Ένας λάτρης των παιχνιδιών: «Διαβάζω την ιστορία πριν τελειώσει το παιχνίδι. Αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου»
Ενότητα 1
Η γνωριμία με τον Αλέξανδρο και η αγάπη για τα παιχνίδια
00:00:00 - 00:19:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα, μπορείτε να μας πείτε πώς ονομάζεστε; Ονομάζομαι Μυροφορίδης Αλέξανδρος. Είναι Παρασκευή, 1 Απριλίου 2022. Είμαι με τον Μυροφ…«Fedora». Όλα αυτά είναι πράγματα… «Πότε κοιμάσαι, Αλέκο;». Είναι μία καλή ερώτηση αυτή. «Όποτε προλαβαίνω» είναι η απάντηση. Λοιπόν, αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η ιδιότητα, οι περιπέτειες και τα λάφυρα του συλλέκτη
00:19:28 - 00:45:27
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αναφέρατε, πριν, την ιδιότητα σας ως συλλέκτη. Η αγαπημένη σας συλλογή, από αυτές που έχετε τώρα στο σπίτι σας, ποια είναι; Πολύ καλή ερώτ… του η συλλεκτική προσπάθεια. Ποτέ. Απλά, άλλαξα αντικείμενο. Εντάξει. Αυτά για τη συλλογή, γιατί είναι άπειρες οι συλλογές. Είναι άπειρες.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Τα ταξίδια, η Αίγυπτος και η επίδραση της στις Βραδιές Μυστηρίου
00:45:27 - 00:58:46
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μιας και αναφέρατε τα ταξίδια, ποιο είναι το ταξίδι που σας έχει προσφέρει τα περισσότερα, αν θέλετε; Η Αίγυπτος. Πέσαμε στην περίπτωση. Η…ει: «Όχι μην ανησυχείτε». Και τελικά, πήγαμε και μάλιστα, πήγαμε στον προγραμματισμένο χρόνο. Ευτυχώς. Βέβαια, κάτσαμε αρκετές μέρες. Αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η "Gamecraft", οι Βραδιές Μυστηρίου και η συμμετοχή του αφηγητή
00:58:46 - 01:31:01
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μιας και αναφέραμε την "Gamecraft" και τις Βραδιές Μυστηρίου, πείτε μας λίγα λόγια γι’ αυτές. Λίγα λόγια δεν υπάρχει περίπτωση να σου πω γ…ο οποίος έτρεχε το παιχνίδι. Εντάξει; Παρουσίαση και δικηγόρος, εντός εισαγωγικών, των κανόνων, των ελάχιστων κανόνων που είχε το παιχνίδι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η πιο αξιομνημόνευτη Βραδιά Μυστηρίου, οι καλύτερες στιγμές και η ερώτηση που θα μείνει στην ιστορία
01:31:01 - 01:47:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κάποια συγκεκριμένη Βραδιά Μυστηρίου που σας έχει μείνει για κάποιο πολύ συγκεκριμένο λόγο; Ναι. Έχει. Ναι. Είναι το αμερικανικό νουάρ. Ήτ…ι υστερούν και οι υπόλοιπες, αλλά επειδή μου είπες: «Η καλύτερη». Ναι, αν υπήρχε καλύτερη, έτσι… οριστικά βαθμολογία ψηλότερη θα ήταν αυτή.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Το Βυζαντινό Μουσείο, τα παιδιά και ο Ερυθρός Σταυρός
01:47:36 - 02:21:32
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα μας πάω λίγο πιο πίσω στην κουβέντα- Φυσικά. Ήθελα να ρωτήσω. Οι πρώτες εικόνες που θυμάστε από την πρώτη μέρα στο Βυζαντινό Μουσείο, …ίς. Γι’ αυτό σου λέω. Έχω την εντύπωση ότι πίσω απ’ όλα τα στραβά κάποια πράγματα πηγαίνουν καλά. Εντάξει. Και με χαροποιεί πάρα πολύ αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Η "Gamecraft", η δημιουργική γραφή, οι σπουδές και η Φλώρινα
02:21:32 - 02:38:17
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όλα τα πρότζεκτ που έχουμε αναφέρει με την "Gamecraft", μέχρι στιγμής, έχουν πάρα πολύ το στοιχείο και της δημιουργικής γραφής μέσα. Ναι. …ριστικό. Αφού λέει: «Μπορείτε να πάρετε από αλλού. Γιατί δεν πάτε…» Λέω: «Εγώ από σας θέλω». «Εντάξει», λέει. Ήτανε… ήτανε καλές εμπειρίες.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Ο Τίτος Πατρίκιος, η βοήθεια μιας γλυκιάς συντρόφου και οι δυσκολίες ενός μεταφραστή
02:38:17 - 02:51:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Από τις κουβέντες που είχατε με συγγραφείς, ποιητές που αναφέρατε και λοιπά, θυμάστε κάποια συνομιλία που σας έχει μείνει για κάποιο λόγο; …ονται ο ένας πίσω απ’ τον άλλον και όλοι έχουν τις ιδιαιτερότητες τους και τις περιέργειες του στη μετάφραση. Αυτό ήτανε το χαρακτηριστικό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 9
Οι δυσκολίες των ανθρώπων του βιβλίου, τα ξενύχτια και η αγανάκτηση
02:51:53 - 03:05:07
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Επειδή έχετε υπάρξει και… είστε και συγγραφέας, μάλλον, είστε επιμελητής… έχετε κάνει πολλά. Θα το ρωτήσω γενικά. Ποια είναι η πιο δύσκολη σ…… τις περισσότερες φορές αυτό ήταν. Η καθυστέρηση, δηλαδή, τραβούσε αλλά δεν ενοχλούσε κανέναν. Πήγαινε 4 ώρες, αλλά δεν ενοχλούσε κανέναν.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 10
Οι θριαμβευτικές στιγμές, τα Pen & Paper RPGs και οι όμορφες στιγμές που προσφέρουν
03:05:07 - 03:25:49
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα, θα κάνω την ανάποδη ερώτηση. Απ’ όλα τα πρότζεκτ που έχετε κάνει η στιγμή του ύψιστου θριάμβου ποια ήτανε; Κοίταξε τώρα… είναι και τ…ά άρχιζαν να έρχονται. Όχι σούπερ ήρωες. Όχι τρόμος-εν μέσω πολέμου, μεταποκαλυπτικό, δυστοπικό, αστυνομικό. Γιατί όχι; Υπήρχαν πολλά μετά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 11
Η αφοσίωση του Αλέξανδρου στα παιχνίδια, το ταξίδι στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η χαρά του να μοιράζεσαι και η ανάγκη να διασώζεις
03:25:49 - 03:45:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κύριε Μυροφορίδη, υπάρχει άλλο που θα θέλατε να συμπληρώσετε; Οτιδήποτε; Έπρεπε να μου δώσεις άλλο τόσο χρόνο, για να σου πω. Κοίταξε. Είνα…λες τις εμπειρίες σας και τις γνώσεις σας και τη δημιουργικότητα σας και να ευχηθώ καλό βράδυ. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Καλό βράδυ και σε σένα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα, μπορείτε να μας πείτε πώς ονομάζεστε;
Ονομάζομαι Μυροφορίδης Αλέξανδρος.
Είναι Παρασκευή, 1 Απριλίου 2022. Είμαι με τον Μυροφορίδη Αλέξανδρο. Βρισκόμαστε στις 40 Εκκλησιές Θεσσαλονίκης. Εγώ ονομάζομαι Κολοβός Δημήτρης, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Μυροφορίδη, πείτε μας λίγα λόγια για τον εαυτό σας.
Χαριτολογώντας, θα έλεγα το ότι είμαι ο άνθρωπος που διαβάζει την ιστορία… προτιμάει να διαβάσει την ιστορία, παρά να παίξει το παιχνίδι. Τι σημαίνει αυτό; Έχω την εντύπωση ότι θα προσπαθήσω να επιχειρήσω να σου εξηγήσω στη συνέχεια τι σημαίνει αυτό. Ασχολούμαι με τα παιχνίδια από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, σχεδιασμό και την υλοποίηση παιχνιδιών. Πάντα μου άρεσε, εκτός από το να παίζω, να γράφω σενάρια, τα οποία μπορούνε πολύ άνετα να εφαρμοστούν σε παιχνίδια. Ήμουν σε μία εποχή που παίζαμε έξω στους δρόμους. Από τα πολύ απλά παιχνίδια, όπως το κρυφτό ή το κυνηγητό, μέχρι και πράγματα τα οποία χρησιμοποίησαν μυθοπλασία και καταντούσαν αφηγήσεις, που περνούσαν διασκεδαστικά ορισμένα βραδιά και άλλες φορές προβλημάτιζαν τον κόσμο. Ξανασυναντιόμασταν, ζητούσαμε συνέχεια και η ιστορία συνεχιζόταν. Και πάντα όλα έβγαιναν από το μυαλό, δηλαδή καθόμασταν ιστορίες. Όταν, αργότερα, μεγάλωσα, κατάλαβα ότι αυτός ο τρόπος λειτουργίας, αυτές οι ιστορίες, αυτή η μυθοπλασία, αυτός ο τρόπος με τον οποίον σκαρώνουμε σενάρια, που μπορούν να εξελιχθούν με τον Α ή τον Β ή τον Γ τρόπο, ήταν κάτι το οποίο το έκανα πάρα πολύ καλά. Και τότε αποφάσισα να ασχοληθώ ακόμα περισσότερο με τα παιχνίδια και με τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζονται τα παιχνίδια. Ξεκίνησα με τα επιτραπέζια και αργότερα με πολλά περισσότερα, όπως ζωντανά παιχνίδια ρόλων, παιχνίδια στρατηγικής, παιχνίδια αφηγηματικά. Και με τις μοντέρνες τεχνολογίες. Ακόμα και ηλεκτρονικά ή παιχνίδια κρυμμένου θησαυρού. Παιχνίδια παντού, λέξη που χρησιμοποιείται πάρα πολύ στη δική μου την περίπτωση. Έχω μία εταιρεία πληροφορικής εδώ και 22 χρόνια, στην οποία προσπαθώ να βγάλω τα προς το ζην. Είναι περισσότερο, δηλαδή, βιοποριστικό. Βέβαια, πέρασα από μία θρυλική εποχή, στην οποία οι υπολογιστές είχαν πολύ πλάκα και ήταν πολύ, έτσι… εντυπωσιακοί. Ήταν ένα αχαρτογράφητο, ανεξερεύνητο πεδίο, στο οποίο ψάχναμε κάθε μέρα για κάτι περισσότερο. Στην Ελλάδα, ένας λόγος παραπάνω φαντάσου, με καλώδια τα οποία έμπαιναν σε λάθος βύσμα και μετά το καταλαβαίνουμε αργά, με γκάφες, με τις οποίες σκάγαμε στα γέλια, αλλά και με πολύ εντυπωσιακά αποτελέσματα από ερασιτεχνικούς προγραμματισμούς. Από περιοδικά περνάμε, δηλαδή, ολόκληρες λίστες και γράφαμε διάφορα, μέχρι και σήμερα, που εντάξει. Τα πράγματα έχουν ξεφύγει τελείως στο πεδίο της τεχνολογίας, της νέας τεχνολογίας και της πληροφορικής. Ταυτόχρονα με τη δουλειά μου στους υπολογιστές, ήρθε και η έμπνευση για τη δημιουργία μιας ομάδας, η οποία να παίζει -δημιουργικής ομάδας προφανώς- χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε τρόπο υπάρχει εκεί έξω: γραπτό, οπτικοακουστικό, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Και δημιουργήθηκε η "Gamecraft", που είναι ένα πολύ-πολύ μεγάλο, κομβικό σημείο, σημαντικό σημείο στη ζωή μου. Ιδρύθηκε το 2007 και έκτοτε, μέχρι και σήμερα, λειτουργεί, παράγει, υλοποιεί. Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος που τα αποτελέσματα και οι συνεργασίες, πλέον, είναι πάρα πολλές και έχουμε να λέμε γι’ αυτές. Και εμείς και οι συνεργάτες μας από την απέναντι πλευρά, οι φορείς, δηλαδή, οι οποίοι συνεργάστηκαν μαζί μας. Μετά από αυτό -τρώγοντας ανοίγει η όρεξη που λέμε- μετά την "Gamecraft", ήρθε η γραφή σεναρίων με τη μορφή της δημιουργικής γραφής. Πέρασα στη δημιουργική γραφή στο πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Ασχολήθηκα με το μεταπτυχιακό εκεί, τελείωσα. Και αισίως, αυτή τη στιγμή, είμαι υποψήφιος διδάκτορας και υποθέτω ή θέλω να πιστεύω, εν πάση περιπτώσει, στα τελειώματα για το διδακτορικό της δημιουργικής γραφής με αντικείμενο την πλοκή. Η πλοκή είναι, ίσως, από τα αγαπημένα μου πράγματα. Θεωρώ ότι είναι ένας ζων οργανισμός, μία γλώσσα ζωντανή, η οποία υπάρχει σε κάθε δραστηριότητα της ζωής. Όχι μόνο στη λογοτεχνία. Παντού. Παντού. Ακόμη και στα παράγωγα της λογοτεχνίας, εάν θεωρεί κάποιος ότι έχει επεκταθεί τόσο πολύ. Δεν είναι μόνο αυτό. Τα πάντα έχουν πλοκή. Τα πάντα περιπλέκονται όσο εύκολα και ξεμπλέξουν, εντάξει; Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό. Προσπάθησα να δείχνω τον ενθουσιασμό μου στους υπεύθυνους του πανεπιστημίου. Νομίζω ότι τα κατάφερα, γιατί μου είπανε: «Ναι, να σε δούμε. Να δούμε τι μπορείς να κάνεις». Και ασχολούμαι αυτή την περίοδο με κάτι που είναι πάρα πολύ σημαντικό, τη μελέτη της πλοκής στην ελληνική πραγματικότητα, η οποία έχει σημαντικότατες αναφορές, αλλά έχει και ελλείψεις, δηλαδή δεν έχει ασχοληθεί πάρα πολύ η ακαδημαϊκή κοινότητα τόσο πολύ με αυτό. Αυτό είναι, φυσικά, πάντα μια προσωπική μου άποψη, έτσι; Δεν… μπορεί να μου ξεφεύγει κάτι και ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη αν κάτι δεν λέω καλά, αλλά θεωρώ ότι έχει πολλά να δώσει και πολλά να πει. Αυτά. Στο περιληπτικό κομμάτι, έτσι; Λοιπόν.
Θα ξεκινήσω μιλώντας για τα παιχνίδια, γιατί σταθήκατε πάρα πολύ σ’ αυτό. Ποιο ήταν, όταν ήσασταν μικρός, το αγαπημένο σας παιχνίδι;
Τα πλαστικά στρατιωτάκια Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα οποία τα πέταξε η μαμά μου σ’ ένα… ήταν, αν θυμάμαι καλά, τέλη δεκαετίας του ’80 που έγινε αυτό. Εγώ ήμουν… δεν ήμουν ενηλικιωμένος ακόμα. Ήμουν 16-17 χρονών. Το ’89 πρέπει να έγινε; Μία μέρα καθάρισε, όπως, επίσης, χάθηκαν… φυσικά, τη λατρεύω τη μητέρα μου, εντάξει; Δεν υπήρχε πρόβλημα παρά μόνο εκείνη την περίοδο. Λοιπόν, χάθηκαν και 200 καταπληκτικές μπίλιες, από αυτές που παίζαμε στο δρόμο εκείνη την εποχή, έτσι; Είναι, επίσης, σημαντικό κομμάτι της ζωής μου και αυτό εδώ. Εντάξει, το λέω και με διάθεση, έτσι, για χιούμορ. Τα στρατιωτάκια ήταν και γενικά η στρατιωτική ιστορία ήτανε, και όπως και είναι και σε πάρα πολλά αγόρια, το πολύ σημαντικό, το πάρα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου, γιατί έπαιρνα τα στρατιωτάκια, τα πήγαινα στον κήπο, έκανα τα χαρακώματα μου, τα έστηνα, έτσι, το πεδίο της μάχης. Πολλές φορές, έριχνα, θυμάμαι, και νερό από τη βρύση, για να κάνω ρυάκι από μπροστά, για να αναπαραστήσουμε ποτάμια. Λοιπόν, καταλαβαίνεις αυτό ήταν μερακλίδικο. Είχαμε άφθονο χρόνο στη διάθεση μας, μικροί ήμασταν, διασκεδάζαμε. Κάναμε διάλειμμα να φάμε το μεσημέρι και συνεχίζαμε τ’ απόγευμα. Δεν καταλαβαίναμε ποτέ έσβησε το φως, πότε έδυσε ο ήλιος. Εντυπωσιακό πολύ. Ναι εκείνα είναι τα αγαπημένα μου. Ναι. Και κάποια επιτραπέζια, βέβαια, έτσι; Διάβαζα, ασταμάτητα, Ιούλιο Βερν. Ασταμάτητα. Μετά, έμαθα ότι είναι και ίδιο ζώδιο με μένα -άχρηστη πληροφορία της ημέρας - ο οποίος Ιούλιος Βερν, για μένα, ήταν καταπληκτικός. Βέβαια, οι παλιές εκδόσεις που ήταν καταπληκτικές, ήταν πάρα πολύ ωραίες, με σκληρό εξώφυλλο. Εντυπωσιαζόμουν με τον τρόπο με τον οποίο τα έλεγε. Τόσοι φανταστικοί κόσμοι, τέτοιοι χαρακτήρες και τα λοιπά. Όσο περνούσε ο καιρός, όλο και περισσότερο κόμικ. Ναι. Γιατί όχι; Αλλά το αγαπημένο μου παιχνίδι, όταν ήμουνα μικρός, ήτανε τα στρατιωτάκια. Μετά, σαν φοιτητής; Ανακάλυψα τα παιχνίδια ρόλων. Αυτό ήτανε, νομίζω, καταλυτικό. Άλλαξε τελείως την κοσμοθεωρία μου σχετικά με τα παιχνίδια. Δεν είναι ότι σταμάτησα να παίζω επιτραπέζια. Ούτε και σταμάτησα να διαβάζω κόμιξ ούτε μυθοπλασία… επίσης και κάτι άλλο. Εκτός από τα στρατιωτάκια Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, διάβαζα και τεράστια ποσότητα από περιοδικά με ιστορίες Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τώρα, κάποιοι που είναι της κλάσης μου θα πουν κατευθείαν… έχει σχηματιστεί, ήδη, στο μυαλό τους η σειρά των λέξεων: τανκς, πόλεμος, κράνος, έφοδος και δεν συμμαζεύεται. Λοιπόν, αυτά. Πηγαίναμε σε περίπτερα, τα οποία είχαν stock, απόθεμα. Μιλάω τώρα για τη δεκαετία του ’80. Από το ’85 και μετά. Απ’ το ’85 μέχρι το ’90. ‘91-’92. Στο οποίο κυκλοφορούσαμε, λοιπόν, στα περίπτερα. Είχε τεράστιο στοκ με απούλητα περιοδικά. Σε πολλά απ’ αυτά δεν ξέρω… κάποιοι από τους περιπτεράδες έκαναν και δοσοληψίες μεταχειρισμένων. Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, πετυχαίναμε κάτι μαργαριτάρια… κάτι εκδόσεις του ’60. Ίσως και ακόμη πιο παλιές. Τώρα αυτά δεν τα ‘χω, δυστυχώς, στη διάθεση μου. Πολλά απ’ αυτά, σε μετακομίσεις και σ’ αυτά έχουν μείνει εκεί, στην αρχική τους θέση. Πάρα πολύ ενδιαφέρον. Ό,τι είχαμε με το χαρτζιλίκι. Παλεύαμε για ακόμα περισσότερα λεφτά από γιαγιάδες, παππούδες. Ξέρεις πώς πάνε αυτά. Αγοράζαμε, αγοράζαμε, αγοράζαμε. Τότε… είναι κάτι πολύ σημαντικό, το οποίο θέλω να το πω και ίσως και σαν αντανάκλαση της σημερινής εποχής. Τότε, ήμασταν συλλέκτες. Αν μιλήσεις με κάποιον σήμερα… δεν είναι κακό αυτό που θα πει και το σημερινό παιδί της ηλικίας μου τότε. Θα πει ότι «Εντάξει, ρε παιδί μου. Αντί να έχεις τώρα δύο ολόκληρες ξύλινες βιβλιοθήκες γεμάτες με CD και βινύλια, έχεις ένα σκληρό δίσκο πλέον». Ωραία, εγώ λέω το εξής: «Κι αν κάποιος κάποτε -εντός εισαγωγικών αυτή η ατάκα που ακολουθεί- τραβήξει την πρίζα;». Πού είναι το παρελθόν; Πού είναι αυτό το οποίο σε έχει κάνει αυτός που είσαι; Αν κάποιος τραβήξει την πρίζα; Ενώ, σε μία παλιά συλλογή… σαφώς και είναι δύσκολο πλέον. Δεν μπορώ. Δεν έχω χώρο. Όπως παραδέχονται όλοι. Δεν έχω χώρο για βιβλία. Δεν έχω χώρο για τίποτα. Δεν χωράμε. Δηλαδή, περισσεύει χώρος, για να βάλω το κρεβάτι να κοιμηθούμε, όπως καταλαβαίνεις. Κάποτε, ήμασταν συλλέκτες όμως. Ή συλλογή βινυλίων, CD, κασέτες, περιοδικά, βιβλία, στρατιωτάκια, επιτραπέζια παιχνίδια, καρτοπαίχνιδα, τράπουλα, οτιδήποτε. Από διάφορα παιχνίδια. Όχι. Ήτανε πολύ σημαντικό τότε. Ήταν πολύ σημαντικό, γιατί πήγαινες ξανά και ξανά στη βιβλιοθήκη και έπαιρνες το αντικείμενο, το περιεργαζόσουν. Ένιωθες. Δεν λέμε ακόμη και σήμερα: «Μυρίζω το βιβλίο; Τη μυρωδιά των σελίδων;». Δεν υπάρχει κάτι καλύτερο απ’ αυτό εδώ. [00:10:00]Βεβαίως, όσο περνούσε ο καιρός, και με τους υπολογιστές… μιλάει ένας άνθρωπος ο οποίος ασχολήθηκε πολύ από την αρχή. Το 1985, θυμάμαι χαρακτηριστικά, πέφτει η ατάκα στη γειτονιά ότι κυκλοφορεί ο ZX Spectrum, ο εκπληκτικός οικιακός υπολογιστής ZX Spectrum. Τότε, είχα πάρει τον Plus εγώ. Υπήρξε και ο πριν τον Plus, με τα λαστιχένια πλήκτρα. Επίσης, άνθρωποι της κλάσης μου θα λένε: «Τι λέει ο άνθρωπος;». Ναι. Πήγα και τον αγόρασα το 1985. Ήταν μία αλλαγή πλανήτη για μένα, στην κυριολεξία. Τότε, με κασέτα τα πάντα. Σύνδεση με τηλεόραση. Οι γονείς μου έβλεπαν τον ενθουσιασμό και τους άρεσε. Έβλεπαν, ίσως, στο πίσω μέρος του μυαλού τους και μία προοπτική που θα μπορούσε να έχει αυτό το πράγμα. Φυσικά, ακόμα ήτανε τα πρώτα βήματα. Δεν ξέρανε τι μορφή θα έπαιρναν οι υπολογιστές. Πολύ σύντομα, έτσι; Δεν ήθελε πολλά χρόνια από εκείνη την εποχή. Άρχισα ν’ ασχολούμαι και εκεί με παιχνίδια. Έγραφα και κώδικά από περιοδικά που αγοράζαμε. Κατεβαίναμε, χαρακτηριστικά, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, σε βιβλιοπωλεία πολύ μεγάλα εκείνης εποχής, όπως ο «Μόλχο», όπως πολλοί μεγάλοι και περνάμε αγγλικά περιοδικά, τα οποία είχανε λίστα προγραμματισμού με παιχνίδια εκείνης της εποχής. Περιττό να σου πω ότι έγραφα μερόνυχτα. Με πάρα πολλά λάθη. Τότε, δεν μπορούσες στον υπολογιστή να διορθώσεις τα λάθη, όπως κάνει σήμερα ένας μοντέρνος προγραμματιστής, που του υποδεικνύει η γλώσσα, σχεδόν, που είναι το πρόβλημα. Παλιά, δεν ξέραμε. Κάτι δεν δούλευε; Κάτι δεν ξεκινούσε; Ξεκινούσαμε από την αρχή. Ήμασταν εκπληκτικοί επιμελητές στα 13 μας, να καταλάβεις, και στα 14. Επιμελητές, όμως, όχι της ελληνικής γλώσσας, αλλά μιας αγγλικής μπερδεμένης γλώσσας προγραμματισμού, τότε, σε οικιακό υπολογιστή. Και εκείνο διασκεδαστικό ήταν. Όταν καταφέρναμε και κάναμε το παιχνίδι να δουλέψει; Πανηγυρισμοί, έτσι; Σαν να μπαίνει γκολ της Εθνικής Ελλάδος. Φοβερό. Έτσι προχωρούσαμε. Αναβαθμιζόντουσαν οι υπολογιστές, αναβαθμιζόντουσαν και οι απαιτήσεις μας, η προσμονή μας. Αναβαθμιζόταν και αυτή. Οι οικιακοί υπολογιστές έγιναν αργότερα επιχειρηματικοί, εμπορικοί, έτσι; Υπολογιστές της δουλειάς. Η πληροφορική ήρθε το 1999, η "Gamecraft" ήρθε το 2007 και έκτοτε έχουν ανοίξει πάρα πολλές πόρτες και πάρα πολλές συνεργασίες με εντυπωσιακούς ανθρώπους, ανθρώπους που δεν ήξερα ότι εκεί έξω παλεύουν για τον πολιτισμό, ότι παλεύουν για την εκπαίδευση, ότι παλεύουν για την ψυχαγωγία. Συνεργάστηκα μαζί τους και έμαθα πάρα πολλά. Έκανα ό,τι καλύτερο περνούσε από το χέρι μου. Τώρα, εντάξει, αυτό είναι και μία προσωπική τοποθέτηση. Αν εσύ, δηλαδή, πιέζεις συνεχώς τον εαυτό σου για να γίνεις καλύτερος… και σαφώς και πίεσε η ομάδα όλους αυτούς οι οποίοι συμμετείχαν στην ομάδα για το καλύτερο. Από τότε, από το 2007, με τα παιχνίδια, τις εκδηλώσεις και τη δημιουργική γραφή, μέχρι σήμερα. Μέχρι ένα σημείο, στο οποίο ακόμη και τώρα διασκεδάζω πάρα πολύ ακόμη. Και με παιχνίδια του παρελθόντος, αλλά και με καινούργια που βλέπω. Προσπαθώ να τα αξιολογήσω, προσπαθώ να καταλάβω. Βασικά, το στοίχημα, για μένα, είναι ο τρόπος λειτουργίας τους, ο τρόπος σχεδιασμού τους -συγγνώμη- ακόμη καλύτερα. Είχα πει και στο παρελθόν, σε μία συζήτηση με φίλους, ότι παραδείγματος χάρη τα escape rooms, ας πούμε. Αν μπω εγώ σε escape room, θα μπω στις 4 ώρες… πώς να το πω; Ασύμφορος για την όλη διαδικασία. Όχι… δεν… θέλω να διαβάσω την ιστορία εγώ. Δεν μ’ ενδιέφερε ο γρίφος. Με ενδιέφερε αν έχει ιστορία. Διάβαζα ό,τι κείμενο έβρισκα μπροστά μου με σκοπό να καταλάβω το αφήγημα. Αυτό μου αρέσει εμένα. Γι’ αυτό και η αρχική μου ατάκα ότι διαβάσω την ιστορία πριν τελειώσει το παιχνίδι. Αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου. Αυτό. Σε γενικές γραμμές αυτά. Τώρα, οι εκδόσεις, οι οποίες πήγαν μαζί με τη δημιουργική γραφή, αλλά και προηγήθηκαν αυτής, έχουν να κάνουν με τη συλλογή διηγημάτων του «Αντίθετο Ημισφαίριο», που ήτανε για μένα... είναι.. να το πάρουμε απ’ την αρχή. Είναι τα δύο βιβλία «Μετά τις 9». Έτσι λέγονται. Αυτός είναι ο τίτλος. Το «Μετά τις 9». Και τα τέσσερα βιβλία «Αντίθετο Ημισφαίριο». Μετά απ’ αυτά, ακολούθησαν και άλλα, ευτυχώς, και στη σημερινή εποχή, από εκδοτικούς οίκους εγνωσμένης αξίας, αλλά τότε ήτανε μία φιλότιμη προσπάθεια. Ήτανε μία παλικαρίσια προσπάθεια. Ήτανε μία fanzine προσπάθεια. Ήτανε μία αυτοέκδοση και πιστώνω την επιτυχία, γιατί επιτυχία είναι, ακόμη και για τους νεότερους, οι οποίοι βλέπουν… πιστώνουν αυτή την επιτυχία σε ανθρώπους οι οποίοι και υπάρχουν και έχουν φύγει από τα παιχνίδια. Ασχολήθηκαν με τις οικογένειές τους, μεγάλωσαν, ασχολήθηκαν με άλλα αντικείμενα, όπως τα παιδιά… σύσσωμη η «Ομάδα Παιχνιδιών Στρατηγικής και Φαντασίας Θέρμης» και άνθρωποι που μεμονωμένα, μετά, κόλλησαν με την "Gamecraft" και έγιναν αφηγητές της. Μετά, αποκτήσαμε κι εμείς μία οντότητα και γίναμε μία ομάδα με πολυάριθμους αφηγητές και στελέχη και μέλη. Αυτά, λοιπόν, ήτανε πάρα πολύ σημαντικά τα βιβλία, τα δύο από τον Σύλλογο της Θέρμης και τα τέσσερα, μετά, ως "Gamecraft", που έβγαλα εγώ, με τη συμμετοχή όλων των ανθρώπων του Φανταστικού. Τουλάχιστον, όσους ήξερα εγώ και μπορούσα να προσκαλέσω. Και από Αθήνα και από Θεσσαλονίκη και από Τρίκαλα και από Βέροια και από Κομοτηνή και από Αλεξανδρούπολη και από Κρήτη σαφώς πολλοί, όλοι. Μ’ ένα στόμα μία φωνή. Εγώ, βέβαια, πάντα, ενημέρωνα ότι «Παιδιά, αυτό το πράγμα είναι παρεΐστικο. Θα κάνω ότι μπορώ εγώ από τη δικιά μου την πλευρά για μία, έτσι, άρτια, όσο το δυνατόν, επιμέλεια. Σαφώς, ο γραφίστας ο οποίος ασχολείται με τα εξώφυλλα θα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί και πάμε. Δεν χρειάστηκε παραπάνω από 10-15 δευτερόλεπτα σκέψη για τον καθένα. Μου λέει: «Ναι. Πάμε. Αλέκο πάμε. Πάμε να το κάνουμε. Είναι πάρα πολύ ωραία ιδέα». Ακόμα και τώρα, με παίρνουν τηλέφωνο και μου λένε: «Πότε θα βγάλουμε το νούμερο 5;». Τους λέω: «Παιδιά, μεγαλώσαμε. Μήπως πρέπει…;». «Τι πάει να πει;», λέει. «Βιβλίο είναι. Ανά πάσα στιγμή μπορούμε να το βγάλουμε. Τι πάει να πει μεγαλώσαμε; Πάμε να το βγάλουμε. Θες ιστορία; Να ετοιμάσουμε». Η πανδημία διέκοψε το 5, δηλαδή ήμουνα έτοιμος. Είχα συλλέξει και τις ιστορίες των συγγραφέων. Και μέσα στην πανδημία, όταν είδα ότι οι προοπτικές κυκλοφορίας ενός βιβλίου έπεφταν σε δεύτερη μοίρα, σε τρίτη ίσως, με τις πρώτες να είναι καθαρά σε ζητήματα υγείας, έστειλα email και λέω: «Παιδιά, αν μπορείτε, τα διηγήματά να τα διοχετεύσετε αλλού και να λειτουργήσουν, με μεγάλη χαρά και σας ευχαριστώ που τα διαθέσατε στην έκδοση. Αν τυχόν τα καταφέρουμε, επιστρέψουμε όλοι καλά, όλα καλά, ναι, θα υπάρξει συνέχεια». Τώρα, αυτή τη στιγμή που είμαστε στην ευχάριστη θέση να το συζητάμε, έτσι; Με καλούς όρους για τη συνέχιση. Τώρα, βέβαια, έχουν μπει κι άλλα βιβλία στη μέση, όπως αστυνομικά, τα οποία είμαι υπερήφανος μιας σειράς. Είμαι πολύ περήφανος που είμαι υπεύθυνος της αστυνομικής σειράς «Fedora» και την εμπιστοσύνη που μου έδειξε ο εκδοτικός, οι εκδόσεις «Αρχέτυπο». Μία αστυνομική σειρά είναι ένα στοίχημα. Μία αστυνομική σειρά είναι επικίνδυνη. Με ποια έννοια είναι επικίνδυνη; Επικίνδυνη είναι, έτσι κι αλλιώς, γιατί είναι περιπετειώδης αφήγηση, αλλά είναι επικίνδυνη, γιατί πρέπει να γίνει η κατάλληλη επιλογή ανθρώπων. Υπάρχει μια μεγάλη παραγωγή. Είναι μόλις διακοσίων ετών παρά είκοσι χρόνια, εάν θεωρήσουμε ότι ο Poe είναι ο πρώτος που έχει κάνει αστυνομικό με ερευνητή, αν και δεν ισχύει αυτό, έτσι; Έχω άποψη και γι’ αυτό δηλαδή, ότι δεν ισχύει 100%. Βεβαίως, και τεράστιες Poe. Μέσα σε 200 χρόνια υπάρχει και πολύ μεγάλη παραγωγή και είναι μία μεγάλη ευθύνη για το τι βιβλίο θα βγάλουμε. Μέχρι στιγμής, είμαστε ευχαριστημένοι. Ρίχνω στο τραπέζι και μία εξαιρετική έκδοση, κατά τη γνώμη, παρεΐστικη πάλι, που μου θύμισε ημέρες «Αντίθετου Ημισφαιρίου», το «Θεσσαλονίκη Νουάρ», από 10 ανθρώπους οι οποίοι προσφέρθηκαν. Λοιπόν, αυτή η ιστορία με «Θεσσαλονίκη Νουάρ» είναι πρόσφατη, είναι συγκινητική. Δείχνει ανθρώπους, οι οποίοι θέλουν να βοηθήσουν, θέλουν να λειτουργήσουν ως ομάδα. Είναι μία αποθέωση της συλλογικής προσπάθειας. Οι συλλογικές προσπάθειες, σήμερα… βλέπω εκπληκτικές, η αλήθεια είναι και χαίρομαι για αυτό, αλλά γενικά, πάντα, μια συλλογική προσπάθεια, όπως καταλαβαίνεις, έχει τα προβλήματά της. Μία συλλογική προσπάθεια η οποία δεν χρειάστηκε πολύ για να ξεκινήσει, να τελειώσει και να έπεται συνέχεια. Με τους ανθρώπους αυτούς πίνουμε κρασιά, με τους ανθρώπους αυτούς μιλάμε, πλέον, με άλλο αέρα, ως συνδημιουργοί σ’ ένα έργο, με τους ανθρώπους αυτούς δώσαμε μία φωνή, λογοτεχνική, όποια και να ‘ναι αυτή, εννοώ σε κλίμακα ποιότητας… δώσαμε μία φωνή στη Θεσσαλονίκη και στο αστυνομικό αφήγημα, με ανθρώπους οι οποίοι είναι από εδώ. Κατάγονται από την πόλη και μία πόλη η οποία σαφέστατα, αμέσως μετά την Αθήνα, έχει πάρα πολλά να πει, πάρα πολλά και με πολύ ταραγμένες εποχές και με πάρα πολύ φανερά τα σημάδια της παραβατικότητας και της εγκληματικότητας σε διαφορετικές περιόδους, όπου η διοίκηση δεν ήταν 100% ελληνική ή δεν ήταν καθόλου ελληνική, σε ορισμένες περιπτώσεις. Πριν από την απελευθέρωση. Σε περιπτώσεις οι οποίες άνθρωποι… είναι πολυσυλλεκτική πόλη έτσι κι αλλιώς. Το ξέρουμε και χαιρόμαστε γι’ αυτό. Άνθρωποι από διαφορετικές εθνικότητες έζησαν εδώ, μεγάλωσαν εδώ, δραστηριοποιήθηκαν εδώ και δυστυχώς, έχασαν τη ζωή τους εδώ. Και το αστυνομικό, λοιπόν, με τη σειρά «Fedora». Όλα αυτά είναι πράγματα… «Πότε κοιμάσαι, Αλέκο;». Είναι μία καλή ερώτηση αυτή. «Όποτε προλαβαίνω» είναι η απάντηση. Λοιπόν, αυτά.
Αναφέρατε, πριν, την ιδιότητα σας ως συλλέκτη. Η αγαπημένη σας συλλογή, από αυτές που έχετε τώρα στο σπίτι σας, ποια είναι;
Πολύ καλή ερώτηση. Ναι. Έχω μία… τώρα, οι περισσότερες απ’ τις συλλογές της ψάχνω. Τις έχω χάσει από τις μετακομίσεις από σπίτι σε σπίτι. Αυτή τη στιγμή μία από τις μεγαλύτερες συλλογές που έχω είναι σε βιβλία παιχνιδιών ρόλων. Και αρκετά παλιά, γιατί από κάποια στιγμή αγόραζα και παλιά. Ήθελα, δηλαδή, να [00:20:00]έχω, να κρατήσω αυτή τη συλλογή. Έχω μία πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή από ζάρια παιχνίδια ρόλων, έτσι; Όλων των ειδών και όλων των υλικών κατασκευής. Όχι μόνο πλαστικά. Έχω μία συλλογή η οποία είναι αρκετά καλή σε μουσική πλέον, αλλά όχι, ίσως, την παλιά. Εντάξει, εγώ ροκ άκουγα από μικρός. Τώρα, έτσι… λίγο jazz, λίγο κλασική μουσική. Μου αρέσουν αυτά να τα κρατάω στη σιντιέρα μου, ας πούμε και να χρησιμοποιώ CD για να το ακούσω. Ταινίες, γιατί είμαι φίλος του κινηματογράφου, αλλά η μεγαλύτερη και καλύτερη, οι καλύτερες, πληθυντικός, είναι δύο και βέβαια, ανατρέπει το αφήγημα μου νωρίτερα ότι πρέπει να είσαι συλλέκτης με αντικείμενα που έχουν υλική υπόσταση, αλλά οι καλύτερες μου, αυτή τη στιγμή, δυστυχώς αυτές διατηρήθηκαν, είναι δύο ψηφιακές συλλογές: η μία είναι παλιά περιοδικά -μη με ρωτήσεις που τα βρήκα- από το 1930 σχεδόν. Ξένα μιλάω. Ελληνικά όσα κατάφερα και βρήκα. Παλιά. Μου αρέσουν αυτά. Μου αρέσουνε πάρα πολύ. Επίσης, είμαι και φίλος των εφημερίδων που έχουν ψηφιοποιηθεί. Μου αρέσουν να τις κρατάω και αυτές. Τις παλιές, έτσι; Εννοείται. Και η δεύτερη συλλογή μου, η οποία είναι πάρα πολύ μεγάλη και μου αρέσει πάρα πολύ είναι μουσική επένδυση από ταινίες και σειρές. Και από παιχνίδια, από παιχνίδια σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Τα κρατάω και τα τρία. Η συλλογή, δε, των παιχνιδιών είναι πολύ μεγάλη και μου άρεσε και έδινα προσοχή σε κάθε παιχνίδι στη μουσική επένδυση και τις παραγωγές που έχουν γύρω τους. Πολλές απ’ αυτές είναι εκπληκτικές, δηλαδή συναγωνίζονται στα ίσα μοντέρνες εταιρείες παραγωγής κινηματογράφου και τηλεόρασης. Όλη αυτή η συλλογή, δηλαδή από soundtracks, να το πω στην καθομιλουμένη, αυτή η συλλογή είναι πολύ σημαντική και η άλλη με τα περιοδικά. Στα περιοδικά, να σου δώσω να καταλάβεις ότι έχω σε ψηφιακή μορφή περιοδικά τα οποία κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά, έτσι, για τους ανθρώπους και τους φίλους του fantasy και του science fiction, ας πούμε, κυκλοφόρησε το “Who Goes There”, μία παλιά ιστορία επάνω στην οποία βασίζεται το “The Thing”, η ταινία του Carpenter, του 1982, το θρίλερ, το επιστημονικής φαντασίας, στην Ανταρκτική. Η ιστορία λέγεται “Who Goes There”. Λοιπόν, έχω την ψηφιακή έκδοση από το εκείνο το περιοδικό και έχω διαβάσει την ιστορία, έτσι; Και μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση. Έχω ιστορίες σε περιοδικά από εκπληκτικούς συγγραφείς. Από επιστημονική φαντασία τι να πω τώρα; Τι να πω; Από Heinlein; Από Clarke. Από Asimov. Μιλάμε για μεγάλος. Επική φαντασία… καλά, πέρα απ’ τον Tolkien, έτσι; Που τον ξέρουν όλοι. Αστυνομικό. Φανταστικό γενικότερα. Τώρα, υπάρχουν και πάρα πολλοί συνδυασμοί και πάρα πολλά καινούργια, έτσι… καινοτόμες προσπάθειες, δυστοπικές ίσως σε ορισμένους και τα λοιπά. Εκπληκτικά περιοδικά με ονόματα… όπως άνθρωποι οι οποίοι σήμερα είναι μεγάλα ονόματα, όπως ο Erikson στη λογοτεχνία του φανταστικού, όπως ο Morgan από το “Altered Carbon”, μικρές ιστορίες που έχουν εκδοθεί, αλλά και πιο παλιοί που είναι διάσημοι, όπως ο Bradbury, όπως πάρα πολλοί, πάρα πολλοί. Αυτά, λοιπόν, τα περιοδικά είναι ωραία συλλογή και τα έχω κρατημένα. Και μάλιστα, σ’ αυτά ήμουν τυχερός και έχω και στη διάθεσή μου πολλά fanzine. Τα κρατάω γιατί είναι ο Αλέκος της Αγγλίας, Οι Αλέξανδροι της Αγγλίας, της Αμερικής, της Νέας Ζηλανδίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας, οι οποίοι είπανε σε κάτι φίλους τους: «Θέλετε να κάνουμε ένα βιβλίο;» και αυτό το πράγμα το ψηφιοποιήσανε και το κυκλοφορήσανε. Αυτά εμένα με ενθουσιάζουν περισσότερο από μία επαγγελματική έκδοση και δεν σου κρύβω το ότι εκπληκτικά, ακατέργαστα διαμάντια, πολλές φορές, κρύβονται κι εκεί μέσα. Άνθρωποι, οι οποίοι δεν κατάφεραν, για τον Α ή Β λόγο να συνεχίσουν να γράφουν και ήταν εκπληκτικό αυτό το οποίο έβγαλαν και φιλοξενήθηκε σ’ εκείνη την έκδοση. Δεν ξέρω αν σε καλύπτω, αλλά νομίζω πως πρέπει να σε καλύπτω. Ό,τι μπορώ να θυμηθώ σε όρους τέτοιου είδους εκδόσεων ξεκινάν απ’ το 1930 περίπου με τις εκδόσεις… αλλά και νωρίτερα με τις εκδόσεις “Black Mask και “Argosy” -δεν ξέρω πώς τονίζεται- που ήταν οι πρώτες περιπετειώδους αφήγησης περιοδικές εκδόσεις στο εξωτερικό. Εκεί θα δεις μετά, σιγά-σιγά μετά, στις αρχές του εικοστού αιώνα «Φαντομά», θα δεις… πολλούς, πολλούς. Θα δεις, κύριους, κλέφτες, gentlemen, οι οποίοι ήτανε μέσα στην καλή κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα ξάφριζαν και κόσμο, έτσι; Τα διαμάντια, τα χρυσάφια, τα χρήματα και τα λοιπά. Μου άρεσαν κι αυτές οι αφηγήσεις πάρα πολύ. Μου άρεσε οτιδήποτε ήταν περιπετειώδες. Σου είπα ότι διάβαζα Βερν. Τι να πούμε τώρα; «Θησαυροί του Σολομώντος;» Του Habbard; Haggard; Νομίζω Haggard ήτανε. Habbard είναι κάποιος άλλος, έτσι; Λοιπόν, πολλά, πολλά, πολλά. Δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα. Κάποια στιγμή, εκτός από τα στρατιωτικής ιστορίας και τα περιπέτειας σε στρατιωτική ιστορία, όπως αυτά που σου είχα πει νωρίτερα, προέκυψαν και πάρα πολλά περιοδικά της Marvel και άλλων εταιρειών. Και DC αργότερα και τα λοιπά. Τώρα, πλέον, ναι. Όλα. Επίσης, τα βρίσκαμε μεταχειρισμένα. Δεκαετία του ’80. Πηγαίναμε και τα παίρνουμε. Έβρισκα «Γκραν Γκινιόλ». Έβρισκα “Spider-man”. Έβρισκα «Βαμπίρ». Έβρισκα, εκείνη την εποχή, σημαντικά. Έβρισκα «Μάσκα», του κυρίου Κορίνη, του Τζίμμυ Κορίνη. Όλες τις εκδόσεις της, όταν ο κύριος Κορίνης ήταν υπεύθυνος έκδοσης στη «Μάσκα», με όλες τις περιπέτειες μέσα. Έβλεπα το «Μυστήριο» από τον εκδοτικό «Πεχλιβανίδη», που ήταν το αντίστοιχο. Ας πούμε, το ισοδύναμο ή εν πάση περιπτώσει το αντίστοιχο της «Μάσκας», που προσπαθούσε κι εκείνο, με δικές του ιστορίες, να κυκλοφορήσει. Είχαν κυκλοφορήσει πολλά τέτοια. Και είχε γράψει αρκετός κόσμος και υπήρχαν και μεταφράσεις από ξένους. Βασικά, έτσι; Αλλά και ελληνικά διηγήματα. Ήταν ηρωική εποχή. Ίσως, των πατεράδων μας. Ίσως, και λίγο πιο πίσω ας πούμε. Ήταν ηρωική εποχή και με ενθουσίαζε. Πρόλαβα, όμως, δεκαετίες οι οποίες ήταν άκρως δημιουργικές. Και εγώ, δηλαδή, όταν ήμουν πολύ πιτσιρικάς, τη δεκαετία ‘80 και ’90, που τη θεωρώ την καθ’ ύλην αρμόδια για τη δημιουργική έκρηξη ορισμένων κατηγοριών, όπως η μουσική, όπως ο κινηματογράφος και με απίστευτες, έτσι, απόψεις καλλιτεχνικές και πινελιές και στη λογοτεχνία. Τα μεταμοντέρνα… χαμός από παντού. Θυμάμαι, τη δεκαετία του ’90, ότι διάβαζα “Choose your own adventure”. Αυτά ήταν κάτι βιβλιαράκια, για όσους ξέρουν, και ήταν και κάτι το οποίο μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση ότι λειτουργεί έτσι. Τι ήτανε τα “Choose your own adventure”; Έπαιρνες το βιβλίο και το διάβαζες… τώρα, πολλές φορές, μιλάμε με φοιτητές στο μάθημα του μεταπτυχιακού και λέμε: «Θα σας πω για ένα βιβλίο της δεκαετίας του ’90, που υπήρχε στην Αμερική, στην Αγγλία και τα λοιπά και εσείς θα μου πείτε τι σας θυμίζει» και λένε αυτοί: «Ναι, εντάξει, κανένα πρόβλημα. Τους λέω: «Choose your own adventure είναι ένα βιβλίο στο οποίο διαβάζεις, είναι περιπετειώδες… παραδείγματος χάρη, «Αιχμάλωτοι στον Αμαζόνιο», ας πούμε, ήταν η ιστορία. Φυσικά, είναι για μικρές ηλικίες, αλλά κάποια στιγμή κυκλοφόρησαν και ενηλίκων ιστορίες, στην οποία εκεί που διαβάζεις, διαβάζεις, διαβάζεις, πέφτει μία ατάκα: «Θα πας στη σπηλιά που βρίσκεται αριστερά ή θα συνεχίσεις στο δρόμο μες στη ζούγκλα; Αν πας στη σπηλιά πήγαινε στη σελίδα 35. Αν θα πας προς τη ζούγκλα, πήγαινε στη σελίδα 82». Και μου λένε όλοι: «Τριβιζάς!». Λέω: «Ναι!». Αυτό είναι μία μέθοδος η οποία έχει κυκλοφορήσει την εποχή της δεκαετίας του ‘90 ας πούμε και την εκμεταλλεύτηκε ο μεγάλος master της μυθοπλασίας και του παραμυθιού στην Ελλάδα, ο κ. Τριβιζάς, ο οποίος εγνωσμένης αξίας και γνωστός και γενεές με γενεές έχει αφηγηθεί… μάλλον, οι ιστορίες του αφηγούνται σε κόσμο. Αυτό. Ήτανε ένα βιβλίο που εμένα μου έκανε φοβερή εντύπωση για τη μέθοδο, δηλαδή εγώ σταματάω να ξεφυλλίζω ένα βιβλίο από τα αριστερά προς τα δεξιά; Υπάρχει κι άλλη μέθοδος; Τι γίνεται; Αυτό μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση, γιατί ήτανε σταθερά, όπως η βαρύτητα, ας πούμε. Πώς να το πω; Όπως η επιτάχυνσης της βαρύτητας. Δεν αλλάζει. Είναι κάτι άλλο. Ήτανε κάτι πολύ συγκεκριμένο το βιβλίο. Από τα αριστερά προς τα δεξιά. Έτσι διαβάζουμε. Αυτό το καταργήσανε. Μάλιστα, ορισμένα απ’ αυτά βγαίνανε τυπωμένα…. τα μισά ήταν ανάποδα, δηλαδή έπρεπε να γυρίσεις το βιβλίο ανάποδα. Έπαιζε μαζί σου το βιβλίο. Όλη την ώρα. Μου ΄χε κάνει φοβερή εντύπωση. Είχα πάρει όσα μπορούσα να πάρω. Τώρα, με τις ηλεκτρονικές αγορές, τα έχω αγοράσει όλα. Ό,τι κυκλοφορεί απ’ τις παλιές εκδόσεις, εν πάση περιπτώσει. Όλα αυτά μ’ έβαλαν στη διαδικασία της παιχνιδοποίησης. Κατάλαβα το ότι τα πάντα μπορούν να παιχνιδοποιηθούν. Τα πάντα. Δεν συνεχίζω, γιατί πλατειάζω συνεχώς και σε κουράζω, αλλά νομίζω πως έτσι είναι, ότι κάποια στιγμή το ένα φέρνει το άλλο. Αθροίζονται οι εμπειρίες. Λειτουργούν μετά… λειτουργείς πιο δυναμικά. Λειτουργείς πιο δημιουργικά. Λειτουργείς πιο… με καθαρό μυαλό, με μεγαλύτερη οξυδέρκεια και είσαι και στα δικά σου δημιουργήματα, στα δικά σου παράγωγα, δηλαδή, πιο αποτελεσματικός.
Θα κάνω μία γενική ερώτηση λίγο. Θέλω να μου πείτε, γιατί φαντάζομαι… απ’ όσο ξέρω, μάλλον, οι συλλέκτες, γενικότερα, πολλές φορές, μπαίνουνε σε μπελάδες για να βρούνε διάφορα πράγματα.
Ναι, ναι, ναι.
Έχετε να μας πείτε κανένα περιστατικό που χρειάστηκε να κάνετε… -δεν ξέρω-κάτι ακραίο ή σας έτυχε κάτι περίεργο, ψάχνοντας διαμάντια για σας;
Ναι, ναι, ναι. Είναι πολύ χαρακτηριστική η φάση. Είναι 1990. Καλοκαίρι. Τότε, μόνο τηλέφωνο, όπως καταλαβαίνεις. Σταθερή γραμμή, εννοώ. Αυτό εννοώ. Όταν λέω τηλέφωνο, αυτό εννοώ. Λοιπόν, έχουμε συζητήσει με κάποιους φίλους και μου έχουν πει ότι υπάρχει κάποιος ο οποίος έχει μία εκπληκτική συλλογή [00:30:00]-νομίζω… κοίταξε να δεις, τώρα, που το έχω ξεχάσει. Νομίζω στο «Αγόρι» ήτανε ή στο «Μπλεκ». Εντάξει; Νομίζω στο «Αγόρι» είναι- στην οποία συλλογή αυτή κρατάει μία συγκεκριμένη ιστορία, η οποία ιστορία εμένα μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Η αγγλική ονομασία της ιστορίας είναι το “Fiends of the Eastern Front”, «Τέρατα του Ανατολικού Μετώπου» και ήτανε μία ιστορία η οποία ήταν war horror, δηλαδή ήταν τρόμου στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Ανατολικό Μέτωπο, ανάμεσα σε Γερμανούς και Ρώσους. Λοιπόν, υπάρχει μία διμοιρία των Ρουμάνων, οι οποίοι πολεμούν μαζί με τους Γερμανούς και η όποια, το βράδυ, μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο. Δεν λέω τι. Και αυτό, πρακτικά, είναι απ’ την οπτική ενός Γερμανού λοχία, ο οποίος είναι σε μία μονάδα δίπλα, ακριβώς, στους Ρουμάνους. Βλέπει αυτά όλα που γίνονται με τους Ρουμάνους και δεν μπορεί να το πιστέψει. Και κρατάει ημερολόγιο. Φυσικά, αυτό είναι εικονογραφημένο στο «Αγόρι». Νομίζω στο «Αγόρι» ήτανε. Είναι ένας ο οποίος τα χει όλα. Λατρεμένη ιστορία. Τη διαβάζω από την πρώτη μέχρι την τελευταία. Και τότε, χάναμε το τεύχος… με το που ερχόταν μία Πέμπτη, μία Τετάρτη στο περίπτερο, αλλά επειδή ήμασταν πιτσιρικάδες, δεν μπορούσαμε να βρούμε εύκολα την επομένη πηγή, για να το αγοράσουμε και δεν μπορούσαμε να πάμε μέχρι εκεί. Έπρεπε να παρακαλάμε τον πατέρα μας να μας πάει με το αυτοκίνητο. Οπότε, τι γίνεται; Το ’90, όμως, που είχα μεγαλώσει, μαθαίνω ότι κάποιος τα είχε μαζέψει. Εγώ είχα χάσει κάποια απ’ αυτά και ενηλικιωμένος, πλέον, λέω: «Πρέπει να τον βρω». Με τα πολλά, μου βρίσκουν το τηλέφωνο οι φίλοι μου και μου λένε: «Πάρτο. Πάρτον τηλέφωνο». Λέω: «Θα το κάνω». Τον παίρνω τηλέφωνο του λέω: «Θέλω όλη τη συλλογή σου». Την πουλούσε, έτσι; Προφανώς. Μου λέει: «Εντάξει. Δεν είναι πρόβλημα αυτό. Θέλω…», ξέρω γω… τότε, μου είχε ζητήσει, αν θυμάμαι καλά, 25.000 δραχμές. Ντάξει. Δεν είναι και πολλά. Δεν είναι και λίγα. Για έναν άνθρωπο… ειδικά για μένα, ήτανε πολλά, γιατί το χαρτζιλίκι μου ήταν πολύ μικρότερο, όπως καταλαβαίνεις και ήθελε κουμπάρα αυτό, για να αγοράσεις ό,τι είναι ν’ αγοράσεις. Του λέω: «Εντάξει». Τα είχα εγώ. Είχα κουμπαρά. Ήταν περίπτωση. Λέω: «Εντάξει. Έρχομαι να τα πάρω». Μου λέει… τότε, δεν μπορούσαμε «Κλείσε. Σε παίρνω. Κλείσε το κινητό». Ο άλλος: «Πού είσαι; Έρχομαι». Δεν είχαμε τέτοια. Ήτανε ένα τηλεφώνημα και ξεκινούσα εγώ από την Καλαμαριά, για να πάω στο κέντρο να το πάρω, ας πούμε. Δεν μπορούσα με άλλο τρόπο, μετά, αν κάτι άλλαζε, να επικοινωνήσω. Και κάτι έγινε στη διαδρομή. Τι έγινε; Κάποιος του πρόσφερε περισσότερα. Και φτάνω και όταν φτάνω, μου λέει η μητέρα του ότι «Μόλις έχει φύγει». Εγώ, εντωμεταξύ, είμαι αλλόφρων. Αρχίζω και φωνάζω και της λέω: «Μήπως κουβαλούσε κάτι μαζί του;». Λέει: «Δεν ξέρω. Νομίζω μία σακούλα». «Πού πήγε;» Πού να ξέρει η γυναίκα, τώρα, να μου πει; «Όχι! Πρέπει να μου πεις που πήγε!». Και ακολουθώ μία διαδρομή. Έτρεχα τα τετράγωνα πάνω κάτω, σαν τον τρελό, για να φανταστείς. Ήταν πολύ η αστεία η σκηνή, δηλαδή, αν κάποιος το παρακολουθούσε, θα είχε πεθάνει στα γέλια. Δεν με ακολούθησε κανείς από τους φίλους μου. Ευτυχώς. Λοιπόν, και ήταν και καλοκαίρι. Είχα καταϊδρώσει εγώ και τα λοιπά και τον βρίσκω με τα πολλά. Τον φτάνω στη διαδρομή και του λέω: «Πες μου πόσα σου δίνει ο άλλος!». Τρίχες, τώρα. 27.000 δραχμές του έδινε ο άλλος, δηλαδή 2 χιλιάρικα παραπάνω. Τον πλήρωσα, του τα πήρα. Ήταν εντυπωσιακή η σκηνή. Είχα φάει τη λαχτάρα! Μη χάσω τα περιοδικά! Αυτό είναι η -πώς να το πω;- η προσμονή του συλλέκτη. Δεν μπορεί να το χάσει αυτό το πράγμα. Πού θα το βρίσκαμε ξανά; Και μιλάμε για μία ιστορία η οποία ήταν ιδιαίτερη, δηλαδή εγώ δεν πιστεύω ότι υπήρχε άλλος άνθρωπος που μάζευε τα συγκεκριμένα τεύχη. Ίσως και να έβρισκα στο μέλλον, αλλά τώρα τον είχα μπροστά μου. Έπρεπε να το εκμεταλλευτώ. Οπότε, κυνήγησα, τον βρήκα, τα κατάφερα, με 2000 δραχμές παραπάνω. Εντάξει. Σιγά, δεν ήταν κάτι. Και είχα τη συλλογή μετά. Είχα πεθάνει στο γέλιο μετά, όσο μεγάλωνα, με το τι έκανα για να μαζέψω όλα αυτά τα πράγματα. Εντάξει, ήταν στοίβες αυτά. Σακούλες. Κάποια στιγμή χάθηκαν. Κάποια, απ’ αυτά, βρέθηκαν ευτυχώς. Ναι… η συλλογή… η συλλογή. Σήμερα, δεν συλλέγει ο κόσμος. Γιατί; Δεν έχει χώρο, δεν είναι απαραίτητο. «Ό,τι θέλω το βρίσκω στο Internet», θα σου απαντήσει κάποιος και μπορεί να χει και δίκιο. Είναι, όμως, το ίδιο; Είχαμε αυτό το ιδιοκτησιακό, το δικό μου. Πάλεψα, δούλεψα, το πλήρωσα ή πήρα χαρτζιλίκι έστω, έτσι; Με αθέμιτα μέσα. Όχι μόνο με θεμιτά. Λοιπόν, και το αγόρασα ή το βρήκα σε μία στοίβα από χιλιάδες περιοδικά ψάχνοντας και τα κατάφερα, γιατί το βρήκα εγώ, γιατί έκανα το ψάξιμο. Αυτό με τις συλλογές δεν υπάρχει πλέον. Δυστυχώς. Δεν υπάρχει. Μπορώ να σου πω κι άλλες πολλές. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τις συναλλαγές που κάναμε σε μπίλιες, όταν ήμασταν πιτσιρικάδες. Φαντάσου ότι ήταν ένας δρόμος σε αδιέξοδο, δηλαδή έμπαινε το αυτοκίνητο, αλλά έμπαινε μόνο για να παρκάρει στις πυλωτές. Ήτανε τέσσερεις-πέντε πυλωτές, οι οποίες ήταν σαν το Las Vegas. Ήταν απίστευτο. Είχε καμιά σαρανταριά παλικάρια, οι οποίοι έπαιζαν πάσης φύσεως παιχνίδι με μπίλιες: δελτάκι, το φωνάζαμε αυτό… το λέγαμε, παλιά, «Μπας» νομίζω. Ήταν που βάζαμε τις μπίλιες σε μία γραμμή και πετούσαμε, μετά, κουρσούμια από μία απόσταση που μπορεί να ήταν και 15 μέτρα, για να το κάνουμε και δύσκολο ας πούμε. Τα πονταρίσματα ήτανε οι πρώτες μας εμπορικές συναλλαγές. «Να σου δώσω δύο, να μου δώσεις μία. Να σου δώσω μία μακαρονάτη, να μου δώσεις μια μεγάλη. Να σου δώσω μια μικρή, να μου δώσεις ένα κουστουμάκι». Κυκλοφορούσαμε με πουγκιά, έτσι; Ωσάν να ήμασταν σε κανένα μεσαίωνα και είχαμε φλουριά μέσα. Λοιπόν, και είχαμε τις μπίλιες μας μέσα. Επίσης, συλλέκτες. Τότε, το απόγευμα, ερχόταν κάποιος απ’ το πρωινό παιχνίδι και έλεγε: «Κοίτα! Δες τι μάζεψα!». Και μας έδειχνε, έτσι, μία καραμελέ μακαρονάτη. Καραμελέ χρώματος ας πούμε. Λέγαμε: «Πού τη βρήκες αυτή; Τι έδωσες;». «Έδωσα τέσσερεις μεγάλες». «Ρε συ! Πολλές έδωσες». «Όχι ρε! Ναι, αλλά δες την όμως». Λέμε: «Ναι! Έχεις δίκιο. Καλή είναι», δηλαδή φαντάσου τι γινότανε. Φαντάσου τι γινότανε. Εκείνος ο δρόμος ήταν Las Vegas, εκεί στο Βότση, στην Καλαμαριά. Εκεί που ήμουν εγώ. Τα καλοκαίρια ήτανε εκπληκτικά, αλλά όχι μόνο τα καλοκαίρια. Ήτανε τότε το σχολείο… με το που τελειώναμε, ξες, πετούσαμε την τσάντα από απόσταση κάπου, να αναπαυτεί μέσα στο σπίτι και φεύγαμε, κατευθείαν, για παιχνίδι. Δεν υπήρχε περίπτωση. Δεν πεινούσαμε. Δε νυστάζαμε. Δεν… τίποτα. Μόνο να παίξουμε μπίλιες. Αυτό. Άλλο εκπληκτικό. Εντάξει, το παιχνίδι είναι μία διαδικασία η οποία πηγάζει από πολύ βαθύτερα ανθρώπινα ένστικτα, δηλαδή τα νεογέννητα θα παίξουν. Και στον κόσμο των ζώων. Παιχνίδι. Παιχνίδι παντού. Αυτό, τώρα, εμείς το έχουμε βάλει με κάποιους κανόνες, του έχουμε δώσει κάποια ονόματα, το έχουμε φτιάξει, το έχουμε καλλωπίσει, το έχουμε εξωραΐσει, το έχουμε αναβαθμίσει και όλες οι κατηγορίες παιχνιδιών, σιγά-σιγά, αποκτούν και πολλά καινούργια με βάση την τεχνολογία, με βάση τις γνώσεις, πλέον, του μέσου όρου των παιδιών, που είναι 18, 20, 15… δεν έχει σημασία. Τώρα, κάνουμε role-playing για την αρχαία Ελλάδα από την "Gamecraft", κάνουμε role-playing για βυζαντινή ιστορία και τα παιδιά είναι διαβασμένα. Όχι αστεία. «Κύριε, η μαμά μου με έβαλε να διαβάσω αυτό, εκτός σχολείου». Μένουμε με το στόμα ανοιχτό εμείς. Εμείς το διαβάσαμε Λύκειο αυτό. Εντυπωσιακά πράγματα. Πολύ ευχάριστα, όμως. Δηλαδή, λες ότι είναι από τις περιπτώσεις τις οποίες λες: «Καλά πάμε. Ας λέμε ότι δεν πάμε καλά». Υπάρχουν πράγματα τα οποία λες: «Καλά πάμε» Αυτό, νομίζω, σε πρώτη φάση για τα παιχνίδι. Και σου λέω: πάντα θα μπορούσα να μιλάω ασταμάτητα, αλλά για να μη σε κουράζω.
Έχω κι άλλα να ρωτήσω για τα παιχνίδια. Μια τελευταία ερώτηση για το συλλεκτικό κομμάτι. Ποιο είναι το αγαπημένο σας συλλεκτικό κομμάτι από οποιαδήποτε συλλογή; Το πρώτο που σας έρχεται στο μυαλό. Και πώς το αποκτήσατε;
Ναι! Ένα σκωτσέζικο ρολόι με καδένα έχω. Όχι ρολόι, δηλαδή, χειρός, αλλά με καδένα, σαν να έχεις τσεπάκι στο γιλέκο. Πολύ ωραία περίπτωση. Και μάλιστα, το έχω με την κασετίνα και τα λοιπά. Επίσης… μπορώ να πω τρία-τέσσερα; Δεν νομίζω να υπάρχει πρόβλημα. Λοιπόν, ένας φίλος μου και πολύ καλός, κι αυτός, παίκτης παιχνιδιών ρόλων και τα λοιπά… εκτός από τα πάρα πολλά άλλα παιχνίδια που κάναμε, παίζαμε και airsoft. Παίζαμε και paintball. Παίζαμε και διάφορα τέτοια. Σε ένα airsoft, λοιπόν, σε μία αναπαράσταση, που εγώ πάντα ντυνόμουν Αμερικανός, ένας πεζικάριος του 1942… είχα και Tommy Gun, παρακαλώ, στο airsoft. Έχοντας το Tommy Gun, λοιπόν, μου είχε φέρει, άσχετο αλλά καλό, μου είχε φέρει ένα Έντελβαϊς. Έντελβαϊς, σαν λουλούδι, φορούσαν οι Γερμανοί, το οποίο εθεωρείτο και σημάδι ανδρείας. Πώς, ακριβώς, ήταν η παπαρούνα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο; Οι στρατιώτες του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, οι οποίοι, πραγματικά, είχαν ξεπεράσει τον εαυτό τους στο πεδίο της μάχης, είχαν αυτό το, όχι παράσημο ακριβώς… αυτό το σύμβολο στο πέτο τους ή στο τζάκετ τους, στη φορεσιά τους, το οποίο ήταν σημάδι ενός ανθρώπου ο οποίος έχει κάνει πράγματα στον πόλεμο. Ανδραγαθήματα. Είναι ήρωας. Έχει κάνει πράγματα. Αυτή, λοιπόν, η παπαρούνα, για τους Γερμανούς, μεταφράζεται ως Έντελβαϊς. Μάλιστα, λέγανε χαρακτηριστικά ότι -το είχα δει και σε μία τηλεοπτική σειρά, αμερικάνικη- οι Γερμανοί σκαρφάλωναν στο βουνό επάνω, για να κόψουν Έντελβαϊς. Προσοχή! Μέσα σε παρένθεση. Δεν ασπάζομαι σε καμία περίπτωση το στρατό και τα πράγματα που έκανε, τους ναζιστές… είμαστε απέναντι και ενάντια και ό,τι άλλο μπορώ να πω, αλλά το συζητώ ως κάτι το οποίο είναι μία παράδοση. Αυτό εννοώ. Έτσι το συζητώ. Το Έντελβαϊς, λοιπόν… μου έδωσε ένα τέτοιο, ως σύμβολο. Είχε κάνει ένα ταξίδι στη Γερμανία. Το κράτησε και είναι συλλεκτικό. Μου άρεσε πάρα πολύ και το έχω ακόμα φυσικά. Εννοείται, έτσι; Και τον ευχαριστώ! Έτσι κι αλλιώς, φίλος μου είναι. Μιλάμε συχνά. Τι άλλο συλλεκτικό; Μία μάσκα παλιά με ιστορίες μυστηρίου. Έχω μία, η οποία είναι και φθαρμένη η καημένη. Προσπαθώ να κάνω ό,τι μπορώ για να τη διατηρήσω. Είναι του 1900… είναι της έκδοσης αμέσως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν θυμάμαι, ακριβώς, τη χρονολογία. Σαφώς και είναι συλλεκτική, γιατί μιλάμε για 80 χρόνια περίπου, λίγο λιγότερο, αλλά πολύ καλό [00:40:00]αντικείμενο στη συλλογή. Και αυτό το θεωρώ σημαντικό. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν πάρα πολλά. Παραδείγματος χάρη, κάποια στιγμή… άλλο συλλεκτικό, πολύ σημαντικό. Κάποια στιγμή, κάναμε Βραδιές Μυστηρίου, το οποίο, για μένα, είναι η κορυφαία εκδήλωση όλων των εποχών που έχω συμμετάσχει και ήτανε και για μένα μεγάλη τιμή η ιδέα, την οποία έχουμε κατοχυρώσει και σαν ιδέα. Το murder mystery δηλαδή, με τον τρόπο που το έκανε η "Gamecraft". Ήτανε μία δική μου σύλληψη. Λάτρης του αστυνομικού και τα λοιπά. Σε ένα τα σενάρια, στο οποίο παίζουμε αμερικάνικο νουάρ, δηλαδή Μεσοπόλεμος, στις Ηνωμένες Πολιτείες, χρειάζεται πιστόλι στο σενάριο, γιατί ντυνόμαστε. Έχω πάρει εγώ τιράντες, πουκάμισο. Είμαι έτοιμος, για να πάμε να παίξουμε το murder mystery και χρειάζεται πιστόλι. Εντάξει. Θα μου πεις: «Θα μπορούσε κάποιος να πάρει ένα πλαστικό πιστόλι. Ήταν ανάγκη, ρε παιδί μου;». Στη συλλογή μου, αυτή τη στιγμή, είναι ένα απενεργοποιημένο και αποχαρακτηρισμένο, κανονικό, αλλά με μόλυβδο στην κάννη, δηλαδή κλειστό τελείως. Απενεργοποιημένο. Εξού και εγκρίθηκε απ’ το ελληνικό κράτος. Από εταιρεία η οποία το είχε σε είδη κυνηγιού και τα λοιπά επίσημα και μπορούσε να το δώσει. Φουλ μόλυβδος. Αυτό δεν φτιάχνεται. Δεν μπορεί ν’ ανοίξει, δηλαδή. Αυτό εννοώ. Άρα, είναι άχρηστο το πιστόλι και είναι μόνο για τέτοιου είδους αναπαραστάσεις. Έχω, όμως, ένα 100% αυθεντικό τέτοιο πιστόλι, στο οποίο θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι, όταν παίζαμε αυτό το murder mystery, το έδινα σε κόσμο και κυρίως, όταν δεν ήταν προετοιμασμένοι, νόμιζαν ότι ήταν κάτι σαν ρέπλικα και το έπιαναν και καταλάβαιναν πόσο βαρύ είναι. Όταν κρατάς ένα τέτοιου είδους πιστόλι, τρόμαζαν. Σου λέει: «Τι είναι αυτό;» Τόσο βαριά είναι τα πιστόλια; Όταν κάποιος δεν έχει πιάσει ξανά στη ζωή του ας πούμε. Και από τότε, το έχω συλλεκτικό. Βέβαια, αυτό δεν είναι πολύ παλιό απόκτημα. Είναι του 2009, για να καταλάβεις, αλλά παρόλα αυτά, είναι ένα πιστόλι το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί στο ιταλικό δημόσιο τη δεκαετία του ’70. Αποχαρακτηρίστηκε, βούλωσε η κάννη με μόλυβδο και ως άχρηστο και πλέον ένα πιστόλι επιδείξεων, έφτασε στην ελληνική πραγματικότητα και πουλήθηκε στον Αλέξανδρο. Ορίστε! Να! Να ένα αντικείμενο που είναι πάρα πολύ κουφό για να είναι σε συλλογή. Και όμως είναι. Ορίστε. Και πάρα πολλά άλλα μικροπράγματα, όπως από ταξίδια σε χώρες και τα λοιπά, αλλά εντάξει. Αυτά είναι περισσότερο ταξιδιωτικής εμπειρίας αντικείμενα. Πολλούς μικρούς Φαραώ. Είχα πάρει ένα ομοίωμα της Μπαστέτ, της γυναίκας θεάς που είχε τη μορφή της γάτας. Η πρώτη μου ιστορία μυστηρίου που έγραψα ποτέ ήταν στο «Μετά τις 9», το νούμερο 1, του Συλλόγου της Θερμής και λεγόταν «Μπαστέτ». Ήτανε μία ιστορία στην οποία μία νεαρή κοπέλα είναι… πρακτικά, δούλευε μαζί με τον παππού της σε μία ανασκαφή και έκτοτε -Μεσοπόλεμο μιλάμε πάντα- και έκτοτε, για κάποιο λόγο, είχε αποκτήσει κάποια αντικείμενα, τα οποία εμείς, χρησιμοποιώντας τη φαντασία μας στο φουλ, θεωρούσαμε ότι η θέα έχει έρθει πιο κοντά σ’ αυτήν. Και η γάτα ήτανε το σύμβολο και η γάτα, η οποία ήταν πάντα μαζί της και τριβόταν στα πόδια της και λοιπά και τα λοιπά. Όταν είχα πάει στην Αίγυπτο, μετά, αφού είχα γράψει την ιστορία, κυνηγούσα σε μικρά μαγαζιά, όχι αυτά που μας δίνανε, όταν βλέπανε ένα γκρουπ με τουρίστες, αλλά, κάποια στιγμή, έφυγα. Είχαμε ένα καταπληκτικό ξεναγό, Ελληνοαιγύπτιο, του οποίου του είπα ότι «Ξέρεις; Θέλω δύο πράγματα να κάνω στο Κάιρο, γιατί τη θεωρώ μία πολύ μυστηριώδη πόλη και εντυπωσιακή και μεγάλη» και τα λοιπά… και μάλιστα, ήμουν και τυχερός και πήγα πριν την Αραβική Άνοιξη, δηλαδή πήγα Οκτώβρη του ’10. Τον Ιανουάριο του ’11 ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις. Ήμουνα πολύ τυχερός, δηλαδή 2-3 μήνες μετά ξεκίνησαν όλα και φυσικά σταμάτησαν τα γκρουπ και οι τουρίστες και όλα. Και του λέω: «Θέλω να πάω σε original μπιλιαρδάδικο και θέλω να με πας σε σουβενίρ τα οποία να μην είναι για τουρίστες. Δηλαδή, να είναι, αλλά να μην είναι αυτά που δίνουν στους δρόμους και τα λοιπά». Λέει: «Το χω! Άστο! Άστο πάνω μου». Πήγαμε σ’ ένα μπιλιαρδάδικο, το οποίο, πραγματικά, ήτανε ανάμνηση. Είναι ανάμνηση ζωής, έτσι; Έχω και κάρτα από εκείνο. Λεγόταν “Aristocrat”. Πολυθρόνες τεράστιες. Τι να σου πω τώρα; Χαλιά! Πανάκριβα, έτσι; Παντού τεράστια βάζα με φυτά. Παντού φτερά, τα οποία χρησιμοποιούσες για και να κάνεις αέρα. Παντού, ανοιχτά παράθυρα, τα οποία, μάλλον, έβαζαν περισσότερο ζέστη απ’ ότι κρύο. Δεν δροσιζόσουν καθόλου δηλαδή, αλλά εντυπωσιακό. Εντυπωσιακό. Εντυπωσιακό. Και με πήγε μετά και πήρα και δύο-τρία ομοιώματα της Μπαστέτ. Μικρά, μεγάλα, μεσαία, τα οποία τα έχω κρατημένα μέχρι και σήμερα και μου άρεσε πάρα πολύ. Κοίταξε. Συλλεκτικά είχα, κατά καιρούς, στρατιωτάκια, είχα περιοδικά, είχα… πολλά. Είχα… βιβλία, εντάξει. Έχω και σήμερα. Αυτά τα περιοδικά, σου λέω, με τη στρατιωτική, την περιπετειώδη αφήγηση πρέπει να ήταν πάνω από 500. Αγόραζα ασταμάτητα. Αυτό ήταν το χόμπι μου εμένα, δηλαδή, ό,τι χαρτζιλίκι είχα, εκεί πήγαινε. Δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε το ακριβό παπούτσι, ούτε το αθλητικό το καλό παπούτσι, ούτε τα τέσσερα ζευγάρια φόρμες. Και μ’ ένα ή δύο ήμουν μία χαρά και τα λοιπά. Μ’ ενδιέφερε να αγοράζω περιοδικά όμως. Τα διάβαζα. Ήταν αδηφάγο το ενδιαφέρον μου για συλλογή τέτοιων περιοδικών. Μετά, φυσικά, μεγαλώνοντας, έλεγα: «Τι έκανα; Γιατί τα έκανα όλα αυτά;»». Δεν έχασε την εκτίμηση του η συλλεκτική προσπάθεια. Ποτέ. Απλά, άλλαξα αντικείμενο. Εντάξει. Αυτά για τη συλλογή, γιατί είναι άπειρες οι συλλογές. Είναι άπειρες.
Μιας και αναφέρατε τα ταξίδια, ποιο είναι το ταξίδι που σας έχει προσφέρει τα περισσότερα, αν θέλετε;
Η Αίγυπτος. Πέσαμε στην περίπτωση. Η Αίγυπτος ήταν ένα εκπληκτικό ταξίδι 20 ημερών νομίζω. Ήμασταν εκεί. Το οποίο, φυσικά, ήμασταν πολύ τυχεροί, γιατί ανάμεσα σε φίλους, οι οποίοι είχαν και γνώση της Αιγύπτου, γιατί είχαν καταγωγή από εκεί. Ήταν γκρουπ ανθρώπων, που ήταν όλοι μια παρέα. Όχι γκρουπ ταξιδιωτικού πρακτορείου. Κινηθήκαμε μόνοι μας. Κινηθήκαμε ευέλικτα. Είδα την Αίγυπτο απ’ την καλή και απ’ την ανάποδη. Είδα πολύ μεγάλη γκάμα μνημείων. Έφτασα μέχρι το Φράγμα του Ασουάν. Έκανα το εκπληκτικό: ποταμόπλοιο στο Νείλο και την επιστροφή, κάποια στιγμή, όταν ανέβηκα, τα βράδια που ανέβαινα, γιατί ήτανε δύο διανυκτερεύσεις, νομίζω, κάναμε στα ποταμόπλοια. Κάποια στιγμή, που ανέβηκα στο ποταμόπλοιο το βράδυ, ένιωθα τελείως Αγκάθα Κρίστι. Εντελώς! Δεν μπορείς να φανταστείς. Δηλαδή, εκεί πήγε το μυαλό μου και έλεγα: «Πω πω!». Και εντάξει. Όταν πήγα στο μνημείο, στο οποίο είχαν γίνει όλα… μάλιστα, είναι ένα συγκεκριμένο -τώρα, δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα του- το οποίο το επισκεφτήκαμε, το οποίο έχει γυριστεί και Η Μούμια, το νούμερο 1, το οποίο θεωρώ φοβερή pulp ταινία της δεκαετίας του ’90, και το Έγκλημα στον Νείλο, με τον Ουστίνοφ και κάποια πράγματα τα οποία είχαν να κάνουν με Αιγυπτιολογία και ήτανε είτε θρίλερ, είτε μυστηρίου, είτε και απλές ιστορίες. Και είχα πάει σ’ εκείνο το μνημείο και ήταν πραγματικά… έμεινα με ανοιχτό το στόμα. Δεν πήγα μόνο σ’ αυτό. Πήγα σε πάρα πολλούς ναούς. Πήγα στο… δεν ξέρω αν τα λέω και καλά… Εντφού, Κομ Όμπο… όχι. Το Κομ Όμπο ήτανε ο ναός του Θεού Σόμπεκ, αυτός ο οποίος είναι στον Άδη, τον αντίστοιχο αιγυπτιακό Άδη. Νομίζω υπήρχε και υπάρχει μία ιστορία με το φτερό, το οποίο, αν η ψυχή σου είναι πιο ελαφριά από το φτερό, νομίζω, πήγαινες στο καλό. Αν ήταν πιο βαρύ ή μπορεί να ναι και το ανάποδο… ζητώ συγνώμη. Τώρα, αυτό δεν το θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Το Εντφού ήταν ένας άλλος ναός. Επίσης, στην Αλεξάνδρεια. Και στη μοντέρνα βιβλιοθήκη, αλλά και σε πάρα πολλά άλλα μνημεία μέσα στην πόλη. Ήταν εντυπωσιακή πάρα πολύ. Η Αίγυπτος ήταν πολύ εντυπωσιακή. Και σου λέω και πάλι. Ήμουν πολύ τυχερός, γιατί πήγαμε λίγους μήνες πριν ξεκινήσουν και γίνουν όλα. Τώρα, βέβαια, σαφώς και μπορεί να πάει κάποιος. Και δεν έχουν αλλάξει τα πράγματα. Εντάξει. Τα μνημεία είναι στη θέση τους. Όλα καλά. Ήταν μία πολύ εντυπωσιακή βόλτα. Έχω πάει και αλλού. Εντάξει, αλλά ήταν ένα ταξίδι που εντυπωσιάστηκα απ’ την ιστορική πληροφορία. Και γι’ αυτό πήγα, να σου πω την αλήθεια. Δεν πήγα ούτε για το nightlife του. Όχι ότι το Κάιρο έχει κακό. Ίσα-ίσα. Είδα και κάποιες λεπτομέρειες. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, ότι είχαμε πάει στον ευρωπαϊκό τομέα και προσπαθούσαμε να βρούμε ένα μέρος που να έχει κάτι με οινόπνευμα, γιατί δεν έπινε κανένας τίποτα με οινόπνευμα. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, μία εντυπωσιακή εμπειρία. Αυτή μπορώ να σου την πω, ναι. Αυτό, φυσικά, να ‘ναι καλά ο ξεναγός, που την ήξερε. Μου λέει: «Το βράδυ θα πάμε να πιούμε». Του λέμε εμείς: «Τι εννοείς; Ουίσκι;» Λέει: «Ναι. Βότκα, ουίσκι, ό,τι θέλετε». Λέω: «Τι; Πού; Τι είναι αυτό; Είναι κρυφό; Δεν το ξέρει κανένας;». «Όχι. Είναι στη μέση, σε σημείο που το βλέπουν όλοι». Του λέω: «Δεν είναι δυνατόν». Μου λέει: «Κι όμως! Είναι. Και καταλάβετε. Έχεις δίκιο που δεν το πιστεύεις, γιατί εκ πρώτης όψεως είναι για να μην το πιστεύεις». Και μας εξηγεί το εξής… φυσικά, πήρε μόνο νεαρούς μαζί του. «Μόνο νεαρά παιδιά», λέει. Οι περισσότεροι δεν βγήκαν, από τους μεγάλους, από το ξενοδοχείο. Μας βάζεις σ’ ένα ταξί, σε δύο ταξί και κατεβαίνουμε στο ποτάμι. Και μπαίνουμε μέσα σ’ ένα ποταμόπλοιο, το οποίο ήταν αραγμένο στο ποτάμι. Ανεβαίνουμε επάνω, στην ταράτσα του ποταμόπλοιου, όπου υπάρχει ένα ξέφρενο πάρτι από ντόπιους και ντόπιες, Αιγυπτίους και Αιγυπτιώτισσες, οι οποίες είναι ντυμένες 101% δυτικά. Είναι περιποιημένες, είναι πανέμορφες, χορεύουν, διασκεδάζουν. Οι άντρες το ίδιο, κουστουμαρισμένοι, με τις γραβάτες τους. Και λέμε: «Τι συμβαίνει, ρε παιδιά; Τι γίνεται;». Λοιπόν, υπάρχει ειδικό νομικό καθεστώς στα ποταμόπλοια, επάνω στο Νείλο. Εάν είσαι σε ποταμόπλοιο, δεν ισχύει ο νόμος του κυρίως εδάφους. Οπότε, τι κάνει ο κόσμος για να διασκεδάσει; Φοράει την παραδοσιακή φορεσιά, μπαίνει στο ταξί, αλλάζει μέσα στο ταξί, τους αφήνει το ταξί μπροστά στα ποταμόπλοιο, διασκεδάζουν ως δυτικοί, ξαναμπαίνουν μέσα, αντίστροφη διαδικασία. Στο ταξί ντύνονται παραδοσιακά, κατεβαίνουν στο σπίτι τους, βγαίνουν έξω, κανένα πρόβλημα! Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, [00:50:00]αυτό ήταν πολύ εντυπωσιακό. Μας το εξήγησε και λέμε: «Τι λες τώρα; Σοβαρά μιλάς;». Λέει: «Ναι. Αυτό γίνεται συνέχεια», αλλά το ποταμόπλοιο είναι ένας χώρος που, επειδή έχει τουριστικό ενδιαφέρον, ευνοεί και τους ντόπιους, οι οποίοι το εκμεταλλεύονται και διασκεδάζουν κι αυτοί. Φυσικά, εννοείται και ξένοι, όπως και εμείς. Ήμασταν επάνω και μπορούσαμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε, να παραγγείλουμε ό,τι θέλουμε και να περάσουμε όπως θέλουμε. Να μια λεπτομέρεια, λοιπόν, που ήτανε πολύ σημαντική. Επίσης, μας έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση η στρατιωτική-αστυνομική παρουσία παντού. Και το μπαξίσι! «Δώσε. Δώσε. Δώσε. Δώσε και για να σε περάσω από το δρόμο απέναντι». Είχε, χαρακτηριστικά, ένα πιτσιρικά, που πρέπει να ήτανε -τι να πω;- Β΄ δημοτικού; Γ΄; Το πολύ. Αλλά του δρόμου πιτσιρικάς, ψημένος, ο οποίος μου λέει: «Να σε περάσω απέναντι». Του είχα δώσει μισό ευρώ. Θέλαν κέρματα. Και χαρτονομίσματα παίρνανε. Απλά, τα κέρματα είναι και πολύ μικρότερη πιθανότητα να είναι πλαστά. Οπότε, παίρνανε τα κέρματα και τι κάνει; Πάει στη μέση του δρόμου. Εγώ τρόμαξα. Λέω: «Τι κάνεις ρε;». Φώναζα Ελληνικά, βέβαια, εγώ. Δεν με καταλάβαινε το παιδί. Πήγε στη μέση του δρόμου και σταμάτησε τ’ αυτοκίνητα. Και όταν σταμάτησε τα αυτοκίνητα, λέει: «Έλα. Έλα! Έλα! Πέρνα!», δηλαδή μιλάμε να τρελαθούμε τελείως, έτσι; Και στο Κάιρο, έτσι; Όχι πουθενά ανεξερεύνητα. Λοιπόν, αυτό. Αυτό. Για μένα, το πιο σημαντικό και συγκλονιστικό ταξίδι, λοιπόν, ήταν η Αίγυπτος, η οποία η ιστορική πληροφορία και ως χώρα και ως ιστορίες που έχει να αφηγηθεί ήταν εντυπωσιακές. Και κάτι ακόμα. Λέω και αυτό και να κλείσω λίγο το κομμάτι του ταξιδιού, με μία ανάμνηση η οποία δεν ήταν θετική. Ήταν αρνητική. Από τι, όμως, θα μου πεις; Αρνητική ως προς τι; Σε πάρα πολλά μνημεία, αιγυπτιακά, είτε αυτό μιλάμε για πυραμίδες, είτε μιλάμε για ναούς πυραμίδες, είτε μιλάμε για κομμάτια από βράχους και κίονες και πράγματα πεταμένα, που είναι στο δρόμο κάτω, γιατί στην Αίγυπτο υπάρχει τεράστια ποικιλία από αυτά εδώ, έβλεπες παρεμβάσεις από στρατούς και ανθρώπους και λαούς και φατριές, οι οποίες είχαν πέραση μία συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, οι οποίοι, ούτε λίγο ούτε πολύ, κατέστρεφαν το ιστορικό, δηλαδή έχουμε, παραδείγματος χάριν, ξυσίματα στους τοίχους από Άγγλους στρατιώτες, τα οποία ξυσίματα γινόντουσαν πάνω σε ιερογλυφικά. Κατέστρεφαν, δηλαδή, πράγματα τα οποία θα μπορούσαν να σημαίνουν κάτι. Βλέπαμε καψίματα στην οροφή ή σε σημεία στα οποία έφτανε φωτιά. Μαυρίλα, έτσι; Τα οποία ήταν τι; Ήτανε μία πρόχειρη κατασκήνωση από στρατιώτες, είτε του Ναπολέοντα, είτε του αγγλικού στρατού, ο οποίος ήταν εκείνη την εποχή στην Αίγυπτο, είτε και πιο παλιά, οι οποίοι, λοιπόν, κατέστρεφαν ένα κομμάτι του ναού, ή το κατέστρεφαν ή δεν του έδιναν σημασία. Τη δέουσα προσοχή δεν του έδιναν. Δεν λέω ότι, ντε και καλά, αυτοί οι άνθρωποι μπήκαν μέσα με σκοπό να καταστρέψουν το μνημείο. Όχι. Προς θεού, αλλά δεν του έδιναν καμία προσοχή, με αποτέλεσμα να υπάρχουν βανδαλισμοί ή υποψίες βανδαλισμών σε σημεία τα οποία θα ‘πρεπε να περνάμε απέξω, να μην ακουμπάμε καν. Και μιλάω για έναν πολιτισμό και μία κουλτούρα η οποία είναι, επίσης, σημαντικότατη, όπως και η ελληνική. Φυσικά, μέσα στις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, που μας έδειξε και ο ξεναγός “cartouche”. Cartouche είναι κάτι κυκλάκια, μέσα στα οποία το ιερογλυφικό, απ’ ότι το λέω έτσι με δικά μου λόγια, έχει ιδιαίτερη σημασία. Υπήρχαν, λοιπόν, cartouche τα οποία τονίζονται, δηλαδή, με το cartouche ή αυτό που θέλει να πει ο άλλος με τα ιερογλυφικά. Υπήρχαν και ατάκες και φράσεις οι οποίες σαφώς και έχουν μεταφραστεί από τους αρχαιολόγους, οι οποίες μιλούσαν για τον Μέγα Αλέξανδρο, κάτι, δηλαδή, που έχει να κάνει με εμάς. Το λέω σαν υποσημείωση. Πράγματα τα οποία έχουν να κάνουν με θεότητες. Πράγματα τα οποία έχουν να κάνουν με απόπειρες ανθρώπων να αμφισβητήσουν τις θεότητες και διάφορα άλλα τέτοια. Λοιπόν, αυτά είναι μέσα στις εμπειρίες τις διαφορετικές.
Το highlight του ταξιδιού ποιο ήτανε;
Το highlight ήτανε το ότι δεν είναι μόνο η Ελλάδα ένας ιστορικός εκπληκτικός τρόπος, αλλά και η Αίγυπτος. Εκπληκτικός ιστορικός τόπος, με πάρα πολλά πράγματα που έχει να πει και φυσικά και σημεία… δείγματα γραφής ελληνικά εκεί, έτσι; Με τους Κόπτες, έτσι κι αλλιώς, οι οποίοι είναι χριστιανοί. Με πολλά… με πολλά. Με ελληνικές εκκλησίες, με ανθρώπους οι οποίοι είναι Αιγυπτιώτες και έχουν τόσα πολλά να πούνε. Ακόμα και στην αγορά την εμπορική, η οποία έχει φοβερό ενδιαφέρον. Ήταν αστική η αναζήτηση του γκρουπ του δικού μας, δηλαδή πήγαμε σε όλες τις μεγάλες πόλεις, αλλά το ιστορικό κομμάτι και κυρίως το ταξίδι με το ποταμόπλοιο και τα λοιπά… σου λέω είναι αγκαθακριστικό το σενάριο τελείως. Ανέβηκα πάνω στη βεράντα και λέω ότι από στιγμή σε στιγμή θα πεταχτεί και κανένας Ουστίνοφ και θα πεταχτεί και κανένας άλλος από εκείνους που έπαιζαν στους αρχικό, το «Έγκλημα στο Νείλο» και κάτι θα γίνει. Τόσο εντυπωσιακό! Τόσο εντυπωσιακό. Εντυπωσιακό και τα κουνούπια, βέβαια, αλλά τόσο εντυπωσιακό και δε μας ένοιαζε καθόλου.
Αυτό το μυστήριο της Αιγύπτου καταφέρατε να το περάσετε και μέσα στις Βραδιές Μυστηρίου;
Ναι. Βέβαια. Είχαμε κάνει χαρακτηριστικά και σενάριο που είχε να κάνει με Αίγυπτο και έχουμε παίξει και σε πάρα πολλές περιπτώσεις σενάρια ως "Gamecraft", τα οποία βασίζονται στην αιγυπτιολογία. Εντάξει, η αιγυπτιολογία, σε πολλά σημεία είναι και πολύ ξεκάθαρη. Δεν είναι, δηλαδή, ότι όλα είναι μυστήριο. Ίσα-ίσα. Και μάλιστα έχει αφιερώσει πολύ μεγάλο κομμάτι της ακαδημαϊκής κοινότητας με την αντίστοιχη ειδίκευση στην Αίγυπτο πάρα πολλά. Μάλιστα, θυμάμαι, χαρακτηριστικά, ότι πήγαμε στην Κοιλάδα των Βασιλέων. Πάλι απ’ το ταξίδι αυτό. Μου το θύμισες. Και στην Κοιλάδα των Βασιλέων οι ομάδες οι αρχαιολογικές που αναλαμβάνουν έχουν rotation. Έχουν ρολόι. Αναλαμβάνουν μία ο ένας και μία ο άλλος. Τότε, ήτανε μία ομάδα από τη Βουλγαρία, η οποία, μάλιστα, πήγαινε και καλά. Έβρισκε πράγματα. Τότε, μου είχε κοπεί η αναπνοή… πόσο ήταν; 80 μέτρα βάθος; Ήταν η σαρκοφάγος του Ραμσή του Β΄ νομίζω. Αν θυμάμαι καλά. Κατεβαίναμε, κατεβαίναμε, κατεβαίναμε, κατεβαίναμε… χωρίς φυσικά μέσα… τεχνητά μέσα -με συγχωρείς- για εξαερισμό. Χωρίς. Κατεβαίναμε, κατεβαίναμε. Κάποια στιγμή… ευτυχώς ήμουνα πιο νεαρός. Δεν μπορούσε να το αντέξει, ίσως, κάποια μεγαλύτερη ηλικία. Ήταν αποπνικτική η ατμόσφαιρα. Μου έκανε φοβερή εντύπωση, βέβαια, η ζωντάνια των χρωμάτων στους τοίχους, η εκπληκτική κίτρινη απόχρωση, η μπλε, η κόκκινη… εκπληκτικό! Είχα μείνει άναυδος. Και φυσικά, όταν φτάσαμε κάτω, η μεγάλη έκπληξη ήταν η σαρκοφάγος. Ναι! Εκείνο ήτανε ωραίο! Η Κοιλάδα των Βασιλέων ήταν πολύ ωραία. Θυμάμαι, χαριτολογώντας, έλεγε πάντα, επειδή είναι μέσα στην κουλτούρα των Αιγυπτίων να τρων κουκιά: «Δεν πιστεύω να έχετε κανένα θέμα με το ένζυμο» να φωνάζει κάθε 3 και 5 ο τέτοιος, γιατί λέει: «Μη φάτε κουκιά! Αυτό έχει κουκιά μέσα! Προσέξτε»! Όλοι προσέχαν. Λέγαν: «Εντάξει ρε παιδί μου». Αν και τα κουκιά δεν πολυήμασταν… φανατικοί να ασχοληθούμε με κουκιά, αλλά υπήρχαν σάντουιτς, έτσι για γρήγορο σνακ, που ήταν όλο κουκιά μέσα. Κανονικά. Άλλη λεπτομέρεια. Όχι. Ήταν εντυπωσιακό το ιστορικό κεφάλαιο του ταξιδιού, το πολιτισμικό αν θέλεις. Πολύ εντυπωσιακό. Πολλές ιδέες μετά σε παιχνίδια, τις οποίες, αν τυχόν κανένας τολμούσε να μας πει και τίποτα: «Συγγνώμη, αλλά εμείς πήγαμε εκεί, έτσι;» Ήταν το χιούμορ που κάναμε πάντα. Ναι, κάναμε. Κάναμε. Κάναμε πολλά τέτοια με αρχαία Αίγυπτο. Στην ελληνική πραγματικότητα δεν υπάρχουν πάρα πολλά δείγματα γραφής. Υπάρχουν σε κάποια μουσεία παρεμβάσεις σε αντικείμενα ή κάποια αντικείμενα τα οποία μας λένε οι αρχαιολόγοι ότι έχουν διατηρηθεί ή έχουν δοθεί ως τεχνογνωσία, η κατασκευή τους, από Αιγύπτιους. Εντάξει, αυτό ναι. Και αυτά είναι και τα δείγματα που έχουμε στα ελληνικά μουσεία σε πολλές περιπτώσεις. Εκεί, όμως, τα είδαμε με κάθε λεπτομέρεια. Το αρχαιολογικό του Καΐρου, δε, είναι ένα τεράστιο, χαοτικό, γεμάτο υλικό πράγμα. Εγώ το επισκέφτηκα, σου λέω και πάλι, το 2010. Φαντάζομαι ότι σήμερα ακόμη περισσότερο. Αντίγραφο της Στήλης της Ροζέτας, νομίζω. Τότε, μάλιστα, μας λένε χαρακτηριστικά το ότι είχανε κάποιοι… είχαν απεργία οι ντόπιοι, Αιγύπτιοι ξεναγοί για μερικές μέρες και είχαμε πανικοβληθεί. Λέμε: «Έχει πλάκα να μη μπορέσουμε να πάμε», αλλά μας καθησύχασε ο δικός μας και λέει: «Όχι μην ανησυχείτε». Και τελικά, πήγαμε και μάλιστα, πήγαμε στον προγραμματισμένο χρόνο. Ευτυχώς. Βέβαια, κάτσαμε αρκετές μέρες. Αυτό.
Μιας και αναφέραμε την "Gamecraft" και τις Βραδιές Μυστηρίου, πείτε μας λίγα λόγια γι’ αυτές.
Λίγα λόγια δεν υπάρχει περίπτωση να σου πω γι’ αυτή την ενότητα της ζωής μου. Λοιπόν, κοίταξε τώρα. Αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Λοιπόν, οι Βραδιές Μυστηρίου είναι ένα παιχνίδι ρόλων, το οποίο είναι παγκόσμια πατέντα. Το λέω ευθαρσώς, διότι έψαξα για να το αποδείξω αυτό. Με τον τρόπο με τον οποίο γίνεται από την "Gamecraft". Αυτό το τονίζω και το χρησιμοποιώ, αμέσως, επεξηγηματικά, για να μην παρεξηγηθώ. Το Murder Mystery, όπως το ξέρουμε στο εξωτερικό, ζει και βασιλεύει. Υπάρχει, έχει μεγάλη επιτυχία και έχει εξελιχθεί. Υπάρχουν και πολλά παράγωγα προϊόντα. Όπως το έκανε η "Gamecraft", το 2011 αν θυμάμαι καλά ήταν και η πρώτη μου φορά, που το δοκιμάσαμε ως ομάδα, η πρώτη μας φορά, που το δοκιμάσαμε ως ομάδα. Είναι ένα παιχνίδι, φαντάσου, το οποίο βασίζεται στην αφήγηση. Είναι ένα παιχνίδι το οποίο χρησιμοποιεί οπτικοακουστικό υλικό και είναι ένα παιχνίδι το οποίο κάνει ζωντανό role-playing από [01:00:00]μία ομάδα έως 40 παικτών, η οποία δεν λειτουργεί ως ομάδα. Το στοίχημα, εντός του παιχνιδιού, είναι να λειτουργήσει ως ομάδα. Να τα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Όταν έκανα την "Gamecraft" ή όταν ξεκίνησε η ιδέα μου και παίζαμε παιχνίδια ρόλων με τους φίλους, το 2005… τότε, περίπου άρχισαν να πρωτοπέφτουν οι ιδέες. Το ’5, αρχές του ’6, το συζητάμε μεταξύ μας και έχουμε ένα σενάριο. Εγώ, τότε, έκανα post-apocalyptic παιχνίδια ρόλων. Είχα ξεκινήσει απ’ το 2001 με δικό μου κόσμο, βασισμένο στο “Fallout”, το γνωστό ηλεκτρονικό παιχνίδι, το γνωστό τίτλο franchise, της Bethesda πλέον, αλλά παλιότερα της Interplay, η οποία έκλεισε και συνέχισα μετά σε pen & paper, σε επιτραπέζιο παιχνίδι δηλαδή και σε παιχνίδι ρόλων με χαρτί και μολύβι. Μέχρι το 2006, λοιπόν, έπαιζα ασταμάτητα, όταν κάποια στιγμή κάποιος από την ομάδα έρχεται και μου λέει: «Έχω την εντύπωση ότι αυτό δεν είναι κακή ιδέα αν παιζόταν μέσα σε μουσείο, γιατί θα μπορούσες την ώρα που εσύ παίζεις μες στο μουσείο, να δείχνεις και ένα έκθεμα και ο άλλος να εκστασιάζεται, γιατί το έκθεμα που βλέπει μπροστά του είναι πραγματικό. Δεν είναι ένα επινοημένο ή μία κατασκευή δική σου, που τη χρησιμοποιείς, απλά, για να ευνοήσεις την αφήγηση σου». Κοντοσταθήκαμε για λίγο. Το βρήκαμε καταπληκτική ιδέα, φυσικά. Δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει διαφορετικά. Το σκέφτηκα μετά από λίγο μόνος μου και λέω: «Ρε, είναι δυνατόν να γίνει σε μουσείο;». Έψαξα… τότε, το ίντερνετ ήταν ακόμα λίγο πιο, ίσως, περιορισμένο. Στην ποικιλία του εννοώ. Και πάλι, όμως, είχαμε μόλις εγκαταστήσει και broadband. Καλά ήμασταν. Πριν είχαμε modem 56k. Καταπληκτικό, έτσι; Δεν… η πληροφορία αργά. Πάρα πολύ αργά. Λέω: «Ναι. Είναι πολύ πιθανό να γίνεται». Τώρα, το στάδιο «Ναι, γίνεται» με το «Να γίνει» έχει μεγάλη απόσταση. Εκείνο το οποίο θέλαμε ήταν, σε πρώτη φάση, να καθίσουμε να σχεδιάσουμε, να κάνουμε την ιδέα, το concept. Έκατσα κάτω, το σκέφτηκα, το έβαλα από δω, το έβαλα από κει. Συζητούσαμε με έναν άνθρωπο ο οποίος δούλευε στο Βυζαντινό Μουσείο. Από κει έπεσε η ιδέα, στο μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης. Άρα, σκέφτηκα ότι η ιστορία μου θα έπρεπε να είναι από το μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, τα εκθέματα, για να μπορέσουμε να τα συνδυάσουμε. Ωραία. Το συζητήσαμε. Ναι. «Θέλεις να έρθεις μία βόλτα;», μου λέει η φίλη, η οποία ήτανε και η αρχική ιδέα δική της ας πούμε, που πέταξε: «Αυτό είναι ωραία ιδέα για να γίνει σε μουσείο». Λέω: «Να ‘ρθω. Δεν πήγα μία φορά. Όπως καταλαβαίνεις, πήγα πέντε. Αργά. Όπου μπορούσα να φωτογραφίσω, έβγαζα φωτογραφίες. Παντού κρατούσα σημειώσεις. Κράτησα όποιο φυλλάδιο μπορούσε να μου δώσει το μουσείο. Έκανα τη βόλτα μου. Ξανά. Ξανά, για να σιγουρευτώ ότι κατέγραψα σωστά το στοιχείο και μετά ασχολήθηκα με τη μυθοπλασία. Έβαλα όλα τα στοιχεία κάτω και σκέφτηκα: «Τι μπορώ να κάνω; Μπορώ να κάνω αυτό». Είχα κάνει ένα σενάριο, το οποίο δεν ήμουν και σίγουρος ότι άρεσε στο μουσείο, έτσι; Πολύ σημαντικό. Και αφού έκανα το σενάριο, για να έχω κάτι χειροπιαστό στα χέρια μου, τότε επικοινώνησα με το μουσείο για πρώτη φορά. Και τους είπα ότι «Ξέρετε; Έτσι κι έτσι κι έτσι κι έτσι». «Κοιτάξτε. Εμείς δεν καταλαβαίνουμε, έτσι όπως μας το περιγράφετε, τι είναι αυτό. Μιλήστε, όμως, με τα εκπαιδευτικά προγράμματα του μουσείου». Μίλησα. Η πρακτική των παιχνιδιών ρόλων υπήρχε, αλλά υπήρχε στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα δεν υπήρχε. Και τους λέω ότι «Ξέρετε; Έτσι κι έτσι». Λέει: «Ναι». Το είχαν ακούσει. Άνθρωποι, οι οποίοι για να είναι σε αυτό το πόστο, θα ήταν σπουδαγμένοι, σε μεταπτυχιακά μουσειολογίας, με κάποιες ανακοινώσεις ή κάποιες βιβλιογραφίες που αφορούν τέτοιου είδους παιχνίδια εκπαιδευτικά. Τους λέω: «Γίνεται». Διαβάζουν το σενάριο. Μου λένε: «Να παίξουμε ένα σενάριο το οποίο να ζητήσουμε τη βοήθεια των αρχαιολόγων, όμως; Εκείνοι να μας πουν που θέλουμε να εστιάσουμε. Να δούμε τις θεματικές μας. Μπορεί να θέλουμε, με βάση τη θεματική μας, να εστιάσουμε κάπου αλλού». Γυρίζω και τους λέω: «Πώς σας φάνηκε;» Λέει: «Ωραίο». Το «Είναι ωραίο» για μένα ήταν -πώς να πω;- η πυροδότηση μιας κατάστασης ευφορίας, η οποία μου έδινε δύναμη και για ακόμα περισσότερα πράγματα. Έρχονται με την πρόταση μετά από λίγες μέρες. «Εμείς θέλουμε αυτό. Θέλουμε να δώσεις έμφαση σ’ αυτά και σ’ αυτά και σ’ αυτά τα εκθέματα». Τους λέω: «Μπορώ να κινηθώ μέσα στο χώρο, ούτως ώστε να κάνουμε μία γραμμική ιστορία; Γραμμική σε ό,τι έχει να κάνει με την επισκεψιμότητα, δηλαδή να πάμε στην αίθουσα 1 και μετά να πάμε στις 2 και μετά να πάμε στην 4, αν δεν θέλουμε την 3, αλλά έτσι να πάμε, μέχρι την αίθουσα 12 ή την 10 ή την 11». Δεν θυμάμαι, τώρα, ποια είναι η τελευταία. Λέει: «Ναι. Κάντο αυτό». Τώρα, αυτό είναι στοίχημα. Έχεις 10-12 εκθέματα, τα οποία 10-12 εκθέματα δεν είναι απαραίτητο ότι κολλάνε το ένα με τ’ άλλο. Ποιος το είπε αυτό; Οπότε, τι κάνουμε σε αυτή την περίπτωση; Θα πρέπει να βρούμε τρόπο να κολλάνε το ένα με το άλλο. Αυτό είναι το χειρότερο. Αυτό είναι και το πιο δημιουργικό και αυτό που σε βάζει τους μεγαλύτερους μπελάδες. Τα καταφέραμε. Έβγαζε νόημα. Και όχι μόνο έβγαζε νόημα, αλλά οι παίκτες κοιτούσαν και το έκθεμα και λέγανε: «Ουάου!», δηλαδή μετά που θέλαν να πάνε στο επόμενο και λέγανε: «Μπορώ λίγο, ένα λεπτάκι, να το μελετήσουμε το έκθεμα;». Χαρά μεγάλη για μας, όπως το καταλαβαίνεις. Λέω: «Ναι! Ναι! Φυσικά! Φυσικά! Γι’ αυτό παίζετε. Για να μάθετε για τη συλλογή του μουσείου». Να μη στα πολυλογώ… ή 10 ή 12 παιχνίδια. 12, ίσως, σχεδιασμένα, 10 υλοποίηση. Τα παιχνίδια αυτά υπάρχουν στην ιστοσελίδα του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού. Πολύ χαρούμενοι. Ξεκινήσαμε με μία εκπληκτική εκδήλωση, στην οποία συμμετείχε ο Σύλλογος Θέρμης. Τότε, δεν υπήρχε "Gamecraft", το 2007. Ήταν ακόμα ο Αλέκος και 2-3 φίλοι του, ας πούμε, αλλά πηγαίναμε από κοινού, να ενισχύσουμε τα παιδιά του Ε.Σ.Φ.Ι.Π.Σ., του Συλλόγου Φίλων Ιστορίας και Παιχνιδιών Στρατηγικής και του Συλλόγου Φαντασίας και Παιχνιδιών Θέρμης, που ήταν, τότε, οι δύο που είχαν νομικό πλαίσιο, έτσι; Και ήρθαμε και εμείς, λοιπόν, να πλαισιώσουμε τα παιδιά. Φυσικά, τότε, σε όλα τα φεστιβάλ που γινόντουσαν στη Θέρμη, που είναι πάρα πολλά, νομίζω ήταν 10 ή 11 και την έκθεση παιχνιδιών στρατηγικής και φαντασίας Θεσσαλονίκης, που ξεκίνησε το ’3, το 2003, ήταν όλοι παρόντες και ήμασταν όλοι μια παρέα. Οπότε, δεν υπήρχε πρόβλημα. Ξεκινήσαμε, πήραμε πόστα, μπήκε ο καθένας στη θέση του. Χαρήκαμε. Περιμέναμε και άρχισε να ‘ρχεται κόσμος. Δεν σου κρύβω. Ερχόταν συνέχεια κόσμος. Φτάσαμε σε σημείο σε μία επίσκεψη, η οποία, εκ πρώτης όψεως, φαινόταν αδιάφορη, γιατί δεν ξέραν τι έχουν απέναντί τους, να έρθουν 400 άτομα. 400 άτομα. Δεν προλαβαίναμε να απορροφήσουμε περισσότερα, γιατί οι ομάδες έμπαιναν και με συγκεκριμένο αριθμό ανθρώπων, δηλαδή δεν μπορούσαμε να πάρουμε άλλους. Και παίξαμε 2 μέρες, έτσι; Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι το αντιμετώπιζε κριτικά η διοίκηση του μουσείου και περίμενε να δει λίγο, να μπει κόσμος, πώς παίζεται, τι κάνει… διακριτικότατοι βεβαίως. Δεν μας αγχώνανε, έτσι; Θυμάμαι χαρακτηριστικά, τότε, ο υποδιευθυντής, αν είναι δόκιμος ο όρος, του μουσείου ήταν κάτω, ανάμεσά μας και έτρεχε πάνω-κάτω, για να εξυπηρετήσει καταστάσεις και τα λοιπά. Και κάποια στιγμή -εμείς δεν είχαμε το μυαλό μας συνέχεια σ’ αυτόν- σταματάει και παρακολουθεί τη διαδικασία. Ενσωματώνεται με ομάδα κι αρχίζει και παίζει. Εγώ, τότε, είμαι συντονιστής, εκείνη τη στιγμή, γιατί έχει περάσει η σειρά μου και έχω φύγει από την αίθουσα, γιατί πολλές φορές καλύπταμε ο ένας τον άλλον. Χρειαζόντουσαν πάρα πολλά άτομα για να γίνει αυτό. Και είχαμε μαζευτεί τουλάχιστον 12-15. Δεν θυμάμαι, τώρα, τον αριθμό. Και έξω στη γραμματεία κόσμος, για να πάρει τις συμμετοχές, για να γκρουπάρει την ομάδα, να την ετοιμάσει για να μπει μέσα, να κάνει μία μικρή εξήγηση για το πώς θα γίνει, τι θα γίνει… βέβαια, αναλάμβανε και ο αφηγητής να το κάνει αυτό. Και παίζει… παίζει… αλλάζει αίθουσα, συνεχίζει να παίζει, μιλάει. Ο αφηγητής, από τα παιδιά της ομάδας παιχνιδιών που είναι στην αίθουσα, δεν ξέρει ποιος είναι και παίζει, όμως, μαζί του. Τον βοηθάει. Τον εμψυχώνει. Και κάποια στιγμή, ο υποδιευθυντής βγαίνει έξω. Είμαι παρών. Είμαι ο μόνος ο όποιος τον ακούει, γιατί είμαι δίπλα του. Παίρνει το κινητό. Καλεί τη διευθύντρια, η οποία βρίσκεται στο γραφείο της εκείνη την ώρα. Όχι κάτω μαζί στο παιχνίδι και της λέει, χαρακτηριστικά, θυμάμαι την ατάκα: «Κατέβα να παίξεις. Είναι καταπληκτικό». Όταν έγινε αυτό, όπως καταλαβαίνεις, μέσα σε 5 λεπτά, το έμαθε όλο το μουσείο. Από μένα. Έτρεχα πάνω-κάτω και έλεγα στους αφηγητές: «Παιδιά έτσι! Συνεχίστε. Πάμε πάρα πολύ καλά. Το είπανε άνθρωποι του μουσείου». «Κατέβα να παίξεις. Είναι καταπληκτικό…». Λοιπόν, αυτά τα 400 άτομα το καταδιασκέδασαν. Εγώ θεωρώ ότι η λογική του «Παίξε role-playing στο Βυζάντιο» καθιερώθηκε από εκείνο το πρώτα παιχνίδι. Δεν χρειάστηκε να αποδείξουμε ξανά για τον εαυτό μας τίποτα, δηλαδή, ας πούμε, στο επόμενο παιχνίδι που πήγαμε και παίξαμε ως "Gamecraft", πήγαμε ως… τι να πω; Με βαριά φανέλα, που λένε και στο ποδόσφαιρο, δηλαδή ήμασταν εγνωσμένης αξίας και πήγαν όλα καλά. Και πολύ καλύτερα, γιατί βελτιωνόμαστε. Όχι γιατί κάναμε κάτι καλύτερο. Βελτιωνόμασταν, συνεχώς, στην πρακτική του παιχνιδιού και στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε. Γίναμε και καλύτεροι αφηγητές. Μάθαμε να λέμε τις ιστορίες πιο περίτεχνα. Αλλάζαμε και λίγο τη φωνή μας. Κάναμε τον κόσμο να γελάει. Μάθαμε να είμαστε σοβαροί και σωστοί εμψυχωτές. Παρατηρούσαμε δύο ή τρεις ανθρώπους σε μία ομάδα δεκαπέντε ανθρώπων, οι οποίοι δεν συμμετείχαν, οι οποίοι είχαν διάσπαση, είχαν ένα σωρό. Τους βάζαμε… προσπαθούσαμε, εν πάση περιπτώσει, να τους βάλουμε, να τους εντάξουμε στο παιχνίδι και δεν είχαμε απώλειες. Θεωρώ πως δεν είχαμε. Δεν είχαμε κακές στιγμές. Εννοώ από το κοινό. Απ’ την πλευρά του κοινού. Δεν είχαμε. Και είχαμε πάρα πολλή υποστήριξη. Είναι από τις φορές που, πραγματικά, λες… αυτό που είπα και νωρίτερα με τα μικρά παιδιά. «Πάμε καλά. Σε ορισμένα σημεία πάμε καλά». Απλά, ο άλλος πρέπει να του αποδείξεις πράγματα, για να δεις το πραγματικό του πρόσωπο, για να δεις το ανθρώπινο πρόσωπο του. Ο κόσμος ταλαιπωρείται στην καθημερινότητα. Ενώ κάτι που θα μπορούσε να γίνει πολύ εύκολα δεν γίνεται. Ενώ κάτι [01:10:00]θεωρείται ποιοτικό, δεν είναι. Εντάξει. Δεν είναι μόνο στην Ελλάδα αυτά, αλλά εδώ συμβαίνουν. Οπότε, πρόσεχαν. Όταν κατάλαβαν, ανοίχτηκαν. Εμάς αυτό μας άρεσε πάρα πολύ. Από τότε, η "Gamecraft" έχει κάνει πάρα πολλά παιχνίδια. Εκείνο ήταν το ξεκίνημα, όμως. Έχει κάνει πάρα πολλά, γιατί, από κείνη τη στιγμή και μετά, διαφημίσαμε την πρακτική του παιχνιδιού ρόλων. Φαντάσου να ντυνόμασταν ως βυζαντινοί στρατιώτες. Φαντάσου… φαντάσου ένα σωρό πράγματα! Η Ελλάδα, με τα ελάχιστα μέσα, χαροπάλευε να κάνει κάτι το οποίο να φαίνεται καλό. Με μεγάλη πρόθεση και από τις δύο πλευρές, έτσι; Σαφώς απ’ τη δικιά μας, γιατί εμείς προσπαθούσαμε ν ανοίξουμε την πόρτα, αλλά, οπωσδήποτε και προς τιμήν τους και από τον φορέα. Μου έχει συμβεί σε όλα τα μουσεία της Θεσσαλονίκης, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις. Και στην Αθήνα και αλλού. Πολύ, πολύ φιλικοί όλοι. «Ναι. Τι χρειάζεται; Να το κάνουμε, για να είναι πετυχημένη η εκδήλωση. Mην σας απασχολεί». Το οποίο ήταν θετικό. Πηγαίναμε καλά. Μετά, σιγά-σιγά, καταλάβαμε ότι μπορούμε να κάνουμε κι άλλα πράγματα και ανοίξανε οι κατηγορίες, δηλαδή άνοιξε το παιδικό βιβλίο, άνοιξε το κυνήγι κρυμμένου θησαυρού, άνοιξε το escape room, άνοιξε το murder mystery και εκεί πέρα στις Βραδιές Μυστηρίου που έγινε χαμός, έτσι; Τώρα, η αλήθεια είναι ότι είμαι τόσο ενθουσιασμένος που αδειάζω αυτές τις πληροφορίες, που δεν θυμάμαι την αρχική ερώτηση, αλλά παρόλα αυτά, εντάξει. Νομίζω ότι δίνουμε πληροφορίες απ’ όλα αυτά τα οποία κάναμε σαν ομάδα. Νομίζω… να πούμε για τα Murder Mysteries; Να πούμε; Ωραία. Όταν, λοιπόν, σκέφτηκα την ιδέα, βγαίνω μ’ ένα φίλο μου, που ήταν μέλος ομάδας, έτσι; Εννοείται. Και του λέω: «Κοίτα. Τα Murder Mysteries τα ξέρεις;» Λέει: «Ναι, φυσικά». «Έχω μία ιδέα. Θα κάνουμε RPG, αλλά σε υπόθεση εγκλήματος». Λέει: «Πώς θα το κάνουμε αυτό; Δηλαδή τι εννοείς; Θα κάνουμε μία ομάδα δέκα ανθρώπων; Θα ‘μαστε δύο, εμείς ή εσύ, ας πούμε, αφηγητής και οι υπόλοιποι εννέα παίκτες και θα αναλάβουν ρόλο εντός ενός εγκλήματος;». «Όχι», του λέω. «Θα είμαστε εμείς μία ομάδα που παίζει role-playing και αυτό το role-playing θα το θίγουν, εντός εισαγωγικών, σαράντα παίκτες ζωντανά». Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι σταματάει τον περίπατο. Με κοιτάει. Μου λέει: «Είσαι σοβαρός; Δεν γίνεται αυτό. Είσαι τρελός. Δεν γίνεται αυτό. Σαράντα άτομα; Τι; Ενήλικες;». Λέω: «Ναι». «Αποκλείεται», μου λέει. «Δεν γίνεται. «Καταρχάς, θα μας κονιορτοποιήσουν στις ερωτήσεις. Θα μας κομματιάσουν. Δεν θα μείνει τίποτα όρθιο. Δεν θα ξέρεις τι να απαντήσεις, πώς να το απαντήσεις και σε ποια χρονική στιγμή». Του λέω: «Το έχω σκεφτεί. Το έχω σκεφτεί αυτό ότι είναι πρόβλημα. Εγώ πιστεύω θα τα καταφέρουμε». «Είναι 100% μη γραμμικό και 100% ριψοκίνδυνο». «Γι’ αυτό, θα γίνει καταπληκτικό project». «O.K., να το δούμε». «Θα κάνω -λέω- μία πρόταση και θα την παρουσιάσω στα παιδιά της ομάδας». Έκατσα, έκανα μία πρόταση. Εγώ έχω λατρεία με το αστυνομικό. Έβγαλα πάρα πολύ γρήγορα μία υπόθεση, η οποία μου φαινόταν ότι η πλοκή της ήταν λειτουργική. Τους έκανα παρουσίαση. Τους λέω: «Κοιτάξτε. Με βάση το σκεπτικό μου, χρειαζόμαστε μία ομάδα 4 ή 5 ανθρώπων. Ένας εγώ, ο οποίος θα είμαι ο κεντρικός παρουσιαστής της εκδήλωσης και 4 με 5 από κάτω, οι οποίοι…». Μου λέει: «Τι ρόλο θα παίζουμε εμείς;». «Εσείς θα είστε οι ύποπτοι για το έγκλημα». «Κάτσε», λέει, «θα βγαίνουμε όλοι μαζί;». «Όχι. Θα σας ανακαλύπτουν 1-1 οι ερευνητές. Λέει: «Οι ερευνητές πώς θα λειτουργούν;». «Θα λειτουργούμε με τη λογική της παρουσίασης και των ερωταπαντήσεων. Θα μου δίνουν εντολές για έρευνα, όσες εντολές για έρευνα θέλουν, και εγώ θα έχω το καρότο και το μαστίγιο της αφήγησης -εντός εισαγωγικών καρότο και μαστίγιο- το πόσο γρήγορα πάμε, το ρυθμό, αν έχουμε αποκαλύψεις, ποιες, πότε, όλα. Τα πάντα». Μου λέει: «Αυτό πρέπει να το παίξουμε…», μου είπαν τα παιδιά μ’ ένα στόμα. Είναι πολύ έμπειροι όλοι της "Gamecraft". Όλα τα παιδιά είναι πολύ έμπειροι, γιατί έχουν παίξει χρόνια τέτοιου είδους παιχνίδια και έχουν δοκιμάσει και πολλά πειραματικά. Μου λέει: «Αυτό πρέπει να το δοκιμάσουμε με ομάδα δικιά μας». Τους λέω: «Όχι μία φορά. Δέκα. Μου λένε: «Εντάξει». Το στήνουμε, το ετοιμάζουμε. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, ότι οι συναντήσεις μας, για να δουλέψουμε τους ρόλους και να κάνουμε, ζωντανά, εμείς ερωτήσεις και απαντήσεις, να δώσουν τα παιδιά από κάτω, οι ύποπτοι… 6 ώρες την ημέρα. 5 ώρες την ημέρα. Πάρα πολλές συναντήσεις τέτοιες μέχρι να βγει το σενάριο. Όχι 1 και 2. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, μαλώναμε. Σκοτωνόμασταν. «Γιατί το ρωτάς αυτό; Γιατί βγαίνει αυτό το συμπέρασμα; Όχι θα γίνουμε ρεζίλι». Πάρα πολλά τέτοια, αλλά και πολύ γέλιο. Όταν τελειώναμε και ήμασταν απόλυτα σίγουροι, κάνουμε το beta testing, αυτή τη δοκιμή που λέμε, από Α΄ έκδοση, Β΄. Οι παίκτες από κάτω δεν τους λέγαμε τίποτα φυσικά, για να γίνει σωστά. Τίποτα. Τίποτα. Τίποτα. «Θα παίξετε ένα παιχνίδι». «Μα πώς είναι; Τι είναι;». Τίποτα. Η αγαπημένη μας, οι αγαπημένες μας, οι γυναίκες μας, τα αδέρφια μας. Όλοι άνθρωποι δικοί μας. Από κάτω… ξεκινάει το παιχνίδι. «Αυτό πρέπει να δείτε. Αυτό πρέπει να κάνετε», προτζέκτορας, ηχητικό, αλλοιωμένη φωνή, έντυπα, τα οποία φαίνονται και δεν φαίνονται, ένα σωρό μικρολεπτομέρειες, οι οποίες είναι πολύ εντυπωσιακές. Αρχίζουν κι ερευνούν αυτοί. Αρχίζουν και μονιάζουν. Το σημαντικό! Γιατί εμείς θέλαμε να δούμε, εντός εισαγωγικών, την ωρίμανση της ομάδας, στο συνεργατικό κομμάτι, αν καταλαβαίνεις… αντιλαμβάνεσαι, αμέσως, πώς λειτουργεί αυτό, γιατί στην αρχή, όταν είσαι ξένος ο ένας από τον άλλον, λειτουργείς απόμακρα. Εκνευρίζεσαι αν ο άλλος πεταχτεί και προλάβει την ιδέα σου. Εγώ, φυσικά, εξηγούσα στο παιχνίδι ότι «Πετάει κάποιος κάτι; Δεν δίνουμε βραβείο σ’ αυτόν που το ‘πε γρηγορότερα. Αυτός που το ‘πε έχει ευεργετήσει όλη την ομάδα των σαράντα παικτών». «Α!», λέγαν όλοι. «Τότε, εντάξει». «Οπότε, κάντε ένα follow up εσείς. Κάντε μία δεύτερη ερώτηση, η οποία να εμβαθύνει ακόμη περισσότερο. Πετυχημένη και μη σας πω και πιο πετυχημένη η δεύτερη κίνηση, η δικιά σας». «Ναι. Έχεις δίκιο». Ωραία. Οπότε, αρχίζουμε το παιχνίδι. «Δείτε φωτογραφίες, ακούστε, γράψτε, ερευνήστε… έρευνα. Αποτυπώματα. Εντάξει». Εγώ είχα ένα σημειωματάριο. Όταν τελείωνε μία Βραδιά Μυστηρίου, έπρεπε να είχα ξοδέψει σε ορνιθοσκαλίσματα έξι σελίδες, στις οποίες έλεγε: «Αποτυπώματα στο μπαμπά». Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, έβλεπα κάτι πρόχειρα και πέθανα στο γέλιο. Τι μου ζητούσαν να κάνω… «Αποτυπώματα στη μαμά. Αυτός που ήταν βοηθός του ταξιδιού, που κουβάλησε ένας από τους υπόπτους, αν έχει οικογένεια, να ρωτήσουμε εκεί». Έλεγα: «Ρε παιδιά… τι λέτε τώρα; Δηλαδή που φτάνουμε να ρωτήσουμε κόσμο;». Λέω: «Ηρεμήστε!». Υπήρχε πολύ μεγάλος ενθουσιασμός. Δεν ήθελα να τους ξεφύγει με τίποτα. Όταν τελείωσε το πρώτο παιχνίδι, το beta, γυρίζουν οι άλλοι και μου λένε: «Παιδιά, αυτό πότε θα παιχτεί; Πειράζει να έρθουμε, ακόμη κι αν ξέρουμε πώς τελειώνει;». Μας χαροποίησε. Λέμε: «Ναι. Ελάτε! Ελάτε και επειδή είστε δικοί μας άνθρωποι, θα μας πείτε τι πήγε λάθος στην παράσταση μετά, γιατί μετά υπάρχει μεγάλη ευθύνη για το αν θα γίνει καλά». Υπ’ όψιν, να τονίσω ότι κανένας μας δεν ήταν ούτε ηθοποιός, ούτε είχε σπουδές θεάτρου, ούτε τίποτα τέτοιο. Ή κινηματογράφου ή οτιδήποτε υποκριτικής, αλλά είμαστε role-players; Σημαντικό. Για μένα, πιο σημαντικό απ’ όλα. Οι role-players έχουν αυτό το εκπληκτικό ταλέντο στη διαχείριση κρίσεων. Αυτό το εκπληκτικό ταλέντο στο «Σου έρχεται κάτι ουρανοκατέβατο και το αντιμετωπίζεις», είτε όταν είσαι ο Dungeon Master ή Game Master, αν θέλεις, είτε αν είσαι παίκτης στο ρόλο αυτό. Είναι, βασικά, ο ρόλος του οδηγού και του πεζού. Ο πεζός είναι και οδηγός. Ο πεζός είναι και οδηγός. Δεν μπορεί. Αυτά τα πράγματα είναι αλληλένδετα, έτσι; Αρχίζουμε, λοιπόν και το παιχνίδι εκεί. Το παίζουμε την πρώτη φορά. Όταν έγινε η πρώτη συνάντηση, ήταν στο… θα σου πω αμέσως… ήταν Οκτώβριος του 2011, στο «Οξυγόνο». Το «Οξυγόνο» ήταν ένας πολυχώρος των εκδόσεων «Μεταίχμιο». Ήταν στην Ολύμπου, στην επάνω πλευρά της ρωμαϊκής αγοράς. Σ’ έναν εκπληκτικό χώρο, διώροφο, ήταν στο πατάρι. Το πατάρι, βέβαια, ήταν ένας μεγάλος χώρος, έτσι; Χωρούσε τα σαράντα άτομα και εμάς, για να λειτουργήσει. Θυμάμαι, σαν σήμερα, το χειροκρότημα. Όρθιοι χειροκροτούσαν όλοι. Θυμάμαι τα χαμόγελα σε όλα τα παιδιά. Και φυσικά, το δικό μου, που το καταλάβαινα, έτσι; Δεν έχω ξαναζήσει τέτοια εμπειρία. Υπάρχουν, μάλιστα, φωτογραφίες χαρακτηριστικά και μάλιστα, πολύ εντυπωσιακό φωτογραφικό υλικό που, έτσι, απλόχερα μας το παρείχε μία ομάδα φωτογράφων, που ήτανε προσωπικοί φίλοι, οι οποίοι εντυπωσιάστηκαν και με το project έτσι κι αλλιώς, δηλαδή έπαιζαν. Κάποια στιγμή, σταμάτησαν τις φωτογραφίες και έπαιζαν στο μυστήριο. Έκαναν ερωτήσεις. Δεν σου κρύβω το ότι δεν είναι η έκθεση με το κοινό και το ότι «Αχ τι ωραία!», ας πούμε, «Με παραδέχτηκε κόσμος και με χειροκρότησε». Είναι το ότι βγήκε εκεί έξω ένα προϊόν το οποίο μας άρεζε. Μία περιπέτεια, ένα παιχνίδι το οποίο μας άρεσε. Μας άρεσε πάρα πολύ. Μάλιστα, χαρακτηριστικά θυμάμαι ότι ξεκινούσαμε με εμένα μόνο ως αφηγητή και φυσικά αυτός που παρουσίαζε την υπόθεση, έτσι; Οι πρώτες ομάδες δεν ήξεραν πώς πρέπει να λειτουργήσουν. Από κάποια στιγμή και μετά, μετά το τρίτο παιχνίδι, τέταρτο παιχνίδι… αυτά τα παιχνίδια έχουνε γίνει σαράντα φορές. Νομίζω δεν τα παραλέω. Σίγουρα, πάνω από 35 φορές. Υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι ερχόντουσαν ξανά, ξανά, μετά την τρίτη, τέταρτη φορά και ξέρανε τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει το παιχνίδι. Οπότε, βοηθούσαν και τους υπόλοιπους και λύναμε το πρόβλημα του «Αχ! Τι πρέπει να κάνουμε τώρα;». Λοιπόν, ξεκινούσαμε με εμένα αφηγητή και πέντε άδειες καρέκλες στα αριστερά μου. Μετά τα δύο πρώτα παιχνίδια, όσοι ξαναπαρακολουθούσαν την εκδήλωση είχανε πονηρευτεί. Λέγανε: «Εκεί είναι οι ύποπτοι που θα έρθουν», αλλά δεν ερχόντουσαν. Και θυμάμαι ότι το πατάρι ήταν χωρισμένο σε δυο [01:20:00]χορούς: ο ένας χώρος… κλείναμε τα φώτα στον ένα χώρο και τα παιδιά της "Gamecraft" καθόντουσαν στο βάθος, στο σκοτάδι, σ’ ένα τραπέζι, οι οποίοι… μάλιστα, μου έκανε εντύπωση το ότι οι περισσότεροι τους θεωρούσανε περίεργους της υπόθεσης, γιατί σου λέει «Τι κάνουν αυτοί εκεί πέρα μόνοι του στο σκοτάδι;». Και όταν ερχόταν η ώρα για να καλέσουμε τον πρώτο μάρτυρα, σηκωνόταν ένα από τα παιδιά της "Gamecraft", περπατούσε, περνούσε από μπροστά τους και καθόταν στην καρέκλα. Όχι στις πέντε, αλλά στην καρέκλα η οποία τους κοιτούσε, απέναντί τους. Και ξεκινούσε η ανάκριση του υπόπτου. Ίσως, η πιο εντυπωσιακή στιγμή του παιχνιδιού. Ίσως, η πιο εντυπωσιακή να ήταν… εντυπωσιακότερη, μάλλον, να ήταν η σκηνή στην οποία κατέληγαν οι ερευνητές σε δύο επικρατέστερους από τους πέντε και τους έδινα, μετά, τη δυνατότητα να διαλέξουν ή να καλέσουν τον καθένα ξεχωριστά ή να τους καλέσουν μαζί. Εκείνο το «μαζί», δεν σου κρύβω. Ήταν ό,τι καλύτερο έχω δει σε τέτοιου είδους ανοιχτό παιχνίδι ρόλων, γιατί εξηγούσαμε στους παίκτες ότι, αν τυχόν υπάρχει στους παίκτες κάτι ανάμεσά τους, θα εκδηλωθεί, ενώ, όταν πηγαίνει καθένας μόνος του και μιλάει στους αστυνομικούς, κρύβει πράγματα. Δεν είναι σίγουρος τι έχει πει ο άλλος, ενώ το παιχνίδι είναι ολοφάνερο και μπορεί να γίνει πολύ… να φουντώσει κάτι ανάμεσά τους, μέχρι και σε σημείο, φυσικά με υποκριτική, σε σημείο εμπλοκής. Έχει τύχει, μπορεί και πέντε και έξι φορές, να πιαστούν στα χέρια τα παιδιά. Από τη δικιά μας την πλευρά, έτσι; Και άλλοι, από κάτω, να το καταδιασκεδάζουν. Δεν σου κρύβω ότι μία φορά κάποιος άρπαξε μία καρέκλα από το κοινό και ήρθε και έκατσε ακριβώς απέναντι από τον ύποπτο, σε απόσταση μισού μέτρου, και του λέει: «Λέγε ρε!». Του λέει κανονικά, δηλαδή μόνο που δεν πήρε και καμιά λάμπα, ας πούμε, να τη γυρίσει προς το μέρος του και να του πει! «Λέγε»! Φυσικά, οι άλλοι από κάτω χειροκροτούσαν και φώναζαν: «Μπράβο! Έτσι! Τέτοια!». Αυτά είναι πολύ διασκέδαση. Φαντάσου τώρα για ενήλικες, οι οποίοι δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι μπορούσε να πάρει τέτοια τροπή ένα ζωντανό παιχνίδι. Βεβαίως και ξέρουν από θέατρο. Πολλοί απ’ αυτούς μπορεί να είχαν παίξει και role-playing με ζάρια και ένα τυπικό χάρτη κάτω στο τραπέζι και λοιπά. Αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Αυτό δεν είχε ζάρια. Αυτό το πράγμα δεν είχε κανόνες, γιατί ο κόσμος, από κάτω, έπαιζε τους εαυτούς του. Πολύ σημαντικό. Εμείς τους είπαμε ότι «Μην κολλήσετε τώρα. Δεν είναι ότι, επειδή εγώ είμαι ψυχολόγος στην πραγματική μου ζωή, δεν μπορώ να πω μία ιδέα, η οποία προέρχεται από την επιστήμη μου, που την ξέρω καλά, έτσι; Κάντε ό,τι περνάει απ’ το χέρι σας, το οποίο, αυτομάτως, καταλαβαίνεις ότι κάνει πάρα πολύ απαιτητικό το σενάριο, γιατί θα έχουμε, στο πίσω μέρος του μυαλού μας, ότι θα αναμένουμε και τέτοιου είδους παίκτες, δηλαδή παίκτες οι οποίοι έχουνε μία σπουδή, παίκτες οι οποίοι ξέρουν πράγματα. Και όχι μόνο μία δημοφιλή κουλτούρα, γιατί έχουν διαβάσει πολλά βιβλία. Αστυνομικά εννοώ. Όλα αυτά, λοιπόν, είναι πρόβλημα, ένα πρόβλημα το οποίο ήταν μη γραμμικό, ένα πρόβλημα το οποίο εξαρτάται, κατά πολύ μεγάλο ποσοστό, από τον τρόπο λειτουργίας της ομάδας, το πώς μονιάζει, το πόσο αποτελεσματική είναι, το πώς εκμεταλλεύεται τις ερωτήσεις και τις σωστές απαντήσεις ή εν πάση περιπτώσει τις χρήσιμες απαντήσεις, γιατί δεν ξέρουμε αν είναι σωστή ή λάθος και πώς, μετά, προπονούνται και γίνονται σοβαροί ερευνητές, ακολουθώντας με δεύτερο ερώτημα, τρίτο, τέταρτο, γιατί πετυχαίνουν πράγματα με την ερώτηση αυτή και πηγαίνουν παρακάτω και φυσικά, εμείς, όταν βλέπαμε ότι προχωράει η έρευνά, τους επιβραβεύουμε. Συνεχώς. Είχαμε, όμως, το ρυθμό. Είχαμε τα κλειδιά της μηχανής εμείς στα χέρια μας και πηγαίναμε το ρυθμό όπως τον θέλαμε εμείς. Προσπαθήσαμε να είμαστε όσο το δυνατόν πιο διακριτικοί, να μην το καταλαβαίνουνε, γιατί, όταν κάποιος καταλαβαίνει ότι τον κρατάς, ότι τον χειραγωγείς, δεν του αρέσει τόσο πολύ. Μπορεί και να το ευχαριστηθεί, αλλά δεν του αρέσει. Όταν νιώθει ότι είναι τελείως ελεύθερος και ξέρει ότι το κάνεις επίτηδες και νιώθει τελείως ελεύθερος, το εκτιμάει υπερβολικά πάρα πολύ. Εκείνο είναι που επικροτεί. Εκείνο είναι που θαυμάζει μετά και σου λέει: «Μπράβο, παιδιά. Αισθάνθηκα ότι έχω πλήρη ελευθερία κινήσεων, ότι έχω βαθμούς ελευθερίας. Κάνω ό,τι θέλω. Δεν μου είπατε ποτέ “Όχι. Προς τα κει μην πας. Μην ανοίγεις την πόρτα, γιατί δεν το έχουμε σχεδιάσει”. Όχι. Κι εκείνο καν’ το, “αλλά και η εξήγηση που δώσατε δεν ήτανε πρόχειρη, δεν ήταν επιπόλαια, δεν ήταν τραβηγμένη”», το ανάποδο, έτσι; Όχι. Οι Βραδιές Μυστηρίου παιζόντουσαν με αντίτιμο βιβλίο. Αγόραζες ένα βιβλίο και σου έμενε το βιβλίο και έπαιζες και δωρεάν το παιχνίδι. Τι να πω; Ήταν εκπληκτικό, δηλαδή τα σενάρια τα έχω κρατημένα. Πολύ γράψιμο. Δεν μπορείς να φανταστείς. Πολύ γράψιμο. Πολλή διόρθωση. Δεύτερα περάσματα, τρίτα περάσματα, με το κείμενο αυτό ο καθένας στα χέρια του. Διορθώσεις όταν παίζαμε και βλέπαμε τα προβλήματα που έχει το κείμενο. Διορθώσεις. Ξανά πρόβα. Ξανά πρόβα. Ξανά παιχνίδι! Ξανά! Ξανά! Κάποια στιγμή, το ξέραμε τόσο απέξω, που όταν πηγαίναμε και παίζαμε πρώτη φορά, ήμασταν σίγουροι ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μας πιάσουν. Εκτός από μία φορά, που ήταν ακίνδυνο. Ήταν μία περίπτωση η οποία έχει πολύ γέλιο. Την έχω ξανααναφέρει σε συζήτηση. Κάνω έρευνα εγώ για μία υπόθεση στη Θεσσαλονίκη, εντάξει; Πολύ καλός γνώστης της πόλης μου. Γέννημα θρέμμα, έτσι; Πηγαίνω στη Θεμιστοκλέους Σοφούλη. Παραδείγματος χάριν, είχαμε την πρώτη υπόθεση Θεμιστοκλέους Σοφούλη σε δύο νεοκλασικά πανέμορφα ας πούμε. Πήγα, έβγαλα φωτογραφίες, που τα ήξερα, γιατί περνάω κάθε μέρα από μπροστά. Η δεύτερη περίπτωση ήταν κάπου που η ιστορία σε πήγαινε στην Αθήνα. Και πάω ας πούμε και να αναφέρω τη Νέα Σμύρνη, εντάξει; Και μιλάμε κάποια στιγμή και αναφέρω και ένα άλσος. Και στο άλσος αυτό αναφέρω το ότι έχει ένα άνοιγμα στο φράχτη. Και εκεί το σενάριο εξελίσσεται και επειδή έχει άνοιγμα στο φράχτη, μπαίνει ο δολοφόνος της υπόθεσης και φτάνει μέχρι το θύμα του και γίνεται η δολοφονία και εν πάση περιπτώσει, συνεχίζεται η ιστορία. Το κάνουμε αυτό. Συμφωνούμε. Κάνουμε τις πρόβες. Πηγαίνουμε να το παίξουμε. Και στο πρώτο παιχνίδι, με το που αναφέρω το φράχτη, σηκώνει το χέρι μία κυρία, Θεσσαλονικιά. Το τονίζω. Και γυρίζει και λέει το εξής: «Συγνώμη…». Να φανταστείς ότι είχε κάθε καλή πρόθεση. «Συγνώμη. Δεν θέλω να το χαλάσω. Είναι καταπληκτικό, αλλά να πω μία λεπτομέρεια;». Λέω: «Παρακαλώ!». Εγώ ήμουνα πολύ άνετος τότε. Ξέρεις. «Παρακαλώ», λέω. «Ό,τι θέλετε». «Το ’97 παίζεται το σενάριο;». Λέω: «Ναι». «Το ’97, εκεί στην Ασκληπιού»… λέω τώρα στην τύχη μία οδό τώρα, για να το κάνω να φαίνεται συγκεκριμένο. «Σ’ εκείνο το σημείο, στο 56, δεν έχει τρύπα στο φράχτη, γιατί δεν έχει φράχτη. Έχει τοιχίο». Και λέω: «Πού το ξέρετε εσείς;». Και λέει: «Για ένα χρόνο, εκείνη την περίοδο, έμενα απέναντι». Λέω: «Τώρα, σοβαρά μιλάτε;». Μου λέει: «Ναι!». Δηλαδή, πέσαμε απ’ το Λευκό Πύργο και σταθήκαμε όρθιοι στην περίπτωση της τέτοιας, δηλαδή δεν μπορεί να γίνει αυτό. Ήτανε για ένα χρόνο σ’ εκείνο τον αριθμό, που η επιλογή του αριθμού ήταν τυχαία, δηλαδή είπα μέσα μου «Ασκληπιού όχι 18. 56, ρε παιδί μου. Εντάξει». Και στο 56 έμενε η κυρία. Και η κυρία ήταν Θεσσαλονικιά και η κυρία εκείνη, για 1 χρόνο, έμεινε στην Αθήνα, στη Νέα Σμύρνη, απέναντι από το άλσος, δηλαδή δεν γίνονται αυτά πραγματικά. Ήτανε η σύμπτωση των συμπτώσεων. Εκείνο, φυσικά, το διασκεδάσαμε. Γέλασαν όλοι από κάτω. Λέμε: «Δεν είναι δυνατόν». Αφού νόμιζαν, στην αρχή, ότι το κάναμε επίτηδες, για να γελάσουμε. Και διαβεβαίωνε τον κόσμο: «Όχι, όχι. Έμενα εκεί». Αυτή η κυρία, η οποία ήταν από τις ένθερμες υποστηρίκτριες των Βραδιών Μυστηρίου, ήρθε σε όλες. Και μετά, συνέχισε και τα συζητούσαμε στα διαλείμματα, έτσι; Τα θυμόμασταν και γελούσαμε. Λέγαμε: «Τι απίστευτη ιστορία». Ήταν απ’ τις απίστευτες που είχαν συμβεί. Αυτά για τις βραδιές. Έτσι… χονδρικά. Τα σενάρια μας ήτανε δύο θεματικά. Ήτανε ένα το οποίο είχε γίνει σε νορβηγική ατμόσφαιρα, δηλαδή, ουσιαστικά, ήταν στο Όσλο, θέλοντας έτσι να θυμίσουμε σε κάποιους, χωρίς να χρησιμοποιούμε ονόματα και διευθύνσεις από τη μυθοπλασία γνωστών συγγραφέων, αλλά το Όσλο κι από μόνο του, ας πούμε, θυμίζει κάποιους γνωστούς συγγραφείς. Μία άλλη ήταν αφιερωμένη στο αμερικάνικο νουάρ, αυτά που σου ‘χα πει με το πιστόλι, που είχα αγοράσει γι’ αυτό το λόγο. Πολλές ελληνικές. Ελληνικές σε διαφορετικές περιόδους, όχι μόνο… πάντα, διαλέγαμε και διαλέγουμε ιστορίες οι οποίες να μην έχουν μοντέρνα τεχνολογία. Δεν θέλω… και τα παιδιά συμφωνούσαν μαζί μου και έτσι έγινε στο σχεδιασμό. Δεν θέλαμε CSI. Θέλαμε κάτι που να μπορεί ο άλλος με το μυαλό του να το λύσει. Δεν θέλαμε αναλυτική λίστα σαράντα σελίδων με τηλέφωνα, σελίδων Internet που επισκέφτηκε κάποιος ή τι έκανε στο κινητό του. Αυτό, για μένα, είναι πάρα πολύ εύκολο. Βεβαίως και υπάρχουν και μοντέρνα εγκλήματα τα οποία και αυτά η μοντέρνα έρευνα δεν φτάνει, αλλά όχι. Εμείς το θέλαμε αναλογικό, πατροπαράδοτο, όσο γινόταν. Το θέλαμε ευφυές από την πλευρά του ερευνητή και φυσικά εκτιμήθηκε πολύ αυτό, το ότι ήταν ευφυές.
Βλέπω τον ενθουσιασμό σας! Θέλω να μου πείτε εσείς πώς συμμετείχατε ακριβώς σε αυτές τις Βραδιές.
Εγώ είχα διπλό ρόλο. Μάλιστα, το έλεγα και στον κόσμο από κάτω. Τους έλεγα: «Κυρίες και κύριοι, έχω διπλό ρόλο». Από κάποια στιγμή και μετά ήταν τυφλοσούρτης αυτό. Το είχα πει τόσες πολλές φορές... ο ρόλος μου, πρώτον, είναι ο άνθρωπος που συντονίζει την εκδήλωση, δηλαδή εγώ παρουσιάζω το οπτικοακουστικό υλικό, εγώ ρίχνω τις διαφάνειες στον υπολογιστή, εγώ επαναλαμβάνω βίντεο ή ηχητικό, αν τυχόν χρειαστούν οι ερευνητές από κάτω. Μου λένε: «Σας παρακαλώ παίξτε το άλλη μία φορά». «Ναι, ευχαρίστως». Εγώ έκανα τα πάντα επάνω. Ήμουν ο χειριστής του υπολογιστή, ήμουνα ο παρουσιαστής, ήμουνα ο εμψυχωτής. Ήμουνα και ο άνθρωπος ο οποίος έπαιρνε όλες τις ερωτήσεις της έρευνας. Πώς; Με το δεύτερο ρόλο μου. Εγώ, εντός παιχνιδιού… εκτός παιχνιδιού [01:30:00]ήμουν ο παρουσιαστής. Εντάξει; Και όλα τα τεχνικά ζητήματα και τα θέματα λειτουργίας του παιχνιδιού: ενότητα, διάλειμμα, στον υπολογιστή τι θέλετε να δείτε και τα λοιπά και τα λοιπά. Ο δεύτερος ρόλος μου ήμουνα το «Παιδί». Η έκφραση «Παιδί» έχει μείνει στις Βραδιές Μυστηρίου. «Που σαι, παιδί;». Εγώ ήμουν ο υπαστυνόμος. Οι παίκτες ήταν αστυνόμοι. Αυτό σημαίνει ότι, ως υφιστάμενος, δεχόμουν οδηγίες-εντολές. Οπότε, είχε μείνει, διασκεδάζοντας με την έκφραση «Που ‘σαι, παιδί; Αποτυπώματα σ’ εκείνη τη γωνιά!». «Ναι, μάλιστα». Το σημείωνα εγώ. «Παιδί, να δούμε, αν τυχόν, οι γονείς του έχουν φύγει στη Γερμανία, όπως όντως λέει και να μας επιβεβαιώσει εισιτήριο, ημερομηνία και τα λοιπά». «Ναι. Μάλιστα», εγώ. Άρα, ήταν διπλός ο ρόλος μου. Ήμουνα εντός παιχνιδιού ο υπαστυνόμος και εκτός παιχνιδιού ένας άνθρωπος ο οποίος έτρεχε το παιχνίδι. Εντάξει; Παρουσίαση και δικηγόρος, εντός εισαγωγικών, των κανόνων, των ελάχιστων κανόνων που είχε το παιχνίδι.
Ενότητα 5
Η πιο αξιομνημόνευτη Βραδιά Μυστηρίου, οι καλύτερες στιγμές και η ερώτηση που θα μείνει στην ιστορία
01:31:01 - 01:47:36
Κάποια συγκεκριμένη Βραδιά Μυστηρίου που σας έχει μείνει για κάποιο πολύ συγκεκριμένο λόγο;
Ναι. Έχει. Ναι. Είναι το αμερικανικό νουάρ. Ήτανε “Till death do us part”. Είναι η ιστορία… είναι η ατάκα η οποία πέφτει, έτσι κι αλλιώς και… είναι και επίσημη ατάκα δηλαδή, η οποία μπορεί να ακουστεί και σ’ έναν γάμο. «Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος». Και ήταν, όντως, μία ιστορία η οποία ήταν πάρα πολύ περίεργη. Την είχαμε σχεδιάσει πάρα πολύ έξυπνα. Είχαμε επιμείνει πάρα πολύ. Επειδή ήταν θεματικό, φοβόμασταν μην πέσουμε σε ατοπήματα και αρχίσουμε να λέμε πράγματα για την Αμερική, το 1935, που δεν ισχύουν. Είχαμε τότε μαζί μας μία φοβερή ομάδα. Θα πω ονόματα, γιατί αξίζει τα παιδιά να ακουστούν. Είναι πάρα πολύ σημαντικό. Και η προσφορά τους και στις Βραδιές, αλλά και σε όλη τη "Gamecraft". Κατά σειρά ήταν: ο Άλκης ο Χατζόπουλος, ο Μανόλης Γκουργκούτας, η Λένα Καραβαγγέλη, η Νικολίνα Χατζηπανταζή, ο Κώστας ο Θεοδοσόπουλος και στο κομμάτι του αμερικάνικου νουάρ, σ’ εκείνο το σενάριο, ο Μπάμπης Γιαννιός, ο οποίος είναι και σχεδιαστής επιτραπέζιων. Είναι, γενικά, δηλαδή game designer και τα λοιπά. Σε πάρα πολλά πεδία και παιχνίδια ρόλων παίζει και γενικά σε τέτοιου είδους project συμμετέχει. Και ο Chris… δεν μπορώ να θυμηθώ το επίθετο του τώρα, ο οποίος ήταν κι αυτός μαζί μας, σαν γραφίστας και σαν καλλιτέχνης, με καταπληκτική δουλειά, που υποστήριξε και μας βοηθούσε και στη ροή, γιατί εκείνο ήταν πολύ μεγάλο παιχνίδι. Είχαμε πέντε μάρτυρες και είχαμε αλλαγή, συνεχώς, σκηνικού. Εγώ μιλούσα συνεχώς. Οι έρευνες έπεφταν βροχή. Οπότε, ήθελα κάποιον να χειρίζεται τον υπολογιστή, για να ρίχνει τις διαφάνειες, ενώ σε όλα τα υπόλοιπα μπορούσα να τα καταφέρω. Εκείνο ήταν πραγματικά φοβερό. Ήταν Δεκέμβριος του 2012. Είχαν γίνει τρία παιχνίδια και είχαμε σπάσει κάθε ρεκόρ, γιατί στο πατάρι δεν χωρούσαν παραπάνω. Μας έλεγε το «Οξυγόνο» ότι «Είμαστε για 30 με 35 άτομα» κι εμείς, κάποια στιγμή, στο πρώτο παιχνίδι 42, στο δεύτερο 44 και στο τρίτο 45 άτομα, δηλαδή σπάσαμε τα κοντέρ. Φτάσαμε 130 ανθρώπους σε τρεις συναντήσεις. Ευτυχώς, ήταν Δεκέμβριος και είχε κρύο, με την έννοια του ότι αερίζαμε και λίγο, γιατί καλοκαίρι θα ήταν αποπνικτική η ατμόσφαιρα, όπως καταλαβαίνεις. Βεβαίως, δούλευαν τα κλιματιστικά. Δούλευε η θέρμανση τον Δεκέμβριο, ναι, αλλά πάρα πολύ σφιχτά. Ο ένας δίπλα στον άλλον. Ευτυχώς, εμείς ήμασταν στο κομμάτι που ήταν κάπως πιο άνετα, της υλοποίησης του παιχνιδιού. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, τη σκηνή στην οποία ο Μπάμπης παίζει τον Μπίλι, αν θυμάμαι καλά, ο οποίος είχε προβλήματα στην αντίληψη, ο ρόλος του. Καταπληκτικός ρόλος. Έχουμε βάλει εμβόλιμα και ένα σταυρό, ο οποίος καίγεται. Κου Κλουξ Κλαν. Έχει πέσει το υπονοούμενο το ρατσιστικό. Έχει πέσει ένα υπονοούμενο, που έχει να κάνει με τις σχέσεις ανδρών-γυναικών και πάει λέγοντας. Εμείς έχουμε προσπαθήσει να το δουλέψουμε, όσο μπορούμε, για να είμαστε αποδεχτοί, έτσι; Έχουμε μία σκηνή στην οποία υπάρχει έρωτας -δεν αποκαλύπτεται- ανάμεσα σε δύο κοπέλες. Το δέχεται ο κόσμος από κάτω και λειτουργεί αμέσως. Το καταλαβαίνει και το ασπάζεται, έτσι; Υπάρχει σημείο στο οποίο υπάρχει μανία από έναν ήρωα έναντι της μιας κοπέλας και υπάρχει και μία σκηνή στην οποία εμφανίζεται ο Μπίλι… ήτανε καταπληκτικό τότε το performance των παιδιών. Καταπληκτικό, δηλαδή εγώ είχα μείνει… είναι η σκηνή στην οποία είμαι ντυμένος με πουκάμισο και ειδικό ζωστήρα για το πιστόλι. Τώρα, τι να λέμε; Βγάζω το πιστόλι. Το δίνω στον κόσμο. Κρατάνε τα κιλά του και λένε: «Τι είναι αυτό το πράγμα;». Είναι σκηνή στην οποία ο Μπίλι, όταν καταλαβαίνει ότι έχει πεθάνει η μία η κοπέλα, με την οποία είχε παράφορα ερωτευμένος, αλλά δεν μπορούσε να της το δείξει, εξ αιτίας το ότι είχε αυτό το πρόβλημα στη συμπεριφορά, ουρλιάζει και φωνάζει: «Όχι!». Σηκώνεται και κάνει μία πράξη υποκριτικής η οποία πιστεύω ότι θα τη ζήλευαν και μοντέρνοι ηθοποιοί, φτασμένοι, στην οποία, πραγματικά, χειροκροτεί ο κόσμος. Όταν σηκώνεται, καταλαβαίνει. Αλλάζει το ύφος του, τα μάτια του βουρκώνουν, γουρλώνουν, ουρλιάζει κι εγώ τον αγκαλιάζω, για να τον κοπάσω. Πραγματικά, βγαίνω φωτογραφίες εκείνη τη στιγμή, απ’ τον κόσμο από κάτω με τα κινητά τους. Έχουμε μείνει άναυδοι. Εμφανίζεται ο Μανώλης ο Γκουργκούτας, ο οποίος είναι, με βάση την παλιά κουλτούρα, του Shadow, ενός χαρακτήρα, δηλαδή, της σκιάς και άλλων περιπτώσεων στην μυθοπλασία των παλαιών αμερικανικών pulps, ένας ήρωας ο οποίος είναι… το πρόσωπό του δεν φαίνεται. Είναι γεμάτο γάζες. Σαν να είναι καμένος ολόκληρος, το οποίο είναι κόλπο, σεναριακό, αλλά το έχουμε κάνει και στην πραγματικότητα. Του έχω δώσει εγώ επενδύτη του αμερικανικού ναυτικού, που έχω εγώ στην κατοχή μου, έτσι; Και του το δίνω εγώ, σαν Αλέκος στον Μανώλη. Ο Μανώλης φοράει τον επενδύτη, σκούφο αμερικάνικο, μαύρο παντελόνι, μπότες και είναι και όλο το πρόσωπο. Δεν διακρίνεται ότι είναι ο Μανώλης Γκουργκούτας. Και όλο το πρόσωπό του είναι τυλιγμένο σε γάζες και εμφανίζεται από το σκοτεινό δωμάτιο που σου είχα πει νωρίτερα, που ήταν κρυμμένοι όλοι. Τον βλέπουν 45 άτομα και χτυπιούνται. Λένε: «Τι είναι αυτό;». Εκεί, πραγματικά, επειδή είναι θεματικό και έχουμε ντύσιμο, πραγματικά το ντύσιμο αποδίδει. Ήτανε συγκλονιστικές οι σκηνές. Κάθεται στην καρέκλα απέναντί τους και διακρίνω ένα μούδιασμα. Δεν μπορούν να ξεκινήσουν να τον ρωτάνε, γιατί είναι ακόμα εντυπωσιασμένοι και τον κοιτάνε. Δεν μπορούν να φανταστούν ότι απέναντί τους κάθεται ένα τέτοιο στήσιμο χαρακτήρα. Ο Μπάμπης, νωρίτερα, έχει τινάξει τα πάντα στον αέρα με τον τρόπο που λειτουργεί. Η Νικολίνα η Χατζηπανταζή καταπληκτική, ο Κώστας Θεοδοσόπουλος, ο οποίος είναι ένας πρώην στρατιωτικός, αν θυμάμαι καλά, ο οποίος είναι ο γείτονας, ως φάρμα, σε μία κατάσταση λίγο αγροτική στην Πολιτεία του Μιζούρι. Χαμός. Επίτηδες επιλεγμένη η Πολιτεία του Μιζούρι, γιατί πολύ υψηλά ποσοστά Κου Κλουξ Κλαν. Και εκείνη την εποχή, αλλά ακόμη και σήμερα. Κοντινή απόσταση από το Kansas City, το οποίο είναι στο Μιζούρι. Κοντινή απόσταση και από το Saint Louis. Από κει είμαι εγώ, ως αστυνόμος, ως «Παιδί», στην αντίστοιχη αμερικάνικη πραγματικότητα και Αστυνομία. Εγώ είμαι πρώην αστυνομικός του Σαιν Λούις, ο οποίος ήρθε στη μικρή πόλη, να αστυνομεύσει και πέφτει σε μία υπόθεση εγκλήματος, η οποία είναι φοβερή και τρομερή και δεν… δηλαδή, προσπαθώ να την αντιμετωπίσω, αλλά υπάρχουν και ερευνητές οι οποίοι έρχονται από τη μεγάλη πόλη, γιατί, προφανώς, ο τοπικός σερίφης δεν μπορεί να τα καταφέρει. Δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει βασικά. Δεν καταλαβαίνει. Εξαιρετική δουλειά από τον Chris. Εξαιρετική δουλειά από τα παιδιά οι οποίοι έκαναν performance. Χειροκροτήθηκε πάρα πολύ η συγκεκριμένη Βραδιά Μυστηρίου. Είχαμε κάνει κι ένα βιντεάκι, θυμάμαι χαρακτηριστικά. Το είχαμε παρουσιάσει. Καλά, οι άνθρωποι του «Μεταίχμιο» κάθε φορά μας έλεγαν… θυμάμαι ότι… εντάξει τώρα. Αν δεν ευλογήσουμε και τα γένια μας, αν δεν παινέψεις το σπίτι σου… μας λένε ακόμα και σήμερα ότι δεν βρίσκουνε ομάδα, η οποία να κάνει αυτό που κάναμε εμείς τόσο καλά, τόσο αποτελεσματικά. Είμαι σίγουρος ότι δημιουργικά υπάρχουν πάρα πολλές ομάδες οι οποίες κάνουν φοβερές δουλειές. Δεν διαφωνώ και δεν εννοώ και τίποτα με αυτό εδώ, αλλά παινεύω το σπίτι μου. Το έχουμε κατοχυρώσει αυτό. Και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε δικηγόρο στην ελληνική πραγματικότητα και το παρουσιάσαμε και σ’ ένα συνέδριο. Και το Σεπτέμβριο και σε δεύτερο. Το Σεπτέμβριο που μας έρχεται εννοώ. Όχι. Δεν το αφήσαμε να περάσει έτσι. Ήταν πάρα πολύ καλό πρότζεκτ. Και, φυσικά, κάθε φορά που επανέρχεται η κουβέντα για τις Βραδιές Μυστηρίου όλοι μας λένε: «Πότε θα κάνετε; Πότε θα κάνετε; Πρέπει να ξανακάνετε!». Τους λέμε: «Παιδιά, πονάνε τα κόκκαλα μας. Γεράσαμε». «Έλα τώρα, δεν… αυτά είναι ανοησίες. Πότε θα κάνετε; Βάλτε και νέο κόσμο μέσα. Μπολιάστε την ομάδα με φανατισμένους role-players, οι οποίοι θέλουν να κάνουν αστυνομικό μυστήριο». Κάναμε τη διαφορά. Υπήρχαν πάρα πολλές ομάδες οι οποίες έπαιζαν Murder Mysteries. Και ομάδες οι οποίες έκαναν και καταπληκτική δουλειά και στο dress code, οι οποίες ακολούθησαν την "Gamecraft" σ’ αυτό το παιχνίδι, έτσι; Υπήρχαν και ομάδες οι οποίες είναι πριν την "Gamecraft", οι οποίες έκαναν 1-2. Murder Mystery, όμως. Όχι role-playing Murder Mystery. Όχι «Παίξτε απ’ το πρώτο δευτερόλεπτο όπως αγαπάτε εσείς». Όχι μία θεατρική παράσταση την οποία την ανοίγω σε ένα ποσοστό, ούτως ώστε να φανεί διαδραστική, που είναι βασικά. Δεν είναι παγίδα. Είναι, αλλά αυτό το 100% μη γραμμικό και 100% ανοιχτό, το οποίο ακούγεται και φαντάζει πονοκέφαλος… αυτό το πράγμα το κάναμε εμείς.
Θυμάστε, ως «Παιδί», ποια είναι η πιο αξιομνημόνευτη ερώτηση που ακούσατε ποτέ; Για οποιαδήποτε λόγο.
[01:40:00]Η πιο αξιομνημόνευτες ερώτηση… ως παιδί; Κάποια στιγμή… ο πατέρας μου, διαρκώς, με παρακολουθούσε, για να καταλάβει τις κλίσεις μου, ούτως ώστε να μπορεί να ανταπεξέλθει σε αυτές, να βοηθήσει, να υποστηρίξει, να ενισχύσει. Λοιπόν, κάποια στιγμή με έβλεπε να διαβάζω συνεχώς και να βλέπω και τηλεόραση. Εντάξει, η τηλεόραση, τότε, ήτανε τα κρατικά κανάλια μόνο. Μιλάω τότε, γιατί είπες παιδί, έτσι-
Ως «Παιδί»… συγνώμη. Εννοούσα ως «Παιδί» στις Βραδιές Μυστηρίου.
Στις Βραδιές Μυστηρίου! O.K. Το αλλάζουμε τότε. Ως παιδί στη Βραδιά… αξιομνημόνευτη ερώτηση που μου έκαναν εμένα;
Ή εντολή.
Όχι. Ήταν ερώτηση, αλλά ήτανε πολύ συγκεκριμένη. Παίζουμε και… τώρα, το λέω. Δεν το είχαμε πει τότε. Τώρα το λέω. Είχαμε βάλει και μία κερκόπορτα στο σενάριο. Τι εννοώ κερκόπορτα; Υπήρχε υποψία, την οποία εμείς την αφήσαμε να κυκλοφορεί, δεν τη χαιρετίσαμε ή δεν την ευνοήσαμε, αλλά την αφήσαμε να υπάρχει. Δεν την αρνηθήκαμε κιόλας. Δεν την διαψεύσαμε κιόλας ότι υπάρχει περίπτωση να εμπλέκομαι και εγώ. Ως «Παιδί», όμως, προφανώς, γιατί ο άλλος, ο παρουσιαστής είναι κάτι άλλο. Είναι εκτός παιχνιδιού. Αλλά, επειδή αυτό το πράγμα θα ‘ταν πρωτόγνωρο, δεν θέλαμε να το κάνουμε να είναι κραυγαλέο, αλλά, χρησιμοποιώντας το δαιμόνιο το ερευνητικό των παικτών, κάποιος μπορεί να ‘φτανε σε μία τέτοια ερώτηση. Οπότε, τι κάναμε; Όταν κάναμε το σχεδιασμό είπαμε: «Μήπως να γράψουμε και κείμενο για μένα; Και ας μην το χρησιμοποιήσω ποτέ», δηλαδή είναι το λεγόμενο “plan B”. Αν χρειαστεί να κάνουμε “plan B”, θα κάνουμε “plan B”. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι το πλάνο αυτό ήταν στο “Biscotto”, στον πολυχώρο “Biscotto”. Ήτανε η περιπέτεια “Pied-Noir”, τα «Μαύρα Πόδια». Αυτό είναι μία ιστορία. Σαν ατάκα τη χρησιμοποιούν οι Γάλλοι. Αυτό είναι γαλλικό νουάρ. Φοβερό σενάριο επίσης. Θεματικό εννοώ. Μαζί με το αμερικανικό και αυτό πάρα πολύ σημαντικό, το γαλλικό. Το “Pied-Noir” είναι η δήλωση του Γάλλου, ο οποίος δεν έχει γεννηθεί στη Γαλλία. Είναι Γάλλος, αλλά έχει γεννηθεί στην Αλγερία. Έχει μεγαλώσει εκεί και έρχεται, μετά, στη Γαλλία. Προσέξτε! Δεν μιλάμε για χρώμα δέρματος, γαλάζια μάτια. Ας πούμε ότι αυτά είναι δεδομένα. Αν, όμως, αυτός είναι από μία γαλλική οικογένεια ενός Γάλλου λευκού, γιατί δεν είναι μόνο αυτοί οι Γάλλοι και πάει στην Αλγερία για τον Α ή Β λόγο, γιατί είναι δημόσιος λειτουργός, γιατί είναι οτιδήποτε … έχει μία ευκαιρία, μία δουλειά εκεί και ξαναγυρίζει στη Γαλλία, αλλά το παιδί του έχει γεννηθεί εκεί, το παιδί του είναι “Pied-Noir”, μαυροπόδαρος. Αυτό είναι τώρα… μιλάμε για σενάρια του 1950, του 1960… για τέτοια σενάρια μιλάμε. Όταν το φτιάξαμε αυτό, λέμε: «Μήπως να κάνουμε…» γιατί, θυμάμαι χαρακτηριστικά, είχαμε τέσσερεις υπόπτους και θέλαμε να εμπλουτίσουμε. Να ‘χουμε κι ένα πέμπτο. Λέμε ότι τραβάει. Μπορούμε, δηλαδή, να το πάμε… να πω και κάτι που είναι πολύ σημαντικό σαν παρένθεση. Οι Βραδιές Μυστηρίου διαρκούσαν 4 ώρες ελάχιστο. Με διάλειμμα βεβαίως. Και διαλείμματα 2 πολλές φορές. Ελάχιστο 4 ώρες. Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, όταν έφτανε η ώρα για να βγάλουμε και πέμπτο μάρτυρα, υπήρχε χρόνος, για να τον απορροφήσουμε και αυτόν. Και λέω: «Παιδιά, εντάξει. Το ετοιμάζω για μένα το κείμενο» και το ετοίμασα. Και ανεβαίνω πάνω στο “Biscotto”, το οποίο έχει σκηνή θεατρική, η οποία είναι πιο ψηλά από τους θεατές. Ανεβαίνω πάνω, να παίξουμε και τα λοιπά. Έχουμε από κάτω κόσμο. Χαμός. Φωνάζουν: «Όχι αυτό. Όχι εκείνο» και έχει μία νεαρή κοπέλα, με γυαλάκι, η οποία είναι ήσυχη, αλλά το καταλαβαίνω, από όσο μπορώ να διαχειριστώ τώρα, να ζυγίσω χαρακτήρα, όταν έχω τα χέρια μου γεμάτα και παίζω ασταμάτητα το παιχνίδι, ότι είναι φοβερά εγκεφαλική. Αυτό είναι το συμπέρασμά μου. Δεν δίνω σημασία, βέβαια, γιατί εγώ πρέπει να προασπίσω την ποιότητα του παιχνιδιού και τη συνέχεια και τα λοιπά. Και κάποια στιγμή, σε μία οχλαγωγία ενθουσιασμού, γιατί δεν το επιτρέπουμε να πάει το παιχνίδι σε τέτοιο επίπεδο, σε μία οχλαγωγία, γιατί όλοι θέλαν να κάνουν ερώτηση και όλοι θέλαν να κάνουν μία συγκεκριμένη ερώτηση, βλέπω αυτήν, μετά από τουλάχιστον 2 ώρες παιχνιδιού, να σηκώνει, δειλά-δειλά, το χέρι. Για πρώτη φορά! Και κάνω με τα χέρια μία “STOP” σε όλους, να παύσουν και λέω: «Εσύ θα ρωτήσεις!», της κάνω μία και τη δείχνω. Είναι αυτό που λέγαμε ότι ο εμψυχωτής μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να ενισχύσει το μείγμα το ποιοτικό της ομάδας, βάζοντας ανθρώπους οι οποίοι δεν μιλάνε, γιατί δεν τολμούν στην αρχή. «Μίλα», της λέω. «Κάνε ερώτηση!». Και κάνει μία ερώτηση η οποία πέφτει βούτυρο στο ψωμί μας. Κοιτάω τα παιδιά, γιατί στο “Biscotto” δεν είναι σε σκοτεινό δωμάτιο. Τα παιδιά είναι δίπλα μου στις καρέκλες. Κοιτάω τα παιδιά και του στυλ ότι έπιασε. Plan B! Γυρίζει και λέει: «Έχω την εντύπωση, απ’ αυτό το στοιχείο…» και μιλάει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο, έτσι πολύ κοριτσίστικο και γλυκό και τα λοιπά «…ότι όσο ύποπτος είναι ο τάδε, είστε και εσείς». Η κίνησή μου… γυρίζει προς όλους και απευθύνεται σε μένα: «Μήπως είστε προετοιμασμένος, για να μας απαντήσετε σε μερικές ερωτήσεις;». Αυτή, όμως, δεν το περίμενε και της λέω… παίρνω την καρέκλα και της λέω: «Ρώτα!». Ήτανε η πιο ωραία… έτσι πώς να το πω; Η πιο ωραία στιγμή στην οποία παρακάμψαμε το σενάριο, αλλά, ευτυχώς, ήμασταν προετοιμασμένοι εμείς. Ευτυχώς. Της λέω: «Ρώτα!». Κοιτάν όλοι από κάτω. Σου λέει: «Τι να τον ρωτήσω;». Και αρχίζει και ρωτάει αυτή. Αυτό! Εκείνο! Και δίνω απαντήσεις εγώ. Ευτυχώς, ο τρόπος με τον οποίο είχαμε το σενάριο με έβγαζε πέρα από κάθε υποψία, αλλά ήτανε μία ευχάριστη νότα 10 λεπτών περίπου. Ήταν γύρω στα 8 με 10 λεπτά, στα οποία κάθισα σε μία καρέκλα, με τη λάμπα να με χτυπάει, τον κόσμο από κάτω να με σφυροκοπάει… με ρώτησαν κιόλας. «Και τον συντονιστή ποιος θα κάνει;». Λέω: «Πάλι εγώ. Μη στεναχωριέστε». «Δηλαδή, ποιος θα λέει: “Ρώτα εσύ. Ρώτα εσύ”;». Λέω: «Πάλι εγώ». Και το κάναμε. Και βγήκε. Ήταν η ερώτηση η οποία, πρώτον, με αιφνιδίασε, στο χρόνο που έγινε, από το πρόσωπο που έγινε, αλλά την είχαμε… σαν σενάριο το είχαμε προετοιμάσει.
Από όλες αυτές τις Βραδιές Μυστηρίου η καλύτερη δική σας στιγμή;
Θα έλεγα οι σκηνές στο αμερικάνικο νουάρ, γιατί ήταν αυτό. Αγκάλιασα τον Μπάμπη. Την ώρα που ούρλιαζε ως Billy «Όχι!» ή οι σκηνές στις οποίες άνοιξα ζωντανά το όπλο και τράβηξα πίσω, για να πεταχτεί και καλά η σφαίρα από τη θαλάμη. Τράβηξα πίσω για να το οπλίσω το όπλο, πέταξα έξω τη γεμιστήρα, γύρισα την ασφάλεια… επίσης, όταν ανέβαινε ο Κώστας ο Θεοδοσόπουλος επάνω και το έπαιζε στρατηγός με γνώση όπλων και τα λοιπά. Κάποιες αντεγκλήσεις ανάμεσα σε μένα και σ’ αυτόν, γιατί αυτός ως στρατιωτικός θεωρούσε τους αστυνομικούς άχρηστους. Ήταν οι βραδιές… εκείνες οι τρεις βραδιές με την πιο, έτσι, πετυχημένη υποκριτική από τη δική μας την πλευρά, την πιο απαιτητική εμψύχωση, αλλά και το πιο εντυπωσιακό συναίσθημα στο τέλος. Επιβράβευσης και επιτυχίας ας πούμε. Ναι. Εκείνες οι τρεις συνεδρίες του αμερικανικού νουάρ στις Βραδιές Μυστηρίου ήτανε, για μένα, οι καλύτερες. Χωρίς να σημαίνει ότι υστερούν και οι υπόλοιπες, αλλά επειδή μου είπες: «Η καλύτερη». Ναι, αν υπήρχε καλύτερη, έτσι… οριστικά βαθμολογία ψηλότερη θα ήταν αυτή.
Θα μας πάω λίγο πιο πίσω στην κουβέντα-
Φυσικά.
Ήθελα να ρωτήσω. Οι πρώτες εικόνες που θυμάστε από την πρώτη μέρα στο Βυζαντινό Μουσείο, όταν ξεκίνησε πρώτη φορά το όλο αυτό πρότζεκτ, ποιες ήτανε;
Δεν ξέραμε το χώρο. Σεπτέμβριος του 2007. 23 του μηνός νομίζω; Ήταν Ευρωπαϊκές Ημέρες Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Νομίζω ήταν, πάντα, τελευταία εβδομάδα του Σεπτέμβρη και είναι ακόμα. Έτσι κι αλλιώς, συνεχίζονται. Τελευταία εβδομάδα του Σεπτέμβρη. Νομίζω ήταν 23 του μηνός εκείνη τη χρονιά. Πήγαμε από τις 07:30 το πρωί. Θυμάμαι τον εαυτό μου υπεραγχωμένο. Κουβαλούσαμε έντυπα, καρτελάκια. Δεν μπορείς να φανταστείς για τι οργασμό και τι κινητικότητα και τι τρέξιμο και τα λοιπά. Έπρεπε ν’ αποκτήσουμε ένα συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας. Πώς οργανώνουμε την ομάδα; Πώς την καλωσορίζουμε; Πώς εντάσσουμε τον 1, τους 2, τους 3, που είναι παρεάκι, σε μία ομάδα μεγαλύτερη, 15-20 ατόμων, οι οποίοι θα έμπαιναν μέσα, για να παίξουνε, γιατί δεν βάζαμε 1-1. Δεν έμπαιναν 2-2, όπως καταλαβαίνεις. Πολλοί περισσότεροι. Πώς τους μιλούσαμε; Και μαλακώναμε, σιγά-σιγά, τον τρόπο με τον οποίον… μάλλον, τις απαιτήσεις τους ή αυτό το οποίο ανέμεναν; Πώς απαντούσαμε τις ερωτήσεις τους; «Δηλαδή, εμείς τώρα τι πρέπει να κάνουμε;». Πόσες φορές το ακούσουμε αυτό. «Δηλαδή, αν εμείς απαντήσουμε αυτό, είναι καλό ή κακό τώρα; Ή θα χαλάσουμε…». Δεν θέλανε να μας το χαλάσουν οι άνθρωποι, έτσι; «Όχι! Ό,τι θέλετε κάνετε!», τους λέγαμε χαρακτηριστικά. «Ό,τι θέλετε». «Ό,τι θέλουμε; Καλά. Κι εσείς πώς ξέρετε να απαντήσετε σε όλα;». Mας ρώτησε μία κυρία, που ήταν και λίγο ηλικιωμένη. «Πώς μπορείτε να απαντήσετε;». Λέμε: «Τι στεναχωριέστε εσείς; Εμείς θα το επιχειρήσουμε. Μπορεί να βγει μπορεί και να μη βγει». «Καλά, δεν θα σας ζορίσω εγώ». Εμείς λέγαμε: «Ευχαριστούμε». «Δεν θα σας γνωρίσω, αλλά μου κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση. Αν σας κάνω πολλές ερωτήσεις;». Λέμε: «Θα περιμένουμε να το δούμε». Άγχος, γιατί όλοι το πήγαν πάρα πολύ υπεύθυνα. Ήμασταν αρκετά μικρότεροι και δεν ήταν ότι δεν είχαμε ξαναπροσπαθήσει μπροστά σε κόσμο να κάνουμε πράγματα, αλλά ήταν κάτι διαφορετικό αυτό. Ήταν υπό την αιγίδα μιας πολύ σημαντικής πολιτιστικής μονάδας της Θεσσαλονίκης. Θεωρείται απ’ τα κορυφαία μουσεία, αν όχι το κορυφαίο. Δεν ξέρω τώρα. Αυτά είναι μία άλλη κουβέντα. Μία [01:50:00]τέτοια εκδήλωση, με τέτοια μαζικότητα που θέλαμε να έχει και ένα project το οποίο ήτανε μία θεματολογία που δεν την ήξερε ο πολύς ο κόσμος, μιλάμε για στοίχημα, τεράστιο, που έπρεπε να κερδηθεί Εμείς ερασιτέχνες ήμασταν. Αν θέλεις, ακόμα χειρότερα, ημι-ερασιτέχνες ήμασταν. Ποιος είναι επαγγελματίας role-player; Τώρα, βλέπω στο YouTube, ας πούμε, ο άλλος κάνει συνεδρία, την οποία την υποστηρίζει με εντυπωσιακό ήχο, έχει τη δική του μουσική, έχει τρεις κάμερες, από τις οποίες αλλάζει την οπτική του. Ωραία πράγματα. Πολύ ωραία πράγματα. Λοιπόν, τότε, με μεράκι, επίθεση. Δεν είναι ότι δεν είχαμε και μέσα. Εντάξει. Τώρα, μην το κάνουμε λες και μόλις βγήκαμε από ένα πόλεμο και ήμασταν, ας πούμε, εξαθλιωμένοι. Όχι. Ίσα-ίσα. Αλλά δεν ξέραμε πώς να τα χρησιμοποιήσουμε. Αυτό ήταν. Δεν ήταν κάτι άλλο. Όλοι διαβασμένοι στη λογοτεχνία του φανταστικού και λάτρεις της ιστορίας οι περισσότεροι και η βυζαντινή ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρουσα, η συγκεκριμένη που παίξαμε. Μάλιστα, είχε χαθεί, νομίζω, μία πόρτα του Αγίου Δημητρίου. Πόρπη, που μπαίνει στο ρούχο, έτσι; Τέτοιο πράγμα. Προφανώς, χρυσή. Και έτσι, ξεκίνησε και μετά χόντρυνε το σενάριο. Να σου πω ότι στο Βυζαντινό έχουμε παίξει άπειρες περιπέτειες… όχι. Το άπειρες είναι, ίσως, υπερβολικό. Δέκα ήτανε, αλλά άπειρες φορές με ομάδες. Δώσαμε ένα χαρακτήρα Indiana Jones στην ιστορία, δηλαδή η ομάδα έτρεχε, πηδούσε από ψηλό σημείο, προσπαθούσε να βοηθήσει ο ένας τον άλλον, για να σκαρφαλώσουν, πράγματα τα οποία δεν είχαν μπροστά τους το εμπόδιο, αλλά το έκαναν. Το ζούσαν. Το έβλεπες στα μάτια τους. Το πρωί εκείνο ήταν το ξεκίνημα ενός πανέμορφου ταξιδιού, που διαρκεί ακόμα και σήμερα, στο οποίο εντάχθηκαν πολλοί και όλοι έδωσαν και την ψυχή τους. Άνθρωποι οι οποίοι, μετά, δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν, αλλά παρακολουθούσαν από κοντά. Καινούργιοι που μπήκαν. Σου λέω: τα ονόματα είναι πολλά. Και στις Βραδιές Μυστηρίου, αλλά και στο Βυζαντινό. Το Βυζαντινό πάρα πολύ υλικό. Κάθε φορά διαφορετική περιπέτεια. Τελείως διαφορετική, έτσι; Η φορά η οποία χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε το ίδιο έκθεμα ήταν μετά από 4, 5, 6 πρωτότυπες ιστορίες. Χρησιμοποιήσαμε και ένα κοινό απ’ την πρώτη φορά. Ξεκίνησε με τις Ευρωπαϊκές Μέρες Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Συνεχίστηκε και σε ημέρες μουσείων, αν θυμάμαι καλά. Άρχισαν και οι επισκέψεις σχολείων μετά, εντός του τριημέρου ή του διημέρου που παίζαμε εμείς. Γενικά, ήταν πολύ καλά. Ήτανε κεφάλαιο για εμάς το Βυζαντινό. Ήταν κεφάλαιο. Και σε κρατικά μουσεία θεωρώ ότι είναι από τα μεγαλύτερα και τα πιο εμβληματικά που έπαιξε η "Gamecraft".
Κάποιες, έτσι, κορυφαίες στιγμές που θυμάστε από τις μέρες στο Βυζαντινό Μουσείο;
Πολλές. Τώρα τι να σου πω; Στην πρώτη περιπέτεια, στην πόρπη αυτή του Αγίου Δημητρίου, είχαμε κώτια. Τα κώτια είναι τα ζάρια. Βλέπαμε το έκθεμα και μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Λέγαμε: «Μήπως μπορούμε να κάνουμε κάτι απλό εμείς;». Και κάνουμε κάτι απλό, απλή κατασκευή. Όχι κάτι το ιδιαίτερο. Οπότε, σε μία σκηνή, στο Βυζαντινό, είναι ένας ο οποίος είναι μεθυσμένος, ένας από μας, ο οποίος είναι σ’ ένα καπηλειό κάπου και πίνει το κρασί το ένα πίσω απ’ το άλλο, ας πούμε και τους λέει: «Δεν υπάρχει περίπτωση να σας δώσω αυτό που θέλετε». Τι θυμίζει αυτό; Σε όποιον παίζει τέτοιου τύπου ιστορίες είναι πάντα «δούναι και λαβείν». Δεν θα σου πω, αν δε μου κάνεις αυτό. Τώρα, αυτός δεν ήθελε. Ήταν απλά τα πράγματα. Ήθελε να παίξουμε μία παρτίδα ζάρια και να κερδίσουμε εμείς έπρεπε, για να πετύχουμε αυτό που θέλουμε. Ωραία. Εμείς είχαμε το εξής πρόβλημα. Πώς ήταν δυνατόν; Άμα χάναμε; Οπότε, καθόμασταν και συζητούσαμε. Λέγαμε: «Πώς θα το κάνουμε, ώστε να είναι win-win;». Και το σχεδιάσαμε έτσι, ώστε σεναριακά λειτούργησε και παίζαμε με αυτή την κατασκευή, είχαμε 4 τέτοια ζάρια. Τρελάθηκε ο κόσμος. Έκανε παρέλαση για να ρίξει ζάρια. Έριχνε! Έριχνε, για να κερδίσει τον μεθυσμένο, ούτως ώστε να πιει ο μεθυσμένος ότι «Ξέρετε; Πηγαίνετε εκεί και συνεχίστε την ιστορία σας έτσι». Αυτό είναι μία. Άλλη περίπτωση πολύ εντυπωσιακή στο Βυζαντινό ήτανε σε ένα σκηνικό στο οποίο είμαστε στην Αγία Σοφία, την τότε Αγία Σοφία, ο επάνω όροφος της οποίας είχε γραφεία τότε, συμβολαιογράφους με τη σημερινή έννοια θα μπορούσαν να είναι τα γραφεία. Και είναι μία σκηνή στην οποία μας κυνηγάει η φρουρά. Μας κυνηγάει… κυνηγάει την ομάδα, η οποία ομάδα το κάνει, όντως, Indiana Jones. Και τρέχει και πηδάει από το επάνω μπαλκόνι κάτω. Και μάλιστα, η ιδέα ήταν καταπληκτική, γιατί κάποιοι απ’ αυτούς λέγανε: «Πηγαίνουμε κοντά προς τους φρουρούς», αλλά η είσοδος… η άνοδος, μάλλον, στον επάνω όροφο ήταν μία λεπτή σκάλα που χωρούσε μόνο ένας άνθρωπος, δηλαδή, σίγουρα, θα συγκρουστούν με τη φρουρά, η οποία φρουρά οπλισμένοι. Αυτοί όχι. Οπότε, έπρεπε να φύγουν από το παράθυρο και θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι το καταδιασκέδαζαν όλοι. Φωνάζανε έφηβοι: «Ορμάμε! Πηδάμε!» Οπότε, είχε και νορμάλ επισκέπτες στο Βυζαντινό, οι οποίοι κοιτούσαν την έκθεση και γυρνούσαν, κοιτούσαν και λένε: «Τι κάνουν αυτές οι ομάδες;». Και κολλούσαν με την ομάδα, για να παρακολουθήσουν την αφήγηση. Πολύ διασκεδαστικές στιγμές. Πολύ. Γρίφοι, όπως παραδείγματος χάριν, είχαμε παρακολουθήσει ένα συγκεκριμένο άνοιγμα σε ένα παράθυρο –πρόσεξε τώρα να δεις λεπτομέρεια- η οποία έβαζε μία λεπτή ακτίνα φωτός, εντάξει; Αυτή η λεπτή ακτίνα, όποτε την είχαμε διαθέσιμη, καθόμασταν και κάναμε ένα παιχνίδι με γυαλί. Διάθλαση της ακτίνας. Οπότε, έδειχνε πάνω σε ένα χάρτη κάτι συγκεκριμένο. Αυτό, εντωμεταξύ, εγώ το είχα πάρει… όλα… τα παιδιά που είχαν την ιδέα… εμένα μου θύμιζε τον «Ιντιάνα Τζόουνς και τους Κυνηγούς της Χαμένης Κιβωτού», γιατί, αν θυμάσαι, χαρακτηριστικά κάποιος κατεβαίνει… ο Ιντιάνα κατεβαίνει κάτω στην κιβωτό και έχει πάρει ένα τεράστιο ραβδί, το οποίο επάνω έχει το γυαλί, το οποίο κάνει τη διάθλαση με το που βγαίνει ο ήλιος και του δείχνει το σημείο επάνω στη μακέτα, στο διόραμα που έχει, πού ακριβώς πρέπει να πάνε. Αυτό, ακριβώς, κάπως το σκεφτήκαμε και εμείς, αλλά λέμε: «Ναι, αλλά εμείς δεν έχουμε μόνιμη πηγή φωτός η οποία…». Σε όλη τη διάρκεια του πρωινού παιχνιδιού… το είχαμε παρατηρήσει την Παρασκευή που είχαμε πάει για αυτοψία ότι εκεί πέρα μπαίνει η ακτίνα και δεν την εμποδίζει. Και η ακτίνα είναι και λεπτή . Και τη βάζαμε σε συγκεκριμένο σημείο που παίζαμε εμείς το παιχνίδι. Τους πηγαίναμε. Βάζαμε το γυαλί. Έκανε διάθλαση. Εντυπωσιαζόντουσαν. Λέγανε: «Τώρα, επίτηδες το κάνουμε αυτό;». Την ακτίνα εννοώ. «Την έχουν προκάλεσαν αυτοί;». Επίσης, μία άλλη εντυπωσιακή σκηνή ήτανε με τα νομίσματα. Είχαμε κάνει, επίσης, αντίγραφα, ρέπλικες από νομίσματα, σκαλιστά και μάλιστα ήτανε κελυφωτά. Δεν ήταν ίσια τα νομίσματα τότε. Ήταν σαν δαχτυλήθρες, ημισφαιρικά, τα οποία, ας πούμε, αυτά τα νομίσματα είχανε διάφορα σκαλίσματα επάνω τους. Δείχναμε αντίστοιχα, που είχαμε κατασκευάσει εμείς. Εντυπωσιαζόντουσαν. Παίζανε μ’ αυτά. Τα κρατούσαν σαν νομίσματα, τα λεφτά τους, ας πούμε, για να κάνουνε την κίνηση. Πολύ ωραίες στιγμές στο Βυζαντινό. Τέτοιου είδους στιγμές, δηλαδή, μου έχουνε μείνει αναλλοίωτες στη μνήμη.
Δύο ακόμα ερωτήσεις για τη "Gamecraft". Θέλω να ξεκινήσω από την επαφή με τα παιδιά, γιατί την αναφέρατε νωρίτερα. Πώς είναι, λοιπόν, τα παιχνίδια αυτά με τα παιδιά;
Καταρχάς, τα παιδιά είναι πολύ πιο έξυπνα απ’ ότι νομίζουμε. Να το πω έτσι. Να το θέσω έτσι. Και ευτυχώς που είναι πολύ πιο έξυπνα απ’ ότι νομίζουμε, γιατί, αν περιμένουν από μας να νομίζουμε, δεν νομίζω ότι θα πετύχαιναν πολλά πράγματα. Έχουν, ορισμένα, ίσως… παραπάνω από τα άλλα, αλλά απόλυτα φυσιολογικό είναι αυτό σ’ ένα συγκεκριμένο πεδίο, όπως η συνδυαστική δυνατότητα της πληροφορίας, δηλαδή ξέρω αυτό, ξέρω κι εκείνο. Αυτά τα δύο παντρεύονται. Φτάνει μόνο να το σκεφτώ εγώ κατάλληλα. Λοιπόν, ήταν εκπληκτικές οι στιγμές. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, είχαμε παίξει με ένα σχολείο στο κάστρο της Ρεντίνας, βυζαντινού στυλ ιστορία πάλι, γιατί και το κάστρο της Ρεντίνας είναι αντίστοιχης εποχής. Και η μία η ομάδα από το σχολείο έχει έναν ο οποίος, μάλιστα, είναι κοντούλης. Νομίζω Σταύρο το έλεγαν το παιδί, ο οποίος είναι εγκέφαλος. Όταν λέμε εγκέφαλος, μιλάμε για εγκέφαλος. Δεν έκανε τίποτα μία ομάδα τριάντα παιδιών, αν δεν τον ρωτούσε τι πρέπει να κάνει. Οπότε του λέγανε, κατευθείαν: «Σταύρο, τι κάνουμε;». Και μάλιστα, είχε χαρακτηριστικά έναν ο οποίος ήταν και πιο μεγάλος από τους άλλους, ο οποίος πανέξυπνο παιδί, αλλά, εντάξει, είχε το προφίλ του… αυτός ήταν ο «Δέρνω», ενώ ο άλλος χρησιμοποιούσε το μυαλό, έτσι; Ο ένας ήταν το σώμα. Ο άλλος ήταν το μυαλό. Οπότε, πήγαινε αυτός με πιο χοντρή φωνή και έλεγε: «Σταύρο; Τι κάνουμε τώρα;» και έλεγε ο Σταύρος: «Περιμέντε. Περιμέντε. Περιμέντε να το σκεφτώ… πάμε από κει». Εντωμεταξύ, ήταν διαγωνιστικό, γιατί υπήρχαν κι άλλες δύο ομάδες, αντίστοιχα, που οι αφηγητές τους έπαιζαν σε άλλα σημεία του κάστρου της Ρεντίνας. Αρκετά μεγάλο και ήταν και ωραίο για περίπατο. Και κάναμε αυτό το παιχνίδι λοιπόν και είχαμε αυτό τον Σταύρο και τρέχαμε πάνω-κάτω. Λοιπόν, τα παιδιά είναι πανέξυπνα. Θα σου δώσουν απαντήσεις, τις οποίες δεν τις περιμένεις, γιατί έχουν σκεφτεί η έχουν υπολογίσει ή συνυπολογίσει μία παράμετρο που από σένα δεν πέρασε ούτε απ’ έξω, έτσι; Που πέρασε και δεν ακούμπησε, που λέμε χαριτολογώντας. Έχουνε πολύ ενδιαφέρουσα οπτική. Δεν φοβούνται να εκτεθούν, το σημαντικότερο απ’ όλα! Βλέπεις ότι έχεις μαζί σου έναν μεγάλο. Ο μεγάλος μπορεί να μη μιλήσει και σε όλη την ιστορία. Αν τον ρωτήσεις αν του άρεσε θα πει: «Ναι, ρε παιδιά. Μία χαρά ήταν, αλλά ξες τώρα. Δεν τους ήξερα τους άλλους. Μη γίνουμε και ρεζίλι». Αυτό το «Μη γίνουμε και ρεζίλι» ο μικρός δεν το ‘χει και δεν τον νοιάζει και καθόλου. Και βγαίνουνε εκπληκτικά πράγματα εξαιτίας του ότι δεν φοβάται. Επίσης, τα παιδιά είναι το μέλλον. Αν δεν είμαστε σε θέση να τα εκπαιδεύσουμε, να τα ψυχαγωγήσουμε πάνω απ’ όλα… τα παιδιά μόνο και μόνο που βλέπεις τον ενθουσιασμό τους ενθουσιάζεσαι κι εσύ παραπάνω, δηλαδή τι να συζητάμε τώρα; Τα παιδιά είναι πολύ πιο αθώα. Δεν μαλώνουν για το ποιος είναι πιο μάγκας. Όταν τους λες: «Δουλέψτε σαν ομάδα», δουλεύουν σαν ομάδα. Βεβαίως και υπάρχουν περιπτώσεις φίρμας, [02:00:00]βεντέτας, οι οποίοι ναι, θέλουν, ίσως, να μιλήσουν λίγο παραπάνω. Σηκώνουν το χέρι λίγο παραπάνω και θέλουν η φωνή τους να καλύψει μία άλλη φωνή, η οποία δεν προσπαθεί συχνά να μιλήσει. Ωραία. Ναι όλα αυτά. Αυτά, όμως, είναι μέσα στη λογική μιας τάξης και είναι και μέσα στην παιδαγωγική λογική χειρισμού μιας τάξης. Τώρα, σ’ ένα παιχνίδι, όταν εσύ είσαι τόσο άνετος, σαν εμψυχωτής… βλέπω, πολύ συχνά, τον Άλκη τον Χατζόπουλο ας πούμε, ο οποίος είναι εκπληκτικός με τα παιδιά. Έχει φοβερή επαφή. Τα παιδιά τον λατρεύουν. «Κύριε! Κύριε! Την επόμενη φορά με τον Άλκη να παίξουμε». «Ναι. Βεβαίως, μη στεναχωριέστε». Τον έχουν καπαρώσει για χρόνια. Δεν υπάρχει «Ο ένας είναι πιο έξυπνος, ο άλλος είναι πιο μάγκας». Όλοι γελάνε, όλοι παίζουν, όλοι λένε τη γνώμη τους. Δεν αφήνουμε τίποτα να πέσει κάτω. Και επίσης, δεν έχει «Γελάω». «Γελάω» εννοώ τα υπόλοιπα… εμείς δεν ευνοούμε το «Γελάστε. Γελάω κι εγώ, επειδή είπες κάτι που ήταν χαζούλικο». Όχι. Λάθος. Άκυρο. Με απόλυτη σοβαρότητα γυρίζουμε στα παιδιά και λέμε: «Όχι. Σαφώς και είναι ωραίο αυτό που λέει». Φυσικά, δεν τους λέμε γιατί είναι ωραίο. Μπορεί να μην ήταν, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσουμε το παιδί να θεωρήσει ότι είπε κάτι κακό. Δεν θα ξαναμιλήσει. Είναι τόσο απλό. Δεν θα ξαναμιλήσει και να πω και κάτι; Άντε καλά. Και την πρώτη φορά δεν είναι τόσο ενδιαφέρον αυτό που είπε. Αν, όμως, δεν το επιτρέψεις να το φιμώσουν, την επόμενη φορά μπορεί να κάτι πολύ εντυπωσιακό. Και έτσι, το παιδί να αποκτήσει μία ευχέρεια και έτσι να έχεις πετύχει, να έχεις κάνει βήματα μπροστά μ’ ένα συγκεκριμένο παιδί, που, ίσως και να μην ξαναδείς. Και να σε ευγνωμονεί ανώνυμα, για τον τρόπο με τον οποίον το άφησες να λειτουργήσει. Όχι, τα παιδιά είναι ζωοδόχος πηγή. Εντάξει. Εμάς το 50% σχεδόν των παιχνιδιών και παραπάνω θα έλεγα, είναι για μικρές ηλικίες. Η "Gamecraft", όταν έπαιζε παιχνίδι για μικρές ηλικίες, έπαιζε από Δ΄ Δημοτικού μέχρι Β΄ Γυμνασίου. Μετά, είχαμε τα παιχνίδια που ήτανε για εφήβους και φυσικά, μετά των ενηλίκων. Άρα, το Δ΄- Β΄ Γυμνασίου… πιο μικρά δεν μπορούμε να παίξουμε, γιατί ο γρίφος απαιτεί κάποιες γνώσεις ή κάποιο τρόπο του μυαλού. Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, από Δ΄ Δημοτικού και μετά ναι. Είναι πιο βολικό. Στην Ε΄ κάνουν και βυζαντινή ιστορία. Όταν ερχόντουσαν στο Βυζαντινό, ήξεραν πολύ καλά. Στην Δ΄ κάνουν αρχαία. Πολλές θεματικές εκδρομές. Χαίρομαι που το λέω αυτό, αλλά η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, στα σχολεία, κάνουν ό,τι μπορούν και είναι φοβερά συνεργάσιμοι. Χαίρομαι που το λέω. Το τονίζω αυτό. Φυσικά και υπάρχουν και αντίθετες περιπτώσεις, αλλά παντού υπάρχουν αντίθετες περιπτώσεις. Αδιαφορίας, εννοώ, έτσι; Όχι. Έχω να το λέω. Έχω να το λέω. Μαμάδες είναι οι δασκάλες για τα παιδιά. Πολύ προσεκτικές. Σαφώς και είναι ευθύνη, αλλά εγώ δεν είδα άνθρωπο να μη νιώθει, ο ίδιος, την ανάγκη να προσέξει, να προστατεύσει. Φοβερές ευαισθησίες που μας χαροποιούν. Πολλές φορές, μας παίρνουν τηλέφωνο: «Έχουμε ζευγάρι, δίδυμα, παιδιά δηλαδή. Ο μπαμπάς είναι άνεργος». «Ελεύθερο». Αμέσως η απάντηση μας. «Έχουμε αυτό». «Ελευθέρας», το οποίο θα με κάνει να σου πω και κάτι το οποίο είναι πολύ σημαντικό για μας. Εμείς έχουμε παίξει στον Ερυθρό Σταυρό. Όσες φορές και να μας καλέσει ο Ερυθρός Σταυρός, θα πάμε δωρεάν. Δεν υπάρχει περίπτωση. Μία στο 1.000.000, δηλαδή δεν ρωτάω καν τα παιδιά, που είναι υποχρέωσή μου να τα ρωτάω, βεβαίως. Όχι γιατί είμαι αυταρχικός. Γιατί ξέρω την απάντηση. Τα παιδιά μου λένε: «Για πού; Μην το συζητάς. Φύγαμε». Συζητήσαμε πάρα πολλές φορές, να κάνουμε παιχνίδι, για να μαζέψουμε χρήματα, τα οποία, φυσικά, με διαφανείς διαδικασίες… όχι σε δικό μας λογαριασμούς, σε κάποιο φορέα που να μπει στη μέση. Να ρθουμε εμείς, να κάνουμε το παιχνίδι ευχαρίστως και τα λοιπά. Πολλές φορές, κάνουμε δωρεάν, για να βοηθήσουμε κάποιο φορέα που πιστεύουμε στο έργο του, βλέπε “Fantasmagoria”, βλέπε Φεστιβάλ Θέρμης, βλέπε… πολλά. Πολλά. Δεν είναι ένα και δύο. Πολλά άλλα μικρότερα φεστιβάλ, τα οποία έχουνε κάνει λιγότερες εκδηλώσεις. Πάντα, όπου μπορούσαμε να συνεισφέρουμε, συνεισφέραμε. Το παιδικό ήταν από τα πράγματα τα οποία δίνουμε απλόχερα. Έχουμε πολλά σενάρια. Η συνεργασία με το «Μεταίχμιο» ήταν εκπληκτική. Κάναμε… ίσως, δεν τα παραλέω, πάνω από 30 βιβλία. Σύνολο, έτσι; Ίσως και με άλλους εκδοτικούς, αλλά και βιβλία τα οποία μας άρεσαν εμάς και τα δουλέψουμε και τα βγάλαμε. Όποτε υπήρχε καινούργιος τίτλος, λαμβάναμε το βιβλίο, κατευθείαν, με ταχυδρομείο και το επεξεργαζόμασταν. Το διαβάζαμε, όλοι όσοι συμμετείχαμε στο σχεδιασμό και αμέσως μετά κάναμε παιχνίδι. Κάναμε παιχνίδια με κάρτες, παιχνίδια επιτραπέζια, με πιόνια, με… καλά, εννοείται, με παιχνίδια ρόλων συνέχεια. Εγώ σου λέω, τώρα, για τα βοηθητικά, έτσι; Πολλά. Παιδιά! Παιδιά! Πάνω απ’ όλα. Εγώ τα παιδιά τα καταευχαριστιέμαι. Δεν είμαι καλός Game Master σε μικρές ηλικίες. Είμαι στους ενήλικες πολύ καλός. Θεωρώ τον εαυτό μου, αλλά όποτε και να μου έλεγε κάποιος ότι «Τι θέλεις πάνω το 50%; Μεγάλη ηλικία ή μικρή;» Σαφώς μικρή θα έλεγα. Σαφώς μικρή.
Κορυφαίες στιγμές που θυμάστε από τα παιχνίδια με τα παιδιά;
Μας αγκάλιαζαν παιδιά σε παιχνίδι. Ήρθε μία ομάδα δεκαπέντε παιδιών και αγκάλιαζαν τον Άλκη από πάνω μέχρι κάτω. Ήτανε φοβερό. Φοβερό! Εντάξει. Κοίταξε. Τώρα, η αθώα αγάπη φαίνεται και είναι συγκινητική. Και στο φινάλε το κάνουμε ναι, για κάποιους λόγους, αλλά το κάνουμε και γι’ αυτό. Το κάναμε, από κάποια στιγμή και μετά, όταν καταλάβαμε ότι αν το κάνουμε καλά, θα έχουμε κάτι τέτοιο σαν αποτέλεσμα. Τα παιδιά, όταν τους αρέσει κάτι, δεν θα κρατηθούν. Θα το πουν. Θα μιλήσουν ξεκάθαρα, θα μιλήσουν ανοιχτά. Αυτή η ειλικρίνεια λείπει από τα παιχνίδια των μεγάλων. Όχι πάντα. Ίσα-ίσα. Κι εκεί είμαστε πάρα πολύ ευχαριστημένοι. Εκεί, φυσικά, στις μεγάλες ηλικίες θα έχουμε και άλλου είδους βολικές καταστάσεις, όπως άνθρωποι οι οποίοι είναι πραγματικά επαγγελματίες του χώρου: παιδαγωγικά, θέατρο. Θα τα βάλουμε κάτω, θα μας πούνε την επιστημονική τους άποψη για να βελτιωθεί κάτι, θα το ακούσουμε, θα το εκμεταλλευτούμε σε ένα ποσοστό ή και ολόκληρο. Αυτό είναι μία άλλη κατηγορία, αλλά στα παιδιά; Οι συγκινητικές στιγμές είναι το ότι τα παιδιά τα οποία… παραδείγματος χάριν, εμείς παίζαμε παιδιά Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄. Κάνουμε τελετή αποφοίτησης ΣΤ΄ Δημοτικού, γιατί αλλάζουν σχολείο, πλέον. Τα παιδιά είναι μαζί μας και χορεύουμε και τραγουδάμε μαζί στα τελικά τραγούδια, μαζί με τους γονείς τους, οι οποίοι από κάτω είναι το ακροατήριο. Τα παιδιά πηγαίνουν στο Γυμνάσιο και γυρίζουν τα μυαλά των καθηγητών. «Όχι. Θα πείτε στη "Gamecraft" να έρθει να κάνει παιχνίδι. Δεν την ξέρετε; Δεν ξέρετε τι σας γίνεται. Θα πείτε στην "Gamecraft"… εμείς αν την ξέρουμε; 4 χρόνια παίζουμε μαζί. 3 χρόνια… άντε. Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ Δημοτικού. Λοιπόν, αυτό είναι επιβράβευση. Αν μη τι άλλο είναι επιβράβευση. Πήγαμε μετά και στο Γυμνάσιο δηλαδή και είδαμε τα ίδια παιδιά. Καταρχάς, τα βλέπαμε. Στα μάτια μας μεγάλωναν τα παιδιά. Στα μάτια μας έδιναν απαντήσεις και μετά έδιναν πιο έξυπνες απαντήσεις και μετά έδιναν πιο ώριμες απαντήσεις, σημάδι ότι κάτι κάναμε σωστά, ότι κάποιοι γονείς τους ανέθρεφαν σωστά, ότι κάτι έκαναν οι ίδιοι σωστά και αυτοβελτιωνόντουσαν. Πολύ σημαντικές κατηγορίες. Όλες αυτές.
Από τα παιχνίδια που αναφέρατε στον Ερυθρό Σταυρό, θυμάστε έτσι να μας πείτε κάποιο-
Δεν έπαιξα εγώ αφηγητής στα παιχνίδια του Ερυθρού. Ήτανε ο Κώστας, ο Μανώλης και ο Άλκης. Τι να πω; Τα παιδιά, εντάξει. Σε αυτές τις περιπτώσεις, επειδή είναι ομάδες οι οποίες είναι ευαίσθητες, όπως καταλαβαίνεις, είναι ακόμη πιο δύσκολο για την ομοιογένεια της ομάδας. Είναι πιο δύσκολο αυτό. Δεν σημαίνει, όμως, ότι δεν είναι εκτιμητέο στο τέλος. Ίσως και πιο εκτιμητέο, γιατί έχουν ανάγκη ένα τέτοιου είδους παιχνίδι. Τα διασκεδάζουμε. Είναι μόνα. Έχουν τη στεναχώρια τους. Παραδείγματος χάριν, μία περίπτωση, η οποία θα μπορούσε να είναι έτσι. Έχουμε παίξει σε παιδάκια προσφύγων. Έχουμε παίξει σε παιδιά ορφανά, εκτός Ερυθρού Σταυρού εννοώ. Άλλου είδους φιλανθρωπική δραστηριότητα. Έχουμε παίξει το εκπληκτικό παιχνίδι, πολύ συγκινητικό και μόνο που το θυμάμαι, στις βιβλιοθήκες, τις δημοτικές Θεσσαλονίκης. Αυτό ήταν ένα εκπληκτικό πρότζεκτ του “Future Library”, του Ιδρύματος Σταύρου Νιάρχου, που ήταν πολύ κορυφαίο εκείνη την εποχή και νομίζω είναι ακόμα, έτσι; Δεν το συζητάμε. Τότε, ήταν η πολύ πρωτότυπη Δημοτική βιβλιοθήκη Βέροιας, που είχε πάρει την επιδότηση της Microsoft και είχε ξεκινήσει με την επιχορήγηση της Μicrosoft και από τότε ξεκίνησε και η ανακαίνιση-οργάνωση των νέων βιβλιοθηκών με το project “Future Library” του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Μας καλεί τότε το “Future Library” και λέει: «Κοίτα. Θέλουμε παιχνίδια βιβλιοθηκών. Λέω: «Καλά. Ναι. Πώς θα το κάνουμε αυτό; Πώς το έχετε στο μυαλό σας;». Λέει: «Βρείτε εσείς τον τρόπο. Απλά, θα σου δώσω μία παράμετρο. Δεν ξέρω αν μπορείτε να τη χειριστείτε». Εγώ περίμενα διάφορα: «Πολύ κόσμο» να μου πει, «Πολλές φορές να το κάνετε», καμία περίεργη θεματολογία… μου λέει: «Θα παίζουνε μη βλέποντες». Μου ήρθε κεραμίδα. Λέω: «Τι;» Λέει: «Αυτοί που θα παίζουν θα είναι μη βλέποντες. Δεν θα βλέπουν». Λέω: «Δεν θα βλέπουν; Θα τους κάνουμε τυφλόμυγα;» «Όχι…», μου λέει, «…είναι ανατομικό το πρόβλημα. Δεν είναι… απλά θα τους δέσεις τα μάτια. Δεν βλέπουν οι άνθρωποι». Μάλιστα. Τι κάνουμε τώρα; Αυτό ήταν Νοέμβρης του ’10. Λίγο πριν τις γιορτές. Ήταν τέλη Νοεμβρίου. Λοιπόν, O.K.. Λέμε: «Θα το [02:10:00]σκεφτούμε. Δώστε μας λίγο χρόνο». Το σχεδιάζουμε. Ήταν συνεχόμενα τα ραντεβού. Τι κάνουμε τώρα; Έλεγε ο ένας στον άλλον: «Τι κάνουμε τώρα;». Λέω: «Παιδιά, μισό». Αφού έχουμε συγκεντρώσει κάποιες ερωτήσεις, παίρνω στο “Future Library. Λέω: «Έχουμε δυνατότητα να μας δώσετε υλικό σε Μπράιγ;» Λέει: «Ναι. Φυσικά. Τι θέλετε;». Λέω: «Υπάρχει δυνατότητα για αποσπάσματα λογοτεχνίας; Σε Μπράιγ. Αφού σε βιβλιοθήκη θα παίξουμε». Λέει: «Δώστε μας λίγο χρόνο». Μας απάντησαν αμέσως. Λέει: «Ναι, μπορούμε. Έχουμε υλικό από συγκεκριμένο σύλλογο στην Ελλάδα, που μπορούμε να τον έχουμε στα χέρια μας». «Ωραία. Τον θέλουμε», λέμε. «Ο.Κ. Σας τον ταχυδρομούμε», λένε αυτοί. Παίρνουμε το υλικό στα χέρια μας. Φυσικά, εμείς δεν ξέραμε να διαβάσουμε σε Μπράιγ. Παίρνουμε το υλικό. Μας είπαν τι είναι και ποιο απόσπασμα είναι. Το ετοιμάζουμε, σκεφτόμαστε, βγάζουμε το παιχνίδι, κάρτες, ένας εμψυχωτής. Καθισμένοι σε γραφείο όλοι, έτσι; Στα μεγάλα θρανία-αναγνωστήρια των δημοτικών βιβλιοθηκών. Ο εμψυχωτής έτοιμος για να παίξει το παιχνίδι και μπαίνουνε μέσα οι μη βλέποντες. Μπαίνουν οι μη βλέποντες με βλέποντες συνοδούς. Υπάρχει και ελεύθερη προσέλευση από κόσμο, ο οποίος ήθελε, απλά, να παίξει το παιχνίδι. Μόνοι τους, όμως, όχι. Πάντα, ενσωματωμένοι σε ομάδα με μη βλέποντες. Εντάξει. Ποιος ήταν αρχηγός της ομάδας; Αυτός που δεν βλέπει. Γιατί; Γιατί, πρώτον, έχει το πρόβλημα. Οπότε, να μην του δώσουμε μεγάλη κινητικότητα, αλλά να του δώσουμε μεγάλη εγκεφαλική δραστηριότητα, που την έχει έτσι κι αλλιώς. Τι κάνει; Διαβάζει σε Μπράιγ… δεν λέω τώρα ολόκληρο το παιχνίδι. Διαβάζει σε Μπράιγ, δίνει το γρίφο και ο γρίφος είναι η έρευνα εντός της βιβλιοθήκης για τους βλέποντες. Το παιχνίδι κύλησε καταπληκτικά. Έγινε στη βιβλιοθήκη… σε πολλά παραρτήματα των Δημοτικών Βιβλιοθηκών Θεσσαλονίκης. Έγινε, αν δεν κάνω λάθος, σε 7. Ή σε 7 ή σε 9 από τις δημοτικές βιβλιοθήκες Θεσσαλονίκης. Στην κεντρική ήταν πολύ πιο χαρακτηριστική η εκδήλωση. Νομίζω και ξεκίνησε κιόλας τα παιχνίδια. Είχαμε κόσμο από τους «Αργοναύτες». Νομίζω είναι ένας σύλλογος μη βλεπόντων από το Βόλο και πάρα πολλούς από Θεσσαλονίκη φυσικά. Πάρα πολλούς και πάρα πολύ κόσμο ο οποίος ήρθε να το παρακολουθήσει, γιατί πραγματικά εντυπωσιάστηκε. Για μας ήταν κορυφαίο πρότζεκτ, συγκινητικότατο. Πιάσαμε κουβέντα με όλα τα παιδιά μετά, που ήταν αρχηγοί των ομάδων και μας είπανε ότι… είχαμε μία κυρία -που ήταν καταπληκτική παίκτρια. Καταπληκτική, δηλαδή μυαλό ξυράφι. Δεν μπορείς να φανταστείς- η οποία μας έλεγε ότι «Κάποια στιγμή, μετακομίσαμε και ήμουνα 40 χρόνια σ’ ένα σπίτι. 50. Ξαφνικά, ξέρεις πόσο άσχημο είναι για ένα τυφλό -μιλούσε από πείρα- πόσο δύσκολο πράγμα είναι για έναν τυφλό να αλλάζει περιβάλλον; Μας τρόμαζαν οι ήχοι, οι καινούργιοι ήχοι. Με τους άλλους; Είχαμε συνηθίσει τα πάντα. Ακόμα και οι πιο ακραίοι, που ακουγόντουσαν μία φορά το χρόνο, που μπορεί να ήταν κάτι και σ’ αυτούς είχαμε συνηθίσει. Στο καινούργιο σπίτι; Στο καινούργιο σπίτι φοβόμουν. Δεν κοιμόμουνα για πάρα πολύ». Μα καλά… εμείς σκεφτόμαστε μέσα μας… τώρα, το λέω κατόπιν εορτής, αλλά λέω τον προβληματισμό μου. Σκέφτομαι δυνατά. «Καλά… γιατί να τρομάξεις, όταν κάτι δεν το βλέπεις;». Ποιος το ‘πε αυτό; Ίσα-ίσα. Το ακουστικό ερέθισμα την τρόμαζε, γιατί ήταν το δυνατό της ερέθισμα. Την τρόμαζε, γιατί ήτανε άγνωστο. Είναι σαν να βλέπεις έναν κύριο τρομακτικό απέναντί σου. Επειδή έχεις το οπτικό ερέθισμα, σε τρομάζει. Φυσικά και τότε κάποιον ο οποίος δεν βλέπει δεν τον τρόμαζε, αλλά, για σκέψου, αυτή η αλλαγή περιβάλλοντος πόσο τρομακτική μπορεί να είναι. Μας είχε κάνει φοβερή εντύπωση. Ήταν μάθημα ζωής αυτό, από ανθρώπους οι οποίοι έχουν αυτή τη μεγάλη διαφορά στην ποιότητα την καθημερινή της ζωής τους και ευτυχώς μας απέδειξαν όχι αξιοπρέπεια, ούτε συζήτηση γι’ αυτό, αλλά και φοβερή εξυπνάδα. Τους βάλαμε να είναι κουμανταδόροι και ήταν κουμανταδόροι. Φυσικά, εντάξει. Οι συνοδοί τους το καταδιασκέδαζαν. Τους ξέραν προσωπικά, έτσι; Τους γνώριζαν προσωπικά και το καταευχαριστιόντουσαν. Το ευχαριστιόντουσαν και οι παίκτες, που ήρθαν, απλά, εξαιτίας του ότι το παιχνίδι ήταν ανοιχτό. Κι όταν μάθανε ότι αρχηγός θα είναι κάποιος ο οποίος δεν βλέπει, κοιταζόντουσαν μεταξύ τους και λέγανε: «Πώς θα παιχτεί αυτό;». «Μη στεναχωριέστε -τους λέγαμε- θα το δείτε. Και το είδαν και φύγανε και μας λέγανε: «Παιδιά, συγχαρητήρια και στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, πολλά συγχαρητήρια. Τι πρωτοβουλία είναι αυτή;». Και το επόμενο του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος», του πρότζεκτ “Future Library”, ήταν ένα τηλεπαιχνίδι που κάναμε. Αυτό, επίσης, ήταν πολύ εντυπωσιακό. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, αυτό ήταν μετά. Ήταν το ’13, 2013. Ήτανε λίγο πριν το καλοκαίρι, ανοιξιάτικη περίοδος. Είχαν γίνει κάποιες ανακαινίσεις παιδικών βιβλιοθηκών και αποφασίσαμε να κάνουμε ένα παιχνίδι. Δεν ξέραμε σαν πρότζεκτ αν βγαίνει. Ρωτήσαμε αν οι βιβλιοθήκες θα πάρουνε καινούργιο εξοπλισμό και μας είπανε όλοι: «Ναι. Ναι. Το Ίδρυμα θα στείλει καινούργιους υπολογιστές, μεγάλη τηλεόραση, ενσωματωμένες κάμερες. Τα πάντα. Μάλιστα, χαρακτηριστικά, είχανε και διαδραστικά χειριστήρια από παιχνιδομηχανές και τα λοιπά και τα λοιπά. Και λέμε: «Εντάξει. Θα το κάνουμε». Βάζουμε έναν υπολογιστή. Είχαμε τηλεπαρουσιαστή, παρακαλώ, μέσω κάμερας και συγκρουόταν, εντός εισαγωγικών, η βιβλιοθήκη της Ορέστου στη Θεσσαλονίκη με τη βιβλιοθήκη του Κιλκίς και η βιβλιοθήκη των Σερρών με μία άλλη βιβλιοθήκη στη Ξηροκρήνη, παραδείγματος χάριν. Εντάξει; Λοιπόν, πώς συγκρούονταν; Είχαμε έναν παρουσιαστή, ο οποίος παρουσιαζόταν και έλεγε: «Γεια σας! Είμαι ο παρουσιαστής του τηλεπαιχνιδιού», μέσω Skype, ο οποίος είχε ένα μικρόφωνο και μιλούσε και έλεγε. Παρακολουθούσε το Κιλκίς, παρακολουθούσε τη Θεσσαλονίκη. Ζωντανά. Η σύνοδος των παιδιών μες στη βιβλιοθήκη και η συνοδός, από την άλλη πλευρά, με τα παιδιά μαζί στη βιβλιοθήκη την αντίστοιχη. Και έλεγε: «Η ερώτησή μας είναι η εξής: “Σε ποιο ποίημα του ο Κωνσταντίνος Καβάφης λέει αυτό; Έχετε 5 λεπτά”». Φώναζε, ούρλιαζε η εμψυχώτρια: «Ο Καβάφης είναι στην ποίηση. Τρέχτε!». Άρχισαν, φώναζαν και τα παιδιά: «Κυρία, ποίηση δεν είναι;». «Ναι, ναι! Τρέξτε! Τρέξτε!». Τρέχανε αριστερά-δεξιά. Εξαφανιζόντουσαν απ’ την κάμερα. Έβρισκαν το βιβλίο με τα Άπαντα, παραδείγματος χάριν, κατέβαιναν, άνοιγαν το βιβλίο, έψαχναν και είχαν ένα χειριστή, που είχε τον υπολογιστή της ομάδας. Είχαμε στήσει εμείς μία ιστοσελίδα, η οποία δεχόταν απάντηση με ημερομηνία και ώρα, μέχρι και δευτερόλεπτο. Οπότε, ξέραμε με ακρίβεια ποιος απάντησε πρώτος, ποιος δεύτερος, έτσι; Και φυσικά και την απάντηση. Την αξιολογούσαμε αν είναι σωστή, αν είναι μερικώς σωστή ή αν είναι λάθος. Έτσι παιζόταν. Είχαμε και κριτική επιτροπή, η οποία κρατούσε βαθμολογία. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ο παρουσιαστής ενημέρωνε για τη βαθμολογία. Ήμασταν πολύ τυχεροί, γιατί, ουσιαστικά, είχαμε εναλλαγές και διακυμάνσεις. Πότε ήταν μπροστά η μία βιβλιοθήκη. Πότε η άλλη. Δεν μιλάμε για τι ουρλιαχτά και πανηγυρισμούς, όταν γύριζε η βαθμολογία προς τη μία πλευρά ή την άλλη. Ήτανε πάρα πολύ διασκεδαστικό και οι βιβλιοθήκες το καταδιασκέδασαν, δηλαδή η βιβλιοθήκη του Κιλκίς μας είπε: «Μπορούμε να παίξουμε και αύριο;». Λέμε: «Δεν γίνεται, γιατί είναι κανονισμένα τα ραντεβού». Λέει: «Να φωνάξουμε άλλα παιδιά για να παίξουν». Λέμε: «Δεν γίνεται». Τους άρεσε πάρα πολύ σαν ιδέα. Όλα αυτά σαν τεχνολογία, τεχνογνωσία και τρόπο λειτουργίας τα σχεδιάζαμε, τα κρατούσαμε και τα κατοχυρώναμε. Και ήτανε πολύ ενδιαφέρονται πρότζεκτ. Αυτά τα δύο των βιβλιοθηκών μας άρεσαν πάρα πολύ.
Θέλω να πάμε και σε ένα άλλο πρότζεκτ το οποίο είδα στη σελίδα σας, τις διανυκτερεύσεις στο μουσείο.
Ναι, βέβαια! Το “Sleepover”, του Δήμου Θεσσαλονίκης. Το “Sleepover” ήταν μία πρακτική, η οποία, ουσιαστικά, ήμασταν από τις ομάδες που συμμετείχαν στην πρώτη δράση “Sleepover”, που ήταν, ούτε λίγο ούτε πολύ, σε 9 μουσεία. Ήταν πάρα πολύ καλή πρωτοβουλία του αντίστοιχου τμήματος του Δήμου Θεσσαλονίκης και πολλά συγχαρητήρια τότε. Φυσικά, τώρα, όλος ο κόσμος που είναι εκεί… πολλοί από τους ανθρώπους σε θέσεις-κλειδιά είναι προσωπικοί φίλοι πλέον και το τονίζω ότι είναι άνθρωποι οι οποίοι παλεύουν με νύχια και με δόντια, υπό αντίξοες συνθήκες, πολλές φορές. Μας είχαν καλέσει και μας είχανε πει ότι «Ξέρετε; Εμείς θα ανοίξουμε 9 μουσεία της πόλης. Τα παιδιά θα μπουν. Θα έχουνε και την προστασία και τις παιδαγωγούς, που θα προσέχουν τα παιδιά το βράδυ, αλλά και προγράμματα, για να τα κρατήσουμε ξύπνια μέχρι μία ώρα που είναι το κολατσιό τους και μετά ο ύπνος, η κατάκλιση. Οπότε, έπρεπε με κάποιο τρόπο να γεμίσουμε το πρόγραμμά μας με παιχνίδια. Εσείς, γι’ αυτά, είστε ό,τι καλύτερο. Τι λέτε;». Λοιπόν, εδώ, μιλάμε τώρα για 9 μουσεία. Εγώ υπήρχαν μουσεία που δεν ήξερα ότι υπάρχουν, όταν βγήκε η λίστα. Φυσικά και ήξερα το πολεμικό μουσείο, γιατί πήγαινα από προσωπικό ενδιαφέρουν. Φυσικά και ήξερα το Βυζαντινό και το Αρχαιολογικό, γιατί είναι τα μεγαλύτερα στη Θεσσαλονίκη. Και τα πιο σημαντικά ίσως. Σε συλλογή και εκθέματα, αλλά στο Σιδηροδρόμων; Στο ‘Υδρευσης; Εδώ υπήρχανε φοβερά πράγματα. Τελόγλειο; Εντυπωσιακό. Ναι, βέβαια. Στο Ολυμπιακό; Επίσης, ναι! Θέλω να πω… στο Λαογραφικό; Με εξαιρετικό χώρο, καταπληκτικό χώρο, που το Λαογραφικό για μας είναι κεφάλαιο ως "Gamecraft", δηλαδή παίζουμε μέχρι και σήμερα. Ήτανε πολύ ωραία η πρωτοβουλία και οργανώθηκε και ωραία. Τα παιδιά είχαν το κολατσιό τους, τα sleeping bag. Είναι πολύ τυχεροί οι γονείς, που έφεραν τα παιδιά τους σε τέτοιες δράσεις. Πολύ τυχεροί. Και συγχαρητήρια που πήραν και την πρωτοβουλία, δηλαδή, να το κάνουνε για τα παιδιά. Τα παιδιά πέθαναν στο γέλιο. Δεν το συζητάμε. Ούτε μια στιγμή δεν τους έλειψε κάτι, έτσι; Είχαμε φοβερούς αφηγητές. Καταρχάς, είχαμε την Ανθή Θάνου, την αφηγήτρια, η οποία είναι κορυφαία, κατά τη γνώμη μου, αφηγήτρια σε τέτοιου είδους παραστάσεις, Εμείς κάποια [02:20:00]θεατρικά, αρκετή κωμωδία για να γελάσουν. Φαγητό. Ύπνο. Την επόμενη το πρωί, οι γονείς παραλάμβαναν τα παιδιά τους, με προσοχή πάντα. Πάρα πολύ ενδιαφέρουσες συνεδρίες σε όλα τα μουσεία. Εγώ κρατώ τα μουσεία της πόλης. Αξίζει τον κόπο. Πάρα πολύ αξίζει τον κόπο. Και πολλά από τα μουσεία δεν τα ξέρει ο κόσμος. Και πολλά από τα μουσεία έχουν αλλάξει και τη μόνιμη συλλογή τους. Μπορεί να έχουν περιοδικές. Μπορεί να έχουνε πράγματα στη μόνιμη έκθεση. Μπορεί. Μπορεί. Μπορεί. Δηλαδή αξίζει να τα ξαναεπισκεφτούμε. Όταν τελείωσε το πρώτο “Sleepover”, μετά συμμετείχαμε και στο δεύτερο. Μετά, βέβαια, άρχισε και έγινε πολυσυλλεκτικό, με μεγάλη ποικιλία το πρόγραμμα των διανυκτερεύσεων. Πολλά συγχαρητήρια, για ακόμη μία φορά, στο Δήμο Θεσσαλονίκης και όχι… το “Sleepover” ήτανε από τις πάρα πολύ ενδιαφέρουσες περιπτώσεις με μικρές ηλικίες, που παίξαμε σε εξωτερικό χώρο, έτσι; Σε χώρο που δεν ήταν γνώριμος, όπως, παραδείγματος χάριν, σε πολυχώρους που ξέραμε και παίξαμε πάρα πολλές φορές. Διαφορετικά σενάρια σε κάθε μουσείο. Εμείς δεν παίζαμε το ίδιο πράγμα. Πηγαίναμε στο Πολεμικό; Σενάριο στο Πολεμικό. Αναίμακτο. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, στο Πολεμικό τους είχαμε κάνει ήρωες της Εθνικής Αντίστασης, οι οποίοι μεταφέρανε μήνυμα χωρίς κανένα πρόβλημα. Δεν άνοιξε μύτη, αλλά το τι τρέξιμο έπεσε και το τι αυτοθυσία… έπρεπε να ήσουνα σε μία γωνιά να δεις τι αυτοθυσία… δεν μπορείς να φανταστείς. Γι’ αυτό σου λέω. Έχω την εντύπωση ότι πίσω απ’ όλα τα στραβά κάποια πράγματα πηγαίνουν καλά. Εντάξει. Και με χαροποιεί πάρα πολύ αυτό.
Όλα τα πρότζεκτ που έχουμε αναφέρει με την "Gamecraft", μέχρι στιγμής, έχουν πάρα πολύ το στοιχείο και της δημιουργικής γραφής μέσα.
Ναι.
Αυτό το κομμάτι πώς έχει δουλέψει για σας; Και με το διδακτορικό.
Εγώ το διδακτορικό… έκανα την πρόταση μου και ήθελα πάρα πολύ να εγκριθεί, να μου το αναθέσουν την ολοκλήρωση της διατριβής, γιατί πίστευα ότι ένα από τα πλεονεκτήματα αυτού του είδους του δημιουργικού σχεδιασμού παιχνιδιών και της υλοποίησης, αλλά του σχεδιασμού βασικά, είναι η καταχώριση σε κείμενο. Το κείμενο, όταν το γράφεις, και γι’ αυτό και πιστεύω ότι η πλοκή έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον σε πάρα πολλά ζητήματα. Το κείμενο, όταν το γράφεις, το γράφεις με διαφορετικούς τρόπους. Παραδείγματος χάριν, ένα ακαδημαϊκό κείμενο δεν έχει πλοκή. Γιατί να έχει; Έτσι; Υπάρχουν, όμως, πάρα πολλές περιπτώσεις σε σενάρια, στα οποία εμείς δεν μπορούσαμε να κάνουμε αυτοσχεδιασμό 100%. Έπρεπε να υπακούσουμε σε κάποια συγκεκριμένη οδηγία. Αυτή η οδηγία έπρεπε να γραφτεί ολόκληρη σαν ιστορία. Οπότε, με έβαζε στη διαδικασία να κάτσω να γράψω την ιστορία, ίσως πολύ πιο συνοπτικά απ’ όσο θα ήθελα να την απλώσω εγώ σε ένα διήγημα ή σε ένα μυθιστόρημα. Όταν έγραφα αυτή την ιστορία και μου έπαιρνε, μόνο το σενάριο, το τι σημαίνει πριν το έγκλημα, 10.000-12.000 λέξεις, καταλαβαίνεις ότι είναι μεγάλο. Είναι πολύ μεγάλο. Όταν έφτανα, λοιπόν, στις 10.000 και στις 12.000, ασταμάτητες ώρες μπροστά σε έναν υπολογιστή… όταν έφτανα στις 10.000 και στις 12.000, καταλάβαινα, όμως, ότι αυτή η ιστορία κάπου κατέληγε. Είχε αρχή, μέση, τέλος. Αριστοτελικά, χωρίς να έχω διαβάσει την «Ποιητική» εξονυχιστικά, αντιλαμβανόμουν ότι έφτιαχνα μία ιστορία που είχε νόημα. Οπότε, αποφάσισα να το εμπλουτίσω αυτό. Αποφάσισα να το πάω ένα επίπεδο παρακάτω και ασχολήθηκα με την δημιουργική γραφή. Πήγα στο μεταπτυχιακό δημιουργικής γραφής στο πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας το 2015. Το φθινόπωρο είχε εξετάσεις. Ετοίμασα τα χαρτιά μου. Τότε, ήτανε γραπτά, προφορικά, παράδοση φακέλου. Είχε απ’ όλα τα καλά, έτσι; Έδωσα τις εξετάσεις. Ήμουν από τους πρώτους 5 στο τμήμα της συγγραφής που μπήκαμε. Σε βαθμολογία, εννοώ, εξετάσεων, έτσι; Φυσικά, μετά, παρατήρησα και διαπίστωσα ότι στο τμήμα μου είχε ανθρώπους οι οποίοι είχαν κάνει φοβερά πράγματα στον τομέα της λογοτεχνίας, αλλά και ακαδημαϊκούς που έκαναν ένα άλλο πτυχίο, αλλά και συγγραφείς και τα λοιπά και τα λοιπά. Πολύ πιο προχωρημένους από μένα δηλαδή. Αυτό εννοώ. Εγώ, όταν ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με τον υπεύθυνο του τμήματος και του προγράμματος σπουδών, τον κύριο Τριαντάφυλλο Κοτόπουλο, τον καθηγητή, του λέω: «Εμένα μου αρέσει να γράφω αστυνομικές ιστορίες και μου αρέσει να γράφω με πλοκή». Μου λέει: «Αυτό;» Λέω: «Αυτό. Γιατί; Δεν φτάνει;». Δεν το είπα, έτσι, με κάποιο τρόπο, αλλά το είπα φοβούμενος ότι, ίσως, δεν φτάνει Μου λέει: «Όχι… και περισσεύει». Δεν έχει σημασία… η δημιουργική γραφή έχει ένα σωρό τρόπους εκδήλωσης. Αυτή μπορεί να είναι μέχρι και διαφημιστικό κείμενο για επιχειρήσεις. Δεν έχει σημασία. Δημιουργική γραφή είναι. Λοιπόν, μπορεί να είναι ραδιοφωνικό spot. Μπορεί να είναι λογοτεχνικό. Μπορεί να είναι θεατρικό. Ένα σωρό μπορεί να είναι. Οπότε, κατάλαβα ότι ναι, ο τομέας της πλοκής, γενικά, με βόλευε. Όταν έδειξα, αργά ή γρήγορα και τις δουλειές της "Gamecraft", έλαβαν γνώση δηλαδή και οι υπόλοιποι, και οι συμφοιτητές μου -δεν το συζητώ- οι συνάδελφοι, οι οποίοι έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον. Πολλοί απ’ αυτούς ήταν και εκπαιδευτικοί. Οπότε, τους άρεσε σαν ιδέα. Πολλοί ήξεραν. Είχαν έρθει σε κάποια δική μας δραστηριότητα. Από κει, λοιπόν, με τη γραφή των κειμένων και με τη σπουδή της δημιουργικής γραφής άρχισα να βελτιώνουμε και τα κείμενα στην ομάδα. Μετά, μου άνοιξε η όρεξη, όπως καταλαβαίνεις, για περισσότερες λογοτεχνικές προσπάθειες, γιατί μετά ήμουνα και πιο πιστοποιημένος στο να κάτσω να γράψω πιο καλά κείμενα. Η αλήθεια είναι ότι μου άνοιξε και αρκετές πόρτες η σπουδή της δημιουργικής γραφής. Ίσως, δεν έχει νομικό πλαίσιο 100%, όπως έχει στο εξωτερικό, με επαγγελματικά δικαιώματα και όλα αυτά, αλλά δεν παύει να είναι μία εξειδίκευση την οποία μπορούν να εκμεταλλευτούν και οι εκπαιδευτικοί, μπορούν να την εκμεταλλευτούν και οι άνθρωποι οι οποίοι θέλουν να γράφουν… σαν εργαλειοθήκη, για να προλάβω ανθρώπους οι οποίοι θα σχολιάσουμε αρνητικά και θα πούνε ότι δεν μαθαίνεται μέσω της δημιουργικής γραφής η συγγραφή. Η δική μου η δήλωση είναι: «Όχι. Δεν μαθαίνεται, αλλά…». Όταν μία επιστήμη έχει καταγράψει πράγματα που κάνει κάποιος χωρίς να καταλαβαίνετε ότι τα κάνει ή μάλλον χωρίς να καταλαβαίνει ότι αυτό το πράγμα μπορεί να αποτελέσει και μέθοδο στο μέλλον… όταν, λοιπόν, αυτή η επιστήμη τα έχει καταγράψει και σου τα παρουσιάζει, τι είναι; Είναι μία επιστήμη η οποία σου δίνει μία εργαλειοθήκη. Το ταλέντο, σαφώς και αν υπάρχει, είναι σεβαστό και είναι και το ζητούμενο, αλλά όταν έχεις και μία εργαλειοθήκη, όταν έχεις τη δυνατότητα να κάνεις ένα σκελετό, όταν έχεις πάρει δείγματα γραφής, γιατί σου τα έχει δώσει επιλεγμένα ένα ρεζουμέ, το οποίο σου δίνει πάρα πολλά σαν συλλογή ιδεών και μεθόδων, τότε είναι πολύ καλύτερα. Και φυσικά, μετά, άνοιξαν οι πόρτες για πάρα πολλά πράγματα. Ναι. Η δημιουργική γραφή μου βελτίωσε και όλα τα κείμενα της ομάδας. Εγώ έγραφα ευφάνταστα, γιατί θεωρούσα ότι μπορούσα να κάνω ιστορίες με πλοκή. Όταν η πλοκή, πλέον, μάζεψα και σημειώσεις και είδα μπροστά μου και το τι έχει γίνει, από την αρχή, από τον Αριστοτέλη μέχρι σήμερα, γύρισα και είπα και έκανα και την πρώτη στο πανεπιστήμιο ότι «Θεωρώ ότι με την πλοκή μπορώ να ασχοληθώ και θεωρώ ότι μπορώ να ερευνήσω και να ετοιμάσω, το δυνατόν, υλικό, το οποίο θα μπορούσε να υποστηρίξει μία τέτοια εργασία τέτοιου επιπέδου». Και αυτή τη στιγμή είμαι στην ευχάριστη θέση να είμαι στα τελικά γραψίματα. Οπότε, ναι. Θα υπάρξει. Καλά να είμαστε… θα υπάρξει. Οπότε, ναι. Η δημιουργική γραφή είναι αλληλένδετη. Να σου πω και το εξής: παίζει παιχνίδια στον υπολογιστή ο κόσμος. Έχουμε αντιληφθεί την ποσότητα του κειμένου που υπάρχει σε ένα role-playing παιχνίδι; Σε ένα παιχνίδι ρόλων στον υπολογιστή; Μόνο στους διαλόγους και τις επιλογές ερωτήσεων και απαντήσεων… μόνο σ’ αυτό σου λέω. Δηλαδή, μιλάμε, τώρα, για ένα παιχνίδι το οποίο, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα πέσεις επάνω σε 200 χαρακτήρες, σε ένα παιχνίδι περιορισμένου μεγέθους, γιατί σε μεγαλύτερα ακόμα περισσότερους, οι οποίοι θα έχουν και από πόσες ερωταπαντήσεις μαζί σου. Αυτά προετοιμάζονται από ειδικές ομάδες δημιουργικής γραφής, οι οποίες έχουν ετοιμαστεί, οργανωθεί και κινούνται σε μεγάλες εταιρείες παραγωγής βιντεοπαιχνιδιών και οι οποίες έχουν εκπληκτική δουλειά. Είναι γραμμένες άψογα. Οι διάλογοι; Τα κείμενα; Οι τριτοπρόσωποι αφηγητές; Την ώρα του παιχνιδιού δηλαδή. Όλα αυτά. Οι ομάδες, μάλιστα, χαρακτηριστικά… ήμουν σ’ ένα συνέδριο, στην Αγγλία, το 2019 και μιλούσαμε μ’ Αμερικανό καθηγητή και μου λέει; «Μπορείς να μου πεις…»… αυτός δεν ήξερε την κουλτούρα αυτή. Δεν είχε εμπεδώσει τόσο πολύ την κουλτούρα των παιχνιδιών και μου λέει: «Μπορείς να μου πεις γιατί όλοι οι φοιτητές μου, οι καλοί, ξεκινάνε δουλειές σε εταιρείες λογισμικού που βγάζουν παιχνίδια;». Λέω: «Γιατί είναι μία πρακτική η οποία είναι πάρα πολύ δημοφιλής. Πάρα πολύ δημοφιλής». Και «Καλά…», λέει «…αποδίδουν 100%; Δηλαδή, είναι τόσο ποιοτικοί;». Του λέω: «Σε πολλές περιπτώσεις είναι πάρα πολύ ποιοτικοί». Αυτά τα οποία διαβάζει ο παίκτης, για να παίξει, δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι τυπικά και να χρησιμοποιούνται σε καθομιλουμένη ας πούμε. Μπορεί να του κάνει και μεγάλη εντύπωση το κείμενο. Επίσης, ένας της δημιουργικής γραφής ξέρει πότε αλλάζει το ύφος, πότε αλλάζει ο τόνος, πότε αλλάζει το λεξιλόγιο, ανάλογα με το χαρακτήρα που έχω απέναντί μου. Οπότε, όλα αυτά χρειάζεται κάποιον που να είναι εξειδικευμένος. Η δημιουργική γραφή είναι ό,τι πρέπει γι’ αυτό εδώ. Νομίζω ότι η δημιουργική γραφή έτσι έρχεται να βοηθήσει το κομμάτι της κατασκευής παιχνιδιών.
Στιγμές που σου μείνανε απ’ όλη αυτή τη διαδικασία του μεταπτυχιακού και του διδακτορικού;
Ναι. Έχω κάνει ένα πρότζεκτ με τον κύριο Μπράτιτση το Θαρρενό, που είναι φοβερός καθηγητής στο κομμάτι της ψηφιακής αφήγησης. Με εντυπωσίασε η ψηφιακή αφήγηση πάρα πολύ. Είχα κάνει μία νουάρ ιστορία, έτσι; Να το πω. Κάποια στιγμή, είχα ετοιμάσει μία παρουσίαση. Υπήρχε ένα παιχνίδι του 1999, που λέγεται “Discworld Noir”. “Discworld” είναι ο κόσμος [02:30:00]του Terry Pratchett, του πολύ γνωστού Terry Pratchett. Αν κάποιος παίξει το παιχνίδι ή έστω ένα walkthrough, ένα βίντεο που δείχνει το παιχνίδι πώς παίζεται ας πούμε και πώς τελειώνει και διαβάσει τους διαλόγους και δει το κείμενο μέσα, που υποθέτω ότι είναι του Terry Pratchett, γιατί, έτσι, μόνο ο Terry Pratchett έγραφε… σίγουρα, έχει γίνει και επέμβαση από τους ανθρώπους του παιχνιδιού, τους ανθρώπους που συμμετείχαν στην παραγωγή του. Είναι πραγματικά εκπληκτικό. Είναι μία ψηφιακή αφήγηση το παιχνίδι αυτό. Είναι adventure αυτό το παιχνίδι, με γρίφους και τα λοιπά και τα λοιπά, αλλά, πραγματικά, τη μερίδα του λέοντος την έχουν οι διάλογοι. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να γελάει πάνω από τριάντα φορές στις πρώτες ώρες του παιχνιδιού, δηλαδή το χιούμορ ο Pratchett. Το χιούμορ ο Detective Lewton που είναι στο συγκεκριμένο παιχνίδι ο ήρωας. Φοβερό. Φοβερό. Φοβερό. Ναι. Είναι από τις περιπτώσεις στις οποίες ήμουν έτοιμος να κάνω την παρουσίαση, αλλά είχαμε μία ακύρωση μία συγκεκριμένη ημερομηνία. Κάποιες απεργίες, νομίζω. Δεν θυμάμαι και δεν είχα καταφέρει να την κάνω. Την έχω ακόμα. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να τη χρησιμοποιήσω. Τι άλλο; Ήμουν κριτική επιτροπή σ’ ένα λογοτεχνικό διαγωνισμό. Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό. Ήταν σε λογοτεχνικό διαγωνισμό, στο «Μίμης Σουλιώτης» το 2016.Ο Μίμης Σουλιώτης είναι ο ιδρυτής του μεταπτυχιακού της δημιουργικής γραφής στη Φλώρινα, ο ποιητής. Έφυγε από κοντά μας. Δεν το περίμενε κάνεις. Εμείς, όλοι οι άνθρωποι του μεταπτυχιακού, οι οποίοι έχουν φοιτήσει εκεί, έχουν τελειώσει εκεί, αλλά κι αν δεν έχουν τελειώσει εκεί, δένονται με τη Φλώρινα. Είναι μία τοποθεσία η οποία είναι τόσο όμορφη και τόσο απομακρυσμένη για κάποιους, δηλαδή, τώρα, φαντάσου ότι έχουμε ανθρώπους οι οποίοι ερχόντουσαν με πτήση από την Αίγυπτο, για να παρακολουθήσουν το μεταπτυχιακό. Είναι φοβερά τα πράγματα αυτά. Όχι ότι η Κύπρος είναι πιο μακριά. Πιο κοντά είναι, αλλά και πάλι, είναι μακριά όμως. Όχι ότι οι άνθρωποι… από την Κρήτη έκαναν το ταξίδι, για να έρθουν στο μεταπτυχιακό, στα μαθήματα της Φλώρινας. Ήταν εκπληκτικό το γεγονός ότι πέρασαν άνθρωποι… είχα την τιμή να γνωρίσω, από κοντά, τον Τίτο Πατρίκιο, τον ποιητή, μεγάλη υπόθεση. Είχα την τιμή να γνωρίσω στιχουργούς, τεράστια ονόματα της στιχουργικής, συγγραφείς, ανθρώπους που σήμερα έχουν εκπληκτικό έργο να δείξουν και συνεχίζουν, όπως ο Ισίδωρος Ζουργός, όπως ο Μισέλ Φάις, όπως… πολλοί. Πολλοί. Τώρα, ίσως, αδικήσω και πολλούς που δεν μου έρχονται στο μυαλό αμέσως, όπως ο Βασίλης ο Παπαθεοδώρου, ο συγγραφέας, όπως… τι να πω; Όπως και ανθρώπους, φυσικά, της επιστήμης, από παιδαγωγικές σχολές ή ανθρώπους οι οποίοι διδάσκουν ποίηση ή θεωρία της λογοτεχνίας. Είναι… είναι μία εμπειρία το μεταπτυχιακό δημιουργικής γραφής. Είναι εμπειρία, γιατί έχει αρκετά κοντά όχι μόνο το θεωρητικό κομμάτι, το οποίο στο εξωτερικό είναι λαμπρό και φοβερό και τεράστιο, αλλά και τους ανθρώπους στο πεδίο, ανθρώπους από εκδοτικούς οίκους, καθηγητές οι οποίοι διδάσκουν δημιουργική γραφή σε άλλα πανεπιστήμια, συγγραφείς, ποιητές, ανθρώπους οι οποίοι γράφουν τα διαφημιστικά σποτ, δηλαδή… ραδιοφωνικούς παραγωγούς. Πολλά που… κείμενο από κει που δεν το περιμένεις. Θεατρικούς παραγωγούς και συγγραφείς, κινηματογραφικούς σεναριογράφους και πολλά άλλα. Κάποια στιγμή είχα κάνει και μία εισήγηση για το αστυνομικό. Είχε ξεκινήσει το ’17. Είχα κάνει μία εισήγηση για το αστυνομικό και τα βάλαμε κάτω. Είπαμε Έντγκαρ Άλαν Πόε, «Οι Φόνοι της Οδού Μοργκ». Όχι Αγκάθα Κρίστι. Όχι Σέρλοκ. Ανεστραμμένη αστυνομική ιστορία, την οποία είχα παρουσιάσει πρόσφατα σε συνέδριο. Πολλά. Πολλά. Από Detective Colombo μέχρι ό,τι μπορείς να φανταστείς, ό,τι έχει δείξει η τηλεόραση, ό,τι… πολλοί από τους ανθρώπους που ήταν από κάτω το θυμήθηκαν ή πολλοί απ’ τους ανθρώπους που καθόντουσαν κάτω δεν το ήξεραν καν. Δεν ήξεραν την ύπαρξη του. Δώσαμε παραδείγματα με βίντεο από σειρές τηλεοπτικές, από βιβλία, τα οποία δεν γνώριζε κάποιος την κυκλοφορία τους. Ήταν ωραία. Ήταν πάρα πολύ ωραία.
Από τη ζωή σας στη Φλώρινα τι σας έχει μείνει;
Τα κεμπάπια. Καταπληκτική πόλη. Πανέμορφη. Δεν ξέρω πώς είναι να ζεις, ίσως, σε μία μικρή πόλη, στην οποία δεν μπορείς να έχεις και την ευκολία κινήσεων να φύγεις ή να λειτουργήσεις. Βέβαια, σήμερα, στην εποχή του Ίντερνετ, νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Εγώ θα προτιμούσα μία ποιότητα ζωής σε μία πόλη, όπως η Φλώρινα, δηλαδή, εννοώ με τον περίπατο μου δίπλα στο ποτάμι, με το καταπληκτικό φαγητό μου, με το κρασί παραγωγής στην παραγωγή, τα κεμπάπια -μην το γελάς καθόλου- τα καταπληκτικά που κάνουν εκεί πέρα. Τι να πω; Και οι ταβέρνες ήταν εμπειρία και οι περίπατοι εμπειρία και το κρύο. Εμένα μου αρέσει, ίσως, αυτό. Έτσι, η δροσιά. Να ξέρω να κρατάω τον εαυτό μου σε κάτι. Όχι αυτή η απόλυτη κατάρρευση της υπερβολικής ζέστης, γιατί και η όχι υπερβολική ζέστη, επίσης, ευλογία είναι. Λοιπόν, έχει τα πλεονεκτήματα της. Είναι μία πόλη η οποία είναι απομονωμένη, καλώς ή κακώς, εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης, αλλά καθόλου αμελητέα και καθόλου αφημένη, αλλά αρκετά καλά αναπτυγμένη. Είναι απ’ τις περιπτώσεις, οι οποίες, αν μου έλεγε κάποιος «Αν για τον Α ή Β λόγο χρειαστεί να πας να μείνεις εκεί, θα έμενες;», θα πήγαινα. Θα πήγαινα. Ίσως, να άλλαζα γνώμη στο ενδιάμεσο, αλλά, έτσι θα πήγαινα, που την έζησα, δηλαδή, αρκετές μέρες. Έμεινα εκεί πέρα και τα λοιπά. Θα πήγαινα. Έχεις ομορφύνει με την ανάπτυξη της, με τις προσπάθειες των ντόπιων για ωραία πράγματα. Είναι πολύ ευχάριστο γεγονός ότι είναι εκεί πέρα το τμήμα το δικό μας, είναι η παιδαγωγική σχολή, είναι η σχολή καλών τεχνών. Οπότε, έχει και μία φρέσκα κινητικότητα από φρέσκο κόσμο, δημιουργικό, ο οποίος, έτσι, βουίζει, όταν κυκλοφοράει στην πόλη. Έχει άποψη η Φλώρινα. Όχι… μ’ αρέσει. Μ’ αρέσει.
Θυμάστε κανένα συγκεκριμένο περιστατικό; Κάποια βόλτα ας πούμε; Κάτι που σας έμεινε;
Μα τι με βάζεις και λέω τώρα; Κάποια στιγμή είχαμε ανακαλύψει ένα Rock Club. Χαμός. Σφαγή, δηλαδή ο DJ με έβλεπε εμένα να χτυπιέμαι με House of Pain, ας πούμε και το διασκέδαζε τόσο πολύ… έψαχνε να βρει τραγούδι, για να με εντυπωσιάσει. Περνούσαμε πάρα πολύ καλά. Κάθε φορά που πηγαίναμε εκεί, δηλαδή δεν είναι η ταβέρνα, δεν είναι… επίσης, λειτουργούσαμε υπό πίεση, δηλαδή η σχολή δεν μας άφηνε. Όταν φεύγαμε την Παρασκευή το βράδυ, έλεγε: «Για αύριο το πρωί…» και τελειώναμε 22:00 το βράδυ. Για αύριο το πρωί να έχουμε έτοιμο αυτό κι αυτό κι αυτό. Εμείς, όταν τελειώναμε στις 22:00, πηγαίναμε για φαγητό, βγαίναμε για ποτό και πηγαίναμε για ύπνο, ίσως και 04:00 και 05:00 το πρωί και τα καταφέρναμε την επόμενη μέρα και είχαμε και έτοιμη εργασία. Εγώ, μετά από κάποια στιγμή και μετά, έλεγα: «Παραδίνομαι»! Κάποιοι, πιο νέοι, συνάδελφοι δεν καταλάβαιναν τίποτα. Πολλές φορές, δεν κοιμόντουσαν κιόλας. Είχαμε πάντα δουλειά. Πάντα μας άρεσαν τα μαθήματα και οι παραδόσεις και πάντα είχαμε διαρκή κινητικότητα, δηλαδή δεν κάθισε κανένας στο ξενοδοχείο να πει: «Δεν βγαίνω». Από πού κι ως πού; Αμέσως, ένας πυρήνας ανθρώπων που ερχόταν μαζί και έκανε απίστευτα πράγματα στη νύχτα της πόλης, έτσι; Καταδιασκεδάζαμε. Που είχε και πολλά να δείξει. Έχω φτάσει σε σημείο να μου έχει λείψει τόσο πολύ αυτό το Τμήμα της Δημιουργικής Γραφής και τα πράγματα που κάναμε, που δανείστηκα βιβλία από τη δανειστική βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου στη Φλώρινα, ενώ μπορούσα να το κάνω από κάπου αλλού, έτσι; Πήρα τηλέφωνο στη Φλώρινα και είπα: «Ρε παιδιά, θέλω αυτό κι αυτό κι αυτό το βιβλίο». «Πού μένετε;», εντελώς τυπικά, μου λέει η κοπέλα από τη βιβλιοθήκη. Λέω: «Θεσσαλονίκη» και σταματάει. Παγώνει. Μου λέει: «Και γιατί να τα πάρετε από εμάς; Λίγο μακριά δεν πέφτουμε;». «Γιατί μου αρέσει, ρε παιδιά. Θα το πάρω από σας. Θα τα φέρω εγώ. Μην ανησυχείτε». Πέθανε στο γέλιο. Μου λέει: «Εντάξει». Μου έδειξε τον τρόπο με τον οποίον μπορώ να τα στείλω πίσω, για να μην υπάρχει πρόβλημα και μου λέει: «Ωραία! Πάρτε τα από μας. Εντάξει. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Εφόσον είστε φοιτητής… όλα αυτά. Η κάρτα υπάρχει. Μπορείτε να δανειστείτε. Έχετε δικαίωμα. Του τμήματος μας είστε και τα λοιπά». Ήταν χαρακτηριστικό. Αφού λέει: «Μπορείτε να πάρετε από αλλού. Γιατί δεν πάτε…» Λέω: «Εγώ από σας θέλω». «Εντάξει», λέει. Ήτανε… ήτανε καλές εμπειρίες.
Ενότητα 8
Ο Τίτος Πατρίκιος, η βοήθεια μιας γλυκιάς συντρόφου και οι δυσκολίες ενός μεταφραστή
02:38:17 - 02:51:53
Από τις κουβέντες που είχατε με συγγραφείς, ποιητές που αναφέρατε και λοιπά, θυμάστε κάποια συνομιλία που σας έχει μείνει για κάποιο λόγο;
Ναι! Θυμάμαι μία συγκλονιστική ατάκα του Τίτου Πατρικίου. Πολύ συγκλονιστική. «Αν γράφεις…». Θα την πω χαρακτηριστικά, γιατί έκανε μία μικρή παύση και είχε… μας είχε απορροφήσει τόσο πολύ ο τρόπος που λειτουργούσε. Αφού να φανταστείς ότι καθόταν και έλεγε: «Ρε παιδιά, κάνα καλό φαγητό έχετε να προτείνετε;», δηλαδή ήτανε δικός μας. Ήτανε φιλαράκι. Πώς να το πω; Δηλαδή, ήταν τόσο προσβάσιμος και τόσο εύκολος, αλλά ταυτόχρονα και τόσο ευφυής και ξέραμε ότι απέναντί μας έχουμε σύμβολο πολλών πραγμάτων, έτσι; Όχι μόνο της ποίησης. Και ενός αγώνα. Ενός αντικαθεστωτικού αγώνα. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος έχει περάσει πολλά και ήταν ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Ευγενικός. Έτοιμος να απαντήσει σε οποιαδήποτε απορία. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, το ότι μας είχε βάλει… «Άντε να γράψετε και μία άσκηση». Έτσι, για να δείξει ότι έχουμε κινητικότητα. Εμείς θα του παρουσιάσουμε δείγματα γραφής. Εμείς πεθαίναμε. Θέλαμε πάρα πολύ… «Αλλά δεν θα γράψετε ποίημα. Για πεζό πάμε. Τον κοιτάμε εμείς… λέμε: «Κύριε Πατρίκιε… δάσκαλε… πεζό;». «Ναι., πεζό. Αυτό που σας φοβίζει περισσότερο». Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, είχα γράψει ένα κείμενο το οποίο έλεγε ότι με φοβίζει ο θάνατος. Τον στεναχώρησα, γιατί το άκουσε και στεναχωρήθηκε κι αυτός. Στεναχωρήθηκε. Γιατί; Γιατί με φοβίζει ο θάνατος; Του λέω: «Με φοβίζει…». Ο τρόπος με τον οποίον το έθεσα… δεν θυμάμαι ακριβώς πώς το είχα γράψει το κείμενο… είναι ότι υπάρχει ένας κύκλος που δεν σταματάει ποτέ. Άρα, εκεί που υπάρχει κάτι που [02:40:00]φεύγει είναι για να προϋπαντήσουμε κάτι το οποίο έρχεται. Είδα το χαμόγελο στο πρόσωπό του. Του άρεσε σαν ατάκα. Του άρεσε το αφήγημα. Αυτός περίμενε ένα ξερό «Με φοβίζει ο θάνατος» και ίσως και 2-3 «Γιατί με φοβίζει ο θάνατος», αλλά ο κύκλος, το ότι δεν μου λέει κάτι ο θάνατος, γιατί αμέσως μετά έρχεται η ζωή. Λοιπόν, ήτανε κάτι το οποίο τον ικανοποίησε, τον άφησε πολύ ικανοποιημένο. Μου λέει: «Ωραία!», μου κάνει μια. Ήτανε μονολεκτικός. Τον είδα ότι μετά γέλασε και μαλάκωσε. Κάνει και ένα «Ωραία». Ήξερα ότι είχα -πώς το λένε;- το δίλεπτο με μία τεράστια μορφή του πολιτισμού. Είχα το δίλεπτο, στο οποίο πήγα καλά. Σταματάει. Κάνει παύση. Τον ακούει με μεγάλη προσοχή μία ολόκληρη αίθουσα και λέει το εξής: «Αν γράφεις για τον εαυτό σου, έχεις χάσει. Αν γράφεις για να ευχαριστηθεί η παρέα σου, έχεις χάσει. Οδηγίες για να κερδίσεις δεν υπάρχουν». Αυτό το ‘γραψα να φανταστείς. Μου έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση που κάθισα και το σημείωσα. Φυσικά και το θυμάμαι. Δεν μου ξέφυγε ούτε άρθρο, αλλά ήταν τόσο συγκλονιστική ατάκα που την έγραψα κατευθείαν σε χαρτί. «Αν γράφεις για τον εαυτό σου, έχεις χάσει. Αν γράφεις για την παρέα σου μόνο, έχεις χάσει…». Πόσο συμβολικό και πόσα υπονοούμενα μέσα; «…οδηγίες για να κερδίσεις δεν υπάρχουν». Που αυτό που πρεσβεύει, ενδεχομένως, έτσι αν το δει κάποιος πολύ απαίδευτα, αυτό που πρεσβεύει η δημιουργική γραφή είναι οδηγίες για να γράψεις. Σου λέει: «Οδηγίες για να κερδίσεις δεν υπάρχουν», είπε ο Πατρίκιος. Συγκλονιστικό.
Πότε κερδίζεις, λοιπόν;
Δεν το ξέρω αυτό. Δεν έχω δώσει απάντηση ακόμα. Εγώ είμαι οπαδός του «Κερδίζεις όταν προσπαθείς». Αν δουλέψεις και προσπαθήσεις, κερδίζεις. Σαφώς, δεν κερδίζεις αν γράφεις για τον εαυτό σου. Δεν θέλουμε αυτοθαυμασμό. Δεν υπάρχει λόγος. Και ίσως δεν λειτουργεί και καταπραϋντικά αυτό. Δεν ξέρω πώς λειτουργεί. Αν γράφεις για την παρέα σου… θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι διάβαζα στο «Περί Συγγραφής» του Stephen King, που είναι οι οδηγίες του για συγγραφή. Διαβάζω χαρακτηριστικά το ότι λέει ο King ότι: «Εγώ τα έδινα σε δεύτερο μάτι, τρίτο μάτι, τέταρτο μάτι και μου λέγανε όλοι: “Καταπληκτικό! Καταπληκτικό!”. Δεν το θέλω αυτό. Τι να το κάνω το καταπληκτικό; Εμένα μ’ ενδιαφέρει να με πιάσει κάποιος και να μου πει: “Εδώ, εδώ, εδώ και εδώ χάλια ή λάθος ή μπορείς καλύτερα”». Και αυτό το έκανε η γυναίκα του, βέβαια, όπως ξέρουμε όλοι, γιατί η γυναίκα του είναι πολύ σημαντικός αναγνώστης της δουλειάς του Stephen King και τα λοιπά. Λοιπόν, αν γράφεις για να ικανοποιήσεις την παρέα σου ή για να ακούσεις λόγια της επιβράβευσης από την παρέα σου, μάλλον, λάθος κάνεις. «Έχεις χάσει», όπως λέει και ο Πατρίκιος πολύ χαρακτηριστικά. Λοιπόν, όλα αυτά είναι πολύ μεστά ενός μεγάλου δάσκαλου.
Η γυναίκα του Stephen King τον βοηθούσε. Η δικιά σας η γυναίκα;
Πολύ με βοηθάει. Είναι στις εκδόσεις μέσα. Έπεσες στην περίπτωση τώρα. Λοιπόν, η Βίκυ είναι στις εκδόσεις. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, κάνουμε το πρώτο της “Fedora” και βγαίνει το «Εγκαταλελειμμένο Πανδοχείο» της Anna-Katharine Green και φυσικά, εγώ δεν πίστευα στον εαυτό μου. Η Βίκυ έχει σπουδαίες ιστορικό-αρχαιολογικό και ιστορία τέχνης και μουσειολογία μεταπτυχιακό και κάνει… φυσικά, και οι γραμματικές της γνώσεις είναι πολύ ανώτερες από τις δικές μου και πιάνει το κείμενο, έρχεται από τη μεταφράστρια το κείμενο και λέει… τότε, δεν είχε ζητηθεί να ασχοληθεί καθόλου, γιατί είχα ασχοληθεί εγώ με τις διορθώσεις. Η μεταφράστρια μου έστειλε το κείμενο, η Μαρία Θεοχαρίδου. Καταπληκτική. Μάλιστα, χαρακτηριστικά, θυμάμαι ότι στο πρώτο… τώρα, μπαίνουμε στην κατηγορία της “Fedora”. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, ότι κάναμε το πρώτο βιβλίο και μας λέει ο εκδοτικός ότι πρέπει να γίνει μέσα σ’ ένα μήνα η μετάφραση, αλλά μιλάμε για ανθρώπους οι οποίοι δεν είναι βασική τους δουλειά αυτή. Λέω, χαρακτηριστικά, στη Μαρία ότι «Ξεκινάς μεταφράζεις και ό,τι ώρα τελειώσεις μου το στέλνεις. 02:00 το βράδυ; 02:00 το βράδυ. Εντάξει;». «Εντάξει». Και η Μαρία δούλευε ασταμάτητα. Είναι από τα τεράστια πλεονεκτήματα της Μαρίας της Μαρίας Θεοχαρίδου, η οποία είναι εξαιρετική μεταφράστρια. Μου στέλνει υλικό, υλικό, υλικό. Εγώ φοβόμουνα τις διορθώσεις. Οπότε, κάποια στιγμή, προς βοήθειά μου, χωρίς να μου πει τίποτα, έρχεται η Βίκυ από πάνω, παίρνει το κείμενο, μου λέει: «Εδώ λίγο αυτό. Εδώ λίγο εκείνο» και αρχίζει και λειτουργεί, πλέον -το καταλαβαίνω- μία συνεργασία ανάμεσα σε έναν άνθρωπο ο οποίος δεν ξέρει και σ’ ένα άνθρωπο ο οποίος ξέρει. Εγώ, που δεν ήξερα, βέβαια, αποδεχόμουν τις διορθώσεις. Περνούσα τις διορθώσεις στον υπολογιστή και έτσι ξεκίνησε η πρώτη ανεπίσημη επιμέλεια της πρώτης “Fedora” και στη δεύτερη μετά, που έκανα μετάφραση εγώ το βιβλίο, ήταν η Βίκυ Χατζηπανταζή… ήταν συνέχεια στην επιμέλεια, δηλαδή ήταν η βασική επιμελήτρια και στο «Θεσσαλονίκη Nουάρ», που κάναμε τώρα τελευταία, που εκεί ήταν κείμενα 10 διαφορικών συγγραφέων και ήταν λίγο πιο δύσκολο, γιατί ο καθένας έγγραφε με το δικό του τρόπο. Γι’ αυτό… ναι! Βεβαίως, βοηθάει! Βοηθάει!
Έχετε τύχει ποτέ, ας πούμε, να μαλώσετε πάνω-
Πάρα πολλές φορές. Όχι μόνο μία φορά και δύο. Πάρα πολλές φορές. Κοίταξε. Το σωστό είναι σωστό. Δεν υπάρχει περίπτωση να μαλώσουμε. Γιατί; Αν ένας από τους δύο διαφωνεί στο σωστό, είναι λάθος ο ίδιος. Δεν υπάρχει περίπτωση. Εκείνο που έχει να κάνει με τον αντίλογο είναι το αν και κατά πόσο αφήνουμε… είμαστε ανεκτικοί στα λάθη του μεταφραστή ή του συγγραφέα μέχρι ένα σημείο, που μπορεί να περάσει αυτό και να γίνει αποδεκτό από τους αναγνώστες. Τώρα, όταν πάμε με βασικούς γραμματικούς κανόνες, αυτό είναι αμετάβλητο. Δεν μπορεί να γίνει… δεν μπορεί ν’ αλλάξει τίποτα σ’ αυτό. Η μετάφραση είναι πάρα πολύ σημαντική, δηλαδή όταν… η μετάφραση έχει άπειρες διαφορετικές προσεγγίσεις και κινδυνεύεις να κάνεις μία λάθος μετάφραση και πολλές φορές έχει γίνει. Και όχι μόνο στην Ελληνική πραγματικότητα. Και στο εξωτερικό, αλλά στην ελληνική πραγματικότητα έχω δει εγώ, με τα ίδια μου τα μάτια, πάρα πολλά λάθη. Εκείνα τα φοβόμουν τα λάθη, γιατί ήμουν πάρα πολύ άπειρος. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Οπότε… έπεσα και σε ένα βιβλίο, το οποίο, ίσως, να μην ήταν το καλύτερο και για ξεκίνημα, το οποίο ήταν 85.000 λέξεις, που είναι κάτι φυσιολογικό, αλλά ήταν συγγραφέας ο οποίος ήταν πάρα πολύ δύσκολο, γιατί λειτουργούσε με επιστήμονα ερευνητή και ήταν τόσοι οι όροι μέσα, που δεν καταλάβαινα και ήταν και γραμμένο το 1937. Άγγλος, με γνώσεις ιατρικής, φαρμακευτικής, μεταλλουργίας… ό,τι μπορείς να φανταστείς. Και αναγκαζόμουν και έψαχνα την τεχνολογία της εποχής. Επίσης, άνθρωπος ο οποίος έγραφε πράγματα για την ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου, που ειλικρινά ούτε στο ίντερνετ δεν μπορούσα να τα βρω. Θα σου πω, χαρακτηριστικά, ένα παράδειγμα, που είναι πολύ χαρακτηριστικό. Το τι έχω πάθει… μία μέρα το έψαχνα αυτό. Μιλάω ολόκληρη μέρα. Όχι μία μέρα ασχολήθηκα μια ώρα. Όσες ώρες ήμουν στον υπολογιστή, εκείνη την ημέρα, έψαχνα μόνο το πώς θα καταφέρω να εξηγήσω αυτό. Κάποια στιγμή συζητάνε κάποιοι μεταξύ τους, εντός του βιβλίου και βγει ένας και λέει: «Όλοι οι Norfolk Howard αυτού του κόσμου θα καταλάβουν τι εννοώ» και λέω: «Εντάξει. Norfolk Howard. Εύκολο. Google». Norfolk Howard… κανένα αποτέλεσμα. Λέω: «Δεν μπορεί. Κάτι έχει γίνει λάθος». Ελέγχω το αγγλικό κείμενο. Norfolk Howard… σωστά το γράφω. Ψάχνω δεύτερη σελίδα αποτελεσμάτων της Google. Τρίτη σελίδα αποτελεσμάτων. Τετάρτη. Τίποτα. Όλα ήταν λάθος αναφερόμενα. Υπήρχε το Howard, δεν υπήρχε το Norfolk και πάει λέγοντας. Δεν σου κρύβω ότι πήρε μία ολόκληρη μέρα. Παιδευόμουν και βρήκα την έκφραση, σε κάποιον ο οποίος έκανε… ουσιαστικά, ήταν ξεναγός και έκανε τουριστικές περιηγήσεις. Και σε μία γωνιά του Λονδίνου πέταξε αυτή την ατάκα. Τι είναι το Norfolk Howard; Norfolk Howard είναι μία αριστοκρατική επωνυμία. Στο παρελθόν, οι Άγγλοι είχαν τη δυνατότητα, όπως και εμείς την έχουμε, να αλλάξουν το επίθετό τους. Εντάξει. Να πουν ότι «Δε θέλω να με λένε Παπαδόπουλο. Θέλω να με λένε Δημητρίου». Ωραία; Ωραία! Κατοχυρώνεται. Επικυρώνεται και λέγεστε Δημητρίου. Κανένα πρόβλημα. Τι γίνεται τώρα όμως; Στο παρελθόν, οι Άγγλοι έκανα ανακοινώσεις σε εφημερίδα. Πώς κάνουμε γάμο; Πώς κάνουμε συλλυπητήρια για μία κηδεία; Μία ανακοίνωση μιας τέτοιας τελετής. Και βγαίνει και λέει λοιπόν ότι υπήρχε ένας τύπος ο οποίος λεγότανε Bug, κοριός. Joshua, ήτανε το μικρό του, Bug. Αυτός ο Joshua Bug ήθελε ν’ αλλάξει το όνομα του. Και βγαίνει στην εφημερίδα και κάνει επίσημη ανακοίνωση, όπως έκαναν και πολλοί άλλοι και λέει: «Από δω και πέρα, δεν λέγομαι Joshua Bug, αλλά λέγομαι Norfolk Howard» και έγινε σφαγή, γιατί ήταν σαν να λέω ότι λέγομαι Γλύξμπουργκ, παραδείγματος χάριν, στην ελληνική πραγματικότητα. Γιάννης Γλύξμπουργκ. Οπότε, πέσανε όλοι να τον φάνε. «Πώς τολμάς; Πώς τολμάς να αναφέρεσαι σε βασιλική οικογένεια… αριστοκρατική και ποιος είσαι εσύ; Bug σε λένε. Ποιος ξέρει τι είσαι;» και τα λοιπά. Ήτανε μία τέτοια ατάκα, η οποία ένας αποφάσισε ν’ αλλάξει το όνομά του και ίσως, ήταν από τα πρώτα τρολ σε εφημερίδα, γιατί έγραψε ότι «Δεν με λένε Κοριό πλέον. Θα με λένε Γλύξμπουργκ». Θα με λένε, ξέρω γω, κάπως… Μπάκιγχαμ ας πούμε. Οπότε, έγινε μεγάλος ντόρος και φυσικά ανέκδοτος ντόρος και έχει μείνει από τότε ατάκα και τη χρησιμοποίησε ο συγγραφέας. «Άντε βρες το τώρα αυτό», λέω εγώ σ’ ένα μεταφραστή. [02:50:00] Κάποια στιγμή, συζητούσαμε σε μία ανοιχτή συζήτηση, σε μία έκθεση βιβλίου. Ήταν η Χίλντα Παπαδημητρίου, η συγγραφέας, η οποία είναι και εξαιρετική. Και συγγραφέας και μεταφράστρια. Όμως, συζητούσαμε για μεταφραστικά θέματα και ήταν ένα κομμάτι κειμένου το οποίο είχε έναν αστυνομικό στη Νέα Ορλεάνη, για την ακρίβεια στην Πολιτεία της Λουιζιάνα. Το περιπολικό, σε ορισμένες τέτοιου είδους περιοχές, όπου το στοιχείο του βάλτου, της ζούγκλας, της βλάστησης, των μεγάλων αγροτικών περιοχών και τα λοιπά είναι, έτσι… έντονο και μάλιστα στην Πολιτεία της Λουιζιάνα είναι και ο υγρότοπος εκεί ιδιαίτερος και είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα, τα περιπολικά δεν είναι αστικά περιπολικά, αλλά είναι πολύ πιθανό να είναι ό,τι είναι τα δικά μας τα αγροτικά, με καρότσα παραδείγματος χάριν. Οπότε, υπήρχε μία τέτοια περιγραφή στο αγγλικό κείμενο και δεν καταλάβαινε ο μεταφραστής, όχι η κυρία Παπαδημητρίου, κάποιος, δεν καταλάβαινε κανένας από μας, από κάτω… εγώ, απλά, το είπα σαν ατάκα, επειδή είχα διαβάσει το βιβλίο και το ήξερα. Και ήμουνα τυχερός σ’ αυτό, αλλά θα μπορούσα, κάλλιστα, να μην το καταλαβαίνω. Δεν καταλάβαιναν τι σημαίνει όλο αυτό το αυτοκίνητο, δηλαδή τι είδους αυτοκίνητο είναι αυτό; Και τότε, όταν ακούστηκε ότι αυτό είναι κάτι σαν pick-up truck, δηλαδή αυτό που λέμε εμείς αγροτικό, ας πούμε. Datsun, Toyota ή οτιδήποτε… λοιπόν, τότε, ήτανε απόλυτα λογικό να το αντιληφθεί ο μεταφραστής, γιατί έλεγε: «Αφού είμαστε στη Λουιζιάνα. Δεν είμαστε στη Νέα Υόρκη, να κυκλοφορούμε με κάτι που είναι σαν φορτηγάκι, αλλά θα κυκλοφορούσαμε με κάτι που είναι σαν κούρσα, γιατί είναι περιπολικό σε αστικό τοπίο». Λοιπόν, όλα αυτά ήτανε πολύ σημαντικές παράμετροι μεταφραστικές ή οτιδήποτε άλλο και οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για τη σειρά “Fedora” με τους ξένους συγγραφείς, οι οποίοι έρχονται ο ένας πίσω απ’ τον άλλον και όλοι έχουν τις ιδιαιτερότητες τους και τις περιέργειες του στη μετάφραση. Αυτό ήτανε το χαρακτηριστικό.
Επειδή έχετε υπάρξει και… είστε και συγγραφέας, μάλλον, είστε επιμελητής… έχετε κάνει πολλά. Θα το ρωτήσω γενικά. Ποια είναι η πιο δύσκολη στιγμή, αν θέλετε, σε αυτές τις ιδιότητες που έχετε;
Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι όλες είναι δύσκολες. Μία δουλειά η οποία είναι μη αναγνωρισμένη και παραμελημένη και δεν παίρνει και τα εύσημα, όσα και όποτε πρέπει, είναι του επιμελητή. Αν είσαι συγγραφέας, είσαι συγγραφέας. Δικό σου είναι το βιβλίο. Αν είσαι εκδοτικός, το βλέπεις επιχειρηματικά, εντάξει; Αν είσαι μεταφραστής, επίσης είσαι δημιουργός. Για τη νομοθεσία θεωρείσαι δημιουργός. Εάν είσαι επιμελητής, μπορεί να περάσεις και στην αφάνεια. Βεβαίως, οι εξαιρετικοί επιμελητές είναι πολύ γνωστοί. Kαι βεβαίως και υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι διδάσκουν επιμέλεια και διόρθωση, που είναι πολλά επίπεδα ψηλότερα από εμάς, αλλά θέλω να πω ότι είναι ένα κομμάτι που είναι φοβερά επικίνδυνο είτε να κατακρημνίσει το βιβλίο είτε να το απογειώσει. Kαι το ανάποδο. Αυτό, αν τυχόν συμβαίνει, ναι. Eίναι από τα ευαίσθητα σημεία η επιμέλεια. Κατά τα άλλα δύσκολα είναι όλα. Δύσκολο είναι και το δημιουργικό του συγγραφέα. Ο συγγραφέας δεν λειτουργεί αφηρημένα. Θα πρέπει να έχει κάποιους κανόνες. Θέλει να έχει τελικό αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα αυτό να είναι καλό, αποδεκτό, καταπληκτικό, λέω εγώ, γιατί όταν γράφεις και εκτίθεσαι… τι έλεγε ο Πατρίκιος; «Άμα γράφεις για σένα…». Τι να το κάνω; Δεν τα θέλουμε εμείς αυτό. Οπότε, ναι, όλες οι δουλειές είναι πολύ έτσι… ακόμη και του γραφίστα, που ετοιμάζει το στήσιμο του βιβλίου, τα εξώφυλλα, οι επιλογές τους, οι γραμματοσειρές, ο εκδοτικός, ο τυπογράφος. Όλα, αλλά, αν μπορώ να καταλάβω από αυτά τα πόστα που έχω κάνει εγώ, έστω και μία μικρή δουλειά, θα έλεγα περισσότερο ότι δύσκολο πόστο είναι του επιμελητή. Αρχικά, για την ελληνική γλώσσα και σαφώς του μεταφραστή, από οποιαδήποτε γλώσσα προέρχεται. Εγώ κάνω Αγγλικά, αλλά θαυμάζω τους ανθρώπους όπως την κυρία Μακάροφ, η οποία κάνει Γαλλικά, παραδείγματος χάριν ή κάποιος ο οποίος μεταφράζει Νορβηγικά ή κάποιος ο οποίος… πολλά. Πολλά. Πάρα πολλά. Πάρα πολλές γλώσσες, οι οποίες είναι και δύσκολες. Έχω μία συνάδελφο, τη Χριστίνα τη Γραμματικοπούλου, η οποία κάνει μεταφράσεις από Γερμανικά. Έχει… έχει πολλά ζητήματα τα οποία μπορούμε να συζητήσουμε. Επίσης, ένας οργανωτής μιας έκδοσης, όπως ο υπεύθυνος έκδοσης, σε μία συλλογική έκδοση, θα πρέπει να κάνει επικοινωνίες, θα πρέπει να συμφωνήσει με όλους. Θα πρέπει να συμφωνήσουν όλοι μαζί του. Θα πρέπει να παίρνει τηλέφωνα ανά τακτά χρονικά διαστήματα και να λέει: «Γιώργο, αυτό πρέπει να το αλλάξουμε». Και να είναι έτοιμος να υπερασπιστεί την άποψή του, γιατί μπορεί να βγει ο συγγραφέας και να πει: «Όχι. Δεν θα τ’ αλλάξεις». Και δεν είναι σπάνιο αυτό. Συμβαίνει συχνά. Όλα τα πόστα είναι… εγώ, σαν υπεύθυνος έκδοσης, διάλεγα συγγραφείς και έργα και ήμουν, ανά πάσα στιγμή, πάνω απ’ όποιον ήθελε βοήθεια, αν την ήθελε. Όταν έκανα το μεταφραστή, δεν είχα άνθρωπο, φυσικά, γιατί το πρώτο κείμενο το έβγαζα εγώ, αλλά ήμουν σε στενή συνεργασία με την επιμελήτρια. Συνέχεια! Ο επιμελητής ρωτάει: «Αυτό, σίγουρα, είναι έτσι στο αγγλικό κείμενο;». «Ναι! Σίγουρα είναι έτσι». «Να το δούμε λίγο;» «Να το δούμε λίγο».
Έχετε περάσει κάποια στιγμή, όπως βλέπουμε, ας πούμε, σε μία ταινία, σε ένα δημοσιογραφικό γραφείο, όπου κάθονται και συζητάνε με τις ώρες οι δημοσιογράφοι και πίνουν καφέδες μέχρι το πρωί και τα λοιπά και συζητάνε… έχετε περάσει καμιά τέτοια βραδιά;
Δημοσιογραφικά όχι.
Όχι δημοσιογραφικά.
Σχεδιασμός με την "Gamecraft"; Τριψήφιο αριθμό. Όχι. Ούτε καν διψήφιο. Ναι! Πάρα πολλές φορές. Συναντιόμασταν 21:00 το βράδυ και φτάνουμε, σου λέω, 6 ώρες. Τελειώναμε, ξέρω γω, 03:00 το βράδυ, 04:00… μπορεί να τραβούσε και παραπάνω. Ήταν παραμονές εκδήλωσης. Οπότε, πρόβα στην πρόβα, πρόβα στην πρόβα… ήμασταν αυστηροί με τον εαυτό μας. Καφέδες, στοίβες από χαρτιά, μηχανήματα ανοιχτά, ένας σταθερός υπολογιστής στο βάθος να παίζει, γάτες να κυκλοφοράνε πάνω στα τραπέζια, ανάλογα με το που ήμασταν φιλοξενούμενοι. Παραγγελίες να έρχονται η μία πίσω από την άλλη, έτσι; Έτοιμο φαγητό. Και έτσι πορευόμασταν. Πάρα πολύ ωραία έτσι… πώς να το πω; Πάρα πολύ ωραίες δημιουργικές συναντήσεις της ομάδας, οι οποίες παρήγαγαν κείμενο, παρήγαγαν ιδέες. Ήτανε brainstorming. Και φυσικά, αυτά γινόταν και στο εντελώς άμεσο… γιατί ήμασταν μία παρέα, ήμασταν φίλοι, γνωριζόμασταν χρόνια. Το βιβλίο και ο τρόπος με τον οποίο φτιάχναμε τα βιβλία και κάνουμε και τα βιβλία της Fedora” και τα λοιπά έχει περισσότερη δουλειά γραφείου. Βεβαίως και έχει ξενύχτι, αλλά όχι με πολύ κόσμο. Ένας άνθρωπος είναι και άντε να έχεις και έναν ακόμα δίπλα σου, για να κάνεις τη δουλειά. Στην "Gamecraft", επειδή έχει performance, είναι διαφορετικά. Πολύ διαφορετικά. Διαφωνίες; Όσες θες! Να είναι σύμφωνος κάποιος ή να προκύψει μία καινούργια ιδέα, η οποία να ανατρέψει 5 ώρες σχεδιασμού; Πολύ! Ένα φαινόμενο το οποίο μας έτυχε αρκετές φορές και τίναξε τα πάντα στον αέρα. Τα τίναξε ευχάριστα, όμως γιατί εμείς, μετά, κάναμε μία πολύ πιο ωραία ιστορία. Οπότε, ναι. Ναι. Έχω τέτοιες περιπτώσεις. Η "Gamecraft" είναι το βασικό κομμάτι σε αυτά εδώ. Να μου έχει τύχει περίπτωση να γράφω ασταμάτητα σε κειμενογράφο, επειδή πιστεύω ότι ένα διήγημα που γράφω είναι τόσο ωραίο, για να μη μου φύγει η ιδέα; Μου έχει τύχει. Ναι. Δύο-τρεις φορές. Ναι. Αυτό μου έχει τύχει. Μάλιστα, όταν έγινε η ιστορία με το «Μη φύλαξ ειμί εγώ;», στην καθαρεύουσα, η ιστορία του «Θεσσαλονίκη Νουάρ», είχα μία καταπληκτική ιδέα για το πώς θα κλείσει η ιστορία, όπως και έκλεισε έτσι το βιβλίο, αλλά δεν μου είχε έρθει, το οποίο είναι ατόπημα για έναν άνθρωπο που ασχολήθηκε με τη δημιουργική γραφή και εν πάση περιπτώσει, που έχει μία σκαλέτα, ένα πλάνο, να μην ξέρει το τέλος; Το τέλος μου ήταν άλλο εμένα στην ιστορία και εκεί που έγραφα με σκοπό το τέλος «Α» κάπου στις 02:00 το βράδυ μου έρχεται το τέλος «Β», αυτό που τελικά εφαρμόστηκε στο βιβλίο, το οποίο, φυσικά, έβαλε άλλο χαρακτήρα μέσα, καινούργιο. Άλλαξε τελείως τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργούσε το μυστήριο και μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Όταν το κατάλαβα στις 02:00, έγραψα την ιστορία μία και καλή και τελείωσα στις 05:00. Εκείνο ήτανε ξενύχτι, ναι, ενός ανθρώπου, αλλά τυχαίνει μόνο όταν έχεις έμπνευση και… πάρα πολλά παιδιά που συζητάνε και στα social media και τα λοιπά λένε: «Μου έρχεται ιδέα και πρέπει να την καταγράψω κάπως». Γι’ αυτό και εμείς λέμε, ανεπίσημα, γιατί δεν έχει κανέναν χρυσό οδηγό συγγραφέα. Ανεπίσημα, λέμε: «Πάρτε ένα δημοσιογραφικό. Πάρτε κι ένα σημειωματάριο μαζί σας. Εντάξει. Θα μου πεις: «Δεν έχει κάποιος το δημοσιογραφικό του. Έχει το κινητό του». Εντάξει. Μπορεί να γράψει ήχο. Πάρτε ένα κάτι μαζί σας. Αν δεν μπορείς να την αποτυπώσεις εκείνη τη στιγμή την εμπειρία ή αυτό το οποίο θα δεις εσύ ή κάτι που σου κάνει μεγάλη εντύπωση, το έχασες μετά. Αν το ‘χεις, μπορείς να κάτσεις να γράψεις με πιο καθαρό μυαλό και θα σου ρθουνε κι άλλες ιδέες, αλλά μη χάσεις εκείνο που είναι πολύ σημαντικό. Οπότε, γενικά καταγράφαμε. Καταγράφαμε, καταγράφαμε, καταγράφαμε και μετά τι κάναμε; Αποδελτιώναμε, συγκεντρώναμε, κατηγοριοποιούσαμε. Τα είχαμε μαζεμένα όλα και μας ερχόντουσαν και πολύ πιο ωραία οι ιδέες.
Από όλα σου τα πρότζεκτ, ποια ήταν έτσι η στιγμή που ένιωσες τη μεγαλύτερη… ποια ήταν η χειρότερη στιγμή, αν θέλεις, γιατί πανικοβλήθηκες, στεναχωρήθηκες, αγχώθηκες;
[03:00:00]Ναι. Πάντα, με εκνεύριζαν υπερβολικά πάρα πολύ… με εκνεύριζε να φύγει κάτι εκτός προγράμματος, προγραμματισμού. Όχι ώρα. Ώρα πάντα είχαμε ολίσθηση. Είναι δεδομένο. Εξωτερικοί παράγοντες υπήρχανε σε πολλές περιπτώσεις. Όχι. Πάντα με χαλούσε… ήθελα να δείξουμε με συγκεκριμένο τρόπο κάτι στην ομάδα των παικτών που θα έπαιζε το παιχνίδι. Αν δεν καταφέρναμε να υπακούσουμε στο πλάνο που είχαμε σχεδιάσει μαζί και ήμουνα εγώ που έκανε λάθος, ένας από αυτούς που έκανε, έβγαινα και έλεγα: «Παιδιά, απαράδεκτος! Είμαι εγώ!», δηλαδή μου άρεσε αυτό, να κατηγορήσω τον εαυτό μου. «Δεν θα ξανασυμβεί. Θα το αλλάξουμε. Θα το διορθώσουμε». Ευτυχώς, να προλάβω, δεν έχει γίνει πολλές φορές αυτό. Έχει γίνει μία φορά μόνο και εκείνο είναι εξαιτίας ότι μείναμε στη ρωμαϊκή αγορά μόνοι μας, με ένα κακό timing περιστροφής της ομάδας, ένα κύκλο ομάδων, που πήγαινε από τον έναν αφηγητή στον άλλον, εξαιτίας του ότι μία ομάδα καθυστέρησε πάρα πολύ. Όχι εξαιτίας αφηγητή δικού μας. Και είχαμε παράπονα λόγω καθυστέρησης. Αυτό με στεναχώρησε, με εκνεύρισε. Πάρα πολύ. Μία άλλη περίπτωση στην οποία είχα γίνει πυρ και μανία ήταν κάποιες εμμονές… γιατί είναι και ρίσκο, ξέρεις, να παίζεις έξω στην πόλη, στο δρόμο. Είχαμε κάποιες εμμονές από περαστικούς, οι οποίοι, ευγενικότατα τους λέγαμε δεκαπέντε φορές: «Είναι παιχνίδι. Μπορείτε να το παρακολουθείτε. Δεν μπορείτε να συμμετέχετε, γιατί δεν σας ξέρουν. Σταματάνε, γυρίζουν, σας κοιτάνε. Δεν είναι ανοιχτό παιχνίδι. Παίζουμε με κλειστή ομάδα. Το ότι παίζουμε έξω στους δρόμους είναι γιατί δεν έχουμε άλλη δυνατότητα. Θέλουμε να δούμε το μνημείο». Και όχι. Επέμεναν… κάποια στιγμή, μάλωσα με δύο τέτοιους, έτσι; Πάρα πολλές λεπτομέρειες, οι οποίες… η πραγματικότητα της καθημερινότητας της Θεσσαλονίκης είναι αδυσώπητη. Δεν μπορείς να τα κάνεις όλα να λειτουργούν καλά. Είχαμε και μία λιποθυμία σε υπερβολική ζέστη, γιατί δεν μπορούσε να ακυρωθεί το πρόγραμμα και παίζαμε με 38 βαθμούς. Ναι… νεράκια, πετσέτες. Σαφώς, υπήρχαν τα πάντα, αλλά αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα. Όπως καταλαβαίνεις τώρα, για να περπατήσεις από τον Άγιο Δημήτριο και να φτάσεις μέχρι κάτω στο Μπεζεστένι και να κάνεις στάσεις και να σε χτυπάει ασταμάτητα ο ήλιος, με ελάχιστες δυνατότητες να σταματήσει σε ένα παγκάκι, όχι. Είναι πρόβλημα. Και είχαμε ένα τέτοιο. Λαχταρήσαμε, τρέξαμε. Φυσικά, εντάξει. Υπήρχαν όλα τα αστικά… όλες οι αστικές κατοχυρώσεις. Υπήρχε εταιρεία από πίσω, που το είχε αναλάβει και τα λοιπά. Αυτές είχαν την κύρια ευθύνη. Εμείς λειτουργούσαμε ως υπεργολάβοι, για να κάνουμε το παιχνίδι. Πάρα πολλά τέτοια… πάρα πολλά… όχι λιποθυμίες. Πάρα πολλές τέτοιες συνεργασίες. Ευτυχώς, η μία η περίπτωση την προλάβαμε. Ήταν όλα καλά και τα λοιπά. Απλά, ζαλίστηκε λίγο. Εμείς στεναχωρηθήκαμε, αλλά όχι, εν τέλει, τόσο πολύ. Όχι, δεν είχαμε πρόβλημα. Εγώ έβλεπα μία συμμετοχή κοινού που ήταν πάντα χαρούμενο. Καθυστερούσαμε. Λέγαμε 2 ώρες και τελειώνουμε στις 2,5. Αυτό δεν μπορώ να το αρνηθώ. Πολλές φορές βγάζαμε κόσμο εκτός προγράμματος. Πολλές φορές, φανατικούς παίκτες συγκεκριμένου παιχνιδιού τους αναγκάζαμε να φύγουνε λίγο πριν το τέλος, γιατί δεν γινόταν διαφορετικά, επειδή είχαμε καθυστερήσει πολύ, οι οποίοι μας το κρατούσαν, ξέρεις, μανιάτικο. Μετά λέγανε δηλαδή: «Όχι, ρε παιδιά, δηλαδή έπαιζα συνέχεια. Ήμουνα πρώτος. Ήμουνα πρωταγωνιστής. Έκανα αυτό και έπρεπε να φύγω. Γιατί καθυστερήσατε τόσο;». Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Το ζωντανό παιχνίδι, πάντα, έχει τέτοια. Πάντα. Δεν είναι τυποποιημένο. Δεν το έχεις μετρήσει, ζυγίσει ότι είναι 2 ώρες και 20 λεπτά ακριβώς, που θα ήτανε θαύμα να κάνουμε 2 ώρες και 20 λεπτά ακριβώς. Οι Βραδιές Μυστηρίου ήταν το πλέον προβληματικό παιχνίδι, το οποίο, γελάω τώρα, γιατί πάντα λέγαμε 3 ώρες. Άντε να πάει 3 και 5 λεπτά. 4,5 ώρες. 5 παρά ώρες. Ξεκινούσαμε καταρχάς… δεν μπορούσε να παραμείνει το «Οξυγόνο» τόσες ώρες ανοιχτό. Ξεκινούσαμε 18:00. Έφτανε σε σημείο το «Οξυγόνο» να μου λέει: «Δεν μπορούμε να παραμείνει ανοιχτό το μαγαζί-βιβλιοπωλείο μετά τις 21:30. Δεν μπορούμε». Και λέγαμε εμείς: «Λίγη υπομονή. Λίγη υπομονή». Δεν ήθελε κανένας να φύγει. Κανένας, έτσι; Και είχαμε φτάσει σε σημείο στο οποίο, ειλικρινά, οι παίκτες, οι οποίοι είχαν αφηνιάσει, θέλαν ένα διάλειμμα, θέλαν, θέλαν, θέλαν, εξαιτίας του ότι ήταν τόσο συναρπαστικό το παιχνίδι… και εμάς μας άρεσε… να μην κάνουμε διάλειμμα εννοώ και να το πάμε σερί, μέχρι να τελειώσει η ιστορία και μέναμε και συνεχίζαμε το παιχνίδι. Κάποια στιγμή δηλαδή, το είχαμε αυτό: «Όχι! Όχι! Όχι! Κανένα διάλειμμα! Συνεχίστε κανονικά». Εντάξει. Συγκλονιστικές εμπειρίες, από ανθρώπους που ήτανε και έμπειροι. Είχαμε και έναν νομικό, ο οποίος παρακολουθούσε τα θέματα που βάλαμε στο τραπέζι εμείς, τον τρόπο λειτουργίας των αστυνομικών… εσείς είστε οι παίκτες. Είστε οι αστυνομικοί. Νομικά, αυτό μπορείτε να το κάνετε. Το άλλο δεν μπορείτε να το κάνετε. Και από πίσω έδινε το Ο.Κ. και έλεγε πάντα: «Ναι. Πολύ σωστό είναι αυτό που λένε τα παιδιά», που έδειχνε ότι έχουμε κάνει προετοιμασία. Μεγάλο πλεονέκτημα αυτό. Όχι. Αυτό. Ναι… τις περισσότερες φορές αυτό ήταν. Η καθυστέρηση, δηλαδή, τραβούσε αλλά δεν ενοχλούσε κανέναν. Πήγαινε 4 ώρες, αλλά δεν ενοχλούσε κανέναν.
Ενότητα 10
Οι θριαμβευτικές στιγμές, τα Pen & Paper RPGs και οι όμορφες στιγμές που προσφέρουν
03:05:07 - 03:25:49
Τώρα, θα κάνω την ανάποδη ερώτηση. Απ’ όλα τα πρότζεκτ που έχετε κάνει η στιγμή του ύψιστου θριάμβου ποια ήτανε;
Κοίταξε τώρα… είναι και το πώς το εννοεί ο καθένας, δηλαδή εμένα και το χειροκρότημα των παιδιών στη Ρεντίνα, αυτό που περιέγραψα νωρίτερα, ήτανε θρίαμβος. Το χειροκρότημα όρθιοι στο “Till death do us part”, Δεκέμβριος 2012, Βραδιές Μυστηρίου, ήτανε θρίαμβος. Το χειροκρότημα στο “Biscotto” της παράστασης “Pied Noir”, Απρίλιος του 2016, ήτανε θρίαμβος. Το χειροκρότημα της ομάδας, της ανάμεικτης ομάδας «μη βλέποντες-βλέποντες» από τους «Αργοναύτες» του Βόλου και από άλλους συλλόγους μη βλεπόντων εδώ στη Θεσσαλονίκη, για το παιχνίδι του “Future Library” ή το ξέσπασμα των παιδιών στο Κιλκίς και στις Σέρρες… τόσο μακριά, μέσα από μία κάμερα, ήτανε θρίαμβος. Το “Inclusive Museum”, η έκδοση η ψηφιακή για το “Museums as Gameworlds”, δηλαδή μουσεία ως χώροι παιχνιδιών, ως κόσμοι παιχνιδιών, το οποίο ήτανε μία προετοιμασία πάρα πολύ ενδιαφέρουσα μιας θεματικής για το περιοδικό “Inclusive Museum”, που ήτανε της περιοδικής έκδοσης, εν πάση περιπτώσει, μουσειολογίας, που είχε ως μελέτη περίπτωσης την "Gamecraft" μέσα, για εμάς, ήταν θρίαμβος. Είναι μία διεθνής έκδοση. Το “Hunch”, το παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού που υπάρχει αυτή τη στιγμή σε αγγλική πλατφόρμα σε android και iOS και έχει δωρεάν παιχνίδι θησαυρού με τη χρήση tablet και κινητού τηλεφώνου στη Θεσσαλονίκη είναι κάτι το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό. Είναι υστεροφημία μιας ομάδας η οποία αποφάσισε το 2013 να το κάνει δώρο στο Δήμο Θεσσαλονίκης. Είναι τόσα πολλά τα πρότζεκτ που τι να σου πω τώρα; Το «Αντίθετα Ημισφαίρια». Όταν κάναμε παρουσίαση του «Αντίθετο Ημισφαίριο» και ερχόντουσαν 50 άνθρωποι. Εντάξει; Όταν κάναμε τη συλλεκτική έκδοση… 20 κασελάκια παλαιωμένα, τα οποία είχανε μέσα διάφορα μικρά δώρα με τσουβαλάκια, ζαράκια και τα λοιπά… είχαμε κάνει 20 τέτοια. Είχε μέσα το #1 και το #2. Περιλάμβανε το «Αντίθετο Ημισφαίριο» #1 και το «Αντίθετο Ημισφαίριο» #2. Όταν βγήκαν τα δύο πρώτα το κάναμε αυτό. Εντάξει. Να τα βάλουμε σε ένα κασελάκι. Με μία καταπληκτική προσφορά από την Άννα την Μαρίντσιου, μία καλλιτέχνη του «Ντεκουπάζ», η οποία έκανε παλαίωση απέξω το κουτί. Έχουμε βάλει μέσα κάτι πουγκιά, κάτι εκπληκτικά, ωραία, σε ωραίο υλικό, εκτυπωμένους σελιδοδείκτες. Το #1 και το #2, το «Αντίθετο Ημισφαίριο». Είναι, λοιπόν, κουτιά, τα οποία τα έχουν κάποιοι φίλοι, τώρα, οι οποίοι είναι άνθρωποι του Φανταστικού. Ο Ηλίας ο Τσιάρας… πολλοί γνωστοί από αυτή την κατηγορία, οι οποίοι έχουν τη συλλεκτική συσκευασία και μας λένε ακόμα: «Ρε "Gamecraft". Εκείνη τη συλλεκτική που μας κάνατε… μας καταστρέψατε», η οποία, ας πούμε, ήταν ένα κουτάκι για κάθε χρήση. Φιλοξενούσε τα βιβλία μέσα και ένα σωρό άλλα δωράκια. Θυμάμαι… είχαμε και ένα ξύλινο μπρελόκ, φιδάκι μέσα, ένα παιχνίδι. Κι εκεί παιχνίδι βάλαμε, έτσι; Λοιπόν, άλλη πολύ ωραία στιγμή και αυτή. Παρουσίαση στο αμφιθέατρο του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού το 2018 για το «Παιχνίδια Ρόλων σε Μία Νέα Εποχή για τα Παιχνίδια στα Μουσεία» σε μία τριημερίδα, νομίζω της I.C.O.M., Ιnternational Council of Museums, που ήταν η παρουσίαση του παιχνιδιού που κάνουμε στο Λαογραφικό. «13 Χρόνια Παιχνίδι. Ένας Ποταμός, Ένας Τροχός, μία Ιστορία: Το Εκπαιδευτικό του Λαογραφικού-Εθνολογικού Μουσείου Μακεδονίας-Θράκης». Τι να σου πω; Πολλά. Πολλά. Αναρίθμητα. Να ‘ναι καλά η ομάδα, που μας έκανε και γνωρίσαμε καινούργιο κόσμο, καινούργιους ανθρώπους, άλλους καλλιτέχνες, άλλους με όραμα ανθρώπους στο χώρο των παιχνιδιών, έτσι; Επιτραπέζια. Επιδαπέδια. Παιχνίδια στην Παραθινούπολη του Δήμου Καλαμαριάς. Το Φεστιβάλ Παιδιών των Αρχών του Καλοκαιριού. Τι να σου πω; Εντάξει τώρα. Η ενηλίκων… πάντα, είχε ιδιαίτερο χρώμα οι Βραδιές Μυστηρίου. Εντάξει… οι Βραδιές Μυστηρίου ήτανε… δηλαδή, το λέω και το ξαναλέω. Ήτανε μία εποχή στην οποία είχαμε πραγματικά… μπορούσαμε να κάνουμε τα πάντα. Είχαμε εξασκηθεί, καταρχάς, σε ευφάνταστα σενάρια αστυνομικά, τα οποία, το λέω ευθαρσώς, θα ζήλευε και ένας επιτυχημένος συγγραφέας της αστυνομικής λογοτεχνίας. Ήταν υδατοστεγανά. Δεν, εντός εισαγωγικών, έμπαζαν από πουθενά. Τα πολιορκούσαμε, τα σφυροκοπούσαμε. Ακόμη και με τα πιο περίεργα ερωτήματα. [03:10:00]Αλλάζαμε χαρακτήρα, βάζαμε άλλο χαρακτήρα στη θέση τους. Ήταν τόσο έντονη η προσπάθεια. Ήταν τόσο δυνατή η έρευνα που, ούτε λίγο ούτε πολύ, είχαμε προβλέψει, σχεδόν, όλες τις ερωτήσεις. Και μάλλον, αυτό ίσχυε, γιατί δεν μας αιφνιδίασε ποτέ καμία ερώτηση… τραγικά, εννοώ, έτσι; Δεν μας αιφνιδίασε ποτέ καμιά ερώτηση τέτοια. Φυσικά, πάντα, σε τέτοιες περιπτώσεις, σου δίνω την εντύπωση ότι εσύ κάνεις κουμάντο. Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό, όπως καταλαβαίνεις. Και αυτό είναι και θέμα ταλέντου της ομάδας να το πετύχει αυτό. Ανέβαινε ο Άλκης επάνω. Καθόταν στην καρέκλα… μία μέρα, είχε κάνει το μουστακαλή. Ήτανε σε ένα σενάριο… θα σου πω αμέσως. Ήταν το 2013. «Στον επόμενο τόνο» λεγότανε. Ήταν η δεύτερη περιπέτεια των Βραδιών Μυστηρίου. «Στον επόμενο τόνο» ήτανε μια ιστορία στην οποία βρίσκουμε ένα θύμα στις 40 Εκκλησιές, καλή ώρα… στις 40 Εκκλησιές, στις οποίες, ουσιαστικά, όταν φτάνει η αστυνομία, το μόνο που ακούει, επειδή βλέπει το τηλέφωνο ανοιχτό, είναι τέλη δεκαετίας του ’90, ακούει την αναγγελία της ώρας, η οποία λέει: «Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι…» και έτσι ξεκινάει η περιπέτεια. Θα μου πεις: «Τι δουλειά έχει η αναγγελία της ώρας; Η αστυνομία δεν φτάνει αμέσως μετά το φόνο. Άρα, αυτό το πράγμα… έχει περάσει ώρα. Άρα, η αναγγελία της ώρας είναι αδιάφορη». «Αμ δε!» που ήταν αδιάφορη. Όταν τελείωσε η ιστορία, είπαν όλοι: «Έλα τώρα! Σοβαρά;». Είναι από τους καλούς σχεδιασμούς. Κάτι φαίνεται απίθανο… και στο αστυνομικό, βέβαια, αυτό είναι και το μεγάλο του πλεονέκτημα, το μεγάλο πυροβολικό του αυτό είναι. Κάτι φαίνεται απίθανο και όμως είναι πιθανό. Φτάνει μόνο εσύ να το εξηγήσεις πειστικά. Αν δεν το εξηγήσεις πειστικά, έχεις χάσει και το πλεονέκτημα, το τακτικό πλεονέκτημα που έχεις ως συγγραφέας, ως δημιουργός και εκθέτεις το έργο σου μετά και οι άλλοι το βλέπουν και το κρίνουν ας πούμε. Αυτό.
Πριν φτάσετε στα ζωντανά παιχνίδια ρόλων, φαντάζομαι, ξεκινήσατε από τα Pen & Papers.
Ναι.
Tι μπορείτε να μας πείτε για τη σχέση σας με αυτά;
Πολύ fantasy! Fantasy, fantasy, fantasy. Dungeons & Dragons δεύτερη έκδοση. Αργά ξεκίνησα να παίζω παιχνίδια εγώ, ρόλων εννοώ, δηλαδή ξεκίνησα να παίζω το 2000. Το 2000 ήμουνα, με τον φοβερό, ακόμη και σήμερα, με τη δική του ομάδα πλέον, τον Δημήτρη τον Γεροπαύλου, ο οποίος είναι άνθρωπος των παιχνιδιών. Έχει τη “Simple Play Games”, την ομάδα. Έχει κάνει ένα φοβερό σύστημα κανόνων. Απλό, εύκολο, γρήγορο, το οποίο προσπαθεί να προωθήσει ο άνθρωπος και πιστεύω θα τα καταφέρει. Και πάρα πολύ ωραίο δημιουργικό έργο, σε έντυπο, σχετικά με τον κόσμο του, που έχει δημιουργήσει, τον fantasy. Έχω γνωρίσει στην πορεία αυτής της περιηγήσεις, με διάφορες ομάδες και διαφορετικούς Game Masters, πολλούς διαφορετικούς κόσμους. Ήμουνα πιο πολύ οπαδός ενός κόσμου που να ‘ναι πιο ελεύθερος, πιο αναρχικός. Γι’ αυτό και λάτρεψα το post-apocalyptic, έτσι; Γιατί εκεί δεν υπάρχει τίποτα. Δεν υπάρχει κανένας νόμος. Μπορεί να υπάρχουν σε κάποιες κοινωνίες, που δημιουργήθηκαν μετά, αλλά όχι όπως στα fantasy. Παρόλα αυτά, fantasy έπαιζα ευχάριστα με την παρέα μου. Πάντα, ήμουν σκοτεινός τύπος, δηλαδή κανένα κλέφτη έπαιζα… κανένα τέτοιο χαρακτήρα, ας πούμε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά. Δεν καταλάβαινα ότι μπορεί να με τιμωρήσει ένας Game Master και θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι είχα κάνει σ’ ένα θεό μου. Ο χαρακτήρας μου λάτρευε μία θεότητα, έτσι; Οπότε, έκανα κάτι που προσέβαλε τον Θεό μου και μου αφαίρεσε τον πιστό μου σκύλο ο Game Master, ο οποίος, μετά, έγινε λύκος. Αυτός ο πιστός μου… δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με στενοχώρησε. Στην πραγματικότητα μιλάμε. Μέσα στο παιχνίδι αυτό εννοείται. Τότε, είχα στεναχωρηθεί. Αυτή ήταν η πρώτη περίπτωση. Η δεύτερη περίπτωση, η οποία μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση ήταν… έπαιζα με μία ομάδα. Το λέω ακόμη και τώρα, δηλαδή είναι απ’ τα παραδείγματα τα καταπληκτικά, τα οποία ήταν και συγκινητικά. Ήταν ένα ζευγάρι ανθρώπων που έγιναν ζευγάρι εξαιτίας του παιχνιδιού που παίζαμε μαζί. Λοιπόν, να εξηγήσω, χωρίς ονόματα και διευθύνσεις, φυσικά. Παίζαμε ένα παιχνίδι το οποίο ήτανε… νομίζω είχαμε συζητήσει και στο παρελθόν μαζί και σου είχα πει ότι εγώ ήμουνα και λάτρης του gangster story, με τη λογική ενός συστήματος κανόνων που να είναι βασισμένο στο d100, το παλιό της Chaosium, όπως ήταν το σύστημα το σύστημα του “Call of Cthulhu” ας πούμε, το οποίο να είναι κάτι σε Μεσοπόλεμο. Λίγο gangster, λίγο αποκρυφιστικό, λίγο κάτι, λίγο κατασκοπεία, γιατί εκείνη την εποχή, το ’35 παραδείγματος χάριν, οι Γερμανοί, ήδη, απλώνουν τα πλοκάμια τους με διάφορους ανθρώπους, οι οποίοι πηγαίνουν να ασκήσουν επιρροή σε κοινότητες ανά τον κόσμο. Έχουμε, λοιπόν, όλη αυτή την κινητικότητα και την… όλες αυτές τις λειτουργίες από όλους τους υπόλοιπους, της δράσης απ’ όλες αυτές τις ομάδες των Γερμανών. Οπότε, λέω να κάνουμε ένα γκανγκστερικό σενάριο και σ’ ένα τέτοιο γκανγκστερικό σενάριο είναι μία κοπέλα κι ένα αγόρι σε μία ομάδα πέντε ατόμων. Το αγόρι βλέπει την κοπέλα για πρώτη φορά. Να μην τα πολυλογώ, έτσι; Η κοπέλα είναι μόνη της, πλέον, μετά από κάποιο καιρό. Δεν το ξέρει αυτό το αγόρι. Έτσι; Στο διάλειμμα με ρωτάει. Του λέω: «Απ’ όσο ξέρω, είναι μόνη της. Έχει χωρίσει, αλλά δεν ξέρω περισσότερες λεπτομέρειες». Και αποφασίζει να κάνει ό,τι είναι να κάνει και τα λοιπά. Οπότε, προσπαθεί να την προσεγγίσει, αλλά δεν είναι πάρα πολύ καλός στα λόγια και προσπαθεί να το κάνει μέσω του παιχνιδιού. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη σκηνή, στην οποία τρέχει να τη σώσει, γιατί αυτή κινδυνεύει. Έχω τον μεγάλο κακό, στη μεγάλη σκηνή, πάνω σε ένα ουρανοξύστη. Τρέχει να τη σώσει. Κάνει μία προσπάθεια και μου λέει: «Θέλω να μου πεις τι ζάρια χρειάζονται για να καταφέρω να τη φτάσω και να καταφέρω να την προλάβω να την αρπάξω από τα χέρια του μεγάλου κακού». Και του λέω: «Θα μου ρίξεις ένα τέτοιο κι ένα τέτοιο». Ρίχνει το πρώτο ζάρι. Πετυχαίνει! Φτάνει μπροστά στο μεγάλο κακό! Ρίχνει ένα δεύτερο ζάρι, που είναι η σκηνή που πρέπει να αρπάξει το χέρι της και αποτυγχάνει οικτρά. Εγώ είμαι αναγκασμένος να παίξω τη σκηνή. Η κοπέλα, πολύ έξυπνος άνθρωπος, αντιλαμβάνεται, αμέσως, τι πάει να γίνει και τι κάνει; Και τι γίνεται; Λέω εγώ… περιγράφω το ότι με αυτή την τραγική αποτυχία, η κοπέλα γλιστράει και φεύγει στο κενό. Πριν φύγει στο κενό, κάνει μία τελευταία απέλπιδα προσπάθεια αυτός, την οποία… παρακάμπτω τους κανόνες και του λέω: «Για σένα, επειδή βλέπω ότι επιμένεις, αλλά δεν πρόκειται να το ξανακάνω για τρίτη φορά». Και μου λέει: «Όχι. Έχεις το λόγο μου. Ρίχνει το ζάρι. Αποτυγχάνει ξανά οικτρά και κάνω τη σκηνή στην οποία αυτή πέφτει στο κενό. Η κοπέλα, φυσικά, την ώρα που πέφτει στο κενό είναι η πρώτη στιγμή στην οποία του μιλάει, εκτός παιχνιδιού. Η ατάκα είναι εντός παιχνιδιού, αλλά εντός παιχνιδιού γυρίζει και την ώρα που αυτός προσπαθεί απεγνωσμένα να την κρατήσει με τα δάχτυλα, γυρίζει και του λέει κάτι πάρα πολύ γλυκό και φεύγει, εντός παιχνιδιού, στο κενό. Έκανε να μου μιλήσει το αγόρι 6 μήνες. Στην πραγματικότητα. Γιατί; Γιατί δεν του έδωσα περισσότερες ευκαιρίες για να τη σώσει κανονικά. Φυσικά, αυτό, όπως αργότερα του εξήγησε η ίδια η κοπέλα, ήταν εξαιρετικό, γιατί έτσι γνωρίστηκαν. Απλά, είχε θυμώσει τόσο, που δεν μου μιλούσε. Ήταν απ’ τις στιγμές στις οποίες λες: «Αν είναι δυνατόν να σε έχει επηρεάσει τόσο ένα παιχνίδι ρόλων». Ορίστε! Αυτοί οι άνθρωποι, τώρα, είναι παντρεμένοι. Είναι ευτυχισμένοι. Να ‘ναι καλά. Ήταν ένα παιχνίδι το οποίο λειτούργησε πάρα πολύ καλά για τη γνωριμία μέσα μία ομάδα. Άκου να δεις τώρα. Πάρα πολλές στιγμές οι οποίες, βέβαια, είναι θριαμβευτικές, εξαιτίας ενός καλού ζαριού, που έβγαλε πολύ γέλιο, μεγάλη διασκέδαση, ανακούφιση, αγαλλίαση και τα λοιπά. Αυτά.
Οπότε, Game Master ή παίκτης;
Και τα δύο! Εμένα μου αρέσει, να σου πω την αλήθεια, αν ξέρω ότι ο Game Master… μ’ αρέσει ο καλός Game Master. Αν μπορώ να τον κάνω εγώ, εντάξει. Αν έχω καλό Game Master απέναντί μου, παίκτης. Και το ξέρω δηλαδή ότι… όπως είπα και πάλι, η πρώτη μου πρώτη μου φράση ήτανε: «Μου αρέσει η ιστορία». Αν η ιστορία είναι καλή, σε ακολουθώ παντού. Οι ιδιαίτερες λεπτομέρειες δεν με πειράζουν. Είναι κάτι το οποίο διορθώνεται. Είναι κάτι το οποίο αλλάζει, αλλά η ιστορία να είναι καλή. Αν η ιστορία δεν είναι καλή, όσο καλές και να είναι λεπτομέρειες… όχι. Θυμάμαι, τώρα, χαρακτηριστικά στο διάβασμα που πέφτει τώρα για την πλοκή, ας πούμε, ότι βλέπω αυτό που λέει ο Αριστοτέλης. Ο μύθος! Αν ο μύθος είναι εντάξει, δεν έχουμε πρόβλημα. Ακούω άλλους ανθρώπους και διαβάζω, σε εποχές όπως ο 17ος αιώνας, οι οποίοι λένε: «Πρώτα, διαλέγω την ιστορία και μετά μπορώ την ιστορία αυτή να τη στελεχώσω με χαρακτήρες και όλες αυτές τις δυνατότητες που θα έχει ο κάθε χαρακτήρας». Εγώ είμαι οπαδός αυτής της ιδέας. Δεν είμαι οπαδός της ιδέας του ότι κάνω ένα καταπληκτικό χαρακτήρα και μετά αρχίζω και με τα καμώματα του σκαρώνω την ιστορία. Όχι. Εγώ αυτό το θεωρώ ανάποδο. Επειδή είμαι και οπαδός της πλοκής, πρώτα, θέλω, η πλοκή να είναι έτοιμη, σχεδιασμένη και μετά επιλέγονται, αντίστοιχα, οι χαρακτήρες. Και γιατί να μην είναι εξίσου θαυμάσιοι; Δεν βλέπω το λόγο. Δεν βλέπω το λόγο γιατί να μας κρατάει πίσω, δηλαδή, μία καλοφτιαγμένη ιστορία αρχικά και μετά να φτιάξεις τους χαρακτήρες, ενώ, άμα κάνεις πολλούς χαρακτήρες εντυπωσιακούς, δεν είναι απαραίτητο το τι έχεις φτιάξει το σκελετό ή έχεις κάνει το πλαίσιο που θα τους αλληλεξαρτήσεις άρτια συγγραφικά. Δεν είναι απαραίτητο αυτό. Μπορεί να είναι καταπληκτικός χαρακτήρας, με φοβερή ζωή στο παρελθόν, με εντυπωσιακό ντύσιμο, μυστηριώδης. Όλα καλά. Σε ποια ιστορία; Πατάει η ιστορία; Λειτουργεί η ιστορία; Προχωράει η ιστορία; Έχει κάποιο νόημα; Ενώ, αν κάνεις την ιστορία με τον άγνωστο Χ, με έναν άγνωστο ο οποίος, ναι, σε πρώτη φάση με εξυπηρετεί να [03:20:00]έχει αυτά τα χαρίσματα και μετά; Μετά, παίρνεις τον καμβά και τον φτιάχνεις και του βάζεις και άλλα σαράντα πράγματα. Έτσι, για μένα, λειτουργεί καλύτερα.
Η ιστορία του ζευγαριού ήταν υπέροχη, αλλά θέλω να σας ρωτήσω. Είτε ως παίκτης είτε ως DM (Dungeon Master), ποια ήταν η καλύτερη στιγμή που θυμάστε; Που έχει μείνει στο μυαλό σας;
Αυτή είναι σίγουρα μία, έτσι; Ναι. Θα σου πω. Είναι μία σκηνή στην οποία είμαστε σ’ ένα μετα-αποκαλυπτικό περιβάλλον και παίζουμε 2 χρόνια, πραγματικό χρόνο. Συνεδρίες τώρα… μία φορά την εβδομάδα, κάπως έτσι. Μία φορά τις 2 εβδομάδες. Είναι μέλη οι παίκτες ενός καραβανιού. Δεν έχω ξαναδεί κόσμο να κλαίει στην πραγματικότητα, δηλαδή συγκινημένος. Όχι να κλαίει. Να δακρύζει. Ίσως, το παράκανα. Δάκρυσε, όταν έχασε έναν non-player character, έναν άνθρωπο ο οποίος ήταν δίπλα τους. Αυτό μου έλεγαν συνέχεια, δηλαδή εμείς τον είχαμε φτιάξει στο μυαλό μας. Ήτανε στο ίδιο δωμάτιο μαζί μας. Ήτανε τόσο γραφικά φτιαγμένος, που… ήταν τόσο εντυπωσιακά φτιαγμένος… ήταν τόσο vivid, που λένε οι Άγγλοι, που δεν… τον νιώθαμε δίπλα μας. Έτυχε από πολύ μεγάλη κακή… πολύ μεγάλο μάζεμα κακών στιγμών να φύγει από το παιχνίδι. Αναγκάστηκε, δηλαδή, να φύγει από το παιχνίδι και στεναχώρησε πάρα πολύ τους υπόλοιπους παίκτες. Αυτό ήτανε μία στιγμή και η άλλη στιγμή ήταν σ’ εκείνο ακριβώς το παιχνίδι των 2 ετών, η τελευταία συνεδρία, όταν επιστρέψουν στη βάση τους. Είχαν κάνει ένα τεράστιο ταξίδι χιλιάδων χιλιομέτρων. Όταν επιστρέφουν στη βάση τους και τους υποδέχονται οι ίδιοι άνθρωποι από τον κόσμο από τον οποίο έφυγαν… εμένα, μου αρέσει, πάντα, τις ιστορίες μου, από τότε που παίζω ακόμα, από το 2000, να τις ντύνω με ηχητικά, να τις βοηθώ και να τις υποστηρίζω με σκίτσα. Φυσικά, όχι πάντα πράγματα που μπορώ εγώ, αλλά και σκίτσα από αλλού. Μου αρέσει πάρα πολύ να δίνω εκτυπώσεις στον κόσμο, για να βοηθάω. Οπότε, όταν είχα δημιουργήσει, έτσι, όλη αυτή την ατμόσφαιρα και επέστρεψαν, όλοι οι παίκτες ήτανε πάρα πολύ συγκινημένοι. Όλοι οι παίκτες ένιωθαν καλά που επέστρεψαν στο σπίτι. Σε μία περιπέτεια που ήταν στο μυαλό τους. Τίποτα άλλο δεν ήταν σπίτι και τίποτα άλλο δεν ήταν αληθινό, αλλά αυτό σημαίνει ότι… αυτό είναι το θαύμα των παιχνιδιών ρόλων. Αυτό είναι η τρομακτική μεταμόρφωση ενός παιχνιδιού σε βιωματικό. Αυτό είναι βιωματικό 100%. 100% με την έννοια ότι φυσικά και δεν είσαι στην έρημο της Nevada και πηγαίνεις προς άγνωστη κατεύθυνση, ίσως, με μία πυξίδα και με ένα σωρό εξοπλισμό, που δεν ξέρεις τι κάνει, από το προπολεμικό σύμπαν, αλλά ήταν ένας κόσμος στον οποίο έμπαιναν, κάθε φορά που παίζαμε, από τις 20:00 το βράδυ μέχρι τις 05:00 το πρωί και τον οποίο τον ένιωθαν πολύ. Δουλεύαμε ημερολόγιο. Δουλεύαμε με τηλεφωνήματα ανάμεσα στους παίκτες, χωρίς να προδίδουμε τι θα γίνει την επόμενη φορά, αλλά με το «Πώς σου φάνηκε; Τι έγινε; Τι πιστεύεις ότι θα γίνει; Πώς θα πρέπει να λειτουργήσει η ομάδα;». Οι ομάδες ήταν καλές. Τα παιδιά ήτανε έμπειρα. Μαζί μάθαμε. Μαζί μεγαλώσαμε. Μαζί αποκτήσαμε εμπειρίες με όλους αυτούς τους παίκτες. Είναι οδηγός και πεζός. Αυτό που σου είπα. Εκεί που εγώ ήμουνα Game Master, έκανε, μετά, ένας από την παρέα Game Master. Έπαιζα εγώ τον παίκτη. Πάρα πολλά. Πάρα πολλά. Είχαμε εξαιρετικές συνεδρίες, θυμάμαι, στο σπίτι του Μήνα του Τσουλή, του συγγραφέα της γλώσσας των ξωτικών του Τόλκιν, της Quenya που σου έλεγα νωρίτερα, ο οποίος είναι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πάρα πολλές περιπτώσεις, στις οποίες παίζαμε, παίζαμε, παίζαμε ασταμάτητα και ήμασταν στη Νεάπολη, στη Θεσσαλονίκη, μία φορά την εβδομάδα. Εκείνος ήτανε κόσμος, ο οποίος είχαμε συλλέξει τόσο υλικό, που πραγματικά, αν έβγαινε σε Pen & Paper, κάλυπτε και τρία βιβλία. Ήτανε μοντέρνο. Ήτανε counter-terrorism. Είχε και λίγο αποκρυφισμό μέσα. Ήταν πολύ ενδιαφέρον. Γενικά, ήμουν τυχερός, γιατί ήμουνα σε ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι πειραματιζόντουσαν. Έφευγαν από το κλασικό role-playing. Κάνανε δικούς τους πειραματισμούς με κόσμους οι οποίοι προέρχονταν είτε από λογοτεχνία είτε από ιδέες που είχαν και φυσικά, μετά, βλέπουμε ότι και στην παγκόσμια αγορά αυτές οι ιδέες υιοθετούνται, δηλαδή υπάρχουν και κοινότητες στη Γαλλία, ας πούμε, που είχαν την ίδια ιδέα με μας. Την έκαναν νωρίτερα ή κάποιοι οι οποίοι ακολούθησαν την ιδέα, χωρίς να ξέρουν ότι την κάναμε εμείς απαραίτητα, και τη βελτίωσαν. Και πάει λέγοντας. Οι ίδιοι είμαστε παντού. Εντάξει. Εγώ λέω τι γίνεται στην Ελλάδα μόνο, γιατί αυτό ξέρω. Καλά. Στην Αθήνα δεν το συζητάμε. Υπήρχαν ομάδες οι οποίες κάνανε θαύματα. Και εξαιρετικοί Game Masters και τα λοιπά και τα λοιπά. Δεν είχα την τιμή. Εδώ, όμως, τους γνωρίζω και τους γνώριζα όλους. Όταν ξεκινήσαμε να κάνουμε και τα φεστιβάλ, το ένα πίσω από το άλλο, των παιχνιδιών στρατηγικής και φαντασίας, που είχε και μπόλικα παιχνίδια ρόλων, στην Παλιά Φιλοσοφική. Πρώτο φεστιβάλ 2003. Και συνεχίστηκε μετά. Έγινε, νομίζω, άλλες δύο φορές, το ’4 και το ’5. Μάλιστα, χαρακτηριστικά, υπήρχε τότε και το “Hack and Slash”, το fanzine, το περιοδικό του Δημήτρη του Δρίτσα, που είναι πολύ καλός φίλος, ο οποίος με είχε πάρει αγκαλιά και μου λέει: «Για τι θέλεις να μιλήσεις;». Λέω: «για το Fallout». Λέει: «Ο.Κ. Θα το βγάλουμε στο περιοδικό». Τιμή μου μεγάλη, επίσης. Τα έχω όλα κρατημένα. Μέχρι και βίντεο παρακαλώ στο YouTube, στο οποίο έχω ένα stand σε εκείνη την έκθεση και περιγράφω το πώς θα μπορούσε να είναι ένας μετά-αποκαλυπτικός κόσμος σε παιχνίδι ρολών. Τότε, φυσικά κυριαρχούσε το fantasy, όπως καταλαβαίνεις και υπήρχανε πολύ πιο συγκεκριμένες κατηγορίες παιχνιδιών ρόλων, δηλαδή υπήρχε επιστημονική φαντασία, υπήρχε, σαφώς, επική φαντασία και τα παρακλάδια και οι πειραματισμοί ήταν λίγα, αλλά άρχιζαν να έρχονται. Όχι σούπερ ήρωες. Όχι τρόμος-εν μέσω πολέμου, μεταποκαλυπτικό, δυστοπικό, αστυνομικό. Γιατί όχι; Υπήρχαν πολλά μετά.
Ενότητα 11
Η αφοσίωση του Αλέξανδρου στα παιχνίδια, το ταξίδι στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η χαρά του να μοιράζεσαι και η ανάγκη να διασώζεις
03:25:49 - 03:45:06
Κύριε Μυροφορίδη, υπάρχει άλλο που θα θέλατε να συμπληρώσετε; Οτιδήποτε;
Έπρεπε να μου δώσεις άλλο τόσο χρόνο, για να σου πω. Κοίταξε. Είναι πολλά. Είναι πολλά. Έχω το εξής χαρακτηριστικό: μου αρέσει, γενικά, μια ιδέα. Ενθουσιάζομαι με την ιδέα που θέλει κάποιος να δώσει σάρκα και οστά. Μου αρέσει να δουλεύω, να ερευνώ, να βγάζω συμπεράσματα, να βοηθάω. Καλλιτέχνης δεν είμαι. Είμαι πάρα πολύ κακός σε σκίτσα και ζωγραφικές και τέτοια πράγματα. Παρόλα αυτά, θεωρώ ότι η μυθοπλασία και ο τρόπος με τον οποίον είτε την παρουσιάζω σε αφήγηση είτε τη γράφω σε κείμενο, ειδικά τώρα με τη βοήθεια της δημιουργικής γραφής, είναι τα χαρακτηριστικά μου. Τα καλά χαρτιά να το πω. Γεννημένος και μεγαλωμένος σε μία θεωρία παιχνιδιών από το πρωί μέχρι το βράδυ. Λάτρης της ιστορίας, μεγάλος. Οποιασδήποτε. Δεν έχει σημασία. Σαφώς, φίλος της στρατιωτικής. Όχι φίλος του πολέμου. Να το προσδιορίσω αυτό. Φίλος της πληροφορίας στη στρατιωτική ιστορία. Όχι του αιματοκυλίσματος. Προς Θεού! Όχι! Πέρασα και μία περίοδο στην οποία υπήρχαν πάρα πολλά ξεκινήματα στην ελληνική πραγματικότητα. Υπήρχε το ξεκίνημα του περιοδικού τύπου, του καλού, στην περιπετειώδη, στην πολεμική, στη φανταστική. Υπήρχαν οι φιλότιμες προσπάθειες από ομάδες ανθρώπων. Υπήρχε η εξωστρέφεια, με την μορφή του φεστιβάλ τέτοιου είδους παιχνιδιών. Υπήρχε η εμπορική εμφάνιση καταστημάτων, που πουλάνε παιχνίδια ρόλων και επιτραπέζια. Υπήρχε μία άνθηση, να θυμίσω, στα τέλη της δεκαετίας του ’90-αρχές 2000. Στη Θεσσαλονίκη, ξαφνικά, προέκυψαν πάρα πολλά μαγαζιά, είτε υποκαταστήματα είτε καινούργιες προσπάθειες. Δεν έχει σημασία, αλλά, τότε, θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι λέγαμε: «Να πάμε εκεί; Να πάμε εκεί; Να πάμε εκεί ή να πάμε εκεί;». Τώρα, φυσικά, σήμερα, υπάρχουν πολλά τέτοια και με τις ηλεκτρονικές αγορές και όλα αυτά, αλλά τότε ήταν πολύ σημαντικό. Δεν ήμουνα ποτέ φίλος, ας πούμε, ενός ανθρώπου ο οποίος θα έβαφε φιγούρες. Με κάθε λεπτομέρεια, με τα χρωματάκια του, με το μεγεθυντικό φακό του. Δεν το έχω. Έτρεμε το χέρι μου εμένα, αλλά, φυσικά, θα μ’ ενδιέφερε να παίξω ένα παιχνίδι στρατηγικής και να βάλω πιόνια πάνω σε χάρτη, σ’ ένα διόραμα και να παίζουμε με την ησυχία μας μία φορά την εβδομάδα και να κάνουμε κίνηση. Και να τα καταγράφουμε σ’ ένα κομμάτι χαρτί σαν να παίζαμε σκάκι. Τις κινήσεις μας, δηλαδή αυτό. Ξέρεις… οι λάτρεις των παιχνιδιών, όπως ακριβώς οι λάτρεις των βιβλίων που τα ανοίγουν και τα μυρίζουν, οι λάτρεις των επιτραπέζιων παιχνιδιών τι κάνουνε; Ανοίγουν τα κουτιά και μυρίζουν τα πιόνια και τις συσκευασίες που τα ανοίγουνε και το φυλλάδιο και το βιβλίο οδηγιών και τα λοιπά. Λοιπόν, τέτοια πράγματα κάναμε περίεργα, όταν ήμασταν μικροί και αγοράζαμε, οπότε μπορούσαμε, ποικιλία. Τότε, άνθιση σε αυτά τα παιχνίδια και στις αγορές. Μεταχειρισμένα, flea market, στο κέντρο της πόλης, που πουλούσαμε τα μεταχειρισμένα μας. Ωραία πράγματα. Ζάρια; Μέχρι και ξύλινα είχαμε φτιάξει και σκαλιστά και τα καίγαμε με κολλητήρι, για να καταλάβεις. Πολλά τέτοια. Πάρα πολλά. Είμαι πολύ χαρούμενος που μπήκα σε μία τέτοια δημιουργική διαδικασία, δηλαδή το λέω ακόμα και σε ανθρώπους της ηλικίας μου, οι οποίοι δεν έτυχε να έχουμε μιλήσει σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, από το ’7 που ξεκίνησε η "Gamecraft". Εντάξει και πιο νωρίς με τα παιχνίδια, αλλά το επίσημο ξεκίνημα της "Gamecraft" μέχρι σήμερα και μου λέει: «Καλά ρε συ; 15 χρόνια…». Ήθελαν όλοι. Ήμουν τυχερός εγώ και είμαι ευγνώμων για πάρα πολλές συνεργασίες ανθρώπων που με πήγαν ακόμα πιο μπροστά. Είμαι ευγνώμων. Έτσι λειτουργεί η ανθρωπότητα. Αθροίζει την εμπειρία της. Αν δεν δίνεις το κόμμα της εμπειρίας σου, είσαι λάθος. Δεν μιλάμε για κάτι το οποίο να νομίζεις ότι σε κοροϊδεύουν, γιατί, πολύ απλά, χρησιμοποιούν τη γνώση σου. Μιλάω για μία συνεργασία [03:30:00]για να επιτευχθεί αποτέλεσμα. Έτσι, ναι. Είναι άθροιση εμπειριών. Είναι κοινή προσπάθεια. Είναι μόνιασμα, σύνδεση δεξιοτήτων και ικανοτήτων και η χρήση τους από κοινού. Και το role-play αυτό είναι. Τι είναι; Ο άνθρωπος ο οποίος ξέρει ν’ ανοίγει πόρτες στην υπηρεσία του ανθρώπου ο οποίος τη σπάει με φορά ή του ανθρώπου ο οποίος με μία μηλιά τις ανοίγει και πάει λέγοντας. Διαφορετικές δεξιότητες που χρησιμοποιούνται με κοινό στόχο. Αυτές είναι οι ομάδες. Αυτό είναι το team building. Έτσι ξεκίνησαν και πολλά απ’ τα παιχνίδια. Αυτή ήταν η ανάγκη του να δημιουργηθούν τέτοιου είδους παιχνίδια, να λειτουργήσει μία ομάδα αποτελεσματικά. Εύχομαι, όσο περνάει ο καιρός, από πόστο που μπορώ να προσφέρω, να προσφέρω διαρκώς πράγματα. Εχω μπει σε διαγωνισμούς λογοτεχνικούς. Έχουμε κάνει ωραία πράγματα με πάρα πολλούς φορείς, οι οποίοι την παιχνιδοποίηση δεν την είχαν, αλλά την προσφέραμε απλόχερα εμείς. Με… τι να πω άλλο; Με ανθρώπους οι οποίοι πίστευαν ότι ένα παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού δεν θα μπορούσε να περιλαμβάνει τόσο αφήγηση και τόσο παιχνίδι ρόλων και τελικά, όταν το είδαν, είπανε: «Αυτό είναι ακόμα καλύτερο από το «Απλά, ψάχνω, σκάβω, βρίσκω». Έχουμε κάνει παιχνίδια Α΄ Παγκόσμιο Πολέμου. Ποιος έχει ασχοληθεί με Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκτός από κάποιες περιπέτειες Cthulhu που έχω ακούσει ότι κυκλοφορούν; Ναι. Σύμφωνοι, αλλά εμείς το κάναμε πολύ νωρίτερα και ήταν μία υπόθεση που είχε να κάνει με αρχαιοκαπηλία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ελλάδα. Λοιπόν, πολλοί λένε: «Καλά! Τι σχέση έχει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος;». Λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη, υπήρχε η Στρατιά της Ανατολής. Υπήρχε συμμαχικός στρατός απ’ το 1915. Υπήρχε στρατός ο οποίος προωθήθηκε μέχρι και στο Νομό Κιλκίς. Υπήρχαν εκπληκτικές και απίστευτες τιτανομαχίες στον αέρα, σε αερομαχίες, στη βόρεια Ελλάδα και στη Λήμνο, που δεν βάζει ο νους κανενός, παρά μόνο των ανθρώπων που έχουν ασχοληθεί και ξέρουνε. Σε όλα αυτά, καθίσαμε και φτιάχναμε ιστορίες συνεχώς. Ερχόταν κάποιοι και μας έλεγαν: «Μπορείτε να κάνετε, παραδείγματος χάριν, ένα παιχνίδι για Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;». «Ναι. Μπορούμε». Το κάναμε. «Μπορείτε να κάνετε ένα παιχνίδι που να βοηθάει ανθρώπους που έχουν προβλήματα στην κίνηση;». «Ναι. Μπορούμε». Επίσης, ένα άλλο παιχνίδι που είχαμε σχεδιάσει και θα έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση, απλά το έχουμε στο συρτάρι μας και δεν το έχουμε…. απλά, δεν το έχουμε κάνει ποτέ, είναι παιχνίδι σε τρένο, ζωντανά, εν κινήσει. Αυτό είναι το πρότζεκτ! Όταν είχα μιλήσει με την υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων στον ΟΣΕ, λέω: «Έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε Murder Mystery σε βαγόνι. Θέλουμε από σας δύο βαγόνια, εν κινήσει». Η ερώτηση της ήτανε: «Δηλαδή σαν να λέμε αστυνομικό; Σαν να λέμε Αγκάθα Κρίστι; Βρες το δολοφόνο; Και το τρένο θα κάνει δρομολόγιο;». Και της λέω: «Ναι». Μου λέει: «Τα έχετε τα βαγόνια. Πείτε μου λεπτομέρειες». Λοιπόν, ήτανε πάρα πολύ ενδιαφέρον. Πάρα πολύ ενδιαφέρον. Θα μπορούσαμε να το κάνουμε και σε ξενοδοχείο, ένα ξενοδοχείο το οποίο να έχει… και το κάναμε σε ξενοδοχείο βασικά. Το κάναμε και στο “THE MET”. Το Murder Mystery έχει πολλές εφαρμογές. Μπορεί να γίνει έξω. Μπορεί να γίνει, καλή ώρα, σ’ ένα τρένο σαν αυτό που αναφέραμε και φυσικά μπορεί να γίνει σ’ ένα πολυχώρο με οπτικοακουστικά. Μπορεί να γίνει παντού. Οι Βραδιές και το μετέπειτα “Investigator Club”, που ήταν δύο σενάρια, που τα λέγαμε Βραδιές Μυστηρίου. Μετά, τα ονομάσαμε “Investigator Club”. 12 το σύνολο. Έγιναν σε πολυχώρους, αλλά και κάποια άλλα, εκτός των Βραδιών Μυστηρίου, που ήτανε αστυνομικό μυστήριο, γίνανε σε ξενοδοχεία και αυτός ο σχεδιασμός με το τρένο που ήταν πολύ ευφάνταστος. Νομίζω ότι σου έχω πει πάρα πολλά. Φτάνει.
Θέλω να κάνω μία τελευταία ερώτηση.
Εντάξει!
Δύο βασικά. Δύο. Η πρώτη είναι η εξής: θα ήθελα να μας μεταφέρετε στη δημιουργία ενός τέτοιου παιχνιδιού, όπως λέτε, για παράδειγμα, στην περίπτωση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου που αναφέρατε και όχι στο θεωρητικό κομμάτι της κατασκευής του παιχνιδιού, αλλά στη διαδικασία του πώς το ζείτε εκείνη την ώρα, ας πούμε, με τον φίλο που το φτιάχνετε ή μόνος σας.
Όχι. Αυτό, πάντα, με ομάδα. Αυτά τα παιχνίδια με ομάδα. Στην περίπτωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, καταρχάς, μας ενδιέφερε να δούμε πώς θα το σχεδιάζαμε. Τι μας ενδιέφερε. Ήταν η αρχαιοκαπηλία στη μέση, δηλαδή η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κιλκίς, ούτε λίγο ούτε πολύ, γύρισε και μας είπε ότι «Το Κιλκίς, όπως και η Λήμνος, είναι τα μοναδικά δύο σημεία -και η Θεσσαλονίκη βέβαια- είναι τα μοναδικά τρία σημεία τα οποία έχουν αποτύπωμα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το «Αρχαιολογία εν Καιρώ Πολέμου», που ήταν ο τίτλος της έκθεσης που έκανε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κιλκίς, στόχευε στο να αναδείξει το ότι εκεί πέρα που οι στρατιώτες των Συμμάχων έσκαβαν, στο Κιλκίς, ξαφνικά, ανακάλυπταν ταφικά ευρήματα. Οπότε, τι κάνανε; Ξαφνικά, μπροστά τους, κοσμήματα, διάφορα άλλα πράγματα, τα οποία σίγουρα αξίας αρχαιολογικής τεράστιας και έψαχναν και λένε: «Τι γίνεται; Είναι δυνατόν;». Πολλοί απ’ αυτούς δούλευαν και σε αρχαιολογικές υπηρεσίες. Οι Γάλλοι είχαν κάτι τέτοιο. Μάλιστα, εξαιτίας του ότι υπήρχαν πολλά ευρήματα, δημιουργήθηκαν και ιδρύθηκαν γρήγορα και υπηρεσίες αρχαιολογικές στα τμήματα του στρατού: αγγλική, γαλλική, οι οποίες έψαχναν ασταμάτητα. Οπότε, μας: «Ξέρετε; Εκεί πέρα που έψαχναν για ορύγματα έβρισκαν απίστευτα πράγματα». Φυσικά, τότε, οι ντόπιοι δεν μπορούσαν να το διαχειριστούν ούτε στο ελάχιστο. Η κεντρική κυβέρνηση και πάλι δεν μπορούσε να διαχειριστεί, η ελληνική. Οι ξένοι σαφώς και είχανε πιο οργανωμένες ομάδες. Και αν ήταν και τυχεροί και κάποιος από αυτούς ήταν και ιστορικός, δηλαδή επί τούτω είχε ασχοληθεί, τότε γιατί όχι; Οπότε, κάναμε ένα παιχνίδι στο οποίο προσπαθήσαμε να δείξουμε τη διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και το στενό περιθώριο ανάμεσα σε πολιτιστική κληρονομιά «Τη διασώζω» ή «Είμαι αρχαιοκάπηλος και το παρατάω αυτό που βρίσκω», σε μία εποχή που δεν θα καταλάβαινε και κανένας τίποτα. Μεταξύ μας, έτσι; «Κάντε ένα παιχνίδι τέτοιο. Μπορούμε;». «Έχουμε υλικό από Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;». Έχουμε κάποιους καταπληκτικούς συλλέκτες, για να θυμηθούμε και τη λέξη και την ιδιότητα της. Είδα κράνη Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είδα ζώνες. Είδα παγούρια. Ένα σωρό πράγματα, τα οποία ήταν το ένα καλύτερο απ’ το άλλο. Είδα αποκόμματα εφημερίδας. Δεν μπορείς να φανταστείς. Όταν φτάσαμε σ’ εκείνο το σημείο που είχαμε ρίξει μία ματιά στην έκθεση με τα πράγματα, τα οποία αφορούσαν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά πήγαμε και είδαμε τα αντίστοιχα τα αρχαιολογικά, δηλαδή τι θα μπορούσε να βρει κάποιος αν έσκαβε και πραγματικά, όντως, εκεί υπήρχε… έπεφτε πάνω σε κάτι το οποίο προέρχεται από έναν αρχαίο οικισμό στην περιοχή; Είδαμε και τη γκάμα των αντικειμένων που θα μπορούσε να βρει κάποιος σε ταφικό μνημείο, τα συνδυάσαμε. «Μπορούμε να βγάλουμε ιστορία;». «Μπορούμε». «Τι ιστορία θα βγάλουμε;». «Μία περίπολο». «Η περίπολος αυτή, όμως, πώς θα την κάνουμε; Τα κορίτσια…». Είχαμε πρόβλημα. Είχαμε και πρόβλημα με τα κορίτσια. «Τα κορίτσια τι θα παίξουν, παιδιά; Τους στρατιώτες;». «Όχι, θα βάλουμε νοσοκόμες». «Εντάξει». Μία περίπολος η οποία ξεκινάει και η οποία πηγαίνει με σκοπό… έχει μία συγκεκριμένη αποστολή, να σκάψει ένα όρυγμα σ’ ένα σημείο. Εκεί, απέναντι ακριβώς απ’ τη γραμμή του βουλγαρικού στρατού, εκεί που γίνεται… που θα γίνει, λίγο αργότερα, η μάχη στο Σκρα, σκάβουν, σκάβουν, σκάβουν… πέφτουν επάνω σε μία καταπληκτική ανακάλυψη! Αρχίζει ένα μπαράζ βομβαρδισμών από την πλευρά των Βουλγάρων και φυσικά αυτοί γκρεμοτσακίζονται μέσα σ’ ένα άνοιγμα του εδάφους, το οποίο καταρρέει και μπαίνουνε μέσα σ’ ένα χώρο ο οποίος… εντάξει. Θυμίζει λίγο Indiana Jones το σενάριο, όπως καταλαβαίνεις και μπαίνουνε μέσα σ’ ένα χώρο, στον οποίο, πραγματικά, όλα είναι εκπληκτικά και φοβερά και τρομερά και πρέπει να τα εκτιμήσουν. Έχουν αντιληφθεί το ότι το μέρος έχει ανοίξει από τυμβωρύχους στο παρελθόν ή και στο πρόσφατο παρελθόν. Δεν το ξέρουνε αυτό. Η ιστορία εξελίσσεται ανάλογα. Εκεί, πέφτουν και οι συμβολισμοί: «Τυμβωρύχος, αρχαιοκαπηλία, καρπώνομαι το θησαυρό η τα πράγματα που βρίσκω, ξεγυμνώνεται το μνημείο έτσι, τι κάνω; Είμαι σωστός; Επιστρέφω στην υπηρεσία μου; Το αναφέρω; Το δίνω;». Δεν ξέρουμε. Είναι πάρα πολλά τα ερωτήματα. Τα παιδιά αντέδρασαν πάρα πολύ ώριμα. Να πω ότι πάρα πολλά παιδιά από την ευρύτερη περιοχή του Κιλκίς, γιατί αυτό έγινε και στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Κιλκίς, το παιχνίδι, δεν γνώριζαν πράγματα για την τοπική ιστορία τους. Και αυτό βοηθάει την τοπική ιστορία, τη γνώση της τοπικής ιστορίας. Και τι καλύτερο από το να την ξέρει το νεαρό παιδί, που θα ζήσει τόσα χρόνια ως κάτοικος της περιοχής και θα ξέρει πράγματα για την περιοχή του; Άρα, λειτούργησε επιμορφωτικά. Άρα, ήταν εντάξει. Ήταν πετυχημένο. Αυτό ήτανε για το για το ερώτημα σου. Το δεύτερο ποιο είναι;
Θέλω να μου πεις πώς σου φάνηκε η συνέντευξη.
Πρέπει να μιλούσα πάρα πολύ εγώ και να σε κούρασα. Κοίταξε. Είναι τρία-τέσσερα πράγματα τα οποία έγιναν στην ομάδα, τα οποία τα έχουμε συζητήσει και τα έχουμε παρουσιάσει σε δύο συνεδρία. Αυτό που σου είπα. Και στο εξωτερικό ρωτούσαν με πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι πολύ θετικό το ότι αδειάζω ό,τι έχω στο μυαλό μου, σε πράγματα που πολλές φορές δεν ακούστηκαν προς τα έξω ποτέ, δηλαδή ο τρόπος σχεδιασμού, αυτά τα οποία κάναμε, κάποιες πρωτιές στο σχεδιασμό ή που νομίζαμε εμείς… το ψάξαμε. Κάναμε, σου λέω, κατοχύρωση. Όταν παίζαμε τα παιχνίδια, ερχόταν κόσμος από Αθήνα για να το παρακολουθήσει. Μας έδιναν συγχαρητήρια. Δεν είχανε ξαναδεί κάτι τέτοιο, αλλά εκτιμούσαν τον τρόπο με τον οποίο κυλούσε. Καταλάβαιναν το ότι δουλεύει έτσι όπως το είχαμε σχεδιάσει. Μιλήσαμε με ανθρώπους οι οποίοι ήταν αυθεντίες σε άλλους τομείς. [03:40:00]Άρα, σου άδειασα πάρα πολλά πράγματα στη συνέντευξη σχετικά με την εμπειρία μου σε πεδία τα οποία ερχόντουσαν το ένα πίσω απ’ τα’ άλλο, γιατί το βιβλίο είναι κάτι διαφορετικό από το παιχνίδι. Ταυτόχρονα, έχουν κάποιο κοινό έδαφος, αλλά όχι… δεν είναι δύο όμοια πράγματα. Σε καμία περίπτωση. Δεν έχουν την ίδια ομάδα στην παραγωγή. Δεν έχουν τις ίδιες δεξιότητες τα άτομα της ομάδας στην παραγωγή. Είμαστε σε μία multimedia εποχή. Βάλε τεχνολογία, βάλε το παλιό παραδοσιακό, βάλε… εγώ ήμουν τυχερός. Τα πρόλαβα όλα, εντάξει; Και τα διαφημίζω όπου μπορώ, ακόμη και στα πιο νέα παιδιά από μένα, δηλαδή… πάμε στον αναλογικό, λίγο, να δείτε τη γλύκα. Και να δούμε και το ψηφιακό. Δηλαδή, εμένα μου λένε καινούργια πράγματα στους υπολογιστές που εντυπωσιάζομαι. «Αυτό το ‘ξερες;». «Δεν το ξερα». Να το δούμε. Έτσι δουλεύει το ζήτημα. Οι ερωτήσεις σου ήταν μία χαρά, γιατί σου λέω. Άδειασα πάρα πολλά. Ήτανε καίριες. Μου έδωσες τη δυνατότητα να πω και πράγματα συγκινητικά που έγιναν και μας φούσκωσαν από περηφάνια, που ήταν και οι άνθρωποι με ειδικές ανάγκες, οι μυστηριώδεις σκηνές των Βραδιών Μυστηρίου, που σου λέω και πάλι. Το προηγούμενο βράδυ δεν κοιμόμασταν από την αγωνία για το αν θα πάει καλά. Εγώ, κάθε φορά, όταν κάποιος θα με ρωτήσει: «Τι έκανε η "Gamecraft"; Πώς το έκανε;» και τα λοιπά, προσπαθώ να του πω, όσο το δυνατόν, περισσότερα, για να μείνει, για να διατηρηθεί. Εντάξει, οι δουλειές μας θα μείνουνε. Έχουνε γίνει έντυπα. Ίσως, κυκλοφορήσει και κάποιο βιβλίο με τις περιπέτειες μας. Εντάξει. Το οποίο… μεθοδολογικά, εννοώ, να τις εξετάσει κάποιος και να δίνει προτάσεις για παιδαγωγικά παιχνίδια. Και διασκεδαστικά-ψυχαγωγικά. Εύχομαι να φανώ αντάξιος των ερωτήσεων και των απαντήσεων, με βάση τις απαντήσεις που έδωσα δηλαδή. Να φανώ αντάξιος. Οι εξιστορήσεις περιλαμβάνουν μεγάλο κομμάτι της ιστορίας των παιχνιδιών ρόλων στην κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Αυτό είναι που, λίγο, το μαζεύει σ’ ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο και χρόνο. Δεν… ήταν μία συνέντευξη η οποία με ευχαρίστησε πάρα πολύ. Όλα τα’ άλλα είναι λεπτομέρειες, που μπορεί, ίσως, τεχνικά να μην ανταπεξήλθα εγώ, αλλά πολλές ερωτήσεις που ήταν πολύ σημαντικό να απαντηθούν. Εγώ το θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό να απαντηθούν όλες αυτές, γιατί και η περίοδος της “Fedora” και η περίοδος της "Gamecraft" και η περίοδος της δημιουργικής γραφής, αλλά και η περίοδος πριν από όλα αυτά, όταν ακόμα αυτά τα παιχνίδια ήταν σε στάδιο δοκιμών και ευχαρίστησης, συνετέλεσαν το ένα με το άλλο. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Η τιμή ήτανε πολύ μεγάλη. Δεν έχει σημασία πού θα καταλήξει αυτό. Σε τι αυτιά θα καταλήξει. Μακάρι στα κατάλληλα, αλλά ήτανε μεγάλη τιμή και μεγάλη… πολύ σημαντικό… και μεγάλη τιμή για τη δυνατότητα να ακουστούν πράγματα σε μία ομάδα, που, πολλές φορές, ξέρεις. Δεν υπάρχουν τα μέσα για να καλύψεις κάτι το οποίο θέλεις τόσο πολύ να το μοιραστείς με άλλους, αλλά δεν το ακούει κανένας. Κάποια στιγμή, λοιπόν, κάναμε πράγματα τα οποία χειροκροτήθηκαν από 20 ανθρώπους και θέλαμε να τα μάθουν 200. Αυτό, το ότι τα λέω, μπροστά μου, σ’ έναν άνθρωπος ο οποίος μου κάνει ερωτήσεις είναι σημαντικό. Το πιο σημαντικό απ’ όλα βασικά είναι αυτό. Να μείνουν, να διατηρηθούν. Είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα. Είναι μία συνεχιζόμενη διαδικασία η "Gamecraft". Θα κάνει κι άλλα πρότζεκτ. Δεν είναι ότι τελειώσαμε… να τα διηγούμαστε έτσι; Να θυμόμαστε και να διηγούμαστε, αλλά έχουμε κάνει, ήδη, πάρα πολλά και έπρεπε, τουλάχιστον, να δώσουμε προς τα έξω το τι έχουμε κάνει με δρώμενα τα οποία, σήμερα, τα βλέπω να γίνονται από δημιουργικές ομάδες, από άλλα άτομα και μικρότερες ηλικίες και χειροκροτώ, γιατί αντιλαμβάνομαι, σου λέω και πάλι, είναι τέταρτη φορά που το λέω, ότι κάτι πάει καλά, αν τυχόν βλέπω τέτοια πράγματα. Είσαι και εσύ μέσα στα πράγματα. Ξέρεις πώς λειτουργούν. Ο κόσμος του Φανταστικού ήταν υπό δοκιμή, πριν από μία δεκαετία. Πριν 2, ακόμα χειρότερα. Δεν το συζητάμε, αλλά έχει φανατικούς θαυμαστές. Όλες οι μικρές ηλικίες είναι μεγάλοι φίλοι. Φυσικά, είχαμε την δυνατότητα μέσω τηλεόρασης, κινηματογράφου και όλων των υπολοίπων, να επηρεαστούμε πάρα πολύ απ’ αυτό, αλλά χαίρομαι που το Φανταστικό, το Μυστήριο έχει μπει στη ζωή μας και χαίρομαι που κι εγώ έβαλα ένα λιθαράκι με μία ομάδα που έπαιζε ζωντανά παιχνίδια, όταν δεν έπαιζε καμία άλλη. Με αυτό τον τρόπο. Το τονίζω αυτό. Και αυτό είναι το οποίο ήθελα να πω προς τα έξω και σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτό.
Κύριε Μυροφορίδη, ήταν τιμή μου. Ήταν χαρά μου. Ευχαριστούμε πολύ που μοιραστήκατε όλες τις εμπειρίες σας και τις γνώσεις σας και τη δημιουργικότητα σας και να ευχηθώ καλό βράδυ.
Ευχαριστώ πάρα πολύ. Καλό βράδυ και σε σένα.
Φωτογραφίες

Οι πέντε ύποπτοι
Μέλη της Gamecraft που έχουν αναλάβει το ρ ...

Περιπέτεια στη Ρωμαϊκή Α ...
Η Gamecraft σε μία ακόμα δράση, ένα παιχνί ...

Η Gamecraft στα Φεστιβάλ
Banner της Gamecraft σε ελληνικό Φεστιβάλ.

Εσύ θα ρωτήσεις!
Στιγμή σε βραδιά μυστηρίου, κατά την οποία ...

Μουσειακή αύρα
Αναμένοντας τις ομάδες εξερευνητών-παικτών

Ο υπαστυνόμος εν υπηρεσί ...
Ο Αλέξανδρος στο ρόλο του υπαστυνόμου, του ...

Ο αφηγητής Αλέξανδρος Μυ ...
Ο αφηγητής μας

Το έμβλημα της Gamecraft
Η συγγραφική πένα και το σφυρί του σιδηρου ...

Η Επιτυχία της Gamecraft
Η επιτυχία της Gamecraft μπορεί να φανεί κ ...

Παίζοντας σε Βραδιά Μυστ ...
Murder Mystery. Η γυναίκα στον προτζέκτορα ...
Περίληψη
Ο Αλέξανδρος Μυροφορίδης απασφαλίζει και μας πλημμυρίζει με έναν υπέροχο καταρράκτη από εμπειρίες, όμορφες και δημιουργικές στιγμές, που θα μείνουν στο μυαλό όχι μόνο αυτών που τις έζησαν, αλλά και αυτών που θα τις ακούσουν. Ταξιδεύουμε μαζί του στην Αίγυπτο. Ιδρύουμε μαζί του τη "Gamecraft" και παίζουμε στις Βραδιές Μυστηρίου. Επισκεπτόμαστε μουσεία και παίζουμε σ' αυτά και ταυτόχρονα παίρνουμε μέρος σε συνεδρίες επιτραπέζιων και ζωντανών παιχνιδιών ρόλων. Ακόμα, μαθαίνουμε για την ακαδημαϊκή ζωή του Αλέκου, τη συνάντηση με τον Τίτο Πατρίκιο και τις όμορφες στιγμές στη Φλώρινα, το Rock Bar και τα κεμπάπια. Παράλληλα, ακούμε για τις βραδιές που ξόδεψε στον κειμενογράφο, φτιάχνοντας τις δικές του ιστορίες, πλάθοντας τα σενάρια της "Gamecraft" και οργανώνοντας λογοτεχνικά πρότζεκτ, όπως το «Αντίθετο Ημισφαίριο» και η "Fedora". Πρόκειται για μία υπέροχη συνέντευξη γύρω από το ταξίδι, τη λογοτεχνία και το άκρως σημαντικό, στη ζωή μας, παιχνίδι.
Αφηγητές/τριες
Αλέξανδρος Μυροφορίδης
Ερευνητές/τριες
Δημήτριος Κολοβός
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
31/03/2022
Διάρκεια
225'
Περίληψη
Ο Αλέξανδρος Μυροφορίδης απασφαλίζει και μας πλημμυρίζει με έναν υπέροχο καταρράκτη από εμπειρίες, όμορφες και δημιουργικές στιγμές, που θα μείνουν στο μυαλό όχι μόνο αυτών που τις έζησαν, αλλά και αυτών που θα τις ακούσουν. Ταξιδεύουμε μαζί του στην Αίγυπτο. Ιδρύουμε μαζί του τη "Gamecraft" και παίζουμε στις Βραδιές Μυστηρίου. Επισκεπτόμαστε μουσεία και παίζουμε σ' αυτά και ταυτόχρονα παίρνουμε μέρος σε συνεδρίες επιτραπέζιων και ζωντανών παιχνιδιών ρόλων. Ακόμα, μαθαίνουμε για την ακαδημαϊκή ζωή του Αλέκου, τη συνάντηση με τον Τίτο Πατρίκιο και τις όμορφες στιγμές στη Φλώρινα, το Rock Bar και τα κεμπάπια. Παράλληλα, ακούμε για τις βραδιές που ξόδεψε στον κειμενογράφο, φτιάχνοντας τις δικές του ιστορίες, πλάθοντας τα σενάρια της "Gamecraft" και οργανώνοντας λογοτεχνικά πρότζεκτ, όπως το «Αντίθετο Ημισφαίριο» και η "Fedora". Πρόκειται για μία υπέροχη συνέντευξη γύρω από το ταξίδι, τη λογοτεχνία και το άκρως σημαντικό, στη ζωή μας, παιχνίδι.
Αφηγητές/τριες
Αλέξανδρος Μυροφορίδης
Ερευνητές/τριες
Δημήτριος Κολοβός
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
31/03/2022
Διάρκεια
225'