«Την ιστορία την γράφουνε οι απλοί άνθρωποι και πρέπει τα ονόματά τους να γραφτούνε»
Ενότητα 1
Η εμπειρία της μετεκπαίδευσης, οι επιθεωρητές της εποχής και η χρησιμότητα της Κατανομής του Gauss
00:00:00 - 00:33:22
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εντάξει. Κάνε μου– Καλησπέρα σας– Την ερώτηση. Σήμερα έχουμε 6 Απριλίου 2022. Η ώρα είναι 7:30 η ώρα το απόγευμα. Είμαστε εδώ στο σπίτι…το πούμε και να καθίσεις κάτω να μου πεις: «Κοίταξε να δεις, αυτό το πράγμα δεν πάει, δεν ταιριάζει». Το δέχομαι, δεν μπορώ να το απορρίψω–
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 2
Η αφοσίωση στο διδακτικό έργο και το ενδιαφέρον για την καταγραφή της οικογενειακής ιστορίας
00:33:22 - 00:47:32
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να κάνω μια ερώτηση; Ναι. Πότε ξεκινάει η ανάγκη σας για τη συγγραφή; Ήσαστε δάσκαλος, γίνατε, γίνεστε σχολικός σύμβουλος– Ναι. Τι έγινε …ς, με το ένα και τ’ άλλο, το ονειρευόμουνα σαν Μικρό Πανεπιστήμιο. Ανακατευόμουνα με τα πολιτιστικά. Αλλά όχι ακόμα με τα… Με τη συγγραφή.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 3
Οι λιγοστές ιστορίες της μητέρας για τα Μικρασιάτικα οδήγησαν σε ενδελεχή έρευνα
00:47:32 - 01:13:09
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Με τα Μικρασιάτικα. Μάλιστα, ο Μπαλής, ο δήμαρχος, μου λέει: «Γράψε» μου λέει «για την Μικρά Ασία». Α! Και δεν το ξεχνάω, να το πω αυτό, είχ…και τα γράφω. Αυτά, όμως, τα ’λεγε η γυναίκα χωρίς να ξέρει ας το πούμε άλλες συγκεκριμένες… Δεν θυμόταν το όνομα του πλοίου. Να, το βρήκα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 4
Όλες οι ανακαλύψεις σχετικά με την ίδρυση του Προσφυγικού Συνοικισμού
01:13:09 - 01:29:09
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έχετε γράψει γύρω στα 16 βιβλία, αν δεν κάνω λάθος, που σχετίζονται με την– Δεν άκουσα καλά. Έχετε γράψει γύρω στα 16 βιβλία που σχετίζοντ…ικισμός ονομάσθη Νέα Ιωνία». Δεν σας κρύβω ας το πούμε τι χαρά και τι συγκίνηση έκανα όταν βρήκα αυτό το πράγμα. Όταν βρήκα αυτό το πράγμα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 5
Με κορυφαία τη μάνα, όλοι οι απλοί άνθρωποι αξίζουν αναφορά στην Ιστορία
01:29:09 - 01:49:02
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κύριε Δημήτρη, αυτή η έρευνα και αυτή η συγγραφή σάς φέρνει πιο κοντά στις ρίζες σας; Είναι αυτό ότι αισθάνεστε ότι είστε πιο κοντά στις ρίζ…νίας αισθάνεται κι αυτή –και το συζητάμε μαζί πολλές φορές– μια συγκίνηση γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Βέβαια, υπάρχει μια ιστορία από πίσω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 6
Τα όνειρα των γονιών για τα παιδιά τους και ο «Συγκινητικός Επίλογος»
01:49:02 - 01:56:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πώς επέζησαν και τι όνειρα είχαν για τα παιδιά τους. Εμένα η μάνα μου, ας το πούμε, για μένα, το καταλαβαίνω, είχε όνειρα. Ο κάθε γονιός, ο …τορία σας, που μοιραστήκατε και συναισθήματα μαζί μου και τα όνειρά σας. Ναι. Ναι. Ναι. Χάρηκα πάρα πολύ. Να είστε καλά και να ’στε γερός.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 1
Η εμπειρία της μετεκπαίδευσης, οι επιθεωρητές της εποχής και η χρησιμότητα της Κατανομής του Gauss
00:00:00 - 00:33:22
[00:00:00]Εντάξει. Κάνε μου–
Καλησπέρα σας–
Την ερώτηση.
Σήμερα έχουμε 6 Απριλίου 2022. Η ώρα είναι 7:30 η ώρα το απόγευμα. Είμαστε εδώ στο σπίτι του αφηγητή Δημήτρη Κωνσταντάρα.
Τετάρτη απόγευμα.
Τετάρτη απόγευμα, είναι 6 του μηνός, 6 Απριλίου, αυτό είπα. Ναι.
6 Απριλίου είναι;
Ναι–
Για που είναι...
Είναι 6 Απριλίου, είναι 7:30 η ώρα το απόγευμα. Είμαστε εδώ στο σπίτι του αφηγητή και θα ξεκινήσουμε, έτσι, να κάνουμε μια όμορφη συνέντευξη. Κύριε Δημήτρη, την προηγούμενη φορά είχαμε μείνει εκεί που είχατε κάνει τη μετεκπαίδευσή σας. Ήσασταν στην Αθήνα φοιτητής. Ήτανε το 1973 αν θυμάμαι καλά που μου είχατε πει. Πώς ήταν εκείνα τα χρόνια για σας;
Λοιπόν, ναι, ήμουνα πράγματι. Είχαμε με εξετάσεις, έδωσα τότε εξετάσεις όπως και άλλοι συνάδελφοι και φίλοι, και μπήκαμε, εισαχθήκαμε στη μετεκπαίδευση. Η μετεκπαίδευση των δασκάλων ήταν δάσκαλοι οι οποίοι είχανε ένα, οχτώ-δέκα χρόνια είχανε. Εγώ διορίστηκα το ’60, είχα περάσει τη δεκαετία. Δίναμε εξετάσεις και πηγαίναμε εκεί που κάναμε εκεί, κάναμε μαθήματα: Φιλοσοφία, Παιδαγωγική, Διδακτική, Ιστορία, Λογοτεχνία, Στατιστική. Στατιστική κάναμε, θα σας πω γιατί Στατιστική. Τα οποία μας έκαναν, καθηγητές Πανεπιστημίου μας έκαναν. Ερχόταν και μας έκαναν μαθήματα και κάθε εξάμηνο δίναμε γραπτές εξετάσεις, ας το πούμε, σ’ αυτά τα μαθήματα και παίρναμε βαθμούς που είναι καταχωρημένοι μετά στους βαθμούς. Και βέβαια για μένα, για μένα ας το πούμε, που ήμουνα ένας απλός δάσκαλος στην επαρχία, ήτανε κάτι πρωτόγνωρο, ας το πούμε, και ήτανε σαν μια ανωτάτη εκπαίδευση για μένα. Δεν είχα, δεν είχα ακούσει καθηγητές Πανεπιστημίων. Και μου έκανε εντύπωση, λέω τις εντυπώσεις που είχα τότε. Ερχότανε, ας το πούμε, αυτός που μας έκανε Λογοτεχνία, ο Βερτσιώτης θυμάμαι, ώρα του καλή, μ’ ένα μάτσο βιβλία ερχότανε. Με βιβλία και μ’ ένα ποτήρι νερό τον θυμάμαι. Τι κάνουν; Γιατί εμείς οι δάσκαλοι που το θεωρ... μετά άρχισα και το θεωρούσα κακό, δεν τολμούσαμε κατά την ώρα της διδασκαλίας να πάρουμε κανένα βιβλίο ιστορικό και κανέ, κάτι να έχουμε βιβλίο, γιατί τότε ο επιθεωρητής έπρεπε να τα λες απέξω, ξέρω γω. Βέβαια, είχαμε ένα σημείωμα τι θα διδάξουμε και θα κάνουμε, όσοι είχαν όρεξη. Οι περισσότεροι είχαν-δεν είχαν, τέλος πάντων. Αλλά δεν ήτανε το σύνηθες να μπαίνεις στην τάξη και να έχεις μαζί σου. «Α!» λέω «κοίταξε» λέω «καθηγητές Πανεπιστημίων!», γιατί έτσι όπως έκανε το μάθημα, χραπ, χραπ, ανέτρεχε, «κοιτάξτε» λέει, «είναι εκεί το θέμα, είναι εκεί το θέμα», ας το πούμε, «αυτό» ή «αυτά τα βιβλία είναι πολύ χρήσιμα κ.λπ., αξίζει να το πάρετε», ας το πούμε. Και θυμάμαι ήτανε μία, μία Γραμματολογία του Λέφσκι, ένας, ενός Βουλγάρου. Ένα χοντρό βιβλίο, το θυμάμαι, Γραμματολογία του Λέφσκι, και μας έκανε κάνα δυο μαθήματα από κει. Λέει: «Αυτό το βιβλίο αξίζει να το πάρετε». Αλλά για να πω πάλι την αλήθεια ήταν ακριβό, νομίζω πως είχε 600 δραχμές, ξέρω γω, ήταν ακριβό εν πάση περιπτώσει. Και λυπούμαι πολύ, ακόμη το θυμάμαι, που δεν το πήρα να το ’χω στη βιβλιοθήκη μου. Αυτό έλεγε για την Αρχαία Γραμματεία, για την Τραγωδία, για την Λυρική Ποίηση, για, κάτι τα οποία δεν είχαμε ακούσει εμείς σαν σπουδαστές Ακαδημίας. Γιατί στην Ακαδημία τότε, για να λέμε την αλήθεια, ήμασταν γυμνασιόπαιδα και τότε την εποχή τα γυμνασιόπαιδα που ήμασταν δεν ήμασταν όπως σήμερα πολιτικοποιημένα, ξύπνια τα παιδιά. Ήμασταν φίλαθλοι για την Νίκη, για τον Ολυμπιακό, δεν είχαμε ούτε σε κόμματα ούτε σε παρατάξεις, απλά παιδιά ήμασταν, ας το πούμε. Σαν νεαρά, έφηβοι κτλ. Μπαίναμε δυο χρόνια στην Ακαδημία και στην Ακαδημία κυρίως κάναμε Ψυχολογία, Παιδαγωγική, Διδακτική, πώς θα αντιμετωπίσουμε τα παιδιά και πώς θα διδάσκουμε κτλ. Ωστόσο, όμως, ο χρόνος ήταν περιορισμένος. Γιατί κάναμε ταυτοχρόνως και Χειροτεχνία, Καλλιγραφία, γιατί τότε ήτανε η Χειροτεχνία και η Καλλιγραφία. Γυμναστική... Δηλαδή όλα ο δάσκαλος τα έκανε τότε. Όλα τα μαθήματα τα έκανε αυτός. Γυμναστική, Ωδική, Τραγούδια, Μουσική, να αντιμετωπίζει τα, τα διδακτικά προβλήματα, πώς να διδάξει και το ένα και τ’ άλλο. Και εκείνοι που μας κατηύθυναν, ας το πούμε, στο διδακτικό έργο ήτανε οι επιθεωρητές, ας το πούμε. Οι επιθεωρητές. Κάθε περιοχή είχε, η Μαγνησία είχε τρεις-τέσσερις επιθεωρητές, είχαν μια ομάδα σχολείων και πήγαιναν, επισκεπτόταν ο επιθεωρητής. Αλλά ο επιθεωρητής που επισκεπτόταν εκείνη την εποχή, θα το πω αυτό ας το πούμε, ερχότανε σαν ελεγκτής. Δεν ερχότανε σαν, γιατί αργότερα έγινα Σχολικός Σύμβουλος εγώ. Εγώ όταν πήγαινα στο σχολείο πήγαινα να παρακολουθήσω τον δάσκαλο, γιατί έμπαινα στην τάξη, ας το πούμε, αν και ο νόμος δεν έλεγε, ξέρω γω, να μπαίνει στην τάξη και να γράφει και να κάνει, αλλά πήγαινα σαν ένας φίλος και όταν έβλεπα κάτι, έναν, σ’ έναν, ειδικά σε νεαρούς δασκάλους που είχα. Στα χωριά τότε πήγαιναν όλο νεαροί δασκάλοι στα... Μιλάω τώρα για τα χωριά τώρα. Λοιπόν, τους έλεγα: «Παιδιά, έτσι θα γίνει η δουλειά», ας το πούμε. Γιατί ήμουνα παλιός δάσκαλος. Αυτοί ήταν νεαροί δάσκαλοι και μάλιστα τότε εκεί που ήμουνα στα Τρίκαλα, και στα Τρίκαλα που ήμουνα, ειδικά στα Τρίκαλα, ναι, στα Τρίκαλα όταν έγινα σχολικός σύμβουλος, μια χρονιά στο Διδυμότειχο έκανα και τέσσερις χρονιές, και πέντε χρονιές στο, στην περιοχή της Πύλης. Λοιπόν, τότε από τα Τρίκαλα πηγαίνανε στην Γιουγκοσλαβία και βγάζανε την Ακαδημία. Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, αλλά θυμάμαι προπαντός την Γιουγκοσλαβία. Και δεν δίνανε εδώ εξετάσεις, αλλά πηγαίναν και δυο χρόνια εκεί, ώσπου να μάθουν τη γλώσσα και ώσπου να… και είχα δασκάλους που τα παιδιά ας το πούμε δεν κατανοούσαν πώς πρέπει να γίνει η διδασκαλία και το ένα και τ’ άλλο. Αντιθέτως, εμάς τότε ο επιθεωρητής, ας το πούμε, ερχότανε να ελέγξει, ας το πούμε, αν, πώς το είπες κτλ. και να, τότε μας κατέγραφαν και με βαθμούς και όχι, ας το πούμε, να σε βοηθήσει: «Κοίταξε να δεις, νεαρέ, τα πράγματα είναι έτσι κτλ. κτλ.». Και πιθανόν σε μερικές περιπτώσεις έχουμε πικρές αναμνήσεις από επιθεωρητές. Λοιπόν, το λέω αυτό γιατί; Στη μετεκπαίδευση, που ακούσαμε καθηγητές Πανεπιστημίων να μας διδάσκουν διάφορα πράγματα, και μάλιστα θυμάμαι την Στατιστική να το πω. Κάναμε μάθημα την, στην Στατιστική και τότε άκουσα και έμαθα για την Καμπύλη του Gauss, που ούτε ιδέα είχα τι είναι αυτή η καμπύλη. Δεν ξέρω αν την έχετε ακούσει κι εσείς. Η οποία μου έδωσε μια άλλη οπτική στο έργο μου. Τι λέει η Καμπύλη του Gauss, ενός στατιστικολόγου από την Αγγλία, ξέρω γω, τι ήταν αυτός. Λέει ότι εάν εξετάσουμε εκατό ανθρώπους, τυχαίους ανθρώπους, όποιοι άνθρωποι είναι, πιάσουμε εκατό ανθρώπους να τους εξετάσουμε στο ύψος πρώτα-πρώτα, στα φυσιολογικά προτερήματα, θα δούμε πως υπάρχουν άνθρωποι από, σε ύψος ξέρω γω από ένα μέτρο, ένα και δέκα, ένα και είκοσι, ένα και τριάντα... δυο μέτρα άνθρωποι. Σ’ ένα άλλο να τους βάλουμε ξέρω γω να τρέξουν, ξέρω γω, πάλι θα διαβαθμιστούν οι άνθρωποι από τον χαμηλότερο έως τον υψηλότερο. Το ίδιο συμβαίνει και στη μάθηση. Εάν μπούμε σε μία τάξη είναι λογικό αυτό. Τώρα το κατανοώ. Τότε δεν το είχα ακούσει ποτέ. Σε μία τάξη, λοιπόν, έχεις μαθητές άριστους, αλλά έχεις και μαθητές που έχεις κάτω-κάτω. Αυτό είναι κάτι φυσιολογικό σύμφωνα με την Ψυχολογία, με αυτήν την καμπύλη του Gauss. Δηλαδή ξεκινάει η βαθμολογία, ας το πούμε, του μαθητή, η βαθμολογία του μαθητή είναι: Δυο μαθητές, τρεις έχουν ας το πούμε 3-4, δυο μαθητές, τρεις, όμως, έχουνε 9-10, μετά είναι οι 6-7 και οι πιο πολλοί μαζεύονται στο 7,5 με 8, που είναι που λέμε ο μέσος όρος. Στον μέσο όρο, ας το πούμε, κρύβονται οι ακραίες περιπτώσεις. «Α!» λέω, αυτό το πράγμα, γιατί το λέω αυτό; Γιατί [00:10:00]ήρθε ο επιθεωρητής, είχα εγώ εξήντα παιδιά. Και θυμάμαι είχα δώδεκα παιδιά στην Πρώτη τάξη και προσπαθούσα ο άνθρωπος να τα μάθω να διαβάζουν, πώς το λένε. Και μάλιστα θυμάμαι ήμουνα και, πώς το λένε, ο βιαστής του, του νου. Αφού κάναμε τον Αγιασμό, κάναμε τον Αγιασμό, έφερα τον παπά, κάναμε Αγιασμό, βέβαια εδώ ήρθε, κάναν Αγιασμό, τα σχολεία φεύγουν. Πού να φύγουν; Τα έβαλα μέσα εγώ τα παιδιά και άρχισα το, το μάθημα. Με κυνηγούσε ο χρόνος να μάθουν. «Τι κάνουμε, παιδιά;». Απευθύνθηκα στην Πρώτη τάξη, και στις άλλες βέβαια με ανάλογα μαθήματα. Αλλά την πρώτη την θυμάμαι. «Τι κάναμε;». «Αγιασμό». «Αγιασμός! Αγιασμός, να ’το το άλφα». Θέλω να πω, δηλαδή, κυνηγούσα τον χρόνο γι’ αυτό, για να ανταποκριθώ στα, στην πληθώρα των μαθημάτων. Στην πληθώρα των μαθημάτων, γιατί είναι όλα τα μαθήματα, Ιστορία, Θρησκευτικά τότε διδάσκαμε, και μάλιστα για την Ιστορία που λέω θυμάμαι δίδαξα και επειδή ζωγράφιζα κιόλας, μετά την εγκατέλειψα τη ζωγραφική γιατί δεν προλάβαινα, ας το πούμε. Σαν νεαρός ζωγράφιζα κτλ. Θυμάμαι δίδαξα και τους Δέκα Άθλους του Ηρακλέους. Τους Δώδεκα Άθλους του Ηρακλή. Και μετά, την άλλη χρονιά, δεν ξέρω, πήρα ένα, πήρα ένα βιβλίο και είδα το πρόγραμμα που διδασκότανε, το αναλυτικό λεγόμενο πρόγραμμα. «Α!» έλεγε, στο, «στα Μονοθέσια θα διδάσκονται μόνο τέσσεροι άθλοι: Η Κόπρος του Αυγεία, ο Λέων της Νεμέας, τέσσεροι σημαντικοί. Όχι όλοι. Οι άλλοι θα αναφερθούν». «Ω, ρε» λέω «και εγώ έκανα δώδεκα μαθήματα!». Δηλαδή είχαμε άγνοια πολλών πραγμάτων, ας το πούμε. Το λέω και λυπούμαι πολύ. Μετά διαπίστωσα στη μετεκπαίδευση ότι κάπου δεν είχα πληρότητα και ήμασταν δασκάλοι των δασκάλων μας. Δηλαδή όπως δίδασκε στο Δημοτικό ο δάσκαλός μας, τότε, πρώτα-πρώτα, είχαμε και τα ίδια βιβλία ακόμα, δεν είχαν αλλάξει τα βιβλία. Αυτά τα βιβλία τα καινούργια ήρθανε μετά την Μεταρρύθμιση, το 1982-’83 με τον Παπανούτσο, ας το πούμε. Πρώτα είχαμε τα βιβλία που διδασκόμασταν στο Δημοτικό και εμείς, ας το πούμε. Και μάλιστα μερικές φορές, όχι μερικές φορές, έβρισκες έναν δάσκαλο, ας το πούμε, της Πέμπτης τάξης: «Τι κάνεις, ρε», λέγαμε, ας το πούμε, «Γραμματική;». Είχαμε την Γραμματική του Τζαρτζάνου, την Καθαρεύουσα. «Ε», λέει, «κάνω τα ουσιαστικά», τα δέκα ρήματα του, τα δέκα μέρη του λόγου: άρθρο, ουσιαστικό, ρήμα, επίθετο. «Α», λέει, «κάνω, εφέτος κάνω τα, τα ουσιαστικά». Ένας άλλος: «Εσύ τι κάνεις, ρε;». «Α!» λέει, «εγώ έκανα τα ουσιαστικά, κάνω τα ρήματα τώρα». Γιατί το λέω αυτό; Και δηλαδή δεν υπήρχε ενιαία γραμμή, ενώ σήμερα με τα καινούργια τα βιβλία, τα καινούργια τα βιβλία, έχετε παιδιά μικρά;
Ναι. Ναι. Είναι 5 χρονών εμένα ο γιος μου.
Πόσο είναι;
Είναι 5. Πηγαίνει Νηπιαγωγείο ακόμα.
Ακόμα είναι Νηπιαγωγείο. Λοιπόν, αν είναι στην Πρώτη τάξη, Δευτέρα, θα πάρεις ένα βιβλίο, τι είναι σήμερα, 6 Απριλίου είναι σήμερα; Θα δεις περίπου ότι πρέπει να είναι σ’ αυτό το κεφάλαιο. Ξέρεις πού βρίσκεται. Και ξέρεις ότι μέχρι τώρα, αν ήταν Πρώτη, Δευτέρα τάξη, έμαθε αυτά τα αντικείμενα σε όλη την Ελλάδα, ας το πούμε. Ενώ τότε ο καθένας μας έκανε ό,τι ήθελε! Και εμένα, μια που μιλάω για τον επιθεωρητή, γιατί για να δώσω στην μετεκπαίδευση, ερχόταν ο επιθεωρητής και μου έκανε έκθεση. Αν είμαι καλός, ξέρω γω, έκανε μια έκθεση για να πάει στο Υπουργείο ότι, εντάξει, έκανε μια έκθεση τέλος πάντων. Και ήρθαν δυο επιθεωρητές. Ήρθαν ο επόπτης από την Λάρισα, ήταν ένας επόπτης ας το πούμε έτσι στην Μαγνησία, όχι στην Μαγνησία, σε όλη την Θεσσαλία, και ο επιθεωρητής που είχα εγώ εδώ πέρα. Ένας κάθισε αριστερά κι ένας κάθισε δεξιά, στη μια έδρα και ο άλλος στο θρανίο. Κι εγώ στη μέση με τα παιδιά να παλεύω και τι; Έκανα μάθημα. Το θυμάμαι τι μάθημα έκανα. Τον αναδιπλασιασμό. Δηλαδή από το «πράττω» βγαίνει στον Παρακείμενο «τα πεπραγμένα», από το «γράφω» «τα γεγραμμένα». Είχα δώσει, λοιπόν, στα παιδιά διάφορα ρήματα και την άλλη μέρα έπρεπε να μου φέρουν το χαρτί ότι, συμπληρωμένες προτάσεις, ας το πούμε, «Τα παιδιά είναι γεγραμμένα στα μητρώα», τα, «Ο σύλλογος ανακοίνωσε τα πεπραγμένα». Κάποια στιγμή... Α! Εν τω μεταξύ επεμβαίνει ο επιθεωρητής, λέει: «Να κάνω μια ερώτηση». «Να κάνετε». «Γιατί» λέει «τα πεπραγμένα γράφονται: πράττω, πεπραγμένα», μιλάμε τώρα αυτά γινόταν στο Σέσκλο, που στο Σέσκλο μιλάνε Βλάχικα. Στο Σέσκλο είναι μισοί Βλάχοι, που μιλούσαν ακόμη τότε Βλάχικα, και οι άλλοι μισοί μιλάνε Ελληνικά, ας το πούμε. Θυμάμαι ένας μαθητής: «Όχι, ρε κύριε! Εγώ δεν είμαι Βλάχος! Δεν είμαι Βλάχος!». Οι άλλοι μιλούσανε Βλάχικα. Αλλά εγώ δίδασκα την Γραμματική την Καθαρεύουσα. Ήταν διαταγή τότε επί Χούντας ήρθε η Καθαρεύουσα. Λέει: «Γιατί το γράφω γίνεται γράφω-γεγραμμένα και το πράττω γίνεται πράττω από ‘‘που’’ πεπραγμένα και το θάπτω γίνεται τεθαμμένα;». Α! Μόλις τ’ άκουσα εγώ, έμεινα κι εγώ. Ε, κι έμειναν και τα παιδιά. «Α!» λέει, «το θάπτω είναι άφωνο. Το ‘‘θου’’ είναι άφωνο και όταν είναι άφωνο δεν μπορεί να γίνει θεθαμμένα, γίνεται τεθαμμένα». Λέω: «Αυτό δεν το είπα, κύριε επιθεωρητά μου». «Κακώς» μου λέει. Εν τω μεταξύ εγώ εκείνη την... Άλλο, άλλο ένα παράδειγμα, δίδασκα τα ρήματα. Εκείνη τη χρονιά δίδασκα τα ρήματα. Μου λέει: «Ξετίναξε τα παιδιά», γιατί τότε τα γυμνάζαμε τα παιδιά να κλίνουν οριζοντίως και καθέτως ένα ρήμα, να το αντικαταστήσουν στους χρόνους και στις εγκλίσεις. Γιατί πηγαίναν στο Γυμνάσιο και δίνανε εξετάσεις. Η Έκτη τάξη μπαίναν με εξετάσεις, οπότε ο δάσκαλος τα προετοίμαζε με τους, με τις αυξήσεις, αναδιπλασιασμός που είπα προηγουμένως, κτλ. Τα γυμνάζαμε τα παιδιά, για να λέμε την αλήθεια, και στην ορθογραφία επιμέναμε, αλλά ορθογραφία επιμέναμε απλώς σε, στα κειμενάκια που βάζαμε. Ενώ σήμερα ορθογραφία, κι αυτό εγώ επέμενα και πρέπει να επιμένουμε και οι γονείς και οι δάσκαλοι, κάθε χρόνο οι μαθητές αποκτούν έναν ορισμένο αριθμό λέξεων. Την Πρώτη τάξη διακόσιες, την άλλη, Δευτέρα, τριακόσιες, την άλλη τετρακόσιες, την άλλη πεντακόσιες και σύνολο φτάνουν τρεις χιλιάδες λέξεις. Τώρα είναι τα πράγματα ξεκαθαρισμένα. Τότε έβαζες δυο σειρές ορθογραφία, την γράφαν τα παιδιά, έβαζες ένα δέκα. Τώρα είναι λεξιλόγιο που το θεωρώ εγώ πολύ σπουδαίο. Τώρα θα χαιρόμουνα να ξαναγινόμουνα δάσκαλος και έγινα τέτοιος δάσκαλος εδώ στο, στο Ελληνογαλλικό. Έγινα τέτοιος δάσκαλος και χάρηκα, ας το πούμε. Τώρα σας μπερδεύω, γιατί πηγαίνω απ’ το ένα θέμα στο άλλο. Αλλά αφού θέλετε τη ζωή μου... Χάρηκα τα καινούργια βιβλία και τη μέθοδο της διδασκαλίας, αλλά προπαντός εγώ είμαι, ήμουνα ένας άνθρωπος ο οποίος ήθελα να μου δίνουν κάτι, κάποια εργασία, κάποια εργασία, να καθίσω να την εκτελέσω, να την εκτελέσω και μετά ήθελα να με ελέγξεις. Όπως τώρα που γράφω τα βιβλία μου. Γράφω ένα βιβλίο, αλλά ευχαρίστως δέχομαι –και το επιδιώκω, ας πούμε–, «διάβασέ το, σε παρακαλώ, με προσοχή και άμα βρεις μερικά λάθη να μου το πεις να το, να το διορθώσω». Δεν φοβάμαι δηλαδή. Δεν φοβάμαι. Ειδικά τώρα ο δάσκαλος έχει, ας το πούμε, έναν μπούσουλα, έχει ένα μονοπάτι. Σας λέω τότε, αν έβρισκες ένα δάσκαλο της Πέμπτης εσύ, της Πέμπτης κι εγώ: «Πού είσαι εσύ, ρε;». «Εγώ διδάσκω εκεί». «Πού; Εγώ;». «Τι κάνεις, ρε;». Και ήσουνα κι εσύ μες στον νόμο. Δηλαδή θυμάμαι εδώ τα κεντρικά σχολεία, 11ο θυμάμαι, ο συγχωρεμένος ο Λιάπης, που ήτανε λογοτέχνης. Αυτός ήταν λογοτέχνης. Έβαζε στα παιδιά λογοτεχνικές αναλύσεις. Πού να βάλω εγώ λογοτεχνική ανάλυση, ας το πούμε, στα παιδιά του Σέσκλου; Αλλά αυτός, εφόσον ήταν σε ανώτερο επίπεδο παιδιών... Ενώ σήμερα, ενώ σήμερα τη συγκεκριμένη μέρα και το συγκεκριμένο μάθημα πρέπει τα παιδιά να μάθουνε τέσσερις λέξεις στην ορθογραφία. Η ορθογραφία τους κάθε μέρα είναι τρεις, τέσσερις, πέντε λέξεις. Τις οποίες λέξει[00:20:00]ς εγώ τις έβαζα σ’ ένα κουτάκι, τις έγραφα, τις γράφαμε, τις γράφαν και σ’ ένα φακελάκι τις είχα βάλει και τις έπαιρναν με τη, κάθε μέρα. Και θυμάμαι εδώ που ήμουνα στο 13, εδώ που ήμουνα στο 13, να μην τώρα, είχα την Δευτέρα τάξη, και επίτηδες πήρα την Δευτέρα τάξη, ήταν πριν γίνω σχολικός σύμβουλος. Για να δω τα καινούργια βιβλία. Και ήμουνα στην ορθογραφία, την ορθογραφία την κυνηγούσα, δηλαδή τους μαθητές, τρόπος του λέγειν, αλλά κάθε βδομάδα, κάθε βδομάδα είχα το κουτί με όλες τις λέξεις και τραβούσα είκοσι λέξεις. «Γράψτε». Γιατί, τους έλεγα, τις είχα κι αυτές στο φακελάκι. Να τις μαθαίνουν στο σπίτι. «Γράψτε είκοσι λέξεις». Και θυμάμαι, ας το πούμε, «τάκα-τάκα» και οι καλοί οι μαθητές και οι καλοί μαθήτριες παίρνανε βαθμολογία που έβαζα 20 στα 20. Κλασματικό, 10 στα 20, 10 στα 20, 20 στα 20. Και θυμάμαι είχα μια ανιψιά μου, η οποία είναι δικηγόρος, αριστούχος κτλ. Της άρεσε, αυτή ήτανε καλή μαθήτρια. Άμα έπαιρνε 19 στα 20 «ου» κατέβαζε τα μούτρα. Η άλλη, την θυμάμαι, η Βαρελογιάννη είναι γιατρός, 20 στα 20. Τότε, λοιπόν, και με, όχι, με τα σημερινά βιβλία, με τα σημερινά βιβλία, λέει και ποιες έννοιες θα διδάξεις. Ποιες έννοιες. Γιατί θυμάμαι μια φορά, να πω ένα απλό παράδειγμα, που ήμουνα σχολικός σύμβουλος στα Τρίκαλα. Είχε μία λέξη «ίλιγγος», μέσα στο κείμενο, απ’ το, μέσα απ’ το κείμενο. Είχε μια περιγραφή του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου κάπου, μια περιγραφή τέλος πάντων είχε, και έλεγε ότι, για τα Μετέωρα έλεγε; Κάτι έλεγε. «Από κει επάνω αισθάνεσαι έναν ίλιγγο». Και αυτήν τη λέξη την έβαζε σαν ορθογραφία. Τι έπρεπε να κάνει ο δάσκαλος; Γράφει ο κανονισμός. Έπρεπε τη λέξη αυτήν να την γράψει «ί-λι-γγος», με δύο γάμα, «ί-λι-γγος», να την βρει στο κείμενο: «Παιδιά, την βλέπετε; Να, είναι από ψηλά που έβλεπε προς τα κάτω». Να την ερμηνεύσει τι θα πει ίλιγγος. Να την ερμηνεύσει για να κατανοήσουν την έννοια της λέξης. Πάω, λοιπόν, εγώ σ’ αυτό το σχολείο και έτσι πώς, ήταν περασμένη η λέξη αυτή, την είχανε κάνει, λέω: «Ρε παιδιά, να κάνω» λέω «μια ερώτηση;» τότε. «Κάνε μια ερώτηση». «Είδα» λέω «τη λέξη ίλιγγος, τι θα πει ίλιγγος;». Νέκρα τα παιδιά. Δεν την είχε ερμηνεύσει ο δάσκαλος. Δηλαδή απλώς «γράψτε τις λέξεις». Ενώ θέλει, το λέει ο κανονισμός, να την γράψεις τη λέξη, να την ερμηνεύσεις στα παιδιά–
Για την κατανόηση του νοήματος–
Μέσα απ’ το κείμενο και ανάλογα παραδείγματα, να βάλεις ανάλογα παραδείγματα. Οπ! Κάποιος δηλαδή σηκώνει το χέρι. «Λέγε, ρε!». «Οδική βοήθεια!», λέει. Γιατί είπε οδική βοήθεια; Γιατί περνούσε ένα αυτοκινητάκι, αυτό ήταν στο χωριό Πηγή, στα Τρίκαλα, από την Πύλη. Είναι ανάμεσα Τρίκαλα και Πύλη, ένα χωριό Πηγή, που περνούσε το αυτοκίνητο, η συγκοινωνία μέσα από το αυτό. Και είχε ένα αυτοκινητάκι οδική βοήθεια «Ο Ίλιγγος»!
Και το συνέδεσε έτσι;
Ναι. Θέλω να πω δηλαδή, ενώ εμείς τότε, για να πούμε την αλήθεια, διδάσκαμε, διδάσκαμε με ενθουσιασμό μεν, με ενθουσιασμό μεν, αλλά δεν την διδάσκαμε με ένα σύστημα συγκεκριμένο. Γι’ αυτό πιστεύω εγώ στην εκπαιδευτική αυτήν μεταρρύθμιση που έγινε μετά. Και τα βιβλία αυτά που ήρθαν, δεν ήρθαν εξ ουρανού. Ήδη στην Γαλλία, στην Γαλλία αυτό το σύστημα που εφάρμοσαν τότε, αυτά τα βιβλία, τα έκαναν στην Γαλλία. Ένας μάλιστα σχολικός σύμβουλος που ήταν φιλόλογος και είχε μάθει και τα Γαλλικά, «Ρε Κωνσταντάρα», λέει, «αυτά» λέει «τα κάναμε στην Γαλλία, στην Ελβετία κτλ., είχαν τέτοια βιβλία και τα πήρανε σαν αντιγραφή» και βέβαια άμα κοιτάξεις έχω στη βιβλιοθήκη μου τα πρώτα βιβλία με τα σημερινά, τα ’χουν βελτιώσει πάρα πολύ. Αλλά η δομή είναι η ίδια. Ένα μικρό κείμενο, μέσα απ’ το κείμενο βγάζεις το γραμματικό φαινόμενο, τα οποία δεν, δεν λες, δεν μπορείς να, δεν το λες, ας το πούμε, δεν το λες το γραμματικό φαινόμενο με το όνομά του, δηλαδή δεν λες είναι, «είναι οριστική έγκλιση», «είναι μέση φωνή»! Δεν τα λες αυτά. Θα δείτε στην Πρώτη τάξη, στην Πρώτη τάξη το παιδί σας που θα πάει, του χρόνου που θα πάει, θα μάθει για την κατάληξη «–εται»: έψιλον, «του», άλφα, γιώτα. Που η κατάληξη –εται, το -ται, όταν είναι ένα πρόσωπο «αυτός ξυρίζεται», «αυτός ξυρίζεται», «αυτός ποτί...», «ο κήπος ποτίζεται», ένα. Όταν όμως πούμε «εσείς ποτίζετε», είναι με έψιλον. Και το μαθαίνει πού; Στην Πρώτη τάξη.
Να κάνω μια ερώτηση; Είπατε πριν ότι επί Χούντας διδάσκατε πιο πολύ την καθαρεύουσα στα σχολεία, σαν, έτσι, δάσκαλος. Υπήρχανε κάποια συγκεκριμένα πράγματα που είχε επιβάλει η Χούντα στο εκπαιδευτικό πλαίσιο;
Όχι, το, είχε επιβάλει την καθαρεύουσα. Είχε επιβάλει την καθαρεύουσα και τότε επί Χούντας μετά ήρθα, ήρθα μαζί με δασκάλους στο Σέσκλο και είχαμε ζωγραφίσει και το πουλί, λέγαμε τον Εθνικό Ύμνο κάθε μέρα. Όχι, δεν είχε επιβάλει. Είχε επιβάλει όμως την Γραμματική της Καθαρεύουσας. Γι’ αυτό, πάλι επανέρχομαι εκεί στον επιθεωρητή.
Η ιστορία δηλαδή διδασκόταν κανονικά, όπως ήταν το βιβλίο, ανέγγιχτο, στην Χούντα, διδασκόταν η ιστορία κανονικά, όπως... ναι.
Τα βιβλία τα οποία είχαμε, ας το πούμε. Όχι, δεν άλλαξαν τα βιβλία. Τα βιβλία δεν άλλαξαν, αλλά η Γραμματική ήτανε, θυμάμαι συγκεκριμένα, ο επιθεωρητής μετά λέει τα παιδιά: «Ανοίξτε, γράψτε στα τετράδιά σας, θα σας πω κάτι. Να κλίνετε ‘‘η στοργική μήτηρ’’». Η «στοργική μήτηρ» είναι δύσκολη, γιατί ο στοργικός, η στοργική, το στοργικό είναι δευτερόκλιτο, τα λέγαμε εμείς. Τώρα εσείς οι νέοι δεν τα ξέρετε έτσι. Ο στοργικός, η στοργική, το στοργικό. Η μήτηρ, της μητρός, τη μητρί, αι μητέρες, των μητέρων, ταις μητράσι, είναι τριτόκλιτο. Άρα ήταν ένα δύσκολο να το κλίνουν οι μαθητές. «Κλίνετε». Το οποίο, όμως, το είχα διδάξει την προηγούμενη χρονιά εγώ. Γιατί όταν κάνεις, όταν έχεις τα παιδιά στα μικρά σχολεία, στην Πέμπτη-Έκτη, τη μια χρονιά κάνεις τα μαθήματα της Πέμπτης και την άλλη χρονιά κάνεις τα μαθήματα της Έκτης. Τη μια χρονιά κάνεις Βυζαντινή Ιστορία στα ίδια παιδιά και την άλλη χρονιά κάνεις την Νεότερη Ιστορία του ’21. Και αν μεν είναι η φουρνιά, η τυχερή φουρνιά είναι αυτή, η Πέμπτη, ας το πούμε, που κάνει τα μαθήματα της Πέμπτης, τα παιδιά, αλλά όταν είναι στην Πέμπτη τάξη τυχαίνει να κάνουν τα μαθήματα της Έκτης και μετά πηγαίνουν στην Πέμπτη. Την Έκτη και μαθαίνουν τα μαθήματα της Πέμπτης. Αυτή ήτανε η αντίθετη. Μια φουρνιά ήτανε σωστή, η άλλη ήτανε ανάποδη. Δηλαδή στην Πέμπτη τάξη διδασκόταν το ’21 και στην Έκτη πήγαινε και διδασκότανε το, την Βυζαντινή Ιστορία. Όχι, η Χούντα επέβαλε μόνο την, την Καθαρεύουσα. «Στοργική μήτηρ». Κλίνουν τα παιδιά, μαζεύει τα τετράδια, τα κοιτάει, μου κάνει: «Δεν αποδίδουν τα παιδιά». «Άλλο ένα» λέει «γράψτε. ‘‘Η ωραία δρυς’’». Άμα κοιτάξουμε του Τζαρτζάνου την Γραμματική που έχω απ’ το ’47, η δρυς, της δρυός, τη δρυΐ είναι από τις εξαιρέσεις. Άσε να ρίξω εδώ, την έχω την Γραμματική από το ’47, του Τζαρτζάνου που κάναμε. Πού πήγε και βρήκε τώρα να κλίνουν, η ωραία είναι πρωτόκλιτο, η ωραία δρυς, της ωραίας δρυός, τη ωραία δρυΐ, αι ωραίες δρύες, των ωραίων δρυών, ταις ωραίες δρυσί. Δηλαδή ήρθε για να με καρφώσει, πώς το λένε, δεν ήρθε για… Α! Όσο για τα ρήματα, αφού τα ξετίναξε τα παιδιά στα ρήματα... Τώρα θα πεις γιατί τα λες αυτά, τα ’χεις απωθημένα; Τα ’χω, μ’ έχουν καρφώσει την καρδιά. Αφού τα ξετίναξε τα παιδιά οριζοντίως, καθέτως, «κλίνετε το ρήμα», ας το πούμε, «λύω, στους χρόνους πώς κάνει: λύω, έλυον, λύσω, έλυσα, στις εγκλίσεις, Έγκλιση Οριστική, Υποτακτική, Προστακτική, να λύσω, λελυκέναι κτλ. Δεν τα βρήκε τίποτα. «Ε», εγώ λέω, «εντάξει» λέω. Κάποια στιγμή λέει: «Πώς κάνει η Δυνητική Οριστική;». Α! Μόλις ακούω εγώ Δυνητική Οριστική δεν την είχα ακούσει. Μια φορά όταν ήμουνα γυμνασιόπαιδο, το γράφει το Τζαρτζάνος, είναι ο Παρατατικός με το «θα». «Θα έλυον». Δηλαδή θέλω να πω, θέλω να πω τότε υπήρχε μια, μια διαμάχη, δεν ξέρω τι υπήρχε, ξέρω γω, με τους επιθεωρητές, γι’ αυτό τώρα δεν θέλουνε οι δάσκαλοι τους επιθεωρητές–
Τελικά αυτός ο επιθεωρητής τι σας έκανε; Τι έγινε μετά με τον επιθεωρητή;
Ε, μετά μου έγραψε ότι είμαι εντάξει, αλλά μ’ έβαλε[00:30:00] με 7 και τα λοιπά, έδωσα εξετάσεις και μπήκα στη μετεκπαίδευση, έγιναν όμως... Εν τω μεταξύ, όταν ήμουνα στη μετεκπαίδευση γίνονται προαγωγές των δασκάλων, τότε γινόμασταν, προαγόμασταν κάθε τρία χρόνια, κατ’ αρχαιότητα. Άμα δεν ήσουνα καλός ίσα-ίσα δηλαδή, και κατ’ εκλογήν πάνω από 8 που έπαιρνες, σε βάζανε βαθμολογία, πάνω από 8 ήσουνα κατ’ εκλογήν δάσκαλος που λένε, ή υπάλληλος κατ’ εκλογήν.
Α,υπήρχε τέτοια διαβάθμιση, ας πούμε.
Ναι. Υπήρχε διαβάθμιση. Εγώ, λοιπόν, το περίεργο ήταν αυτό, ήμουνα στη μετεκπαίδευση, έκανα μαθήματα ας πούμε, γίνονται προαγωγές δασκάλων εδώ, ας το πούμε, της περιφέρειάς μας και βλέπω «Κωνσταντάρας Δημήτρης, κατ’ αρχαιότητα». Οι φίλοι μου οι περισσότεροι ήτανε «κατ’ εκλογήν». Είχα κάτι φίλους συναδέλφους, εγώ ήμουνα «κατ’ αρχαιότητα», με μερικούς δασκάλους, ας το πούμε, τα παιδιά, τα οποία έτσι ο ένας, ο άλλος, ο άλλος, ο άλλος. Γι’ αυτό σήμερα οι δάσκαλοι, ας το πούμε, και γενικά οι εκπαιδευτικοί φοβούνται αυτήν τη λεγόμενη αξιολόγηση. Ενώ η αξιολόγηση πρέπει να γίνεται, αλλά να γίνεται μ’ ένα τρόπο που να ’ρχεται να σε βελτιώνει. Να σε βελτιώνει. Γιατί εμένα τώρα αυτά τα βιβλία, παραδείγματος χάριν, θα μου πείτε: «Ε, τώρα εσύ μας κάνεις τον έξυπνο. Μπορεί να μας έχεις εκδώσει πολλά βιβλία», ας το πούμε. Μπορείς όμως, μπορείς όμως, παίρνοντας από τα πρώτα μου βιβλία – όχι, αυτό δεν το ’χω γράψει εγώ, τώρα το έγραψα, αυτό το βιβλίο ας το πούμε. Αυτό το βιβλίο. Άμα το πάρουμε αυτό το βιβλίο εδώ πέρα, όταν το έστειλα να το τυπώσω… Στην Θεσσαλονίκη το τύπωσα, γιατί το έχω γραμμένο, το έχω γραμμένο εγώ, το έχω γραμμένο εγώ, το έχω σε, τότε ήτανε δισκέτες. Το έστειλα, μου το τύπωσε. Μου λέει: «Κύριε Κωνσταντάρα», λέει «έχει» λέει «πάρα πολλά» λέει «λάθη». Λέω: «Τι λάθη έχει, ρε παιδάκι μου, αφού το κοίταξα, έβαλα και άνθρωπο άλλον και το κοίταξα», και τώρα διαπιστώνω κι εγώ τι λάθη έχω. Έχω διαστήματα. Δεν είχα μάθει τα διαστήματα. Μου λέει: «Τα διαστήματα δεν είναι αυτά». «Τι λες, μωρέ;» λέω. «Αυτό είναι σπουδαίο». Λέω: «Δεν γίνεται τώρα, γιατί άμα βάλεις τα διαστήματα προς τα εδώ, από κει, θα φύγουν οι σελίδες». Τώρα το βλέπω εγώ εκεί πέρα, λίγο κενό διάστημα βάζεις παραπάνω. Χαίρομαι, λοιπόν. Είπα μετά τη βαφτισιμιά μου: «Ρε Ρένα, γράψε μου σε παρακαλώ» και μου έγραψε έναν κατάλογο και μόνος μου έμαθα, ας πούμε το, το να κάνω γραφή, ας το πούμε. Και βλέπω τώρα, εδώ πέρα, ας πούμε, έχω πάρα πολλά λάθη. Έχω πάρα πολλά, λάθη δηλαδή ας το πούμε, του τύπου, πώς το λένε; Λάθη του τύπου και προσπαθώ να το διορθώσω. Προσπαθώ να το διορθώσω. Ε, αυτό το πράγμα, ας το πούμε, το χαιρόμουνα εγώ, δεν είχα, δεν είχα αντίρρηση ας το πούμε και να καθίσεις κάτω να μου πεις: «Κοίταξε να δεις, αυτό το πράγμα δεν πάει, δεν ταιριάζει». Το δέχομαι, δεν μπορώ να το απορρίψω–
Ενότητα 2
Η αφοσίωση στο διδακτικό έργο και το ενδιαφέρον για την καταγραφή της οικογενειακής ιστορίας
00:33:22 - 00:47:32
Να κάνω μια ερώτηση;
Ναι.
Πότε ξεκινάει η ανάγκη σας για τη συγγραφή; Ήσαστε δάσκαλος, γίνατε, γίνεστε σχολικός σύμβουλος–
Ναι. Τι έγινε τώρα. Σαν δάσκαλος και σαν σχολικός σύμβουλος, αυτό τώρα το θεωρώ, ενώ είχα καταβολές Μικρασιάτικες, άκουγα τη μάνα μου, έλεγε μερικά πράγματα κτλ., αλλά και μετά σαν σχολικός σύμβουλος ήμουν αφοσιωμένος στη δουλειά μου. Γιατί για να αρχίσεις τα Μικρασιάτικα, να αρχίσεις να, έπρεπε να ρωτάς, έπρεπε να κάνεις, δεν είχα ασχοληθεί πολύ και ίσως επειδή ήμουν αφοσιωμένος στη δουλειά μου. Σας είπα, σε μονοθέσιο, διθέσιο σχολείο που ήμουνα στα χωριά όλη την ικμάδα μου την έδινα στα παιδιά. Δεν, δεν διασπάστηκα αλλού. Δεν διασπάστηκα αλλού, ας το πούμε, και ακόμα τότε… Κοιτάξτε να δείτε, εγώ σαν δάσκαλος έμεινα το ’60, έτσι; Μέχρι το ’55, ’60, ’70 κτλ., τώρα μιλάνε για τα Μικρασιάτικα. Δεν μιλούσε κανείς για τα Μικρασιάτικα. Άμα κοιτάξουμε ακόμα και την Ιστορία. Ιστορίες παλιές δεν έχω. Δεν δίδαξα εγώ ποτέ στο Δημοτικό Σχολείο την Μικρασιατική Καταστροφή. Δεν την δίδαξα. Ούτε τη διδάσκαμε, ούτε τα Γυμνάσια ούτε πουθενά. Η Ιστορία μας σταματούσε στο 1940. Η Ιστορία σταματούσε στο 1940. Και τότε, εκείνη την εποχή, τώρα εσείς ήρθατε να μου κάνετε συνέντευξη. Αμ, δεν έδιναν συνέντευξη οι άνθρωποι τότε! «Συνέντευξη θα δώσω, θα μιλήσω, ποιος είναι αυτός, ξέρω γω, α πα πα πα πα!». Γιατί ήταν άλλο καθεστώς κτλ. κτλ. Και ακόμα και οι γονείς μας ακόμα, που έστω και τους ρωτούσαμε καμιά φορά, έλεγαν: «Άντε, άσ’ τα αυτά τώρα αυτά, άσ’ τα τώρα αυτά, μην τα ανακατεύεις αυτά τα πράγματα». Δηλαδή ήτανε το κλίμα τέτοιο, που ενώ τώρα τα λέω και δεν φοβάμαι κανέναν, ούτε έχω καμία αυτή, ούτε, μπήκατε στο σπίτι μου, «ποιος μπαίνει στο σπίτι, τι κάνει;» κτλ. Ήτανε πράγματα τα οποία κάπου δημιουργούσανε κάτι καταστάσεις. Τώρα, γι’ αυτό λοιπόν, γι’ αυτό λοιπόν, εγώ από το ’68 ήδη, η πρώτη μου συνέντευξη που πήρα από τη μάνα μου ήταν απ’ το ’68, που αγόρασα ένα μαγνητόφωνο. Γιατί αγόρασα μαγνητόφωνο; Ήμουνα από εκείνη την εποχή. Τώρα συγγνώμη που περιαυτολογώ, όχι περιαυτολογώ, τέλος πάντων, περιαυτολογώ. Μ’ άρεσε η διδασκαλία που να κάνω, το είχα μάθει και απ’ την Ακαδημία που μάθαμε, να είναι ας το πούμε με εικόνες, να είναι με ήχους, να είναι με ζωντανά πράγματα. Και επεδίωξα να πάρω ένα μαγνητόφωνο. Το πήρα το ’68. Το είχε τότε ακριβά. Αυτά είχαν ακριβά τα πράγματα τότε, εκείνη την εποχή. Μάλιστα, όταν ήμουνα το ’60, άκου τώρα βλακείες, τι να αρχίσω δηλαδή; Σαν νεαρός, τώρα το καταλαβαίνω, θα μου επιτρέψεις να το πω. Είχα όνειρα. Δηλαδή διορίστηκα σαν δάσκαλος και είχα όνειρα να διδάξω και δίδασκα έτσι με, με ενθουσιασμό. Να φανταστείτε ένα απλό παράδειγμα, τώρα το καταλαβαίνω, σαν βλακεία ήταν. Από νεαρός, από γυμνασιόπαιδο αγόραζα με το υστέρημά μου τα τεύχη της Εγκυκλοπαίδειας του «Ήλιου». Ο «Ήλιος» έβγαζε μια εγκυκλοπαίδεια και τα αγόραζα τεύχος-τεύχος και τα ψευτοδιάβαζα. Μ’ άρεσε η Ιστορία. Και τα μεν πρώτα, τα ’χω απάνω, έναν, δύο, τρεις τόμους τα έκανα τόμους και τα είχα δεμένα. Μετά τα άλλα δεν μπόρεσα να τα δέσω, γιατί και το δέσιμο ήτανε χειροποίητο. Ήταν ακριβό. Και όταν διορίστηκα δάσκαλος, την πρώτη φορά, μόλις διορίστηκα, διορίστηκα 12, με το Φ.Ε.Κ. 12 Φεβρουαρίου και ανέλαβα 10 Μαρτίου. Σ’ ένα χωριό έξω απ’ την Ελασσόνα προς την Δεσκάτη, 15-20 χιλιόμετρα, και μετά πήγαινα με τα πόδια. Λέω: «Πώς θα κάνω μάθημα; Πρέπει να έχω βοηθητικά βιβλία». Δεν είχαμε βοηθητικά βιβλία. Ήταν βοηθητικά βιβλία των μαθητών, που τα πουλούσε το εμπόριο. Δεν είχε το κράτος να μας, να μας πει, όπως τώρα σου δίνουν τα βιβλία: «Αυτά είναι τα βιβλία». Και σου δίνει και βιβλίο δασκάλου. Δεν είχαμε τέτοια πράγματα. Λέω: «Πρέπει να πάρω». Και έρχομαι, λοιπόν, κάνω μπάλα σ’ ένα κασόνι, σε μία κάσα μεγάλη, την Εγκυκλοπαίδεια, άδετη τώρα. Και την κουβ… πήγα σ’ ένα πρακτορείο κτλ. να μου την φέρει στην Ελασσόνα και μετά από την Ελασσόνα με τρακτέρ να το φέρω στο χωριό, στο χωριό με τρακτέρ, ναι, με τρακτέρ απ’ την Ελασσόνα, να μου την φέρει στο αυτό, για να έχω βιβλία, ας πούμε, την Εγκυκλοπαίδεια. Και τώρα λέω: «Τι βλακείες έκανα!». Να, να έχω μια Εγκυκλοπαίδεια για να, για να βρίσκω! Μετά αγόρασα, το ’χω ακόμα το βιβλίο αυτό, ήταν ένα βιβλίο, μια σειρά βιβλίων, Άπασα Ύλη. Το έχω. Το είχα αγοράσει μετά, γιατί δεν είχα και λεφτά να αγοράζω κιόλας. Άπασα Ύλη. Που είχε όλη την ύλη του Δημοτικού σχολείου. Το έχω το βιβλίο αυτό. Μια σειρά, δώδεκα βιβλία. Πρώτη, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Έκτη. Άπασα Ύλη. Άρα, λοιπόν, είχα ενθουσιασμό. Και άλλο ένα, το βλέπω τώρα, μιλάμε για κουκλοθέατρο. Από τότε, πριν από το ’60, προσπαθούσα να βρούμε, διάβαζα για... Κουκλοθέατρο στην Ακαδημία δεν κάναμε, αλλά μετά κάπου διάβασα, κάπου έκανα πώς γίνονται οι κούκλες. Και πήρα, λοιπόν, εφημερίδες, όπως είναι τις έκοψα, τις έκανα με ζυμάρι και μετά έκανα κάτι, έκανα κάτι κεφαλάκια. Έκανα δυο-τρία κεφαλάκια. Έκανα μια σειρά από κούκλες. Γιατί έπιανε και το χέρι μου. Έκανα μια σειρά από κούκλες, τις έντυσα και μόνος μου, χωρίς να διαβάσω. Δεν υπήρχε και το Internet να πάρεις πληροφορίες. Έκανα, ας το πούμε, τέσσερα-πέντε κού[00:40:00]κλες, με το χέρι μου να βάζω μέσα, με τ’ αυτά, γιατί το κουκλοθέατρο αξίζει πολύ. Μιλάω τώρα πριν το, πριν το ’60.
Μου είχατε πει ότι–
Και–
Ζωγραφίζατε κιόλας–
Όχι, να τελειώσω. Και στο χωριό που πήγα, λοιπόν, αυτού, σε ένα κασόνι πάλι πήρα τις κούκλες, ας πούμε, και τους έδειξα κουκλοθέατρο. Και τώρα το λέω: «Τι βλακείες» λέω «έκανα, ρε παιδάκι μου». Ένας μονοθεσίτης και διθεσίτης δάσκαλος, ας το πούμε, μια φορά εκεί στο χωριό που ήμουνα, ήταν αβέρτο το, ήταν το σχολείο και ήταν στην πλατεία, ούτε αυλή ούτε τίποτα. Ε, νεαρός εγώ, ας το πούμε, έκανα Γυμναστική στα παιδιά, τότε Γυμναστική δεν ήταν με μπάλες, ήτανε πρόταση, ανάταση, έκταση, επίκυψη, τροχάδην. Τους έβαζα τροχάδην. Είχαμε ένα, έκανα ένα σκάμμα στην πλατεία εκεί και πηδούσαμε, ας το πούμε. Ήμουνα νεαρός, τώρα το καταλαβαίνω. Ήμουνα 25 χρονών παιδί, ας το πούμε. Είχα δίψα να διδάξω. Και θυμάμαι, θα το πω αυτό, έχει πλάκα. Εκεί στην πλατεία που ήτανε, ήταν απέναντι το καφενείο. Ήταν ο παπάς, κάθε 10:00 η ώρα, 10:30 ας πούμε πίναν τον καφέ τους. Εγώ νεαρός, ας πούμε, έκανα την Γυμναστική μου εκεί με τα παιδιά, πηδούσα κτλ. Ε, μετά, αφού τους είδα που ήταν εκεί πέρα, πήγα να πω: «Καλημέρα, πάτερ», ας το πούμε. Ήτανε αβέρτο, ήτανε, μια αλάνα ήτανε. Και ήταν το σχολείο στη μέση και η πλατεία του χωριού, αλάνα. Χώμα, πώς το λένε, αλάνα. Και κατά νουν εγώ είχα, ας το πούμε, όταν πήγα, «καλημέρα», «καλημέρα», ε, να μου πει: «Δάσκαλε», ξέρω γω, «μπράβο, νεαρέ δάσκαλε». Είχα πάει νεαρός στο χωριό τους. Μου λέει: «Δάσκαλε, τι έκανες εκεί πέρα;». Λέω: «Τι έκανα;». «Πηδάς» λέει «εσύ;». Γιατί, γιατί πηδούσα. Βέβαια πηδούσα, δεν φορούσα φόρμα κι εγώ, βέβαια, και φορούσα και γραβάτα, γιατί τότε έπρεπε να φοράμε και γραβάτα. Έπρεπε να φοράμε και... και θα φορούσα και γραβάτα, αλλά πήδηξα για να δείξω στα παιδιά ένα από το σκάμμα «χραπ» να πηδήξω. Και πήγα, θυμάμαι, και ενώ περίμενα να μου πει: «Δάσκαλε, μπράβο, ρε νεαρέ δάσκαλε», νεαρός ας το πούμε, παιδί, είχα μαλλιά φουντωτά εδώ, μαύρα μαλλιά, σγουρά μαλλιά, ήμουνα ένα νεαρό παιδί με όρεξη. Αδύνατος ήμουνα, δεν ήμουνα όμορφος, ήμουνα έτσι ένας ψόφιος, ας το πούμε, αλλά είχα μέσα μου ζωή. Μου λέει: «Δάσκαλε, τι κάνεις εκεί;» λέει. Λέω: «Τι κάνω;». «Πηδάς;» μου λέει. Δηλαδή σου λέει δάσκαλος και να πηδάει! Αλλά σας είπα, μ’ άρεσε η δουλειά μου, αφοσιώθηκα στη δουλειά μου, δεν το μετάνιωσα, χαιρόμουνα τη δουλειά μου και εδώ που πήγαινα και στα κορίτσια αυτά που, που τους έλεγα: «Κοιτάξτε να δείτε, εγώ δεν ήμουνα του, του Πανεπιστημίου. Ήμουνα με μετεκπαίδευση. Εσείς είσαστε του Πανεπιστημίου. Μη φοβάστε κανέναν. Έρχονται οι γονείς που γράφουν τα παιδιά τους», γιατί ερχόταν οι γονείς αστικής τάξεως, γιατροί, δικηγόροι. Όλοι αυτοί οι γιατροί, τα νέα τα παιδιά αυτά, που είναι φαρμακοποιοί, γιατροί, τα είχα μαθητές εγώ. Τα είχα μαθητές. Λοιπόν, αυτοί είναι γιατροί, είναι δικηγόροι. Δικηγόροι μεγάλοι θυμάμαι, είχα τα παιδιά τους ας το πούμε. Και εγώ δεν το είχα αντιμετωπίσει άλλη φορά, αλλά, «μη φοβάστε, θα τους αντιμετωπίσουμε, αλλά μόνο θέλω, μόνο θέλω», τότε είχαμε και βαθμούς, «ό,τι βαθμούς βάζουμε θα είναι αντικειμενικοί». Αυτό το είχαμε και απ’ τη σχολή. «Μην κάνετε διακρίσεις για κανέναν». Και τώρα δεν εξετάζουμε τα παιδιά αν είναι φτωχά, αν είναι πλούσια, αν είναι αυτά. Ούτε, αυτό το πράγμα ούτε το ξέραμε, ας το πούμε, ούτε μας ενδιέφερε. Θα είστε αντικειμενικοί και θα βάζετε βαθμούς. Μια φορά μου ήρθανε δύο γιατροί, είναι εδώ, να μην τους αναφέρω, αυτή είναι τώρα μεγάλη φαρμακοποιός, μου λέει: «Κύριε διευθυντά», λέει... Α! Έκανα και μάθημα, μόνο Θρησκευτικά έκανα τις τελευταίες χρονιές. Ενώ στην αρχή είχα τάξη, όταν ξεκινήσαμε είχα Τρίτη τάξη, γιατί ξεκινήσαμε από Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Έκτη.
Στο Ελληνογαλλικό λέτε.
Ναι. Στο, στο Ελληνογαλλικό. Όχι, ξεκινήσαμε Πρώτη, Δευτέρα, Τρίτη και εγώ είχα με 52, με 52 παιδιά. Και όταν έφυγα άφησα 240 παιδιά. Το πρωί είχα το σχολείο και, γιατί είχαμε, πραγματικά οι κοπέλες που δουλεύουν, δουλεύουν έργα γραπτά. «Θα μου φέρετε γραπτά». «Τι;». «Το καλοκαίρι», λέω, «κορίτσια, το καλοκαίρι», η κάθε μία ήξερε ποιο σχο… ποιο, ποια τάξη θα κάνει, «αλλά θα μου φέρετε τι εργασίες θα κάνετε». «Ονειρεύεστε!». Οπότε την πρώτη συνεδρίαση: «Παρακαλώ, η Πρώτη τάξη. Πείτε μου τι σκέπτεστε απάνω στην ύλη». Έλεγε: «Θα κάνω αυτό, θα κάνω εκείνο». Δευτέρα τάξη: «Πείτε μου ποιες εκδρομές θέλετε να πάτε, σε ποια μέρη» κτλ. Η Τρίτη τάξη: «Α! Θέλω να πάω στο Σέσκλο γιατί είναι η Τρίτη τάξη». Η Τετάρτη τάξη... Είχαν, λέω «γραπτά όλα» ούτως ώστε, η σχολή μας πλήρωνε, όπως και εμένα το δημόσιο με πλήρωνε. Γι’ αυτό από τότε που ήμουνα στο δημόσιο και στο χωριό το έλεγα: «Εμένα μ’ έστειλε το κράτος, με πληρώνει, για να σας μάθω γράμματα. Θα μάθετε γράμματα!» έλεγα. Αισθανόμουνα ότι με πληρώνει το κράτος και αισθανόμουνα ότι πρέπει κι εγώ να έχω αντίκρισμα. Δηλαδή το αισθανόμουν αυτό. Γι’ αυτό σας είπα είχα αφοσιωθεί. Και εδώ που είμαστε στο αυτό ήρθα με τη γυναίκα μου, λέω: «Γυναίκα, κοίταξε να δεις, θα προσληφθώ, μου είπανε θα πάω στο Ελληνογαλλικό, αλλά με το σπίτι δεν θα ασχοληθώ καθόλου. Ούτε ψώνια ούτε τίποτα, θα πηγαίνω το πρωί-πρωί, 7:30, 8:00 παρά η ώρα, 7:30, και θα ’ρχομαι 3:00 η ώρα. Και το βράδυ πάλι θα πηγαίνω, θα διαβάζω, θα κάνω, τι λες εσύ; Να το επιχειρήσω;». «Ναι» μου λέει, «άντρα, εντάξει». Αφοσιωνόμουνα. Γι’ αυτό λοιπόν επανέρχομαι στο ερώτημα αυτό, ενώ είχα τη μάνα μου, απλώς την έπαιρνα συνεντεύξεις και δεν τις επεξεργάστηκα. Μετά που απεδήμησε, το ενενηντα… έφυγα από την υπηρεσία το ’91, δηλαδή έχω 30 χρόνια που έφυγα, 31 χρόνια. Απ’ το ’91 και μετά, λοιπόν... Α, εν τω μεταξύ και πριν το ’91 ασχολούμην με τα πολιτιστικά. Στον Δήμο Νέας Ιωνίας, όταν ήτανε ο Μπαλής δήμαρχος, ανέλαβα στο Τουριστικό Περίπτερο και ιδρύσαμε τότε ένα «Πνευματική-Πολιτιστική Εστία Νέας Ιωνίας». Μου λέει: «Κύριε Κωνσταντάρα», ήμασταν ας το πούμε οικογενειακοί φίλοι, «έλα» μου λέει «εδώ», έγινα διευθυντής και λειτούργησε ένα πολιτιστικό, ας το πούμε, κέντρο μάθησης, όπως ήτανε από την Νομαρχία, με διάφορα μαθήματα και το ένα και το άλλο. Αλλά εγώ το ονειρευόμουνα με ομιλίες, με το ένα και τ’ άλλο, το ονειρευόμουνα σαν Μικρό Πανεπιστήμιο. Ανακατευόμουνα με τα πολιτιστικά. Αλλά όχι ακόμα με τα…
Με τη συγγραφή.
Ενότητα 3
Οι λιγοστές ιστορίες της μητέρας για τα Μικρασιάτικα οδήγησαν σε ενδελεχή έρευνα
00:47:32 - 01:13:09
Με τα Μικρασιάτικα. Μάλιστα, ο Μπαλής, ο δήμαρχος, μου λέει: «Γράψε» μου λέει «για την Μικρά Ασία». Α! Και δεν το ξεχνάω, να το πω αυτό, είχα γράψει κάτι, κάπου για την Μικρά Ασία και μου λέει ο συγχωρεμένος ο δάσκαλος ο Γιώργος ο Θωμάς: «Ρε Κωνσταντάρα», λέει «γράψε, ρε, για την Μικρά Ασία». «Ε, τι να γράψω» λέω, «εγώ, δεν ξέρω, ο καημένος», ας το πούμε. Γιατί γράφανε ο Κώστας ο Λιάπης. Και ο Λιάπης μου ’λεγε, όταν έγραψα το πρώτο λέει: «Κωνσταντάρα, εντάξει» μου λέει, «γράψε». Δηλαδή μέχρι το ’91 έκανα κάτι, ας το πούμε, κάτι απλές ιστορίες. Αυτές είναι οι ιστορίες που δεν είχανε ψάξιμο. Αυτές δεν είχανε πολύ ψάξιμο. Άκουσα απ’ τη μάνα μου–
Τι ιστορίες είναι αυτές;
Και μετά…
Τι ιστορίες είναι αυτές, ας πούμε;
Ε, η μάνα μου τις έλεγε αυτές τις ιστορίες. Να πούμε ένα απλό παράδειγμα. Όταν ήρθαν εδώ, ας το πούμε, με το πλοίο, παραδείγματος χάριν, ή όταν φύγανε. Πώς φύγανε. Όταν ήρθαν εδώ με το πλοίο αράξανε, ήρθε το πλοίο αρόδο, όχι στην άκρη του λιμανιού, και ήρθε μια βάρκα για να μας δώσει ψωμιά. Πού να ανέβουν να τα δώσουν τα ψωμιά! Και τα πετούσε τα ψωμιά, λέει, τα πετούσε τα ψωμιά ο βαρκάρης, έτσι μου το είπε και το καταγράφω εδώ πέρα. Απλώς αυτήν τη κουβέντα, τα πετούσε τα ψωμιά και όποιος προλάβαινε και άρπαζε. Και άρπαζε, και η γιαγιά η καημένη, η γιαγιά 40 χρονών, όταν λέμε γιαγιά, και όταν λέμε παππού, που σας έδειξα τις φωτογραφίες, είναι 42 χρονών ο άνθρωπος. Γέρος έτσι δα. Γέρος έτσι δα. Λοιπόν, άρπαξε ένα ψωμί, το ’βαλε στη φούστα της έτσι δα και νόμιζε πως ήτανε ψωμί. Ε, αυτό το έκανα ιστορία. Για ένα καρβέλι ψωμί, ας το πούμε. Ή… Α! Εν τω μεταξύ, γράφω πώς ήρθαν, πώς, δηλαδή το εμπλουτίζω. Ή στην Νέα Ιωνία, παραδείγματος χάριν, να, αυτό, που ήτανε στρατιώτης, μου το είπε η μάνα μου. Μου έδειξε και το απολυτήριο, το έχω στα χαρτιά και το έκανα ολόκληρη ιστορία, ας το πούμε. Και βάζω και άλλα στοιχεία, ας το πούμε. Στην Νέα Ιωνία, ας το πούμε, έχουμε αυτές τις μικρασιάτικες εικόνες που φέρανε απ’ την Μικρά Ασία. Δεν ξέρω αν το είδατε, στο μουσείο απάνω. Και θυμάμαι στην, αυτές τις είχαν στην παλιά μικρή Ευαγγελίστρα, όταν ήταν μικρή η Ευαγγελίστρα τις ε[00:50:00]ίχαν απέναντι. Έτσι γύρω-γύρω στον τοίχο της είχαν. Εγώ ήμουνα στο ψαλτήρι το αριστερό και έβλεπα απέναντι, είναι ακόμη αυτή μια ωραία εικόνα, την εικόνα του Αγίου Νικολάου. Η εικόνα του Αγίου Νικολάου, πού την έχω, τέλος πάντων, εδώ, κάπου την έχω. Η εικόνα του Αγίου Νικολάου. Ε, την έβλεπα την εικόνα, δεν, ας το πούμε, ε, έλεγα μια εικόνα του Αγίου Νικολάου. Μετά όμως που ασχολήθηκα με τα Μικρασιάτικα, μετά που ασχολήθηκα με τα Μικρασιάτικα, η εικόνα του Αγίου Νικολάου ’82, να ’το, ’82, να ’την. Είναι αυτή η εικόνα, είναι αυτή η εικόνα. Ε, έβλεπα μια ωραία εικόνα πράγματι και την θαύμαζα. Ε, μετά με βάση την εικόνα αυτήν, ας το πούμε, έκανα ότι είναι ο παππούς μου αυτός. Πώς ήταν ο παππούς μου εκεί, πώς ζούσε ευτυχισμένα, πώς πέρασε, πώς έκανε. Τη ζωή του, ας το πούμε, του παππού μου. Να ’το. Δεν ξέρω, όμως, γιατί η εικόνα του Αγίου Νικολάου με τραβούσε και με συγκινούσε ιδιαίτερα. Ο Άγιος με το ήρεμο και, εδώ κανονικά κι η λογοτεχνία δεν, αλλά βασισμένο τώρα απάνω σε συγκεκριμένα γεγονότα αυτά όλα.
Άρα λοιπόν το πρώτο ερέθισμα το δίνει η μητέρα και οι ιστορίες από την Μικρά Ασία και μετά η καταγραφή εδώ πέρα το τι συνέβαινε εκείνα τα χρόνια–
Μπράβο–
Πώς αναπτυχθήκανε οι Ίωνες–
Αυτό ήταν το πρώτο βιβλίο–
Ναι.
Μετά όμως, μετά όμως μου μπήκε η ιδέα, γιατί έψαχνα να βρω, ας το πούμε, είμαι λιγάκι μυστήριος, ας πούμε. Έψαχνα να βρω την αρχή των πραγμάτων. Δηλαδή… Α! Είχε εκδοθεί εν τω μεταξύ, πιο μπροστά εξέδωκε ο Παναγιώτης Κατσιρέλος για τον συνοικισμό, για την Ν. Ιωνία, και έλεγε πώς ιδρύθηκε ο συνοικισμός, πώς κτίστηκαν τα σπίτια τα μονοκάμαρα, αλλά δεν είχε ημερομηνίες. Δεν είχε αριθμούς. Εν τω μεταξύ, πήγαινα με τον Κατσιρέλο εγώ και μιλούσαμε, τον έχω εδώ καταγραμμένο. Έμενε εκεί στην Ν. Ιωνία, οδός Χρήστου Λούλη, σ’ ένα δωματιάκι. Και τον ρωτούσα για τους, πήγαινε και στο σχολείο το προσφυγικό. Τα πρώτα προσφυγικά σχολεία ήταν απέναντι απ’ την Βαγγελίστρα. Μου έλεγε κάτι πράγματα γενικά. Εγώ έψαχνα, όμως, να βρω αριθμούς, συγκεκριμένα πράγματα. Οπότε, λοιπόν, άρχισα μετά, αφού έγινα συνταξιούχος, έγινα συνταξιούχος το ’91, το ’92 άρχισα μετά να ψάχνω. Και το ψάξιμο αυτό, παραδείγματος χάριν, έχω ψάξει όλα τα Φ.Ε.Κ. Έψαχνα απ’ τα Φ.Ε.Κ. για να δω πότε ιδρύθηκαν τα σχολεία. Διαπίστωσα πως λειτουργούσαν σχολεία. Εγώ ιδέα δεν είχα για τα σχολεία. Α! Πήγα στα σχολεία, λέω: «Ρε παιδιά, εδώ λειτουργούσαν κάποια σχολεία». «Ναι» μου λέει, «έχουμε αρχεία». Και βρήκα τα αρχεία των σχολείων. Πω, πω, πω! Χαρά εγώ, και τα πήρα και τα φωτοτύπησα, τα έχω εκεί πέρα. Τα φωτοτύπησα. Άρχιζα, λοιπόν, και βρήκα και πηγαίνω μάλιστα στον Κατσιρέλο και του λέω: «Να!». «Α! Ναι» μου λέει, «εντάξει» λέει. Του έδειξα και μια φωτογραφία μετά, που μου στείλαν κάποιοι, «να» λέω. «Α! Εδώ είμαι εγώ» λέει. «Εδώ είναι ο τάδε, εδώ είναι το τάδε, εδώ είναι ο τάδε», γνωστά ονόματα, ας το πούμε. Και μ’ άρεσε αυτή η έρευνα γιατί δεν είχε εκδοθεί. Είναι το πρώτο βιβλίο αυτό που εκδί… Α! Εν τω μεταξύ άρχισα, πήγαινα στον Σύλλογο των «Τριών Ιεραρχών». Και οι πρώτες μου πηγές ήταν οι εφημερίδες, να βρω τις παλιές εφημερίδες της εποχής εκείνης. Βέβαια, πήγα στνη Νομαρχία για να βρω το, την Νέα Ιωνία, ας το πούμε, την έκτισε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων. Και έψαξα να βρω στο, και ο πρόεδρος της Επιτροπής αυτής ήταν ο Χρήστος ο Λούλης, που ήταν στο Επιμελητήριο. Πάω στο Επιμελητήριο, λέω: «Ρε παιδιά, ο Χρήστος ο Λούλης το, το ’24 ήτανε;». «Να η φωτογραφία του» λέει. Την έχω τη φωτογραφία του. «Α! Εντάξει, μπράβο». Την βγάζω φωτογραφία και την έχω δημοσιεύσει. «Έχει τίποτα εδώ στο Επιμελητήριο, κάνα φάκελο που να λέει πώς χτίστηκε ο συνοικισμός, τι έγινε;». «Α! Πού να βρούμε φάκελο, τέτοιον φάκελο, δεν ξέρουμε» λέει. Πήγα στην Νομαρχία εδώ, πήγα από κει, τελικά κατέληξα, ας το πούμε, άρχισα στους «Τρεις Ιεράρχες». Και με βοήθησαν πολύ οι «Τρεις Ιεράρχες», τους αναφέρω εδώ με ευχαριστίες κτλ. γιατί πήρα τις παλιές εφημερίδες και άρχισα, είμαι οπαδός ας το πούμε του ξεφυλλίσματος. Του ξεφυλλίσματος. Πάω λοιπόν στις… Α! Οι εφημερίδες, εν τω μεταξύ, είναι ολόκληρες ιστορίες αυτές και αυτές είχαν και έχουν πρόβλημα, ας το πούμε. Ήθελα να βρω το ’22. Ήθελα να βρω το ’22. Ήθελα να βρω μετά, απ’ το ’22 και μετά. Βρήκα πράγματι το ’22 και είχε τον τόμο του ’22. Οι εφημερίδες άμα δείτε, δεν ξέρω αν έχετε πάει σε εφημερίδες, είναι μεγάλες εφημερίδες. Τις έχουνε δεμένες κάθε χρόνο. Τότε δεν βγάζαν, βγάζαν τετρασέλιδες ήταν. Κάθε χρόνο είναι ’21, ’22, ’23, ’24, ’25 κτλ. Πάω στον Ταχυδρόμο, «Α!» μου λέει, «έχουμε» λέει «τον τόμο». Ο Ταχυδρόμος ήταν στην οδό Αντωνοπούλου. Ήταν στενεμένοι οι άνθρωποι κτλ. «Πού να τον βγάλουμε» λέει «από κει, κει απάνω είναι;». Λέω: «Σε παρακαλώ» ξέρω γω. Ήτανε μια κ. Πόπη και ήτανε και διευθύντρια του Ταχυδρόμου, ξέρω γω. Τελικά μου βγάλανε τον τόμο και καθόμουνα, βρήκα το ’22 και άρχισα. Α, όχι, το ’22, δεν το είχε το ’22 ο Ταχυδρόμος. Το είχε μόνο η Θεσσαλία. Πάει. Η Θεσσαλία ήταν τότε στην οδό Ιάσονος. Ένα διώροφο κτίριο, Ιάσονος, απέναντι απ’ την «Τράπεζα Πειραιώς». Γωνία Ιάσονος με Αντωνοπούλου. Ένα σουβλατζίδικο είναι τώρα, τι είναι; Ήταν ένα διώροφο. Μου λέει ο υπεύθυνος: «Α!» μου λέει «δεν έχουμε τους τόμους» λέει, «τους έχουμε να τους δέσουμε κτλ.». «Α» λέω, «σε παρακαλώ» λέω, «να βρω το ’22» λέω. Και τελικά, μετά από δυο-τρεις μήνες κτλ. κατάφερα και βρήκα το ’22. Τι χαρά που έκανα που βρήκα, ας το πούμε, πράγματι τα συγκλονιστικά γεγονότα, τα οποία τα περιγράφω σ’ αυτό το βιβλίο μου. Πώς ήρθαν οι πρόσφυγες, οι πρόσφυγες το ’22 στον Βόλο. Πού εγκατασταθήκανε, ποια συσσίτια έγιναν; Όλα αυτά τα περιγράφω και τα καταγράφω. Αλλά εν τω μεταξύ τότε δεν είχαμε και τα μέσα. Φωτοτυπίες δεν μπορούσα να βγάλω. Πού να βγάλω τις φωτοτυπίες, είναι μεγάλες οι εφημερίδες, και είχα ένα μαγνητοφωνάκι σαν κι αυτό, τα διάβαζα, τα μαγνητοφωνούσα και ερχόμουνα μετά, έχω έναν σωρό τετράδια εκεί, και τα απομαγνητοφωνούσα. Και τα έγραψα μετά. Τα απομαγνητοφωνούσα και τα έγραφα σ’ ένα τετράδιο. Έκανα δηλαδή πολύ κόπο. Αυτό, εν τω μεταξύ, βρήκα το ’22. Εντάξει, ήρθαν οι πρόσφυγες. Πού μείναν, σε ποιες αποθήκες. Με ενδιέφερε μετά–
Τα καράβια που ήρθανε; Τα καράβια που ήρθανε πόσα, ήτανε μεγάλα καράβια–
Ε, να, υπερωκεάνιο, τα περιγράφω εδώ. Αυτό είναι φοβερό βιβλίο!
Έχετε και ονομασία από το καράβι που τα έφερνε; Υπήρχαν συγκεκριμένα καράβια;
Ε, βέβαια. Να ’το. Ήρθε, το, τα καράβια τα συγκεκριμένα. Η «Νέα Ελλάς», η «Βιθυνία», ο «Μαίανδρος», ήταν τότε τα υπερωκεάνια. Και είναι γραμμένα, να ’το, η Θεσσαλία, ένας... Να ’το, η Θεσσαλία. Έχει γράψει ο Τάκης Οικονομάκης, που ήταν διευθυντής, αυτός ήταν και λογοτέχνης και ποιητής, ένας ενθουσιώδης άνθρωπος, έχει γράψει, να ’το, είναι γεγονός. Το οποίο λέει, δηλαδή κάτι συγκλονιστικό. Αυτά τα γεγονότα δεν ξέρω, συγγνώμη που το λέω τώρα, έτσι εγώ μιλάω, με συγκλόνισαν. Έγραψε, να ’το. Στην Θεσσαλία της Δευτέρας, οι εφημερίδες τότε βγαίναν όλες τις μέρες, Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη και η Θεσσαλία της Δευτέρας, ενώ τώρα, σήμερα, η Θεσσαλία της Δευτέρας και ο Ταχυδρόμος κτλ. έχουν μόνο αθλητικά. Τότε δεν είχανε αθλητικά. Λίγες ομάδες ήτανε, άλλη ιστορία αυτή. Είχανε κανονικές εφημερίδες. Την Δευτέρα, λοιπόν, ακριβώς ήρθαν Δευτέρα 21 προς 22, να ’το. Την επόμενη ημέρα η Θεσσαλία της Τρίτης, της Τρίτης, αλλά την πρώτη μέρα, να ’το, «πριν κλείσει», να ’το, «το μεγάλο κύμα των προσφύγων, έφτασε στο λιμάνι του Βόλου την Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 1922 με τέσσερα πλοία». Γραμμένα. «Πριν κλείσει την όλη ύλη της εφημερίδας Θεσσαλία της Δευτέρας 19 Σεπτεμβρίου, περίπου στις 12:00 τα μεσάνυχτα κατέπλευσε στο λιμάνι του Βόλου το υπερωκεάνιο ‘‘Μεγάλη Ελλάς’’ μεταφέροντας πρόσφυγες». Η εφημερίδα ίσα-ίσα που πρόλαβε και έγραψε με μια άσχετη, σε μία άσχετη στήλη, άσχετη στήλη, κάτι στα κοινωνικά, γι’ αυτό σας λέω έψαχνα τις εφημερίδες σαν λαγωνικό. Σε μια άσχετη στήλη στα, μου φαίνεται δεν είχε κλείσει ακόμη στα κοινωνικά στα, άσχετα, να ’το, άσχετη στήλη, στη δεύτερη σελ[01:00:00]ίδα. «Τότε η Θεσσαλία ήτανε δισέλιδη μεγάλου σχήματος, άνω αριστερά σε μονόστηλο εκεί, που είχε την κίνηση της πόλης και διαφημίσεις ιατρών. Τις παρακάτω τέσσερις γραμμές που ανοίγουν την αυλαία του προσφυγικού δράματος στην πόλη μας». Να ’το. Ποιο είναι; Να ’το. «Η εφημερίδα Θεσσαλία. Πρόσφυγες εκ Σμύρνης. Αργά τη νύχτα κατέπλευσε εις τον λιμένα μας το υπερωκεάνιον ‘‘Μεγάλη Ελλάς’’ μεταφέρον πρόσφυγες εκ Σμύρνης». Αυτή είναι η πρώτη είδηση, την Δευτέρα. Την Τρίτη όμως, ήρθαν οι πρόσφυγες την Δευτέρα βράδυ ήταν, τη νύχτα. Την Τρίτη, την Δευτέρα όλη έφεξε, κατέβηκαν οι πρόσφυγες και την Τρίτη γράφει η Θεσσαλία το φοβερό αυτό άρθρο του Τάκη Οικονομάκη, Το Μαύρο Κύμα. «Την φθινοπωρινήν ηρεμία του λιμένος μας ήρθε χθες να ταράξει ένα μεγάλο μαύρο κύμα. Κύμα συμφοράς. Εμπήκε μέσα και εξέσπασε ύστερα εις την παραλίαν απ’ όπου εξεχήθην εις όλην την πόλην. Και ένα αίσθημα υπερτάτης φρίκης, απεριγράπτου συγκινήσεως, αλλά και της οργής τρομερά συνεγκλόνιζε τους πάντες». Αυτός ήταν ο λογοτέχνης ο–
Άρα, λοιπόν, δείχνει και το κλίμα, το πώς αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι εδώ πέρα του Βόλου τους πρόσφυγες. Σαν μαύρο κύμα, ας πούμε–
Μαύρο κύμα. Μαύρο κύμα. Γέμισε λέει η παραλία, βγήκαν με τα μπογαλάκια τους και αναφέρει μετά, αυτό το έχει σαν πρώτο κύμα, αλλά έχει μετά τα πλοία τα οποία ήρθαν. Ήρθαν τα πλοία, ο «Μαίανδρος»–
Η μητέρας σας σε ποιο πλοίο ήτανε; Η μητέρα σας;
Ναι;
Σε ποιο πλοίο ήτανε;
Α! Η μητέρα μου δεν ήρθε την Δευτέρα το βρ… την Δευτέρα. Ήρθε κι αυτή το ’22, εντάξει. Ήρθε το ’22 αλλά δεν θυμόταν ακριβώς ημερομηνία. Τι θυμόταν όμως; Που μου την είπε, που μου την είπε, αληθινή ιστορία. Λέει: «Ρε παιδάκι μου, όταν ήρθαμε» λέει, «όταν ήρθαμε με το πλοίο έγινε κάτι» λέει «απάνω στο πλοίο και ήρθαν κάτι» λέει «εκπρόσωποι από τον Βόλο, δήμαρχος, ξέρω γω ποιοι ήτανε» λέει. Μικρό κορίτσι ήτανε, 11 χρονών. Και είπαν: «Δεν θέλουμε άλλους πρόσφυγες! Γέμισε η πόλη! Θα τους στείλουμε και να τους πάτε αλλού, δεν θέλουμε άλλους». Και είπαν λέει εκεί πέρα: «Θα τους πάμε στο Ξεροχώρι». Το Ξεροχώρι ήταν η Ιστιαία. Το λέγαμε Ξεροχώρι τότε, «απ’ το Ξεροχώρι κρεμμύδια». Στην Εύβοια. «Στην Εύβοια, θα τους πάμε στο Ξεροχώρι». Αυτό το έκανα αληθινή ιστορία. Μόλις ακούει ο παππούς μου, ο οποίος ήταν απ’ τον Βόλο, είχε χαρτιά ότι είχε υπηρετήσει απ’ τον Κισσό κτλ. στρατιώτης, λέει: «Ρε παιδιά, εγώ κατάγομαι από δω. Είμαι απ’ τον Κισσό. Έχω ξαδέλφια». Είχε ξαδέλφια και φίλους κτλ. Και τελικά κατάφερε και κατέβηκε, αυτό μου είπε η μάνα μου. Κατάφερε και κατέβηκε.
Οι υπόλοιποι; Δεν κατεβήκανε–
Οι υπόλοιποι, έφυγε το καράβι για το Ξεροχώρι.
Για το Ξεροχώρι, για την Ιστιαία.
Για την Εύβοια. Αυτό μου είπε η μάνα μου. Πρόσεχε όμως. Τα λέω και χαίρομαι. Συγγνώμη τώρα για τον συναισθηματικό φόρτο, τα έχω πει πολλές φορές, αλλά όσες φορές να το πω... Αυτό μου είπε η μάνα μου σαν αληθινή ιστορία, σαν ιστορία της. Ήταν όμως έτσι τα πράγματα; Ναι, ήταν έτσι τα πράγματα. Γιατί; Μετά από τα καράβια που ήρθαν αυτά, ήρθαν ο «Μαίανδρος», η «Βιθυνία», ήρθαν 8.000-10.000 πρόσφυγες. Βρήκα εδώ μια μικρή, μια μικρή ειδησούλα, μια μικρή ειδησούλα που με συγκίνησε και με συγκλόνισε. «Μετά από το Μαύρο Κύμα». Να ’το. Εδώ αναφέρει γιατρούς που ήρθαν να βοηθήσουν κτλ., να ’το. «Ήρθε η ‘‘Μεγάλη Ελλάς’’, ο ‘‘Μιλτιάδης’’, η ‘‘Βιθυνία’’, ο ‘‘Μαίανδρος’’ γεμάτα πρόσφυγες. Και το γαλλικό ‘‘Μάρε Σταλ’’ με Ρώσους απ’ την Κωνσταντινούπολη. Και συνέχεια της Τρίτης η Ελευθερία κτλ. Αυτά ήταν την Δευτέρα το πρωί της 22, της 19, 19 Σεπτεμβρίου. Πού είναι η μάνα μου; Πού είναι η μάνα μου; Η Θεσσαλία της Παρασκευής, αυτήν την εβδομάδα, 23 Σεπτεμβρίου, αυτήν την Παρασκ… Δευτέρα ήρθανε οι πολλοί, «διαβάζουμε για τις νέες αφίξεις προσφύγων που τρομάζουν τις Αρχές και προσπαθούν να βρουν τρόπους αραιώσεως» –αραίωση των προσφύγων– «των αλλεπάλληλων προσφυγικών κυμάτων. Αφίξεις νέων ατμοπλοίων». Την Παρασκευή. «Χθες κατέπλευσε, κατέπλευσαν έτερα δύο ατμόπλοια. Ένα αγγλικό και η ‘‘Λήμνος’’. Πλήρεις προσφύγων προερχομένων εκ Δαρδανελλίων». Λέει: «Οι πλείστοι τούτων κατόρθωσαν να διασώσουν τα έπιπλάν των και μέρος των ζώων των». Αυτό ήταν απ’ τα Δαρδανέλλια που ήρθαν. «Εξ αυτών οι επί του αγγλικού ατμοπλοίου απεβιβάστηκαν αποστελλόμενοι διά του σιδηροδρόμου εις το εσώτερον, καθόσον είναι γεωργοί επαγγελμάτων». Ήταν, ο σιδηρόδρομος έφτανε μέχρι το λιμάνι. Απ’ εκεί απ’ το λιμάνι τους παίρναν και τους στέλναν προς τα πέρα. Άκου παρακάτω δυο σειρές που με συγκίνησαν. «Οι πλείστοι δε διά της Λήμνου αφιχθέντες», όχι το αγγλικό, «απεστάλησαν διά του ιδίου ατμοπλοίου εις Αιδηψόν, καθόσον εις την πόλιν μας δεν υπάρχει πλέον χώρος προ της αραιώσεως των ενταύθα συγκεντρωθέντων»–
Άρα η μητέρα σας–
Να ’το, λοιπόν–
Ήρθε Παρασκευή;
Και λέω εγώ παρακάτω, σ’ αυτές τις τρεις τελευταίες γραμμές της ειδησεογραφίας και σε συνδυασμό με άλλες δύο γραμμές που διαβάζουμε στην Θεσσαλία την επόμενη ημέρα, το Σάββατο 24, σύμφωνα με τις οποίες η Επιτροπή Κυριών, η κυρία Κουκιάδου, η κυρία, ας το πούμε, οι κυρίες του Βόλου, ας το πούμε, είχαν κάνει μια… «Ανεύρε μερικούς αστέγους αποβιβασθέντες χθες από την ‘‘Λήμνον’’ αίτινες εστεγάσθησαν αμέσως». Αυτήν την κουβέντα γράφει η εφημερίδα, η Θεσσαλία στις 22, 24 του μηνός. Συγκεκριμένα πράγματα. Άμα ψάξετε θα πά’ να το βρείτε. Δεν γράφω ψέματα εδώ. «Κρύβεται ένα επεισόδιο που έχει σχέση με την εγκατάσταση της προσφυγικής οικογένειάς μου εδώ στον Βόλο. Και με γεγονότα που εκτυλίχθηκαν επάνω στο ατμόπλοιο ‘‘Λήμνος’’, το οποίο, όπως διαβάσαμε, ‘‘οι αφιχθέντες πρόσφυγες απεστάλησαν διά του ιδίου ατμοπλοίου εις Αιδηψόν’’». Στο Ξεροχώρι τους έλεγαν τότε. Δεν τους έλεγαν στην Αιδηψό. Ακούτε τι γράφω παρακάτω. «Ας μου επιτραπεί να το αναφέρω με λίγα λόγια γιατί φαίνεται το γενικό κλίμα της αγωνίας των προσφύγων να τελειώσουν τα βάσανά τους και να βγουν, να βρουν έναν τόπο και να αρχίσουν τη ζωή τους. Η μητέρα μου, Μαρία Σταθαρά, τότε 11 χρονών, χωρίς να συγκρατήσει το όνομα του ατμοπλοίου...». Γιατί την έλεγα: «Ρε Μαρία, ποιο πλοίο ήταν;». «Δεν θυμάμαι, ρε παιδάκι μου». Ε, ούτε αυτό θυμάται. «Δεν θυμάμαι». «Το οποίο ήρθε η οικογένειά της εδώ, πατέρας, μητέρα με τέσσερα ανήλικα παιδιά, θυμόταν την άφιξή του στο λιμάνι και την αναταραχή που έγινε μεταξύ των προσφύγων». Τα γράφω αυτά μπορείτε να τ’ ακούσεις στο… «Μεταξύ των προσφύγων όταν ανέβηκαν κάποιοι επίσημοι από τις Αρχές του Βόλου στο πλοίο και τους ανακοίνωσαν ότι: ‘‘Δεν μπορεί να κατεβείτε, γιατί δεν υπάρχει χώρος να μείνετε. Θα πάτε στην Εύβοια, στο Ξεροχώρι’’». Θυμόταν η μάνα μου το Ξεροχώρι. Δεν [Δ.Α.] την Εύβοια, το Ξεροχώρι. Ήτανε μαθήτρια καλή. Μόλις άκουσαν αυτά «το μαντάτο οι ξεπνοημένοι πρόσφυγες που έρχονταν με το πλοίο από την Μυτιλήνη και νόμισαν ότι τελείωσαν τα βάσανά τους, άρχισαν να διαμαρτύρονται εντονότατα, ειδικά όταν άκουσαν για Ξεροχώρι». Ενώ το Ξεροχώρι είναι τόπος εύφορος, αλλά τότε έβγαζε μόνο κρεμμύδια και λέγανε: «Απ’ το Ξεροχώρι κρεμμύδια!». Που είναι, είναι η Ιστιαία της Εύβοιας, που είναι ένας τόπος εύφορος. Το οποίο βέβαια δεν ήξεραν, αλλά μόνο που άκουγαν το όνομα, ας πούμε, τους τρόμαζε. «Έγινε μια μεγάλη αναταραχή στο πλοίο, αλλά οι Αρχές ήταν ανένδοτες. Τότε ο παππούς μου Γεώργιος Σταθαράς παρουσιάστηκε στις αρχές πάνω στο πλοίο και τους έδειξε χαρτιά, με τα οποία φαινότανε ότι ήταν Πηλιορείτης, δημότης Κισσού». Έχω χαρτιά. Δημότης Κισσού. Δημότης Κισσού. «Με αριθμό μητρώου 23, το έτος γεννήσεως 1881, οπότε του επέτρεψαν να αποβιβασθεί με την οικογένειά του. Ίσως και με διάφορες άλλες δικαιολογίες να κατέβηκαν και άλλοι λίγοι, τους οποίους βρήκε η Επιτροπή» –μπορεί να ήταν τίποτα άρρωστοι– «και τους στέγασε σε κάποιο κατάλυμα. Οι αγώνες… ο αγώνας και η αγωνία των προσφύγων να βρουν έναν τόπο να κουρνιάσουν σε όλη τους την τραγικότητα». Αυτά γίναν μέσα στην βδομάδα αυτήν. Και εδώ στις αληθινές ιστορίες, εδώ το περιγρ[01:10:00]άφω… Α! Ρε μάνα μου, γλυκιά. Θα πεις: «Δεν μας απαρατάς;». Το σπίτι, το σπίτι, η απόδραση, ε, ρε, το πάπλωμα, αυτό είναι όταν, μετά όταν ήρθαν. «Πηλιορείτικη καρπέτα». Αυτό, αυτό είναι η πηλιορείτικη… Τώρα θα με βλέπετε εμένα και θα λέτε: «Αυτός ο Κωνσταντάρας…»!
Όχι, όχι, έχετε κάνει πάρα πολύ μεγάλη δουλειά.
«Πολύ μας τα λέει!» Λοιπόν, «ημέρα πικρή για ένα καρβέλι ψωμί». Να. Αυτό περιγράφω εδώ, πώς πετούσαν τα ψωμιά. Και μετά η πηλιορείτικη καρπέτα, που κατέβηκε, να ’το, και βάζω εδώ σαν, σε κάθε ιστορία για να την εδραιώσω βάζω και κάτι από την Θεσσαλία, από τον… να πω ότι αυτά που γράφω παρακάτω δεν είναι παραμύθια. Στηρίζονται σε αληθινά γεγονότα. Σε όλα, ας το πούμε, αυτά βάζω ένα μότο. Έτσι το λένε. Βάζω, να, εδώ στην καπναποθήκη. «Τα τρία τέταρτα των αποθηκών της πόλεώς μας είναι επιταγμένα διά την στέγασιν των προσφύγων».
Πόσα άτομα μένανε–
Υπουργείο–
μέσα στις καπναποθήκες;
Λοιπόν, «Ψήφισμα του Δήμου Παγασών προς το Υπουργείο, 18 Ιουνίου 1923». Λοιπόν τα είχε τυλιγμένα, ένα-ένα μπόγο, σε μια καρπέτα που αυτή ήτανε πηλιορείτικη από τη γιαγιά που ήτανε από το Πήλιο, απ’ τον Κισσό, απ’ την Τσαγκαράδα. Και ένας εκεί που ήτανε, βλέπανε λέει πρόσφυγες, οι Βολιώτες πως κατεβαίνουν οι πρόσφυγες, ας το πούμε, βλέπει σαν καρπέτα αυτή γνωστή, αυτή είναι Πηλιορείτικη με κάτι αυτές και πλησιάζει: «Βρε ξάδελφε», γιατί θα ήταν ξαδέλφια, ο παππούς μου ο Γιώργος δεν είχε άλλον αδελφό. Ήταν μοναχογιός. Αλλά θα ήταν ξαδέλφια από την Τσαγκαράδα, από τη γυναίκα του. Θα ήταν ξαδέλφια γιατί μετά που ήρθε η μάνα μου πήγαινε στην Τσαγκαράδα, είχε σχέσεις με την Τσαγκαράδα, θα ήταν ξαδέλφια από την, από τη γιαγιά τους, ας το πούμε.
Ναι, ναι.
Θα ήταν ξαδέλφια από τη γιαγιά τους, όχι απ’ τον παππού τους. Από τη γιαγιά τους, ο παππούς είχε έναν μοναχογιό. Αλλά η γιαγιά ήταν, η Χαρίκλεια από την Τσαγκαράδα, ήτανε μεγάλο σόι. Τζίντζηρα λεγόταν και απ’ εκεί ήταν τα ξαδέλφια. Τα γνώρισε και μετά περιγράφει η μάνα μου, τους πήγε πίσω απ’ του Κουτσίνα, απ’ του Ματσάγγου ήταν ένα χάνι, τους έβαλε εκεί ένα βράδυ, κοιμήθηκαν απέξω απ’ το χάνι, και μετά τους πήρε την άλλη μέρα και τους πήγε σ’ ένα σπίτι στην οδό Μεταμορφώσεως με, ανάμεσα Αναλήψεως και Λόρδου Βύρωνος. Τότε μέχρι εκεί ήταν ο Βόλος. Από κει και πάνω ήτανε ελιές. Και έμειναν εκεί δυο χρόνια. Αυτά τα έλεγε σαν ιστορίες και μετά εγώ τα βρήκα, τα βρήκα σαν γεγονότα και τα γράφω. Αυτά, όμως, τα ’λεγε η γυναίκα χωρίς να ξέρει ας το πούμε άλλες συγκεκριμένες… Δεν θυμόταν το όνομα του πλοίου. Να, το βρήκα.
Έχετε γράψει γύρω στα 16 βιβλία, αν δεν κάνω λάθος, που σχετίζονται με την–
Δεν άκουσα καλά.
Έχετε γράψει γύρω στα 16 βιβλία που σχετίζονται με την Μικρασιατική–
Ναι.
Με τους Ίωνες, με την Νέα Ιωνία, με τους πρόσφυγες–
Με τους πρόσφυγες. Ναι. Τα πιο πολλά είναι…
Νομίζω είστε ο μόνος στον Βόλο που έχει ασχοληθεί εκτενώς με την έρευνα αυτήν σε σχέση με τους πρόσφυγες.
Ναι. Είμαι ο μόνος που έχω. Μερικοί μου το ’χουν αναγνωρίσει, ξέρω γω, ακόμα μερικοί δεν… Είμαι ο μόνος που, ειδικά αυτό το βιβλίο, γι’ αυτό θα το εκδώσω, ήδη το ετοίμασα, ας το πούμε, αυτό δείχνει βήμα-βήμα, βήμα-βήμα πώς έγινε η Νέα Ιωνία. Πώς, ας το πούμε, έγιναν τα θεμέλια, πώς χτίστηκαν τα πρώτα σπίτια, πώς χτίστηκαν τα δεύτερα, τις δυσκολίες. Βήμα-βήμα-βήμα, δεν υπάρχει άλλο τέτοιο βιβλίο. Δηλαδή δεν βρήκα. Βρήκα του Κατσιρέλου πράγματι, αυτό απ’ το… Ο Προσφυγικός Συνοικισμός. Να ’το, αυτό, Ο Προσφυγικός Συνοικισμός που είναι πράγματι, είναι μία, πολύ ωραίο βιβλίο, πολύ ωραίο βιβλίο, είναι μία ας το πούμε λογοτεχνική απόδοση. Λογοτεχνική απόδοση. Ήτανε λογοτέχνης. Ήτανε λογοτέχνης και ποιητής, λογοτέχνης αλλά αυτοδίδακτος. Μόνος του. Δεν έβγαλε ούτε Γυμνάσιο ούτε τίποτα. Από το Δημοτικό μετά ασχολήθηκε με την, με το επάγγελμα, με το ένα, με το άλλο και έχει γράψει ένα ωραίο ποίημα, θα το απαγγείλω και το ’χω βάλει πολλές φορές: «Τρομαγμένη, γυμνωμένη, ρημαγμένη, ματωμένη, πονεμένη, ορφανεμένη, πεινασμένη, ήρθες εδώ με αγωνία. Αχ, κατακαημένη προσφυγιά! Όμως το θάρρος δεν σου έλειψε. Κι έσφιξες την καρδιά.Και πάλεψες. Και κόπιασες. Κι ίδρωσες. Έπεσες στη δουλειά και στη δημιουργία. Σ’ είδα! Μια νέα έφτιαξες πατρίδα! Την πόλη μας την Νέα Ιωνία», 1947. Το γράφω στο βιβλίο μου αυτό.
Πολύ ωραίο, πολύ δυνατό. Γιατί είναι άνθρωποι που αισθάνονται αυτά τα λόγια, ας πούμε–
Αυτά τα αισθανόταν ο άνθρωπος. Αυτό σαν παιδί ήταν πανέξυπνο, ήτανε, το άριστα τότε δεν ήτανε το 10, ήταν το 6, και τον έχω βρει να είναι, να παίρνει το χαρτί του Δημοτικού με το 6, όπως η μάνα μου. Προσφυγάκι και ο δάσκαλος την έβαλε άριστα, 6.
Τώρα το βιβλίο που θα εκδώσετε τώρα στις 24 Ιουνίου, που λέγεται Ακούω την Μικρασιάτισσα Μάνα Μου. Αυτό είναι το τελευτ… το νούμερο 17, ας πούμε, που–
Δεν θυμάμαι τώρα πόσα έχω γραμμένα εκεί πέρα!
Η ερώτηση που θέλω να σας κάνω είναι η εξής. Είστε ικανοποιημένος απ’ όλες αυτές τις ιστορίες που έχετε συλλέξει σχετικά με το–
Όχι, βεβαίως, είμαι ικανοποιημένος. Αλλά προσπαθώ και αναζητώ, ας το πούμε, και θέτω. Τώρα αυτό θα το εκδώσω, ας το πούμε, τώρα για το ’22 γιατί μιλάει για το ’22 κυρίως. Μ’ ενδιαφέρει το ’22. Αλλά να έχω υγεία και δύναμη, να είμαστε καλά, να είμαστε καλά, ο Θεός να μου δώσει δύναμη, έχω ετοιμάσει να εκδώσω το ’24, αυτό το Χρονικό της Νέας Ιωνίας. Θα μου επιτρέψεις να, συγγνώμη τώρα, αλλά εν πάση περιπτώσει, αφού τα λέμε, τα λέμε τώρα σαν εξομολόγηση, ο Γκύζης, ο μεγάλος ο ζωγράφος. Ο Γκύζης που έχει γράψει Η Δόξα του Γκύζη, «στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη…» εμπνεύστηκε και έκανε αυτήν του Γκύζη, ας το πούμε, είχε πει σε κάτι φίλους κτλ., λέει: «Αν γράψετε ποτέ τη βιογραφία μου, αν γράψετε ποτέ», ο Γκύζης από την Τήνο ήτανε αυτοί, Τηνιακοί καλλιτέχνες. «Αν γράψετε ποτέ τη βιογραφία μου να γράψετε ‘‘εγήρασε ονειρευόμενος’’».
Πολύ ωραίο.
Ας μου επιτραπεί κι εμένα να πω ότι: «Γηράσκω ονειρευόμενος». Εννοώ, αφού τώρα είμαι 87-88 χρονών, άντε, πόσα χρόνια να έχω, ξέρω γω 90, 91, 92, εγώ ονειρεύομαι!
Είναι πολύ ωραίο αυτό που λέτε–
Και δεν σας το κρύβω–
Και πολύ αισιόδοξο–
Και δεν σας το κρύβω, ονειρεύομαι, να ’το, αυτό το βιβλίο, το ’χω γράψει. Γιατί αυτό το εξέδωκεν ο εκδοτικός οίκος τότε «Οι Ώρες» του Τσιντσίνη και μου το έδωσε σε δισκέτες. Μου το ’δωσε σε δισκέτες αλλά μετά τις δισκέτες πήγα να τις αυτώσω, δεν βγαίνανε οι δισκέτες. Του λέω: «Σε παρακαλώ, δεν βγαίνουν κτλ.» και μετά μου τις μετέτρεψε, ξέρω γω τι μου τις έκανε, γιατί ήταν με άλλο πρόγραμμα γραμμένο. Μιλάμε τώρα το ’92, ότι με τους πρώτους, με τους «386». Μετά κι εγώ πήρα υπολογιστή. Άμα δείτε αυτό το βιβλίο το έχω δώσει, το έχω γράψει εκεί, με γραφομηχανή. Να η γραφομηχανή. Ηλεκτρονική γραφομηχανή. Ηλεκτρονική αυτή εδώ, στο σακουλάκι, αυτή. Την αγόρασα απ’ τον «Κανταρτζή». Την αγόρασα απ’ τον «Κανταρτζή» και πώς την αγόρασα; Θα το πω, ρε παιδάκι μου. Ήθελα να αγοράσω μια γραφομηχανή. Ε, δεν είχα λεφτά, ας το πούμε, να την αγοράσω. Είχε, ξέρω γω, πόσες χιλιάδες, τι είχε, ήταν ακριβά αυτά τα πράγματα. Πάω στον «Κανταρτζή», γωνία εκεί στο. Λέω: «Με συγχωρείτε, θέλω μια γραφομηχανή». «Να» μου λέει, «αυτή». Αυτή είναι γραφομηχανή κανονικά. Γι’ αυτό τώρα έμαθα από δω κι από κει και γράφω, γιατί είχα μάθει το τυφλό σύστημα και αυτή έχει το προσόν άμα κάνεις ένα λάθος, πατάς και έχει blanco. Έχει ταινία blanco και το σβήνει. Άμα δεις εκείνο το τελευταίο εκεί είναι γραμμένο, εκεί στη βιβλιοθήκη μου, σήκωσε να το δεις… όχι, όχι, πέρα στη γωνία.
Ναι. Αυτό εδώ;
Όχι, όχι. Δίπλα, δίπλα, αριστερά.
Εδώ;
Ναι, αυτό. Να ’το. Αυτό, να ’το.
Ναι. Ναι.
Αυτό είναι. Α, είναι και πιο μεγάλο. Είναι, [01:20:00]και το άλλο είναι πιο μεγάλο δίπλα δεν... Δίπλα είναι το πιο μεγάλο. Να ’το. Έτσι το ονειρεύτηκα. Μέσα είναι με γραφομηχανή γραμμένο.
Α, είναι με γραφομηχανή.
Με γραφομηχανή δεν είναι; Με κόπο και το έδωσα αυτό, μου το εξέδωκε ο Δήμος. Αλλά πώς θα πάω να πω στον Δήμαρχο ότι: «Ξέρεις, θέλω να εκδώσω ένα βιβλίο»; Έπρεπε να του πάω, να ’το, το γράφω, ότι πήγα αυτό το βιβλίο. Μάλιστα εκείνο το πιο χοντρό. Δίπλα είναι το πιο χοντρό. Τέλος πάντων, και του λέω: «Δεν έχω λεφτά», λέω. «Πόσο κάνει;». Λέει: «Κάνει τόσο». Λέω: «Κοιτάξτε να δείτε, δεν την χρειάζομαι τώρα. Θα την χρειαστώ μετά από κάνα-δυο-τρεις μήνες. Θα ’ρχομαι να σε πληρώνω 5 ευρώ, ξέρω γω, 5.000 ξέρω γω τι, και άμα φτάσει, ξέρω γω, 70.000 είχε, ξέρω γω, θα μου την δώσετε. «Όχι» μου λέει, «δεν πειράζει». «Όχι δεν πειράζει» λέω, «δεν πειράζει και κάνα-δυο-τρεις μήνες χωρίς να πάρω γραφομηχανή», λέω, «κρατήστε». Με κοίταζε. «Βρε, κράτησε» λέω «σε παρακαλώ». Έβγαζα απ’ το χαρτζιλίκι μου γιατί είχα και την οικογένειά μου. Η γυναίκα μου δεν δούλευε, ας το πούμε. Όλα αυτά ήρθανε με, με κόπο, ας το πούμε. Δεν είχα άλλα εισοδήματα. Το μυαλό μου δεν δούλευε και εμπορικά να κάνω καμιά άλλη δουλειά. Να ανοίξει η γυναίκα μου, ενώ ήταν μοδίστρα, να ανοίγαμε κάνα μαγαζί και δεν δούλευε σ’ αυτά τα πράγματα εμένα το μυαλό μου. Εμένα η γυναίκα μου μπορούσαμε να ανοίγαμε ένα μαγαζί να ράβει παιδικά κτλ. Ξέρω γω μία που έραβε παιδικά και μετά έγινε το μαγαζί της μεγάλο κτλ. Έραβε παιδικά γιατί τότε δεν υπήρχαν έτοιμα, όπως είναι τώρα. Τώρα τα παίρνουν έτοιμα τα παιδικά, το ένα, τ’ άλλο. Τότε τα παιδικά τα ράβανε ένας ο Ινεπολόγλου, που έχει αυτό το παιδικά, η μάνα του ήτανε μοδίστρα μαζί με τον πατέρα του τον ράφτη και αυτή άρχισε και έραβε τα παιδικά και άνοιξε ένα πρώτα εκεί που είναι, εκεί που είναι το Ταχυδρομείο τώρα είχε ανοίξει ένα μαγαζί με παιδικά. Εμένα το μυαλό μου δεν δούλευε για εμπόριο, για κέρδος.
Καταλαβαίνω ότι παθιαστήκατε πολύ με τη συγγραφή. Είστε πολυγραφότατος όλα αυτά τα χρόνια αφοσιωθήκατε σ’ αυτό το κομμάτι. Τι είναι αυτό που σας δίνει πίσω; Δηλαδή δίνετε χρόνο, δίνετε αγάπη, τι παίρνετε πίσω;
Εγώ αισθάνομαι, σας είπα, το γράψιμο των βιβλίων μού έχει δώσει απέραντες, ας το πούμε, συγκινήσεις και χαρές. Έψαχνα να βρω από ένα παράδειγμα, όπως τώρα για την «Λήμνο» που σας είπα προηγουμένως. «Ω, ρε», λέω, «πράγματι, έχει δίκιο η μάνα μου. Σωστά» λέω «έγινε. Μπράβο», το χάρηκα αυτό το κομματάκι ιδιαίτερα, προσωπικά. Άλλο ένα, το θυμάμαι, συγκινήθηκα και το λέω ακόμα. Εμείς την Νέα Ιωνία την λέγαμε Συνοικισμό, όπως και ο Παναγιώτης Κατσιρέλος, ας το πούμε, το γράφει «ο Συνοικισμός». Ο Συνοικισμός. Νέα Ιωνία δεν έβρισκα, «από πού, ρε, βρήκε το όνομα Νέα Ιωνία; Από πού» ξέρω γω; «Πώς βγήκε το όνομα» κτλ. Έτσι λοιπόν, που, έψαχνα… Α! Έψαχνα τώρα το ’24 η Θεσσαλία δεν τον έχει τον τόμο. Τον είχε ο Ταχυδρόμος. Γι’ αυτό αρχίζω όλο με τον Ταχυδρόμο. Και είπα: «Σας παρακαλώ…». Λέει: «Είναι εκεί ψηλά» λέει. Λέω: «Σας παρακαλώ, δεν πειράζει». «Πού να ανεβούμε εκεί απάνω; Έλα αύριο». Ε, καλά, έλα, πήγαινα αύριο. Άντε, μου τον κατέβασαν τον τόμο και άρχισα και, σιγά-σιγά, με ενδιέφερε γιατί η μάνα μου λέει: «Το ’24 πήγαμε εκεί». Α! Εν τω μεταξύ μου είχε πει πως, και το γράφω στην αληθινή ιστορία εδώ, το γράφω, απ’ το ’24 πώς φύγανε. Λέει: «Καθόμασταν στην, στην οδό Μεταμορφώσεως», όπως σας είπα, «απ’ το ’22 μέχρι το ’24». Απ’ το ’22 που ήρθανε τον Σεπτέμβρη, το ’22 όλο, το ’23 όλο και πήγαινε η μάνα μου στο σχολείο εδώ στο 1ο, στην Μεταμόρφωση. Δεν υπήρχε Νέα Ιωνία. Και μετά μου λέει, το θυμόταν το ’24 η μάνα μου. Ο Παναγιώτης ο Κατσιρέλος το θυμόταν το ’25. Τώρα με το να θυμάσαι ο ένας, να θυμάσαι ο άλλος και παρακάλεσα λοιπόν, ευτυχώς βρήκα τον τόμο και κάθισα και άρχισα να ψάχνω. Άρχισα τώρα μετά απ’ το ’22, απ’ το ’23. Πήρα το ’23, απ’ το ’23 άρχισα. Το ’22 το είχα ψάξει στην Θεσσαλία. Το ’22 το είχα ψάξει στην Θεσσαλία, που ήρθαν οι πρόσφυγες και το ένα, και τ’ άλλο. Άρχισα απ’ το ’23 λοιπόν. Άρχισα απ’ το ’23, άντε, ξεκινάω λοιπόν, ξεκινάω να διαβάζω τον Ταχυδρόμο απ’ το ’23, ας το πούμε, και αρχίζω, προς… εκεί και μετά. Βέβαια, όλο αυτό το υλικό που πήρα, μάζεψα υλικό για το ’22, για το ’23 και για το ’24. Επειδή είχα αγωνία και ήταν και ο Δήμαρχος ο δικός μας. Όχι ο δικός μας, στον Δήμο Νέας Ιωνίας. Προτίμησα, ενώ χρονολογικά έπρεπε να βγάλω το πρώτο μου βιβλίο Μικρασιάτες Πρόσφυγες στον Νομό Μαγνησίας, χρονολογικά, και μετά να βγάλω την ίδρυση της Νέας Ιωνίας. Αυτό είναι το χρονολογικό. Εμένα όμως, μάζεψα το υλικό, το είχα αυτό, λέω τώρα: «Άσ’ το» λέω «αυτό», τους Μικρασιάτες Πρόσφυγες. «Να βγάλω για την Νέα Ιωνία». Με έκαιγε αυτό και άρχισα λοιπόν και έψαχνα τώρα το ’23. Ψάχνω λοιπόν το ’23 και το πρώτο που βρήκα, ας το πούμε, το πρώτο που βρήκα αρχίζει ας το πούμε από τον Μάιο. «Προς ανέγερση προσφυγικού συνοικισμού». Βρισκόμαστε στον Βόλο, τον Μάιο του 1923. Και το πρώτο, την πρώτη είδηση… Α! Και βάζω μία σημείωση, ολόκληρο το πρώτο μέρος, αυτό που αφορά το ξεκίνημα της Νέας Ιωνίας, το έβγαλα από τον Ταχυδρόμο. Είμαι ειλικρινής σ’ αυτό το πράγμα. Ότι αυτά που βλέπετε είναι όλα διαβασμένα από τον Ταχυδρόμο. Άλλες πηγές δεν μπόρεσα να βρω. Δεν είχε η Θεσσαλία το ’24. Δεν βρέθηκε, δεν έχει τόμο δηλαδή. Βρίσκω λοιπόν: «Αφίχθετο χθες στην πόλη μας εξ Αθηνών ο κ. τάδε, ο Κόκκινος» κτλ. «και συνεργάστηκε» λέει «για να βρει», για να κάνουνε χώρο, «όμως ο προταθείς χώρος δύναται να περιλαμβάνει οικήματα και διά 15.000 άτομα». «Α!» λέω «αρχίζει να, κάτι να γίνεται». Να η Επιτροπή των Προσφύγων, αυτή η Επιτροπή Σύνδεσμος Μικρασιατών κτλ. από το [Δ.Α.], να ο Λούλης, ο οποίος ήτανε πρόεδρος, αυτό, άρχισα ας το πούμε να βρίσκω. Κάποια στιγμή, λοιπόν, φτάνω τον Αύγουστο σ’ αυτήν την εφημερίδα, δεν σας, σας ομολογώ, να, έλεγε για τον Ξηρόκαμπο κτλ. ότι κτίζεται… Δεν έλεγε Νέα Ιωνία πουθενά εδώ πέρα. Να ’το, «ο Προσφυγικός Συνοικισμός» ότι θα ανεγερθεί «εν Ξηροκάμπω. Εις θέσιν Ξηρόκαμπος». Ούτε Νέα Ιωνία, να ένας χάρτης που βρήκα από τον συγχωρεμένο τον Αραχωβίτη. Να ο Βόλος με τον Κραυσίδωνα, να ο, δεν έγραφε πουθενά Νέα Ιωνία. Έλεγε ότι χτίζονται σπίτια εν Ξηροκάμπω. Άντε, άντε, άντε, άντε κάποια στιγμή, κάποια στιγμή φτάνω, κάποια στιγμή φτάνω, βρίσκω τον Ταχυδρόμο, «τα χθεσινά εγκαίνια του προσφυγικού συνοικισμού. Οι εκφωνηθέντες λόγοι» και να διαβάσω. Και τα διαβάζω. «Χθες το απόγευμα εγένοντο τα εγκαίνια καταθέσεως του θεμελίου λίθου του Προσφυγικού Συνοικισμού. Κατά την τελετήν ταύτην παρέστησαν ο Νομάρχης Λαρίσης ο κ. Τσιτσίλιας», ήταν Νομός Λάρισας, δεν υπήρχε Μαγνησίας. Ο Νομός Μαγνησίας έγινε το ’42 επί Κατοχής. Ήμασταν στον Νομό Λάρισας. Επί Κατοχής έγινε. «Και αρχές της πόλεως και πολλοί πρόσφυγες. Ο Συνοικισμός επονομάσθη Νέα Ιωνία!». Ω, ρε, τι χαρά έκανα! Τι χαρά έκανα που βρήκα αυτό, αυτές τις δυο σειρές. «Σχετικώς ομίλησαν οι κ.κ. τάδε. Ο συνοικισμός ονομάσθη Νέα Ιωνία». Δεν σας κρύβω ας το πούμε τι χαρά και τι συγκίνηση έκανα όταν βρήκα αυτό το πράγμα. Όταν βρήκα αυτό το πράγμα.
Ενότητα 5
Με κορυφαία τη μάνα, όλοι οι απλοί άνθρωποι αξίζουν αναφορά στην Ιστορία
01:29:09 - 01:49:02
Κύριε Δημήτρη, αυτή η έρευνα και αυτή η συγγραφή σάς φέρνει πιο κοντά στις ρίζες σας; Είναι αυτό ότι αισθάνεστε ότι είστε πιο κοντά στις ρίζες σας, στους ανθρώπους, στο παρελθόν σας;
Ναι. Τελικά καταλήγω και απ’ όλα όσα μου είπε η μάνα μου, βλέποντας και διαβάζοντας αυτά, ας το πούμε, καταλήγω όσο περνάει ο χρόνος να εκτιμώ και να αξιολογώ ακόμη περισσότερο τις προσπάθειες αυτών των γονέων μας, οι οποίοι εκ του μηδενός, ρε παιδάκι μου, από ένα μπογαλάκι ας το πούμε οι άνθρωποι, εκτιμώ ότι είχαν μέσα τους, τώρα το ανακαλύπτουμε όλοι, ας το πούμε, τον άυλο πολιτισμό. Είχαν [01:30:00]μέσα τους μια φλόγα. Πώς το λένε; Και δεν κιότευαν από τις δυσκολίες της ζωής. Δηλαδή η γιαγιά μου 40 χρονών γυναίκα ήτανε! Σαράντα χρονών γυναίκα τώρα, όπως είναι οι γυναίκες. Η κόρη μου είναι 45 χρονών. Σαράντα χρονών γυναίκα με οικογένεια, με τρία παιδιά κτλ., που εκεί ήτανε, αρχόντισσα δεν ήτανε, αλλά είχε τα κτήματα εκεί. Ήτανε μια νοικοκυρά από μια, ε, πλούσια, όχι πλούσια, εν πάση περιπτώσει μια νοικοκυρά. Και να ’ρθει εδώ να γίνει εργατίνα. Να μαζεύει ελιές, να είναι στα πλουσιόσπιτα του Βόλου να πηγαίνει να πλένει. Τότε δεν ήταν πλυντήρια, ήτανε σε σκάφες, σε μπουγάδες. Να κάνουν μπουγάδες. Και όμως οι άνθρωποι ποτέ δεν άκουσα εγώ τη μάνα μου να λέει, μια φορά θυμάμαι τραγουδούσαμε στο μαγκάλι: «Είμαστε φτωχοί, είμαστε φτωχοί». Δηλαδή το, πώς το λένε, δεν ήτανε κακομοιριασμένοι. Φτωχοί ήτανε, αλλά ήταν υπερήφανοι. Είδατε, η τρίτη φωτογραφία που σας έστειλα είναι φτωχοί. Το ’36. Σε μονοκάμαρο σπίτι ήμαστε. Ήταν φτωχοί αλλά ήτανε περήφανοι άνθρωποι.
Και καλοντυμένοι.
Και αγαπούσαν την πατρίδα, αγαπούσανε τη θρησκεία, έβρισκαν αποκούμπι, άκουγα τη μητέρα μου, ας το πούμε, είχε πίστη, πώς το λένε; Στην πατρίδα και στη θρησκεία. Να σας δείξω τώρα, τι να σας δείξω. Έχω τώρα ένα κοντάρι εγώ που σηκώνω τη σημαία από πότε; Από το ’36 το ’χω το κοντάρι. Ήταν και μεγάλο και ψηλό και το ’κοψα για να το βάζω εδώ πέρα, αλλά από τότε το έχω. Βέβαια, θα πεις, τότε είχε δώσει διαταγή ο Μεταξάς, όπως λένε οι κυβερνήσεις, «να βάζετε μια σημαία»–
Σημαία.
Ε, εμείς, από τότε ας το πούμε, στο προσφυγικό μας σπίτι, άκου, στο απλό προσφυγικό σπίτι, σηκώναμε αυτό το κοντάρι. Ένα κοντάρι μεγάλο, το οποίο το ’χε κάνει ο θείος μου, που ήταν επιπλοποιός. Επίσης ως προς τη θρησκεία, ας το πούμε, η μάνα μου διάβαζε την Σύνοψη, διάβαζε, πήγαινε στην εκκλησία. Όχι πολύ θεοφοβούμενη, αλλά με την προσευχή, με τα τραγούδια. Θυμάμαι απ’ αυτήν έμαθα: «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει». Δηλαδή δεν είχαμε τότε και τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις για να μαθαίνουμε τραγούδια ή λαϊκά τραγούδια ακόμη τότε, εκείνη την εποχή. Μετά βγήκανε τα ρεμπέτικα, τα οποία τα ρεμπέτικα ήταν τότε τραγούδια που τραγουδούσανε οι φυλακισμένοι, οι έτσι, οι αλλιώς, έτσι λέγανε ας το πούμε. Έτσι λέγανε. Ε, τραγουδούσαν, σου λέω, ας το πούμε πατριωτικά. Η μάνα μου ήξερε από το, από το Δημοτικό ακόμα τραγούδια που τους δίδασκαν τότε: «Σαν δεν κόφτει το σπαθί μου…», κάτι για την Μεγάλη Ιδέα, για το αυτό, ας το πούμε, ή ας το πούμε που έβγαλα αυτό το βιβλίο για την Αγιά Σοφιά. Το αφιερώνω πάντα στη μητέρα μου πάλι. Θα πεις: «Δεν μας απαρατάς κι εσύ, ρε, με τη μάνα σου!».
Όχι αλίμονο. Ήταν πολύ σημαντικό πρόσωπο η μητέρα σας. Αφού σας μεγάλωσε.
Πολύ σημαντικό γιατί αφοσιώθηκε σ’ εμένα. Αφοσιώθηκε σ’ εμένα. Α, αυτό είναι το, δεν είναι το πρώτο, κάτσε να δω, να ’το. Να ’το. Αγιά Σοφιά: Με τα Μάτια της Ψυχής και τον Φακό του Δημήτρη Κωνσταντάρα. Ναι, είχα βγάλει λίγα απ’ αυτά, δεν... Έβγαλα φωτογραφίες.
Μπράβο.
Το κυριότερο και το αφιερώνω πάντα στη μάνα μου. Γιατί το αφιερώνω στη μάνα μου; «Μνήμη και τιμή στην Μικρασιάτισσα μητέρα μου Μαρία Γεωργίου Σταθαρά». Αυτού είναι το ’50, είναι, 40 χρονών γυναίκα είναι. Πρέπει να ’ταν ωραία ας το πούμε, γλυκιά. Δεν ήταν ωραία.
Ναι. Ναι.
Γλυκιά. Λοιπόν, που νήπιο με χόρευε και με τραγουδούσε με το τραγούδι: Στην Αγιά Σοφιά αγνάντια βλέπω τα ευζωνάκια στους πολέμους μαυρισμένα τα ευζωνάκια τα καημένα. Κι αγναντεύοντας την Πόλη τραγουδούν και λένε τούτη είν’ η χρυσή της στόλη αχ, κατακαημένη πόλη, να η μεγάλη εκκλησιά μας πάλι θα γενούν δικά μας. Είναι η μεγάλη ιδέα. Τράφηκε στο Δημοτικό με τη Μεγάλη Ιδέα. Αυτή ήταν η Μεγάλη Ιδέα, να πάρουμε την Κωνσταντινούπολη, την Αγιά Σοφιά. Ήτανε βέβαια μια, αφού ήμασταν ένα μικρό κράτος, αυτοί, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν Αυτοκρατορία ολόκληρη αλλά μπήκε, είναι ολόκληρη ιστορία για τη Μεγάλη Ιδέα από πότε μας μπήκε, ας το πούμε. Από την εποχή του Όθωνα μπήκε ότι πρέπει να επεκταθεί η Ελλάδα και το πίστευε αυτό. Και με τραγουδούσε τέτοια τραγούδια. Αυτό μου το, το άκουσα απ’ τη μάνα μου, δεν το άκουσα και μάλιστα συγγνώμη τώρα που το λέω, κι εγώ σαν δάσκαλος μετά το δίδαξα το τραγούδι αυτό, γιατί με εκφράζει. Το είδατε πώς το τραγουδάω δεν το φοβάμαι, δεν, το τραγουδάω. Και έχω πάει στην Κωνσταντινούπολη, γιατί τώρα βέβαια τη βλέπω και με τους «Ίωνες» που είχαμε πάει, το 2010 είχαμε πάει, και έβγαλα διάφορες φωτογραφίες τις οποίες βάζω. Εδώ βλέπετε; Σκοπίμως, δικιά μου φωτογραφία, δικιά μου φωτογραφία, 24/10/2010, αποφεύγω να δείξω τους μιναρέδες. Εδώ είναι οι μιναρέδες, να ’τοι. Εδώ τους αποφεύγω. Λέω τι δουλειά έχουν οι μιναρέδες;
Σωστά.
Λοιπόν και μετά εδώ βάζω ας πούμε τις πληροφορίες, που μπαίνουμε μες στην πόρτα μέσα, αυτά είναι στον νάρθηκα. Πρώτος νάρθηκας, δεύτερος νάρθηκας. Αυτή είναι η βαφτισιμιά μου, η κόρη του Γιάννη του Κονταξή, που είναι στο Πανεπιστήμιο. Λοιπόν η μεγάλη πόρτα και αυτό που δίδασκα το συνδύαζα και με το, σαν δάσκαλος το είχα διδάξει. Το οποίο είχα διαβάσει από την Βυζαντινή ιστορία. Το οποίο το λέει ο Προκόπιος. Τι λέει ο Προκόπιος; Όταν μπήκε ο Ιουστινιανός μετά από τη δεύτερη, τον δεύτερο νάρθηκα στην κεντρική πόρτα, πάτησε κάτω, να αυτού που πατάω εγώ. Μάλιστα εδώ είναι φθαρμένο το μάρμαρο. Είναι ένα μπλε μάρμαρο. Σήκωσε λέει το βλέμμα του επάνω και αντίκρισε τον θόλο και φαίνεται μέχρι, πράγματι. Τι κάνω εγώ; «Θαυμασμός από το κατώφλι, το βλέμμα μου φτάνει μέχρι την κορυφή του τρούλου». Αυτό είναι το θαυμάσιο της Αγιάς Σοφιάς. Μόλις μπαίνεις μέσα κάνεις έτσι δα και βλέπεις. Αυτό πουθενά δεν έχει συμβεί. Κατάφεραν ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος, που οι Τούρκοι δεν γράφουν Έλληνες! Γιατί αυτοί ήτανε από την Μικρά Ασία, από τις Τράλλεις και από την Μίλητο ήτανε. Ο Ανθέμιος από τις Τράλλεις και από την Μίλητο. Γράφουνε Ασιάτες. Λοιπόν, σήκωσε λέει το βλέμμα του και αντίκρισε την κορυφή του τρούλου. Έτσι κάνω κι εγώ τώρα. Έτσι κάνω κι εγώ εδώ. Ζω δηλαδή, χαζός πρέπει να ’μαι εγώ, ζω την ιστορία και αυτό με βολεύει, ας το πούμε. Ζω την, τα ιστορικά σαν να αισθανόμουνα ότι ήμουνα εγώ ο Ιουστινιανός. Πες: «Χαζός άνθρωπος θα είσαι». Αλλά έτσι εγώ το αισθάνθηκα. Πάτησα εκεί και σήκωσα τη μηχανή μου. Να ’την. Είναι δικές μου φωτογραφίες! Να ’το. Φοβερές φωτογραφίες!
Είναι πολύ ωραίο να συνδυάζετε ταξίδια με τη γνώση γιατί αισθάνεστε κι εσείς ότι ταξιδεύετε και στον χρόνο και στην ιστορία.
Κοίτα, κοίτα, κοίτα φοβερά πράγματα!
Κύριε Δημήτρη, νομίζω ότι έχουμε πει πολλά σημαντικά πράγματα για τη ζωή σας. Φυσικά δεν τα έχουμε πει όλα, αλλά νομίζω ότι έχουμε πει αρκετά πράγματα. Θέλετε να, να μου πείτε κάτι άλλο, να συμπληρώσετε κάτι άλλο πριν ολοκληρώσουμε;
Όχι, συγγνώμη, εγώ έτσι αναφέρθηκα σε προσωπικά θέματα. Σας είπα τα όνειρά μου, σας είπα πώς αισθανόμουνα, σας εξομολογήθηκα πράγματι γιατί είμαι και τύπος που δεν θέλω να παινεύομαι, αλλά εν πάση περιπτώσει. Και μαζί μ’ εμένα ίσως ας πούμε κατανοήσετε και τις σκέψεις των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Των δασκάλων που σας είπα, ξέρω γω. Είχαμε τέτοιους προσανατολισμούς. Σας είπα εγώ αισθανόμουν υπεύθυνος και έλεγα: «Με πληρώνει το κράτος». Και εδώ στο ιδιωτικό που ήμουνα. Στο ιδιωτικό μπήκα από το ’95 και μετά. Ήμουνα συνταξιούχος, έγραψα αυτό το βιβλίο.
Και μετά πήγατε στο Ελληνογαλλικό.
Και μετά. Μάλιστα, το πήγα αυτό το βιβλίο, όπως είναι το βιβλίο, και τους το έχω κάνει και δώρο. Λέω: «Είμαι σχολικός σύμβουλος, είμαι...». Μέχρι τότε είχα κάνει αυτό, μόνο αυτά τα δύο τα βιβλία. «Έχω γράψει» λέω «αυτά τα δύο τα βιβλία», ας το πούμε, «σαν συγγραφέας». Αυτά γίνονται το ’94 και μετά, μετά πόσα χρόνια. Δηλαδή αισθάνομαι τώρα εγώ με τα βιβλία που κάνω, τι αισθάνομαι; Θέλω να αποδώσω φόρο τιμής, πρώτα βέβαια στους γονείς μου, ας το πούμε, στους γονείς μου, α[01:40:00]λλά και σε όλους γύρω τους Μικρασιάτες, ας το πούμε, που ήταν απλοί άνθρωποι και σκεπτόταν τον γείτονα. Θυμάμαι μια γειτόνισσα έκανε πίτα και μοίραζε στη γειτονιά και την θυμάμαι την έβαζε κάτω απ’ την ποδιά της για να μην φανεί έτσι η πίτα. Δεν είχαμε τότε αλουμινόχαρτο, ας το πούμε. Αυτή την έβαζε κάτω απ’ την ποδιά της, τη θυμάμαι την κυρα-Παρασκευούλα. Μια, μια, Παρασκευή τη λέγανε; Ή έκανα λάθος; Κυρα-Παρασκευή νομίζω. Α! Κυρα-Παρή, κυρα-Παρή, Παρασκ… Παρή, την κυρα-Παρή. Λοιπόν, απλοί άνθρωποι, ας το πούμε, οι οποίοι... Α! Εν τω μεταξύ, πιστεύω ότι την ιστορία τη γράφουνε οι απλοί άνθρωποι και πρέπει τα ονόματά τους να γραφτούνε. Γι’ αυτό εδώ μέσα σ’ αυτό το βιβλίο Οι Μικρασιάτες Πρόσφυγες, όπου μπόρεσα, όπου μπόρεσα έγραψα ονόματα. Έχω 3.000 ονόματα. Σας είπα, όταν ήταν οι δήμοι καποδιστριακοί πήγα στους δήμους, λέω: «Σας παρακαλώ, μου δίνετε τα παλιά σας βιβλία;». Και πήρα τα παλιά μητρώα. Τα Δημοτολόγια. Ακόμη δεν είχαν βγει τα, ας το πούμε, που λέμε τα προσωπικά δεδομένα. «Να» μου λέει, «εκεί είναι τα βιβλία, πάρ’ τα» και καθόμουνα και έγραφα. Και έχω γράψει ονόματα, άμα μου πείτε τώρα από το τάδε χωριό, τα Λεχώνια, ποιοι είναι πρόσφυγες; Θα σας τους πω και έχω βρει συγκινητικά ας το πούμε ο Μαγγίτσης. Ο Νίκος ο Μαγγίτσης που θαυμάζει η αδελφή σου και τρέχει κτλ. Μικρασιάτης είναι!
Αλήθεια;
Απ’ τους Νέους Επιβάτες. Είναι, τον έχω, τον έχω γραμμένο εδώ. Είναι Μικ… απόγονος Μικρασιατών. Να ’το. Απόγονος Μικρασιατών. Α, εδώ είναι η αυτή, μια που τον είδα… Α! Ρε μάνα, κοίταξε, μαθήτρια! Δηλαδή προσπαθώ όταν βρω όνομα να το γράψω. Γι’ αυτό, άλλη αυτή. Και απ’ την Νέα Ιωνία έγραψα άλλο ένα βιβλίο αυτό πάλι, Συναξάρι των Πρώτων Οικιστών της Νέας Ιωνίας Βόλου, απ’ το ’24. Βάζω τη λέξη συναξάρι–
Αυτό ήθελα να ρωτήσω–
Που χρησιμοποιείται στην εκκλησία–
Ναι–
Που είναι οι άγιοι.
Α, που ’ναι οι άγιοι.
Όπως, οπότε και εγώ λέω: «Και τι βρήκα;». Λέω, με το μυαλό μου, γι’ αυτό όλο το μυαλό μου γεννάει. Έχω τα του Δημοτικού Σχολείου τα παιδιά του ’24. «Να τα γράψω». Έχω λοιπόν γραμμένα 5.000 ονόματα και αυτό πήρε βραβείο από την Εστία Νέας Σμύρνης. Πήρε βραβείο. Είναι εκεί γραμμένο. Να ’τος, εκεί. Να ’το, εκεί. Και εκεί μιλάω. Ναι, εκεί μιλάω. Λοιπόν, έχω τα… «Α!» λέω, «ήταν οι πρώτοι μαθητές». Πίσω από τους μαθητές, όμως, ποιοι θα ήτανε; Οι γονείς. Βρήκα, ας το πούμε, τον Δήμαρχο τον Βαλαχή. Βρήκα τον Φούσκη, τον πατέρα του Φούσκη. Ο Φούσκης λεγόταν Μαρίνος Φούσκης, μετά βγήκε. Λοιπόν, βρήκα συγκεκριμένα ονόματα. Βρήκα τον θείο μου. Δεν βρήκα τη μάνα μου, α, δεν βρήκα, γιατί δεν φοίτησε στο σχολείο. Μετά όμως πήρα όλα τα βιβλία τα οποία έχουν εκδοθεί από άλλους συγγραφείς για την Νέα Ιωνία και έψαχνα να βρω όνομα. «Παπ» και το έγραφα. Οπότε έχω εδώ κατ’ αλφαβητική σειρά, με αλφαβητική σειρά έχω, με αλφαβητική σειρά όλα τα ονόματα που βρήκα. Α, εν τω μεταξύ δεν βρήκα μόνο απ’ το ’24 και μετά, παραδείγματος χάριν, ο Μαγουλάς. Ο θρυλικός Μαγουλάς της «Νίκης». Ο Μαγουλάς δεν κατοικούσε στην Νέα Ιωνία. Ήτανε Σμυρνιός από επιφανή οικογένεια. Η μάνα του ήτανε, η αδελφή του ήτανε δασκάλα. Οι Σμυρνιοί διέφεραν. Το ’λεγε και η μάνα μου. «Αυτή είναι Σμυρνιά!». Και τους θαύμαζε τους Σμυρνιούς και τους Κωνσταντινοπολίτες. Μεταξύ των προσφύγων διέφεραν αυτοί και οι γυναίκες και οι άνδρες. Είχαν μια άλλη αρχοντιά.
Μου είπατε για τα κοσμήματα. Ότι η Σμυρνιά ήτανε–
Γιατί ήτανε πόλης αυτοί. Ενώ η μάνα μου ήταν από ένα χωριό. «Α!» έλεγε, «είναι Κωνσταντινοπολίτης αυτός», «είναι Σμυρνιός αυτός» και φαινόταν οι Σμυρνιοί, ας το πούμε. Λοιπόν, έγραψα, έλεγα για τον Μαγουλά, άμα γράψεις όμως για την «Νίκη» χωρίς τον Μαγουλά δεν γίνεται. Η ψυχή της «Νίκης» ήταν ο Μαγουλάς. Οπότε γράφω τον Μαγουλά. Δηλαδή και, βάζω μετά και ανθρώπους ή τον Χρήστο Λούλη, οι οποίοι βοήθησαν τον Προσφυγικό Συνοικισμό ή έζησαν στον Προσφυγικό Συνοικισμό.
Τα σημαντικά πρόσωπα, ας πούμε, κάπως έτσι.
Ναι. Ή έζησαν στον Προσφυγικό Συνοικισμό ή πρόσφεραν. Ο Αμοιρόγλου, ας το πούμε. Ο Αμοιρόγλου ήταν κάτω στον Βόλο. Ωστόσο, ήταν πρόεδρος της «Νίκης» και τον γράφω κι αυτόν σαν πρόεδρο της «Νίκης» ας το πούμε. Δεν τον βρήκα στα… Α! Εν τω μεταξύ, έχω ψάξει, επειδή με εμπιστεύονταν και στην εκκλησία, μου δώσαν και τα βιβλία της εκκλησίας και έγραψα από γάμους, βαπτίσεις. Α! Εν τω μεταξύ, σας είπα… Ορίστε: «Σωτηρίου Ζαχαρίας του Αντωνίου και της Βασιλικής, γέννηση, βάπτιση, αριθμός μητρώου 52, 1930, αρχείο Ιερός Ναός Ευαγγελίστριας». Δηλαδή βάζω και την πηγή, γιατί πιθανόν: «Α!» λέει «εμένα» λέει «δεν έχεις τη μάνα μου και τον πατέρα μου». «Δεν σε βρήκα» λέω «πουθενά γραμμένο». Δηλαδή το ’κανα από γραπτές πηγές, δεν μπορούσα από προφορικές πηγές να ρωτάω και να κάνω, τι να ρωτάω. Έχω, όλα τα πρόσωπα που έχω, που είναι γραμμένα εδώ, ορίστε: Μαβίδης. Να διαβάσεις τη βιογραφία του Μαβίδη, ας το πούμε. Είναι βιογραφία του Μαβίδη και να συγκινηθείς. Να πεις: «Πώς τα κατάφεραν αυτοί οι άνθρωποι;». Έχω και 38 οικογένειες. Είναι, έχω 38 οικογένειες με ολοσέλιδη. Γιατί έχω 38 οικογένειες; Γιατί για να εκδοθεί το βιβλίο χρειάζονται κάποιοι χορηγοί. Πώς θα εκδοθεί; Δηλαδή για να τα βγάλω και τα βιβλία, πάλι εκδότης «Ίωνες». Η αλήθεια είναι με τους «Ίωνες», και εγώ ανέδειξα τους «Ίωνες», τους έχω προικίσει με οκτώ-εννέα βιβλία, και μέσω των «Ιώνων» κάναμε εκδηλώσεις, γνωριστήκαμε και αναγνωριστήκαμε και μπήκα μέσα στα πολιτιστικά. Ας το πούμε, η ζωή μου μετά δέθηκε με τον πολιτισμό και αισθάνομαι, αισθάνομαι τώρα, όπως σας είπα, με τα βιβλία που γράφω να αποδώσω έτσι μια τιμή, όπως είπα στην αρχή, το ξαναλέω, συγγνώμη, και στους γονείς μου αλλά και στους απλούς ανθρώπους που έζησαν αυτήν την εποχή και αξίζει να είναι γραμμένοι κάπου. Γιατί λέω με το μυαλό μου, να, τώρα. Το ’24 θα γιορτάζουμε τα εκατό χρόνια απ’ την Νέα Ιωνία. Εκατό χρόνια από την ίδρυση της Νέας Ιωνίας. Ε, εδώ μέσα μπορείς να βρεις ανθρώπους που ζούσαν εκείνη την εποχή. Α, βρήκα, λέω εδώ: «Κατσαρός Δημήτριος: Αυτός τότε που γινόταν η ανέγερση της Νέας Ιωνίας είπε: ‘‘Δίνω μεροκάματα υπέρ της ανέγερσης’’. Πού τον βρήκα; Στο βιβλίο, σ’ αυτό το βιβλίο το μεγάλο, βλέπε Κωνσταντάρας-Σταθαράς 1994, στη σελίδα 374, 374. Να ο απλός ο άνθρωπος. Είπε εκείνη την ημέρα που γινόταν η Βαγγελίστρα, λέει: «Γράψτε με εμένα, δεν έχω λεφτά, θα δώσω μεροκάματο». Αυτό δείχνει, κάτι δείχνει. Άμα το ψάξεις, άμα το ψάξεις πιο βαθιά, άμα εμβαθύνεις είναι ολόκληρη ιστορία. Ένας απλός άνθρωπος λέει: «Δεν έχω λεφτά να δώσω, ρε παιδιά, γράψτε με, θα ’ρθω τρία μεροκάματα. Πού είναι γραμμένος; Να ’τος, 374. Δηλαδή δεν μπορείς να με πιάσεις να μου πεις ότι: «Ξέρεις, γράφεις…». Να ’το, 374. Άμα ψάξεις εδώ τα ονόματα θα τον βρεις εδώ. Προσπαθώ να είμαι αληθινός, ειλικρινής, αλλά μ’ έχουν συγκινήσει οι ιστορίες των οικογενειών, των ανθρώπων. Όλοι που γράφουμε, και η Βασιλεία η Γιασιράνη που γράφει τώρα για τους δρόμους της Νέας Ιωνίας αισθάνεται κι αυτή –και το συζητάμε μαζί πολλές φορές– μια συγκίνηση γι’ αυτούς τους ανθρώπους.
Βέβαια, υπάρχει μια ιστορία από πίσω.
Πώς επέζησαν και τι όνειρα είχαν για τα παιδιά τους. Εμένα η μάνα μου, ας το πούμε, για μένα, το καταλαβαίνω, είχε όνειρα. Ο κάθε γονιός, ο κάθε γονιός, κι εγώ αισθάνομαι, θα το πω κι αυτό το πράγμα, τα παιδιά στον γονιό τελικά δεν δίνουν τίποτα εκτός από όνειρα. Έτσι νομίζω. Δεν είναι; Δηλαδή όταν γεννάς ένα παιδί, έχεις εσύ ένα μικρό παιδάκι αυτήν τη στιγμή, σ’ ένα Νηπιαγωγείο, με είχε και η μάνα μου σε Νηπιαγωγείο. Βλέπεις το παιδάκι, όπως έβλεπα κι εγώ στην κόρη μου. Άσχετα μετά την εξέλιξη. Αλλά βλέπεις ότι θα μεγαλώσει, θα πάει στο σχολείο, θα σου δίνει όνειρα! Το παιδί σού δίνει όνειρα. Εμένα πράγματι η κόρη μου μού έδινε όνειρα. Το παιδί μου, που απόκτησα, μου έδινε όνειρα. Άσχετα εάν, ας το πούμε, μετά τα όνειρα αυτά, γιατί τ[01:50:00]α όνειρα εξαρτάται μετά πώς, τι δυνάμεις έχει το παιδί, τι συνθήκες, το ένα, τ’ άλλο. Τα παιδιά μας δίνουν όνειρα. Έτσι εγώ αισθάνομαι πως η μάνα μου είχε για μένα όνειρα. Γι’ αυτό στο τέλος εδώ, σ’ αυτό το βιβλίο, σ’ αυτό που θα βγάλω τώρα, ας το πούμε… Πού ’ναι, ρε, να πάρει η ευχή; Πού είναι, να πάρει η ευχή; Την είχα βάλει το μαγνητόφωνο μια φορά μοναχή της, γιατί δεν έβλεπε στο τέλος. Είχε γλαύκωμα. Και μιλάει κάπου δυο ώρες μοναχή της. Λέει ιστορίες, λέει άλλο και μετά λέει ευχές για την, λέει ευχές για την Βαγγελίτσα, για τη γυναίκα μου, για την αυτήν, λέει ευχές. Οι Τελευταίες Στιγμές της Μητέρας, καλά την έχω γράψει. Συγκινητικός επίλογος. Άκου τι, τι λέει στο τέλος η μάνα μου. Τα έχω γραμμένα. Είναι γραμμένα. Πού είναι γραμμένα; Είναι γραμμένα στο τέταρτο CD 15/07/84. Είναι γραμμένα, δεν τα λέω απ’ το μυαλό μου. «Αυτά τα λίγα είχα να σας πω. Το ξεχείλισμα της ψυχής μου και της καρδιάς μου. Το τι αισθάνομαι απέναντί σας και αν σας έχω πικράνει με συγχωρείτε. Με τα λόγια μου και με τα έργα μου σαν άνθρωπος ίσως, τι και αν είμαι μεγάλη και εμείς οι μεγάλοι σφάλλουμε. Θέλω να με συγχωρείς, παιδί μου». Αυτά τα είπε μόνη της. «Και εσύ, Μαρία, για ό,τι σας έκανα. Το σπίτι σας να είναι πάντα ανοιχτό. Να δέχεστε τους φίλους και τους ξένους. Πάντα να είστε πρόσχαροι και πάντα ευκίνητοι και χαρούμενοι. Σας χαιρετώ με αγάπη. Η μητέρα σας. Και φιλιά και με το καλό να έρθετε από πάνω». Είχαμε πάει στο Πήλιο. «Δημητράκη, γεια σου και χαρά σου. Η ζωή σας να είναι», άκου τι λέει εδώ πέρα, «όταν φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο», άκου φιλοσοφία, «δεν θέλω να λυπηθείτε. Είναι σαν ένα πράγμα που πρέπει να πάει στη θέση του. Ο Θεός ό,τι κάνει, καλό το κάνει». Φιλοσοφία και πίστη. «Θα πάω εκεί, όπως όλοι οι άνθρωποι. Εκεί θα βρούμε τη γαλήνη της ψυχής και του σώματος». Είδες, είμαι στην ηλικία κι εγώ, που η μάνα μου έφυγε 81 χρονών, εγώ είμαι 88, οπότε τα ζω. Λέω κι εγώ, αλλά όταν είσαι νέος... «Η ζωή σας να είναι ένα χαρούμενο τραγούδι και ποτέ να μη σας λείπει από τα χείλη σας το χαρούμενο τραγούδι. Κι αν πέφτετε, πάντοτε με τα δικά σας χέρια να σηκώνεστε, να μην περιμένετε από τους άλλους. Να ακουμπάτε στα δυο σας χέρια και να σηκώνεστε όρθιοι και να λέτε: ‘‘Θα το περάσουμε κι αυτό. Θα το περάσουμε’’».
Μπράβο της.
Είναι φιλοσοφία και εδώ σ’ αυτήν τη φιλοσοφία έχω βάλει, άμα σας το δείξω, το είχα βάλει αυτό στον τάφο της και θα το βάλω εδώ στο βιβλίο, είναι με την πρώτη έκδοση. Θέλω να πω, δηλαδή μου ενέπνευσαν και οι γονείς μου και οι άλλοι άνθρωποι, οι γονείς του Γιάννη του Κονταξή κτλ., αυτήν την καρτερικότητα, την εργατικότητα, την ανεκτικότητα. Βέβαια, είμαι καμιά φορά βίαιος, φωνάζω. Φωνάζω επειδή δεν ακούω καλά, αλλά την ανεκτικότητα, να ανέχεσαι τον άλλον, να τον αγαπάς τον άλλον, όλα αυτά τα κληρονομήσαμε. Δηλαδή μπορεί να μην πήραμε κληρονομιά. Δεν πήραμε κληρονομιά από τους γονείς μας. Εγώ ψάχνω να βρω, βρήκα ένα φύλλο προχθές, το βρήκα, που έχω γράψει ένα «μιάου, μιάου» όταν ήμουν Νηπιαγωγείο το ’40 ή το ’41 και το βρήκα αυτό το φύλλο, το ’χω κρατημένο στ’ αρχεία μου. Ένα «μιάου». Ούτε βιβλία βρήκα ούτε τίποτα. Τώρα έχω γεμίσει βιβλία κτλ.! Αλλά αισθάνομαι πως μου έδωσαν πλούτο.
Έτσι.
Αισθάνομαι πλούσιος ας το πούμε.
Ο πλούτος είναι εσωτερικός κι αυτό μετράει πιο πολύ.
Γιατί τα υλικά αγαθά, τώρα καμιά φορά βλέπουμε καμιά βίλα, και τι έγινε, ρε, που έγινε η βίλα; Και τι έγινε; Σάμπως κι εμείς και μπάνιο κάναμε, και διακοπές κάναμε με τη γυναίκα μου και συγγνώμη που το λέω, ας το πούμε, με τα μέτρα μας απολαύσαμε τη ζωή, ας το πούμε. Τώρα θα πεις δεν πήγες σε πολλά εξωτερικά μέρη. Πήγα στην Ρώμη, την ευχαριστήθηκα με τη γυναίκα μου, ας πούμε. Έχω ένα άλμπουμ. Γύρισα όλα τα βουνά, ανέβηκα εδώ, ανέβηκα. Πράγματα τα οποία δεν τα πίστευα ότι θα γίνουν. Ήμουν ένας αδύνατος, λιτοδίαιτος, τι λιτοδίαιτος, αβιταμίνωτος, αφού γάλα δεν έπινα μικρός. Όλο έπινα τσάι, ας το πούμε. Δεν είχαμε τότε μορταδέλες και το ένα και το άλλο να τρώμε! Ένα αδύνατο παιδάκι. Οι καημένοι ίσα-ίσα που τρώγαμε. Και έγινε χωρίς να το καταλάβω έχω ανέβει όλα τα βουνά της πατρίδας. Τα έχω γράψει, τα έχω κάνει. Αισθάνομαι, συγγνώμη πάλι που το λέω, πεπληρωμένος ας το πούμ,ε γιατί οι υλικές απολαύσεις, εντάξει, ωραίες, τις ευχαριστιέσαι. Όταν ήμασταν νεαροί τις ευχαριστηθήκαμε κτλ. Τώρα οι απολαύσεις μου είναι οι αναμνήσεις, τα βιβλία μου και σ’ ευχαριστώ πολύ που ήρθες και τα είπαμε όλα αυτά.
Ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε Δημήτρη, που μοιραστήκατε μαζί μου την ιστορία σας, που μοιραστήκατε και συναισθήματα μαζί μου και τα όνειρά σας.
Ναι. Ναι. Ναι.
Χάρηκα πάρα πολύ. Να είστε καλά και να ’στε γερός.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Δημήτριος Κωνσταντάρας, συνταξιούχος εκπαιδευτικός και συγγραφέας, ανακαλεί αναμνήσεις, πληροφορίες και ανακαλύψεις από προσωπικές του έρευνες, ακόμα και συζητήσεις που είχε, από τη δεκαετία του ’60 μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Μιλά για τις εμπειρίες του από τη μετεκπαίδευσή του, για το διάστημα που εργάστηκε ως σχολικός σύμβουλος και γενικά για την εκπαίδευση στην Ελλάδα διαχρονικά. Αφοσιώθηκε στην εργασία του, αλλά έδειξε εξίσου μεγάλο ζήλο για την έρευνα και τη συγγραφή. Κατέγραψε πρόσωπα, λεπτομέρειες και δυσεύρετες πληροφορίες για την Μικρασιατική Καταστροφή και για τα χρόνια που ακολούθησαν, με την εγκατάσταση των προσφύγων κυρίως στην περιοχή του Βόλου. Αφετηρία στάθηκαν οι λιγοστές αφηγήσεις της μητέρας του, στην οποία αφιερώνεται το σύνολο του έργου του ως απόδοση τιμής.
Αφηγητές/τριες
Δημήτριος Κωνσταντάρας
Ερευνητές/τριες
Δήμητρα Ξηροφώτου
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
05/04/2022
Διάρκεια
116'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Δημήτριος Κωνσταντάρας, συνταξιούχος εκπαιδευτικός και συγγραφέας, ανακαλεί αναμνήσεις, πληροφορίες και ανακαλύψεις από προσωπικές του έρευνες, ακόμα και συζητήσεις που είχε, από τη δεκαετία του ’60 μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Μιλά για τις εμπειρίες του από τη μετεκπαίδευσή του, για το διάστημα που εργάστηκε ως σχολικός σύμβουλος και γενικά για την εκπαίδευση στην Ελλάδα διαχρονικά. Αφοσιώθηκε στην εργασία του, αλλά έδειξε εξίσου μεγάλο ζήλο για την έρευνα και τη συγγραφή. Κατέγραψε πρόσωπα, λεπτομέρειες και δυσεύρετες πληροφορίες για την Μικρασιατική Καταστροφή και για τα χρόνια που ακολούθησαν, με την εγκατάσταση των προσφύγων κυρίως στην περιοχή του Βόλου. Αφετηρία στάθηκαν οι λιγοστές αφηγήσεις της μητέρας του, στην οποία αφιερώνεται το σύνολο του έργου του ως απόδοση τιμής.
Αφηγητές/τριες
Δημήτριος Κωνσταντάρας
Ερευνητές/τριες
Δήμητρα Ξηροφώτου
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
05/04/2022
Διάρκεια
116'