Από την δικτατορία στην μετανάστευση στην Αυστραλία: μια βιογραφία στα χρόνια της επταετίας
Ενότητα 1
Τα παιδικά χρόνια και η στρατιωτική θητεία
00:00:00 - 00:17:13
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα σας. Πείτε μ ου λίγο το ονοματεπώνυμό σας. Δημήτριος Μανώλας. Ωραία. Βρίσκομαι με τον Δημήτριο Μανώλα. Είμαστε στην Κοζάνη, είν…κη. Παίρναμε μια δίωρη, να πούμε, και πηγαίναμε στη Θεσσαλονίκη. Οι άλλοι παίρναν διανυκτέρευση που ήταν από 'κει. Και εντάξει, ωραία ήταν.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Οι πρώτες ημέρες του πραξικοπήματος
00:17:13 - 00:35:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ώσπου ένα πρωί ήταν -αν δεν κάνω λάθος- Πέμπτη έρχεται ένας πρωί -δηλαδή πρωί μιλάμε 4:00-5:00. Έρχεται ένας λοχαγός, έχει τη ζωστήρα στο χέ… φωνάζει. Πράγματι, είχε δίκιο ο άνθρωπος γιατί μπορούσε κάποιος να σκοτωθεί, μπορούσε να γίνει κάτι, ένα ατύχημα, κάτι μπορούσε να γίνει.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η μετάθεση στον Πύργο Ηλείας
00:35:29 - 00:47:08
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εκεί στο Μηχανικό συνήθως στέλναν τότε τους τεχνίτες, γιατί είχανε κάποιες δουλειές. Το Μηχανικό έκανε κάποιες δουλειές και εκείνη την εποχή…ί λέγαν: «Μην πολυ-έχετε παρτίδες. Άλλος είναι κομμουνιστής, άλλος είναι έτσι, άλλος είναι αλλιώς». Κάτι τέτοια μας λέγανε θυμάμαι. Τρίχες.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η επιστροφή στην Κοζάνη και η απόλυση από τον στρατό
00:47:08 - 00:59:05
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τέλος πάντων, ήρθε η ώρα να φύγουμε όλο το τάγμα από τον Πύργο και να 'ρθουμε στην Κοζάνη, στην πόλη μου. Αυτό το τάγμα ήταν πρώτα στην πόλη…εφτά. Αυτά τα λεφτά τα έβγαζα σε 2-3 μέρες έξω. Κατάλαβες; Και μάλωσα και έφυγα. Τέλος πάντων και αναγκάστηκα ύστερα να κάνω άλλα πράγματα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η απόφαση της μετανάστευσης και το ταξίδι για την Αυστραλία
00:59:05 - 01:13:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι. Μετά μου είπες πήγες και στην Αυστραλία; Αυτό το κεφάλαιο είναι μέχρι τότε που ήμουνα φαντάρος. Από εκεί και ύστερα, κάθισα λίγο χρονι…βι ήταν αφορολόγητα όλα, τα ποτά, τα τέτοια. Εν πάση περιπτώσει, είχαμε κάποια λεφτά από 'δω, κάποια δολάρια είχαμε πάρει που δικαιούμασταν.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η άφιξη, η εγκατάσταση και η εργασία στην Αυστραλία
01:13:55 - 01:36:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και κάποτε φτάσαμε στην Αυστραλία και μου λέει ένας: «Κοίταξε, που θα πας;», του λέω: «Μάλλον στην Μελβούρνη». Μου λέει: «Έχεις κάναν να σε…ι ένα σπίτι εκεί. Το έδωσα ύστερα σε αυτόν τον άλλον που καθόμασταν, που ήρθε και με πήρε από το τέτοιο. Πάνε χαράμι όλα και γύρισα Κοζάνη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Η επιστροφή στην Ελλάδα και η επιστράτευση
01:36:23 - 01:44:27
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι χρονολογία; Με το αεροπλανάκι το πήρα. Πήρα κάτι δωράκια τα ανίψια μου και ήρθα Κοζάνη. Αυτό έγινε, εγώ είχα πάει το '70 και γύρισα το '…α, λοιπόν, εφόσον δεν έχεις και κάτι άλλο, τα καλύψαμε τα θέματα που ήθελες, σε ευχαριστώ πολύ, κλείνουμε. Και εγώ ευχαριστώ! Να 'σαι καλά!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΚαλησπέρα σας. Πείτε μ[00:00:00]ου λίγο το ονοματεπώνυμό σας.
Δημήτριος Μανώλας.
Ωραία. Βρίσκομαι με τον Δημήτριο Μανώλα. Είμαστε στην Κοζάνη, είναι 29/03/2022 και είμαι ο Μανώλας Νίκος, είμαι ερευνητής για το Istorima. Θέλετε να ξεκινήσουμε;
Ναι, βέβαια.
Θέλω να μου πεις λίγο για το πού γεννήθηκες, για την παιδική σου ηλικία, για την πόλη σου. Τι θυμάσαι;
Γεννήθηκα στην πόλη της Κοζάνης στις 19/02/1946. Η οικογένεια μας αποτελείτο από τους γονείς και τρία αδέρφια ήμασταν, δυο αγόρια και ένα κορίτσι. Εγώ ήμουν ο μικρότερος, ο τρίτος. Η οικογένεια μας ήταν -δεν μπορώ να πω από τις φτωχότερες- από τις λαϊκές οικογένειες, όχι από τις φτωχότερες, από κάπως πιο καλύτερης κατάστασης, γιατί είχαμε σπίτι δικό μας, ο μπαμπάς μου δούλευε και η μάνα μου ήταν από τις καλύτερες οικογένειες τότε της Κοζάνης. Τα αδέρφια της είχαν ένα κεντρικό εστιατόριο, ταβέρνα, εστιατόριο μάλλον, στο κέντρο της Κοζάνης ονομαστό, το εστιατόριο του Τσιόπτσια, των Τσιοπτσιάδων μάλλον. Ήταν στο κέντρο της Κοζάνης που κάνανε δεξιώσεις, πήγαινε κόσμος ξέρω 'γω, περνούσαν από 'κει μεγάλοι όλοι, οι βασιλιάδες κι υπουργοί και ιστορίες εκείνων των χρόνων. Τέλος πάντων, ο αδερφός μου είχε μάθει επιπλοποιός, δούλευε επιπλοποιός. Είχε πάει σε ένα μαγαζί στην Κοζάνη, θυμάμαι, πιο κάτω από τον Άγιο Νικόλα ονόματι «Μητσόπουλος», ένας επιπλοποιός. Εκεί μάθαινε τα πρώτα του βήματα και μετά πήγε στο στρατιωτικό ξυλουργείο εδώ στην Κοζάνη που ήταν στην μονάδα της Κοζάνης στο στρατόπεδο. Και αργότερα παντρεύτηκε και πήγε στην Αμερική εκείνος. Εγώ από τα μικρά μου τα χρόνια δεν είχα πολύ αγάπη με τα γράμματα. Με ενδιέφεραν άλλα πιο πολύ, δηλαδή, ήταν εδώ στην γειτονιά κάτι γκαράζ, κάτι συνεργεία, κάτι ξέρω 'γω. Μου άρεσε να πάω εκεί να παρακολουθώ, να βρίσκομαι τις περισσότερες ώρες εκεί και είχα τάση προς εκείνη την δουλειά και αργότερα, αφού έβγαλα το δημοτικό, ήθελε ο μπαμπάς μου να πάω στο γυμνάσιο, να προχωρήσω, δηλαδή, απ' το γυμνάσιο. Εγώ δεν ήθελα να πάω, ο μπαμπάς μου επέμενε. Πήγα μια πρώτη τάξη στο γυμνάσιο, έμεινα μετεξεταστέος, έδωσα εξετάσεις πέρασα και δεν ξαναπήγα. Αργότερα, είχε ανοίξει μια τεχνική σχολή -Σχολή Μαθητείας που λένε τώρα- και ήμουν από τους πρώτους που φοιτήσανε. Θυμάμαι, κάναμε τεχνικά μαθήματα και εκείνον τον καιρό δούλευα σε ένα μηχανουργείο και θυμάμαι τους πήγαινα κάτι εργαλεία, κάτι όργανα για να δουν εκεί πέρα, δηλαδή, όταν κάναμε πρακτική εξάσκηση. Αργότερα, τελείωσα την σχολή -4 χρόνια- και άρχισα να δουλεύω. Ήθελα να 'μαι ανεξάρτητος και ήθελα να βγάζω κάποια λεφτά για να βοηθώ και το σπίτι μου και παραπάνω τη μάνα μου, γιατί, όπως είπα, την υπεραγαπούσα. Δεν ήθελα δηλαδή να βρίσκεται σε δυσκολίες και ό,τι μπορούσα, ό,τι με περίσσευαν το έδινα αυτήν. Βέβαια, εκείνα τα χρόνια τι να περισσέψει; Τέλος πάντων, άρχισα να μεγαλώνω και άρχισα να κάνω κάποιες δουλειές έξτρα. Είχα φύγει από το μηχανουργείο εκεί που δούλευα και κάναμε κάτι δουλειές με έναν συνάδελφο μου που δουλεύαμε μαζί στο μηχανουργείο. Φύγαμε και ανοίξαμε ένα μαγαζί. Κάναμε σιδηροκατασκευές και διάφορα. Βγάζαμε κάποια λεφτά πιο πολλά, παραπάνω.
Πόσο χρονών ήσουν τότε;
Τότε ήμουν 17; 16-17 χρονών, τόσο. Μεγαλώνοντας αργότερα, μεγάλωναν και οι ανάγκες, άλλαξαν τα πράγματα και ένα φεγγάρι είχε αρρωστήσει η μάνα μου. Είχε μια από τις ασθένειες τις δύσκολες. Πηγαίναμε στην Θεσσαλονίκη, εκεί έγινε η επέμβαση, ξαναπήγε πολλές φορές -βέβαια, με δυσκολίες πάντα- και κάποτε ήρθε ο καιρός για φαντάρος. Μου στείλανε ένα χαρτί να παρουσιαστώ. Έπρεπε να παρουσιαστώ στις 29/10 στο Ναύπλιο.
Ημερομηνία 28/10 είπες του-
Ναι, του '66.
'66.
Του '66 ναι στο Ναύπλιο. Φύγαμε από 'δω με τον αδερφό μου, κατεβήκαμε στην Αθήνα και με κάτι άλλα παιδιά Κοζανίτες που ήμασταν σειρά πιο μπροστά, κάποιες μέρες πιο μπροστά. Θυμάμαι είχαμε πάει σε κάτι μαγαζιά, γλεντήσαμε δηλαδή, έτσι γινόταν τότε, κάτι μπουζουξίδικα, κάτι ξέρω 'γω. Τέλος πάντων, και τις 29 του μήνα έπρεπε να είμαι στο Ναύπλιο. Πήγα. Εντωμεταξύ, η μάνα μου ήταν στο νοσοκομείο της Κοζάνης. Και μόλις πήγα φαντάρος, αφού έγιναν τα διαδικαστικά όλα. Δηλαδή μας πήραν εκεί, μας κουρέψαν, μας κάναν εμβόλια, μας δώσαν ρούχα. Άλλαξε το σκηνικό, τελείως διαφορετικό και ώσπου να συνηθίσω κάτι πρωτόγνωρο που έβλεπα εκείνο τον καιρό, ύστερα από δυο μέρες πήρε ο θείος μου -ο αδερφός της μάνας μου- τ[00:10:00]ηλέφωνο στον διοικητή εκεί στο Ναύπλιο και τους είπε ότι η μητέρα μου πέθανε. Με φώναξε ο διοικητής στο γραφείο του και μου λέει ότι: «Θα σου πω ένα πράγμα, να το αντιμετωπίσεις ψύχραιμα και αντρικά και με θάρρος. Αυτό και αυτό συνέβη. Εμείς μπορούμε να σου δώσουμε μια άδεια να πας, αλλά θα πρέπει να γυρίσεις οπωσδήποτε, γιατί αλλιώς θα σε κηρύξουμε λιποτάκτη αν δεν γυρίσεις». Εντάξει, άρον-άρον βρήκαμε τα ρούχα τα πολιτικά, γιατί τα είχαμε δώσει και τα είχανε αμπαλάρει. Τα είχανε κάνει κάτι συσκευασίες για να τα στείλουνε στο σπίτι, να μας τα δώσουν ύστερα -δεν θυμάμαι- τα πολιτικά. Βρήκαμε τα πολιτικά τα ρούχα, τα έβαλα και κουρεμένος, όπως ήμουν, και δυο ημερών φαντάρος πήρα το λεωφορείο και άρον-άρον Αθήνα και μετά Κοζάνη. Θυμάμαι, ήρθα ξημερώματα εδώ -τότε ερχόταν το λεωφορείο των Αθηνών, ξημερώματα- και είδα το χαρτί στο τηλεγραφόξυλο που ήταν το κηδειόχαρτο και έβαλα τα κλάματα. Τέλος πάντων, με υποδέχθηκαν οι δικοί μου εδώ, έγιναν η διαδικασία όπως γίνεται σε αυτές τις δουλειές και ύστερα από κάνα δυο μέρες που είχα κάτσει εδώ, έφυγα.
Πήγες πάλι στο Ναύπλιο;
Ναι, να πάω στο Ναύπλιο πάλι. Εδώ ήθελαν να με κρατήσουν κι άλλο, αλλά εγώ δεν μπορούσα να κάτσω και δεν γινόταν. Και πήγα πάλι νεοσύλλεκτος στο Ναύπλιο. Εκεί τα παιδιά με υποδέχθηκαν. Βέβαια, με είδαν τότε που βάζαμε ένα...
Περιβραχιόνιο;
Ένα περιβραχιόνιο μαύρο όποιος είχε πένθος και με είχαν κάπως πιο... Με συμπονούσαν, αλλά εγώ δεν ήθελα έτσι να...
Να σε λυπούνται;
Ούτε να με λυπούνται, ναι, και ούτε και να... Ήθελα ό,τι κάναν όλοι να κάνω και εγώ. Και όπως πράγματι, πήγαινα κανονικά στις πορείες, κάναμε τις ασκήσεις κ.λπ., τις αγγαρείες, τα καψόνια, ό,τι κάνουν οι νεοσύλλεκτοι. Μετά από λίγο καιρό -1,5 μήνα; Δεν θυμάμαι- έφυγα και με στείλανε στην Πάτρα στο Τεχνικό, στο Κ.Ε.Τ.Ε.Σ. Είχα ειδικότητα «Τεχνίτης Μηχανημάτων» και έπρεπε να πάω και εκεί να κάνω την ειδικότητα. Τέλος πάντων, αυτό γινότανε τον χειμώνα νομίζω, χειμώνας πρέπει να ήταν όταν είχα πάει στην Πάτρα. Δηλαδή, τέλος του '66. Τελειώνοντας από την Πάτρα, αφού κάναμε τα τεχνικά όλα εκεί πέρα στην Πάτρα, τα μαθήματα κλπ. Με στείλανε στην Θεσσαλονίκη, στην Σίνδο στο 723 «Τάγμα Μηχανικού». Ήταν έξω από την Θεσσαλονίκη στην Σίνδο. Όταν πρωτοπήγαμε εκεί, πήγα με έναν άλλον, έναν συνάδελφο και πήγαμε, μας βάλανε σε κάτι θαλάμους, θυμάμαι, έτσι στενόμακρους, οι οποίοι είχανε κάτι κρίκους στην άκρη. Και μου λέει αυτός: «Ρε φίλε, τι είναι αυτοί οι κρίκοι; Τι πράγματα είναι; Οι κρίκοι τι ρόλο παίζουν;», του λέω: «Εδώ είχαν άλογα πρώτα, ρε -του λέω- ήταν στάβλος!», «Τι; -μου λέει- Και μέσα στον στάβλο θα κοιμόμαστε;». Εντάξει, τον στάβλο τον είχαν περιποιηθεί, είχαν ρίξει κάτω τσιμέντα, τα είχανε βάψει, ήταν θάλαμος κανονικός, αλλά οι κρικέλες που δένανε τα άλογα υπήρχαν. Δεν τις είχανε βγάλει. Ήταν με κάτι σίδερα θυμάμαι έτσι κλπ. Αργότερα, από εκεί κάτω που ήμασταν, επειδή θα ερχόταν άλλοι πιο καινούργιοι, μας βάλανε σε κάτι θαλάμους καινούργιους απάνω στο τάγμα, βέβαια, στο κυρίως στρατόπεδο. Ναι. Και εκεί σε κάθε θάλαμο ήμασταν 10 άτομα, 15, ξέρω 'γω. Ήμασταν, εντάξει, πιο καλά. Εκεί ήταν πιο ζεστά, πιο καθαρά. Είχε μέρος να ξυριστούμε, να πλυθούμε, να κάνουμε όλες τις ανάγκες μας.
Βγαίνατε έξω;
Ναι, βγαίναμε, βγαίναμε. Βγαίναμε, δηλαδή, πηγαίναμε στην Θεσσαλονίκη. Παίρναμε μια δίωρη, να πούμε, και πηγαίναμε στη Θεσσαλονίκη. Οι άλλοι παίρναν διανυκτέρευση που ήταν από 'κει. Και εντάξει, ωραία ήταν.
Ώσπου ένα πρωί ήταν -αν δεν κάνω λάθος- Πέμπτη έρχεται ένας πρωί -δηλαδή πρωί μιλάμε 4:00-5:00. Έρχεται ένας λοχαγός, έχει τη ζωστήρα στο χέρι δεμένη και κάτω είναι οι τοκάδες και αρχίζει να βαράει τα κρεβάτια τα σιδερένια και να φωνάζει: «Σηκωθείτε! Σηκωθείτε γρήγορα και πάντε πάρτε σφαίρες!». Αυτό το θυμάμαι χαρακτηριστικά. Ξυπνήσαμε, σηκωθήκαμε εμείς, μου λέει ένας: «Τι συμβαίνει;». Λέω: «Πού θες να ξέρω, ρε; -του λέω- Καμιά άσκηση θα γίνει βραδινή», γιατί λέγανε ότι κάνουν και βραδινές ασκήσεις αλλά δεν είχαμε ακόμα κάνει καμιά άσκηση τέτοια βραδινή. Και δεν ξέραμε πώς είναι. Ύστερα από λίγο έρχεται ένας δόκιμος μέσα στον θάλαμο: «Άντε, ρε! -άρχισε να φωνάζει- Ακόμα; Τι κάνετε; Γρήγορα ντυθείτε και πάντε πάρτε σφαίρες!». Του λέω: «Δόκιμε, τι γίνεται;», «Τι θες να γίνεται; Δεν βλέπεις;». Λέω: «Βλέπω, αλλά δεν ξέρω. Νυχτερινή άσκηση;». Μου λέει: «Τι νυχτερινή άσκηση; Στρατιωτικός νόμος!». Λέω: «Τι είναι αυτό; Τι στρατιωτικός νόμος;», μου λέει: «Κοίταξε, ό,τι σε πουν και ό,τι σε διατάξουν κάν' το, γιατί αλλιώς σε σκοτώνουν». Εντωμεταξύ, άκουγε ένας άλλος δίπλα εκεί που ήμασταν και μου λέει: «Τι λέει, ρε, αυτός;», «Ξέρω 'γω;». Βγαίνουμε γρήγορα, λέω: «Θα δούμε τώρα, ξέρω 'γω τι γίνεται;». Βγαίνουμε γρήγορα εκεί έξω στην αλάνα, στον λόχο μπροστά στο τάγμα, στο λόχο και πάμε παίρνουμε σφαίρες κατευθείαν. Και μας παίρνουνε και μας πάνε, μας βγάζουνε στον δρόμο. Το στρατόπεδο δεν ήταν μακριά από τον περιφερειακό δρόμο που πήγαινε στην Θ[00:20:00]εσσαλονίκη, που πήγαινε στην Θεσσαλονίκη, ναι, από Βέροια. Ήταν απέναντι, θυμάμαι, ένα εργοστάσιο, μια υψικάμινος, η… Πώς την λέγανε; Μια υψικάμινος... Δεν θυμάμαι τώρα πώς το λέγανε. Που έβγαζε σίδερα. Και μας βγάλανε εκεί στο δρόμο. Εντωμεταξύ, ξημέρωσε και άρχισαν να μαζεύονται αυτοκίνητα, να σταματάνε: «Τι συμβαίνει, ρε; Τι γίνεται; Τι γίνεται εδώ; Τι γίνεται εδώ;». Δεν ξέραμε τίποτα, δεν μας είχε εξηγήσει κανένας τίποτα. Μας είπε ο δόκιμος: «Στρατιωτικός Νόμος», αλλά τι είναι ο στρατιωτικός νόμος; Πρώτη φορά το είχα ακούσει. Λοιπόν, και θυμάμαι όπως ήμασταν εκεί στο δρόμο, μαζεμένοι μας είχαν, έρχεται ένας ταγματάρχης και μας λέει ότι: «Παιδιά, από αυτήν τη στιγμή και από 'δω και πέρα διοικεί ο στρατός». Εντωμεταξύ, είχε ξημερώσει 21η Απριλίου. Γινόταν τότε αυτά που σας λέω. Λοιπόν: «Από 'δω και πέρα κάνει ο στρατός κουμάντο και αυτό που θέλουμε από εσάς είναι: θα βάλετε σφαίρες στο όπλο, αλλά θα έχετε το νου σας, βέβαια, και όταν θα δείτε κάτι ύποπτο ή κάποιος να σας χτυπήσει ή κάποιος να σας πειράξει, στο ψαχνό!». Εμείς τα ακούγαμε και δεν καταλαβαίναμε ακόμα στην ουσία τι συμβαίνει. Εντωμεταξύ: «Θα πηγαίνετε μέσα στα λεωφορεία, θα κάνετε έλεγχο ποιος έχει ταυτότητα και ποιος δεν έχει ταυτότητα θα τον κατεβάζετε από το λεωφορείο και θα τον δίνετε στον ανώτερο σας, έναν ανώτερο σας που θα είναι εδώ. Και όποιος σας φωνάζει και βλέπετε κάτι παράξενο ή αλλιώτικο, εσείς κάνετε κουμάντο!». Δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα. Για μια στιγμή, εκεί που ήμασταν εκεί αυτά και μας τα 'λεγε, έρχεται ένας γεροντάκος, θυμάμαι, ένας με τραγιάσκα έτσι κάνα 65άρης, 70άρης ήταν; Και του λέει: «Κύριε ταγματάρχα, συγγνώμη, έχω ένα φορτηγάκι και έχω μπανάνες και πρέπει να τις πάω στην αγορά να τις κατεβάσω, γιατί θα μου χαλάσουν». Και όπως τα έλεγε αυτά ο φουκαριάρης τον ρίχνει μια μπάτσα ο ταγματάρχης εκείνη τη στιγμή! Έμεινε όπως ήταν. Ούτε κατάλαβε εκείνος τι γινόταν. «Σε παρακαλώ -του λέει- θέλω να βγάλω το μεροκάματο». «Τίποτα! -του λέει- Πάψε! Δεν βλέπεις εδώ τι γίνεται; Τις μπανάνες σου τώρα θα κοιτάξουμε και την αγορά σου και τα τέτοια σου;». Εκείνο το θυμάμαι και άρχισε να κλαίει ο φουκαράς και σηκώθηκε έφυγε. Εντωμεταξύ, δεν είχα καταλάβει ακόμα τι γίνεται. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι γίνεται. Τις ώρες που ήμασταν εκεί στον δρόμο και κάναμε περιπολίες και ξέρω 'γω με τα όπλα και μας έβλεπαν φαντάροι και τρόμαζε ο κόσμος, εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω ακόμα τι συμβαίνει. Εντωμεταξύ, αρχίσαμε να συζητάμε ο ένας φαντάρος με τον άλλον τι συμβαίνει, τι γίνεται, τι κάνουμε. Και άρχισαν να λένε ύστερα: «Στρατιωτικός νόμος, στρατιωτικός νόμος, στρατιωτικός νόμος», «Τι είναι αυτός ο στρατιωτικός νόμος;», «Στρατιωτικός νόμος, κάνει ο στρατός κουμάντο από 'δω και πέρα», «Για ποιο λόγο;», «Για το λόγο ότι δεν υπάρχει πολιτική ηγεσία και δεν υπάρχει πολίτευμα και…», «Δηλαδή Δικτατορία», «Ακριβώς». Είχαμε μάθει ότι ήταν σταματημένα από τον Γαλλικό Ποταμό, την γέφυρα του Γαλλικού στην Θεσσαλονίκη μέχρι εκεί στην Σίνδο που ήμασταν εμείς και καμιά 10 χιλιόμετρα παραπέρα, ήταν αυτοκίνητα σταματημένα. Δεν κουνιόταν τίποτα εκείνη τη μέρα. Εντωμεταξύ, ο κόσμος είχε βγει έξω από τα λεωφορεία, από τα αυτοκίνητα, αφού δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει και είχε γεμίσει κόσμο θυμάμαι και ήταν σαν εκδρομή; Σαν; Δεν ξέρω, δεν μπορώ να καταλάβω! Τέλος πάντων, αυτό ήταν η πρώτη μέρα. Το βράδυ μας βάλανε φυλάγαμε σκοπιά 2-2 και άρχισαν εκεί να μας εξηγούν ύστερα, έτσι, αμυδρά-αμυδρά, σιγά-σιγά για να μπούμε στο θέμα τι σημαίνει «κυβερνάει ο στρατός» και τι σημαίνει «στρατιωτική διοίκηση» και τι σημαίνει... Δεν το λέγαν' πραξικόπημα αυτοί, από αλλού τα ακούγαμε ύστερα και το λέγαμε και εμείς! Τέλος πάντων, περνώντας οι μέρες, τα πράγματα είχαν δυσκολέψει πάρα πολύ. Είχα έναν κολλητό μου εκεί που είμαστε πιο κοντά απ' τους άλλους, είμαστε και ίδια σειρά, ήμασταν και στο Ναύπλιο και στην Πάτρα μαζί και ήμασταν και εκεί μαζί. Και αναγκαστικά κάναμε και παρέα και τα λέγαμε και από ό,τι ακούγαμε και από ό,τι ψιθυριζόταν και από ό,τι μπορούσαμε να βλέπουμε, καταλάβαμε ότι είναι στρατιωτική δικτατορία, τα πράγματα είναι πολύ-πολύ δύσκολα και εδώ δεν αστειεύονται. Άρχισαν να σκοτώνουν. Ακούγαμε κάτι, αυτοί το διέψευδαν: πυροβολισμοί έπεσαν, κάτι σκότωσαν 1-2, τραυματίσανε κάποιον. Και αυτά δεν τα λέγανε, εμείς τα μαθαίναμε όμως. Εντωμεταξύ, κάποιοι φαντάροι την είχαν κοπανήσει απ' το στρατόπεδο. Προφανώς, ήταν αριστερόφρονες και δεν τους άρεσε το καθεστώς και μας λέγανε κάθε πρωί στην αναφορά ότι: «Ο τάδε στρατιώτης από εκεί έφυγε από τον στρατό. Είναι λιποτάκτης και είναι κομμουνιστής και είναι τέτοιος και είναι αλλιώτικος» και λοιπά και χίλια-δυο τέτοια. Εντωμεταξύ, μας λέγαν -και μας δίνανε το δικαίωμα- να πάμε να κάνουμε περιπολία, γιατί πηγαίναμε 2-2. Μας στέλναν στη Θεσσαλονίκη ύστερα να κάνουμε περιπολία. Μας στέλναν 2-2 και μας λέγανε: «Έχετε δικαίωμα να πάτε όπου θέλετε, όπου θέλετε, μα σπίτι, μα μαγαζί, μα οτιδήποτε. Ό,τι δείτε ύποπτο και νομίζετε ότι κάτι συμβαίνει μπορείτε να πάτε να το διαπιστώσετε». Και θυμάμαι ήταν κάτι παιδιά πιο έξυπνα και πιο πονηρά και πηγαίναν σε κάτι σπίτια και μόλις μπαίνανε μέσα με τα όπλα και με τα δήθεν να κάνουνε έλεγχο κλπ., ο κόσμος φοβόταν και τους έδινε τρόφιμα, τους έδινε γλυκά, τους έδινε λεφτά, οτιδήποτε. Και πήγαιναν επίτηδες για να έχουν αυτές τις ευκολίες, τις χάρες τους. Εγώ δεν μπορούσα να το κάνω αυτό το πράγμα. Μ[00:30:00]ε βγάλανε μια φορά με έναν, ήμασταν περίπολο μαζί και μου λέει: «Πάμε;». Του λέω: «Άμα θες να πάμε, πάνε. Εγώ δεν πάω πουθενά -του λέω- και μην μου το ξαναπείς άλλη φορά! Πώς θα πάμε σε σπίτι; Θα χτυπήσουμε, θα μας ανοίξει μια γυναίκα θα μας δει με τα όπλα και θα τους πούμε, τι θα τους πούμε; Σας κάνουμε έλεγχο; Μην μου ξαναπείς άλλη φορά τέτοιο πράγμα, εγώ δεν το κάνω». Και του λέω: «Άμα θες ανάφερέ με», «Καλά ρε, καλά ρε, μην κάνεις έτσι. Εντάξει μια κουβέντα είπαμε», «Είπαμε και ξανά δεν ξαναλέμε. Ό,τι θέλεις αλλού πάμε. Όπου θέλεις αλλού πάμε». Μια μέρα ήμασταν περίπολο θυμάμαι πάλι με κάποιον. Κάναμε περίπολο και περπατούσαμε από την Εγνατία, μες στην Εγνατία. Μες στην Εγνατία, θυμάμαι, ήταν απόγευμα έτσι προς βραδάκι και ερχότανε απ' τη μεριά του... Πώς το λένε μπροστά;
Του Βαρδάδη;
Του Βαρδάρη, ναι. Μπροστά από τον Βαρδάρη προς την Έκθεση ερχόταν ένα τανκς. Ήταν, ερχόταν 5-6 τανκς θυμάμαι. Μπορεί να ήταν και περισσότερα. Δεν θυμάμαι. Και δεν κυκλοφορούσε κανένα αυτοκίνητο. Μόνο ακουγόταν οι ερπύστριες από το τανκς. Και βλέπαμε στα παραθυρόφυλλα από τα σπίτια, κάποιο ανοιγόκλεινε, κάποιος κοιτούσε να δει τι γίνεται κάτω. Αυτά τα κοιτούσαμε, τα βλέπαμε, γιατί και να περάσει και η ώρα και να κάτι να κάνουμε, τέλος πάντων. Δεν ήταν να κάνουμε και κάτι άλλο. Εντωμεταξύ, αυτοί οι οδηγοί που είχαν τα τανκς και οι τεθωρακισμένοι είχαν βρει ένα κόλπο και το κάνανε συχνά, γιατί είχα ξανακούσει και από έναν άλλον. Εκεί που περαπατούσε το τανκς και είχε ησυχία, κλείνανε το διακόπτη είχα μάθει και ύστερα από λίγο τον άνοιγαν και έκανε μια έκρηξη η μηχανή όπως δούλευε και νόμιζες ότι έριχνε το τανκς κάτι, ένα βλήμα, πυροβολούσε. Ακουγόταν ένα «μπαμ»! Εκεί που άκουγες τις ερπύστριες, για μια στιγμή άκουγες ένα «μπαμ»! Και έβλεπες παντζούρια να κλείνουνε, αυτά που ήταν μισάνοιχτα και ησυχία τα πάντα! Εντωμεταξύ, ήταν ένα πράγμα πρωτόγνωρο, γιατί την Εγνατία δεν την είχα δει όσες φορές είχα πάει στη Θεσσαλονίκη καμιά φορά χωρίς αυτοκίνητο και χωρίς κόσμο. Πάντα ήταν με πάρα πολύ κόσμο στα πεζοδρόμια και από 'δω και από κει και αυτοκίνητα στη μέση πάντα. Τούτη τη φορά κυκλοφορούσε μόνο το τανκς. Εμείς από δίπλα που ήμασταν με τον άλλον, τον συνάδελφο, Εγνατία ησυχία-ησυχία και εκεί που περπατούσε το τανκς άκουγες το «μπαμ» εκείνο και γινόταν χαμός! Τέλος πάντων.
Αριστερούς είχατε εκεί;
Ναι. Άλλη μια μέρα, σε μια περίπολο πάλι είχε ένας ένα Thompson και το χάιδευε με το χέρι. Χωρίς να θέλει το παιδί έριξε μια ριπή. Κάτω στο χώμα έπεσαν οι σφαίρες. Εντωμεταξύ, όπως ήταν ησυχία το βράδυ ακούστηκε και ύστερα από λίγο ήρθε ένα τζιπ της ΕΣΑ: «Ποιος πυροβόλησε; Τι;». Εγώ δεν μιλούσα, λέει ο άλλος: «Εγώ, χωρίς να θέλω. Είχα το δάχτυλο εκεί στη σκανδάλη και χωρίς να θέλω πυροβόλησα». Και βγήκε ένας ύστερα θυμάμαι, ένας αξιωματικός -τι ήταν;- και άρχισε να τον κλωτσάει, να τον βαράει σφαλιάρες, να τον φωνάζει. Πράγματι, είχε δίκιο ο άνθρωπος γιατί μπορούσε κάποιος να σκοτωθεί, μπορούσε να γίνει κάτι, ένα ατύχημα, κάτι μπορούσε να γίνει.
Εκεί στο Μηχανικό συνήθως στέλναν τότε τους τεχνίτες, γιατί είχανε κάποιες δουλειές. Το Μηχανικό έκανε κάποιες δουλειές και εκείνη την εποχή θυμάμαι είχανε γίνει πιο μπροστά κάτι σεισμοί στην Πελοπόννησο και κάναν κάτι δρόμους και κάτι άλλα έργα που κάνανε εκεί κάτι τεχνικά, κάτι γεφυράκια, κάτι τέτοια. Τα έκανε το Μηχανικό αυτά όλα. Με στείλανε και εμένα εκεί, πήγα στον Πύργο Ηλείας στο τάγμα εκεί πέρα. Εκεί οι περισσότεροι ήταν αριστεροί και το μόνο που ξέραμε εκεί πέρα ήταν δουλειά. Εγώ δεν είχα ούτε όπλο, δηλαδή, είχα όπλο, αλλά το είχα παρατημένο εκεί και ούτε ήξερα που είναι στο κάτω-κάτω. Με είχαν χρεώσει μια συλλογή με εργαλεία και πηγαίναμε σε κάτι χωριά, είχανε γερανούς, είχανε grader, είχανε μπουλντόζες, είχαν απ' όλα τα μηχανήματα αυτά, είχανε James ανατρεπόμενα και κάναμε δουλειές, κάναμε δρόμους. Δηλαδή, το μόνο που ενδιέφερε ήταν αυτό, να κάνουμε δουλειές, να βγαίνουν δουλειές. Εγώ εκ φύσεως, επειδή μ' άρεσαν κιόλας αυτά, ήταν και λίγο-πολύ η δουλειά μου, έπιαναν τα χέρια μου απ' αυτά, με βάλαν στο συνεργείο και θυμάμαι που μια φορά είχε τύχει και είχα αλλάξει δυο μηχανές από James. Δηλαδή, τέτοια δουλειά είχαμε. Κάναμε δουλειές διάφορες σε μηχανήματα, όπως προείπα, σε grader, σε μπουλντόζες. Δηλαδή, είχα ένα τζιπ θυμάμαι ώσπου να μάθω εκεί τα κόλπα που είναι τα χωριά και που οι δρόμοι, πηγαίναμε στην αρχή με κάποιον άλλον με ένα τζιπ, με το κασελάκι τα εργαλεία και κάτι που χαλούσε στον δρόμο ή έξω που ήταν κλπ. πήγαινα και το επισκεύαζα και έκανα ό,τι μπορούσα, τέλος πάντων. Και όσον καιρό είχα κάτσει εκεί στον Πύργο, το όπλο όπως το είχα, ούτε το είχα καθαρίσει καμιά φορά και δεν είχαμε κανένα τέτοιο στρατιωτικό. Εντωμεταξύ, θυμάμαι μια φορά, επειδή δεν υπήρχε κανένας, είχαν φύγει -δεν θυμάμαι, δεν ήταν κανένας τέτοιος- ήταν μόνο ένας αξιωματικό υπηρεσίας στο στρατόπεδο εκείνη την ημέρα και μου είπανε να πάμε να συλλάβουμε έναν αριστερό. Εγώ αντέδρασα τόσο πολύ -με κάποιους χωροφύλακες- και τους λέω: «Εγώ τι δουλειά έχω να 'ρθω; Πηγαίντε εσείς, τι με νοιάζει εμένα; Εγώ τι δουλειά έχω;». Εντωμεταξύ, έπρεπε να είναι και ένας στρατιωτικός εκπρόσωπος, θα έπρεπε να είναι ένας αξιωματικός, αλλά επειδή δεν υπήρχε[00:40:00] εκείνη τη στιγμή, έπρεπε να στείλουν κάποιον σαν εμένα. Τέλος πάντων, έστειλαν εμένα. Εγώ σε αυτό το ζαχαροπλαστείο -σε ένα ζαχαροπλαστείο ήταν αυτός ο άνθρωπος που έπρεπε να τον συλλάβουν- είχα πάει κάποιες φορές. Εντωμεταξύ, στη βιτρίνα στο τζάμι του μαγαζιού είχαν ένα χαρτί που απαγορευόταν να πάνε φαντάροι μέσα και εγώ δεν το είχα δει φαίνεται. Έτσι φαίνεται. Τέλος πάντων, πήγαμε εκεί μέσα, ήταν μια γυναίκα. Μόλις με είδε η γυναίκα έπαθε πλάκα: «Τι θες, παιδί μου;» μου λέει, λέω: «Να με συγχωρέσεις πάρα πολύ, συμβαίνει αυτό και αυτό. Με στείλανε με το ζόρι, θέλουν τον κύριο. Είναι σύζυγός σας;», «Ναι». «Τον θέλουν, είναι αστυνομία. Να πάει μέχρι την αστυνομία». Τέλος πάντων, ήρθε αυτός εκεί πέρα, πήρε και μια κουβέρτα ο άνθρωπος -ήξερε φαίνεται τα κόλπα πώς γινόταν- και πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα. Πήγα και εγώ. Τον πήγαν αυτόν σε ένα δωμάτιο και εγώ έκατσα, πήγα σε ένα άλλο. Ύστερα λέω: «Τι γίνεται; -λέω- Που είναι ο άνθρωπος αυτός;», ρώτησα: «Που είναι;», μου λένε: «Εδώ μέσα». Και άνοιξα και πήγα εκεί μέσα να δω τι γίνεται. Εντωμεταξύ, ήταν καμιά 4-5 τον είχαν γύρω-γύρω εκεί και τον αγρίευαν. Και λέω έναν χωροφύλακα εκεί, τέτοιον, μεγάλον που είχε κάτι γαλόνια, του λέω: «Άμα τον πειράξετε, είναι συγγενής μου -του λέω- άμα τον πειράξετε θα 'ρθω αύριο και θα δω τι θα γίνει. Θα τον ρωτήσω άμα τον πειράξετε οτιδήποτε θα είσαι υπεύθυνος», του λέω αυτού. «Και τι σε νοιάζει εσένα;», «Με νοιάζει και παρά με νοιάζει». Αυτός με είδε ο άνθρωπος και έμεινε, σου λέει: «Τι γίνεται εδώ;». Τέλος πάντων, έληξε το γεγονός, πήγα στο στρατόπεδο, βρήκα τον δόκιμο εκεί, του λέω: «Τι είναι αυτά τα πράγματα που μ' έκανες; Δεν ντρέπεσαι λίγο;», «Τι να κάνω -μου λέει- τι να κάνω; Κάποιον έπρεπε να στείλω». Του λέω: «Έπρεπε να πας εσύ!», «Και εδώ στο στρατόπεδο ποιος θα κάθονταν;», μου λέει. «Και τι με νοιάζει εμένα;», του λέω. «Τι με έστειλες εμένα; Δεν είναι δικιά μου δουλειά αυτήν!». «Κοίτα -μου λέει- ό,τι σε διατάζω θα κάνεις! Αυτό δεν είναι δικιά σου δουλειά, αυτά είναι δικιά μας δουλειά!». Τέλος πάντων, εγώ δεν είχα σχέσεις με τέτοια διοικητικά, είχα σχέσεις με το συνεργείο. Άρχισαν ύστερα τα γεγονότα, άρχισαν ο κόσμος να αντιδράει, άρχισε ο κόσμος να τους βάζουνε φυλακή. Εκεί, εντωμεταξύ, εκεί στον Πύργο είχαν μάσει και κάποιους άλλους είχα μάθει ύστερα και τους είχαν βάλει μια δόση στο γυμνάσιο, στο γυμνάσιο μέσα και εκεί κοιμόνταν κάποιες μέρες και βγαίναν το πρωί, τρώγαν φαγητό, κάναν καζάνι. Τους είχαν καζάνι, τρώγαν φαγητό το πρωί -πρωί-μεσημέρι- και τους είχαν εκεί στο προαύλιο στο γυμνάσιο. Το θυμάμαι καλά αυτό το πράγμα. Τέλος πάντων, εγώ δεν είχα σχέσεις με αυτά, άλλοι ήταν για αυτές τις δουλειές. Εγώ είχα δουλειά εκεί στο συνεργείο. Στο συνεργείο θυμάμαι είχαμε ένα περιστατικό μια μέρα, αφού είχαμε και κάποια ελευθερία. Θυμάμαι έναν συνάδερφο, έναν λίγο, έτσι, ζαμανφουτίστα να πούμε. Ήταν οδηγός, είχε ένα James ανατρεπόμενο και μια μέρα στο καφενείο εκεί σε ένα χωριό να πάει να πιει καφέ; Ρακί; Τώρα, ξέρω 'γω; Δεν θυμάμαι. Και όπως άφησε το James το αυτοκίνητο στην πλατεία, ήταν λίγο κατηφοράκι και φαίνεται το άφησε χωρίς ταχύτητα -δεν ξέρω- και αυτό κύλησε και έπεσε και έπεσε μέσα σε ένα ρέμα. Εντωμεταξύ, εγώ είχα παλιώσει τότε, ήμουν πιο παλιός απ' τους άλλους. Είχαν έρθει και κάτι άλλοι πιο καινούργιοι και επειδή είχα μάθει όλα τα κόλπα ύστερα και τα τέτοια, είχα την ευθύνη εγώ υποτίθεται. Και αυτός βγήκε απ' το καφενείο και είδε το αυτοκίνητο, δεν ήταν εκεί το James και άρχισε να φωνάζει: «Με κλέψανε το αυτοκίνητο, με κλέψανε το αυτοκίνητο! Με κλέψανε το James. Κλέψανε το James!», «Ρε, ποιος το 'κλεψε το στρατιωτικό; Τι να το κάνει;». Και ύστερα πήγαν και το βρήκαν μέσα στο ρέμα πεσμένο. Εντωμεταξύ, απ' το ρέμα τώρα έπρεπε να το βγάλουμε. Πήραμε ένα Regover -το Regover είναι εκείνο που είναι σαν γερανός και έχει συρματόσχοινα και τις προεκτάσεις, είναι τέτοιος γερανός κανονικά- και το τραβήξαμε και σιγά-σιγά το βγάλαμε απάνω. Είχαμε κάτι τέτοια γεγονότα και κάτι άλλα, τα οποία, τέλος πάντων, ξεπεράστηκαν. Μετά απ' αυτό είχαμε φτιάξει αρκετά έργα εκεί στην Πελοπόννησο, εκεί στην Ζαχάρω, στον Πύργο Ηλείας, κάτι άλλα χωριά που δεν θυμάμαι πώς τα λέγανε και πηγαίναμε και πίναμε κάνα κρασί. Τέλος πάντων, είχαμε γνωριστεί κιόλας με τους τοπικούς εκεί πέρα και μας κερνούσαν και από 'δω οι αξιωματικοί λέγαν: «Μην πολυ-έχετε παρτίδες. Άλλος είναι κομμουνιστής, άλλος είναι έτσι, άλλος είναι αλλιώς». Κάτι τέτοια μας λέγανε θυμάμαι. Τρίχες.
Τέλος πάντων, ήρθε η ώρα να φύγουμε όλο το τάγμα από τον Πύργο και να 'ρθουμε στην Κοζάνη, στην πόλη μου. Αυτό το τάγμα ήταν πρώτα στην πόλη μου, το 721 και με τους σεισμούς και μ' αυτά είχε φύγει όλο το τάγμα ύστερα και πήγε στον Πύργο εκεί. Τέλος πάντων, είχε περάσει κάποιο διάστημα και είχαν τελειώσει αρκετές δουλειές και έπρεπε να γυρίσουμε πίσω όλο το τάγμα. Αλλά να γυρίσει όλο το τάγμα από τον Πύργο Ηλείας να 'ρθει στην Κοζάνη είναι πολλά χιλιόμετρα με στρατιωτικά αυτοκίνητα. Στον δρόμο είχαμε τόση περιπέτεια που δεν λέγεται... Τι να πρωτο-θυμηθώ και τι να πρωτοπώ; Το ένα χαλούσε, το άλλο σταματούσε, το άλλο μπούκωνε, το άλλο μπερδεύονταν, το άλλο έτσι, το άλλο αλλιώς, από το ένα αυτοκίνητο στο άλλο, από το άλλο στο άλλο. Τέλος πάντων, φτάσαμε στο Λουτράκι θυμάμαι, καθίσαμε μια μέρα εκεί πέρα, ύστερα είχαμε πάει στη Θήβα; Σε ένα άλλο στρατόπεδο δεν θυμάμαι. Σιγά-σιγά, σιγά-σιγά φτάσαμε Κοζάνη με περιπέτειες πολλές. Εγώ ήμουν στο δρόμο συνέχεια με το κασελάκι με ένα τζιπ, το κασελάκι και πήγαινα από μπροστά πίσω, απ' τη φάλαγγα, από πίσω μπροστά, στη μέση κλπ. και τελικά φτάσαμε στην Κοζάνη, στο Δρέπανο. Εκεί ήταν το στρατόπεδο. Μόλις φτάσαμε εκεί, ήταν ένας δόκιμος, θυμάμαι, ένας κοντούλης. Δεν θυμάμαι το όνομα του τώρα. Και είχε μάθει ότι θα 'ρθει ένας Κοζανίτης, ένας Μανώλας και «Κάνε του πλάκα» του είχε πει ένας άλλος. Και μόλις φτάσαμε στο τέτοιο: «Ποιος είναι ο Μανώλας;». Θυμάμαι ήρθε εκεί πέρα και άρχισε να μου λέει: «Ποιος είναι ο Μανώλας;», «Εγώ!». Βγαίνω εκεί, τον χαιρετάω: «Διατάξτε!». Μου λέει: «Επικύψεις, προκύψεις, γυμναστικές απάνω-κάτω, pushups» και ιστορίες και τέτοια. Του λέω: «Κο[00:50:00]ίτα, κύριε δόκιμε, δεν καταλαβαίνω από αυτά και δεν ξέρω. Ούτε γυμναστικές ξέρω, ούτε με ενδιαφέρουν. Εγώ έχω άλλα ενδιαφέροντα». Μου λέει: «Κοίταξε, θα σε φλομώσω στη φυλακή. Θα σε κάνω, θα σε ράνω. Μην αντιμιλάς, μην κάνεις και ό,τι σε διατάζω θα το κάνεις». Τον λέω: «Όταν είναι κάτι σωστό και νόμιμο, ευχαρίστως. Τώρα τι γυμναστικές; Κάνε, σήκω, κάνε, κάτσε κάτω, σήκω απάνω, κάνε το ένα, κάνε το άλλο. Τι πράγματα είναι αυτά; Εξάλλου, δεν αρμόζουν από 'σένα, εσύ είσαι για άλλα πράγματα. Είσαι για μεγάλα πράγματα». «Α, ρε μπαγάσα -μου λέει- σου τα είπανε, σε προλάβανε στα είπανε ότι είναι πλάκα», «Πλάκα -του λέω- είναι;», «Ναι, πλάκα είναι!». Τέλος πάντων, γίναμε φίλοι. Γίναμε φίλοι, αρχίσαμε να μπαίνουμε στη σειρά εκεί στο στρατόπεδο, φέραμε τα μηχανήματα όλα, τα ταιριάξαμε, τα βάψαμε, τα κανονίσαμε όλα. Βγάζαν κάτι δουλειές, θυμάμαι, εκεί στην Σαριγκιόλ στο Δρέπανο, κάτι δρόμους ανοίγανε, κάτι χωματόδρομους γεωργικούς, κάτι άλλα. Πηγαίναμε, είχαμε ένα αποχιονιστικό -έριχνε πολύ χιόνι τότε θυμάμαι- και ανοίγαμε δρόμους απ' τα χιόνια. Κάναμε πολλές δουλειές τέτοιες. Εντωμεταξύ, εδώ πατρίδα μου ήταν, το μέρος μου ήταν, άρχισα να κάνω και 'γω κάποιες ψιλο-μαγκιές που λένε. Άρχισα να βγαίνω με πολιτικά γιατί τότε έπρεπε πάντα να βγαίνεις με στρατιωτικά και άρχισαν να με κυνηγάνε οι Εσατζήδες, εδώ, εκεί. Τελικά, τρώω 3 μήνες φυλακή! Λοιπόν, από κάτι να γλιτώσουμε κάποιον για κάτι, να κάνουμε ένα άλλο που δεν έπρεπε, να κάνουμε αυτό, να κάνουμε εκείνο, κάτι με την παρέα μου έβγαινα, γυρνούσα αργά, κάτι με κυνηγούσε η ΕΣΑ, κάτι με έπιανε η ΕΣΑ κάτι φορές με πήγαινε κάτω εκεί στο στρατόπεδο. Και μια φορά κόντεψα και να τις φάω κιόλας, έφαγα κάτι ψιλά. Τέλος πάντων, τρώω 3 μήνες φυλακή. Εδώ είχα γνωριστεί, βέβαια, με τον διοικητή μου και τους αξιωματικούς και με είχαν σε εκτίμηση, γιατί τους έκανα πάρα πολλές δουλειές. Και ήρθε ο καιρός να απολυθώ. Εντωμεταξύ, είχα έναν λοχαγό που είχε ένα Volkswagen θυμάμαι και τον έκανα, τον άλλαζα τα λάδια κάτι φορές, κάτι ξέρω 'γω και είχαμε κάποιες ιδιαίτερες σχέσεις λίγο. Και μου λέει μια μέρα, συζητούσαμε: «Πότε απολύεσαι;», του λέω: «Δεν έχω πολύ ακόμα, αλλά έχω 3 μήνες φυλακή. Τι θα γίνει;», «Ξέρω 'γω -μου λέει- τι να σου πω;». Λέω: «Δεν υπάρχει κανένας τρόπος εκεί να τις σβήσουμε ή να τις λιγοστέψουμε; Κάτι να γίνει. Να κάτσω 3 μήνες επιπλέον;». Εντωμεταξύ, ο διοικητής μου, είχα κάνει μια αταξία μια φορά εκεί πέρα και δεν με καλόβλεπε. Συγκεκριμένα, παίζαμε χαρτιά με κάτι άλλους και μας είχε πιάσει ένας λοχαγός και με είχε κάνει και ρεζίλι. Τέλος πάντων, μια στιγμή είχα έναν στην ομάδα συντηρήσεως, έναν -πώς το λένε, δεν θυμάμαι τώρα, με δυο σιρίτια, τέλος πάντων- υπαξιωματικός ένας, που ήταν εκεί πέρα, μου λέει: «Μανώλα, θέλουμε να κάνουμε δυο κουβούκλια στις μπουλντόζες». Είχαν κάτι μπουλντόζες, κάτι παλιές μπουλντόζες και δεν είχαν κουβούκλια και δεν μπορούσαν να δουλέψουν όταν έβρεχε και όταν είχε καιρό, είχε κρύο. Μου λέει: «Μπορείς να τα κάνεις;», του λέω: «Μπορώ να τα κάνω, άμα με σβήσεις τη φυλακή ». «Πόσες μέρες έχεις;», μου λέει. Του λέω: «Έχω 3 μήνες». «Πότε, ρε, τις έφαγες;», μου λέει, «Ε, τις έφαγα». Τέλος πάντων, μου λέει: «Θα το συζητήσουμε». Μου λέει: «Όχι -στην αρχή, μου λέει- όχι, θα τα κάνεις, θες δεν θες». Λέω: «Δεν θέλω, γιατί δεν είναι η δουλειά μου στο κάτω-κάτω». «Καλά -μου λέει- θα το συζητήσουμε». Και πήγε είπε τον διοικητή ύστερα, του λέει ύστερα ότι ο Μανώλας μπορεί να κάνει τα κουβούκλια, γιατί του λέω: «Θέλω να πάρω και εργαλεία απ’ έξω να φέρω απ' το μαγαζί εκεί που δούλευα κάτι που θέλει εδώ κλπ. και θα τα κάνουμε τα κουβούκλια, να σβήσουμε τη φυλακή». Τέλος πάντων, άρχισα να τα κάνω τα κουβούκλια, πήγα πήρα τα εργαλεία, πήγα πήρα τα υλικά που χρειαζόμουν και 3 μήνες τελευταία δεν με ενοχλούσε κανένας και έκατσα εκεί, τα έκανα και είχα υπηρετήσει, θυμάμαι, 2 μέρες μόνο φυλακή που ήταν αυστηρά. Αυτή την φυλακή την είχα φάει στην Πάτρα. Δυο μέρες φυλακή είχα φάει αυστηρά στην Πάτρα. Ήρθε ο καιρός, απολύθηκα από τον στρατό. Εντωμεταξύ, ο διοικητής μου είχε πάρει ένα καινούργιο αυτοκίνητο, θυμάμαι, ένα Fiat καινούργιο και εγώ το πήγαινα σε έναν φίλο μου εδώ που είχε μαγαζί και το έκανε service θυμάμαι. Και τελευταία τα είχα καλά με τον διοικητή και μου λέει, πριν πάω να πάρω το απολυτήριο, μου λέει: «Τι θα κάνεις τώρα; Τι δουλειά θα κάνεις;», «Δεν ξέρω -λέω- κάπου υπάλληλος θα πάω». Και μου έδωσε ένα σημείωμα, θυμάμαι, έναν φάκελο να πάω να δουλέψω στη ΛΙΠΤΟΛ στα ορυχεία και όντως πήγα το πήρα. Βρήκα αυτόν που με έστειλε, που είχε το όνομα του και μου λέει: «Εντάξει, έλα». Και πήγα εκεί και έκατσα 3 μέρες και μάλωσα. Τότε, αυτοί ο μισθός τους ήταν κάτι ψιλά, λίγα ήταν το μήνα. Δεν έπαιρναν πολλά λεφτά. Αυτά τα λεφτά τα έβγαζα σε 2-3 μέρες έξω. Κατάλαβες; Και μάλωσα και έφυγα. Τέλος πάντων και αναγκάστηκα ύστερα να κάνω άλλα πράγματα.
Ναι. Μετά μου είπες πήγες και στην Αυστραλία;
Αυτό το κεφάλαιο είναι μέχρι τότε που ήμουνα φαντάρος. Από εκεί και ύστερα, κάθισα λίγο χρονικό διάστημα στην Κοζάνη. Δούλεψα λίγο. Εδώ μου φαινόταν και παράξενα, μου φαινόταν και λίγα τα λεφτά κλπ. και πήγα στην Θεσσαλονίκη. Εκεί έκατσα 2 χρόνια, δηλαδή, από το '68 που απολύθηκα έκατσα στην Θεσσαλονίκη μέχρι το '70. Στην Θεσσαλονίκη δούλευα σε κάτι διάφορα, κάναν κάτι, θυμάμ[01:00:00]αι, καζάνια σε μια βιοτεχνία. Σε ένα άλλο κάναν κάτι ηλεκτρικά -ηλεκτρικά λέω- κάτι σώματα υδραυλικά, κάτι ιστορίες και είχα πάει εκεί για ηλεκτροκολλητής. Τελικά ύστερα, είχα καταλήξει σε ένα μηχανουργείο στου Φραντζή, τον οποίο είχα κάτσει περισσότερο καιρό εκεί πέρα. Εκεί πέρα είχα γνωριστεί, με είχαν γνωρίζει καλά τα αφεντικά μου εκεί πέρα και τελικά δεν θέλανε να πάω στην Αυστραλία, θέλανε να με κρατήσουν εκεί. Μου λέει: «Θα κάτσεις εδώ. Έχεις προοπτικές και εδώ είναι Αυστραλία και εδώ είναι τα τέτοια και εδώ είναι τα αλλιώτικα». Εμένα, εντωμεταξύ, δεν με κρατούσε τίποτα! Μια μέρα έρχεται... Εκεί καλά ήταν. Στη Θεσσαλονίκη καλά ήταν. Τέλος πάντων, υπήρχαν προοπτικές, αλλά εγώ είχα τον νου μου να πάω στην Αυστραλία. Ήρθε ένα τηλεγράφημα, το οποίο έγραφε: «Στις 17/02/1970 αναχωρείτε από τον αερολιμένα Αθηνών για το Τζιμπουτί». Τι είναι αυτό τώρα; Πού είναι αυτό το Τζιμπουτί και πού είναι αυτός ο αερολιμένας; Ο αερολιμένας, εντάξει. Τέλος πάντων, είχαμε πάει με τον αδερφό μου, με είχε συνοδέψει ο αδερφός μου, είχαμε κατεβεί στην Αθήνα μαζί. Και ήτανε χειμώνας θυμάμαι, Φεβρουάριος, και είχαμε φύγει από 'δω με κάποιους άλλους που ήταν εκεί πέρα και θα πηγαίναμε στην Αυστραλία με τις μπλούζες, τα ζιβάγκο, τα παλτά, τα ζεστά. Πήγαμε στο αεροδρόμιο, πήραμε το αεροπλάνο. Πρώτη φορά είχα ανεβεί και σε αεροπλάνο. Σηκώθηκε το αεροπλάνο και κάναμε 4 ώρες πτήση. Περάσαμε από πάνω από την Αίγυπτο, θυμάμαι, γιατί τα έλεγε ο πιλότος που είμαστε, από τη διώρυγα του Σουέζ παρακάτω και το Τσιμπουτί ήταν εκεί στον κόλπο του Κατάρ κάπου, απέναντι από το Άντεν, κάτω από τη διώρυγα του Σουέζ, δηλαδή. Κάπου εκεί ήταν. Όταν σταμάτησε το αεροπλάνο, κατεβήκαμε, μόλις άνοιξαν οι πόρτες θυμάμαι ήρθε μια ζέστα αλλιώτικη, μια ιδιότροπη, αλλά δεν βλέπαμε ήλιο πουθενά! Χωρίς ήλιο! Και όπως είχαμε τα παλτά και τις μπλούζες και τα ζιβάγκο και τα 'ξέρω 'γω, αρχίσαμε να ξεντυνόμαστε και μείναμε όλοι από μέση και πάνω γυμνοί. Ήρθαν κάτι φορτηγά τότε, θυμάμαι, κάτι καμιόνια, μας πήραν, μας φόρτωσαν τα πράγματα και μας πήγαν στο λιμάνι. Το λιμάνι μας περίμενε το καράβι, το «Πατρίς», ένα υπερωκεάνιο που χωρούσε γύρω στις 3000, θυμάμαι, ανθρώπους. Ένα πράγμα πρωτόγνωρο, είχα μπει πρώτη φορά σε τέτοιο καράβι. Άσε εγώ ήμουν της ξηράς, δεν ήμουν της θάλασσας. Δεν ήξερα από αυτά τα πράγματα. Και μπήκαμε εκεί μέσα και γίναμε μούσκεμα στον ιδρώτα ώσπου να καταλήξουμε στην καμπίνα. Εντωμεταξύ, το καράβι μέσα είχε ασανσέρ, είχε κάτι σκάλες μεγάλες, θυμάμαι, κάτι πολυέλαιους, κάτι γυαλιστερά από 'δω, κάτι πράγματα από 'κει. Πολύ πλούσια, πολύ πλούσια! Τέλος πάντων, καταλήξαμε εκεί στην καμπίνα. Η καμπίνα η δικιά μου ήταν 6 ατόμων. Άλλη ήταν 2 ατόμων, άλλη ήταν 4 ατόμων, όπως είχα μάθει αργότερα, ύστερα. Τέλος πάντων, την πρώτη μέρα πήγαμε να φάμε και μας σερβίραν κάτι σούπες και κάτι άλλα φαγητά στην αρχή έτσι για προθέρμανση κλπ. Αυτά ήταν για να τα φας λίγο, έτσι να τα τσιμπήσεις. Κατάλαβες; Εμείς τα τρώγαμε όλα... Ύστερα φέρανε κάτι, ήταν ο μάγειρας, ο σεφ εκεί πέρα με κάτι καμαρότους, γκαρσόνια, 3-4 από πίσω, κουβαλούσαν κάτι πιατέλες μεγάλες με κρέατα, με ρύζια, με πατάτες, με -ξέρω 'γω- πολλά πράγματα, πολλά πράγματα. Βάλανε ένα πιάτο τεράστιο και κάτι κομμάτια κρέας μεγάλα, φιλέτα θυμάμαι, πολύ ωραία! Φάγαμε, φάγαμε. Εμείς τα φάγαμε όλα αυτά! Και εγώ και κάτι άλλοι που ήταν εκεί νταλακιάσαμε! Πρώτο-πρώτο τραπέζι, θυμάμαι! Γιατί καθένας είχε το νούμερο του και είχε το τραπέζι του και εκεί καθόμασταν κάθε φορά. Και στο τέλος ύστερα… Εντωμεταξύ, φέραν χυμούς, τέτοια, πράγματα, χίλια-δυο είχε, απ' όλα! Κάτι χυμούς εκεί τροπικούς και διάφορα. Πρώτη φορά τα είχα δει αυτά τα πράγματα. Λέγανε ότι τώρα θα σερβίρουν και το παγωτό της φωτιάς: «Τι είναι αυτό το παγωτό της φωτιάς; Τι είναι αυτό;». Ήταν δυο άτομα, θυμάμαι, κουβαλούσαν ένα παγωτό τεράστιο, μια τούρτα τεράστια και μέσα η τούρτα στη μέση έβγαζε φωτιά: «Τι είναι αυτό, ρε, το παγωτό της φωτιάς; Τι είναι αυτό;». Και ερχόταν σε κάθε έναν και έκοβε ένα κομμάτι μεγάλο στο πιάτο, άλλο πιάτο καινούργιο. Τεράστιο! Το οποίο παγωτό να έτρωγες μόνο χόρταινες. Τέλος πάντων, φάγαμε και αυτό ήμασταν τίγκα: «Τώρα πώς θα χωνέψουμε; Τι τα τρώγαμε εκείνα, τις σούπες και τα ορεκτικά στην αρχή;». Βέβαια, δεν ξέραμε. Ύστερα που αρχίσαμε να μαθαίνουμε, κανονίζαμε το φαγητό. Τέλος πάντων, το καράβι ήταν πολύ ωραίο και ήταν εποχή τότε που ήταν Αποκριές. Εκεί στο καράβι είχα κάνει μια από τις καλύτερες Αποκριές της ζωής μου! Είχε κάθε μέρα, διοργανώνανε διαγωνισμούς ποιος θα γίνει το καλύτερο καρναβάλι, βγάζαν την ομορφότερη κοπέλα την κάναν βασίλισσα, νεράιδα -ξέρω 'γω πώς τα λέγανε- γοργόνα; Πώς τα λέγανε εκεί πέρα... Ντύνανε κάτι πειρατές και κουβαλούσαν μια κοπέλα ντυμένη. Είχαν κάτι παιχνίδια, παίζανε τον «κρυμμένο θησαυρό» -πώς τα λέγανε- κάτι πασαρέλες κάναν εκεί, ποια ήταν η ομορφότερη, ποια ήταν το καλύτερο καρναβάλι και τέλος πάντων, είχε μια αίθουσα μεγάλη τεράστια με ορχήστρα, με μπουζούκια. Εκεί πήγαινα συνήθως εγώ. Είχε μια άλλη αίθουσα που είχε χορευτικά. Χορεύανε βαλς, ταγκό, ιστορίες, τέτοια, τα άλλα τα βραζιλιάνικα. Πώς τα λένε; Εκείνους τους χορούς;
Σάμπα;
Τη σάμπα και τέτοια. Είχε τα άλλα, τα night club, εκείνα που αναβόσβηναν τα φώτα, τα μυστήρια εκείνα και είχα δει και κάτι ποτά -πρώτη φορά τα είχα δει εκείνα- κάτι μυστήρια σε κάτι ποτήρια μεγάλα εκεί, με κάτι καλαμάκια και κάτι χρώματα διάφορα και ξέρω 'γω. Και είχα ρωτήσει έναν καμαρότο μια φορά, λέω: «Τι είναι αυτό το πράγμα εδώ; Θα με βάλεις και εμένα ένα;». Με λέει: «Δεν τα ξέρεις; Άσε καλύτερα μην τα μάθεις!»[01:10:00], αλλά εγώ ήθελα να τα γνωρίσω όλα! Τέλος πάντων-
Πόσες μέρες ήταν το ταξίδι;
Το ταξίδι διήρκησε 17 μέρες. Ναι. Και κάθε μέρα είχε έναν χάρτη εκεί στο καράβι σε ένα μέρος, έναν μεγάλο χάρτη που είχε ένα καράβι, αυτό το «Πατρίς», ήταν ένα ομοίωμα μικρό με μαγνήτη προφανώς και κάθε φορά που προχωρούσε το καράβι δείχνανε και το σημείο που βρισκόταν. Εντωμεταξύ, περάσαμε από κάτι νησιά τροπικά, μας είπαν ότι πάμε, ταξιδεύουμε απ’ τον Ινδικό Ωκεανό. Πρώτη φορά είχα ανεβεί σε καράβι τόσο μεγάλο και πρώτη φορά ταξίδευα σε ωκεανό και ήταν όλα πρωτόγνωρα. Και στον δρόμο σταματήσαμε δυο φορές σε κάποια νησιά, ένα το λέγαν Mauricius, θυμάμαι, που ήταν γαλλική αποικία, γιατί είχε ανεβεί κάποιος κόσμος εκεί και κάτι μαύροι, θυμάμαι, με σγουρά μαλλιά έτσι κοντά, κάτι κοπέλες και μιλούσαν γαλλικά. Εντωμεταξύ, είχαμε κατεβεί εκεί στο νησί θυμάμαι και είχαμε πάει σε μια αγορά και είχε ό,τι φαντάζεσαι, ό,τι θέλεις, ό,τι φαντάζεσαι! Η αγορά αυτήν ήταν γιουσουρούμ, κάτω όλα! Και ήταν ατελώνιστα όλα. Δηλαδή, έβλεπες ένα πράμα που στοίχιζε στην Ελλάδα κάποια λεφτά και εκεί λιγότερα από τα μισά άξιζε, πολύ λιγότερα από τα μισά. Τι να τα πάρεις; Και μας λέγανε: «Μην παίρνετε γιατί εκεί που θα πάτε θα τα βρείτε αυτά. Μην τα κουβαλάτε». Τέλος πάντων, άλλοι παίρναν κάτι μηχανές φωτογραφικές, κάτι ραδιάκια, τέλος πάντων. Μια δόση είχανε βάλει μια πινακίδα: «Ζητάμε κόσμο να κουβαλήσουμε κάτι πράγματα από μια αποθήκη». Και η αποθήκη ήτανε κάτω και έπρεπε να κατεβούμε κάτω. Και πήγα και εγώ και δήλωσα μόνο και μόνο για να δω τι έχει κάτω το καράβι. Εντωμεταξύ, πήγαμε εκεί από κάτι σκάλες και μας κατέβασε ένας από το καράβι, περάσαμε από το μηχανοστάσιο, απ' τις μηχανές. Ήταν κάτι μηχανές τεράστιες. Αυτά τα είχα δει μόνο στο σινεμά ή στην τηλεόραση, μόνο στο σινεμά. Και πήγαμε σε μια αποθήκη και κουβαλήσαμε κάτι πράγματα για αποκριάτικα, κάτι χαρτιά, κάτι ψιλοπράγματα και είχαμε πληρωθεί 15 δολάρια θυμάμαι. Εντωμεταξύ, μες στο καράβι ήταν αφορολόγητα όλα, τα ποτά, τα τέτοια. Εν πάση περιπτώσει, είχαμε κάποια λεφτά από 'δω, κάποια δολάρια είχαμε πάρει που δικαιούμασταν.
Και κάποτε φτάσαμε στην Αυστραλία και μου λέει ένας: «Κοίταξε, που θα πας;», του λέω: «Μάλλον στην Μελβούρνη». Μου λέει: «Έχεις κάναν να σε περιμένει;», του λέω: «Όχι», «Ε, πώς;», μου λέει. Του λέω: «Είχαμε κανονίσει με έναν πιο μπροστά να πάμε στον αδερφό του να καθίσουμε και ύστερα αυτός μίλησε με τον αδερφό του και του λέει: “μην φέρνεις κανέναν. Ή έλα μόνος σου ή μην έρχεσαι και 'συ”. Και με είπε αυτός ύστερα ότι: “Δεν μπορώ να σε πάρω. Κανόνισε την πορεία σου”». Και λέω: «Δεν έχω κανέναν». Μου λέει: «Μην κατεβείς, μην πας στο Σίδνεϋ. Κατέβα εδώ κάποιον θα βρεις κλπ». Αλλά αυτοί που δεν είχανε τίποτα-τίποτα, τους παίρνανε και τους πηγαίνανε σε ένα μέρος, το λέγανε Bonegilla, θυμάμαι. Εκεί καθόταν, είχε φαγητό και ύπνο και ερχόταν κάποιοι που ψάχνανε προσωπικό για δουλειά και τους παίρναν. Αλλά με είχε πει κάποιος που είχα μιλήσει μαζί του, τα ήξερα αυτά: «Κοίταξε -μου λέει- εκεί θα σε πάρουν για κάνα χυτήριο, για τίποτα να μαζεύεις φρούτα, για κάτι δουλειές δύσκολες. Μην πας εκεί πέρα, είναι δύσκολα εκεί πέρα». Λέω: «Πού να πάω;», «Ξέρω 'γω; Τι να σου πω;». Τέλος πάντων, όταν έδεσε το καράβι εκεί ύστερα από 4-5 ώρες, κάτι μανούβρες, κάτι τέτοια, έδεσε, άρχισε να κατεβαίνει κόσμος, ήτανε γιορτή, γινόταν γιορτή εκεί. Κόσμος πολύς... Περίμεναν τους δικούς τους. Εγώ κοιτούσα να δω κανέναν γνωστό, δεν έβλεπα τίποτα. Τέλος πάντων, κατέβηκα, είχα μια βαλίτσα, θυμάμαι, και ένα port voyage -πώς το λένε αυτό- ένα στρόγγυλό τσαντάκι. Κατέβηκα, πήγα εκεί στο λιμάνι, ύστερα άρχισε να φεύγει ο κόσμος, έφυγε-έφυγε, φύγαν. Άδειασε το λιμάνι. Για μια στιγμή βλέπω έναν απέναντι μου έτσι πιο μακριά από 'μενα. Τον βλέπω έρχεται να πλησιάζει. Ερχόταν κοντά σε 'μενα. Κάνει έτσι, τον βλέπω, μου λέει: «Έλληνας είσαι;», του λέω: «Έλληνας». Μου λέει: «Περιμένεις κανέναν;», του λέω: «Όχι». Μου λέει: «Και τι θα γίνει τώρα;», λέω: «Θα κάτσουμε εδώ στο παγκάκι, θα ξημερώσει και θα δούμε τι θα γίνει ύστερα». Εμένα δεν με πολυένοιαζε και πολύ εδώ που τα λέμε, είχα τάσεις τυχοδιωκτικές φαίνεται ή δεν το είχα πάρει ακόμα ζεστά το πράγμα. Ξέρω 'γω; Δεν μπορώ να καταλάβω. Τέλος πάντων, καθίσαμε εκεί με το παιδί στο παγκάκι. Άρχισε να μου εξιστορεί αυτός τα δικά του, να μου λέει. Ήταν από το Κιλκίς, θυμάμαι, και μου λέει: «Μετάνιωσα που ήρθα και τι δουλειά έχω εγώ εδώ; Και που θα πάω τώρα...». Και άρχισε να κλαίει: «Τι ρε; Μην κλαις -του λέω- κάτι θα γίνει. Κάτι θα γίνει, μην στεναχωριέσαι». Μου λέει: «Ξέρεις εγγλέζικα;», «Όσα ξέρεις εσύ -τον λέω- Πού να ξέρω; Πόσα να ξέρω;» γιατί στην Θεσσαλονίκη είχαμε πάει σε μια σχολή υποτίθεται για 3 μήνες να μάθουμε εγγλέζικα: «Good morining», «good night», «δώσε μου ένα ποτήρι νερό» και τέτοια είχαμε μάθει. Τέλος πάντων, καθόμαστε, καθόμαστε: «Τι δουλειά έχω εγώ εδώ; Καλά με έλεγε ο μπαμπάς μου, είχαμε τις αγελάδες εκεί, είχαμε τα τέτοια...». Αυτός με έλεγε και έκλαιγε και εγώ γελούσα. Λέω κάτσε να μην με περάσει και για χαζό, να σοβαρευτούμε λίγο: «Ρε -του λέω- κάτσε, θα ξημερώσει, κάτι θα βρούμε, κάτι θα δούμε κάνα ελληνικό εδώ, θα πάμε! Κάτι... Μην στεναχωριέσαι, εδώ είναι τόσοι Έλληνες!», «Είναι -μου λέει- αλλά είναι όλοι άγνωστοι». Τέλος πάντων, εκεί που καθόμασταν ύστερα από τρεις ώρες ακούω μια μουσική ελληνική, ερχόταν από πέρα, μακριά. Ακουγόταν έτσι σιγά-σιγά. Του λέω: «Ακούς; Ακούς τραγούδια ελληνικά;», «Ναι», μου λέει. Ήταν μπουζούκια και τέτοια. Όσο πήγαινε, πλησίαζε η μουσική. Για μια δόση βλέπω τρία άτομα είχαν ένα μαγνητόφωνο φορητό που έπαιρνε κασέτες με μπαταρίες. Και είχαν το μαγνητόφωνο στα χέρια και ερχόταν εκεί προς τα μας... Κάποτε και άλλο, ήτανε και βράδυ δεν είχε και πολύ φως εκεί πέρα, έρχεται ο ένας, με κάνει έτσι κοντά και με λέει: «Καλά, ρε χαμένο κορμί -μου λέει- δεν μπόρεσες να μου γράψεις ένα γράμμα ότι θα 'ρθεις;», τον κοιτώ έτσι και βλέπω είναι ένας Κοζανίτης φίλος μου, τον οποίο στην Κοζάνη ήμασταν φίλοι και πηγαίναμε και κυνήγια μαζί και δούλευε στο ΚΤΕΛ της Κοζάνης, ένας Γκουλέμας λεγόταν το επίθετ[01:20:00]ο του. Τέλος πάντων, αγκαλιές, κακό, φιλιά εκεί πέρα, βλέπει ο άλλος, μου λέει: «Τι είναι αυτός;», λέω: «Φίλος είναι και έχει τα ίδια προβλήματα μ’ εμένα». Τέλος πάντων, εντάξει, αυτοί είχαν ένα αυτοκίνητο θυμάμαι, ένα Holden, ένα station wagon. Μας παίρνουν εκεί με το αυτοκίνητο, μας βάζουνε μέσα, να πάμε στο σπίτι εκεί που καθόταν. Εντωμεταξύ, εκεί οδηγούν απ' την αριστερή μεριά. Εγώ μόλις μπήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο και πήγε αριστερά: «Πού πας; -του λέω- Θα τρακάρουμε!», «Μην φοβάσαι -μου λέει- εδώ έτσι οδηγούν!». Τέλος πάντων, ως που να φτάσουμε στο σπίτι εγώ κοιτούσα απ' το τζάμι, απ' το παράθυρο, από 'δω, από κει: τα σπίτια διαφορετικά, αλλιώτικα, το μέρος αλλιώτικο, αλλιώς οδηγούσαν. Τέλος πάντων, πάμε στο σπίτι, ήταν η σπιτονοικοκυρά εκεί πέρα και της είπαν τα παιδιά ότι: «Είναι Κοζανίτης» και καθίσαμε. Θυμάμαι μας φίλεψε η σπιτονοικοκυρά, πρώτη μέρα είχαμε φάει φασολάκια με κρέας, θυμάμαι. Εντωμεταξύ, άρχισε ο δικός μου να μου λέει: «Καλά, γιατί δεν μου έγραψες ένα γράμμα; Να πάρεις τη διεύθυνση μου, να μου γράψεις να σε περιμένω; Εγώ έμαθα ότι θα έρθει το καράβι και υπολόγισα ότι μπορεί να 'ρθεις για αυτό και ήρθαμε, αλλά δούλευα και σχόλασα λίγο αργά. Δούλευα υπερωρίες και σχόλασα λίγο αργά και για αυτό και ήρθαμε… Αλλιώς θα ερχόμασταν νωρίτερα». Τέλος πάντων. Την άλλη τη μέρα: «Εμείς θα πάμε στη δουλειά -μας λένε- εσείς όταν ξυπνήσετε βγείτε έξω, αλλά εκεί που θα πάτε, στον δρόμο που θα πάτε, θα βάλετε σημάδια, γιατί εδώ είναι όλα ίδια και θα χαθείτε. Και δεν ξέρετε και τις οδούς και διευθύνσεις και τέτοια και το μέρος κλπ.». Και όντως πήγαμε με εκείνο, το άλλο το παιδί, πήγαμε, περπατήσαμε έναν δρόμο και βγήκαμε σε έναν άλλον κεντρικό και βάζαμε σημάδι συνέχεια. Γράψαμε την οδός σε ένα χαρτί και όπως πήγαμε, έτσι γυρίσαμε ακριβώς την πρώτη μέρα. Ύστερα, την άλλη την μέρα, καθίσαμε ακόμα μια μέρα θυμάμαι -ήταν Σαββατοκύριακο; Δεν θυμάμαι, κάτι τέτοιο- και μετά πήγα για δουλειά. Πήγα για δουλειά σε ένα εργοστάσιο που έκανε λάστιχα και έκανε το λάστιχο από πρώτη ύλη με καουτσούκ, με τέτοια και είχε πολλή μυρωδιά. Πάρα πολλή μυρωδιά. Τέλος πάντων, εκεί κάθισα 3 μήνες, κάθισε και ο άλλος λίγο εκεί πέρα ώσπου να ξυπνήσουμε λίγο, να μάθουμε. Ο άλλος μετά βρήκε έναν πατριώτη του, γιατί πηγαίναμε σε κάτι ελληνικά καφενεία, βρήκε έναν πατριώτη του και έφυγε το παιδί. Τέλος πάντων, με ευχαρίστησε και εγώ κάθισα εδώ με τους άλλους. Κάθισα εκεί στο εργοστάσιο 3 μήνες, μετά έφυγα από εκεί πήγα σε ένα άλλο, θυμάμαι, μετά άλλη μια δουλειά. Άλλη μια δουλειά έκανα σε ένα… Κάνανε κάτι καζάνια για πετρέλαια, τέτοια βυτία μεγάλα για πρατήρια, θυμάμαι, και κολλούσαμε όλη τη μέρα, ηλεκτροκόλληση. Εγώ δεν μπορούσα να κάνω μια δουλειά συνέχεια, την ίδια δουλειά συνέχεια. Και τους είπα εκεί ύστερα: «Θα φύγω». Είχα έναν Έλληνα εκεί που είχα γνωριστεί με ένα παιδί και μου είπε: «Μην φύγεις από 'δω -μου λέει- εδώ έχει κονόμα! Θα κονομήσεις και είναι καλά. Εγώ έχω χρόνια εδώ πέρα δουλεύω». Του λέω: «Δεν μπορώ να κάνω αυτήν τη δουλειά συνέχεια. Είμαι ηλεκτροκολλητής αλλά δεν μπορώ να την κάνω συνέχεια τη δουλειά. Εγώ είμαι να κάνω ανακατωσούρα, πολλές δουλειές!». Τέλος πάντων, φεύγοντας από 'κει, πήγα σε ένα άλλο ύστερα εκεί που έμενα όλον τον καιρό που είχα κάτσει στην Αυστραλία, ένα εργοστάσιο όχι μεγάλο, το οποίο κάναν κάτι στρατιωτικά εξαρτήματα, πόρτες, κάτι ουρανούς, είχανε κάτι πρέσες, κάτι καρότσες κάναν, κάτι ξέρω 'γω και κάτι ντεπόζιτα για νταλίκες. Θυμάμαι με είχανε βάλει πρώτη φορά να δουλέψω εκεί πέρα και εκεί μ' άρεσε, ήτανε πιο καλά. Εντωμεταξύ, είχαν και ένα department, ένα μέρος που κάναν αυτοκίνητα παλιά, αντίκες. Και είχανε και λαμαρινάδικο που κάναν αυτοκίνητα υπερπολυτελείας, όλο Rolls Royce, Rover, τέτοια, κάτι μάρκες μυστήριες, κάτι Ford, κάτι μυστήρια αυτοκίνητα, κάτι παράξενα και όλο τέτοια πανάκριβα, όλα πανάκριβα! Και κάνανε αυτές τις αντίκες τις παλιές. Φέρνανε κάτι, κουβαλούσανε κάτι παλιά, θυμάμαι, κάτι παλιά με αράχνες και... Αυτά που βλέπουμε στο σινεμά, εκείνα τα αυτοκίνητα με τους τροχούς με τα παρμάκια, τα ξύλινα, τις ρόδες, διαλυμένα τα φέρναν εκεί. Και ήταν ένας μάστορας Εγγλέζος, λαμαρινάς, αυτός ήταν εκεί έκοβε και έραβε, αρχηγός, ο οποίος ήταν πολύ καλός τεχνίτης, πάρα πολύ καλός. Αυτός με είχε συμπαθήσει και με είχε πάρει κοντά του ένα φεγγάρι και δουλεύαμε μαζί ένα φεγγάρι. Και του είχα πει εγώ ότι δούλευα στη Θεσσαλονίκη στην Ελλάδα, αλλά δεν είμαι και τα «ξέρω όλα» και έμαθα πολλά πράγματα από αυτόν. Τελικά, είχα βγάλει και το πτυχίο μου ύστερα, πτυχίο ηλεκτροκολλητού. Και μόλις έβγαλα το πτυχίο, είχα πάρει κάτι λεφτά έξτρα κατευθείαν. Είχα πάει εκεί σε έναν που ήταν στο συνδικάτο, στο union, και μου λέει: «Από αυτή τη στιγμή, από τώρα και πέρα που ήρθες με το πτυχίο σου, δεν είσαι εργάτης, είσαι τεχνίτης». Γιατί εκεί μας πληρώνανε κάθε βδομάδα, κάθε Παρασκευή. Λέει: «Αυτή τη βδομάδα θα πάρεις γύρω στα 25-30 δολάρια παραπάνω». Και όντως! Εκεί είχα δείξει και διαγωγή καλή στο εργοστάσιο και με είχαν δώσει και κάτι πριμ, χωρίς να ξέρω. Λοιπόν, κάποτε είχανε πάρει κάτι φορτηγάκια να φτιάξουνε, είχανε φέρει κάτι καλούπια από την Αγγλία, κάτι φορτηγάκια Bedford μάρκας. Και είχαν ένα πρόβλημα, δεν μπορούσαν να βάλουν τον ουρανό. Ερχόταν, είχαν κάτι όλα τα καλούπια όλα κανονικά, μοντάραμε το αυτοκίνητο, το αμάξωμα και δεν έμπαινε ο ουρανός. Ερχόταν ο ουρανός λίγο πιο μεγάλος και είχανε δοκιμάσει κάποια κομμάτια εκεί και είχανε τηλέφωνα συνέχεια, θυμάμαι, με την Αγγλία: «Δεν ταιριάζουν τα καλούπια, δεν κάνουν!» γιατί τα λέγαμε ύστερα και είχα εκεί στο λαμαρινάδικο έναν Ιταλό μου τα 'λεγε και έναν άλλον από το μηχανουργείο που είχα φίλο μου, γιατί ήμουν νεαρός και 'γω τότε. Ήμουν 24 χρονών όταν είχα πάει στην Αυστραλία και είχαμε φιλίες. Και μια μέρα λέω στον εργοταξιάρχη που είχα -ήταν ένα παιδί, ένας Εγγλέζος, πολύ καλός, ένας αδύνατος λιγάκι- του λέω: «Μπορώ να κάνω εγώ μια δοκιμή;». Εγώ είχα ψευτο-μάθει κάτι εγγλέζικα, είχα έναν φίλο από τη Μάλτα, που δουλεύαμε πολλές φορές μαζί, πάρα πολλές φορές μαζί και εκείνος μου μάθαινε πολλά. Ήξερα και πολλά ελληνικά, ήξερε κάτι λέξεις ελληνικές και ήταν έτσι λίγ[01:30:00]ο μούτρο και μου μάθαινε πολλά εγγλέζικα. Τέλος πάντων, και μου λέει: «Πώς θα το δοκιμάσεις; Τι είσαι 'συ;». Λέω: «Θα το δοκιμάσω. Θα μου δώσεις έναν βοηθό μόνο και θα με αφήσεις να το περάσω». Όντως σκέφτηκα κάτι πράγματα, κάτι πώς πρέπει να γίνει, σοφίστηκα κάτι και είπα: «Αν έχω επιτυχία καλά, αν δεν… Και τι έγινε;». Όντως αυτό που σκέφτηκα με λίγη προσπάθεια παραπάνω και λίγο ξέρω 'γω, αυτοί παιδευόταν καμιά βδομάδα να περάσουν έναν ουρανό, δεν είχανε φτιάξει τίποτα ακόμα ενώ μοντάραν το αμάξωμα γύρω-γύρω όλα, δεν μπορούσαν να φτιάξουν τον ουρανό. Παίρνω, καταφέρνω και το βάζω με έναν τρόπο δικό μου. Εντωμεταξύ, αυτή η διαδικασία κράτησε όλη γύρω καμιά ώρα, μιάμιση. Μόλις περνάω τον ουρανό, το σημαδεύω εκεί κανονικά. Είχε μια ηλεκτροπόντα κρεμαστή, θυμάμαι, και σημάδεψα με το μέτρο γιατί είχανε τις ηλεκτροπόντες από μια απόσταση έπρεπε να είναι όλες για να είναι ίδιο γύρω-γύρω. Πήρα τη σημάδεψα με μια κιμωλία, το έκανα αυτό, τελείωσα τον ουρανό, τον πέρασα κανονικά. Πάω στο γραφείο του μεγάλου εκείνου που είχα, τον εργοταξιάρχη που τον είχα πει να το περάσω εγώ. Λοιπόν, και του λέω: «Μπορείς να 'ρθεις να κάνεις έναν έλεγχο;». Μου λέει: «Τι έγινε;», του λέω: «Εντάξει, το πέρασα», «Άντε!». Δεν πίστευε: «Αποκλείεται, δεν είναι δυνατόν! Του λέω: «Έλα να δεις». Τα παρατάει όλα εκεί, έρχεται εκεί πέρα και με αγκαλιάζει! Να μην τα πολυλογούμε βλέπω 50 δολάρια πριμ την Παρασκευή. Μου λέει: «Δεν θα πεις σε κανέναν τίποτα για τα λεφτά», λέω: «Τι να πω; Ποιον να πω, γιατί να πω;». Τέλος πάντων, από εκεί και ύστερα με αυτόν τον άνθρωπο είχα πολύ καλές φιλίες. Μάλιστα είχε πάει και στην Αγγλία μια δόση, γιατί από εκεί ήταν και με είχε φέρει ένα δωράκι θυμάμαι. Και μια δόση του είχα κάνει, είχε ένα Holden αυτοκίνητο, τα οποία αυτά τα Holden είχαν ίδια ανταλλακτικά με τα Opel τα δικά μας εδώ. Ήταν General Motors θυμάμαι. Και του είχα κάνει κάτι δουλειές μαζί ένα Σάββατο, θυμάμαι, στο αυτοκίνητο του. Και ήθελε να με πληρώσει και εγώ δεν ήθελα λεφτά θυμάμαι και κάτι τέλος πάντων. Του είχα κάνει μια εξυπηρέτηση και με είχε πει ύστερα: «Ό,τι θέλεις! Ό,τι θέλεις!» και με είχε τον πρώτο. Εντωμεταξύ, εγώ έπρεπε να -μου είχε πει και αυτός βέβαια- να πάω σε σχολείο να μάθω εγγλέζικα, να μιλήσω, να μιλάω καλά. Εγώ δεν πήγαινα. Και ένα κακό που έγινε με εμένα, αντί να γνωρίσω τον κόσμο της ημέρας, είχα γνωρίσει τον κόσμο της νύχτας. Εντάξει, έτσι μου άρεσε και εμένα, αλλά ήταν και σφάλμα, γιατί έβγαζα πολύ περισσότερα λεφτά απ' τους άλλους. Ύστερα, άρχισα να κάνω και κάτι δουλειές στο σπίτι, είχα ένα γκαράζ μικρό, έκανα κάτι δουλειές σε κάτι τρακαρισμένα αυτοκίνητα κλπ. και με είχανε μάθει και ερχόταν κόσμος πάρα πολύς. Και είχε πολύ δουλειά και κάποτε δεν πήγαινα στο εργοστάσιο. Καθόμουν εκεί γιατί 'κονομούσα πάρα πολλά. Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογούμε άρχισα και ύστερα, αφού δεν γινόταν χαΐρι για τίποτα, όσα βγάζαμε στα ξένα που λέει τα τρώγαμε στην ταβέρνα και μπουζούκια εδώ, καμπαρέ εκεί, από 'δω τα άλλα, από εκεί τα άλλα, άλογα, σκυλιά, γατιά που έτρεχαν και ξέρω 'γω και στο τέλος άρχισαν τα πράγματα να μπερδεύουν. Δηλαδή, το μπέρδεμα ήταν ότι απλά περνούσε ο καιρός και δεν γινόταν τίποτα. Έπρεπε -όπως έτσι κάναν όλοι τότε- ή να παντρευτώ να κάτσω εκεί ή κάτι να γίνει, κάτι να... Εγώ δεν ήθελα τέτοια πράγματα, ήμουν μικρός ακόμα και πήρα απόφαση να γυρίσω πίσω. Δεν μπορούσα να κάτσω άλλο εκεί, θα έσκαγα, γιατί δεν γινόταν κιόλας. Μόλις είπα στο εργοστάσιο ότι θα φύγω, είπα αυτόν τον εργοταξιάρχη, του λέω: «Θα φύγω να πάω στην Ελλάδα». Άιντε, άρχισε να φωνάζει, να θυμώνει: «Και δεν θα φύγεις! Και δεν σε αφήνω εγώ! Και εδώ θα κάτσεις και εδώ θα είσαι υπεύθυνος έτσι και θα είσαι αλλιώς. Και θα παίρνεις λεφτά», «Δεν κάθομαι -του λέω- θα φύγω, δεν μπορώ να κάτσω». Τελικά, είχα αγοράσει ένα σπίτι εκεί. Το έδωσα ύστερα σε αυτόν τον άλλον που καθόμασταν, που ήρθε και με πήρε από το τέτοιο. Πάνε χαράμι όλα και γύρισα Κοζάνη.
Τι χρονολογία;
Με το αεροπλανάκι το πήρα. Πήρα κάτι δωράκια τα ανίψια μου και ήρθα Κοζάνη. Αυτό έγινε, εγώ είχα πάει το '70 και γύρισα το '73 το καλοκαίρι. Όταν γύρισα, θυμάμαι, βέβαια, ζήτησα να πάω με αεροπλάνο, να κάνει πολλές στάσεις και πήγα από το Καράτσι. Έκανε μια στάση στο Καράτσι - εκεί που γινόταν πόλεμος, πώς το λένε; Πακιστάν;
Στο Ιράν;
Το Ιράν; Πακιστάν; Ξέρω 'γω. Στο Κουβέιτ είχα πάει, στην Σιγκαπούρη είχα πάει -σταμάτησε το αεροπλάνο εκεί- Κωνσταντινούπολη και Ελλάδα. Και γύρισα Κοζάνη. Και γυρνώντας στην Κοζάνη, δεν μου άρεσε και η Κοζάνη ύστερα. Είχα δυο πατρίδες, αλλά είχα περιθώριο από το αυστραλέζικο το... Πώς το λένε;
Ποιο;
Το αυστραλέζικο το-
Το νόμισμα;
Όχι ρε, το άλλο, πώς το λένε; Τέλος πάντων, είχα περιθώριο με είχαν δώσει ένα χαρτί και είχα περιθώριο για 2 χρόνια να κάτσω.
Την υπηκοότητα;
Ναι να κάτσω στην Ελλάδα.
Την άδεια παραμονής, την visa.
Ναι! Να κάτσω στην Ελλάδα, από το προξενείο. Να κάτσω στην Ελλάδα είχα περιθώριο δυο χρόνια και σε δυο χρόνια μπορούσα να φύγω όποια μέρα θέλω. Εντωμεταξύ, αφού γύρισα ύστερα τώρα να γυρίσω πίσω ξανά δεν γινόταν. Και έτσι παρέμεινα Ελλάδα.
Για πες μου και για το τέλος, αυτήν την ιστορία με την Κύπρο; Που ήταν να πας-
Γυρνώντας εδώ ύστερα, γύρισα το καλοκαίρι του '73. Το φθινόπωρο είχανε αρχίσει οι φασαρίες, το Πολυτεχνείο τον Νοέμβρη, που είχε γίνει το Πολυτεχνείο, ήτανε φασαρίες από τη χούντα ακόμα, γιατί με χούντα έφυγα με χούντα γύρισα. Ήταν οι φασαρίες του Πολυτεχνείου και αργότερα ύστερα, όταν έγινε το Κυπριακό, θυμάμαι, το πότε ήταν; Το '74;
Το '74.[01:40:00]
Ναι. Με φωνάξαν να με στρατολογήσουν να μας κάνουν να πάμε στον στρατό, να πάμε να παρουσιαστούμε σε κάποιες μονάδες που ήταν γραμμένο στο απολυτήριο μας. Εγώ έπρεπε να πάω στο Σκαφίδι να παρουσιαστώ εκεί πέρα. Πήγαμε εκεί, ήταν κόσμος φουλ, γεμάτο παιδιά όλο! Πήγα εκεί πέρα, το πρώτο το βράδυ, ώσπου να ξημερώσει, δεν μπόρεσα να βγάλω άκρη. Ύστερα, μόλις ξημέρωσε και ύστερα το απόγευμα την άλλη τη μέρα κοιμηθήκαμε εκεί, θυμάμαι, έξω. Πάω στα γραφεία: «Πώς λέγεσαι;», «Μανώλας». Κοιτάει αυτός εκεί τα χαρτιά μου, μου λέει: «Εσύ φαίνεσαι ότι είσαι στην Αυστραλία. Δεν φαίνεσαι ότι είσαι εδώ», «Και τι πρέπει να γίνει;», «Μάσ' τα -μου λέει- και τράβα στο σπίτι σου κατευθείαν!». Εντωμεταξύ, εδώ είχα ανοίξει ένα μαγαζάκι και είχα ψωνίσει κάτι πράγματα, θυμάμαι, και είχα κάτι οξυγόνα, κάτι ηλεκτροκολλήσεις, κάτι ιστορίες, κάτι τέτοια και είχα πει τον μπαμπά μου και τα βάλαμε, τα κρύψαμε σε ένα μέρος, τα βάλαμε, γιατί εγώ υποτίθεται ότι θα έφευγα και που θα πήγαινα δεν ξέρω. Γιατί αυτοί που επιστρατεύσανε πήγανε σε κάποιες μονάδες... Ήταν έξω, κατασκηνώνανε σε κάποια μέρη, άλλους τους πήγαν στην Κύπρο, άλλους εδώ, άλλους εκεί. Τέλος πάντων, εμένα δεν με πήρανε, με διώξανε. Είχα κάτσει δυο μέρες, θυμάμαι, εκεί στο Σκαφίδι και μου είπαν ότι: «Δεν φαίνεσαι στα χαρτιά, δεν μπορούμε να σε πάρουμε. Εσύ φαίνεσαι ότι είσαι στην Αυστραλία». Δηλαδή, δεν είχε έρθει ακόμα από το προξενείο χαρτί ότι είμαι Έλληνας υπήκοος εδώ και ήρθα εδώ από την Αυστραλία κλπ. και έτσι καθάρισα με εκείνη την περίπτωση.
Τη γλίτωσες.
Ναι, τη γλίτωσα. Μετά έγιναν όλα εδώ τα... Φασαρίες, εκείνα τα τρεξίματα και ήταν και το Πολυτεχνείο πιο μπροστά και έγινε και με την Κύπρο η φασαρία και είχαμε όλο τέτοια. Και κυνηγητά συνάμα, γιατί δεν ήμουν και πολύ δεξιός. Αυτοί ήθελαν να έχουν τους δικούς τους και, εντάξει, ύστερα άνοιξα ένα μαγαζί, ένα φανοποιείο και σιγά-σιγά προχώρησα. Και μετά έγιναν και άλλες δουλειές, εντωμεταξύ, κάναμε και εμπόριο αυτοκινήτων ύστερα με έναν άλλον. Μπερδευτήκαμε, ξεμπερδευτήκαμε εκεί πέρα, πήγαμε και στην Ευρώπη και εδώ και 'κει. Φέραμε αυτοκίνητα, κάναμε άλλες ιστορίες πολλές και η ζωή συνεχίζεται...
Έχεις ξεχάσει να συμπληρώσεις κάτι για αυτά που έχουμε πει;
Ναι, μετά από εκεί που τα παράτησα όλα, δούλεψα σε μια εταιρεία ύστερα, την οποία αφού έδωσα και εκεί εξετάσεις και κατάλαβαν τι είμαι, έπαιρνα καλά λεφτά και έκατσα αρκετά χρόνια εκεί πέρα και από 'κει ύστερα τελείωσε η διαδικασία όλη της δουλειάς και βγήκα στη σύνταξη.
Ωραία.
Αυτό ήταν.
Ωραία, λοιπόν, εφόσον δεν έχεις και κάτι άλλο, τα καλύψαμε τα θέματα που ήθελες, σε ευχαριστώ πολύ, κλείνουμε.
Και εγώ ευχαριστώ! Να 'σαι καλά!
Περίληψη
Ο Δημήτριος Μανώλας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κοζάνη τα τέλη της δεκαετίας του 1940. Δεν αγαπούσε ιδιαίτερα το σχολείο και από μικρός σύχναζε σε συνεργεία και μηχανουργεία, παρακολουθώντας μάστορες και τεχνίτες στη δουλειά τους. Αφού ξεκίνησε να δουλεύει, όμως, κλήθηκε να εκτίσει την στρατιωτική του θητεία. Εκεί θα ζήσει αρκετές δύσκολες στιγμές, όπως η απώλεια της μητέρας του, αλλά και το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, όντας νεοσύλλεκτος ακόμη στρατιώτης. Αφηγείται τις μνήμες του από το δικτατορικό καθεστώς μέσα από τις διάφορες πόλεις όπου κλήθηκε να υπηρετήσει ως στρατιώτης. Εν συνεχεία, αφού απολυθεί από τον στρατό, μεταναστεύει για δουλειά στην Αυστραλία όπου μένει μόλις δύο χρόνια. Επιστρέφοντας, επιστρατεύεται εν όψει της εισβολής στην Κύπρο το 1974, ωστόσο τελευταία στιγμή θα γλιτώσει τη μεταφορά του στην εμπόλεμη ζώνη λόγω μιας... γραφειοκρατικής καθυστέρησης.
Αφηγητές/τριες
Δημήτριος Μανώλας
Ερευνητές/τριες
Νικόλαος Μανώλας
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/03/2022
Διάρκεια
104'
Περίληψη
Ο Δημήτριος Μανώλας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κοζάνη τα τέλη της δεκαετίας του 1940. Δεν αγαπούσε ιδιαίτερα το σχολείο και από μικρός σύχναζε σε συνεργεία και μηχανουργεία, παρακολουθώντας μάστορες και τεχνίτες στη δουλειά τους. Αφού ξεκίνησε να δουλεύει, όμως, κλήθηκε να εκτίσει την στρατιωτική του θητεία. Εκεί θα ζήσει αρκετές δύσκολες στιγμές, όπως η απώλεια της μητέρας του, αλλά και το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, όντας νεοσύλλεκτος ακόμη στρατιώτης. Αφηγείται τις μνήμες του από το δικτατορικό καθεστώς μέσα από τις διάφορες πόλεις όπου κλήθηκε να υπηρετήσει ως στρατιώτης. Εν συνεχεία, αφού απολυθεί από τον στρατό, μεταναστεύει για δουλειά στην Αυστραλία όπου μένει μόλις δύο χρόνια. Επιστρέφοντας, επιστρατεύεται εν όψει της εισβολής στην Κύπρο το 1974, ωστόσο τελευταία στιγμή θα γλιτώσει τη μεταφορά του στην εμπόλεμη ζώνη λόγω μιας... γραφειοκρατικής καθυστέρησης.
Αφηγητές/τριες
Δημήτριος Μανώλας
Ερευνητές/τριες
Νικόλαος Μανώλας
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/03/2022
Διάρκεια
104'