© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Η εμπειρία του να δουλεύεις με τα παιδιά είναι μοναδική»: Η ζωή μιας αναπληρώτριας

Κωδικός Ιστορίας
21864
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Χρυσούλα Μπουμπουρέκα (Χ.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/03/2022
Ερευνητής/τρια
Βασιλική Μέμτσα (Β.Μ.)

[00:00:00]

Β.Μ.:

Ονομάζομαι Μέμτσα Βασιλική, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima και είμαι μαζί με την κυρία Χρύσα Μπουμπουρέκα, Αφηγήτρια, και η μέρα είναι Σάββατο, 26 Μαρτίου του 2022. Ωραία, κυρία Χρύσα, πείτε μου δυο λόγια για σας, τι κάνετε, με τι ασχολείστε, από πού είστε;

Χ.Μ.:

Είμαι από την Κοζάνη και είμαι εκπαιδευτικός, ΠΕ80 Οικονομίας, στο 2ο ΕΠΑΛ Κοζάνης, και, παράλληλα, τρεις μέρες τη βδομάδα είμαι με διάθεση στην Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης Δυτικής Μακεδονίας και ασχολούμαι με τη Μαθητεία των ΕΠΑΛ.

Β.Μ.:

Στην Κοζάνη μεγαλώσατε;

Χ.Μ.:

Ναι.

Β.Μ.:

Στην πόλη μέσα;

Χ.Μ.:

Ναι, σχεδόν, τα περισσότερα χρόνια, ναι, μέσα στην πόλη. Από δευτέρα Δημοτικού μεγάλωσα μέσα στην πόλη.

Β.Μ.:

Τα παιδικά σας χρόνια, πώς ήτανε;

Χ.Μ.:

Ευχάριστα, καλά, άνετα, εντάξει, και ευχάριστα. Στην αρχή, ήταν στο χωριό, μέχρι και την πρώτη Δημοτικού, στο Ρύμνιο Κοζάνης και μετά, από δευτέρα δημοτικού, στην Κοζάνη μέσα, στην πόλη.

Β.Μ.:

Στο σχολείο όταν πηγαίνατε, πώς ήτανε; Υπήρχαν κάποιες διαφορές με τώρα; Όταν ήσασταν μικρή, δηλαδή.

Χ.Μ.:

Εντάξει, σίγουρα υπήρχανε διαφορές, γιατί υπάρχουνε και κάποια χρόνια, έχει μια απόσταση χρονική, αλλά ήτανε όμορφα. Δεν αντιμετώπισα ιδιαίτερες δυσκολίες σαν μαθήτρια, παρόλο που δεν ήμουν και αμάν και... η καλύτερη μαθήτρια. Αλλά πάντα έχω μια περιέργεια μέσα μου στο να μαθαίνω καινούρια... και ίσως αυτό με ώθησε στο να ασχοληθώ αργότερα και να γίνω μετά κι εγώ εκπαιδευτικός. Ενώ σαν μαθήτρια δεν τρελαινόμουνα για να διαβάσω τα μαθήματα του σχολείου, αλλά διάβαζα εξωσχολικά πολλά, οπότε... Και είχα πάντα στον νου μου την εκπαίδευση, ήταν αυτό που μου άρεσε. Στην οικονομία, στα οικονομίας και στη λογιστική πέρασα γιατί μπόρεσα και πέρασα εκεί. Και παράλληλα, μετά, προσπάθησα να συνδυάσω αυτό που μου άρεσε, η εκπαίδευση, με αυτό που είχα τελειώσει, και γι' αυτό τώρα διδάσκω οικονομικά μαθήματα.

Β.Μ.:

Σαν εκπαιδευτικός πώς ξεκινήσατε την καριέρα σας; Δεν ήσασταν φαντάζομαι μόνο εδώ πέρα.

Χ.Μ.:

Όχι, έχω πάει σε αρκετά μέρη στην Ελλάδα. Δούλεψα σαν αναπληρώτρια πρώτα, για αρκετά χρόνια. Ξεκίνησα το '94, επηρεασμένη από μια φίλη και συμφοιτήτριά μου, η οποία είχε κάνει τα χαρτιά της για αναπληρώτρια, κι έτσι μου μπήκε κι εμένα λίγο το μικρόβιο. Και αυτή μου πρότεινε να δηλώσω και τα Δωδεκάνησα, γιατί ήξερε ότι έχουνε εκείνες τις χρονιές πολλά κενά. Και δήλωσα Δ' Δωδεκανήσου και πήγα στην Κάρπαθο, από τον Σεπτέμβρη του '95. Έκανα ένα διάλειμμα από την Κάρπαθο για τρία χρόνια και ξαναπήγα το '98 μέχρι και το 2002. Όλα μαζί στην Κάρπαθο είναι πέντε χρόνια. Αλλά υπήρξε μια χρονική απόσταση, γιατί ήμουνα μέχρι το '95 τον Ιούνιο. Το '95-'96 δεν δούλεψα ως αναπληρώτρια, δούλεψα στη στατιστική υπηρεσία εδώ της Κοζάνης με κάποιες –πώς να το πω;– έρευνες που κάνανε και έτσι ασχολήθηκα και λίγο με αυτά. Το '97 – το '96-'97, ήμουνα στο Ρέθυμνο, πάλι την επόμενη χρονιά δεν δούλεψα σαν αναπληρώτρια και ασχολήθηκα εδώ με κάτι, έτσι, ευκαιριακές δουλειές, και από το '98 και μετά είμαι συνεχόμενα σαν εκπαιδευτικός, αναπληρώτρια, και μετά, το 2005 διορίστηκα μόνιμη. Το 2004-’05, όμως, ήτανε η χρονιά που παρακολούθησα και το Παιδαγωγικό της ΑΣΠΑΙΤΕ στη Θεσσαλονίκη, οπότε και έτσι έφτασα, η προϋπηρεσία μου και το Παιδαγωγικό με βοήθησαν να είμαι μπροστά στον πίνακα και να διοριστώ το 2005.

Β.Μ.:

Είπατε ότι πρώτη φορά πήγατε στην Κάρπαθο, το πρώτο νησί–

Χ.Μ.:

Ναι.

Β.Μ.:

Πώς ήταν η πρώτη φορά που φύγατε από την Κοζάνη και πήγατε; Πώς–

Χ.Μ.:

Ήτανε διακοπές, ήτανε φοιτητική ζωή, ήτανε κάτι πολύ όμορφο! Από την πρώτη στιγμή που έφτασα στην Κάρπαθο την ερωτεύτηκα. Θυμάμαι ότι είχε μια πολύ ωραία μέρα, η θάλασσα παντού γύρω-γύρω, και εντυπωσιάστηκα, μου άρεσε πάρα πάρα πολύ. Την επόμενη μέρα, που πήγα στο σχολείο για να παρουσιαστώ και ήτανε Σεπτέμβρης ακόμα, δεν είχανε ξεκινήσει κανονικά τα μαθήματα, σχολάσαμε πάρα πολύ νωρίς και ήμασταν όλη μέρα έξω για καφέ, φαγητό, μπάνιο και ήτανε όντως σαν να έκανα διακοπές. Εντάξει, σιγά-σιγά, μπήκαμε στην πορεία, αρχίσαν τα μαθήματα κανονικά, ήμουνα και σχετικά μικρότερη από τους άλλους που ήταν εκεί, οπότε με τα παιδιά είχα και μια, έτσι, πολύ καλή επαφή. Κι ακόμα κρατάω μαζί τους επαφή, και στο Facebook είμαστε φίλοι κλπ. Ναι, η Κάρπαθος ήτανε για μένα, όλα αυτά τα πέντε χρόνια συνολικά, είναι σαν δεύτερη πατρίδα μου. Θεωρώ ότι την ξέρω τόσο καλά όσο ξέρω και την Κοζάνη.

Β.Μ.:

Θυμάστε, όταν είπατε ότι θα πάτε ως αναπληρώτρια, ας πούμε, στην οικογένειά σας, πώς ήτανε; Ήταν δεκτική;

Χ.Μ.:

Η οικογένειά μου δεν μου έφερε αντίρρηση. Ντάξει, τότε ήτανε η μεγάλη η απόσταση και σκεφτόντουσαν πώς θα πάω, και δεν προλάβαινες κιόλας, έπρεπε σε λίγες μέρες να βρίσκεσαι εκεί. Αυτό τους ανησυχούσε, αλλά δεν μου φέραν αντίρρηση. Υπήρξαν, όμως, από διάφορους γνωστούς και φίλους, οι οποίοι μου λέγαν: «Πού θα πας εκεί;» και «Δεν θα 'χει τίποτα, θα είναι ένα ξερονήσι που δεν θα βρεις τίποτα, δεν θα 'ναι κανείς», «Θα είσαι εσύ, ο παπάς κι ο δάσκαλος», θυμάμαι χαρακτηριστικά κάποιος μου είχε πει. Και πήγα λίγο, έτσι, τρομοκρατημένη στο τι θα βρω. Αλλά δεν είχε καμία σχέση. Μου 'λέγαν ότι δεν θα μου φτάνουν τα λεφτά που θα παίρνω. Κι όμως, φτάσανε και τα λεφτά, πέρασα πάρα πολύ ωραία, δεν στερήθηκα τίποτα, ακόμα και τον χειμώνα, κι έχω υπέροχες εικόνες, ακόμα και τον χειμώνα: να περπατάς δίπλα στη θάλασσα και να 'ναι αγριεμένη και να έχει... να μην είναι μόνο το καλοκαίρι, το νησί που βλέπεις το καλοκαίρι, να βλέπεις ένα νησί και τον χειμώνα. Αυτές οι εικόνες μού έχουνε μείνει.

Β.Μ.:

Εκεί πέρα, δηλαδή, πώς ήτανε μία κλασική μέρα, ας πούμε, σ' ένα νησί τον χειμώνα; Ποια ήταν η καθημερινότητά σας;

Χ.Μ.:

Ε, το πρωί στο σχολείο, για κάποια διαστήματα είχα και κάποια ιδιαίτερα, οπότε το μεσημέρι, αν δεν ξεκουραζόμουνα, θα είχα τα ιδιαίτερα, και μετά καφέ και ποτό με κάποιους συναδέλφους που ήμασταν σχεδόν κοντά στην ηλικία, οπότε βγαίναμε και είχαμε πολύ καλή παρέα. Πέρασα πάρα πολύ καλά και από άποψη παρέας εκεί. Και εντάξει, αυτό. Δεν στερηθήκαμε ούτε τις ταβερνούλες, ούτε τα μπαράκια, ούτε τίποτα για κείνη την εποχή, που είναι η εποχή που τα χρειάζεσαι και τα θέλεις να τα ζήσεις.

Β.Μ.:

Οι συνθήκες εργασίας πώς ήτανε;

Χ.Μ.:

Ήτανε πολύ καλές, δεν αντιμετώπισα με τα παιδιά μεγάλα προβλήματα, τουλάχιστον εκεί στην Κάρπαθο. Ντάξει, ήτανε κάτι καινούριο για μένα. Τα παιδιά είχανε μια άλλη νοοτροπία απ' αυτή που είχαμε συνηθίσει εμείς εδώ ή από τα παιδιά που ήξερα εδώ στην Κοζάνη. Επειδή ζούνε... οι περισσότεροι είχανε αμερικάνικη υπηκοότητα, γιατί πολλοί έχουνε φύγει μετανάστες στην Αμερική εδώ και τρεις και τέσσερις γενιές, οπότε είχανε, καταρχήν, σπίτια οι περισσότεροι και στην Αμερική και στην Κάρπαθο, με πολύ χρήμα. Οπότε πηγαινοερχόντουσαν, υπήρχε τσάρτερ από την Κάρπαθο που πήγαινε στην Αμερική, και πηγαινοερχόντουσαν. Μπορεί κάποιος να καθόταν έξι μήνες τον χειμώνα, που δεν είχε τουρισμό το νησί, να καθότανε στην Αμερική, να δούλευε εκεί και να γυρνούσε μετά στο νησί να δούλευε το καλοκαίρι με τον τουρισμό. Ήτανε κάτι πρωτόγνωρο, δεν το 'χα ζήσει αυτό το πράγμα. Εγώ ήξερα απ' τους γονείς μου ή από τον κύκλο, τέλος πάντων, τον οικογενειακό και τον φιλικό ότι δουλεύαν όλοι στην ίδια δουλειά όλο το διάστημα. Η οικονομική άνεση ναι μεν καλή, αλλά δεν ήτανε τόση όση είχαν [00:10:00]αυτοί. Υπήρχανε παιδιά που είχανε μεγάλες οικονομικές επιφάνειες οι οικογένειές τους και γενικά ήτανε... ήτανε πλούσιοι άνθρωποι, από την πρώτη στιγμή. Αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση στην πρώτη χρονιά, είναι η Όλυμπος, το χωριό στην Κάρπαθο, που είναι ένα παραδοσιακό χωριό, που φοράνε τις παραδοσιακές στολές εκεί πέρα και έχουνε τη μητριαρχική κοινωνία. Επειδή οι άντρες είτε φεύγανε μετανάστες είτε ήτανε ψαράδες και – όχι ψαράδες, ναυτικοί οι περισσότεροι, οι κοινωνίες αφήνονταν στις γυναίκες, η διαχείριση του σπιτιού και των γενικότερων και της περιοχής. Οπότε, έβλεπες κάποιες πολύ σκληραγωγημένες γυναίκες που δεν φοβόντουσαν τίποτα, κουβαλούσανε πράγματα στις πλάτες τους, κάναν τα χωράφια, και την περιουσία, επειδή είναι μητριαρχική η κοινωνία εκεί, πάει από μητέρα σε κόρη, την πρώτη κόρη, και όχι από πατέρα σε γιο, που συνηθίζεται στην υπόλοιπη Ελλάδα. Μιλάμε, όμως, για μεγάλες περιουσίες να αφήνει η μάνα στην κόρη. Την πρώτη χρονιά, σε μια κουβέντα, τέλος πάντων, με κάποιους γνωστούς και από κει, μου είχανε αφηγηθεί για έναν γάμο που γινόταν εκείνο τον καιρό και είχανε, στο στρώσιμο του κρεβατιού, είχανε ρίξει πλάκες χρυσού. Το χρήμα που είχανε το κάνανε πλάκες χρυσού και το μεταφέραν από γενιά σε γενιά. Οπότε, αυτό και μόνο ακουγότανε σε μένα και σε όλους όσους πήγαμε αναπληρωτές εκείνη τη χρονιά κάτι εξωπραγματικό που δεν το είχαμε συνηθίσει. Ναι, η μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας παίρνει την περιουσία της μάνας, και οι άλλες κόρες... ντάξει, τότε, παλιότερα, απ’ όταν ξεκίνησε αυτό το έθιμο, υπήρχανε μεγάλες οικογένειες, δεν υπήρχαν ένα-δύο παιδιά, υπήρχαν αρκετά άτομα – αρκετά παιδιά, οπότε έδινε η μάνα στην κόρη την πρώτη, όταν παντρευότανε, και οι μικρότερες κόρες, μέχρι να παντρευτούνε κι αυτές, χωρίς περιουσία ή με μικρότερη περιουσία, ήτανε κάτι σαν υπηρέτριες στη μεγάλη, τη βοηθούσανε στη ζωή της την οικογενειακή την καινούρια. Ε, κι αυτό ήτανε κάτι που ξένιζε, έτσι, στ' αυτιά μας, δεν ήτανε κάτι που το ζούμε συνέχεια, που το ξέραμε. Ναι μεν στα βιβλία το διαβάζουμε, «μητριαρχική κοινωνία και στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα», αλλά δεν το είχα ζήσει. Αλλά ναι, μετά το βλέπεις και από τα παιδιά και από τον τρόπο που εκεί διαχειρίζονται, αν ο γιος... Α, οι οικογένειες εκεί που φροντίζουνε βέβαια, επειδή οι κοπέλες έχουνε χρήμα, ο γιος να πάρει μία απ' αυτές, από την πρώτη κόρη μιας οικογένειας - την πρώτη κόρη μιας οικογένειας για να μπορούν να πάρει την περιουσία της. Και επειδή τώρα, και λόγω τουρισμού και λόγω αναπληρωτών και λόγω σωμάτων ασφαλείας που υπήρχαν εκεί και υπήρχανε και κάποιες γυναίκες, οι σχέσεις που δημιουργούνταν ανδρών και γυναικών πάντα υπήρχε αντίδραση από τις μανάδες των αγοριών και να μην πάρουνε ξένη γυναίκα που δεν θα είχε την περιουσία μιας άλλης που είναι από κει. Αυτό το κάνανε και στην Αμερική που ζούσανε και, γιατί εκεί είχαν και έχουν ακόμα κι εκεί κοινωνίες δικές τους. Απ' όσο ξέρω στην Αθήνα υπάρχει -και στην Αθήνα- υπάρχει περιοχή που λέγεται Καρπάθικα; Κάπως έτσι. Και εκεί ζούνε όλοι μαζί και υπάρχουνε βέβαια και πολλές αιμομικτικές σχέσεις εκεί, γιατί θα πάρουνε μια δεύτερη ξαδέρφη που έχει περιουσία για να μην την πάρει κάποιος ξένος, και γενικά υπήρχανε πολλές αντιδράσεις από τις μανάδες στο να μην πάρει ο γιος τους ξένη και να πάρει κάποια από το νησί. Ναι. Το χρήμα, τώρα, ήτανε... μπορεί να είναι καλό και να το ακούμε έτσι, αλλά διαβρώνει κιόλας, οπότε τα παιδιά είχανε και λίγο μια φιλοσοφία ότι: «Εντάξει, εγώ έχω το χρήμα και...», δεν πολυασχολιόντουσαν και με το διάβασμα, γιατί ξέραν ότι το καλοκαίρι υπάρχουνε δουλειές απ’ όταν μπορούν – απ’ όταν θέλουν αυτά, όχι απ’ όταν μπορούνε, και είχαν μια απαξίωση στο επάγγελμα του δασκάλου και γενικότερα του δημοσίου υπαλλήλου και λέγανε: «Σιγά μην πάω να σπουδάσω. Ποιος ο λόγος να γίνω καθηγητής και να τρέχω σ' όλη την Ελλάδα;». Το θεωρούσανε περιττό και, εντάξει. Ήτανε λίγα τα παιδιά που είχανε πολλές φιλοδοξίες ως προς τη μόρφωση την επιπλέον. Κι επειδή είχανε χρήμα, τα περισσότερα παιδιά, και απ' αυτά που είχαμε στο σχολείο –γιατί, ξαναλέω, έχω επαφές–, συνεχίζανε μετά σε κάποια κολλέγια που πληρώνανε και έχουνε τελειώσει από κει. Έχουνε αποκατασταθεί, βέβαια, αλλά με κάποια κολλέγια που πληρώνανε, κάποια στην Αθήνα ή στην Αμερική. Ναι.

Β.Μ.:

Οι σχέσεις σας με συναδέλφους ή με ανώτερους εκεί πέρα πώς ήτανε;

Χ.Μ.:

Την πρώτη χρονιά, είχαμε έναν διευθυντή που, αν θυμάμαι καλά, πρέπει να ήταν και η τελευταία του χρονιά. Ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος, ο οποίος ήταν πολύ καλός, πολύ συγκαταβατικός, αλλά θυμάμαι ότι, όταν με πήρανε τηλέφωνο και μου λένε: «Πας Δωδεκάνησα» και «Πας στην Κάρπαθο», πήρα τηλέφωνο στο σχολείο, μην ξέροντας πώς θα φτάσω και θέλοντας να πάρω πληροφορίες, αυτός μου λέει: «Α, ναι, σε πήρανε. Έλα και βλέπουμε». Όταν του εξήγησα ότι: «Τι έλα και βλέπουμε; Δεν είναι στο διπλανό χωριό, είναι να κατεβείς στην άλλη άκρη της Ελλάδος, πρέπει να ξέρω», τέλος πάντων, εντάξει, ήτανε και άλλες εποχές –πριν τριάντα χρόνια τώρα όλα αυτά–, αλλά είχανε τη φιλοσοφία ότι: «Αν δεν έρθει κάποιος ξένος στα σχολεία, θα μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε σαν ωρομίσθιο κάποιον δικό μας», από κει, και υπήρχε όντως ένα άτομο και γι' αυτό μου 'λεγε: «Α, έλα και βλέπουμε», θέλοντας να τακτοποιήσει κάποιο άτομο από κει. Και τους το χάλασα λίγο, βέβαια, γιατί κι εγώ ήθελα να ζήσω αυτή τη... αφού η εκπαίδευση ήταν αυτό που μου άρεσε, ήθελα να πάω και να το ζήσω. Και παράλληλα με τη δουλειά διασκέδαζα κιόλας, έκανα και διακοπές, έκανα και φοιτητική ζωή. Ναι.

Β.Μ.:

Μετά από την Κάρπαθο πήγατε και σε άλλα νησιά, όπως μου είπατε–

Χ.Μ.:

Ναι. Πήγα στο Ρέθυμνο. Στο Ρέθυμνο ήτανε μια άλλη κατάσταση, απ' την άποψη ότι το σχολείο, το '98 υπήρχε το Πολυκλαδικό Λύκειο, και ήμουνα σε Πολυκλαδικό Λύκειο και ήτανε στην τελευταία τάξη, στην τέταρτη τάξη του Λυκείου, που γινόταν μια εξειδίκευση. Εκεί πάλι ήταν μια περίεργη κατάσταση, ήταν απόγευμα, το πρωί ήμουνα όλη μέρα στο σπίτι, μετά πήγαινα στο σχολείο, οπότε χανόμουνα με τους άλλους συναδέλφους. Οι συνάδελφοι που ήμασταν στο σχολείο οι περισσότεροι ήταν από κει, από Κρήτη, οπότε είχανε ήδη τον κύκλο τους, τις παρέες τους, δεν πήγαν εκεί για δουλειά. Ήτανε και απλά το ακολουθούσαν το επάγγελμα. Ο ένας συνάδελφος ήταν απ' το Ηράκλειο, οπότε έφευγε το βράδυ, ο άλλος ήταν απ' τα Χανιά, οπότε έφευγε το βράδυ, μία κοπέλα που θυμάμαι που έκανε μεταπτυχιακό εκεί ήταν από την Κατερίνη, αλλά λόγω του μεταπτυχιακού είχε διάβασμα, οπότε δεν πολυέβγαινε και βράδυ κιόλας, για να μπορεί να διαβάσει την άλλη μέρα. Αυτό ήτανε λίγο δύσκολο. Εντάξει, βρήκα, όμως, μία συνάδελφο από την Κάρπαθο που ήμασταν την πρώτη χρονιά μαζί, αλλά κι αυτή πάλι ήταν σε πρωϊνό σχολείο, εγώ σε απογευματινό, δύσκολα συναντιόμασταν. Έπρεπε να είναι Σαββατοκύριακο. Πέρασα πολύ καλά κι εκεί, δεν μπορώ να πω. Είχα μια πολύ καλή σπιτονοικοκυρά στο πρώτο σπίτι, γιατί άλλαξα μετά τον Απρίλη, η οποία με είχε σαν κόρη της: ερχότανε, μου 'φερνε συνέχεια φαγητά, δηλαδή δεν στερήθηκα κι εκεί κάτι, και πάντα προσπαθούσε να με ελαφρύνει από αυτά που θα 'πρεπε να κάνω εγώ το πρωί, πριν πάω στο σχολείο, και πάντα μου 'φερνε κάτι. Εν πάση περιπτώσει, ωραίες αναμνήσεις και από το Ρέθυμνο. Λίγο πιο μοναχικά βέβαια, αλλά αυτά τα μοναχικά, αυτές οι μοναχικές στιγμές, το πρωί, ας πούμε, που δεν μπορούσα να δουλεύω κι ήμουνα στο σπίτι, με βοήθησαν στο να διαβάσω και να ασχοληθώ με άλλα πράγματα κι έτσι να μπει λίγο-λίγο και άλλο μικρόβιο, έτσι, με τη φιλοσοφία, με την ψυχολογία, λίγο εκεί εστίασα εγώ και συνέχισα. Ωραία, ναι, ήταν ωραία. Για μπάνιο, δηλαδή, πήγαινα το πρωί, χωρίς να έχω παρέα, μόνη μου, αλλά δεν με πείραζε, το συνήθισα κι αυτό. Εντάξει, ήτανε πολύ [00:20:00]κοντά και η παραλία στο σπίτι. Η πόλη υπέροχη, το Ρέθυμνο. Είχα και κάποιους φίλους στο Ηράκλειο που ερχόντουσαν και με βλέπανε κι αυτοί. Εντάξει, ήταν ωραία, ωραία χρονιά και το Ρέθυμνο. Αυτά, δεν θυμάμαι κάτι άλλο. Είχα κάποια σύγκρουση με έναν μαθητή εκεί στο Ρέθυμνο, θυμάμαι. Τέλος πάντων, ήτανε παιδιά που –κι αυτά με χρήμα–, που δεν θέλανε και πολλά ζόρια. Εγώ, εντάξει, τα πρώτα χρόνια θεωρούσα ότι έπρεπε να πιέσω λίγο τις καταστάσεις, και είχαμε μια σύγκρουση μ' αυτό το αγόρι λίγο. Ήτανε τέσσερα-πέντε κορίτσια κι ένα αγόρι στο τμήμα, και με το αγόρι είχα κάποιες συγκρούσεις, έτσι, δυνατές. Αυτά, δεν θυμάμαι κάτι άλλο από το Ρέθυμνο. Εντάξει, ερχόντουσαν αυτοί οι φίλοι, γυρίσαμε αρκετά μέρη: και Χανιά και... μέχρι και τον Άγιο Νικόλαο είχαμε πάει. Δηλαδή, εντάξει, την είδα σχεδόν ολόκληρη την Κρήτη εκείνη τη χρονιά, οπότε είχα κάτι να κάνω, με κάτι να απασχοληθώ, αλλά κι αυτές οι ώρες που ήμουνα μόνη μου και διάβαζα κι αυτές μου ήτανε πολύ ευχάριστες!

Β.Μ.:

Υπήρξε κάποιο... κάποια περίοδος σε κάποιο νησί, γενικά που έχετε πάει ως αναπληρώτρια, που να ήτανε για κάποιο λόγο δύσκολα, άσχημα, ας πούμε;

Χ.Μ.:

Άσχημα δεν ήταν πουθενά. Δεν αντιμετώπισα εγώ καμία κατάσταση που να με φέρει, έτσι... Δύσκολη κατάσταση ήτανε στη Τζια, στην Κέα, που πήγα μετά την Κάρπαθο. Ήμουνα στην Κάρπαθο μέχρι το 2002 και μετά αποφάσισα να ανέβω πιο πάνω, έτσι ώστε να μπορώ, θεωρούσα εγώ, να πάω στις Κυκλάδες, να είμαι πιο κοντά στην Αθήνα, να μπορώ να έρχομαι και στην Κοζάνη πιο συχνά. Αλλά αυτό δεν έγινε. Όταν με πήρανε στην Κέα, παρόλο που είναι ένα νησί που είναι πάρα πολύ κοντά στην Αθήνα, δεν είχε τόση εύκολη πρόσβαση στην Αθήνα. Οι κάτοικοι εκεί... είναι ένα μικρό νησί, βασικά, και απόμερα τα σπίτια. Το ένα με το άλλο δεν είχανε... ήταν λίγοι οι οικισμοί και μετά ήτανε σποραδικά – σκόρπια, μάλλον, πολλά σπίτια και δεν υπήρχε πολύ καλή συγκοινωνία, καλοί δρόμοι δεν υπήρχανε. Το σχολείο, όταν πήγα, ήταν ένα σοκ, ένα σοκ για μένα, όταν πήγα. Γιατί έφτασα πρωί και το σχολείο ήταν απόγευμα κι εκεί. Ήταν ΤΕΕ τότε, τη χρονιά εκείνη, το 2002-2003. Πήρα τα... έφτασα με το καράβι το πρωί και θεώρησα ότι είναι καλό να πάω στην πρωτεύουσα, θεωρώντας ότι και το σχολείο είναι κάπου εκεί. Τέλος πάντων, μένω σ' ένα ξενοδοχείο μέχρι να 'ρθει η ώρα να πάω στο σχολείο και παίρνω στο σχολείο τηλέφωνο. Μου λέει ο διευθυντής: «Α, τώρα παίρνεις; Γιατί; Κι εγώ τώρα έφυγα», λέει, «από κει, θα σε 'παιρνα εγώ». Λέω: «Είναι τόσο μακριά το σχολείο; Δηλαδή, δεν θα το βρω;». «Ναι», μου λέει, «θα πρέπει να πάρεις ταξί για να 'ρθεις». Και παίρνω ένα ταξί από κει, από την πρωτεύουσα, την Ιουλίδα, να πάω στο σχολείο. Πάμε, πάμε, ανεβαίνουμε, ανεβαίνουμε κάτι κυκλικά έτσι, ένα βουνό και φτάνουμε κάποια στιγμή σ' ένα μέρος που είναι το σχολείο, αλλά όχι το σχολείο έτσι όπως το γνωρίζουμε, ήταν ένα... πώς είναι τα παλιά σπίτια στα χωριά; Έτσι, αυτό ακριβώς ήταν. Έναν όροφο, δηλαδή, το σχολείο, μια αυλή εκεί πέρα, δίπλα ένα χοιροστάσιο, ένα εξωκλήσι και το απέραντο γαλάζιο από κει, γιατί ήταν πολύ ψηλά, ήταν πεντακόσια μέτρα υψόμετρο. Εκείνη την εποχή, τον Σεπτέμβρη που πήγα εγώ, φαινότανε και όλη η θέα της θάλασσας από ψηλά και κάποια νησιά κοντινά. Όταν, όμως, έφτασα με το ταξί, ρωτούσα – μάλλον, μέσα στο ταξί, ρώτησα τον ταξιτζή: «Πού κοντά έχει σπίτια να μείνω εδώ στο σχολείο;», και μου λέει: «Δεν θα μπορέσεις να μείνεις μόνη σου εδώ πέρα», μου λέει, «γιατί δεν έχει και τίποτα». Οπότε, εντάξει, όμως, με το που πήγα εκεί, ο διευθυντής, εντάξει, καλός, ένας Κύπριος, βέβαια, που ήτανε λίγο περίεργος, σε σχέση με τη νοοτροπία την ελληνική ήταν λίγο κάπως διαφορετικός αυτός. Και γνώρισα, όμως, κατευθείαν συναδέλφους. Ένας συνάδελφος ειδικά, που είμαστε και φίλοι ακόμα, με το που κατέβηκα απ' το ταξί, ήρθε μ' αγκάλιασε: «Καλωσόρισες!». Εντάξει, ήτανε ωραίες εμπειρίες αυτές, γιατί ήμασταν όλοι αναπληρωτές, όλοι από άλλα μέρη και έτσι δενόμασταν. Και αποφασίσαμε να μείνουμε κάπου όλοι μαζί οι συνάδελφοι που βρεθήκαμε εκείνη τη μέρα. Και ρωτήσαμε τον διευθυντή, μας πρότεινε κάποια μέρη, δεν... πήγαμε τα είδαμε, δεν μας αρέσαν και κατεβήκαμε στο λιμάνι του νησιού και μείναμε εκεί, στην Κορησσό – Κορησσία. Εκεί ήμασταν σ' ένα κτίριο που νοίκιαζε σε εκπαιδευτικούς και ήμασταν μόνο εκπαιδευτικοί. Περάσαμε πάρα πάρα πολύ ωραία. Βέβαια, αυτές οι δύσκολες συνθήκες που είχαμε για ν' ανεβούμε από το λιμάνι, να πάμε στο σχολείο, ήτανε δύσκολα. Τον χειμώνα ήτανε ζόρικα, γιατί είναι ένα νησί, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το πω παραμελημένο, γενικά οι κάτοικοι κοιτάνε το σπίτι τους, δεν κοιτάνε λίγο να κάνουνε κάτι για το νησί. Και παράλληλα, επειδή είναι πολύ κοντά στην Αθήνα, είναι πρόσβαση των διασήμων της Αθήνας, να έχουνε σπίτι εξοχικό εκεί. Δεν τους βολεύει και δεν θέλουνε να έχουνε πολλούς δρόμους, γιατί θα μπορούσε να φτάσει ο οποιοσδήποτε στο σπίτι τους κοντά, άρα προσπαθούν να πείσουνε τους κατοίκους να μη διεκδικούν περισσότερα και, απ' την άλλη, να είναι και προσβάσιμο και από σκάφη, γιατί ερχόντουσαν πολλοί και με τα σκάφη τους. Δεν τους έβλεπες καν αυτούς τους διάσημους. Και τα παιδιά, ακριβώς επειδή δεν υπήρχε μεγάλη –πώς να το πω;– επικοινωνία των σπιτιών και των χωριών, ήτανε πολύ καλοί μαθητές. Εκεί συνάντησα παιδιά που διάβαζαν, παιδιά που ενδιαφερόντουσαν για να φύγουν από κει σπουδάζοντας για λίγα χρόνια και να ξαναγυρίσουνε να κάνουνε κάτι άλλο στο νησί τους. Αλλά ναι, ήτανε εντυπωσιακό αυτό. Και είχαμε λίγα παιδιά. Ήμασταν σχεδόν όσοι καθηγητές τόσοι και μαθητές, δηλαδή δώδεκα – δώδεκα, κάπως έτσι ήμασταν, δώδεκα εκπαιδευτικοί, δώδεκα μαθητές; Εκεί άκουσα πρώτη φορά... Υπήρχανε στην ειδικότητα των ηλεκτρολόγων δύο αγοράκια αλβανικής καταγωγής και τον καιρό που δίναμε τους ελέγχους, οι γονείς τους ήταν οι μοναδικοί που ήρθανε, γιατί οι άλλοι δεν θέλανε να μάθουνε την πρόοδο των παιδιών τους, θα τη βλέπανε στο σπίτι, δεν ενδιαφερόντουσαν να ρωτήσουνε πολλά. Οι γονείς αυτοί ήταν οι μόνοι που ήρθανε να πάρουνε τον έλεγχο και ήταν οι μοναδικοί γονείς που έχω ακούσει όσα χρόνια δουλεύω που μας είπανε: «Σας ευχαριστούμε που προσέχετε τα παιδιά μας». Δεν το 'χω ακούσει τόσα χρόνια από κανένα άλλο γονιό, οποιουδήποτε κοινωνικού, οικονομικού, μορφωτικού επιπέδου, δεν το 'χω ακούσει! Αυτά με την Τζια. Το καλοκαίρι μετά, εντάξει. Και πάλι, επειδή το σχολείο ήταν απόγευμα, θα 'πρεπε... το πρωί ήτανε λίγο δύσκολο, μέχρι να σηκωθούμε, να φάμε, να ετοιμαστούμε για το σχολείο το απόγευμα, δεν κάναμε και πολλά πράγματα το πρωί. Αλλά, επειδή μέναμε πολλές ώρες όλοι εκεί στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο κτίριο, κάναμε πολλές μαζώξεις μεταξύ μας, με φαγητά που κάναμε, ο καθένας έκανε κάτι και μαζευόμασταν στο σπίτι του ενός και τρώγαμε. Τα βράδια, πολλά βράδια έτσι... Θυμάμαι, κάποια στιγμή, έριξε πολλή βροχή, μιλάμε τώρα νεροποντή, όμως, να 'χει... και είχαμε μαζευτεί στα επάνω διαμερίσματα, έτσι ώστε να μην κινδυνεύσουμε από τη βροχή, και περάσαμε τόσο ωραία! Χωρίς φως, είχε γίνει διακοπή ρεύματος, δεν μπορούσαμε, δεν τολμούσαμε να βγούμε έξω, αλλά ήτανε πολύ, έτσι, ωραίες στιγμές, ζήσαμε πολύ ωραία μαζί όλοι και ζώντας αυτή την εμπειρία όλοι μαζί, ναι. Τι άλλο από την Τζια; Δεν θυμάμαι κάτι άλλο. Εντάξει, δεν ήτανε το νησί που μου άρεσε. Πέρασα πολύ καλά κι εκεί, αλλά δεν ήτανε όπως η Κάρπαθος. Δεν τα είχε όλα όσα ήθελες εκεί. Θα 'πρεπε να μετακινηθείς, ενώ στην Κάρπαθο ήμουνα στην πρωτεύουσα και τα είχαμε όλα κοντά μας. Και περάσαμε ωραία. Αυτά. Η Τζια ήτανε λίγο πιο απόμερη, κι αν δεν ήμασταν όλοι στο[00:30:00] ίδιο κτίριο, δεν ξέρω πώς θα περνούσε ο καιρός, πολύ φοβάμαι ότι θα γινόμασταν λίγο Καρυωτάκηδες όλοι!

Β.Μ.:

Μετά, είχατε πάει και αλλού;

Χ.Μ.:

Μετά την Τζια, το 2003, δηλαδή, όχι. Ήρθα εδώ, στον νομό Κοζάνης, στη Σιάτιστα, στο ΕΠΑΛ της Σιάτιστας, αλλά σαν ωρομίσθια. Κι αυτό ένα πολύ καλό σχολείο, που τελικά έγινε και για αρκετά χρόνια, ήμουνα μόνιμη εκεί. Και σαν ωρομίσθια πέρασα ωραία, αλλά ήταν και λίγες οι ώρες που πήγαινα, οπότε εντάξει. Ήτανε και κοντά στο σπίτι μου, έμενα στο σπίτι μου, τα είχα όλα έτοιμα, το σχολείο ήταν κοντά – είκοσι οχτώ χιλιόμετρα είναι η Σιάτιστα από την Κοζάνη. Εντάξει, ήτανε καλά. Είναι μια πόλη ιστορική. Εντάξει, προσπάθησα να τη μάθω λίγο στην αρχή και μέσα από τους συναδέλφους και γενικότερα. Ναι, ήταν ωραία εμπειρία και η Σιάτιστα στο σύνολό της. Το 2003, το 2003 με '04. Α, την εποχή που ήμουνα ωρομίσθια, με έναν... ξεκίνησα ένα σεμινάριο στην Αθήνα και στη συμβουλευτική, που είναι κι αυτό ένα κομμάτι. Όπως είπα πριν για το Ρέθυμνο, που είχα ξεκινήσει την ψυχολογία και τη φιλοσοφία και διάβαζα, μου μπήκε αυτό το μικρόβιο και η συμβουλευτική είναι αυτό που, τελικά, απ' ό,τι κατάλαβα, μου αρέσει περισσότερο από όλα. Και ξεκίνησα ένα σεμινάριο, μη γνωρίζοντας τι θα κάνω εκείνη τη χρονιά, αν θα είμαι ωρομίσθια και πόσες μέρες και πόσες ώρες, ξεκίνησα ένα σεμινάριο στην Αθήνα. Εκείνη τη χρονιά... Τέλος πάντων, στην Αθήνα ξεκινάω, πάω την πρώτη φορά και τυχαίνω έναν συνάδελφο, μελλοντικό συνάδελφο στη Σιάτιστα. Το σεμινάριο αυτό αφορούσε τη συμβουλευτική και ήτανε ετήσιας βάσης, αλλά ήτανε δύο φορές τον μήνα, κάθε Πέμπτη θυμάμαι. Και μ' αυτόν τον συνάδελφο που τύχαινε να είμαστε και στο ίδιο σχολείο, τελικά μόνιμος αυτός εκείνη την εποχή, κατεβαίναμε κάθε δεύτερη Πέμπτη στην Αθήνα. Φεύγαμε 04:00 από την Κοζάνη, φθάναμε 09:00 στην Αθήνα, πηγαίναμε στο σεμινάριο και στις 14:00 που τελειώναμε ξαναγυρνούσαμε στην Κοζάνη. Πολύ ωραία εμπειρία κι αυτή, με δυσκολίες αρκετές, θα έλεγα. Υπήρξανε κάποιες δυσκολίες και λόγω των καιρικών συνθηκών πιο πολύ. Αυτό ήτανε ένα πρόγραμμα που το 'κανε το πανεπιστήμιο, το ΕΚΠΑ, και στην ουσία ήτανε μια μελέτη των καθηγητών γύρω από τους εκπαιδευτικούς. Οπότε, ήμασταν μια ομάδα εκπαιδευτικών από διάφορες περιοχές, οι περισσότεροι, όμως, ήταν από την Αθήνα και εγώ με τον συνάδελφο που πηγαινοερχόμασταν από δω. Εκεί μαθαίνεις σιγά-σιγά, γνωρίζοντας και άλλους συναδέλφους από άλλες περιοχές, μαθαίνεις και κάποια άλλα πράγματα. Ας πούμε, εγώ εκεί, μέσω μιας συναδέλφου που ήταν εκεί, ήτανε στην ΕΡΤ, αποσπασμένη στην ΕΡΤ, στα εκπαιδευτικά προγράμματα της ΕΡΤ... Αυτά δεν τα γνώριζα μέχρι τότε, αν δεν τύχαινε να ακούσω απ' αυτή τη συνάδελφο. Και ήτανε μια άλλη εμπειρία να την ακούς να λέει και γι' αυτά τα προγράμματα. Ο καθηγητής που έκανε... και η βοηθός του, η βοηθός του καλή, συμπαθητική, ο καθηγητής ήτανε λίγο, έτσι, ψυχολόγος και λίγο, εντάξει, κάπως, ένας περίεργος άνθρωπος. Θυμάμαι, μια φορά ξεκινήσαμε... τη μία Πέμπτη χιόνιζε πάρα πολύ, οπότε, είχαμε κι ένα περιθώριο απουσιών, δεν πήγαμε. Στη δεύτερη βδομάδα, την επόμενη, τη μεθεπόμενη, δηλαδή, Πέμπτη, είχε πάλι χιόνι, αλλά είπαμε να το ρισκάρουμε, γιατί, εντάξει, μη μείνουμε από απουσίες σ' ένα τόσο ενδιαφέρον πρόγραμμα. Ξεκινάμε, εντάξει, σιγά-σιγά, όσο πιο ασφαλώς, με ασφάλεια, όσο περισσότερη ασφάλεια μπορούσαμε, φτάσαμε στην Αθήνα γύρω στις 11:00. Κι εκεί μας κάνει την παρατήρηση –δηλαδή, είναι κάποια πράγματα που σου μένουν όταν τα λέει ο άλλος και γι' αυτό και το θυμάμαι τώρα, ενώ ήταν πολύ ωραία εμπειρία και μου 'χουνε μείνει ιστορίες από τους συναδέλφους, έτσι, που άκουγα–, μας κάνει την παρατήρηση ο καθηγητής και λέει: «Γιατί αργήσατε;». «Να, ήρθαμε από Κοζάνη», ας πούμε, λέει... «Και έχει χιόνι και ήρθαμε...», και γυρνάει και μας λέει το επικό: «Εντάξει, κι εγώ στην Εκάλη μένω και έχει χιόνι, αλλά δεν το κάνω θέμα». Ε, κι εκεί κάπου καταλαβαίνεις ότι, όταν ακούνε άλλη περιοχή όσοι ζούνε στην Αθήνα, λίγο δύσκολα αναγνωρίζουνε το πόσο δύσκολα φτάνει ο άλλος σε μία μέρα και να ξαναφύγει πάλι πίσω με χιόνια στον τόπο του. Τέλος πάντων, μου έχει μείνει, όμως, ήταν χαρακτηριστικό ότι δεν μπορούσαμε να συγκρίνουμε την Κοζάνη με την Εκάλη και ήτανε, δηλαδή, κάτι εξοργιστικό εκείνη την ώρα. Ήμασταν κουρασμένοι, ταλαιπωρημένοι, με φόβο πώς θα πάμε, πώς θα φτάσουμε κι ακούμε κι αυτό, ε, εντάξει, μετά ήτανε... Τέλος πάντων. Κι αυτό ωραία εμπειρία. Τελείωσε κι εκείνη η χρονιά, ωραία ήτανε. Την επόμενη χρονιά, το '04-'05, με καλέσαν αναπληρώτρια στη Χίο, αλλά παράλληλα με πήρανε και στην ΑΣΠΑΙΤΕ στη Θεσσαλονίκη, την οποία κυνηγούσα για να μπορέσω να διοριστώ. Γιατί έπρεπε, για να διοριστώ, να έχω και το παιδαγωγικό πτυχίο, το ΕΠΕΚ της ΑΣΠΑΙΤΕ. Και αφού με πήρανε στην ΑΣΠΑΙΤΕ, πήρα στο Υπουργείο να ρωτήσω τι μπορούσα να κάνω, ποιο από τα δύο να... τη Χίο σαν αναπληρώτρια ή να... ή αν θα μπορούσα κάπως να τα συνδυάσω. Υπήρχε μια συνάδελφος, λόγω του πίνακα που ήμασταν όλοι, ξέραμε περίπου πού δουλεύει ο καθένας, και οι πρώτοι που ήμασταν στην αρχή, στα πρώτα, στα μεγαλύτερα, στα υψηλότερα μόρια, τέλος πάντων, ξέραμε πάνω-κάτω ποιος δουλεύει πού και πού θα είναι την επόμενη χρονιά. Υπήρχε μια συνάδελφος που ήταν στη Χαλκιδική και είχε τελειώσει την ΑΣΠΑΙΤΕ και πρότεινα στο Υπουργείο, αν γίνεται, να κάνουμε μία αλλαγή, αμοιβαία ανταλλαγή μ' αυτήν, να πάει αυτή στη Χίο, να πάω εγώ στη Χαλκιδική, να είμαι πιο κοντά στη Θεσσαλονίκη για να τελειώσω τη Σχολή, αλλά δεν το δεχτήκανε για κάποιους λόγους. Μου εξήγησαν τον λόγο, ήταν ότι ήτανε διαφορετική περιφέρεια, δεν μπορούσε να γίνει αυτή η ανταλλαγή. Οπότε, δεν δούλεψα, αλλά μου είπανε ότι: «Αφού είσαι στην ΑΣΠΑΙΤΕ, δεν θα χάσεις το δικαίωμα για διορισμό, οπότε μην ανησυχείς, και που θα βγεις από τον πίνακα, δεν θα είναι εις βάρος του διορισμού σου». Κι έτσι ξεκίνησα και, αφού δεν δούλευα εκείνη τη χρονιά, έμενα εδώ στην Κοζάνη και πηγαινοερχόμουνα κάθε μέρα με το λεωφορείο από την Κοζάνη στη Θεσσαλονίκη και το βράδυ γυρνούσα πάλι. Μια άλλη εμπειρία κι αυτή, ενδιαφέρουσα. Ντάξει, η Σχολή ήτανε σίγουρα ενδιαφέρουσα, μ' άρεσε πολύ, αλλά ήταν το κουραστικό ότι, τότε, εκείνη τη χρονιά γινόταν η Εγνατία και είχε δοθεί στην κυκλοφορία για τα αυτοκίνητα αλλά όχι για τα λεωφορεία. Κι έτσι, το λεωφορείο πήγαινε από τον παλιό δρόμο, της Καστανιάς, που ήταν ένας δύσκολος δρόμος, με πολλές στροφές κλπ. Αυτό έγινε, το πρώτο εξάμηνο πηγαίναμε έτσι, με τις στροφές και την Καστανιά, ε, κι ήταν κουραστικό, όταν φτάναμε σπίτι ήμασταν όλοι πολύ κουρασμένοι. Μετά, στο δεύτερο εξάμηνο, δόθηκε στην κυκλοφορία και για τα λεωφορεία και τα φορτηγά κλπ. η Εγνατία, οπότε ήτανε λίγο πιο άνετο. Εντάξει, πολλές εμπειρίες και μέσα στο λεωφορείο. Όταν είσαι κάθε μέρα στο λεωφορείο, ζεις διάφορα: από ναρκομανείς που μοιράζουνε δόσεις πίσω σου, γιατί φεύγαμε με το τελευταίο λεωφορείο, που ήταν στις 22:00, άρα κι αυτοί αναγκαζόντουσαν να πάρουνε το τελευταίο λεωφορείο για να μην έχει και πολλή κίνηση και τους σταματήσει κάποιος. Μου έτυχε, δηλαδή, πίσω μου να κάθονται δύο άτομα και να μοιράζουνε δόσεις και να μην τολμάω να πω τίποτα και πουθενά, γιατί δεν ξέρεις τι έχει αυτός μαζί του και πώς μπορείς να... αν πεις κάτι, να βγεις και σώα από το λεωφορείο. Τέλος πάντων. Γυναίκες που ερχόντουσαν σε μπαράκια της Κοζάνης και δούλευαν και το πρωί φεύγανε στη Θεσσαλονίκη – εννοώ σε μπαράκια κακόφημα, όχι μπαράκια-μπαργούμαν. Κι εκεί ακούς διάφορα. Και επειδή ήμασταν κουρασμένοι συνήθως, καθόμασταν στις πίσω θέσεις και το ίδιο και αυτά τα άτομα, οπότε ακούς διάφορα, μαθαίνεις διάφορα – όχι κουτσομπολίστικα, όχι για κάποιον... δεν λέγαν ονόματα και [00:40:00]τέτοια, αλλά και μόνο ο τρόπος που μιλούσανε και αυτά τα άτομα με τα ναρκωτικά και οι γυναίκες αυτές, ε, ήτανε κάπως. Μαθαίνεις, καταλαβαίνεις, δεν χρειάζεται... Αυτά. Υπήρχανε... με τους οδηγούς είχαμε μάθει ο ένας τον άλλον, μας ξέρανε, μας μιλούσαν με τα μικρά μας ονόματα και, εντάξει, προσπαθούσαν κι αυτοί να μας κάνουν... Έτυχε και ένα, εκεί στην Καστανιά, ένα ατύχημα μας έτυχε. Γυρνούσαμε βράδυ με το τελευταίο, και από τα Γιάννενα ξεκίνησε μία οικογένεια, η οποία είχε πάει τα παιδιά τους φοιτητές στα Γιάννενα και κάναν τη μετακόμιση εκείνη τη μέρα. Εκείνη τη μέρα, όμως, επειδή ψιλόβρεχε, αυτοί θεώρησαν ότι έπρεπε να γυρίσουν την ίδια μέρα και γυρίσανε δυστυχώς από την Καστανιά. Επειδή ψιλόβρεχε, όμως, κάπου κουρασμένος ο οδηγός –ήτανε δύο γυναίκες μέσα και ένας άντρας–, ο οδηγός ήταν κουρασμένος, κάπου κουράστηκε, κάπου του ξέφυγε το αμάξι, έπεσε πάνω στο λεωφορείο σε μια στροφή στην Καστανιά. Εμείς κοιμόμασταν οι περισσότεροι. Ακούμε το «γκντουπ», ξέρω γω, και τις λαμαρίνες, θυμάμαι τον ήχο των λαμαρινών που πέσαν. Τέλος πάντων, ήταν κι εκείνο μια εμπειρία, έτσι, λίγο ζόρικη, γιατί οι γυναίκες που ήταν μες στο αμάξι αρχίσανε... πανικοβληθήκανε. Δεν έπαθε κανείς τίποτα, τα αυτοκίνητα, οι λαμαρίνες ήτανε μόνο. Αλλά ήρθαν ασθενοφόρα, αυτές φωνάζανε, είχανε σοκαριστεί, εμείς το ίδιο. Τέλος πάντων, ήταν κι αυτό μέσα στα δύσκολα του πηγαινέλα κάθε μέρα Κοζάνη – Θεσσαλονίκη.

Β.Μ.:

Πώς νιώσατε εκείνη τη στιγμή...

Χ.Μ.:

Εκείνη τη στιγμή, επειδή άκουσα μόνο τον ήχο και ο οδηγός, επειδή δεν μας άφησε να κατεβούμε στην πρώτη... τα πρώτα λεπτά και μας είχε με τις πόρτες το λεωφορείο προς το βράχο, οπότε δεν μπορούσαμε και να βγούμε για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους. Αυτοί φωνάζανε, θέλανε νερό. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή, αφού βάλανε τα κατάλληλα στοπ –γιατί και πού να σταματήσουνε τ' αυτοκίνητα σ' έναν δρόμο με στροφές και στενό σχετικά;–, αφού βάλανε τα κατάλληλα σήματα, ήρθε και η αστυνομία, κατεβήκαμε κι εμείς εκεί. Και θυμάμαι, χαρακτηριστικά, το αμάξι, επειδή χτύπησε στο λεωφορείο, γύρισε ανάποδα. Και μου λέει μία γυναίκα από τις δύο: «Η Θεσσαλονίκη προς τα πού είναι;». Της δείχνω. Σου λέει: «Αφού εμείς πηγαίναμε προς τα κει, το αμάξι γιατί γύρισε, γιατί βλέπει τώρα προς τα Γιάννενα;». Εντάξει, σοκαρισμένη, δεν μπορούσε να σκεφτεί πώς μπόρεσε το αμάξι και... Εντάξει, ήτανε κι αυτό μέσα σ' αυτές τις εμπειρίες, έτσι, ήτανε δυνατή χρονιά κι εκείνη. Και τελειώνοντας η χρονιά, θεωρούσα εγώ, γιατί ήμουνα ήδη πολύ μπροστά στον πίνακα, ότι θα διοριστώ σίγουρα. Και φτάνουμε στη μέρα της απονομής των πτυχίων. Πάμε εκεί, καθόμαστε όλοι, μετά είχαμε κανονίσει να βγούμε όλοι μαζί, περιμένω να φωνάξουν το όνομά μου, περιμένω να φωνάξουν, πουθενά το όνομά μου! Τελειώνει η τελετή – η διαδικασία, δεν ήτανε τελετή, δεν ήτανε... εμείς κι εμείς ήμασταν, δεν είχε κόσμο και γονείς και συγγενείς, τέλος πάντων, πάω στη γραμματεία, λέω: «Το πτυχίο το δικό μου; Δεν με φώναξε κανείς». Κοιτάει την κατάσταση με τα ονόματα και μου λέει: «Δεν μπορείς να πάρεις πτυχίο, γιατί χρωστάς μάθημα». Την κοιτάω, της λέω: «Ποιο μάθημα χρωστάω; Εγώ τα 'χω περάσει όλα». Μου λέει: «Χρωστάς τη Φιλοσοφία, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία». Να 'σου και ο καθηγητής εκεί, στον οποίο είχα κάνει και την πτυχιακή, όμως. Τον βλέπω, του λέω: «Δεν έχω βαθμό; Έκανα την εργασία, πήρα καλό βαθμό». «Ναι», λέει αυτός, «έχει κάνει εργασία σε μένα. Τη θυμάμαι», λέει, «δεν... κάτι... ». Και ψάχνουνε τις καταστάσεις, το μάθημά του, να βρούνε τι είχε παραδώσει. Στο μάθημά του, στο όνομα το δικό μου είχε μια παύλα, δεν είχε βάλει βαθμό κι έτσι δεν μπορούσα να πάρω πτυχίο. Τέλος πάντων, τους λέει αυτός: «Όχι, θα το διορθώσω, είναι λάθος», ξέρω γω. Λέω: «Ντάξει, να πάρω το πτυχίο», θεωρώντας κι εγώ ότι το δίνουνε κατευθείαν. Και μου λένε: «Όχι», λέει, «αυτό, επειδή η ΑΣΠΑΙΤΕ η έδρα της είναι στην Αθήνα, θα πρέπει να πάει το πτυχίο στην Αθήνα, να υπογράψει ο διευθυντής, ο υπεύθυνος εκεί», τέλος πάντων, «να μας το ξαναγυρίσει, να κάνουμε όλα τα αντίγραφα κι αυτά και μετά να 'ρθεις να το πάρεις». Κι εγώ, να 'ναι μέρες που έπρεπε να κάνω τα χαρτιά μου για διορισμό και χωρίς αυτό το πτυχίο δεν διοριζόμουνα κι έχανα πολύ καλές σειρές. Τέλος πάντων, παίρνω τηλέφωνο στο Υπουργείο, τους εξηγώ ότι αυτό κι αυτό: «Δεν μπορώ να καταθέσω» –συγγνώμη– «το παιδαγωγικό, γιατί έκανε λάθος ένας καθηγητής». Ε, μου είπαν από κει, κατάλαβαν οι άνθρωποι. Ευτυχώς, έπεσα και σε μια συνάδελφο που ήτανε πολύ συγκαταβατική, συνεργάσιμη, με κατάλαβε, λυπήθηκε; Δεν ξέρω τι. Και μου λέει: «Εντάξει, μη στεναχωριέσαι. Πάρε ό,τι βεβαίωση μπορείς να πάρεις απ' αυτούς, ότι είναι λάθος του καθηγητή και όχι δικό σου, στείλ' το μας εδώ για να σε βάλουμε και, μόλις σου δώσουνε το πτυχίο, μας το στέλνεις το αντίγραφο». Και έτσι έγινε. Όλο το καλοκαίρι περίμενα πότε θα με πάρουνε για να πάρω το πτυχίο να το στείλω στο Υπουργείο. Ήταν ένα λίγο δύσκολο καλοκαίρι. Ε, και 1η Σεπτέμβρη βγήκαν οι διορισμοί και διορίστηκα, τον Σεπτέμβρη του 2005.

Χ.Μ.:

Διορίστηκα στην Καστοριά. Ήταν το πιο κοντινό κενό που μπορούσα να δηλώσω. Μετά ήτανε πάλι νησιά, ήταν Κέρκυρα, θυμάμαι, δεύτερη, η πιο κοντινή. Αλλά, εντάξει, αφού έχεις γυρίσει κάποια μέρη, θες να έχεις μια βάση στον τόπο σου, γιατί δεν ξέρεις ποτέ πότε θα πάρεις ξανά μετάθεση. Οπότε, αποφάσισα να πάω προς την Καστοριά που, εντάξει, μου ήτανε πολύ... είναι μια πολύ όμορφη πόλη, πολύ κοντά στην πόλη μου, οπότε θα μπορούσα εκεί να μείνω κιόλας. Και πάω, εντάξει, ορκιστήκαμε, πολύ καλός και ο διευθυντής δευτεροβάθμιας, και μας στέλνει, με στέλνει εμένα στο ΕΠΑΛ του Άργους Ορεστικού. Και πάω εκεί μαζί με μια άλλη συνάδελφο των οικονομικών και κάποιοι άλλοι άλλων ειδικοτήτων, και μας λέει: «Δεν έχει οικονομικά εδώ στο σχολείο μας», λέει, «Γιατί σας 'στειλαν; Πώς έβγαλε το Υπουργείο διορισμό για τέτοιες ειδικότητες; Εμείς δεν έχουμε οικονομικά στο σχολείο». Ήταν κι αυτό μια ψυχρολουσία, που σήμαινε ότι θα 'πρεπε να ζητήσω απόσπαση σε άλλη πόλη. Ευτυχώς, για καλή μου τύχη, την πρώτη χρονιά πήρα απόσπαση στη Σιάτιστα, η οποία, λόγω που ήμουνα ωρομίσθια, ήτανε μια πόλη που την ήξερα, οπότε μου άρεσε. Και την επόμενη χρονιά πάλι, πήγα πάλι τον Σεπτέμβρη στο Άργος Ορεστικό, έμεινα για έναν μήνα, πηγαινοερχόμουνα Κοζάνη – Άργος Ορεστικό μέχρι να γίνει το ΑΠΙΣΤΕ της Περιφερειακής Διεύθυνσης, για να αποφασίσουν να με φέρουνε... Και τη δεύτερη χρονιά του διορισμού μου, τέλος πάντων, ήμουνα με απόσπαση μέσα στην Κοζάνη, στο δεύτερο ΕΠΑΛ Κοζάνης που είμαι τώρα. Και την επόμενη χρονιά, το '07, με την εποχή των μεταθέσεων, πήρα μετάθεση για το ΕΠΑΛ της Σιάτιστας. Από το '07 μέχρι και το '20 είχα οργανική στο ΕΠΑΛ της Σιάτιστας, ένα πολύ καλό σχολείο με πολύ καλούς συναδέλφους. Πέρασα πάρα πολύ καλά κι εκεί, με παιδιά άλλες φορές λίγο πιο δύσκολα, άλλες φορές πιο συνεργάσιμα. Το κακό είναι ότι κι εκεί ο τομέας οικονομίας και διοίκησης δεν είχε πάρα πολλά παιδιά, κι επειδή προηγούνταν από μένα κάποιοι άλλοι συνάδελφοι, πάντα ήμουνα υπεράριθμη, οπότε κάποιες ενδιάμεσες χρονιές ή έπαιρνα απόσπαση εδώ στο 2ο ΕΠΑΛ στην Κοζάνη ή πήγαινα σε γραφεία. Από το '09 μέχρι το '19 ήμουνα στο ΠΕΚ, το Περιφερειακό Επιμορφωτικό Κέντρο, όπου εκεί ασχολούμασταν με τις επιμορφώσεις των εκπαιδευτικών, τις εισαγωγικές επιμορφώσεις, δηλαδή, όταν διορίζονταν κάποιος, έπρεπε να κάνει αυτή την εισαγωγική επιμόρφωση για να μπορέσει να γίνει μόνιμος. Ασχολούμασταν μ' αυτές κυρίως και, μετά, με κάποια άλλα προγράμματα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και του ΙΕΠ, του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, για επιμορφώσεις διαφόρων ειδικοτήτων. Εντάξει, μέχρι... αυτό έγινε μέχρι και το [00:50:00]'11 – '11-'12. Το '12 είχε αρχίσει η κρίση και είχανε σταματήσει από το '11, νομίζω, οι διορισμοί, οπότε δεν υπήρχαν οι εισαγωγικές επιμορφώσεις. Μέχρι και το '12 ασχοληθήκαμε με κάποιες επιμορφώσεις, έτσι, ειδικοτήτων και, τελικά, το '12-'13 δεν υπήρχε τίποτα πια. Είχανε σταματήσει και εκείνες οι επιμορφώσεις, γιατί ήτανε εποχή κρίσεων – κρίσης μάλλον, και είχανε σταματήσει το χρήμα να δίνεται για τις επιμορφώσεις, για επιμορφωτές κλπ. Το '13 έγινε με... το Υπουργείο αποφάσισε να θέσει σε διαθεσιμότητα κάποιες ειδικότητες και έθεσε σε διαθεσιμότητα τις ειδικότητες των τομέων Υγείας και Πρόνοιας – και, τέλος πάντων, και Ευεξίας λέγεται σήμερα, αλλά τότε δεν λεγόταν έτσι, το '13, με αποτέλεσμα κάποιες ειδικότητες αυτών – μάλλον, οι ειδικότητες αυτής της κατηγορίας, αυτού του τομέα πάψανε να λειτουργούνε. Κι αυτό, για να πω την αλήθεια, εμένα μου ήταν ευνοϊκό, γιατί συνήθως σ' αυτές τις ειδικότητες των παραϊατρικών, τέλος πάντων, του τομέα υγείας πηγαίνανε κορίτσια, τα οποία μετά στράφηκαν στα οικονομίας. Κι έτσι, ξαναγύρισα στη Σιάτιστα με πλήρες ωράριο για τρία χρόνια. Το '16, ξαναέγινε πάλι... τους φέρανε, τους επανένταξαν στο σχολείο αυτούς τους συναδέλφους, οπότε ξαναγέμισαν αυτοί οι τομείς, και ο τομέας οικονομίας και διοίκησης πάλι ήτανε χωρίς παιδιά. Οπότε, από το '17... το '16-'17 ήμουνα στο δεύτερο ΕΠΑΛ στην Κοζάνη εδώ, γραμματειακή, στην αρχή, και μετά ξεκίνησε η Μαθητεία στα ΕΠΑΛ κι ανέλαβα κι ένα τμήμα Μαθητείας, όπου ήτανε πολύ ενδιαφέρον, μ' άρεσε πάρα πολύ. Ήτανε μεγαλύτερα παιδιά – θα μιλήσω λίγο αργότερα για το θεσμό της Μαθητείας και τι αντιπροσωπεύει. Και το '17 τον Σεπτέμβρη, όντας υπεράριθμη στη Σιάτιστα, έπρεπε κάτι να κάνω: ή θα πήγαινα σε πολλά σχολεία ή θα έπρεπε να επιλέξω ένα σχολείο που θα ήξερα, όμως, ότι θα 'χει ώρες, έστω και με απόσπαση. Και προκύπτει να βγει μια προκήρυξη εκείνο το καλοκαίρι για υπευθύνους για τη Μαθητεία στα ΕΠΑΛ, στις Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης. Κανείς δεν ήξερε να μου εξηγήσει τι είναι αυτό, γιατί έγραφε μέσα στην προκήρυξη «μέσω ΟΑΕΔ» και δεν ήξερε κανείς. Εν πάση περιπτώσει, όντας περίεργη εγώ, λέω: «Ας κάνω την αίτηση και εντάξει». Με το που πάω την πρώτη μέρα και έκανα την αίτηση, μου είπανε: «Σίγουρα θα 'σαι μέσα», ένα άτομο παίρνανε, γιατί είχα όλα αυτά τα συμβουλευτικά κι όλα αυτά που ήτανε κράχτης, τέλος πάντων, και τους άρεσε. Κατέθεσα κι ένα βιογραφικό, τέλος πάντων, και όντως με πήρανε. Με κάλεσε ο περιφερειακός διευθυντής, μου είπε εκεί πέρα: «Δεν ξέρουμε κι εμείς πολλά πράγματα. Κάτσε διάβασε τους νόμους και δες και τι θα κάνουμε και ρώτα και αυτούς που ήτανε πέρσι». Αλλά αυτοί που ήτανε την προηγούμενη χρονιά δεν ήτανε ορισμένοι από το Υπουργείο, ήταν απλοί διοικητικοί υπάλληλοι που ανέλαβαν το κομμάτι αυτό και το κάναν εντελώς σαν τυφλοσούρτη, χωρίς να έχουνε κι αυτοί μεγάλη άποψη για το τι θα συνέβαινε. Εν πάση περιπτώσει, η Μαθητεία αυτή ήταν ένα πολύ καλό –κατά την άποψή μου, ζώντας στα ΕΠΑΛ τόσα χρόνια– πρόγραμμα στη φιλοσοφία του, στην πράξη για μένα δεν αποδείχθηκε τόσο καλό όσο φαινότανε. Γιατί; Γιατί, το γνωστό ελληνικό πρόβλημα: γίνονται όλα πολύ γρήγορα, σχεδιάζονται πολύ γρήγορα, χωρίς να έχουνε βρει όλα τα... τι θα γίνει στη μία περίπτωση, τι θα γίνει στην άλλη, τι αναλαμβάνει ο ένας, τι αναλαμβάνει ο άλλος, ήταν ένα μπερδεμένο πράγμα. Καταρχήν, για τους ορισμένους, αυτούς που ήμασταν στην περιφερειακή, ήτανε μέσω του ΟΑΕΔ. Και για ποιον λόγο ήταν αυτό; Γιατί ο ΟΑΕΔ έχει Μαθητεία εδώ και πενήντα χρόνια και μπήκανε μέσα στο... συνεργαστήκανε τα δύο Υπουργεία, το Παιδείας με το Εργασίας, για να μπορέσει ο ΟΑΕΔ να δώσει τα φώτα του στο Παιδείας ως προς τη Μαθητεία. Αυτό δεν έγινε ποτέ. Και δεν ξέρανε, βέβαια, και αν θα είμαστε στον ΟΑΕΔ. Δηλαδή, εμείς, στην ουσία, στη φιλοσοφία του προγράμματος θα ήμασταν κάτι σαν εργασιακοί σύμβουλοι: θα βλέπαμε ποιες ειδικότητες δουλεύουνε, θα προτείναμε στα παιδιά, γιατί αυτό, η Μαθητεία είναι μεταλυκειακό έτος, θα προτείναμε στα παιδιά που τελειώνανε τα ΕΠΑΛ πού μπορούσανε να πάνε και θα ψάχναμε παράλληλα και εργοδότες, έτσι ώστε να συνδυαστούν όλα αυτά. Δεν ξέρω, υπήρξε μια... σύγκρουση; Δεν ξέρω τι έγινε. Δεν έγινε ποτέ, όμως, αυτή η συνεργασία. Το Υπουργείο Παιδείας θέλησε να το πάρει όλο πάνω του και έτσι μείναμε στο γραφείο και ασχολήθηκα με τα γραφειοκρατικά. Και να πω λίγα λόγια για τη Μαθητεία: Η Μαθητεία είναι μεταλυκειακό έτος, που σημαίνει, τα παιδιά που τελειώνουνε το ΕΠΑΛ, αν δεν περάσουνε κάπου σε τριτοβάθμια σχολή, μπορούν να απευθυνθούν, να πάνε στη Μαθητεία, που είναι τέσσερις μέρες εργασίας σε έναν εργοδότη, που θα έβρισκαν είτε τα ίδια τα παιδιά είτε εμείς από τα γραφεία, και τη μία μέρα της βδομάδας θα κάνανε μαθήματα στο σχολείο που είχε το τμήμα το αντίστοιχο, έτσι ώστε να κάνουνε μια επανάληψη της ειδικότητας και να μπορούν και να ανταποκρίνονται και στη δουλειά που κάνανε. Τελειώνοντας αυτό το ενιάμηνο πρόγραμμα, αφού θα πληρωνόντουσαν με το 75% του κατώτατου μισθού –ήτανε τότε, τώρα έχει αλλάξει και είναι... εξολοκλήρου πληρώνονται από το πρόγραμμα, πάλι του κατώτατου μισθού όμως, το 95% του κατώτατου μισθού–, και τελειώνοντας το πρόγραμμα μπορούν να δώσουνε πιστοποίηση στον ΕΟΠΠΕΠ, έτσι ώστε το πτυχίο επιπέδου 4 που έχουνε πάρει από το ΕΠΑΛ να γίνει πτυχίο επιπέδου 5 και να αναβαθμίσουν και το πτυχίο τους. Το πτυχίο επιπέδου 5 ισοβαθμεί, ισοδυναμεί με το πτυχίο των ΙΕΚ. Και έτσι, αυτά τα παιδιά αποκτούσανε τουλάχιστον εργασιακή εμπειρία. Την πρώτη χρονιά, ήτανε... μέχρι 23 χρονών μπορούσανε να ασχοληθούνε με τη Μαθητεία. Τώρα, πια, δεν υπάρχει ηλικιακό όριο και δυστυχώς, κατά την άποψή μου, δεν ξέρω, είναι και δύσκολες εποχές, δεν ξέρω τι να πω κι αν πρέπει έτσι να το πω, αλλά... γιατί όλοι θέλουνε να δουλέψουνε και όλοι θέλουν να πάρουν έστω κι αυτά τα... το 95% του κατώτατου μισθού, οικογένειες και μεγάλες γυναίκες κυρίως που πήγανε, τελείωσαν τα ΕΠΑΛ νοσηλευτικής και θέλαν να κάνουν την πρακτική τους και να παίρνουν έναν μισθό τους εννιά μήνες αυτούς και μετά να μπορούν να ασχοληθούν, να κάνουν αποκλειστικά κλπ., το κατανοώ κι αυτό, καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολες εποχές, όλοι χρειάζονται τα χρήματα, πόσο μάλλον κάποιοι που έχουν οικογένειες και παιδιά και δεν ξέρουνε και είναι και σε μια ηλικία που δύσκολα θα δούνε κάτι καινούριο, αλλά θεωρώ ότι, όταν ξεκινάς κάτι που αφορά Μαθητεία και πιστοποίηση, πρέπει να γίνεται σε ηλικίες μικρότερες. Αν όχι τα 23 που ήταν την πρώτη χρονιά, τα 24-25, μέχρι τα 30 τουλάχιστον, 32; Τέλος πάντων, κάπως έτσι, ώστε να υπάρχει και μια ανταπόκριση, γιατί αυτές οι γυναίκες, εντάξει, ναι, κάνουνε τη μία χρονιά, μπορεί να δουλεύουν αποκλειστικά, αλλά είναι περιορισμένης χρονικής διάρκειας και δεν θα είναι κάτι που θα κρατήσει, ενώ ένα νεαρότερο παιδί σίγουρα θα του χρησιμεύσει περισσότερο η εργασιακή εμπειρία και η φιλοσοφία της δουλειάς, και όχι των μεγάλων ηλικιών που, στο κάτω-κάτω, και αυτές οι γυναίκες δεν δούλευαν μέχρι τώρα και ξαφνικά θέλουν να δουλέψουν. Εν πάση περιπτώσει, αυτή είναι η άποψή μου εμένα. Αυτά και με τη Μαθητεία. Και είμαι μέχρι και πέρσι εξολοκλήρου, από το '17 μέχρι και πέρσι, το 2021 είμαι εξολοκλήρου στην Περιφερειακή με διάθεση ολική σχετικά με τη Μαθητεία. Φέτος, όμως, είμαι τρεις... με διάθεση από τη Δευτεροβάθμια και είμαι τρεις μέρες στο γραφείο και δύο πάω στο σχολείο, και είναι κάτι που μου αρέσει[01:00:00]. Η εμπειρία στην Περιφερειακή είναι καλή, δεν μπορώ να πω, αλλά επειδή η εκπαίδευση ήταν εκείνη που μ' ενδιέφερε και όχι το γραφείο, γιατί ίσως και σαν ειδικότητα θα μπορούσα να έχω δώσει εξετάσεις στον ΑΣΕΠ και να 'χω περάσει σε άλλες υπηρεσίες που θα είχε και μεγαλύτερες οικονομικές απολαβές –εφορία, ας πούμε–, αλλά, τέλος πάντων, είναι αυτό που μ' αρέσει, οπότε το είδα λίγο, έτσι, κάπως μονότονο αυτό του γραφείου και γι' αυτό ασχολήθηκα με προγράμματα Erasmus.

Χ.Μ.:

Αφορούσαν, το πρώτο πρόγραμμα που ασχολήθηκα το 2018 αφορούσε τη Μαθητεία. Ήθελα εκεί να εντάξω κάτι. Βέβαια, δεν υπήρχε μεγάλη βοήθεια. Δεν βρήκα... άτομα δεν ξέρανε, ρωτούσα, υπήρχε ένας κωδικός, είχανε πάρει κωδικό από την Περιφερειακή, μια άλλη συνάδελφος παλιότερα, αλλά δεν είχε εγκριθεί το πρόγραμμα που 'χανε κάνει και δεν ήξερε κανείς τι ήταν όλο αυτό, δεν, μου δώσαν απλά αυτό το νούμερο. Έπαιρνα και στο ΙΚΥ να μάθω κάποιες πληροφορίες, αλλά, τέλος πάντων, δεν είχα πολύ καλή πληροφόρηση, δεν μπόρεσα να πω ότι το κατάλαβα και να κάνω ένα ολόκληρο σχέδιο Erasmus μόνη μου. Κι έτσι, προσπάθησα να μπω λίγο μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και εκεί να βρω κάποια sites που αφορούσανε τα Erasmus+, κι έτσι εκεί εντάξαμε το πρώτο πρόγραμμα που αφορούσε τη Μαθητεία, και το πρόγραμμα λέγεται «Building up skills», με αρχικά το BUS, τα πρώτα γράμματα, δηλαδή, σχηματίζουν τη λέξη «bus» – λεωφορείο. Και αυτοί που έχουνε – που είχανε το πρόγραμμα, γιατί εμείς μπήκαμε σαν εταίροι, έχουνε στη Μάλτα ένα λεωφορείο, μόνο τον σκελετό του, οπότε τα παιδιά που έχουνε τελειώσει ηλεκτρολόγοι, μηχανολόγοι και ψυκτικοί θα μπορούσαν να κάνουν πρακτική άσκηση δεκαπέντε μέρες εκεί στη Μάλτα πάνω σ' αυτό το λεωφορείο, παράλληλα με μαθήματα θεωρητικά στα αγγλικά. Οπότε, είναι ένα αβαντάζ για τα παιδιά αυτά στο να κάνουν μια τέτοια πρακτική, να πάρουν ένα Europass που τους πιστοποιεί την... Τέλος πάντων, αυτό δεν έγινε, τουλάχιστον με την Ελλάδα, δεν μπορέσαμε να πάμε στη Μάλτα, για πολλούς και διάφορους λόγους. Ένας απ' αυτούς, για να μην αναφέρω τους άλλους –είναι λίγο, τέλος πάντων, δύσκολοι για μένα, για να τους αναφέρω–, ήτανε και ο κορονοϊός. Μας σταμάτησε εκεί, ήταν ακριβώς στην εποχή που θα πηγαίναμε. Και μετά δεν μπορέσαμε. Ενώ το πρόγραμμα τώρα, πριν λίγο καιρό ολοκληρώθηκε, τελικά δεν μπορέσαμε να πάμε με κανένα σχολείο. Το άλλο πρόγραμμα, παράλληλα εκεί αφού είχα ξεκινήσει και ήμουνα πια... ήξερα, ήμουνα γνώστρια του αντικειμένου και το πώς θα βρω, βρήκα κι ένα άλλο πρόγραμμα, πάλι μέσα απ' τα κοινωνικά δίκτυα, που λέγεται «Life with values». Αφορά μαθητές, όμως, αυτό, και έχω εντάξει το σχολείο που είμαι τώρα και έτσι έχουμε μια συνεργασία έξι χώρες. Και πάλι, όμως, ο κορονοϊός μάς άφησε στη μέση, και κάποια ταξίδια που θα γινόντουσαν σε δύο χρόνια έχουνε πάρει... έχει πάρει παράταση το πρόγραμμα, τελειώνει τον Αύγουστο και έχουμε πολλά απανωτά ταξίδια, λόγω του ότι δεν μπορέσαμε να τα κάνουμε μέσα σε δύο χρόνια κι έπρεπε τώρα, μες στη μία χρονιά που είναι ελεύθερες πια οι μετακινήσεις, να τα κάνουμε όλα αυτά. Σήμερα είναι η μέρα που θα φεύγαμε για την Πολωνία. Είναι μια χώρα που συνεργαζόμαστε και θα 'πρεπε κανονικά να πάμε εκεί, αλλά, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, η πόλη που θα επισκεπτόμασταν είναι πολύ κοντά στα σύνορα, είναι δεκαοχτώ χιλιόμετρα από τα σύνορα με την Ουκρανία και ήδη έχουνε έλευση πολλών μεταναστών και έχουνε και πολλούς... πολλά στρατιωτικά –πώς να το πω;–, έχουνε στρατιώτες πολλούς εκεί από το ΝΑΤΟ, γιατί είναι χώρα του ΝΑΤΟ, οπότε για να προστατέψει τη... και να υπερασπιστεί τα σύνορα είναι εκεί. Οπότε... Και πρόσφατα ήμασταν στην Πορτογαλία – όχι πρόσφατα, τη μέρα που ξεκίνησε ο πόλεμος ήμασταν στην Πορτογαλία. Και ήταν και αυτοί οι άνθρωποι εκεί, οι Πολωνοί, οι οποίοι επικοινώνησαν με τους δικούς τους ανθρώπους στην Πολωνία και μας λέγαν ότι οι δικοί τους αυτό βλέπουνε, στρατό σε όλη την πόλη και κόσμο να έρχεται από τα σύνορα. Οπότε, ενώ ήταν να φύγουμε σήμερα, δεν το κάναμε τελικά, το μεταφέραμε για τον Μάιο. Δεν ξέρουμε, όμως, αν θα γίνει ή όχι, γιατί η κατάσταση είναι λίγο δύσκολη και, παράλληλα, τον Μάιο έχουμε να πάμε και Τουρκία, και τον Ιούνιο θα έρθουνε οι συντονιστές του προγράμματος, δύο άτομα εκπαιδευτικοί μόνο, χωρίς μαθητές, και θα έρθουν εδώ στην Ελλάδα κι έχουμε κανονίσει να πάμε στην Καστοριά, έτσι που είναι πόλη πολύ όμορφη, να χαλαρώσουμε λίγο, να κλείσουμε το πρόγραμμα κάπως πιο ευχάριστα, με όλα αυτά, με τους πολέμους, με τους κορονοϊούς κι όλα αυτά, να είναι το κλείσιμο ευχάριστο. Αυτά. Ενδιαφέροντα και τα Erasmus, δύσκολα όμως, πάρα πολύ δύσκολα. Έχουνε πολλά πράγματα να συντονίσεις και, δυστυχώς, αφού έχεις εσύ κάνει την αρχή, κανείς δεν θα βοηθήσει όσο θες να βοηθήσει. Θα βοηθήσει όσο του λες να βοηθήσει, οπότε πρέπει να έχεις συγκεντρώσει όλα πριν τα πεις και κάπου, αυτό, χάνεσαι λίγο. Δηλαδή, από τον Σεπτέμβρη μέχρι και τον Φεβρουάριο ήμουνα πολύ, πάρα πολύ πιεσμένη, γιατί είχα και τη Μαθητεία η οποία έτρεξε, κι αυτή, η μία φάση δεν έγινε της Μαθητείας, λόγω του κορονοϊού. Πέρσι, δηλαδή, στην ουσία δεν είχε γίνει καθόλου η πέμπτη φάση, ξεκίνησε η έκτη φάση από τον Σεπτέμβρη να οργανώνεται κι ολοκληρώθηκε, 'γιναν τα τμήματα με τον Δεκέμβρη, αλλά ήτανε όλα πολύ πιεστικά. Γιατί ξεκίνησαν όλα ξαφνικά και ήμουνα... δεν έχουν ξεκαθαρίσει ακόμα πολλά κουτάκια στο κεφάλι μου, θα 'πρεπε όλα να μπούνε στη σειρά. Αυτά, εν ολίγοις.

Β.Μ.:

Τι αποκομίσατε από όλα τα ταξίδια, εννοώ και σαν αναπληρώτρια και μετά, τώρα, με τη Μαθητεία; Τι συναισθήματα, τι έχετε μάθει, εμπειρίες, πώς νιώθετε;

Χ.Μ.:

Εμπειρίες πάρα πολλές. Μ' αρέσουν τα ταξίδια πάρα πολύ! Πάντα ήμουνα λάτρης το να βλέπω κάτι καινούριο και να θέλω να μάθω πράγματα. Γνώρισα ανθρώπους πολύ ενδιαφέροντες. Αυτοί οι συνάδελφοι όλοι απ' το εξωτερικό είναι καινούριες εμπειρίες, μαθαίνεις, ανταλλάσσεις. Ας πούμε, μία πληροφορία που έμαθα τώρα για το ταξίδι που θα κάνουμε στην Πολωνία, στα μέσα Μάϊου, με ρωτάνε κι εμένα: «Σε βολεύει τότε να 'ρθειτε με παιδιά;», όμως αυτά είναι με μαθητές, «Σε βολεύει τότε; Εμείς, εκείνο το διάστημα δεν έχουμε εξετάσεις». «Ναι», λέω, «εγώ δεν ξέρω αν θα είναι οι εισαγωγικές» – όχι οι εισαγωγικές, «οι ενδοσχολικές εξετάσεις τότε, γιατί τότε περίπου ξεκινάνε, αλλά δεν το ξέρω, δεν έχει ανακοινωθεί κάτι επίσημο απ' το Υπουργείο Παιδείας ακόμα». Και μου λένε αυτοί: «Εμείς ξέρουμε το πότε θα έχουμε εξετάσεις από τον Σεπτέμβρη, απ’ όταν ανοίγει το σχολείο». Αυτό ήταν ένα πολιτισμικό σοκ για μένα! Εντάξει, μη συζητήσω, τώρα, για τους τύπους σχολείων που συναντήσαμε στις επισκέψεις, δεν συγκρίνονται, δεν υπάρχει σύγκριση, δεν... Και έχουνε, ειδικά οι Πορτογάλοι είναι πάρα πολύ καλά οργανωμένοι, πάρα πολύ ενήμεροι για όλα τα καινούρια τεκταινόμενα στην τεχνολογία και τη χρησιμοποιούν πάρα πολύ. Είναι, είναι πολύ ενδιαφέροντα και όλα τα ταξίδια, εμένα μ' άρεσαν όλα τα ταξίδια, γιατί είναι εμπειρίες που τις θυμάμαι τώρα και, εντάξει, και αυτό, όσο δυσκολίες και να λέω ότι αντιμετωπίζω, σε ένα εξάμηνο που θα 'χουνε τελειώσει όλα αυτά θα μου μείνει το καλό, ελπίζω, μόνο από όλο το... αυτό με το πρόγραμμα. Και του χρόνου πλέον στο σχολείο εξολοκλήρου.

Β.Μ.:

Και μία τελευταία ερώτηση: Νιώθετε γεμάτη από όσα έχετε ζήσει; Έχετε κάποιο απωθημένο, κάτι που θα θέλατε να κάνετε στο μέλλον, που δεν το έχετε κάνει;

Χ.Μ.:

Νιώθω γεμάτη σίγουρα. Η εμπειρία του να δουλεύεις με τα παιδιά είναι μοναδική, είναι ξεχωριστή, δεν είναι το ίδιο με τους μεγάλους, γιατί μαθαίνεις κι από τα παιδιά. Με τους μεγάλους δεν ισχύει αυτό, υπάρχει ανταγωνισμός, κόντρα, θυμός, απωθημένα του ενός, απωθημένα του άλλου, και κάπου εκεί υπάρχει μια σύγκρουση. Βλέψεις που έχουνε κάποιοι στο να [01:10:00]αποκτήσουνε κάποιες θέσεις αργότερα, που εκεί συγκρούονται με τους υπόλοιπους και δεν αφήνουν κανέναν να κάνει κάτι εκτός απ' αυτούς. Τέλος πάντων, εμένα δεν με ενδιαφέρουν, βασικά, δεν θα μ' ενδιέφερε ποτέ μία θέση, θέλω την τάξη, η τάξη μ' αρέσει, μ' αρέσει πάρα πάρα πολύ. Μαθαίνω, μπορεί και μέσα από κόντρες, γιατί έχω ζήσει και κάποιες κόντρες στο σχολείο ή κάποιες καταστάσεις δύσκολες με κάποια παιδιά – εννοώ καταστάσεις των παιδιών που ζούσανε δύσκολα, αντιμετώπιζαν κάποια είτε ψυχολογικά, είτε συγκρουσιακά με το σπίτι, είτε μπλεγμένα με κάποιες καταστάσεις. Αλλά κι όλα αυτά μου δίδαξαν πάρα πολλά, κι επειδή μ’ αρέσει η συμβουλευτική, όπως είπα και πριν, αυτό το κομμάτι με γεμίζει πάρα πολύ. Κι αν θα μπορούσα, δεν ξέρω, εντάξει, όταν μεγαλώνεις, υπάρχουνε μεγάλες αποστάσεις ηλικιακές με τα παιδιά, δεν μπορείς πλέον να είσαι όπως την πρώτη χρονιά που πήγα αναπληρώτρια, αλλά... Θέλω να πω, δεν δέχεσαι εύκολα κάποια πράγματα, έχεις περισσότερες απαιτήσεις, κουράζεσαι πιο εύκολα ίσως, αλλά θέλω μέχρι και τη σύνταξη να είμαι στην τάξη! Γιατί τα γραφεία, που κάποιοι πάνε προς το τέλος της καριέρας τους, εγώ τα έζησα πριν, οπότε δεν θέλω να αφήσω την τάξη κι ας κουράζομαι κι ας, εντάξει, μπορεί να είναι λίγο δύσκολο για τα παιδιά στο να βλέπουνε μια μεγαλύτερη γυναίκα... Δεν μπορώ, δεν θέλω να την αφήσω την τάξη, γιατί τη στερήθηκα τέσσερα χρόνια στο ΠΕΚ και πέντε τώρα στην περιφερειακή, είναι εννιά χρόνια, εννιά χρόνια που έφυγα απ' την τάξη. Όχι, δεν θέλω να τη στερηθώ. Και μακάρι να μπορέσω, αν θα μπορούσα να πάω σε κάποιο γραφείο, θα ήθελα να έχει κάποια σχέση με τη συμβουλευτική, κάτι αντίστοιχο. Αυτά.

Β.Μ.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ, κυρία Χρύσα!

Χ.Μ.:

Κι εγώ!

Β.Μ.:

Ήταν πολύ ενδιαφέροντα!

Χ.Μ.:

Σας ευχαριστώ!