© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Οικολογική καλλιέργεια υπερτροφών σε υψόμετρο 1.000 μέτρων

Κωδικός Ιστορίας
21763
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Φώτιος Τσόπρας (Φ.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/03/2022
Ερευνητής/τρια
Ειρήνη Αντωνίου (Ε.Α.)
Ε.Α.:

Θα κάνω μια εισαγωγή και ξεκινάτε εσείς μετά. Έχω ανοίξει το καταγραφικό, εγώ ονομάζομαι Αντωνίου Ειρήνη, είμαι Ερευνήτρια του Istorima, σήμερα βρισκόμαστε στην Κορησό Καστοριάς, είναι 26 Μαρτίου του 2022, Σάββατο, και βρίσκομαι μαζί με τον κύριο Φώτη Τσόπρα.

[00:00:00] 

Φ.Τ.:

Ναι, γεια σας.

Ε.Α.:

Θέλετε να μου πείτε λίγα πράγματα για σας;

Φ.Τ.:

Ξεκινώντας από τα παιδικά μου χρόνια, απ' ό,τι θυμάμαι εδώ πέρα για τη ζωή στο χωριό, εκείνη την εποχή τα παιδιά, δηλαδή, βοηθούσαν την οικογένεια από πολύ μικρά. Τους βάζανε και βοηθούσαν την οικογένεια. Εγώ συγκεκριμένα θυμάμαι, από κάποια ηλικία, θα 'τανε δεν θα 'τανε επτά χρόνων, εκεί μέσα, για να θυμάμαι τόσο θα 'τανε, εκείνη την εποχή με το γαϊδουράκι βοηθούσα την οικογένεια. Ερχόμουν εδώ πέρα σε μία απόσταση γύρω στα 8 χιλιόμετρα, σε δρόμο, μονοπάτι, ερχόμουνα με το ζώο φορτωμένο, που έφερνα ό,τι απαραίτητα χρειαζότανε για τις εγκαταστάσεις εδώ που ήτανε, για τα η μονάδα που είχε ο παππούς μου. Τους έφερνα τα τρόφιμα, έφερνα τα δοχεία, που στη συνέχεια, μετά το άρμεγμα που είχαμε με τα πρόβατα, γεμίζανε το γάλα τους και συνέχιζα και το έφερνα πίσω στο χωριό. Λοιπόν, εκείνη την εποχή, θυμάμαι, το πώς ερχόμασταν εδώ, συνήθως τότε το μονοπάτι αυτό είχε πολλή κίνηση. Είχε πολύ κίνηση. Δηλαδή ο δρόμος αυτός, Κορησού-Γέρμα, εκείνη την εποχή ήταν ο μόνος δρόμος που εξυπηρετούνταν και το χωριό μου, ο Γέρμας. Δηλαδή οτιδήποτε από το χωριό αυτό θέλανε να πάνε να προμηθευτούνε, Καστοριά και λοιπά, περνούσαν απ' το μονοπάτι αυτό. Εντωμεταξύ, γνωριζόνταν, τα δύο χωριά, οι κάτοικοι αυτοί γνωρίζονταν μεταξύ τους. Και συνήθως, το σπίτι θυμάμαι το πατρικό, είναι στο τέλος του χωριού, δηλαδή το τελευταίο σπίτι και συνέχιζε από εκεί ο δρόμος, το μονοπάτι, για να 'ρθει κάποιος στη Γέρμα. Πάντα τύχαινε κάποιος να περάσει, είτε απ' το χωριό εκείνο είτε κάποιος άλλος, που είχε τα ζώα του εδώ πέρα, που ήταν πάρα πολλοί εκείνη την εποχή, που είχαν τα ζώα τους εδώ πάνω στο βουνό. Και τότε ετοιμαζόταν το φορτίο στον γαϊδουράκο και συνήθως περνούσε κάποιος, «Άντε πάρε και το Φώτη μαζί σου, θα τον αφήσεις εκεί, θα πάει στο μαντρί», στις εγκαταστάσεις που έχει τα πρόβατα, ας πούμε, ο παππούς. Και συνέχιζα με κάποιον, γνωστό πάντα, γνωστοί ήμασταν όλοι μεταξύ μας. Ερχόμασταν, κι αυτός βέβαια με το δικό του ζώο, ερχόταν για άλλη δουλειά. Και το σημαντικό είναι ότι όταν έφθανε στο κτήμα, στην είσοδο του κτήματος, γιατί έπαιρνες άλλο μονοπάτι, ο γαϊδουράκος ήξερε τον δρόμο, πήγαινε… Γυρνούσε κάπου -όπως είδες- γύρω στα διακόσια μέτρα περίπου, ερχόταν μόνος του εδώ πέρα. Ερχόταν εδώ επιτόπου, εδώ ήταν οι δικοί μου, κατεβάζαν, ξεφορτώναν το ζώο, τα εφόδια που τους έφερνα, τα φαγητά, το ψωμί, τα δοχεία και λοιπά. Μετά τους βοηθούσα εκεί πέρα, ήτανε η διαδικασία του αρμέγματος, ξεκινούσε μετά από λίγο. Αυτή είναι η διαδικασία του αρμέγματος, είχαν έναν χώρο περιφραγμένο με μία μικρή πορτούλα, είσοδο, για να βγαίνουν τα προβατάκια ένα ένα και να το αρμέγει, ο ένας από δω, ένας από εκεί. Ανά δύο αρμέγανε, εξαρτάται, μπορεί και τρεις μπορεί να αρμέγαν μαζί, κι ένας πίσω τα έδιωχνε για να πάνε προς την είσοδο, να μαζευτούν. Αφού τελείωνε το άρμεγμα, το βάζαν στα δοχεία, πάλι με τον ίδιο τρόπο φόρτωναν το ζώο, πάλι όλο και κάποιος θα περνούσε. Μπορεί να περάσει ο γείτονας πιο κάτω, γιατί υπήρχαν κι άλλοι, την ίδια ώρα αρμέγαν όλοι τους. Οπότε περνούσε κάποιος άλλος, «Πάρε και το δικό μου το παιδί» με τον γαϊδουράκο και γινόταν η επιστροφή έτσι. Μετά που θυμάμαι, σχετικά με τις καλλιέργειες τις αγροτικές, εδώ που θυμάμαι στον χώρο τον ίδιο. Εδώ ο παππούς είχε τα χωράφια. Αυτά είναι πλαγιές, είναι γκρεμοί στην ουσία. Αυτά τα οργώναν εκείνη την εποχή, τα οργώναν με τα ζευγάρια. Άλλοι είχαν άλογα, άλλοι είχανε βόδια, βόδια, βουβάλια ας πούμε. Ο δικός μου ο παππούς είχε βουβάλια. Είχε δύο βόδια, ένα ζευγάρι βόδια, το οποίο το μαθαίνανε και όργωναν με το ζευγάρι αυτό. Μετά γινόταν η σπορά, πάλι όλο με το χέρι. Μετά ακολουθούσε… Όταν ακολουθούσε ο θερισμός, γινόταν ο θερισμός με τα δρεπάνια, γινόταν αρχικά ο θερισμός. Μετά ακολουθούσανε, ερχόντανε, δένανε, μαζεύαν όπως ήταν κομμένο το σιτάρι κάτω, ματσάκια ματσάκια, το μαζεύαν σε δεμάτια, το δένανε. Το δέναν πάλι επίσης με ένα ειδικό τέτοιο… Χειρόβολο το λέγανε, ήτανε από καλάμι, δηλαδή από βρίζα. Η βρίζα κάνει μεγάλο καλάμι, δηλαδή μπορεί να φτάσει και τα δύο μέτρα ύψος. Οπότε, αυτοί τι κάναν; Κόβανε εκείνη την εποχή βρίζα, κάποια δεμάτια, και τα φύλαγαν στον αχυρώνα τους για να το έχουν, για να δένουν, στη χρονιά που έπρεπε να μαζέψουν τα στάχυα κάτω, που ήταν θερισμένα, και τα δέναν με κείνο το άχυρο. Το βρέχαν, το μαλακώναν και τα δένανε. Το κάναν δεμάτια δηλαδή στο [Δ.Α.], το κάναν δεμάτια θυμάμαι. Και θυμάμαι εμπειρία μετά, που είχα, εγώ απλώς τους έβλεπα που θερίζανε μικρά παιδιά, αλλά τότε τι γινότανε; Τότε μας πέρναν κι μας, τα παιδιά, παράδειγμα. Οι μητέρες μας έπρεπε κι αυτή να βοηθήσει, γιατί οικογένειες δουλεύανε για να μπορέσουν να τελειώσουν και τη δουλειά τους, όλοι, συνήθως οι οικογένειες πήγαιναν στα χωράφια τους. Οπότε τα παιδιά, τις περισσότερες φορές, δεν είχα πού να το αφήσουνε. Γιατί ερχόταν και η γιαγιά να θερίσει, ερχόταν κι ο παππούς να θερίσει, όλοι απ' το σπίτι φεύγανε. Οπότε, όπως εκείνη η αγριογκορτσιά που έχουμε εκεί, το σκαμπουδάκι τώρα με το τραπεζάκι, μπορεί κι αυτό το δέντρο να ήμουν… Γιατί είναι πολλά χρόνια δέντρο αυτό. Εγώ πιστεύω ότι ίσως ήταν κι αυτό το δέντρο. Παράδειγμα, το μεγαλύτερο αδερφάκι το βάζανε να κοιτάει το μικρότερο, ακόμα και μωρό, μωρό δηλαδή μετά από σαράντα ημερών μωρό, το βυζαίναν το μικρό, το παίρναν μαζί και το μικρό, πού να το αφήσουνε; Και έβλεπε το μεγαλύτερο αδελφάκι, έβλεπε το μωρό. Τότε για κούνια, το σαμάρι, τη σέλα του σαμαριού, απ’ το γάιδαρο, το μουλάρι. Ανάποδα, στρώνανε μέσα και το βάζανε και κοιμόταν στο σαμάρι. Το χρησιμοποιούσαν και το σαμάρι γι' αυτή τη δουλειά. Μετά, αφού τα δένανε, τα θέριζαν όπως είπαμε, δένανε τον καρπό αυτόν, κυρίως σιτάρι και κριθάρι βάζαν εδώ απ' ό,τι θυμάμαι. Τα δένανε, μετά είχαν άλλη διαδικασία. Έπρεπε -γιατί τα χωράφια ήταν διάσπαρτα, μικρά χωραφάκια- έπρεπε να τα μεταφέρουν τα δεμάτια σ' έναν χώρο συγκεκριμένο, που ήτανε για να αλωνίσουνε. Τότε η κάθε οικογένεια είχε, παράδειγμα, τέσσερα ζώα, μουλάρια, γαϊδουράκια και λοιπά, παραπάνω δεν μπορούσε να έχει, να διατηρήσει κάποιος, τότε τι έγινε; Δανειζόταν και του γείτονα. Παράδειγμα, ο πατέρας μου έλεγε τον θείο μου, έλεγε τον άλλον τον γείτονα, ξέρω 'γω, «Δωσ' τα μου αύριο τα ζώα σου, να κάνω τη δουλειά μου» και ανταλλάσσονταν. Δηλαδή, για να τελειώνουν γρήγορα τη δουλειά, να μην πηγαινοέρχεται ένας με τέσσερα αλογάκια, γαϊδουράκια, να μεταφέρει τα δεμάτια και να θέλει… Ο περισσότερος χρόνος ήτανε να πάει απ' το χωράφι στο αλώνι που λένε. Έτσι τότε ο κόσμος, εκείνη την εποχή, βοηθούσε ο ένας τον άλλον. Δηλαδή πηγαίνανε… Ερχόνταν στα δικά μου τα χωράφια, ερχόταν οι θειοι και οι φίλοι και λοιπά και αντίθετα πήγαινε ο πατέρας μου κι ο παππούς, πήγαινε στα χωράφια των φίλων και δουλεύανε όλοι μαζί, συλλογικά. Δηλαδή μία εβδομάδα στα δικά σου τα χωράφια, μία εβδομάδα στα δικά μου κι έτσι κάναν. Είχαν τέτοιες φιλίες τότε, για πολλούς λόγους ας πούμε. Και θυμάμαι τύχαινε τότε να μαζέψει και είκοσι γαϊδουράκια, είκοσι γαϊδουράκια, τα φορτώνανε και πηγαίνανε. Δηλαδή μπορούσε η φάλαγγα να ήτανε, με τα γαϊδουράκια, μπορεί να 'ταν και τριακόσια μέτρα. Το ένα πίσω απ' τ' άλλο δεμένο και πήγαιναν στο αλώνι να ξεφορτώσουν. Και τη διαδικασία αυτή την κάνανε, φόρτωναν τα δέματα, τα ξεφόρτωναν, τα συγκεντρώναν, μετά πηγαίναν σε άλλη διαδικ[00:10:00]ασία. Αφού τελείωσαν τη μεταφορά, τα συγκεντρώνανε στο αλώνι, μετά άρχιζε η διαδικασία του αλωνίσματος. Τότε για να το αλωνίσουν, να το ξεχωρίσουν το σπόρο από το στάχυ που ήτανε, το στρώναν, θυμάμαι, είχαν έναν χώρο σαν πίστα, σε στρόγγυλο έτσι, το στρώνανε κάτω στο αλώνι που λέγανε. Εκεί μετά βάζανε… Αυτοί ξέραν τι ποσότητα πρέπει να στρώσεις φυσικά. Και μετά ξεκινούσε ο αλωνισμός. Είχαν συνήθως ένα ζευγάρι άλογα. Θυμάμαι εκείνη την εποχή άλογα… Υπήρχαν άτομα που είχαν άλογα δικά τους και δουλεύανε, πήγαιναν, τους καλούσα εγώ στο αλώνι μου και τους έλεγα: «Έχω δέκα μέρες να αλωνίσω», ερχόνταν εκεί και παίρναν ένα δικαίωμα. Δηλαδή το κάθε αλώνι έλεγε: «Θα έχω τα ζώα μου, θα αναλάβω εγώ, να το χτυπήσω, να τα κυνηγήσω τα άλογα γύρω γύρω, να γίνει, να πέσει ο σπόρος» κι έπαιρναν ένα δικαίωμα για τη δουλειά τους. Έλεγαν, στη συμφωνία είχαν, «Δύο τενεκέδες στάρι», έλεγε ο άλλος. «Θέλω δύο τενεκέδες στάρι στο τέλος, άσχετα πόσα θα βγάλεις, θα πάρω δύο τενεκέδες στάρι για μένα». Κι ερχόταν αυτός ο συγκεκριμένος, ένας παππούς, τότε θυμάμαι, Ανδρέας λεγότανε, Παπαντρέα τον λέγαμε, ο οποίος είχε τα άλογα του, ερχότανε, ξεκινούσαν θυμάμαι πολύ νωρίς. Και το χαρακτηριστικό αυτό που μου 'μεινε… Δηλαδή όταν εμείς κοιμόμασταν με τον αδερφό μου, μπορεί να κοιμόμασταν εδώ δίπλα που ήταν το σπιτάκι. Και ησυχία που είναι κι αυτή, άκουγες τον καλπασμό των αλόγων, να τρέχουν. Γιατί αυτός τα κυνηγούσε τα άλογα. Ήταν ο στύλος στη μέση, ήτανε μία συγκεκριμένη τριχιά, που έφτανε μέχρι την άκρη της πίστας και, όπως το γαϊτανάκι, μαζευόταν κι ερχόταν μέχρι το κέντρο. Και μετά, αφού πλησιάζαν τον στύλο, τα γυρνούσαν αντίθετα, να ξετυλιχτούν. Κι αυτό γινόταν συνέχεια. Μπορεί να γινόταν από τις έξι το πρωί, από ό,τι θυμάμαι, μέχρι το μεσημέρι. Δηλαδή δώδεκα, θα 'τανε, μία θα ‘τανε, να πέσει καλά το στάρι. Δηλαδή να ξεσπυριστεί, να τραβήξουν τα άχυρα. Δίπλα στο αλώνι είχανε μία μεγάλη καλύβα πάλι. Δηλαδή έναν μεγάλο χώρο με άχυρο, με αχυρένιο… Εκεί το άχυρο αυτό που έβγαινε, το μαζεύανε και το χτενίζαν δηλαδή και το σπρώχναν μέσα εκεί, στον αχυρώνα που το λέγανε. Εκεί μας βάζαν εμάς, θυμάμαι, την εικόνα θυμάμαι, εμάς μας βάζουνε σαν μικρά, σαν παιχνίδι το είχαμε, όπως έμπαινε το άχυρο και πέφταμε στα μαλακά να παίζουμε επάνω. Αυτό, είχαν το σκοπό τους αυτοί, σου λέει: «Βάλε τα παιδιά μέσα», έβαζαν τα παιδιά, για να πατηθεί το άχυρο, για να πάρει πολύ άχυρο μέσα. Γιατί, αν ήταν το άχυρο αφράτο, δεν θα έπαιρνε άλλο, έπρεπε να πατηθεί όλο το άχυρο, για να μπορεί να πάρει όλο το άχυρο που θα βγει από τον αλωνισμό. Και μετά, αργότερα, θυμάμαι, τύχαινε περιπτώσεις στον αλωνισμό τότε, τύχαινε περιπτώσεις να μην έχει αέρα. Συνήθως εκεί που είναι το αλωνάκι αυτό, δεν ξέρω, το είχε βρει ο παππούς το κατάλληλο σημείο; Γιατί είχε ρεύματα, έβγαιναν μετά το μεσημέρι κάποια ρεύματα, γιατί θέλει να το λιχνίσεις αυτό, το λιχνίζανε, το μαζεύαν ένα σωρό και ήτανε διάφορα με τα… Κάποια σαν βελόνες, που έχει το στάχυ πάνω, αυτά τα άγανα που λένε, αυτά έπρεπε να τιναχτούν. Αυτά με το τίναγμα, με το φτυάρι που το φτιάχναν, τα λιχνίζαν. Δηλαδή, από τον έναν σωρό τα πετάγαν στον άλλον κι ο αέρας έπαιρνε τα ελαφριά αυτά που ήταν, τα φύλλα και τα αυτά, και τα ξαναμάζευαν προς τα εκεί και στο τέλος, μετά, το ξανακοσκινίζαν. Είχαν τα κόσκινα, είχαν κάτι κόσκινα, αν έχεις δει, τα τρυπητά εκείνα τα εργαλεία, εκεί κοσκινίζανε, για να καθαρίσουν. Και μετά τα βάζαν στα τσουβάλια και λοιπά. Όσον αφορά το στάρι είναι αυτό. Τώρα για το άχυρο. Το άχυρο, εκείνο που πατούσαμε στον αχυρώνα, το χρησιμοποιούσαν για το χειμώνα, για τα ζωντανά τους. Γιατί τα ζωντανά, τα πρόβατα, τα είχαν εδώ. Το άχυρο χρειαζόταν να τρώνε, να φάνε τα γαϊδουράκια, άχυρο τρώγανε, τα μουλάρια. Στρώναν κάτω για τα πρόβατα, να κάθονται σε στεγνό χώρο, να μην έχει υγρασία, γιατί έρχονταν απ' έξω υγρά, δηλαδή να κάτσουνε πάνω σε χορταράκι. Και το χρησιμοποιούσαν αυτό και το άχυρο για αυτή τη δουλειά. Μετά εδώ, αυτά που θυμάμαι εγώ, βάζανε και καλαμπόκι εκείνη την εποχή. Ήταν ένα χωράφι και… Θυμάμαι βάζαν καλαμπόκι εκείνη την εποχή και αναρωτιόμουν. Γιατί καλαμπόκι συνήθως βάζουνε στα χωράφια που είναι στον κάμπο κάτω, που έχουν υγρασία και λοιπά. Και το ρωτούσα και τελευταία, απορία είχα, το λέω τώρα, μετέπειτα, και λέω τον πατέρα μου: «Πώς βάζατε τότε καλαμπόκι, εδώ πάνω, ψηλά;», εκεί στο φραγμένο που είναι. Μου λέει: «Τότε έβρεχε πολύ συχνά». Και πράγματι είναι αυτό. Ότι έβρεχε συχνά, δηλαδή είχε μπόρες τα απογεύματα. «Τώρα -λέει- χρόνια δεν βρέχει τόσο, όπως έβρεχε τότε». Οπότε μεγάλωναν, αναπτύσσονταν και τα καλαμπόκια εδώ ψηλά πάνω, αν και ορεινό, σε ύψωμα, είχανε και τα καλαμπόκια. Τώρα για τα καλαμπόκια, έχω άλλη εμπειρία για τα καλαμπόκια, που θυμάμαι, πάλι με τον ίδιο τρόπο, την καλλιέργεια, πάλι με τα ζώα τα οργώνανε και τα κάνανε. Μετά το καλαμπόκι, κόβαν τις κορυφές για να στεγνώσει ο καρπός. Μετά σπάζαν το καλαμπόκι, το παίρνανε, το βάζαν σε κάτι μεγάλα κοφίνια που είχανε. Τα λέγαν κοφίνια εκείνα. Με τα ζώα πάλι φυσικά, τα φέρνανε στο χωριό, στο σπίτι, εκείνα. Κι εκείνα μετά, όταν τελείωναν όλες τις δουλειές το φθινόπωρο, γιατί φθινόπωρο γινόταν η συγκομιδή του καλαμποκιού, μαζευόταν τότε, θυμάμαι, όλη η γειτονιά, φίλες και λοιπά, μάζευε η μητέρα μου και καθόταν εκεί. Εκείνη την εποχή δεν έχει ούτε τηλεοράσεις ούτε ραδιόφωνα, να φανταστείτε. Λοιπόν και το είχανε σαν γλέντι. Δηλαδή μαζευόταν, άντε να κάνουμε μία… να ξενυχτήσουμε, να κάνουμε μία βεγγέρα, ένα ξενύχτι, να καθαρίσουμε τα καλαμπόκια. Μία μέρα μαζευόνταν οι γυναίκες της γειτονιάς, ερχόταν στο σπίτι το δικό μας. Μετά άντε, μπορεί να κάναν ένα διάλειμμα, μία μέρα και λοιπά, δύο, πηγαίνανε στην άλλη τη γειτόνισσα. Μαζευόνταν, ξέρεις, ιστορίες, συζητούσαν, κάνανε και λοιπά. Και κάναν τη δουλειά, καθαρίζαν τα καλαμπόκια. Όπως είναι οι κουκουνάρες, τα καλαμπόκια, όπως είναι μαζί με τα φύλλα, τα καθαρίζανε, τα στεγνώναν και μετά τα είχανε για να τα… Ερχόταν το μηχάνημα για να τα καθαρίσουνε και να τα κάνουν κι αυτά, πάλι για τα ζώα κυρίως τα χρησιμοποιούσαν τα καλαμπόκια. Με λίγα λόγια, εδώ η ζωή τότε, οι αγροτικές ήταν όλες με το χέρι γινόντουσαν. Λοιπόν, όπως και τώρα, και τώρα αν πάμε τώρα, στα τώρα, το τι κάνουμε εμείς εδώ πέρα κι εμείς ήταν… Αυτός ο χώρος εδώ πέρα, που βλέπετε, ήταν παρατημένος, γιατί μετά ήρθε η εξέλιξη. Μετά το '69, θυμάμαι, εγώ που πήγα στη γούνα, εγώ δεν ακολούθησα τότε, αρχικά δεν ακολούθησα το επάγγελμα του αγρότη. Είχε βγει τότε σε μας, ήτανε η γούνα, που είχε βγει η γούνα στην Καστοριά. Πολλοί πήγαιναν, γιατί είχε και πολύ χρήμα, βγάζαν χρήμα. Και μας άρεζε περισσότερο, να πάμε εκεί, να αλλάξουμε λίγο. Κάποιοι ακολουθούσαν το επάγγελμα του αγρότη, εντωμεταξύ. Θυμάμαι εγώ στα δεκατρία μου χρόνια, βλέποντας τους φίλους μου, εκεί πέρα τότε, εκείνη την εποχή, ήταν ότι υπήρχε φτώχεια εδώ στην Ελλάδα, γενικά, στα χωριά. Και στις πόλεις πιστεύω, το ίδιο πράγμα ήταν. Υπήρχε φτώχεια, δεν υπήρχε η άνεση τώρα και η ευκαιρία ο γονιός να δώσει, να πάρει το παιδί μία σοκολάτα και λοιπά, ήταν είδος πολυτελείας, τη σοκολάτα να την πάρει. Οπότε, τα παιδιά δηλαδή, έβλεπες τους φίλους σου, γυρνούσαν με λεφτά. Και με λεφτά, πολύ καλά λεφτά, μιλάμε εκείνη την εποχή. Οπότε οι πιο πολλοί, εδώ στην Καστοριά ιδίως, οι πιο πολλοί αφήναμε… Πηγαίναμε στο σχολείο, γραφόμασταν και λοιπά, περνούσαμε τότε με εξετάσεις, τα παρατούσαμε και πηγαίναμε στην αυτήν, στη γούνα. Να μάθουμε τέχνη δηλαδή, η γούνα ήταν μία τέχνη που άφηνε λεφτά. Και είχε μέλλον εκείνη την εποχή. Όπως έχω άλλους, που συζητάω μετέπειτα, τώρα. Άλλοι αφήναν τα πρόβατα, γιατί σου λέει: «Διαβάζαμε περισσότερο για να φύγουμε από τα πρόβατα», έλεγε ο άλλος ο καθηγητής, ο φίλος μου, ήταν στα Τρίκαλα αυτός. Μου λέει: «Εμείς, εγώ πήγαινα, τότε» μου έλεγε ιστορίες για τον εαυτό του εκείνη την εποχή σε κείνη την ηλικία, «Εγώ -λέει- βοσκούσα τα πρόβατα του πατέρα μου και ταυτόχρονα είχα στον τουρβά» που λένε αυτό το ταγάρι, είχε μέσα βιβλ[00:20:00]ία και διάβαζε, κι ενώ βοσκούσε τα πρόβατα. Και «Προσπαθούσα -λέει- από εκεί, ήθελα να φύγω απ’ τα πρόβατα και διάβαζα να ξεφύγω από τα πρόβατα». Λοιπόν, με τη γούνα, όπως είπα, στα δεκατρία μου χρόνια, πήγα να μάθω τέχνη με τη γούνα. Τα κατάφερνα, δηλαδή τα κατάφερνα είναι… Οι πιο πολλοί ήταν λίγο λίγο, γενικά τα κατάφερα, τα 'παιρνα, τη δουλειά την έπαιρνα αμέσως. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, γιατί η γούνα είχε πολλές ειδικότητες. Ήτανε ο μηχανικός, ο λεγόμενος μηχανικός, ήταν αυτός που έραβε τις γούνες, ο ράφτης. Λοιπόν εγώ έμαθα, πήγα πρώτα μηχανικός, γιατί συνήθως τα νεαρά παιδιά τα βάζανε να μαθαίνουν μηχανή, να γαζώνουν. Και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα άρχισα και ήμουν ενεργός, δηλαδή άρχισα να παράγω, να παράγω δουλειά, να βγάζω δουλειά. Στην αρχή, βέβαια, δεν σου πληρώναν λεφτά, ώσπου να μάθεις κάτι να κάνεις και σιγά σιγά όσο αρχίζεις και… Αρχίζαν, τότε θυμάμαι, και βγάζαμε λίγη δουλειά, αρχίζαν κάτι και μας δίνανε. Αλλά μιλάω, ας ήταν δυο τρεις μήνες, ήδη ήμουνα στην παραγωγή σαν ένας έμπειρος γουνεργάτης. Και από τα δεκατρία μου μέχρι που πήγα στον στρατό δηλαδή, εκείνη την εποχή, έμαθα καλά τη δουλειά, έβγαζα καλά λεφτά. Από οικονομικής πλευράς, να συμπεραίνουμε, τώρα, εκείνη την εποχή, δηλαδή, αν του ανειδίκευτο εργάτη ήταν, παράδειγμα, πενήντα δραχμές του ανειδίκευτου εργάτη, όπως είναι τώρα, το μηνιάτικο πόσο είναι επτάμισι, επτά κατοστάρικα; Αντιστοιχεί πόσο; Κάνα είκοσι πέντε ευρώ; Εκείνη την εποχή ήταν το, βέβαια δραχμή μιλάμε τώρα, η δραχμή τότε… Πενήντα δραχμές ήταν το βασικό, και το άλλο, το κανονικό, ήταν λίγο παραπάνω. Εδώ, με τη γούνα έβγαζες τα διπλάσια από ό,τι ήταν του ανειδίκευτου και παραπάνω. Μιλάμε, δηλαδή να είσαι τώρα δεκατέσσερα χρόνων και να βγάζεις τόσα χρήματα. Τώρα, αν συγκρίνεις με το δημόσιο τότε, με τους δασκάλους, με τους καθηγητές, δηλαδή, ήταν ένα εβδομαδιάτικο που έβγαζε κάποιος, με το κομμάτι δουλεύοντας, ήταν ένας μισθός καθηγητή, του μηνιάτικου, το χρήμα. Εν ολίγοις, όταν το '76, που πήγα στο στρατό, τότε τα χρήματα που είχα μαζέψει εγώ, γιατί τα χρήματά μου εγώ τα μάζευα, οι γονείς μου λέν': «Τα δικά σου άνοιξε έναν λογαριασμό και βάζε τα εκεί πέρα». Οπότε το σπίτι το αγροτικό είχε τα δικά του, το ψωμί και τα λοιπά. Τα μόνο έξοδα τότε, τα δικά μας, γιατί και εκείνη η εποχή δεν είχε ούτε καφετέριες να χρειαστεί να χαλάσεις λεφτά, δεν είχε να ξοδέψεις λεφτά πολλά. Σχεδόν όλα μου τα λεφτά τα μάζευες, αποταμίευση τα έκανες. Θυμάμαι, δηλαδή τα λεφτά εκείνης της εποχής… Εκείνης της εποχής τα χρήματα, θα μπορούσα εγώ, δηλαδή είκοσι χρονών, να πάρω δύο διαμερίσματα στη Μαρτίου, στη Θεσσαλονίκη. Εκεί η Μαρτίου ήταν τότε… Συγκρίνω Μαρτίου, γιατί εκείνη την εποχή θυμάμαι ο θείος μου είχε πάρει ένα διαμέρισμα ρετιρέ και σύγκρινα με τα λεφτά που είχα μαζέψει εγώ τότε. Δηλαδή θα μπορούσα να αγοράσω, με δικά μου λεφτά, είκοσι χρόνων, δύο διαμερίσματα στη Μαρτίου, ρετιρέ μιλάμε, έτσι; Θα μπορούσες να πάρεις. Δηλαδή, φαντάσου η γούνα ήταν… Είχε μεγάλα έσοδα, έβγαζε κάποιος. Μετά θυμάμαι, εκείνη την εποχή ερχόνταν πάρα πολλοί… Έβρισκες άτομα να δουλεύουν, να μάθουνε γούνα και από τη Θεσσαλονίκη, απ' τα Γιαννιτσά. Ερχόταν, δηλαδή κόσμος, μετανάστευε εσωτερικά, στην Καστοριά, για να δουλέψει, γιατί έβγαζαν χρήματα. Και από Λάρισα, από Γρεβενά και βάλε ας πούμε. Όλη η ακτίνα εδώ, από Ήπειρο, από Κόνιτσα κι εδώ, υπήρχαν πολλά άτομα. Ξέρεις, ο ένας έφερνε και τον άλλον. Ήταν ο άλλος καθηγητής, έφερνε την άλλη, την ξαδέρφη, να κοιτάει το μωρό, το απόγευμα μάθαινε γούνα κι έβγαζε λεφτά. Έβγαζαν όλοι λεφτά τότε. Είχε βγάλει δηλαδή εκείνη την εποχή. Γενικά τα πήγαινε καλά μέχρι κατά το… Περίπου ήταν μέχρι το '82, '83 πήγαινε καλά η γούνα. Από εκεί και μετά, ας πούμε, άρχισε η πτώση. Άρχισε η πτώση. Βέβαια εγώ ασχολήθηκα… Στη συνέχεια είχα κάνει δικό μου εργαστήριο. Δεν είχε βέβαια τα έσοδα που είχε παλιότερα η γούνα, άρχισε σιγά σιγά να πέφτει. Είχα κάνει δικό μου εργαστήριο, έκανα μετά συνέχεια και ήδη… Οικογενειακό πάλι εργαστήριο, εγώ, η γυναίκα μου, ο αδερφός μου. Τον αδερφό μου είχα, ο οποίος είχε τα πρόβατα του, συνεχίζει την κτηνοτροφία. Τότε ήταν κι ο πατέρας μου, τον βοηθούσε και ερχότανε δούλευε και ο αδερφός μου. Έδινα, με τη σειρά μου, και σε άλλους μετεργολαβία. Δηλαδή, παράδειγμα, έπαιρνα δουλειά, έδινα… Τότε κάθε σπίτι εδώ στην Καστοριά, στα χωριά, είχε και από μία μηχανή, ραπτομηχανή που ράβανε, άλλος ένας, άλλος δύο μηχανές. Υπήρχε ζευγάρι που είχανε, όπως βλέπεις αυτό τον χώρο το μικρό, είχε δύο μηχανές σ' έναν μικρό τέτοιο χώρο και έραβε γούνες. Και εγώ τους έδινα δεύτερο χέρι εργολαβία, δηλαδή, τα έκοβα, τα έκανα, τα έδινα να με τα ράψουνε τα έπαιρνα, τα συνεχίζαμε. Και για αρκετό καιρό, μέχρι αυτό γινόταν μέχρι περίπου το 2013. Ήμουν σχεδόν από τους τελευταίους θα 'λεγα που... Ναι, από τους τελευταίους. Συνεχίζουν κάποιοι, βέβαια, τώρα έχει αλλάξει μορφή της γούνας, γιατί τότε, θυμάμαι, η δουλειά δίνονταν εργολαβίες και εκτός μαγαζιού. Στην αρχή τα δουλεύαν μες στα μαγαζιά και έπειτα η δουλειά δινόταν σε μικροεργολάβους, μικροεργαστήρια, όπως εγώ δηλαδή και έτσι γινόταν η δουλειά. Τώρα τελευταία έχει η γούνα πριν… Τώρα βέβαια έχει μεγάλο, σοβαρό πρόβλημα, αλλά επανήλθε πάλι στα μαγαζιά. Μαζεύτηκε η γούνα δηλαδή, γιατί βγήκαν προγράμματα, από ό,τι βλέπω, που δίνουν επιχορηγήσεις στους εργάτες, τους πριμοδοτούν τα εργατικά. Πέσαν πολύ οι τιμές τους. Και τώρα κάναν πολλά μαγαζιά σε τύπου εργοστάσια, με εκατό εργάτες, πενήντα εργάτες μέσα, που πήραν επιδοτήσεις για να κάνουν τα κτίρια κι όλα αυτά. Οπότε τη δουλειά την ξαναμαζέψανε μέσα έτσι, από έξω που ήτανε. Μαζεύτηκε ξανά. Οπότε σε κάποια φάση δεν υπήρχε και δουλειά οπότε εγώ… Τα χρόνια τα δικά μου ήτανε για τη σύνταξη, πλησίαζα για τη σύνταξη. Για τα εξήντα δύο μου την πήρα τη σύνταξη, λόγω που είχα τόσα χρόνια δουλειάς. Εδώ και τρία χρόνια την έχω πάρει τη σύνταξή μου. Λοιπόν, οπότε ψάχνοντας με τα παιδιά λέμε: «Τι θα… Κάτι πρέπει να κάνουμε, κάτι άλλο, να ασχοληθούμε με κάτι άλλο». Διάφορες ιδέες ήταν, ας πούμε, τότε. Ερχόμασταν κάπου κάπου, αυτός ο χώρος εδώ πέρα, ο συγκεκριμένος ήταν τελείως παρατημένος. Είχαν βγει θάμνοι, όχι βέβαια μεγάλα δέντρα και τέτοια, θάμνοι κυρίως. Θαμνώδεις πιο πολλά και υπήρχαν και σημεία που ήταν ακάλυπτα. Και οπότε μας άρεζε λίγο. Η αλήθεια είναι ότι και εγώ για το λόγο ότι συναισθηματικά, για το λόγο ότι μεγάλωσα εδώ, έζησα εδώ τη ζωή και λοιπά και τα αδέρφια μου και… Οπότε σε κάποια στιγμή... Και τα παιδιά μου βέβαια τ' άρεσε αυτό, η φύση εδώ πέρα, όπως βλέπετε, έξω είναι το κάτι άλλο. Και ψάξαμε τι να ασχοληθούμε και αρχίσαμε και φυτέψαμε πρώτα καστανιές. Είπαμε, είχαμε τον χώρο το μέσα εκείνο και προβληματιζόμασταν. Λίγο πριν πιάσει η κρίση της γούνας ήταν αυτό, δηλαδή. Και σε κάποια φάση πέρασε από το μυαλό μας να κάνουμε και μία φάρμα γουνοφόρων ζώων, δηλαδή να εκτρέφουμε ζωάκια για τη γούνα. Γιατί είχαν κάποιο κέρδος σαν οικογενειακή επιχείρηση. Ο χώρος εδώ, το βουνό δηλαδή, βολεύει για την κατάσταση, δεν βλάπτεις σε κάποιον άλλον, να τον ενοχλείς. Πήγε το μυαλό μας εκεί αρχικά. Μετά λέμε άντε, φυτέψαμε λίγες καστάνιες και καρυδιές εδώ πέρα σε μία έκταση εδώ πέρα, που είναι γκρεμός στην ουσία. Και για να κρατήσουμε και τα χώματα, λέ[00:30:00]με, και να κάνουμε έτσι… Να κάνουμε ένα ωραίο κτήμα, όπως είναι κάτω, που έχουν τις ελιές στα νησιά, που είναι σε πλαγιές σε τέτοια. Και λέμε, θα γίνει κάτι ωραίο εδώ πέρα, έτσι, να δασωθεί, να δεντροφυτευτεί, να έχουμε τους καρπούς να παίρνουμε και να έρχεσαι να κάθεσαι, θα 'ναι και ευχάριστο και λοιπά. Ξεκινήσαμε από κει. Την ιδέα αυτή για τα ζωάκια την εγκαταλείψαμε, γιατί είδαμε έπιασε κρίση. Και λέμε: «Σταμάτα, δεν υπάρχει τέτοιο χαΐρι». Όταν ξεκινήσαμε τα δέντρα αυτά και είδαμε ότι περπατάει το αυτό, μπορεί να γίνει και να υλοποιηθεί κάτι τέτοιο, αρχίζαμε και κλίναμε μόνο στη γεωργία. Εντωμεταξύ εδώ τώρα, πιαστήκαμε πρώτα… Εδώ μεσ' το κτήμα υπάρχει μία πηγή, δηλαδή βγαίνει, έχουμε νερό δικό μας. Εδώ πιο πάνω λίγο είναι, κάνα πενήντα μέτρα, στην πλαγίτσα αυτήνα. Εκεί παλιά το είχανε… Όταν είχαν τα ζώα εδώ, ποτίζαν τα ζώα τους εκεί πέρα, παλιότερα. Εμείς αρχικά καταπιαστήκαμε από κει. Κάναμε καλλιέργεια την πηγή, βάλαμε… Κάναμε μία δεξαμενή. Με κάποια κυβικά κάναμε δεξαμενή, να το συγκεντρώνουμε το νεράκι το λίγο που τρέχει αυτό. Είναι λίγο, αλλά είναι σημαντικό να το μαζεύεις κάπου. Το μαζεύουμε το νερό, κάναμε δίκτυο από τη δεξαμενή εδώ πέρα μέχρι και απέναντι εκεί στο κτήμα το άλλο που έχουμε τη φυτεία με τά γκότζι μπέρι κι αυτά που βάλαμε στη συνέχεια. Πρώτα κάναμε αυτό. Είδαμε ότι αυτό… Λέμε δεν θα έχουμε κάτι να τα ποτίζουμε, τα δεντράκια θέλουν λίγο νεράκι. Μετά ήρθε η ιδέα, τα παιδιά λέν' να φυτέψουμε γκότζι μπέρι, ακούμε ότι έχουν έσοδα, είναι ακριβό είδος και λοιπά, είναι σε βουνό. Σε βουνό αυτήν την καλλιέργεια μπορεί να… συνήθως την καλλιεργούν εκεί στην Κίνα, στη Μογγολία και λοιπά, σε ψηλά μέρη. Διαβάσαμε, κάναμε στο ίντερνετ, μελέτησαν εκεί πέρα. Άρα, λέει, ακούμε κι από άλλους ότι έχει πέραση το προϊόν κι έτσι φυτέψαμε αρχικά, βάλαμε πέντε στρέμματα, πεντέμισι στρέμματα γκότζι μπέρι. Μετά από τα γκότζι μπέρι… Έχουμε τώρα περίπου εφτά χρόνια που τα έχουμε φυτέψει τα γκοτζι μπέρι. Το '13 ξεκινήσαμε εδώ τις δουλειές να κάνουμε, αυτές που είχα πει προηγουμένως, με το δίκτυο, τα νερά κι όλα αυτά, τις καστανιές και σταδιακά… Εντωμεταξύ δεν φυτέψαμε όλα, κάθε χρόνο… Γιατί σε μία φορά δεν μπορείς να κάνεις… Είχαμε να καθαρίσουμε τους θάμνους, αρχίσαμε λίγα λίγα να φυτεύουμε τα δέντρα αυτά όλα. Φυτέψαμε τα γκότζι μπέρι, μετά θέλαμε… Τα παιδιά διάβαζαν πάνω σ' αυτό, ψάχναμε τα τσάπουρνα. Τα τσάπουρνα είναι το αγριοδαμάσκηνο, που το βρίσκει κανείς εδώ πέρα στην περιοχή μας και γενικά στα ορεινά στη Βόρεια Ελλάδα υπάρχει πολύ. Είναι θαμνώδες αυτό, θάμνος, είναι ένα φρούτο, έχει έτσι, λίγο στυφό, έχει πολλά αντιοξειδωτικά. Διαβάζοντας μετά, οι αρχαίοι το είχαν αυτό, λέει, φάρμακο και κάνει πολύ καλό, έχει πολλά αντιοξειδωτικά. Και έτσι, τι κάναμε; Πήραμε φυτά τέτοια, είχαμε εδώ απ' το κτήμα πιο κάτω στις άκρες, υπήρχαν τσαπουρνιές. Τις κόψαμε, στην άκρη βέβαια τα αφήσαμε, εκείνα είχαν γίνει και φράχτης. Όταν βγήκε ο καρπός αυτός, λέει: «Τι καρπός είναι αυτός;» Ψάξαν τότε, ψάξαμε, διάβασαν τις ιδιότητες, πώς ήταν, πού κρατάει και λοιπά και τα αφήσαμε αυτά. Αρχίσαμε να τα μαζεύουμε τα τσάπουρνα που έχουμε στην άκρη του κτήματος. Τα αφήσαμε αυτά και θέλουμε τώρα να επεκτείνουμε την παραγωγή για να πάρουμε να φυτεύουμε. Πήραμε μοσχεύματα μόνοι μας, γιατί πού να βρεις, δεν υπάρχει στο εμπόριο. Μόνοι μας, κάναμε, βρήκαμε κι αλλού που έχει και λοιπά, έτσι ωραία που μας άρεζαν και τα μεταφυτέψαμε, για να παίρνουμε τον καρπό τους και από τα τσάπουρνα. Μετά, άντε να δούμε και κρανιές. Βάλαμε και κρανιές. Το δάσος εδώ απέναντι, αυτό που είναι τώρα τα φύλλα πεσμένα όλα, αυτό λέγεται Κρανιά. Και εδώ πέρα αυτό το δάσος έχει πολλές κρανιές μέσα. Πήγαμε, ψάξαμε κι εκεί, να δούμε που είναι ο καρπός, πριν αρχίσουν οι αρκούδες και τα τρώνε αυτά. Γιατί τα τρώνε, οι αρκούδες κυρίως, οι σκίουροι και τι άλλα τα ζωάκια αυτά. Και εντοπίσαμε κάποια φυτά εκεί που έβγαζαν καλό καρπό και πήγαμε την άνοιξη μετά, βγάζαμε, μαζεύαμε ρίζες, παράριζα δηλαδή και τα μεταφυτεύαμε. Φυτέψαμε και κρανιές. Μετά μας άρεζε εδώ, δηλαδή η ζωή εδώ στο βουνό. Ενώ ήμασταν πριν στη γούνα, στα υπόγεια, να φανταστείς στα ημιυπόγεια δουλεύαμε γούνα, βγήκαμε ξαφνικά στη φύση ξανά, όπως ήμασταν από μικρά παιδιά. Εδώ συνηθίζουμε κάνουμε περιπάτους, μέσα στα βουνά, εδώ μέσα στο δάσος κάνουμε περίπατο, πηγαίνουμε βόλτες. Θυμάμαι ο παππούς έφερνε έναν καρπό, ήταν κάτι σαν αγριομούσμουλα μικρούλια. Αυτά ωρίμαζαν περίπου γύρω στο Νοέμβριο, κάπου εκεί. Είχαν μέσα κανα τέσσερα κουκουτσάκια ο καρπός, αλλά έχει πολλά αρώματα αυτό το φρούτο. Και πήραμε και από αυτά μοσχεύματα και φυτέψαμε. Γιατί είδαμε ότι… Εντωμεταξύ ήξερα πού είναι τα… Αυτά από τον παππού ακόμη, μας πήγαινε ο παππούς εκεί. Και αν δει κάποιος, ψάξει, δεν βρίσκεται, είναι φυτό υπό εξαφάνιση αυτό. Και πήραμε από κει κάποια μοσχεύματα, φυτέψαμε, για να βγάλουμε κι αυτόν τον καρπό. Και τώρα ήδη εδώ, με τα φρούτα που έχουμε εμείς αυτά για την ώρα, δηλαδή βάλαμε και βατόμουρο, βάλαμε και μύρτιλα, φυτέψαμε και αρώνια, απ' όλα από λίγα έχουμε, όλα αυτά τα είδη. Και τώρα για την ώρα, εντωμεταξύ μετά σκεφτόμασταν, η δυσκολία που βρήκαμε είναι ότι σαν νωπό είναι δύσκολο να το πουλήσεις, να το δώσεις το φρούτο αυτό. Και είναι και φρούτο… είναι ευπαθή. Το γκότζι μπέρι δηλαδή αν θα μείνει… Δεν το ξέραμε αυτό. Δουλεύοντας δηλαδή μαθαίνεις πολλά πράγματα, πώς να κλαδέψεις… Δεν ξέραμε, όλα αυτά δεν τα γνωρίζαμε. Όλο πειραματισμούς κάναμε, ώσπου να καταλήξουμε κάτι που να μας αποδίδει, να μας βγάλει καρπό περισσότερο. Μετά έχουμε το θέμα για προώθηση. Δεν το ξέρουν εδώ, οι ξένοι το ξέρουν, αλλά για να φτάσει στο εξωτερικό πρέπει να βρεις την πηγή για να το στείλεις νωπό. Και είναι ότι αυτό συντηρείται, από ό,τι είδαμε που το δοκιμάσαμε, σε ψυγείο συντηρείται μέχρι είκοσι μέρες. Σε μία θερμοκρασία ψυγείου του σπιτιού μιλάμε, έτσι, όχι επαγγελματικό. Οπότε είναι δύσκολο να βγει στην αγορά, να φύγει από δω, να πουληθεί και οι ποσότητες. Οπότε για αυτό βλέπουμε, είδαμε τους Κινέζους. Οι Κινέζοι το κάνουν, το αποξηραίνουν, αλλά τώρα για να το αποξεραίνεις αυτό το φρούτο, δηλαδή αν μαζέψεις ένα κιλό, δεν θα σου μείνουν, εγώ πιστεύω, ούτε 200 γραμμάρια. Δεν θα σου μείνει τίποτα στην ουσία. Εκεί το πρόβλημά μας ποιο είναι σε αυτό; Η συγκομιδή. Η συγκομιδή μαζεύεται ένα - ένα ο καρπός που είναι ένα μέγεθος… Ξεκινάει δηλαδή, χάντρες είναι, όπως είναι οι χάντρες οι μικρές. Μαζεύεις, κι όπως είναι το κερασάκι το άγριο, το μικρό, το πιο μεγάλο μέγεθός τους. Τώρα για να μαζέψει κάποιος από αυτά τα φρούτα, ένα άτομο θα μαζέψει το πολύ, δηλαδή πάνω από 4 κιλά δεν μπορεί να μαζέψει την ημέρα. Φαντάσου, τώρα, 4 κιλά. Για να βάλεις εργάτες να το μαζέψουνε, γιατί μόνος σου δεν προλαβαίνεις ή και μόνος σου να το μαζέψεις, πρέπει να βγάλεις το μεροκάματό σου. Δηλαδή μόνο το μεροκάματό σου για το μάζεμα, να το μαζέψεις σ' ένα μεροκάματο που πληρώνουν είκοσι πέντε ευρώ την ημέρα σε έναν, το πιο φθηνό να πληρώσεις. Αν μαζέψει κάποιος 4 κιλά την ημέρα, θέλεις τουλάχιστον έξι, επτά ευρώ το κιλό, μόνο να το μαζέψεις. Μετά είναι οι άλλες οι δουλειές, να το… Τις άλλες δουλειές που είναι να κάνεις και λοιπά φτάνει τα έξοδα… πάνε αρκετό. Και μετά για να το αποξεραίνεις. Έρχονται οι τιμές από την Κίνα φθηνές. Βέβαια, εκεί δεν ξέρεις πώς τα καλλιεργούν αυτοί και τι ποσότητες βγάζουν, έχουν φθηνά μεροκάματα και λοιπά. Εδώ, για να το αποξεραίνουν, δεν δοκιμάσαμε, να πω την αλήθεια, αλλά είδαμε, ρωτήσαμε ότι έχει μεγάλη απώλεια και καταλήξαμε να το κάνουμε μαρμελάδα. Αρχικά, μαρμελάδα από γκότζι μπέρι. Μαρμελάδα από γκότζι μπέρι, τουλάχιστον λέμε, άντε ψά[00:40:00]ξαμε, κάναμε μία έρευνα εκεί, έρευνα μόνοι μας, πόσο μπορεί να πουληθεί ένα βαζάκι κάποιων 220 γραμμαρίων. Στην Αμερική πόσο πωλείται, πόσο μπορεί να πωληθεί σ' εμάς. Άντε, παράδειγμα, στην Αμερική το πουλάνε, λέει, στα σούπερ μάρκετ δεκατέσσερα δολάρια. «Άντε -λέμε εμείς- να το πουλάμε τέσσερα ευρώ εμείς». Δυόμισι ευρώ χονδρικής, να το πουλάμε εδώ. Και προσπαθούμε τώρα να το κάνουμε, έχουμε λίγο καιρό, λίγα χρόνια δηλαδή που ασχολούμαστε και βγάλαμε πρώτα τη μαρμελάδα. Τώρα χρόνο εμείς και μέσα δεν είχαμε μόνοι μας, οπότε απευθυνθήκαμε σε άλλους, σε εργοστάσιο. Που τα δίνουμε εκεί πέρα στο εργοστάσιο σε τύπου φασόν. Δηλαδή δίνουμε το φρούτο μας, έχουμε δοκιμάσει, μας έχει κάνει μία συνταγή για να βγαίνει το ίδιο αποτέλεσμα σε όλα, δηλαδή να μην αλλάζουμε γεύσεις. Μία συνταγή να μας βγαίνει, πόση ώρα να το βράσει, πώς θα το κάνει και λοιπά. Τι θα βάλουμε μέσα. Συνήθως αυτό με καστανή ζάχαρη το φτιάχνουνε για να πατάει στο είδος. Γιατί χωρίς ζάχαρη δεν γίνεται, είναι λίγο έτσι… Δεν μπορεί να το φάει κάποιος, είναι λίγο πικρό. Πρέπει ή μέλι να βάλει ή κάτι να βάλει ή κάτι γλυκαντικό. Μετά με το ίδιο φρούτο κάναμε έναν άλλο κωδικό. Κάστανα με γκότζι μπέρι, μία κρέμα. Κι αυτή είναι πολύ ωραία, ας πούμε. Μετά από τα φρούτα μας, από τα τσάπουρνα και τα μύρτιλα, βγάλαμε, κάναμε τρεις συνδυασμούς με τρεις διαφορετικούς χυμούς από τα άλλα τα φρουτάκια που έχουμε. Βγάλαμε έναν χυμό που είναι από μύρτιλο και από τσάπουρνο, χωρίς ζάχαρη και συντηρητικά. Βγάλαμε έναν χυμό που είναι κράνα, μύρτιλα και τσάπουρνα. Και έναν τελευταία που βγάλαμε είναι τα αγριομούσμουλα, αγριόγκουρτσα... Αυτό το δέντρο εδώ έξω που είναι, είναι το αγριόγκουρτσα που… Αυτό ωριμάζει τον χειμώνα, χειμωνιάτικα και βγάζουν πολύ παραγωγή. Έχω καμία πέντε, έξι μεγάλα τέτοια δέντρα που υπήρχαν πριν, μπορεί να είναι και εκατό χρονών δέντρα. Αλλά βγάζουν πολύ αρωματικά όταν ωριμάζουν αγριόγκουρτσα. Εκείνα, τα αγριομούσμουλα και τσάι βουνού βγάλουμε άλλο χυμό, που είναι επίσης πολύ ωραίο. Και τώρα προσπαθούμε με αυτά, δηλαδή η διακίνηση είναι δύσκολη. Γιατί έχουμε να κάνουμε με την παραγωγή, έχουμε να κάνουμε με τη μεταποίηση, που τη δίνουμε αλλού και με την διακίνηση. Δηλαδή τα δύο αυτά, διακίνηση και παραγωγή. Τα δύο κομμάτια ασχολούμαστε τώρα εμείς αυτό… Δουλειά. Έχουμε πάει ήδη σε δεκαπέντε εκθέσεις έχουμε λάβει μέρος μέχρι στιγμής, μεγάλες και μικρές. Δηλαδή, όπως στη ΔΕΘ έχουμε πάει τρεις φορές, μετά στην Detrop έχουμε πάει άλλες δύο φορές. Μετά σε μία άλλη στην Αθήνα που γίνεται, Expotrof, είναι αυτήνα τροφίμων και ποτών, στην Αθήνα γίνεται, πήγαμε και εκεί δύο φορές. Και μία άλλη που ήταν πέρσι, που ήταν η καραντίνα λόγω επιδημίας, έγινε ηλεκτρονική, λάβαμε και σε μία ηλεκτρονική έκθεση. Όπως επίσης και σε μία άλλη ηλεκτρονική, στην Foodexpo, την περσινή, είχαμε λάβει. Μετά πηγαίνουμε σε κάποιες άλλες εκθέσεις, παραγωγών κυρίως. Εκεί είναι πιο καλές, γιατί μπορούμε και πουλάμε την παραγωγή μας. Δηλαδή θα πουλήσουμε αρκετή παραγωγή, πώς θα πάει…. Έρχεται ο κόσμος να αγοράσει εκεί, σ' αυτές τις εκθέσεις. Είναι μία έκθεση, «Κρήτη. Η μεγάλη συνάντηση», σε αυτήν έχουμε πάει τρεις φορές για την ώρα, δύο φορές Θεσσαλονίκη μαζί τους και μία φορά Αθήνα πήγαν, στο Ζάππειο Μέγαρο, έξω στον αύλειο χώρο. Δύο φορές οι εκθέσεις τους ήταν εξωτερικές και μία ήτανε μέσα σε ένα περίπτερο, στη ΔΕΘ εκεί πέρα, το 'χανε κάνει πριν τρία χρόνια. Τώρα ετοιμαζόμαστε να πάμε σε μία άλλη στην Αθήνα, αρχές Απριλίου, είναι ένα φεστιβάλ υπερτροφών, γίνεται εκεί για πέντε μέρες. Και εδώ τοπικά είχαμε πάει στα Κοίλα δύο φορές. Σε δύο εκθέσεις ήταν, αυτές οι εκθέσεις ήτανε αρωματικών φυτών και υπερτροφών, στα Κοίλα γινότανε. Τώρα έχει κάνα δυο χρόνια να την κάνουν, λόγω πάλι επιδημίας δεν τη συνεχίσανε. Και προσπαθούμε με τις εκθέσεις σε κάποια καταστήματα να μπουν τα προϊόντα. Υπήρχε δυσκολία, τώρα, με τα καταστήματα, υπήρχε δυσκολία, γιατί με τον τρόπο που λειτουργούν τώρα είναι ότι δεν μπαίνει πολύς κόσμος μέσα να δουν τα ράφια, να δουν τα προϊόντα. Και τα μαγαζιά αποφεύγουν να βάλουν καινούργια προϊόντα μέσα, γιατί βάζουν τα συγκεκριμένα που έχουν και ξέρουν τον κόσμο που έρχονται και τα παίρνουν, τα ζητάνε. Αυτό μας λένε τώρα ή δικαιολογία είναι; Δεν ξέρω τι γίνεται. Και πηγαίνουν και δεν μπορούν να τα δουν τα προϊόντα μέσα στα μαγαζιά. Έχουμε, βέβαια, και σε αρκετά μαγαζιά που δίνουμε και προσπαθούμε τώρα να δούμε τρόπο να φεύγει το προϊόν, ας πούμε, αυτό που φτιάχνεται. Να δούμε πού θα πάει, ας πούμε. Κάτι άλλο που δεν είπα για τα νερά μετά. Στην πορεία, είπαμε σε κάποια φάση, ότι την πηγή μας για να ποτίζουμε... Αυτή η πηγή δεν μας έφτανε και αναγκαστήκαμε, ψάξαμε άλλους τρόπους, πώς μπορούμε να ποτίσουμε το δεντράκια μας. Ιδίως το καλοκαίρι, εκεί μέσα στον Αύγουστο, τέλη Ιουλίου με Αύγουστο είναι το θέμα, το πρόβλημα, και αρχές λίγο του Σεπτέμβρη. Φτάσαμε σε σημείο, ψάξαμε, δηλαδή τώρα, εκτός την πηγή τη δική μας, φτάσαμε σε σημείο… Υπήρχαν εδώ, λόγω παλιά που υπήρχε πολλή κτηνοτροφία εδώ στο βουνό. Υπήρχε πολλή κτηνοτροφία. Υπάρχουν πολλές ποτίστρες, πηγές δηλαδή, αλλά είναι μακριά από δω, από μας, δεν είναι πολύ κοντά. Και αναγκαστήκαμε, κάναμε γραμμές μόνοι μας με λάστιχα, ειδικά λάστιχα. Κάναμε σύλληψη και σε φρεάτια, μαζεύουμε το νερό αυτό, την υπερχείλιση που τρέχουν απ' τις ποτίστρες ανεξέλεγκτα, χάνεται το νερό. Από την υπερχείλιση έχουν οι ποτίστρες αυτές, τα μαζεύουμε σε φρεάτια εκεί πέρα και από κει απ' το φρεάτιο έρχεται μέχρι το κτήμα, εδώ πιο πάνω. Έχουμε κάνει επίσης εκεί τεχνικά έτσι κάποιες, ας το πούμε, δεξαμενές, με διάφορα δοχεία παράλληλη σύνδεση. Οπότε ό,τι νερό κατεβάζει από κει το μαζεύουμε και έχουμε το καλοκαίρι, την ημέρα που θα 'ρθουμε... Παράδειγμα, αν βρούμε τα δοχεία μας γεμάτα, ανοίγουμε τα διακοπτάκια και ποτίζουμε όλα τα φυτά και τα δεντράκια που έχουμε εδώ πέρα. Δηλαδή πάλι υπάρχει δυσκολία στο νερό, αλλά το παλεύουμε. Θα μπορούσε να ήταν λίγο περισσότερο, δηλαδή το νεράκι αν ήταν λίγο περισσότερο θα ήταν καλύτερα για τα φυτά. Τώρα φτάνει η εποχή εκείνη η δύσκολη, που είναι εκείνοι οι μήνες οι… προσπαθούμε να τα σώσουμε τα φυτά μας. Αν είχαμε λίγο παραπάνω νεράκι, θα είχαμε περισσότερο καρπό, θα βγάζαμε περισσότερο αυτό. Θα 'ταν διαφορετικά. Αλλά έχει δουλειά και έχει, από ό,τι βλέπω, δηλαδή, θα μπορούσε κάποιος εδώ τώρα... θα μπορούσε κάποιος να ασχοληθεί και με τον αγροτουρισμό εδώ. Είχαν γίνει κάποιες προτάσεις, πάλι στις εκθέσεις εκεί, από τουριστικά γραφεία που έρχονται, που φέρνουν κόσμο για αυτό τον τουρισμό. Δηλαδή να 'ρθουν στο κτήμα, να μαζέψουν καρπό. Πέρσι είχαμε δοκιμάσει με μία εταιρεία. Ένας ειδικός, ένας άνθρωπος που ανακατεύεται με αυτά... Είχε περάσει μία ομάδα δημοσιογράφων από εφημερίδες των Αθηνών. Η περιφέρεια είχε αναλάβει τα έξοδα. Και είχανε γυρίσει εδώ πέρα κάποιοι, είχαν φέρει κάνα δεκαπέντε δημοσιογράφους από εφημερίδες, μεγάλες εφημερίδες των Αθηνών και περιοδικά και κάναν επισκέψεις στα κτήματά μας. Τους παρουσιάσαμε εδώ και λοιπά και βάλανε ανταποκρίσεις και στα περιοδικά τους, βάλανε, μας αναφέραν κι εμάς. Είδαν, τους άρεσε δηλαδή η δραστηριότητα η δική μας. Ένας από αυτούς άρχισε, ήθελε να κάνει, ήδη έκλεισε, ανακοίνωσε να κάνει εκδρομή. Δηλαδή είχε να κάνει εκδρομή, είχε βγάλει το πρόγραμμα του, ανακοίνωσε και στις εφημερίδες, στα περιοδικά. Ήταν να κάνει, το πρόγραμμα το έλεγε πενθήμερη εκδρομή, θα ξεκινούσε από το Νυμφαίο, μετά τη δεύτερη μέ[00:50:00]ρα θα πήγαιναν στους Ψαράδες, στις Πρέσπες και στον Άγιο Αχίλλειο. Θα ξεκινούσαν από κει, με γεύμα, παράδειγμα, μεσημέρι κάπου στους Ψαράδες, απόγευμα θα περνούσαν εδώ απ' το κτήμα. Θα περνούσαν από το κτήμα, είχαμε συνεννοηθεί το τι θα τους προσφέρουμε, να μαζέψουν καρπό, να δουν τα φρούτα από κοντά, να μαζέψουν μόνοι τους φρούτα να πάρουνε. Ένα stand μπορούσαμε να έχουμε με τα προϊόντα μας εκεί, αν θέλουν κάποιοι να πάρουν κάποια προϊόντα μας. Να τους πάμε μία βολτίτσα στο δάσος πάνω εκεί, με δικά μας αυτοκίνητα, να τους πάμε λίγο πιο πάνω εκεί να δούνε αυτό… Αλλά αυτό, ενώ είχε κάνει, λόγω κορωνοϊού δεν πραγματοποιήθηκε. Να δούμε τώρα πότε θα… Είναι καλή περίπτωση κι αυτή να γίνει κάτι τέτοιο. Δηλαδή εδώ, αν έχει κάποιος και χρήματα, να επενδύσει… Τώρα είναι το θέμα πώς ξεμπερδεύουμε τώρα με πολέμους και με αυτά που έχουμε μπλέξει. Εδώ θα μπορούσε να γίνει. Να έχεις κάποια μικρά σπιτάκια, να έρθει κάποιος που θέλει να φύγει απ' την πόλη, να ζήσει στο βουνό. Να 'ρθει, να μαζέψει λίγα φρουτάκια, να μείνει εδώ στο βουνό, να κάνει μία βόλτα μόνος, να έχεις κάνα γαϊδουράκι, κάνα μουλαράκι. Αλλά θέλει δουλειά κι αυτό. Θα δούμε στην πορεία τι μπορεί να γίνει μ’ αυτό το πράγμα.

Ε.Α.:

Θα σας πάω λίγο πίσω, στα παιδικά σας τα χρόνια που μου είπατε. Τότε πώς έμοιαζε το αγρόκτημα όταν ήσασταν παιδί, πώς το θυμάστε;

Φ.Τ.:

Το αγρόκτημα όπως είπα, συνήθως τότε, κάπως έτσι, κάπως έτσι. Απλώς τώρα τα κτίρια αυτά που βλέπαμε έξω, τα πετρόκτιστα, τώρα τα βλέπεις είναι σκεπασμένα με τσίγκο, με λαμαρίνες. Αυτό μέχρι το '80 ήταν με άχυρο. Δηλαδή ήταν μεν οι πέτρες, αλλά η σκεπή την ανανεώναν κάθε χρόνο με χειρόβολο, από βρίζα, άχυρο. Δηλάδη τη βρίζα, τι κάναν τότε; Τη βρίζα τη θέριζαν γιατί είχαν ψηλό στάχυ, ψηλό καλάμι. Και αντί να τα αλωνίσουν, γιατί είχε στάχυ πάνω, γιατί αν το αφήναν το στάχυ, θα το χαλούσαν τα ποντίκια, τρώγαν τη σκεπή ας πούμε. Αυτοί τότε χτυπούσαν με ξύλα, να πέσουν τα στάχυα. Αντί να πάνε δηλαδή στον αλωνισμό, παίρναν ένα ματσάκι βρίζα, μία βρίζα, το «τσοκολούσαν» λέγανε. Και χτυπούσαν να φύγει ο σπόρος. Και μετά μαζεύαν τα… Όπως τα καλάμια αυτά κι αυτά τα χρησιμοποιούσαν, κάναν τις σκεπές για τα κτίσματα. Ή σκεπές ή άλλοι φτιάχναν σε τύπου αντίσκηνα, όπως είναι στα camping και φτιάχναν μόνο με άχυρο, για τα ζώα και λοιπά. Αυτή είναι... Δηλαδή η διαφορά ήταν αυτήν, ότι ήταν αυτό… Μετά οι περιφράξεις. Τώρα βλέπεις οι περιφράξεις είναι με συρματόπλεγμα, με σήτα, με σιδερένιους πασσάλους. Τότε, εκείνα τα χρόνια και λόγους οικονομίας, δεν υπήρχαν, δεν φτιάχναν τέτοια πράγματα. Τότε φτιάχνανε, κόβανε βέργες, κόβανε από φουντουκιές, αγριοφουντουκιές. Οι αγριοφουντουκιές έχουν ύψος, παίρνουν τα… Λεπτά μεν, αλλά πολύ ψηλά γίνονται. Ακόμα θυμάμαι τις βέργες εκείνες και κάναν φράχτες, πλέκανε φράχτες. Παράδειγμα εδώ οι εγκαταστάσεις εδώ που έχει να μην μπαίνουν οι λύκοι κι αυτά, τα φράζανε με τέτοιο… Με ειδικές περιφράξεις φτιάχναν εκείνα τα χρόνια. Ενώ τώρα βλέπεις έχουμε σύγχρονα… Με τις πόρτες, με τις άλλες κατασκευές. Μετά, τώρα παράδειγμα, τον καφέ να τον κάνεις θα πας στο καμινέτο. Τότε είχαν το τζάκι τους, θα είχαν τη φωτιά. Στη φωτιά, το γάλα στη φωτιά, το φαγητό στη φωτιά. Εγώ θυμάμαι εδώ, όταν -είχαμε πει στην αρχή- πώς γινόταν ο θερισμός. Για να μην πηγαινοέρχονται στο χωριό, γιατί να πάει και να 'ρθει κάποιος ήθελε τρεις ώρες. Τρεις ώρες και συνήθως για να βγουν να θερίσουν, γιατί έπιανε μετά από ένα διάστημα η ζέστη, δεν μπορούσε κάποιος να δουλέψει στον ήλιο μέσα. Οπότε αναγκαζόταν να σηκωθούνε νωρίς. Να σηκωθούν πριν βγει ο ήλιος, με τη δροσιά για να θερίσουνε. Και για να είναι εδώ ξεκούραστοι και λοιπά, μέναν εδώ. Και θυμάμαι τη μητέρα μου τότε, φτιαχναν μέχρι… Ό,τι φτιάχναν στο χωριό, όπως όταν η ζωή στο χωριό δεκαετία του '60, που δεν υπήρχαν δηλαδή… Δεν υπήρχε το... Το αέριο, το υγραέριο η μποτίλια, να μαγειρέψουν. Τότε όλα τα σπίτια έβλεπες, είχανε τζάκι στο μαγειρειό τους. Και το μαγείρεμα το κάναν με ξύλα. Ανάβαν φωτιά για να μαγειρέψουν. Και εδώ το ίδιο έφτιαχνε, μαγείρευαν εδώ επιτόπου, φέρναν το αλεύρι τους, ακόμα και ψωμί κάνανε. Εδώ ψωμί πώς το κάνανε; Ψωμί είχανε εκείνα τα… Οι γάστρες, εκείνα τα μεγάλα, τα σάτσι, πώς τα λέγανε. Αυτά ήταν κάτι με… Δηλαδή έβαζαν το ταψί, κάτω τη φωτιά, το ταψί, βάζαν το ψωμί στο ταψί και το σκέπαζαν μ' ένα ειδικό σαν χωνί που είναι πάνω. Εκείνο το λέγαν σάτσι το λέγανε το σκέπασμα, και καρβουνάκι πάνω και ψηνόταν το ψωμί. Ή ψήναν μ' αυτόν τον τρόπο, κάναν τις πατάτες ψημένες. Και κρέας ακόμη ψήναν έτσι, πίτες. Δηλαδή την περίοδο εκείνη του θερισμού, ήταν κανάς μήνας, θερισμού, αλωνισμού ήταν όλη η οικογένεια εδώ. Όλοι εδώ. Είχαν όλα τα απαραίτητα για να ζήσουν, να επιβιώσουν εδώ πέρα πάνω. Δεν χρειαζόνταν δηλαδή, δεν είχαν την ανάγκη να πάνε κάπου να ψωνίσουν, ό,τι τους χρειαζόταν το είχαν εδώ πέρα. Εκείνα τα χρόνια θυμάμαι, εδώ στο αγρόκτημα είχανε... Ο παππούς είχε και κοτόπουλα, κότες, είχαν το αυγό τους. Είχαν το γάλα εδώ πέρα για να κάνουν. Ακόμα και το τυρί, παράδειγμα, το τυρί... Θυμάμαι εκείνα τα χρόνια το γάλα το πουλούσαν στον έμπορα. Το έπαιρνε ο έμπορας, ο τυροκόμος ο μεγάλος, που μάζευε από όλους τους κτηνοτρόφους και τα έκανε τυριά. Υπήρχαν δυο, τρεις τότε που φτιάχνανε, αγόραζαν τα... Όπως τα παίρνουν οι εταιρείας τώρα βέβαια. Τότε τα έπαιρνε ο… Μέχρι... Ήταν μία συγκεκριμένη εποχή που έπαιρνε το γάλα θυμάμαι, μέχρι τέλη Ιουνίου. Δεν ξέρω γιατί το έπαιρνε... Μέχρι τέλη Ιουνίου έπαιρνε... Οι τότε οι τοπικοί έμποροι, μέχρι τέλη Ιουνίου παίρναν το γάλα. Μετά το γάλα έμενε στους παραγωγούς και πλέον κάναν τυρί μόνοι τους, για το σπίτι τους, μέχρι που πήγαινε. Και έφτανε σε σημείο, είχε φτάσει σε σημείο εδώ, τότε, εκείνη την εποχή, έφτιαχνε το τυρί εδώ η μάνα μου. Δηλαδή βάζαν τη μαγιά που βάζουν στο γάλα, τη διαδικασία όλη και το στραγγίζαν το τυρί στο δέντρο. Κάτω απ' το δέντρο κρεμάγαν την τσαντίλα, που λένε, το ύφασμα, αυτό, η τσαντίλα, το ύφασμα. Βάζανε δηλαδή, αφού γινόταν το γάλα, έπηζε περίπου όπως το γιαούρτι, έπηζε με τη μαγιά. Μετά το γέμιζαν στο ύφασμα αυτό, το σφίγγαν επάνω, το κρέμαγαν στο δέντρο, το υγρό που έτρεχε κάτω ήταν αυτό για τα γουρούνια που ταϊζαν και λοιπά. Και εκείνο το εκμεταλλεύονταν, το κάναν… Το βράζαν και βγάζαν τη μυζήθρα. Δηλαδή ό,τι... Tο τυρόγαλο, που λένε, το ξαναβράζαν στο καζάνι κι έβγαινε η μυζήθρα, βγάζαν από 'κει. Δηλαδή, με λίγα λόγια, δεν εγκαταλείπαν, δεν φεύγαν. Για τον λόγο αυτό, ήταν η μετακίνηση πάρα πολύ δύσκολη. Δηλαδή, θυμάμαι, γύρω στο '84; Μέχρι τότε ο πατέρας μου ερχόταν με τα ζώα εδώ πέρα στα πρόβατα. Μπορεί να είχε εγκαταλείψει τις καλλιέργειες αυτές τις αγροτικές εδώ πέρα και είχε μόνο στον κάμπο κάτω. Τα 'χε παρατήσει τα χωράφια, πλην μερικά που πήγαινε το τρακτέρ. Aλλά εδώ ερχόταν με τα ζώα. Μέχρι και το '84 θυμάμαι. Kαι όλοι, και οι άλλοι οι κτηνοτρόφοι με τα ζώα ερχόταν, με τα άλογα. Είχαν άλογα, είχαν… Ερχόταν με τα, τότε. Και μετά το '84 άρχισε, έγινε ο δρόμος και άρχισαν μετά να έρχονται, άλλαξε ο τρόπος. Αλλά τους έτρωγε πολύ… Τους έτρωγε πάλι πολύ χρόνο το δρομολόγιο αυτό.  Εγώ θυμάμαι εκείνη την εποχή, από μικρό παιδί παράδειγμα, για τη ζωή εδώ πώς γινότανε. Εγώ θυμάμαι τον συγγενή μας, τον Σαματά, της Ρούλας τον μπαμπά. Της Ρούλας ο μπαμπάς ήταν ταχυδρομικός, αγροτικός διανομέας. Εγώ σαν τώρα τον έχω στο μυαλό μου. Δηλαδή θυμάμαι, ερχόταν το πρωί, μπορεί να ερχόταν πέντε η ώρα το πρωί. Υπάλληλος ταχυδρομείου, έτσι; Πέντε η ώρα το πρωί για να πιάσει δουλειά. Ξέρεις τι είναι πέντε η ώρα το πρωί; Ερχόταν εκεί, τι να κάνει ο άν[01:00:00]θρωπος; Ερχόταν με τα πόδια στο Γέρμα, να δώσει αλληλογραφία στο χωριό. Και τότε, μα πέντε η ώρα είχες την ανάγκη να 'ρθεις με κάποιον παρέα, πρώτον. Και θυμάμαι ερχόταν, φώναζε απ' έξω: «Άντε ρε Λάζο, πότε θα φύγουμε;» «Τώρα φεύγουμε, φεύγουμε Νίκο». Έβγαινε, λοιπόν, φόρτωνε τα ζώα του, τι θα έπαιρνε μαζί του εδώ πέρα. Γιατί τον χειμώνα ερχόταν κάποιες μέρες και ο κυρ-Νίκος έβαζε κι αυτός τις τσάντες του με την αλληλογραφία πάνω στο γαϊδουράκι κι ερχόταν λέει μέχρι εδώ. Εδώ χαιρετιούνταν, κάτω στον δρόμο. Βέβαια, ώσπου να 'ρθουν εδώ, άνοιγε, ξημέρωνε και πλέον. Οπότε μετά έφευγε όμως, πήγαινε στη Γέρμα. Και τον θυμάμαι κάποιες φορές που -καλοκαίρι βέβαια- που τον έβλεπες περνούσε από δω, φώναζε: «Ε, Λάζο τι γίνεται;» Ταχυδρόμος τώρα, με την τσάντα, ταχυδρομείο δηλαδή. Κάθε Τρίτη είχε το δρομολόγιο αυτό, να πηγαινοέρχεται στη Γέρμα να δίνει την αλληλογραφία εκείνα τα χρόνια, ας πούμε.

Ε.Α.:

To σπιτάκι που μένατε;

Φ.Τ.:

Το σπιτάκι…

Ε.Α.:

Πώς ήτανε;

Φ.Τ.:

Το σπιτάκι ήταν πετρόκτιστο, κανονικό. Είχε ταβάνι, ταβανιασμένο, ασπρισμένο, σοβαντισμένο, είχε τζάκι μέσα, είχε κρεβάτια. Δύο κρεβάτια διπλά, από δω κι από κει στο τζάκι. Και είχε και τραπεζάκι μέσα και είχαν μέσα όλα τα… Ό,τι απαραίτητα δηλαδή, είχανε χώρους εκεί, ό,τι απαραίτητα να μαγειρέψουν, τα υλικά δηλαδή, να κάνουν τον καφέ τους, το αλατάκι τους, τη ζάχαρη, τα πρώτης ανάγκης, σαπουνάκι... Οι πρώτες ανάγκες που χρειάζονται, ας πούμε, υπήρχαν εδώ για να μείνουν δηλαδή άνετα. Εγώ θυμάμαι και πολύ παλιότερα, γιατί το δωματιάκι αυτό θυμάμαι γύρω στο '60, γύρω στο… Θα 'μουν δεν θα 'μουν κανά έξι, εφτά χρόνων τότε, όταν το χτίζανε. Θυμάμαι που το χτίζανε. Γιατί μέχρι τότε εξυπηρετούνταν, είχανε, είχαν χώρο που μένανε, αλλά χώρος όχι χτιστός.  Ήταν μία μεγάλη καλύβα… Είχε έναν στύλο στη μέση, όπως είναι αυτή που βλέπουμε στα έργα τα γουέστερν εκεί πέρα, οι Ινδιάνοι που έχουνε. Στη μέση ένα κοντάρι και ακτινωτά ένας κύκλος γύρω γύρω, αρκετά μεγάλος όμως, πλεγμένος από φουντουκιές, τις βέργες εκείνες, και πάνω στρωμένος γύρω γύρω με χερόβουλο αυτό το… Από βρίζα. Και μία πόρτα μπροστά που έκλεινε, ας πούμε. Και είχαν και λίγο έτσι ξερολιθιά γύρω γύρω για να μην χαλάνε τα πρόβατα, μην τρώνε το χόρτο. Μέχρι στο ενάμιση μέτρο, είχαν μία ξερολιθιά γύρω γύρω, κυκλικιά τότε, έτσι τις φτιάχνανε. Και βάζανε και κάποια αγκάθια έτσι πάνω χαμηλά για να μην πάν' τα ζώα και τρώνε τη σκεπή. Και μέναν σε μία τέτοια μέσα. Στη μέση ανάβαν και φωτιά. Τότε βέβαια, δεν θυμάμαι, τότε, την οικογένεια να μένει, να 'ρχεται να μένει εδώ πέρα. Μάλλον έμενε όταν έγινε το σπιτάκι και μετά, το δωματιάκι αυτό.  Εκεί θυμάμαι έτσι, στο μυαλό που έχω, θυμάμαι μία φορά σαν να έμεινα με τον παππού εκεί πέρα στην καλύβα. Μπορεί να με είχε πάρει από την προηγούμενη μέρα, κοιμηθήκαμε και φύγαμε την άλλη μέρα κάτω, μάλλον έτσι. Έτσι, κάπως έτσι το έχω, το θυμάμαι αυτό το πράγμα. Και τότε 'βράζαν, θυμάμαι που έβραζε το γάλα το πρωί να φάμε γάλα. Είχανε το, όπως είναι η κατσαρόλα τώρα που τη βάζουμε για νεράκι στη σόμπα, είχε το κατσαρολάκι με πάνω με την αυτήν σαν κουβαδάκι που έχουν το χερουλάκι. Κι είχε πάνω, από πάνω κρεμόταν μία αλυσιδίτσα, όπως οι ινδιάνοι ακριβώς, και μ' ένα γαντζάκι κρεμάγαν το αυτό και βράζαν με λίγη φωτιά. Μες στην καλύβα βράζαν το γάλα ή κάνα αυγό ή κάνα αυτό για να φάνε ή να ζεστάνουν. Μάλλον κυρίως για γάλα, για να φάνε γάλα, φρέσκο γάλα εκείνη τη στιγμή το πρωί, για πρωινό. Έτσι το θυμάμαι εκείνο. Αλλά εδώ γενικά ο χώρος αυτός εγκαταλείφθηκε και κτηνοτροφικά τον εγκατέλειψε γύρω στο '95.  Τότε τι συνέβη; Το '95 ήταν ότι… Τότε έγινε η διάνοιξη του δρόμου αυτού που είναι τώρα η άσφαλτος. Και κοπήκανε, κόπηκε χώμα αρκετό, για να αλφαδιαστεί ο δρόμος και είχε γίνει μία κατολίσθηση. Όλη η πλαγιά γλίστρησε. Τότε έπεσε το σπιτάκι αυτό. Θα 'ταν αλλιώς. Γιατί έπεσε, γι' αυτόν τον λόγο. Όπως επίσης και το κτίριο αυτό, το πετρόκτιστο, που είναι μισογκρεμισμένο, θέλω να το γκρεμίσω τώρα, γιατί δεν είναι χρήσιμο δηλαδή. Να διατηρήσω μόνο το πάνω τουλάχιστον, να μείνει ένα απ' τα παλιά. Και αυτό, τότε, είχε πέσει και αναγκάστηκε ο πατέρας μου τότε, αναγκαστήκανε και κάνανε αλλού εγκαταστάσεις και πήγαν αλλού μετά. Δεν τα ξανάφερε εδώ κάτω. Γιατί ήτανε τότε συνέχεια είχε… Μετά κάπου ισορρόπησε η κατάσταση. Κι ένας λόγος που βάλαμε τα δέντρα εδώ από κάτω, στην πλαγιά, είναι κι αυτός. Και εδώ που το βλέπεις λίγο έτσι κάπως, που είναι με βουναλάκια και λοιπά, έγινε τότε που έγινε η κατολίσθηση. Ήταν πιο ομαλό, εγώ το θυμάμαι. Ήταν βέβαια κατηφοριά, αλλά δεν ήταν αυτό το πράγμα, οι τούμπες και τα βαθουλώματα. Αυτά έγιναν όταν υποχώρησε το χώμα. Τότε δημιουργήθηκαν αυτά. Αλλά πάλι, ήταν δύσκολα να τα καλλιεργήσει κάποιος όλα αυτά, ήταν πάλι δύσκολα. Γιατί είχε να κάνει σε πλαγιά τώρα. Και να το δουλέψεις ήταν πάρα πολύ δύσκολα.

Ε.Α.:

Εσείς σε τι δουλειές βοηθούσατε εδώ στο αγρόκτημα σαν παιδάκι;

Φ.Τ.:

Σαν παιδάκι, όπως είπαμε, αυτό που μπορούσε ένα παιδάκι να κάνει, όχι μόνο εγώ... Θυμάμαι και τα ξαδερφάκια μου. Παράδειγμα θυμάμαι εδώ πιο κάτω, εδώ πιο κάτω είναι κάτι εγκαταστάσεις άλλες, είχε ο αδερφός του παππού μου, ο παππου-Νικόλας. Αυτός είχε την οικογένειά του, δηλαδή ο αδερφός του παππού μου, τα ξαδέρφια του πατέρα μου, μαζί όλη η οικογένεια αυτή, είχαν τις εγκαταστάσεις εδώ πιο κάτω. Και σώζονται ακόμη οι εγκαταστάσεις αυτές. Κι αυτοί είχαν ένα συνομήλικό παιδάκι, είχαν κι αυτοί, συνομήλικο παιδάκι που… Εμείς κυρίως βοηθούσαμε την οικογένεια όταν δεν είχε το σχολείο, όταν έκλεινε το σχολείο και μετά. Σπάνια κανένα Σαββατοκύριακο να μας πάρουν, έτσι… Να μας πάρουν έτσι σαν βόλτα για να βλέπουμε, παρέα μας έπαιρναν. Ιδίως όταν κλείναν τα σχολεία, μετά τις διακοπές, τότε μας πέρνανε και λοιπά κι εμείς θέλαμε κιόλας. Μας άρεζε κιόλας στο γαϊδουράκι πάνω να 'ρθουμε. Μας μαθαίναν από μικρά, μόνοι μας να ιππεύουμε στο γάιδαρο πάνω, μόνοι μας, από μικρά μας μαθαίνανε. Εγώ θυμάμαι με τον ξάδερφό μου, που ήτανε, δηλαδή, κοντά είμαστε σε ηλικία, μαζί, και μάλιστα αυτός ήταν κάνα δέκα μήνες πιο μικρός από μένα. Η γιαγιά του, να φανταστείς, τον έδενε πάνω στο σαμάρι, για να μην πέσει στον δρόμο. Και ερχόμασταν, δηλαδή παρέα, ερχόταν κανένας πάλι συνοδός, κανάς μεγαλύτερος, όλο και κάποιος θα τύχαινε να περάσει. Δεν υπήρχε περίπτωση, δηλαδή πιο πυκνή συγκοινωνία τότε ήταν με τα ζώα, παρά με τα αυτοκίνητα, δεν υπήρχε αυτοκίνητο. Πολύ πυκνή μιλάμε. Και όλο και κάποιος θα βρισκόταν, οπότε: «Πάρε και τα παιδιά παρέα». Κι ερχόμουν με τον ξάδερφό μου. Θυμάμαι ένα περιστατικό μαζί του τότε. Ξέρεις τα καλοκαίρια, είναι καλοκαίρι, αλλά συνήθως πιάνουν κάτι μπόρες, μπόρες απότομες. Κάτι μπόρες οι απογευματινές, με κεραυνούς κι αυτά. Τότε παλιά πολύ συχνά το φτιαχνε αυτά ο καιρός εδώ πέρα. Τώρα τελευταία έχει αλλάξει δηλαδή, πολλά χρόνια, μικροί το θυμόμουν αυτό το πράγμα. Θυμάμαι ένα περιστατικό, δηλαδή μία φορά από αυτές, περνούσα το μονοπάτι από εκεί, μόλις έβλεπε, «Άντε πήγαινε κι εσύ παρέα». Περίμενε, άντε φώναζα το παιδάκι αυτό, πάμε παρέα. Μόνοι μας γυρνούσαμε στην επιστροφή, δεν είχαμε κανέναν, μόνοι μας, εντάξει. Τα γαϊδουράκια ήξεραν, σε πήγαιναν στο χωριό κατευθείαν. Λοιπόν, μόλις φτάνουμε εκεί πάνω, πού να σου πω τώρα, όπως πήρατε το κιόσκι, τον κατήφορο, λίγο πριν το κιόσκι, από δω, ανηφορίζοντας, πριν το κιόσκι. Υπήρχαν μία συστοιχεία από εγκαταστάσεις. Ο άλλος ο αδερφός του παππού μου, από δω μεριά ανεβαίνοντας, τώρα δεν υπάρχουν τίποτα πλέον. Πάλι έτσι στιλ με άχυρα, ξέρεις, και τέτοια. Και αυτό είναι δεξιά. Μετά αριστερά ανεβαίνοντας, εκεί πέρα έχει ο άλλος ο αδερφός του παππού μου πάλι εγκαταστάσεις, πάλι κτηνοτρόφος κι α[01:10:00]υτός κι ένας άλλος δίπλα, άλλοι κανα δύο, είχαν πολλά μαντριά εκεί πέρα μαζί. Μόλις φτάσαμε εκεί, ερχόταν μπόρα, καταιγίδα, χαμός γινότανε. Από δω όταν ξεκινήσαμε δεν είχε τίποτα. Ξαφνικά ήρθε η μπόρα από κει πέρα. Φωνάζει αυτός ο… Έρχεται ο ξάδερφος του πατέρα μου, «Ελάτε πάνω, ελάτε εδώ, ελάτε εδώ πέρα, στην καλύβα μέσα». Λοιπόν, το παιδάκι εκείνο, δεν ξέρω, ήταν οι οικογένειες, ξέρεις, είχαν κάτι διαφορές μεταξύ τους, το παιδάκι δεν ήθελε το άλλο να 'ρθει κι έφυγε. Εμένα με πήραν με το ζόρι, έδεσαν το ζώο εκεί στην άκρη και με πήραν στην καλύβα τους. Και έπεσε, ήρθε μία μπόρα, ξέρεις, να πέφτει το νερό έτσι. Το παιδάκι το άλλο ήρθε μόνο του κάτω στο χωριό. Φαντάσου τώρα, να 'ρθει μόνο του, έτσι. Και θυμάμαι εκείνο το περιστατικό, ότι δεν ήθελε το παιδάκι και έφυγε μόνο του, λοιπόν, το ξαδερφάκι. Και άλλες φορές θυμάμαι με τον παππού, να φεύγει από δω με τα ζώα, γιατί πολλές φορές έφευγε κι ο παππούς μαζί, με τον παππού. Μπορεί να ερχόμουν εγώ, να φέρω με κάποιον τα εφόδια, αλλά στον γυρισμό έφευγε ο παππούς κάτω. Ερχόταν για να έρχεται το πρωί πάνω. Ο πατέρας μου μπορεί να έμενε εδώ πέρα. Και συναντούσες στον δρόμο να σκάζουν οι κεραυνοί δίπλα σου. Γιατί βουνό είναι, έτσι; Να είσαι φορτωμένος, τυλιγμένος, σε τυλίγανε με τις κάπες, με αυτά, και να σκάζουν δίπλα οι κεραυνοί. Ήταν ένα από τα αυτά του βουνού κι αυτό ας πούμε, που είχε εκείνο τον καιρό. Δηλαδή η ζωή σίγουρα ήταν πάρα πολύ δύσκολη τότε, εν συγκρίσει με τώρα. Τώρα θα πάρουμε το αυτοκίνητό μας, σε δέκα λεπτά είμαστε εδώ πέρα. Θα κάνουμε τις δουλειές, θα φύγουμε. Έχουμε τον χώρο εδώ πέρα… γιατί εδώ μπορεί να ‘ρθεις με καλό καιρό, να σε πιάσει μία βροχούλα, κάπου θέλεις να μπεις, να προστατευτείς λίγο, άλλο… αισθάνεσαι πιο καλά. Θα καθίσεις να φας, να κάνεις το καφεδάκι σου. Κάναμε και τουαλέτα δίπλα, έχουμε και τουαλέτα τώρα εδώ. Δηλαδή ό,τι χρειάζεται για να είσαι… Σε χρειάζεται, όταν είσαι όλη την ημέρα, κάτι θα σε χρειαστεί, θα πλυθείς, να κάνεις. Κι έτσι σιγά σιγά, αλλά θέλει πολλή οργάνωση ακόμη.

Ε.Α.:

Μου είπατε είχε φτώχεια παλιά.

Φ.Τ.:

Είχε φτώχεια, βέβαια. Είχε φτώχεια. Στο σχολείο, παράδειγμα. Στο σχολείο, έτσι; Τα παιδιά τα σημερινά, τα παιδιά μου. Ήταν άλλη κατάσταση. Θα πάει να αγοράσει κάτι, του δίνεις κάτι, να αγοράσει μία τυρόπιτα, να αγοράσει μια σοκολάτα και λοιπά. Εκείνα τα χρόνια εμείς δεν είχαμε κάτι τέτοιο. Κανένα παιδάκι στο σχολείο. Δηλαδή πήγαινες στο σχολείο, θα είχε τυλιγμένο καμιά φέτα ψωμάκι. Άσε που το άλλο, τότε μας δίνανε και συσσίτιο στο σχολείο. Δηλαδή στο σχολείο εγώ πρόλαβα… Στο σχολείο, τι έγινε τότε; Υπήρχε πρόγραμμα που στο δεύτερο διάλειμμα μας δίναν ένα ποτήρι γάλα. Τι είχανε; Και το γάλα ξέρεις που το βράζανε; Το γάλα το βράζαν στην άκρη στο σχολείο, έξω, εξωτερικά, τελείως εξωτερικά, ανάβανε φωτιά με ξύλα, το καζάνι και βράζανε γάλα σε σκόνη. Όχι γάλα φρέσκο, σκόνη. Το οποίο σκόνη γάλα, τώρα δεν ξέρω, αυτό το γάλα το δίνανε τότε σαν βοήθεια οι ξένες χώρες στην… Μάλλον οι ξένες χώρες θα το δίνανε. Μεταπολεμικά θα υπήρχε φτώχεια και έδιναν σκόνη. Και το θέμα, εκείνο το γάλα, ξέρεις τι γινόταν; Το γάλα φαίνεται το ρίχνανε μονοκόμματα μέσα κι αν δεν ανακατευτεί και πιάσει κόμπους, δεν λιώσει η σκόνη, γίνονται τα γκουρβάλια. Και λέγανε: «Με γκουρβάλια βγάλανε, το πέτυχαν σήμερα». Και θυμάμαι, με γραμμή, το σχολείο μόλις κάναμε, μας δίναν από ένα ποτήρι… Υπάρχουν κάτι, αν μπεις στη σελίδα, εκεί θα δεις φωτογραφίες, πώς τα παιδιά στη γραμμή περιμένουνε το κύπελλο, να πάρουν γάλα. Είναι μία από τις εικόνες εκείνες που έχω στο μυαλό μου, που μας δίνανε το γάλα. Μιλάμε όχι για... Για δεκαετία του '60, δεν μιλάμε για τον παππού τον Παντελή για το… Μετά ήταν μία εποχή, μας δίναν και συσσίτιο στο σχολείο, μαγειρείο κανονικό. Δηλαδή στο δεύτερο διάλειμμα, θυμάμαι κάποια εποχή, μας δίναν ένα τυρί. Κάποια πάλι βοήθεια απ' έξω ερχόταν αυτό. Ήταν σαν κεφαλοτύρι, σαν το γκούντα το κίτρινο τυρί, σε κονσέρβα έτσι, μεγάλο αυτό, το οποίο τ' ανοίγαν στο σχολείο στο… Κάθε τάξη τούς άνοιγαν από ένα μεγάλο τέτοιο πράγμα και το κόβανε φέτες και μοιράζαν σε κάθε παιδάκι από ένα κομματάκι τυράκι από αυτό. Το κάθε παιδί είχε το ψωμί του. Μετά το κάνανε… Σε κάθε σχολείο υπήρχε και εστιατόριο, μαγειρείο. Μαγειρεύανε φαγητό και όταν σχολούσες, σχολούσαμε δηλαδή, πηγαίναμε, τρώγαμε και μετά φεύγαμε για το σπίτι. Αλλά αυτό το φαγητό ήταν… Πρέπει να ήταν γύρω στο '66, '67, '68, κάπου εκεί εγώ το θυμάμαι. Δηλαδή τότε πηγαίναμε και τα απογεύματα στο σχολείο. Δεν ήταν ολοήμερο, δηλαδή κατευθείαν όλη την ημέρα, μία αυτή, να φύγεις... Ολοήμερο, λάθος λέξη. Δεν ήταν συνεχές το ωράριο, ήτανε… Σχολάγαμε το μεσημέρι και το απόγευμα ξαναπηγαίναμε για άλλες δύο ώρες. Αυτό. Και μάλλον εγώ, από ό,τι θυμάμαι, πρέπει να το πρόλαβα όλο έτσι. Όλο ήταν σε δύο φάσεις, σε δύο… Ένα δίωρο το απόγευμα πηγαίναμε πάντα.

Ε.Α.:

Γιατί ήταν σπαστό;

Φ.Τ.:

Ήταν περισσότερες οι ώρες μάλλον της εκπαίδευσης. Συνήθως τα απογεύματα είχαν άλλες δράσεις τότε. Τα απογεύματα τότε, αν δεν κάνω λάθος, μας είχαν χειροτεχνίες, μάθημα δηλαδή χειροτεχνίας, είχε τύχει μάθημα χειροτεχνίας τότε. Να κάνουμε διάφορες κατασκευές, διάφορα σχέδια. Μετά είχανε για πολιτιστικά, είχανε για διασκέδαση, για θέατρα, για τραγούδι, για τέτοια το πρόγραμμα τότε, εκείνη την εποχή. Και γενικά σαν ενισχυτική το είχαν, πώς κάνουνε τώρα στο ολοήμερο τα παιδιά και σχολάνε... Αλλά σχολάνε... Πάνε σερί, δεν πάνε διακοπτόμενα. Τότε πηγαίναμε διακοπτόμενα.

Ε.Α.:

Εσείς πώς αποφασίσατε να το σταματήσετε το σχολείο;

Φ.Τ.:

Τότε, όχι μόνον εγώ... Τότε σε εμάς δηλαδή από τους δέκα, ζήτημα οι δύο να συνεχίζανε, να τελειώνανε, να προχωρούσανε. Δεν ήταν και υποχρεωτική η εκπαίδευση. Δεν ήταν υποχρεωτική. Και έβλεπες ιδίως στην Καστοριά, εδώ... Για μας μιλάω. Γιατί βλέπω μετά, που γνώρισα κόσμο, μετά τον στρατό ιδίως που γνωρίζεις κόσμο και λοιπά, εκεί που υπήρχε δουλειά και τέτοια, πάντα πηγαίναν στην τέχνη. Δηλαδή πηγαίναν να μάθουν τέχνη, εμείς πήγαμε να μάθουμε τέχνες. Τότε υπήρχαν και Τεχνικές Σχολές, υπήρχαν γυμνάσια τεχνικά τότε. Σαν τεχνική σχολή τα λέγαν, ας πούμε, για διάφορες, για ηλεκτρολόγος να πας, να μάθεις σαν βοηθός και τέτοια, κάποιο διάστημα. Αλλά ήταν η γούνα που σε τραβούσε σαν τέχνη ήταν, σαν σχολείο εκεί να πας να μάθεις, στη γούνα ας πούμε. Την τέχνη της γούνας δηλαδή, η εμπειρία που έχεις και αυτά που μαθαίνεις, για την κατασκευή και λοιπά, είναι ένα σχολείο ολόκληρο είναι και η γούνα. Αλλά σε μας ιδίως ήταν η γούνα στην Καστοριά. Σε άλλες περιοχές που βλέπω συνεχίζανε. Δηλαδή συνεχίζανε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από ότι εδώ σε μας. Και εκεί βέβαια, υπήρχαν κάποιοι που δεν συνεχίζανε, αλλά όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό όπως ήταν εδώ στην Καστοριά, εκείνο τον καιρό.

Ε.Α.:

Εσείς, λοιπόν, πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε μετά με τη γούνα;

Φ.Τ.:

Πώς ξεκίνησα; Είπαμε, τα είχαμε πει πώς ξεκίνησα. Ήτανε ότι έβλεπα πρώτον ότι η παρέα μου, οι φίλοι οι άλλοι, είχαν χρήματα, βγάζανε χρήματα. Συζητούσανε, οι συζητήσεις που γινότανε δεξιά, αριστερά. Γίνονταν συζητήσεις και έλεγαν, ας πούμε, τι είναι με τη γούνα, τι λεφτά βγάζουν, τι μαθαίνεις εκεί κι όλα αυτά. Οπότε, έτσι, ήταν η απόφασή μου να πάω προς τα κει, ας πούμε, να πάω στη γούνα. Λέω: «Πάω να μάθω τέχνη», ας πούμε.

Ε.Α.:

Από ποιον τη μάθατε την τέχνη;

Φ.Τ.:

Την τέχνη, κοίταξε, εγώ έτυχε, είχα πάει σ' ένα εργαστήριο. Πάλι και εκεί ήθελε μέσο, μέσο… Δηλαδή ήθελε γνωριμία πάλι να έχεις για να πας κάπου για να μάθεις. Τότε ήταν ένας πάλι συγγενής μας, δηλαδή συγγενής μας από άλλο χωριό, που αυτός είχε εκείνη την εποχή εργαστήριο, ας πούμε. Εργολάβος ήτανε, εργολάβος[01:20:00] γουναράς. Και είχε πάει ο παππούς μου συγκεκριμένα για μένα, τους γνώριζε, και λέω... Ήθελα γούνα και λοιπά και λέει η μητέρα μου, λέει τον πατέρα της, τον παππού μου δηλαδή, ότι: «Να, θέλει να πάει στη γούνα» και λοιπά. «Γιατί να μην πάει -λέει αυτός-, βγάζουν λεφτά. Γιατί να μην πάει, αφού θέλει και δεν βγάζουν και άλλοι και ο έτσι εκείνος έτσι ο άλλος, βγάζει, μαζεύει λεφτά, κάνει. Τι θα κάνει εκεί να πάει;» Και εν πάση περιπτώσει, πήγε, βρήκε τον ανιψιό που τον είχε... Σαν εσύ παράδειγμα τη Ματούλα και λοιπά. Πήγε, τον είπε: «Πάρε το αυτό» και έτσι με σύστησε, με πήγε εκεί πέρα και… Αυτός είχε τότε τρεις μηχανές εκεί στο εργαστήριό του. Ήταν μικρό, μικρή επιχείρηση. Δηλαδή ήτανε αυτός και άλλος ένας, που ήτανε οι κοφτάδες, που λέγανε, οι κοφτάδες που κόβανε και ήταν άλλοι δύο που ήταν μαθημένοι και ράβανε τις γούνες. Κι άλλη μία μηχανή που είχε: «Άντε, να τον βάλω εδώ, έχω μία μηχανή φερ' τον να τον μάθουμε». Και έτσι πήγα τρίτος μηχανικός εγώ δηλαδή. Αυτοί οι κοφτάδες, τι κάναν τότε; Τότε οι γούνες, όταν λέω γούνες… Εγώ πήγα στα κομματάκια τα μικρά, τα κομματάκια. Τι γίνεται τώρα; Το δέρμα, άλλοι ήταν οι δερματάδες, δουλεύαν το δέρμα ολόκληρο, ατόφιο. Ό,τι κομματάκι έμενε, δεν τα πετάγανε το δέρμα. Καθάριζαν τις κοιλιές δηλαδή. Τα δερμάτινα που κάνουν τώρα, αφαιρούν τις κοιλιές, τα πόδια, αυτά και χρησιμοποιούν το δέρμα το ατόφιο της πλάτης. Τα υπόλοιπα τα κομματάκια δεν τα πετάγανε αυτά, τα ποδαράκια αυτά. Αυτά τα δουλεύανε. Και έτσι υπήρχε τότε, εκεί θυμάμαι, υπήρχε ο κοφτάς. Αυτός που είχε το μαγαζί, ο εργολάβος κι ένας άλλος κόβανε. Δηλαδή καθαρίζαν τα κομματάκια, τα κάναν συμμετρικά έτσι, να ταιριάζουν το ένα δίπλα στο άλλο και μετά παίρναμε εμείς και τα ενώναμε, όπως τα είχαν αραδιασμένα αυτοί, τα ράβαμε κομματάκι κομματάκι, γινότανε ένα ύφασμα. Ένα ύφασμα, να φανταστείς, γινόταν γύρω στο… 2 μέτρα περίπου φάρδος επί 1,20 ύψος. Αυτά τι κάνανε τώρα, τα φτιάχναμε, τα ράβαμε, τα τεντώναν σε μία… Αν έχεις δει ποτέ γούνες, δεν έχεις δει. Υπήρχαν κάτι πλάκες από νοβοπάν, από κόντρα πλακέ, σαν αυτές που κάνουν τα έπιπλα. Θα έχει δει πλάκες μεγάλες, τεράστιες. Ήταν πλάκες ανάλογες οι οποίες τα τεντώναν, τα καρφώναν με καρφάκια γύρω γύρω. Το δέρμα αυτό το επεξεργασμένο, άμα το βρέξεις και λοιπά, παίρνει τη μορφή που... Όταν στεγνώνει και τα λοιπά, που απλώνει. Αυτό τώρα τι κάναν; Κάναν υφάσματα. Ήταν άλλοι υφασματάδες. Αυτά ερχόταν άλλες εταιρείες, άλλοι έμποροι, οι οποίοι τι κάναν; Αγοράζανε τα πλέτερ αυτά, τα φύλλα που λένε, και τα κάνανε... Τα πατρονάρανε πάνω σε πατρόν, τα κόβανε και φτιάχνανε έτοιμα φορέματα, έτοιμα παλτά, έτοιμα μπουφανάκια, διάφορα φτιάχνανε. Τότε, εκείνη την εποχή, η Καστοριά δεν δούλευε δέρματα, δούλευε αποκόμματα, κομματάκια. Τι γίνεται, αυτά πού τα βρίσκανε; Υπήρχαν πολλοί Καστοριανοί που ήταν στην Αμερική, στη Γερμανία και σε άλλες χώρες τέτοιες, που εκεί είχανε, εκεί πρώτα βγάλανε, δουλεύανε τα δέρματα τα ατόφια. Στις πλάτες δηλαδή, και εκείνα τα κομματάκια τα πέρναν, τα μαζεύαν αυτοί που τα… Και πηγαίνανε άλλοι από δω πέρα έμποροι, μεσάζοντες, οι οποίοι τ' αγόραζαν χονδρικής, με το κιλό. Και τα φέρναν εδώ. Οπότε πήγαινε κάποιος που είχε μαγαζί, αγόραζε κάποια κομμάτια έλεγε: «Φτιάξε μου τόσα κομμάτια από αυτά». Υπήρχε άλλος έμπορας, ο οποίος μάζευε τα έτοιμα και τα προωθούσε σε καταστήματα στην Αμερική, Ιταλία, Γερμανία, που τα παίρναν και τα πατρονάραν, που είπαμε. Και μετά, μετέπειτα ήρθαν τα δέρματα τα ατόφια. Μετά έγινε η μετάλλαξη και ήρθαν τα δέρματα μετά εδώ πέρα. Δηλαδή το δέρμα άργησε. Εγώ το πρόλαβα από το '75 και μετά. Δηλαδή πέντε χρόνια, έξι χρόνια δούλευα με κομματάκια. Μετά έτυχε ήρθαν τα δέρματα, αφήναν ακόμη περισσότερα λεφτά και τότε είχε έρθει ένας άλλος θείος μου, ο αδερφός της μητέρας μου, αυτός ήταν στη Γερμανία και ήρθε εδώ, έφερε δουλειά από τη Γερμανία. Έφερε δουλειά με δέρματα από αρνιά. Αστραχάν τα λέγανε. Έφερε δουλειά, δηλαδή εργολαβία. Οπότε πήγα στα δέρματα και μετά ήρθαν τα βιζόν. Ήρθανε, δηλαδή, πολλές κατηγορίες. Ήτανε τα βιζόν, ήτανε... Αστραχάν, είπαμε, ήταν τα βιζόν, οι αλεπούδες, τσακάλια, νούτρια. Είχε πολλές, πάρα πολλές ποικιλίες. Και από μαλλιαρά ζώα. Φυσικά όλα αυτά τα ζώα, όλα αυτά ήτανε εκτροφείου. Όλα αυτά εκτροφείου δηλαδή. Όλα αυτά τα ζώα, όπως ο κτηνοτρόφος ή ο άλλος ο παραγωγός, που θέλει να κάνει τα γελάδια του, το μοσχαράκι το μεγαλώνει για να πάρει το κρέας, άλλοι κάνουν τα δερμάτινα που κάνουμε, τα παπούτσια που φοράμε και λοιπά. Αλλά η διαφορά είναι ότι όλα αυτά είναι όλα εκτροφείου. Τώρα εδώ έχω μία αλεπουδίτσα... Τώρα πάμε στα ζωάκια, έχω μία αλεπουδίτσα, εδώ πέρα. Είχα παλιά μία σκυλίτσα, που με είχε έρθει μόνη της, Μπουμπού τη λέγαμε. Αυτή η Μπουμπού με περίμενε εδώ πέρα, όταν ερχόμασταν, με περίμενε κάτω στην είσοδο, εκεί. Λοιπόν, δεν ξέρω, λες και την είχαμε εκπαιδεύσει. Όταν ερχόμασταν, τι γίνεται; Έβγαζα την αλυσίδα -έχω μία αλυσίδα που κλείνω, για να μην έρχονται άλλα αυτοκίνητα, οποιοσδήποτε εδώ μέσα- και κατέβαινα να ξεκλειδώσω την αυτή… Με περίμενε εκεί, κάθε μέρα η Μπουμπού, ένα λυκόσκυλο. Και η πρώτη κίνηση, μόλις σταματούσα για την αλυσίδα, την έβλεπες, έφευγε φουλαριστή, έκανε μία κύκλα όλο τον χώρο εδώ, που δεν είναι φραγμένος, λες και ήθελε να δει, μήπως είναι κάνα άλλο αγρίμι και μας επιτεθεί. Έκανε μία έρευνα, όλο τον χώρο αυτόν, ένα περίεργο ζώο. Και αυτό ήρθε από μόνο του, μας ήρθε εδώ πέρα. Ώσπου, το είχαμε κάνα χρόνο, το άφηνα έτσι, μ' άρεζε το τάιζα, το έδινα, εκτός τα άλλα που είχα μέσα. Έπιασε ένας χιονιάς και το βλέπω είχε εξαφανιστεί. Το χάσαμε. Τώρα έχω μία αλεπουδίτσα. Κάθε μέρα, σήμερα δεν την είδα, χθες που ήρθαμε τη βρήκα. Προχθές με περιμένει η αλεπουδίτσα, με φωνάζει. Φωνάζει, δεν τη δίνω τροφή, γιατί αν τη δώσω τροφή, δεν πρέπει να τη δώσω τροφή, να φάει οτιδήποτε. Έχει, βρίσκει άλλα, δικά της εδώ πέρα. Αλλά γυρίζει εδώ μέσα. Μαζεύαμε κάστανα και την βλέπω, λέω… Είχα ένα παιδί που παίρνω μαζί μου, με βοηθάει όταν έχω δουλειά, ο Αντρέας. Μου λέει ο Αντρέας, με κάνει… «Τι είναι;» του λέω. «Δες εκεί πέρα» λέει. Βλέπω μία αλεπουδίτσα μας παρατηρούσε πώς δουλεύαμε. Τη βγάζω φωτογραφίες, «Κάτσε να τη βγάλω φωτογραφία», τη βγάζω μία, δυο, τρεις διαφορετικές στάσεις μετά την κάνω «Φύγε τώρα καλέ». Δεν έφευγε κι εγώ ανησύχησα γιατί λέω, αυτή... Τα άγρια τα ζώα, πρώτη φορά με συνέβαινε. Λέω, τώρα, το άγριο το ζώο αυτό, κάτι του συμβαίνει τώρα, δεν είναι φυσιολογικό το πράγμα αυτό, να μη φεύγει. Οπότε, το κάνω έτσι, τίποτε. Λέω: «Μη μας επιτεθεί...» Το μυαλό μου πήγε στη λύσσα. Γιατί άκουσα σε κάποιες εκπομπές, λέγαν για τα ζώα τα λυσσαγμένα. τις αλούπες, οι αλεπούδες ιδίως και είχαν ένα πρόγραμμα. Εκείνη την εβδομάδα που είχε περάσει, ρίχνανε δολώματα, αεροπλάνα εδώ στο δάσος, για να φάνε οι αλεπούδες για τη λύσσα. Είχαν το φάρμακο μέσα στο δόλωμα. Και εκεί πήγε το μυαλό μου. Μετά την έβαλα στο Facebook, την κοινοποίησα και λέω: «Ρε παιδιά -λέω- εδώ έχω αυτό κι αυτό το πράγμα. Μ' έκανε παρέα μία αλεπουδίτσα, αλλά δεν είναι φυσιολογικό, δεν το βλέπω φυσιολογικό το πράγμα, κάτι πρέπει να του συμβαίνει αυτού του ζώου». Και άρχισαν, κάναν σχόλια και έκαναν και κάποιοι ειδικοί. Λέει, από τον Αρκτούρο που κάναν: «Μη φοβάσαι, το τρίχωμα του κι αυτό μας φαίνεται ότι δεν είναι άρρωστο το ζώο. Φαίνεται, υγιέστατο το ζώο[01:30:00] είναι, αλλά απλώς σας έχει μάθει τη μυρωδιά σας -λέει-, αλλά σας συνιστάμε, μην του δίνετε τροφή, γιατί θα του κάνετε ζημιά. Μην του δίνετε τροφή, αυτό έχει τη δική του την τροφή». Αλλά το βλέπω συχνά εδώ. Το ίδιο και με μία αρκούδα. Με μία αρκούδα, δηλαδή την πιο μεγάλη που έχω δει αρκούδα. Τώρα τυχαίνει, κόβω τα χόρτα, τώρα εδώ, οι δουλειές μας οι πολλές είναι την άνοιξη, μετά το Μάιο, που θα μεγαλώσουν τα χόρτα. Γίνονται τα χόρτα τεράστια, μπορεί το χόρτο να φτάσει τόσο! Ένα μέτρο και, σε μερικά σημεία. Που πρέπει να κάνεις, να τα κόψεις τα χόρτα, να τα κόψεις με μεσινέζα. Και τυχαίνει να κόβεις και άθελα γυρίζεις έτσι και βλέπεις την αρκούδα να σε παρακολουθεί, να σε παρακολουθεί που κόβεις τα χόρτα. Εντάξει, φεύγει μετά μόνη της, φεύγει κατά πάνω. Μόλις τη βλέπεις, σε βλέπει, φεύγει. Ένα απόγευμα, πότε ήτανε, πέρσι; Ένα απογευματάκι ήρθα, γιατί κάπου είχα κάτι δουλειές, ήρθα, μόνος σκοπός να ταΐσω τα σκυλιά και να γυρίσω πίσω. Ένας γείτονάς μου εκεί, «Πού θα πας εκεί; Να 'ρθω και εγώ μαζί». Του λέω: «Έλα». Κάνουμε εκεί, καθόμαστε λίγο εδώ στο… Εκεί κάνουμε μία βολτίτσα για να δούμε τα δέντρα λέει και λοιπά. Μόλις φτάνουμε εκεί που είναι η βρυσούλα, που τρέχει ένα νεράκι, βλέπω τον δρόμο κάτω, βλέπω μία τεράστια αρκούδα, κάνει. Του λέω: «Ρε μία αρκούδα, κοίταξε, μια τεράστια, πρώτη φορά έχω δει». «Πού ρε;» λέει. «Τόσο μεγάλες είναι; -μου λέει- Τόσο μεγάλες είναι οι αρκούδες; Πάμε να τη δούμε την αρκούδα». Του λέω: «Γείτονα, έλα εδώ πέρα, να πάρουμε και το κινητό, το έχω στο αμάξι, να βγάλουμε καμιά φωτογραφία». Και μετά του λέω: «Δεν έρχεσαι στο αμάξι, μπες στο αμάξι καλύτερα, γιατί ειν' μεγάλη είναι, μη μας…». Πάμε εκεί, να δούμε τι. Προχωράμε εκεί, όπως μπήκατε στην πινακίδα που λέει «Ιδιωτικός χώρος». Μόλις φτάνουμε εκεί, γυρίζω, «Να τη -του λέω- ρε». Δηλαδή σε μία απόσταση μιλάμε 20, 30 μέτρα πάνω από τον δρόμο. Και σταματάω το αμάξι, βγάζω το κινητό έτοιμο να τη φωτογραφίσω, τη λέω: «Κάθισε καλέ, να σε βγάλουμε μία φωτογραφία». Λες και... Πήρε πόζα λες και... Την έβγαλα δυο, τρεις στάσεις, κοιτάει ο γείτονάς μου, αυτός ο φίλος. Τη λέω: «Άντε τώρα, γεια σου. Φύγε, φύγε τώρα. Γεια σου». Και άρχισε να προχωράει, να φεύγει προς τα πάνω. Και την έβγαλα τρεις διαφορετικές στάσεις, μία στάση, δύο στάσεις στην αυτήν. Τη βάζω, λέει η Ματούλα: «Γράψε πάνω ότι είναι δικές σου οι φωτογραφίες». Αλλά την έχω τύχει πολλές φορές. Την αλεπουδίτσα μετά, φέτος της αλεπού που την συναντήσαμε. Δεν είπαμε, ξεχαστήκαμε να αναφερθούμε λίγο στην οικολογική καλλιέργεια, που γράφουμε και στο φυλλάδιό μας. Αυτό είναι για μας, πρώτον, ότι οι καλλιέργειές μας γίνονται, ας το πούμε, πολύ βιολογικές... Αντί βιολογικές, οικολογικές, με μεθόδους τέτοιους που δεν έχουν, δεν ραντίζουμε με φάρμακα, τα ραντίσματά μας είναι μόνο με θειάφι και γαλαζόπετρα. Που είναι ένας τρόπος να καταπολεμήσεις κάποια προβλήματα που δημιουργούνται, αλλά όχι όπως θα τα αντιμετώπιζες με φάρμακο, έτσι; Βέβαια, δεν παίρνουμε την ποσότητα αυτή που θα έπρεπε να πάρουν άλλοι που τα ραντίζουν με φάρμακα για να τα βελτιώσουν, να τα δυναμώσουν. Μετά η λίπανση γίνεται μόνο με κοπριά. Με κοπριά από τα ζώα. Μετά το πότισμα γίνεται από νερό από πηγές και δεν είναι νερό από γεωτρήσεις, με νερά με διάφορα, που μπορεί να βγουν σε διάφορα σημεία, ας πούμε... Όπου πέφτει λίπασμα και να βγούνε κι άλλα. Και έτσι η καλλιέργεια μας είναι οικολογική, εκεί πέρα που την έχουμε. Μετά για τις υπερτροφές. Οι υπερτροφές, αυτά τα φρούτα όλα, όπως είναι τα κράνα, είπαμε, τα γκότζι μπέρι, τα βατόμουρα, τα μύρτιλλα, τα τσάπουρνα, τα κράνα, αυτά όλα είναι υπερτροφή. Δηλαδή έχουνε κάποια στοιχεία μέσα που ενδυναμώνουν τον οργανισμό. Καθαρίζουν, παράδειγμα, όπως τα τσάπουρνα έχουν πολλά αντιοξειδωτικά. Συγκεκριμένα για τα τσάπουρνα πριν κάνα δυο χρόνια, θυμάμαι, είχα κάποια καλαθάκια, διαφημιστικά έτσι, σε ξενοδοχεία της περιοχής εδώ πέρα, και εμφανίστηκε κάποιος γιατρός από τη Βουλγαρία. Και είδε τον χυμό αυτό, το ρόφημα και με ειδοποίησαν εκεί ότι είναι κάποιος κύριος, θέλει για το προϊόν αυτό, ενδιαφέρεται να πάρει και κάποια ποσότητα, ας πούμε. Και πήγα μίλησα μαζί του, μιλούσε και ελληνικά, λοιπόν, και μου λέει: «Αυτό το φρούτο έχει πάρα πολλά αντιοξειδωτικά. Εγώ αυτό το έψαχνα καιρό. Το θέλω για δική μου χρήση» λέει. Και με παρήγγειλε, με πήρε εκατό μπουκαλάκια. Δηλαδή ένα κατάστημα δεν παίρνει τόσα. Για δική του χρήση, και μόνο. Μου λέει «Κάνει καλό». Με παίρνει άλλος από την Αμερική, ένας ξάδερφος, συζητώντας αυτό, μου λέει: «Ξέρεις τι γράφουν εδώ στην Αμερική για το συγκεκριμένο φρούτο; Αυτό βοηθάει επίσης πολύ -γιατί ήταν γυναικολόγος ο συγκεκριμένος που πήρε τη ποσότητα-, βοηθάει πάρα πολύ και στις έγκυες και στις λεχώνες, γιατί βοηθάει στο γάλα το μητρικό. Αυξάνει το γάλα και λοιπά και βοηθάει πάρα πολύ» λέει. Έτσι γράφουνε, με έστειλε ένα κείμενο εκεί που είδε κάπου, κάποιες δημοσιεύσεις από επιστημονικά περιοδικά που γράφουν για τα συγκεκριμένα αυτά, για τα τσάπουρνα. Μετά κάτι άλλο που παραλείψαμε για τα φρούτα τώρα, τα γκότζι μπέρι. Από προσωπική μου εμπειρία, γιατί κι εγώ δεν τα ήξερα, πριν από χρόνια. Λοιπόν, παρατήρησα το εξής: Όταν στη συγκομιδή, παράδειγμα, μαζεύουμε τα φρούτα μας, όλο και τρως, ως συνήθως, τρως και από κανένα φρουτάκι. Λοιπόν, όταν αρχίζει η συγκομιδή και μετά από ένα χρονικό διάστημα, ας το πούμε, κάνα τέσσερις, πέντε μέρες, αισθάνεσαι έτσι, αισθάνεσαι μία αλλαγή. Πρώτον, η διάθεσή σου αλλάζει. Αλλάζει η διάθεσή σου, έχεις μία ευελιξία διαφορετική. Δηλαδή η διάθεση, γενικά όλα και ευελιξία και σωματική αντοχή έχεις διαφορετική, ας πούμε. Και μετά, αυτό το παρατήρησα στις πρώτες αυτές, όταν το φυτέψαμε. Μετά είδα στις εκθέσεις, ήταν οι πολλοί που ξέρανε, ιδίως που κάνουν πρωταθλητισμό, και ερχόνταν και παίρναν τα φρούτα αυτά, να πάρουνε να τονωθούν, για να αγωνιστούν, να έχουν αποτέλεσμα, με φυσικό τρόπο στους στόχους τους. Και αυτό δηλαδή. Μετά για κάποια φάση ενδιαφέρθηκαν και κάποιοι… Σωματεία, να το δοκιμάσουνε, να πάρουν... Ιδίως με μαρμελάδες. Είχα σε κάποια γυμναστήρια και αυτά. Αλλά πάντως, σημασία έχει ότι και από αυτά που διαβάσαμε και η προσωπική μου εμπειρία και αυτά που διαβάσαμε, είδα ότι τα προϊόντα αυτά έχουν μία ενέργεια που δίνουν, όλα τα προϊόντα αυτά. Και φυτεύοντας αυτά, όπως και τα άλλα, τα κράνα και λοιπά, ασχοληθήκαμε λίγο στο ίντερνετ, ψάξαμε να δούμε εκεί τι μελέτες κάνανε, τι αποτελέσματα έχουν και λοιπά, όπως ο κράταιγος. Τον κράταιγο εγώ δεν το ήξερα, το φρούτο αυτό τι είναι. Εμείς το ξέραμε εδώ, ένα μηλαράκι, αγριομηλαράκι πολύ ψιλό, εδώ το λέγανε τοπικά, εδώ τοπική διάλεκτο, τζιτζίφιες. Ο άλλος στη Γέρμα, ο δάσκαλος, μου λέει «Αυτό...» Γιατί το είχα βγάλει στο internet, στο facebook, ότι ωρίμασαν οι τζιτζίφιες στο αγρόκτημα. Και μου λέει: «Αυτό εμείς εδώ στο Γέρμα το λέμε γκράγκανα». Το λέγανε με άλλη ονομασία. Τέλος πάντων, έψαχνα να βρω πώς το λένε επιστημονικά. Με απαντάει κάποια άλλη κυρία από την Αθήνα και μου λέει: «Αυτό είναι ο κράταιγος». Εντάξει, είχαν ένα διάλογο μεταξύ οι τρεις και ο δάσκαλος και λοιπά. «Αυτό είναι -λέει κι ο δάσκαλος- μοιάζει το φρούτο, άρα αυτό είναι, έτσι είναι και λοιπά». Ήταν ο κράταιγος. Και μετά ψάχνω για τον κράταιγο, να βρούμε τι γράφουνε. Και είδαμε εκεί λέει, αυτό το φρούτο είναι το φρούτο της καρδιάς. Και αυτό το φρουτάκι οι αρχαίοι τα παλιά χρόνια το είχανε για θεραπευτικούς λόγους, λέει. Ρίχνει την πίεση και βοηθά την καρδιά. Αλλά δεν πρέπει να το τρως, να το καταναλώνεις, λέει, σε πολύ μεγάλη ποσότητα. Και αυτό το μηλάκι, εγώ το θυμάμαι το μηλάκι από μικρό παιδί. Δηλαδή, τότε, όπως είπαμε και το πρωί για άλλες ιστορίες που αναφερθήκαμε, εκείνα τα χρόνια εμείς σαν παιδιά, η ανέχεια που υπήρχε εκείνη την περίοδο, τη μεταπολεμική ας πούμε, εμείς το χόμπι τι ήτανε; Ακόμη και φρούτο να πάμε, να[01:40:00] βγούμε στην άκρη του χωριού, να βρούμε τέτοια φρούτα περίεργα, τα τρώγαμε. Τα μηλαράκια αυτά τα τρώγαμε, μηλαράκια τα λέγαμε, ας πούμε. Τότε, ας πούμε. Αλλά εκεί στο κτήμα για τον κράταιγο το συγκεκριμένο, απλώς για το λόγο ότι τα είχανε κόψει, τους θάμνους αυτούς που βγάζουν το φρούτο αυτό. Στην άκρη είχαν παραμείνει κάποιοι και ξαφνικά φέτος βλέπω αυτά δυναμώσανε, μετά από χρόνια, δυναμώσανε. Και συνήθως, όταν είναι κλαδεμένο το φυτό και βγαίνει ένα καινούργιο βλαστάρι, βγάζει περισσότερα φρούτα πάνω. Το γέρικο δεν βγάζει. Γεννάει δηλαδή πολλά, πολλούς καρπούς πάνω. Και το βλέπω φέτος ξαφνικά είχε βγάλει, από ό,τι ήταν το συνηθισμένο, τα μηλάκια πολύ μεγαλύτερα. Τα έχω βάλει φωτογραφία να στα δώσω να έχεις. Λοιπόν, αυτά τα φρουτάκια, λέω την γυναίκα μου: «Να τα μαζέψουμε κι αυτά. Είναι κράταιγος». Και μ' έκανε εντύπωση, τα μαζέψαμε, μάζεψα περίπου καμιά… Τα έκανα συσκευασία 125 γραμμαρίων, όπως κάνουν τα γκότζι μπέρι σε νωπά, που τα διαθέτουμε στην αγορά, όταν είναι η εποχή τους. Λέω: «Θα τα πάρουμε στην έκθεση στη Θεσσαλονίκη». Ήμασταν με τους κρητικούς εκεί, τον Οκτώβρη, που ωριμάζουν τότε, ήταν εκείνη η εποχή. Και τα βγάζαμε και μου έκανε εντύπωση, ότι πάρα πολλοί τα ξέραν αυτά. Αυτοί που ασχολούνται, τα ξέρανε, τα κράταιγος. «Α -λέει- ο κράταιγος». Το βλέπανε. Έγραφα εγώ, είχα βγάλει ετικέτα πάνω, είχα βγάλει ετικέτα συστηματική και έγραφα ότι είναι κράταιγος, τόσα γραμμάρια και λοιπά. Όλα όπως έβαζα και στα άλλα τα φυτά. Και μ' έκανε εντύπωση ότι το ξέρανε και ήταν διαβασμένοι. Είχαν διαβάσει κι αυτοί τη χρησιμότητά τους και είχαν γίνει ανάρπαστα. Δεν είχα πολλά, βέβαια, σε ποσότητα. Γίναν ανάρπαστα. Αλλά με έκανε και εμένα την εντύπωση που ήταν το μέγεθός τους, ήτανε λίγο… Διπλάσιο από ό,τι ήταν τα άλλα.

Ε.Α.:

Θα σας πάω λίγο πίσω, για να το πάρουμε με τη σειρά.

Φ.Τ.:

Ναι.

Ε.Α.:

Είχαμε μείνει κάπου εκεί που μου λέγατε... Είχαμε τελειώσει με τη γούνα. Θέλω να μου πείτε λίγο πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε και πάλι με τη γεωργία;

Φ.Τ.:

Με τη γεωργία; Απ' την αρχή τα ‘χαμε πει αυτά. Λοιπόν, ήτανε ήδη προς το τέλος, γιατί εγώ... Πλησίαζε ήδη, είχα σκοπό για τη σύνταξη, ήθελα βέβαια κάποια χρόνια να συμπληρώσω τα εξήντα δύο. Είχα τα χρόνια τα συντάξιμα που απαιτούνταν. Γιατί από μικρό παιδί, από δεκατρία χρόνων, να φανταστείς, από δεκατρία χρόνων έχω το πρώτο ένσημο κολλημένο. Δεκατρία χρονών. Και μάλιστα εκείνη την εποχή, δεν ξέρω... Τώρα ακούς ότι δεν τους βάζουν τα ένσημα και λοιπά. Αν σε πω, τότε δεν ξέρω, υπήρχε η πειθαρχία τέτοια, το κράτος δούλευε πιο αυστηρά; Ήταν όλα τα ένσημα μέχρι τελευταία κολλημένα, όλα τα ένσημα. Οπότε είχα τα αυτά και περίμενα αυτό. Και είχε πτώση η δουλειά μας με τη γούνα, είχε μία κρίση περνούσε ήδη, δεν υπήρχε δουλειά. Και μετά σκεφτόμασταν, πέρα από τον εαυτό μου και για τα παιδιά, τι μπορούν να φτιάξουμε κάτι... Κάτι καινούργιο, κάτι που να μας φέρει κάποιο εισόδημα στην οικογένεια και στους διαδόχους και λοιπά. Κι έτσι ψαχτήκαμε και λέμε, δεν είχαμε άλλον τρόπο, τα χωράφια που είχαμε εδώ στον κάμπο ήταν λίγα για να ασχοληθούμε, να κάνουμε κάτι. Μετά, αφού τακτοποιήσαμε, γιατί είχαμε τα χωράφια μας ήταν κοινά και αδιαίρετα με τα αδέρφια μου, σε κάποια φάση αποφασίσαμε να τα μοιράσουμε, ας πούμε. Να έχει ο καθένας το δικό του και να μπορεί να το κάνει ό,τι θέλει. Και αποφασίσαμε να κάνουμε εκεί, όπως είπαμε το πρωί, για κάποια στιγμή μας πέρασε από το μυαλό μας να προσπαθήσουμε, να κάνουμε μία επιχείρηση που να παράγουμε δέρματα. Αν θυμάσαι το πρωί που τα 'παμε. Μετά ήμασταν στα δύο, δηλαδή, ξεκινήσαμε και γεωργία και κτηνοτροφία με το άλλο, όχι το πρόβατο που είχαν οι παππούδες μας, αλλά να κάνουμε κάτι άλλο, σχετικά με τη γούνα. Ξεκινήσαμε με τα κάστανα αρχικά, ώσπου να ετοιμαστούμε, ετοιμάσαμε το χώρο, καθαρίσαμε το κτήμα, εκείνο που ήτανε εγκαταλελειμμένο. Μετά λέμε: «Άντε να φυτέψουμε λίγες καστανιές, να δοκιμάσουμε, να δούμε, οι καστανιές, τι γίνεται, αναπτύσσονται εδώ πέρα;» Ένας λόγος ήταν... Η πρώτη σκέψη… Δοκιμάσαμε στον χώρο, όχι αυτόν που έχουμε περιφράξει και βάλαμε όλη τη δράση μας εκεί μέσα. Βάλαμε στο άλλο, που δεν είναι φραγμένο τώρα, που είναι απότομο και λοιπά που είχαν γίνει κατολισθήσεις. Και λέμε, ένα σκεπτικό είναι να μην συνεχίσουν πλέον ξανά οι κατολισθήσεις και μας χαλάνε και τη μορφολογία και τον δρόμο που θα πηγαίνουμε μέσα κι έτσι. Λέμε να βάλουμε δέντρα και τον καρπό θα παίρνουμε και θα σταθεροποιήσουμε και το έδαφος. Θα ριζώσει αυτό και θα κρατήσει το έδαφος. Ξεκινήσαμε από αυτά τα δέντρα, είδαμε ότι προχωράει, αφού είχαμε κάνει την υποδομή για το νερό, εκεί που είχαμε την πηγή, την αξιοποιήσαμε, να 'χουμε νερό να ποτίσουμε. Οπότε, λέμε: «Έχουμε το νεράκι μας, θα τα ποτίζουμε». Μετά δεν μας πήγε καλά η υπόθεση με τη γούνα, γιατί είδαμε ότι ανατράπηκαν όλα και δεν είχε όφελος η δουλειά αυτή. Και σταδιακά κλίναμε στη γεωργία με τα παιδιά. Να κάνουμε την ασχολία αυτή, ψάχνοντας στο ίντερνετ κάποια δουλειά, κάποιο προϊόν, έτσι, να είναι πρωτότυπο, να αποδίδει λίγα χρήματα. Βέβαια, τα 'λεγαν τότε, ότι έχει αξία, στην Αγγλία, παράδειγμα, τα γκότζι μπέρι. Τα πουλάνε, λέει, στην Αγγλία εξήντα ευρώ το κιλό. Λέμε εδώ: «Να τα πουλάς δεκαπέντε εδώ, είναι καλά». Κι έτσι ξεκινήσαμε με τη γεωργία. Και αφού μπλέξαμε με το ένα το, υπερτροφές με τα γκότζι μπέρι, ακολούθησαν και τα άλλα τα φρούτα αυτά, όπως είπαμε το πρωί, ακολούθησαν τα άλλα. Το ένα έφερνε τ' άλλο, οπότε έχουμε τώρα όλο αυτή την... Τις καλλιέργειες. Και προσπαθούμε να δούμε τώρα τι θα μας βγει καλύτερα. Λοιπόν…

Ε.Α.:

Με τι χρήματα την ξεκινήσατε αυτή την επένδυση όμως;

Φ.Τ.:

Εμείς ξεκινήσαμε στην αρχή με πολύ λίγα χρήματα, δηλαδή ξεκινήσαμε σταδιακά. Η πρώτη δουλειά που κάναμε ήταν προσωπική δουλειά. Δηλαδή τα έξοδά μας στην αρχή, τα πρώτα χρόνια, ήτανε το καύσιμο να πηγαινοερχόμαστε. Μόνοι μας πηγαίναμε. Κάποια επένδυση αρχίσαμε να κάνουμε, η πρώτη επένδυση καλλιέργεια της πηγής, να κάνουμε εκεί τη δεξαμενή μας, να κάνουμε τη γραμμή… Την πρώτη γραμμή, να φέρουμε το νερό μέχρι το κτήμα. Κάναμε ένα δίκτυο γύρω στα 300 μέτρα. Κάναμε, βάλαμε μία δεξαμενή. Προμηθευτήκαμε δεξαμενή, δηλαδή έτοιμη από το εμπόριο, που είναι ειδικό πλαστικό για να συγκεντρώνεις νερό, να είναι κατάλληλο για πόσιμο και λοιπά. Να μπορείς να το πιεις από κει μέσα, να το καταναλώσεις. Αυτά τα ψευτουλικά ας το πούμε, να σου πω την αλήθεια, δεν κρατήσαμε τα πρώτα, δεν κρατήσαμε λογαριασμό. Συνέχεια βάζω από τότε. Δηλαδή να φανταστείς, ξεκινήσαμε από τη δεξαμενή να την κάνουμε. Αλλά το θέμα είναι εκεί ότι, ό,τι εργασίες εγκατάστασης και λοιπά, τα κάναμε με προσωπική δουλειά. Βέβαια, αν βάζαμε τεχνίτη εκεί, να πάρουμε υδραυλικό να μας κάνει τα υδραυλικά, να μας τα συνδέσει, να κάνει, σίγουρα το κόστος, παράδειγμα αν το κάναμε, ας πούμε, αυτή τη δουλειά δύο χιλιάδες, θα πήγαινε σίγουρα τέσσερις. Αν προσθέσεις και τις εργασίες τις άλλες. Μόνο για να κάνεις την εγκατάσταση. Μετά ακολούθησαν κι άλλες εργασίες. Σε κάποια στιγμή βάζαμε αρκετά λεφτά δηλαδή. Γιατί τώρα να υπολογίσεις εκεί μόνο τα λάστιχα για να βάλεις σε όλο το κτήμα. Γιατί το κάθε φυτό, το κάθε δεντράκι έχει το δικό του μπεκάκι, διακοπτάκια, λάστιχα χιλιόμετρα. Να βάλεις λάστιχα σε κάθε σειρά να ποτίζονται. Όπως είδες ποτίζονται όλα αυτόματα, συστηματικά. Μετά να αγοράσεις τα φυτά. Η κάθε καστανιά παράδειγμα για να την αγοράσεις θέλεις τουλάχιστον πέντε ευρώ. Πέντε ευρώ για να αγοράσεις το φυτό, αν υπολογίσεις εκεί μέχρι τώρα που έχει γύρω στα τριακόσια πενήντα φυτά, είναι ένα ποσόν σαν πρώτο, αλλά με τη διαφορά ότι κάθε χρόνο από τότε αντικαθιστούμε κάποια. Να, φέτος θα φυτέψουμε άλλα, θα αλλάξουμε άλλα τριάντα. Κάθε χρόνο όλο και κάτι γίνεται, γιατί έχουμε το πρόβλημα εκεί ότι πολλά, λόγω που δεν τα ραντίζουμε εμείς, υπάρχουν και πολλά έντομα. Ό,τι έντομα βρίσκεις εκεί στο δάσος, υπάρχουν όλα, τα πάντα. Ενώ εδώ στον κάμπο που ραντίζουν οι γεωργοί, είναι διαφορετικά. Δεν υπάρχει έντομο. Τα έχουν… Όλα τα έχουν πεθάνει. Δεν υπάρχουν ούτε αυγά ούτε αυτά να ξαναβγάλουν. Γιατί αν δεις τώρα, το βυτίο προηγουμένως πέρασε για κάτω για τον κάμπο, ήρθε. Άμα το κάνουνε τριάντα βυτία να πέσουν στον κάμπο, αμέσως πέφτει ένα σύννεφο, σαν έπεσε βόμβα εκεί πέρα. Σε μας είναι ότι επιβιώνουν όλα αυτά. Πά[01:50:00]νε στο δεντράκι, γεννάνε τα αυγουλάκια τους, αυτό γίνεται σκουληκάκι... Σε κάποιο αδύνατο δεντράκι πάνε και το τρυπάνε, μέσα μπαίνουν, καμιά πληγίτσα αν έχει και λοιπά, μπαίνουν στον κορμό κι αυτό ενώ βλέπεις δεντράκι είναι, αυτό αρχίζει και ξεραίνεται. Οπότε αναγκάζεσαι να το αντικαταστήσεις με κάποιο άλλο, ώσπου να το πετύχεις κάτι πιο δυνατό, που να μην έχει… Γι αυτό κάθε χρόνο συνεχώς αλλάζουμε. Έχει κάποιο κόστος κι αυτήν η δουλειά ώσπου να… Μετά η ανάπτυξή τους εκεί στο βουνό, σε μας, είναι ότι, εν συγκρίσει με αυτούς που τα κάνουν στον κάμπο, είναι πιο αργή, απ ότι είναι στον κάμπο. Ίσως βάζουν τα φάρμακα, τα καταπολεμούν με άλλους τρόπους και τα αναπτύσσουν με άλλους τρόπους, αλλά δεν είναι υγιεινά τα προϊόντα αυτά. Να φανταστείς τώρα, ένα παράδειγμα να φέρω, κάποια προϊόντα, οι ντομάτες, τις ρίχνουν φάρμακο να κοκκινίσουν λέει. Εκεί τρως φάρμακο παράδειγμα. Καλά είναι τα φάρμακα να τα αποφεύγουμε ας πούμε, αυτά όλα. Μετά το κόστος. Ήρθε η επιδότηση, κάποια επιδότηση που δίναν στους νέους αγρότες, ένα πρόγραμμα, κι αυτό ήταν σημαντικό, βοηθάει δηλαδή σ' έναν να επενδύσει στην… Γιατί αυτό το πρόγραμμα έδινε είκοσι χιλιάδες ευρώ, έδωσε το πρόγραμμα. Δηλαδή σε δίνει, σαν νέο αγρότη, εφόσον έχεις τα κριτήρια, εφόσον έχεις τις μονάδες, τις εργατοώρες που καλλιεργείς, στα δίνει η πολιτεία, το πρόγραμμα, μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Οπότε τα είκοσι χιλιάδες ευρώ εκείνα, ας πούμε, έχουνε εξατμιστεί εκεί πέρα και αυτά. Μετά είναι ένα άλλο πρόγραμμα, μια ενίσχυση που σου δίνουν, όπως δίνουν σε όλους τους αγρότες, σύμφωνα με τις καλλιέργειες που έχει ο καθένας, δίνουν ένα ποσόν ανά στρέμμα. Και εκεί είναι ένα κόστος να καλύψεις κάποια από τα έξοδα που πηγαινοέρχεσαι ας πούμε, ώσπου να βγάλεις τα δικά σου. Αλλά πάντως, όπως είδες, περίφραξη, όλα αυτά, παρόλο που έγιναν με προσωπική δουλειά, έτσι; Κι αγοράστηκαν μόνο τα υλικά. Αγοράσαμε τα υλικά κι όλη τη δουλειά, το στήσιμο του φράχτη με τσιμέντα και λοιπά έγιναν μόνο με προσωπική δουλειά. Κι εκεί το κόστος θα ήταν διπλάσιο σίγουρα αν θα καθόσουν κι έβαζες συνεργεία να τα φτιάξουν όλα αυτά. Αλλά το θέμα είναι ότι δεν έχουμε κρατήσει λογαριασμό. Όλα τα χρήματα εκείνα, ό,τι βγάζουμε… Κι όλο, και κάθε φορά, όλο και κάτι φτιάχνουμε εκεί πέρα.

Ε.Α.:

Αφού δεν χρησιμοποιείτε ράντισμα, πώς εξασφαλίζετε την υγεία των φυτών;

Φ.Τ.:

Την υγεία των φυτών, βλέπεις, έχουμε απώλειες κάθε χρόνο. Κάθε χρόνο έχουμε απώλειες και αναπληρώνουμε. Αυτό μας συμβαίνει στα δέντρα, στις καστανιές ιδίως. Τα άλλα τα φυτά, τα γκότζι μπέρι είναι πιο ανθεκτικά, δεν θέλουν ράντισμα. Τα γκότζι μπέρι, όπως επίσης και τα άλλα τα άγρια, αυτά τα κράνα κι αυτά, τα κράνα είναι ανθεκτικά, δεν έχουνε… Ενώ στα γκότζι μπέρι ραντίζουμε με θειάφι και με γαλαζόπετρα, που είναι… Δεν είναι φάρμακο αυτό, είναι για να τα διατηρήσουμε λίγο για το φύλλωμά τους, ενώ τα άλλα δεν χρειάζονται τίποτε. Δηλαδή είναι πολύ ανθεκτικά. Τα κράνα, τα βατόμουρα, τα σμέουρα, τα τσάπουρνα, αυτά είναι πιο ανθεκτικά. Απλώς τι γίνεται; Δεν παίρνεις τόση παραγωγή. Παίρνεις λιγότερη παραγωγή. Όπως επίσης και με τα γκότζι μπέρι το ίδιο συμβαίνει. Αν δηλαδή το φύλλωμα αρχίσει και… Το ραντισμένο το φύλλο φαίνεται. Αν πας σ' έναν κάμπο, σ' ένα κτήμα, φαίνεται καταπράσινο. Το καταπράσινο για να διατηρηθεί θέλει φάρμακο. Ενώ κάποιο άλλο, που δεν ραντίζεται, θα το δεις λίγο μελαγχολικό, το φύλλωμά του λίγο αρρωστιάρικο, το καταλαβαίνεις, το βλέπεις, δεν είναι καταπράσινο. Κι εκείνο είναι ότι δεν ραντίζεται, αλλά δεν… Όταν δεν έχει και το φύλλωμα, δεν βγάζει και παραγωγή τόση, ποσότητα. Και δεν μας ενδιαφέρει κι εμάς κι η ποσότητα, τι να την κάνουμε την ποσότητα την πολλή και για ποιο λόγο να την κάνουμε; Μας ενδιαφέρει λίγα και καλά. Γιατί το είδος είναι που είναι ακριβό, ας πούμε, να μην το χαντακώσουμε και βάλουμε τέτοιο. Είναι που είναι υπερτροφή υγιεινή και θέλουμε εκεί να ανήκουμε, ας πούμε, ας πάρουμε πιο λίγη ποσότητα, κατάλαβες;

Ε.Α.:

Για λίπασμα τι χρησιμοποιείτε;

Φ.Τ.:

Για λίπασμα κοπριά βάζουμε και με αυτό τα κρατούμε. Με το νερό, όπως είπαμε, το νερό είναι τρεχάμενο, δεν είναι από αντλίες και από…

Ε.Α.:

Τη φύλαξη πώς την εξασφαλίζετε, με τα ζώα που μου είπατε ότι έχετε;

Φ.Τ.:

Τη φύλαξη, ένας τρόπος είναι από το φράξιμο που κάναμε. Εκεί, όπως είδες, είναι ψηλός φράχτης και γερός φράχτης. Μέχρι τώρα, γιατί βλέπουμε και στην Εγνατία οδό, είχαν πριν έναν ψευτοφράχτη, μετά κάνανε έναν μεγαλύτερο φράχτη, σαν αυτό που έχουμε εμείς. Εμείς από πήραμε αυτό, είδαμε την Εγνατία που φράξανε, γιατί είχαν θέμα και εκεί με τα αγρίμια αυτά. Και λέμε, αφού πάμε να φράξουμε, να το φράξουμε λίγο γερά, λίγο καλά, να δούμε μήπως και αποτρέψουμε τα ζώα αυτά να μπαίνουν μέσα. Αλλά μέχρι τώρα δεν μας έχει τύχει να μπει κάποιο ζώο. Παρόλο που έχουμε μελίσσια. Μ' έκανε την περιέργεια, έχουμε τα μελίσσια, ιδίως οι αρκούδες, τα μυρίζουν από μακριά και τους αρέσει το μέλι. Άλλοι για να τα προστατεύσουν τα μελίσσια βάζουν ηλεκτροφόρα καλώδια. Εμείς εκείνη την ώρα, ευτυχώς δεν έχουμε κάποιο κρούσμα τέτοιο, να μας μπει μεσ' το φραγμένο δηλαδή. Για τον έξω χώρο, που είναι ξέφραγος ο αγρός, το κτήμα εκεί πέρα, εκεί βρίσκουμε, περνάνε αρκούδες, και λύκοι και αρκούδες περνάνε. Αλλά μέχρι τώρα εκεί έξω είχαμε τα κάστανα, τα οποία κάστανα δεν μας έχουν κάνει ζημιές. Κάποιες περιπτώσεις έχω δει κάποια, να έχουνε φάει λίγα πράγματα, αλλά τότε τυχαίνει, εκείνη την εποχή που είναι τα κάστανα, αυτές τους αρέσει πάρα πολύ το καλαμπόκι, τα καλαμπόκια. Και βλέπεις κατεβαίνουνε στον κάμπο, κάτω εδώ στο χωριό, έρχονται από κει ψηλά και κατεβαίνουν εδώ στα 650 μέτρα, που είναι ο κάμπος και τρώνε καλαμπόκια. Τους αρέσει πολύ το καλαμπόκι. Και εκείνη την εποχή αν θα 'ρθεις στο δρόμο, στην άσφαλτο, θα δεις αφοδεύουν σε όλο το δρόμο οι αρκούδες και πάνε λες και πάνε στην άσφαλτο αργά το βράδυ. Όπως πάει η άσφαλτος που κατεβαίνεις. Και βλέπουμε και σ' αυτά που βγάζουνε εκεί, τις ακαθαρσίες τους, εκεί όπου θα δεις, έχουν όλο καλαμπόκια μέσα. Ίσως τότε είναι τα καλαμπόκια κι εμείς προλαβαίνουμε, μαζεύουμε την παραγωγή μας. Αλλά έχω δει από αρκούδες, κάνουν σε άλλα, γιατί κυνηγάνε… Κυρίως τρέφονται με φρούτα αυτές. Έχω δει κερασιές, αγριοκερασιά, να είναι τη μία μέρα η κερασιά φορτωμένη με κεράσια και ζωηρή και να περάσεις μετά μία μέρα και να δεις όλα τα κλωνάρια σπασμένα, κρεμασμένα κάτω και φαγωμένα. Δηλαδή καταστρέφουν και το δέντρο. Πέρσι συγκεκριμένα είχαν έρθει κάτι ξαδέρφια μου, της γυναίκας μου από πέρα, και τους πήρα με το φορτηγάκι, να πάμε μία βόλτα στο δάσος προς τα πάνω. Εκεί που μαζεύουμε τα νερά και να δούνε και τα αυτά εκεί επιτόπου. Ξαφνικά στον χωματόδρομο βλέπουμε αδιέξοδο. Είχε μία αρκούδα μάλλον προηγηθεί και είχε σπάσει ένα δέντρο μεσ' τον δρόμο. Μια αγριοκουμπουλιά, τα κούμπουλα που λένε, κι έτρωγε τα αυτά. Δηλαδή κυνηγάν τα φρούτα. Αλλά σε μας, δόξα τω Θεώ, δεν έχουνε κάτι.

Ε.Α.:

Όταν ανεβήκατε, την πρώτη μέρα που αποφασίσατε πάλι να ασχοληθείτε με τη γεωργία, στο αγρόκτημα, πώς έμοιαζε ο χώρος μετά από τόσα χρόνια;

Φ.Τ.:

Ο χώρος ήταν… Δηλαδή φαινότανε ότι ήταν αγρός, φαινότανε, έδειχνε, αλλά είχανε βγει πολλοί θάμνοι. Αυτοί οι άγριοι θάμνοι ήτανε μέσα. Σαράντα χρόνια όταν εγκαταλείψεις κάτι, είχε θάμνους κι αυτά. Και αναγκαστήκαμε και το καθαρίσαμε. Όχι όλο βέβαια το κτήμα, γιατί εκεί το ένα μέρος, εκεί που πήγαμε, που έχουμε τα γκότζι μπέρι, εκεί ήταν, λόγω ότι πήγαινε τρακτέρ, το δούλευε ο αδερφός μου εκείνο, το έβαζε τριφύλλι. Ήτανε κάποια έκταση εκείνη, που πήγαινε μηχάνημα, εκείνο το κομμάτι ήταν καθαρό, γιατί δουλευότανε. Το αδούλευτο ήταν το έξω κυρίως, εκεί που είχαν γίνει κατολισθήσεις κι αυτά. Εκεί είχαμε βρει τις αγκαθιές κι αυτά, τους θάμνους, που το καθαρίσαμε και το ξαναφυτέψαμε μετά, σ' εκείνο το σημείο.

Ε.Α.:

Πώς νιώσατε που επιστρέψετε στα ίδια μέρη;

Φ.Τ.:

Κοίταξε, γενικά με αρέσει έτσι. Από μικρά παιδιά εμείς μεγαλώσαμε όλο έξω, στο βουνό, στην ύπαιθρο. Δηλαδή διασκέδαση, σε όλα τα παιδιά γενικά, η διασκέδασή μας κι αυτή ήτανε να πηγαίνουμε κι εδώ γύρω στο χωριό, σ[02:00:00]τα δέντρα, μέσα στα αυτά, να γυρίζουμε, μας άρεζε. Και γενικά μ' άρεσε. Δηλαδή από μικρό παιδί, όταν είσαι σε ένα χώρο εκεί πέρα και ζεις, συναισθηματικά σε τραβάει αυτό το μέρος δηλαδή όπως είναι, η ζωή αυτή, στη φύση έξω. Δηλαδή γυρίσαμε σε κάτι που το 'χαμε ζήσει πριν από χρόνια. Επανήλθαμε εκεί.

Ε.Α.:

Όταν βγήκε η πρώτη σας παραγωγή, πώς νιώσατε τότε που τα καταφέρατε;

Φ.Τ.:

Η πρώτη παραγωγή, βέβαια, ικανοποίηση είναι, όταν αρχίζεις και παίρνεις κάποια παραγωγή. Μετά αρχίζει ταυτόχρονα προβληματισμός, τι θα το κάνεις αυτό. Και ιδίως έχεις καινούργιο προϊόν, που δεν έχει… Να είχες φασόλια ή μήλα, παράδειγμα, έβγαζες το προϊόν, ερχόταν ο άνθρωπος που τα εμπορεύεται, το έπαιρνε και τελείωνες. Τώρα εκεί μετά αρχίζουν τα δύσκολα, γιατί αρχίσαμε να ψαχνόμαστε, τι θα το κάνουμε, πού θα το πουλήσουμε, πού να το διαφημίσουμε ότι το 'χουμε αυτό, δοκιμές, να ψάχνεις πελάτες για νωπή αγορά, να πουλάς φρέσκο φρούτο. Μετά από αυτό κάναμε πειραματισμούς, τι αντέχει, πόσο καιρό διατηρείται και λοιπά. Ώσπου να ψαχτούμε είχε άλλες ιστορίες, ας πούμε. Ώσπου να καταλήξουμε να το κάνουμε... Και πάλι, όπως βλέπετε, τώρα οι καταψύκτες είναι γεμάτοι. Είναι γεμάτοι, που περιμένουμε να βρούμε κάποιον, περιμένουμε να βγούμε τώρα στις εκθέσεις, να πουλήσουμε αυτά τα προϊόντα που έχουμε έτοιμα και να ξανακάνουμε και άλλα. Ή να βρεθεί κάποιος πελάτης που να θέλει μία ποσότητα, να είμαστε έτοιμοι να του παραδώσουμε. Έχει δρόμο, πολύ δρόμο η υπόθεση ακόμη, με αυτό που διαλέξαμε δηλαδή, έχει δρόμο πολύ ακόμη μπροστά μας.

Ε.Α.:

Τι δρόμο έχει, τι θέλετε να κάνετε από δω και πέρα;

Φ.Τ.:

Κοίταξε, ο στόχος είναι να βρούμε άτομο να φεύγει το προϊόν αυτό. Να φεύγει το προϊόν, αυτό είναι το θέμα μας. Δηλαδή να βρούμε κάποιον ενδιαφερόμενο ώστε είτε μεταποιημένο είτε τα προϊόντα... Οπότε δηλαδή, για μένα, αν θα βρεθεί κάποιος ή κάποια μονάδα άλλη, που να τα παίρνει φρούτα έτσι έτοιμα, να βγαίνει αυτό που είναι, είναι το καλύτερο που μπορεί να γίνει. Γιατί τώρα έχουμε εμείς να κάνουμε με την παραγωγή και με το εμπόριο. Δηλαδή τη μεταποίηση την αναθέσαμε σε άλλον. Που εκεί είναι το θέμα, ότι πρέπει να πληρώσουμε για να μας τα κάνουν αυτά. Πρέπει να δώσουμε λεφτά για να μας τα κάνουνε. Γιατί όπως είναι το φρούτο μας, το δίνουμε και μας το δίνει σε βαζάκια, μας το φτιάχνει έτσι όπως είναι το βαζάκι έτοιμο. Βέβαια αυτό έχει ένα χρονικό περιθώριο για να διατηρηθεί. Η διάρκειά του είναι δύο χρόνια από τότε που το παίρνουμε. Πρέπει μέσα σε δύο χρόνια, σε ενάμιση χρόνο, να πουληθεί. Γιατί αν σου μείνει, μετά είναι άχρηστο πάλι. Τώρα είναι το καλό σε μας εδώ, ότι μπορείς να κάνεις μία ποσότητα, αφού μπορείς να την πουλήσεις, το… Το εμπόρευμα διατηρείται σε μια θερμοκρασία που το διατηρούμε και έχει τη δυνατότητα να κάνεις, όταν σε χρειάζεται να δώσεις μία παρτίδα να σου βγάλουνε, να έχεις άλλα δύο χρόνια να το πουλήσεις, οπότε γίνεται ο κύκλος αυτός. Αλλά το καλύτερο είναι να βρεις κάπου μία πηγή, ώστε να το παίρνει το προϊόν, σε μία τιμή που να βγάζεις τα έξοδά σου. Γιατί τα έξοδα όσο πάει αυξάνονται τώρα. Τώρα δεν ξέρω πού θα πάνε, από δω και πέρα, με τα πετρέλαια και μ' αυτά ας πούμε. Έτσι έχει το θέμα για το…

Ε.Α.:

Γιατί επιλέξατε αυτό τον τρόπο της καλλιέργειας, την οικολογική καλλιέργεια;

Φ.Τ.:

Είπαμε και πριν, τη διαλέξαμε γιατί μας άρεζε. Δηλαδή μας άρεζε ο τρόπος αυτός ο παλιός. Και δεύτερον είναι ότι αυτές οι ποικιλίες που καλλιεργούμε, μόνον έτσι μπορούν να πουληθούν, Δεν μπορεί να πουληθούν διαφορετικά. Μόνον εκεί πηγαίνει δηλαδή η κατηγορία η δικιά μας.

Ε.Α.:

Η σχέση σας με τη φύση πώς είναι πάνω στο βουνό;

Φ.Τ.:

Η σχέση μας με τη με τη φύση, καλή είναι, εντάξει, δεν… Ζούμε σ' ένα περιβάλλον ησυχίας, με τα ζωάκια και τα άγρια ζώα που έχουμε, που μας συντροφεύουν. Είμαστε σ' ένα καθαρό περιβάλλον, βλέπω, αισθάνομαι εκεί πέρα δηλαδή, ο αέρας που αναπνέεις είναι καθαρός, είσαι μέσα στο οξυγόνο. Είναι τελείως διαφορετικά από ό,τι είσαι μες στην πόλη και λοιπά. Είσαι όλη την ημέρα στον καθαρό αέρα εκεί πέρα, γαληνεύεις. Και ξεκουράζεσαι περισσότερο. Περνάει η ώρα σου ευχάριστα έτσι.

Ε.Α.:

Σε σύγκριση με τη γούνα πώς σας φαίνεται αυτή η δουλειά;

Φ.Τ.:

Σε σύγκριση με τη γούνα, τελείως το αντίθετο είναι από θέμα υγείας, έτσι; Γιατί πριν είχαμε να κάνουμε σ' έναν χώρο κλειστό, με τις σκόνες, με τις τρίχες, γιατί όσο να 'ναι είχες να αναπνέεις το χνούδι της τρίχας και όλα αυτά. Μέσα σε κλειστό χώρο να είσαι. Ενώ εκεί είσαι μέσα στο οξυγόνο. Είσαι διαφορετικά δηλαδή, από ό,τι ήσουνα, ήμασταν στη γούνα παλιά. Σε άλλο περιβάλλον ζεις, ας πούμε. Γιατί μέσα, με τη γούνα, μέσα στη σκόνη και λοιπά, οι περισσότεροι έχουν κλείσει τα πνευμόνια τους, από τις σκόνες και από αυτά. Ενώ εκεί αναπνέεις και αισθάνεσαι πιο ανάλαφρα, από ότι στη γούνα με' τις σκόνες, καταλάβατε;

Ε.Α.:

Και είναι οικογενειακή επιχείρηση, μου είπατε.

Φ.Τ.:

Ναι, ναι, οικογενειακή επιχείρηση. Ως συνήθως, όλες οι επιχειρήσεις εδώ οι αγροτικές, οι πιο πολλές είναι οικογενειακές. Λίγες είναι αυτές οι επιχειρήσεις που είναι πολύ μεγάλες. Δεν έχουμε πολλά χωράφια δηλαδή. Κι εδώ στην περιοχή μας είναι λίγοι αυτοί που έχουν μεγάλα κτήματα. Και οι πιο πολλοί βασίζονταν στην οικογενειακή επιχείρηση, οι περισσότεροι.

Ε.Α.:

Με τη διανομή των προϊόντων, αυτά που λέγαμε πριν ανοίξουμε το καταγραφικό, θέλετε να μου πείτε λίγο, τι κάνετε;

Φ.Τ.:

Με ποια διανομή;

Ε.Α.:

Πώς τα διανέμετε τα προϊόντα;

Φ.Τ.:

Αυτά που ετοιμάζουμε; Αυτά τώρα, αφού τα ετοιμάσουμε εδώ πέρα, και τα δώσουμε και μας τα κάνουν μεταποιημένα, ένας τρόπος, μέχρι για την ώρα δηλαδή... Για την ώρα αυτό που κάνουμε είναι… Μόνος τρόπος είναι σε εκθέσεις και ιδίως σε εκθέσεις που είναι λιανικής πώλησης. Εκεί μόνο μπορούμε τώρα, για την ώρα, γιατί πέσανε… Όπως είπαμε και πριν, δεν ξέρω αν το αναφέραμε, έπεσε ο κορονοϊός που… Έχω βέβαια κάποια καταστήματα που βάζω προϊόντα μέσα. Κάποιοι άλλοι διστάζουν να βάλουν καινούργια προϊόντα, γιατί ο καταναλωτής δεν έχει τη δυνατότητα να ψάξει στα ράφια να δει κάποια προϊόντα, να τα δει όλα, να διαλέξει, να τα δοκιμάσει και λοιπά. Και γι' αυτό τον λόγο η μόνη αυτήν βλέπω τελευταία είναι ότι μόνο με τις εκθέσεις αυτές της λιανικής μπορούμε να πάρουμε τα κάποια προϊόντα που έχουμε μεταποιημένα, να πάμε να πουλήσουμε. Γιατί εκεί μόνο πουλάς. Αλλά εκεί τα έξοδα είναι... Είναι πολλά και τα έξοδα που έχουμε. Έξοδα να πας, να μείνεις, να πληρώσεις εκεί τους υπεύθυνους που διοργανώνουν... Γιατί κι αυτοί σε παρέχουν χώρο έτοιμο εκεί, ευπρεπή, ωραίο, με το ρεύμα σου, με τους πάγκους σου, απλώς στρώνεις τα εμπορεύματά σου, με το ηλεκτρικό σου, όλα τα βρίσκεις εκεί. Και έχει κόστος και αυτό και να έχεις ένα περίπτερο εκεί πέρα. Βέβαια πουλάς, απ' την χονδρική που θα έδινες σ' έναν έμπορα, σ' ένα κατάστημα, λίγο παραπάνω, αλλά εκεί στόχος είναι πρέπει να πουλήσεις για να καλύψεις τα... Δηλαδή η διαφορά που βγαίνει από τη χονδρική στη λιανική, να βγάλεις τα έξοδά εκείνα που έχεις εκεί πέρα. Δηλαδή να μείνεις, να κάνεις. Αυτά τα έξοδα βασικά στόχος είναι να τα βγάλεις. Πολλές φορές τα βγάζεις, σχεδόν όλες τις φορές τα βγάζεις. Αλλά είναι πολλές φορές που δεν τα βγάζεις τα έξοδά εκείνα. Δηλαδή με τη διαφορά, όχι ότι μπαίνεις μέσα. Αναγκάζεσαι να βάλεις και από το κεφάλαιο, από τη χονδρικής να βάλεις κάποιο χρήμα να συμπληρώσεις στην πώληση. Δηλαδή αυτή τη στιγμή, αυτό το κομμάτι που μας δυσκολεύει είναι αυτό. Δηλαδή ενώ έχεις καλά προϊόντα και λοιπά, δεν ξέρω τι φταίει. Φταίει η διαφήμιση; Ίσως δεν βρήκαμε το κατάλληλο άτομο ακόμη να τα ζητήσει, να τα πάρει... Ιδίως για το εξωτερικό. Στο εξωτερικό έχει άλλη ανταπόκριση το προϊόν αυτό. Αλλά το θέμα είναι να βρεις το κατάλληλο αυτό για να κάνεις κάποια δουλειά με το εξωτερικό, να στα παίρνουνε εκεί, μόνο έτσι. Διαφορετικά θα πάμε έτ[02:10:00]σι, να δούμε που θα μας βγάλει.

Ε.Α.:

Οι εκθέσεις, που έχετε και αλληλεπίδραση με τον κόσμο, πώς είναι;

Φ.Τ.:

Οι εκθέσεις... Εκεί το καλό είναι ότι μας μαθαίνει ο κόσμος. Δηλαδή αυξάνονται οι πελάτες της λιανικής εκεί στις εκθέσεις, γιατί εκεί σε γνωρίζει… Αυτό βλέπουμε, διαπιστώνουμε φορά με τη φορά που πάμε, ότι σε μαθαίνει ο κόσμος. Ξέρει τα προϊόντα σου, έρχονται. Δηλαδή δεν έχει τύχει μέχρι τώρα να 'ρθει κάποιος να μας πει κακά λόγια, να μας κατηγορήσει για τα προϊόντα μας. Αυτό είναι το ευχάριστο, μας ικανοποιεί αυτό το πράγμα. Ότι πολλοί έρχονται στην αρχή, «Να το δούμε, είναι έτσι που μας τα λέτε» και λοιπά. Παράδειγμα, παράγουμε και φασόλια, έτσι; Μικρή ποσότητα, παράγουμε και φασόλια. «Να δούμε -λέει- Θα είναι έτσι τα φασόλια και λοιπά; Θα είναι έτσι η μαρμελάδα που μου τα λες;» και λοιπά. Λέω: «Περιμένω, όχι, να με πάρετε τηλέφωνο», άσε που δεν έχει πάρει κανένας να μας πει παράπονα, λέω: «Μην περιμένω κάποια παράπονα, να μας πάρετε να μας δώσετε και κάποια συγχαρητήρια». Αλλά το βλέπουμε μετά, ότι έρχονται και τα ζητάν τα προϊόντα αυτά. Δηλαδή έρχονται και σου λένε: «Α, εκείνο το θέλω, μ' άρεσε αυτό, θέλω αυτό να το πάρω» και λοιπά. Πολλές φορές έρχονται, γιατί παίρνεις μία ποσότητα, εξαντλείται εκείνο που έχεις να πουλήσεις. «Α -λέει- θα 'ρθω αύριο», λέω: «Αύριο δεν θα το βρείτε». Έρχεται, δεν το βρίσκει εκείνη τη στιγμή, θα σου στείλω μετά, θα σου στείλω αυτό… Δηλαδή κάνεις γνωριμίες πελάτες στη λιανική. Αυτό βέβαια δεν ξέρω αν σε κάποια στιγμή, δεν ξέρω, δεν το δοκιμάσαμε και δεν μπορούμε τώρα να το δοκιμάσουμε, αν μπορούσε παράδειγμα σε κάποιο κεντρικό σημείο, Θεσσαλονίκη, Αθήνα να έχεις ένα κατάστημα με προϊόντα αυτά. Δεν ξέρω εκεί τι μπορούσες να κάνεις. Γιατί τα προϊόντα είναι καλά. Δηλαδή εκεί πιστεύω ίσως είχες ένα στέκι κάπου, να πουλάς τα προϊόντα τα δικά σου όλα και κάποια άλλα, αν θα έβαζες μέσα για να βγάζεις τα έξοδά σου, εκεί μήπως ήταν καλύτερη η δυνατότητα να το προβάλλεις, να το λανσάρεις το προϊόν το δικό σου. Δεν έχουμε δοκιμάσει. Εκεί βέβαια θα έχεις έξοδα, να νοικιάσεις, να… Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα και αυτό να το κάνεις. Προς το παρόν θα κινηθούμε με τις εκθέσεις, όσο μπορέσουμε. Θα πάμε σε όσες γίνεται περισσότερες εκθέσεις. Γίνονται πολλές εκθέσεις παραγωγών τέτοιες. Μήπως και βρούμε, σε πέντε, έξι εκθέσεις να πηγαίνουμε, τέτοιου στυλ το χρόνο, ώστε να πουλάμε την παραγωγή που βγάζουμε, ας πούμε, όσο γίνεται περισσότερη. Και συν κάνα κατάστημα, αλλιώς δεν… Άλλος τρόπος δεν υπάρχει.

Ε.Α.:

Ανταγωνισμό από πού έχετε;

Φ.Τ.:

Ανταγωνισμό εμείς στα δικά μας τα προϊόντα, στη δική μας την ποικιλία, δεν ξέρω… Μεταξύ παραγωγών εννοούμε, έτσι; Εκεί παράδειγμα, στις εκδηλώσεις που πάμε, έχουμε το πλεονέκτημα ότι δεν έχουμε συναντήσει άλλον, που να έχει, παράδειγμα, χυμούς… Μπορεί να έχουνε ρόδια, να έχουνε… Ρόδια κυρίως, πολύ ρόδι κυκλοφορεί. Αλλά χυμούς τέτοιους, με φρούτα τέτοια, δεν έχουμε συναντήσει κάποιον μέχρι τώρα. Ας πούμε, τόσες εκθέσεις δεν έχουμε συναντήσει να έχει τα ίδια προϊόντα, να είναι ανταγωνιστής, να έχει το ίδιο σαν το δικό μας. Ακόμη ούτε και και γκότζι μπέρι, παρ' όλο που έχει ακουστεί ότι γκότζι μπέρι καλλιεργούνται στην Ελλάδα και σε άλλες περιοχές, δεν έχουμε τύχει κάπου να δούμε κάποιος να έχει μαρμελάδα γκότζι μπέρι ή να 'χει κρέμα κάστανο. Τώρα ντομάτα λιαστή υπάρχει, έχουν βγάλει πάρα πολλοί ας πούμε. Αλλά τα άλλα τα προϊόντα, τις υπερτροφές, δεν έχουμε κάποιον μέχρι τώρα αντιληφθεί, να έχει ίδια προϊόντα με μας ας πούμε. Ακόμη και σε μία συνέντευξη, που είχαμε μιλήσει στο Πρώτο Πρόγραμμα... Γιατί περνάνε κι άλλοι δημοσιογράφοι από κει, στις εκθέσεις με τα προϊόντα αυτά, τους κάνει εντύπωση και αυτούς, ότι αυτά τα ροφήματα κι αυτά δεν τα έχουν ξαναδεί, δεν έχουμε κάποιον δηλαδή που να τα έχει τα δικά μας τα προϊόντα. Να πεις ότι έχουμε κάποιον ανταγωνιστή και τα δικά μας είναι ακριβά, δεν έχουμε κάποιον. Είναι οι Κινέζοι, που έχουν τα κινέζικα τα γκότζι μπέρι, αλλά είναι αποξηραμένα, δεν έχουν σχέση με μαρμελάδες ή με χυμούς.

Ε.Α.:

Αισθάνεστε ότι αυτό το προϊόν που βγάζετε είναι μοναδικό;

Φ.Τ.:

Το αισθανόμαστε, αλλά είναι το θέμα ότι να δούμε… Ο κόσμος δηλαδή αυτός, είναι ένα ποσοστό 10% ποσοστό το οποίο τα εκτιμάει, τα ξέρει. Στην Ελλάδα αυτό έχω διαπιστώσει, ότι δεν είναι μεγάλο το ποσοστό αυτό, που είναι λάτρεις των υπερτροφών. Αλλά σιγά σιγά ανεβαίνει, σιγά σιγά όσο πάει ανεβαίνει. Ίσως είναι και λίγο ακριβότερα βασικά. Έχουν κοστολόγιο ακριβότερο απ' ό,τι έχουν κάτι απλά. Παράδειγμα, μία μαρμελάδα από μήλο ή από πορτοκάλι θα είναι φθηνή, πολύ φθηνή. Γιατί εκείνο δεν έχει κόστος το φρούτο. Το φρούτο, η μαρμελάδα από μήλο την κάνουνε από ένα φρούτο το οποίο πέφτει κάτω, οι πεσέτες που λένε. Είναι φρούτα που πέφτουν κάτω και δεν γίνεται τίποτε άλλο. Τα παίρνουν με κάτι λεπτά πληρώνουν, ούτε ευρώ δηλαδή, κάτι λεπτά, λιγότερο από δέκα λεπτά το κιλό και τα κάνουν μαρμελάδα. Οπότε δεν έχουν κόστος εκεί τα φρούτα. Ενώ εδώ σε μας, για να κάνεις εδώ, μόνο το φρούτο έχει κόστος σε συσκευασία μέσα. Έχει κόστος για να το κάνεις. Οπότε ο κόσμος, λίγοι είναι αυτοί που μπορούν και τα πληρώνουν τα προϊόντα αυτά, τα υγιεινά, να τα πάρουνε. Είναι κι αυτό ένα αυτό. Γι' αυτό έλεγα, ίσως αυτά είναι προϊόντα για το εξωτερικό, ιδίως που έχουν άλλα εισοδήματα, για 'κει να είναι ίσως περισσότερο, καλύτερα.

Ε.Α.:

Είχατε κάποια υποστήριξη κρατική;

Φ.Τ.:

Κρατική η μόνη υποστήριξη ήταν αυτή που κάνει στους νέους αγρότες. Γιατί είναι σημαντικό και το ποσό, να πάρεις είκοσι χιλιάδες για να ξεκινήσεις μία δουλειά. Είναι καλό κίνητρο αυτό, έτσι; Είναι καλό κίνητρο. Βέβαια, υπήρχαν κι άλλα προγράμματα, σχέδια βελτίωσης, υπάρχουν προγράμματα να ασχοληθεί κάποιος. Αλλά δεν το επιδιώξαμε. Γιατί θέλουν ειδικές δεσμεύσεις αυτά και είναι το θέμα ότι εμείς σχεδόν, όπως το βλέπεις, πειραματιζόμαστε ακόμη. Είμαστε δηλαδή στο πείραμα ακόμη, το τι θα κάνεις. Αν δεις ότι κάτι τραβάει, θα μπορούσες να κάνεις ένα συσκευαστήριο, να τα κάνεις μόνος σου... Αν δεις ότι υπάρχει ζήτηση το προϊόν σου, θα μπορούσες να κάνεις, να έχεις ένα όφελος από τη μεταποίηση ας πούμε. Να κάνεις μία μονάδα, να πάρεις τι χρειάζεται και να κάνεις τη μεταποίηση μόνος σου. Αλλά αυτό τώρα, αν δεν το πετύχεις πρώτον τον στόχο σου, τον πρώτο, να ξέρεις ποιος θα σου το πάρει το προϊόν, δεν μπορείς να προχωρήσεις παραπέρα, σε δεσμεύσεις άλλες. Εκεί είναι το θέμα, ας πούμε.

Ε.Α.:

Θέλετε να μου πείτε και για το αλώνι λίγο, που το φτιάξατε πάλι;

Φ.Τ.:

Ναι, για το αλώνι, όπως είδατε εκεί, ήταν ο χώρος… Νομίζω είχαμε πει το πρωί κάτι, είχαμε κάνει μια αναφορά για το αλώνι, πώς γινόταν το αλώνι εκεί πέρα. Απλώς εμείς τώρα, όπως ήταν το αλώνι, και είδες ήδη υπήρχαν κάποιοι θάμνοι, ξαναπήραν να χτυπάνε κάποιοι θάμνοι. Παρόλο που το καθαρίζουμε δυο, τρεις φορές το χρόνο, ξαναχτυπήσαν, είναι αγριάδα που βγαίνει. Εμείς σκεφτήκαμε, τώρα δηλαδή στόχος είναι, όπως είπαμε το πρωί πως επιχειρήσαμε να γίνει σαν επισκέψιμο το κτήμα, να 'ρθουν κάποιοι να επισκεφτούν και λοιπά, κάτι να δούνε, πώς ήταν το παλιό και λοιπά. Και γι' αυτό δειλά δειλά αρχίσαμε και βάλαμε… Το ένα αυτό ήταν, όπως είδατε, το τειχάκι γύρω γύρω, ήταν το σχηματισμένο το αλώνι, βάλαμε στη μέση το ξύλο που δέναν τα ζώα για να κάνουν την κύκλα τους. Μελλοντικά ίσως έχουμε και παλιά εργαλεία, που χρησιμοποιούσαν οι παππούδες μας με τα ζώα τους. Ήταν άροτρα και λοιπά. Τα έχουμε κι αυτά, συγκεντρωμένα σε αποθήκη, οπότε σε κάποια στιγμή θα τα εκθέσουμε κάπου στο κτήμα εκεί, να φαίνονται. Κάποιος να 'ρθει, να δει τα εργαλεία, να δει το αλώνι. Να δει και τα εργαλεία τέλος πάντων που υπήρχανε, πώς τα καλλιεργούσαν πριν από χρόνια, ας πούμε.

Ε.Α.:

Ποια εργαλεία;

Φ.Τ.:

Όπως είναι το αλέτρι, τα αλέτρια, τα άλλα τα αυτά που στρώνανε το χώμα, που κάναν τη σπορά. Αυτά βασικά. Είχαν άλλα φτυάρια, ειδικά ξύλινα, για να λιχνίζουν το στάρι, άλλα για να μαζεύουν το άχυρο, ξύλινα βέβαια. Έχουμε κάποια, οικογενειακά δηλαδή, τα έχουμε κρατημένα, οπότε αυτά κάπου θα πρέπει να τα αναδείξουμε σε[02:20:00] κάποια στιγμή, όπως ξεκινήσαμε με το αλώνι. Να έχει κάποιος τη δυνατότητα να 'ρθει μία εκδρομή, να δει και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν παλιά, οι παλιοί, ας πούμε.

Ε.Α.:

Ποια είναι η αγαπημένη σας στιγμή στο αγρόκτημα;

Φ.Τ.:

Κοίταξε, όλες είναι καλές στιγμές. Όλες είναι καλές στιγμές, όλες περίπου. Θέλει τη δουλειά τους. Η καλύτερη στιγμή είναι όταν… Για μένα, όταν μαζεύεις τη σοδειά σου και από κει και μετά είναι το θέμα είναι να πουλήσεις τη σοδειά σου. Εκεί είναι το θέμα. Εκεί είναι το θέμα που σκοντάφτουμε, ας πούμε. Όλες οι στιγμές είναι καλές, περνάμε καλά εκεί το αυτό. Το θέμα είναι πώς θα μπορέσουμε να το σπρώξουμε το προϊόν αυτό, ας πούμε. Γιατί τώρα βλέπεις εδώ οι καταψύκτες είναι γεμάτοι. Αυτοί, τώρα αν θα πέσει, η περσινή παραγωγή δεν ήταν τόσο καλή, λόγω καύσωνα. Εάν ήταν η περσινή παραγωγή καλή και παίρναμε όπως πρόπερσι καρπό, δεν θα είχαμε χώρο να αποθηκεύσουμε τα προϊόντα, ας πούμε. Αλλά έτυχε και ο κορονοϊός, που δεν ξέρω διαφορετικά πως…. Αν γινόταν κάποιες εκθέσεις, δεν γινήκανε κάνα δύο χρόνια, δεν γινήκανε. Οπότε αν ήταν εκείνες οι εκθέσεις, ίσως ήμασταν καλύτερα. Θα μπορούσαμε να πουλήσουμε στις εκθέσεις. Ενώ τώρα όπως έγινε, δεν μπορέσαμε να πουλήσουμε στις εκθέσεις, όπως ήταν το πράγμα.

Ε.Α.:

Εγώ αυτές τις ερώτησεις είχα σημειώσει να σας ρωτήσω. Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;

Φ.Τ.:

Νομίζω ότι τα 'παμε όλα αυτά. Νομίζω ότι τα καλύψαμε όλα αυτά.

Ε.Α.:

Εντάξει.

Φ.Τ.:

Έτσι έχω την εντύπωση.

Ε.Α.:

Θέλω λίγο να μου πείτε, επειδή δεν το κάναμε το πρωί, να μου συστηθείτε, να μου πείτε το όνομά σας, πότε γεννηθήκατε, πού μεγαλώσατε; Λίγο, να μου κάνετε, έτσι να μου πείτε για τον εαυτό σας δυο λόγια.

Φ.Τ.:

Είμαι ο Φώτης ο Τσόπρας, γεννήθηκα, τότε γεννήθηκα εδώ στην Κορησό Καστοριάς. Εκείνα τα χρόνια από ομολογίες, γεννήθηκα μες στο σπίτι, όπως γενούσαν τότε, γεννιόντουσαν όλα τα παιδιά. Με την τοπική μαμή, όπως βλέπουμε στο έργο με τη Βασιλειάδου, στο σπίτι. Και θυμάμαι τότε έλεγε συγκεκριμένα η μάνα μου ήταν και μία… Με πρακτικές μαμές γεννούσανε, πρακτικές μαμές. Και τότε ήταν η πρώτη μαμή που ήταν πανεπιστημίου, ας το πούμε, σχολής, ήταν η Κική η Μαγνήσαλη, από Θεσσαλονίκη ήταν αυτήνα. Πρέπει να έχει και τα παιδιά της τώρα. Αυτήν τότε ήταν η εξειδικευόμενη και ερχόταν μαζί με την πρακτική, λέει. Δηλαδή, στη γέννα τη δική μου, σου λέει, ήταν η μαμή, ήτανε η Κίτσα, που ήτανε της σχολής και μία άλλη που ήταν πρακτική του χωριού. Λοιπόν, και συγκεκριμένα με 'λεγε το περιστατικό ότι: «Εσύ δεν έκλαψες, όπως όλα τα μωρά, κάτι παρουσίασες εκεί πέρα. Η Κική είχε το καλαμάκι και λοιπά», φαίνεται ήταν πιο της σχολής, είχε άλλες γνώσεις. «Ρούφηξε με το καλαμάκι, ρουφούσε από σένα, κάτι που είχες, υγρά και λοιπά κι έτσι άρχισες να κλαις μετά» λέει. Παράδειγμα, έφερνε μια ιστορία τότε, που γεννούσανε, μας γεννούσαν στα σπίτια μέσα. Λοιπόν ήταν 5 εβδόμου του '56 που γεννήθηκα. Και από τότε εκτός του χωριού διαστήματα να λείψω, ήταν συνέχεια εδώ στο χωριό στην Κορησό. Εκτός από το στρατό που ήμουνα, τότε ήμασταν για είκοσι οκτώ μήνες εκτός. Ήταν ο μεγαλύτερος χρόνος που έλειψα από δω. Και ένα διάστημα στη Γερμανία για κανα τετράμηνο. Τότε ήταν με τις γούνες σαν σεμινάριο είχα πάει να μάθω, σεμινάριο σε κάποιες... Πάλι στον τρόπο δουλειάς. Έτσι, δεν έτυχε να φύγω εδώ από το χωριό, εδώ ήταν η δραστηριότητα όλη μέχρι και τώρα, ας πούμε. Δεν έφυγα για μεγάλο διάστημα από το χωριό.

Ε.Α.:

Αγαπάτε το χωριό, σας αρέσει;

Φ.Τ.:

Εδώ ζήσαμε τόσα χρόνια. Σίγουρα το αγαπάμε.

Ε.Α.:

Αν θέλετε κάτι άλλο να προσθέσετε, με χαρά.

Φ.Τ.:

Τα είπαμε, εντάξει. Πιστεύω ότι τα είπαμε.

Ε.Α.:

Ωραία, κλείνω λοιπόν το καταγραφικό

Φ.Τ.:

Έγινε, έγινε. Να 'στε καλά.