© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Εκεί είδα άνθρωπο να πηδάει σαν το κόκορα τον σφαγμένο» - τα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφύλιου πολέμου στο Χουμνικό Σερρών

Κωδικός Ιστορίας
21718
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Νικόλαος Νεστορούδης (Ν.Ν.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/03/2022
Ερευνητής/τρια
Αντώνης Γκίκα (Α.Γ.)
Α.Γ.:

[00:00:00]Πολύ ωραία. Καλησπέρα, θέλετε να μας πείτε το ονοματεπώνυμό σας;

Ν.Ν.:

Μάλιστα, Νεστορούδης Νικόλαος του Αθανασίου και της Αθανασίας. 

Α.Γ.:

Πολύ ωραία. Είναι, σήμερα τι μέρα έχουμε; Σήμερα έχουμε Πέμπτη 24 Μαρτίου του 2022. Είμαι μαζί με τον κύριο Νικόλαο Νεστορούδη και βρισκόμαστε στο Χουμνικό. Εγώ ονομάζομαι Αντώνης Γκίκα, είμαι ερευνητής στο istorima και ξεκινάμε. Θέλεις να μας πεις κάποια πράγματα για τα παιδικά σου χρόνια;

Ν.Ν.:

Λοιπόν, μέρα γεννήσεως 25/02/1935. Περάσαμε τα πρώτα μας πέντε χρόνια που δεν τα… Σαν μικρά παιδιά που ήμασταν, δεν τα νιώθαμε, αλλά φτάσαμε στην Κατοχή με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου εκεί περάσαμε δύσκολα χρόνια. 

Α.Γ.:

Πού γεννήθηκες; 

Ν.Ν.:

Στο Χουμνικό.

Α.Γ.:

Και εδώ μεγάλωσες; 

Ν.Ν.:

Εδώ, γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε εδώ. Λοιπόν, από το ‘40 και πέρα ήταν ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος όπου περάσαμε πολύ δύσκολα χρόνια. Φτώχεια καταραμένη, διότι η Γερμανία τα είχε σηκώσει όλα. Δεν υπήρχε μέσα στο χωριό ούτε ψωμί να φας. 

Α.Γ.:

Και ο κόσμος πώς τα έβγαζε πέρα;

Ν.Ν.:

Όλοι βρισκόμασταν με πίτουρα τρώγαμε, διότι και εκείνα λιγοστά, δεν υπήρχε σιτάρι να πας να κάνεις αλεύρι, όλα ήταν… Ήταν μία δύσκολη χρονιά το ‘40. Γιατί όταν τα σήκωσε αυτά όλα η Γερμανία και τα πήρε ήρθε η σειρά μέχρι τον Μάιο του ‘41 να φτάσουμε στο σημείο να λες το ψωμί, ψωμάκι! Μεροκάματο δεν υπήρχε εκείνα τα χρόνια, μεροκλαματο δεν υπήρχε να βγάλεις από πουθενά. Όταν ήρθε η σειρά και εμείς ήμασταν πέντε χρονών παιδιά να μην έχουν οι μπαμπάδες μας να μας ταΐσουν. Είχαμε, όποιος είχε μία κατσίκα στο σπίτι ή μία αγελάδα εκείνο, ή κότες τότε υπήρχαν και κότες και αυτά τα είχαμε όλα στα σπίτια μας, είχε ένα αυγό να φάει, αλλά δεν έφταναν γιατί οι οικογένειες ήταν μεγάλες. Οι οικογένειες ήταν τότε εφτά μέλη και απάνω. Όχι όπως τώρα που κάνουν ένα παιδί και εκείνο με το ζόρι. Και πήγαιναν οι μάνες μας μάζευαν αγριολάχανα, να τα βάλω στο φούρνο ή είμαι νερό σκέτο ή αν είχες κατσίκα θα τα έκανες με γάλα. Λάδια δεν υπήρχαν. Φτώχεια, φτώχεια που λέμε καταραμένη! Εμείς χωριάτικα το λέγαμετη φτώχεια δεν την πιάνει ούτε το καντάρι. Τέτοια φτώχεια. Σιγά σιγά λέμε ότι άρχισαν να περνούν οι μήνες, έφτασε Μάιος και λέμε τώρα ό, τι είχαμε σπαρμένα σιτάρια, κριθάρια, ξέρω εγώ. Ήρθε η σειρά, Μάιος ήταν, τράχυναν, πήγαμε… Πήγε ο μπαμπάς μου εμείς ήμασταν μικρά. Θέρισε κριθάρι, κριθάρι που δεν τρώγεται -το είχαμε μόνο για τα ζώα- έκοψε κριθάρι και το έφερε στο χωριό, είχαμε τα κουφίνια που κάναμε τα καπνά τότε. Έτριψε το κριθάρι εκεί απάνω, διότι δεν υπήρχαν κουμπίνες τότε να αλωνίσουν ούτε στο αλώνι μπορούσες να πας ακόμη. Έτριψε το κριθάρι αυτό και το φορτώσαμε, τι φορτώσαμε; Τριάντα κιλά πράγμα το πήγαμε σ’ έναν νερόμυλο που είχε έξω από τα Θερμά-

Α.Γ.:

Ναι. 

Ν.Ν.:

Νερόμυλος τότε οι μύλοι ήταν γυρνούσαν με το νερό. Εκεί πήγαμε να το κάνουμε αλεύρι που εκείνο ήταν ακόμη ήταν ακόμα υγρό, με το ζόρι γινόταν αλεύρι που λέμε. Εν πάση περιπτώσει, έγινε και έφερε εδώ στο χωριό. Ζυμώσαμε εκείνο, το κριθάρι εν τω μεταξύ, δεν στραγγίζει να γίνει αλεύρι, να γίνει ψωμί κανονικό. Τέτοιο που ήταν ωμό ωμό. Ζυμάρι, όπως κάνουν τώρα οι γυναίκες εκείνα τα ζυμάρια με τα κριθάρια εκείνα τρώγαμε! Το ‘41 λέμε ήταν το ξεκίνημα της φτώχειας. Τότε ήταν το χειρότερο, διότι δεν υπήρχαν ούτε μεροκάματα ούτε… Ξεκίνησε η δουλειά. Ναι άλλα τρία χρόνια που ήταν η κατοχή εδώ μέ[00:05:00]σα, λέμε ότι δύσκολα ήταν τα πράγματα. Έσπερνες και όταν ερχόταν το καλοκαίρι, η εποχή να το αλωνίσεις εκείνο, πήγαιναν πώς να τους πούμε; Αυτοί που είχε ο Γερμανός- 

Α.Γ.:

Εργάτες;

Ν.Ν.:

Εργάτες με το μέρος του, διότι και που έγινε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήρθε η σειρά και υπήρχαν οι λεγόμενοι Γκεσταμπίτες που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς και μέσα στα χωριά μας και οπουδήποτε δεν σε άφηναν να βγάλεις ούτε παραγωγή ούτε ζώα να έχεις ούτε τίποτα, τα έπαιρναν όλα και εκείνα τα τρία χρόνια της κατοχής της Γερμανίας, ήταν για την Ελλάδα πολύ δύσκολα. Διότι εδώ στα χωριά λέμε, βρίσκαμε και μία και ένα αυτό, χόρτα. Πηγαίναμε μαζεύαμε χόρτα, τα ζύμωναν τα έκαναν οι γυναίκες, έτρωγαν. Μέσα στην Αθήνα δεν υπήρχε, πέθαιναν ο κόσμος μέσα στους δρόμους από την πείνα. Από την πείνα τώρα εσύ να πεθάνει άλλος που δεν υπήρχε μέσα στην πόλη, δεν υπήρχε ούτε λάχανο ούτε τίποτα να βρεις!

Α.Γ.:

Δηλαδή εσείς εδώ πέρα αυτό που μου είπες για το ψωμί ότι κάνατε, εάν το έπαιρναν είδηση οι Γερμανοί και ερχότανε, θα μπορούσανε να ρθουνε να σας το πάρουνε; 

Ν.Ν.:

Μας το έπαιρναν! Να μην υπάρχει. Να μην υπάρχει τίποτα στα ελληνικά σπίτια! Διότι τους καταπολεμούσαμε κιόλας. Εμείς η Εθνική Αντίσταση μέσα στο Χουμνικό βγήκε και από την πρώτη ώρα. Και η εθνική αντίσταση, βέβαια, δεν ήταν μέσα στα χωριά, ήταν κρυμμένη στα βουνά ή στα σπίτια που δεν φανερώνονταν και λέμε η Εθνική Αντίσταση στην Ελλάδα ήταν από την πρώτη ώρα που πάτησε η Γερμανία μέσα στην Ελλάδα. Και ως επί το πλείστον όλα τα χωριά είχαν Εθνική Αντίσταση, αλλά το Χουμνικό ήταν ένα από τα πρώτα χωριά που κάνανε την Εθνική Αντίσταση, για να καταπολεμήσουμε τον εχθρό! Τώρα δεν ήταν πολλά άτομα, ήταν πέντε-δέκα άλλοι από πιο πέρα, πάντως συγκεντρώνονταν τμήματα και τους κατά πολεμούσαν από την πρώτη ώρα ακόμη. Γι’ αυτό, οι Γερμανοί εδώ σε μας ήρθε η σειρά και μας είχαν με κακό μάτι που λέμε, δεν μας έβλεπαν, σου λέει: «Και που είμαστε εδώ μέσα εμείς κατακτητές, αυτοί κάνουν ό, τι θέλουν». Όλοι κρυφά λίγο πολύ φτιάχναμε ζημιές στους Γερμανούς. Φεύγουμε από την κατοχή και λέμε πιάσαμε τα πρώτα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Άλλο χειρότερο για την Ελλάδα. Ο εμφύλιος πόλεμος μέσα στην Ελλάδα κράτησε δέκα χρόνια. 

Α.Γ.:

Θυμάσαι χρονολογίες; 

Ν.Ν.:

Από το ‘43 και μετά οι Γερμανοί είχαν τμήματα δικά τους που λέμε αυτοί οι γκεσταμπιτες που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς και ερχότανε στα χωριά μας μέσα λέμε και λεηλατούσαν. Αλλά δεν είναι ότι λεηλατούσαν, μοίρασαν τον κόσμο στα δύο κόμματα. Δεξιό - αριστερό. Το έκαναν μέσα στην Ελλάδα δεξιό - αριστερό. Και ήρθε η σειρά να λες, παράδειγμα το Χουμνικό το είχαν για αριστερούς μέχρι που μας ονόμασαν «μικρή Μόσχα». Το Χουμνικό το ονόμασαν για «μικρή Μόσχα». Αυτοί έφερναν δικά τους τμήματα από πέρα, από Δημητρίτσι, Νικόκλεια εκείνα τα χωριά ήτανε τάχα στην δεξιά πλευρά και βοηθούνταν με τον Γερμανό. Εδώ μέσα μας είχανε για αριστεροί και ό, τι ώρα να ερχόταν εδώ μέσα έπρεπε να κάνουν ζημιά. Ερχότανε χαράματα, τύλιγαν το χωριό οι οπλίτες, το πρωί έμπαιναν στο χωριό ό, τι έβρισκαν, αγελάδα έβρισκαν, κατσίκα έβρισκαν ή θα σε σκότωναν, για να σου πάρουν το ζώο σου ή είχαμε περάσει πολύ δύσκολα χρόνια.

Α.Γ.:

Δηλαδή-

Ν.Ν.:

Πέρα από το ‘43, πέρα-

Α.Γ.:

Δηλαδή, σκοτώνανε και κόσμο εκτός από ζώα;-

Ν.Ν.:

Και κόσμο, διότι το Χουμνικό, να πάμε λίγο μπροστά και να γυρίσουμε πάλι πίσω. 

Α.Γ.:

Ναι. 

Ν.Ν.:

Το Χουμνικό το ‘30, το 1930 το Χουμνικό ήταν 1.305 άτομα, οι κάτοικοι στο Χουμνικό. Το ‘32, 1.050 από το ‘31 και μετά έγινε δικτατορία του Μεταξά το ‘36, πότε έγινε; Το ‘34 -’36 θυμάμαι καλά ημερομηνία.[00:10:00] 

Α.Γ.:

Δεν πειράζει. 

Ν.Ν.:

Από τότε και μετά άρχισαν να πέφτουν τα ψυχρόμετρα μέσα στο Χουμνικό και πάλι μέχρι το ‘40 είχαμε κρατήσει 900 άτομα μέσα στο Χουμνικό. Ήτανε ένα χωριό με ζωή! Ήταν ένα χωριό που είχε και έδινε δουλειά τα καπνομάγαζα που ήτανε μέσα στο Χουμνικό ήταν τέσσερα. Τέσσερα καπνομάγαζα υπήρχανε μέσα στο Χουμνικό και τα καπνά τα επεξεργαζόμασταν μέσα στο χωριό και τα επαίρνε ο έμπορας από εδώ δηλαδή έμενε μεροκάματο γερό μέσα στο χωριό. Διότι όλοι οι εργάτες, όλοι έγιναν εργάτες, για να επεξεργαστούν τα καπνά αυτά τα οποία τα έπαιρνε μετά το εμπόριο και λέμε ότι το Χουμνικό νωρίς είχε σηκώσει κεφάλι, αλλά από το ‘40 και μετά που ξεκινήσαμε με τον εμφύλιο πόλεμο φτάσαμε το ‘50 φτάσαμε γύρω στα 750 άτομα. Το ‘56 το Χουμνικό έμειναν 500 άτομα. 500 με το ζόρι δηλαδή χοντρά χοντρά να τα λέμε. 

Α.Γ.:

Ναι. 

Ν.Ν.:

Γιατί ο κόσμος είχαν σκοτωθεί πολύ. Στο Χουμνικό, απο το ‘40 μέχρι το ‘50 χάσαμε 184 άτομα. Απο το ‘40 μέχρι το ‘50 αυτή η δεκαετία του εμφυλίου πολέμου-

Α.Γ.:

Ναι-

Ν.Ν.:

Σκοτώθηκαν πολλά άτομα μέσα στο χωριό. Είχαν μοιραστεί ο κόσμος στα δύο. Δεξιοί - αριστεροί και λέμε ότι και οι δεξιοί σκότωσαν και οι αριστεροί σκότωσαν.

Α.Γ.:

Άρα, έφταιγαν και οι δύο;

Ν.Ν.:

Και οι δύο! Νύχτα ερχόταν οι αντάρτες έκαιγαν σπίτια, την μέρα ερχόταν ΠΑΟτζήδες, κάτι τμήματα που λέμε ότι ήταν της δεξιάς τάχα -τάχα της δεξιάς- και ερχότανε μέρα εκείνοι με τον οπλισμό τους σκότωναν κόσμο, έπαιρναν κόσμο και είδαμε πράγματα τα οποία είναι ανατριχιαστικά! Να μην μπορείς να τα βάλεις στο νου σου. Να σκοτώσει άνθρωπο μπροστά σου και εσύ να τον βλέπεις καταγής να πηδάει σαν κόκορας, σαν κότα και να μην μπορείς να πεις τίποτα. 

Α.Γ.:

Ήσουνα μπροστά σε σκοτωμό ανθρώπου;

Ν.Ν.:

Σε τέτοια περίπτωση έτυχε να είμαι μπροστά! Παίζαμε εκεί πάνω που είναι η βρύση, στρόγγυλη στον Αποστόλη του Ξεφτερά το σπίτι πιο πάνω. Του «μελάχρη την βρύση» που λέμε. 

Α.Γ.:

Πόσο χρονών ήσουν τότε όταν το είδες αυτό;

Ν.Ν.:

Τότε ήμασταν πέντε και τέσσερα, εννιά χρονών. Εμείς παίζαμε μπίλιες που λέμε.

Α.Γ.:

Ναι. 

Ν.Ν.:

Μπίλιες. αλλά όχι από αυτές που έχετε εσείς τις καλές τώρα, εμείς τις φτιάχναμε με χώμα, τις ψήναμε και φτιάχναμε μπίλιες, για να παίζουμε. Τα παιχνίδια μας ήταν αυτά τότε. Και ενώ παίζαμε εμείς μπίλιες ένας δικός μας από εδώ, ντόπιος που ήταν. Ήταν στη δεξιά τάχα και εμείς εκεί που παίζαμε μπίλιες σημασία δεν βάζαμε, μικρά παιδιά ήμασταν δεν ξέραμε από τέτοια. Είδαμε έναν κύριο ερχότανε, εάν θέλεις να το πω και το όνομά του.

Α.Γ.:

Δεν χρειάζεται!

Ν.Ν.:

Δεν χρειάζεται. Και πήγε αυτός που ήταν οπλισμένος ο ΠΑΟτζής να τον πούμε, ήτανε στυλωμένος στο πλατάνι. Λέει έναν κύριο που πήγαινε προς τα επάνω: «Πες ρε τον Θανάση τον Τριτσώνη, όνομα να το πούμε, πες τον να κατέβει, τον θέλω». Και αυτός περνώντας από κει τον φώναξε στην πόρτα ήταν. Τον λέει: «Ρε, πήγαινε μέχρι εκεί στο σιντριβάνι σε θέλει ο Γιώργης», παράδειγμα.

Α.Γ.:

Ναι.

Ν.Ν.:

Αυτός επειδή το μικρό του έπαιζε μέσα στην αυλή, ήταν μία κοπελούδα, μία ηλικία ήμασταν και ακόμα ζει στις Σέρρες κάθεται το κοριτσάκι αυτό. Πήρε και το κοριτσάκι του αγκαλιά, θέλω να σε πω πού καταλήξαμε, τι είδαμε και να λες πως τολμούσαν και τα έφτιαχναν αυτά εγκλήματα όλα. Το κοριτσάκι είχε μία φέτα ψωμί και στο ψωμί του επάνω είχε ζάχαρη, βρεγμένο ψωμί με μία φετούλα ζάχαρη. Έφτασε εκεί αγκαλιά το είχε, εκείνο ήταν σαν εμένα λέμε εννιά χρονών, το είχε αγκαλιά κοριτσάκι ήταν. Ζυγώνει εκεί κοντά έτσι όπως πάμε μέχρι την πόρτα, φτάνει εκεί κοντά ο Θανάσης του λέει: «Τι με θέλεις, ρε Γιώργη;». «Τώρα να δεις τι σε θέλω;». Όπως είχε το όπλο, σηκώνει το όπλο, τον τραβάει μία, [00:15:00]πάρε τον καταγής τον Θανάση, πλάκωσε και το μικρό του. Το μικρό του το κοριτσάκι το πλάκωσε εκεί καταγής με την φέτα το ψωμί που είχε, εκείνο έκλαιγε και εκεί είδα, Αντώνη, άνθρωπο να πηδάει σαν έναν κόκορα που κόβεις και δεν τον πιάνεις, τον κόβεις και τον αφήνεις έτσι καταγής. Είδες ο κόκορας πηδάει.

Α.Γ.:

Ναι.

Ν.Ν.:

Εκεί είδα άνθρωπο να πηδάει τέτοιο σχέδιο σαν τον κόκορα το σφαγμένο! Εμείς μόλις ακούσαμε ντουφεκιά γυρίσαμε και είδαμε κατά κει αφού παίζαμε εμείς. Γυρίσαμε και είδαμε και τον είδαμε αυτόν τον άνθρωπο να πηδάει καταγής τέτοιο σχέδιο. Εμείς σαν μικρά παιδιά από κει κάτω γίναμε άφαντοι. Και λέω: Αυτά ήταν τα φριχτά που βλέπαμε μέσα σε αυτή την δεκαετία. Πάει αυτός. Πέρασαν τα η ΠΑΟ την είχαμε ενάμιση - δύο χρόνια. Απο το-

Α.Γ.:

Η ΠΑΟ;

Ν.Ν.:

Έτσι λεγότανε αυτή η οργάνωση η δεξιά που λέγαμε λεγότανε ΠΑΟ.

Α.Γ.:

Μάλιστα. 

Ν.Ν.:

ΠΑΟτζήδες. 

Α.Γ.:

Ναι.

Ν.Ν.:

Ναι. Έκαναν πολλά όργια και αυτοί, διότι αυτοί που μας ερχόταν από εκεί από το Δημητρίτσι, απο την Νικόκλεια και απο την Λυγαριά και ξέρω εγώ, ήταν οπλισμένοι όλοι. Ερχόταν, δεν υπήρχαν τότε αυτοκίνητα, υπήρχαν με τα βοϊδάμαξα που είχαν και ό, τι νοικοκυριό έβρισκαν εδώ στο Χουμνικό, δεν μπορούσες να αντιδράσεις, στο φόρτωναν και στο έπαιρναν. Εάν είχες και πέντε τσουβάλια σιτάρι παράδειγμα, στο έπαιρναν και εκείνο. Προίκα, ρούχα τα κουβαλούσαν όλα κατά εκεί. Ήταν, εκτός τα τρία γερμανικά χρόνια είχαμε άλλα δύο χρόνια με τους ΠΑΟτζήδες αυτούς που λέμε. Φτάσαμε στο ‘45. Το ‘45, ήρθε πλέον μία δύναμη από Άγγλους στρατιώτες, γιατί τότε με την Αγγλία, η Αγγλία μας βοήθησε -την Ελλάδα την εκβίασε η Αγγλία τότε- και αγγλικές δυνάμεις, για να μας προστατέψουν! Έκαναν εκείνοι καμιά έξι-έφτα μήνες και ήτανε οι κατασκηνώσεις έξω πάνω στο δρόμο που πάμε για -πού είναι του Αδάμ ο στάβλος- 

Α.Γ.:

Ναι.

Ν.Ν.:

Από επάνω μεριά εκείνα τα υψώματα εκεί που είχα εγώ κάτι χωράφια, εκεί μέσα ήταν κατασκηνωμένοι 7 μήνες την έβγαλαν αυτοί εκεί πέρα. Μετά μας ανέλαβε η Αμερική. Έφυγαν οι Άγγλοι, η Αμερική έφερε κάτι μαύροι. Στράτο μαύρο.

Α.Γ.:

Για ποιο λόγο; 

Ν.Ν.:

Αυτός ήταν ο στρατός της! Και αυτός είχε αποικίες. 

Α.Γ.:

Έφερε στρατό-

Ν.Ν.:

Έφερε στρατό πάλι να βοηθήσουν την Ελλάδα πάλι-

Α.Γ.:

Μάλιστα.-

Ν.Ν.:

Πάλι να βοηθήσουν την Ελλάδα αλλά-

Α.Γ.:

Το Χουμνικό σε τι κατάσταση ήταν, τότε που-

Ν.Ν.:

Πλέον αρχίσαμε να ξεθαρράμε, γιατί αφού έφυγαν οι ΠΑΟτζήδες και ο αγγλικός στράτος και οι Αμερικάνοι που ήρθαν όλοι αυτοί βοηθούσαν την Ελλάδα και δουλεύαμε κανονικά στα χωράφια. Αλλά όταν λέμε δουλεύουμε κανονικά στα χωράφια, δεν υπήρχαν τότε τρακτέρια, δεν υπήρχαν άλογα. Με το ζόρι, δηλαδή, με τα βόδια να πας να οργώσεις ένα στρέμμα χωράφι, να σπείρεις, πόσα θες να σπείρεις με τα ζώα που είχες; Συγκεκριμένα, εμείς ο μπαμπάς μου είχε -με συγχωρείς για τη φράση μου- δύο γαϊδούρια. Εάν τα πρόλαβες εκείνα τα γαϊδούρια. 

Α.Γ.:

Ναι. 

Ν.Ν.:

Με εκείνα-

Α.Γ.:

Πόσες ώρες κάνατε στο χωράφι; 

Ν.Ν.:

Πήγαινες στο χωράφι, τι να τραβήξουν τα γαϊδούρια; Πόση δουλειά να κάνουν εκείνα τα γαϊδούρια; Έκανες μισό στρέμμα χωράφι, δηλαδή έφτιαχνες 1 δεκαδικό, 1,5 δεκαδικό χωράφι την ημέρα, για να φυτέψεις καπνό ή να πας το φθινόπωρο που σπέρνουμε τα σιτάρια να σπείρεις. Αφού δεν είχες ζευγάρι καλό, έσπερνες και λίγα χωράφια. Όλα τα χωράφια μας, πήγες μέχρι κάτω, όλα τα χωράφια μας όλα ήτανε πουλιάνες, ακαλλιέργητα γιατί-

Α.Γ.:

Πολυάνες;

Ν.Ν.:

Πουλιάνες έτσι τα λέγαμε. Πουλιάνες. Ναι δηλαδή ήταν χέρσα. 

Α.Γ.:

Μάλιστα.

Ν.Ν.:

Δεν μπορούσες να τα δουλέψεις. Πόσα, είχαμε παράδειγμα σαράντα στρέμματα χωράφια. Ήρθε η σειρά να καλλιεργήσεις τα τέσσερα-πέντε. Μπορούσες να τα καλλιεργήσεις, με τα γαϊδούρια, τι θα καλλιεργήσεις; 

Α.Γ.:

Αυτό.

Ν.Ν.:

Και λέμε και πάλι με εκείνες τις καλλιέργειες που φτιάχναμε ήταν λιγοστά τα σιτάρια μας. Τέσσερα χωράφια τι να βγάλεις; Άσ’ τα, πες ότι έσπερνες και πέντε και έξι, παραπάνω δεν μπορείς να σπείρεις. Γι’ αυτό, λέμε εκείνη η δεκαετία [00:20:00]του εμφυλίου πολέμου μέσα στο Χουμνικό και όχι μόνο στο Χουμνικό σε όλη την Ελλάδα, αλλά το Χουμνικό επειδή είχαμε μοιραστεί στα δύο, δεξιοί - αριστεροί που λέμε και είχαμε πιο δύσκολη ζωή. Από το ‘50 και μετά λέμε ότι άρχισε η δουλειά κάπως να στρώνει, αλλά πάλι δίχως να έχεις τρακτέρια. Τα τρακτέρια μέσα στο Χουμνικό μπήκαν από το ‘60. Νωρίτερα άλογα, αγελάδες, γαϊδούρια αυτά ήταν τα μέσα που καλλιεργούσαμε τα χωράφια μας. Και περάσαμε εκείνη την δεκαετία την δύσκολη κι ενώ στην Αλβανία είχαμε θύματα τέσσερα άτομα, Παπακυριακού ένας, άλλοι τρεις, τέσσερα άτομα είχαμε θύματα αλβανικό πόλεμο. Στον εμφύλιο πόλεμο, είχαμε 184 άτομα. Άδειασε το χωριό. Από το ‘50 και μετά το Χουμνικό πήρε την κατηφόρα. Μείναμε 500, από 500 μείναμε 400, μείναμε 300 τόσοι. Το ‘81 είχαμε, το ‘91 είχαμε γύρω στους 305 και με τη φετινή την απογραφή ακόμη δεν ξέρουμε πόσοι είμαστε. Δεν ήρθε η στατιστική ακόμη, δεν ξέρουμε πόσοι. Δηλαδή έχουμε χάσει εντελώς το αυτό. Μέσα στο Χουμνικό τώρα να υπάρχουν 84 σπίτια άδεια, καινούργια και αυτό κοντεύει να αδειάσει εντελώς, αλλά λέμε εκείνα που άδειασαν εντελώς και να μην υπάρχουν κόσμος να καθίσουν. 

Α.Γ.:

Είναι άσχημο πράγμα αυτό. 

Ν.Ν.:

Άσχημο είναι. Όσο πάει η ύπαιθρος, η ύπαιθρος νεκρώνει! Απομονώνεται από την κοινωνία γιατί; Γιατί δεν μπορεί να καθίσει νέος άνθρωπος μέσα στο Χουμνικό. Όχι μόνο στο Χουμνικό, γενικά όλα τα χωριά. Και να τα πάρουμε από την αρχή, όταν τα πρώτα παιδιά εμείς του γυμνασίου, βγήκαν και πήγαν στη Μαυροθάλασσα, η Λέλα του Σαμπάνη και όλες αυτές κάτι άλλα ονόματα που δεν μπορώ να το θυμηθώ όλα να στα πω.

Α.Γ.:

Δεν πειράζει. 

Ν.Ν.:

Από τότε και μετά ο δάσκαλος ο Γιαννόπουλος και ο Ρήγας από την Νιγρίτα, ήταν δυο δάσκαλοι, σωστοί δάσκαλοι! Σπούδασαν τα παιδιά μας όλα και κατευθείαν τα παιδιά αυτά, αφού έβγαλαν το δημοτικό, έβγαλαν το γυμνάσιο έβγαλαν -μάλλον τότε ήταν σκέτο Γυμνάσιο- δεν υπήρχε Λύκειο, ‘φύγαν, σπούδασαν πιο πέρα. Έπιασαν δουλειά στην πόλη, παντρεύτηκαν στην πόλη, δημιούργησαν στην πόλη, έκαναν οικογένεια στην πόλη, γυρίζουν εκείνα τα παιδιά πίσω; 

Α.Γ.:

Όχι.

Ν.Ν.:

Δεν γυρίζουν! Εδώ τι να κάνει να έρθει εκείνο το παιδί, παράδειγμα, του Σαμπάνη που πέθανε ο μπαμπάς του και η μάνα του, ήρθε η σειρά τα ίδια εμείς. Σπούδασαν αργότερα από αυτούς τους δασκάλους έτσι κι, όμως, βλέπαμε να διώξουμε τα παιδιά μας από το χωριό, γιατί εμείς τυραννηθήκαμε που τυραννηθήκαμε, να μαζεύεις καπνό τώρα να έχεις -με συγχωρείς- ένα γαϊδούρι να πηγαίνεις να μαζεύεις καπνό, να φορτώνεις κοφίνια, να φορτώνεις καπνό, να ‘ρθεις πεζός από κάτω από το Πατρίκι στο Χουμνικό, δηλαδή τυράννια! Και λέγαμε στα παιδιά μας, συγκεκριμένα την Ειρήνη. Ερχότανε στο κοφίνι να αδειάσει τον καπνό και τα χέρια της να ήταν έτσι από λέρα, γιατί τουν καπνό-

Α.Γ.:

Αφήνει-

Ν.Ν.:

Ναι-

Α.Γ.:

Υπόλειμμα-

Ν.Ν.:

Ναι. Τα έκανε συνέχεια η Ειρήνη τα χέρια της με χώμα από καταΐ, την λέω: «Τι προτιμάς γράμματα ή κάπνα;». Και οι δύο τις έπαιρνα στο χωράφι εγώ και οι δύο: «Δεν καθόμαστε εδώ», λέει. «Δεν κάθεστε εδώ; Γράμματα!». Ναι, γράμματα καλά. Άδειασαν τα χωριά όλα, διότι έφυγαν τα παιδιά.

Α.Γ.:

Ναι. 

Ν.Ν.:

Σπούδασαν πιο πέρα, και άντε τώρα εσύ να καθίσεις εδώ μόνος μέσα στα χωριά, να ξανακάνεις χωριό. Δεν γίνεται το χωριό αυτό με τους γέρους. Σήμερα είναι αυτός ο γέρος, αύριο τελειώνει. Τα χωριά μας εσείς πού είσαστε νέοι και εάν θα καθίσετε, αφού σπουδάζετε, εδώ, θα δείτε την κατάντια σε αυτά τα χωριά! Και το χωριό αυτό που είχε μία ακμή που λέμε το ‘30, η παρακμή του έφτασε τώρα μέσα σε 70- 80 χρόνια,[00:25:00] παρήκμασε εντελώς το Χουμνικό και βρίσκεται με 80 γέρους. Με 80 γέρους μέσα στο Χουμνικό. Άρα, λοιπόν, το Χουμνικό αυτό θα τελειώσει έτσι! Και αυτά τα σπίτια τα καινούρια που είναι θα πέφτουν, γιατί δεν θα έχει να κατοικήσει κανένας.

Α.Γ.:

Ναι. 

Ν.Ν.:

Τα παιδιά θα σπουδάσουν, πού θα αρπάξουν κανένας δεν ξέρει. Πού; Σπούδασαν, έκατσαν εδώ; Άλλος έπιασε Ξάνθη, άλλος έπιασε Θεσσαλονίκη, άλλος ξέρω εγώ. Δυστυχώς, η ζωή αυτή είναι και γυρίζει που λέμε, αλλά να πούμε ότι δεν το χειριστήκαμε καλά το πράγμα; Εμείς οι περισσότεροι λέμε το χειριστήκαμε, γιατί; Γιατί είχαμε ζήσει φτώχεια -φτώχεια καταραμένη- και λέμε να μην μείνουν τα παιδιά εδώ στο Χουμνικό, δεν θα μπορέσουν να ζήσουν, διότι είχαμε από είκοσι στρέμματα χωράφια. Πες ότι έκατσαν τα παιδιά σου εδώ, θα τα δώσεις δέκα στρέμματα χωράφια και θα κάνουν τη ζωή τους με δέκα στρέμματα χωράφια; Όχι, γι’ αυτό τα σπουδάσαμε, έφυγαν και την ίδια γραμμή ακολουθείτε και εσείς. Διότι έτσι είναι η ζωή, να αναπτύσσει, να μην μένεις στάσιμος! Από το ‘40 που ήμασταν, ήμασταν στάσιμοι. Εκτός ότι τα είχανε σηκώσει με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν φτώχεια, δεν υπήρχε τίποτε. Τώρα από το ‘50 και μετά ξεκινήσαμε. Ξαναγυρνάμε πίσω, δηλαδή λέμε ότι ξεκινήσαμε. Στην αρχή, ζοριζόμασταν πάλι, ήρθε η σειρά να ηλικιωθούμε. Θα δουλεύεις με τα γαϊδούρια; Δεν μπορούσες! Με δάνεια. Να πάρουμε δάνειο, να πάρουμε ένα άλογο ή να πάρουμε ένα τρακτέρ ή να κάνουμε ένα σπίτι. Όλα αυτά μπορεί να άνοιξαν δουλειές απ’ το ’50 και μετά, αλλά επειδή ήμασταν άδειοι από όλα τα χρόνια, εύκολα δεν μπορούσαμε να σηκώσουμε κεφάλι. Πέρασε άλλη μια δεκαετία ‘50-’60, γιατί ζούσες με δάνειο. Δεν είχες ούτε μεροκάματο να βγάλεις, ούτε τίποτα. Και έλεγες: «Να πάρω ένα δάνειο να κάνω την αποθήκη, να με μείνει και κανένα φράγκο να βολευτώ». Γι’ αυτό, και η δεύτερη δεκαετία και εκείνη λίγο δύσκολη ήταν. Όταν άνοιξαν πλέον οι δουλειές, αυτοί, βέβαια, κάνουν κουμάντο, οι μεγάλοι, από το ‘60 και μετά, εμείς οι ίδιοι δεν καθόμασταν εδώ να δουλεύουμε μέρα νύχτα δέκα στρέμματα χωράφια. Πήγα στην Θεσσαλονίκη, δούλεψα, έβγαλα μεροκάματο, διότι πλέον είχαν δώσει εκτός τα δάνεια, είχανε κάνει επενδύσεις μεγάλες και ξεκίνησαν ο κόσμος και έγιναν και έφτασαν εδώ που έφτασαν σήμερα. Και λέμε πήγαμε στη Θεσσαλονίκη, δουλέψαμε, γυρίσαμε. Εκεί επάνω δουλεύαμε εργάτες άλλος, όμως, βολεύτηκε εκεί έκανε δική του δουλειά. Όταν κάνεις δικιά σου δουλειά, όλο και θα σε μείνει μεροκάματο περισσότερο. 

Α.Γ.:

Πότε πήγες στη Θεσσαλονίκη; 

Ν.Ν.:

Θεσσαλονίκη. ‘59 απολύθηκα από φαντάρος. ‘60 - ‘61 ελεύθεροι ήμασταν. Το ‘62 παντρευτήκαμε, είχαμε κάτι ζόρια, ξεκινήσαμε με δάνεια. Έλεγες ότι δεν τα βγάζεις πέρα, στην Θεσσαλονίκη έχει δουλειά. Φύγαμε και στην Θεσσαλονίκη πήγαμε ζήσαμε καμιά… Εγώ έζησα λίγα χρόνια εκεί πάνω. Σαν εργάτης δούλεψα δέκα χρόνια, αλλά σαν οικογένεια καθίσαμε τρία χρόνια εμείς και ξαναγύρισα ύστερα πίσω. Γιατί εγώ το ‘64 έκανα το σπίτι, το τελείωσα σούπερ.

Α.Γ.:

Μόνος σου;

Ν.Ν.:

Με μαστόρια τον Παντούση είχαμε αυτόν του Αλβανού τον γαμπρό, άλλοι μάστοροι Κοζανίτες που μας έρχονταν και ξέρω εγώ. Και λέμε ότι κάναμε τα σπίτια μας, αλλά επειδή πήγαν λίγο στραβά τα χρόνια με τα καπνά, δεν έπιαναν τα καπνά λεφτά και αναγκαστήκαμε φεύγαμε στην Θεσσαλονίκη. Στην Θεσσαλονίκη, είχε μεροκάματα πολλά, δούλευες τότε και η γιαγιά δούλευε και εγώ δούλευα. Τα παιδιά, όμως, ήταν μικρά. Είχα την Ειρήνη πήγαινε δημοτικό το ‘70 παράδειγμα, η Σούλα γεννήθηκε το ‘70, η Ειρήνη γεννήθηκε το ‘64. Και λέμε την Ειρήνη την είχαμε στο δημοτικό, την Σούλα την είχαμε μικρή. Ήμασταν πενταμελής οικογένεια, είχαμε και την γιαγιά, είχαμε και τη μάνα μου. Ο μπαμπάς μου πέθανε ακόμη το ‘56, πολύ νωρίς πέθανε εκείνος και από το ‘56 που πέθανε ο παππούς, [00:30:00]άρχισα εγώ να δουλεύω γερά να τα βγάλεις πέρα! Για να μπορέσεις να… Και λέμε ότι επειδή πενταμελής οικογένεια με 1,5 μεροκάματο δεν βγαίναμε. Ένα δούλευα εγώ οικοδόμος είχε λεφτά τότε. Μέρα νύχτα δουλεύαμε και δεν σταματούσαμε.

Α.Γ.:

Ως οικοδόμος, δούλευες συνέχεια ή-

Ν.Ν.:

Εγώ στη Θεσσαλονίκη ως οικοδόμος. Στην Θεσσαλονίκη, δούλεψα μπετατζής πολλά χρόνια οικοδόμος. Οικοδόμος, με μία λέξη οικοδόμος.

Α.Γ.:

Υπήρξε κι άλλο επάγγελμα απο το οικοδόμος ή μόνο οικοδόμος;

Ν.Ν.:

Όχι, εγώ στην Θεσσαλονίκη μόνο οικοδόμος.

Α.Γ.:

Μάλιστα. 

Ν.Ν.:

Η γιαγιά Όλγα εργάτρια όπου έβρισκε. Σε μοδιστράδικα, σε καπνομάγαζο δούλεψε, γιατί επειδή ήταν μαθημένη από εδώ με τα καπνά.

Α.Γ.:

Της ήτανε πιο εύκολο;

Ν.Ν.:

Της ήταν πιο εύκολο, γιατί ήξερε τη δουλειά και η μυρωδιά ακόμα την άρεζε στον καπνό. Δούλευε σε βιοτεχνίες, διαδοχικά είχαμε έναν γαμπρό εκεί πάνω που την έπαιρνε συνέχεια έξι μήνες. Έξι μήνες… Εννιά Μήνες δούλευαν, τρεις μήνες έκλειναν την βιοτεχνία. Κατευθείαν, όμως, ο ίδιος της λέει: «Μη στεναχωριέσαι, κυρία Όλγα, εγώ θα σε βρω δουλειά». Την έβαζε σε καπνομάγαζο, άμα όταν πήγε η γιαγιά στο καπνομάγαζο, δεν ήθελε να φύγει από το καπνομάγαζο. Ας ήταν βαριά δουλειά. Τα καπνομάγαζα στην Θεσσαλονίκη τα περνούν τόνοι από τα χέρια σου… Μόνο που ήταν η μυρωδιά από τα καπνά.

Α.Γ.:

Είχαμε μείνει μου έλεγες για τις εργασίες στη Θεσσαλονίκη που κάνατε.

Ν.Ν.:

Ναι. Λοιπόν, φύγαμε στη Θεσσαλονίκη και αφήσαμε το σπίτι έτοιμο. Φύγαμε στην Θεσσαλονίκη. Βγάλαμε μεροκάματα εντάξει, τα καπνά ξεκίνησαν ξανά πήγαιναν με καλή τιμή. Εγώ λέω: «Στην Θεσσαλονίκη δεν κάθομαι». Διότι σε Θεσσαλονίκη ενάμιση μεροκάματο, η γιαγιά -λέμε- δεν δούλευε όλο τον χρόνο, με ενάμιση μεροκάματο πενταμελής οικογένεια-

Α.Γ.:

Δύσκολα-

Ν.Ν.:

Δύσκολα τα πράγματα! Και την γιαγιά την κακοφάνηκε πολύ που φύγαμε αφήσαμε εδώ το σπίτι τακτοποιημένο και πήγαμε καθόμασταν στην Θεσσαλονίκη στην Τούμπα. Καθόμασταν σε ένα χαμηλό και εκείνο το χαμηλό το σπίτι μέχρι και ποντίκια είχε μέσα. Η Ειρήνη ήταν μεγαλύτερη, η Σούλα ήταν μωρό, περνούσαν τα ποντίκια από πάνω μας. Λέει: «Δεν γίνεται, θα πάμε σε διαμέρισμα», αφού βγάλαμε μεροκάματα εκεί απάνω. Πήγαμε σε διαμέρισμα ναι, αλλά και σε διαμέρισμα που πήγαμε, η γιαγιά πάλι δεν το άντεχε. Η νοικοκυρά καθόταν από πάνω στον τέταρτο. Εμείς ήμασταν ημιυπόγειο -να το πούμε- με 4 σκαλοπάτια ψηλότερα από το σπίτι, καθόμασταν. Κάθε 29 του μηνός κάναμε αυτό, ας πούμε, ενοικιαστήριο-

Α.Γ.:

Ναι.

Ν.Ν.:

Λέμε: «29 του μηνός θα τα παίρνεις». Ταίριαζε τώρα 29 του μηνός, ρε αδερφέ, να είναι και Τετάρτη ή Πέμπτη ξέρω εγώ. Εμείς λέγαμε 29 του μηνός να ταιριάζει να είναι και Σάββατο που πληρωνόμασταν. Τότε δουλεύαμε και Σάββατο στην Θεσσαλονίκη σαν οικοδόμοι. Δουλεύαμε και Σάββατο. Αυτή κάθε Σάββατο, κάθε 29 ό, τι μέρα να ήταν ερχότανε στα ΣΥΚΕΡΕ να μας υπενθυμίσει και να μας πει να της δώσουμε μαϊντανό. Καλά ρε εγώ είχα μπαξέ να σε δώσω μαϊντανό; Και ήρθε η σειρά που λες, αφού μας γύρευε ενοίκιο κάθε 29. Και ερχόταν δεν το ζητούσε ενοίκιο. «Κυρία Όλγα, μήπως έχετε τίποτα μαϊντανό να με δώσεις;». Καλά εγώ μπαξέ έχω για να σε δώσω; Και τι; Αυτή που κατέβαινε από τέταρτο, κατέβαινε από τα σκαλιά, το διαμέρισμα από το ασανσέρ από που κατέβαινε, για να έρθει σε μένα έπρεπε να στρίψει την οικοδομή ολόκληρη, να έρθει από κει, περνούσε από μπροστά είχε μανάβικο και δεν γύρευε μαϊντανό από εκεί ερχότανε σ’ εμάς γύρευε μαϊντανό. Τέλος πάντων, η γυναίκα τα ενοίκια της γύρευε. Λέει η Όλγα τον κατήφορο! Τα φορτώνουμε ξανά στο χωριό. Γι’ αυτό, σε λέω εγώ οικογενειακώς έκατσα τρία χρόνια στη Θεσσαλονίκη, παραπάνω δεν έκατσα. Και που ήρθα εδώ εμείς βάζαμε καπνά και πάλι εγώ πήγαινα στη Θεσσαλονίκη και δούλευα. Δούλευα διότι εκεί ήταν σίγουρο μεροκάματο, εδώ περίμενες από χρόνο σε χρόνο περιμένεις από τα καπνά. Να μάσεις καπνό, να τον παστιαλάσεις, να τον πουλήσεις, να τον κάνεις και να πάρεις λεφτά, ενώ εκεί κάθε εβδομάδα έρχονταν. Εγώ ερχόμουν Σαββατοκύριακο στο χωριό, μαζεύουμε τα παστάλια, ξέρω εγώ. Φτιάχναμε τη δουλειά μας μόνο στα πράσινα δεν μπορούσα να πάω.

Α.Γ.:

Πηγαινοερχόσουν δηλαδή Θεσσαλονίκη;

Ν.Ν.:

Ναι, πηγαινοερχόμουν, δούλεψα δέκα χρόνια εκεί επάνω, [00:35:00]αλλά λέμε ότι η ζωή ξεκίνησε να ορθοπατεί από το ‘70 και πάνω καλά. Τότε είχε δουλειές πολλές μέσα στην Θεσσαλονίκη και στα χωριά είχε δουλειές. Νέοι ήμασταν, μεροκάματα έφτιαχνες τη δουλειά σου; Έβγαζες κι ένα μεροκάματο, έβγαζες ένα χαρτζιλίκι, για να μην περιμένεις μόνο από τον καπνό. Πήγαμε καλά πολλά χρόνια. Σπούδασαν τα παιδιά, άρχισε ο αγώνας με τα παιδιά, θέλαμε δεν θέλαμε να πάρουμε αυτοκίνητο. Άμα δεν έχεις αυτοκίνητο, πήρα την πρώτη κλούβα, δεν ξέρω αν την πρόλαβες εσύ, μπλε το Volkswagen είχα. Τέσσερις φορές στα Γιάννενα, 6 φορές στην Αλεξανδρούπολη, άμα θες μην πηγαίνεις. Να φορτώνεις από τα Γιάννενα να κατεβάζεις πράγματα, να τα κατεβάζεις τα μισά άιντε τα άλλα τα μισά να τα πηγαίνεις στην Αλεξανδρούπολη που ήταν η Ειρήνη το ‘85, αλλά η Ειρήνη έβγαλε τη νομική μέσα στην Θεσσαλονίκη τέσσερα χρόνια και δύο χρόνια κάτι φροντιστήρια, κάτι ξέρω εγώ. Και, στο τέλος, μετά λέει: «Μπαμπά, θα πάω ακαδημία». Λέω: «Καλά, ρε παιδί μου, έξι χρόνια έφαγες στη νομική», σκεφτόμασταν και ναι. Λέει: «Άκου να δεις, η Φόνη -αυτές συνεννοούνταν, φιλενάδες ήτανε και έγιναν και κουμπάρες- με λέει "Μέχρι το ‘85 κανόνισε την πορεία σου, η ακαδημία είναι δύο χρόνια. Κοπανάς μία ακαδημία και αν περάσεις την ακαδημία είναι πιο εύκολο διοριστείς"». Ενώ-

Α.Γ.:

Τι ακαδημία, γυμναστική;

Ν.Ν.:

Ακαδημία, αυτό, δασκάλα. 

Α.Γ.:

Για δασκάλα;

Ν.Ν.:

Για δασκάλα. Το ‘85 με λέει: «Θα δώσω στην ακαδημία». Λέω: «Τα γράμματα τα μάθατε, κάνε ό, τι καταλαβαίνεις». Δίνει Ακαδημία και περνάει στην Αλεξανδρούπολη. Δύο χρόνια τελείωσε η ακαδημία εκεί, το ‘87 η Ειρήνη κατευθείαν διορίστηκε. Τον Οκτώβριο πήρε το πτυχίο της από την Αλεξανδρούπολη και το ‘88 κατευθείαν διορίστηκε μία φορά εκεί στην Αλεξανδρούπολη, τρεις μήνες δούλεψε σαν νομαρχιακή και μετά από εκεί ξεκίνησε χαρτιά, έφτιαξε στην Ξάνθη χαρτιά, κατ’ αρχήν, γιατί με λέει στις Σέρρες και να κάνουμε χαρτιά. Η δουλειά είναι ότι μας προλαβαίνουν οι Θεσσαλονικείς δάσκαλοι 

Α.Γ.:

Ναι-

Ν.Ν.:

Με τα αυτοκίνητα κατεβαίνουν εδώ και θέσεις δεν έχει για εμάς -λέει- εδώ. Όπου καταλαβαίνεις κάνε! Έκανε στην Ξάνθη. Έκανε 1-2 χρόνια ούτε 2 χρόνια, 2 σεζόν έκανε στα χωριά έξω. Έκατσε μέσα στην Ξάνθη, δεν ξαναβγήκε από εκεί τριάντα χρόνια ας πούμε, βολεύτηκε μέσα εκεί, παντρεύτηκε κιόλας το κορίτσι, έκαναν οικογένεια, σπίτια όλα τακτοποιήθηκαν. Έρχονται εκείνα τα παιδιά εδώ;

Α.Γ.:

Όχι.

Ν.Ν.:

Γιατί να έρθουν; Γι’ αυτό, λέμε το Χουμνικό θα ρημάξει. Ξεφύγαμε από το ένα στο άλλο πήγαμε τώρα. Για αυτό λέμε στο Χουμνικό δεν έχει ζωή! Όχι.

Α.Γ.:

Ήθελα να σας ρωτήσω, μου είχες πει πριν για τα τέσσερα καπνομάγαζα εδώ στο χωριό. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχε έντονη κίνηση με τα καπνά εδώ στο χωριό.

Ν.Ν.:

Αφού λέμε από το ‘40 και πιο μπροστά οι καπνοπαραγωγοί, κάθε ένας καπνοπαραγωγός δεν τον έδινε τον καπνό του κατευθείαν στον έμπορα στη Νιγρίτα. Τα τέσσερα καπνομάγαζα που ήταν εδώ μέσα υπήρχαν, ένα ήταν εκεί επάνω που καθόταν ο Χαρίτος, ένα ήταν εδώ που είναι Τουλάνος, ένα ήτανε εδώ που είναι το οικόπεδο αυτό που έχει ο Βαγγέλης τώρα και ακόμη ένα άλλο είχε τέσσερα, Παντσιώτη. Τέσσερα καπνομάγαζα, τα καπνά μόλις τα μαζεύαμε λέγαμε ότι: «Θα πάρεις και το δικό μου». Υπήρχαν υπόγεια που τα μαλάκωναν, εργάτες μέχρι και Χαλκιδική, εργάτες ερχόταν μέσα στο Χουμνικό και δούλευαν. Είχε πολύ κόσμο, είχε δουλειά πολύ και τα καπνομάγαζα αυτά κάθε μέρα, δηλαδή όλο τον Σεπτέμβριο παράδειγμα μέχρι και τα Χριστούγεννα και πιο πέρα, δούλευαν ο κόσμος μέσα στο χωριό παστάλιαζαν τα καπνά αυτοί που έφτιαχναν τα ιστίφια, αυτοί που έφτιαχναν τα δέματα δηλαδή η επεξεργασία που γινόταν γινόταν μέσα στο χωριό. Υπήρχαν δουλειές τότε! Οι δουλειές σταμάτησαν από τότε που μας πλάκωσε η Γερμανία.

Α.Γ.:

Εγώ σιγά σιγά για να το κλείνουμε κιόλας-

Ν.Ν.:

Ναι- 

Α.Γ.:

Θέλω να σε ρωτήσω για την εκπαίδευση σχετικά. Πή[00:40:00]γες σχολείο και, αν ναι, μέχρι ποια τάξη; Άμα θες μου λες. 

Ν.Ν.:

Όχι, δεν είναι παράξενο, ναι λοιπόν. Εμείς τότε λόγω που ήταν τα πράγματα δύσκολα, σχολεία στην αρχή λέμε. Εγώ έπρεπε να πάω σχολείο το ‘46, παράδειγμα έτσι ας το πάρουμε. 

Α.Γ.:

Ναι.

Ν.Ν.:

Πέντε και πέντε, δέκα πιο μπροστά έπρεπε να πάω σχολείο. Δεν πήγαμε. Το ‘44 που ήρθαν οι ΠΑΟτζήδες που λέμε στα χωριά μας, έκλεισαν τα σχολεία. Τότε γράφτηκα, για να πάω, τότε δεν πηγαίναμε έξι χρονών σχολείο, τότε πηγαίναμε εννιά. Ήρθε η σειρά, γραφτήκαμε στα σχολεία, ήρθαν οι ΠΑΟτζήδες, έκαψαν τα μισά τα σπίτια στο Χουμνικό. Σκότωσαν και κόσμο, έκλεισαν τα σχολεία. Έκαψαν και το σχολείο. Έκαψαν και το σχολείο τότε. Ήταν κοντά σε άλλο σπίτι, έβαλαν σπίτι φωτιά, κάηκε και το σχολείο δηλαδή άμα έβαζαν ένα σπίτι φωτιά ήταν κοντά κοντά τα σπίτια όλα, τέλος πάντων. Τώρα ‘46 να πάμε σχολείο. Το ‘46 τον Άη Γιώργη, 23 Απριλίου, μας σήκωσαν από το χωριό, εγώ τότε πήγαινα Β' τάξη, μας σήκωσαν από το χωριό, πρόσφυγες πλέον. Πού να μας πάνε; Στο Πατρίκι-

Α.Γ.:

Ναι-

Ν.Ν.:

Και στο Σιτοχώρι. Μέσα σε δύο μήνες λένε και τα χωριά αυτά θα σηκωθούν. Σηκώνουν και Πατρίκι και Σιτοχώρι. Πατρίκι, Δάφνη, Λευκότοπο τα σήκωσαν αυτά. Μας πηγαίνουν σαν ανταρτοικογένειες, γιατί εγώ ο αδερφός μου ο μεγάλος στις 23 Απριλίου που σου λέω που ήρθε εδώ ένας αστυνομικός να θεωρήσει ταυτότητες στο Χουμνικό, πάνω στο γραφείο, ήρθε η σειρά και τον χτύπησαν οι αντάρτες. Ήρθαν οι αντάρτες, τύλιξαν το χωριό αυτός να μη φύγει για το Ζερβοχώρι ήτανε πιο ανώμαλο το μέρος, έκανε τον κατήφορο από εδώ, για να φύγει για το Πατρίκι. Για το Πατρίκι να φύγει, τον χτύπησαν εδώ ακριβώς που είναι τα μελίσσια τα δικά σας εκεί ακριβώς, πέντε χωροφύλακες είχε μαζί του αυτός, αντάρτες ήτανε από απέναντι από τις ελιές τις δικές μου από εκεί του Τάτλη τις ελιές και από εκεί τέλος πάντων τον χτύπησαν. Σκότωσαν δύο-τρεις χωροφύλακες μέσα σε τρεις μέρες μας σηκώνουν και από εκεί. Και τον αδερφό μου εκείνο το βράδυ εκείνη τη μέρα που χτύπησαν τον χωροφύλακα, τον πήραν τον αδερφό μου πάνω οι αντάρτες και λογιζόμασταν ανταρτοοικογένεια πλέον. Αφού μας σήκωσαν από το Πατρίκι λέμε να πάμε στη Νιγρίτα. Λέει: «Οι ανταρτοικογένειες να μαζευτούν στο γήπεδο της Νιγρίτας» εκεί που είναι τώρα το λύκειο.

Α.Γ.:

Ναι-

Ν.Ν.:

Το λύκειο εκείνο εκεί ήταν γήπεδο τότε, το γήπεδο της Νιγρίτας ήταν μέσα εκεί. Μας πήγαν εκεί μέσα στο γήπεδο, ώρα 15:00 το απόγευμα. Λένε, φορτώνουν οι οικογένειες ήρθανε κάτι βοϊδάμαξα απο την Ανθή και απο το Φλάμπουρο, φορτώνουν να μας πάνε εξορία. Εξορία να μας πάνε πέρα μεριά από τον Στρυμόνα, γιατί εδώ θα ερχόταν τάχα οι αντάρτες και θα τους δίναμε ψωμί. Μας φόρτωσαν, μας πήγαν στην Καμήλα, ένα χωριό. Πάμε εκεί μας έβαλαν στο σχολείο, καθίσαμε όλοι στο σχολείο -πάω για το δημοτικό- τώρα πως κατέληξε.

Α.Γ.:

Ναι-

Ν.Ν.:

Τον Σεπτέμβριο ήρθε η σειρά να ανοίξουν τα σχολεία. Μας μοιράζουν στα σπίτια εμάς, ένας εδώ ο άλλος εκεί άλλος εκεί. Λέει ο μπαμπάς μου: «Θα πας στο σχολείο». «Δεν θα πάω;», λέω. Πηγαίνω γράφομαι. Ούτε ενδεικτικό είχα ούτε τίποτα. Μου λέει: «Τι τάξη πήγαινες στο χωριό σου;». Λέω: «Β'». «Θα σε βάλω Γ'», λέει.

Α.Γ.:

Μία τάξη παραπάνω;

Ν.Ν.:

Ναι μία τάξη παραπάνω «βάλε με», σάμπως εγώ είχα σκοπό να μάθω γράμματα! Πήγα στο σχολείο, 2-3 μήνες πήγα στο σχολείο εκεί. Τα Χριστούγεννα ο μπαμπάς μου εγώ ήταν γανωτής, γανωτής όταν λέμε χαλκοκασσιτερροτής δηλαδή τότε υπήρχαν μπακίρια, τότε δεν είχαμε πλαστικά σκεύη!

Α.Γ.:

Ναι.

Ν.Ν.:

Κουζίνας. Είχαμε τα μπακίρια! Το μπακίρι είναι το κόκκινο αυτό το μπακίρι που έχουμε τα καζάνια, ξέρω εγώ. 

Α.Γ.:

Ναι.

Ν.Ν.:

Είχε πολλή δουλειά στην Καμήλα! Ήταν τεχνίτης, έμαθε τη δουλειά από τις Σέρρες, όταν ήταν μικρό παιδί και του βρέθηκε αυτή η δουλειά και εδώ δούλευε, γι’ αυτό λέω εμείς δεν πεινάσαμε τόσο γιατί έβγαζε ένα μεροκάματο ο μπαμπάς μου εδώ, έβγαινε μάζευε μπακίρια, μάζευε ταψιά, μάζευε σινιά, μάζευε αυτά και λέμε ότι δεν πεινάσαμε τόσο όσο πείνασαν άλλες οικογένειες που δεν είχαν στον Θεό μοίρα, τέλος πάντων. Μου λέει: «Θα σταματήσεις από το σχολείο, θα καθίσεις -λέει- εδώ να με βοηθάς». Μάζευε [00:45:00]ο μπαμπάς μου μπακίρια από το χωριό από την Καμήλα, χωριό μεγάλο. Η Καμήλα είναι κεφαλοχώρι. Και ήθελε βοηθό. Έκατσα και εγώ μαζί με τον μπαμπά μου, εγώ τα έτριβα με τα μπακίρια αυτά, τα έβαζε στη φωτιά, γάνωνε ξέρω εγώ τι έφτιαχνε, μεροκάματο καλό, δεν ζοριστήκαμε εμείς σαν οικογένεια από μεροκάματο. Το ‘47 τον Οκτώβριο λέει ο μπαμπάς μου, αφού μας έδωσαν το ελεύθερο να φύγουμε στα χωριά μας ξανά, λέει: «Θα φύγουμε θα πάμε Σιτοχώρι». Γιατί το χωριό ήταν σηκωμένο. Φορτώνουμε τα πράγματα μας στο Σιτοχώρι. Πήγαμε στο Σιτοχώρι, καθίσαμε εκεί. Εκεί δεν είχε σχολείο καλό, ένας παπάς μάς μάζευε και ένας είχε έναν κουρέα μας μάζευε. Λέει: «Τι τάξη ήσουν στην Καμήλα;». «Ήμουν Γ'». «Θα σε βάλω -λέει- Δ'». Το έβγαλα το δημοτικό τέτοιο σχέδιο!

Α.Γ.:

Ναι-

Ν.Ν.:

Γράμματα στο πετεινό φορτωμένα που λέμε, στον κόκορα φορτωμένα! Πού να μάθεις γράμματα μέσα σε 2 μήνες; Ώσπου να πούμε να μάθουμε κλάσματα δεκαδικών αριθμών, εγώ σχολούσα. Ή στα κατσίκια ήθελαν πάνω βοσκό ή στο Σιτοχώρι, σου λέω, με έβαλε Δ', μάς μάζευε ένας παπάς εκεί. Γράμματα δεν μας μάθαινε, ίσα-ίσα μας μάζευε, για να μη γυρνάμε μέσα στους δρόμους. 

Α.Γ.:

Ναι.-

Ν.Ν.:

Το ‘49 Μεγάλη Εβδομάδα μέσα στον Απρίλιο, μας έδωσαν το ελεύθερο να ‘ρθουμε στα χωριά μας. Ήρθαμε στο χωριό, άνοιξε το σχολείο εδώ. Μου λέει: «Να σε βάλω Ε';». Του λέω: «Δ' πήγαινα εγώ στο Σιτοχώρι», αλλά σάμπως ήταν δάσκαλος εκείνος; Αφού είχαμε… Δεν είχαμε τετράδια να γράφουμε ούτε τέτοια μία πλάκα και με κιμωλία. Να είσαι τώρα Δ' τάξη και να γράφεις με την κιμωλία. Ό, τι ώρα ήθελες, τα έσβηνες, ό,τι ώρα ήθελες τα. Με έβαλε Ε' εδώ ναι, αλλά εγώ έπρεπε να δουλέψω. Τότε με πήρε ο μπαμπάς μου ένα άλογο και αφού με πήρε άλογο, τώρα έπρεπε να δουλέψω! Το ‘49 που ήρθαμε εδώ στο χωριό, πήγα σχολείο μέχρι το καλοκαίρι που σχολούν τα σχολεία, με Ε' τάξη γράμματα; Χαμπάρι δεν είχαμε τι θα πει διαίρεση. Ούτε διαίρεση δεν ξέραμε. Ο Δημητράκης έμαθε καλύτερα γράμματα από μένα! Εκείνος ήταν μικρότερος και πρόλαβε πήγε σχολείο εδώ κανονικά. Απο το ‘49 μέχρι το καλοκαίρι πήγα σχολείο, σχόλασαν τα σχολεία, ξανά δεν πήγα! Ήρθε η σειρά ‘49-’50 έπιασα εγώ δουλειά με το άλογο δούλευα. Άνοιξαν και οι σχολές εδώ στον Χούμκο. Εδώ στο Χούμκο είχαμε το «Σπίτι του Παιδιού». Αυτή η σχολή τώρα που είναι εδώ που λέμε, όταν άνοιξε η σχολή το ‘51, αυτά ήτανε σπίτια Βασιλίσσης Φρειδερίκης. Βοηθούσε η Φρειδερίκη, έκανε σπίτια όσα χωριά ήταν ακατοίκητα και ρήμαξαν και έκαναν έδωσε μία βοήθεια η βασίλισσα και έβαλε συνεργεία εδώ. Είχε ξυλουργείο, σιδεράδικο, μοδίστρα και κεντήματα για τις γυναίκες. Δύο γυναικεία και δύο ανδρικά. Και εγώ, ενώ δούλευα εδώ με το άλογο που είχα, πήγαινα και στη σχολή. Στη σχολή έμαθα την τέχνη, μαραγκός. Τότε είχε παιδιά πολλά το Χουμνικό ήμασταν τρεις ομάδες αγόρια από 12, 36. Και κορίτσια τέσσερις ομάδες, δηλαδή ήμασταν 70 - 80 παιδιά στη σχολή! Άσε το σχολείο, το σχολείο μας έφτασε 170 παιδιά να έχει σε εκείνη την αυλή που έχουμε πίσω απο την σχολή τώρα, γιατί εκεί ήταν το σχολείο, 170 παιδιά! 

Α.Γ.:

Πόσους καθηγητές είχατε; 

Ν.Ν.:

Δάσκαλοι τότε στο σχολείο!-

Α.Γ.:

Ναι δάσκαλοι.

Ν.Ν.:

Δασκάλους. Οι δάσκαλοι ήταν λιγοστοί τότε. Είχαμε Α' - Β' μας είχε μία δασκάλα, μία Φανή. Δ' - Ε' μας είχε Καζαμίας ένας από την Νιγρίτα ήταν όνομα ακουστό και άλλον έναν Νικολάκη μάζευε Ε' - ΣΤ', δηλαδή τρεις-τέσσερις δάσκαλοι, τρεις δάσκαλοι και δύο δασκάλες. Μία ηλικιωμένοι και η άλλη ήταν ελεύθερη ακόμα κορίτσι και ήμασταν πολλά παιδιά τότε. Αλλά εγώ στην σχολή έμαθα την τέχνη. Εγώ, ο Μιχάλης ο Λαγούδας μάθαμε την τέχνη εδώ στη σχολή και ο Μιχάλης μετά έκα[00:50:00]νε τα χαρτιά του και πήγε και στην Αλεξανδρούπολη. Εκεί έμαθε την τέχνη καλύτερα και πήρε και εργαλεία από εκεί, πήρε και πτυχίο και δούλεψε μέσα στη Νιγρίτα, έγινε μέγας και τρανός! Εγώ ήρθε η σειρά για να κάνω και εγώ τα χαρτιά μου μαζί με τον Λαγούδα να φύγουμε στην Αλεξανδρούπολη. Μας εξυπηρετούσε η υπηρεσία, η πρόνοια μας εξυπηρετούσε, μας έφτιαχνε τα χαρτιά να πάμε πιο πέρα να μάθουμε τις τέχνες. Μου λέει ο μπαμπάς μου: «Εγώ τώρα σε πήρα άλογο, εσύ τώρα θα φύγεις από το χωριό;». Δεν έφυγα.

Α.Γ.:

Αλλά αυτό σε έκανε να μείνεις πίσω;

Ν.Ν.:

Έμεινα πίσω, ενώ ο Λαγούδας πήγε στην Αλεξανδρούπολη, πήρε και τα εργαλεία από εκεί. Όταν έφυγαν από εκεί, τους έδιναν ένα μπαούλο εργαλεία, βέβαια, όλα ήταν τότε χειροκίνητα, δεν υπήρχαν πλάνες και μηχανές και ξέρω εγώ. Αλλά ο Μιχάλης έτυχε κι ο μπαμπάς του να κρατιέται καλά τότε, είχαν πρόβατα αυτοί πούλησε τα πρόβατα, τον βόλεψε παντρεύτηκε εκεί στη Νιγρίτα, έκανε καλά. Εγώ δούλεψα εδώ στο χωριό κάμποσα χρόνια, δούλευα την γεωργία, δούλευα και ξυλουργός. Κουφώματα, πατώματα, ντουλάπια, ό, τι να ήταν! Αυτά εγώ τα έφερα έτοιμα από την Ξάνθη, αλλά ό, τι ντουλάπια έχω επάνω και ό, τι ντουλάπες έχω, τα έκανα όλα εγώ με τα δικά μου τα χέρια, την τέχνη την ξέρω καλά, αλλά η ύστερα βγήκαν τα μηχανήματα και λες ότι… Σταμάτησα. Ο Λαγούδας δούλευε, ο Χατζούδης Γιώργος δούλευε, εγώ που δεν είχα εργαλεία εγώ πήρα το άλογο να γίνω γεωργός και έτσι έμεινα γεωργός, αλλά δεν μου χάλασε και την όρεξη! 

Α.Γ.:

Ναι.

Ν.Ν.:

Εμείς κάναμε το νοικοκυριό μας καλά, περάσαμε τα χρόνια μας τα υπόλοιπα όλα καλά. Σπουδάσαμε και τα παιδιά μας και ήρθε η σειρά να λέμε έχουμε τα 87 όπου το σημάδι που λέμε έφτασε. 

Α.Γ.:

Ναι εγώ θα ήθελα να σε ρωτήσω εάν έχεις κρατήσει κάτι από όλο αυτό το ταξίδι, από τα χρόνια του πολέμου είτε από τα υπόλοιπα εάν σου έχει μείνει κάτι ως εικόνα στο μυαλό, κάτι που δεν θα ξεχάσεις ποτέ;

Ν.Ν.:

Αυτά δεν ξεχνιούνται! Ό, τι περάσαμε στα μικρά μας τα χρόνια, αυτά δεν ξεχνιούνται! Στον στρατό μου, πέρασα καλά διότι σαν ξυλουργός που ήμουνα έμεινα μέσα στο στρατόπεδο. Στην Ελευθερούπολη, υπηρετούσα, πυροβολικό ήμουνα, διαβιβάσεις εγώ ήμουν, ενώ γράμματα δεν ήξερα πολλά, αλλά με έβαλαν στις διαβιβάσεις-

Α.Γ.:

Ναι.

Ν.Ν.:

Και εκεί πάντως τρίβεσαι καλύτερα. Μας είχαν δύο διαβιβαστές ήμασταν, είχαμε και τρεις τηλεφωνητές, άλλη ειδικότητα το τηλέφωνο ήτανε ενσύρματο, δουλεύει με σύρμα που λέμε, εμείς ήμασταν ασυρματιστές. Μέσα στο θάλαμο που ήμασταν είχα δύο ασυρμάτους εγώ, δύο είχε ένας άλλος, τα ντιβάνια μας μέσα στον θάλαμο. Ούτε ασκήσεις ούτε πουθενά. Πέρασα το στρατιωτικό μου δηλαδή το πέρασα τόσο καλά και δούλευα και ξυλουργός εκεί μέσα και οικονομούσα και μεροκάματο. 

Α.Γ.:

Μια χαρά!

Ν.Ν.:

Μας έλεγαν: «Θα πάτε μέσα στην Ελευθερούπολη να κάνετε την Μητρόπολη», γιατί είχε καεί η Μητρόπολη, ήταν ένα παλιό κτίριο, είχε καεί. 

Α.Γ.:

Ελευθερούπολη Καβάλας;

Ν.Ν.:

Ναι, Ελευθερούπολη Καβάλας. Εκεί παίρναμε, μας πήγαινε ο οδηγός με το «Deutsche» εκεί με το στρατιωτικό αυτοκίνητο, όλη μέρα στη Μητρόπολη είχαμε ταιριάξει ένα θάλαμο μεγάλο, εκεί βάλαμε τα εργαλεία -εκεί είχαμε εργαλεία καλά όχι πλάνες και ξέρω εγώ- πάλι με τα χέρια, αλλά δουλεύαμε καλά! Και μας έλεγαν ό, τι θέλετε θα πάτε παράδειγμα στον Τουφεκτσή έτσι λεγόταν αυτός που περνάμε τα υλικά. Θα παίρνετε υλικά, θα τα χρεώνεται, το στρατόπεδο τα πληρώνει. Και περάσαμε καλά! Περνάμε φύλλα ολόκληρα κόντρα πλακέ ή πλακάζ αυτά που λέμε, δουλεύαμε να κάνουμε τα τραπέζια, δουλέψαμε να κάνουμε τα κουφώματα, να κάνουμε όλα στο μάτι μας ήταν να βγάλουμε και μεροκάματο. Περνάμε φύλλα ολόκληρα κόντρα πλακέ, ποιος θα μας έκανε τον έλεγχο; Φτιάχναμε βαλιτσάκια ξυριστικά είδη, γιατί κάθε φαντάρος πρέπει να έχει και το ξυριστικό του είδος.

Α.Γ.:

Ναι.

Ν.Ν.:

Τριάντα ευρώ -δραχμές ήταν τότε- τριάντα δραχμές και από εκεί έβγαζα, γιατί εγώ εφόσον πέθανε ο μπαμπάς μου ακόμη το ‘56 πέθανε, και η μάνα μου ήταν μοναχή εδώ πέρα με την αδελφή μου. Δεν είχαν να με στέλνουν επιταγές. Εγώ έβγαζα μεροκάματο εκεί. Δεκαεννιά μήνες εκεί δεν [00:55:00]έκανα μετάθεση καθόλου! Εκεί πέρασε καλά το στρατιωτικό μου! 

Α.Γ.:

Μάλιστα.

Ν.Ν.:

Στην Τουρκία, εφόσον μας δόθηκε η ευκαιρία τότε με τις εκδρομές, εμείς κάναμε εκδρομές πολλές. Εμείς με τη γιαγιά δεν καθίσαμε, ήμουν και πρόεδρος στο ΚΑΠΗ και εκδρομές ήμασταν φουλ. Πήγαμε στην Τουρκία πέντε φορές! Τρεις φορές πήγαμε με εκδρομή και δύο φορές πήγαμε με τον Ονούφριο, όταν πάντρεψε τον Γρηγόρη ήρθαν παιδιά από εκεί από την Τουρκία, τους φιλοξένησα εγώ πάνω στο σπίτι, δύο ανδρόγυνα είχα. Μας πήραν ύστερα εκεί, με του Ονούφριου το αμάξι πήγαμε. Περάσαμε καλά δηλαδή μετά από την παντρειά, λέμε ότι είχαμε και κάτι χρόνια δύσκολα, αλλά τα φέρναμε βόλτα με την γιαγιά. Ήμασταν εργατικοί και οι δυο και η γιαγιά μονάχη δούλευε στα χωράφια από τότε που ήρθε η σειρά και πιάστηκα εγώ στην κοινότητα. Να πούμε το άλλο εγώ, όταν ήρθα, όταν ήμουνα στην Θεσσαλονίκη, ο Καμάρης αυτός που ήταν εδώ της Μαρίκας ο άντρας.

Α.Γ.:

Ναι.

Ν.Ν.:

Αυτός ήταν υπάλληλος στην κοινότητα. Βρήκε δουλειά εκεί επάνω στον Παπαϊωάννου, το πήρε απόφαση να φύγει. Πήγε στο Παπαϊωάννου φύλακας εκεί να πούμε, έφυγε. Ανέλαβα εγώ στην κοινότητα το ‘76, ‘75 τον Οκτώβριο πιάστηκα εγώ στην κοινότητα και δούλευα και είχα και τα καπνά μου και τα συρτάρια μου, θα πεις ότι δούλευα γερά. Τώρα εσύ να προλάβεις και καπνά, να προλάβεις και 200 στρέμματα σιτάρια, σπέρναμε με τα τρακτέρια ξεκινήσαμε πήραμε και τα μηχανήματα και όλα. Η Όλγα δεν σταματούσε, δεν έλεγε δεν θα βάλουμε. Βάζαμε δεκαέξι στρέμματα καπνά. Τώρα εσύ δύο άτομα να προλαβαίνεις και οκτάωρο και καπνά και σιτάρια, αλλά λέμε ήμασταν νέοι.

Α.Γ.:

Ναι.

Ν.Ν.:

Και τα προλαβαίναμε όλα. Σου λέω τα καλύτερα χρόνια τα περάσαμε από το ‘75 και μετά. Με την γιαγιά περάσαμε χρόνια καλά! Τώρα δεν μπορώ να σου μιλήσω.

Α.Γ.:

Δεν πειράζει. 

Ν.Ν.:

Περάσαμε χρόνια καλά, όλα τα χρόνια μας! Και εκδρομές και ζωή καλή. Και όταν ήρθε η σειρά τα παιδιά να σπουδάσουν πηγαίναμε βόλτα, να πας να φορτώσεις, να το πας στα Γιάννενα. Από τα Γιάννενα να τελειώσει, φέρε τα πράγματα εδώ να πάει στην Αλεξανδρούπολη. Η ζωή μας ήταν διαφορετική, ζήσαμε καλά και λέμε ότι τώρα που γεράσαμε, όμως, ένα άτομο μέσα στο σπίτι, Αντώνη, δύσκολο είναι, δύσκολα.

Α.Γ.:

Ναι.

Ν.Ν.:

Μοναξιά αυτό είναι το χειρότερο! 

Α.Γ.:

Ναι είναι όπως και να το κάνεις αλλα-

Ν.Ν.:

Και δεν μπορείς να κάνεις και αλλιώς όμως.

Α.Γ.:

Ναι.

Ν.Ν.:

Να παίρνεις κουράγιο μονάχος και θα λες μέχρι εδώ ήταν η ζωή! Η ζωή είναι μία γραμμή, μέχρι ένα σημείο, θα γεννηθείς λες, θα πεθάνεις. Δεν γεννήθηκες, δεν υπάρχεις! Ήρθε η σειρά να γεννηθείς, θα το βάλεις στο πρόγραμμα και θα πεις ότι μέχρι πού θα πάει.

Α.Γ.:

Ναι.

Ν.Ν.:

Ναι έτσι το κάναμε εμείς τώρα, έτσι ήθελε ο Θεός, έτσι το έκανε!

Α.Γ.:

Ακριβώς.

Ν.Ν.:

Και θα συνεχίσεις συντροφιά με όλες τις αναμνήσεις έχεις περάσει-

Ν.Ν.:

Ακριβώς ναι.

Α.Γ.:

Ναι. Αυτά.

Ν.Ν.:

Περάσαμε πάρα πολύ καλά με την γιαγιά εμείς! Χρόνια καλά!

Α.Γ.:

Αυτό έχει σημασία ότι περάσατε καλά!

Ν.Ν.:

Ναι.

Α.Γ.:

Παρόλες τις δυσκολίες περάσατε καλά!

Ν.Ν.:

Μπράβο! Είχαμε λέμε και δύσκολα χρόνια αλλά περάσαμε πολλά χρόνια καλά! Πολλά χρόνια περάσαμε καλά! Γιατί εσείς τώρα που ξενιτεύτηκαν άντε από το ‘80-’83 εμείς αυτά τα τραβήξαμε πιο μπροστά. Αυτά εμείς από το ‘40 μέχρι το ‘50 και μέχρι το ‘60 είχαμε ανωμαλία μέσα στην Ελλάδα που δεν μπορούσες ούτε φίλο να έχεις, γιατί δεν τον ήξερες τι είναι, δεν ξέρεις τι θα βγει εκείνος ο φίλος.

Α.Γ.:

Ναι. 

Ν.Ν.:

Λέμε ότι εικοσαετία ήτανε δύσκολη για την Ελλάδα. Εσείς φύγατε το ‘80-’83, πότε φύγατε πάντως ξενιτευτήκατε και είσαι αναγκασμένος να κάνεις τα κέφια του καθενός τώρα να δουλέψεις, θέλεις δεν θέλεις. 

Α.Γ.:

Ναι.

Ν.Ν.:

Θα δουλέψεις. 

Α.Γ.:

Εάν δεν έχεις κάτι να προσθέσεις-

Ν.Ν.:

Κλείνουμε.

Α.Γ.:

Πολύ ωραία, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ που σου ήσουν ένας από τους αφηγητές μου!

Ν.Ν.:

Παρακαλώ και εγώ, Αντώνη.