© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Εγώ είμαι αυτός ο μικρός που ζήτησες αυγά», είπε στον Γερμανό στρατιώτη 17 χρόνια αργότερα

Κωδικός Ιστορίας
22123
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αναστάσιος Μίχος (Α.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/05/2022
Ερευνητής/τρια
Ειρήνη Αντωνίου (Ε.Α.)
Ε.Α.:

[00:00:00]Έχω ανοίξει το καταγραφικό. Εγώ ονομάζομαι Αντώνιου Ειρήνη. Είμαι ερευνήτρια του Istorima. Σήμερα είναι Τετάρτη, 4 Μαΐου του 2022. Βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη και είμαι μαζί με τον κύριο Αναστάσιο Μίχο, με τον θείο τον Τάσο, δηλαδή. Θείε, θέλεις να μου πεις λίγα πράγματα για τον εαυτό σου;

Α.Μ.:

Γεννήθηκα στην Κορησό του νομού Καστοριάς. Τότε από την τετάρτη τάξη του Δημοτικού με εξετάσεις πηγαίναμε και δίναμε-, και μπαίναμε στο οκτατάξιο γυμνάσιο της Καστοριάς. Δεν υπήρχε χωριστά γυμνάσιο και λύκειο. Ένα ήταν, το οκτατάξιο γυμνάσιο. Όταν φτάσαμε… Συνήθως τα παιδιά απ’ τα χωριά πηγαίνανε Σαββατοκύριακο στα χωριά τους και τη Δευτέρα πρωί πηγαίνανε για την Καστοριά, για το γυμνάσιο. Η απόσταση από το-, από την Κορησό μέχρι το Μαυροχώρι, που παίρναμε το καράβι για να πάμε στην Καστοριά, ήταν οκτώ χιλιόμετρα η απόσταση. Και όταν φτάσαμε στη μέση της αποστάσεως ακούσαμε τα κανόνια δυτικά, στο όρος Μοράβα, έτσι λέγεται. Αυτό θα πει ότι οι Ιταλοί μάς κήρυξαν τον πόλεμο, Δευτέρα ημέρα, 28η Οκτωβρίου. Πήγα με τα παιδιά στην Καστοριά και με κατεβασμένα τα κεφάλια ο κόσμος να συζητάει και να μιλάει και λοιπά. Μία Πέμπτη, η ακριβής ημερομηνία δεν τη θυμάμαι, αλλά ήταν ημέρα Πέμπτη, ακούσαμε όλες οι καμπάνες από όλες τις εκκλησίες να χτυπούν, οι καμπάνες των εκκλησιών, χαρμόσυνα. Τι συνέβη; Ότι ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την Κορυτσά. Λοιπόν… Πριν από αυτό, όμως, πριν από αυτή τη συνέχεια, θα σας πω τι προηγήθηκε. Καθόμουν μικρό παιδί στην αυλή του σπιτιού μου. Ένα αεροπλάνο, που ξεκινούσε από ένα πρόχειρο αεροδρόμιο, χωμάτινο, δεν υπήρχαν αεροδρόμιο προς τις-, των Γιαννιτσών και πήγαινε κάθε πρωί στην-. Έφευγε κάθε πρωί προς την Αλβανία και άδειαζε τις μπόμπες του στους Ιταλούς. Κάθε πρωί. Οι στρατιώτες μας στον αλβανικό πόλεμο το ονόμασαν «Γαλατά». Γαλατάς, κάθε μέρα ο γαλατάς που πηγαίνει στα σπίτια και μοιράζει το γάλα, έτσι ο «Γαλατάς» μοίραζε τις βόμβες του στους Ιταλούς. Μία μέρα βλέπω τον «Γαλατά» να επιστρέφει από την Αλβανία και ένα καταδιωκτικό ιταλικό το πυροβόλησε. Το αεροπλάνο έπεσε στον λοφίσκο πριν από το χωριό Βασιλειάδα. Η Βασιλειάδα βρίσκεται στο ανατολικό μέρος από το χωριό μας. Σε εκείνο εκεί το σημείο υπάρχει σήμερα ένα αυτό, ένα σαν ενθύμιο, πώς να το πω, δεν...

Ε.Α.:

Μνημείο.

Α.Μ.:

Ένα μνημείο, ναι. Και ένα αεροπλάνο το έχουνε μέσα στη Βασιλειάδα, αλλά όχι το ίδιο αεροπλάνο, ένα σύγχρονο αεροπλάνο, το οποίο δεν ταίριαζε. Πήγαμε πολλές φορές και μάλιστα με τον ανιψιό μου, τώρα, με τον Νίκο πήγαμε και το είδαμε. Τι το βάλουνε αυτό το αεροπλάνο το σύγχρονο εδώ; Και ο «Γαλατάς» με αυτή την αυτή κλείνει, να πούμε. Σκοτώθηκε και ο αεροπόρος, ο χειριστής του αεροπλάνου, αυτός… Στη συνέχεια, να πάρω μία σειρά. Τι έχουμε να πούμε; Το 1940, ναι, ναι αμέσως. Βλέποντας οι Γερμανοί το ρεζίλι που πάθανε οι Ιταλοί, κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον μας. Δεν πήγαν απευθείας από τη Βουλγαρία που ήταν σύμμαχοι με τους Γερμανούς, διότι το σημείο εκεί στα σύνορα με τη Βουλγαρία είχαμε ένα τρομερό υπόγειο αμυντικό σύστημα, το Ρούπελ. Δεν πήγαν, λοιπόν, απευθείας στο Ρούπελ διότι ήταν... Αλλά παρέκαμψαν την πορεία τους από τα Σκόπια. Που τότες ήτανε-, είχαμε καλές σχέσεις με την Γιουγκοσλαβία και λοιπά και πέρασαν εύκολα, 15 Απριλίου ήρθαν στο χωριό μας. 15 Απριλίου του ’41. Βγήκαμε, μάθαμε ότι-, είδαμε τα κανόνια με τα άλογα να επιστρέφουν από αυτήν την πλευρά και να πηγαίνουν προς την Καστοριά και η Αντίσταση, να έχουμε ακόμη με τους Γερμανούς, δεν υπήρχε λόγος, διότι οι Γερμανοί είχαν φτάσει στην Καστοριά. Υπήρχαν δυο κανόνια στον κάμπο τον δικό μας και τα λέγαμε: «Τα λευκάδια του Σπύρου του Τοροφία». Το λιβάδι αυτό του Σπύρου Τοροφία στον κάμπο ήταν περιτριγυρισμένο από λευκάδια πανύψηλα και ήταν σαν καμουφλάζ κατά κάποιον τρόπο. Εκεί υπήρχαν δυο κανόνια γερμανικά και έβαζαν εναντίον των Ελλήνων, που επέστρεφαν από την Αλβανία, για να πάνε προς την Κοζάνη και να δημιουργήσουν τη δεύτερη γραμμή αντίστασης των Γερμανών. Το παιδί, ο υπολοχαγός αυτός, υπολοχαγός ήταν, που ήταν στα οχυρά του Ρούπελ, παρέμεινε εκεί, δεν ήξερε ότι οι Γερμανοί είχαν φτάσει στην Αθήνα και αυτός έμεινε εκεί να υπερασπίζεται την-. Εν πάση περιπτώσει τον ειδοποίησαν, ότι άδικα κάθεται και ο άνθρωπος, ο αξιωματικός παραδόθηκε χωρίς καμιά τιμωρία, δεν τον τιμώρησαν, ούτε αιχμάλωτο τον έπιασαν και μάλιστα τον θεώρησαν σαν ήρωα οι Γερμανοί, που έκανε αυτή τη στάση. Μάλιστα, ωραία.

Α.Μ.:

Αφού έφτασαν οι Γερμανοί στο χωριό μας, εγώ καθόμουν στην αυλή του σπιτιού μου. Σταμάτησε το κανονίδι πλέον και περνάει ένας Γερμανός και μου λέει: «Άιτσα, άιτσα». «Άιτσα» θα πει, στα σερβοβουλγάρικα, αυγά. Μπαίνουμε στο σπίτι, λέω τη μητέρα μου: «Ένα αυγό να τον δώσουμε τον Γερμανό». Κατεβαίνω, τον παίρνω, μου δίνει ένα αυγό και του το πηγαίνω. Μου κάνει νόημα πως το ήθελε μαγειρεμένο. Μπαίνω μέσα να πω τη μητέρα μου κι αυτός, ο Γερμανός, με ακολουθεί. Βγάζει λοιπόν την πανοπλία του, την ακουμπάει επάνω [00:10:00]στο ντιβάνι και κάθεται στην καρέκλα. Η μητέρα μου, σκυφτή στο τζάκι επάνω, στο καθημερινό δωμάτιο, είχαμε και τζάκι εκείνη την εποχή. Σημασία δεν μας έδινε, διότι και τα δύο παιδιά της, ο Γιώργος και ο Κώστας, ήταν ακόμα στην Αλβανία, δεν είχαν γυρίσει. Ο δε Γρηγόρης, ο μεγαλύτερος, ήταν στην αεράμυνα, έτσι λεγόταν τότες αυτοί που δεν είχαν επιστρατευτεί λόγω ηλικίας, λεγόταν στην αεράμυνα. Και σημασία δεν μας έδινε η καημένη η μητέρα μου. Αφού του τηγάνισε δυο αυγά πλέον η μητέρα μου, το βάζει σ’ ένα πιατάκι και μαζί με τα αυγά του βάζει κι ένα κομμάτι τυρί, από αυτά που φτιάχναμε, όπως το σημερινό, πως λέγεται εδώ τα τυριά αυτά της…

Ε.Α.:

Φέτα;

Α.Μ.:

Φέτα, τη φέτα, ναι, φέτα ακριβώς. Το βάζει μπροστά εκεί, τρώει τα αυγά και κάνει με το πιρούνι να φάει λίγο ένα αυγό-, ένα κομμάτι τυρί. Το κάνει έτσι, δεν του άρεσε και το άφησε. Διότι αυτοί δεν το ήξεραν το λευκό τυρί, ήξεραν τα κίτρινα τυριά, τα οποία τα ’χανε στην Ευρώπη. Έτσι, λοιπόν, φεύγει ο Γερμανός. Και μία ανταποκρίτρια από το Βήμα με ρώτησε τι αναμνήσεις έχει ο καθένας για να τα περιγράψω, να τα πούμε. Και αυτή τη συνέντευξη την έδωσα στην κοπέλα, που μου διαφεύγει το όνομα, αλλά μπορούμε να τη βρούμε, το τι συνέβη με τον Γερμανό και το δημοσίευσε στην εφημερίδα Το Βήμα. Έχω τα αποκόμματα όλα αυτά, τα έχω μοιράσει κιόλας στα παιδιά, πώς ήταν… Έτσι τελειώνει η περίπτωση του πολέμου, του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με τους Γερμανούς και με τους Έλληνες. Τώρα, έρχεται η Κατοχή. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, βγήκαν-, εγώ ήμουν μικρό παιδί. Βγήκαν πολλοί στη στροφή του χωριού μας, που πηγαίνει προς την Καστοριά και προς το Αμύνταιο. Βγήκαμε και καταφθάνει το πρώτο-, μία μοτοσυκλέτα ένας Γερμανός, χιαστί το όπλο του και φεύγει. Και λένε όλοι οι παρευρισκόμενοι εκεί, που ήταν πιο μεγάλοι: «Σημασία δεν μας έδωσε». Μάθαμε ύστερα ότι ο Γερμανός αυτός, πηγαίνοντας προς την Καστοριά, η γέφυρα που ενώνει την Καστοριά με την λίμνη της Καστοριάς προς τον Αλιάκμονα, την είχαν ανατινάξει ο ελληνικός στρατός κι έπεσε αυτός μέσα στο αυτό. Περνάει πίσω δεύτερη μοτοσικλέτα με το καλάθι δίπλα και ο Γερμανός και με το πολυβόλο και φέρνουν τον Γερμανό, που είχε πέσει στη λίμνη, στο ποτάμι, στη διαρροή, δηλαδή στην αποχέτευση, ας πούμε, της λίμνης προς τον Αλιάκμονα και να τον ντύσουν, να τον γδύσουν και λοιπά. Και σε λίγα αυτά, φτάνουν τα γερμανικά τανκς, τα οποία δεν είχαν-. Όχι ερπύστριες, με λάστιχα. Τους βλέπουμε εκεί πέρα, να κάθονται πάνω στους πυργίσκους και να βγάζουν ένα κομμάτι σαν ψωμί, ένα ψωμί κι ένα σωληνάρι από οδοντόκρεμα, που έχουμε τις οδοντόκρεμες, σωληνάρια, και να αλείφουν το ψωμί τους με την οδοντόκρεμα, εμείς δεν ξέραμε ότι αυτή ήταν η ξηρή τροφή των Γερμανών, το οποίο ήταν όλο βιταμίνες και όλο λίπη και λοιπά, για να χορτάσουν, σαν εκστρατείας κολατσιό να πούμε. Γιατί δεν μπορούσαν να ανάψουν καζάνια και να μαγειρέψουν και λοιπά και τρώγαν την ξηρά τροφή που λέγαμε. Για να μην το… Άσ' το να πάει. Να το κλείσεις λίγο να σε ρωτήσω;

Ε.Α.:

Πες μου.

Α.Μ.:

Πρέπει να σου γράψω τώρα για τον εαυτό μου, για τη δική μου ζωή, για το γυμνάσιο, για το πανεπιστήμιο και λοιπά;

Ε.Α.:

Να σε ρωτήσω κάποια πράγματα πρώτα, από αυτά που μου είπες;

Α.Μ.:

Ναι, ρώτα.

Ε.Α.:

Εσύ, θείε, ποια χρόνια γεννήθηκες;

Α.Μ.:

Πότε;

Ε.Α.:

Ποια χρονιά γεννήθηκες;

Α.Μ.:

Το 1929, 30 Νοεμβρίου.

Ε.Α.:

Θυμάσαι πώς ήταν το χωριό, σαν παιδάκι;

Α.Μ.:

Βεβαίως, βεβαίως. Στο δημοτικό σχολείο πήγα μέχρι την τετάρτη. Απ’ την τετάρτη πήγαμε στο οκτατάξιο γυμνάσιο. Κάθε πρωί με μία σάκα, σακούλι το λέγαμε, είχαμε μέσα την πλάκα ή ένα τετράδιο και μολύβι, χιαστί στο αυτό... Κι επειδή το χωριό, εκείνη την εποχή, είχε χιόνια πολλά, κάθε χρόνο κλείνονταν και οι δρόμοι, πήγαινε κάποιος από το σπίτι μου προς το σχολείο, το σημερινό διατηρητέο σχολείο, δημοτικό, και καθώς άνοιγε δρόμο, εμείς, με τα πατήματα αυτουνού και με ένα ξύλο στην αγκαλιά, στην μασχάλη για τη σόμπα που θα ανάβαμε, ήμασταν υποχρεωμένοι να παίρνουμε ξύλα στο σχολείο για να μπορέσουμε να ζεσταθούμε. Αυτή τη διαδρομή την κάναμε κάθε μέρα, κάθε μέρα. Τώρα στο χωριό τι άλλο από τη ζωή μου, τι άλλο να σας πω, θέλεις να με ρωτήσεις κάτι;

Ε.Α.:

Το σπίτι σου το θυμάσαι πώς έμοιαζε, το πατρικό;

Α.Μ.:

Βέβαια, και υπάρχει ακόμα, αλλά είναι ακατοίκητο, διότι τα παιδιά κάναν καινούρια σπίτια και λοιπά και είναι σχεδόν ετοιμόρροπο. Γιατί από τη διαθήκη του πατέρα μου το έδωσε αυτό το σπίτι στον αδερφό μου τον μεγαλύτερο απ' εμένα, τον Βασίλη. Δεν το πρόσεξαν και υπάρχει ακόμα. Από ’κει, από εκείνο το σπίτι, από την αυλή έβλεπα αυτά που σας είπα πιο μπροστά, για τον «Γαλατά» και για τους Γερμανούς και λοιπά.

Ε.Α.:

Πώς έμοιαζε το σπίτι;

Α.Μ.:

Πώς έμοιαζε; Ναι… Ήταν η εξώπορτα, πολύ καλά το θυμάμαι και πίσω είχαμε ένα συρτή σιδερένιο. Όχι σύρτη να τραβάμε, αλλά με το σίδερο, το βάζαμε σε ένα γάντζο και έκλεινε η πόρτα. Απ’ έξω ήταν καλντερίμι, το είχαμε στρώσει το-, για-. Και όσοι μπαίναμε, μάλιστα, αφήναμε τα παπούτσια έξω. Και το βράδυ τα αφήναμε τα παπούτσια έξω και μπαίναμε μέσα, γιατί οι δρόμοι ακόμα ήταν με λάσπες. Μπαίνοντας μέσα, ήτανε πέντε - έξι σκαλιά και ανεβαίναμε στο τσαρδάκι, έτσι το λέγαμε, στο τσαρδάκι. Αριστερά είχαμε το υπνοδωμάτιο με το τζάκι, όπου και η μητέρα μου μαγείρευε και λοιπά. Και μία σκάλα, ανεβαίναμε στον επάνω όροφο. Εκεί είχαμε τα μιντέρια, καλοφτιαγμένα δωμάτια και μάλιστα επάνω η οροφή είχε μία διακόσμηση καλή, ένα σιρίτι γύρω-γύρω, το οποίο το ζήτησα, το ζήλεψα εγώ, για να πάμε να ξηλώσω τα αυτά για να πάρω να διακοσμήσω κάτι εδώ, σαν ανάμνηση, να πούμε, στο σπιτιού μου. Δεν το κάναμε, όμως, δεν το έκανα κι έμεινε. Επάνω είχε τα μιντέρια σαν επίσημο, που [00:20:00]δεχόμασταν στους γάμους, στις γιορτές και λοιπά κι ένα, επίσης δωμάτιο, σαν δεύτερο υπνοδωμάτιο, για τη νύφη, για τον γαμπρό, για τον αδερφό μου και τη γυναίκα του, που επάνω έμεναν αυτοί κι εμείς κάτω. Αυτό ήταν το σπίτι στην Κορησό. Είχαμε, βέβαια, κι ένα δεύτερο σπίτι, το επάνω σπίτι το λέγαμε, σε απόσταση εκατό μέτρα από πάνω. Αυτό το έδωσε ο πατέρας μου στον αδερφό μου τον Κοσμά. Είχε μία μπορντούρα το σπίτι αυτό, γύψινη γύρω-γύρω και το θεώρησαν διατηρητέο ο Δήμος, ποια υπηρεσία-. Και δεν μπορεί ούτε να το κατεδαφίσουν ούτε να το ξαναφτιάξουν. Είναι ήδη διατηρητέο κτίσμα και δεν έχουν δικαίωμα να το αξιοποιήσουν διαφορετικά. Μόνο για ύπνο μπορούν να το αξιοποιήσουν. Εντωμεταξύ τα παιδιά, ο Κοσμάς με τα κορίτσια και λοιπά φτιάξανε στην Καστοριά, και η δουλειά τους εκεί πέρα ήταν, φτιάξανε σπίτια και το σπίτι μένει έτσι και σήμερα υπάρχει. Τώρα, τι άλλα απ’ το χωριό να σου πω; Όταν έληξε, όταν γινόταν ο πόλεμος, τα δυο κανόνια, που σου είπα προηγουμένως, από το λιβάδι του Τοροφία προς τον ελληνικό στρατό, που οπισθοχωρούσε από την Αλβανία… Για τι ήθελα να σου πω τώρα; Για τι ήθελα να πω;

Ε.Α.:

Για τα κανόνια ξεκινήσαμε, λέγαμε για το σπίτι και για τα κανόνια.

Α.Μ.:

Για τα κανόνια, ναι. Οι δύο στρατιώτες… Ένας μοτοσικλετιστής Γερμανός ερχότανε από την πλευρά -αυτό το ’βλεπα έτσι φανερά- από την πλευρά της Φωτεινής, που είναι απέναντι από το χωριό μας, μετά από τον κάμπο, η λίμνη είναι η πλευρά του Κάνιακου το βουνό και το Βίτσι. Ένας μοτοσικλετιστής Γερμανός, πιθανόν για αναγνώριση, γύριζε από 'κει την πλευρά και καθώς έρχονταν, αυτός ο δρόμος ήτανε χαλικόστρωτος, ένα κανόνι, από την πλευρά του Μοράβα, ελληνικό, το κυνηγούσε κατά κάποιον τρόπο. Κάθε λίγα μέτρα έπεφτε και μία οβίδα, κάθε μέτρα μια οβίδα και μόλις έφτασε στα σημερινά μαντριά του Λιόλιου, υπάρχουν σήμερα τα μαντριά, εκεί χάθηκε ο Γερμανός. Δηλαδή κάποια οβίδα τον πέτυχε. Και τον Γερμανό αυτόν τον θάψανε οι Γερμανοί στη στροφή, από το χωριό μας προς τα κάτω, για να πας στο Αμύνταιο είναι η στροφή Καζάντσα. Σε εκείνο το σημείο, το θυμάμαι καλά, ένας σταυρός ξύλινος, μ’ ένα κράνος τρύπιο στο κεφάλι, να υπάρχει και λέγαμε εκείνη την περιοχή «ο Γερμανός». «Πού είναι το χωράφι σου;». «Τριάντα μέτρα αριστερά απ’ τον Γερμανό». Έμεινε η ονομασία, η θέση του Γερμανού. Και οι δύο Γερμανοί, που διαχειρίζονταν το κανόνι στο σπίτι του Τοροφία, σκοτώθηκαν απ’ τα δικά μας τα κανόνια και τους θάψανε στο ηρώο του χωριού μας, αριστερά και δεξιά. Το ηρώο, το οποίο ήταν ένα άγαλμα, με ένα περιθώριο τετράγωνο, πέντε επί πέντε μέτρα, δεν θυμάμαι, δεν μπορούσα, δεν τα μέτρησα πόσο είναι και εκεί ήταν το μνημείο των πεσόντων. Αριστερά και δεξιά θάψανε τους δύο Γερμανούς που ήταν κάτω στα κανόνια, που σκοτώθηκαν. Βέβαια στη δεκαετία του ’60, εν ειρήνη πλέον και φίλοι με τους Γερμανούς, ήρθαν οι Γερμανοί, ξέθαψαν τους Γερμανούς από τον «Γερμανό» που είχαμε κάτω στην στροφή που είπα και τους δύο Γερμανούς που ήταν στο ηρώο, μέσα στο κέντρο της πλατείας. Τους πήραν τα οστά και φύγανε. Έτσι τελειώνει αυτή η ανάμνηση από την…

Ε.Α.:

Γιατί τα μάζεψαν τα οστά;

Α.Μ.:

Για να τα πάρουν στη Γερμανία. Εν ειρήνη πλέον είμαστε, δεν είμαστε… Και φίλοι κιόλας. Τα πήραν, διότι ήθελαν να σεβαστούν, να τα πάρουν στον τόπο τους τα οστά, τα κόκαλα.

Ε.Α.:

Πήραν οστά και από το στρατιωτικό νεκροταφείο ή μόνο αυτά;

Α.Μ.:

Όχι, στρατιωτικό νεκροταφείο δεν είχαν, δεν είχαμε Γερμανούς.

Ε.Α.:

Καθόλου;

Α.Μ.:

Όχι… Οι Γερμανοί που σκοτώθηκαν ήταν μόνο στο χωριό μας. Οι δύο που χειριζόταν τα κανόνια και ο-, με τη μοτοσικλέτα, ο Γερμανός που γύριζε από την Φωτεινή, εκεί. Αυτά τα οστά πήραν οι Γερμανοί στην Γερμανία.

Ε.Α.:

Τη θυμάσαι την ημέρα που μπήκαν στο χωριό;

Α.Μ.:

Οι Γερμανοί; 19, 15 Απριλίου. Τώρα, τι μέρα ήταν; Βάλε 15 Απριλίου. Μπορούμε να το βρούμε στο ημερολόγιο. Όποιος μπορεί, άμα έχεις κάποια. Αυτά εγώ τα όργανα δεν τα χειρίζομαι, αλλά ρωτάω καμιά φορά τα παιδιά: «Πότε γεννήθηκα;» και λοιπά. Μου λένε ότι: «Σάββατο μέρα τάδε» και λοιπά. Μπορεί και να το βρεις. Είναι 15 Απριλίου.

Ε.Α.:

Έχεις καμία εικόνα από εκείνη την ημέρα, που να θυμάσαι;

Α.Μ.:

Ναι, όταν βγήκαμε έξω και τους περιμέναμε, δεν ξέρω αν στο είπα, αλλά σταμάτησαν τα τανκς τα οποία ήταν όχι με ερπύστριες, αλλά λαστιχένιες ρόδες, βγήκαν οι Γερμανοί από τον πυργίσκο και τρώγανε κάτι που νομίζαμε ότι ήταν οδοντόκρεμα, μια αυτό-, μία πάστα, τέλος πάντων, τι ήτανε. Κι εκεί, ήταν ένας Κοσμάς, Τσάκας λεγόταν, τον οποίον τον είχαμε και σαν τελάλη στο χωριό. Τον φώναζαν οι Γερμανοί, εκεί στη στροφή του Τζούλι που έχουμε τώρα, που λέμε που περιμέναμε τους Γερμανούς, τον φώναζαν οι Γερμανοί ανέβαινε πάνω, τον περιέπαιζαν, κατέβαινε κάτω, ξανά τον ανέβαζαν τον τυραννούσαν, δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο, ενώ διασκέδαζαν αυτοί. Επίσης, εκείνο που θυμάμαι ήταν, ο Γερμανός που έπεσε στο ποτάμι της-, που συνδέει την λίμνη με τον Αλιάκμονα. Εκεί, τον φέρανε και να τον στεγνώσουν και να τον αλλάξουν τα ρούχα και λοιπά. Άλλη περίπτωση με την-, με τους Γερμανούς εκείνη την ημέρα, δεν μπορώ να θυμηθώ, δεν έχω δεν είχαμε και τίποτα άλλο. Ένα μόνο, ένα. Σημαντικό ήταν αυτό. Όταν εναλλάσσονταν τα κανόνια μεταξύ των Γερμανών που ήταν στα λιβάδια κάτω, με τα ελληνικά απέναντι, ένα γερμανικό κανόνι, το πήγαν στον Άγιο Γεώργιο, την εκκλησία, ήταν μπροστά στο Άγιο Βήμα. Από 'κεί έβαζε και θυμάμαι τον κρότο, περνούσε πάνω από τα κεφάλια μας το κανόνι και χτυπούσε τον ελληνικό στρατό. Εκεί, οι Έλληνες δεν μπορούσαν να βάλλουν, διότι σεβάστηκαν την εκκλησία, πού να…; Αυτοί σκοπίμως το πήγαν στην εκκλησία μπροστά, για να προστατευτούν από το ελληνικό κανόνι. Αυτό το θυμάμαι έτσι, ζωντανά.

Ε.Α.:

Δεν φοβόσουνα με αυτές τις βόμβες και τα κανόνια;

Α.Μ.:

Όχι, τίποτα, δεν δίναμε σημασία. Περνούσαν από πάνω μας οι οβίδες, τις ακούγαμε, οι οβίδες που περνούσαν από πάνω μας ήτανε μόνο από τον Άγιο Γεώργιο. Τις άλλες δεν τις… Ξέραμε, τις βλέπαμε αλλά δεν περνούσαν από πάνω μας, ήταν προς τα δυτικά πήγαιναν οι οβίδες. Ναι. Τι άλλο από το χωριό να σου πω τώρα; Δεν μου κάνεις καμιά ερώτηση;

Ε.Α.:

Τις αερομαχίες που [00:30:00]έβλεπες, με τους Ιταλούς και τους Έλληνες, τις θυμάσαι, την εικόνα;

Α.Μ.:

Ο «Γαλατάς» ήταν, σ' το ’πα;

Ε.Α.:

Μου το είπες, τα αεροπλάνα τα θυμάσαι να είναι στον αέρα;

Α.Μ.:

Ναι, κοίταξε, ένα αεροπλάνο, ένα αεροπλάνο, πριν κηρυχθεί ο πόλεμος με την-, ούτε και με τους Ιταλούς, ούτε. Το θυμάμαι ότι ένα αεροπλάνο γύριζε συνεχώς. Από τη μία πλευρά στην άλλη έκανε κύκλους, ολόκληρο τον κάμπο. Πήγαινε προς την Καστοριά, γύριζε προς το χωριό μας, ξαναπήγαινε ανατολικά και λοιπά, επί μέρες ολόκληρες. Και ύστερα αποδείχθηκε ότι αυτό έβγαζε φωτογραφίες και κηρύχθηκε ο πόλεμος με τους Γερμανούς. Αυτό ήταν, έτσι εξηγείται δηλαδή, γιατί ξένο αεροπλάνο… Εμείς δεν ξέραμε, βέβαια οι υπηρεσίες πιθανόν να το ξέρανε, αλλά εμείς δεν ξέραμε ότι, ύστερα βγαίνει το συμπέρασμα ότι έκανε, έβγαζε φωτογραφίες γιατί επίκειτο ο πόλεμος.

Ε.Α.:

Δεν φοβήθηκες, δεν στεναχωρήθηκες ποτέ, που κηρύχθηκε πόλεμος;

Α.Μ.:

Δεν τον νιώσαμε τον αυτόν. Και μάλιστα όταν καταλάβαμε, μπήκε ο στρατός μας στην Κορυτσά, πηδούσαμε όλοι από χαρά. Δεν νιώθαμε τέτοιο φόβο. Και ο Γερμανός που ήρθε στο σπίτι μου και μου ζήτησε: «Άιτσα», δεν το θεώρησα…

Α.Μ.:

Ύστερα από χρόνια, παντρεμένος εγώ, στην Πτολεμαΐδα τα πεθερικά μου, οι γονείς της Αρετής. Ήρθε μια… Ενοικιάζαμε ένα διπλανό σπίτι, το οποίο το ’χαμε εμείς σε έναν Χάιντς και Έλεν. Χάιντς και Έλεν. Αυτοί κατάγονταν από μία βάση υποβρυχίων, Κίελο. Στο Κίελο της Γερμανίας, από εκεί κατάγονταν. Και ήρθαν και μας επισκέφτηκαν στο χωριό. Ήρθαν στην Πτολεμαΐδα και ζήτησαν μία «Vavoura, Vavoura». Δεν μπορούσαν να πουν και τα… Εν πάση περιπτώσει, το-, αυτή που είχε το περίπτερο, φώναξε έναν ξάδερφό της Αρετής, Βαβούρας κι αυτός. Και εκεί, τι να ζητάει αυτή η κοπέλα; Και: «Areti, Areti Vavoura, Areti Vavoura», έλεγε η Γερμανίδα. Ήταν ο Χάιντς και η Έλεν που κάθονταν στο σπίτι μας. Με παίρνουν τηλέφωνο κι εγώ το αυτοκίνητο, πηγαίνω, τους βρίσκω εκεί πέρα και τους παίρνω, με μία κοπέλα, η οποία την παρουσίασαν ως κόρη και ήξερε αγγλικά. Εγώ αμφιβάλλω αν ήταν κόρη τους, θα την είχανε πάρει, γιατί τόσα χρόνια δεν είχαν κάνει παιδιά. Και ήρθαν στο σπίτι μας, επειδή μιλούσε αυτή αγγλικά, η Άννα, μας εξήγησε το τι ήταν και τι θυμάται και λοιπά. Μας επισκέφτηκαν οι άνθρωποι, η Έλεν και ο Χάιντς. Και ξαφνικ-. Αυτοί ήρθαν στο ξενοδοχείο που είναι στην Πτολεμαΐδα το σημερινό. Να πούμε τη γιαγιά, να μας πει πώς λέγεται το ξενοδοχείο; Είναι και το νοσοκομείο, πες μου κανένα νοσοκομείο στην Πτολεμαΐδα εκεί πέρα, του- ενός που έκανε χρήματα, δώρισε χρήματα;

Ε.Α.:

Θα το ψάξω, δεν το ξέρω, θα το ψάξω.

Α.Μ.:

Δώρισε χρήματα πολλά στην Πτολεμαΐδα.

Ε.Α.:

Μισό.

Α.Μ.:

Να την πούμε την Αρετή.

Ε.Α.:

Θα το βρω, θείε. Μισό λεπτό.

Α.Μ.:

Μεγάλος Αθηναίος, έκανε νοσοκομείο.

Ε.Α.:

Δεν λες κανένα Γεννηματά, κάνα τέτοιο, όχι;

Α.Μ.:

Πώς; Όχι, όχι.

Ε.Α.:

Μποδοσάκης;

Α.Μ.:

Μποδοσάκης! Ο Μποδοσάκης έκανε ένα μεγάλο νοσοκομείο στην Πτολεμαΐδα. Υπάρχει σήμερα και το επισκέπτονται και από άλλες περιοχές, διότι έχει πολλές ειδικότητες. Και αυτός, γιατί τώρα έκανε αυτές τις δωρεές; Είχε κάποια σχέση με τους λιγνίτες.

Ε.Α.:

Για τον Γερμανό, λέγαμε, τον στρατιώτη.

Α.Μ.:

Ο στρατιώτης που ήρθε στο σπίτι μου; Α, να τελειώσουμε αυτό. Βρισκόμαστε στην Πτολεμαΐδα. Είχαμε την Έλεν και τον… Πως τον είπαμε; Τον Χρίστ…

Ε.Α.:

Χάιντς.

Α.Μ.:

Τον Χάιντς. Χάιντς και Έλεν. Ήρθαν από τη Γερμανία πολλοί ειδικοί, ιδίως ηλεκτρολόγοι, τεχνικοί και λοιπά, από την εταιρεία Krupp. Οι οποίοι, δεν τους πληρώναμε εμείς, ήταν σαν αποζημίωση πολεμικές. Πολεμικές αποζημιώσεις προς την Ελλάδα, η εταιρεία Krupp. Krupp, βέβαια. Έστειλε τους τεχνικούς του, για να δημιουργήσουν-, για την αξιοποίηση των λιγνιτών της Πτολεμαΐδος, τα σημερινά λιγνιτωρυχεία, που υπάρχουν εκεί. Κάθε Κυριακή αυτές οι οικογένειες των Γερμανών -αυτοί είχαν φέρει και τις γυναίκες τους- ερχόντουσαν και άλλαζαν επισκέψεις. Μια Κυριακή ήρθαν στο σπίτι μας, που είχαμε τον Χάιντς και την Έλεν. Βλέποντας μία μέρα έναν λίγο να κουτσαίνει και ρωτάω έναν Βασίλη που έκανε-, ήξερε μερικά γερμανικά, έκανε στη Γερμανία εργάτης και τα κατάφερνε καλά με τη γλώσσα τους. Και λέω: «Ο Φριτς-», έκαναν επισκέψεις οι οικογένειές τους και μία μέρα μαζεύτηκαν όλες μαζί. «Ο Φριτς γιατί κουτσαίνει»; Και μου λέει ο Βασίλης, το ρωτάει εκεί πέρα, «Ο Φριτς έκανε τέσσερα χρόνια αιχμάλωτος στο ανατολικό μέτωπο και τραυματίστηκε. Κι έμεινε κουτσός ο Φριτς». Και καθώς λέγαμε αυτά, άρχισαν να χαριεντίζονται μεταξύ τους οι Γερμανοί. Και λέει ο ένας: «Πού είναι… Από που κατάγεσαι, που είσαι;». Του είπα εγώ ότι είμαστε απ’ την Κορησό. «Πού βρίσκεται αυτή η Κορησός;» Και λέω: «Να, αυτά τα βουνά, αυτοί οι λόφοι, από πίσω απ’ τους λόφους αυτούς είναι το χωριό». Χαμογέλασαν αυτοί και βγάζουν έναν χάρτη, παιδικό, χάρτη από το δημοτικό σχολείο και έλεγα: «Εδώ είμαστε εμείς, η Πτολεμαΐδα, εκεί είναι η Κορησός». Και συν γυναιξί και τέκνοις πήγαμε να επισκεφτούμε το χωριό μας, με τον Φριτς και με τους άλλους. Ο Φριτς θυμήθηκε ότι κάπου έφαγε αυγά. Αυγά. «Να, εδώ», λέω, «ήταν το σπίτι μου, αυτό εδώ. Εδώ με ζήτησε ο Γερμανός εμένα και έκανα αυγά». Ήξερε ότι κάπου έφαγε αυγά, αλλά το παιδί -εγώ ήμουν δώδεκα χρονών- δεν μπορούσε να το θυμηθεί, δεν, δεν. «Εσύ είσαι;» λέει. «Εγώ είμαι», λέω, «αυτός ο μικρός, τον οποίον ζήτησες αυγά». Η αντάμωση λέω, βουνό με βουνό δε σμίγει, άλλα πώς τα [00:40:00]φέρνει η αυτή… Βέβαια, αυτό ζωντανό, αυτό ζωντανό, ο Φριτς. Γιατί, αγαπητέ μου, ο Φριτς, πού ήρθε. Αυτοί ήταν οι Γερμανοί, που έστειλε ο Krupp για να αξιοποιήσουμε τους λιγνίτες στην Πτολεμαΐδα.

Ε.Α.:

Πόσα χρόνια μετά τον συνάντησες;

Α.Μ.:

Αυτοί ήτανε τριάντα… Σιγά μην το γράφεις, αυτοί ήταν τριαντάρηδες τότε, τριαντάρηδες. Άρα λοιπόν, για να ’ταν τριάντα -τριάντα δύο χρονών θα ήταν ο καθένας τους να πούμε, οι Γερμανοί. Πότε ήρθαν αυτοί οι Γερμανοί είπαμε, το ’41; Ε, απ’ το ’41 που ήρθαν οι Γερμανοί στο χωριό μας, μέχρι το… Κανά τριανταριά χρονών να ήταν αυτός, τριάντα δύο, δεν μπορώ, πόσα χρόνια γίνονται; Που ήρθαν στην Πτολεμαΐδα;

Ε.Α.:

Πόσα χρόνια μετά τον είδες;

Α.Μ.:

Ε τότε, που ήρθαν στην Πτολεμαΐδα οι Γερμανοί για τα έργα.

Ε.Α.:

Θυμάσαι ποια χρονιά ήταν αυτοί στην Πτολεμαΐδα;

Α.Μ.:

Βεβαίως, βεβαίως. Αφού εγώ παντρεύτηκα… Να φωνάξουμε την Αρετή; Τα ξέρει όλα.

Ε.Α.:

Θα τη ρωτήσουμε μετά, για να μην διακόψουμε, θα τη ρωτήσουμε μετά. Όταν τον είδες τότε, στην Κατοχή, τον Γερμανό, πώς έμοιαζε;

Α.Μ.:

Όχι, δεν, άλλη χρονιά. Αυτός ήταν είκοσι ένα χρόνων παραδείγματος χάριν, η αφρόκρεμα της Γερμανίας. Διότι αυτοί όλοι προορίζονταν για το ανατολικό μέτωπο και η καθυστέρηση αυτή τους κόστισε πάρα πολύ. Διότι τους έπιασε ο χειμώνας στη Ρωσία και απέτυχαν, νικήθηκαν τελικά. Τώρα πόσο χρονών να ήταν τότε, άμα υπολογίσει η Αρετή πότε ήμασταν στην Πτολεμαΐδα, πότε. Να τη φωνάξουμε να ’ρθει. Να τη φωνάξουμε; 

Ε.Α.:

Ωραία! Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα, συνεχίζουμε. Tώρα προσπαθούσαμε να βρούμε την ημερομηνία που ξαναείδες τον Φριτς.

Α.Μ.:

Τον Φριτς.

Ε.Α.:

Θυμάσαι πότε ήταν στην Πτολεμαΐδα;

Α.Μ.:

Το ’58. Γύρισαν, αυτοί ήταν τότες, όταν ήρθε ο Φριτς το λιγότερο, το μικρότερο να ήταν είκοσι ένα χρόνων, σαν στρατιώτης, έτσι; Αλλά μπορεί να ήταν και είκοσι δύο χρονών. Το ’58 ξαναήρθε. Πόσο χρονών πρέπει να ήτανε; Τριάντα πέντε περίπου χρονών, τόσο να ’ταν η… αυτή, η ηλικία του. Έτσι υπολογίζω. Και από κει πήγαμε στην… Τους έβγαλα το χαρτί, πού είναι. Παραδέχτηκε ο ίδιος, ότι κάτι είναι εδώ, σου λέει, γιατί αυτός ήταν με τη Μεραρχία των Γερμανών που ήρθε στο χωριό. Και ζήτησε: «Πού είναι το χωριό αυτό, πού είναι;». Και μπήκα εγώ μέσα, πήρα έναν χάρτη σχολικό και τους έδειξα αυτά, αυτή. «Εδώ είμαστε εμείς, η Πτολεμαΐδα. Το χωριό μας είναι πίσω από αυτούς τους λόφους». Τους έδειξα. Κι από 'κει στη συνέχεια ζήτησε να πάμε να το δούμε. Ο Φριτς ήξερε, θυμόταν καλά, ότι ζήτησε και έφαγε αυγά. Το θυμάται καλά. Βέβαια, δεν μας είπε ότι τσίμπησε και φέτα τυρί και δεν του άρεσε, δεν μας το ’πε αυτό. Και ήθελε να μάθει πού είναι αυτό το χωριό. Αφού του ’δειξα πού είναι, την άλλη Κυριακή μού φαίνεται ήτανε, δεν θυμάμαι, συν γυναιξί και τέκνοις, που λέμε, και τέκνοις, πήγαμε και είδαμε. «Εδώ, καθόμουν εγώ», λέω, «στο πεζούλι της πόρτας μου. Εσύ ήρθες μετά, αφού σταμάτησαν τα κανόνια, ήρθες, με ζήτησες αυγά και πήγαμε μέσα και μας τα μαγείρεψε η μητέρα μου. Να ’τανε τριάντα οκτώ, τριάντα πέντε-τριάντα οκτώ χρονών, να πούμε πόσο ήταν. Τι άλλο τώρα, εκεί σε αυτό το σημείο, με τον Φριτς; Ο Φριτς δεν, δεν τραυματίστηκε, κρυοπαγήματα. Τώρα θυμήθηκα, ότι έπαθε κρυοπαγήματα στο ανατολικό μέτωπο και αιχμάλωτος τέσσερα χρόνια. Ναι. Τι άλλο από κει τώρα να θυμηθούμε από την…

Ε.Α.:

Εσύ τον κατάλαβες, τον αναγνώρισες όταν τον είδες;

Α.Μ.:

Όχι, γιατί δεν…, ήταν μία ηλικία περασμένη. Πόσα χρόνια είπαμε; Από τότε που τον είδα εγώ. Απλώς τον ρώτησα γιατί κουτσαίνει και λοιπά και από 'κει κατάλαβα ότι κάποια σχέση έχει και μάλιστα ο ίδιος ο διερμηνέας ο Βασίλης: «Βρε, εδώ», λέει, «συνομιλούν μεταξύ τους και γελάν, ότι ο Φριτς είναι αυτός ο οποίος σε ζήτησε τα αυγά». Εγώ δεν μπορούσα να τον καταλάβω ότι είναι αυτός, όχι. Και από τους Γερμανούς, βέβαια, είπαμε ότι το νοσοκομείο του-, που έκανε ο…

Ε.Α.:

Το είπαμε πριν. Το ξέχασα κι εγώ.

Α.Μ.:

Τους λιγνίτες που…

Ε.Α.:

Τον Μποδοσάκη;

Α.Μ.:

Μποδοσάκης, ναι, ναι. Έκανε το νοσοκομείο στην Πτολεμαΐδα, διότι έβγαλε πολλά χρήματα από την εξόρυξη του λιγνίτη τότε και λοιπά και σαν αυτό, δωρεά, έκανε δωρεά. Κι έσυρε τους Γερμανούς αυτή σαν αποζημίωση η-, από τις πολεμικές αποζημιώσεις που μας ήταν υποχρεωμένοι να μας κάνουν. Οι Ιταλοί μας έκαναν τις κολώνες της ΔΕΗ, που είναι και σήμερα ακόμα οι κολώνες για το ρεύμα. Και οι Γερμανοί για την αξιοποίηση των λιγνιτών, το κάρβουνο, που έκανε. Άλλο;

Ε.Α.:

Συγκινήθηκε, όταν το είδε ξανά το σπίτι, πώς αντέδρασε;

Α.Μ.:

Όχι, το θυμήθηκε, αλλά δεν με θυμάται εμένα. «Ναι, εγώ ήμουν», λέω, «ναι, όταν είπες για "άιτσα" και πήγα και τα ’φερα». Δεν με θυμόταν εμένα γιατί εγώ είχα μεγαλώσει, ήταν μια διαφορά να πούμε χρονών. Βέβαια, εγώ ήμουν, λέω.

Ε.Α.:

Πώς ένιωσες που κατάλαβες ότι είναι αυτός;

Α.Μ.:

Ε, βέβαια, τι να πω. «Βουνό με βουνό δεν σμίγει», αυτό είπα και άνθρωπος όμως να που τυχαίνει από εχθροί να γίνουμε φίλοι, και μάλιστα από ανάγκη φίλοι, που λέει ο λόγος. Διότι μας αποζημίωσαν με το παραπάνω οι Γερμανοί, που μας έκαναν έργα και μας έκαναν σπίτια. Διότι από αυτά τα σπίτια, από αυτούς τους εργάτες που μας έκαναν εκεί και ενοικιάσαμε σπίτια και λοιπά, από αυτά φτιάξαμε και άλλη περιουσία εμείς, κατάλαβες;

Ε.Α.:

Εκείνη την ημέρα, το ’41 τώρα, όχι το ’58 που τον είδες ξανά, το ’41. Τον θυμάσαι πώς έμοιαζε;

Α.Μ.:

Όχι, γιατί ο στρατιώτης ήταν πάνοπλος. Είχε το κράνος, είχε τις αρβύλες του, είχε το αυτόματο, μάλιστα έβγαλε τη ζώνη του και το αυτόματο το ακούμπησε πάνω στο ντιβάνι. Το κράνος δεν ξέρω άμα το έβγαλε, δεν το θυμάμαι, όχι μάλλον. Και ύστερα ήταν παιδί 21 χρόνων, τώρα που τον βλέπω, ύστερα από τόσα χρόνια, δεν μπορούσα να συγκρίνω να πούμε ότι… Απλώς μου το βεβαίωσε αυτός, ότι: «Εγώ ήμουν, που ζήτησα τα αυγά». Αλλά δεν μπορούσα να τον πιάσω στο μυαλό μου, στη φαντασία μου, πώς ήταν τότες και ότι σήμερα είναι αυτός ο ίδιος, δεν μπορούσα να το…

Ε.Α.:

Γιατί αποφασίσεις να τον βοηθήσεις τότε;

Α.Μ.:

Σε τι να τον βοηθήσω;

Ε.Α.:

Με τα αυγά.

Α.Μ.:

Όχι, μα, αυτός ήταν στρατιώτης Γερμανός. Ήρθε ζήτησε: «Άιτσα». Γερμανός ήταν και στο κάτω-κάτω δεν ήταν κάτι σπουδαίο πράγμα για μας, για να του δώσουμε ένα αυγό να… Αλλά και ήταν και κάτι άλλο που το σκεφτόνταν και η μητέρα μου ακόμα: Παιδιά είχε δύο στον [00:50:00]πόλεμο, στην Αλβανία. «Κάποια μάνα έχει αυτό σαν κι εμένα». Ε, όλα αυτά συναισθηματικά. Συναισθηματικά. Απλώς εγώ σαν μηχανή, μόνο πήγαινα, την έλεγα, και πώς τον έφερα μέσα στο σπίτι, πώς ήθελε να το πάρει. Είναι σαν… Φέρθηκε η μητέρα μου σαν πως έπρεπε να φέρεται η μάνα αυτουνού σ' ένα παιδί από τα παιδιά τα δικά μας που έχουμε, τα αδέρφια μου που ήταν στον πόλεμο. Συναισθηματικά, δηλαδή, κατάλαβες; Εγώ ήμουν, τι ήμουν, δώδεκα χρονών ήμουν εγώ, δεν μπορούσα να σκέφτομαι τους…

Ε.Α.:

Τη λέξη «άιτσα», για πες, που μου ’λεγες πριν;

Α.Μ.:

Η λέξη «άιτσα»», σερβικά, βουλγαρικά και ντόπια, που είχαμε εμείς στο χωριό, τα λέγαμε τα αυγά. «Άιτσε», ένα αυγό. «Άιτσα», πολλά αυγά. «Άιτσε», «άιτσα». «Άιτσα», έτσι τα έλεγα, αυγά. Αυτή τη λέξη την άκουσαν, τη χρησιμοποίησαν και στη Σερβία και στη Βουλγαρία, που πέρασαν να πούμε και επομένως ήξεραν τι... Και πιο σίγουρο φαγητό και σύντομο δεν υπάρχει από αυτό. Ένα αυγό το σπας και το τρως, να πούμε ή το βράζεις και το τρως. Ενώ φαγητό, ήθελε να τους κάνουμε ολόκληρο φαγητό. Αυτοί δεν είχαν καιρό για τέτοια πράγματα, αυτοί ήθελαν ένα πρόχειρο φαγητό, που να μην είναι κρέμες, που άλειφαν πάνω στις γαλέτες τους, αλλά κάποιο ζεστό, κάποιο… Γι' αυτό το προτιμούσαν, γιατί τα ίδια φαγητά, τα αυγά, τα ’φάγαν οπωσδήποτε και στη Γιουγκοσλαβία. Σου είπα το οχυρό του Ρούπελ, που δεν μπορούσα να το κυριεύσουν. Πήγαν από τα Σκόπια, από εκεί ήρθαν και γύρισαν.

Ε.Α.:

Το κομμάτι τυρί, τη φέτα, γιατί δεν την έφαγε, δεν πεινούσε;

Α.Μ.:

Πεινούσε, αλλά αφού το τσίμπησε και δεν του άρεσε. Πρώτη φορά έβλεπε άσπρο τυρί. Γιατί αυτοί είναι μαθημένοι με τα κίτρινα τυριά από τις αγελάδες και λοιπά. Πρώτη φορά έβλεπε φέτα. Ύστερα έγινε περιζήτητη η φέτα στη Γερμανία. Ποιος και ποιος να πάρει φέτα, τότε τη συνήθισαν. Βέβαια οι περισσότεροι ήταν οι δικοί μας, οι Έλληνες που δούλευαν στη Γερμανία. Του ’60, την δεκαετία του ’60 πολλοί από το χωριό μας πήγαν κι από άλλα χωριά κι από όλη την Ελλάδα, πήγαν στη Γερμανία και δούλευαν και φέραν λεφτά οι άνθρωποι. Από μία κατεστραμμένη χώρα, ηττημένη, έγινε η πρώτη, η πιο δυνατή, και σήμερα ακόμα, και η πιο δυνατή χώρα της Ευρώπης. Έχουν πειθαρχία, έχουν μεθοδικότητα. Βέβαια, η πειθαρχία αυτή που νιώθουν, μπορεί να μην είναι σε καλό, γιατί πειθαρχία είχαν και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μάτωσαν όλον τον κόσμο. Ενώ, αν είχαν λίγη αντίσταση, δεν θα… Αλλά η πειθαρχία τους έφαγε και η υπακοή. Η πειθαρχία και η υπακοή, οι Γερμανοί.

Ε.Α.:

Όταν τον ξαναείδες εσύ μετά από τόσα χρόνια, που ήξερες τι έχουν κάνει, δεν τον είδες με άλλο μάτι;

Α.Μ.:

Όχι. Ίσα-ίσα που τον δεχθήκαμε διότι μας έκανε τόσο έργα, μας βοήθησαν. Μας βοήθησαν, βέβαια. Ενοικιάζαν σπίτια, πλήρωναν ενοίκια. Όλα αυτά… Μας έκαναν στην Πτολεμαΐδα τόσα έργα. Εξόρυξη, αξιοποίηση των ανθράκων, του γαιάνθρακα, τα κάρβουνα που είχαμε. Και οι Ιταλοί μάλιστα είχαν, σαν αποζημίωση κι αυτοί, καταρχής, είχαν λάβει τον ηλεκτρισμό. Οι κολώνες που είναι σήμερα, που έρχονται απ’ την Πτολεμαΐδα. Το 80% του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα είναι από την Πτολεμαΐδα και το 20% είναι από την… Στην Πελοπόννησο, πώς λέγεται εκεί, νότια, υπάρχει κι εκεί μία λιγνιτοφόρος περιοχή, που πιάνει το 20%-25%.

Ε.Α.:

Όταν έφαγε τα αυγά, σας ευχαρίστησε μετά που έφυγε;

Α.Μ.:

Δεν μας είπε, σηκώθηκε και έφυγε. Τι να πει, dankeschön; Δεν μας το ’πε αυτό το πράγμα, δεν το θυμάμαι να το ’κανε. Όχι, δεν το είπε. Μουλωχτά-μουλωχτά, σήκωσε, ξαναφόρεσε τον εξοπλισμό του, πήρε και το αυτόματο και έφυγε. Αυτόματο είχε, δηλαδή στη ζώνη με τα φυσεκλίκια και λοιπά, δεν νομίζω να είχε πιστόλι, αυτόματο πρέπει να ’ταν και το άφησε πάνω στο ντιβάνι μας, εκεί δίπλα που τον βάλαμε να φάει.

Ε.Α.:

Σου ’χε κάνει εντύπωση η στολή του;

Α.Μ.:

Τους Γερμανούς, βέβαια τι, δηλαδή; Η στολή τους ήτανε οι μπότες, το κράνος και νομίζω πως ήτανε γκρίζο χρώμα ήτανε η στολή τους; Γκρίζο ή…; Δεν μπορώ να… Σαν το δικό σου αυτό, τι χρώμα είναι αυτό εδώ;

Ε.Α.:

Σαν χακί λίγο.

Α.Μ.:

Χακί; Δεν είναι χακί, όμως, σαν το… Εκείνο εκεί είναι χακί; Όχι τόσο. Γκρίζο είναι, κάπως τέτοια στολή είχανε. Αλλά χαρακτηριστικά, όμως, ήταν η μπότα. Η μπότα και το κράνος. Δεν είχαν εδώ τα SS, τα σήματα, δύο S που είναι. Δεν τα είχανε, δεν ήταν της ΕΣΑ αυτός. Πως λέγονται; Τα SS είναι φρουρά του Χίτλερ, ήταν οι επίλεκτοι του Χίτλερ. Δεν είχαν τέτοια σήματα. Είχαν τον αγκυλωτό σταυρό. Τον αγκυλωτό σταυρό, τώρα με πήγε η ιδέα με το αστέρι και τους Εβραίους. Που με κοίταζε ο Γερμανός, αλλά εγώ δεν φορούσα αστέρι.

Ε.Α.:

Θα το ρωτήσω σε λίγο αυτό. Κάτσε λίγο, ένα λεπτό, θείε. Όλα αυτά τα περιστατικά που μου είπες πριν, με τα αεροπλάνα, με τον άλλον που πήγαινε για να ελέγξει, αυτά τα έβλεπες όλα από την αυλή σου;

Α.Μ.:

Ακριβώς, δεν ξέρω, δεν τα ξέρεις, δεν ξέρεις πού είναι το σπίτι μου;

Ε.Α.:

Το πατρικό σου δεν το ξέρω.

Α.Μ.:

Δεν το ξέρεις, γιατί ξέρεις το παλιό, αυτό που ζούμε τώρα να πούμε, δεν έχουμε καμιά… Κάθομαι στην αυλή, τα σπίτια τα άλλα ήταν χαμηλόσπιτα μπροστά μας και βλέπαμε, έβλεπα ολόκληρο τον κάμπο, μέχρι και τη λίμνη της-. Τη λίμνη δεν τη βλέπαμε αλλά, έπρεπε να πάω σε κάποιο άλλο σημείο, να κάθομαι, για να μπορέσω να δω τη λίμνη. Και η πλευρά από τις αυτές της λίμνης, το βόρειο μέρος, μέχρι το Βίτσι. Και τα ’βλεπα αυτά. Ύστερα έγιναν σπίτια μεγαλύτερα και… Ενώ το δικό μας σπίτι ήτανε-. Ανέβαινες πέντε - έξι σκαλιά, τσαρδάκι έμπαινες άλλο ένα σκαλί για το δωμάτιο και από κει, δεν ξέρω πόσα σκαλιά, για να πας στον όροφο επάνω. Ήταν πολύ ψηλό. Το σπίτι μας ήταν απ’ τα καλά σπίτια, να πούμε. Ναι.

Ε.Α.:

Θείε, τα χρόνια της Κατοχής, πώς ζούσατε;

Α.Μ.:

Πώς ζούσαμε στην Κατοχή. Στην Κατοχή εμείς, τους Γερμανούς λίγο τους καταλάβαμε. Φύγανε. Την παρέδωσαν την Καστοριά στους Ιταλούς. Και επομένως είχαμε Ιταλική Κατοχή. Ένας-. Τότε βγήκαν και τα αντάρτικα. Έχουν σημασία αυτά, να τα κρατήσεις, διότι τα ζήσαμε και αυτοί που ανέλαβαν σαν καπεταναίοι, τους έζησα από κοντά, να θυμηθείς αυτά, να στα πω και με λεπτομέρειες, διότι είναι κάτι το οποίο αφορά το χωριό μας, να πούμε. Επί Κατοχής βγήκε το αντάρτικο. Το Ε.Α.Μ. ήταν το πολιτικό μέρος. Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το Ε.Α.Μ. και το Ε.ΛΑ.Σ, Ελληνικός Λαϊκός Στρατός, ήταν αυτοί που πολεμούσαν. Ένας Υψηλ[01:00:00]άντης, καθηγητής από το-. Στην Κοζάνη, πώς λέγεται το χωριό επάνω; Σιάτιστα. Λεγόταν Αλέκος Ρόνσος. Αλέκος Ρόνσος. Ήταν καθηγητής στο γυμνάσιο της Σιατίστης. Αυτός οργανώθηκε στο Ε.Α.Μ. και βγήκε στο βουνό. Στο Αμύνταιο περνούσε κάθε πρωί μία μοτοσυκλέτα, μοτοσυκλέτα με καλάθι κι έφερνε φαγητό στην Πτολεμαΐδα, στη φρουρά που ήταν η Πτολεμαΐδα. Ψηλά στο Νταούλι ακριβώς, τους στήνει ενέδρα ο Υψηλάντης, στο Νταούλι που είναι η Κλεισούρα, το χωριό η Κλεισούρα, ψηλά. Στήνει ενέδρα και τους σκότωσε, δυο Γερμανούς, αλλά το χειρότερο απ' όλα ήταν ότι τους ξεγύμνωσαν τελείως και τους πήραν τις στολές, γιατί είχαν ανάγκη από στολές και τους άφησε γυμνούς. Καταφθάνει ο Φρούραρχος, δεν ξέρω πώς λεγόταν ο Φρούραρχος της Καστοριάς και δίνει εντολή, ήταν 12 η ώρα, σε δύο ώρες να μπουν στην Κλεισούρα, το Νταούλι που λέμε με την Κλεισούρα είναι λίγα μέτρα, στο ίδιο υψόμετρο έτσι, ανεβαίνεις απ’ το χωριό μας, απ’ τον ανήφορο στο Νταούλι κι από 'κει κατεβαίνεις για το Αμύνταιο και Πτολεμαΐδα. Και δίνει εντολή, ό,τι υπάρχει ζωντανό και ό,τι υπάρχει όρθιο, να μην μείνει τίποτα. «12 η ώρα είναι, μέχρι τις 2 η ώρα πρέπει να έχετε τελειώσει». Αρχίζουν, που λες, και βάζουν φωτιά στα σπίτια, από 'δω ξεκινώντας, και ό,τι ζωντανό έβγαινε από μέσα το σκότωναν. Και σκότωσαν μου φαίνεται εκατόν σαράντα ήταν τα θύματα, μέχρι τις 2 η ώρα σταμάτησαν. Η ανατολική του πλευρά, νοτιοανατολική πλευρά της Κλεισούρας, έμεινε αν-… Αυτό-.

Ε.Α.:

Ανέγγιχτη.

Α.Μ.:

Όπως ήταν, δεν πήγαν. Αλλά μόλις ήρθε η ώρα 2, σταμάτησαν το αυτό και σκοτώθηκαν εκατόν εξήντα; Εκατόν εξήντα θύματα μου φαίνεται δολοφόνησαν. Ό,τι βρήκαν ζωντανό και όλα τα σπίτια. Είναι μάλιστα μία εκκλησία η οποία υπάρχει εκεί -και σήμερα υπάρχει- στην εκκλησία κοντά το δίωρο τελείωσε και σταμάτησαν να καίνε τα σπίτια. Αυτό ήταν τα αντίποινα από την πλευρά. Άλλο ένα περιστατικό τώρα, στην Τσάκωνη, απ’ το χωριό μας πηγαίνοντας για την Καστοριά, λέγεται η περιοχή αυτή Τσάκωνη. Υπάρχει βέβαια και πάνω στο βουνό Τσάκωνη, η βρύση και λοιπά και, μέχρι κάτω στον δημόσιο δρόμο, είναι Τσακώνη λέγεται η περιοχή. Εκεί βρέθηκαν δυο Γερμανοί σκοτωμένοι. Θα είχαμε την ίδια τύχη με την Κλεισούρα. Θα είχαμε. Μόλις έγινε αυτή η… Οι Γερμανοί που… Όχι αυτοί της Κλεισούρας, στο χωριό μας βρέθηκαν σκοτωμένοι, στην Παραβίτσα κοντά, στην Τσάκωνη, θα είχαμε την ίδια τύχη, ό,τι είχαν και στη Κλεισούρα. Ένας Τσιφόρας, Δημήτρης Τσιφόρας, βουλγαρίζονταν, είχαν κάποια σχέση με την… Βουλγαρίζονταν. Και έφυγαν αυτοί μετά, πήγαν στη Βάρνα έζησαν και η γυναίκα του, πήγαν στη Βάρνα κι έζησαν. Βουλγαρία είναι η Βάρνα, στη Μαύρη Θάλασσα, κάπου εκεί. Αυτός, που λες, φέρνει τον Φρούραρχο της Καστοριάς, ημέρα Κυριακή, και τον πηγαίνει στην πλατεία μπροστά, την ώρα που σχολούσε η εκκλησία. Και λέει ότι: «Δεν έχουν καμιά σχέση οι κάτοικοι με τους αυτούς που σκότωσαν τους Γερμανούς. Είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι, χριστιανοί και λοιπά, να κάνουν τέτοιο έγκλημα;». Και γλύτωσε το χωριό μας, και δεν κάψαν το χωριό μας. Εξαιτίας αυτής της χειρονομίας, που έκανε αυτός κι έφερε το Φρούραρχο τον Γερμανό στο χωριό.

Ε.Α.:

Σας λυπήθηκε αυτός;

Α.Μ.:

Πρέπει να τον έπεισε ο Τσιφόρας, ότι δεν φταίνε οι Γερμανοί, αλλά οι αντάρτες, οι οποίοι είναι κομμουνιστές, είναι από άλλα μέρη. Γιατί το αντάρτικο εκείνη την εποχή, απ’ τον κομμουνισμό, το Ε.Α.Μ., απ’ τους κομμουνιστές κατευθύνονταν. Κι επομένως δεν μας πείραξαν, διότι πείστηκαν από τον Τσιφόρα. Αυτό ήταν ένα περιστατικό.

Ε.Α.:

Να μην πειράξουν τους κατοίκους, εσάς, όχι τους Γερμανούς που είπες. Να μην πειράξουν εσάς.

Α.Μ.:

Όχι, οι Γερμανοί να μη μας πειράξουν εμάς, διότι εμείς, σαν κάτοικοι, δεν έχουμε καμία σχέση με τους αντάρτες, οι οποίοι ήσαν κομμουνιστές. Κι έτσι μας έσωσε. Αυτό ήταν ένα περιστατικό, που έχει σχέση και με το χωριό μας και με την Κλεισούρα.

Ε.Α.:

Το αντάρτικο, που μου είπες να σου θυμίσω να μου πεις ξανά;

Α.Μ.:

Το αντάρτικο ήταν το Ε.Α.Μ., Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, Ε.Α.Μ.. Και ο Ε.ΛΑ.Σ., Ελληνικός Λαϊκός Στρατός, ήταν το στρατιωτικό τμήμα του πολιτικού. Αυτό διευθύνονταν από τους κομμουνιστές. Είχαν σχέση με τη Μόσχα, με τα αυτά. Πού πάμε τώρα; Κι εγώ ήμουν οργανωμένος. Οι αντάρτες -το πολιτικό τμήμα λεγόταν Ε.Α.Μ., έτσι- όσοι δεν ήταν στρατεύσιμοι, διότι εγώ ήμουν πιο μικρός, έπρεπε να οργανωθούμε. Μας οργάνωσαν, γιατί αλλιώς θα μας έλεγαν φασίστες. Όλα τα παιδιά έπρεπε να οργανωθούμε και κάναμε την Ε.Π.Ο.Ν.. Ε.Π.Ο.Ν. είναι Εθνική Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, Ε.Π.Ο.Ν., Εθνική Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, έτσι είναι; Αν δεν ήσουν οργανωμένος εκεί πέρα, θα σε έλεγαν φασίστα και υποχρεωτικά ήμουν κι εγώ. Ναι, αλλά αυτό το χαρτί, όταν πήγα, στρατιώτης, δεν με κάναν αξιωματικό. «Ε.Π.Ο.Ν., οργανωμένος». Και με στείλανε, απλό στρατιώτη, στο Μεσολόγγι κι από εκεί στην Κρήτη πέρασα. Το χαρτί αυτό της Ε.Π.Ο.Ν. με στέρησε από τη σταδιοδρομία του στρατού, κατάλαβες; Αλλά δεν έφταιγα. Διότι όλα τα παιδιά του χωριού οργανώθηκαν. Αλλιώς, άμα δεν οργανώνεσαι, είσαι φασίστας. Έτσι ήτανε. Και τα αποτελέσματα. Και το πλήρωσα αυτό το πράγμα.

Ε.Α.:

Τι δράσεις κάνατε εκεί στην Ε.Π.Ο.Ν.;

Α.Μ.:

Τίποτε δεν κάναμε, μόνο φωνάζαμε, τραγούδια λέγαμε. «Εμπρός, εμπρός Επονίτες».

Ε.Α.:

Για πες μου κανένα.

Α.Μ.:

Δεν μπορώ να θυμηθώ. «Εμπρός, εμπρός, Επονίτες» είναι, αλλά: «Για την πατρίδα, την λευτεριά». Ήταν οι λέξεις «Εμπρός, εμπρός Επονίτες, λευτεριά, πατρίδα, ελευθεριά». Τώρα, π[01:10:00]ώς ήταν όλα τα άλλα, δεν μπορώ να θυμηθώ. «Εμπρός, εμπρός Επονίτες, για την Ελλάδα, για τη λευτεριά». Κάπως έτσι είναι. «Για την πατρίδα και την ελευθεριά». Αλλά δεν τα θυμάμαι τα άλλα. Ένα τραγούδι κάναμε. Τίποτα άλλο δεν κάναμε. Μας μαζεύαν, να μας οργανώσουν, να μας πουν πώς είναι, αλλά καταλάβαιναν ότι τώρα εκεί… Θα σου πω και ένα ακόμα, που… Να μην το ξεχάσω. Αλλά είναι παρεμβολή αυτά. Τα είπα και στον Γιώργο. Έτσι το έγραψα αλλά δεν μπορώ, δεν θυμάμαι αν μπόρεσε να βρήκε άκρη. Στην Καστοριά, έρχονταν ένα… Ήταν ένας αξιωματικός, υπολοχαγός ήταν, που από ενθουσιασμό ο άνθρωπος βγήκε στο βουνό. Όταν είδε εκεί πέρα ότι αυτοί δεν είναι, όπως πιστεύει, πατριώτες, αυτοί είναι όλοι κομμουνιστές. Το σκάει από τον στρατό κι έρχεται στην Καστοριά και κρύβεται. Εγώ τον σέρβιρα πολλές φορές καφέ. Ερχότανε κάθε μέρα, έπινε τον καφέ του ένα ανθρωπάκι, υπολοχαγός ήτανε, και έφευγε. Η φρουρά-, η Καστοριά φρουρούνταν. Και από την πλευρά του Δισπηλιού, είχε φρουρά και από την πλευρά του Απόσκεπου, είχε φρουρά. Άρα, λοιπόν, για να μπεις μέσα στην Καστοριά δεν μπορούσε αντάρτης να μπει. Ένα πρωί, μία βάρκα από το Δισπηλιό βγαίνει στην Καστοριά και πηγαίνει στο σπίτι που κάθονταν, που κοιμόταν ο υπολοχαγός αυτός. Τον πήραν, γιατί αυτός ήταν αντάρτης. Και οι αντάρτες, τους πρόδωσε, τον θεώρησαν σαν προδότη και πήγαν, τον πήραν και τον… Κάπου, πού τον στείλανε, πού τον εκτέλεσαν, δεν ξέρω. Χάθηκε, δηλαδή, από την Καστοριά το παιδί αυτό. Λένε, λένε και πρέπει να είναι αλήθεια ότι ο Κοσμάς, του… Αυτός που είχε το μοτόρι του Νονά, που είχε το καράβι Μαύροβο-Καστοριά, λεγόταν Νονάς. Ο Κοσμάς, ο γιος του ήταν οργανωμένος με το Ε.Α.Μ., με τον ανταρτοπόλεμο. Και ήξερε πού κρύβεται ο υπολοχαγός. Έρχονται, που λες, με τη βάρκα, τον παίρνουν τον υπολοχαγό. Πού τον πήγαν, τι τον κάναν; Τον καθάρισαν. Και άφησαν στο σπίτι αυτό, αυτό είναι έτσι ένα σπουδαίο δείγμα και γράφει ένα σημείωμα. «Και στου βουνού-», «Και στο κέρατο του βοδιού να ήταν κρυμμένος, θα τον βρίσκαμε». Το άφησαν στο σπίτι, από 'κει που τον πήραν τον υπολοχαγό. Γράψ’ το αυτό. «Και στο κέρατο του βοδιού να ήταν κρυμμένος, θα τον πιάναμε». Ή θα τον βρίσκαμε, θα τον πιάναμε, έτσι. Άφησαν το σημείωμα. Τώρα είπα και στον Γιώργο. Τι τον έχεις τον Γιώργο; Θείο ή...;

Ε.Α.:

Θείο.

Α.Μ.:

Θείο. Δεν με απάντησε, όμως, ίσως μπορούσε να το βρει κι αυτός. Ποιοι ήταν αυτοί που… Που τον σκάρωσαν, ας πούμε, για να βρουν τον υπολοχαγό αυτόν. Τώρα, τον Κοσμά του Νονά όλοι τον ξέρουμε, ήταν οργανωμένος αλλά, αν αυτός τους πρόδωσε, δεν ξέρω. Αυτό είναι τώρα είναι.

Α.Μ.:

Στην Ε.Π.Ο.Ν. σας κάναν κήρυγμα για την ιδεολογία, για τον κομμουνισμό;

Ε.Α.:

Κοίταξε, εμάς τους Επονίτες, όχι, δεν μας έκαναν, αλλά… Μας έλεγαν να πολεμήσουμε για την πατρίδα, από το τραγούδι. Τίποτα άλλο δεν θυμάμαι, να πούμε, σαν οργάνωση. Σαν οργάνωση, απλώς, υποχρεωθήκαμε να είμαστε, να πούμε, και που με κόστισε εμένα, με κόστισε. Διότι αυτό το χαρτί που ήμουν στην Ε.Π.Ο.Ν. με συνόδευσε μέχρι που πήγα στρατιώτης.

Ε.Α.:

Όπλα και τέτοια δεν σας είχαν δώσει, όμως.

Α.Μ.:

Τι πράγμα;

Ε.Α.:

Όπλα. Δεν…

Α.Μ.:

Όχι, όπλα. Η Ε.Π.Ο.Ν. δεν είχε όπλα. Όχι. Ήταν, δεν ήταν μάχιμοι. Ήταν παιδιά κάτω των είκοσι χρονών, ήταν… Τι ήμασταν τότε… Δεκαπέντε, δεκαέξι χρονών. Δεν.. Ήμασταν παιδιά. Οι στρατεύσιμοι ήταν άλλοι. Οι στρατεύσιμοι ήταν στο βουνό.

Ε.Α.:

Είπες τον υπολοχαγό τον είχες σερβίρει πολλές φορές καφέ.

Α.Μ.:

Καφέ.

Ε.Α.:

Πού;

Α.Μ.:

Στο καφενείο μας. Το καφενείο, το δικό μας το λέγανε «Μεγάλο». Έμπαινες, η πρόσοψη ήταν μεγάλη, από τον κεντρικό δρόμο που έρχεται από την, τα χωριά που… Ανεβαίνεις απάνω στο τσαρσί, σε όλη την Καστοριά. Και το καφενείο μας, εκτός αυτή την πρόσοψη που είχε στο κέντρο, είχε κι άλλη πόρτα από πίσω. Ήτανε, είχαμε τα ουρητήρια, εκεί και τα μαγαζιά εκεί, μαναβικά και λοιπά. Και πήγαινα εγώ καφέδες σε όλα τα μαγαζιά της αγοράς. Μπροστά ήτανε σαν πιο επίσημα κάποια εστιατόρια και μερικά καφενεία, ξενοδοχεία, πίσω, όμως, ήταν όλη η αγορά. Κι αυτή η αγορά από ρούχα, παπούτσια, καταστήματα τέτοια να πούμε, που ήταν το πίσω, και υφάσματα, πολλά εβραϊκά υφάσματα. Και εγώ τους πήγαινα καφέ σ’ αυτά τα… Και γι’ αυτό λεγόταν μεγάλο καφενείο, στο μεγάλο καφενείο έτσι το λέγαμε.

Ε.Α.:

Οικογενειακό ήταν.

Α.Μ.:

Οικογενειακό. Εμείς είχαμε την, ένα-. Το ενοικιάζαμε. Αλλά, όταν όμως έγινε η κατεδάφιση και πώς λέγεται; Η ανοικ-, όχι ανοικοδόμηση. Και το σπίτι μας αυτό, πώς έγινε;

Ε.Α.:

Αναστήλωση; Ανακαίνιση;

Α.Μ.:

Όχι.

Ε.Α.:

Απαλλοτρίωση; Όχι;

Α.Μ.:

Τέλος πάντων. Όταν ρίχνεις κάτι και το ξαναφτιάχνεις, πιο καινούριο, πιο μεγάλο. Μου διαφεύγει το-.

Ε.Α.:

Ανοικοδόμηση.

Α.Μ.:

Ανοικοδόμηση. Κάπως έτσι, έγινε. Ένα ποσοστό μεγάλο το αγόρασε, το πήρε ο Κοσμάς, ο αδερφός μου, στο οποίο, εκεί έγινε η Τράπεζα, η Εθνική Τράπεζα. Μου φαίνεται πως πρέπει να υπάρχει ακόμα σήμερα, δεν ξέρω αν υπάρχει σήμερα Εθνική Τράπεζα. Και αν μεταφέρθηκε αλλού. Και το μέρος στο οποίο, το δικαίωμα που είχε ο Κοσμάς έκανε δύο γραφεία στον όροφο, όχι στο ισόγειο. Το ισόγειο έγινε η τράπεζα, που σου λέω, Εθνική, νομίζω πως είναι η Εθνική Τράπεζα. Και το επάνω, ο όροφος ήταν γραφεία και πήρε δύο, δικαίωμα ο Κοσμάς, ο αδερφός μου, δυο γραφεία. Τα ‘χει ακόμα. 

Ε.Α.:

Θείε, πείνα είχατε στην Κατοχή;

Α.Μ.:

Λοιπόν, πείνα. Εμείς δεν πεινάσαμε, γιατί είχαμε πρώτα πρώτα το ψωμί μας. Και μάλιστα, πολλοί Καστοριανοί που είχαν μόνο γούνα και δεν ξέραν από χωράφια, πείνασαν. Κι είχαμε μία κρυφή, μερικούς πελάτες που ήταν γνωστοί μας οικογενειακώς, τους δίναμε ψωμί. Πότε μισό ψωμί, πότε ένα ψωμί. Διότι εμείς ζυμώναμε στο χωριό καρβέλια, πισνίκια, όπως τα λέγαμε, δυο οκάδες. Δυο οκάδες ήταν αυτό. Τόσο μεγάλο φουσκωμένο στον φούρνο, δυο οκάδες θα ήταν. Γιατί δεν είχαμε κιλά τότε, οκάδες ήτανε, πρέπει να είχαμε πολλά. Δεν πεινάσαμε εμείς. Και θυμάμαι πως είχε μια, εκτός από τον Εβραίο, μία δόση δώσαμε… Εγώ αρρώστησα από ελονοσία και πηγαίνω… Πω, πω τι μου θύμισες τώρα! Πηγαίνω στον Οικονομίδη, τον γιατρό που ήταν απάνω στο Τσαρσί, στο Παλλάδιο απέναντι. Οικονομίδης απέναντι από το Παλλάδιο χαρακτηριστικό είναι αυτό, δηλαδή. Οικονομίδης γιατρός. Και τι να τον πληρώσω; Παίρνω έναν τενεκέ στάρι και τους το πήγα, στον Οικονομίδη, το φόρτωσα κ[01:20:00]αι τους το πήγα στον γιατρό για πληρωμή που με εξέτασε. Τι είχα; Κινίνο μ’ έδωσε. Και τον πλήρωσα με αυτό. Άρα, λοιπόν, είχαν, υπήρχε για πολλούς κατοίκους στην Καστοριά που πείνασαν, οι πόλεις, όμως, όχι τα χωριά. Και με κάποιον τέτοιο τρόπο, όπως μας δόθηκε η ευκαιρία εμένα, θα δόθηκε η ευκαιρία και σε άλλους, να πούμε, και να τα βγάλουν πέρα οι Καστοριανοί που δεν είχανε ούτε αμπέλια, ούτε χωράφια, ούτε τίποτα παρά μόνο γούνα. Η οποία γούνα είχε κλείσει πλέον, Κατοχή ήταν.

Ε.Α.:

Την ελονοσία, θείε, πώς την έπαθες;

Α.Μ.:

Τότε; Α, θα σου πω και ένα περιστατικό να γελάσεις, να πούμε. Πολύ ωραίο περιστατικό. Η ελονοσία, τότε, κινίνο μας δίνανε, έτσι; Που να… Για λόγους που ήταν οι αντάρτες στο χωριό, στα βουνά, τα χωριά τα οποία ήταν όπως η Κορησός , έπρεπε να αδειάσουν, για να μην τροφοδοτούνται οι αντάρτες από τους κατοίκους. Εμείς, επειδή είχαμε τα χωράφια, τα ζώα και λοιπά, δεν πήγαμε στην Καστοριά, που είχαμε και το σπίτι, αλλά πήγαμε στην Πολυκάρπη, δίπλα στο Μαύροβο είναι η Πολυκάρπη. Οπότε, εκεί, πήγαμε σε μία γνωστή οικογένεια εκεί πέρα. Κάτι τους δίνανε οι πατεράδες, δεν ξέρω τι τους δίνανε και μείναμε εκεί πέρα για να μπορέσουμε να καλλιεργούμε τα χωράφια, πηγαίνοντας… Γιατί τα χωράφια της Πολυκάρπης με τα χωράφια τα δικά μας συνορεύονταν. Ήταν λίγο πιο μακριά, αλλά πηγαίναμε και γυρίζαμε και έτσι μείναμε στην αυτή… Τώρα σου λέω για την ελονοσία, έτσι; Είχε πλάκα μεγάλη.

Ε.Α.:

Ποια χρονιά ήταν αυτό;

Α.Μ.:

Για να φύγουμε από το χωριό, να μας διώξουν, για να μας διώξουν απ’ το χωριό… Θα το θυμηθούμε και θα το γράψεις, έτσι; Θα το θυμηθούμε. Γιατί μας έδιωξαν απ’ το χωριό; Να μην έρχονται οι αντάρτες και τροφοδοτούνται από 'μας.

Ε.Α.:

Στον εμφύλιο;

Α.Μ.:

Εμφύλιος πρέπει να ’ναι, έτσι; Έτσι δεν είναι; Ε, βέβαια, γιατί δεν είναι Κατοχή αυτή. Βέβαια, εμφύλιος ήταν, αλλά ποια χρονιά θα το δούμε, δεν θυμάμαι. Κι έτσι πήγαμε στην Πολυκάρπη. Τότε αρρώστησαν πολλοί άνθρωποι απ’ την ελονοσία. Ο πατέρας μου είχε έναν αδερφό, Δημήτρη, μικρότερος αδερφός. Είχε τον Διονύση, τη Θεοδότα και σήμερα τον σημερινό Κώτσο. Ο Κώστας είναι ένα παιδί στο χωριό, μπεκιάρης είναι κι αυτός και κρατάει όλο το σπίτι. Το διπλανό σπίτι, το χώρισαν στη μέση στο σπίτι του πατέρα μου. Ο μεγαλύτερος αδερφός απ’ τον Κώστα λεγόταν Μιχάλης. Κι όλοι τότε, που φύγαμε από το χωριό, πηγαίναμε στην Πολυκάρπη. Έρχεται η νοσοκόμα, να μας κάνει ένεση για την ελονοσία. Μόλις τ’ ακούει ο Μιχάλης, φεύγει απ’ το σπίτι και πηγαίνει μέσα στη λίμνη. Ως εδώ! Αν τολμάς, πήγαινε να τον πιάσεις. Είναι ένα χαριτωμένο παιδί, δεν ξέρεις τι καλό, αγαπητό παιδί που ήταν. Το πιο αγαπητό παιδί, από όλο το σόι μας, ήταν αυτός. Ήταν για την αθωότητά του, ήταν για την καλοσύνη του, ήταν, ήταν… Τον αγαπούσαμε όλοι. Και πάει, που λες, μέσα στη λίμνη και δεν τόλμησε κανένας, έφυγε η νοσοκόμα, πού να κάνει ένεση; Πού να τον βρει τον Μιχάλη; Ως εδώ ήταν, στη λίμνη μέσα. Δεν τολμούσε κανείς να πάει. Αυτό ήταν το κωμικό, να πούμε, της ελονοσίας, που λέγαμε από την ελονοσία τότε, ο Μιχάλης.

Ε.Α.:

Εσύ, πώς έπαθες;

Α.Μ.:

Μας έκαναν ένεση όλους, εκεί που ήμασταν, στην Πτολεμαΐδα-. Στην… Πες το ντε, στην Πολυκάρπη.

Ε.Α.:

Κόλλησες; Έπαθες τέτοιο ή εμβόλιο έκανες;

Α.Μ.:

Ένεση, ένεση. Τι είναι αυτό; Ένεση, τι μας έβαζαν; Γιατί, για να πονέσουμε, θα πει ότι με ένεση μας την έκαναν το φάρμακο. Δεν ήταν το κινίνο, μόνο. Το κινίνο το παίρναμε, κάθε πόσο δεν ξέρω, για να περάσει, αλλά προληπτικά, για να μην πάθουμε ελονοσία, μας έκαναν ένεση, μας έκαναν.

Ε.Α.:

Άρα δεν έπαθες, δεν νόσησες.

Α.Μ.:

Όχι, όχι, όχι.

Ε.Α.:

Θείε, ποια Κατοχή ήταν-, ποια ήταν πιο δύσκολη, οι Ιταλοί ή οι Γερμανοί ήταν πιο κακοί;

Α.Μ.:

Κοίταξε, οι Γερμανοί ήταν σκληροί βέβαια, αλλά δεν ζήσαμε πολύ τους Γερμανούς, γιατί τον νομό Καστοριάς τον παρέδωσαν στους Ιταλούς και άφησαν την Θεσσαλονίκη στους Γερμανούς και γι' αυτό και για τους Εβραίους, που τους πήραν τότε Gauleiter, απ’ εδώ τους Θεσσαλονικιούς, θα τα πούμε ύστερα για τους Εβραίους. Οι Γερμανοί-, τους Γερμανούς αφήσανε τη Θεσσαλονίκη και τη Δυτική Μακεδονία την άφησαν στους Ιταλούς. Και οι Ιταλοί, εκείνο που θυμάμαι, ήταν ένας διοικητής της φρουράς των Ιταλών, ζήτησε από όλα τα χωριά να τους φέρουν από ένα ζώο, από μία αγελάδα, από ένα βόδι, για τον ιταλικό στρατό. Εμείς τους δώσαμε ένα μοσχάρι που είχαμε, γιατί το ζευγάρι ήταν χρήσιμο, όργωνε, τραβούσε και λοιπά, η αγελάδα μάς έδινε το γάλα και λοιπά και δώσαμε ένα μοσχάρι, το θυμάμαι. Αποδείχθηκε ότι αυτός, ο Διοικητής της Ιταλίας, τα πούλησε αυτά τα ζώα, δεν τα έδωσε στον ιταλικό στρατό και πέρασε από δίκη αργότερα, βέβαια, και τον τιμώρησαν με θάνατο, ιταλικό δικαστήριο. Διότι αποδείχθηκε αυτό, ότι ήταν προς όφελός του και όχι προς όφελος του στρατού. Οι Γερμανοί δεν το ’καναν αυτό. Οι Γερμανοί, σαν Κατοχή που τους είδαμε για λίγο και στο τέλος, όταν τους πήραν τους Εβραίους. Ξανά δεν είχαμε Γερμανούς, είχαμε μόνο Ιταλούς.

Ε.Α.:

Θες να μου πεις λίγο για τους Εβραίους τώρα;

Α.Μ.:

Για τους Εβραίους… Είχαμε πολλούς Εβραίους, κάπου χίλιους εννιακόσιους τόσους Εβραίους στην Καστοριά. Είχαμε και τη στήλη εκεί πέρα, πάνω στην αυτήν, που τους είχαν μαζεμένους, θα σου πω. Εγώ είχα κι άλλους συμμαθητές, αλλά στο ίδιο θρανίο, είχαμε τον Αλμπέρτο Κοέν. Δίπλα - δίπλα, το θρανίο ανά δύο παιδιά ήταν, δύο ή τρεις ήμασταν σε κάθε θρανίο. Μάλλον δύο ήμασταν.

Ε.Α.:

Στο Γυμνάσιο;

Α.Μ.:

Στο γυμνάσιο. Μιλάμε για πότε; Το ’43; Το ’43 πήραν τους Εβραίους οι-. Εγώ το ‘47 τελείωσα. ’43 ή ’44; ’43 με ‘44 πήραν τους Εβραίους απ’ την Καστοριά. Μάλλον ‘43 πρέπει να ’ναι, τέλος ’43.

Ε.Α.:

Για πες και θα σου πω εγώ τι διάβασα μετά.

Α.Μ.:

Ναι.

Ε.Α.:

Μου είχες πει και προχθές που είχα έρθει ότι το ’44, τον Μάρτιο, τους είχανε πάρει.

Α.Μ.:

Α, ’44; Όχι ’43, έτσι; Γιατί τώρα δεν μπορώ, εφόσον είπα ότι δεν μπορώ να θυμηθώ. ’44 πρέπει να ’ταν. Τελευταία χρόνια της Γερμανίας, γιατί ’45 τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ναι, ίσως ’44. Λοιπόν και ο Αλμπέρτος Κοέν, είχε ο πατέρας του είχε ένα μαγαζί και σαν ραφτάδικο. [01:30:00]Έκανε, δηλαδή, τα καπέλα που φορούσαμε τότε με τη Γλαύκα, θεά της σοφίας, Αθηνά, ποιας ήταν, τα αγοράζαμε απ’ τον πατέρα του, απ’ τον Αλμπέρτο. Ε, ήρθαν οι Γερμανοί να τους πάρουνε. Κι εγώ πήγα… Τότες είχαν γράψει σε κάθε πόρτα τον αριθμό και το όνομα, ότι είναι Εβραίοι. Όλα τα σπίτια καταγράφηκαν, ότι ήταν Εβραίοι. Και όταν ήρθαν, το ’44 όπως λες, να τους πάρουν, εγώ πήγα στον Αλμπέρτο, στο σπίτι, σαν συμμαθητής μου και λοιπά, να τον δω και θα τους πήγαιναν στο Γυμνάσιο θηλέων. Δεν είναι γυμνάσιο θηλέων, εμείς όταν ήμασταν εκεί ήταν μικτό το γυμνάσιο, και κορίτσια και αγόρια. Κάποιο Παρθεναγωγείο παλιότερο πρέπει να ‘ταν κι έτσι το λέγαμε γυμνάσιο θηλέων. Κατάλαβες; Αυτούς τους Γερμ-, αυτούς τους Εβραίους τους πήγαιναν όλους στο γυμνάσιο θηλέων της… Πού είναι η Δεξαμενή σήμερα, ακριβώς από πίσω, στο ύψωμα εκεί πέρα και που βλέπει προς το Βίτσι, βόρειο μέρος, εκεί ήταν το γυμνάσιο αυτό. Και παίρνουν και τους κλείνουν όλους εκεί μέσα. Όταν πήγαιναν να τους μαζεύουν απ’ τα σπίτια, πήγα κι εγώ να δω τον Αλμπέρτο για να τον-, σαν συμμαθητής, στο ίδιο θρανίο καθόμασταν. Πηγαίναμε προς τα κάτω και θυμάμαι η Μαζαλτό η καημένη, «Πού με πάνε! Πού με πάνε! Το σπιτάκι μου», τη θυμάμαι την καημένη, να πούμε. Εγώ συνόδευα τον Αλμπέρτο μαζί, τον πήρα κι έναν μπόγο και μ' έβλεπε ο Γερμανός. Μ' έβλεπε ο Γερμανός που τους συνόδευα, αλλά δεν είχα εγώ αστέρι. Κατάλαβε ότι… Όλοι λένε για κίτρινα αστέρια στην αυτή, για την Ευρώπη. Εγώ δεν είδα κίτρινο αστέρι. Σ' εμάς ήταν στο αριστερό χέρι άσπρο αστέρι. Αστέρι κανονικό, έτσι, αλλά άσπρο χρώμα. Και τώρα, αν στις άλλες πόλεις, στις άλλες χώρες, ήταν κίτρινο το αστέρι, δεν ξέρω. Σ' εμάς, πάντως, το θυμάμαι καλά, άσπρο. Να σου πω τώρα κι ένα αυτό τώρα για τους Εβραίους; Αυτό θα το συνεχίσουμε πάλι, έτσι; Ανεβαίνω-. Υπήρχαν πλούσιοι Εβραίοι και πάμπλουτοι, αλλά υπήρχαν και φτωχοί και χαμάληδες. Πολλοί χαμάληδες ήταν Εβραίοι. Χαμάληδες τους λέγαμε βαστάζοι. Είχαν ένα σαμαράκι πίσω, εκεί επάνω ρίχναν το φορτίο που ήθελαν να κουβαλήσουν και το κουβαλούσαν, οι άνθρωποι να πούμε. Αυτοί ήταν οι φτωχοί Εβραίοι. Και μια μέρα, χειμώνας ήταν κιόλας, πήγαινα προς το γυμνάσιο, ανεβαίνοντας και κατέβαινε ένας, με το κασκέτο του φαινόταν ότι είναι από κάποιο χωριό κι έτρωγε ένα ψωμί. Ένα περιστατικό, βρε παιδί μου, να δεις. Ανέβαινε ο Εβραίος προς τα κάτω και τον κάνει έτσι. Και αυτός σπάει την κόρα του και την έδωσε. Δηλαδή, ήταν από τους φτωχούς Εβραίους. Δηλαδή, όσο πλούσιοι Εβραίοι ήταν, τόσοι και φτωχοί υπήρχαν. Να απορείς, δηλαδή. Τον πλούτο της Καστοριάς τον είχαν τα καταστήματα και λοιπά, όλα, Εβραίοι. Υπήρχαν και τέτοιοι, τόσο χαμηλού επιπέδου Εβραίοι, που δεν είχαν να φάνε ψωμί και τον έκανε έτσι, να τον δώσει λίγο ψωμί. Αυτό είναι εκτός από το-, αυτό που θέλω να πω. Ναι… Τώρα για τους Γερμανούς, για τους Εβραίους… Τους κλείνουν όλους στο γυμνάσιο θηλέων που λέμε, που λέμε γυμνάσιο θηλέων. Σ' εμάς ήταν μικτό. Έρχεται μία μέρα ο Ταραμπάνης, Τηλέμαχος Ταραμπάνης απ’ το Μαυροχώρι και μου λέει: «Μ’ είπε ο Αλμπέρτος να τους δώσεις, να του στείλεις λίγο ψωμί». «Αφήνουν;», λέω. «Αφήνουν», μου λέει, «Από 'κεί ήρθα εγώ». Δεν τον ρώτησα, όμως, για ποιον πήγε ο Ταραμπάνης, διότι δεν το θυμήθηκα να το… Και τότε από το χωριό μας, όπως μαζεύαμε, που λες, τα ψωμιά τα μεγάλα, κόβω ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί, δεν ήταν ολόκληρο. Τώρα κι αν του το έφερνα όλο, δεν το σκέφτηκα να το πάω όλο. Θα με έκαναν, το είχαμε για την ημέρα εκείνη εμείς. Κατοχή ήμασταν, να πούμε, δεν ήτανε… Κατοχή με Γερμανούς, τότε. Λοιπόν, του κόβω να κομμάτι ψωμί, σε μία εφημερίδα το έριξα και το πηγαίνω επάνω στο σχολείο, στο γυμνάσιο θηλέων που το λέγαμε. Πού τους μαζέψανε εκεί πέρα, χίλιους Εβραίους σ’ ένα σπιτάκι τόσο δα μικρό, βρε παιδί μου. Πώς τους μάζεψαν τους ανθρώπους! Πηγαίνω τον φωνάζω. Ήταν στην πόρτα, καθότανε ένας Χαΐμ, Χαΐμ τον λέγανε, σαν… να επικοινωνεί με τους μέσα. Λέω: «Τον Αλμπέρτο θέλω, τον Κοέν». Τον φώναξε, κατεβαίνει ο Αλμπέρτος, του το ‘δωσα το ψωμί και φύγαμε. Δεν είχαμε να αγκαλιαστούμε και λοιπά. Τέτοια πράγματα δεν-, δεν μας πήγαιναν, δεν το σκεφτόμασταν. Τι, να του πω να πάει στον παράδεισο; Ή να πάει, όλοι πήγαν για… Τέλος πάντων. Τους το έδωσα και κατέβηκα κάτω. Τώρα για τους Εβραίους μιλάμε; Ναι. Αυτό το περιστατικό που θυμάμαι για τους Εβραίους και από τον Μωσίκο. Ο Μωσίκος ήταν ένα παιδί, Μωής λεγόταν βέβαια, ο πατέρας του είχε πολλά παιδιά. Και ήταν απ’ την πίσω πλευρά που ήταν η αγορά από το καφενείο μας, ήταν το δικό τους στο μαγαζί και φώναζε: «Ελιές Βόλου, ελιές Βόλου, ελιές Βόλου, βολιώτικες ελιές», το θυμάμαι καλά. Αυτό το παιδί το πήραν οι Γερμανοί πρέπει να-, να μην πήγαν… Δεν το πήγαν στο Νταχάου, αλλά θα πρέπει να ήτανε σε-. Πώς λέγεται ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως; Νταχάου της Γερμανίας μέσα; Εκεί τον πήγαν. Δεν το πήγαν στο Άουσβιτς. Αυτό είναι, Άουσβιτς και Νταχάου. Και γλύτωσε, γιατί όταν ήρθε μας έκανε παράσταση πώς ήταν, πώς τον είδε τον Ζούκοφ και μας έκανε έτσι. Τον Ζούκοφ να προχωράει και όλοι… Άρα, λοιπόν, ήταν στο γερμανικό, στο Νταχάου κι όχι στο Άουσβιτς. Στο Άουσβιτς όλοι ψήθηκαν στον φούρνο. Μας έκανε την παράσταση. Μόλις ήρθε αυτό το παιδί απ’ την απελευθέρωση, να πούμε, από τους Ρώσους. Έζησε, διότι ήταν χοντρούλης. Και όταν ήρθε στην Ελλάδα ήταν πετσί και κόκκαλο, να πούμε, το παιδί. Και τον πήγαν στην Κλεισούρα, υπήρχε ένα νοσοκομείο, πώς λεγόταν αυτά τα νοσοκομεία για τους φυματικούς, για τους… Σανατόριο, σανατόριο. Λόγω του υψομέτρου, η Κλεισούρα, υγιεινό κλίμα και λοιπά. Και από κει, τον πήγαν εκεί καμιά, δεν ξέρω πόσες μέρες, συνήλθε το παιδί και ξαναήρθε στην Καστοριά. Και μας έδειχνε το περιστατικό πώς… Φτιαγμένος… Εξαφανίστηκε. Πρέπει, πρέπει να πήγε στον Βόλο γιατί είχε πολλούς πελάτες που προμηθεύονταν λάδια, ελιές και λοιπά. Κι από κει εικάζεται ότι πήγε στο Ισραήλ. Γιατί δεν έδειξε σημεία ζωής άλλα. Να είναι…, να έρθει στην Καστοριά ή να υπήρχε στον [01:40:00]Βόλο, θα είχε αυτός σαν Εβραίος, να πούμε, αλισβερίσι είχε με όλους. Τσιμουδιά. Θα πρέπει να είχε φύγει κάπως στο Ισραήλ, στην καινούρια πατρίδα. Υποθέτω εγώ, δεν το ξέρω τι απέγινε. Αυτό ήταν με τους Εβραίους και με αυτό με τον Κοέν, με τον Αλμπέρτο που του πήγε το ψωμί. Από 'κει τους φόρτωσαν στα… Εκεί που είδα εγώ, καθόμουν μπροστά στο καφενείο και ήταν ένα φορτηγάκι απέναντι από το καφενείο μας, εκεί που ήταν ένα μπακάλικο το… Και θυμάμαι κατέβασαν πέντε-έξι ανθρώπους, δεν ξέρω γιατί, και τους ανέβασαν σε ένα αυτοκίνητο με μουσαμά από πάνω, με τέντα. Και το κλείσαν το αυτοκίνητο και έφυγαν. Αλλά τους πολλούς Εβραίους, τους εννιακόσιους - χίλιους Εβραίους δεν τους είδα ποτέ πώς φύγαν. Πρέπει να τους πήγαν νύχτα με φορτηγά στο Αμύνταιο κι από 'κει στο τρένο και για το Άουσβιτς. Έτσι πρέπει να ήταν. Μάλιστα ένας, ο πατέρας του Μωσίκου, ο Κώτσο, ο Κώτσο πέθανε στη διαδρομή από το Αμύνταιο μέσα στην Γιουγκοσλαβία. Έτσι μας είπε ο γιος του. Πάει, πάει. Πέθανε, λέει, στην διαδρομή από το Αμύνταιο με το τρένο που τους πήγαν προς τα πάνω. Αυτά ήταν για τους Εβραίους. Τώρα τι άλλο έχουμε;

Ε.Α.:

Τον Αλμπέρτο, όταν τον πήρανε, πώς ένιωσες;

Α.Μ.:

Τον Αλμπέρτο; Κοίταξε, από φιλία, από ανάμνηση που έχω στο ίδιο θρανίο να καθόμαστε και λοιπά, τον λυπήθηκα, βέβαια, γιατί δεν ξέραμε πού θα πάει. Δεν ξέρουμε τι μέλλον θα έχει. Και τον πήγα ψωμί, ένα κομμάτι ψωμί, να πούμε, δεν ήταν σπουδαίο πράγμα, ένα κομμάτι ψωμί τον πήγα. Αλλά και περισσότερο αν τον πήγαινα, να το μοίραζε με τους άλλους, καλό θα ήταν, αλλά δεν μπορούσα να του το πάω όλο γιατί κι εμείς μόνο από εκείνο το καρβέλι το μεγάλο, των δυο οκάδων, από εκείνο τρώγαμε, να πούμε. Αλλά σε λίγο κάποιος θα ερχόταν από το χωριό, θα μας έφερνε πάλι ψωμί. Ποιος θα το υπολογίσει τόσο πολύ. Ναι… Για αυτό, ένα, δεν το σκέφτηκα κιόλας να του δώσω ένα ολόκληρο ψωμί. Του έδωσα ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί, τον άνθρωπο. Τίποτα. Τους το πήγα εκεί. Τους λέω «Αφήνουν;». «Αφήνουν», μου λέει ο Ταραμπάνης. Του το ‘δωσα, αυτός μπήκε μέσα και γύρισα πίσω στο καφενείο.

Ε.Α.:

Φανταζόσουν ποτέ τι θα μπορούσαν να πάθουν;

Α.Μ.:

Δεν ξέραμε, όχι. Εκείνο που θυμάμαι, που λένε στο καφενείο, δύο χαμάληδες ήταν αυτοί. Δεν ξέρω, στο 'χω πει ή όχι; Ο ένας έλεγε, ο χριστιανός, τον Εβραίο ότι θα σας κάνουν σαπούνι οι Γερμανοί. Άρα λοιπόν, ήξεραν οι Γερμανοί, οι Εβραίοι ότι δεν έχουν καλά περάσματα στην Γερμανία. Σαπούνι από πού το ήξερε αυτός ότι…; Όλοι μας ξέραμε ότι τους κάναν σαπούνι. Βγάζουν το λίπος τους και λοιπά. Πώς γίνεται το σαπούνι; Ενώ ο άλλος, που ήτανε, ο Ιταλός, όχι... Έλεγε ότι: «Θα ‘ρθουν οι Ιταλοί εσάς και θα σας πάρουν τις γυναίκες σας», σαν ερωτιάρηδες να πούμε. Παρέα, να πούμε, να λέει ο ένας στον άλλον ανάλογα με το... Ο Μωσίκος, Μωσίκος λεγόταν, Μωής πρέπει να 'τανε, Μωυσής, κάπως έτσι, Μωής το επίθετό του, το όνομά του το κανονικό, αλλά Μωσίκο εμείς τον φωνάζαμε, έτσι, σαν χαϊδευτικό, να πούμε. Ναι.                                                        

Ε.Α.:

Δεν προσπάθησε κανείς να το σκάσει από το γυμνάσιο;

Α.Μ.:

Όχι. Τώρα, να σου πω στο χωριό μας τι συνέβη; Στο χωριό μας, ε; Γιατί έχουμε περιστατικό στο χωριό. Οι Εβραίοι με τους Ιταλούς δεν τα πήγαιναν άσχημα. Και μάλιστα ένας Εβραίος ο οποίος περνούσε κατά διαστήματα, γύριζε τα χωριά, και ήρθε μία μέρα μπροστά στην πόρτα μας, εκεί, όπως ήταν πλακόστρωτο. Άνοιγε το ντέγκι και ερχόντουσαν οι γυναίκες από εκεί και εδώ και εκεί και τους έκοβε με τον πήχη και με το ψαλίδι, έναν πήχη είχε ξύλινο και τους έκοβε άλλο για ποδιά, άλλο ένα φουστάνι και λοιπά για να τους τα κάνει. Διηγείται, όμως, η Άννα, η ανιψιά μου, του Πέτρου η γυναίκα, ότι στης μάνας της το σπίτι του… Το επίθετο δεν το θυμάμαι πώς λέγεται, του Ξυγκάκη, Ξυγκάκης. Ο Ξυγκάκης, πήγε ένας Εβραίος για να του πουλήσει και λοιπά και του λέει: «Να σε φυγαδεύσουμε. Οι αντάρτες να 'τα, εδώ πάνω τα βουνά είναι γεμάτα». Λέει: «Να μην σας βάλω σε μπελάδες». Φοβόντουσαν κιόλας οι Εβραίοι, ήταν φοβητσιάρηδες. Δεν ήταν αυτοί οι Εβραίοι, οι σημερινοί που έχουν πατρίδα πλέον και νιώθουν ότι έχουν σπίτι. Μα πριν σε όλον τον κόσμο παντού ήταν απάτριδες. Δεν υπήρχαν. «Τι είσαι;». «Εβραίος». Δεν ξέραν αν είναι Γερμανός, αν είναι Αμερικάνος, αν είναι Ιάπωνας. Εβραίος. Αφότου απέκτησαν στέκι, κατάλαβαν ότι πρέπει να έχουν ηρωισμό. Και γι’ αυτό είναι και πράγματι ήρωες και έκαναν και των Επτά Ημερών τον πόλεμο με τον Νταγιάν, με ένα μάτι ήταν ο Νταγιάν, μέχρι την Αίγυπτο. Τέλος πάντων. Και λέει, ενώ ήταν αντάρτες στα βουνά μπορούσε να πει να… Μάθαμε ότι κάποιοι πήγαν, δεν ξέρω, ένας - δυο απ’ την Καστοριά, αλλά και από άλλα μέρη από τα πολλά μέρη… Πολλούς Εβραίους είχαμε απ’ τα Γιάννενα. Εκτός από τη Θεσσαλονίκη, βέβαια, που ήταν πρώτη. Και πήγαν στους αντάρτες, γλύτωσαν αυτοί. Κάναν. Δυο, τρεις, πέντε είναι μετρημένοι. Δεν τολμούσαν να πάνε στο βουνό να πολεμήσουν, δεν μπορούσαν.

Ε.Α.:

Θυμάσαι πότε έγινε αυτό που τους συγκέντρωσαν;

Α.Μ.:

Πότε τους συγκέντρωσαν; ‘43, ‘44 . Τώρα, αν είναι τέλος ‘43, αρχές ‘44, τι να… Τότε θυμάμαι που τους μάζευαν. Ακριβώς ημερομηνία δεν μπορούσα να θυμηθώ.

Ε.Α.:

Εκεί μέσα τι τους κάνανε;

Α.Μ.:

Τίποτα, τους αφήνανε νηστικούς. Εκεί μέσα κατουρούσαν, εκεί μέσα χέζανε. Μην συζητάς. Ούτε νερό, ούτε ψωμί, τίποτα. Σου λέει αυτοί… Οπωσδήποτε ήξεραν οι Γερμανοί πού τους παν. Τι σήμερα; Τι αύριο; Σε λίγες μέρες θα έχουν καεί. Τίποτα απολύτως. Ούτε νερό τους δίναν. Δεν ξέρω πόσες μέρες τους κράτησαν εκεί πέρα πάνω, στη Δεξαμενή, στο γυμνάσιο θηλέων. Κάνα δυο μέρες θα ‘ταν. Ξέρω 'γω. Περισσότερο; Δεν ξέρω, δεν μπορώ να θυμηθώ πόσες μέρες. Γιατί από την πρώτη μέρα που θυμάμαι και που έβαλαν στο φορτηγό μία ομάδα, τους άλλους δεν τους είδα. Νύχτα πρέπει να τους φόρτωσαν στα αυτοκίνητα. Νύχτα πρέπει να τους φόρτωσαν. Δεν ξέρω, νερό μπορεί να τους δώσαν, αλλά ψωμί δεν είχαν, γιατί για να μου ζητήσει εμένα o αυτός ψωμί να φάει, θα πει ότι δεν είχαν ψωμί. Δεν είχαν ψωμί.

Ε.Α.:

Πριν έρθουν οι Γερμανοί, πώς συνυπήρχαν οι Εβραίοι με τους υπόλοιπους; Ήταν καλά;

Α.Μ.:

Κοίταξε, σου είπα ότι τα καλύτερα μαγαζιά, τα εμπορικά τα είχαν οι Εβραίοι. Υπήρχαν, βέβαια και οι φτωχοί, όπως είπαμε.

Ε.Α.:

Με την κοινωνία είχαν συγκρούσεις ή ήταν αγαπημένοι;

Α.Μ.:

Απαπα. Είχαν, βέβαια. [01:50:00]Κοίταξε, ερχόντουσαν στο καφενείο και παίζανε τάβλι, χαρτιά, οι Καστοριανοί. Εβραίο δεν είδαμε. Εβραίος να παίζει χαρτιά και τάβλι, ούτε τάβλι που λέει ο λόγος δεν... Πήγαινα στα Εβραϊκά μαγαζιά εγώ και τους έφερνα καφέ για τους πελάτες, για αυτούς τους ίδιους, κερνούσα και τους πελάτες. Δηλαδή, αυτοί μπορεί να έπιναν ένα καφέ την ημέρα, που λέω ή δύο. Ενώ οι πελάτες ήταν πολλές δόσεις, μία, δυο, τρεις. Σε κάθε φορά που είχαν πελάτη, με φώναζαν τρεις καφέδες, πέντε καφέδες και τους τα πήγαινα στο μαγαζί. Η πίσω πλευρά από το καφενείο μας ήταν τα εμπορικά καταστήματα.

Ε.Α.:

Ο Μωσίκος που μου είπες, τι ιστορίες σας έλεγε, που επέζησε;

Α.Μ.:

Ο Μωσίκος… Αυτόν πρέπει να μην… Στο Άουσβιτς δεν τον πήγαν, γιατί… Μάλλον στο Νταχάου θα τον πήραν, σε συγκέντρωση και μας είπε πώς είδε τον Ζούκοφ, μας έκανε και αναπαράσταση να πούμε. Πώς είδε τον Ζούκοφ, να έρχεται, να χαιρετάει, τον είδε. Άρα αυτός τους απελευθέρωσε, ο Ζούκοφ τους απελευθέρωσε. Τα ρωσικά στρατεύματα πήγαν στο Νταχάου και τους απελευθέρωσαν. Εκτός από το Άουσβιτς, που ήταν στην Πολωνία, το Άουσβιτς ήταν στην Πολωνία. Εκεί δεν άφησαν κανέναν, μόνο κανά δυο-τρεις, όπως είναι ο Γιώργος, τα κορίτσια αυτά που είχαμε, την Μπέρι και την Γκίντα. Καρόσο, Καράσο ήταν το επίθετο. Δύο αρχοντικά σπίτια των αδελφών στην Καστοριά, Εβραίοι. Ο ένας είχε εμπορικό κατάστημα, δυο εμπορικά καταστήματα με υφάσματα. Όπως όλοι οι Εβραίοι, τα καταστήματα, να πούμε, διάφορα. Και ο άλλος είχε τους μύλους, που άλεθαν αλεύρι, το σιτάρι. Αλλά η Ντόμπλιτσα, η πτώση του νερού, ήταν πιο ψηλά, δεν ήταν κατά μήκος του δρόμου, τώρα όπου είναι εκεί η Ένωση Συνεταιρισμών. Τι έχει, μεγάλη αποθήκη, δεν ξέρω. Στάσεις λεωφορείων υπάρχουν, δεν μπορώ να θυμηθώ πώς είναι η Καστοριά σήμερα. Το νερό, η πτώση από την Ντόμπλιτσα, ήταν πιο ψηλά, οπότε ο μύλος δεν φαίνονταν, γιατί ήταν η κρέμαση, που λέμε, για να γίνει, για να περάσει ο τροχός και λοιπά και κάτω ήταν η Ντόμπλιτσα, το οποίο νερό σήμερα, δεν υπάρχει σήμερα το νερό αυτό, ούτε οι πηγές υπάρχουν, όπως άλλαξαν τα κλίματα και πολλά νερά τα πήραν για άρδευση, τα άλλα τα πήρανε, ξεράθηκαν οι πηγές, σήμερα δεν υπάρχουν αυτά τα νερά. Και στη Ντόμπλιτσα υπήρχε μία γούρνα μεγάλη, ίσα με εκατό μέτρα, πενήντα μέτρα και λοιπά, φάρδος, πλάτος και εκεί μαζεύονταν τα νερά, που έπεφταν απ’ το μύλο πάνω του μυλωνά, που είχε τα-, τους υδρόμυλους.

Ε.Α.:

Το είχε το νούμερο σε τατουάζ ο Μωσίκος;

Α.Μ.:

Όχι, δεν θυμάμαι να μας το έδειξε. Όχι. Δεν θυμάμαι να μας το έδειξε. Και γιατί να μην το έχει, αφού κι άλλοι Εβραίοι που ήρθαν και φίλοι του Πολυμέρη εδώ πέρα, που τους γνώρισα εγώ, μας το ’δειξε το νούμερο. Μας το ’δειξε. Αλλά του Μωσίκου δεν το θυμάμαι να μας το ’δειξε. Μπορεί και να το έδειξε και να μην το πρόσεξα εγώ, δεν το θυμάμαι, Βέβαια, πρέπει να το έχει, δεν το είδα. Δεν το είδα.

Ε.Α.:

Πώς ένιωσες όταν τον ξαναείδες, που έζησε;

Α.Μ.:

Πώς;

Ε.Α.:

Πώς ένιωσες που τον ξαναείδες και έζησε;

Α.Μ.:

Ε, χαρήκαμε εμείς, να πούμε, και ο καημένος ο Μωσίκος όλο χαμόγελο ήταν, διότι ιδίως όταν γύρισε από την Κλεισούρα, που ανέλαβε, να πούμε, κάπως, έβαλε κάνα δυο κιλά, γιατί ήταν σαν κεράκι, ενώ ήταν χοντρούλης, όλο κελαηδούσε. Αλλά τον χάσαμε από 'κει και πέρα, πήγε Βόλο, πήγε Ισραήλ, λένε ότι πήγε Ισραήλ.

Ε.Α.:

Σου είπε πώς το έσκασε;

Α.Μ.:

Από πού, δεν…

Ε.Α.:

Τους απελευθέρωσαν μου είπες, δεν το έσκασε, σωστά, συγγνώμη. Εγώ το είπα λάθος.

Α.Μ.:

Όχι, δεν, ήταν στο Νταχάου, δεν ήταν στο Άουσβιτς.

Ε.Α.:

Θείε, οι περιουσίες των Εβραίων στην πόλη, αφού φύγαν, τι έγιναν τα σπίτια τους και τα μαγαζιά τους;

Α.Μ.:

Ναι, κοίταξε, σε όλα τα σπίτια και όλα τα μαγαζιά είχαν βάλει ταινίες απ’ έξω οι Γερμανοί. Τώρα ο Δήμος, τι απέγιναν αυτά τα… Το ρυμοτομικό πώς έγινε και πώς αλλά πέσαν και άλλα έγιναν, δεν μπορώ να το-, δεν το θυμάμαι. Ύστερα ήταν, θυμάμαι και τον δήμαρχο που ήταν εκεί πέρα. Μου διαφεύγουν τα ονόματα αυτά, δεν μπορώ να θυμηθώ, ούτε ξέρω τι απ-. Οπωσδήποτε ο Δήμος πρέπει να επωφελήθηκε από αυτή την κατάσταση, πρέπει.

Ε.Α.:

Γύρισαν επιζώντες άλλοι πίσω, εκτός απ’ τον Μωσίκο;

Α.Μ.:

Θα σου πω τώρα. Στο πίσω μέρος του καφενείου μας, στην αγορά που λέμε, υπήρχαν δύο αδέλφια. Να θυμηθώ λίγο τα ονόματα, που ήταν αντιπρόσωποι των μηχανών Singer. Singer είναι γερμανική φίρμα και είχαν-. Και τους πήρανε αυτούς. Δεν μπορώ να θυμηθώ, γνωστά ονόματα, που μια στιγμή θα μου ’ρθει στο νου, αλλά αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να το πιάσω. Όταν κάποτε πήγαινα εδώ να κάνω μία… Πήγαινα τακτικά στην Καστοριά, πήγα-. Θα το βρω, θα το βρω… Πήγα στο μαγαζί. Ο δρόμος που έρχεται απ’ το Δισπηλιό, περνάει μέσα απ’ την Καστοριά και βγαίνει στον Απόσκεπο, είναι ενιαίος. Αυτός ο δρόμος, με το πίσω μέρος του καφενείου μας, ενώνεται. Άντε τα ονόματα… Ελιάου, Ελιάου! Α, είδες λοιπόν; Αδελφοί Ελιάου ήταν οι Εβραίοι με τις… Ω, πω, πω, Ελιάου! Ήταν οι αδελφοί που είχαν τις μηχανές Singer, γερμανικές. Παν’ αυτοί. Όταν αποκαταστάθηκε πλέον η κατάσταση και λοιπά, πήγα στην Καστοριά και στο ίδιο μαγαζί, εκεί στη γωνία, υπήρχαν δύο παιδιά, δύο αδέλφια, δεν ξέρω τι ήταν, με κλωστές και χρώματα. Και τους ρώτησα: «Έχετε σχέσεις με τους Ελιάου;». «Εγγόνια τους είμαστε», λέει, «Εγγόνια τους». Δεν μου έδωσαν λεπτομέρειες, αλλά μου βεβαίωσαν ότι είναι οι ίδιοι οι Ελιάου, είναι απόγονοι των Ελιάου, όχι Ηλιάου. Ελιάου, Ελιάου. Πω, πω! Και πουλούσαν κλωστές, νήματα, έτσι, νήματα και χρώματα. Έμποροι πάλι, το εβραίικο από πάππου σε πάππου, σε εγγονό μεταδίδεται. Εβραίοι, Ελιάου, μάλιστα, το θυμήθηκα το όνομα. Στην πίσω πλευρά του δρόμου που πάει, και από την πίσω πλευρά που ανεβαίνει για το Τσαρσί, επάνω, οι δύο δρόμοι που ανεβαίνουν μπροστά απ’ το καφενείο μας προς το Τσαρσί, και από το πίσω μέρος του καφενείου μας πάλι ανταμώνονται αυτοί οι δύο δρόμοι και πάνε ο ένας για τον Άι - Θανάση τα αριστερά και ο άλλος, πάει για το Παλλάδιο για την… Εκεί ήταν οι αυτές, οι-… Τα δύο τα κορίτσια, οι δυο ξαδέρφες, Καρόσο, που ’χαν ο ένας το μαγαζί, τα υφάσματα και ο άλλος τους μύλους, υδρόμυλους.

Ε.Α.:

Θείε;

Α.Μ.:

Καρόσο, Καράσο, Καράσο. Αυτοί ήτανε, ο Γιώργος τους μελέτησε αυτούς, ήταν τα κορίτσια η Μπέρι και η Γκίντα, κάπως έτσι λέγονταν. Γκίντα; Δεν θυμάμαι, τα έχω γραμμένα αυτά τα ονόματα, τα ξέρω. Τα μελέτησα καλά ο Γιώργος, θειό τον έχεις τον Γιώργο; Θειό. Ο Κώστας, ο πατέρας σου, είναι ο [02:00:00]μεγαλύτερος, και ύστερα είναι ο Γιώργος. Πιο μικρός είναι ο Γιώργος, έτσι; Μάλιστα. Τα μελέτησε αυτά και η μια -και οι δύο επέζησαν αυτές οι κοπέλες- η μια γύρισε και τα σπίτια αυτών των κοριτσιών, που είχανε μια, ο ένας το κατάστημα και ο άλλος τους μύλους, ήταν απέναντι από το Παλλάδιο. Και ήταν ο Γκαουλάιτερ στο ένα σπίτι των Εβραίων, ο επικεφαλής. Ο Γκαουλάιτερ, ο διοικητής της περιοχής, είχε μία σιδερένια πλάκα εδώ μπροστά, με αλυσίδα κρεμασμένη, και Schnapps, όπου πήγαινε κάτω στην πλατεία όλο Schnapps. Schnapps είναι το τσίπουρο. Κοπανούσε να πούμε, δεν πλήρωνε καμιά φορά, ναι. Και το άλλο το γραφείο, των αδελφών αυτών, ήταν η φρουρά του Γκαουλάιτερ, ας πούμε. Διοικητήριο, κάπως έτσι. Το ένα ήταν ο ίδιος ο Γκαουλάιτερ, που ήταν τα γραφεία του και το άλλο ήταν σαν φρουρά, στρατιωτική φρουρά να πούμε, κάπως έτσι. Τα δυο σπίτια των Εβραίων αυτών. Τα κορίτσια.

Ε.Α.:

Θείε, το τέλος του πολέμου, του παγκόσμιου, το θυμάσαι πότε ήρθε;

Α.Μ.:

Βέβαια. Το ’45 τελείωσε, παραδόθηκε η Γερμανία. Πριν… Πρώτοι ήρθαν οι Ρώσοι στο Βερολίνο. Και το Βερολίνο… Βέβαια χωρίς την-. Τη μεγαλύτερη συμμετοχή την είχαν οι Αμερικανοί, οι οποίοι, ο Αϊζενχάουερ ήταν επικεφαλής του στρατεύματος που μπήκε στην Ευρώπη, τελείωσε η Ιταλία, μπήκαν στη Γερμανία και είχαν οι Αμερικανοί είχαν… Έγινε η Σύσκεψη της Γιάλτας, όπου ήταν ο Στάλιν, ο Ρούσβελτ και ο Τσόρτσιλ. Ο Τσόρτσιλ ήταν μεγάλη υπόθεση άνθρωπος, με πολύ μυαλό, αλλά είχε τους Αμερικανούς, οι οποίοι ήταν πιο μαλακοί ένεκα των Ρώσων, γιατί καταστράφηκαν, υπέφεραν πολλά οι Ρώσοι και τους υπολόγιζαν οι Αμερικανοί, ήταν πιο μαλακτικοί. Ενώ ο Τσόρτσιλ, σαν εχθρός του κομμουνισμού, όχι των Ρώσων, προέβλεπε ότι δεν… Είχε άλλη πολιτική από ό,τι οι Αμερικανοί. Κι έτσι, με τη συνθήκη αυτή που παραδόθηκαν οι Γερμανοί, κάλεσαν να υπογράψουν… Ο Χίτλερ πήρε πρώτα το φάρμακο, πρώτα έδωσε στον σκύλο του το φάρμακο, για να δει αν πιάσει. Και πράγματι με το φάρμακο, με το δηλητήριο που έδωσε στον σκύλο του -λυκόσκυλο ήταν- πέθανε. Κι αυτός παίρνει το δηλητήριο και, πριν δράσει το δηλητήριο, αυτοκτόνησε.

Ε.Α.:

Θείε, στο χωριό, όμως, λέω, στο χωριό το θυμάσαι πότε είπαν ότι τελείωσε ο πόλεμος;

Α.Μ.:

Εγώ ήμουν το ’45 ήμουν στην Καστοριά στο γυμνάσιο. Ό, τι διαβάζαμε από τις εφημερίδες, τηλεόραση δεν είχαμε.

Ε.Α.:

Χαρήκατε όταν το μάθατε;

Α.Μ.:

Ασφαλώς χαρήκαμε, διότι επιτέλους τέλειωσε ο πόλεμος και παραδόθηκαν οι Γερμανοί, οι Ιταλοί, οι Ιάπωνες. Ήταν η ατομική βόμβα, δυο ατομικές βόμβες, μια στη Χιροσίμα και μια στο Ναγκασάκι. Και παραδόθηκε η Ιαπωνία, παραδόθηκε η Ιταλία, αλλά στη Γερμανία πολεμούσαν ακόμα τα SS και όλοι οι αυτοί της καγκελαρίας και πέρα και η φρουρά. Και τελευταία στιγμή και αφού ήρθαν, πλησίασαν πλέον οι Ρώσοι στο Βερολίνο, αυτοκτόνησαν όλοι και ο Γκέμπελς. Ο Γκέμπελς είχε έξι παιδιά. Προπαγάνδας ήταν αυτός, έχω ένα βιβλίο εκεί.

Ε.Α.:

Ανοίγω, μετά από ένα διάλειμμα ανοίγω και πάλι το καταγραφικό. Για πες μου, θείε, τι μου έλεγες.

Α.Μ.:

Στο σιντριβάνι ήταν το κέντρο εκεί πέρα του χωριού τώρα, στα μετά χρόνια. Και ήταν ένα, υφάσματα του Καραμάτα, ήταν το τσαγκαράδικο του…

Ε.Α.:

Δεν πειράζει που δεν το θυμάσαι, δεν πειράζει.

Α.Μ.:

Θα το-. Είναι πολύ γνωστό το επίθετο του, θα το βρούμε, όμως. Του Φάνη του Σαπουντζή, Φάνη Σαπουντζή και του Βάσου του παλιάτσου το μαγαζί, που έκανε κλειδιά, έκανε βίδες και λοιπά, κάτι τέτοια να πούμε. Έπρεπε να παντρευτεί, παντρευόταν ο Σωτήρης και ο παππούς σου, ο Παντελής, πάει να μοιράσει προσκλητήρια για τον Σωτήρη Αντωνίου. Αφού γύρισαν, μοίρασαν τα προσκλητήρια, ένα προσκλητήριο έμεινε, του Βάσου. Ποιος ήταν ο Βάσος δεν τον βρίσκανε και ο Βάσος τον ήξεραν για παλιάτσο. Ο παλιάτσος ήταν δίπλα στο σπίτι του, στο σιντριβάνι, απ’ το πατρικό σπίτι του Αντωνάδικου ήταν το διπλανό. Δεν το ήξεραν ότι Βάσος λεγόταν αυτός και όχι παλιάτσος. Και το παλιάτσο πώς ήρθε; Παρατσούκλι ήταν, αλλά είχε μείνει ο παλιάτσος. Κι έτσι το προσκλητήριο έμεινε ανεπίδοτο, διότι δεν ήξεραν ότι είναι ο διπλανός. Αυτό ήταν το ευτράπελο, να πούμε.

Ε.Α.:

Αυτό με το BBC που μου ‘λεγες και τις ειδήσεις;

Α.Μ.:

Ναι, ναι. Τώρα… Είμαστε στο σιντριβάνι και ακούγαμε το… Σπουδαίο ήταν αυτό, τον σταθμό του BBC. Ο Σταυράκης, ο Γκαφένκο που λέγαμε. Γκαφένκος σου είπα τι είναι; Ο Γκαφένκος ήταν ο γραμματέας του χωριού μας. Σταυράκης και τον λέγανε Γκαφένκο, διότι ήταν πονηρός άνθρωπος. Αυτά τα αδέρφια είχαν όλοι παρατσούκλια. Ο Χρήστος, ο μεγάλος αδερφός τον λέγανε Μύξα. Μύξας, διότι όταν πήγαινε-, ήταν ζωγράφος, έκανε τα στάρια στις γιορτές για τους κτηνοτρόφους, για τους γεωργούς, σε ταψί αυτός τα διακοσμούσε τα στάρια. Και καθώς τα διακοσμούσε έσταζε η μύτη του επάνω και τον λέγανε Μύξα. Ο Μπούκος ήταν ο τσαγκάρης που πήγαινε στα σπίτια και έκανε τις παραγγελίες, τις έδινε και λοιπά. Και ο Γκαφένκος ήτανε ο γραμματέας του χωριού, ήταν παμπόνηρος άνθρωπος. Και πού το βρήκαν το Γκαφένκο; Γκαφένκου ήταν Υπουργός Εξωτερικών της Ρουμανίας που τους έβαλε, όλη την Ευρώπη τους έβαζε κάτω από την πονηριά του και από τις πονηριές του, από σοφία, άνθρωπος με… Και επειδή ο Γκαφένκος ήτανε-, ο Σταυράκης ήτανε πολύ πονηρός και έξυπνος τον ονόμασαν Γκαφένκο και παρατσούκλι, να πούμε. Αυτός ήταν ο Γκαφένκος, Ρουμάνος Υπουργός Εξωτερικών. Ύστερα να πούμε για την ειρήνη που έγινε στο αυτό. Με την [02:10:00]Άννα πήγαμε στη Γερμανία εμείς, εγώ. Και με αυτοκίνητο, το οποίο το ενοικίαζε με κάρτα από το αεροδρόμιο και πήγαμε στο Βερολίνο. Το Βερολίνο το είδαμε με το τείχος, το οποίο είχαν κάνει οι Ρώσοι, για να μην φεύγουν οι Γερμανοί και να πηγαίνουν στο Δυτικό Βερολίνο. Ήταν ένα ντουβάρι, εμπόδιζε τους απ' το Ανατολικό Βερολίνο, που το είχαν οι Ρώσοι και ήθελαν να φύγουν οι Γερμανοί να πάνε στο Δυτικό, γιατί είδαν τα χάλια του κομμουνισμού και είχαν κάνει ένα τείχος μεγάλο.

Ε.Α.:

Ποια χρονιά το πήγες το ταξίδι;

Α.Μ.:

Πότε πήγαμε... Πότε πήγαμε; Θα μας πει και η Άννα-, η Αρετή. Με την Άννα πήγα εγώ και είδαμε το τείχος εκεί πέρα.

Ε.Α.:

Θείε, για το BBC λέγαμε, για τις ειδήσεις που ακούγατε.

Α.Μ.:

Πώς; Για;

Ε.Α.:

Για το BBC λέγαμε.

Α.Μ.:

Για το BBC είναι άλλο, άλλο. Εντάξει, το αφήνω. Τώρα το BBC… Στο σιντριβάνι ο Σταυράκης, σαν πονηρός άνθρωπος, είναι ωραίο, όμως, αυτό… Δεν είχαμε ρεύμα τότες και εγώ και ο Αποστόλης του Γεωργιάδη, τον θυμάσαι; Ωραία. Τον ξέρεις ποιος είναι ο Αποστόλης, άρα. Είχαμε μία μηχανή που έκανε τα καλαμπόκια, έβγαζε τον σπόρο από το στέλεχος, να πούμε. Και γυρίζαμε με το χέρι την μηχανή και τους είχαμε συνδέσει την μπαταρία, για να γεμίζει η μπαταρία μ' ένα δυναμό. Λοιπόν, και γυρίζουμε εκεί, γυρίζουμε εκεί και ακούγαμε τις ειδήσεις απ’ το BBC. Και τι ακούγαμε, ώσπου να τον πιάσει ο Σταυράκης το σταθμό τώρα… Ακούγαμε «Μπο μπο μπο μπο μπο μπο. Μπο μπο μπο μπο μπο μπο», ήταν το σύνθημα, «Εδώ Λονδίνο, κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας». Οπότε η Φράγκα, μία γυναίκα εκεί που ήταν εκεί κοντά κάθονταν. Μαζεύονταν πολλές γυναίκες και λοιπά για να ακούσουν. «Εδώ Λονδίνο. Καλησπέρα σας». «Μπα το έρημο, πώς ξέρει που είμαστε εδώ;», η Φράγκα. Η Φράγκα ήταν, εκεί πιο πέρα ήταν το σπίτι της. Και, εν πάση περιπτώσει, ακούγαμε τις ειδήσεις απ’ το BBC, πού προχωρούν τα στρατεύματα, πώς γίνεται και λοιπά. Ήταν η εποχή που είχαν φύγει οι Γερμανοί και πλησίαζε η απελευθέρωση, να πούμε. Αυτό ήταν.

Ε.Α.:

Ποια χρονιά;

Α.Μ.:

Το ’44-’45; Το ‘45 έχει τελειώσει ο αυτός και υπεγράφη η συνθήκη το ’45 στο Πόζναν. Πήγαμε στο Πόζναν εμείς με την Άννα, εκεί που υπογράφτηκε η συνθήκη, η παράδοση της Γερμανίας.

Ε.Α.:

Το ράδιο το ακούγατε κρυφά;

Α.Μ.:

Όχι, τότε είχαν φύγει όλοι οι Ιταλοί, ήταν το αντάρτικο μόνο ακόμα. Δεν είχε αρχίσει ο εμφύλιος, αλλά ήταν το αντάρτικο. Οπότε το κανόνισε ο Σταυράκης και έπιανε το BBC. Και ήταν το κωμικό αυτό που έλεγε η Φράγκα: «Μπα, πού ξέρει που είμαστε εδώ;». Κατάλαβες; Λοιπόν…

Ε.Α.:

Θείε, θες να μου πεις λίγο τώρα και για τον εμφύλιο;

Α.Μ.:

Ναι, τον εμφύλιο. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, πολλοί απ’ τους αντάρτες δεν παραδόθηκαν. Βγήκαν στο βουνό. Στο βουνό, αρχηγός του στρατού ήταν ο-, τώρα θα σε πω… Ο αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων ήταν ο Τσακαλώτος, ο αρχηγός των ανταρτών ήταν ο Μάρκος ο Βαφειάδης. Έτσι; Μάρκος Βαφειάδης και Τσακαλώτος. Να σου πω πώς ξεκίνησε, πώς τελείωσε ο… Όταν τελείωσε, λοιπόν, ο εμφύλιος πόλεμος, θα σου πω πως, πιο μπροστά τι έγινε, τι γινότανε. Αντάμωσαν ο Μάρκος Βαφειάδης, αφού τελείωσε ο εμφύλιος, και ο Τσακαλώτος και δώσανε τα χέρια τους για τη συμφιλίωση. Και εκεί, στον Γράμμο επάνω, έγινε για τη συμφιλίωση μία συμφωνία, ένα μνημείο; Ένα μνημείο στον Γράμμο, διότι τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος και για να το θυμόμαστε δώσαν τα χέρια ο Τσακαλώτος με τον Μάρκο Βαφειάδη, ότι τελείωσε ο εμφύλιος και έκαναν μνημείο στον Γράμμο.

Ε.Α.:

Έχεις αναμνήσεις από το χωριό, πώς ήταν στον εμφύλιο;

Α.Μ.:

Βέβαια, βέβαια, βέβαια. Οι αντάρτες ήθελαν-, ήταν στον κομμουνισμό φανατικοί κομμουνιστές, βγήκαν στο βουνό πάλι, αντί να παραδοθούν. Πολλοί παραδόθηκαν τότε, είχαν βάλει τα όπλα με τον Ιερό Λόχο, από την Αίγυπτο που ήρθαν, απ’ το Ρίμινι της Ιταλίας και τα λοιπά, παρέδωσαν τα όπλα. Αλλά πολλοί, όπως ο Ναπολέων, όχι Ναπολέων, ο Καπετάν… Υπήρχε ο Ζέρβας, ήταν Βορειοηπειρώτης, ηπειρώτης καπετάνιος.  Λοιπόν, για τον εμφύλιο… Ξεκίνησε ο εμφύλιος. Τα στρατεύματά απελευθέρωσαν πρώτα το Βίτσι. Επάνω στο Βίτσι ανεβήκαμε και είδαμε ακριβώς από την κορυφή, σε ένα πλατύ που υπάρχει εκεί πέρα, υπάρχει μία στήλη αναμνηστική που γράφει στα αρχαία, αλλά για να καταλαβαίνουν οι επισκέπτες τι σημαίνει, ο λαός, πίσω έχουν τη μετάφραση. Και λέει: «Εμείς πεθάναμε για να ζήσετε εσείς ελεύθεροι». Αυτό λέει η στήλη στο Βίτσι. Στο Βίτσι πολέμησαν. Άρχισε η εκκαθάριση με βοήθεια των Αμερικανών και με οικονομική-. Και από ‘κει, αφού απελευθερώθηκε το Βίτσι από τους αντάρτες, στον εμφύλιο, τώρα στον εμφύλιο έτσι, πήγαμε στο Γράμμο. Στο Γράμμο έγιναν μεγάλες μάχες και αφού τελείωσε, νίκησε ο ελληνικός στρατός, για τη συμφιλίωση αντάμωσαν, εν καιρώ ειρήνης τώρα πλέον, ο Μάρκος Βαφειάδης και ο Τσακαλώτος και έδωσαν τα χέρια τους.

Ε.Α.:

Θείε, η τοπική κοινωνία είχε [02:20:00]διχαστεί;

Α.Μ.:

Όχι, δεν… Η τοπική κοινωνία πού, τώρα; Υπήρχαν οι κομμουνιστές, οι οποίοι δεν παραδόθηκαν στον στρατό με την συνθηκολόγηση και βγήκαν στο βουνό, βγήκαν στο Βίτσι και στον Γράμμο. Αυτοί πήγαν όλοι… Στο τέλος δημιουργήθηκε η Μακρόνησος, τα…

Ε.Α.:

Εσύ από αυτά έχεις προσωπικές αναμνήσεις, έτσι; Πέρα από την ιστορία, δηλαδή.

Α.Μ.:

Ναι, ναι, ναι.

Ε.Α.:

Εσύ πώς τον βίωσες εκεί τον εμφύλιο, θυμάσαι;

Α.Μ.:

Εγώ στον εμφύλιο πήγαινα στη Θεσσαλονίκη.

Ε.Α.:

Πιο μετά.

Α.Μ.:

Ναι, στον εμφύλιο. Για να- και πήγαινε να σπουδάσω, να πούμε, που σπούδασα. Ξεκινούσαμε από την Καστοριά με φορτηγά αυτοκίνητα με καλαμπόκια, με φασόλια, τι είχαν τα φορτηγά αυτοκίνητα. Και πάνω εγώ σ’ αυτά τα τσουβάλια πήγαινα για την Θεσσαλονίκη να σπουδάσω. Και μου λέει ο αδερφός μου, ο Κώστας: «Μην καπνίσεις, γιατί θα μείνεις νηστικός». Αυτή την κουβέντα τη θυμάμαι. Πάμε, λοιπόν, από με τανκς συνοδεία και φορτηγά αυτοκίνητα στρατιωτικά μπροστά και πίσω το λεωφορείο και τα φορτηγά αυτοκίνητα. Όχι λεωφορείο, τα φορτηγά αυτοκίνητα με τα τρόφιμα και πηγαίνουμε για Θεσσαλονίκη. Από την Καστοριά μέχρι την-, από το Αμύνταιο στην-, από το χωριό μας ανεβαίναμε στην Έδεσσα και πηγαίναμε στην-, κάτω στο κάμπο, απ’ τη Βέροια. Και πολλές φορές μπορούσαμε να σταματήσουμε στη Βέροια να κοιμηθούμε, γιατί δεν προλαβαίναμε, πηγαίναμε με τανκς. Και ύστερα από τη Βέροια και πέρα πλέον πηγαίναμε χωρίς συνοδεία, διότι ήταν κάμπος και δεν είχε κίνδυνο, δεν υπήρχε κίνδυνος απ’ τον εμφύλιο, έτσι; Για τον εμφύλιο μιλάμε. Όταν πήγα-. Να σου πω ένα χαρακτηριστικό μόνο, επειδή την θυμάμαι την συμβουλή του αδελφού μου: «Μην καπνίσεις, γιατί δεν θα μείνεις χωρίς-, θα μείνεις νηστικός». Πηγαίναμε σ' ένα εστιατόριο σαν φοιτητές που μας έκανε έκπτωση, που ήταν πιο φθηνά. Ένας από αυτούς πρέπει να ήταν ο παππούς σου. Ποιος παππούς τώρα; Για να δούμε. Για να δούμε ποιος παππούς. Πού ήταν στην-, πατέρας του... Η γιαγιά σου, πώς λεγόταν στην-;

Ε.Α.:

Της μαμάς;

Α.Μ.:

Ναι, της...

Ε.Α.:

Ο παππούς μου, ο Τάκης;

Α.Μ.:

Τάκης; Κι η γυναίκα του;

Ε.Α.:

Φωτεινή.

Α.Μ.:

Η Φωτεινή. Ένας από τα παιδιά που μας σερβίριζαν εκεί πέρα, αν ήταν Τάκης ή…

Ε.Α.:

Τάκη τον λέγαν, Δημήτρη.

Α.Μ.:

Δημήτρης; Μπορεί. Πηγαίναμε και τρώγαμε κι εγώ έβγαζα και πλήρωνα. Τ' άλλα τα παιδιά, ένας από την Μυτιλήνη, και οι δύο με την- πήγαμε, τους είδαμε, ανταμώσαμε μετά. Λοιπόν… Έγραφαν βερεσέ. Λέω «Γιατί δεν πληρώνετε;». «Δεν έχουμε λεφτά», λέει. Περίμεναν τους-. «Καλά τώρα δεν αγοράσατε τσιγάρα απ’ έξω;». «Τι… Πρώτα τσιγάρα», λέει, «χωρίς τσιγάρα θα είμαστε;». Δηλαδή πρώτα το τσιγάρο κι ύστερα το φαγητό. Αυτό, η συμβουλή που μου έδωσε ο αδερφός μου, ο Κώστας. Αλλά αυτοί το γράφανε ότι θα τους στείλουν οι γονείς τους λεφτά, τότε θα πλήρωναν στο αυτό. Ναι.

Ε.Α.:

Θες να μου πεις την ιστορία με τον γαμπρό σου, τον Κώστα, στον εμφύλιο;

Α.Μ.:

Ναι, ναι, ναι. Λοιπόν… Ο Κώστας ήταν-, έπρεπε στην… Πρώτα απ’ όλα, να σου πω ότι ένας Λιακόπουλος, που ήταν ένα κοπρόσκυλο, παλιάνθρωπος από την Καλαμάτα, γερμανοτσολιάς. Όπου να ‘βλεπε κανέναν λίγο αριστερό ή λίγο που ήταν ντόπιος, να πούμε, τον κακομεταχείριζε. Ήταν να πάνε στη Γέρμα, διότι έπρεπε να εξοντώσουν κάποια αντίσταση που είχαν εκεί, ψηλά, στη Γάζα που λέμε. Ο Λιακόπουλος, ενώ πήγε ο Τσόρμπατζης, ο πατέρας του ο Νικολάκης, ο πατέρας του γαμπρού μου, αντί να στείλει τον Σωτήρη για ημιονηγός, πώς λέγεται, που κρατούσαν τα μουλάρια με τα φορτώματα, σου λέει δεν έχει εμπιστοσύνη στον Σωτήρη, μπορεί να κάνει καμία τρέλα και τον έστειλε τον Κώτσο, τον Κώστα. Και ο Λιακόπουλος, όταν πήγαν επάνω στη Βλάστη, στο Γέρμα τού λέει: «Αντωνίου, πάρε όπλο». Και τον παίρνει, του φορτώνει το όπλο και του περνάει χιαστί το όπλο ο Κώστας και προχωρούν, ναι. Εκεί, στη Γέρμα, πριν μπουν στο χωριό, τους σημαδεύουν οι αντάρτες και τον πέτυχαν ίσια στην καρδιά κι έμεινε. Το μάθανε οι γυναίκες, η Βίτσε, η γειτόνισσα εκεί πέρα του Αντωνάδικου πως ήτανε γύρω, με τη μάνα σου, με την Όλγα, με την αδερφή μου, πάνε στο Γέρμα, τον πήραν, τον βάλαν μέσα σε μία εκκλησία, ξημέρωσαν το βράδυ. Εντωμεταξύ βρεγμένη, πόδια, ρούχα και λοιπά, μούσκεμα αρρώστησε η Όλγα. Τον πήραν τον Κώστα. Ήταν-, εγώ νομίζω ότι ήταν Μάρτιος, αλλά όπως με λέει τώρα ο Κώστας, ο πατέρας σου, Ιανουάριος ήταν. Μπορεί να ήταν Ιανουάριος, γιατί ήτανε χειμώνας. Τον κατέβασαν στο σπίτι, στο Αντωνάδικο εκεί πέρα και αφού έγινε η κηδεία του, η Όλγα έπεσε με πυρετό 39. Λοιπόν… Φέραν την Όλγα στο σπίτι, 39 πυρετό. Πώς έγινε έτσι; Πώς έζησε βρε αυτή η γυναίκα; Πώς έζησε, βρε παιδί μου; Εν πάση περιπτώσει, αφού έγινε η κηδεία του, έπεσε στο κρεβάτι. Ψυχή μεγάλη, τη βοήθησε ο Θεός; Όπως θέλεις, πες το, ξανάγινε η Όλγα. Και έγινε, διότι δεν είχαν εμπιστοσύνη στον-. Ο παππούς, ο Τσορμπατζής, δεν είχε εμπιστοσύνη στον Σωτήρη, μήπως κάνει καμία παλαβομάρα κι έστειλε τον Κώτσο.

Ε.Α.:

Της συμπαραστάθηκες της Όλγας; Της Όλγας της συμπαραστάθηκες;

Α.Μ.:

Τον Νίκο τον πήραμε… Τον Νίκο τον πήραμε απ’ το δημοτικό [02:30:00]σχολείο. Δεν είχε τελειώσει ακόμα το δημοτικό σχολείο. Τον πήραμε στην Πτολεμαΐδα, τον βάλαμε σε ένα εργαστήριο εκεί πέρα που έκανε πόρτες, σίδερα. Σίδερα, πόρτες, παράθυρα και πράγματα υλικά. Έμαθε την τέχνη, φωνάξαμε… Ήρθε ο Πέτρος. Τον Πέτρο τον είχαμε πάρει και στη Φούστανη. Ήρθε στην Πτολεμαΐδα και αυτόν στην τέχνη, στο σιδεράδικο. Και τον Μάκη τον βάλαμε για λίγο στο μαγαζί του πεθερού μου, του πατέρα της. Αλλά λίγο έκατσε αυτός κι έφυγε, ασχολήθηκε με τη γούνα στην Καστοριά, ο Μάκης. Άμα της συμπεριφέρθηκα, συμπαράσταση στην αδερφή μου, στην Όλγα. Πήραμε τα παιδιά και τα προστατεύσαμε. Η ηρωίδα είναι αυτή. Ηρωίδα αυτή είναι. Αυτή το… Εγώ δεν μπορούσα ούτε να μαγειρέψω, ούτε να… Αλλά της στάθηκε, να πούμε, στα παιδιά, που δεν γινόταν περισσότερο. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο ό,τι μπορούσαμε να κάνουμε στην αδερφή, την κάναμε. Που ήταν η μοναδική και λέω… Μία καντηλανάφτισσα στην Κλεισούρα, το μοναστήρι που είναι κάτω εκεί, την έκαναν οσία ο Δεσπότης ή αγία. Τι οσία βρε… Έμαθες τι κάνει-, έκανε η αδερφή μου η Όλγα για τον κόσμο και για τα παιδιά; Εντωμεταξύ, ήταν μία γυναίκα που υπήρχε-. Ήταν ένας ζητιάνος ήταν, που λέει ο λόγος, εκεί ο Θανάσης. Ο Τανάς, ο Θανάσης του-. Γύριζε απ’ τα σπίτια και μάζευε για το σπίτι του ό,τι… Η πρώτη στάση που ήταν και που γέμιζε το σακί ήταν απ’ την Όλγα, απ’ την αδερφή μου. Κατάλαβες; Τέτοια γυναίκα ήταν αυτή.

Ε.Α.:

Την ιστορία του Τόλου; Με τους αντάρτ-, με τους-. Το θυμάσαι;

Α.Μ.:

Υπήρχε μια οργάνωση που ήταν ο Κώστας, ο αδερφός μου, ο Θωμούλης ο Βασιλόπουλος, που… Γιατί ήταν αυτό είπαμε; Για…

Ε.Α.:

Μου είπες-.

Α.Μ.:

Για τον Τόλο. Και ο Τόλος. Ο Τόλος, όταν έγινε πρόεδρος, τους πρόδωσε τους άλλους. Και οπότε οι αντάρτες προς εκδίκηση πάνε και καίνε το σπίτι του Τολού, που ήταν ο πατέρας του και το παιδί του. Μαζί και το παιδί και το… Αυτό ήταν το τέλος του Τόλου.

Ε.Α.:

Θυμάσαι κάτι άλλο απ’ τον εμφύλιο;

Α.Μ.:

Απ’ τον εμφύλιο... Είχαμε-. Τα βράδια, τα βράδια ερχόντουσαν απ’ τον εμφύλιο. Στην πλατεία, όπως σήμερα, στο χωριό είναι το μαγαζί το «Φίκιω». Έχει τσιγάρα, κονσέρβες, λεμονάδες κλπ., δηλαδή. Και εκεί, στη γωνία ήρθανε ένα βράδυ αντάρτες, για να μπορέσουν να χτυπήσουν την-, πώς λεγόταν τότε, Τ.Ε.Α. Τοπική… Τ.Ε.Α. είναι σαν να πολίτες οι οποίοι υπηρετούσαν στην υπηρεσία. Και στο τζαμί, όχι το τζάμι, το μιναρές. Εμείς το λέγαμε τζαμί, ενώ δεν υπήρχε το τζαμί, είχε κατεδαφιστεί, ήταν νεκροταφεία των Τούρκων, αλλά υπήρχε ο μιναρές. Επάνω στο μιναρέ ήταν ένας πυροβολητής και εκεί στη γωνία που ήταν οι αντάρτες το πρωί, ενώ έβαζε από το μιναρέ απάνω το πολυβόλο τους αντάρτες, το πρωί σ' εκείνη τη γωνιά είδαμε αίματα. Αίματα και σε πολλή έκταση, θα πει ότι τον σκότωσαν τον αντάρτη στον εμφύλιο και τον πήραν οι αντάρτες πίσω. Δεν φάνηκε-, δεν άφησαν εκεί το πτώμα, το είχαν απαγάγει. Τώρα, άλλα απ’ τον εμφύλιο για το χωριό μας δεν έχω, έτσι, ιδιαίτερα.

Ε.Α.:

Μετά έφυγες κιόλας. Θα τα πούμε μεθαύριο αυτά που έφυγες.

Α.Μ.:

Για πού που έφυγα;

Ε.Α.:

Που πήγες Θεσσαλονίκη.

Α.Μ.:

Θεσσαλονίκη. Εντάξει.

Ε.Α.:

Να σταματήσουμε εδώ για σήμερα;

Α.Μ.:

Όπως θέλεις. Εδώ είμαι εγώ.

Ε.Α.:

Εντάξει, σταματάμε για σήμερα και συνεχίζουμε την Παρασκευή.

Α.Μ.:

Έγινε.