© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Ένας σύγχρονος περιηγητής: Το πάθος ενός ναυτικού να ταξιδεύει δίχως όρια
Κωδικός Ιστορίας
22147
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Παντελής Βλάχος (Π.Β.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
06/05/2022
Ερευνητής/τρια
Δήμητρα Κυβέλη Μπαρμπούδη (Δ.Μ.)
Πάμε.
[00:00:00]
Και έχουμε, είπαμε, 7. Λοιπόν, καλησπέρα Παντελή.
Καλησπέρα.
Για να κάνω μία εισαγωγή, είναι 7 Μαΐου του 2022, είμαι η Δήμητρα Κυβέλη Μπαρμπούδη και είμαι ερευνήτρια στο Istorima και μιλάω με τον Παντελή Βλάχο. Είμαστε στην Αθήνα, και θα πιάσουμε, λίγο, να μιλήσουμε για την ζωή σου και τα ταξίδια, που έχεις κάνει μέσα σε αυτή. Θέλεις, πριν ξεκινήσουμε όμως να μιλάμε για αυτό, να μου πεις κάποια στοιχεία για εσένα; Ας πούμε, πόσο χρονών είσαι, ποια είναι η καταγωγή.
Okay, εγώ είμαι, λέγομαι Παντελής Βλάχος. Είμαι από Αστακό Αιτωλοακαρνανίας, είναι λίγο μακρύ. Μεγάλωσα εκεί μέχρι τα 18 μου. Μετά πέρασα στην Εμποροπλοιάρχων, έφυγα και πλέον είμαι ναυτικός. Σε 2 μέρες γίνομαι 32. Και... Πώς ήταν η ερώτηση που ξεκινήσαμε;
Λοιπόν, ωραία. Μου είπες ότι είχες έρθει στην Αθήνα για εμποροπλοίαρχος, για τη σχολή Εμποροπλοιάρχων, εν πάση περιπτώσει. Θες λίγο να πούμε για αυτή την εμπειρία; Μπαίνεις μες στη σχολή και εσύ μαθαίνεις, ότι θα πρέπει να φύγεις για ταξίδι μετά από ένα διάστημα;
Ωραία. Πώς αρχίζει, ας πούμε; Πρέπει να μπεις στη Σχολή, κάθεσαι για 6 μήνες, μετά πρέπει να φύγεις για 6 μήνες σε καράβι. Είναι η πρώτη εμπειρία που θα έχεις, δηλαδή. Μετά γυρνάς για 1 χρόνο, μετά ξαναφεύγεις για 6 μήνες και μετά ξαναγυρνάς, για να τελειώσεις τη σχολή, ένα-ενάμιση χρόνο ακόμα να ολοκληρώσεις τον κύκλο των 4 ετών, και μετά είσαι, μπαίνεις στο επάγγελμα. Είσαι αυτό που λέμε ναυτικός.
Θυμάσαι καθόλου... Έχει περάσει το πρώτο εξάμηνο στη σχολή και εσύ ξέρεις, ότι πρέπει να φύγεις μετά, να κάνεις το πρώτο σου μπάρκο. Μπορείς να μου περιγράψεις λίγο εκείνο το ταξίδι, εκείνες τις πρώτες στιγμές βασικά, που φεύγεις και πηγαίνει σε ένα άγνωστο, σε ένα άγνωστο μέρος;
Τι περιμένεις και τι βλέπεις, τελικά; Κοίταξε, εγώ σαν Παντελής είχα πάρα πολλούς συγγενείς, που ήταν ναυτικοί. Οπότε άκουγα ιστορίες πάντα: «Πήγαμε εκεί, πήγαμε εκεί», τα μέρη που είχανε δει. Και όλο αυτό με ενθουσίαζε, οπότε και αποφάσισα να πάω. Βέβαια, πήγα την εποχή πριν την οικονομική κρίση. Έτσι; Οπότε, προτού κάνω αυτό το βήμα, μόλις το μάθανε, γιατί το έκανα κρυφά, όλοι τρέχανε επάνω μου να μου πούνε: «Όχι, μην το κάνεις. Μην κάνεις εκείνο», δηλαδή δικαιολογίες του τύπου «Δεν θα έχεις ζωή», δικαιολογίες του ότι «θα μείνει η γυναίκα σου πίσω» και το οτιδήποτε. Όλοι, πέρα από τους γονείς μου, δηλαδή. Δεν... Δηλαδή οι γονείς μου είχαν αφήσει ελεύθερο να κάνω ό,τι θέλω, δεν υπήρχε, δεν είχα τέτοιο θέμα. Οπότε εγώ, από τις ιστορίες που άκουγα, είχα σχηματίσει μία εικόνα, του, πώς είναι το καράβι, το οποίο είναι τελείως διαφορετικό. Έτσι; Και, εν τέλει, έφυγα το 2009, τον Μάρτη, για να πάω στην Αμερική. Ήταν ένα από τα πρώτα ταξίδια εκτός. Εξωτερικό δεν είχα ξαναβγεί. Και έτυχε να φύγω μόνος μου τελείως. Δηλαδή, ήμουν ένα παιδί 18 χρονών και έπρεπε να φτάσω, με κάποιον τρόπο, στην Αμερική, που δεν είχα ξαναπάει. Και, εν τέλει, βρήκα το δρόμο μου. Έφυγα από την Αθήνα, πήγα στο Άμστερνταμ, μετά πήγα, τα θυμάμαι όλα, πήγα στο Michigan, μετά από το Michigan πήγα στη Νέα Ορλεάνη και εκεί κάπου, μέσα τη νύχτα που έφτασα, μετά από 18 ώρες ταξίδι, κάπου 18-19 ώρες, πήρα μία βάρκα, με πήγε στο καράβι. Το οποίο, για να ανέβω, έπρεπε να ανέβω μία σκάλα 40 μέτρα, για να με ανεβάσει πάνω μέσα στο βράδυ, χωρίς βοήθεια για κάποιο λόγο. Δηλαδή, ήταν ένας ναύτης, που έπρεπε να μου πάρει τις βαλίτσες, να τις δέσουμε, τις οποίες αναγκάστηκα να τις ανεβάσω με τα χέρια. Και φτάνω σε ένα πράγμα σκουριασμένο από παντού. Λες: «Που ήρθα;». Είχε την παράξενη μυρωδιά του... Στη Νέα Ορλεάνη το ποτάμι έχει μία παράξενη μυρωδιά, είναι σαν, σαν βούρκος στην ουσία. Δεν είναι…Ένα μαύρο πράγμα, τίποτα άλλο, το οποίο κατεβαίνει συνέχεια. Και έφτασα, χαλαρά, και μπήκα στο καράβι γύρω στις 02:00 το βράδυ. Μπαίνω μέσα στο accommodation, που λέμε εμείς. Είναι η κατασκευή πίσω, που είναι στην ουσία, πως όταν μπαίνεις εσύ μέσα σε ένα καράβι επιβατικό, που μπαίνεις μέσα που λες, φαντάσου τέρμα πίσω υπάρχει ένα πενταόροφο σπίτι, ας πούμε, που το λέμε accommodation. Και μπαίνω μέσα στο control room και ήταν ο καπετάνιος με τον πρώτο μηχανικό. Γιάννης το όνομα ο καπετάνιος. Φτάνω και ξεκινάει η ειρωνεία του καπετάνιου από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου μέσα. Θυμάμαι, μου είπε: «Ποιος είσαι εσύ;» και λέω: «Παντελής Βλάχος λέγομαι». «Και πώς έφτασες εδώ;» μου λέει. Λέω: «Έφτασα, πήγα εκεί». «Συνήθως οι δόκιμοι χάνονται,» μου λέει. «Εντάξει» του λέω «δεν χάθηκα». Και με ρώτησε: «Από πού είσαι;». Λέω: «Από Αστακό». Και τυχαίνει κάποιος από την εταιρεία να είναι από εκείνα τα μέρη και μου λέει: «Έχεις μέσο και σε στείλανε εδώ;». Του λέω: «Όχι, δεν έχω κανένα μέσο, ας πούμε». Εν τέλει, μου μίλησε κάπως… «Εντάξει» μου λέει «πήγαινε να κοιμηθείς και σε 3 ώρες ξυπνάς» μου λέει. «Θα ταξιδεύεις όλη μέρα». «Okay» του λέω «κομπλέ. Καλό βράδυ». «Όχι καλό βράδυ, σε 3 ώρες». Δηλαδή, ήτανε 03:00, θα ξύπναγα στις 06:00 για να ξεκινήσω δουλειές. Εντέλει πήγα, κομμάτια εγώ από 22 ώρες σερί ταξίδι με όλα μαζί, ταξί, ιστορίες και τέτοια, και ξυπνάω και είχα την πρώτη επαφή, ας πούμε. Κομπλέ όλα. Από δω, από κει, γνώρισα τον κόσμο. Στην αρχή δεν ξέρεις προς τα πού να πας. Δηλαδή, βλέπεις πόρτες παντού, σιδερένιες, και δεν ξέρεις, που να πας ακριβώς. Okay; Ξυπνάω, κομπλέ. Μου λένε: «Θα κάνεις, θα βγάλεις φωτοτυπίες». Προσπαθούσαν να μου δείξουν τα βασικά για να βοηθάω και εγώ. Και έφαγα το πρώτο, την πρώτη μου φωνή από τον καπετάνιο, ας πούμε. Μου λέει: «Έλα να σου δείξω πώς να βγάλεις φωτοτυπίες. Σηκώνεις αυτό, το βάζεις μέσα, το κλείνεις» και πατάω εγώ το κουμπί της φωτοτυπίας. Και επειδή πάτησα το κουμπί, άρχισε και μου φώναζε: «Γιατί το πάτησες; Σου είπα εγώ να το πατήσεις;» ας πούμε. Οπότε, ξεκινάει κάπως έτσι η φάση. Μετά κατάλαβα. Λέω δεν πρέπει να μιλάς. Εντάξει, το κατάλαβα πώς πάει το θέμα. Και ήταν όλη η διαδικασία. Συνήθως, όταν τελειώνει το καράβι θα βγάλεις, ετοιμάζεις τα χαρτιά και θα έρθει ο πιλότος. Ο πιλότος είναι ένας εξειδικευμένος καπετάνιος, ας πούμε, για το λιμάνι, όπου σε βοηθάει για να βγεις έξω. Και βγήκαμε τον Μισισιπή. Ξεκινήσαμε να φύγουμε, γύρω στις 10:30. Οπότε, αναχωρήσαμε και μέχρι τις 07:30 δεν είχαμε βγει ακόμα. Γιατί είναι ένα τεράστιο ποτάμι, στο μέγεθος της Ελλάδας, ας πούμε, ξέρω γω. Είναι τόσο και πολύ πιο μεγάλο. Και στο δεκάωρο πάνω, εγώ ήμουνα στη γέφυρα. Στη γέφυρα δεν κάθεσαι. Έτσι; Στη γέφυρα είναι ο καπετάνιος, ας πούμε, ο ανθυποπλοίαρχος, ο ναύτης και όλοι πρέπει να είναι όρθιοι, γιατί αν κάτσεις μπορεί να κοιμηθείς. Okay; Και αν κοιμηθείς δεν υπάρχει άλλος, που να το οδηγήσει. Τέλος πάντων, κάθομαι σε έναν καναπέ, γιατί με είχανε τα πόδια μου, ορθοστασία 4-5 ώρες. Λέω: «Να κάτσω λίγο;». Έρχεται ο καπετάνιος, μου λέει εκεί: «Στη γέφυρα δεν καθόμαστε, ήρεμα». «Κομπλέ» λέω «συγγνώμη, δεν το ήξερα». Μετά, κάποια φάση, θυμάμαι ήταν 07:30 και λέω: «Σε ποιον θα πάω τώρα, να ρωτήσω, να πάω να ξεκουραστώ; Τι κάνω;». Και λέω: «Συγνώμη, καπετάνιε, μήπως μπορώ να πάω να ξεκουραστώ;». Και γυρνάει και άρχισε τις φωνές, άκουγα μισή ώρα φωνές. Δηλαδή, φαντάσου έναν άνθρωπο να σε ξεφτιλίσει μπροστά στον κόσμο επί μισή ώρα. Και «Τι ήρθες να κάνεις εδώ;», και: «Είσαι άχρηστος» και «Δεν τα δουλεύουν έτσι τα καράβια», και, και. Το οποίο, από ό,τι κατάλαβα μετά, το έκανε σε πολύ κόσμο μέσα στο καράβι. Οπότε ήταν η πρώτη εμπειρία, που σε πιάνουν τα κλάματα και λες: «Τι ήρθα εγώ να κάνω εδώ;». Okay; Και εν τέλει συνεχίστηκε και έτσι σχεδόν όλο το μπάρκο, ας πούμε. Κάθε μέρα φωνές, σε όλους δηλαδή. Να φανταστείς, στην θητεία που έκανα 6 μήνες, άλλαξα 3 υποπλοιάρχους. Φεύγανε γιατί δεν τον άντεχαν. Και σαν πρώτη εμπειρία δεν ήταν καλή. Οπότε λέω: «Στο επόμενο λιμάνι θα φύγω». «Και στο επόμενο», και το επόμενο έφερε το επόμενο. Μετά για κάποιο λόγο με αγάπησε αυτός ο καπετάνιος. Γιατί, ό,τι δουλειά μου έκανε, του την έκανα σωστά. Και το πρώτο μπάρκο έφερε το δεύτερο, και το δεύτερο το τρίτο, και το τρίτο το δέκατο. Οπότε είσαι σε ένα κύκλο, που λες πάντα θα φύγω και πάντα μένω και πάντα θα φύγω και πάντα μένω.
Όταν έφυγες για πρώτη φορά-
Ναι-
Που φεύγεις μόνος, εντελώς, μου είπες, τι συναισθήματα έχεις; Μπορείς να τα θυμηθείς καθόλου;
Στην αρχή είναι κάτι, ξέρεις… Πάω σε κάτι καινούργιο, είναι συναρπαστικό. Μετά, όταν είσαι μέσα και έρχονται δύσκολες στιγμές, αρχίζεις και σκέφτεσαι λίγο τους δικούς σου, που είναι πίσω. Αρχίζεις και δένεσαι με μία φωτογραφία, που έχεις από τους γονείς σου, ας πούμε, και μπορεί να κοιμάσαι με αυτήν, γιατί είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Δεν έχεις κάποιον να τα πεις. Δηλαδή, πολύ δύσκολα θα βρεις κάποιον άλλον να μπορείς να τα λέτε μες στο καράβι. Okay; Να μάθεις να ανοίγεσαι για πρώτη φορά σε κάποιον ξένο, που δεν το είχα μάθει μέχρι τότε, ας πούμε. Και στην αρχή είναι όλα κομπλέ. Και ανάλογα, τι περιβάλλον θα βρεις, έτσι θα εξελιχθείς μέσα. Δηλαδή, εγώ σου λέω, το πρώτο μου μπάρκο ήτανε πολύ δύσκολο. Εντάξει, θα βγεις, θα δεις τα πρώτα μέρη, τα οποία δεν είναι και πάντα τόσο, όπως τα φανταζόμαστε. «Βγήκες στο Πουέρτο Ρίκο, ας πούμε, και βγήκες στο…». Είναι κάτι μέρη στην Ρωσία, που μπορεί να είναι, να είναι ένα μέρος σαν το Αγρίνιο, το οποίο να μην έχει μαγαζιά ούτε να πας, ας πούμε. Και απλά βγαίνεις έξω και βλέπεις κάτι στυλ ανατολικού μπλοκ. Πώς ήταν το '60, ας πούμε. Δηλαδή, είναι πολύ παράξενα αυτά τα μέρη. Δηλαδή, θα βγεις για να πιεις μία μπύρα βιαστικά και εντάξει. Το ένα μέρος είναι σαν το άλλο και το άλλο σαν το άλλο. Πολύ λίγα μέρη που θα δεις είναι ωραία, παραδείγματος χάρη η Εσθονία θυμάμαι ήταν πολύ ωραία τον χειμώνα. Καταφέραμε και βγήκαμε για 2 ώρες, για να πιεις μία μπύρα να πας μία βόλτα. Αλλά, π[00:10:00]άντα είσαι με το ρολόι στο χέρι, ότι «τρέχω, τρέχω, τρέχω». Και ο ναυτικός είναι έτσι από την πρώτη στιγμή, που θα μπει μέσα. Μετά θα πιάσεις τη θέση σου και είσαι πάντα με το ρολόι, βιάζεσαι για κάποιο λόγο. Βιάζεσαι να φας, βιάζεσαι να πας βόλτα, βιάζεσαι να γυρίσεις στο σπίτι, βιάζεσαι και το ρολόι χτυπάει, να σε πάρουνε τηλέφωνο πάλι. Δηλαδή, ούτε θέλω να το σκέφτομαι.
Μου είπες ότι όταν έφυγες, είχες πάρει μία φωτογραφία, ας πούμε, των γονιών σου. Υπήρχε κάτι άλλο, που είχες πάρει μαζί σου, για να σου δημιουργεί ίσως μία ασφάλεια;
Δεν είχα πάρει τίποτα. Την φωτογραφία των γονιών μου την έδωσε η θεία μου, όταν τη συνάντησα σε μια, σε ένα connection flight στο Detroit, στο Michigan, που σου είπα. Οπότε, ήρθε, τους βρήκα και μου έδωσε μία βαλίτσα με κάποια πράγματα και μου έβαλε και μία φωτογραφία των γονιών μου μέσα, έτσι να την έχω. Και ευτυχώς που την έβαλε, γιατί με κράτησε πάρα πολύ αυτό, ας πούμε. Γιατί ακόμη και η επικοινωνία... Ήμουνα σε ένα περιβάλλον χωρίς ίντερνετ, έτσι; Δεν μπορεί να το καταλάβει ένας άνθρωπος σήμερα, που είναι με το κινητό πάντα. Αν δεν το δει, θα πανικοβληθεί. Δεν είχα 6 μήνες ίντερνετ. Και είχα ένα τηλέφωνο, που πήρα τη μάνα μου. Μόλις πήρα τη μητέρα μου με έπιασαν τα κλάματα που την άκουσα. Την πήρα σε ένα γραφείο εδώ, στο οποίο εκεί καθότανε ο υποπλοίαρχος, πιο πέρα ο καπετάνιος και έπρεπε να μιλήσω από ένα τηλέφωνο εδώ, ας πούμε. Το οποίο άκουγα, δεν άκουγα. Και οπότε, ούτε μπορείς να πεις: «Δεν είμαι καλά» και ξέρεις προσπαθούσα να κρύψω, ότι με έπιασαν τα κλάματα, ας πούμε. Ήταν πολύ δύσκολο αυτό. Να μην έχεις, δηλαδή, να μην μπορείς να πάρεις ένα τηλέφωνο από την καμπίνα σου. Και αυτό ήτανε στην ουσία, που με κράτησε. Άντε, κάνε ένα τηλέφωνο, όποτε μπορούσες. Και ο ένας τον άλλον, που κάνεις φίλους μετά μέσα και βοηθάει ο ένας τον άλλον. Okay, αυτά είναι όλα.
Για μένα, που δεν έχω βιώσει ποτέ αυτήν την συνθήκη, μπορείς να μου πεις, πώς είναι να είσαι μέσα σε ένα κλειστό χώρο ουσιαστικά με αγνώστους αρχικά, ανθρώπους, για τόσο διάστημα; Δηλαδή, πως είναι μία καθημερινότητα μέσα σε ένα καράβι;
Ωραία, η καθημερινότητα πώς είναι; Βασικά, εγώ είμαι ένας άνθρωπος, είμαι πολύ εσωστρεφής, δεν, δηλαδή, δεν μπορώ να βρίσκομαι σε μία παρέα πάνω από 3 άτομα και να μην πλήττω, ας πούμε. Okay; Οπότε… Άσ' το, ένας φίλος μου.
Να ξέρεις, ότι άμα θέλεις, μπορούμε κάποια στιγμή να το διακόψουμε.
Ναι, εντάξει, κομπλέ. Οπότε, δεν είχα το θέμα του, ότι δεν είμαι με πολύ κόσμο. Okay; Βλέπω 25 άτομα. Το καράβι, συνήθως, έχει 20 με 30 άτομα. Οπότε θα είσαι με 25 άτομα, που είναι οι μισοί στη μηχανή, οι μισοί στη γέφυρα. Και πώς είναι η καθημερινότητα τώρα έτσι; Ανάλογα τη θέση σου, θα ξυπνήσεις, σαν δόκιμος, ας πούμε, θα πρέπει να είσαι 08:00 στο πόδι. Και θα κάνεις και δουλειές στη γέφυρα. Η γέφυρα είναι το σημείο, που οδηγείς το πλοίο, και θα κάνεις ένα οκτάωρο στη γέφυρα, τουλάχιστον, και μετά έχεις 4 ώρες να τις δουλέψεις την κουβέρτα, που λέμε, να κάνεις δουλειές, να βάψεις, το οτιδήποτε. Οπότε θα ξυπνήσεις 08:00, αν έχεις την 08:00-12:00 βάρδια, θα πας στη γέφυρα. Μετά 12:00 θα φας, 12:00 με 01:00 είναι το φαγητό, μετά 01:00 θα βγεις, μέχρι τις 17:00, για να βάψεις, να τρίψεις, να οποιαδήποτε δουλειά, να κουβαλήσεις σκουπίδια, οτιδήποτε. Τελειώνεις στις 17:00, θα πας να κάνεις ένα μπάνιο, να φας και μετά 20:00 μέχρι 00:00 το βράδυ πάλι βάρδια. Okay; Οπότε είναι γεμάτη μέρα, τουλάχιστον ένα δωδεκάωρο. Όταν λες δωδεκάωρο έξω, δεν το φαντάζονται. Δεν ξέρουνε τι πάει να πει δωδεκάωρο. Okay; Αλλά είναι πολύ έντονα τα πράγματα. Δηλαδή πάντα υπάρχουν δουλειές για να κάνεις. Θυμάμαι, που έκανα τις δουλειές γρήγορα και μου λέγανε: «Άργησέ τις λίγο, γιατί δεν τελειώνουν οι δουλειές». Δεν έχει: « Ωπ, την τελείωσα, μπορώ να φύγω;». «Όχι. Πάρε και αυτό». Κατάλαβες; Οπότε πάει έτσι. Μετά, μέσα στο καράβι υπάρχει γυμναστήριο. Okay; Υπάρχει... Θα δεις ταινίες με τους άλλους, ανάλογα, αν έχεις χρόνο πάντα. Okay, αυτά βασικά. Θα διαβάσεις κανένα βιβλίο, θα δεις ταινίες. Αυτά. Δεν έχεις πάρα πολλές επιλογές. Μετά, όταν περνάει ο καιρός και θα γίνεις ανθυποπλοίαρχος, ανεβαίνουν οι ευθύνες. Μετά θα αναλάβεις την βάρδια στη γέφυρα. Πολλοί πιστεύουν, ότι ο καπετάνιος οδηγάει, ότι είναι εκεί πέρα σαν ένα ξύλο και κάθεται και έχει το τιμόνι και οδηγάει. Αλλά δεν είναι έτσι. Ο καπετάνιος είναι για περιπτώσεις, όταν φτάνει το καράβι και όταν φεύγει από το λιμάνι, να είναι πάνω, και αν γίνει κάτι: «Καπετάνιε, έλα πάνω να με βοηθήσεις». Οπότε οδηγείς, όταν είσαι ανθυποπλοίαρχος. Οπότε στα 22 σου ξεκινάς και μαθαίνεις να οδηγάς ένα καράβι. Okay; Βασικά, δεν ξεκινάς και μαθαίνεις. Το οδηγείς. Σου λένε: «Πάρ' το και πήγαινε», ξέρω γω. Οπότε, μετά είναι δύσκολα, που δεν υπάρχει καθόλου χρόνος. Γιατί φαντάσου να έχεις μία βάρδια 00:00-04:00. Οπότε είσαι 00:00-04:00 το βράδυ, πας, κοιμάσαι, ξυπνάς 08:00, για να κάνεις το over-time σου. Είσαι μέχρι τις 12:00, μετά πας κατευθείαν στη γέφυρα 12:00-16:00. Και μετά, τις 16:00 το απόγευμα και μετά, μέχρι τις 00:00 είσαι ελεύθερος να κάνεις, ό,τι θες. Πάρα πολλά πράγματα. Και να κοιμηθείς. Έτσι; Οπότε, καταλήγεις να κοιμάσαι 6 ώρες την ημέρα σπαστό, 6 με 7, και να δουλεύεις 12 minimum. Γιατί μετά θα σου πούνε: «Έλα λίγο να δεις αυτό. Έλα λίγο να δεις το άλλο». Και η ρουτίνα σου είναι το ίδιο πράγμα, η ίδια μέρα κάθε μέρα. Δηλαδή, είναι 6 μήνες να ζεις την ίδια μέρα. Αν έχεις δει την ταινία το «Groundhog day», το έχεις δει; Που πάντα κάποιος ξυπνάει την ίδια μέρα, αυτό το πράγμα είναι. Είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα.
Πώς είναι να έχεις την ευθύνη για κάτι τόσο μεγάλο, όσο ένα καράβι; Να οδηγείς εσύ αυτό το καράβι;
Κοίτα, φαντάσου ότι το βράδυ είσαι εσύ και ένας ναύτης και κοιμούνται 30 άτομα, οπότε φαντάσου ότι μπορεί να κάνεις κάτι, μπορεί να τα σκοτώσει αυτά τα 30 άτομα, αν τρακάρεις παραδείγματος χάρη, που έχουνε συμβεί ή αν συμβεί οτιδήποτε άλλο. Είναι πολύ δύσκολο. Είναι… Όταν το νιώθεις, τι έχεις από κάτω σου, και τι οδηγείς, είναι δύσκολο. Και όσο ανεβαίνεις, ανεβαίνουνε και οι ευθύνες. Έτσι; Τι ευθύνη έχεις; Δηλαδή, τώρα, που είμαι ανθυποπλοίαρχος έχω στην ευθύνη μου ένα φορτίο, που κάνει δισεκατομμύρια, ας πούμε, έτσι; Κι αν κάνω μαλακία, φαντάσου τι θα γίνει, ας πούμε. Δηλαδή, ένα καράβι μπορεί να τροφοδοτήσει την Ελλάδα για 3-4 μέρες, ας πούμε. Την ενέργεια της Ελλάδας. Οπότε φαντάσου, πόσο μεγάλο είναι. Και έχεις και τον κόσμο από κάτω, που πρέπει να προσέχεις. Είσαι σαν... Στην ουσία ο καπετάνιος είναι υπεύθυνος για τα πάντα. Πήγες εσύ κάπου, χτύπησες το δαχτυλάκι σου: «Γιατί, καπετάνιε, χτύπησε; Γιατί δεν ήσουν εκεί, να εμφανιστείς και να του τραβήξεις το χέρι;» Οπότε, για αυτό είναι καλά τα λεφτά, γιατί ο καπετάνιος πάντα, για οτιδήποτε γίνει, πέσει το φεγγάρι, ας πούμε, από τον ουρανό πάνω στη θάλασσα, θα μπει ο καπετάνιος φυλακή. Για αυτό είναι έτσι.
Καψόνια γίνονται μέσα στο καράβι; Ειδικά σε αυτούς, που μπορεί να έρχονται πρώτη φορά, όπως είπες για τους δόκιμους στην αρχή;
Ναι, καψόνια θα γίνουνε. Αλλά, θα σου πω για το πρώτο μου μπάρκο. Λοιπόν, καψόνια.
Ναι.
Θα αρχίσω από, για τα καράβια βασικά, θα σου πω τώρα ακριβώς. Όπως θα σου έχουν πει και άλλοι ναυτικοί, θα έχεις δει δηλαδή ότι ο ναυτικός είναι εκεί μόνο για τα λεφτά. Υπάρχει μία πολύ μικρή κάστα ανθρώπων που τους αρέσει όντως. Αλλά είμαστε για τα χρήματα εκεί πέρα. Okay; Η δουλειά είναι πολύ κομπλέ, μαθαίνεις να είσαι πάρα πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Αν είσαι καπετάνιος, είσαι δικηγόρος, είσαι γραφιάς, οδηγείς πλοίο, μαθαίνεις για τα αστέρια, μαθαίνεις για φορτία, είσαι χημικός, είσαι πάρα πολλά πράγματα και μπορείς να... Μαθαίνεις να μην αγχώνεσαι με πάρα πολλές δουλειές. Μπορείς να ξεπετάξεις δουλειές που ένας αντίστοιχος στη στεριά θα έκανε 10 μέρες. Okay; Οπότε η δουλειά δεν είναι το πρόβλημα. Το πρόβλημα μες στα καράβια είναι ο κόσμος. Okay; Θα έρθεις σε επαφή με πάρα πολύ κακό κόσμο, που, λόγω της θέσης τους, μπορεί να τη χρησιμοποιήσουν, απλά, για να κάνουν καψόνια σε κάποιον άλλον. Ή μπορεί να νευριάσουν για ασήμαντους λόγους. Έτσι; Παραδείγματος χάρη, θυμάμαι μία φορά, πάλι έφαγα «χεστήριο», που το λέμε εμείς, για τον τρόπο, που έπιανα το σελοτέιπ. Δηλαδή εγώ έβαζα το δάχτυλο μου από κάτω, όπως κάνουμε, το κλασικό, και τράβαγα ένα κομμάτι και το έκοβα. Και με το που με βλέπει ο καπετάνιος, άρχισε και φώναζε. Και μου έδειξε έναν ειδικό τρόπο, να το πιάνω και να το βάζω πάνω. Δηλαδή, για να μη χαλάσω την κόλλα και πάει χαμένο το σελοτέιπ και τέτοια πράγματα, ας πούμε. Έχω δει τον καπετάνιο με τον άλλο τον ανθυποπλοίαρχο τότε, να του λέει, ότι: «Χρησιμοποιείς λάθος την κόλλα, πρέπει να βάζεις εδώ και εκεί», και να είμαι εγώ ενδιάμεσα να τους κοιτάζω και να έχουν πιάσει ένα χαρτί και να το τραβάει μία ο ένας από δω, μία ο ένας από κει, και εν τέλει το σκίσανε. Μου έχουνε φωνάξει για συνδετήρες, ας πούμε. Γιατί δεν είναι όλοι οι συνδετήρες ίδιοι. Ασήμαντα πράγματα. Έτσι; Που δεν μπορείς να το φανταστείς. Λες, γιατί να ταλαιπωρούμε το μυαλό μας έτσι; Okay. Ήμουνα τυχερός, δεν μου κάνανε καψόνια, γιατί πλην του καπετάνιου όλοι οι άλλοι ήτανε κομπλέ. Οπότε, άμα δεν είχαμε αυτόν τον άνθρωπο θα ήμασταν πολύ, πολύ κομπλέ. Αλλά μου είχε κάνει αυτός κάποια πράγματα. Ας πούμε, παραδείγματος χάρη, ήμασταν, πήγαμε επισκευή στο πρώτο μου καράβι, πήγαμε στην Πολωνία, στο Gdańsk και θυμάμαι ήταν 17:00 το απόγευμα και γυρνούσαμε για να τελειώσουμε τη δουλειά μας και να πάμε έξω βόλτα, να πάμε σε κανένα κλαμπάκι, ξέρω εγώ, με τα παιδιά και τέτοια. Και μας πετυχαίνει στη διαδρομή ο καπετάνιος. Okay; Και μας λέει: «Τι γίνεται παιδιά; Καλά;». «Ναι, καπετάνιε, καλά». Και λέει: «Θα βγείτε έξω σήμερα, ε;» «Θα πάμε, έχουμε κανονίσει να πάμε εκεί», ξέρω γω. Και μας λέει: «Πηγαίνετε πριν φύγετε –είχαμε ένα γερανό στη μέση, ας πούμε, κρένι το λέμε εμείς– να το γεμίσετε λάδι, γιατί έχουμε αδειάσει». Και αυτό είναι 400 λίτρα λάδι. Έτσι; Και έπρεπε να πηγαίνουμε στην πρύμνη του πλοίου, να κατεβαίνουμε σε μία πολυκατοικία, φαντάσου 2 ορόφους, να παίρνουμε με τα χέρια δοχεία με λάδι και να τα πηγαίνουμε γύρω στα 200 μέτρα στο [00:20:00]γερανό, να τα ανεβάσουμε πάνω, να τα δίνουμε σε έναν, να τα αδειάζει μέσα. Και μετά πάλι, μπρος-πίσω, πάλι μπρος-πίσω. Που μας πήρε μέχρι τις 21:00 το βράδυ, ας πούμε. Και αυτός ο άνθρωπος το έκανε επίτηδες. Έτσι; Χωρίς λόγο. Δεν χρειαζότανε να το κάνει αυτό το πράγμα. Μπορούσε η δουλειά να γίνει την επόμενη μέρα. Στο μέλλον, ναι, δεν συνάντησα πάρα πολύ κόσμο να μου κάνει καψόνια, γιατί βρήκα τον τρόπο να μη σου κάνουν καψόνια. Γενικά, στο καράβι πρέπει να μη μιλάς. Όταν είσαι ο αστείος, ο μπλα-μπλα πολύ και τέτοια, θα σου κάνουν καψόνια σίγουρα. Έτσι, για να σταματήσεις να μιλάς στην ουσία. Αλλά έχω συναντήσει πάρα πολύ κακό κόσμο. Θυμάμαι, υπήρχε ένας πρώτος μηχανικός, ο οποίος ήταν τρελός. Έτσι; Και τους ξύπναγε 02:00 το βράδυ: «Πάμε στη μηχανή» και να τους λέει, να κρεμάνε σκούπες στο ταβάνι, ας πούμε, ότι είναι ιπτάμενες κούπες και τα ιπτάμενα βαρέλια. Δηλαδή, πράγματα, που δεν μπορείς να τα φανταστείς, γιατί να γίνονται, ας πούμε. Και τι άλλο να πω; Ας πούμε, κάτι, που μου έχει μείνει; Το δεύτερο μπάρκο, τρίτο μπάρκο... Ψεύτες πολλούς, δηλαδή, να έρχονται μέσα στο καράβι και να προσπαθούν να δείξουν, τι έχουνε κάνει! Να μιλάνε για απίστευτα πράγματα, ότι πάλεψαν με Ινδιάνους, ας πούμε. Δηλαδή πράγματα, που μου... Και πρέπει να τα ακούσεις τώρα εσύ αυτά. Έτσι; Μη γελάς. Έτσι είναι. Και φαντάσου, για έναν άνθρωπο, που δεν μπορεί να μιλάει πολύ, δεν, δεν θέλω να λέω πολλά, πώς να το πω, ότι βαριέμαι να τα ακούω, πεθαίνω από μέσα μου, καίγομαι, βράζω, όταν ακούω τέτοια πράγματα. Μετά, θα δεις και συνομηλίκους σου, παιδιά, που παντού υπάρχουν αυτοί, έτσι; Όχι μόνο μέσα στα καράβια, αλλά... Να προσπαθούν, να σου κάνουνε κακό, να πούνε ψέματα, για να φανείς κακός στα μάτια του καπετάνιου, ας πούμε. Να σου λένε αυτό και μετά να σου λένε: «Όχι, εγώ δεν το είπα. Εσύ το είπες». Δηλαδή πολλές τέτοιες καταστάσεις, ας πούμε. Και ήμουνα τυχερός, δεν είχα καψόνια. Αλλά είχα πολλή δουλειά. Δουλειά, που μπορεί να φτάσεις «μαύρος» από τα λάδια μέσα στην καμπίνα σου. Να είσαι από πάνω μέχρι κάτω «μαύρος» και να μην έχεις κουράγιο, ούτε να πλυθείς. Να κάτσεις κάτω από το νερό, να φύγει, όσο φύγει και μετά να πέσεις στο κρεβάτι, γιατί δεν σε κράταγε η μέση σου, ας πούμε. Και μιλάμε για ώρες δουλειάς, που δεν μπορείς να το φανταστείς έξω. Δηλαδή, να είσαι 36 ώρες ξύπνιος, 40 ώρες ξύπνιος, σερί, ορθοστασία, τρέξιμο. Να είσαι μέσα σε αμπάρι και να καθαρίζεις. Δηλαδή...
Πήγες να μου πεις μία ιστορία για τα λάδια, που έβλεπες από ένα φωταγωγό.
Ναι, αυτό ήταν, όταν ήμουν ανθυποπλοίαρχος. Να φαντάσου...Κοίτα πώς είμαι, ας πούμε. Αυτή ήταν η φόρμα μου, ας πούμε, και είναι μαύρη από πορτοκαλί. Θυμάμαι, όταν πήγα ανθυποπλοίαρχος, βασικά, για κάποιο λόγο είχα πάρει σερί τις επισκευές. Δηλαδή, σε κάθε, έμπαινα σε καράβια, που ήταν πενταετίας και πηγαίναμε για επισκευή. Οπότε και στο τρίτο μου μπάρκο, που έγιναν ανθυποπλοίαρχος, πήγαμε στην Ρουμανία για επισκευή και αυτό είναι μία προετοιμασία 2 εβδομάδων, για να πας στην επισκευή. Πρέπει να καθαρίσεις όλο το καράβι. Okay; Ένα tanker έχει μέσα λάδι, κουβαλάει λάδι, ένα μαύρο πράγμα, το αργό πετρέλαιο που λέμε. Okay; Συνήθως, υπάρχει μία διαδικασία καθαρισμού, η οποία λόγω της φύσεως ότι δεν παίρναμε αργό πετρέλαιο και παίρναμε ένα παράγωγο, το οποίο ήτανε κολλώδες πολύ, το καράβι μέσα είχε κρατήσει πάρα πολλά κατάλοιπα. Οπότε, έπρεπε να κατέβουμε, να τα καθαρίσουμε. Και συνήθως, όταν τα 2 προηγούμενα καράβια, που ήμουνα, είχανε βγάλει γύρω στις 90, στα 90 τσουβάλια γράσο -φαντάσου-, αυτό έβγαλε 600. Οπότε ήταν μία φάση, που ήμουνα μέσα για πολλές, πολλές, πολλές ώρες. Okay; Και φτυάριζα, φτυάριζα, φτυάριζα και έλεγα, ότι δεν θα τελειώσει ποτέ αυτό. Δηλαδή, ήμουνα 8 ώρες και φτυάριζα μαζί με άλλους 10 και έλεγα, ότι δεν θα τελειώσει αυτό, δεν θα τελειώσει αυτό. Και θυμάμαι, κάνανε και λάθος, ήτανε μία φάση, που κάνανε λάθος, και στην δεξαμενή ρίξανε… Φαντάσου, όταν η δεξαμενή έχει λάδι, εσύ, πρέπει ο κενός χώρος που μένει, να μην έχει οξυγόνο, γιατί αν έχει οξυγόνο, λάδι και οξυγόνο θα δημιουργήσει φωτιά, αν υπάρξει σπινθήρας. Okay; Αν έχεις εύφλεκτο μείγμα. Οπότε, το αντικαθιστάς με καπνό, ας πούμε, ένα αδρανές αέριο, το λέμε. Φαντάσου την εξάτμιση του αυτοκινήτου να τη ρίχνεις μέσα εκεί. Και γεμίζει αυτός ο τόπος, αυτό το πράγμα. Για να μπεις μέσα, έπρεπε να το καθαρίσεις όλο και να βάλεις το οξυγόνο πάλι. Εν τέλει, κάνανε κάποιο λάθος εκεί που δουλεύαμε και ρίξαμε καπνό. Και γέμισε καπνό παντού. Και έπρεπε να βγεις από τα 25 μέτρα βάθος, να τρέξεις σε κάτι σκαλίτσες που χωράνε ένα άτομο, και να βγεις επάνω. Και ήμασταν 14 άτομα, ας πούμε. Και το θυμάμαι, ότι βγήκα πάνω και μας την είπανε κιόλας, ότι φοβηθήκαμε! Ότι φοβηθήκαμε και, και «γιατί το κάναμε αυτό;». Και θυμάμαι πάλι, μία άλλη φάση, που μπήκαμε σε κάποια άλλα αμπάρια, για να βγάλουμε ένα τεράστιο valve. Το valve είναι, φαντάσου ότι την βρύση του σπιτιού σου, αλλά σε μέγεθος του κρεβατιού. Okay; Και έπρεπε να το βγάλουμε αυτό το πράγμα. Και ήμουνα σε κάποια φάση στα 4-5 μέτρα, χωρίς κάποια ασφάλεια, απλά κρατιόμουν από κάπου και έπρεπε να αποσυνδέσω κάποια, κάποια σωληνάκια, τα οποία κανένας δεν μου είχε πει, ότι έχουν πίεση μέσα. Και είχε 300 μπαρ. Φαντάσου το, του αυτοκινήτου τα λάστιχα επί 100 φορές. Okay; Και αυτό το πράγμα μου έσκασε στα μούτρα. Και πάλι βρήκα το δρόμο μου τυφλός τελείως, ανέβηκα σκάλες, γύρω στα, σε μία, φαντάσου μία πολυκατοικία 6-7 ορόφους, να πρέπει να ανέβεις επάνω, να βγεις από μία τρύπα, οι οποίες είναι κάθετες σκάλες, δεν είναι κλασικές. Τυφλός. Και σκοτάδια. Και αφού βγήκα και ήμουν, έψαχνα να βγω, που θα βγω, είναι ο καπετάνιος στην είσοδο και μου λέει: «Μη μου λερώσεις το καράβι». Γιατί ήμουνα μες στις λάσπες. Και έπρεπε να βγάλω μετά τα παπούτσια μου και να πάω να ρίξω νερό στα μούτρα μου. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για το ότι δεν έβλεπα. Έτσι; Και συναντάς πολλά, πολλά τέτοια περιστατικά και λες: «Για ποιο λόγο να είμαι εδώ μέσα;». Έτσι; Και εκεί ξενερώνει ο ναυτικός και λέει: «Δεν θέλω να το ακολουθήσω άλλο αυτό». Η πίεση, που έρχεται πιο μετά, σε μεγαλύτερες θέσεις, από τις εταιρείες και από, και από τους από πάνω, το να είσαι τέλειος, να μην πάρεις μία παρατήρηση. Γιατί, σε ένα καράβι έρχεσαι, σου κάνουν επιθεωρήσεις, για το αν είσαι καλός. Και η επιθεώρηση, όταν είσαι 22 χρόνων, ας πούμε, και είσαι ο navigation officer, που λέμε, υπεύθυνος για τους χάρτες και αυτά, θα σου έρθει ένας τύπος, Ινδός, ο οποίος έχει 15.000 κόμπλεξ επάνω του κατωτερότητας και κατάφερε και έγινε καλός και θα σε ρωτήσει, από το: «Τι έχεις κάνει πάνω στον χάρτη;» μέχρι «Τι υλικό είναι ο χάρτης; Που κατασκευάστηκε αυτό το χαρτί; Γιατί δεν το ξέρεις;». Και πολλές φορές να σε λέει «άχρηστο», ας πούμε, ή οτιδήποτε. Και να είσαι 2 ώρες, να σε εξετάσει κάποιος σε οτιδήποτε. Έτσι; Σε μία ποσότητα γνώσεων, που δεν μπορείς να την φανταστείς. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, ήτανε, επειδή έγινε κάτι στο φορτίο, ας πούμε, κάτι με κάτι υπολογισμούς, κάτι δεν έβγαινε και μας ζήτησε ένας επιθεωρητής να δει από τα τελευταία 40 φορτία, που είναι 5 χρόνια, ένα συγκεκριμένο χαρτί. Okay; Δηλαδή, φαντάσου έναν υπολογισμό του, του επιθεωρητή, που έρχεται πάνω. Οπότε, έπρεπε να τα βρω εγώ όλα αυτά. Και ήμουνα σε ένα δωμάτιο, που είχε ράφια γύρω-γύρω, και έπρεπε να τα ψάξω, σαν δόκιμος που ήμουνα. Μου λένε: «Πήγαινε, βρες τα αυτά, βγάλε τα, από τα τελευταία 40 φορτία». Έκανα γύρω στις τεσσερισήμιση ώρες για να τα βρω. Okay; Φαντάσου μία δουλειά τεσσεράμιση ώρες. Και τα βρίσκω και πάω: «Here you are, sir, τα βρήκα όλα». Και τα παίρνει και κάνει: «Α, okay, δεν τα θέλω», και τα πέταξε. Τεσσερισήμισι ώρες δουλειάς, χωρίς... Δηλαδή, εκείνη την ώρα φαντάσου πώς… Πήγανε για πέταμα όλα αυτά που έχεις κάνει. Πολλά τέτοια περιστατικά, μπορεί να στα λέω μέχρι αύριο το πρωί. Okay; Μετά τι άλλο να πω; Να πούμε;
Συνήθως τι μεταφέρατε στα δικά σου ταξίδια;
Εγώ ξεκίνησα σε καράβια tanker, που λέγονται, και μεταφέραμε αργό πετρέλαιο και κάποια παράγωγα. Okay; Και μετά έκανα τη μεταφορά, στα Lng, που μεταφέρουμε φυσικό αέριο. Kαι είναι το αέριο, που μέσα σε ένα θύλακα, ας πούμε, κάτω από τη γη, που έχει πετρέλαιο, από πάνω το αέριο που υπάρχει είναι το φυσικό αέριο. Okay; Το φυσικό αέριο για το οποίο γίνεται πόλεμος αυτή τη στιγμή. Έτσι; Για όλα αυτά, για την ενέργεια. Και έκανα αυτή την μετάβαση στα... που ήταν πολύ καλή επιλογή, ας πούμε. Γιατί φαντάσου το tanker βρωμάει συνέχεια, είναι το υδρόθειο, που λέμε, που είναι και παραισθησιογόνο. Δηλαδή, αν το μυρίζεις στον ύπνο σου, σηκώνεσαι με πονοκέφαλο, βλέπεις κακά όνειρα. Δηλαδή, δεν μπορείς να το φανταστείς. Είσαι με έναν μόνιμο πονοκέφαλο, που σίγουρα στο μέλλον θα έχει κακές επιπτώσεις στον οργανισμό σου. Οπότε έφυγα από αυτά και πήγα στα lng και είναι πολύ πιο καθαρά φορτία, ας πούμε. Δεν έρχεσαι σε επαφή καθόλου με το φορτίο. Ενώ με εκείνο είχε συνεχώς μία μυρωδιά κλούβιου αυγού, άλλες φορές πιο έντονη, άλλες φορές πιο... Φαντάσου, όταν περνάς από τα διυλιστήρια, αυτή τη μυρωδιά, αλλά πολύ πιο έντονα, γιατί είσαι κοντά.
Αρχίζεις και τη συνηθίζεις κάποια στιγμή;
Ναι, την συνηθίζεις, αλλά εκεί πάει να πει, ότι κάηκες όλος μέσα, είσαι σάπιος τελείως, ας πούμε. Ναι, και έκανα αυτήν την αλλαγή, αλλά είναι πολύ καλύτερα από ό,τι πριν, είναι πολύ καλύτερα. Γιατί πέρα από όλα, είναι καθαρό. Και αυτό, βασικά. Δεν είναι κάτι άλλο. Δηλαδή, ότι είχα πριν... Πολλοί πιστεύουν, ότι, όταν είσαι ναυτικός, βλέπεις πάρα [00:30:00]πολλά μέρη, όμως δεν προλαβαίνεις να τα δεις αυτά τα μέρη. Συνήθως ο ναυτικός θα φτάσει, θα είναι άγρυπνος 20 ώρες και θα αναγκαστεί να βγει έξω για ένα σούπερ-μάρκετ, για έναν καφέ, για μία μπύρα ή για καμιά κοπέλα, ας πούμε. Okay; Αυτό είναι όλο, που βλέπει ο ναυτικός. Είναι σαν να είσαι μέσα σε ένα... Να τρέχεις να τα φτάσεις. Ό,τι σου είπα πιο πριν. Να τρέχεις να φτάσεις κάποια πράγματα που σου λείπουν, όταν είσαι μες στο καράβι. Okay; Μετά όσο έκανα αυτή την αλλαγή, δεν έχω πλέον καθόλου χρόνο να βγω έξω. Έτσι; Δεν μπορώ. Δηλαδή, εγώ φτάνω, είμαι υπεύθυνος να ξεφορτώσει το καράβι. Το καράβι πλέον κάθεται πάρα πολύ λίγες ώρες, 15 ώρες, και πάμε, φορτώνουμε, φεύγουμε, πάμε, ξεφορτώνουμε, φεύγουμε. Οπότε η ευκαιρία να δεις έναν νέο τόπο δεν υπάρχει. Okay; Κι αν υπάρξει δεν αξίζει. Δηλαδή, να είσαι, ένα τρέχεις όλη την ώρα. Και ο ναυτικός, όταν θα βγει, θα χαλάσει λεφτά, νομίζοντας ότι θα περάσει καλά. Δηλαδή, μπορεί να χαλάσει όσο να πας ένα ταξίδι διακοπές 15 μέρες κάπου. Να χαλάσει 1.000 ευρώ, 2.000 ευρώ. Υπάρχουν άνθρωποι, που έχουνε χαλάσει πεντοχίλιαρα, έτσι, χωρίς λόγο, Έτσι; Οπότε είναι προτιμότερο να πας ένα ταξίδι, όταν θα γυρίσεις, που έχεις άπλετο χρόνο, παρά να βγεις μια ώρα, δυο ώρες, τρεις.
Παρ' όλα αυτά, το πιο ακραίο μέρος, που έχεις συναντήσει ταξιδεύοντας και θα μπορούσες να πεις, ότι είναι;
Ακραίο; Λοιπόν, εγώ ξεκίνησα από Αμερική, ας πούμε. Έτσι; Θυμάμαι τα πρώτα μου μπάρκα, πήγαμε Κολομβία. Κολομβία πήγαμε σε μία φάση στα 20 μίλια από τη στεριά, δεν είδαμε κάτι. Μετά Αμερική λίγο είδα, μετά γυρίσαμε προς Ευρώπη. Συνήθως στα καράβια που ήμουν, ήτανε τα παγάδικα, που λέγαμε. Είναι ice-class, κατηγορίας για πάχους, οπότε εκεί θα δεις ακραία φαινόμενα, ας πούμε. Θα δεις παγωμένη τη θάλασσα, θα πας σε μέρη, που έχει μείον 40. Δεν μπορείς να το διανοηθείς, είναι όλα παγωμένα, τα πάντα. Σε ένα λιμάνι συγκεκριμένα, που λέγεται Primorsk, είναι πιο πάνω από την Αγία Πετρούπολη. Οπότε εκεί, μπορώ να πω, ότι είναι τα πιο ακραία μέρη, που έχω πάει.
Πώς ήταν αυτή η εικόνα, να βλέπεις παγωμένη τη θάλασσα; Πώς, αν ήταν να την περιγράψεις σαν σκηνικό;
Είναι σαν να βλέπεις τα ντοκιμαντέρ, που βλέπεις, ας πούμε, στην Ανταρκτική που είναι όλα παγωμένα, βλέπεις μία αρκούδα, κάτι άλλο. Είναι αυτό, αυτό το σκηνικό εντελώς. Αλλά φαντάσου να είσαι και να ανασαίνεις και να παγώνει όλο σου το σώμα. Okay; Ή φαντάσου να είσαι έξω να δένεις και το δέσιμο να διαρκεί τρεις και τέσσερις ώρες, γιατί τα σχοινιά δεν πρέπει να ακουμπήσουν το νερό. Γιατί, αν το ακουμπήσουν, μετά θα παγώσουν και δεν θα μπορείς να τα πάρεις μέσα. Είναι τρομερό αυτό. Ήταν ένα που μου έχει μείνει δηλαδή, ότι ...
Θυμάσαι να κάνει ήχο, να περνάει το παγοθραυστικό;
Εντάξει, ακούς. Είναι πάντα μπροστά το παγοθραυστικό, που ανοίγει δρόμο και εσύ απλά χτυπάς τους πάγους. Ακούς το «μπουμ-μπουμ-μπουμ», δεν ακούς πολλά πράγματα. Μία παύση, μία παύση να πάω μία τουαλέτα.
Τέλεια!
Έτοιμος;
Ναι.
Ωραία, ξαναξεκινάμε λοιπόν.
Οπότε, βλέπεις όλο αυτό το σκηνικό, που είναι το παγοθραυστικό μπροστά και σπάει τους πάγους και εσύ ακολουθείς από πίσω με το καράβι. Οπότε έρχεσαι αντιμέτωπος πρώτη φορά με τόσο κρύο, να φοράς ρούχα, που δεν μπορείς να κουνηθείς απλά. Και στο καράβι είναι η πρώτη φορά που θα δεις τόση πολύ ησυχία. Έτσι; Είναι, δεν…Όταν είσαι έξω, δεν έρχεσαι σε επαφή τόσο πολύ με την απόλυτη ησυχία, να ακούς μόνο τη θάλασσα, ας πούμε. Ή η φωτορύπανση, που υπάρχει, που δεν θα τη δεις. Και στην Ελλάδα, όπου και να πας, ας πούμε, μπορεί να πας σε ένα βουνό, πάντα θα υπάρχει κάπου η φωτορύπανση που λέμε. Αν ασχολείσαι με τη φωτογραφία, θα ξέρεις ότι σου λέει, για να φωτογραφίσεις τα αστέρια πρέπει να πας κάπου να μην έχεις φωτορύπανση, να μην έχεις, να μην είναι μία πόλη δίπλα, να είσαι μακριά. Στο καράβι το έχεις αυτό κάθε βράδυ. Okay; Και βλέπεις αστερισμούς, βλέπεις το Milky way, βλέπεις τα πάντα. Οπότε είναι μία πρώτη επαφή, και λες, αρχίζεις και σκέφτεσαι: «Τι είμαστε;», ας πούμε. Είναι τόσο... Ή να δεις πλαγκτόν, ας πούμε, να φωσφορίζει. Που δεν ήξερα, δεν ήξερα τι είναι. Δηλαδή, λες, κάτι γίνεται. Και, επειδή περνάει το καράβι και σκίζει τα κύματα, το άφρισμα που κάνει, φωσφορίζει το πλαγκτόν. Ένα πράσινο χρώμα, που στη φωτογραφία, θα σου δείξω, είναι μπλε. Okay; Όποτε έρχεσαι σε πρώτη επαφή με τέτοια στοιχεία, που, όπως ήταν κάποτε όλος ο κόσμος. Έτσι; Δεν υπήρχαν τόσος κόσμος. Και μετά από αυτά τα στοιχεία, βρίσκεσαι στην Κίνα, ας πούμε. Το ακριβώς αντίθετο. Αυτά που βλέπουμε σήμερα στη Σανγκάη, που είναι κάτι εκατομμύρια κόσμος σε μία πολυκατοικία, ας πούμε. Και το πρώτο σοκ που έχεις στην Κίνα, είναι, ότι εσύ είσαι ο ανθυποπλοίαρχος και πρέπει να οδηγήσεις μέσα από τα ψαράδικα, που όταν καταλάβεις πόσα εκατομμύρια ψαράδικα είναι! Δηλαδή, φαντάσου να πηγαίνεις από την Κρήτη στο Γιβραλτάρ και όλη αυτή η διαδρομή να είναι ψαράδες. Να είναι γεμάτος αυτός ο τόπος. Έτσι; Και εσύ να πρέπει να περνάς, σαν να περνάς με το καράβι μέσα από το κέντρο της Αθήνας, ας πούμε. Είναι τόσο. Και να οδηγείς ένα πράγμα 300 μέτρα, να πρέπει να το μανουβράρεις και να μην τους χτυπήσεις. Οι οποίοι –έχω και κάποια βίντεο νομίζω– το έχουνε και σαν τύχη, να περάσουν από την πλώρη σου, όσο πιο κοντά μπορούνε, γιατί αυτό σημαίνει, ότι αν γλυτώσουνε θα πιάσουνε πολλά ψάρια. Οπότε, από την ησυχία πας στο απόλυτο χάος, στην Κίνα, που δυστυχώς δεν έχω καταφέρει να βγω έξω ακόμα. Αυτά τα δύο, πιστεύω, είναι τα πιο, τα πιο ακραία που έχω βιώσει.
Μου έλεγες και για την Λατινική Αμερική.
Ναι, ναι. Και ναι, πάμε και στη Λατινική Αμερική, που είναι το πέρασμα του Μαγγελάνου. Εκεί πέρασα με την καινούργια εταιρεία, δεν είχα ξαναπάει ποτέ σε αυτά τα μέρη και έτυχε και πέρασα από τον Μαγγελάνο. Το οποίο ποτέ δεν έχω καταφέρει να το δω με καθαρό ουρανό. Είτε θα τα δω με ομίχλη, είτε θα το δω με χιόνια. Και δεν θα δω τους παγετώνες, που κατεβαίνουν μέχρι το επίπεδο της θάλασσας ή… μου έχουν δείξει οι φίλοι μου φωτογραφίες, που βλέπουν τις όρκες να κυνηγάνε φώκιες. Δηλαδή, είναι φοβερό τοπίο. Έτσι; Είναι σαν να περνάς από τις Άλπεις, αλλά να έχει θάλασσα. Αυτό το τοπίο. Κάτι σαν Νορβηγία, κάτι αντίστοιχο. Και επίσης, και το πέρασμα των, από το Cape Horn, που λένε. Είναι το νοτιότερο σημείο της ηπειρωτικής Αμερικής, ας πούμε, αμερικανικής ηπείρου, το οποίο, εκεί λες: «Μετά από δω είναι η Ανταρκτική, είναι το τελευταίο σημείο, που υπάρχει», ας πούμε. Δεν, δεν έχει παρακάτω.
Πώς αισθάνεσαι, όταν είσαι σε κάτι τέτοιο;
Εντάξει, βγαίνεις έξω και φαντάζεσαι παλιούς ερευνητές, που πήγανε εκεί κάτω, ας πούμε, και πώς θα ήταν με παλιά καράβια. Που εσύ απλά περνάς, πολύ χαλαρά, τώρα. Αλλά πάντα περιμένεις μην έχει κακό καιρό, μην έχει οτιδήποτε. Και γενικά, όταν είναι βράδυ, αυτό. Κοιτάς τα αστέρια και λες: «Πώς πήγαιναν ο κόσμος;». Που ακόμη τα μαθαίνουμε και αυτά. Έτσι; Να ακολουθείς τον Πολικό Αστέρα, ας πούμε, για να πας κάπου. Και γενικά η Νότια Αμερική, ας πούμε, και όλη η αριστερή πλευρά, δεξιά, εντάξει, Χιλή, Αργεντινή είναι πολύ όμορφες χώρες, Περού. Έχω πάει, δηλαδή στο Περού με αυτά τα καράβια, που από κει που είμαστε εμείς, η πρώτη πόλη θα είναι στα 1.500 χιλιόμετρα, ας πούμε. Είναι μία έρημος, τίποτα. Ή να πας στη Χιλή να δεις τα Nazca Lines. Τα έχεις δει, έτσι; Είναι, που έχουνε βγάλει, μόλις εφευρέθηκαν τα αεροπλάνα και πετάξανε, είδανε σχηματισμούς που είχανε κάνει οι Ίνκας, ξέρω γω, ή άλλοι πολιτισμοί. Που φτιάχνανε μία αράχνη ή φτιάχνανε έναν άνθρωπο με πέτρες. Το οποίο δεν το έβλεπες με γυμνό μάτι, γιατί δεν ήσουνα...Ήθελες να έχεις elevation, να είσαι ψηλά. Και υπάρχουν, παραδείγματος χάρη στο Περού, στο Καλάο υπάρχουν, ας πούμε, στο βουνό τέτοια σχέδια 1000 ετών, ας πούμε, από το 1000-1030, πότε ήταν, που είχανε πάει στην Αμερική οι πρώτοι εξερευνητές. Ή να περάσεις Παναμά, ένα έργο που διήρκησε πάρα πολλά χρόνια για να γίνει και πέθαναν χιλιάδες κόσμος, για να πραγματοποιηθεί. Εκεί που θα ήθελες 40-50 μέρες για να κάνεις το γύρο της Αμερικής, περνάς σε 15 ώρες, ας πούμε, από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό και το αντίστοιχο. Ή να περάσεις τον Ειρηνικό ωκεανό. Δηλαδή εκεί μαθαίνεις ότι κάνεις 15-20 μέρες, ξέρω γω, να διασχίσεις έναν ωκεανό και το κοντινότερο νησί κοντά σου να είναι 10 μέρες, ας πούμε. Okay; Που, αν γίνει κάτι, υπάρχ[00:40:00]ουν πλέον τα μέσα να σε βρουν, αλλά σκέψου, πόσο μακριά είσαι. Σκέψου να πέσεις στη θάλασσα. Χάθηκες. Δηλαδή, τέλος.
Εσένα αυτό τι αισθήματα σου προκαλεί; Το να αντιλαμβάνεσαι ότι είσαι μέσα στη θάλασσα και δεν υπάρχει τίποτα κοντά σου;
Κοίταξε, μπορώ να πω ότι στη θάλασσα νιώθω πιο πολύ ασφάλεια από ότι έξω. Okay; Δηλαδή το καράβι είναι σαν ένα ασφαλές μέρος, το σπίτι σου, ας πούμε. Okay; Οπότε, πιο ασφαλής νιώθω σε ένα καράβι μέσα. Δηλαδή, μπορώ να είμαι, είμαι πιο άνετος, ας πούμε, παρότι ο φίλος μου ο Μακρής, ας πούμε, σε ένα βουνό επάνω. Okay; Εγώ είμαι γενικά φοβάμαι. Δεν θα πάω να μείνω κάπου μόνος μου, όπως πάει ο φίλος μου. Ο παραμικρός θόρυβος θα μου φανεί κάτι, ας πούμε. Ενώ στο καράβι δεν το νιώθω αυτό, γιατί ξέρω τα όρια του, ξέρω πού βρίσκομαι. Είμαι σε ένα μέρος, αυτό. Και είναι θάλασσα. Δεν με φοβίζει κάτι άλλο. Δηλαδή, μπορεί να περάσει καιρούς, μπορεί να περάσει οτιδήποτε, δεν έχω θέμα. Okay; Απλά, θέλει προσοχή. Δηλαδή να μη βρεθείς στην κατάσταση, που θα πέσεις στη θάλασσα. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα. Ο θάνατος θα είναι πολύ, πολύ δύσκολος και πολύ βασανιστικός.
Έχεις πετύχει και καταιγίδες, ας πούμε, μεσοπέλαγα;
Ναι. Εντάξει, πάντα τα πετυχαίνεις αυτά. Θα δεις ακραία φαινόμενα, που όλοι σε ρωτάνε, δεν ξέρει κάποιος απέξω: «Σταματάτε; Τι κάνετε;». Okay; Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Έχει 12 μποφόρ, απλά μία μπόρα είναι, θα περάσει. Κάνεις υπομονή. Υπάρχουν κάποιες διαδικασίες. Είτε κύματα, να βλέπεις κύματα, ας πούμε, 7-8 μέτρα, σαν σπίτι ψηλά. Αλλά το καράβι αντέχει, αν ξέρεις, πώς να το κάνεις να αντέξει. Έτσι; Γιατί, αν δεν το χειριστείς καλά, θα, θα την πάθεις. Βροχές, ομίχλες, χιόνι. Φαντάσου κάτι και… Ανεμοστρόβιλος! Να βλέπεις ανεμοστρόβιλο ή να περνάει δίπλα σου, ας πούμε.
Έχεις πετύχει ποτέ;
Έχω πετύχει, ναι. Έχω πετύχει στο Cape Town. Να το βλέπεις να σχηματίζεται εκείνη την ώρα. Τι άλλο τρελό έχω πετύχει; Καλά, η ομίχλη είναι κάτι... Φαντάσου, ότι πρέπει να οδηγείς κάτι, χωρίς να βλέπεις τίποτα. Που έχεις όργανα να το κάνεις. Είναι παράξενο. Εκεί πέρα είναι, δεν ξέρεις που πας. Ή το καράβι γεμάτο χιόνι, ας πούμε. Μέσα στα... Ή να κουνάει 10 μέρες και για κάποιο λόγο ο μάγειρας να κάνει κάθε μέρα σούπα ή κάτι άλλο, ας πούμε, που δεν μπορείς να το, να το φας. Ή τι άλλο; Θάλασσα, πάγος, νομίζω τα είπαμε όλα, δεν υπάρχει κάποιο άλλο στοιχείο, που να μην είπαμε.
Να σε γυρίσω λίγο. Μου είπες, ότι, εντάξει, δεν βγαίνεις πολύ στα λιμάνια. Αλλά οι εικόνες, που συναντάς σε αυτά τα λιμάνια, πως είναι; Πώς θα περιέγραφες κάποιο από αυτά; Από τα χειρότερα, ίσως, στα τα καλύτερα.
Κοίταξε, συνήθως πας σε βιομηχανικές περιοχές. Βέβαια, έχεις μία ευκαιρία, αν πας μισή ώρα μακριά ή κάπου αλλού, να γνωρίσεις και κάποια άλλα μέρη. Okay; Μπορεί να πας Ισπανία, να είσαι κοντά στην Βαλένθια, ας πούμε. Οπότε θα βγεις έξω, θα μπορέσεις να κάνεις μία βόλτα. Αλλά κατά πλειοψηφία, τα λιμάνια είναι βιομηχανικές περιοχές. Οπότε για να βγεις, θέλεις 1-2 ώρες, να φτάσεις κάπου. Και αν βρίσκεσαι σε περιοχές της Ρωσίας, της Ουκρανίας, που είναι το «ανατολικό μπλοκ», το λεγόμενο, είναι σαν να βρίσκεσαι σε μία, πώς να το πω... Να έχει γίνει αποκάλυψη και απλά να πας εκεί και να βγεις έξω και να, να έχει γίνει πόλεμος, ας πούμε. Δηλαδή, είναι πολύ παράξενο. Πολυκατοικίες, μπλοκ, γκρίζες, άβαφτες, με τα τούβλα, ας πούμε, που λες, πώς μένει ο κόσμος. Ή μαγαζί ακόμα με τσίγκια. Πολύ παράξενα. Οι κλασικές γιαγιάδες, οι Ρωσίδες, οι «μπάμπουσκες» που λένε. Είναι παράξενο. Είναι παράξενα τα συναισθήματα. Ακόμη και ο ταξιτζής, ας πούμε, που θα σε πάρει, θα έχει στο πορτμπαγκάζ να σου πουλήσει ποτά. Θα σου πει: «Ξέρω κοπέλες να σε πάω», θα σου πει ό,τι μπορείς να φανταστείς. Δηλαδή καπέλα από πεθαμένους στρατιώτες, ας πούμε, να μας… Έχω πάρει και ένα κιόλας. Ναι. Δηλαδή, από τον πόλεμο, που είχε γίνει και ό,τι είχανε ξεμείνει, στολές, καπέλα, σου λέγανε, που πουλάγανε ό,τι μπορείς να φανταστείς.
Αυτό στη Ρωσία;
Αυτό ήτανε στο, στην Λετονία. Ακριβώς θυμάμαι έναν, πώς τον λένε, έναν συγκεκριμένο ταξιτζή. Μετά πας βέβαια και στην Αμερική. Καμία σχέση, ας πούμε. Εκεί γνωρίζεις τους πρώτους Αμερικανούς να δεις, πως είναι έξω τα μέρη. Έχουνε παντού Mall, έχουν παντού μπαρ, ας πούμε, και τέτοια. Καμία σχέση με αυτά που συναντάς αλλού. Μετά, μπορεί να πας, πού αλλού να πω; Ευρώπη. Εντάξει, κομπλέ γενικά. Δεν είναι κάτι το... Είναι αυτό που ξέρουμε, ας πούμε, στην Ελλάδα. Είναι τέτοιο πράγμα παντού. Στη Βόρεια Ευρώπη, εκεί στα, στο «ανατολικό μπλοκ» είναι τα πράγματα πιο πίσω. Μετά ποια άλλη; Κανένα εξωτικό μέρος δεν έχω πάει. Έχω τύχει να πάω στις Μπαχάμες. Πολλοί πιστεύουμε, ότι είναι τέλεια, ας πούμε. Φοίνικες και... Αυτό που είδα ήταν μαύροι, που δεν είχαν access σε τέτοια μέρη. Okay; Ολόκληρες ακτογραμμές να είναι ένα ξενοδοχείο και να έχει κλείσει την παραλία, δική της, οπότε δεν έχεις πρόσβαση. Ζωή υπάρχει μόνο όταν έρχεται με κρουαζιερόπλοιο, που συνήθως είναι Αμερικάνοι συνταξιούχοι, δεν ξέρω τι, που θέλουνε 10 μαύρους να τους κάνουν τους από πίσω τους υπηρέτες, και μία παράξενη μουσική να ακούγεται από παντού του στυλ «πα,πα,πα,πα,πα». Παντού δηλαδή. Και να μην βλέπεις κόσμο. Ήταν μία παράξενη εμπειρία και αυτό. Οπότε δεν θέλω να ξαναπάω, ας πούμε, σε τέτοιο, σε ένα τέτοιο μέρος. Πού αλλού; Πού αλλού; Βενεζουέλα πάλι, βλέπεις τη φτώχεια, ρε παιδί μου, σε αυτές τις περιοχές, που υπάρχει. Δηλαδή, εμείς μπορεί να λέμε ότι είμαστε φτωχοί και οτιδήποτε, άλλα, δηλαδή, ούτε καν τα βασικά. Να βλέπεις άλλον με 2 διαφορετικά παπούτσια. Και έχω πάει και σε καλά μέρη σχετικά. Έχω ακούσει για φίλους μου, που δεν είχαν τίποτα. Θυμάμαι φάση, να είμαστε στην Αφρική. Okay; Στην… Και σταματήσαμε στα 20 μίλια και θυμάμαι ήρθε στα 20 μίλια ένας άνθρωπος από κάτω, με μία πιρόγα, κυριολεκτικά, που ήταν ένα κούτσουρο σκαλισμένο και ήτανε μία βαρκούλα με τα κουπιά. Okay; Για να μας πουλήσει ψάρια. Και εμείς τον πληρώσαμε, του ρίξαμε και τσιγάρα, του δώσαμε δώρο τσιγάρα και τέτοια και έκανε σαν τρελός. Δηλαδή τα τσιγάρα ήτανε, μπορεί να ήταν και τα χρήματα που θα έβγαζε για ένα χρόνο. Το φαντάζεσαι αυτό, ας πούμε; Ότι εμείς κλαίμε για 20 ευρώ και αυτός ήταν για ό,τι θα έβγαζε για ένα χρόνο. Και μετά τα βλέπεις όλα αυτά και αναρωτιέσαι: «Τι κάνω; Γιατί καιγόμαστε για βασικά πράγματα;». Που είναι, δεν έχω να πάρω τηλέφωνο, ας πούμε. Δεν έχω να πάρω κινητό» και με όλα αυτά τα ερεθίσματα ωριμάζεις και κοιτάς άλλα πράγματα στη ζωή σου μετά. Οπότε αυτό είναι το καλό που μου έχει δώσει όλο αυτό, ας πούμε. Να κοιτάξω για άλλα πράγματα, όχι αυτά που έχεις όταν είσαι 15 χρονών και λες: «Θέλω ένα καλό αμάξι, θέλω ένα, το ένα, το άλλο, να πηγαίνω σε club, να πηγαίνω στο ένα». Να κοιτάς πιο πολύ την ουσία, πιο πολύ να ζεις στιγμές.
Εσύ είχες ακούσει και ιστορίες από τους συγγενείς σου, μου είχες πει.
Ναι.
Όταν τις έχεις ζήσει πια, όταν έχεις ζήσει κάποια χρόνια ως ναυτικός, βλέπεις, ότι αυτές ταυτίζονται ή δεν είναι όπως τα περίμενες τα πράγματα;
Δεν είναι καθόλου όπως τα περίμενα. Okay; Και το, ότι έχουν αλλάξει τα, οι ρυθμοί. Δηλαδή, οι ρυθμοί πριν από, η τεχνολογία πριν από 30 χρόνια, 40, ήταν ένα καράβι, έφτανε και έκανε 15 μέρες. Οπότε ο θείος μου, που είχε τη δυνατότητα να βγει έξω, καθότανε 15 μέρες. Okay; Τώρα είναι 15 ώρες. Οπότε οι ρυθμοί έχουν αλλάξει για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα αυτών που έχουνε τα καράβια. Λιγότερος χρόνος στο λιμάνι, περισσότερα χρήματα για αυτούς, περισσότερα δρομολόγια, περισσότερα τα πάντα. Και οπότε είναι κάτι τελείως διαφορετικό, το οποίο καθημερινά γίνεται ακόμα χειρότερο. Αυτό. Να βιάζεσαι συνέχεια. Να είσαι σε ένα, σε ένα τρυπάκι, να είναι όλα τέλεια, να γλιτώσουμε χρήματα. Δηλαδή από πράγματα: Σκόνταψε κάποιος και χτύπησε, έπεσε η μετοχή στο χρηματιστήριο. Δηλαδή, δεν με νοιάζει. Κατάλαβες; Δεν θέλω να…Είσαι ναυτικός αλλά δεν είσαι. Είσαι καπετάνιος αλλά είσαι γραφιάς. Δηλαδή, κάνεις όλη μέρα χαρτιά. Είσαι μηχανικός, αλλά δεν είσαι μηχανικός. Είσαι: «Συμπλήρωσε αυτό το χαρτί, προτού κάνεις αυτό». Για να ανέβω σε μία καρέκλα, για να αλλάξω μια λάμπα πρέπει να συμπληρώσω 10 χαρτιά. Οπότε όσο πάει αυτό, γίνεται και χειρότερα. Κάποιος είχε πει κάποτε ότι οι υπολογιστές δεν θα, δεν θα χρειαζόμαστε χαρτί, όταν φτιάχτηκαν οι υπολογιστές. Αλλά δεν συμβαίνει αυτό. Γίναν ακόμα χειρότερα.
Θυμάσαι, τι είχες ακούσει ως παιδί και σε έκανε να γίνεις ναυτικός; Τι σου είχε τραβήξει το ενδιαφέρον;
Τι είχα ακούσει; Εντάξει, μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, ότι ένας από τους θείους μου ήταν στην Κίνα για 10 χρόνια, ας πούμε. Κάτσε να προσπαθήσω να φτάσω στην ρίζα αυτού. Τι είχα ακούσει; Κοίταξε, εγώ είχα πάντα επαφή με τη θάλασσα. Είχαμε βάρκα, είχαμε καΐκι, οπότε το ήξερα, ας πούμε. Το «είχα» με το θέμα θάλασσα. Οπότε, μου λέγανε οι θείοι μου: «Έλα να σε πάρω, να σε κάνω, να σε κάνω μηχανικό, να σε κάνω καπετάνιο. Θα σε κάνω το ένα». Κάτι συγκεκριμένο, που μου έκανε πολλή εντύπωση, δεν θυμάμαι κάτι. Αν ψάξω-ψάξω-ψάξω, ξέρεις, θα το βρω σίγουρα. Αλλά γενικά ιστορίες από ταξίδια. Γενικά. Δηλαδή, βγήκα εκεί, πήγα εκεί, πήγαμε, είδαμε το Ρίο ντε Τζανέιρο, ας πούμε. Κάτι, κάτι συγκεκριμένο-συγκεκριμένο, όμως, όχι. Ήτανε αυτός ο τρόπος ζωής που έβλεπες πράγματα, που δεν ήσουνα σε ένα χωριό, ας πούμε, να, να είσαι παγιδευμένος εκεί. Okay; Ήσουνα πιο ελεύθερος. Και αυτό είναι, η ελευθερία, ίσως ήτανε αυτή, που, που με τράβηξε. Που δεν είναι ελευθερία στο τέλος. Έτσι; Ο ναυτικός ξεκουράζεται, όταν μετά τη σύνταξη. Και μετά τη σύνταξη έχεις νεύρα, γιατί έχεις μάθει σε ένα, έχεις μπει σε μία ρουτίνα να δουλεύεις συνέχεια. Οπότε, ο ναυτικός ξεκουράζεται όταν θα πεθάνει, πιστεύω. Και, δυστυχώς, βλέπεις πολύ κόσμο, θα πετύχεις περιπτώσεις, μπορεί να είναι 60 και 65 και 70, και να τους βλέπεις να καταλήγουν να πεθαίνουν μέσα σε ένα κρεβάτι, χωρίς να τους κρατάει κάποιος το χέρι, ας πούμε. Έτσι; Αυτό.
Είναι δύσκολο να διατηρήσεις τις σχέσεις σου, φιλικές, ερωτικές, δεν έχει σημασία, όταν λείπεις για τόσο διάστημα;
Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Εντάξει, σίγουρα δεν θα χάσεις τους φίλους ή τουλάχιστον τους πραγματικούς φίλους. Θα κάνεις, θα μείνεις σε 3-4 [00:50:00]φίλους που είχες από μικρός. Οπότε αυτούς δεν θα τους χάσεις. Το δύσκολο είναι, όταν ο τρόπος ζωής σου, που λείπεις 6 μήνες, γυρνάς πίσω, δεν έχεις τον, δεν είναι δυνατόν να συμβαδίζεις με τον τρόπο ζωής των άλλων. Δηλαδή σήμερα πήρα τον φίλο μου τον Κώστα: «Μπορεί κανένας για καφέ, ρε μαλάκες;». «Εγώ δουλεύω» ο ένας, «Εγώ δούλευα το βράδυ» λέει ο άλλος. Δεν θα μπορείς να μπεις σε αυτών την ρουτίνα ποτέ. Δηλαδή θα πετύχω τον φίλο μου κάθε 4 μέρες, ενώ θα ήθελα να τον βλέπω κάθε μέρα παραδείγματος χάρη. Οπότε, αυτό είναι το δύσκολο κομμάτι. Μετά έχεις και το κομμάτι της σχέσης. Έτσι; Ποια κοπέλα θα ανεχτεί να σε ακολουθήσει σε αυτό; Okay; Να λείπεις 6 μήνες και μετά να έρχεσαι 6 μήνες. Είναι και αυτό δύσκολο. Μου έχουν τύχει περιπτώσεις δηλαδή, να λες, ότι είσαι ναυτικός, και «γεια». Ξέρω γω, ούτε καν φίλοι, ας πούμε, τίποτα. Έτσι; Οπότε... Πόσο μάλλον μετά, που θα βρεις έναν άνθρωπο, θα κάνεις μια οικογένεια. Που να βλέπεις έναν άνθρωπο 40 χρόνων, ας πούμε, στο αεροδρόμιο, να αγκαλιάζει το παιδί του και να κλαίει, γιατί δεν θέλει να φύγει. Okay; Και λες: «Γιατί να μπω σε αυτό το, σε αυτό;». Ή, επειδή δεν έχεις καλή σύνδεση, να κλαίει. Να βλέπεις έναν καπετάνιο να κλαίει, ας πούμε, για το παιδί του. Που, στο συγκεκριμένο μπάρκο που ήμουνα, ήμουνα με το φίλο μου, που είναι παντρεμένος και έχει ένα κοριτσάκι, την Δανάη. Και ήμουνα στην καμπίνα του εν τέλει, και μίλαγε, το κατάφερε και έπιασε σύνδεση, και έλεγε: «Μπαμπά, μπαμπά εδώ», να του λέει. Και της εξηγεί, ότι: «Θα έρθω χειμώνα», της λέει. Και πήγε και φόρεσε το κοριτσάκι το μπουφάν, για να... Ότι είναι χειμώνας, να γυρίσει πίσω ο μπαμπάς, ας πούμε. Και αυτά είναι τα δύσκολα κομμάτια.
Εσύ κάθε φορά που γυρνάς, πώς αισθάνεσαι; Περνάς και είσαι από την απόλυτη πίεση-
Είσαι από την απόλυτη πίεση-
Που είπες ότι βιώνεις;
Που είναι αυτό το συννεφάκι από πάνω σου, που σε τραβάει, ας πούμε, από τους ώμους και από τα πάντα, έχεις ένα βάρος πάντα, και είναι κάθε φορά σαν να γεννιέσαι. Έτσι; Με το πατήσεις το πόδι σου έξω από το καράβι, ξεφουσκώνεις. Δηλαδή, φεύγει μία πίεση. Οπότε, και μετά λες, ότι: «Έχω τα πάντα μπροστά μου, μπορώ να κάνω, ό,τι θέλω». Αλλά από τη στιγμή που πατάς έξω, ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση. Δηλαδή, πρέπει να τρέξεις για να προλάβεις. Οπότε θα κάνεις ταξίδια, θα κάνεις εκείνο. Το κακό με τους ναυτικούς είναι το πρώτο δεκαήμερο θα χαλάσουν τόσα πολλά λεφτά, που μπορεί να είναι ένας μισθός κάποιου απέξω, προσπαθώντας να γεμίσουν αυτό το κενό, που τους δημιουργεί το καράβι. Οπότε, αν καταφέρεις και το ξεπεράσεις αυτό και ψάχνοντας, ψάχνοντας, ψάχνοντας, θα καταφέρεις να ξεφύγεις από αυτό το πράγμα, να ψάχνεις κάτι άλλο, να ψάχνεις τι πραγματικά σου αρέσει. Γιατί μπαίνεις… Στα πρώτα στάδια του ναυτικού θα ψάχνεσαι, ακόμα. Θα λες: «Γιατί; Τι κάνω; Ποιο είναι το νόημα της ζωής αν δουλεύω όλη μέρα;» ας πούμε. Οπότε θα ψάξεις να βρεις άλλους τρόπους. Μπορεί να είναι η μουσική, να ασχοληθείς με κάτι άλλο, να κάνεις ταξίδια, το οτιδήποτε. Αλλά το αίσθημα του «ότι βγαίνω» είναι σαν να είσαι φυλακισμένος, κυριολεκτικά, και απλά σε ελευθερώνουν. Είναι τρομερό. Δεν έχεις ευθύνες. Δηλαδή, δεν. Τέλος όλα. Σαν να σου λέγανε τώρα ότι: «Δεν περιμένουμε κάτι άλλο από σένα, από τη ζωή. Κάνε ό,τι θέλεις. Okay; Ότι θες. Σκέψου κάτι και κάνε το. Φεύγω για οποιοδήποτε, ξέρω γω. Δεν με ενδιαφέρει». Και αυτό, ίσως είναι καλό. Αυτή η πίεση, που μετά δίνεις σημασία σε άλλα πράγματα, που δεν έδινες πριν. Να κάθεσαι με τη γιαγιά σου, ξέρω εγώ, να φας. Okay; Πράγματα που πριν δεν έδινες, δεν σε ένοιαζαν. Δηλαδή, να πιεις μία μπύρα με ένα φίλο σου ή να κάτσεις με τη μάνα σου να πεις δυο κουβέντες. Ή με τον πατέρα σου για έναν καφέ. Πράγματα που τα παραλείπουμε πολλές φορές. Okay; Και μετά το καταλαβαίνουμε αργά, ότι αυτά τα πράγματα είχαν σημασία και όχι κάποια άλλα. Οπότε, ίσως και αυτή η πίεση είναι καλή κάποιες φορές. Να σε οδηγήσει, δηλαδή, μετά να, να πας στην ουσία, αυτό που αξίζει. Αυτό.
Έχεις αισθανθεί ποτέ και το αντίθετο; Να είσαι έξω και μετά από ένα διάστημα να σου λείπει η ζωή στο καράβι;
Ναι. Έχεις κάποια καλά εκεί. Δεν έχεις τηλέφωνο να χτυπάει, αν θέλει να σε πάρει κάποιος. Οπότε δεν έχεις ενοχλήσεις. Όπως είπα, μου αρέσει η ησυχία. Okay; Δεν μου αρέσει το πολύ, το «ντάμπα-ντούμπα» ο πολύς ο κόσμος. Δηλαδή τρελαίνομαι. Δηλαδή, αυτό το πράγμα…
Παντελή, αυτό να σου το πάρω;
Ναι, συγνώμη.
Συγνώμη απλά...
Ναι, sorry, sorry. Ναι, τρελαίνομαι. Οπότε κάποιες φορές χρειάζεσαι αυτή τη μία μέρα ησυχίας, να είσαι στη γέφυρα βράδυ, που κοιμούνται όλοι και εσύ απλά κοιτάς τον ουρανό και λες: «Είσαι εσύ και ο εαυτός σου, κανένας άλλος». Αλλά μετά από λίγο καιρό θέλεις να τους «σκοτώσεις» όλους με το καράβι. Αλλά δεν έχει σημασία αυτό. Αλλά κάποιες φορές το θέλεις. Έχω δει και ανθρώπους, που έχουν πάθει το λεγόμενο «λαμαρινίαση», που λέμε. Που έχουν προσκολληθεί τόσο πολύ στη λαμαρίνα, που δεν αντέχουν έξω. Okay; Και μπορεί να είναι 10 μήνες μέσα, να βγούνε για 1 μήνα και να ξαναμπούν. Δηλαδή έχει σχηματιστεί έτσι η ζωή τους, που το φυσικό είναι να είσαι μέσα στο καράβι. Να νιώθεις, να νιώθεις τύψεις που κάθεσαι λίγο παραπάνω. Να νιώθεις άσχημα, ας πούμε. Το έχω πάθει κάποια στιγμή και λέω, κάτι δεν πάει καλά όμως. Δηλαδή και τώρα, που είμαι για να φύγω, ας πούμε, κάποια στιγμή, δεν θέλω να φύγω. Θέλω να κάτσω το καλοκαίρι. Και αρχίζεις και έχεις τύψεις, ας πούμε. Δηλαδή κάποια πράγματα, που σου έχουν δημιουργήσει, που δεν υπάρχει στην ουσία. Δηλαδή να γυρίσεις πίσω, να, ότι πρέπει να είσαι στο καράβι. Αυτό.
Εσύ πώς γεμίζεις τους μήνες, που είσαι πίσω; Τι έχεις βρει για να ισορροπείς;
Κοίταξε. Πώς γεμίζω; Στην αρχή δεν είχα τίποτα. Εγώ, εντάξει, εγώ έκανα διάφορα πράγματα. Μου άρεσε να φτιάχνω, να ζωγραφίζω, να κάνω κατασκευές, τα πάντα. Πιάνανε τα χέρια μου και ασχολούμουν με αυτά. Αλλά μετά ήρθε η στιγμή που έψαξα ένα όνειρο, που είχα παλιά, ας πούμε, όταν ήμουνα μικρός, που αυτό νόμιζα ότι θα μου φέρουν τα καράβια, να γυρίσω τον κόσμο. Οπότε, έπιασα αυτό το όνειρο και το τράβηξα. Γιατί λέω: «Αφού δεν μου το έφερε αυτό, πρέπει να το βρω, να το κάνω με κάποιον άλλο τρόπο». Και συνήθως ξεκινάς με φίλους: «Άντε, να πάμε μία βόλτα, να κάνουμε εκείνο». Αλλά, όπως σου είπα, δύσκολα θα βρεις κάποιον να σε ακολουθήσει. Μετά σου λένε: «Δεν έχουμε χρήματα, εσύ έχεις. Είσαι στα καράβια», το ένα, το άλλο. Πράγμα το οποίο δεν ισχύει καθόλου. Εντάξει; Άμα θες να ταξιδέψεις, ταξιδεύεις με τίποτα. Και έτσι ξεκίνησα τα πρώτα μου ταξίδια στην Ελλάδα. Λίγο από δω, λίγο από κει, πήρα μία μηχανή. Μετά έκανα 1-2 φίλους που ασχολούνται με αυτό και ξεκινήσαμε τις περιηγήσεις. Ένα πράγμα που σπας ό,τι ήξερες μέχρι εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον, φεύγεις. Λες: «Τι έκανα τόσο καιρό;» ας πούμε. Δηλαδή βλέπεις ναυτικούς που ξοδεύουν για ένα αυτοκίνητο 35 χιλιάρικα, ας πούμε. Ενώ αυτά τα 35 χιλιάρικα μπορούν να είναι 35 ταξίδια, που είναι όνειρα ζωής. Δηλαδή είναι όνειρα ζωής. Δηλαδή, να σπαταλάς τα χρήματά σου για απλά για να δείξεις στον κόσμο ότι είσαι χαρούμενος, ας πούμε. Ενώ μπορείς, απλά, να τα ζήσεις. Όπως μου έλεγε και ο φίλος μου ο Γιάννης…Έχω ένα φίλο, που τον γνώρισα μέσα στο καράβι. Ο Γιάννης είναι -έχει φύγει τώρα πάλι- είναι 65 στα 66, μάγειρας. Μιας και μου αρέσει και το φαΐ γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Με τον Γιάννη σε μία προηγούμενη ζωή ήμασταν φίλοι σίγουρα. Αλλά ο Γιάννης γεννήθηκε πιο νωρίς από μένα και με ξεπερνάει κάποια χρόνια. Και τώρα πρόσφατα με τον Γιάννη συζητούσαμε, μου έλεγε για τις εμπειρίες του. Μου λέει: «Βρε παλικάρι μου, τι να τα κάνω;». Ο Γιάννης έχει γυρίσει την Αφρική, έχει γυρίσει Λατινική Αμερική με μηχανή, ας πούμε. Και μου λέει: «Αυτά είναι εμπειρίες ζωής. Αυτά τα πράγματα δεν θα μου τα πάρει ποτέ κανένας. Ό,τι και να αγοράσω -μου λέει- μπορούν την άλλη μέρα να μου τα πάρουνε. Αυτά δεν θα μου τα πάρει κανένας». Οπότε εκεί πιστεύω πρέπει να επενδύσουμε. Και εγώ βρήκα τα ταξίδια, έκανα και κάνα δυο φίλους, οπότε το κυνηγάω όσο μπορώ.
Αυτό το κομμάτι της ζωής και της περιπέτειας πώς ξεκινάει; Ποια ήταν τα πρώτα ταξίδια που έκανες, στην στεριά πια;
Λοιπόν και πολύ μικρός θυμάμαι με φίλους με ένα απλό σακίδιο, ας πούμε, να πάμε στο βουνό, να εξερευνήσουμε, ας πούμε. Είτε είναι το διπλανό ερειπωμένο σπίτι, είτε είναι στα 2-3 χιλιόμετρα μία σπηλιά, ας πούμε, να την εξερευνήσουμε. Οπότε ήτανε κάτι πολύ ωραίο αυτό. Και μετά βλέποντας κάποιους άλλους που τα έκαναν πράξη αυτά που λέγανε, ας πούμε, που ταξιδεύανε, ζήλεψα και ήθελα να το κάνω και εγώ. Κάτι, που έκανε ο φίλος μου ο Αλέξης, που... Έτσι; Δηλαδή είδα ότι με σχεδόν τίποτα, με ένα πολύ μικρό μηχανάκι, με οτιδήποτε έχεις, με τα πόδια ακόμα, κάνοντας μία μικρή έρευνα μπορείς να γνωρίσεις μέρη, να ξεκινήσεις από την Ελλάδα, ας πούμε. Ξεκίνησα, κάπου, πριν 10 χρόνια με τη μηχανή, να πάω, πήγα Πάτρα και μετά πήγα προς Μετέωρα. Τα Μετέωρα ήταν ένας προορισμός, που ήθελα πάντα να πάω, αλλά δεν είχα πάει. Δηλαδή, και τόσα χρόνια, τι έκανα, ας πούμε; Ήμουνα 3 χρόνια ναυτικός και γιατί δεν είχα κάνει ένα ταξίδι; Και κατέληξα, μέσα από το πρώτο μου ταξίδι, ας πούμε, με μηχανή, στα Μετέωρα. Ένα… Δεν ξέρω αν έχεις πάει. Εντ[01:00:00]άξει, λες είναι απίστευτο, όταν βλέπεις αυτό το πράγμα εκεί πέρα, να είναι άνοιξη και να βλέπεις τις παπαρούνες και τα Μετέωρα μπροστά σου. Να είσαι 06:00 το πρωί μόνος σου, να πηγαίνεις για φωτογραφίες και να δεις αυτό το πράγμα. Και μετά κάνεις τις παρέες σου και το ένα ταξίδι φέρνει το άλλο. Και ακόμα και στην Αθήνα να είσαι μπορεί να βρεις ελάχιστο χρόνο να πεις, ότι: «Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή δεν χρειάζεται να πάω στα μπουζούκια και να πάρω ένα μπουκάλι, που κάνει 80 ευρώ και να το παίξω, ότι είμαι γαμάτος, ας πούμε» Αλλά να πας, να πάρεις ένα φίλο, να πάρετε μία σκηνή και να πάτε μες στο δάσος να κάτσετε, να μαγειρέψετε στο δάσος. Να δείτε 2-3 μέρη παραπάνω, με πολύ, πολύ λίγα χρήματα, πραγματικά.
Ξέρεις τι θέλω να σε ρωτήσω; Άμα κλείσεις τα μάτια σου αυτή τη στιγμή και σου έρθουνε εικόνες από τα πρώτα σου ταξίδια, καταρχάς, πριν τα μεγάλα ταξίδια που θα σε ρωτήσω στη συνέχεια, μπορείς να μου πεις, όπως αυτή με την παπαρούνα, εικόνες, που σου έχουν μείνει σαν κάτι εξωπραγματικό, που το έβλεπες;
Ναι.
Μπορεί να έχεις ξυπνήσει το πρωί, ας πούμε, και να βλέπεις κάτι, το οποίο δεν έχεις ξαναδεί στη ζωή σου;
Αυτό που ζεις, όταν είσαι στο δρόμο, είναι, ότι δεν υπάρχει χρόνος. Δηλαδή, σταματάνε τα πάντα. Είσαι, σε μια στιγμή είσαι στον παράδεισο. Είσαι… Δεν σε κυνηγάει κάτι. Όταν φύγεις για ένα ταξίδι, μετά από λίγο φεύγεις από τους ρυθμούς της πόλης, από τους ρυθμούς της ζωής. Αυτό το: «Πρέπει να πιώ καφέ, πρέπει να κάνω εκείνο, πάμε για καφέ ρε μαλάκα». Δηλαδή ξεφεύγεις τελείως από αυτά. Είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θες. Όταν το νιώσεις αυτό το πράγμα για πρώτη φορά, να μη σε ενδιαφέρει που πας, να μην έχεις πρόγραμμα…Δηλαδή ξεκινάω και πάω, δεν κρατιέμαι από τη μητέρα μου ή από τον πατέρα μου. Δεν κρατιέμαι από κάποιον άλλον, απλά θα βρω το δρόμο μου. Είναι κάτι που δυστυχώς δεν μας το... πώς να το πω, δεν μας το καλλιεργούν εδώ στην Ελλάδα πάρα πολύ, ας πούμε. Βέβαια, υπάρχει μία άνοδος αυτά τα χρόνια που έχω δει. Δηλαδή, είναι πιο πολύ στην μόδα, το να ταξιδεύεις, να κάνεις καινούργιες εμπειρίες και τέτοια, αλλά είναι αλλιώς να ξυπνάς και να βλέπεις τα Μετέωρα ή να ξυπνάς και από τον ήχο από αερόστατα, ας πούμε, που πετάνε από πάνω σου ή να ξυπνάς, γιατί κάτι είναι απέξω πολύ μεγάλο και βαρύ και νομίζεις, ότι είναι αρκούδα. Και ίσως ήταν αρκούδα.
Αυτό, πού είχε συμβεί;
Αυτό ήταν στην Γεωργία, σύνορα Γεωργία με Τουρκία. Και ήμασταν με το φίλο μου τον Αλέξη και κάτι ακούω να είναι απέξω, να περπατάει. Και ήτανε μεγάλο αυτό το... Και έψαξα κατευθείαν στο Google: «Πού έχει στην Τουρκία αρκούδες;» και όντως είχε γύρω στα 20 χιλιόμετρα, ας πούμε. Οπότε, είμαστε σε μία φάση αγκαλιασμένοι μέσα στη σκηνή, ας πούμε, και ίσως ήτανε μία αρκούδα απέξω. Δεν μας πείραξε, ευτυχώς. Γιατί ο κανόνας είναι να αφήσεις το φαγητό μακριά από την σκηνή. Ή να δεις μέρη στην Τουρκία, παραδείγματος χάρη υπόγειες πόλεις, να δεις πώς ζούσε ο κόσμος, που μόνο σε όνειρα και ιστορίες και παραμύθια, που μας λέγανε μικροί, ας πούμε, ζούσαν. Ή να δεις εκκλησίες σκαμμένες στο βράχο ή να δεις, να μείνεις δίπλα από μία λίμνη, να βλέπεις τα πουλιά το πρωί πως παίζουν μεταξύ τους. Να εστιάσεις δηλαδή. Σε μία Δρακόλιμνη, ας πούμε, στη Βερλίγκα παραδείγματος χάρη να βλέπεις τα δρακάκια, που λένε, τα μικρά, που είναι σαν σαύρες, το πως αυτή η λίμνη είναι ένα κλειστό οικοσύστημα και βλέπεις πώς συμπεριφέρεται. Μπορείς να κάθεσαι 4 ώρες να τα κοιτάς, να δεις τι κάνουνε, πως παλεύουν, παλεύουν με μία μύγα. Δηλαδή, τόσο απλό. Και να λες: «Όπως είναι αυτό το δρακάκι μέσα στη λίμνη, είμαι και εγώ μέσα, είτε στο χωριό μου, είτε στο, στην πόλη μου, είτε οπουδήποτε» Και οπότε βλέπεις ότι αυτά τα δρακάκια έχουν αυτά τα όρια μόνο, που αυτά τα όρια εσύ μπορεί να τα ορίσεις, ας πούμε, μέχρι τη Γη, γιατί δεν νομίζω να μπορούμε να πάμε παραπέρα τώρα, προς το παρόν δηλαδή. Αλλά είναι κρίμα να βλέπεις αυτά τα όρια, κάποιοι να τα έχουν, να μην έχουνε βγει ποτέ από ένα χωριό. Να δεις τον παππού σου, τη γιαγιά σου, ας πούμε, να σου λένε: «Εγώ έχω πάει μέχρι το Αγρίνιο. Είχα πάει μία φορά στην Αθήνα» ή να ακούς κάποιον από την Αθήνα, «Δεν έχω πάει ποτέ στην Ακρόπολη». Okay; Ή στο μουσείο της Ακρόπολης. Ή «δεν έχω πάει ποτέ στην Ιταλία». Που το Αθήνα-Ιταλία είναι πιο φθηνό από Αστακός-Αθήνα, ας πούμε, που είναι 28 ευρώ. Ενώ με 13 πάει στην Ιταλία. Δηλαδή, είναι κρίμα να ψάχνουμε δικαιολογίες, να μας κρατάν από αυτό το, από αυτές τις εμπειρίες.
Μένεις έξω συνήθως, όταν, τον πρώτο καιρό, όταν ταξίδευες; Στήνατε μία σκηνή κάπου έξω, πώς μένατε;
Κοίταξε, ένα ταξίδι μπορείς να το κάνεις... Επιλέγεις εσύ που θέλεις να μείνεις. Okay; Οι επιλογές είναι πάρα πολλές, να πας σε ξενοδοχείο, να πας σε ένα Airbnb, να πας με τη σκηνή. Γενικά το να μείνεις κάπου με μία σκηνή, όχι μόνος μου, σίγουρα. Γιατί σου είπα, είναι, αν ακούσω κάτι απλά τρέχω, ουρλιάζω, δηλαδή, θα είμαι…Αλλά με ένα φίλο, που το έχει, ας πούμε, είσαι ανεξάρτητος. Δεν...Όπου θέλεις κοιμάσαι. Δηλαδή, δεν χρειάζεται να ασχολείσαι με το, να ψάξω που θα μείνω. Οπότε, το ταξίδι μας, ας πούμε, στην Τουρκία, που ήταν 25 μέρες, αν θα μείναμε σε κάποιο ενοικιαζόμενο σπίτι, οτιδήποτε, για 2-3 μέρες, ας πούμε. Κάπου εκεί. Με την σκηνή θα μείνεις σε μέρη, που ούτε καν τα φαντάζεται κάποιος. Ένα βουνό δίπλα από μία λίμνη, δίπλα από τις εκκλησίες που σου είπα, που ήτανε σκαμμένες στο βράχο και μπήκε ένα γαϊδούρι μέσα και ακούγαμε τα βήματα τη νύχτα. Και ο άλλος είχε κοιμηθεί, εγώ νόμιζα θα έρθουνε οι καβαλάρηδες του θανάτου να μας πάρουνε. Και προσπαθούσαμε να βρούμε τι είναι αυτό μες στη νύχτα, που περπατάει και ακούγεται αυτός ο ήχος. Ή να μείνεις στο, σε ένα πολύ ωραίο σημείο, που είχαμε μείνει, ήτανε το όρος Νεμρούτ, κάπου στην κεντρική Τουρκία, είναι στα 2,500 μέτρα. Και τελικά καταλάβαμε ότι ήταν και αρχαιολογικός χώρος και απαγορευόταν να μείνουμε εκεί, αλλά δεν μας ένοιαζε. Τέλος πάντων. Να μένεις στο χιόνι ακριβώς. Ήταν χιόνι δίπλα και το πρωί ξυπνήσαμε και πήγαμε να δούμε, εκεί έχουνε κάτι αγάλματα ύψος 10 μέτρων, που είναι ο Ηρακλής. Δηλαδή είναι κάποια αγάλματα που χτίστηκαν πριν από 2.000 χρόνια. Και να ξυπνήσεις να δεις κάτι που λες: «Υπήρχε κόσμος και πριν από 2.000 χρόνια εδώ πέρα», ας πούμε. Και το αστείο ήταν, ότι, όταν μας φώναζε αυτός ότι απαγορεύεται να στήσουμε μας λέει: «Αύριο, περιμένω κόσμο, 06:00 θα έρθουνε τουρίστες Κινέζοι» Και λέμε: «Έλα ρε μαλάκα, τι λέει τώρα», ξέρω γω. Και γύρω στις 05:30 ανοίγουμε τη σκηνή και βλέπουμε γύρω στους 500 Κινέζους στα κατσάβραχα, ας πούμε, να δούμε το ηλιοβασίλεμα. Ναι, αυτό ήτανε κάτι, που δεν μου άρεσε, ας πούμε, αλλά μου άρεσε το άλλο. Το άλλο, που ζήσαμε. Καθόσουνα έξω, έβλεπες τα αστέρια και ένιωθες, ότι δεν υπάρχει χρόνος, ας πούμε. Αυτό.
Αφού πιάσαμε το ταξίδι της Τουρκίας, θες να το δούμε σαν χρονολόγιο; Να μου πεις όλο το ταξίδι, πώς έγινε; Πώς το οργανώσατε, καταρχάς; Έχετε πάρει μία απόφαση να φύγετε με τις μηχανές.
Λοιπόν, έχουμε πάρει μία απόφαση, αφού είχαμε κάνει κάποια ταξιδάκια εντός Ελλάδος, να πάμε κάπου έξω. Okay; Να μην δούμε μόνο την Ελλάδα, αλλά να δούμε και κάτι το διαφορετικό. Συνήθως αυτό που κάνουν οι περισσότεροι είναι να κατευθυνθούν προς Ευρώπη, προς, να πάμε σε ωραίους δρόμους, να πάμε Ιταλία, να πάμε Ελβετία. Έχει το πάσο τάδε και το πάσο τάδε για να περάσουμε. Αλλά εμείς θέλαμε να δούμε κάτι το διαφορετικό. Okay; Μιας και είχαμε κάνει κάποια μικρό-ταξίδια σε κάποιες μη αναπτυγμένες χώρες, ας πούμε, όπως Μαρόκο, που τώρα εξελίσσονται, ας πούμε, ή κάποιες άλλες χώρες. Θέλαμε να δούμε κάτι το αντίστοιχο. Οπότε, αποφασίσαμε να πάμε προς Τουρκία. Το όνειρό μας ήταν να πάμε και Ιράν, αλλά λόγω κάποιων προβλημάτων, ας πούμε, που έχει η Ελλάδα, δεν μπορεί να σου δώσει κάποια έγγραφα, δεν μπορέσαμε να πάμε. Οπότε, ξεκινήσαμε Τουρκία και περάσαμε και Γεωργία. Ο σχεδιασμός κράτησε… Ήμουν εγώ στο καράβι, διάβαζα, είχα πάρει κάποιους ταξιδιωτικούς οδηγούς, οπότε κάναμε μία μεγάλη έρευνα. Γιατί, αν δεν κάνεις έρευνα, μπορεί να περάσει δίπλα από κάτι, που δεν ξέρεις ότι υπάρχει. Έτυχε να είχα περάσει παραδείγματος χάρη δίπλα από το γεφύρι Παλαιοκαρυάς, που ήταν στα 20 μέτρα, κάπου στον νομό Τρικάλων και δεν το είδα ποτέ. Ενώ είναι ένα από τα πιο όμορφα γεφύρια της Ελλάδος, ας πούμε. Οπότε έπρεπε να γίνει κάποια έρευνα, να γίνει κάποιος σχεδιασμός, γιατί ο φίλος μου ο Αλέξης είχε περιορισμό χρόνου και, όποτε, έπρεπε να μετρήσουμε τις μέρες, πως θα πάει και πως θα κάτσει. Οπότε ξεκινήσαμε με χάρτες, ηλεκτρονικούς χάρτες φυσικά. Είχαμε και τους χάρτες τους άλλους, με τα σημεία που θέλαμε να επισκεφτούμε. Ψάχναμε τι ωραίο να δεις στην Τουρκία. Τι είναι ωραίο να δεις τη Γεωργία. Και μέρη που θα σου μείνουν μέσα στο, χαραγμένες στο μυαλό σου για μία ζωή, ας πούμε. Οπότε, αφού τελείωσε ο σχεδιασμός, βρήκαμε το χρόνο, είχε κανονίσει την άδεια του ο Αλέξης, είχα βγει και εγώ από το καράβι και πήραμε τις μηχανές ένα ωραίο πρωί. Φορτωθήκαμε. Να είσαι ετοιμασμένος, ξέρω εγώ, για τα πάντα. Ακόμη και το καθετί, που θα πάρεις, πρέπει να είναι ζυγισμένο πάνω στη μηχανή, για να κουβαλήσεις όσο γίνεται λιγότερα. Φορτωθήκαμε, πετύχαμε μία φίλη του Μακρή στον Πειραιά, ας πούμε και της είπαμε γεια. Μας λέει: «Σας ζηλεύω, πώς μπορείτε και κάνετε τέτοια ταξίδια». Και μπήκαμε στο καράβι για Χίο. Το οποίο καράβι για Χίο ήταν γεμάτο. Γινόταν η γιορτή του Ταξιάρχη, δεν θυμάμαι που, δεν θυμάμαι σε ποιο νησί, και ήτανε [01:10:00]γεμάτο τσιγγάνους. Δηλαδή, ήταν ένα καράβι γεμάτο. Τσαντίρι, ένα τσαντίρι μεγάλο, ας πούμε, και εμείς «τσαντίρι» μαζί τους. Δηλαδή είχαμε ξαπλώσει δίπλα, είχαμε στρώσει και εμείς τις κουβέρτες μας κάτω και αυτά και είχαμε ξαπλώσει. Οπότε, μετά από 15 ώρες, πόσο είναι το ταξίδι, πιάσαμε Χίο και μπήκαμε σε ένα μικρό καραβάκι, ένα «σκυλοπνίχτη» που λέμε εμείς οι ναυτικοί, για να μας περάσει Τουρκία. Εκεί είναι το σημείο που νιώθεις το συναίσθημα, που λες: «Τέλος, δεν με νοιάζει τίποτα», ας πούμε. Okay; Όταν πατάς σε ένα ξένο τόπο και λες: «Πάμε», χωρίς να σκέφτεσαι, πού πάμε, ας πούμε. Δεν σε νοιάζει. Και ακολουθούσαμε. Η πρώτη μέρα μας έβγαλε, πού μας είχε βγάλει; Σε κάτι ιαματικά λουτρά ήτανε. Πώς λεγόταν; Δεν θυμάμαι πως λεγόταν. Κατασκηνώσαμε δίπλα, φτιάξαμε, φάγαμε και ξυπνήσαμε την άλλη μέρα και πήγαμε στα λουτρά. Τα έχω να στα δείξω στο χάρτη δηλαδή. Το ωραίο ήταν, αυτό που σου είπα, ότι ξυπνήσαμε με τον ήχο από τα αερόστατα. Okay; Κάπου, ο προορισμός μας ήταν να περάσουμε και από την Καππαδοκία, περάσαμε πιο μετά, και να κάνουμε και βόλτα με αερόστατο. Okay; Οπότε ξυπνήσαμε βλέποντας αερόστατα. Ξέρεις, εκεί που κάθεσαι σε ένα λόφο, να ακούς τον ήχο από τα καμινέτα που έχουν, τέλος πάντων, και λες… Εκείνο το χαμόγελο από το πρωί… Δηλαδή πώς ξυπνάει, πώς πρέπει να ξυπνάει ένας άνθρωπος. Όχι να ξυπνάει με το να πιω καφέ, να τρέξω στη δουλειά, να με φάει η κίνηση και να ελπίζω σε μία Παρασκευή που θα έρθει, για να πάω κάπου. Okay; Και εκεί λες φοβερό, ας πούμε. Πήγαμε, κάναμε το μπάνιο μας, ήταν ωραία. Κρύωσα εγώ, το οποίο μου κράτησε 3 μήνες μετά, αυτό το πράγμα. Αλλά δεν έχει σημασία. Δεν με νοιάζει. Δηλαδή ήταν εμπειρία ζωής. Συνεχίσαμε μετά προς τα παράλια της Τουρκίας, που είναι πιο πολύ ευρωπαϊκά, εξευρωπαϊσμένα όλα, είναι για τουρίστες και τέτοια. Κάτι, που δεν μπορώ να πω ότι μας άρεσε. Αυτά που είδαμε στο δρόμο ήταν κυρίως ελληνικά, ό,τι έβλεπες ήταν αρχαιοελληνικό, αρχαίο ρωμαϊκό. Θυμάμαι την βιβλιοθήκη του Αδριανού, πώς λεγότανε. Ήτανε μία πόλη ολόκληρη, με δεν ξέρω πόσους χιλιάδες κατοίκους έχει. Και μπορείς και περπατάς σήμερα στους δρόμους αυτής της πόλης, ας πούμε. Μετά είδαμε, πήγαμε στα: «Amyntas rock tombs» λέγονται. Θυμάμαι, ήταν τάφοι. Φαντάσου την Ακρόπολη, λαξευμένοι, ας πούμε, στους βράχους. Έτσι; Ήταν κάποιοι τάφοι με κίονες, με, με λεπτομέρειες αρχαιοελληνικές, ας πούμε, ή ρωμαϊκές. Μετά, μπαίνοντας πιο πολύ προς την ενδοχώρα μέσα, τα πράγματα άλλαζαν, τα σκηνικά άλλαζαν κάπως. Δεν ήταν τόσο εξευρωπαϊσμένα. Φτάσαμε πριν τη Καππαδοκία θυμάμαι, πήγαμε σε κάποιες υπόγειες πόλεις. Okay; Και αυτές τις είχανε φτιάξει οι Χριστιανοί, γιατί τους κυνηγούσαν οι Πέρσες τότε και οι Μουσουλμάνοι, ας πούμε. Οπότε, τις φτιάξαμε για να είναι… Και οι Ρωμαίοι, βασικά, κατά κύριο λόγο οι Ρωμαίοι. Τις φτιάξανε για να προστατευτούν, να έχουνε κάπου να μείνουνε. Και θυμάμαι, ήταν τόσο στενές και έχοντας μία κλειστοφοβία, ας πούμε, κάπου «στάκαρα», στάκαρα, πώς το λένε, σφήνωσα κάπου και με έσπρωξε ο Μακρής να ξεσφηνώσω. Και του έλεγα: «Πίσω, πίσω, πίσω» Οπότε βλέπεις και αυτό, πώς ζούσε ο κόσμος. Χώραγε, λέει, 4.000 άτομα. Έτσι; Είχε 10 πατώματα κάτω από το, κάτω από τη γη. Ήτανε πραγματικά φοβερό. Είδαμε σε όλη την περιοχή της Καππαδοκίας, είδαμε σκαμμένα στους τοίχους εκκλησιές, σπίτια. Δηλαδή, ο κόσμος ζούσε σε βράχους μέσα. Και μετά φτάνεις στην Καππαδοκία, που βλέπεις αυτό το πράγμα, το… Δεν είναι αυτό που περιμένεις ακριβώς, αλλά κάπως είναι. Δηλαδή, είναι κάπως απίστευτο, πως και εκεί ο άνθρωπος έμεινε. Ότι: «Δεν έχω ξύλα, δεν έχω εκείνο, θα μείνω μέσα στους βράχους, ας πούμε». Έσκαψε και έμεινε εκεί. Το κακό, βέβαια, ήταν ότι λόγω του καιρού δεν μπορέσαμε να πάμε βόλτα με αερόστατο. Οπότε δεν είδαμε τα αερόστατα. Και είναι ένα μέρος, που σίγουρα θα ξαναβρεθούμε εκεί πέρα, για να δούμε τα χιλιάδες αερόστατα, που καλύπτουν τον ουρανό. Το κακό εκεί είναι, ότι είναι πάρα πολύ, έχει πάρα πολλούς τουρίστες. Δηλαδή, πάλι Κινέζους θα δεις άπειρους. Αλλά αξίζει να το δεις. Δηλαδή βλέπω όλοι ταξιδιώτες, που έχουμε κάνει φοβερά ταξίδια, που είχαν ενδοιασμούς για αυτόν τον τόπο. Αλλά λέει: «Αξίζει να το δεις αυτό, αυτό το τοπίο, ας πούμε, τα αερόστατα και όλα αυτά». Και μετά συνεχίζουμε, σιγά-σιγά, σε πιο άγρια τοπία. Σε πιο άγρια τοπία.
Πώς αλλάζει το σκηνικό; Μου είπες, ότι κάποια στιγμή γίνεται, το θεωρείς ευρωπαϊκό, είναι κάτι, το οποίο έχει συνηθίσει, μπορεί και η φύση να είναι αντίστοιχη. Πώς αρχίζει και αλλάζει;
Εμείς φαντάσου, όταν φεύγαμε και πηγαίναμε προς την Καππαδοκία, είχαμε φύγει από το ευρωπαϊκό: κότερα, club και τέτοια. Οπότε, μπήκαμε προς τα μέσα και έβλεπες πιο ασιατικά, πιο πολλά τοπία της Ασίας. Γιατί από την Κωνσταντινούπολη και μετά είναι όλα Ασία. Παρότι δεν το αντιλαμβανόμαστε, η Κωνσταντινούπολη είναι το σημείο, που η Ευρώπη και Ασία χωρίζονται. Οπότε, βλέπεις πιο πολλά τοπία, πώς να τα πω; Όχι εξευρωπαϊσμένα. Αυτό. Το ότι δεν βλέπεις κότερα και ότι δεν βλέπεις… Θες να κάνουμε μία παύση;
Θέλεις;
Ναι, ναι, γιατί πίνω πολύ νερό τώρα, επειδή μιλάω και...
Μάλιστα. Ωραία λοιπόν, συνεχίζουμε ξανά.
Οπότε, φτάνουμε κάπου, αν θυμάμαι καλά, στην πόλη Mardin ή Mersin, και ξεκινάμε μετά την ανάβαση μας προς τα πάνω. Είδαμε ένα μικρό κομμάτι της Καππαδοκίας, που ήταν φουλ τουρίστες εκεί πέρα, και μετά φύγαμε, σιγά-σιγά, από τα τουριστικά μέρη. Ήμασταν στα σύνορα με Συρία σχεδόν, και ανεβήκαμε προς τα πάνω. Και ήτανε σε ένα σημείο, που ίσως ήταν το πιο όμορφο μέρος που μείναμε στη διαδρομή μας. Έτσι; Ήταν ένα μέρος, που λεγόταν Μαναστιλάρ Βαντίσι. Είναι η κοιλάδα των μοναστηριών και εκεί είχε μοναστήρια σκαμμένα, κυριολεκτικά, στο βράχο. Άπειρα μοναστήρια, δεν πήγαμε ποτέ να τα δούμε μέχρι μέσα. Ας πούμε, ήτανε μία κοιλάδα 2-3 χιλιόμετρα, που ήταν παντού σκαμμένα. Okay; Κατασκηνώσαμε εκεί. Τα μόνα που υπήρχαν γύρω ήτανε κάτι πρόβατα, κάτι βοσκοί και κάτι άλογα, που σου είπα, που μπήκανε μέσα και είχα χεστεί επάνω μου, συγνώμη κιόλας, το βράδυ εγώ. Και μετά φύγαμε από εκεί και Καππαδοκία, ας πούμε, φουλ Καππαδοκία. Το είδαμε, περιηγηθήκαμε λίγο, δεν πήγαμε στα, σε πολλά κάστρα και τέτοια, γιατί θέλαμε να μειώσουμε το κόστος, οπότε δεν υπήρχε λόγος να πληρώνουμε κάθε 10 μέτρα για να μπούμε σε ένα κάστρο. Κάναμε τη βόλτα μας. Κοιμηθήκαμε και εκεί. Δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να κάνουμε την βόλτα με τα αερόστατα, γιατί είχε κακό καιρό και μετά συνεχίσαμε για τα σύνορα με Συρία. Δηλαδή, βλέπαμε παντού πινακίδες, ας πούμε, προς Ιράν. Δηλαδή, εκεί που έβλεπες πινακίδες «Προς καταρράκτες, ξέρω εγώ, Μοκιστιάνου» στην Ελλάδα ή «Προς Λαμία», «Προς Λάρισα», έβλεπες πινακίδες «Προς Ιράν» και έλεγες: «Αρχίζω και το όνειρο αυτό, που είχα κάποτε στο μυαλό μου, να δω τέτοια μέρη. Και τα βλέπω». Okay; Και αλλάζει, όπως είπαμε, τελείως το τοπίο. Θα δεις κτήρια διαφορετικής κατασκευής, δηλαδή όχι εκκλησίες, τζαμιά πιο πολλά, πιο παραδοσιακά κτίρια, πως χτίζανε πριν 500 χρόνια. Πώς εμείς έχουμε τα, στα Ζαγοροχώρια τα σπίτια με τις πέτρες, εκεί είχανε τα σπίτια από άμμο, ας πούμε, ή από χώμα ή από οτιδήποτε άλλο. Και φτάναμε σε κάποιο σημείο, που πήγαμε σε ένα χωριό, πώς λεγότανε; Που δεν θέλω να το ξαναδώ αυτό το χωριό, το καταράστηκα δηλαδή. Γιατί, αφού μέναμε σε σκηνή, ας πούμε, και κάναμε μπάνιο σε οποιοδήποτε σημείο υπήρχε μία βρύση ή κάτι, μέχρι που βρήκαμε μία βρύση και αρχίσαμε και πλενόμασταν και καταλάβαμε ότι ήτανε νεκροταφείο το σημείο, ας πούμε, και του λέω: «Πρέπει να κάνουμε μπάνιο, μαλάκα», του λέω «θα κλείσω εγώ στο καλύτερο. Έχω βρει ένα» του λέω «στο κάστρο μέσα δωμάτιο, μπάνιο, από όλα, τα πάντα». Εν τέλει το κλείνω, φτάνουμε εκεί πέρα, ήταν μία καφετέρια μέσα στο κάστρο, η οποία το βράδυ έκλεινε και νοίκιαζε το χώρο, ας πούμε, της καφετέριας για να κοιμηθούμε. Και με το χτυπάει αυτό ο άλλος, ο φίλος μου τώρα ότι: «Πού μας έκλεισες και μείναμε». Ούτε καν μπάνιο δεν είχε. Πήγαμε και πλυθήκαμε στη βρύση, ας πούμε, το πώς το λένε του μαγαζιού. Εντάξει, πες, πέρασε αυτό. Το χειρότερο δεν ήταν αυτό εκείνη τη μέρα. Το χειρότερο ήταν, ότι ήμασταν στο Ραμαζάνι, είχαμε πέσει στο Ραμαζάνι. Και τρώνε μόνο, όταν θα πέσει ο ήλιος. Και λέμε, «Πάμε να φάμε», γιατί μας έχει «κόψει» ας πούμε. Και καθόμαστε σε ένα τραπέζι, βλέπαμε εκεί ταμπέλες, φώτα, βιτρίνες, να έχουνε τσιπούρες επάνω, μπριζόλες και τέτοια, τα πάντα δηλαδή. Και λέμε: «Θα φάμε», «Θα τα παραγγείλω όλα -του λέω του Μακρή». Εν τέλει, έρχεται ο τύπος, μας φέρνει ένα τσάι για να μας καλωσορίσει, πράγμα που αν το πιείς σε μουσουλμανικές χώρες, βάζουνε 10 κιλά ζάχαρη μέσα και παθαίνεις το πρώτο σοκ. Μετά, αφού το πίνουμε το τσάι, του λέμε: «Έλα να παραγγείλουμε». Μας λέει: «Δεν έχει φαΐ, τίποτα, ραμαζάνι» Του λέω: «Τι δεν έχει φαΐ, ρε φίλε, -του λέω- τίποτα; Αυτά εδώ που έχεις, ξέρω εγώ, που λέει μπριζόλα 2 ευρώ, 3;». «Όχι, δεν έχουμε τίποτα». «Εκεί», του λέω «απέναντι;». «Ούτε εκεί» μου λέει. Να βλέπεις φώτα και βιτρίνες και να μην πουλάει κανένας τίποτα, ήτανε τρομερό. Και του λέω: «Που έχει φαΐ;». Μου λέει: «Στο δίπλα χωριό, 40 χιλιόμετρα». Εν τέλει, ήτανε μία μέρα, που μείναμε νηστικοί, ας πούμε. Και γλείψαμε και οι 2 μία κονσέρβα, που είχα κάπου, πάνω στο μηχανάκι. [01:20:00]Και την άλλη μέρα, η μέρα ξεκίνησε αναζητώντας τροφή, ας πούμε. Αφού δεν δαγκώσαμε κανέναν. Και φύγαμε από αυτό το χωριό, το οποίο το καταράστηκα και μετά έμαθα ότι αυτό το χωριό θα γίνει η τεχνητή λίμνη, οπότε η ευχή μου θα πιάσει. Οπότε θα το βυθίσουνε. Και ανεβήκαμε προς τα πάνω και ήτανε η πρώτη βραδιά, η τελευταία, ας πούμε, βραδιά στην Τουρκία. Γιατί μετά κατευθυνόμασταν για Γεωργία. Και μείναμε... Όχι, ήταν η προτελευταία. Και μείναμε δίπλα από ένα κάστρο, φοβερό αυτό το κάστρο για την εποχή του, ας πούμε. Και σε ένα κάμπινγκ του τύπου, έχω ένα κτίριο και απλά όποιος θέλει στήνει γύρω-γύρω και προσφέρω φαγητό, που είναι τόσο χάλια, που δεν μπορείς να φανταστείς. Μας πήγε και είδαμε ας πούμε… Άνοιξε το ψυγείο και είχε έναν κιμά, που δεν ξέρω, πόσο καιρό ήτανε αυτός ο κιμάς μέσα. Εν τέλει το φάγαμε, δεν πάθαμε τίποτα. Και εκεί βλέπουμε έναν τύπο με ένα τροχόσπιτο, ο οποίος μίλαγε κάτι αγγλικά σαν να είναι νεάτερνταλ. Φώναζε εκείνο: «Φέρε μου εκείνο» στα αγγλικά. Και κάτι ψυλλιαζόμαστε ότι είναι Έλληνας. Οπότε και πετυχαίνουμε Έλληνα στην άκρη του πουθενά. Έτσι; Και λέμε, πάει ο Μακρής και του λέει: «Ελλάδα». Και, τέλος πάντων, βρεθήκαμε. Ήταν ένας κύριος 60-φεύγα, με ένα τροχόσπιτο και 2 σκυλιά, ο οποίος πήγαινε στο Ιράν. Οπότε, καθίσαμε μαζί του, τα είπαμε όλα, πώς ξεκίνησε να ταξιδεύει και αυτός, μας έλεγε, ότι: «Είχα ένα βαν, ας πούμε, και έκατσα 6 μήνες στο Μαρόκο». Μας είπε πράγματα που... «Παιδιά» λέει «ταξιδέψτε, μην το σκέφτεστε. Με το οτιδήποτε, έτσι. Έχεις ένα αυτοκίνητο; Κοιμήσου στο αυτοκίνητο. Έχεις μία μηχανή; Πάρε μία σκηνή» Και θυμάμαι του είχε πει ο Μακρής: «Σε ζηλεύω πάρα πολύ, με τόσα ταξίδια που έχετε κάνει» Και φαντάσου τώρα στον Μακρή να πει αυτό το πράγμα. Και του λέει: «Εγώ σας ζηλεύω, που έχετε παραπάνω χρόνο από μένα. Οπότε, αυτό που έχετε, χρησιμοποιήσετε το, όσο πιο πολύ μπορείτε» Έτσι; Και θυμάμαι, ότι, ο τύπος πήγαινε προς Ιράν, είναι μία μεγάλη διαδικασία για να πας στο Ιράν. Πρέπει να βγάλεις πινακίδες. Είναι το κόστος γύρω 800 ευρώ, μόνο για να μπορέσεις να μπεις μέσα στη χώρα με πινακίδες καινούργιες. Και θυμάμαι είχε να κάνει ένα ταξίδι γύρω στα 8.000 χιλιομέτρων και το κόστος του θα ήταν γύρω στα 80 ευρώ για το πετρέλαιο. Μιλάμε, η τιμή του πετρελαίου έχει 6 λεπτά το λίτρο. Και το Ιράν άσε που είναι, αν δεν κάνω λάθος, η πρώτη χώρα που υπήρξε ποτέ, ας πούμε. Από τις πρώτο-ιδρυθείσες χώρες. Έχει τόσα πράγματα να δεις. Μέχρι και σκι. Νομίζουμε ότι είναι έρημος, έχει μέχρι και χιονοδρομικά κέντρα. Αλλά τώρα ανεβαίνει το Ιράν, τώρα πρόσφατα. Την τελευταία δεκαετία, ας πούμε, αρχίζει και γίνεται τουριστικό. Και είναι μία ευκαιρία να πάει ο οποιοσδήποτε για να δει ναούς, να δει πράγματα 5000 ετών, ας πούμε, ευρήματα. Okay; Εν τέλει, πήραμε ό,τι πήραμε από αυτόν τον άνθρωπο, έφυγε αυτός προς το δρόμο του, εμείς συνεχίσαμε για την τελευταία μέρα πλέον για την Τουρκία, για να μπούμε στη Γεωργία. Που κοιμηθήκαμε κάπου πριν τα σύνορα, σε ένα, βρήκαμε ένα πάρα πολύ ωραίο σποτάκι. Είχε μέρος να κάτσεις, είχε μία πέργκολα. Στήσαμε από κάτω, όλα κομπλέ. Μέχρι τη στιγμή που ακούω ένα θόρυβο απέξω. Ήταν κάτι. Στο είπα; Ναι, το είπα και πιο πριν. Ήτανε κάτι μεγάλο, τέλος πάντων. Πρέπει να ήτανε αρκούδα. Δεν βγήκα έξω να δω, αν είναι αρκούδα. Γιατί δεν θα ήμουνα τώρα εδώ πέρα. Πέρασε και αυτή η νύχτα.
Τι κάνατε, όταν ακούτε αυτό το θόρυβο;
Τίποτα. Προσπαθείς να είσαι ακίνητος, να μην κάνεις φασαρία και απλά να περάσει αυτό, που είναι απέξω, ας πούμε. Δηλαδή είναι, ξέρεις. Πιάνεις τον άλλον: «Ρε μαλάκα, ξύπνα, αρκούδα; -ξέρω εγώ- Τι είναι αυτό;». Να ξυπνήσει ο άλλος, να δει, τι είναι. Ησυχία και τέτοια. Να ρίχνεις ματιές από τη σκηνή, να προσπαθείς, αλλά λες: «Μην βγάλω το κεφάλι μου από έξω και μου το φάει τίποτα». Και είναι κάποια πράγματα, που αυτά μένουν, ρε παιδί μου, οι, ας πούμε, όχι οι κακές στιγμές, ας πούμε, κάπως, αυτά που φοβήθηκες, αυτά που γλίτωσες. Και μου έστειλε μία χαρακτηριστική φωτογραφία ο φίλος μου τελευταία, που ήτανε μία σκηνή, μία ζωγραφιά, που είναι μία σκηνή και 40 αρκούδες γύρω-γύρω. Και κάθονται και κοιτάνε την σκηνή και λέει από μέσα ο άντρας: «Αγάπη μου, σταμάτα» λέει «να νομίζεις ότι οποιοσδήποτε θόρυβος απέξω είναι αρκούδα» και ήταν 40 αρκούδες απέξω. Έχει πλάκα. Οπότε, πέρασε και αυτό και περάσαμε πλέον στην, στη Γεωργία. Είχαμε διαβάσει αρκετά πράγματα για τη Γεωργία, κακό οδικό δίκτυο, προσοχή στους αστυνομικούς γιατί θα κοιτάξουμε να σε κλέψουν, να πάρουνε μίζες και τέτοια. Το πρόβλημα δεν ήταν αυτό όμως στην Γεωργία. Είχαμε…ο πρόγραμμά μας ήτανε, να πάμε να δούμε τα Καρπάθια όρη. Okay; Το πρόγραμμα ήρθε και άλλαξε η ζημιά στο μηχανάκι μου. Παθαίνω κάτι με την μπαταρία, το οποίο κάηκε, και έπρεπε να βρούμε ένα τρόπο να, δεν ξέρω, να το φτιάξουμε, να πάμε παραπέρα. Εν τέλει, το πρόγραμμα άλλαξε και ο προορισμός πλέον ήτανε η Τιφλίδα.
Τι γίνεται τότε με το μηχανάκι;
Θα σου πω, τώρα ακριβώς, τι γίνεται με το μηχανάκι. Καίγεται η μπαταρία. Τι θα κάνουμε;
Μέσα στο δρόμο;
Ναι, είσαι, φαντάσου, μακριά από την Τιφλίδα 350 χιλιόμετρα, ας πούμε. Οπότε, πρέπει να φτάσεις κάπως στην Τιφλίδα ή σε κάποιο μέρος που να υπάρχει μηχανικός. Και είμαστε σε ένα χωριό, τώρα, πριν από ένα χωριό βασικά, που αφήνω εγώ το μηχανάκι και του λέω: «Πήγαινε, βρες στην αστυνομία, κάπου». Και φεύγει ο φίλος μου ο Αλέξης και πήγε σε ένα χωριό, το οποίο δεν μίλαγε κανένας Αγγλικά, δεν ήθελε κανένας να βοηθήσει. Και με νοήματα και…Δηλαδή, πήγε στην αστυνομία, του είπε: «Φίλε, δεν μπορώ να σε βοηθήσω». Μέσα στην τράπεζα πήγε και φώναζε, ας πούμε: «Σας παρακαλώ, βοηθήστε με». Και στο φανάρι, που είναι, για καλή μας τύχη, είναι ένας τύπος με αυτοκίνητο για βλάβες, που μπορεί να κουβαλήσει ένα αυτοκίνητο ή μία μηχανή. Και μπήκε μπροστά, του κόβει το δρόμο και με νοήματα του λέει, του έκανε νοήματα, ας πούμε: «Έχουμε μία μηχανή και θέλουμε να την πάμε εκεί». Και εν τέλει, εμφανίζεται ο Μακρής από το πουθενά, ας πούμε, με έναν τύπο μουστακαλή, με ένα φορτηγό. Αφού καταφέρνουμε να συνεννοηθούμε, χρήματα και τέτοια, που ήτανε πάρα πολύ λίγα, ας πούμε, για δεδομένα Ελλάδας, μας πήγε μακριά 350 χιλιόμετρα, με ένα 80αρι, ας πούμε. Και, εν τέλει, πήγαμε, το φτιάξαμε, όλα κομπλέ. Ήταν μία διαδρομή 6-7 ώρες με τι, δεν ξέρω και εγώ, που πήγα με τον μπάρμπα, τον μουστακαλή. Πηγαίναμε μαζί του. Το οποίο γινότανε προσπεράσεις θανάτου, ας πούμε, μέσα από κάτι δρόμους. Μέχρι και αστυνομικοί βγαίνανε στο αντίθετο, για να κάνουνε προσπέραση και δεν σε κοιτάγανε. Τέτοια πράγματα. Και κάπου το απόγευμα φτάνω, Τιφλίδα και έπρεπε να συνεννοηθώ και με το Μακρή, που είμαι. Δεν είχα ίντερνετ, δεν είχα πάρει κάρτα, και κάπως από δω, κάπως από εκεί, βρήκαμε και ένα μηχανικό και το άφησα το μηχανάκι. Και ο Μακρής, ο κλασικός Μακρής, που έχει φίλους σε όλο τον κόσμο, είχε έναν φίλο από την Ιταλία. Κάπου στο…Που Σπούδαζε στην Τιφλίδα. Οπότε, νοικιάσαμε ένα hostel και είδαμε και την Τιφλίδα. Πράγμα που, είναι φοβερή πόλη. Έτσι; Είναι…Πραγματικά, στην Αθήνα θα έπρεπε να ντρεπόμαστε με τα σκουπίδια και με τις υποδομές, που δεν έχουμε. Έτσι; Ήταν μία πόλη πολύ μπροστά, άσχετα ότι για να φτάσεις εκεί έπρεπε να περάσεις από καρόδρομους. Αλλά, έβλεπες σποτάκια παντού, να φορτίσει το κινητό σου. Έβλεπες αδέσποτα ζώα να είναι όλα μαρκαρισμένα και να υπάρχει παντού να φάνε, τροφή, νερό, τα πάντα. Έβλεπες να, ανακύκλωση παντού. Έβλεπες φοβερά πράγματα δηλαδή. Ήταν…Αλλάζει το πως σκέφτεσαι, ότι μία χώρα είναι πολύ πίσω, ενώ είναι πολύ πιο μπροστά από σένα. Οπότε, περάσαμε 2-3 μέρες στην Τιφλίδα. Ωραία ήτανε, πολύ φθηνά τα πάντα. Δηλαδή, χαρακτηριστικά θυμάμαι, πήγαμε, φάγαμε 3 άτομα με κρασί, πιάτο ο καθένας, φαγητά, τα πάντα με 10 ευρώ, ας πούμε. Δηλαδή, ήτανε αστείο. Και μετά ξεκίνησε το ταξίδι, σιγά-σιγά, της επιστροφής.
Να σε ρωτήσω κάτι, για τότε, που χάλασε η μηχανή; Που εσύ, έχεις μείνει μόνος σου, χωρίς, χωρίς να έχεις Internet, χωρίς να μπορείς να επικοινωνήσεις με το φίλο σου, που έχει φύγει, σε ένα πρόβλημα εκείνη τη στιγμή, που είσαι σε μία ξένη χώρα. Πώς αισθάνεσαι; Πώς ήταν εκείνη η ώρα, που περίμενες τον Άλεξ, να γυρίσει;
Κοίταξε, θα σου συνεχίσω πιο μετά, που είναι ακόμα χειρότερα τα πράγματα. Σε εκείνο το σημείο υπήρχε κόσμος στο δρόμο, που σου έλεγε: «Δίπλα είναι το χωριό, θα το βρείτε και τέτοια». Έβλεπες ποδηλάτες, που είχαν έρθει από τη Γερμανία, ας πούμε. Οπότε, κάποιος άνθρωπος σε… Έβλεπες κόσμο και παρηγοριόσουν, ότι θα βρεις κάτι. Ήταν η πρώτη επαφή με τη χώρα αυτή. Οπότε δεν ήξερες τι θα αντιμετωπίσεις. Ξέρεις σε πιάνανε εκεί: «Γαμώτο, γιατί σε μένα. Και εκείνο, το καλό μηχανάκι» και τέτοια. Αλλά βρέθηκε γρήγορα η λύση. Okay; Και για αυτό και προχωρήσαμε «μπαμ-μπαμ». Δεν το καταλάβαμε, ήμασταν τυχεροί και δεν είχα πάρα πολύ χρόνο να, να τρελαθώ, ας πούμε. Το πρόβλημα εμφανίστηκε αφού φύγαμε από το…Άλλο πρόβλημα βέβαια. Αφού φύγαμε από το την Τιφλίδα και πήραμε το δρόμο της επιστροφής -Έτσι;- και σε κάποιο σημείο, τέλος πάντων, γύρω στα 300 χιλιόμετρα από Τιφλίδα, μου σ[01:30:00]πάει η αλυσίδα από το μηχανάκι. Έτσι; Δηλαδή άλλη γκαντεμιά. Και να σου δείξω και στο χάρτη κιόλας, τι εννοώ. Εδώ είναι η Γεωργία, εδώ είναι το, η Τιφλίδα και εδώ είναι το Μπατούμι. Εμείς, κάπου εδώ, μου σπάει η αλυσίδα, στα 100 χιλιόμετρα περίπου, 150 χιλιόμετρα από το Μπατούμι. Εκεί είπα: «Εντάξει, δεν γίνεται. Ποιος μας έχει βρίσει, ας πούμε; Ποιος μας έχει καταραστεί;». Και του λέω: «Φύγε τώρα, να πας». Ο Μακρής να φωνάζει: «Το μπουρδέλο, μας έχει γαμήσει». Ξέρεις. Ο Μακρής να φωνάζει τώρα. Του λέω: «Πήγαινε στο Μπατούμι και βρες μου αλυσίδα, τώρα». Φεύγει ο Μακρής, είναι μία απόσταση, ας πούμε, για το Μπατούμι, ας πούμε, Κόρινθο-Πάτρα παραδείγματος χάρη. Έτσι; Φεύγει, εγώ έμεινα μόνος μου σε ένα σημείο, το οποίο ήταν πάνω σε μία στροφή. Δηλαδή, το σπάσιμο της αλυσίδας εκεί, ήτανε πολύ επικίνδυνο. Γιατί μου μπλοκάρισε ο πίσω τροχός, ερχότανε μια νταλίκα πίσω. Κατάφερα και το έσωσα και βγήκα από το δρόμο, χωρίς να πέσω και έμεινα σε ένα σημείο πάνω σε μία στροφή στο πουθενά, με λίγα σπίτια γύρω και, και εκεί με έπιασε. Δηλαδή, άρχισα και στεναχωριόμουν πάρα πολύ. Έλεγα: «Τι θα κάνω; Γιατί, γιατί θα πάει όλο το ταξίδι» λέω «θα πάει στράφι», ας πούμε. Και εκεί πέρασε ένας άνθρωπος, ήτανε ο πρώτος άνθρωπος, που με βοήθησε στη Γεωργία. Σύνολο 2 άτομα με βοήθησαν. Ήταν ένας κύριος, που περπατούσε… Ήταν ανάπηρος και περπατούσε με ένα μπαστουνάκι. Πήγαινε απλά για να κάνει τη γυμναστική του, για να, δεν ξέρω τι. Και μου έκανε μόνο νοήματα, ότι: «Όλα καλά θα πάνε, μην ανησυχείς» Δηλαδή, σαν να λες: «Δεν βλέπεις εδώ, ας πούμε. Γιατί, δεν είναι πρόβλημα αυτό. Θα το βρεις, δεν έπαθες κάτι», ας πούμε. Και όντως, αυτό μου έδωσε δύναμη και το πήρα το μηχανάκι στα χέρια και το έσπρωξα για καμιά 500 μέτρα και βρήκα ένα σποτάκι με Internet, δίπλα από ένα σούπερ-μάρκετ. Okay; Οπότε αυτός, τον θυμάμαι ξεκάθαρα. Κλείνω τα μάτια μου και τον θυμάμαι αυτόν τον άνθρωπο. Έτσι; Ήταν, ήταν με μουστάκι, έτσι, στα 70-φεύγα. Και περίμενα, περίμενα, έστειλα του Μακρή μήνυμα: «Είμαι εδώ, για να με βρεις ». Okay; Ο οποίος Μακρής πήγε στον Μπατούμι, έψαξε όλα τα μαγαζιά, δεν βρήκε αλυσίδα. Γυρνάει πίσω, είχε βραδιάσει. Γύρισε ουρλιάζοντας και κλαίγοντας. Γιατί το Google Maps όλως τυχαίως, τον έβγαλε μέσα από κάτι βουνά. Το οποίο είναι και άλλη μία ιστορία αυτό. Μου λέει: «Με έβγαλε σε κάτι βουνά, για κανένα μισάωρο μέσα σε χωματόδρομους με λάσπες». Ήταν γεμάτος λάσπες, είχε ένα κουτί πίσω με χατσαπούρι, που τα λένε, κάτι μεγάλα πεϊνιρλί, και είχε φέρει για να φάμε. Και μου λέει: «Με έβγαλε μέσα από κάτι βουνά και βγήκα σε ένα μοναστήρι». Σ' το έχει πει αυτό; «Βγήκα σε ένα μοναστήρι και του λέω και εκεί που ήμουνα, μου λέει, μαλάκα...» Δηλαδή, πραγματικά, ήταν συγκινητικό αυτό, για τσόντα κυριολεκτικά. Θα σου πω τώρα. «Σκάει ένα λεωφορείο» μου λέει «με μοναχές. Οι οποίες ήταν όλες από 18 έως 25 χρόνων, ας πούμε». Και του λένε: «Κάτσε εδώ. Θα κοιμηθείς εδώ το βράδυ». Δηλαδή, κάτι εξωπραγματικά πράγματα, που ζεις, που θα θυμάσαι για πάντα, ας πούμε, μετά. Και του λέω: «Πού, ρε μαλάκα; Γιατί δεν με πήρες τηλέφωνο να έρθω;» του λέω. Και εν τέλει, γύρισε. Δεν βρήκε αλυσίδα και έπρεπε, αφού είχε κάνει σχεδόν 300 χιλιόμετρα, μπρος-πίσω, έπρεπε να γυρίσουμε πάλι πίσω στην Τιφλίδα, για να βρω αλυσίδα. Οπότε, τι κάναμε; Έπρεπε να αφήσω κάπου το μηχανάκι. Βρήκα κάπου να το κρύψω, πίσω από ένα μέρος. Και εκεί ήρθε και το δεύτερο άτομο, που μας βοήθησε. Ήταν ένα παιδάκι. Okay; Ήτανε το παιδί της κυρίας, που είχε το σούπερ-μάρκετ και μίλαγε λίγα αγγλικά το παιδάκι. Και μου λέει: «Θέλεις βοήθεια;». Πήγε, φώναξε τη μάνα του, να βάλω το μηχανάκι μέσα στο σουπερμάρκετ. Οπότε αυτό το παιδάκι το θυμάμαι, αυτό με το αδερφάκι του. Ήταν 7-8 χρόνων, ας πούμε. Και μετά, πάλι πίσω, Γεωργία, στην Τιφλίδα. Και πήραμε μία αλυσίδα. Το μπρος-πίσω, 600 χιλιόμετρα, ας πούμε. Κοιμηθήκαμε άλλο ένα βράδυ στον φίλο του Αλέξη και γυρίσαμε πίσω. Βάλαμε την αλυσίδα και φύγαμε με μία ανακούφιση, ότι τελείωσε όλο αυτό. Okay; Η επιστροφή από βόρεια ήταν λίγο αδιάφορη, μπορώ να πω. Δηλαδή, εκτός από ένα σημείο, ας πούμε. Αφού περάσαμε το Μπατούμι και περάσαμε τα σύνορα, ήταν λίγα τα σημεία που είδαμε. Δηλαδή, έβλεπες το, πιο κάτω βέβαια, τον ποταμό Τίγρη και τον Ευφράτη, ας πούμε, που ήταν κάποια σημεία, που μας λέγανε στην ιστορία κάποτε, στην Τετάρτη δημοτικού, ότι έφτασε μέχρι εκεί ο Μέγας Αλέξανδρος. Και λες: «Ω, είμαι εδώ πέρα», ας πούμε. Παρ' όλα αυτά έβλεπες πόλεις όπως η Τραπεζούντα, η Σαμψούντα και αυτά, που ήτανε απλά αχανείς πόλεις, που απλά θέλεις να περάσεις και να φύγεις. Δεν είχε κάτι. Ήταν, θυμάμαι, ήταν βροχερές οι ημέρες, έτσι. Και δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο να κάτσεις, ούτε θέλαμε πολύ να το πολυψάξουμε και ούτε το είχαμε πολυψάξει. Έτσι; Να κάτσω στην Τραπεζούντα, μία χώρα, δεν ξέρω, πόσων εκατομμυρίων ανθρώπων, δεν έχει σχεδόν τίποτα. Και συνεχίσαμε, συνεχίσαμε, συνεχίσαμε παραλιακά και φτάσαμε στην Παναγία την Σουμελά. Να κάνουμε μία παύση, να στείλω ένα μήνυμα;
Θα το ξαναγυρίσουμε εκεί. Λοιπόν, ωραία.
Ωραία, συνεχίζουμε λοιπόν. Είμαστε στη βόρεια πλευρά, παραβλέπουμε τελείως την Σαμψούντα, Τραπεζούντα και τα λοιπά και κατευθυνόμασταν για την Παναγία την Σουμελά, που ήταν κάτι, που θέλαμε να δούμε. Έλεγαν ότι είχε ανοίξει, ότι δεν έχει ανοίξει, ότι θα μπορούμε να μπούμε μέσα. Τελικά δεν μπορέσαμε να μπούμε μέσα, γιατί έκαναν έργα αποκατάστασης του χώρου. Γιατί ήτανε τελείως βανδαλισμένος ο χώρος, ας πούμε. Και σίγουρα δεν ήταν αυτό που μας λέγανε, ότι οι Τούρκοι τα βανδάλισαν. Οποιοσδήποτε πήγαινε εκεί και απλά έγραφε τους τοίχους και ό,τι έκανε. Και πιστεύω μέχρι τώρα θα έχει ανοίξει για να πας να τη δεις. Οπότε, είναι και αυτό, είναι σημείο που θα θέλαμε να ξαναπάμε, σίγουρα, αν μας βγάλει ο δρόμος από κει. Και μετά φεύγουμε από την από την Παναγία την Σουμελά και κατευθυνόμαστε σιγά-σιγά προς τα πίσω. Okay; Ξεκίνησε σιγά-σιγά, πάλι αυτό το τράβηγμα. Όχι τόσο πολύ σε μένα, αλλά στον Μακρή, γιατί έπρεπε να φτάσει στη δουλειά του κάποια στιγμή. Όποτε, αρχίζαμε και βιαζόμασταν, ας πούμε. Okay; Τρέχαμε, τρέχαμε, τρέχαμε για να προλάβουμε, πάλι μπαίναμε σε αυτούς τους ρυθμούς της πόλης και της και της βιασύνης. Okay; Και θα φτάσουμε, τελικά, στην Κωνσταντινούπολη, την Πόλη των πόλεων. Κάποτε είχα περάσει με το καράβι από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν ένα από τα πιο όμορφα τοπία που έχω δει, γιατί ήτανε και στο τρίτο μπάρκο. Περάσαμε και ήταν Δεκέμβρης και χιόνιζε και περνάγαμε τα στενά και ήταν όλη η πόλη χιονισμένη. Δηλαδή, ήταν απίστευτο αυτό το πράγμα. Λέω: «Αυτό θέλω να το δω, αλλά σε διακοπές. Όχι τώρα, που είμαι κομμάτια και δεν μπορώ να περπατήσω από τη δουλειά». Και ήταν κάτι το φοβερό και να, που βρέθηκα μετά από χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Όχι βέβαια, με αυτό το τοπίο. Και πήγαμε σε ένα hostel, μείναμε και αποφασίσαμε ότι ο Αλέξης θα συνεχίσει μόνος του για πίσω, εγώ θα κάτσω 2-3 μέρες ακόμη να δω, να κάνω καμιά βόλτα, να φάω κάτι διαφορετικό και είδαμε τα βασικά μαζί, την Αγία Σοφία, ας πούμε. Και κάναμε μία απλή βόλτα στα στενά, στο παζάρι και σε αυτά. Στην Αγιά Σοφία έχεις πάει; Είναι. Εντάξει, όταν μπαίνεις μέσα, λες: «Πώς το έφτιαξαν αυτό το πράγμα;». Ήταν, είναι τρομερό. Εντάξει, στεναχωριέσαι, που το βλέπεις στα χέρια κάποιου άλλου. Αλλά, όπως είχε πει και κάποιος άλλος: «Αν το είχαμε εμείς, δεν θα είχε μείνει τίποτα. Οπότε, καλύτερα που το έχουν αυτοί και τζάμι και το περιποιούνται, πάρα, παρά να, τόσα πράγματα που έχουμε εμείς και δεν τα προσέχουμε». Τέλος πάντων. Ήτανε κάτι το φοβερό, να το δεις αυτό και το Μπλε Τζαμί, που δεν είναι τόσο φαντασμαγορικό. Αλλά η Αγία Σοφία είναι τρομερή. Και ήταν ένα σημείο ακριβώς που ήθελα να πάω. Είχα δει μία φωτογραφία, είχα διαβάσει ένα βιβλίο του Αλέξανδρου Βροχίδη, ενός παιδιού που έχει ταξιδέψει δηλαδή σε φοβερά μέρη με τη μηχανή του. Και είχα δει μία χαρακτηριστική φωτογραφία, που ήταν η Αγία Σοφία με μία τριανταφυλλιά. Έβλεπες την τριανταφυλλιά και πίσω έβλεπες την Αγία Σοφία. Και αυτή η φωτογραφία με είχε τραβήξει να μείνω σε αυτή την πόλη. Κάτσε να τη βρω. Τριανταφυλλιά ήταν; Όχι. Αυτή η φωτογραφία ήταν. Να το, που λέει: «Αντίκρισα για πρώτη φορά την Αγία Σοφία, για την οποία από μικρό παιδί άκουγα τόσα. Σάστισα στη θέα της, ίσως όχι λόγω της ομορφιάς της, αλλά επειδή ένιωθα, πως βρισκόμουν μπροστά σε αυτό το θρυλικό ναό του Βυζαντίου, το λαμπρότερο όλων». Γράφει ο Ηλίας Βροχίδης. Και ήθελα να δω και εγώ αυτό, που είπε ο Ηλίας, και το είδα. Okay; Μετά, με αφήνει ο Αλέξης, μένω μόνος μου στο ίδιο hostel που έμεινα άλλες 2 μέρες. Δεν μπορώ να πω ότι τρελάθηκα με την Κωνσταντινούπολη παραπέρα γιατί είχε πάρα πολύ κίνηση και δεν μου άρεσε αυτό. Δηλαδή ήταν επικίνδυνα τα πράγματα. Οπότε άφησα τη μηχανή και το πήγα περπατώντας. Και άφησα, όπου με πάει, δεν είχα κάποιο πρόγραμμα. Και έτυχε και βρήκα κάποιες κρουαζιέρες, που κάνανε στο, στα στενά, και κατά τύχη μπήκα μέσα και ήταν κάτι ωραίο να βλέπεις έναν τόπο μακριά, από το καράβι. Αλλά σε καράβι βέβαια, αλλά αυτή τη φορά με το βλέμμα του ταξιδιώτη. Και ήταν πολύ όμορφα. Αυτή τη στιγμή ήταν πολύ όμορφη. Ήταν μία στιγμή ελευθερίας. Έτσι; Όλα κυλούσαν αργά, είχε φύγει ο Μακρής που βιαζόταν να πάει στη δουλειά. Οπότε δεν με, δεν με ένοιαζε κάτι. Δηλαδή, δεν με [01:40:00]τράβαγε κάτι. Και έφτασε η ώρα που και εγώ έφυγα από την Κωνσταντινούπολη. Σιγά-σιγά, ήρθα στην Θεσσαλονίκη και ξανά, με το που μπαίνεις στην Ελλάδα βλέπεις τα αρνητικά τα δικά μας. Δηλαδή κακούς δρόμους, διόδια παντού, αλλά εντάξει, ένιωθες, ότι μόλις περνούσες στα σύνορα ότι σου είχε λείψει και λίγο και η Ελλάδα. Δηλαδή αυτό, την επιστροφή πάλι, που περνάς από το τουρκικό φυλάκιο στο ελληνικό φυλάκιο και λες: «Ελλάδα ρε παιδί μου» Έτσι; Έχει μία άλλη χαρά, ας πούμε. Είναι και αυτό μία, σαν να επιστρέφεις στη μάνα σου, να την αγκαλιάζεις. Ήταν ωραίο συναίσθημα και αυτό. Και πιστεύω ότι τα ταξίδια, έτσι όπως το βλέπω σε κάθε ταξίδι, ότι φεύγω, για να γυρίσω. Δηλαδή, είναι ωραίο να φεύγεις, αλλά να μπορείς να γυρίσεις μετά, να πεις την ιστορία σου στους άλλους. Αυτό, αυτό, ίσως, είναι που με τράβηξε, που με ρώτησες πριν, γιατί ταξιδεύω. Φεύγω για να γυρίσω. Είδες, το θυμήθηκα. Ωραία.
Πώς ήταν η εμπειρία με τους ανθρώπους σε όλα αυτά τα μέρη που πήγες;
Κοίτα, από μικρά παιδιά μάς λένε: «Οι Τούρκοι θα σας φάνε», για τον πόλεμο, για οτιδήποτε, για την έχθρα που έχει μεταξύ μας. Και διαβάζοντας κάποια βιβλία, έβλεπα ταξιδιώτες που πήγαιναν για να δουν, τι συμβαίνει όντως, όχι μόνο στην Τουρκία, παντού. Ότι «στην Αφρική είναι φτωχοί», είναι το ένα, είναι το άλλο, δεν έχουνε να φάνε, χίλια πράγματα, χίλιες προκαταλήψεις, που μας βάζουν από μικρούς, ότι «ο Τούρκος θα σας φάει, ότι ο Αλβανός, ας πούμε, θα σε σκοτώσει», ότι εκεί… Οπότε, εσύ μπορεί να τα καταρρίψεις αυτά, ταξιδεύοντας εκεί και βλέποντάς τα. Εμείς στην Τουρκία πραγματικά εκπλαγήκαμε. Γιατί, όταν άκουγαν, ότι είμαστε Έλληνες: «Γιουνάν» δηλαδή… Σε σταματάει ο αστυνομικός και κοίταγε και έλεγε: «Γιουνάν; Να φύγετε, ξέρω γω, δεν μας νοιάζει». Δηλαδή, σε σταμάταγαν να πιει ένα τσάι μαζί τους, όπως μου είπες και εσύ, να κάτσεις. Δηλαδή την πρώτη μέρα που κοιμηθήκαμε, ήμασταν σε ένα καφενεδάκι. Μόλις ήτανε, είδαν, ότι είμαστε Έλληνες, να κάτσουμε, να μας κεράσουν μπύρες, να μας πουν ιστορίες. Χωρίς αγγλικά, με νοήματα, με τα πάντα. Δεν συναντήσαμε αυτά που μας λέγανε στην τηλεόραση και στο σχολείο και οι ίδιοι οι δικοί μας, δηλαδή, ότι: «Θα πάτε. Πού να μπλέξετε με τους Τούρκους;», ας πούμε. Καμία σχέση. Στην Γεωργία, εντάξει. Ήταν κάτι αντίστοιχο με την Ελλάδα, μπορώ να πω. Αλλά δεν είχα και τόσο καλή εμπειρία λόγω των προβλημάτων. Αλλά στην Τουρκία ήτανε… Εκπλαγήκαμε πραγματικά. Καμία σχέση με αυτά που μας λέγανε. Και ελπίζω στο μέλλον να δω και άλλους τόπους, που, που θα μπορέσω να βγάλω τα δικά μου συμπεράσματα και όχι ό,τι έχουν γράψει και μας περνάνε ή θέλουν να μας περνάνε.
Ήτανε το πρώτο μεγάλο ταξίδι που είχες κάνει με τέτοιο τρόπο, μόνος σου;
Ναι, τόσο μεγάλο. Γιατί ήταν 7.500 χιλιόμετρα περίπου. Οπότε είναι όσα χιλιόμετρα κάνει ένας μέσος άνθρωπος σε ένα χρόνο, ας πούμε. Οπότε κάναμε τόσα χιλιόμετρα σε 25 μέρες.
Και άμα προσπαθείς να σκεφτείς τι σου άφησε αυτό το ταξίδι σαν εμπειρία, τι θα έλεγες ότι ήτανε;
Τι μου άφησε αυτό το ταξίδι σαν εμπειρία;
Αισθανόσουν ότι μπορούσες πιο εύκολα παραδείγματος χάρη να ταξιδέψεις πια;
Ναι, εκεί καταλαβαίνεις που λες: «Γιατί χάνω χρόνο; Γιατί δεν το έκανα αυτό τόσο καιρό;». Και μετά σου γίνονται και άλλα όνειρα. Σου ανοίγονται άλλες…Λες: «Να, πώς κάποιοι το κάνουν; Να στοχεύσω πιο ψηλά, δηλαδή». Μου έβαλε, ότι κάποια στιγμή θέλω να τα παρατήσω όλα, που λένε, και απλά να ταξιδεύω. Και ελπίζω να το καταφέρω αυτό μέσα στον επόμενο χρόνο. Που δεν είναι θέμα…Το πιο δύσκολο είναι να τα παρατήσεις όλα, αυτό. Δεν είναι θέμα χρημάτων, δεν είναι θέμα τίποτα. Είναι να φύγεις από αυτό το σκοινί που σε κρατάει στην πραγματικότητα, που νομίζουμε, ότι είναι πραγματικότητα. Δηλαδή, αυτό, ίσως, με τσίγκλησε, που λέμε στο χωριό μου, να προσπαθήσω να φύγω από αυτό το πράγμα. Δεν με νοιάζει, τι θα πει ο άλλος: «Α, παράτησε τη δουλειά του, αλλά έκανε εκείνο». Κατάλαβες; Να μπορέσω να πετάξω μακριά, ας πούμε. Και να γυρίσω μετά, για να μπορέσω να πω τις ιστορίες μου. Να δω πράγματα, καινούργιες εμπειρίες και να είσαι ελεύθερος. Αυτό. Όχι το, κλεισμένος σε έναν κύκλο. Και όπως μου είπε ένας φίλος μου χθες κιόλας, μου λέει: «Παντέλο, 20 χρόνια ίδια μέρα». Αυτό. Αυτό είναι το χειρότερο πιστεύω. Να φτάσεις σε μία ηλικία, να περιμένεις την σύνταξη, για να πεις ότι: «Θα ζήσω». Δεν υπάρχει λόγος. Μόλις έφυγε ένας θείος μου τώρα, ας πούμε, που δούλευε πόσα χρόνια συνέχεια, ας πούμε. Και κατέληξε, ήταν στην Αμερική ο θείος μου και κατέληξε στον Αστακό. Ήθελε να γυρίσει πίσω, να πάρει ένα σπίτι. Το έφτιαξε, τα έκανε όλα και του εμφανίστηκε… Αρρώστησε και, εν τέλει, μας έφυγε. Είναι αυτές οι στιγμές, που σου λένε: «Μην, μην το κάνεις αυτό». Κατάλαβες; «Μην περιμένεις να είσαι ελεύθερος και, όταν είσαι ελεύθερος μετά, να μην έχεις άλλο χρόνο».
Ιδανικά, άμα σκεφτείς, ποια θα ήθελες να είναι η ζωή σου σε κάποια χρόνια, πώς θα τη φανταζόσουν; Μία ημέρα της ζωής αυτής.
Κοίταξε, ιδανικά, δεν είναι ότι δεν θέλω να δουλεύω, ας πούμε, αλλά δεν θέλω να εξαρτώμαι, να είμαι κολλημένος σε κάτι. Είναι να έχω μία δουλειά, να κάνω κάτι, ας πούμε, να έχω ένα εισόδημα, το οποίο, όμως, θα μπορώ να κάνω ταξίδια ταυτόχρονα. Να μπορώ να πω 3 μήνες να φύγω. Θα γυρίσω μετά να ξαναδουλέψω, ας πούμε. Θα ήθελα να είμαι αυτόνομος. Γενικά θα μου άρεσε, ας πούμε, να μην εξαρτώμαι από την πόλη, από το χωριό, από οτιδήποτε. Να μπορώ να είμαι…Να μη χρειάζεται να εξαρτώμαι από κάποιον, να μη χρειάζεται να εξαρτώμαι από το ρεύμα, να μη χρειάζεται. Να μειώσω, όσο γίνεται, τις ανάγκες μου. Ή να καλύψω μόνος μου αυτές τις ανάγκες. Δηλαδή, να μη χρειάζομαι το σούπερ-μάρκετ για να φάω. Να έχω έναν κήπο, ας πούμε. Okay; Τα ίδια τα σκεφτόμουν αυτά. Παλιά, έβλεπα τον πατέρα μου, που είχαμε, και έχουμε ακόμα δηλαδή, τα πρόβατα, τον κήπο που έχει και τώρα, αυτά, τις κότες, τα αυγά, που έλεγα: «Μωρέ εντάξει. Στην πόλη έχουν πιο πολλά πράγματα». Αλλά βλέπεις, σιγά-σιγά, πώς και οι εποχές μας τώρα ότι έτσι όπως πάνε τα πράγματα, με το να είσαι αυτόνομος, να είσαι πιο ελεύθερος. Που ελπίζω πως δεν θα προσπαθήσουνε να μην είμαστε ελεύθεροι, να το κάνουν χειρότερα το πράγμα. Ελπίζω πως το αν θα το ακούσει κάποιος 100 χρόνια μετά αυτό να μην έχει έρθει αυτή η στιγμή, που θα εξαρτόμαστε από το πιο βασικά. Ακόμη και τον χρόνο που έχουμε, να πληρωνόμαστε με τον χρόνο που θα ζούμε. Ας πούμε, για παράδειγμα. Οπότε, έτσι με φαντάζομαι. Να, να μη χρειάζεται να είμαι στα καράβια σίγουρα. Okay; Και να ταξιδεύω. Να μην είμαι στάσιμος. Γενικά, να μην είμαι στην Αθήνα, να μην είμαι σε ένα χωριό, να μην είμαι. Απλά να γυρίζω. Και κάποια στιγμή θα γυρίσω πίσω, εκεί από όπου ξεκίνησα και θα φύγω με αναμνήσεις. Δηλαδή, να κλείσω τα μάτια μου και να μην έχω άλλα όνειρα. Αυτό. Ελπίζω να τα καταφέρω.
Κοίτα, επειδή είμαστε σε ένα πάρα πολύ ωραίο σημείο ή μπορούμε να το κλείσουμε ή αν έχεις αντοχή, μπορείς να μου πεις και λίγο για το βαν. Αλλά σε έχω κρατήσει πολύ ώρα, οπότε…
Ναι, για το βαν. Ωραία. Εντάξει. Θα τα πούμε, εντάξει, θα το πάμε πολύ γρήγορα.
Okay. Καταρχάς, ξεκινάει όλο αυτό μετά από το ταξίδι στην Τουρκία; Αυτή η ιδέα, ότι θέλεις να έχεις ένα βαν και να μένεις μέσα σε αυτό και να είσαι και πιο αυτόνομος;
Ναι, η αλήθεια είναι, ότι έβλεπα πολύ στο YouTube βίντεο και με μηχανές και με ταξίδια. Και κάπου πήρε το μάτι μου ένα βαν, που το είχανε φτιάξει, το είχανε κάνει σαν σπίτι. Και ο τύπος, που συναντήσαμε στην Τουρκία, που είχε το τροχόσπιτο… Γιατί κάποια φάση, σε ένα σημείο, πήγαμε, ήταν ακριβώς στα σύνορα Αρμενίας και Τουρκίας, πήγαμε να δούμε μία εκκλησία και ήτανε μία πόλη, η... Πώς τη λέγανε; Όχι Βαν. Η Βαν ήταν η τέτοια. ‘Ήτανε μία αρχαία πόλη αρμενική, η οποία οι Τούρκοι τους έδιωξαν όλους από κει, τους σκότωσαν και είναι ακριβώς τα σύνορα της Αρμενίας και της Τουρκίας. Εν πάση περίπτωση, ήμασταν εκεί και συναντήσαμε, ήτανε 2 Γερμανοί, ένα ζευγάρι, συνταξιούχοι και 2 Γάλλοι. Και οι Γάλλοι είχαν ένα βανάκι πολύ ωραίο. Βέβαια πολύ ακριβό για τα δεδομένα τα δικά μας. Το οποίο, όταν έπιασε η βροχή και εμείς είχαμε κάτι νάιλον και κάτι μουσαμάδες, για να σκεπαστούμε, αυτοί απλά μπήκαν μέσα στο βαν. Πίναν το καφεδάκι τους, είχαν την τουαλέτα τους και τα πάντα. Οπότε, πήρα εκεί τα πρώτα ερεθίσματα. Είδαμε μετά και τον κύριο με το τροχόσπιτο που είπε: «Είχα ένα βαν και πήγα στο Μαρόκο 6 μήνες», ας πούμε και οπότε, άρχισα και το έψαχνα λίγο. Το έψαχνα, έψαχνα, έψαχνα και πέρυσι προχώρησα στην αγορά ενός βαν, που βρήκα και μου άρεσε. Δηλαδή, το έψαχνα πολύ καιρό και το έφτιαξα και είναι άλλη μία φυγή, ας πούμε, για ταξίδια, άλλο ένα μέσο για να κάνεις τα ταξίδια πολύ πιο άνετα και χωρίς να εξαρτάσαι από κάποιον. Έχεις το κρεβάτι σου, έχεις την τουαλέτα σου, έχεις το ρεύμα σου. Δεν χρειάζεται να ψάξεις ξενοδοχείο για να μείνεις. Όπου θέλεις παρκάρεις, όπου Γης και Πατρίς, ας πούμε. Παραδείγματος χάρη να παρκάρεις στη λίμνη Δόξα, να πιάσει χιόνι και να κάθεσαι, να έχεις φτιάξει το καφεδάκι σου και απλά να απολαμβάνεις το χιόνι, που πέφτει έξω χαλαρά. Αντί να είσαι σε μία σκηνή και να κρυώνεις. Π[01:50:00]ου και αυτό ωραίο είναι. Αλλά όχι όσο το βαν, ας πούμε. Να φοράς τις κάλτσες σου, ας πούμε, και να τα έχεις απλώσει τα πόδια σου και να έχεις ζεστό καφέ. Ή και να πας στη Νορβηγία –κάποια σχέδια για το μέλλον–, στην Ισλανδία, στην Ιταλία στο πώς το λένε; Στο Lago di Braies, κάπως έτσι, είναι μία λίμνη φοβερή και, γενικά, να δεις μέρη, που δεν θα τα δει κάποιος από το ξενοδοχείο. Θα έχεις ένα παράθυρο που ταξιδεύει. Δεν θα σε ένα παράθυρο, που είναι έχει χτιστεί για να πας να το δεις και να και να φύγεις να πας να βρεις αλλού 1 παράθυρο.
Ωραία. Ένα τελευταίο πράγμα θα σου ζητήσω.
Ναι.
Γιατί το έφερες τώρα. Άμα κλείσεις αυτή τη στιγμή τα μάτια σου και περάσουνε σαν slides όλες οι εικόνες που έχεις βιώσει με τα ταξίδια, θέλω να μου πεις μία εικόνα που είναι, ακόμα τη θυμάσαι. Ένα σκηνικό. Το έχεις δει από τη σκηνή, το έχεις δει από το βαν; Πού είναι το πιο όμορφο σκηνικό που έχεις δει. Είναι η αγαπημένη σου εικόνα;
Που είχα ξυπνήσει;
Δεν χρειάζεται να είναι εντυπωσιακό, μπορεί να είναι ένα πρωινό.
Δεν θα είναι. Ένα πρωινό είναι. Πρωινό είναι σίγουρα. Βράδυ δεν είναι σίγουρα. Πρωινό. Tα ταξίδια; Ίσως Τουρκία, ίσως Σκωτία. Βασικά όχι. Τι λέω; Τα Μετέωρα. Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά. Την φωτογραφία, που έχω εκεί με τις παπαρούνες. Ήμουνα σε εκείνο το λόφο και απλά ήμουν εγώ, τα Μετέωρα και οι παπαρούνες. Τίποτα άλλο. Αυτό.
Ωραία.
Και για αυτό και ξαναγυρνάω πίσω πολλές φορές, οπότε και ξαναπάω στα Μετέωρα και ξαναπάω.
Λοιπόν, σε ευχαριστώ πάρα πολύ.
Εγώ ευχαριστώ.
Νομίζω ήρθε η ώρα να το κλείσουμε.