Γιώργος Μακρίδης: Ένας θεματοφύλακας των γιαννιώτικων εθίμων και των παραδόσεων
Καλησπέρα σας!
[00:00:00]
Καλησπέρα μας και ό,τι αγαπάμε!
Θα ήθελα, αρχικά, να μου πείτε το όνομά σας.
Λέγομαι Γιώργος Μακρίδης, ο πατέρας μου λεγόταν Γιάννης και η μάνα μου Ευδοκία.
Είναι Τετάρτη, 25 Μαΐου 2022, είμαι με τον κύριο Γιώργο Μακρίδη, βρισκόμαστε στα Ιωάννινα, εγώ ονομάζομαι Παπαβασιλείου Κωνσταντίνος, είμαι Ερευνητής στα Ιωάννινα και με τον κύριο Μακρίδη θα μιλήσουμε για τα έθιμα των Ιωαννίνων. Μπορείτε να μου πείτε κάποια πράγματα για εσάς;
Εγώ γεννήθηκα στο Κάστρο, η μαμή ξεγεννούσε τις κυρίες εκεί στο Κάστρο, έτσι γέννημα Καστρινός, ο πατέρας μου ήταν από τον Πόντο, από τα Κοτύωρα, σημερινή Ορντού και η μάνα μου απ’ το Μέτσοβο. Όταν γεννήθηκα, έμεινα στα Γιάννενα, σε όλη την περίοδο αυτή, τελείωσα το Δημοτικό στο 9ο Δημοτικό σχολείο έξω από το Κάστρο, μετά πήγα στη Ζωσιμαία, Γυμνάσιο, τότε ήταν εξατάξιο, μετά πήγα στο πανεπιστήμιο, σπούδασα μαθηματικά, γύρισα, άρχισα να κάνω φροντιστήρια, διορίστηκα για ένα διάστημα, για τέσσερα χρόνια, και μετά ξανά έκανα φροντιστήρια μέχρι που πήρα σύνταξη.
Κύριε Γιώργο, μπορείτε να μου περιγράψετε τα Ιωάννινα των δεκαετιών του '50 και του '60, όπως τα θυμάστε;
Τα Γιάννενα, εκείνη την εποχή, ήταν μια πόλη που τα αυτοκίνητα ήταν λίγα, και μέσα στην πόλη, όταν ήθελε να κυκλοφορήσει κάποιος, έπαιρνε ένα αμάξι με άλογο, ένα άλογο και το αμάξι – παϊτόνι το λένε τώρα, εμείς το λέγαμε η άμαξα. Υπήρχαν ποδήλατα, αυτοκίνητα ήταν λίγα, μοτοσυκλέτες πολύ λίγες και οι ελεύθεροι χώροι σε όλα τα Γιάννενα ήταν πολλοί. Στο Κάστρο, ιδιαίτερα, ήταν πάρα πολλά... σχεδόν όλα τα σπίτια είχαν κήπο. Στον κήπο καλλιεργούσαν λαχανικά και ό,τι άλλο ήθελε καθένας, πέρα από τα λουλούδια, κι είχαν αρκετά δέντρα με φρούτα, συνήθως κορομηλιές, βερικοκιές, κυδωνιές, μηλιές, οι περισσότερες ήταν οι κυδωνιές και οι κορομηλιές. Αχλαδιές είχαμε λίγες, με μια ποικιλία αχλαδιών που ήταν όμορφη. Στα Γιάννενα, εκείνη την εποχή, μπορούσες να περπατήσεις όλα τα Γιάννενα με τα πόδια, δεν υπήρχε λόγος να περπατήσεις πολύ. Η διαφορά, παράδειγμα, ο Άγιος Ιωάννης με τα Γιάννενα είχαν μια περιοχή πολύ, πάρα πολύ μεγάλη, που ήταν, δηλαδή, χωρίς κανένα σπίτι. Ο δρόμος ήταν χωματόδρομος και πηγαίναμε. Θυμάμαι που πήγαινα εγώ ποδαρόδρομο για να πάω σε κάτι θειες μου από δω στον Αϊ-Γιάννη τρόφιμα, όσο μπορούσα. Βέβαια, μερικοί παίρνανε το αμάξι, όπως είπαμε, και πηγαίνανε. Ήταν μια πόλις με αρκετούς κατοίκους για την εποχή εκείνη και ήτανε μια πόλη που ο ένας ήξερε τον άλλονε, ο ένας βοηθούσε τον άλλονε και υπήρχε μια μεγαλύτερη αλληλεγγύη σε σχέση με τη σημερινή εποχή, όπως τουλάχιστον φαίνεται. Ήταν όμορφα εκείνα τα Γιάννενα, ήταν μια ήσυχη πόλη και δεν φοβόταν κανένας να έχει την πόρτα του ανοιχτή, δηλαδή όλη την ημέρα η πόρτα ήτανε ανοιχτή, που σήμαινε ότι όποιος ερχόταν έμπαινε και δεν υπήρχε λόγος να κλείσει την πόρτα κάποιος, γιατί δεν είχαμε γεγονότα που να μας έλεγαν: «Κάποιος κλέβει» κτλ. Ύστερα, όπως είπαμε και πριν, στη γειτονιά ο καθένας κοιτούσε και το σπίτι του αλλουνού, όταν ήταν δίπλα, και πρόσεχε ποιος μπαίνει και ποιος δεν βγαίνει. Ο κόσμος δεν είχαμε, ας πούμε, έτσι, γεγονότα να κλέψουν κάτι κτλ., εκτός εμείς οι πιτσιρικάδες που κλέβαμε φρούτα!
Το πατρικό σας σπίτι πού βρισκόταν;
Το πατρικό μου σπίτι είναι στο Kάστρο μέσα, ανάμεσα από τα δυο τζαμιά. Για να πας από το ένα τζαμί στο άλλο, ξεκινάς από το Μουσείο, που λέμε τώρα εμείς, το Δημοτικό Μουσείο για να πας, μόλις κατέβεις και πας αριστερά, συναντάς μια πλατειούλα. Σε αυτήν την πλατειούλα είναι το σπίτι, συνεχίζοντας από κει, πάλι –όχι, να μην κατέβεις δεξιά καθόλου–, αν συνεχίσεις, συναντάς τη στοά που κατεβαίνει με τα σκαλάκια κάτω. Συνεχίζοντας από κει, μπορείς να ανεβείς στο Ιτς Καλέ, και οι χώροι που είναι τώρα εκεί, στο Ιτς Καλέ από κάτω και τώρα εκεί που είναι η Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών, ΕΥΠ τώρα, δεν υπήρχε τίποτα. Στην εποχή μου, ήτανε για αρκετό διάστημα, πολλά χρόνια, ο στρατός εκεί πάνω. Έτσι, εμείς οι πιτσιρικάδες, τότε, πηγαίναμε στο μαγειρείο που ήταν ακριβώς έξω από την πύλη που ανεβαίνεις για το Ιτς Καλέ και μας έδιναν φαγητό. Λίγο πιο κάτω, τώρα εκεί είναι μια βρύση εκεί πέρα, υπήρχε ένα κτιριάκι μικρό που έφτιαχναν γάλα, σκόνη γάλα, και μας έδιναν και γάλα, για τους πιτσιρικάδες. Εκεί είναι το σπίτι το δικό μου, έχει μία μεγάλη αυλή, δεν έχει αλλάξει η αυλή η δικιά μας, όλα τα σπίτια τα γύρω οι αυλές τους έχουν αλλάξει, δηλαδή έχουν γίνει και κτίρια περισσότερα απ’ ό,τι ήταν τότε. Το μόνο που έμεινε στην εποχή μας εκεί, είναι το σπίτι το πατρικό μου και ένα δίπλα μικρό σπιτάκι. Τα άλλα τα σπίτια, όλα τα άλλα, έχουν ή ανακαινισθεί ή κάνα δυο έχουν γκρεμιστεί.
Για χριστουγεννιάτικα κάλαντα πηγαίνατε μικρός;
Κάθε παραμονή των Χριστουγέννων, λέγαμε στις μανάδες μας να μας ξυπνήσουν πρωί, πάντα όλες οι κυρίες – οι κυράδες –«κυρά» έλεγε ο πατέρας μου τη μάνα, δεν την φώναζε: «Κυρα-Ευδοκία», όχι, «Κυρά»– όλες ξυπνούσαν πρωί, 05:00 ήταν ξυπνητές και είχαν αναμμένα τα φώτα, κι εμείς πηγαίναμε να πούμε τα κάλαντα. Σηκωνόμαστε πρωί-πρωί 06:00 το αργότερο, ξεκινούσαμε και πηγαίναμε, γιατί τα πιο πολλά σπίτια είχαν φως και οι κυράδες που μας έδιναν φιλοδώρημα ήτανε ξυπνητές. Και στο τέλος, όπως λέγαμε, λέμε: «Και του χρόνου, κυρά!», δεν λέγαμε: «Κύριε» κτλ., «Και του χρόνου, κυρά!», και μας έδιναν το μπαχτσίσι το αντίστοιχο, τα χρήματα ή, πιο πολλές φορές, θυμάμαι ότι εμένα μου άρεσε πάρα πολύ, τότε, όταν πήγαινα σε μια δασκάλα και μου έδινε μισή δραχμή και ένα πορτοκαλί. Ήταν η μόνη μου φορά που έτρωγα ένα πορτοκάλι μόνος μου, τα άλλα τα μοίραζα με τα αδέρφια μου. Οι παρέες ήτανε πολλές, μερικοί πηγαίναν μόνοι και μερικοί πηγαίναν παρέες. Τις πιο πολλές φορές πήγαινα με ένα απ' τα αδέρφια μου. Είχα πάει και με άλλονε, χωρίς να είναι γνωστός, ήταν φίλος, όμως. Πηγαίναμε, στο τέλος μοιράζαμε τα χρήματα στη μέση ακριβώς, και ό,τι μας δίναν άλλα, σύκα, αυγά κτλ., τα μοιράζαμε ακριβώς στη μέση, τα ίδια. Ήτανε χαρά για εμάς εκείνη την ημέρα, γιατί; Μπορούσαμε να βοηθήσουμε οικονομικά λίγο το σπίτι μας, έστω και με πέντε δραχμές, πέντε-δέκα δραχμές, δεν ήταν πιο πολλά τα λεφτά, δεκάρες μαζεύαμε. Άλλα, όμως, και δέκα δραχμές που δίναμε στο σπίτι, φανταστείτε τώρα, περίπου δέκα ευρώ τώρα, είχαν την αξία τους, γιατί κάτι μπορούσαμε να πάρουμε. Θυμάμαι μια χρονιά είχα βγάλει πιο πολλά λεφτά, είχα πάει μόνος μου, και είχα πάρει πιο πολλά λεφτά, μου δώσαν πιο πολλά λεφτά, με αποτέλεσμα να δω τη μάνα μου να χαίρεται, γιατί σε μια περίοδο δεν είχαμε τον πατέρα μας μαζί μας. Αυτό ήτανε... πήγαιναν και παρέες με μουσικές, πηγαίναν δηλαδή κι άλλοι με όργανα, με κιθάρες ή με βιολιά και λέγανε τα κάλαντα. Εμείς λέγαμε μόνο με το στόμα, και η συνήθεια στο Κάστρο ήταν με το στόμα να πούμε. Βέβαια, είπαμε, υπήρχαν και χορωδίες, μερικές χορωδίες ή ομάδες, που ήταν συνήθως κανταδόροι και λέγανε και αυτοί τα κάλαντα σε λίγα σπίτια. Δεν πηγαίναν αυτοί όπως εμείς πόρτα σε πόρτα. Τα ίδια περίπου γινότανε και την Πρωτοχρονιά. Η Πρωτοχρονιά ήτανε... πάλι την παραμονή λέγαμε τα κάλαντα, πρωί-πρωί σηκωνόμαστε πάλι και μερικές φορές 10:00 τελειώναμε. Σας είπα και πριν ότι και μια άλλη χρονιά πάλι που ήταν Πρωτοχρονιά, είχα βγάλει περίπου τριάντα πέντε δραχμές, και τότε, όμως, γύρισα στο σπίτι 13:00 το μεσημέρι και αργότερα λίγο. Η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος μάς έδινε ό,τι είχε, γιατί και ο κόσμος τότε δεν είχε και πολλές ευχέρειες, όπως τώρα, και η δραχμή είχε αξία. Να φανταστούμε ότι το ψωμί εκείνη την εποχή, μία οκά, άξιζε 0,80 λεπτά, και ήταν σημαντικό τα χρήματα αυτά. Για τα άλλα τρόφιμα κτλ. δεν συζητάμε. Την Πρωτοχρονιά που λέγαμε τα κάλαντα, προσπαθούσαμε, μετά, να τελειώσουμε, έτσι ώστε να ετοιμαστούμε για την καινούργια χρονιά. Δηλαδή, έπρεπε να πλυθούμε κανονικά, και τα Χριστούγεννα, ιδιαίτερα όμως την Πρωτοχρονιά, για να μη μας βρει η καινούργια χρονιά λερωμένους, δηλαδή άπλυτους και κακορίζικους, που έλεγε η μάνα: «Θα πλυθείτε!», ας ήταν ότι μέρα να ’ναι. Βέβαια, το συνηθισμένο μπάνιο μας ήταν Σάββατο, αλλά οποιαδήποτε μέρα και να ’πεφτε η Πρωτοχρονιά, έπρεπε την παραμονή να κάνουμε το μπάνιο για να είμαστε καθαροί, όπως έλεγε η μάνα μου. Τα παιδιά τα ντόπια λέγαν τα κάλαντα, συνήθως δεν ερχότανε από άλλες περιοχές να πουν τα κάλαντα, εκτός του Λάζαρου, που εμείς δεν λέγαμε και ερχόταν αυτοί. Ένα άλλο γεγονός, μετά, [00:10:00]ήταν τα Θεοφάνια, που περιμέναμε πολύ. Μερικά από τα παιδιά του Κάστρου προετοιμαζόντανε για να πέσουνε για τον σταυρό, κάνανε τα χειμερινά μπάνια για να είναι έτοιμοι, αλλά τις πιο πολλές φορές κέρδιζε ο Κώστας ο Ντενεκές – Ντενεκές ήταν το ψευδώνυμό του, Κωνσταντίνος Μακρής λεγόταν. Αυτός ήταν πολύ γρήγορος και κέρδιζε. Μια φορά, ένας πιτσιρικάς, θα ’τανε δεν θα ’τανε 16 χρονών, πήγε κι αυτός, του είπαν: «Τι ζητάς εσύ εδώ; Φεύγα εσύ νιάνιαρο, φεύγα εσύ». Αυτός έκατσε σε μια μεριά, δεν μίλησε καθόλου. Λέει ένας άλλος φίλος εκεί πέρα Καστρινός: «Α! Θα πηδήξει κι αυτός», λέει, «Γιατί; Τι έγινε; Δεν απαγορεύεται». Και πηδάει και χάνει ο Κώστας ο Ντενεκές και δεν μπορούσε να το χωνέψει, ήταν πολύ γρήγορος ο πιτσιρικάς! Τι είχανε σαν έπαθλο; Αυτός που έπιανε τον σταυρό έπαιρνε τον σταυρό και η Μητρόπολη του έδινε έναν δίσκο, πάνω στον δίσκο είχε ένα κεντημένο πανί, ένα κεντημένο πανί με εικόνες ή με τον σταυρό, και τριγύριζε όλα τα Γιάννενα. Δηλαδή, ξεκινούσε από σπίτι σε σπίτι και όλοι προσκυνούσαν τον στραυρό κι έδιναν και κάτι, και τα χρήματα που βγάζανε ήταν αρκετά για την εποχή εκείνη. Βέβαια, μετά αυτό καταργήθηκε, δηλαδή δεν μπορείς να πάρεις τώρα τον στραυρό και να γυρίσεις σπίτια για ευλογία, όπως κάναμε τότε. Ήταν πιο καλά ή χειρότερα; Εγώ πιστεύω ότι το έθιμο έπρεπε να τηρηθεί και να μπορεί αυτός που πιάνει τον σταυρό να φέρνει γύρα και ας βγάλει όσα χρήματα θέλει, όσα χρήματα του δώσει ο κόσμος. Ήτανε σημαντικό για μας, γιατί μαζευόταν όλος –ιδιαίτερα για εμάς τους Καστρινούς–, μαζευόταν όλος ο κόσμος στην παραλία, και μετά, οι πιο πολλοί φίλοι και γνωστοί περνούσανε επισκέψεις στο σπίτι μας, στα σπίτια των Καστρινών, και τότε έπρεπε να ήμαστε έτοιμοι, εκτός από τα Χριστούγεννα, όταν γιόρταζε κάποιος στο σπίτι ή γιορτή, και τότε, τα Θεοφάνια, έπρεπε να είμαστε εκεί. Την παραμονή είχαμε νηστεία, την άλλη τη μέρα των Θεοφανίων τρώγαμε, γι’ αυτό ο κόσμος ερχόταν κι έτρωγαν. Ήταν σημαντικό τότε, στην εποχή μας, να έχουμε φαγητό!
Η μητέρα σας τι ετοιμασίες έκανε στο σπίτι τις ημέρες εκείνες των Χριστουγέννων;
Όταν ήμασταν, όταν ήμουνα πριν τα 12 μου χρόνια, η μάνα μου δεν είχαμε χρήματα να αγοράσουμε κρέας και τέτοια, ήταν, όμως, ένα σημαντικό γεγονός για εμάς, και το Πάσχα ιδιαίτερα, γιατί μπορούσαμε να φάμε κάτι διαφορετικό, π.χ., να σφάξουμε το κοτόπουλο, που είχαμε στο σπίτι δύο, σφάζαμε κάθε μήνα ένα, αν το σφάζαμε κι αυτό. Η μάνα μου έφτιαχνε πάρα πολύ ωραίες πίτες στη γάστρα, δεν τα πηγαίναμε στον φούρνο, μόνο το ψωμί πηγαίναμε στον φούρνο, γιατί δεν ψηνόταν καλά στη γάστρα. Βέβαια, εμάς μας άρεσε και άψητο, όπως ήταν στη γάστρα, γιατί είχαμε τη δυνατότητα να φάμε κατευθείαν ζεστό ψωμί και ας ήτανε σαν ζυμάρι, δεν μας πείραζε αυτό, αρκεί να τρώγαμε ήταν το θέμα. Ετοίμαζε γλυκά, εκείνα τα γλυκά της μάνας μου δεν μπορώ να τα ξεχάσω! Ήταν μπακλαβάδες και κανταΐφια. Δεν φτιάχναμε εμείς άλλα γλυκά, όπως φτιάχνουν τώρα. Τα Χριστούγεννα φτιάχναμε κουραμπιέδες, όχι μελομακάρονα, κουραμπιέδες. Και οι κουραμπιέδες ήτανε πολύ εξαιρετικοί και ήτανε από τις λίγες φορές που αυτό που τρώγαμε, το γλυκό, μύριζε βούτυρο, γιατί δεν είχαμε τη δυνατότητα να αγοράσουμε βούτυρο, αλλά η μάνα μου, της έφεραν γάλα ένας συγγενής μας από την Ελεούσα, Δρομίστα – Δρομίστα, συγγνώμη, απ’ την Ελεούσα που είναι έξω από τα Γιάννενα, Μπισδούνι λεγόταν τότε, μας έφερνε... επειδή παραμονές Χριστουγέννων, Μεγάλη Εβδομάδα και παραμονή Πρωτοχρονιάς δεν το δίναν το γάλα στους τυροκόμους αλλά το έδιναν στον κόσμο. Αυτός μας έφερνε γάλα και ήταν οι μόνες μέρες που μπορούσα να φάω δύο ποτήρια γάλα, ήταν σαν έθιμο, το είχε αυτός, να μας φέρει το γάλα μας. Αυτό το γάλα το χτυπούσε σε ένα δοχείο κυλινδρικό η μάνα μου, έβγαζε το βούτυρο και το κρατούσε για να φτιάξουμε τους κουραμπιέδες ή ό,τι άλλο, ιδιαίτερα τους κουραμπιέδες για να έχει λίγο βούτυρο μέσα, γιατί μύριζαν πάρα πολύ ωραία. Είπαμε, τα έφτιαχνε όλα στη γάστρα και τα μέλωνε, όχι με μέλι, ήταν λίγο σπάνιο για μας το μέλι, τα μέλωνε με ζαχαρούχο νερό, λιωμένο νερό στη ζάχαρη, ήτανε θαυμάσιο. Όταν για πρώτη φορά φτιάξαμε με μέλι, θυμάμαι πόσο εντύπωση μου είχε κάνει εμένα σαν πιτσιρικά τότε, κάτω από τα 12 χρόνια. Μετέπειτα, την Πρωτοχρονιά, έφτιαχνε την κανονική τη βασιλόπιτα, τη βασιλόπιτα τη φτιάχναμε και την ψήναμε στη γάστρα πάλι, δεν την πηγαίναμε στον φούρνο. Για εμάς τους πιτσιρικάδες, όποιον τύχαινε το φλουρί ήταν σημαντικό, γιατί ο πατέρας μάς έδινε μία δραχμή, τότε που ήταν, πριν τον πατέρα μου δεν είχαμε τη δυνατότητα να αγοράσουμε, να μας δώσουν χρήματα. Θυμάμαι ότι εγώ δεν είχα κερδίσει ποτέ, αλλά χαιρόμουνα πάρα πολύ όταν το κέρδιζε η αδερφή μου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μ’ άρεσε να το κερδίζει η αδερφή μου αυτό το φλουρί, που λέγαμε εμείς. Επίσης, τα Χριστούγεννα έφτιαχνε χριστόψωμα και την Πρωτοχρονιά βασιλόπιτες έφτιαχνε. Θυμάμαι που έφτιαχνε και δυο βασιλόπιτες, γιατί λίγο πιο πέρα στη γειτονιά μας ήταν μια οικογένεια που είχε πρόβατα, έμενε σε ένα μέρος χαλασμένο του Κάστρου, εκεί, σαν σπηλιά ήτανε, έμενε εκεί πέρα, και πήγαινε και μία βασιλόπιτα, το είχε έθιμο να πάει μία βασιλόπιτα σε αυτουνούς που δεν είχαν, που ήξερε ότι δεν μπορούν να φτιάξουν. Και αυτοί σε αντάλλαγμα, θυμάμαι, μας είχαν φέρει γάλα, και για μας, είπα και πριν, το γάλα ήταν πολύ σημαντικό. Τα γλυκά μας ήταν λιτά τότε, μετέπειτα έγιναν λίγο με πιο πολύ βούτυρο κτλ. και είχαμε τη δυνατότητα τότε να μας φτιάξει και άλλων ειδών γλυκά, αλλά εμάς ιδιαίτερα μας άρεσε ο μπακλαβάς και το κανταΐφι.
Γυρνάω λίγο πίσω: Με τα λεφτά που παίρνατε από τα κάλαντα, τι κάνατε; Τι αγοράζετε;
Το κάθε παιδί τα διέθετε κάπως όπως ήθελε αυτό. Προσωπικά, εγώ τα έδινα στη μάνα μου, γιατί δεν είχαμε χρήματα, ήξερα ότι δεν έχουμε χρήματα, ήξερα ότι δεν μπορούμε να έχουμε χρήματα, και αν κρατούσα μία δραχμή, τότε πήγαινα και αγόραζα καραμέλες αστεράκια, που ήταν πολλές, και τις έβαζα στην άκρη, κι έδινα στα αδέρφια μου δυο-τρεις και κρατούσα έξι ή εφτά κι έτρωγα μία κάθε μέρα της εβδομάδος, αυτό ήτανε. Ο καθένας τα διέθετε όπως ήθελε. Ήτανε μερικά παιδιά που αγόραζαν βιβλία. Θυμάμαι μια κοπελιά της γειτονιάς μου που έβγαινε με τον αδερφό της, αγόρασε ένα βιβλίο και μου είπε: «Θες να το διαβάσεις;». Εγώ δεν είχα τη δυνατότητα να αγοράσω βιβλία εξωσχολικά να διαβάσω και άρχισα από τότε, πιτσιρικάς, γύρω στα 9 μου χρόνια, να διαβάζω βιβλία με πρώτο δανεικό αυτό που είχε αγοράσει η κοπελιά με τα χρήματα που είχε βγάλει στα κάλαντα. Είπαμε ότι τα παιδιά αγόραζαν διαφορά: αγόραζαν μπίλιες, άλλος αγόραζε ρουλεμάν για να φτιάξει πατίνια, ήταν αρκετές οι ασχολίες που είχε... ή αγόραζε σύρμα για να φτιάξει συρμάτινα αυτοκίνητα, που παίζαμε εμείς τότε.
Μπορείτε να μου περιγράψετε το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι;
Ναι, όταν ήταν... προτού έρθει ο πατέρας μου, δηλαδή συνήθως την Πρωτοχρονιά, στο σπίτι μας μαζευόταν η μάνα μου και ερχόταν ο πατέρας της, οι δυο ανύπαντρες αδερφές της, ο αδερφός της, μαζευόμασταν όλοι στο σπίτι το δικό μας. Εκεί, στην αρχή, λέγαμε ευχές κτλ. και λέγαμε και μερικά τραγούδια. Η μάνα μου τραγουδούσε αρκετά καλά – όχι καλά, τραγουδούσε πάρα πολύ καλά κι έλεγε και βλάχικα τραγούδια. Μερικές φορές στο σπίτι ερχότανε κι άλλοι, ερχότανε η οικογένεια της γειτονιάς, να ’ρθει εκεί πέρα. Το Πάσχα ήταν, θα τα πούμε μετά το Πάσχα, ότι ερχόταν πιο πολλές οικογένειες. Στο τραπέζι μας, πριν έρθει ο πατέρας μου, ήταν φτωχικό. Είχαμε, βέβαια, το κοτόπουλο, είχαμε τη σούπα μας, είχαμε το γιαούρτι μας, που είπαμε ότι μας έφερνε γάλα και το ’φτιαχνε η μάνα μου γιαούρτι, είχαμε το γάλα, να μπορούσαμε να φάμε και δυο ποτήρια, και ήτανε για μας σημαντικό αν κάποιος μας έφερνε τυρί. Είπαμε, ο Μήτσος ο κουμπάρος μας από το Μπισδούνι, Ελεούσα σήμερα, μας έφερνε μερικές φορές τυρί και ήταν η μεγάλη μας χαρά. Μετέπειτα, όταν ήρθε ο πατέρας μου, το τραπέζι ήτανε πιο καλό, είχε πιο πολλά... είχαμε δυνατότητα να πάρουμε και φρούτα, είχαμε τη δυνατότητα να αγοράσουμε και σοκολάτες που δεν αγοράζαμε τότε, έτσι, για μας φαινόταν λίγο πιο[00:20:00] όμορφα. Σημαντικό, πάντως, για μας ήτανε ότι μία χρονιά το δώρο του πατέρα μου ήταν να μας φτιάξει καινούργια παπούτσια, και τα τέσσερα αδέρφια που ήμασταν τότε –τέσσερα στην αρχή, μετά γίναμε έξι–, μας πήγε σε ένα τσαγκάρικο που ήτανε στο «Γυαλί Καφενέ» κοντά και μας πήρε μέτρα. Δεν φαντάζεσαι τι χαρά που κάναμε το βράδυ των Χριστουγέννων, γιατί, όπως θυμόμαστε, το πρωί τα Χριστούγεννα πάμε 05:00 το πρωί-06:00 πηγαίναμε στην εκκλησία, 07:00-08:00 τελείωνε η εκκλησία, θυμάμαι ότι ήταν μεγάλη μας η χαρά, και τα αδέρφια μου όλα να κοιτάμε τα παπούτσια μας και να κοιτάμε αν ο κόσμος κοιτούσε τα παπούτσια τα δικά μας, ήταν σημαντικό αυτό! Όταν, μετέπειτα, που ζούσε ο πατέρας μου, θυμάμαι ερχότανε και οικογένειες από την Αθήνα, ερχότανε οικογένειες από την Αθήνα και τις φιλοξενούσαμε στο σπίτι το δικό μας. Το ’χαμε περιποιηθεί αρκετά και μετέπειτα το έφτιαξε ο πατέρας μου στη σημερινή του μορφή, οπότε είχαμε τη δυνατότητα να φιλοξενήσουμε και κόσμο.
Τα σπίτια τα στολίζατε και αντίστοιχα η πόλη ήταν στολισμένη, όπως γίνεται σήμερα;
Εμείς στο Κάστρο δεν στολίζαμε δέντρα. Υπήρχαν στη γειτονιά μερικοί που στόλιζαν δέντρα. Τα στόλιζαν τα δέντρα, όχι τώρα με φωτάκια που έχουμε, τότε πού... γιατί να φανταστείτε ότι μέχρι τα 10 μου χρόνια, στο σπίτι μας δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα, είχαμε λάμπα και δεν είχαμε τέτοιο. Όμως, τι γινότανε: Η κάθε νοικοκυρά, τα σπίτια που είχαν δέντρα τα άσπριζαν τα δέντρα και τα Χριστούγεννα και ιδιαίτερα το Πάσχα τα ασπρίζανε, δηλαδή, εκεί πέρα. Μετέπειτα, σιγά-σιγά, βγήκανε να στολίζουμε τα δέντρα, να βάζουμε Άγιους Βασίληδες κτλ. Εμείς, τότε, η μόνη εορταστική εμφάνιση ήταν να βάζουνε καμία κούκλα σε κάνα δέντρο ή να κρεμάνε μερικά πράγματα τα οποία φτιάχναμε εμείς, δηλαδή με ξύλινα, σαν αεροπλανάκια, σαν τέτοια, αυτά φτιάχναμε. Μετέπειτα, άρχισε να στολίζουμε δέντρα, να βάζουμε φωτάκια κτλ.
Αργότερα, στα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν τον Εμφύλιο, άλλαξε ο τρόπος εορτασμού των Χριστουγέννων;
Θα σας πω. Όταν ήμουνα μετά τα 6 μου χρόνια, δεν θυμάμαι πριν πολλά πράγματα. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, ότι όταν πηγαίναμε σε σπίτια που δεν ήταν ιδεολογικά σύμφωνα με εμάς, μας έδιωχναν, να πούμε τα κάλαντα. Ήταν μερικοί, οι όποιοι, ανεξάρτητα το τι ήσουνα, έλεγαν τα κάλαντα ή δεν σου ’διναν τίποτα. Τα γιορτάζαμε τα κάλαντα, και θυμάμαι ότι εμένα, σαν πιτσιρικά, ας πούμε, τότε, θυμάμαι δυο-τρία παιδιά απ’ τη γειτονιά μου που ’λεγαν: «Δεν θα πεις τα κάλαντα εσύ!». Οπότε, εγώ, επειδή τότε άρχισα να είμαι και λίγο δυναμικός, τους είπα: «Θα τα πω και ό,τι και να κάνετε θα σας βρω έναν-έναν μετά, τώρα που είστε μαζί δεν μπορώ να σας κάνω τίποτα, αλλά έναν-έναν μετά θα σας φτιάξω». Οπότε, είπα τα κάλαντα, απαγορευότανε, όμως, να πεις ορισμένα πράγματα, λέγαμε τότε μερικά περιπαιχτικά στο τέλος: «Κοιτάτε τι να δώσετε να πάμε σε άλλη πόρτα, το λάδι πάει είκοσι εννιά κι η ζάχαρη δεκάξικαι ο φτωχός θα τα τινάξει». Μερικοί αυτά ένα διάστημα μάς τα απαγόρευαν, μας είπαν: «Επ! Όχι αυτό». Εμάς τους πιτσιρικάδες, όμως, εμείς τα λέγαμε, ποιος λογάριαζε τότε τον έναν ή τον άλφα ή τον βήτα; Ήταν λίγο μια μικρή διαφορά σε σχέση... αλλά ο πιο πολύς κόσμος στο Κάστρο ήταν όμορφος, με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε όλοι, όλοι οι πιτσιρικάδες που λέγαμε τα κάλαντα, όμορφα.
Ωραία, κύριε Γιώργο, να περάσουμε λίγο και στις απόκριες. Μπορείτε, αρχικά, να μου πείτε τι είναι οι τζαμάλες;
Στο Κάστρο, τζαμάλα λέγεται η φωτιά που ανάβουμε. Σε άλλες περιοχές ανάβουν άλλες μέρες, του Aϊ-Γιαννιού, π.χ., εμείς ανάβουμε τη δεύτερη Κυριακή, την τελευταία Κυριακή, την Κυριακή πριν την Καθαρά Δευτέρα. Σε κάθε γειτονιά τότε στο Κάστρο, στο Κάστρο τότε, να φανταστείτε, γινόταν πάνω από εννιά φωτιές, σε κάθε γειτονιά και μία φωτιά, και συναγωνιζόμαστε ποιος θα έχει την καλύτερη φωτιά, όχι μόνο από άποψη ξύλων, αλλά και από άποψη τραγουδιών και κεφιού κτλ. Ήτανε οι απόκριες, δηλαδή η τζαμάλα ήταν το άναμμα της φωτιάς. Για τα ξύλα, μερικές μέρες, δηλαδή αν ήταν, π.χ., Μάρτη η Κυριακή πριν την Καθαρά Δευτέρα, έναν μήνα πριν μαζεύαμε ξύλα για τη φωτιά. Πριν από την περίοδο αυτή, και ιδιαίτερα Δεκέμβριο-Γενάρη, έβγαζε ξύλα η λίμνη και μαζεύαμε από κει. Βέβαια, οι συκιές γύρω από το Κάστρο και τα πλατάνια κόβαμε αρκετά κι έβλεπαν και πάθαιναν. Συκιές κόβαμε αρκετές για τα ξύλα της φωτιάς. Η κάθε τζαμάλα είχε και μερικούς υπεύθυνους, δηλαδή αυτοί που καθορίζαν τι θα γίνει. Όταν λέμε «τι θα γίνει», εννοούμε ότι έπρεπε, άμα πουν αυτοί να σταματήσει γιατί ήρθε μια ζυγιά να πει τα τραγούδια της, σταματούσαμε όλοι. Έλεγαν να μη φωνάξουμε, δεν φωνάζαμε οι πιτσιρικάδες. Κι έτσι, γίνονταν ένα γλέντι το οποίο ήταν αρμονικό και σ’ αυτούς που ερχότανε, γιατί; Γιατί σε κάθε φωτιά ερχότανε και κανταδόροι από άλλες φωτιές. Δηλαδή, εμείς στο Κάστρο, στη γειτονιά τη δικιά μας ανάβαμε φωτιά. Λίγο πιο πέρα ήτανε οι αδερφοί Γάκη που ερχόνταν στη δικιά μας γειτονιά. Αυτοί, λοιπόν, έφευγαν και πήγαιναν και αλλού και έλεγαν καντάδες, έλεγαν σε μας τραγούδια. Ερχόταν και άλλοι ντυμένοι και έλεγαν τραγούδια, και το σημαντικό είναι ότι δεν παρουσιαζόταν ποιοι ήταν αυτοί. Βέβαια, εμείς μερικούς τους ξέραμε ότι είναι ο τάδε αυτός, γιατί ξέραμε τα τραγούδια που έλεγαν, αλλά αυτοί δεν φαινόταν, δεν φανερώναν το πρόσωπό τους, δηλαδή. Γιατί λέγαν και μερικά λίγο ξινά, οπότε δεν ήθελαν να... αλλά εμείς οι πιτσιρικάδες ξέραμε ποιοι ήταν αυτοί. Σημαντικό ήταν, δηλαδή, το «πήγαινε». Πηγαίναμε εμείς σε άλλες γειτονιές, εγώ τελικά δεν πήγαινα σε άλλες γειτονιές, έμενα εκεί, γιατί τις πιο πολλές φορές με έβαζαν κάπου να είμαι υπεύθυνος και δεν πήγαινα σε άλλες φωτιές, ερχότανε οι άλλοι και μας έλεγαν τα τραγούδια εκεί πέρα. Στη γειτονιά μας είχαμε και δικούς μας που έλεγαν τραγούδια και τα περνούσαμε όμορφα. Σημαντικό είναι ότι την Κυριακή αυτή όλες οι γειτόνισσες φέρναν τα φαγητά που έμεναν, τα βάζαμε σε μια μεριά όλα και τρώγαμε όλοι, γιατί έπρεπε την Καθαρά Δευτέρα να μην έχει τίποτα αρτύσιμο. Βέβαια, δεν ήταν πολλά, γιατί δεν είχαμε και πολλά τότε, σιγά-σιγά όμως, όσο περνούσαν τα χρόνια, γινόνταν και πιο πολλά και μερικές φορές περίσσευαν. Και έλεγα, θυμόμουνα τότε κι έλεγα: «Άντε, πού ήτανε εκείνη η εποχή που λέγαμε να περισσέψουν για να πάρουμε και μερικά!». Να φανταστείτε ότι απ’ τα κάρβουνα που μέναν από τη φωτιά γεμίζαμε τα μαγκάλια, γιατί με μαγκάλια ζεσταινόμασταν εμείς, στο σπίτι το δικό μου τουλάχιστον και σε αρκετά σπίτια, γεμίζαμε τα μαγκάλια, δυο-τρία μαγκάλια με κάρβουνα αναμμένα και ζεσταίναμε το σπίτι τότε όλο, όχι ένα δωμάτιο μόνο.
Τι μεταμφιέσεις κάνατε;
Οι συνηθισμένες μεταμφιέσεις ήταν οι άντρες να ντύνονται γυναίκες και οι γυναίκες άντρες και να πηγαίνουν... Το ωραίο ήτανε ότι κάθε μεταμφιεσμένη ομάδα, και την πρώτη Κυριακή, της κρεατινής που λέμε, δηλαδή είναι η Κυριακή πριν την Καθαρά Δευτέρα που είναι η τυρινή, πριν την Κυριακή αυτή πάει η κρεατίνη, και πριν την Κυριακή υπάρχει άλλη μία Κυριακή, αυτές τις τρεις Κυριακές γινόνταν γλέντια στα Γιάννενα ανέκαθεν, τρεις Κυριακές. Από την Κυριακή της τυρινής – συγγνώμη, της κρεατινής, ντυνόνταν όλοι και πήγαιναν επισκέψεις στα σπίτια, τους κερνάγανε, ήταν έθιμο να τους κερνάνε, και, για να καταλάβεις, θυμάμαι τον πατέρα μου που έλεγε: «Θα σας πω εγώ ποιοι είναι και θα δούμε». Έπαιρνε κάτι και το έριχνε στην αγκαλιά αυτού που ήταν ντυμένος, ας πούμε, γυναίκα, αν έκλεινε τα πόδια σημαίνει ότι ήταν άντρας, αν άνοιγε τα πόδια σήμαινε ότι ήταν γυναίκα. Κάνανε στην αρχή ότι ήταν γυναίκα ή και άντρας, τουλάχιστον αυτοί που ήξεραν, οι μεγάλοι. Εμείς οι πιτσιρικάδες πιο πολύ ήμασταν και χαβαλέ εκείνη την ώρα, δεν μας ενδιέφερε ποιος θα ’ναι, μας ενδιέφερε να φάμε κι εμείς κανένα κομμάτι γλυκό απ’ αυτό που έτρωγαν αυτοί, και συνήθως η μάνα μου πάντα είχε γλυκό να κεράσει αυτούς όλους, και το γλυκό που έφτιαχνε η μάνα μου ήταν το κυδώνι. Με κυδώνι από τον κήπο μας, κυδώνια πολύ ωραία, ήταν και μαλακά και τα σκληρά, υπήρχαν δύο ειδών: τα μηλοκύδωνα, που λέγαμε, και τα κυδώνια τα άλλα. Ήταν σημαντικό να μας κεράσει και μας λίγο γλυκό, αυτό εκεί πέρα. Μετά, όλοι οι μεταμφιεσμένοι, οι πιο πολλοί, ανεβοκατέβαιναν στην πλατεία. Όπως είναι η Περιφέρεια τότε, από έξω ακριβώς, ήταν λίγο πιο μικρό το κτίριο, μετά έγινε μεγάλο κτλ., ήτανε μικροπωλητές με καροτσάκια, με αυτά τα χειροκίνητα τα καροτσάκια, που πουλούσανε σερπαντίνες, χαρτοπόλεμο, καπέλα, μουζούκες και[00:30:00] τα άλλα, φυσερά κτλ. Μετά, πουλούσαν και ρόπαλα, μετά, που πέρασαν τα χρόνια. Όλοι τότε αγοράζαν χαρτοπόλεμο, και θυμάμαι ότι η πλατεία, απ’ την αρχή της Περιφέρειας μέχρι κάτω το Ρολόι, ένα διάστημα είχε πάνω από δέκα πόντους χαρτοπόλεμο, δηλαδή δεν το σκούπιζε κανένας. Και οι δυο Κυριακές αυτές ήταν γεμάτο χαρτοπόλεμο, δεν σκούπιζε κανένας, ήξεραν ότι θα σκουπίσουν την άλλη Κυριακή. Σιγά-σιγά, ο χαρτοπόλεμος γινόταν πιο λιγότερος, πιο λιγότερος, αλλά θυμάμαι ότι ο καθένας έκανε κουμάντο να αγοράσει χαρτοπόλεμο, γιατί είχε την ευκαιρία, έτσι, να πειράξει την κοπέλα που τον ενδιέφερε, στη βόλτα αυτήν της πλατείας που ανεβοκατεβαίναμε. Εκεί, στη βόλτα της πλατείας που κάναμε, η μία ομάδα που ήταν μεταμφιεσμένη με τους άλλους έλεγαν τα δικά τους λόγια: «Ρε», έλεγε ο άλλος, «τι ντυμένος είσαι εσύ; Τι αμφίεση είναι αυτή, ρε; Κοίτα εμένα, ομορφάντρας!». Και έλεγε αυτός – έλεγαν οι άλλοι, π.χ.: «Εγώ είμαι κοπελιά, δεν είμαι ομορφάντρας», έλεγε ο άλλος που ήταν ντυμένος άντρας, κτλ. Ήτανε και τα πειραχτήρια, που πειράζαμε εμείς ο ένας τον άλλονε, μετά, μετά έγιναν με τα ρόπαλα που χτυπάγαμε, τότε ήταν... πετάγαμε χαρτοπόλεμο και βρίσκαμε την ευκαιρία, την ώρα που ο άλλος μίλαγε, κάτι, ρίχναμε χαρτοπόλεμο και προσπαθούσαμε να πάει ο χαρτοπόλεμος στο στόμα του. Ήτανε κι εκεί που πουλούσανε αυτοί χαρτοπόλεμο, είπαμε, κτλ. Μερικές φορές πήγαιναν και ορισμένοι και λέγαν τραγούδια. Ε, τότε, όλοι που ήταν ντυμένοι μαζευόταν, όπως είναι η Περιφέρεια, από πίσω έχει έναν πεζοδρόμιο λίγο πιο μικρό απ’ αυτό που είναι τώρα, και χόρευαν εκεί πέρα και μπροστά στον δρόμο, γιατί το ανεβοκατέβασμα απαγόρευε να περάσουν αυτοκίνητα, τα λίγα που υπήρχαν τότε, στην αρχή, και μετέπειτα, σιγά-σιγά, έγιναν και πολλά.
Άλλα έθιμα επιτελούσατε τα οποία στη συνέχεια εξέλειψαν;
Εγώ δεν θυμάμαι να κάνουν άλλα έθιμα. Θυμάμαι μόνο μερικούς ανθρώπους που κάναν δικά τους αποκριάτικα, π.χ. ήταν ένας και περπάταγε και ήταν ανάποδα στον γάιδαρο, καθόταν ανάποδα στον γάιδαρο και ο γάιδαρος περπάταγε, ήξερε το δρομολόγιο πού θα πάει. Εκεί αυτόν, του έλεγαν: «Πού πας τώρα; Πού πας; Επάνω ή κάτω;». Λέει αυτός: «Δεν ξέρω, ο γάιδαρος ξέρει», απαντούσε αυτός. «Και ο γάιδαρος πού ξέρει;», έλεγε. «Έχει πιει κρασί», έλεγε αυτός, «γι’ αυτό κεράστε κι εμένα, μην πίνει όλο αυτός και με πάει ανάποδα». Και υπήρχαν άνθρωποι που τους κερνούσαν. Να φανταστείτε, μπορεί άλλος να είχε ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι, ένα μπουκάλι τσίπουρο, και να κερνάει τον κόσμο εκεί πέρα, όσοι έφτιαχναν τσίπουρο ή όσοι είχαν κρασί. Ήταν λίγοι αυτοί, αλλά ήταν –πώς να πούμε;– ,το ένα ποτηράκι τσίπουρο που δίνανε στον άλλον είχε την αξία του τότε. Πριν γινότανε και άλλα έθιμα τα οποία εμείς αναβιώσαμε μετά, αργότερα αναβιώσαμε. Το σημαντικό είναι ότι πολλοί άνθρωποι, απ’ αυτούς που ήτανε ντυμένοι, προσπαθούσανε να κάνουν τους άλλους να γελάσουν ή κάνοντας κωμικές κινήσεις ή να τους παρασύρουν στον χορό που έστηναν αυτοί εκείνη την ώρα. Και τα τραγούδια τα έλεγαν με το στόμα. Τα τραγουδούσαν αυτοί και χόρευαν, και, σιγά-σιγά, η παρέα γινόταν πιο μεγάλη, πιο μεγάλη, και να φανταστείτε να γίνεται ένας μεγάλος κύκλος μες στην μέση στην πλατεία και να μην περνάει κανένας γιατί χόρευαν αυτοί που ήταν εκεί πέρα!
Μπορείτε να μου αναφέρετε κάποια απ’ αυτά τα έθιμα που είπατε ότι αναβιώνετε σήμερα;
Παλαιότερα γινόταν ο «γάμος», ένα που κάναμε εμείς, που αναβιώσαμε μετά, είχε να γίνει εκατόν τόσα χρόνια, αυτό ήταν ο γάμος. Δεν ήταν όπως λέμε γάμος τώρα, να παντρεύουμε νύφη και γαμπρό, όπως κάνουν άλλου. Η νύφη ήτανε η Ελλάδα και την προστατεύανε οι Έλληνες, και οι πρόξενοι οι ξένοι... γιατί τότε στα Γιάννενα υπήρχαν προξενεία, οι πρόξενοι οι ξένοι και οι άλλοι κοιτούσαν να την κλέψουν και γινότανε... ορμούσανε οι ξένοι να πάρουν την Ελλάδα, αμύνονταν οι Έλληνες, ορμούσανε οι άλλοι από κει, και, τελικά, δεν κατάφερναν να την πάρουν τη νύφη. Και τότε φωνάζαμε όλοι μαζί, φωνάζαμε όλοι μαζί: «Δεν μπορείτε, γιατί είστε ανίκανοι!», λέγαμε εμείς. Δεύτερο: «Δεν είστε όμορφοι σαν εμάς». Λέγαμε κάτι τέτοια, οπότε πάλι γινόταν, ορμούσαν αυτοί, το αναβιώσαμε εμείς, το αναβιώσαμε στην πλατεία και το αναβίωσαν και άλλοι σύλλογοι, και είναι σημαντικό αυτό και ήταν, ας πούμε, κάτι που δεν μπορούσαν... Στην αρχή, μας έβλεπαν νύφη να περπατάει, είτε ήταν νύφη κανονική είτε Βλάχα, και, να φανταστείτε, να είναι η νύφη άντρας και να ζουρλαίνει τον κόσμο, ήταν πραγματικά, ήταν ένας μαζί μας, δεν χρειάζεται να πούμε το όνομά του, είναι ωραίος, ντυνότανε νύφη και με τα σκέρτσα που έκανε τρέλαινε τον κόσμο! Αυτό γινόταν στην πλατεία. Αυτό, πριν κάνουμε αυτό, την πρώτη Κυριακή της κρεατινής που λέμε, τα πρώτα χρόνια ο Σύλλογος του Κάστρου, ο Σύλλογος της Λούτσας και αρκετές φορές ο Σύλλογος των Λακκωμάτων, μαζευόμασταν εμείς και κατεβαίναμε επάνω-κάτω στην πλατεία και μερικές φορές φτιάχναμε πατάρι. Μια φορά φτιάξαμε πατάρι στο Ιτς Καλέ επάνω και εμείς κάναμε τους χαρτοπολεμιστές, που ήταν παλαιότερο έθιμο, δηλαδή μοιράζαμε χαρτοπόλεμο και σερπαντίνες στον κόσμο να χτυπάει ο ένας τον άλλονε. Και θυμάμαι που οι πιτσιρικάδες φώναζαν: «Κι εμένα, κι εμένα!». Και λέγαμε εμείς: «Όλοι θα πάρετε, έχουμε χαρτοπόλεμο πολύ, θα πάρετε!». Και πραγματικά, επειδή είχαμε κάνει προμήθεια, δίναμε σε όλους, δεν υπήρχε περίπτωση να βγει ένας και να πει: «Δεν πήρα χαρτοπόλεμο». Μετά, σιγά-σιγά, οι Σύλλογοι γίναν πιο πολλοί... Εκείνη την εποχή, της πρώτης Κυριακής εννοούμε, κάναμε επίσης τον «Τζάρα». Ο Τζάρας ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ήτανε ένας «καραμπέρης» – καραμπέρης ήτανε στα Γιάννενα μία ομάδα ατόμων που ήταν μαστόρια ή είχανε βιοτεχνίες μικρές, είχαν λεφτά, δηλαδή, και γλένταγαν, και μάλιστα γλένταγαν μέχρι μία εβδομάδα να πίνουν συνέχεια και να είναι μεθυσμένοι συνέχεια, και δυο εβδομάδες. Εμείς κάναμε τον Τζάρα, ο οποίος έκανε το εξής: έπαιρνε μερικούς ανθρώπους και φορτωνότανε μία βάρκα, εμείς τώρα τη βάρκα τη βάλαμε, δεν τη φορτωνότανε ο κόσμος, τη βάλαμε σε ένα... αυτά τα αγροτικά, τη βάλαμε απάνω. Βέβαια, βάλαμε γύρα μπλε ύφασμα για να φαίνεται ότι είναι η θάλασσα, και ο Τζάρας είχε ένα βαρέλι με κρασί μες στη βάρκα, έπινε αυτός και κέρναγε όποιον... Όποτε, σταμάταγαν, κατέβαιναν για να ξεκουραστούν, τον κατέβαζαν κάτω κι έλεγε στον κόσμο, είχε και βιολιά μπροστά και γλένταγαν, και πήγαινε από γειτονιά σε γειτονιά, δηλαδή ξεκινούσε πάντα από τη Σκάλα, δηλαδή κάτω που λέμε εμείς τα «Ναυτάκια» κτλ., που λέμε τώρα, εμείς το λέγαμε τη «Σκάλα», γιατί εκεί πήγαιναν τα πλοιαράκια που ερχόταν από τα χωριά γύρα να ξεφορτώσουν τα αγροτικά είδη ή τα κτηνοτροφικά είδη που είχαν και τα πουλούσαν στα Γιάννενα, και οι ψαράδες εκεί πουλούσαν τα ψάρια τους, πάνω σε καρότσια και σε ένα τενεκεδένιο δοχείο που είχε νερό μέσα και ήταν ζωντανά τα ψάρια που πουλούσανε. Αυτός, λοιπόν, ξεκινούσε από εκεί με μπροστά τα όργανα κι αυτός από κοντά, είχε το βαρέλι με το κρασί και, όπου σταματούσε, κέρναγε τον κόσμο, όπου δεν σταματούσε, έπινε αυτός μοναχός του επάνω εκεί πέρα. Είχε κι ένα όπλο και όποια κοπέλα έβγαινε στην πόρτα εκεί την πυροβολούσε, χωρίς να χτυπάει, βέβαια. Αυτό ακριβώς το αναπαραστήσαμε εμείς, είχε να γίνει κι αυτό γύρω... πάνω από τα εκατόν δέκα χρόνια, το ξαναεμφανίσαμε εμείς για να μπορεί ο κόσμος να δει τι κάναν τότε. Υπήρχαν κι άλλα, βέβαια, τα οποία δεν τα κάναμε, για λόγους που δεν προλαβαίνουμε, γιατί οι πιο πολύ προτιμούσαμε να κάνουμε πάλι τον «Τζάρα», κάναμε τρεις φορές τον «Τζάρα», προτιμούσαμε να κάνουμε τον «γάμο», εντάξει. Μετά, κάναμε τους κουδουνάδες, είπαμε χαρτοπολεμιστές, μετά κάναμε τους κουδουνάδες, δηλαδή ήμασταν όλοι με κουδούνια και φέρναμε γύρα, ερχόμασταν στην πλατεία, πρώτα, που μαζευόμασταν, είπαμε, στην αρχή δυο σύλλογοι και μετά πιο πολλοί, κάναμε τα τραγούδια, και, μετά, μία ομάδα από εμάς, όχι όλοι, ξεκινάγαμε πηγαίναμε από καφενείο σε καφενείο, όποια ήταν ανοιχτά, από κέντρο σε κέντρο και κάναμε φασαρία με τα κουδούνια, και αν μας κερνούσαν καλώς, αν δεν μας κέρναγαν, κερνιόμασταν μονάχοι μας. Μπαίναμε, παραγγείλαμε και κερνούσαμε εμείς τον εαυτό μας! Έτσι περνούσε η μέρα ευχάριστα και ο κόσμος που μας έβλεπε χαιρότανε. Και θυμάμαι και τώρα ο κόσμος που λέει: «Τι θα γίνει, θα ξανακάνουμε πάλι;», «Ε», λέμε, «αν έρθουν τα πράγματα σωστά» –που θα ’ρθουνε οπωσδήποτε, πιστεύω εγώ–, «θα κάνουμε πάλι και θα κάνουμε καινούργια έθιμα και θα κάνουμε και κάτι άλλο». Ήταν, πέρα απ’ αυτούς, είχαμε κάνει και άλλα έθι[00:40:00]μα εκτός από τους χαρτοπολεμιστές. Κάναμε και τους προσωπιδοφόρους, δηλαδή φοράγαμε μία προσωπίδα να είναι άντρας, μόλις πηγαίναμε παραπάνω αλλάζαμε τη προσωπίδα και γινόμασταν γυναίκες, φορούσαμε γυναικεία προσωπίδα. Πάλι με τα ίδια ρούχα που φοράγαμε εκεί πέρα. Μετά, κάναμε τα «πειραχτήρια», δηλαδή πηγαίναμε στον δρόμο και οποίος ήταν εκεί τον πειράζαμε, του λέγαμε κουβέντες, όχι όμως άσχημες, του λέγαμε, π.χ.: «Ε! Τι φάτσα είναι αυτή που έχεις; Να την αλλάξεις, είναι αποκριάτικη αυτή!» κτλ. Και πάλι τους δίναμε χαρτοπόλεμο, για να μην παρεξηγηθούν, τους δίναμε και λίγο χαρτοπόλεμο, καμία σερπαντίνα, κι έτσι γελούσαμε και περνούσαμε όμορφα και αυτοί το χαιρότανε, γιατί ήταν κάτι που μπορούσε να τους δημιουργήσει την περιέργεια και να ’ρθουν μαζί μας. Και θυμάμαι αρκετές φορές ξεκινήσαμε λίγοι και φτάσαμε να είμαστε μία ομάδα μεγάλη να ανέβουμε στην πλατεία, πολύ μεγάλη ομάδα. Αυτά ήτανε αυτά που ήτανε πιο παλιά που δεν.... Υπήρχαν κι άλλα, μερικά που κάναμε, π.χ., κάναμε τους «κουλουράδες»: λέγαμε τάχα πουλάγαμε κουλούρια, είχαμε μερικά κουλούρια και μερικά ήταν χάρτινα, και όποιος αγόραζε τέτοιο, του δίναμε ένα χάρτινο τέτοιο. Άλλη μια φορά είχαμε έναν που ήταν παπάς και μας ευλογούσε. Ε, αυτό δεν το ξανακάναμε, γιατί δεν μ’ άρεσε τόσο πολύ εμένα, δεν μ’ άρεσε τόσο πολύ εμένα. Αυτά ήταν περίπου που αναβιώσαμε, ας πούμε, και πιστεύω να αναβιώσουμε και άλλα μόλις θα... Θα δούμε, θα αλλάξουν τα πράγματα, εγώ πιστεύω θα έρθουν όμορφα και θα τα κάνουμε!
Ευτράπελα περιστατικά από τις απόκριες έχετε να μου διηγηθείτε;
Λοιπόν, έχω, είναι μερικά τα οποία δεν μπορώ, δεν θα τα πω, γινόνταν πολλά, δεν θα τα πω. Θα πούμε, όμως, δυο που ήτανε χαρακτηριστικά: Μια χρονιά η γειτονιά μας είχε μαζέψει ξύλα, αυτοί που ήταν υπεύθυνοι για τα ξύλα, που μάζευαν τα ξύλα, κι εμείς μαζεύαμε, οι υπεύθυνοι τα βάζαν κάπου για να ξέρουμε να τα φυλάμε. Μία ημέρα, πρωί, πήραν ένα κάρο που βρήκαν εκεί στο Κάστρο και πήγανε στην πύλη του Κάστρου, η πύλη του Κάστρου είναι μια άλλη συνοικία, και είχε τα ξύλα όπως μπαίνουμε στην πύλη του Κάστρου, και μόλις βγούμε δεξιά έχει μία πόρτα, εκείνη ήταν ανοιχτή και τα είχαν βάλει εκεί αυτοί. Αυτοί ήξεραν που ήταν και κατά τις 05:00, που δεν φύλαγε κανένας, πήγαν και τα πήραν όλα, τα πήραν όλα! Και θυμάμαι κάποιος τους είπε: «Ρε παιδιά, αφήστε τουλάχιστον τα μισά». «Όχι, όλα!», είπαν αυτοί, ήταν τρεις αυτοί. Δεν ξέραμε εμείς τίποτα μέχρι που μαρτυρήθηκε αυτό. Αυτοί τι έκαναν μετά; Όπως διηγήθηκαν μετά, αυτοί τα ’κρυψαν τα ξύλα σε ένα σπίτι, κοντά εκεί που ήταν η φωτιά η δική μας. Τα ’κρυψαν τα ξύλα, λοιπόν, και μόλις κοιτούσαν ότι δεν είναι κανένας ξένος, έφερναν ξύλα. Αν ήταν ξένος, δεν έφερναν ξύλα. Η γειτονιά η άλλη που δεν είχε ξύλα, δεν έκανε φωτιά εκείνη τη χρονιά, κι εγώ, π.χ., τους λυπήθηκα, αυτή είναι η αλήθεια, γιατί κάθε άνθρωπος κάνει μια προσπάθεια και, για μένα, το να κρατάς το έθιμο στην κάθε γειτονιά ή στη γειτονιά τη δικιά σου είναι σημαντικό. Και, βέβαια, είχα στεναχωρηθεί, ήμουν πιο μικρός και δεν ήμουν στην αρχηγία. Σιγά-σιγά, όταν μπήκα στην αρχηγία, αλλάξανε ορισμένα πράγματα. Λοιπόν, αυτοί τα έφεραν, λοιπόν, τα ξύλα σιγά-σιγά, αφού είχαν ανθρώπους που πήγαν να δουν, τα ξύλα. Αυτοί κοιτάγανε, μόλις έφερναν αυτουνούς, δεν έβαζαν τα ξύλα που είχαν στην άκρη, είχαν μερικά ξύλα στην άκρη, αυτοί έψαχναν από δω, έψαχναν από κει να δουν, αλλά, εντωμεταξύ, επειδή οι γειτονιές ήταν πολλές στο Κάστρο, κι ήταν και απέξω από την Σιαράβα μερικοί και από τον Μάτσικα μερικοί, πηγαίναν κι εκεί, μόλις έφευγαν αυτοί, έριχναν ξύλα αυτοί επάνω, ανάβαν τα ξύλα μόλις φυλάγαν εκεί πέρα να μην έρθει ξένος κόσμος εκείνη την ώρα, τους έλεγαν: «Μην περνάτε δυο λεπτά, θα καθίσετε πέντε λεπτά εκεί, γιατί αυτήν τη στιγμή είναι επικίνδυνη φωτιά, κάτι έχουμε βάλει, έχουμε κάτι ξύλα και καίγεται και ανάβει φωτιά από πουρνάρι», π.χ., τους έλεγαν. Βρίσκαν μια δικαιολογία και σταμάταγαν αυτούς που ερχόταν και περίμεναν εκεί, τραγουδούσαν λίγο παρακάτω για να μη φαίνονται τα ξύλα που είχαν.... Μετά , τους άφηναν κι ερχόνταν στη φωτιά. Ήτανε... Άλλη μια φορά, είχαμε έναν που έκανε τη χάψα, δηλαδή είχε δεμένο ένα αυγό, είχε κάμποσα αυγά, είχε βράσει, περίπου, εφτά με δέκα αυγά έβραζε, λοιπόν, αυτός τα ’δενε σε ένα σκοινί, όπως ήταν τα αυγά χωρίς το τσόφλι απέξω, τα ’δενε σε ένα σχοινί καθαρό και μας τα ’βαζε στο στόμα, όποιος το δάγκωνε, το ’παιρνε και το ’τρωγε. Γιατί ήταν σημαντικό να φας ένα αυγό την εποχή. Τώρα, λέμε έχουμε αυγά και δεν... αλλά τότε, όμως, το να φας ένα αυγό... ή λουκούμι που έκαναν, με λουκούμι που έκανε αυτός. Αυτός ήταν ένας χαρακτηριστικός τύπος και έκανε τη χάψα αυτή και όπου έβλεπε κανέναν που τον ήξερε του έδινε πιο εύκολα για να το φάει. Μία μέρα, μία από τις απόκριες, αρκετές φορές είχε μεθύσει, αφού έκανε... αυτόν, τον κέρναγαν και κρασί εκεί, γιατί φροντίζαμε να έχουμε κρασί, ιδιαίτερα όταν ο πατέρας μου... όταν δούλευε ο πατέρας μου, όταν ήρθε και δούλευε, ο πατέρας μου αγόραζε κρασί και το κέρναγε τη γειτονιά, εκεί πέρα, όσους ερχόνταν, δηλαδή, και τους ντόπιους εκεί. Μία μέρα μέθυσε και λέει: «Θα πηδήξω στη φωτιά», πηδάγαν οι πιτσιρικάδες, θα πηδήσει και αυτός. «Ρε, μην πηδάς!» κτλ. Να μη σ’ τα πολυλογώ, πηδάει, δεν πέρασε στη μέση της φωτιάς, πέρασε λίγο στην άκρη και πήγε μέσα στη φωτιά, οπότε τον έβγαλαν, του είχαν καεί τα παπούτσια κι έκλαιγε τα παπούτσια μετά αυτός: «Να πάρει η ευχή, τι τα ήθελα εγώ;», έλεγε μετά, όταν είχε ξεμεθύσει. Του λέγαμε εμείς: «Σου ’παμαν». Λέει: «Μου ’παμαν; Κι εγώ θυμάμαι κάτι αλλά δεν θυμάμαι ακριβώς τι έκανα», λέει! Ήταν πολλά τα γεγονότα. Να πούμε ένα άλλο: Μια χρονιά –ήμουν τότε εγώ 11 χρόνων, 10 χρόνων; Κάτι τέτοιο, παραπάνω, δεν ξέρω ακριβώς, δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο ήμουνα, όχι, ήμουνα πιο πιτσιρικάς, 8 χρονών ήμουνα, γιατί θυμάμαι τη χρονολογία πάνω-κάτω–, λοιπόν, είχαν έρθει εκεί οι γείτονες και χόρευαν, και μια κοπελιά που ήταν δίπλα από τη γειτονιά τη δικιά μας αλλά δεν έκανε φωτιές, γιατί ήταν σε μας εκεί πέρα, αυτή αγαπούσε έναν κι αυτός την αγαπούσε, αλλά ο πατέρας της δεν την έδινε, γιατί ήταν φτωχαδάκι αυτός, ήταν ένα πολύ ωραίο παιδί, φτωχαδάκι μεν, αλλά ήταν και πολύ ωραίο παιδί και πολύ καλός χαρακτήρας. Οπότε, αυτοί κανόνισαν και την έκλεψαν την ώρα της φωτιάς, την έκλεψαν, την πήραν. Είχαν και τα άλογα, δεν είχαν τότε αυτοκίνητα, είχαν άλογα, έτσι είπαν μετά αυτοί, εγώ δεν ξέρω ακριβώς τι έγινε, μετά την πήραν, έφυγαν, είχαν έτοιμη τη βάρκα εδώ που είναι ο «Μαβίλης», λίγο πιο εδώ που είναι οι βάρκες τώρα, ήταν ένα λιμανάκι εκεί πέρα, είχαν τη βάρκα εκεί, έφυγαν από εκεί με τη βάρκα, έβαλαν στη βάρκα την κοπέλα κι αυτή και πήγαν στην Ντραμπάτοβα. Από την Ντραμπάτοβα, τους περίμεναν δύο άλογα κι έφυγαν αυτοί και πήγανε Φλώρινα. Κι έστειλαν γραπτό μήνυμα, τότε δεν είχαν και τόσα πολλά τηλέφωνα, έστειλαν γραπτό μήνυμα. Τι έκαναν, όμως, οι μάγκες; Ταξίδεψαν από τη Φλώρινα επάνω σε μία άλλη, στην Έδεσσα πήγαν, και από εκεί ταχυδρόμησαν το γράμμα για να μη φαίνεται πού είναι. Ήταν αυτοί Έδεσσα, ας πούμε, λέει: «Θα γίνει ο γάμος ή θα καθίσουμε εδώ πέρα;». Είπε ο πατέρας, την πρώτη φορά απαντάει: «Όχι». Είχαν τη διεύθυνση, αλλά παραποιημένη, δεν ξέρω πώς είχαν κανονίσει αυτοί, δεν τα ξέρω αυτά με λεπτομέρεια. Μετά, πέρασε μία εβδομάδα, περνάει δεύτερη εβδομάδα, λέει ο πατέρας το «Ναι». Αυτοί ήταν λίγο δύσπιστοι. Τι να κάνουν, λοιπόν; Κατέβηκαν στα Γιάννενα, πήγαν την κοπέλα σε ένα σπίτι, σε ένα σπίτι συγγενικό τους, και πάει αυτός που ήταν γαμπρός με τον φίλο του, πάει, λέει: «Εγώ είμαι που την πήρα την κοπέλα», «Σε ξέρω», του είπε αυτός, ναι. «Έχω την ευχή σου να την πάρω;». Λέει: «Πού είναι η κοπέλα μου;». «Έχω την ευχή σου να την πάρω; Από κει και πέρα αναλαμβάνω εγώ». Ο πατέρας είπε: «Εντάξει, με την ευχή μου. Αφού θέλει η κοπέλα μου», μετάνιωσε κι αυτός, είπε: «Αφού θέλει η κοπέλα μου, εντάξει». Έγινε γάμος ωραίος, και μπορώ να σου πω ότι αυτό το ζευγάρι έκανε πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια και ήταν πολύ ευτυχισμένο, εγώ το ζήλευα! Δηλαδή, εγώ το γνώρισα μετά –εντάξει;–, εγώ ήμουν πιο μεγάλος, αυτοί είναι πιο μεγάλοι από εμένα στην ηλικία. Να φανταστείς, εγώ να ’μουνα τότε, όταν το έμαθα τι έγινε τελικά, ήμουνα 30 χρόνων και αυτοί ήτανε 45, κάπου εκεί. Δεν ξέρω ακριβώς, αυτά δεν τα πολυρωτάω, αυτή είναι η αλήθεια. Ήταν πολλά που κάναν, που γινόντανε στα Γιάννενα τότε, δηλαδή υπήρχαν και τύποι, στα Γιάννενα, π.χ., έβγαινε ο άλλος στην πλατεία απόκριες και ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω. Ήτανε πολλοί. Ήτανε κάμποσα που γίνοντανε στην εποχή εκείνη. Να πούμε κι ένα πιο τέτοιο: Κοντά στο Ρολόι, ήταν ένας, ήταν όλοι ντυμένοι, κάτι, δεν ξέρω τι έγινε εκεί πέρα, οπότε βγάζει όλα τα ρούχα αυτός και το σώβρακο μαζί. «Ρε», του ’παν, «τι είναι αυτά;», φωνές οι γυναίκες, άλλες τσίριζαν, άλλες φώναζαν: «Δεν ντρέπεσαι», έλεγαν κτλ. Λέει: «Τι φωνάζετε, ρε παιδιά;», λέει, «Κι εγώ ντυμένος σαν εσάς είμαι». «Τι ντυμένος είσαι;», του 'παν αυτοί. Λέει: «Αδάμ». «Και πού είναι η Εύα;». «Ξέρω εγώ, κάπου είναι», λέει – κάτι τέτοιο είχε πει, δεν τα θυμάμαι ακριβώς, γινότανε φασαρία και δεν μπορούσες να ακούσεις ακριβώς τι έλεγε ο άλλος. Έλεγαν κάμποσα στην αρχή αλλά είχε πλάκα. Μετά, λέει: «Άντ[00:50:00]ε τώρα, αφού είστε ντυμένοι, ντύνομαι κι εγώ». Ντύθηκε κι αυτός κι έφυγε, ήταν κάμποσα που γινότανε, αλλά ήταν από τα παράξενα που είχαν γίνει αυτά, κι εγώ πώς έτυχε να είμαι εκείνη την ώρα, δεν θυμάμαι κι εγώ. Ναι, νομίζω τότε πουλούσα εφημερίδες, πουλούσα εφημερίδες κι έφερνα γύρα όλα τα Γιάννενα, κι έτυχε να πάω να μαζέψω τα χρήματα που ήθελα από κει και πέρασα απ’ την πλατεία εκείνη την ώρα, γιατί λίγο πιο πάνω από την πλατεία ήταν ένα καφενείο, στο οποίο καφενείο έδινα εφημερίδα και πήγαινα κι έπαιρνα τη δραχμή που... γιατί την άφηνα την εφημερίδα πρωί-πρωί και πήγαινα κι έπαιρνα τη δραχμή μετά. Κάπου έτσι θυμάμαι ότι έγινε, δεν ξέρω, δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς, αλλά ήταν απ’ αυτά που σου μένουν μερικές φορές.
Τα κάλαντα του Λαζάρου τα λέγατε στα νεανικά σας χρόνια;
Συνήθεια στα Γιάννενα ήτανε να μη λένε τα κάλαντα του Λαζάρου οι Γιαννιώτες, αλλά ερχότανε πολλοί από άλλες περιοχές, ερχότανε από το Ελληνικό ερχόταν πάντοτε, ερχόταν από Πράμαντα, από Άγναντα, ερχότανε από το... όχι από τον Αϊ-Γιάννη, τη σημερινή, τον Αϊ-Γιάννη που είναι έξω απ’ τα Γιάννενα, ερχότανε από διάφορα χωριά, λίγο απομακρυσμένα. Αυτοί είχανε κουδούνια κι είχανε αυτά τα κουδούνια που βάζουμε στο ξύλο και τα έφερναν. Εμείς δεν είχαμε κουδούνια – ένα. Αλλά δεν ήταν συνήθεια να τα λέμε εμείς. Αυτοί έλεγαν διάφορα τραγούδια, και θυμάμαι έλεγαν το: « Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα», κτλ. Τώρα, αυτοί που έρχονται τώρα, λένε λίγο διαφορετικά. Εμείς τότε, όμως, σαν Γιαννιώτες, δεν λέγαμε Λαζάρου, ποτέ, ούτε όπως γινόταν στα χωριά Μεγάλες Παρασκευές ή Μεγάλη Βδομάδα, μερικά που λέγανε, μερικά πράγματα τέτοια, κάλαντα δηλαδή, σαν κάλαντα.
Σήμερα εσείς έχετε προσπαθήσει αναβιώσετε αυτό το έθιμο;
Ναι. Εδώ και χρόνια, έχουν περάσει γύρω στα δώδεκα με δεκαπέντε χρόνια, ο φίλος μου ο Δημήτρης, ο Δημήτρης ο Ξαξίρης, ένας ωραίος τύπος, και ταιριάξαμε σαν φίλοι, μου λέει μια μέρα: «Ρε συ, Γιώργο, θέλω να πάω να πω τον “Λάζαρο”, όπως έλεγα πιτσιρικάς, αλλά δεν έχω παρέα». Λέω: «Εγώ!». Μόλις του ’πα «Εγώ», κατευθείαν! Φέρνει τη λαζαρίνα, τη στολίζουμε, κι εγώ ντυμένος βλάχικα, αυτός ντυμένος, μια μεικτή στολή έχει αυτός, ξεκινήσαμε να πούμε τον «Λάζαρο». Η συνήθειά μας είναι λέμε Παρασκευή πριν του Λαζάρου και το Σάββατο του Λαζάρου λέμε τον «Λάζαρο». Λέγαμε Παρασκευή, ξεκινήσαμε Παρασκευή, γιατί λέγαμε στον περιφερειάρχη στις αρχές, λέγαμε στον δήμαρχο και σε άλλες. Μετά από κει, πηγαίναμε σε δυο-τρία σχολεία, όσα προλαβαίναμε ή όσα μας καλούσαν. Ιδιαίτερα, πηγαίναμε στο σχολείο του Κάστρου του Δημοτικού –είμαι Καστρινός εγώ– και μερικές φορές πηγαίναμε και στο χωριό του Δημήτρη. Εκεί ήτανε, η υποδοχή απ’ τα παιδιά ήτανε πάρα πολύ όμορφη, είχαμε πει και τα κάλαντα στο Δημοτικό στο Καπλάνειο, εκεί μαζευτήκανε τρία σχολεία. Και λέγοντας τα κάλαντα, ας πούμε, έβλεπες τα παιδιά να μας περιτριγυρίζουν και να μας κοιτάνε κάπως παράξενα με τις στολές που ήμαστε και να μη μιλάει κανένας την ώρα που τα λέγαμε. Μετά, πηγαίναμε στα δυο γεροντοκομεία, πηγαίναμε στο νοσοκομείο, σε νοσοκομεία πηγαίναμε. Τώρα, τελευταία χρόνια, μόνο δυο χρόνια είχαμε πάει στον περιφερειάρχη και στον νομάρχη, και φέτος πήγαμε περιφερειάρχη, νομάρχη και δεν πήγαμε αλλού, για λόγους.... Την άλλη μέρα, το Σάββατο του Λαζάρου, πήγαμε κι εδώ, ετούτη τη φορά, και στον κόσμο. Μερικοί μας κάνουν παράπονα που δεν πάμε αλλά δεν προλαβαίνουμε, αυτή είναι η αλήθεια. Δηλαδή, όπου πάμε, μας καλοδέχονται, κανένας δεν μας είπε: «Μην τα λέτε». Όπου πήγαμε, βέβαια, προτιμάμε στην αρχή φίλους και γνωστούς που πάμε. Όταν πρωτοξεκινήσαμε, την πρώτη φορά, έκανε εντύπωση που λέγαμε τον «Λάζαρο» εμείς. Και ιδιαίτερα που το ’λεγα εγώ, που ήμουνα Γιαννιώτης. Εντάξει, ο Δημήτρης φυσιολογικά, από την Τύρια είναι ο Δημήτρης, κι αυτόν τον «Λάζαρο» που λέμε είναι αυτόν που έλεγε αυτός πιτσιρικάς στην Τύρια, είναι από της Τύριας τον Λάζαρο – θα τον πούμε μετά. Όπου πήγαμε... εκεί μία μέρα, όπου πήγαμε, δεν μας άφηναν να φύγουμε. Να φανταστείτε, κατεβήκαμε κάτω στην αγορά που είναι κι εκεί τα τσιπουράδικα και δεν μας αφήσαν ποτέ να πληρώσουμε. Εμένα μου είπανε: «Θα πιεις άλλο;». «Εγώ», λέω, «παιδιά δεν πίνω άλλο, γιατί μετά θα τρικλίζω στον δρόμο». Ήταν τόση η υποδοχή που μας έκαναν και τόσα τα... οι φωτογραφίες που έπαιρναν, εγώ μία φορά μέτρησα, εδώ και τέσσερα χρόνια που είχαμε ήδη κάνει μερικά χρόνια, μέτρησα πάνω από ογδόντα φωτογραφικές μηχανές να μας παίρνουν βίντεο και τέτοια. Αυτά κάπου είναι. Και βλέπω κι εγώ μέσα στα μέσα δικτύωσης, βλέπω παλιές δικές μας εμφανίσεις για τον «Λάζαρο». Στα Γιάννενα λένε και άλλοι «Λάζαρο». Ενθαρρυντικό είναι ότι υπάρχουν σύλλογοι που βγαίνουν με τα παιδιά και λένε τον «Λάζαρο», είναι σημαντικό αυτό. Εμένα μου άρεσαν πάρα πολύ οι δυο που έλεγαν από το Ελληνικό τον «Λάζαρο», είχαν έναν ρυθμό δικό τους και μ’ άρεσε πολύ, μάλλον το συνδύαζα μ’ αυτά που άκουγα σαν πιτσιρικάς, όμως δεν ήταν αυτός που άκουγα εγώ πιτσιρίκος. Από τους δύο αυτούς ο ένας έφυγε από τη ζωή, ο άλλος πήρε τον εγγονό του, και είναι σημαντικό φέτος, είδα αυτόν και τον εγγονό του και μ’ άρεσε πάρα πολύ, κι εμείς περιμένουμε να βρούμε παιδιά, λέμε στα παιδιά να τους δώσουμε τον Λάζαρο και να δώσουμε εμείς τη λαζαρίνα, να δώσουμε εμείς κουδούνια και να τα λένε αυτοί. Πήγαμε και σε χωριά γύρω, και μάλιστα σε δυο δημαρχεία έξω απ’ το αυτό, επειδή μας κάλεσαν και πήγαμε. Το παράπονο που έχουν, είναι η αλήθεια ότι πρέπει να πάμε και αλλού, μας λένε. Δεν μπορέσαμε να το κάνουμε φέτος πολύ, γιατί και δεν μας αφήνουν εκεί που πάμε και, ένα διάστημα και μετά, έχω τον φίλο μου τον Δημήτρη, ο οποίος λέει: «Να μην είμαστε ενοχλητικοί». Ο Λάζαρος που λέμε εμείς είναι ως εξής: «Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια ήρθε και μια γιορτή μεγάλη και άγια. Κατέβηκε ο Χριστός στη Βηθανία και εκεί έβρισκε Μάρθα Μαρία: “Μάρθα, πού ’ναι ο Λάζαρος ο αδερφός σου και ο φίλος μου ο καρδιακός μου;”. “O Λάζαρος απέθανε εδώ και τρεις ημέρες”. “Για δείξτε μου τον τάφο του, για δείξτε μου το μνήμα”. Του έδειξαν τον τάφο του, του έδειξαν το μνήμα. Τότε ο Χρήστος δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει: "Άδη, Τάρταρε και Χάρε και Χαρολάζαρε, δεύρω έξω Λάζαρέ μου, φίλε και αγαπητέ μου". Και παρευθύς ο Λάζαρος ορθός σηκωθεί...». Έχει και συνέχεια, μέχρι εδώ είναι όμορφα!
Πολύ! Η υποδοχή των συμπολιτών σας πώς σας κάνει να αισθάνεστε;
O φίλος μου ο Δημήτρης μερικές φορές ντρέπεται. Εγώ, σε αντίθεση με αυτόν, επειδή θέλω να μείνει το έθιμο και να ακολουθήσουν άλλοι εμάς, ό,τι και να έχω θα πάω και τον παρακινώ κι αυτόν και πάμε. Φέτος, με όρεξη ήρθε, αν και την πρώτη, την Παρασκευή την πρώτη, δεν πήγαμε σε πολλά μέρη λόγω κορονοϊού –ένα– και λόγω ότι είχε μία επείγουσα δουλειά ο Δημήτρης. Έτσι, δεν πήγαμε τέτοιο, δεν πήγαμε σε γηροκομείο. Θυμάμαι, όμως, στα γηροκομεία που πηγαίναμε πόσο χαρά αισθανότανε από την πρώτη φορά που πήγαμε, μερικοί είναι ακόμα εκεί από παλιά, πόσο χαρά αισθανότανε και πόσο μπορούσανε και να ήθελαν να μας αγκαλιάσουν. Ήτανε σημαντικό για εμάς και αυτό ήτανε η μεγαλύτερη πληρωμή που είχαμε. Ο κόσμος μάς δίνει λεφτά, τα χρήματα είναι άλλος λογαριασμός τι γίνον[01:00:00]ται. Και αυτό ακριβώς, αυτό ακριβώς... τα κάλαντα τα είπαμε και στην Αμερική, Χριστούγεννα όμως και Πάσχα, τα είπαμε στην Αμερική σε ένα γηροκομείο που είχε Έλληνες, που ξέραν ελληνικά. Δεν φαντάζεστε, δεν μπορεί να φανταστεί κανένας την υποδοχή που μας έκαναν και τα δώρα που ήθελαν να μας κάνουν. Στο ντέφι που παίζω έχω από κει κρεμασμένα έναν σταυρό, ένα δέντρο κτλ., έναν σταυρό μας έδωσαν τα Χριστούγεννα και την άλλη φορά μας έδωσαν κι άλλα. Αλλά στο ντέφι μου έχω δυο σταυρούς κι ένα δεντράκι πλεγμένο απ’ αυτούς, είναι σημαντικό. Ξαναγυρίζουμε, λοιπόν, στον κόσμο εκεί πέρα. Όπου και να πάμε, μας υποδέχονται πάρα πολύ... δηλαδή κι εμείς το αισθανόμαστε αυτό, ότι το έχουμε, ότι κάτι κάνουμε. Είπα και πριν ότι όχι μόνο μας φωνάζουν κιόλας και άλλοι που πάμε, μας φωνάζουν: «Ελάτε και εδώ πέρα», και θυμάμαι φέτος πάλι μας έκαναν παράπονο και πήγαμε, αν και δεν προλαβαίναμε να πάμε κάπου, εκεί που θέλαμε να πάμε, και αφήσαμε κάποιους που δεν πήγαμε. Εκεί τα παράπονα ήταν και τηλεφωνικά και γραπτά τώρα, όπως είναι τα μέσα ενημέρωσης, μάλλον, κι επικοινωνίας. Ήταν όμορφα, είναι όμορφα!
Τα παιδιά στα σχολεία και στα φιλανθρωπικά ιδρύματα που πηγαίνετε και λέτε τα κάλαντα πώς σας υποδέχονται;
Μπορώ να σου πω ότι, ενώ βλέπεις τα παιδιά να φωνάζουνε, την ώρα που λέγαμε εμείς τον «Λάζαρο» και προτού, μόλις προτού ξεκινήσουμε, προτού πούμε δυο κουβέντες για τον «Λάζαρο» που λέμε, λοιπόν, κάνουν μια ησυχία, ένα, και, στο τέλος, άμα δεις τα παιδιά χαίρεσαι, γιατί όλα έρχονται να μας χαιρετήσουν, όλα, να ’ρθουν να μας χαιρετήσουν –ένα–, να χτυπήσουν το κουδούνι απ’ τη λαζαρίνα, να πιάσουν το ξύλο, το καλάθι που έχω εγώ τα λεφτά, τους λέω: «Όχι τα λεφτά, είναι για άλλους τα λεφτά», λέω, «δεν είναι για εσάς». Και όταν πήγαμε για δεύτερη φορά σε ένα σχολείο, δεύτερη φορά, όταν τους είπε ο δάσκαλος, μας είπε ότι: «Θα ’ρθουν να πουν τα Λάζαρα», δεν φαντάζεσαι, λέει, τι χαρά έκαναν. Και όταν πήγαμε εμείς, πραγματικά, όταν πήγαμε εκεί και ήρθαν τα παιδιά μέσα, μόλις μπήκαν μέσα όλα τα παιδιά, από την αρχή μπήκαν μέσα και χειροκρόταγαν και φώναζαν: «Ευχαριστούμε!» και έλεγαν πολλές κουβέντες, φαινόταν. Βέβαια, θα μου πεις χάνουν και το μάθημα. Όχι, αυτό, νομίζω, δεν γινόταν έτσι, τα παιδιά που πήγαμε εμείς του Δημοτικού. Έχουμε πάει και σε Γυμνάσιο και σε Λύκειο. Όπως έχουμε πάει και έχουμε κάνει το γαϊτανάκι και σε Δημοτικά τις απόκριες και σε Λύκειο, όπου μας καλούνε, προσπαθούμε να πάμε να μην τους κακοκαρδίσουμε. Πάντως, αυτό το βλέμμα των παιδιών και την ώρα που λέμε τα κάλαντα και την ώρα που φεύγουμε και την ώρα που μας φωτογραφίζουν αυτά, δίπλα μας, να τα βλέπεις να στριμώχνονται ποιος θα πάει κοντά στον «Λάζαρο», λέω: «Να ’ρθείτε εσείς και μετά οι άλλοι πάλι» κτλ. Είναι όμορφα, είναι πολύ όμορφα, δηλαδή είναι... Στα γεροντοκομεία είναι ακόμα πιο όμορφα. Βλέπεις, θυμάμαι, είχαμε πάει σε ένα γεροντοκομείο και ήταν ένας που καθόταν και δεν μίλαγε καθόλου, μας κοιτούσε έτσι λυπημένος, μας κοιτούσε με ένα απλανές βλέμμα κτλ. Εμείς, εγώ δηλαδή ειδικά, όταν έχω το ντέφι, πάω και φέρνω γύρες σ’ αυτουνούς. Σ’ αυτόν πήγα, όμως, π.χ., δεν μου χαμογέλασε τίποτα, δεν μου είπε τίποτα. Προσπάθησα εγώ με το ντέφι εκεί, γιατί όπως λέγαμε τα τραγούδια, λέγαμε, «Πρωτοχρονιά» και «Λάζαρο» λέμε, δεν λέμε μόνο τον «Λάζαρο», λέμε και άλλα τραγούδια μερικές φορές, ιδιαίτερα όταν πάμε γεροντοκομεία λέμε και άλλα τραγούδια, οπωσδήποτε, λοιπόν, εκεί που τραγουδούσαμε, ας πούμε, τίποτα αυτός. Στο τέλος, όταν τελειώσαμε, ήρθε, μας αγκάλιασε, χαμογέλασε και θυμάμαι μας είπε: «Νιώσαμε Πάσχα Λαζάρου, ήταν σημαντικό για μας»!
Συγκινητικές στιγμές, δηλαδή;
Πάρα πολύ, και αφού συγκινούμαι και τώρα, και τώρα που σας μιλάω είμαι συγκινημένος. Και αυτά είναι που αξίζουν, και γι’ αυτά πρέπει κάποιος να συνεχίσει να λέει τον «Λάζαρο», γιατί δεν πρέπει να χαθούν τα ήθη και έθιμά μας.
Το βλέπετε, δηλαδή, και ως προσωπικό χρέος απέναντι και στην παράδοση της πόλης αλλά και στους συμπολίτες σας;
Ναι, το βλέπω, γι’ αυτό και πάω, ας πούμε, αν και κανένας ως τώρα δεν μου ’χει πει κακή κουβέντα, όλοι μου λένε «Μπράβο», και πάω σε μέρη που δεν τους ξέρω και μου λένε: «Εγώ σε ξέρω από τον “Λάζαρο”», ή το βλέπουνε στο διαδίκτυο ή δεν ξέρω πού, γιατί μας δείχνουν και οι τηλεοράσεις μερικές φορές. Και με ξέρουν απ’ τον «Λάζαρο»: «Εσύ είσαι ο τάδε», μου λένε εμένα. Και είναι σημαντικό αυτό, γιατί πιστεύω ότι αυτό, που τόνισα πολλές φορές, ότι θα βρεθούν νέοι άνθρωποι να το συνεχίσουν.
Αυτός είναι ο λόγος που δεχτήκατε και την πρόταση του φίλου σας, στην αρχή;
Ένας ήταν ένα λόγος αυτονός και ένα ήταν ότι, επειδή ο φίλος μου έψαχνε να βρει κάτι, εγώ προθυμοποιήθηκα να είμαστε παρέα, γιατί είμαστε πραγματικά μια ωραία παρέα! Και με τους άλλους φίλους που πάμε και τα γλέντια που κάνουμε και στον Ορειβατικό και σε γλέντια που κάνουμε όταν πάμε σε σπίτια κτλ. είμαστε μια παρέα όμορφη και γλεντάμε και ευχαριστιούνται και αυτοί αλλά κι ευχαριστιόμαστε πρώτα εμείς. Είναι σημαντικά αυτά!
Δηλαδή, τα έθιμα μάς κάνουν να ερχόμαστε και πιο κοντά, δηλαδή;
Ακριβώς, είναι σημαντικό αυτό, γιατί έχουμε... Κάποτε στις γιορτές, πήγαινες στη γιορτή, πήγαινες επίσκεψη. Τα πιο πολλά σπίτια είχαν και φαγητό, έτρωγες, έπινες και το κρασάκι σου, δεν σε άφηναν. Τώρα, σε μερικά χωριά τα κρατάνε αυτά, και θυμάμαι έχω πάει σε χωριά και τα κρατάν και πάμε. Τώρα, έχουμε ξεκινήσει ένα γλυκό ή έχουμε, μερικές φορές, τηλέφωνο και τέρμα, ενώ τότε έκανε επίσκεψη, ετοιμαζόταν το σπίτι, θυμάμαι στο σπίτι μας είχαμε το σαλόνι, που λέγαμε, κι εκεί δεν πατάγαμε πολύ εμείς. Και η μάνα μου το περιποιότανε και πάντοτε κέρναγε, κι εγώ της έλεγα τότε, η μάνα μου πάντα είχε τη συνήθεια να ρωτάει: «Δεν θα φας, θες κι άλλο;» κτλ, της έλεγα: «Θα τους λες μία φορά», η μάνα μου τίποτα, είχε μείνει με το παλιό, πάντοτε ρωτούσε: «Να σου βάλω τέτοιο;» κτλ. Κι επειδή έφτιαχνε, πραγματικά, και ωραίες πίτες και ωραία γλυκά και τα κρέατα τα μαγείρευε με μια μαγειρική ανάμεσα στη βλάχικη και την ποντιακή, έφτιαχνε και ποντιακά φαγητά, κι επειδή ερχόνταν κι αρκετοί δικοί μας ποντιόφωνοι ή που ήξεραν λίγα ποντιακά –εγώ μιλάω και ποντιακά και βλάχικα–, αυτοί προτιμούσαν τα φαγητά τα ποντιακά. Να φανταστείς, να έχουμε κρέας και αυτοί να προτιμάνε λάχανα με φασόλια, μαύρα λάχανα με φασόλια. Αυτά ήτανε τα όμορφά μας! Και αυτό που πρέπει να κρατήσουμε, είναι πάλι να κάνουμε... οι γιορτές να γίνονται, να είμαστε πιο κοντά.
Κύριε Γιώργο, να μεταφερθούμε λίγο πάλι στο παρελθόν: Τη Μεγάλη Εβδομάδα πώς τη γιορτάζατε;
Λοιπόν, του Λαζάρου, είπαμε, λέγαν τα κάλαντα οι άλλοι. Τη Μεγάλη Εβδομάδα εμείς, πρώτα-πρώτα οι πιο πολλοί πηγαίναμε εκκλησία, κι εμείς οι πιτσιρικάδες κοιτάγαμε να πάμε να ντυθούμε παπαδάκια, να ντυθούμε εκεί, να πάμε να βοηθήσουμε. Το Πάσχα περνούσε χαρούμενα, είπαμε και πριν, τα πρώτα χρόνια μου ήταν λίγο δύσκολα, τα μετέπειτα χρόνια ήταν όμορφα, και, σιγά-σιγά, γινόμασταν, είχαμε τη δυνατότητα να αγοράσουμε και κάτι περισσότερο από ένα ζευγάρι παπούτσι που αγοράζαμε τότε, και, δόξα τω Θεώ, ήμαστε καλά. Κάθε βράδυ, Μεγάλη Εβδομάδα, πηγαίναμε στις ακολουθίες τις βραδινές, η μάνα μας δεν μας άφηνε να μην πάμε. Τη Μεγάλη Παρασκευή, ερχόταν και ο πατέρας μου, και Πάσχα ερχόταν και Δεκαπενταύγουστο, ήταν λίγες οι φορές που πήγαινε στην εκκλησία, εμάς η μάνα μου μας έστελνε και πηγαίναμε. Το Πάσχα, όπως είναι γνωστό, πάμε 23:00 το βράδυ, και τότε δεν είχαμε τόσα βεγγαλικά, όπως έχουν τώρα, φτιάχναμε, όμως, κάτι δικά μας. Δηλαδή, εμείς στη γειτονιά μας, π.χ., όταν έλεγε το «Χριστός ανέστη», μόλις τελείωνε το «Χριστός ανέστη», φεύγαμε από την εκκλησία στη Μητρόπολη, γυρίζαμε σπίτια, είχαμε φτιάξει γούβες με ασετιλίνη, είχαμε γούβες με νερό, βάζαμε έναν τενεκέ από πάνω, έναν τενεκέ από πάνω και, μόλις πηγαίναμε εκεί πέρα, ρίχναμε κομμάτια ασετιλίνης αυτά όλα, και, όπως περνάγαμε, με ένα που είχε μακρύ με καλάμι που είχε φωτιά, ανάβαμε και ακούγονταν «μπαμ», πεταζόταν επάνω! Κι ακούγονταν «μπαμ», «μπαμ», «μπαμ», τέτοια πράγματα, τα οποία τώρα δεν τα κάνουμε συνήθως, γιατί τώρα είναι έτοιμα τα πιο πολλά. Χτυπάγαμε τις καμπάνες και θέλαμε εμείς να χτυπήσουμε την καμπάνα, αλλά θυμάμαι ότι φεύγαμε απ’ την εκκλησία, κάναμε αυτό και ξαναγυρίζαμε στην εκκλησία πάλι για να... Για όσους δεν πήγαιναν στην εκκλησία γινόταν, κι εμείς οι πιτσιρικάδες στη γειτονιά τη δικιά μου και λίγο παραπέρα, θυμάμαι, το κάναμε αυτό. Σιγά-σιγά, είπαμε, οι κήποι ελαττωθήκανε και τα ξεχάσαν και τα παιδιά αυτά και δεν το έκανα, κι εγώ καμιά φορ[01:10:00]ά πρέπει να το κάνω κι εγώ, αλλά τώρα είναι τα έτοιμα, οπότε είναι πιο εύκολο να γίνονται αυτά. Την άλλη την ημέρα, το πρωί του Πάσχα, ήτανε εκκλησία μόνο στη Μητρόπολη, κι εκεί πηγαίναμε όλοι και λέγαν τα ευαγγέλια, τα δώδεκα ευαγγέλια – συγγνώμη, το Ευαγγέλιο λεγόταν σε πολλές γλώσσες. Εμείς πιο πολύ περιμέναμε της Ζωοδόχου Πηγής, Παρασκευή, δηλαδή, μετά το Πάσχα, Παρασκευή της Διακαινησίμου. Τότε, πάρα πολύς κόσμος μαζευότανε στον λόφο που είναι μπροστά από την εκκλησία της Περίβλεπτου και όλο το πλάι εκείνο το βουνό ήταν γεμάτο κόσμος μέχρι απάνω. Τα δέντρα ήταν πιο λίγα, βέβαια, τότε, ήταν κι άλλα πιο παρακάτω, τα οποία δεν υπάρχουν τώρα. Σε όλο αυτό το πλάι, λοιπόν, υπήρχανε πάρα πολλοί Γιαννιώτες, οι οποίοι απ’ το πρωί πιάναν το μέρος, εμείς πάντα πιάναμε ένα μέρος, το ξέραμε πού θα πιάσουμε το μέρος, και ήταν ίσιο εκείνο το μέρος που πιάναμε, έβαζε η μάνα μου κουβέρτες κάτω, δυο-τρεις κουβέρτες και κρατούσε και δυο κουβέρτες για τους ξένους που θα ’ρχοταν. Εκεί γινόταν, μόλις τελείωνε η εκκλησία, τρώγαμε κι αρχίζαμε τα τραγούδια, εμείς, στη δικιά μας την οικογένεια, με το στόμα. Και, σιγά-σιγά, από δυο οικογένειες που ήμασταν, δηλαδή η οικογένεια η δικιά μας και άλλη μία οικογένεια γείτονες, μαζευτήκαμε, μία φορά, να ήμαστε εφτά οικογένειες γύρω-γύρω σε ένα απλωτό μέρος, όλο και τραγουδάγαμε, η μάνα μου με κάτι που ξέραν βλάχικα τραγουδούσαν βλάχικα τραγούδια, οι άλλοι τραγουδούσαν ποντιακά και οι άλλοι τραγουδούσαν ηπειρώτικα τραγούδια. Έτσι, ερχότανε, βέβαια, και όργανα, ερχόταν όργανα τα οποία πλήρωνες ή δεν πλήρωνες. Ερχόταν αυτοί έλεγαν ένα τραγούδι και άμα παρήγγελνες, πλήρωνες για να παραγγείλεις, αλλιώς δεν πλήρωνες. Και κάναμε, ήτανε γλέντια με τα αυγά μας τα κόκκινα, με τα κουλούρια μας, να πάμε ο ένας γύρω στον άλλο, να πάμε σε άλλη οικογένεια που ήταν γνωστή, ήταν λίγο πιο εκεί, να τσουγκρίσουμε τα αυγά μας, να το ανταλλάξουμε το αυγό, παίρναμε εμείς το δικό τους και αυτοί το δικό μας και τρώγαμε τα αυγά αυτά έτσι, και ήταν σημαντικό μερικές περιόδους να τρως ένα αυγό. Αλλά τα μαζεύαμε εμείς απ’ τις κότες μας, τα μαζεύαμε για να τα ’χουμε για τότε. Τελειώναμε το βράδυ αργά, δηλαδή έφευγαν ο πολύς κόσμος, μόλις σουρούπωνε έφευγε όλος ο κόσμος. Αν και μερικοί καθόταν εκεί πέρα, αν είχε καλή μέρα ή φεγγαράδα καθόταν εκεί. Την επόμενη, Κυριακή του Θωμά, την Κυριακή του Θωμά πηγαίναμε στον Άγιο Νικόλαο Κοπάνων, που είναι τα μνήματα τα δικά μας, γιατί τώρα είναι μνήματα στην Περίβλεπτο και στον Άγιο Νικόλαο, εκεί στον χώρο που είναι έξω από την εκκλησία, έξω από τον περίβολο του νεκροταφείου, ήταν πιο μικρός τότε, τώρα έγινε πιο μεγάλος, και στους κήπους που είναι δίπλα στην εκκλησία και απέναντι που είναι τώρα σαν parking, εκεί μαζευότανε οι οικογένειες και γλεντάγανε. Μερικοί φεύγαν από κει και πηγαίνανε, όπως πάμε και περνάμε το Πέραμα, λίγο πιο πέρα διακλαδίζεται ο δρόμος, πάει για Ντουραχάνη ένας και ένας πάει για το στρατόπεδο. Εκεί στο στρατόπεδο υπάρχει μια πηγή, μερικοί πηγαίναν εκεί. Οι πιο πολλοί από εμάς πηγαίναμε στην Ντραμπάτοβα και καθόμασταν εκεί. Το δικό μας στέκι εκεί, μέχρι το μεσημέρι καθόμασταν στον Άγιο Νικόλαο εκεί, μετά το μεσημέρι πηγαίναμε στην Ντραμπάτοβα με τα πόδια. Στην Ντραμπάτοβα, πάλι, πηγαίναμε σε ένα μέρος, είναι ένα δύο-τρία μαγαζιά, το τρίτο μαγαζί όπως πας για τη Ντουραχάνη, εκεί υπάρχει ένας ελεύθερος χώρος, τώρα έχει πιο πολλά δέντρα τώρα, εκεί είχε δυο δέντρα όμορφα και εκεί καθόμασταν και την αράζαμε. Και μαζευόντανε πάνω από δέκα οικογένειες εκεί πέρα και ανταλλάσσαμε πάλι τα φαγητά μας, τραγουδάγαμε, όταν ήμασταν εκεί δεν είχαμε όργανα, τραγουδάγαμε, όμως, με το στόμα, και κοιτάγαμε ποιος θα πει τα πιο όμορφα τραγούδια. Ήτανε όμορφες αυτές οι εκδηλώσεις που κάναμε τότε! Δυστυχώς, αυτά τώρα δεν τα κάνουμε. Θα γίνει μια προσπάθεια μπας και κάνουμε κάτι και γι’ αυτά.
Η περιφορά του επιταφίου πώς γινότανε εκείνη την εποχή;
Υπήρχαν εκκλησίες που δεν ανέβαιναν στην πλατεία, όπως τώρα. Έφερναν γύρα από την εκκλησία, έναν γύρο από την εκκλησία εμείς στο κάστρο, και τώρα ακόμα, στο Κάστρο στους Αγίους Αναργύρους, δεν ανεβαίνουμε στην πλατεία αλλά φέρνουμε μία βόλτα στο Κάστρο, πάντοτε λίγο διαφορετική από τις άλλες περιόδους. Πάλι, πάντοτε ακριβώς όπως είναι τώρα, αλλά τότε τι κάναμε; Ανεβαίναμε στην πλατεία, είχε ένα πατάρι, ανέβαινε ένας στην πλατεία, σήκωνε τον επιτάφιο, κατέβαιναν, άντε ο άλλος, άντε ο άλλος, μέχρι που τελειώναμε. Κι έτσι, μετά, γυρίζαμε πάλι στην εκκλησία που είχαμε εκεί πέρα. Στην εκκλησία, μετά, παίρναμε τα λουλούδια από τον επιτάφιο, μερικοί αρπάζανε, αρπάζανε, και τώρα αρπάζουν μερικοί, ενώ έμπαινε τάξη από τους επιτρόπους τότε: «Εντάξει, θα πάρετε λουλούδια όλοι, θα τα βγάλουμε εμείς και μετά θα πάρετε, δεν πρόκειται να μείνει κανένας», αλλά μερικοί αδημονούσαν και κάποιος έκλεβε κι από κανένα εκεί πέρα, το τράβαγε, ας πούμε, και το κακό είναι ότι γινότανε μερικές φορές ζημιά εκεί πέρα. Στον επιτάφιο της Μητρόπολης, ήτανε ο φίλος μου ο Σωτήρης ο Ζούμπος που είχε έναν τήβεννο, που ήτανε από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και ήταν πάντοτε μπροστά αυτός με το κερί, τα χρόνια, όμως, τη δεκαετία του '80 και '90. Μετέπειτα, εγώ δεν συμμετέχω, πάω στους Αγίους Αναργύρους ή στον επιτάφιο της Ντουραχάνης, εκεί πέρα. Περίπου τα ίδια ήταν οι επιτάφιοι, μόνο που τώρα μαζεύονται όλοι μαζί εκεί πέρα, ενώ κάποτε, όποιος πήγαινε, ο επιτάφιος ανέβαινε στο πατάρι, έφευγε, ερχόταν ο άλλος ανέβαινε, ανέβαινε και τέρμα, μερικοί καθόνταν εκεί με τις λαμπάδες και φεύγανε.
Την Κυριακή του Πάσχα τι εικόνα συναντούσε κανείς στο Κάστρο των Ιωαννίνων;
Αυτό ήταν το σημαντικό... Τότε, ήταν όμορφες οι γειτονιές και με πολλές αλάνες. Τα πιο πολλά σπίτια – όχι τα πιο πολλά, όλα τα σπίτια είχαν κήπο. Στον κάθε κήπο ψηνόταν και από ένα αρνί ή δύο. Εκεί, αν ένας γείτονας δεν έψηνε αρνί στη σούβλα στην αυλή του, ερχότανε, πήγαινε σε άλλον εκεί πέρα. Θυμάμαι, μια χρονιά –το ’χω γράψει κιόλας αυτό–, στο σπίτι μας είχαμε τραπέζια γύρω στα τριάντα μέτρα, μαζεύτηκαν πολλοί τότε, ήταν τότε που γύρισε ο πατέρας μου, την πρώτη χρονιά που γύρισε ο πατέρας μου. Και ήρθε πολύς κόσμος και κόσμος που δεν ήταν... Δηλαδή, το συνήθειο ήταν το εξής: όποιοι ψήναν και αυτοί αρνί στην αυλή δεν ερχόνταν, είχαν τα τραγούδια τους, ήθελαν να βάζουν μουσικές. Τότε, μερικά γραμμόφωνα υπήρχαν τότε εκεί πέρα, έβαζαν το γραμμόφωνο, την πλάκα κι έλεγε το τραγούδι, όσο ακουγόταν. Τώρα, έχουμε και τα μεγάφωνα κτλ. Εάν, λοιπόν, δεν είχε, πήγαινε, ερχόταν δίπλα και γλεντάγαμε. Όταν ψήναμε το αρνί, μερικοί γείτονες μάγκες έλεγαν: «Για να δούμε, ψήθηκε;», έπαιρναν ένα κομμάτι, ένα κομμάτι, και, τελικά, μερικές φορές το αρνί έμενε μισό στη σούβλα. Σημαντικό ήταν ότι ερχότανε κόσμος που δεν ήταν γνωστός, δηλαδή ένας που πέρναγε στη γειτονιά έβλεπε στην αυλή τη δικιά μου, την άλλη την αυλή κτλ., έβλεπε απέξω απ’ τον δρόμο, έβλεπε μέσα τι γινότανε, και άλλοι από περιέργεια, κι άλλοι... ερχόταν μέσα. Μερικοί δεν, ντρεπόταν, κάθονταν στην πόρτα ή κάθονταν από τον τοίχο κι έβλεπαν μέσα. Τους φωνάζαν, λοιπόν, οι νοικοκυραίοι, τους φώναζαν: «Ελάτε μέσα». Πήγαιναν μέσα και τους κερνούσαν να φάνε, κερνούσαν και αυγό και κουλούρι όσοι είχανε, γιατί εμείς, π.χ., κουλούρια φτιάχναμε τότε, ένα διάστημα φτιάχναμε κουλούρια πολλά, γιατί είχαμε τη δυνατότητα. Σιγά-σιγά, όμως, έλειπαν οι φιλοξενούμενοι, αυτή είναι η διαφορά! Ερχόντανε, λοιπόν, μέσα και μιλούσαν, θυμάμαι που μιλούσαν αγγλικά μερικοί, και μιλούσαν άλλοι, εγώ δεν ήξερα τότε αγγλικά, ήξερα λίγα γαλλικά, και μάλιστα, όταν ήμουνα στο Δημοτικό και στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου δεν ήξερα, στο Γυμνάσιο έμαθα γαλλικά. Λοιπόν, ερχότανε εκεί και ρωτάγανε έκπληκτοι: «Γιατί αυτή η φιλοξενία;». Και τους εξηγούσαν αυτοί ότι: «Εμείς έχουμε Πάσχα και σε πολλά σημεία γιορτάζουμε και γιορτάζουμε όλοι μαζί και δεν έχουμε εχθρούς και φίλους, όσοι είναι, όσοι έρχονται, ανεξάρτητα αν είμαστε μαλωμένοι, είναι μια ευκαιρία να ξεμαλώσουμε, να αγαπηθούμε και να πιούμε ένα κρασί παρέα». Ήτανε πολύ σημαντικά και τα γλέντια, ήτανε... δηλαδή, τα σπίτια είχανε γραμμόφωνο ή, αν δεν είχαν, εμείς, για παράδειγμα, δεν είχαμε γραμμόφωνο, τραγουδάγαμε, όμως, με το στόμα και χορεύαμε όλοι, τραγουδώντας και χορεύοντας κι εμείς οι πιτσιρικάδες από κοντά, θυμάμαι, από τη μάνα μου. Ήτανε και μερικές γειτόνισσες που ξέραν να χορεύουν καλά και ήτανε πολύ ωραίο θέαμα όταν ήμουν πιτσιρικάς και δεν ήξερα να χορεύω εγώ, ήταν ωραία! Και το σημαντικό ήταν η φιλοξενία και ο κόσμος που ερχότανε κι έβλεπε ότι εμ[01:20:00]είς οι Γιαννιώτες, οι Καστρινοί, οι Έλληνες κτλ., είμαστε άνθρωποι φιλόξενοι και αγαπάμε όλους!
Όσον αφορά την ημέρα της Πρωτομαγιάς, ακολουθούσατε κάποιες συγκεκριμένες συνήθειες, κάποια έθιμα;
Ναι, τότε υπήρχε η συνήθεια οι πιο πολλοί να πάμε στους Αμπελόκηπους. Αμπελόκηπους είναι τώρα, ο χώρος είναι... δεν υπάρχουν αμπέλια πλέον είναι όλο σπίτια. Είναι τα σπίτια που είναι τέρμα στη Βηλαρά και μετά, τα ξέρετε αυτά τα σπίτια, όλα αυτά τα καινούργια, την περιοχή αυτή. Όλη αυτή η γειτονιά είναι μία γειτονιά που τότε ήταν όλο αμπέλια φυτεμένη και λέγαμε: «Θα πάμε στα αμπέλια». Λοιπόν, εκεί μαζευόντανε πολλές οικογένειες, πάρα πολλές. Μερικοί, βέβαια, που είχανε τη δυνατότητα να έχουν παϊτόνι, πήγαιναν στο Νησί και μαζεύονταν και αρκετοί στο Νησί, πήγαιναν με τη βάρκα, οι βάρκες ήταν πιο μικρές τότε, μερικοί πηγαίναν στη Ντραμπάτοβα, μερικοί πηγαίναν στην άλλη πηγή που είπαμε. Εμείς, όμως, πηγαίναμε στους Αμπελόκηπους, που είχαν τα αμπέλια, έτσι τα λέγαμε. Εκεί υπήρχαν ελεύθεροι χώροι, χώροι στους οποίους καθόμαστε από το πρωί κι εκεί πάλι κάναμε τα γλέντια μας. Τα κορίτσια και όλοι μας φτιάχναμε από παπαρούνες και από μαργαρίτες ή ό,τι υπήρχε τότε, στην εποχή εκείνη, φυτό, και φτιάχναμε στεφάνια. Και γυρίζοντας με τα πόδια, βέβαια, ξεκινούσαμε από δω, περνάγαμε τη Βηλαρά, πηγαίναμε στους Αμπελόκηπους, κι εκεί καθόμαστε μέχρι το βράδυ και γυρνάγαμε με τα στεφάνια, τραγουδώντας τραγούδια της Πρωτομαγιάς, παίρναμε τα φαγητά μας, βέβαια, και τρώγαμε εκεί, νερό, όλα, τα πάντα, τα είχαμε έτοιμα, δηλαδή κουβαλάγαμε και νερό με το γκιούμι, πηγαίναμε εκεί πέρα. Μετά, είχε κι εκεί σε μερικές περιοχές πηγή, και κάπου πίναμε εκεί αλλά δεν θυμάμαι πού ήταν τώρα, δεν μπορώ να την εντοπίσω που ήταν η πηγή, όπως και την πηγή που είναι, σας είπα, που πάμε μετά τη διακλάδωση, μετά το Πέραμα, και εκεί πήγα, την πηγή την είδα, αλλά έχει διαμορφωθεί ο χώρος πολύ διαφορετικά και δεν μπορείς να τη θυμάσαι. Λοιπόν, η Πρωτομαγιά ήτανε μια έξοδος για εμάς, αλλά έξοδος, περπατάγαμε, δεν έκανε κανένας με τα αυτοκίνητα να πάμε, με τα αυτοκίνητα να φύγουμε και να μαζευτούμε με αυτοκίνητα, ήταν όλοι πεζοπόροι. Και ξεκινούσαμε από κει όταν ψιλοβράδιαζε, όταν είχε καλές ημέρες, ήταν πιο καλές, και πιο γρήγορα λίγο, ψιλοβράδιαζε και ξεκινούσαν όλοι και, σιγά-σιγά, οι παρέες μειωνόταν, μειωνόταν και φτάναμε στο Κάστρο να είμαστε πέντε παρέες ή έξι, εξαρτάται κάθε φορά. Εκεί πάλι γνωριζόμαστε με κόσμο, γιατί ο καθένας που είχε ένα φαγητό και περνούσε κάποιος, ήταν και συνήθειο να περνάς, να βλέπεις τι κάνει ο άλλος, και κερνάγαμε, κέρναγε ο ένας τον άλλον, και κερνάγαμε και μας κέρναγαν. Οπότε, γινόταν κι όπως λέμε μια επικοινωνία και μερικές φορές κατέληγαν και σε γάμους αυτά. Γιατί ήταν μια ευκαιρία να δεις μια κοπέλα, κατάλαβες; Και ήταν όμορφα τα πράγματα! Και υπήρχανε και άνθρωποι που έρχοτανε με τις κιθάρες τους, με τα βιολιά τους κτλ. και τραγουδούσαν, όχι για χρήματα, μόνο για τα τραγούδια, κι έφερναν γύρα όλες τις παρέες.
Καλοκαιρινά έθιμα κάνατε;
Τα καλοκαίρια συνήθως εμείς οι πιτσιρικάδες πηγαίναμε κατασκήνωση, γιατί στην κατασκήνωση είχε και ξεγνοιασιά και φαγητό, αυτό ήταν το σημαντικό για εμάς. Κάναμε κατασκηνώσεις από το Νησί, στο Νησί τώρα εκεί που είναι το Πνευματικό Κέντρο εκεί, πηγαίναμε στην Πάργα, Πρέβεζα, σε Μαργαρώνα, πηγαίναμε και στα Ζαγοροχώρια επάνω, Ελάτη κτλ. Για εμάς τους Καστρινούς, σημαντικό ήταν όταν πηγαίναμε στις θάλασσες, γι’ αυτό οι εκδρομές, οι κατασκηνώσεις που γινόταν στην Πρέβεζα και στην Πάργα ήταν πιο ευχάριστες για μας. Και στο Νησί περνάγαμε όμορφα, δηλαδή, γιατί κάναμε τα μπάνια, μας έπαιρναν οι βάρκες από εκεί και μας πήγαιναν στον Λασπότοπο, εκεί που είναι τα Σφαγεία τώρα, που λέμε Παλιά Σφαγεία, πιο πέρα υπήρχε ένα, έχω γράψει και γι’ αυτό πώς πηγαίναμε. Ήταν σημαντικό, ήτανε, ας πούμε, δεν κάναμε έθιμα πολλά, άλλα είχαμε... γιατί οι πιτσιρικάδες λείπανε, ένα. Μερικοί δούλευαν κιόλας, εγώ ένα διάστημα δούλευα, δεν είχα την ευκαιρία να πάω ούτε κατασκήνωση τότε ούτε να πάω να κάνω μπάνια. Έτσι, τον Δεκαπενταύγουστο, όμως, γινόνταν γλέντια σε διάφορα σπίτια και εμείς και άλλος κόσμος πηγαίναμε στα σπίτια που γιόρταζαν τότε και περνούσαμε ευχάριστα εκείνη τη μέρα τον Δεκαπενταύγουστο και μάλιστα επειδή πριν κρατάγαμε νηστεία όταν ερχόταν ο Δεκαπενταύγουστος ήταν η πιο καλή μέρα για εμάς, γιατί στα σπίτια που πηγαίναμε, είχε και λίγο κρέας που συνήθως στα σπίτια μας δεν είχαμε.
Τον Δεκαπενταύγουστο μόνο σε σπίτια πηγαίνατε, γλέντια δεν κάνατε σε εξωτερικούς χώρους, στην ύπαιθρο;
Δεν γινόταν πολλά γλέντια γιατί, δεν θυμάμαι εγώ να έκαναν πολλά γλέντια, ή δεν τα θυμάμαι επειδή εγώ πήγαινα κατασκήνωση ή επειδή δούλευα, οπότε δεν πήγαινα. Στα γύρω χωριά γίνοτανε, και βέβαια γινότανε! Π.χ., στην παραλία υπήρχαν κέντρα που γινόταν γλέντια εκεί πέρα και γινόταν τρικούβερτα, ιδίως όταν ήταν γιορτές. Και μερικοί τα κάνανε εκεί τα γλέντια τους και κερνάγανε εκεί τον κόσμο, αλλά εγώ δεν θυμάμαι χαρακτηριστικά να σου πω γιορτές, γιατί, σου είπα, τότε που ήμουν πιτσιρίκος προτιμούσα να πάω να λείπω κατασκήνωση ενάμιση μήνα, δεν ήταν λίγο, γιατί είπαμε εκεί είχε φαγητό καλό, που στο σπίτι μας δεν είχαμε τόσο, και μερικοί, βέβαια, παραπονιόταν, αλλά εμείς, εγώ, π.χ., και όλοι Καστρινοί που ήμασταν εκεί πέρα, μας ενδιέφερε να φάμε. Αυτό ήταν σημαντικό για μας! Τα άλλα, είχαμε, βέβαια, και τα γλέντια εκεί πέρα, κάναμε παραστάσεις, κάναμε θεατρικά, κάναμε πολλά εκεί πέρα και ιδιαίτερα όταν κουβαλάγαμε τα πράγματα στον Βάλτο, πηγαίναμε στην παραλία ερχότανε η βενζινάκατος και κουβαλάγαμε καρπούζια, κουβαλάγαμε. Οι μεγάλοι από εμένα, μια φορά, μου πήραν το καρπούζι και το έθαψαν εκεί, γιατί, μετά, οι μάγκες, την άλλη την ημέρα, πήγαιναν το ξέθαβαν και το έτρωγαν. Πήραν το καρπούζι, εγώ πήγα να... «Μην πεις τίποτα», μου ’παν, «κάηκες». Τι να πω εγώ; Πάνε πάλι σε αυτόν που είχε το... τον αρχηγό και λένε: «Αρχηγέ, αυτός εδώ πάει χωρίς καρπούζι επάνω, δώσ’ του καρπούζι και δώσ’ του ένα μεγάλομ γιατί μας κάνει...». Εγώ τι να πω; Ότι το είχα και το πήραν αυτοί; Τέλος πάντων, μου έδινε ένα μεγάλο, εντωμεταξύ. Αυτοί, εντωμεταξύ, οι μάγκες, μου έδιναν το δικό τους το μικρό και κουβάλαγα το μικρό, ήμουν πιο πιτσιρικάς εγώ από αυτουνούς. Μετέπειτα, βέβαια, μετά την τρίτη Γυμνασίου που έχασα τον πατέρα μου, ήμουν υποχρεωμένος να δουλέψω, γιατί η οικογένεια δεν είχε πόρους, κι έτσι, μερικά απ’ αυτά δεν τα έκανα, για να σας πω συγκεκριμένα.
Για το έθιμο της βαρκαρόλας ξέρετε να μου πείτε;
Ένα απ’ αυτά που κάναμε μετέπειτα, εμείς, ο σύλλογος στο Kάστρο, ήτανε να θυμηθούμε τις καντάδες που γινότανε κάποτε στο Kάστρο. Στο Κάστρο ερχότανε κι από άλλες περιοχές κι εμείς πηγαίναμε σε άλλες περιοχές. Πιο πολλές καντάδες γινότανε σε ένα σπίτι έξω στην Κουντουριώτη, έξω απ’ το Κάστρο, στο σπίτι που είναι στην παραλία, που είναι μισογκρεμισμένο, του Καλού Πασά, είναι προς τα βαρκάκια που πάνε, εκεί ήτανε μια πολύ ωραία και κάνανε. Γινότανε στο μουσείο σε μια πολύ όμορφη κοπέλα, την Ειρήνη, αυτή θα την πούμε, γιατί δεν υπάρχει πλέον, έφυγε δυστυχώς, ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα, και σε άλλες όμορφες του Κάστρου. Όπως κι εμείς, ξεκινάγαμε απ’ το Κάστρο και πηγαίναμε στο γηροκομείο να κάνουμε καντάδες στην τάδε. Ξεκινάγαμε απ’ το γηροκομείο να πάμε λίγο παραπάνω από την πλατεία Πάργης να κάνουμε καντάδες σε μια όμορφη κτλ. Αρκετά χρόνια πριν, υπήρχαν κανταδόροι ακόμα στο Κάστρο κι έκαναν καλές κι εγώ έβγαινα μερικές φορές να δω πού πάνε, αυτό με ενδιέφερνε. Εμείς, τώρα, ας είναι καλά ο Θωμάς ο Ζηκόπουλος, ο Θωμάς Ζηκόπουλος είναι δάσκαλος – ήταν δάσκαλος μάλλον, έχει σπουδάσει κιθάρα πολύ καλά κι είχε φτιάξει χορωδία. Η συνεννόηση που έγινε με τον σύλλογο του Κάστρου ήταν να κάνουμε μια βαρκαρόλα, δηλαδή: θα νοικιάσουμε μία βάρκα μεγάλη, αυτές που υπάρχουν τώρα, και στη μία βάρκα θα είναι οι κανταδόροι με τα όργανα, με μεγάφωνα και μερικά άτομα, και σε άλλες βάρκες πίσω, σε άλλες βάρκες πίσω, βάλαμε μετά δυο βενζινάκατες άλλες, να είναι άλλος κόσμος, όποιος θέλει. Την πρώτη φορά που κάναμε, είχαμε μόνο μία μεγάλη βάρκα και μικρές βαρκούλες που ερχόνταν μετά από εκεί πέρα. Ξεκινάγαμε από εκεί που αράζουν τώρα οι βάρκες, που είναι η αφετηρία, κάναμε όλη τη[01:30:00]ν παραλία μέχρι τα Σφαγεία, που λέμε, εκεί πέρα, από εκεί γυρνάγαμε πάλι σε ένα διάστημα της παραλίας μέχρι το Δώδεκα που είναι ανάμεσα στα δύο τζαμιά, στο Ιτς Καλέ από κάτω, πηγαίναμε τον γύρο του νησιού με καντάδες, σταματάγαμε στα ενδιάμεσα λίγο, κανένα πεντάλεπτο σταματάγαμε, και μόλις φτάναμε στο Νησί, πάλι καντάδες στο Νησί, έβγαινε κόσμος από εκεί. Μετέπειτα, πηγαίναμε στην παραλία, λέγαμε αρκετές καντάδες από κει και μετά κατεβαίναμε και κάναμε καντάδες μες στο Κάστρο. Γιατί στο Κάστρο, θα μου πείτε. Ε, είναι μια περιοχή πού μπορούμε να την κάνουμε πιο εύκολα κι είμαι κι εγώ Καστρινός και είναι κι ο σύλλογος «Το Κάστρο» και βγήκαμε και μία φορά έξω. Μετά, αφού κάναμε καντάδες στις γειτονιές που έβγαιναν και μας κέρναγαν –όταν λέμε κεράσματα, όχι αστεία, έβγαιναν και μας πέταγαν λουλούδια, ήταν πολλά τα οποία γινότανε–, μετά καταλήγαμε. Μια φορά, καταλήξαμε στο Ιτς Καλέ και κάναμε ένα τραπέζι στους κανταδόρους και στο μαέστρο – όχι, μη φανταστείτε πολλά, είναι και ωραίοι άνθρωποι και δεν ήθελαν και πολλά. Και μετά, κάναμε δυο φορές με μεζέδες και κρασί στο Δημοτικό Σχολείο του Κάστρου – ή τρεις, τρεις φορές ήτανε που κάναμε τις βαρκαρόλες. Σταμάτησε η βαρκαρόλα και ευελπιστούμε, πρώτα ο Θεός, να είναι καλά ο Θωμάς ο Ζηκόπουλος, να κάνουμε πάλι την Βαρκαρόλα, γιατί υπάρχει κόσμος που τη θέλει, τη ζητάει. Για μας, ήτανε ένα σημαντικό, γιατί ξαναθυμηθήκαμε τους κανταδόρους του Κάστρου, τους κανταδόρους των Ιωαννίνων, που εμείς ξεκινάγαμε πολλά άτομα και πηγαίναμε στην Καλούτσιανη να κάνουμε καντάδα. Και ποιο ήτανε το δώρο μας; Να ανάψει και να σβήσει το φως η κοπέλα, αν είχε φως, αν είχε φως ή αν είχε λάμπα την άνοιγε την λάμπα και την έσβηνε πάλι – λάμπα πετρελαίου εννοούμε. Και ήτανε, ας πούμε, ότι μας ακούει κτλ., κι αυτό μας ευχαριστούσε. Ευχαριστούσε πιο πολύς τα άτομα που ενδιαφέρονταν, γιατί δεν ενδιαφερόμαστε όλοι για την ίδια κοπέλα! Γίνονται καντάδες για μένα, π.χ., πηγαίναμε εκεί, γίνονταν καντάδες για τον άλλον, πηγαίναμε εκεί.
Δηλαδή, εσείς έχετε κάνει καντάδα σε κάποια κοπέλα;
Ναι, ναι, ναι, δεν θα πω με ποια. Τώρα, γιατί δεν συνέχισε αυτό το πράγμα, είναι όταν είσαι φτωχαδάκι, ο μπαμπάς της δεν σε θέλει. Και μετά, που κι εγώ, αρκετά λεφτά... θυμάμαι, μου ’πε η κοπελιά: «Εγώ εσένα έπρεπε να πάρω», μου λέει. Αλλά, αλλά... Εγώ είπα: «Δουλειά γινόμενη, καλώς καμωμένη», τελείωσε. Ένα πράγμα που δεν γυρίζει δεν χρειάζεται να μεμψιμοιρείς να δεις πράγματα, ναι. Πού; Πού ήταν η καντάδα, ε; Η καντάδα ήτανε, όταν αυτή η κοπελιά έμενε όπως πάμε στη Βηλαρά, λίγο πιο πάνω έμενε, σε ένα σπίτι εκεί. Μετά από εκεί, μετά από κει δεν έκανα άλλες καντάδες, γιατί για εμένα, πλέον, δεν μ’ άρεσε, ας πούμε, έτσι πολύ μια κοπέλα. Πήγαινα με τις καντάδες μετά. Μετά, βέβαια, άρχισα να δουλεύω, οπότε δεν είχα την ευκαιρία να πάω, γιατί άμα στο φροντιστήριο δουλεύεις μέχρι 23:00-00:00 το βράδυ, δεν μπορείς να πας μετά –καταλάβατε;–, κι έτσι σταμάτησα από κει.
Και το τραγούδι το επιλέγατε από πριν, δηλαδή; Ποιο θα πείτε, πώς...
Ναι, ήταν τραγούδια κανταδόρικα, πολλά κανταδόρικα τραγούδια: «Σε ηγάπων» κτλ., κι είχαμε μερικούς κανταδόρους οι οποίοι είχανε δικά τους τραγούδια. Είχαμε ανθρώπους στο Κάστρο που ήταν σαν τενόροι, όπως ο Βαρλαμίτης, π.χ., που τον λέγαμε εμείς: «Ο Βαρλαμίτη με τη μεγάλη τη μύτη!», του λέγαμε εμείς. Ήταν πολύ ωραίος κανταδόρος κι έλεγε πολύ ωραίες καντάδες. Αυτοί κάναν καντάδες στην κοπέλα που ήτανε στα βαρκάκια από πάνω, ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα.
Ευτράπελα είχατε δει ποτέ; Κάτι με τους συγγενείς της κοπέλας, ας πούμε, κάτι να παρέμβουν;
Ακόμα και στο νοσοκομείο πήγαμε, στο νοσοκομείο, φάγαμε ξύλο, εγώ έφαγα. Αυτό που γινόταν, να σας πω, είναι πολλά, όπως είμαστε στην πάνω την παραλία, παράλληλα με την Κουντουριώτου, είναι μία οδός, δεν θυμάμαι πώς τη λένε, τέλος πάντων, όπως πάμε στην παραλία τώρα, στην πύλη του Κάστρου, στην παραλία στρίβει ένας δρόμος αριστερά, εκεί είναι στενός ο δρόμος, εκεί είχαν πεταχτεί σε μία βραδιά καντάδας που κάναμε πάνω από δέκα γλάστρες, δεν μας πέτυχε καμία ευτυχώς, δεν μας πέτυχε καμία. Επίσης, σε μία άλλη κοπέλα πήγαμε στην Σιαράβα, η Σιαράβα είναι εκεί σε μία περιοχή, τέλος πάντων, ήταν μια κοπελιά που αγάπαγε ένας. Τι κάναμε; Πηγαίναμε, λέγαμε τις καντάδες, αφήναμε ένα τριαντάφυλλο εκεί πέρα, κι όταν πηγαίναμε, βρίσκαμε ένα γαρίφαλο εκεί, κι εμείς όταν φεύγαμε, αυτός που ενδιαφερόταν άφηνε ένα τριαντάφυλλο. Αυτή γαρίφαλο, εμείς τριαντάφυλλο, γιατί αυτή γαρίφαλα είχε σπίτι της, ενώ εμείς αγοράζαμε ή κλέβαμε ένα τριαντάφυλλο – αυτός που ενδιαφερόταν, όχι εγώ, άφηνε ένα τριαντάφυλλο. Αυτή ήτανε η συνεννόηση, ότι πήραμε το γαρύφαλλο, πάρε το τριαντάφυλλο εσύ. Πολλά απ’ αυτά, βέβαια, γίνανε συνοικέσια. Να φανταστείς να κάνει ο άλλος καντάδα με βάρκα σε κοπέλα, δεν θα πούμε το όνομα, σε κοπέλα που καθόταν με τον πατέρα της στην «Κυρα-Φροσύνη», και ο γάμος έγινε μετά. Είναι φίλος γνωστός, γνωστός στα Γιάννενα, οπότε δεν θα πούμε το όνομα. Ήταν όμορφο, όμορφο ζευγάρι και βγάλαν και παιδιά τραγουδιστές – τώρα, πάνω-κάτω, μπορεί να καταλάβεις ποιοι είναι, δεν πειράζει, όμως.
Κύριε Γιώργο, πριν κλείσουμε, θα ήθελα να σας κάνω δύο ερωτήσεις. Η πρώτη είναι η εξής: Τι σημαίνει για εσάς και την πόλη στην οποία γεννηθήκατε και ζήσατε όλα αυτά τα χρόνια η διατήρηση των εθίμων και της παράδοσης;
Εγώ, για μένα, η παράδοση και τα έθιμα είναι ένα σημαντικό πράγμα και γι’ αυτό, αν δείτε, συμμετέχω σε πολλά απ’ αυτά, προσπαθώντας πάντοτε να κρατήσουμε την παράδοση. Παράδειγμα, όταν ανάβουμε τη φωτιά εμείς στην τζαμάλα του Κάστρου, έρχονται οι τροβαδούροι και λένε τραγούδια τα δικά τους, ζωντανή μουσική. Εμείς σαν μουσική, δεν βάζουμε άλλη μουσική εκτός από δημοτικά τραγούδια και όχι αλλά, από όλη την Ελλάδα βέβαια. Δηλαδή, δεν θα βάλουμε τραγούδια με λόγια ξένα, μ’ αρέσει εμένα έτσι κι επειδή μπορώ να κάνω αυτό το κουμάντο το κάνω. Το σημαντικό είναι, όμως, που πάντα το σημαντικό είναι οι νέοι άνθρωποι να καταλάβουν εμάς τους πιο μεγάλους, να μας καταλάβουν γιατί μπορεί να έχουμε και παραξενιές, εγώ δέχομαι ότι έχω παραξενιές, ξέρω ότι έχω παραξενιές, αλλά θέλω αυτά που γίνονται, που προσπαθούμε εμείς για τα έθιμα να τα κάνουν αυτοί και να πάρουν από εμάς τα καλά που έχουμε, και ας βάλουν στην άκρη τα κακά που νομίζουν αυτοί ότι έχουμε, κι έχουμε, πραγματικά. Και είναι σημαντικό να κρατηθούν αυτά τα ήθη και έθιμα και ο Δήμος και η Περιφέρεια κάνουν μια προσπάθεια σημαντική γι’ αυτό το θέμα, γιατί μας δίνουν τα ξύλα, και δεν είμαστε υποχρεωμένοι να φτιάξουμε. Βέβαια, ο κάθε σύλλογος, πέρα από τα ξύλα που θέτει, διαθέτει και πόσα για το κρασί, για τους μεζέδες κτλ., τα οποία δεν διατίθενται από τον Δήμο. Είναι καλό αυτά που μας δίνουν, είναι όμορφα, αλλά δεν φτάνουν για να κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις σε ένα έθιμο.
Από τη συμμετοχή σας στα έθιμα, τι θα κρατούσατε περισσότερο απ’ όλα; Τι είναι αυτό που μένει, ας πούμε, στο τέλος της ημέρας;
Στο τέλος της ημέρας, λοιπόν, μετά την κούραση –ντάξει;– που έχεις σε κάθε εκδήλωση που κάνουμε, το ότι συναντάς έναν άνθρωπο εκείνη την ώρα ή μετά να σου χαμογελάσει, το ότι συναντάς έναν άνθρωπο να σου πει ότι: «Κι εγώ θα ήθελα να συμμετέχω», και του λες: «Γιατί δεν έρχεσαι;», μερικοί ντρέπονται, αυτή είναι η αλήθεια, δεν ξέρω τους λόγους για τους οποίους ντρέπονται ούτε με ενδιαφέρει. Τα χαμόγελα αυτών των ανθρώπων και ιδιαίτερα τα παιδιά που παίζουν και χαμογελούν δίπλα μας, που περνάμε σε όλες τις εκδηλώσεις. Να φανταστείς, ήμασταν με τον Δημήτρη σε ένα μέρος και μας συνάντησαν πιτσιρίκια, έξι-εφτά πιτσιρίκια, δεν θα ήτανε κάτω από 10 χρόνων, άντε να ήταν και 11 κάποια, και μας λένε: «Δεν μας λέτε και μας τον “Λάζαρο”;». Τα ’παμε. Σταματήσαμε ο φίλος με έναν άγνωστο, μας σταμάτησαν στο γηροκομείο, όμως: «Θα μας πεις τον “Λάζαρο”;». Τα είπαμε σε αυτουνούςς. Είναι σημαντικό να κρατείς τα έθιμα, γιατί, πιθανώς, αυτοί που ντρέπονται να ακολουθήσουν και αυτό θα είναι αυτό που θα ευχαριστήσει εμάς, που κάνουμε αυτά που μπορούμε. Θα μπορούσαμε και πιο πολλά θα μου πείτε; Πιθανώς ναι, πιθανώς και όχι, αυτό είναι ζήτημα το οποίο αφορά εμένα προσωπικά κι έτσι ας μην το εκφράσω.
Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι ακόμα που δεν σας έδωσα ίσως την ευκαιρία;
Εγώ, αυτό που θα ήθελα να σου πω συγκεκριμένα είναι ότι στα έθιμα αυτά, για να τα κρατήσουμε, βοηθάτε κι εσείς με αυτό το έργο που κάν[01:40:00]ετε. Με αυτό που το έργο που κάνουν μερικοί που παίρνουν ένα βίντεο με το κινητό τους και το δίνουν στον κόσμο. Έτσι, είναι αυτός ένας τρόπος που κάνετε εσείς και με ευχαρίστησε όταν μου είπατε να μου κάνετε τη συνέντευξη αυτή, με ευχαρίστησε, γιατί είδα έναν νέο άνθρωπο να ενδιαφέρεται γι’ αυτά, είδα έναν νέο άνθρωπο ο οποίος είχε την υπομονή να κάτσει να ακούσει αυτά που λέω, να κοπιάσει γι’ αυτό. Να ευχαριστήσω, επίσης, τους ανθρώπους οι οποίοι ενεργούν μέσω εσάς να γίνει αυτό που γίνονται, και το σημαντικό είναι ότι αυτά θα μείνουν και, όσο καιρό μείνουν, εμείς θα ζούμε και θα υπάρχουν!
Ωραία, κύριε Γιώργο, σας ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ για τον χρόνο, να είστε καλά!
Εγώ ευχαριστώ εσάς κι ευχαριστώ επίσης όλους τους φίλους που βοηθάνε σ’ αυτά που κάνουμε, ιδιαίτερα τον φίλο μου τον Δημήτρη τον Ξαξίρη, ιδιαίτερα έναν που έφυγε, τον Κώστα τον Μανώλη, ιδιαίτερα τον Θωμά τον Ζηκόπουλο και όλη την ομάδα του κι όλη την χορωδία του, ιδιαίτερα τη Βούλα, ιδιαίτερα την Ειρήνη, ιδιαίτερα, ιδιαίτερα... είναι κάμποσοι που μπορώ να πω. Είπα τα επίθετα αυτών των ανθρώπων μερικών και μερικών δεν είπα τα επίθετα και ο λόγος είναι προσωπικός, δηλαδή όχι δεν θέλω να τα πω, είναι ότι μπορεί, πιθανώς, αυτοί οι άνθρωποι... είναι μερικοί άνθρωποι που είναι τόσο όμορφοι που δεν θέλουν να φαίνεται το επίθετό τους, αρκεί το μικρό τους το όνομα. Είναι μερικοί άνθρωποι, για παράδειγμα, που με παροτρύνουν εμένα και γράφω αυτήν τη στιγμή γιαννιώτικες ιστορίες, ένας από αυτούς είναι ο Φιλήμονας ο Καραμήτσος που είναι στην εφημερίδα την Ελευθερία. Είναι άτομα, δηλαδή, αυτό το είπα ,γιατί ήταν αυτός που με παρακίνησε να γράψω κάτι γι’ αυτό κι ευχαριστώ ιδιαίτερα εσένα που μου έδωσες την ευκαιρία να δώσω αυτήν τη συνέντευξη!
Να είστε καλά, εγώ ευχαριστώ από καρδιάς! Να είστε καλά!
Φωτογραφίες

Ο κύριος Γιώργος στην αυ ...
Ο κύριος Γιώργος στην αυλή του φροντιστηρί ...

H «λαζαρίνα»
Χειροποίητη «λαζαρίνα», με 4 κυπριά στις γ ...
Περίληψη
«Στο τέλος, ήρθε, μας αγκάλιασε, χαμογέλασε και θυμάμαι μας είπε: “Νιώσαμε Σάββατο Λαζάρου, ήταν σημαντικό για μας”»! Ο κύριος Γιώργος, γέννημα θρέμμα Καστρινός και μεγαλωμένος ανάμεσα στις αχλαδιές, τις κυδωνιές και τις βερικοκιές που δέσποζαν στον κήπο του πατρικού του σπιτιού στο Κάστρο Ιωαννίνων, αφηγείται μια ζωή γεμάτη από ήθη, έθιμα και παραδόσεις, πρακτικές στις οποίες συμμετέχει ανελλιπώς από τα παιδικά του χρόνια μέχρι σήμερα. Η «βαρκαρόλα», οι «τζαμάλες», ο «Τζάρας», οι «χαρτοπολεμιστές», οι «κουδουνάδες» και τα «πειραχτήρια», οι ετοιμασίες και οι εορτασμοί για το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και τις Απόκριες συναντούν τις αφηγήσεις των ανοιξιάτικων αποδράσεων της οικογένειάς του στην Ντραμπάτοβα και τους Αμπελόκηπους και αναδεικνύουν όψεις της κουλτούρας της περιοχής των περασμένων δεκαετιών και του σήμερα.
Αφηγητές/τριες
Γιώργος Μακρίδης
Ερευνητές/τριες
Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/05/2022
Διάρκεια
102'
Περίληψη
«Στο τέλος, ήρθε, μας αγκάλιασε, χαμογέλασε και θυμάμαι μας είπε: “Νιώσαμε Σάββατο Λαζάρου, ήταν σημαντικό για μας”»! Ο κύριος Γιώργος, γέννημα θρέμμα Καστρινός και μεγαλωμένος ανάμεσα στις αχλαδιές, τις κυδωνιές και τις βερικοκιές που δέσποζαν στον κήπο του πατρικού του σπιτιού στο Κάστρο Ιωαννίνων, αφηγείται μια ζωή γεμάτη από ήθη, έθιμα και παραδόσεις, πρακτικές στις οποίες συμμετέχει ανελλιπώς από τα παιδικά του χρόνια μέχρι σήμερα. Η «βαρκαρόλα», οι «τζαμάλες», ο «Τζάρας», οι «χαρτοπολεμιστές», οι «κουδουνάδες» και τα «πειραχτήρια», οι ετοιμασίες και οι εορτασμοί για το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και τις Απόκριες συναντούν τις αφηγήσεις των ανοιξιάτικων αποδράσεων της οικογένειάς του στην Ντραμπάτοβα και τους Αμπελόκηπους και αναδεικνύουν όψεις της κουλτούρας της περιοχής των περασμένων δεκαετιών και του σήμερα.
Αφηγητές/τριες
Γιώργος Μακρίδης
Ερευνητές/τριες
Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/05/2022
Διάρκεια
102'