο μήνας έχει 29 Μαΐου του 2022 με τον κύριο Ιωάννη Ζέρβα. Πότε γεννηθήκατε; 1943, 29 Ιουνίου. Πού; …υδάσω, οι δυνάμεις μου δεν φτάνουν με τίποτα να φτάσω εκεί πέρα να σπουδάσω το παιδί μου και έτσι θα δώσει εδώ στην Παιδαγωγική Ακαδημία».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Οι σπουδές στην Παιδαγωγική Ακαδημία
00:12:50 - 00:16:48
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έτσι βρέθηκα και με εξαιρετική βαθμολογία στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Λαμίας. Είμαστε πλέον 1962. Οι σπουδές τότε κρατούσαν δύο χρόνια. Δε… προχωράμε, έχω γεννηθεί το ‘43 και το ‘64 είμαι είκοσι ένα χρονών, όταν τελειώνω και έρχεται φυσικά η ώρα της υπηρεσίας στην πατρίδα μας.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η στρατιωτική θητεία και οι συνεχείς μεταθέσεις
00:16:48 - 00:36:00
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όπως όλοι οι νέοι έτσι και εμείς προσφέραμε τις υπηρεσίες στην πατρίδα μας. Το καθήκον μας. Είχα την τύχη να γίνω έφεδρος αξιωματικός και στ…σότερα δεν θυμάμαι από την στρατιωτική μου θητεία. Ήσυχος ο καιρός, πάρα πολύ ήσυχα περάσαμε. Μέχρι που ήρθε η 17 Αυγούστου και απολύθηκα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η γνωριμία με τη σύζυγο και ο διορισμός στο Καρπενήσι
00:36:00 - 00:42:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αλλά εδώ μέχρι τώρα δεν σας έβαλα το σπουδαιότερο κεφάλαιο της ζωής μου. Σας είπα ότι είμαι Ρουμελιώτης στην καταγωγή. Βέρος Ρουμελιώτης και…λο χωριό είναι το κάτι άλλο για την περιοχή της Ευρυτανίας. Είναι το μικρό Παρίσι, πανέμορφο τα πάντα έχει, κοντά στο Καρπενήσι πάρα πολύ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η μόνιμη εγκατάσταση στον Πεντάλοφο, ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας
00:42:55 - 00:52:42
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πέρασα τον πρώτο χρόνο. Είναι και ο πρώτος χρόνος του γάμου μου. Είναι μέρες χαράς, ευτυχίας. Είμαι κοντά. Είμαι πάρα πολύ κοντά στους δικού…πάρα πολλές λεπτομέρειες. Και, ίσως, αν υπάρξει ερωτηματολόγιο πιο κάτω να πούμε κι άλλα. Αλλά, πάντως, αυτή είναι η ζωή ενός απλού Έλληνα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η μόνιμη εγκατάσταση στον Πεντάλοφο, ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας
00:52:42 - 01:08:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ήσασταν κατατοπιστικότατος και η αλήθεια είναι ότι όσες ερωτήσεις έχω σημειώσει εδώ τις απαντούσατε μόνος σας στη ροή. Μία τελευταία θέλω να…υ είπαμε μεμονωμένα, μπορούμε κάτι να το αναπτύξουμε, πολύ ευχαρίστως όποτε θέλεις, Γιώτα μου, να σε βοηθήσω, γιατί στο χρωστάω από παλιά!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Βρισκόμαστε στον Πεντάλοφο Κοζάνης, ο μήνας έχει 29 Μαΐου του 2022 με τον κύριο Ιωάννη Ζέρβα. Πότε γεννηθήκατε;
1943, 29 Ιουνίου.
Πού;
Στην Άνω Καλλιθέα Σπερχιάδας, Λαμίας.
Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα, γιατί εγώ γεννήθηκα μέσα στην Κατοχή, στην άγρια Κατοχή. Γεννήθηκα μάλιστα μέσα στο σπίτι που καταγόταν η μάνα μου σε μέρες που οι Γερμανοί ‘καναν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και αναγκάστηκε να φύγουν μέσα στα βουνά, για να γλυτώσουν. Ήταν, λοιπόν, πάρα πολύ δύσκολα. Βέβαια, από τα πράγματα τα οποία μπορώ να θυμάμαι -όχι από το ’43 που γεννήθηκα ή το’45- κάπου εκεί το ‘48 με ‘49 αρχίζουν οι πρώτες μνήμες και έρχονται στο μυαλό. Και θυμάμαι εικόνες εκείνης της εποχής. Να πω για τις εικόνες αυτές; Δυστυχώς, Δώρα μου, οι εικόνες αυτές ήταν εικόνες της φρίκης που ζούσε η πατρίδα μας τότε με τον Εμφύλιο Πόλεμο. Ήμαστε στην Σπερχιάδα, ήμασταν όπως μας έλεγαν συμμοριόπληκτοι, τα χωριά όπως κι εδώ είχαν μαζευτεί στον Πεντάλοφο τα χωριά γύρω γύρω, έτσι και εκεί. Το πώς ζούσαμε ας το αφήσουμε. Ας το αφήσουμε. Οι ήρωες γονείς μας το πώς μας ανάστησαν και μεγαλώσαμε! Είναι από τα πράγματα τα οποία πάντοτε τους θαυμάζαμε και πάντοτε τους ευγνομωνούσαμε! Να σου πω σκηνές; φρίκης σκηνές! Θυμάμαι που γινόταν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή της Ρούμελης και θυμάμαι που φέρνανε τους νεκρούς αντάρτες σκοτωμένους επάνω στα «James». Τους περνούσαν να τους δει ο κόσμος. Εμείς μικρά παιδιά δεν καταλαβαίναμε, ήταν αδύνατον! Θυμάμαι κοπέλες του Δημοκρατικού Στρατού με τα όπλα τους και μάλιστα μία αγωνίστρια, Αμαλία, και ρωτούσαν κοπέλες της εποχής «τι όπλο έχει η Αμαλία;». «Στεν, Στεν», θυμάμαι έλεγε η Αμαλία. Η πιο φοβερή σκηνή την οποία έχω αποτυπώσει δύο και τρεις φορές στο μυαλό μου ήταν όταν στην κορυφή της πλατείας της Σπερχιάδας, φέρνανε κομμένα τα κεφάλια των νεκρών αγωνιστών του Δημοκρατικού Στρατού και τα εκθέτανε σε δημόσια θέα. Δεν υπάρχει πιο φοβερό θέαμα από αυτό κορίτσι μου. Αυτά θυμάμαι σε αυτή την ηλικία των πέντε με έξι ετών εκεί γύρω γύρω. Ναι, θυμάμαι και μια ευχάριστη σκηνή μιας και μου ήρθε τώρα στο μυαλό, είναι κοπέλες της εποχής, εγώ ήμουν πέντε χρονών έξι, οι κοπέλες είναι δεκαοχτώ, είκοσι, είκοσι δύο, είκοσι τέσσερα και άλλη πλέκει, άλλη κεντάει, άλλη αυτή. Βέβαια, εγώ δεν καταλαβαίνω τι είναι όλα αυτά και με ρωτούσανε, με πειράζανε μικρόν και μου λέει… Θυμάμαι που με ρώτησε μια από τις κοπέλες αυτές: «Γιαννάκη, εσύ ποια θα παντρευτείς από εμάς;». Και έτσι με την αθώα παιδική μου ψυχή και όπως τα έβλεπα εγώ: «Εκείνη που κάνει καλή βελέντζα», της απάντησα. Έχει μείνει μέσα στην ψυχή μου. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Αυτό θυμάμαι από τότε. Μια άλλη σκηνή που μου έχει μείνει. Θυμάμαι τον μακαρίτη τον πατέρα μου να τον έχει κρύψει η μάνα μου, δεν έχει επιστρατευτεί ήταν μεγάλος, πίσω από τον κήπο, για να γλυτώσει τις αγγαρείες που τους παίρνανε να πάνε μέχρι το Καρπενήσι και μέχρι τα καλεσμένα που φτιάχνανε το δρόμο σκάβοντας και κανείς δεν ήξερε αν θα γυρίσουν πίσω ζωντανοί, γιατί οι συγκρούσεις ήταν συνεχείς. Το αίμα έρεε, έτρεχε. Η πατρίδα μας, όπως τα έχουμε ζήσει εμείς τα μικρά παιδιά και έχουν αποτυπωθεί και τώρα όσο γεράζουμε, τόσο λυπούμαστε και σκεπτόμαστε και λέμε γιατί, γιατί, γιατί. Φοβερές σκηνές, αυτές οι πρώτες σκηνές από τον Εμφύλιο Πόλεμο στην Σπερχιάδα που ήταν κέντρο της περιοχής. Είχαν μαζευτεί περίπου στα τριάντα χωριά καταφυγόντες. Ναι, εδώ ήρθε βέβαια και η ηλικία μας για να πάμε στο σχολείο. Ποιο σχολείο να πάμε; στο κτήριο του γυμνασίου, είχαν μια μεγάλη αίθουσα και θυμάμαι η Α’ τάξη έπρεπε να έχει πάνω από 160 παιδιά. Καθόμασταν σταυροπόδι κάτω. Ούτε βιβλίο ούτε μάθημα κάναμε ούτε τίποτα. Ούτε τίποτα. Δεν μπορέσαμε να μάθουμε. Κάποιοι ελάχιστοι μαθαίνανε. Θυμάμαι μια καλή δασκαλίτσα η καημένη -ο Θεός να την αναπαύει εκεί που είναι- προσπαθούσε με κάθε τρόπο, επειδή ήταν και από το διπλανό χωριό μας, ερχόταν και στη μάνα μου και στη γιαγιά μου. Ήταν και ο μεγαλύτερος ο αδερφός μου, αλλά και εκείνος δεν μπορούσε… δεν μπορούσαμε να κάνουμε… Δεν ήταν σχολείο αυτό. Δεν ήταν σχολείο αυτό. Πολλές φορές δεν μπαίναμε καν μέσα στο σχολείο, δεν μας αναζητούσε και κανένας, γιατί ήμασταν τόσοι πολλοί που δεν μας βρίσκανε… Δεν βρίσκανε άκρη. Θυμάμαι μάλιστα -έτσι γιατί χρειάζονται και αυτά τα παιδικά- ότι υπήρξε… Είχε πέσει μια αυτή με ψώραση και τα μικρά τα παιδιά είχαμε γεμίσει. Μάλιστα, εγώ το κεφαλάκι μου ήταν γεμάτο και με πειράζανε οι μεγαλύτεροι και ΄λεγαν: «Άντε, εσύ θα μάθεις τόσα γράμματα όσα σπυριά έχει το κεφάλι σου», θυμάμαι. Από τις αστείες ιστορίες. Για να καταλάβετε πώς ακριβώς έχει η όλη υπόθεση, όταν το 1950 επαναπατριστήκαμε στο χωριουδάκι μας, την Απάνω Καλλιθέα, και ήρθε ο αείμνηστος δάσκαλος μου, Γεώργιος Παπαχαραλάμπους από την Γιαννιτσού τον οποίο τον είχα και τα έξι χρόνια υπ' όψιν και μας έβαλε στην τάξη και μας έδωσε βιβλίο να διαβάσουμε, κανένας μας. Εμείς που έπρεπε να είμαστε στη Β’, κανένας μας δεν ήξερε να ξεκινήσει να ξεκινήσει καν να διαβάζει. Δεν είχαμε μάθει απολύτως τίποτα. Ήταν… Ήταν αδύνατο να μάθουμε. Γι’ αυτό, αν και στην Σπερχιάδα μας δώσανε σε όλα ενδεικτικό με έξι, όλα τα παιδιά όσα ήταν γραμμένα -πόσα ήταν- 800 ήτανε 900 ήτανε. Όλα τους δώσανε. Κανένα από αυτά τα παιδιά δεν είχε μάθει. Ελάχιστα αν είχαν προχωρήσει στην επόμενη τάξη. Αποτέλεσμα; με εντολή του υπουργείου, δεν γνωρίζω αν αυτό έγινε και σε άλλα μέρη της πατρίδας μας, μας βάλανε στην προηγούμενη τάξη. Ξεκινήσαμε κανονικά από την α’ και από εκεί και πέρα μάθαμε και γράμματα, μάθαμε κι από όλα. Έτσι φτάνουμε στην περίοδο του κανονικού σχολείου. Το σχολείο το έχουν κάψει οι Γερμανοί. Δεν υπάρχει. Χώρος μοναδικός ο νάρθηκας της εκκλησίας. Ο γυναικωνίτης. Επάνω στο γυναικωνίτη το θυμάμαι σα τώρα υπάρχουν δυο ξύλινα θρανία στενόμακρα τα οποία πιάνουν πέντε με εφτά μαθητές. Εμείς ήμασταν γύρω στα σαράντα παιδιά. Το πρωί γινόταν σκοτωμός ποιος θα πάει πρώτος πιο νύχτα να προλάβει να καθίσει σ’ αυτό το στενόμακρο θρανίο. Οι άλλοι σταυροπόδι κάτω με την πλάκα μας. Βιβλίο αν είχαμε καθόλου δεν θυμάμαι. Είχαμε όμως ήρωα δάσκαλο! Είχαμε ήρωα δάσκαλο, τον Γιώργο Παπαχαραλάμπου από την Νέα Γιαννιτσού της Φθιώτιδας. Ο Θεός να τον έχει στα δεξιά του εκεί που είναι τώρα, ο οποίος πάλεψε ακόμη και το μισθό του μοίραζε και μας έμαθε γράμματα. Μας έμαθε κυριολεκτικά γράμματα. Τον είχα και τις έξι τάξεις, και τις έξι τάξεις του δημοτικού και όταν τελειώσαμε, τότε δίναμε και εξετάσεις και βρεθήκαμε στο γυμνάσιο. Συνεχίζουμε το γυμνάσιο. Το γυμνάσιο στην Σπερχιάδα είχε πάρα πολλά παιδιά τότε. Δύσκολα χρόνια και εκείνα. Θυμάμαι ότι βιβλία αγοράζαμε από τους παλιότερους μαθητές. Θυμάμαι βιβλία τα έπαιρνες και από την πολύ χρήση δεν φαινόντουσαν καν τα γράμματα τα τυπωμένα να μην μπορείς να τα διαβάσεις, αλλά τα παίρναμε τα βιβλία αυτά, τα παίρναμε πάμφθηνα και έτσι μπορούσαμε και εμείς και συνεχίζαμε και μαθαίναμε γράμματα. Όμως, πλέον είχε έλθει η ειρήνη, η ησυχία στον κόσμο και έτσι μάθαμε γράμματα. Θα πρέπει, βέβαια, εδώ να… Ένα αυτό που πρέπει από την παιδική μου ηλικία και θέλω να το εξομολογηθώ, ήταν εκείνες οι μέρες, όταν ο δάσκαλος μας έχοντας την εφημερίδα της εποχής -ραδιόφωνα δεν υπήρχε, δεν είχε κανένας μας- μας μετέφερε τα γεγονότα από την Κύπρο. Έχουμε κλάψει, όταν απαγχόνισαν τον Ευαγόρα Παλικαρίδη και τα άλλα παλικαράκια δεκαεφτά και δεκαοχτώ και δεκαεννιά χρονών. Πρώτος έκλαιγε ο δάσκαλος μας και μετά κλαίγαμε εμείς. Φοβερές σκηνές και θυμάμαι ακόμη και στο σπίτι, τους μεταφέραμε τη γιαγιά μου, τη μάνα μου να κλαίνε σαν μικρά παιδιά με τον αγώνα των Κυπρίων κάτω εκεί. Ήταν σκηνές πάρα πολύ πάρα πολύ σκληρές και δύσκολες και, δυστυχώς, εκείνο που είναι το κακό είναι ότι αυτές οι σκηνές δεν κατέληξαν σε [00:10:00]αυτό που περιμέναμε όλοι τότε, ότι θα ενωθεί. Και, μάλιστα, ο δάσκαλος μας που ήταν λαμπρός πατριώτης και ζούσε αυτά τα πράγματα, μας έλεγε ότι: «Όχι, είναι το δίκιο του Θεού, πρέπει να ενωθεί η Κύπρος με τη μητέρα Ελλάδα». Δυστυχώς, δεν έγινε. Θα θυμούμαστε και θυμάμαι όλους τους ήρωες και το παράπονο μου είναι που δεν μπόρεσα να πάω να προσκυνήσω μεγάλος στα φυλακισμένα μνήματα. Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να πάω. Τα έχουμε δει τώρα με τα μέσα της τεχνολογίας, [Δ.Α.]. Όλα τα ξέρουμε, αλλά δεν έχω πάει ποτέ. Έτσι τελείωσα το γυμνάσιο. Δεν είχαμε κάτι το δύσκολο. Διαβάζαμε διαβάζαμε πολύ. Διαβάζαμε πολύ. Το χωριό μου απέχει από το γυμνάσιο στην ευθεία γύρω στα τεσσεράμισι χιλιόμετρα είναι απόλυτη ανηφόρα. Με τις στροφές είναι γύρω στα εφτά χιλιόμετρα. Στα μικρά χρόνια ανεβοκατεβαίναμε. Στα μικρά. Στην τελευταία τάξη με φιλοξένησε η θεία μου που είχε τον αδερφό του πατέρα μου και τότε ησύχασα και διάβασα και αυτό. Μη νομίζετε ότι εμείς πήγαμε στα φροντιστήρια οτιδήποτε. Κάθε άλλο. Ούτε καν. Ιδέα δεν έχουμε τι εστί φροντιστήριο. Ιδέα ιδέα ιδέα. Είχα… Είχε ο πατέρας μου… Είχαμε μάλλον στο σπίτι μας δυο αγελάδες, αν θυμάμαι καλά, κι ένα άλογο και ένα γαϊδουράκι. Τα παίρναμε, πηγαίναμε και τα βοσκούσαμε και συγχρόνως διαβάζαμε. Διαβάζαμε. Λύναμε τις ασκήσεις από το βιβλίο του Τόνδα που υπήρχε τότε και ό, τι άλλο και ετοιμαζόμασταν για τις εξετάσεις. Φροντιστήριο δεν κάναμε. Δεν το ξέραμε. Δεν το ξέραμε καν τι είναι αυτό. Τελικά, όταν ήρθε η ώρα, για να δώσουμε εξετάσεις -τότε δεν ήταν όπως είναι σήμερα Πανελλήνιες- διάλεγες μια σχολή και έδινες εξετάσεις. Επειδή ήμουν αρκετά καλός μαθητής, εμένα το όνειρο μου ήτανε να σπουδάσω νομική. Μάλιστα, ο ανιψιός του πατέρα μου ήταν κοντά σε πολιτικό πρόσωπο τότε της εποχής και θυμάμαι ερχόταν στον πατέρα μου και του έλεγε: «Μπαρμπα-Δήμο, άσε το παιδί να έρθει στην Αθήνα, θα το πάρω κοντά στο γραφείο εκεί στο αυτό και θα τον βοηθήσουμε» και λοιπά. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου είπε: «Εγώ την Λαμία έχω κοντά, μπορώ να τον στέλνω στο καλάθι δυο αυγά και μια πίτα και ό, τι άλλο μπορώ, για να μπορέσω να το σπουδάσω, οι δυνάμεις μου δεν φτάνουν με τίποτα να φτάσω εκεί πέρα να σπουδάσω το παιδί μου και έτσι θα δώσει εδώ στην Παιδαγωγική Ακαδημία».
Έτσι βρέθηκα και με εξαιρετική βαθμολογία στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Λαμίας. Είμαστε πλέον 1962. Οι σπουδές τότε κρατούσαν δύο χρόνια. Δεν έχουν καμία σχέση με τις τωρινές σπουδές. Αυτά… αυτές οι ελευθερίες και αυτός ο τρόπος σκέψης και δράσης των φοιτητών μας αποτελούν τις εξέλιξις. Δεν γνωρίζω, δεν ξέρω πού να το αποδώσω. Καμία σχέση με εμάς! Εμείς ήμασταν κάτι παραπάνω από μαθητές του γυμνασίου. Σε θρανία πράσινα θυμάμαι την πρώτη χρονιά καθόμασταν. Παρακολουθούσαμε. Είχαμε μάθημα… λένε ότι είναι τετραετής. Εμείς ξεκινούσαμε, αν θυμάμαι καλά, 1η Σεπτεμβρίου, τελειώναμε 30-31 Ιουνίου και κάναμε ακόμη και το Σάββατο και την Τετάρτη το απόγευμα κάναμε γεωπονικά στον προφήτη Ηλία στης Λαμίας. Εκεί ήταν ο καθηγητής μας της Γεωπονίας που πέρα από τη θεωρία μας μάθαινε και πρακτικά και πολλοί συσπουδαστές μου μάθανε να μπολιάζουν, να καλλιεργούν δέντρα. Όσοι είχαν αυτή την τάση μάθανε και βοηθήσανε και στα χωριά τους που πήγαν τότε, γιατί ο κόσμος ήταν ακόμη στα χωριά. Μπόλιαζε δέντρα και λοιπά. Αυτή είναι η Παιδαγωγική Ακαδημία πέρασε πάρα πολύ εύκολα, πάρα πολύ απλά. Πρώτη χρονιά θεωρία, δεύτερη χρονιά πράξεις. Τελειώσαμε τις σπουδές μας στην ακαδημία. Είπα δεν ήμασταν, καν δεν νιώθαμε ότι ήμασταν φοιτητές με την έννοια όπως νιώθουν σήμερα τα παιδιά. Άλλες γενιές βέβαια, μπαίνουν δυο γενιές ανάμεσα από τότε και φυσικά υπάρχει διαφορά και παίξαμε και εμείς και τον ρόλο μας σ΄ αυτό, για να είναι τα παιδιά αυτά που είναι… Αυτά που είναι σήμερα. Και τελείωσε η ακαδημία το 1964. Μια χαρακτηριστική ημερομηνία -θα θυμηθώ- ήταν η ημερομηνία της δολοφονίας του προέδρου Κένεντι. Θυμάμαι τον διευθυντή μας Κωνσταντίνο Χάρη που ήρθε μας συγκέντρωσε θυμάμαι στον χώρο. Δεν είχαμε αμφιθέατρα, μη φανταστείτε κάθε άλλο, και εκεί οι περισσότεροι δεν το ξέραμε. Μας λέει: «Παιδιά, χθες έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες στο Τέξας δολοφόνησαν τον πρόεδρο Τζον Κένεντι». Έναν άνθρωπο στον οποίο η ανθρωπότητα τότε θυμάμαι και εμείς σαν νέοι που δεν ήμασταν καν πολιτικοποιημένοι, κάθε άλλο. Κάθε άλλο. Ιδέα δεν είχαμε, αλλά δεν ξέρω, αυτός ο άνθρωπος είχε μια αυτή και κάπου η ανθρωπότητα μετά από τα όλα που είχαν συμβεί στην πατρίδα μας κάπου γίνεται. Και θυμάμαι ταραγμένος ο διευθυντής μας μάς είπε: «Ο Θεός να βάλει το χέρι του». Φοβόντουσαν, ίσως, μήπως η δολοφονία προερχόταν από την άλλη πλευρά, από το αντίπαλο στρατόπεδο. Και θυμάμαι αυτή την ημερομηνία μας πήρε, μας ανέβασαν στον Άγιο Λουκά. Εκεί μας είπε κάποιες ιστορίες γιατί και ο ίδιος είχε λάβει μέρος στον Εμφύλιο Πόλεμο ο άνθρωπος και μας είπε κάποιος κάτι ιστορίες. Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Ο πατέρας μας ήταν. Όχι πολύ μεγάλος στην ηλικία, αλλά ήταν τόσο καλός, τόσο κύριος. Και θυμάμαι όταν μας έδωσε το πτυχίο στο χέρι: «Παιδιά μου, να πάτε στο καλό και διαδώστε τα φώτα στα φτωχά χωριά της πατρίδας μας» και λοιπά. Θυμάμαι και έτσι τελείωσε η Παιδαγωγική Ακαδημία τον Ιούλιο του 1964. Και προχωράμε, έχω γεννηθεί το ‘43 και το ‘64 είμαι είκοσι ένα χρονών, όταν τελειώνω και έρχεται φυσικά η ώρα της υπηρεσίας στην πατρίδα μας.
Όπως όλοι οι νέοι έτσι και εμείς προσφέραμε τις υπηρεσίες στην πατρίδα μας. Το καθήκον μας. Είχα την τύχη να γίνω έφεδρος αξιωματικός και στο πεζικό και μάλιστα στα νέα όπλα τότε της εποχής τα «ΠΑΟ106» και επειδή στεναχωριόμουν πάρα πολύ με τη ζωή αυτή, διάβαζα πάρα πολύ. Στις πρώτες εξετάσεις, απεφοίτησα έβδομος και έγινα λοχίας και στις δεύτερες εξετάσεις απεφοίτησα τρίτος και γενικά απεφοίτησα τρίτος από τη σχολή. Στις δεύτερες εξετάσεις είχα έρθει, αν θυμάμαι καλά, πρώτος απολύτως στις εξετάσεις αυτές και θυμάμαι μας ρώτησαν ποιο όπλο θέλουμε και δεν είπαμε κάτι το ιδιαίτερο. Προσωπικά, δεν είχα καμία αντίρρηση και εμάς τους περισσότερους της πρώτης εικοσάδας μας ‘βαλαν στα πυροβόλα άνευ οπισθοδρομήσεως τα «ΠΑΟ106». Πάλι δύσκολα χρόνια, πάλι έχουμε γεγονότα με τους Τούρκους. Ναι, έχει προηγηθεί όμως, ήταν να φύγουμε 2 Σεπτεμβρίου και μεσολαβούσε ο γάμος του Κωνσταντίνου με την Άννα-Μαρία και τότε ακόμη και το στρατόπεδο της Κορίνθου, όλοι οι νεοσύλλεκτοι μας μετέφεραν στην… Στην Αθήνα, για να παρουσιάσουμε όπλα την ημέρα του γάμου στους δρόμους της Αθήνας. Προσωπικά, αν θυμάμαι καλά είχα μια ίωση κάτι και ναι μεν μας άφησαν κι εμάς ελεύθερους, αλλά δεν ήμουν από αυτούς που παρουσίασαν όπλα στους γάμους του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου. Αλλά θυμάμαι ότι μας καθυστερήσαν και πήγαμε 18 Σεπτέμβρη, πήγαμε… Πήγαμε δηλαδή περίπου δεκαπέντε μέρες αργότερα από ό, τι έπρεπε να πάμε. Η σχολή εφέδρων άλλη ζωή, στρατιωτική ζωή. Θυμάμαι τον ταγματάρχη. Να θυμηθώ, αν θυμηθώ το όνομά του. Οι πρώτες κουβέντες που μας είπε: «Το στρατόπεδο κοιτάξτε το καλά τι γράφει. Στρατόπεδο Δασκαλογιάννη». Ο Δασκαλογιάννης, Κρητικός ήρωας σε επαναστατικό κίνημα κατά των Τούρκων, συνελήφθη και των γδάρανε ζωντανό τον άνθρωπο. Και έμεινε από τότε στην ιστορία της Κρήτης. Πάντοτε, άλλωστε, η Κρήτη έχει προσφέρει πάρα πολύ αίμα στους αγώνες. Πάντα πάντα η Κρήτη μας έχει προσφέρει. Και θυμάμαι που μας είπε: «Μπαίνετε παιδαρελάκια και θα βγείτε άντρες να κυβερνήσετε τον στρατό. Είστε οι μικροί αξιωματικοί, οι δόκιμοι αρχικά, μετά οι έφεδροι ανθυπολοχαγοί. Ο στρατός -λέει- στηρίζεται στους μικρούς… Στους μικρούς αξιωματικούς, οι μεγάλοι είναι μεγάλοι, εσείς -λέει- είστε κοντά στους στρατιώτες». Μπούρλος Κωνσταντίνος λεγόταν. Να το. Το θυμήθηκα. Και θυμάμαι μπαίνοντας μέσα στη σχολή τότε της εποχής εκείνης, καταργείται το βάδην και [00:20:00]επιτρέπεται το τροχάδην. Άλλη ζωή εκείνη. Σκληρή, αλλά όταν είσαι παιδί είκοσι ένα χρονών, δεν λογαριάζεις τίποτα. Ύστερα, εμείς ήμασταν παιδιά σκληραγωγημένα από το πατρικό μας σπίτι, από τις γεωργικές δουλειές, από τις κτηνοτροφικές δουλειές και δεν [Δ.Α.]. Το είχαμε μάλλον περισσότερο για γλέντι. Και επειδή στο δεύτερο τρίμηνο όσοι γινόντουσαν υπαξιωματικοί, είχαν το να βαδίζουν. Τιμητικό ήταν. Ήτανε ένα αυτό, για να σε κάνουν να διαβάσεις, γιατί πολλά από τα παιδιά δεν διαβάζανε και καθόλου, σου λέει: «Δεν βαριέσαι θα μας βγάλουν δόκιμους από εδώ». Εντάξει, τους δίναμε τότε, υπήρχαν και κάτι ειδικότητες που τις θεωρούσαν κατώτερες. Ημιονηγοί και λοιπά. Με αποτέλεσμα όπως είπα και στην αρχή να γίνω υπαξιωματικός και ξανά μετά και τη θυμάμαι αυτή την περίοδο της ζωής μου. Έλα, όμως, που ούτε το τέλος της σχολής μας ήταν φυσιολογικό. Έπρεπε να φύγουμε κανονικά στις 6 Μαρτίου, πάλι γεγονότα στην Κύπρο, δεν θυμάμαι τι μας ‘σουραν, αλλά δεν θυμάμαι. Πάλι γεγονότα στην Κύπρο. Μας ορκίζουν, αν θυμάμαι καλά, στις 16 ή 18 Φεβρουαρίου. Ετοιμάζουν ένα σύνταγμα και μας έχουν έτοιμους. Δεν γνωρίζουμε πού και πώς θα καταλήξει, γιατί πάλι τότε είχαμε φτάσει στα πρόθυρα του πολέμου. Αν δεν κάνω λάθος είναι τότε που προεδρεύει ο Τζόνσον στην Αμερική. Επειδή είχαν σκοτωθεί ο Κένεντι και λοιπά. Αν θυμάμαι καλά. Τελικά, επενέβησαν οι μεγάλοι. Τι ακριβώς έγινε δεν ξέρουμε. Δεν έγινε απολύτως τίποτα. Δεν έγινε δόξα τω Θεώ. Δυστυχώς, έγιναν αργότερα. Και στις 6 Μαρτίου πήραμε φύλλα πορείας, για να φύγουμε από τη σχολή πλέον. Δεν είχαμε, όμως, πάρει ειδικότητα. Δεν υπήρχε ειδικότητα στον στρατό και μας τις δώσανε και μετά μας στείλανε να εκπαιδευτούμε στην Χαλκίδα, στην Σχολή Πεζικού. Πήγε το τμήμα… Πήγαμε, αν θυμάμαι καλά, όσοι ήμασταν διμοιρίτες των «ΠΑΟ106», και οι ολμισταί τεσσάρων και δύο, αν θυμάμαι καλά. Πήγαμε γύρω στους τριάντα πέντε, αν ήταν όλοι. Λόγω του ότι είχα -σας είπα- τέλειωσα τρίτος τη σχολή εφέδρων τότε, ήμουν αρχηγός της σειράς αυτής αυτές τις μέρες που εκπαιδευτήκαμε στα «ΠΑΟ106». Μείναμε μέσα στον χώρο της σχολής. άλλες μέρες αυτές. Καλές μέρες. πλέον είσαι αξιωματικός, μαθαίνεις πέντε πραγματάκια, ξεκινάς και παίρνεις την ειδικότητα σου και, μόλις παίρνεις την ειδικότητά σου, φουλ για τις Σέρρες, 562 Τάγμα Πεζικού. Ανεβαίνουμε στις Σέρρες, μας περιμένανε και μάλιστα η 71η ΕΣΣΟ που ήμουνα, εμείς τότε περιμέναν τα παιδιά η σειρά μας, έρχονται οι δόκιμοι οι δικοί μας, της σειράς μας τα παιδιά. Και το θεωρούσαμε ότι ήταν… Ότι παλιώναμε σαν φαντάροι. Γινόμαστε παλιοί, έρχονται άλλοι ψάρακες πίσω στραβάδια όπως τους λέμε. Λοιπά αστεία που τα έχει ο στρατός και αυτά είναι και η χαρά μας στον στρατό άλλωστε. Δεν είναι… Και τα τραγούδια που τραγουδούσαμε θυμάμαι τα μεταθέταμε. Έλεγε: «βράχο βράχο τον καημό μου». Εμείς τραγουδούσαμε: «Σβήνω σβήνω τις μέρες, για να φύγω από εδώ από το Ηράκλειο, πάρε με να μη ξαναδώ το Γιούχτα και τη Ντία, το ύψωμα του Μπαμπαλή και του προφήτη Ηλία». Να φύγουμε από εκεί γιατί ήταν δύσκολη, όπως είπαμε η αυτή. Ερχόμαστε στις Σέρρες. Τώρα, αρχίζει. πλέον αναλαμβάνω τη διμοιρία του λόχου υποστήριξης, τάγματος του ΛΥΤ του 562 και πλέον κανονική θητεία. Όλα καλά. όλα ήρεμα. Όλα καλά. Δεν θυμάμαι κάτι ιδιαίτερο να συνέβη εκεί με την θητεία μας. Δεν είχαμε… Ήταν καλή, ειρηνική περίοδος. Για εμένα όμως δεν τελείωσε εδώ. Περί το τέλος Οκτωβρίου, ο διοικητής μου, Κορμουλής Ιωάννης, αντισυνταγματάρχης από την Κοζάνη αποφάσισε να με στείλει διμοιρίτη στο φυλάκιο της Άνω Βροντούς, δύο-δυόμισι μήνες, τρεις μήνες περίπου μέχρι πριν τα Χριστούγεννα, αν θυμάμαι καλά. Αυτές οι μέρες στο φυλάκιο της Άνω Βροντούς αυτές ήταν η καλύτερη θητεία μου. Δεν θα ξεχάσω αυτούς τους ανθρώπους. Αυτοί οι άνθρωποι, επειδή είναι εκεί στα σύνορα και έχουν ζήσει πάρα πολλά παλαιότερα με τότε -όχι τόσο με Εμφύλιο- περισσότερο με τα γεγονότα, όταν μπήκαν οι Γερμανοί και τους ακολούθησαν και οι Βούλγαροι και λοιπά και είχαν ζήσει πάρα… Μας ένιωθαν σαν δικά τους… Σαν δικά τους παιδιά. Και θυμάμαι και το όνειρο οι κοπελίτσες εκεί που κάνανε παρέα. Μας τι στέλνανε κάναμε παρτάκια στο φυλάκιο επάνω. Αν σας πω ότι τις βλέπαμε σαν αδερφές; Δεν θα πω ψέματα. Ακριβώς έτσι τα βλέπαμε τα αυτά. Θυμάμαι έναν κόλακα Δημήτρη. Είχε τρεις κοπελίτσες, την Πετρούλα, την Δροσούλα, την Κιτρούλα, αν θυμάμαι καλά, και τις θυμάμαι τις κοπελίτσες: «Πάρτε μας, φέρτε ένα λεωφορείο με νέους άνδρες να παντρευτούμε να φύγουμε, να έρθουμε κάτω στην παλιά Ελλάδα να ηρεμήσουμε, να ησυχάσουμε». Η ζωή στην Άνω Βροντού, μια περιοχή με την πολύ καλή με την παραγωγή της πατάτας και μάλιστα το τραγουδούσανε έτσι να μαθαίνετε κι εσείς οι νεότεροι: «Άνω Βροντού, Κάτω Βροντού παραγωγή πατάτα τρώνε τα κοριτσόπουλα και μεγαλώνει η γάμπα». Το θυμάμαι αυτό! Η Άνω Βροντού είναι δίπλα στο Νευροκόπι, τις γνωστές… Στο οχυρό της Δράμας και λοιπά με τα γνωστά! Είναι περιοχή από μία μεριά πασίγνωστη για το κρύο της την και, από την άλλη, για τους αγώνες του έθνους μας που δόθηκε εκεί πάνω. Και ενώ όλα κανονικά και χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο ξαφνικά έρχεται η μετάθεση μου για τη Σχολή Πεζικού. Στη Σχολή Πεζικού, συνήθως, στέλνανε τους δόκιμους, είχαμε γίνει πλέον ανθυπολοχαγοί, οι οποίοι σίγουρα είναι… Έχουν πάρει καλή σειρά και λοιπά και τους στέλνουν. Και ξαφνικά βρέθηκα χωρίς ούτε καν να το περιμένω στη Σχολή Πεζικού εκεί που εκπαιδεύτηκα κιόλας που σας είπα. Βρέθηκα να είμαι πλέον αξιωματικός της Σχολής Πεζικού. Άλλη αυτή άλλη περίοδος υπέροχη αυτή τώρα την Χαλκίδα εκεί όχι τόσο το χειμώνα όσο αργότερα μέχρι που θα ερχόταν να απολυθούμε τον άλλο Σεπτέμβριο ήταν το κάτι άλλο. Θυμάμαι πάρα πάρα πάρα πολύ διαφορετική η ζωή μας στην Χαλκίδα. Η Χαλκίδα είναι άλλη πόλη. Άλλη πόλη. Και έτσι έρχομαι στην Χαλκίδα και έρχεται πέρασε το καλοκαίρι. Πέρασαν όλα αυτά. Και έρχεται ο καιρός να απολυθούμε. Ήταν η εποχή που τους λόγω πάλι λόγω γεγονότων, γιατί ποτέ δεν ησυχάσαμε με τους γείτονές μας απέναντι, η προηγούμενη σειρά η 70η κρατήθηκε τριάντα έξι ολόκληρους μήνες, είκοσι τέσσερις υπηρετούσαμε τριάντα έξι μήνες. Αν θυμάμαι καλά, πρώτα κρατήθηκαν έφεδροι αξιωματικοί, μετά από τη σειρά μας κρατήθηκαν όλοι τριάντα έξι μήνες. Δεν θυμάμαι πως ακριβώς είχε γίνει. Εν πάση περιπτώσει, δεν το θυμάμαι. Μάλλον τους στρατιώτες. Δεν θυμάμαι πώς ακριβώς ήτανε. Σημασία έχει ότι πλέον έχουμε υποβάλλει τα χαρτιά μας για διορισμό, αλλά δεν ξέρουμε ακόμη αν θα γίνουν διορισμοί. Τα γεγονότα στην πατρίδα μας, βέβαια, παράλληλα με τη ζωή την δικιά μου την απλή ενός νέου παιδιού, ενός νέου δάσκαλου από την επαρχία ένα απλό παιδί που ζούσα δεν μπορώ να πω ότι να την πω μια κανονική απλή ζωή, χωρίς απαιτήσεις χωρίς… Το ζούσαμε. Ήμασταν αλλιώς μαθημένοι. Η ζωή συνεχίζεται, έχουν γίνει τα Ιουλιανά. Πού να τα θυμηθώ τα Ιουλιανά; Ήμουν στις Σέρρες τότε, έχουμε αλλαγές κυβερνήσεων επί κυβερνήσεων. Τελικά, κυβερνάει… Θυμάμαι ότι ανέλαβε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος με προοπτική να γίνουν εκλογές και λοιπά και πριν γίνουν όλα αυτά, τον Σεπτέμβριο που θα απολυόμασταν θα μας κρατούσαν… Όχι, θα μας κρατούσε δυόμισι μήνες περισσότερο. Τον Σεπτέμβριο θα έπρεπε να κάνουμε αίτηση, για να διοριστούμε. Ήμασταν έξι-εφτά παιδιά δάσκαλοι που υπηρετούσαμε στην Χαλκίδα. Τι κάνουμε τώρα; Να ρωτήσουμε στο Υπουργείο. Στο Υπουργείο, ο διευθυντής μας, ο Κωνσταντίνος Χάρης που τον ανέφερα και πιο γρήγορα που είχε μία θέση σχετικά με τους διορισμούς, μας δέχτηκε και του λέμε: «Κύριε διευθυντά, ήρθαμε να μας πείτε τι να κάνουμε. Να απολυθούμε και να κάνουμε τα χαρτιά μας, για να διοριστούμε ή να κάνουμε μια ανακατάταξη και να… Να παραμείνουμε στον στρατό μέχρι να γίνουν οι διορισμοί;». Υπόψιν ότι λόγω της καταστάσεως, τα πράγματα δεν ήταν… Δεν ήξερε κανείς τι θα γινόταν την άλλη την ημέρα. Μας απαντάνε και μας λένε: «Ότι δεν προβλέπονται διορισμοί προς το παρόν. Για αυτό κάνετε και μια… Κάνετε μια ανακατάταξη έξι μήνες μέχρι τον Μάρτη» και μετά βλέπουμε τι θα κάνουμε και κάνουμε την ανακατάταξη μας αυτή και παραμένουμε στον στρατό πλέον ως ανακατεταγμένοι, θεωρείσαι αξιωματικός πλέον. Δεν είσαι θητεία. Δεν είσαι αυτό. Όλοι οι ανακατεταγμένοι αξιωματικοί πήγαιναν στα ΤΕΑ της εποχής εκείνης. Και χωρίς να το περιμένω. Θυμάμαι 6 Οκτωβρίου ή 4 ή 6 Οκτωβρίου το 1966 βρέθηκα στον Πεντάλοφο [00:30:00]Κοζάνης. Στο θρυλικό Ζουπάνι. Έτσι, βρέθηκα εδώ πάνω που είμαι τώρα. Θυμάμαι, όμως, ότι… Δεν μπορώ να το πω τραγικό. Δεν ξέρω. Σημαδιακό ήτανε. Έτσι μου έγραφε. Θυμάμαι εκείνο στις 10 Οκτωβρίου, δηλαδή τριάντα μέρες μετά από τα γεγονότα με τον διευθυντή μας που είπα στο Υπουργείο, διορίστηκαν ούτε ένας ούτε δύο, νομίζω πάνω από 2000, σε αυτούς εγώ επειδή είχα πάρει και με άριστα το πτυχίο μου, σ΄ αυτούς ήμουν από τους πρώτους σαράντα. Κάπου εκεί στους διορισμούς και έτσι βρεθήκαμε να διοριστούμε. Στις 10 Οκτωβρίου έγιναν οι διορισμοί, εγώ στις 10 Οκτωβρίου ήδη είχα αναλάβει υπηρεσίες στο 3193 Τάγμα Πενταλόφου. Άλλος ο Πεντάλοφος. Από την Χαλκίδα φύγαμε από τη θάλασσα, εδώ βρήκαμε ομίχλη. Η Γκραντίσκα, δεν θα το ξεχάσω ποτέ, απέναντι είχε ομίχλη. Έχει μια μικρή ομίχλη και εκεί κατά τη συνήθεια της εποχής με πετραδάκια και άσπρο… Με άσπρο ασβέστη, έγραφε Ζήτω ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, ΚΚΕ ίσον προδοσία και ένα τρίτο. Το τρίτο δεν μπορώ να το θυμηθώ. Το θυμάμαι τότε έτσι ήτανε. Τα είχαμε απέναντι λίγο πάνω από το σπίτι του Λαμπανάρη στην πλαγιά ακριβώς. Ακόμη και τώρα αν ανέβεις εκεί πάνω πιθανόν, τα φτιάχνανε με πετραδάκια, τα βάνανε με ασβέστη γύρω γύρω και φαινόντουσαν. Αυτό έβλεπες. Και πρώτη αυτή, να φεύγεις από τη θάλασσα και να έρχεσαι να βλέπεις την ομίχλη να σκεπάζει την αυτή, πραγματικά εξεπλάγην. Ήταν εντελώς… Εντελώς κάτι άλλο από τη ζωή μου χωριουδάκι και το δικό μου που γεννήθηκα, τούτο είναι μεγάλο χωριό, αλλά σε σχέση με την Χαλκίδα και ο, τι είχα ζήσει σαν στρατιώτης ήταν εντελώς διαφορετική η θητεία. Θυμάμαι δε την 28η Οκτωβρίου μας είχε στείλει ο διοικητής μας και κάναμε με μικρά τενεκεδάκια που βάλαμε μέσα στάχτη και στουπί κάναμε το ΟΧΙ με τεράστια γράμματα, το γεμίσαμε πετρέλαιο τα βάλαμε φωτιά και αυτό το βράδυ για δυο βραδιές τα ανάβαμε και έδειχνε απέναντι ΟΧΙ για το 1940. Θυμάμαι αυτήν τη συγκεκριμένη στιγμή. Εδώ πλέον η θητεία είναι εντελώς διαφορετική. Είναι πολιτική υπηρεσία. Σχεδόν υπηρεσία. Βέβαια, ανήκει στον στρατό. Ανήκει στον στρατό, είναι στρατιωτική υπηρεσία, αλλά όχι, όμως, ο στρατός, όπως τον ξέραμε. Επειδή ήμουν ο παλαιότερος, είχαν έρθει και τρεις δόκιμοι θυμάμαι. Ο παλαιότερος και λόγω τον σπουδών μου μού ανέθεσαν τον υπασπιστή του τάγματος και υπηρέτησα στον Πεντάλοφο. Τα άλλα παιδιά υπηρετούσαν στους τρεις λόχους μας στο Επταχώρι, στην Δαμασκηνιά και στον Αυγερινό. Τέσσερις λόχοι -ο λόχος- είχε το τάγμα μας. Αυτή ήταν εδώ η υπηρεσία ήταν πάρα πολύ απλή. Πάρα πολύ εύκολη, ζούμε με τους πολίτες, είμαστε φίλοι. Θυμάμαι προσωπικά και λόγω χαρακτήρος και ιδιοσυγκρασίας, δεν ένιωθα καν κάτι ότι ήταν στρατιωτική υπηρεσία και πάνω από όλα η χαρά μου ήταν που είχα δικά μας παιδιά που ήμασταν σειρά στον στρατό. Θυμάμαι τον μακαρίτη Λευτέρη Προυτσάλη, τον Τζουρέλα τον πατέρα του Αλέκου, τον Θανάση τον Ζαβαλιάνο της σειράς μου κι άλλα κι άλλα παιδιά κάναμε παρέα έξω και λοιπά. Και υπάρχει ξεκινάει μια υπηρεσία εντελώς διαφορετική. Εντελώς… Εντελώς διαφορετική. Δεν έχω να πω τίποτα για την υπηρεσία μου αυτή. Έλα, όμως, που σε αυτή συμβαίνουν πολλά γεγονότα. Έρχεται η 21η Απριλίου το 1967. Δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα, εμείς ούτε καν το πρωί που σηκωθήκαμε, οι περισσότεροι το μάθαμε από τους… Δεν μας είχαν ενημερώσει καν η μεραρχία μας, τίποτα! Η μεραρχία η 15η δεν μας είχε ενημερώσει. Ξυπνάμε το πρωί. Μάλιστα, είχαν έλθει δυο-τρεις: «Τι έγινε ρε παιδιά;». Ο διοικητής μας έλειπε. Είχε κάτι προσωπικά του ο άνθρωπος. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι ήτανε κάτι προσωπικά του. Μας έλειπε τότε. Και τότε μάθαμε ότι έγινε κίνημα, τι ακριβώς έγινε και λοιπά. Είχαμε και μαύρα μεσάνυχτα δεν ξέραμε κάτι. Η αλήθεια είναι ότι 21η Απριλίου 1967. Εγώ πλησιάζει η απόλυση μου, γιατί έκανα και δεύτερο εξάμηνο ανακατάταξη για τον Αύγουστο και ζήτησα να φύγω πιο γρήγορα. Δεν μου το επιτρέψανε να φύγω πιο γρήγορα. Δεν θυμάμαι εδώ γεγονότα και τέτοια. Εκείνο που θυμάμαι γιατί τότε υπήρχε και αστυνομία στο χωριό. Ήταν εντελώς οργανωμένα. Ήταν εντελώς οργανωμένα. Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι μια καθηγήτρια Ευμορφοπούλου Μυρωνία για λόγους φρονημάτων προφανώς, θυμάμαι που πήγαμε στο σπίτι της που έμενε μαζί με την καλέσανε και εμένα και ο αστυνόμος της περιόδου εκείνης θυμάμαι: «Ναι, το περίμενα -μας λέει- πραγματικά», μας λέει. Εμείς ήμασταν φίλοι με την κοπέλα, παρέα -πώς το λένε- και θυμάμαι τα λόγια της: «Δεν έχετε εσείς παιδιά ούτε σε μένα ούτε στον αστυνόμο. Εσείς -λέει- εντολές πήρατε και θα τις εκτελείτε, μην έχετε -λέει- δισταγμό απέναντι μου, θα ακολουθήσω -λέει- αυτό που με διατάζουν». Και την πήραν τότε ήτανε στο ιδιωτικό του Θωμά του Χαριζόπουλου. Αυτή ήτανε… Άλλα γεγονότα από εδώ τότε δεν θυμάμαι. Ερχόντουσαν αξιωματικοί, μαζεύανε, κάνανε. Περισσότερα δεν θυμάμαι από την στρατιωτική μου θητεία. Ήσυχος ο καιρός, πάρα πολύ ήσυχα περάσαμε. Μέχρι που ήρθε η 17 Αυγούστου και απολύθηκα.
Αλλά εδώ μέχρι τώρα δεν σας έβαλα το σπουδαιότερο κεφάλαιο της ζωής μου. Σας είπα ότι είμαι Ρουμελιώτης στην καταγωγή. Βέρος Ρουμελιώτης και το… Και μου αρέσει αυτό και το τονίζω, από τα χωριά του μπαρμπα-Γιώργου του Καραγκιόζη, του μπαρμπα-Γιώργου που τους δέρνει όλους. Έτσι αγροίκος ρουμελιώτης είμαι. Έτσι το λέω και το λέω με περηφάνια! Εδώ έμελλε από αυτό που σας είπα πιο γρήγορα ότι μας είπαν ότι δεν θα γίνουν διορισμοί και άλλαξε η ζωή μου και με στείλανε στον Πεντάλοφο, από εδώ αλλάζει κυριολεκτικά η ζωή μου. Εδώ γνώρισα τη σύντροφο της ζωής μου. Κλείνουμε πενήντα χρόνια σε πόσες… Σε εξήντα μέρες, εξήντα πέντε γάμου πενήντα χρόνια, τη Δέσποινα Καζάρα, μικρό κοριτσάκι. Το λέω και συγκινούμαι, βέβαια, γιατί δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Η Δέσποινα ήταν ένα κοριτσάκι μόλις δεκατρία χρονών. Αυτή είναι η αλήθεια. Εγώ έμενα στην Κούλα του Τσακμάκη και ερχόντουσαν εδώ και μάλιστα ζητούσαν να τους… Τη βοηθούσα στα μαθήματα. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη άσκηση. Έγραφε: «Είναι του ρήγα το παιδί της… εγγόνι» Είναι η μάνα του βασιλιά, η ρήγεσσα. Έλα που δεν το ήξερε. Δεν το ‘ξερα. «Είναι το ρήγα το παιδί της ρήγεσσας εγγόνι». Υπήρξε μία αμοιβαία συμπάθεια μεταξύ μας. Φυσικά μην πιστέψετε, μην νομίσετε κάτι, αν είναι δυνατόν! Ούτε κατά διάνοια! Έλα, όμως, που σαν νέος άνθρωπος σαν αυτό κάτι το οποίο δεν μπόρεσα ποτέ με τον εαυτό. Αυτό ήταν το γραφτό μου, αυτή ήταν η μοίρα μου! Να το πως έτσι απλά ελληνικά της επαρχίας. Επαρχιωτόπουλο ήμουν, είμαι και θα είμαι. Και όταν ήλθε ο καιρός να απολυθώ, υπήρχε μια… Ένας απλός δεσμός. Συζητούσαμε το ένα το άλλο. Το αφήσαμε και είπαμε: «Αφήνουμε τον χρόνο και βλέπουμε». Μεγαλώνοντας η Δέσποινα αν συνεχιστεί να υπάρχει το αίσθημα και το ειδύλλιο τότε το συνεχίζουμε. Ναι και έτσι έγινε. Απλά. Έτσι απλά. Απλά. Πάρα πολύ απλά. Ερχόμουνα πότε πότε στο διάστημα αυτό, γιατί ήμαστε το 1967 και αρραβωνιαζόμαστε το 1971. Περνάνε τέσσερα χρόνια! Έγινε πλέον υπήρχε αίσθημα πάρα πολύ δυνατό και μάλιστα όχι αυτό, επειδή η Δέσποινα είναι -η γυναίκα μου είναι και μοναχοκόρη μοναχοπαίδι- οι δικοί της μου θέσανε τον όρο καθαρά και ξάστερα και κουβεντιάζοντας ότι: «Εμείς το κορίτσι μας μακριά, δεν το δίνουμε. Τη θέλεις; Θα έρθεις κοντά μας». Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα εδώ, αλλά ευτυχώς που στο σπίτι μου οι άνθρωποι όλοι τους κατανόηση και λοιπά. Τα συζητήσαμε έτσι αυτό από εκεί. Τα συμφωνήσαμε, τα ταιριάξαμε. Παντρευτήκαμε με την Δέσποινα το 1972 και, αφού εν τω μεταξύ, είχα διοριστεί στο Καρπενήσι το 1968 τον Φλεβάρη διορίστηκα, το 1973 έρχομαι, παίρνω μετάθεση στον νομό Κοζάνης. Από εκεί τοποθετούμαι στον Πεντάλοφο και εργάζομαι στο δημοτικό σχολείο Πενταλόφου. Ο πεθερός μου γνωστός, βέβαια, σε όλους, ο Αλέκος ο Καζάρας, ένας άνθρωπος που έχει μείνει στην ιστορία για τις ταβέρνες του και όχι μόνο και γενικά για τη συντροφιά [00:40:00]του για τα όλα του και η ταβέρνα στην οποία τον βοηθάει η μακαρίτισσα η πεθερά μου. Η Δέσποινα είναι μικρή ακόμη. Πολύ πολύ μικρή. Δεκαεφτά χρονών. Στα δεκαοχτώ παντρευτήκαμε. Ναι. Στα δεκαοχτώ, έγινε ο γάμος μας και δουλεύω πλέον σαν δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο Πενταλόφου. Έτσι από μια κουβέντα μιας δύσκολης εποχής του υπουργείου παιδείας «Πάτε στην ανακατάταξη έστω για έξι μήνες», ανοίγει ο δρόμος, έρχομαι στον Πεντάλοφο και αλλάζει κυριολεκτικά η ζωή μου. Η μετέπειτα ζωή μου σαν πολίτης. Είπα πιο γρήγορα ότι διορίστηκα αρχικά στο Καρπενήσι. Τοποθετήθηκα στο δημοτικό σχολείο Τσούκας για ένα μικρό διάστημα. Εδώ αρχίζουν τα παράξενα, γιατί στις παιδαγωγικές ακαδημίες, όταν μας… Σπουδάζαμε τα παιδάκια που είχαμε εκεί στην Λαμία στο πρότυπο ήταν όλα παιδάκια οικογενειών με έσοδα και λοιπά να το πω από την ανώτερη τάξη, αν μου επιτρέπεται η έκφραση. Αλλά τα παιδάκια αυτά εμείς πηγαίναμε μέσα στην τάξη τους να παρακολουθήσουμε ή όταν τα κάναμε μετά πρακτικές δεύτερο έτος ντρεπόμασταν για το ντύσιμο μας μπροστά στα παιδάκια αυτά! Πραγματικά το λέω. Γιατί τα παιδάκια… Έλα τώρα στην Τσούκα Ευρυτανίας εσύ, Τσούκα Ευρυτανίας με ογδόντα παιδιά μονοθέσιο. Λοιπόν, με παιδάκια που δεν έχουν να φορέσουν παπούτσια, φτώχεια καταραμένη. Θυμάμαι τέσσερα αδερφάκια οικογενείας Ίμβρου -Ίμβρος λεγότανε, το μικρό το όνομα δεν το θυμάμαι- έχουν ένα μολύβι. Θυμάμαι όταν πήγα, τον συνάδελφό μου που έπρεπε να μείνουμε δυο τον πήραν για ένα διάστημα τον πήρανε στο Καρπενήσι και με αφήνουν μόνο μου, νεαρό δάσκαλο με ογδόντα παιδιά με αυτήν την κατάσταση. Μια κατάσταση, αλλά όταν είσαι νέος, φαίνεται έχεις δυνάμεις και τα ξεπερνάς! Και αυτό με το μολύβι ειλικρινά δεν θα το ξεχάσω ποτέ. «Κύριε, να πάρω το μολύβι από την αδερφή μου; Να πάρω το μολύβι [Δ.Α.]». Τους πήρα τέσσερα μολυβάκια θυμάμαι. Τους έδωσα. Από εκεί διορίστηκα και σε άλλα χωριά της περιοχής. Τα περισσότερα τέσσερα χρόνια τα πέρασα στο χωριό Πρόδρομος Προυσσού κοντά στο ιστορικό αυτό μοναστήρι. Εκεί που προσκυνάμε και λατρεύουμε την Παναγιά της Ρούμελης την Προυσσιώτισσα. Τέσσερα χρόνια. Τον τελευταίο χρόνο έχω παντρευτεί και με απόσπαση τα κατάφερα και -όχι τα κατάφερα- με μετέθεσε η υπηρεσία μου στο μεγάλο χωριό. Το μεγάλο χωριό είναι το κάτι άλλο για την περιοχή της Ευρυτανίας. Είναι το μικρό Παρίσι, πανέμορφο τα πάντα έχει, κοντά στο Καρπενήσι πάρα πολύ.
Ενότητα 5
Η μόνιμη εγκατάσταση στον Πεντάλοφο, ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας
00:42:55 - 00:52:42
Πέρασα τον πρώτο χρόνο. Είναι και ο πρώτος χρόνος του γάμου μου. Είναι μέρες χαράς, ευτυχίας. Είμαι κοντά. Είμαι πάρα πολύ κοντά στους δικούς μου, η απόσταση με τα χωριά μας είναι κοντά. Βρισκόμαστε, έρχονται πάμε. Είναι εντελώς διαφορετικά. Το 1973, όπως είπα και προηγουμένως, πήρα μετάθεση και τοποθετήθηκα στο σχολείο εδώ στον Πεντάλοφο στον οποίο υπηρέτησα μέχρι το 2001. Χρόνια είκοσι οχτώ. Εδώ θα πρέπει να πω ότι δύο χρόνια έλειψα, 1979-1981, τα οποία φοίτησα μετά από εξετάσεις στο «Μαράσλειο Διδασκαλείο». Ήταν η μετεκπαίδευση που λέγαμε τότε. Μια μετεκπαίδευση η οποία προετοίμαζε τα στελέχη της διοικήσεως να γίνουνε επιθεωρηταί, όπως γινόντουσαν τότε. Αργότερα σχολικοί σύμβουλοι και προϊστάμενοι με τη διαφορά ότι εγώ προσωπικά δεν θέλησα να… Να πάω να διεκδικήσω αυτές τις θέσεις. Παρέμεινα στο μικρό μου σχολείο. Έγινε μικρό, δεν το πήρα μικρό το σχολείο. Ήμασταν τρεις δάσκαλοι και νηπιαγωγός. Είχαμε παιδιά δεν θυμάμαι αν περνούσαμε και τα εκατό. Τώρα, δεν το θυμάμαι το ‘73. Σε τρεις μεγάλες τάξεις ο καθένας, Α’- Β’, Γ’ – Δ’, Ε’ – ΣΤ’. Ήτανε… Όταν έφυγα το 2001 που πήρα τη σύνταξη μου, αν θυμάμαι καλά, το άφησα ή με εννιά ή με έντεκα. Αυτό ήταν. Κάθε χρόνο και το σχολείο κατέβαινε, κατέβαινε, κατέβαινε, κατέβαινε. Κι έτσι μετά από τριάντα τρία χρόνια πραγματικής υπηρεσίας και ανακατάταξης τριάντα τέσσερα, έφυγα από την υπηρεσία. Συνταξιοδοτήθηκα -δόξα τω Θεώ- είκοσι ένα χρόνια σήμερα συνταξιούχος. Γι’ αυτό και τον ευχαριστώ τον Θεό που μου τα χάρισε αυτά τα χρόνια. Και δεν τα μετράω τα χρόνια μου, Δώρα μου, όχι όχι. Από εύνοια της τύχης ο Θεός μας αξιώνει και ανεβαίνουμε ψηλά ψηλά, πάμε για τον έννατο όροφο. Πάμε για τα ογδόντα και ο παππούς σου. Έτσι είναι. Δεν είναι… Περνάνε τα χρόνια, κανείς δεν νίκησε το χρόνο. Έτσι δεν είναι; Κανένας δεν νίκησε τον χρόνο. Περνάνε και είμαστε ευτυχείς όσοι ανεβαίνουμε τον χρόνο με τα προβλήματα της ζωής, με όλα αυτά, με όλα. Τι άλλο θα ήθελα να πω από τη ζωή μου; Δεν μπορώ τώρα αυτήν την στιγμή. Έχει σταματήσει ο ειρμός των σκέψεων! Εν πάση περιπτώσει, ναι. Στο χωριό η ζωή μου, καλή, απλή. Είναι αλήθεια, θα το αποκαλύψω και αυτό ότι αλλιώς λογαριάζαμε τα πράγματα. Ίσως, εδώ δεν το ξέρεις κιόλας. Ετοιμαζόμασταν… Είχαμε σκοπό να κατέβουμε Θεσσαλονίκη με την Δέσποινα. Έλα, όμως, που άλλα λογαριάζει ο Μάρτης και άλλα η Σαρακοστή που λέει η παροιμία του λαού μας. Η Δέσποινα και εγώ, φυσικά, έχασε τη μάνα της σε ηλικία μόνο σαράντα δύο χρονών. Ξαφνικά στις 11 Δεκεμβρίου του 1974, ενώ είναι στον έβδομο μήνα της κύησης στην Βαγγελίτσα μας και φανταστείτε είμαστε σε αυτό τον χώρο που είμαστε τώρα. Είμαστε εκεί στο δωμάτιο. Είναι τότε οι πρώτες τηλεοράσεις που έρχονται, έχουμε μέσα τηλεόραση, η Δέσποινα είναι στον έβδομο μήνα. Περιμένει μωρό και θυμάμαι που λέει: «Μαμά, δεν μου φέρνεις ένα ποτήρι νερό;». Πλησιάζει η ώρα 11:00. Δεν θα ξεχάσω, είχα κατέβει, τότε είχαμε εξωτερική τουαλέτα και θυμάμαι τον κόκορα εκεί έντεκα παρά, εφτά-οχτώ λεπτά δυο λαλήματα το ένα κοντά στο άλλο. Δεν ξέρω τι είναι… Αν είναι… Αν υπάρχει στα ζώα προδιάθεση, ένστικτο. Πώς να το πω δεν μπορώ. Γυρίζουμε πάλι απάνω. «Μαμά, δεν μου φέρνεις ένα ποτηράκι νερό;» και βλέπουμε ένα… Θυμάμαι και το σήριαλ Άνθρωπος δίχως πρόσωπο βλέπαμε τότε. Τότε πιάναμε την ΕΡΤ και νομίζω και την ΥΕΝΕΔ. Τα δυο αυτά κανάλια πιάναμε. Σηκώνεται, φεύγει η μακαρίτισσα η Βαγγελιώ από το δωμάτιο αυτό να πάει στην κουζίνα και σε πέντε λεπτά μπαίνει σε έξαλλη κατάσταση ο μακαρίτης ο πεθερός μου: «Παιδιά, πάει η Βαγγελή! Τη χάσαμε». Δεν χρειάζεται να περιγράψω σκηνές και όλα αυτά. Τα πιο τραγικά πράγματα και, κυρίως, η Δέσποινα. Είναι χαραγμένα τόσο βαθιά στη μνήμη μας. Και οι ίδιοι και αυτοί. Και από εκεί και πέρα μετά τα όσα ακολούθησαν, ευτυχώς, βρήκαμε το θάρρος, την ψυχραιμία, το αντιμετωπίσαμε και τι να κάνεις; Γεννήθηκε το μωρό μας. Δόξα τω Θεώ. Όλα καλά! Και από τότε, όμως, αλλάζουν και τα σχέδια μας πλέον, επειδή έχουμε την ταβέρνα εδώ στο μαγαζί. Βοηθάει η Δέσποινα, τα καλοκαίρια βοηθάω κι εγώ και σαββατοκύριακα πηγαίνω κι εγώ δουλειά! Και παραμείναμε εδώ στο χωριό χωρίς να φύγω. Δεν μετάνιωσα ποτέ. Δόξα τω Θεώ. Ο κόσμος με τίμησε και εγώ του ανανταπέδωσα πιστεύω ό, τι μπόρεσα. Ίσως, δεν μπόρεσα όσα έπρεπε! Αλλά πιστεύω ότι δούλεψα για το χωριό σαν να ήταν το δικό μου χωριό! Και ακόμη και τώρα! Ακόμα και τώρα. Έτσι είχα και έχω μόνο φίλους. Είχα κι έχω μόνο φίλους. Τα παιδιά μου με εκτιμούν ακόμα και τώρα που μεγάλωσα που είμαι υπέργηρος πια, ακόμα και τώρα πάντοτε υπάρχει η αγάπη, υπάρχει ο σεβασμός, αλλά και από εμένα βέβαια απέναντι τους! Μπήκα και στα κοινά, όχι τα κοινοτικά και τα… Όχι, αλλά στα κοινά του πολιτιστικού συλλόγου από την ίδρυση του το 1980 και μετά από την έκδοση της εφημερίδας το 1994. Έχω αναλάβει το πόστο της διακίνησης της εφημερίδας και της είσπραξης των συνδρομών και λοιπά. Γράφω κιόλας πότε πότε. Αλλά δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ δεν έχω παράπονο, η ζωή μου κύλησε ήρεμη, κύλησε ήσυχη. Απλή ζωή, αλλά δεν πειράζει. Ας είναι. Κι αν με έβαζες να διαλέξω και μια δεύτερη πάλι έτσι θα έκανα, αν τύχαινε να το κάνω έτσι. Αυτή με λίγα λόγια είναι η ζωή μου [00:50:00]σήμερα που σε λίγο θα μπω στα ογδόντα μου χρόνια. Με την ελπίδα να έχουμε ζωή, αλλά να είναι καλά τα χρόνια, γιατί να μπορείς να προσφέρεις και να μπορείς να είσαι ευταξούσιος που έλεγε η μακαρίτισσα η γιαγιά μου. Τώρα βέβαια, μέσα σε όλα αυτά που είπαμε δεν είναι δυνατόν να μπορέσω να τα θυμηθώ όλα. Δεν είναι δυνατόν. Να πω ότι την κόρη μας την παντρέψαμε με ένα παλικάρι υπάλληλο της ΔΕΗ από την Πτολεμαΐδα. Έχουμε την εγγονή μας, η οποία σήμερα είναι δευτεροετής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πληροφορικής - Προγραμματισμού, η επιλογή της. Δόξα τω Θεώ καλά είμαστε πλην τα γεροντικά, αυτά τα προεόρτια που έρχονται κι όλα αυτά, όπως όλος ο κόσμος. Κατά τα άλλα είμαστε πάλι… Αυτή είναι η ζωή ενός απλού ανθρώπου! Θέλω να πω και κάτι άλλο. Στο διάστημα αυτό μεσολάβησαν γεγονότα, έγιναν πολιτικές ανακατατάξεις, αλλαγές κομμάτων και λοιπά. Παντού και πάντα ήμουν με όλο τον κόσμο, δεν ανακατεύτηκα στα πολιτικά και δεν μετάνιωσα για αυτό. Με τους προέδρους όλους φίλος άλλωστε και μαθηταί μου, συμμαθητής μου ο Γιώργος και άλλοι πρόεδροι. Όλα όλα όλα όλα τα χρόνια συνεργάστηκα μαζί τους, στο Γυμνάσιο. Ένα μεγάλο κεφάλαιο που δεν θέλω… Ίσως, το πούμε σε άλλο στάδιο είναι η προσπάθεια η μεγάλη που κάναμε να κρατήσουμε το Γυμνάσιο μας και το Λύκειο μας. Φτάσαμε στο ‘90-‘91 και το σχολείο είχε πέσει πάρα πολύ, οπότε κάναμε με τον πρόεδρο μας Κώστα Χονδροκώστα και άλλοι μία επιτροπή. Παλέψαμε. Μπήκαμε στη Βόρειο Ήπειρο, φέραμε αρκετά παιδιά από την βόρεια ελληνόπουλα καθαυτού δικά μας παιδιά και κρατήσαμε το σχολείο μας. Στη συνέχεια, χάρη στην επέμβαση του Υπουργού Παιδείας του Πετσάνλικου -Θεός σχωρέσ'τον είναι μακαρίτης πια -το σχολείο μας έγινε διαπολιτισμικό και έτσι μπορούμε και το κρατάμε ακόμη και σήμερα ανοιχτό. Δυστυχώς με πάρα πολύ λίγα παιδάκι όπως και το δημοτικό και το νηπιαγωγείο. Και αυτή είναι η μεγάλη μας λύπη. Μεγάλη μας λύπη είναι να μην έχουμε παιδιά και χωριό που δεν ακούγεται το κλάμα των παιδιών και οι φωνές και τα μαλώματα και να σκούζουν κι οι μανάδες να τα [Δ.Α.], δεν είναι ζωντανό χωριό. Με λίγα λόγια, αυτή είναι η απλή ζωή! Φυσικά, υπάρχουν πάρα πολλές λεπτομέρειες. Και, ίσως, αν υπάρξει ερωτηματολόγιο πιο κάτω να πούμε κι άλλα. Αλλά, πάντως, αυτή είναι η ζωή ενός απλού Έλληνα.
Ενότητα 6
Η μόνιμη εγκατάσταση στον Πεντάλοφο, ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας
00:52:42 - 01:08:06
Ήσασταν κατατοπιστικότατος και η αλήθεια είναι ότι όσες ερωτήσεις έχω σημειώσει εδώ τις απαντούσατε μόνος σας στη ροή. Μία τελευταία θέλω να κάνω μόνο-
Ναι-
Αναφέρατε πριν για το δάσκαλο που είχατε, όταν γυρίσατε στο χωριό σας μετά τη μετεγκατάσταση τα έξι χρόνια-
Ναι ναι, το 1950 ακριβώς-
Αυτός ο δάσκαλος ήταν το πρότυπο σας;
Ασφαλώς! Ασφαλώς! Δεν σου κρύβω ότι έχω ανατριχιάσει, ειλικρινά δηλαδή. Γεώργιος Παπαχαραλάμπου, ο Θεός να τον αναπαύσει εκεί που είναι! Μοιραζόταν. Μοιραζόταν ο άνθρωπος αυτός ακόμα και το… Έξι χρόνια να τρέχει στα σπίτια μας, να βοηθάει [Δ.Α.], έκανε τον νοσοκόμο, έκανε ενέσεις, αποκλεινόντουσαν από τα κοπάδια, μάζευε τον κόσμο να πάμε να βοηθήσουμε τα κοπάδια, τι να πω! Κάθισε είκοσι δύο χρόνια στο χωριό μας. Μετά μας παρακολουθούσε μέχρι τέλος της ζωής του, στα ογδόντα ένα του πέθανε, μας παρακολουθούσε, επικοινωνούσαμε. Κατεβαίναμε, τον βρίσκαμε. Ήταν ο δάσκαλός μας. Τον λέγαμε ο δάσκαλος μας! Γεώργιος Παπαχαραλάμπου από την Νέα Γιαννιτσού. Είπα πιστεύω αυτός ο άνθρωπος έτσι που έζησε είναι -αν το εννοούμε- στον Παράδεισο. Δεν μπορεί να είναι κάπου αλλού. Ίσως, ήταν λόγω της εποχής έτσι, άλλωστε, ήταν οι δάσκαλοι τότε. Λίγο σφιχτός και σκληρός και θυμάμαι, αφού φαντάσου είχε πάει η μάνα μου στο παζάρι, Δώρα μου, στο παζάρι της Υπάτης γίνεται, όπως κάνει και το Τσοτύλι εδώ, Αγία Μαρίνα -δεν θυμάμαι τι να πάρει- και το μεσημέρι μου λέει: «Γιαννάκη, θα καθίσεις αυτού έχω φτιάξει μακαρόνια». Στο γραφείο του σχολείου έμενε, ένα γραφειάκι τρία επί τρία. Έφτιαξε τα μακαρόνια, θυμάμαι έφαγα. Δεν μου άρεζαν, όμως, γιατί; Γιατί τα είχε κάνει με λάδι, ενώ εμείς στο σπίτι -δόξα τω Θεώ- είχαμε πέντε-έξι κατσίκες και είχαμε βούτυρο. Έλα τώρα, όμως, που πηγαίνοντας στο σπίτι, άργησα. Να, μια γιαγιά, η θεια η Ελένη η Γρίβα -Θεός σχωρέσ’την- η οποία είχε το εξής κακό, Δώρα μου. Μάτιαζε, γκρέμιζε το δέντρο που λέμε! Γκρέμιζε το δέντρο. Και μου λέει: «Γιατί, Γιαννάκη, άργησες;». «Να -λέω- με κράτησε ο δάσκαλος, επειδή η μάνα μου λείπει και μου έβαλε και εμένα και φάγαμε παρέα μακαρόνια». «Δεν μου λες, Γιαννάκη, εσύ άμα μεγαλώσεις μεγαλώσεις, τι θα γίνεις; Θα φτιάξεις -λέει- κανά τρανό κοπάδι εδώ -λέει- στο χωριό μας ή θα γίνεις δάσκαλος;». Πού το είχε προφητεύσει; Λέω: «Πρόβατα θα φτιάξω και γίδια». «Γιατί;», μου λέει. «Να σου πω -λέω- θεια θεία ελένη, θα σου πω, θα σου πω! Να, είμαι στην Γ’ ή Δ’ τάξη. Αυτά όλα. Να σου πω γιατί σήμερα που ο δάσκαλός μου μού έκανε το τραπέζι με μακαρόνια, τα μακαρόνια τα είχε με λάδι, μύριζε το λάδι και εμένα δεν μου άρεσαν. Εμένα η μάνα μου τα φτιάχνει με βούτυρο και μου αρέσουν καλύτερα. Γι’ αυτό -λέω- θα κάνω κοπάδι με -πες το- με πρόβατα, για να έχω γάλα, για να έχω βούτυρο». Αυτό ήταν, κόντεψα… Κόντεψα να πεθάνω και τη νύχτα ο πατέρας μου πάει… Ήταν μια γιαγιά. Δεν είχε έλθει η μάνα μου. Άργησε πολύ [Δ.Α.] και πάει σε μια γιαγιά. Τώρα εγώ τι θυμάμαι. Δεν θυμάμαι ποιο είναι το όνομά της. «Έτσι κι έτσι το παιδί». Ξεμάτιαζε έχοντας ένα ποτήρι στο οποίο έβαζε νερό και λάδι κι έπαιρνε κάρβουνο με τη μάσια, το έριχνε μέσα και έλεγε το αυτό: «Ποιον είδε -λέει- Δήμο -στον πατέρα μου- το παιδί;». Λέει: «Την αυτή». Και είπε το όνομα. Αυτό ήταν. Έπεσε το κάρβουνο αστραπιαία κάτω, έκανε ένα κρακ κι εγώ στο σπίτι άνοιξα τα μάτια μου και σηκώθηκα. Έλα τώρα -φθάνουμε σε άλλο θέμα- να μην πιστέψεις στο μάτι. Από τότε πιστεύω απόλυτα στο μάτι, και πραγματικά είπε. Αλλά θυμάμαι αυτή τη λεπτομέρεια, για να αναφέρω ποιος ήταν… Ποιος ήταν ο δάσκαλός μου. Έτρεχε έτρεχε κοντά μας σε όλες και στις χαρές και στις λύπες. Και πάνω απ’ όλα, όσοι είχαν και λίγο οικονομικά, σπουδάσανε να γίνουν αξιωματικοί, γίνανε άλλα επαγγέλματα. Δικηγόροι, είπα στην αρχή ότι δεν μπόρεσα να σπουδάσω αυτό που ήθελα ακριβώς για λόγους φτώχειας. Ακριβώς. Αυτή με λίγα είναι η ζωή. Καμιά φορά απλώς ένα φτάνει ένα γεγονός να σου αλλάξει κυριολεκτικά τη ζωή, όπως έγινε με τη δικιά μου ζωή, Δώρα μου. Τώρα κοίταξε που είμαστε μπροστά στο εικόνισμα, ό, τι σου είπα είναι όλα, όλα η αλήθεια. Ήταν έτσι έγινε η γνωριμία μας με την Δέσποινα. Αυτή απλό ένα κοριτσάκι δεκατριών χρονών, τίποτα δεν υπήρχε τίποτα. Τι να υπάρχει δηλαδή; Και, όμως, ήρθε η ώρα μετά. Τώρα ήλθαν ήλθαν, δόξα τω Θεώ, δεν μετάνιωσα. Όχι όχι, δόξα τω Θεώ. Έχω εξαιρετική γυναίκα, με τίμησε, την τίμησα, ζήσαμε μαζί την απλή αυτή ζωή του χωριού εδώ. Ναι, ένα μόνον. Εκείνο το οποίο θέλω να πιστεύω με βοήθησε πάρα πολύ, διότι από πεποίθηση είμαι μετριοπαθές άτομο, δεν ασχολούμαι με τα πολιτικά. Πιστεύω ότι όλοι οι Έλληνες -και οι πολιτικοί μας- όλοι θέλουν και όλοι φτιάχνουν, αλλά είναι δύσκολα τα πράγματα και δεν είναι… Και τώρα που, όπως πάμε, κανείς δεν ξέρει πού θα καταλήξουμε. Γι’ αυτό, δεν νομίζω ότι βγάζει ο πατέρας [Δ.Α.] αυτοί που τον ανακατεύουν. Δεν θέλησα. Είναι αλήθεια ότι υποψήφιοι πρόεδροι και τελευταία ξέρεις τι αγώνα έκαναν, κυρίως ο τελευταίος δήμαρχος, «Έλα να σε βάλω, να βγεις αντιδήμαρχος». «Βρε φύγε βρε χριστιανέ μου, με θέλεις τώρα -λέω- εμένα». Άσε τώρα δεν με αφήνει και η Λίτσα. Με λέει: «Τον πατέρα μου θέλω να ζήσει κανένα χρόνο -λέει- δεν θέλω -λέει- γιατί δεν είναι απλά πράγματα αυτά», Δώρα μου, το να κυβερνήσεις ένα χωριό… Αρκετά δύσκολο. Μεγαλώνεις και όσο θα μεγαλώνεις, τόσα βλέπεις… Δόξα τω Θεώ, όχι όχι όχι δεν και με όλους τους προέδρους, με όλους. Από ποιον να αρχίσω; Τώρα άλλαξα, βέβαια, το θέμα! Να αρχίσω από τον Τσιτσικλή τον Κολούσια -Θεός σχωρέσ’ τον- τον Αλέκο τον Σβολιαντόπουλο, τον Μπαρντόλια, τον Γαϊτάνη, μετά έρχεται ο Γιάννης ο Βεζύρης, έρχεται ο Αλέκος ο Σαμαράς πρώτα ο Γιάννης ο Βεζύρης, ο Χονδροκώστας, ο Γιώργος ο Καρούτας, ξανά εδώ όπως γίνεται τώρα είναι και διαφορετικό- τώρα ο Τάσος ο μαθητής μου -ο αδελφός σου- ο θείος σου. Με όλους! Ποτέ. Πάντα. Το σπίτι ήταν πάντα ανοιχτό. Και θέλω να πιστεύω ότι όσο έχουν βέβαια -αυτό το πράγμα δεν μπορείς να το πεις για όλους, άμα έχεις τον αυτό και θέλεις να ασχοληθείς, θα ασχοληθείς. Άμα, όμως, τώρα είναι καλύτερα είναι να είσαι σε ένα γενικό φάσμα. Να είσαι να τα [01:00:00]βλέπεις όλα. Αυτό και να βοηθάς και να τρέχεις και σε κοινότητες και σε όλα. Καλά τώρα υπάρχουν μες στη ζωή και άλλα γεγονότα τα οποία μας γέμισαν και λοιπά. Συνεχίζουμε.
Μια τελευταία ερώτηση έχω-
Ναι-
Να κάνω.
Όχι, μόνο να μην είναι πολιτικού χαρακτήρα ερώτηση, δεν θα σου απαντήσω. Ήθελα να σου το πω και από την αρχή. Έπρεπε να με είχες καταλάβει. Πάνω απ’ όλα για μένα -δεν ξέρω σήμερα αν ήσουν στην εκκλησία- δεν ήσουν! Σήμερα, ξέρεις ποια μέρα είναι. Η μέρα η μαύρη μέρα του έθνους μας και της πατρίδας μας. Είχαμε και το μνημόσυνο της Ασπασίας. Εχθές το βράδυ μπήκα εδώ στον υπολογιστή και διάβασα, βρήκα τα ποιήματα της Άλωσης, διάβασα πάρα πολλά μέχρι που στεναχωρήθηκα, έκλαψα. Και σήμερα… Μετά λέω, έκανα τη σκέψη. Δεν λέω δυο κουβεντούλες στην εκκλησία; Και τι κάνω; Έβγαλα το ποίημα: Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια. Σημαίνει η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι... Και σήμερα, όταν τελείωσε ο ιερέας: «Πάτερ -λέω- θέλω ευλογία για δύο-τρία λεπτά να σας απασχολήσω». Και είπα πέντε κουβεντούλες. Είπα: «Χωριανοί σήμερα είναι 29 Μαϊου, πριν από 569 χρόνια σαν σήμερα ημέρα Τρίτη έπεφτε η Βασιλεύουσα και πιστεύοντας ότι χρωστάμε ένα μνημόσυνο στον τελευταίο μας αυτοκράτορα του Βυζαντίου, αλλά και σε όλους όσους υπερασπίστηκαν την Πόλη μέχρι τέλους, θα σας διαβάσω αυτό το ποίηματακι και τους το διάβασα Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη» που λέει, το οποίο, όμως, δυστυχώς τελειώνει με κάτι, Γιώτα μου -Γιώτα μου λέω- Δώρα μου, το οποίο είναι κάτι το οποίο με πονάει βαθιά στην ψυχή μου. Αυτή η προφητεία: Σώπασε κυρα-Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις, πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι! Που δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα και όχι μόνο αυτό. Είσαι παιδί και να θυμάσαι αυτά τα λόγια από ένα γέρο δάσκαλο. Το έθνος μας, δυστυχώς, δεν ξέρω ποια κατάρα και ποια μας κυνηγάει. Τις μεγάλες επιτυχίες μας τις διαδέχονται μεγάλες καταστροφές μεταξύ μας, δυστυχώς! Δεν μπόρεσα ποτέ να το καταλάβω, έστειλα δυο πουλιά στην κόκκινη μηλιά-λέει- δεν γύρισε κανένα. Είχε φτάσει η ώρα που ήταν έτοιμος… Δεν μπορώ ακόμα. Διαβάζω, έχω βιβλία, τώρα βρήκα ένα Το Χρυσό Αίμα του Βυζαντίου: οι Θρύλοι και λοιπά και διαβάζω. Δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω γιατί δεν μπορέσαμε τότε που ήταν η αυτή να έχουμε σαν έθνος μια γραμμή. Όταν είχαμε… Όταν ήμασταν ενωμένοι και αγαπημένοι, μεγαλουργούσαμε. Δυστυχώς, και δεν έγινε ποτέ. Σήμερα είναι αυτή… Έτυχε τώρα τυχαία και το αναφέρω και γι’ αυτό, θέλω να πω εν κατακλείδι ότι μπροστά σου έχεις έναν απλό Έλληνα πατριώτη, έναν απλό ορθόδοξο χριστιανό, έναν απλό δάσκαλο. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο, Γιώτα μου. Να είσαι καλά, κορίτσι μου!
Είχατε πει πριν ότι είστε Ρουμελιωτης-
Βεβαίως.
Δεν είστε και Πενταλοφίτης;
Φυσικά! Βεβαίως και Ρουμελιώτης και Πενταλοφίτης, η δεύτερη πατρίδα μου στην οποια δούλεψα, όπως θα δούλευα και στην πραγματική μου πατρίδα. Ίσα ίσα! Μα, πλέον, κοίταξε -σου είπα- μπαίνω θα μπω στα ογδόντα σε λίγο καιρό σε ένα-δύο μήνες. Λοιπόν, από αυτούς τα πενήντα μου χρόνια, τα έχω ζήσει στον Πεντάλοφο και τα τριάντα τα έχω ζήσει στην Καλλιθέα της Σπερχιάδας Λαμίας. Τελείωσε εδώ. Εδώ πλέον έγινε η ζωή μου, μα και στη γλώσσα. Αυτά που λέω, όταν κατεβαίνω κάτω με πειράζουν, «Έλα έμαθες εκείνα -λέει- εκεί πάνω» που λένε εκει κι αυτό. Όχι και δεν το μετάνιωσα, ίσως γιατί μέσα στο βάθος της καρδιάς μου υπήρχε και η Μακεδονία, ο Μέγας Αλέξανδρος. Μεγαλώσαμε αλλιώς, Γιώτα μου, είπες για τον δάσκαλο μου. Αυτός ο άνθρωπος πάρε πατρίδα θρησκεία, πατρίδα θρησκεία. Οι παλιοί εκείνοι δάσκαλοι και κοντά σε αυτούς και εμείς. Τώρα, εμείς από εκεί και πέρα τι καταφέραμε στη γενιά που σπουδάσαμε και τι καταφέρνουμε εύχομαι να πάνε όλα καλά. Εμείς θα σας βλέπουμε από εκεί πάνω, αλλά ο Θεός να βάλει το χέρι του μέρα που είναι! Μια και το αναφέραμε κι αυτό. Η μαύρη μέρα για το έθνος μας, για τον Ελληνισμό. Αλλά θα μου πεις πάλι κι εσύ που έχεις σπουδάσει και ιστορία και αυτά. Δεν μπορεί και οι αυτοκρατορίες… Κράτησε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία 1100 χρόνια, κράτησε η ρωμαϊκή πιο γρήγορα και λοιπά και δυναστείες και όλα αυτά. Όλα αυτά έρχονται, παρέρχονται. Δεν υπάρχει θέμα. Σκεφτόμουν και έλεγα για τις δυναστείες και η οθωμανική αυτοκρατορία κράτησε κι αυτή. Βέβαια, απ’ ό, τι φαίνεται τούτος εδώ φαίνεται ότι ονειρεύεται να ξαναγίνει ο Μωάμεθ ο Πορθητής, αλλά και πού να πάει; Τι να πάρει δηλαδή; Τι να πάρει και βλέπεις ήδη στη διήγησή μου που σου είπα θα είδες ότι πόσες φορές σου είπα, πόσα γεγονότα σου είπα για το αυτό. Συνέχεια είχαμε γεγονότα. Το στρατιωτικό μου. Δεν μας πήραν πιο γρήγορα, μας ετοιμάσανε πιο γρήγορα. Συνέχεια. Δεν σταματούσε αυτό το πράγμα. Δεν σταματούσε. Να και τώρα τα παιδιά ήτανε εννιά μήνες θητεία, την έκαναν έντεκα. Αναγκαστήκανε βάλανε δυο μήνες παραπάνω στα παιδιά που κάποιοι το λέγαμε: «Μακάρι να γίνει και έξι μήνες», ίσα ίσα. Φαντάζεσαι στα δεκαεννιά σου, δεκαοχτώ, δεκαεννιά - είκοσι χρόνια να πηγαίνεις τρία χρόνια στρατιώτης που και να διαβάσει, βέβαια, τους πολέμους και δέκα χρόνια και, ίσως, κι εσύ κι από τους συγγενεις σου, παππούδες και λοιπά να ήταν αρκετά χρόνια. Όσον αφορά αυτά που είπε ρουμελιώτης… Βέβαια, η ψυχή μου είναι Ρουμελιώτισα. Ρουμελιώτισα η ψυχή. Όπως είναι μακεδόνισσα, όπως είναι η ψυχή κρητικιά που είπαμε και προηγουμένως τα παλικάρια της Κρήτης, έτσι είναι. Αλλά, όλοι είμαστε Έλληνες, όμως, και όπου γης είναι πατρίδα. Εκείνο το οποίο περίμενα, αλλά δεν θα προλάβω ήτανε έγινε τώρα το κομμάτι του ωραίου του δρόμου από τα Τρίκαλα έως την Λαμία φτάνεις σε σαράντα λεπτά. Τώρα, γίνεται μέχρι την Εγνατία. Αλλά, θα το προλάβω; Αυτό ήθελα. Δηλαδή, σε δύο ώρες από εδώ να είμαι στο πατρικό μου σπίτι!
Θα το προλάβετε.
Κοίταξε θα το προλάβω, Γιώτα μου, αλλά τα χρόνια περνάνε και το τιμόνι αρχίζει και γίνεται βαρύ, παιδί μου, και τα πόδια γίνονται βαριά. Να λέμε αλήθεια. Δεν είναι… Ο γεροδάσκαλος που έχεις απέναντί σου είναι προσγειωμένος στη ζωή και στην πραγματική ζωή. Σου είπα και τελειώνοντας αυτά θέλω να ευχαριστήσω και όλο και το χωριό, τον κόσμο, δεν έχω κανένα παράπονο. Εκεί που λίγο έτσι ζορίστηκα είναι όταν άρχισαν να έρχονται σχολείο τα παιδιά των παιδιών μου, εκεί, Δώρα μου, εκεί θυμάμαι τώρα την Σωτηρούλα, θυμάμαι τον Τριαντάφυλλο που είχα και την Λενίτσα και τον Κώστα τους είχα μαθητές και μετά ήρθαν τα παιδιά τους. Εκεί πλέον τι να πω! Είναι εντελώς κάτι κάτι πρωτόγνωρο! Είναι…
Ευχαριστώ πολύ!
Παρακαλώ! Παρακαλώ και πάντα στη διάθεση σου ό, τι θέλεις, και αν από αυτά που είπαμε μεμονωμένα, μπορούμε κάτι να το αναπτύξουμε, πολύ ευχαρίστως όποτε θέλεις, Γιώτα μου, να σε βοηθήσω, γιατί στο χρωστάω από παλιά!
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Γιάννης Ζέρβας ζει στον Πεντάλοφο Κοζάνης. Στην αφήγησή του, θυμάται τα παιδικά του χρόνια στην Λαμία, τις σπουδές του στην Παιδαγωγική Ακαδημία και τη στρατιωτική του θητεία. Μετά από περιπλάνηση χρόνων, η ζωή τον οδήγησε στον Πεντάλοφο Κοζάνης, όπου παντρεύτηκε τη γυναίκα της ζωής του και εργάστηκε ως δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο του χωριού μέχρι τη συνταξιοδότησή του.
Αφηγητές/τριες
Ιωάννης Ζέρβας
Ερευνητές/τριες
Δωροθέα Καρούτα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/05/2022
Διάρκεια
68'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Γιάννης Ζέρβας ζει στον Πεντάλοφο Κοζάνης. Στην αφήγησή του, θυμάται τα παιδικά του χρόνια στην Λαμία, τις σπουδές του στην Παιδαγωγική Ακαδημία και τη στρατιωτική του θητεία. Μετά από περιπλάνηση χρόνων, η ζωή τον οδήγησε στον Πεντάλοφο Κοζάνης, όπου παντρεύτηκε τη γυναίκα της ζωής του και εργάστηκε ως δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο του χωριού μέχρι τη συνταξιοδότησή του.
Αφηγητές/τριες
Ιωάννης Ζέρβας
Ερευνητές/τριες
Δωροθέα Καρούτα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/05/2022
Διάρκεια
68'