Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Οικογένεια, ψυχική ασθένεια, ψυχιατρείο & 10 υπέροχα χρόνια στην Ομάδα Πρωτοβουλία Ομοφυλόφιλων Θεσσαλονίκης
[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Θα μου πεις το όνομά σου;
Παναγιώτης Φωκάς.
Ωραία. Είναι 7 Μαρτίου 2022, είμαι με τον Παναγιώτη Φωκά, βρισκόμαστε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ονομάζομαι Εμμανουήλ Παπαγεωργίου, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Θέλεις να μου πεις λίγα λόγια για τον εαυτό σου;
Ναι. Θα μπορούσα να πω εν συντομία ότι είμαι ένας άνθρωπος που σπατάλησε όλη του τη ζωή προσπαθώντας να αντιπαλέψει στην αρχή την κατάθλιψη και μετά τη διπολική διαταραχή. Και τώρα είμαι ένας άνθρωπος που έχει μάθει να ζει με αυτή την κατάσταση και αντί να αντικρίζει μελαγχολικά το παρελθόν, κοιτάζει, ας πούμε, και αισιόδοξα το μέλλον.
Είπες για κατάθλιψη και διπολική διαταραχή. Πώς πρωτοπροέκυψε... πότε πρωτοπροέκυψαν αυτές οι γνωματεύσεις ή η αίσθηση;
Έχω την αίσθηση ότι οι γνωματεύσεις δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία. Ας πούμε η διπολική διαταραχή γνωματεύτηκε στα 30 μου. Η κατάθλιψη που υπήρχε πριν δεν γνωματεύτηκε από κανέναν. Απλά ήξερα ότι την είχα. Και μπορώ να πω ότι από τα 14 μου ήμουν σε μία κατάσταση μεγάλης θλίψης. Αυτό οφειλόταν στην κατάσταση στο σπίτι, την οποία δεν μπορούσα να αναγνωρίσω ως τέτοια, ως τοξική, εν μέσω του κυκλώνα που συνέβαινε. Την αναγνώρισα ως τέτοια μέσω της ψυχανάλυσης, έκανα 10 χρόνια ψυχανάλυση. Και πολύ περιληπτικά μπορώ να πω ότι ήτανε μία ιστορία, μία κατάσταση πάρα πολύ κοινότοπη για παιδιά που είναι γκέι και ζουν σε τέτοιες οικογένειες, αντιδραστικές. Δηλαδή φοβότανε ότι είμαι γκέι με περιόριζαν, με κλείνανε στο σπίτι, με κλειδαμπάρωναν, δεν με άφηναν να βγω έξω, δεν είχα φίλους να παίξω και τα λοιπά. Αλλά όταν ερχόταν η ώρα της κρίσης, δηλαδή «Τι κάνουν του κόσμου τα παιδιά;», που έλεγε και η μαμά μου, «του κόσμου τα παιδιά» βγαίνουν έξω το Σάββατο το βράδυ. «Βγες και εσύ έξω το Σάββατο το βράδυ με τις παρέες σου», που δεν έχεις... Με αποτέλεσμα να περιπλανιέμαι αναγκαστικά σε στενά, σε σοκάκια, περιμένοντας να περάσει η ώρα και σιγά σιγά πονηρευόμενος, πού είναι τα ακατάλληλα μέρη που ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία μου... Και είχαμε έτσι αυτή την κατάσταση. Και στο χωριό που πηγαίναμε τα καλοκαίρια και για να ξεκαλοκαιριάσουμε, με έδιωχναν από το σπίτι, γιατί στο σπίτι μένει ο κουλός, ο παράξενος, ο μη φυσιολογικός τέλος πάντων. Με έστελναν να βγαίνω έξω, να παίξω με τους υποτιθέμενους φίλους μου. Και όλο αυτό το αντιφατικό, το θα είσαι κλειδωμένος μέσα αλλά θα βγαίνεις και έξω, εμένα με έσπασε και μου έφερε αυτή την κατάθλιψη.
Μίλησες αν δεν κάνω λάθος για μία αίσθηση φόβου που είχαν οι γονείς σου ότι είσαι γκέι.
Ναι.
Πώς το καταλάβαινες αυτό;
Είχα σεξουαλική ζωή από την πρώτη δημοτικού. Και με το φίλο μου τότε, τον παρτενέρ μου, μας πιάσανε, μας τσάκωσαν. Οπότε μία ένδειξη είναι αυτή, αλλά αυτή είναι και μία ένδειξη του ότι «Έτσι κάνουν τα παιδιά». Αργότερα, ας το πούμε, είχα βάλει το aftershave του μπαμπά μου, το είχα βάλει στα μαλλιά μου πριν πάω στο σχολείο και πέρασα από την κουζίνα και με μύρισαν και ο μπαμπάς μου με άρπαξε από το σβέρκο και μου έπλυνε τα μαλλιά μου πολύ βίαια και με παράτησε, με πέταξε μέσα στην μπανιέρα για να τα στεγνώσω και να ευπρεπιστώ. Και διάφορα άλλα τέτοια ψιλογκέι φαινόμενα τα κατέστειλαν με βίαιο τρόπο. Ένας άλλος τρόπος, μία άλλη εκδοχή, η θετική εκδοχή –γιατί αυτά είναι η αρνητική εκδοχή, καταστέλλουμε την θηλυκότητα– είναι[00:05:00] να εντείνουμε την αρρενωπότητα. Ένας τρόπος που βρήκαν να εντείνουν την αρρενωπότητά μου ήταν, στο χωριό, είχε αδειάσει το φορτηγό ένα βουνό από τσιμεντόλιθους για να φτιάξουμε το βόθρο και εγώ έπρεπε με ένα καροτσάκι όλο το καλοκαίρι, τίκι τίκι τίκι τίκι τίκι τίκι τίκι, να μετακινήσω αυτό το βουνό από τσιμεντόλιθα από τη μία άκρη του χωραφιού στην άλλη άκρη του χωραφιού και οι γονείς μου ήταν στο μπαλκόνι και επιτηρούσαν πίνοντας καφέ. Δε, με βάζανε και τρεις η ώρα το μεσημέρι να το κάνω, όταν έπεφτε ο ήλιος κατά τις πέντε που θα πίνανε και αυτοί τον καφέ τους και επευφημούσαν: «Θα κάνεις μπράτσα, θα γίνεις άντρας, μετά από αυτό το καλοκαίρι θα είσαι αλλιώς, θα δεις εσύ, άντε με τον καιρό...» Εντωμεταξύ, εμφανίστηκε και μία τεράστια τριχωτή αράχνη στα στους τελευταίους τσιμεντόλιθους και εγώ σιχαινόμουν και τους μετακινούσα κάπως πιάνοντας τους σαν να έπιανα δαντέλα και στον μπαμπά μου δεν άρεσε αυτό το πράγμα και κατέβηκε φουριασμένος κάτω και μου λέει «Όχι έτσι!» και τα λοιπά και «Θα σε κάνω, θα σε ράνω». Από την αγανάκτηση... Γιατί ήμουν αφελές παιδί αλλά καταλάβαινα ότι με δουλεύανε με όλη αυτή την ιστορία με τους τσιμεντόλιθους, καταλάβαινα τι κάνανε. Του πέταξα έναν τσιμεντόλιθο επάνω του και τον έριξα κάτω και τον πλάκωσε το τούβλο και ανέβηκα ουρλιάζοντας επάνω, χτυπώντας την πόρτα, έσπασα μία κλειδαριά –δεν θυμάμαι τι έσπασα– και δεν είπανε τίποτα. Εγώ αισθάνθηκα ότι παρατράβηξαν το σκοινί και έσπασε, αλλά υπήρξε μία ομερτά, δεν ήρθανε να μου πούνε «Καλά είσαι;», δεν ήρθε ο μπαμπάς μου να μου ζητήσει λογαριασμό που του πέταξα το τούβλο. Το βράδυ μόνο η μαμά μου μού έκανε το αγαπημένο μου φαγητό, τηγανιτές πατάτες με αυγά, και έτσι τελείωσε και αυτός ο διαπληκτισμός. Δεν υπήρχαν διαπληκτισμοί με βγαλμένες τις μάσκες όταν ήμουνα παιδί. Υπήρχε απλά ένας ανταγωνισμός. «Να σε κάνουμε να είσαι όπως πρέπει να είσαι».
Ανέφερες νωρίτερα ότι σας είχαν πιάσει στα πράσα στην πρώτη δημοτικού. Θυμάσαι καθόλου τη σχέση σου με αυτόν τον παρτενέρ που ανέφερες; Πώς προέκυψε, πώς ήταν;
Ναι, ήταν ο γείτονάς μου και ο καλύτερός μου φίλος. Ήτανε 2-3 χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Και, τίποτα, μου είπε ξαφνικά μία μέρα «Πιάσε μου τον πούτσο. Κοίτα πώς μεγαλώνει. Πάρε μου τσιμπούκι». Μετά κάναμε κάτι αθλοπαιδιές. Όποιος φτάσει πρώτος θα γαμήσει τον άλλον ή θα παλέψουμε και όποιος νικήσει θα γαμήσει τον άλλον. Κάτι τέτοια. Εγώ να σου πω την αλήθεια δεν ήθελα πάρα πολύ γιατί αισθανόμουν μία ανισότητα. Ήταν πιο δυνατός, πιο ρωμαλέος, πιο ανεπτυγμένος από μένα, ξεκάθαρα, και αισθανόμουν ότι με εκμεταλλεύονται. Δηλαδή σε αυτούς τους διαγωνισμούς που κάναμε εγώ συνέχεια έχανα. Δεν είχα ακόμα αναπτύξει το σώμα μου και δεν μου άρεσε αυτό. Εντούτοις, πρόλαβα να νιώσω δύο φορές το αίσθημα της προδοσίας από αυτόν και τους συνομηλίκους του, γιατί προφανώς τα λέγανε και ξέρανε. Το ένα ήταν τότε με το AIDS στην Αμερική που θα ερχότανε, λέγαν τα περιοδικά, και στην Ελλάδα και είχαν όλες οι εφημερίδες και τα περιοδικά τεράστια ολοσέλιδα αφιερώματα, για την «ασθένεια των ομοφυλοφίλων» και έδειχνε τα σαρκώματα kaposi επάνω στο δέρμα τους και που ήταν αδυνατισμένοι και θα πέθαιναν και τα λοιπά και τα λοιπά και ήταν πολύ τρομακτικό. Έτσι όπως ήμασταν παρέα ακόμα –εγώ πρέπει να ήμουνα έκτη δημοτικού τότε, να είχα φτάσει– μου είπανε εκεί στη Θεσσαλονίκη –γιατί είχα μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη– «Πηγαίνεις με πολλούς;». Λέω «Όχι με κανέναν». «Ένιωσες γρίπη τον τελευταίο καιρό; Είχες διάρροια;» και κάτι τέτοια χαζά από τα περιοδικά. Λέω «Όχι». Και μου λέγανε «Δεν πρόκειται να ξανακάνουμε τίποτα μαζί σου» και εγώ κατάλαβα ότι μιλούσανε οι εφημερίδες και τα περιοδικά [00:10:00]για τους ομοφυλόφιλους. Και η δεύτερη, ας πούμε, προδοσία ήταν ότι μεγάλωσαν ακόμα λίγο περισσότερο και στράφηκαν προς τις γκόμενες. Κυρίως τις τουρίστριες, δηλαδή το καλοκαίρι που πήγαινα εγώ αυτοί πηγαίναν σε άλλα χωριά παραθαλάσσια –το δικό μας δεν ήταν παραθαλάσσιο για να έχει τουρισμό– πηγαίναν σε άλλα χωριά παραθαλάσσια και οι Ουκρανέζες, οι Σουηδέζες, αυτές και τα λοιπά και εγώ απλά έμεινα πίσω.
Ανέφερες ότι κάπως συνδέεται αυτή η διαχείριση της οικογένειας με τις μορφές της ψυχικής ασθένειας που ανέφερες και πάλι νωρίτερα. Πότε το συνειδητοποίησες αυτό; Πότε το αναστοχάστηκες;
Το αναστοχάστηκα… το έζησα μία φορά όταν στην τρίτη λυκείου τύλιξα ένα σεντόνι γύρω από το λαιμό μου και έκατσα κάτω από το γραφείο μου και προσπαθούσα να σφίξω το σεντόνι για να πνιγώ αλλά δεν τα κατάφερα. Ένα άλλο πιο λεπτεπίλεπτο σημάδι είναι ότι εγώ ήμουνα πάρα πολύ καλός μαθητής –όσον αφορά τις Πανελλαδικές, έτσι;– και είχα πάρει το βιβλίο ασκήσεων, 2000 ασκήσεων Χημείας, και τις είχα λύσει όλες και διάβαζα, διάβαζα, διάβαζα, διάβαζα χωρίς να καταλαβαίνω και εγώ τι κάνω. Όταν δίναμε τις Πανελλήνιες, σκέφτηκα ότι εγώ δεν πρέπει να είμαι εδώ, ότι δεν θέλω να πάω σε κανένα πανεπιστήμιο, δεν θέλω να διαβάζω άλλο, θέλω να τελειώνει αυτή η μαλακία. Όντως, στο μάθημα που το σκέφτηκα αυτό, δαπάνησα ένα τέταρτο κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, στη Φυσική, πήρα το χαμηλότερο βαθμό, έχασα μία άσκηση ολόκληρη. Και το ότι δεν θέλω να διαβάζω άλλο και τα λοιπά επιβεβαιώθηκαν όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο, που δεν πάτησα ποτέ σε κανένα μάθημα από το πρώτο εξάμηνο και μετά. Ήτανε μία θλίψη παράλληλα όμως με έναν ενθουσιασμό, ότι είμαι ελεύθερος από το σπίτι μου. Κατεβαίνω στο κέντρο το πρωί 9 η ώρα και γυρνάω 11:30 το βράδυ. Κανένας δεν ξέρει τι κάνω αν έχω παρέες, τις σωστές παρέες, το σωστό ντύσιμο, τη σωστή συμπεριφορά και τα λοιπά. Και γνώρισα γκέι κόσμο και είχα παρέες, αλλά τις λάθος, μόνο που κανείς δεν ήξερε γι’ αυτό.
Άρα το πανεπιστήμιο, παρόλο που δεν πήγαινες, αποτελούσε και μία απελευθέρωση από το σπίτι όπως είπες.
Ναι, σαφώς.
Πείτε μου πότε ήταν αυτό και τι θυμάσαι από αυτά τα χρόνια πιο έντονα;
Πέρασα στο πανεπιστήμιο το ’91. Θυμάμαι, στα πρώτα μαθήματα που είχαμε μαζευτεί σε κάτι τεράστιες αίθουσες, ότι ήταν όλο αγόρια και εγώ αισθανόμουν πάρα πολύ άβολα. Ήταν πολυτεχνική σχολή, δεν είχε κορίτσια. Μετά έβλεπα να σχηματίζονται διάφορες μικρές παρέες και τα λοιπά. Εγώ δεν συμμετείχα σε αυτό το πράγμα και το αντάλλαξα με το να κάνω το γνωστό γύρο στην πόλη. Απλά τώρα ήταν μέρα, οπότε ήταν ανοιχτά και τα μαγαζιά, πήγαινα σε δισκάδικα, περνούσα τις ώρες μου εκεί μέσα. Μετά άκουγα –μπορώ να πω ότι άκουγα το Ράδιο Κιβωτός και το Ράδιο Ουτοπία;– άκουγα Ράδιο Κιβωτός, Ράδιο Ουτοπία, μάθαινα μουσική, μάθαινα τα νέα, πολιτικοποιούμουνα. Από κει μέσα γνώρισα την Ομάδα Πρωτοβουλία Ομοφυλόφιλων Θεσσαλονίκης, τους πλησίασα, έγινα μέλος τους, βοηθούσα, απέκτησε κάποιο άλλο νόημα η ζωή μου και σιγά σιγά άρχισα να νιώθω ότι στέκομαι στα πόδια μου. Γιατί πάντοτε νόμιζα ότι με περιμένει μία σφαλιάρα από τον μπαμπά μου «πλαφ, ηλίθιε». Τώρα δεν είχα αυτό το συναίσθημα, είχα αυτοπεποίθηση και τη σχολή μου την επισκέφτηκα ξανά μόνο βράδυ για να κάνουμε αφισοκολλήσεις, και να κάνουμε αφισοκολλήσεις και στο φουαγιέ του Πολυτεχνείου, που με ικανοποιούσε ιδιαίτερα γιατί ήμουνα ξανά εκεί αλλά με άλλο [00:15:00]τρόπο πλέον.
Μίλησες για την Ομάδα Πρωτοβουλία Ομοφυλόφιλων Θεσσαλονίκης. Θέλεις να μας πεις λίγα λόγια γι’ αυτό;
Ναι. Τα παιδιά υπήρχανε από το ’89-’88. Πολύ σύντομα είχαν αποκτήσει μία εκπομπή στο ράδιο Κιβωτός –τους έβαλε μία αναρχική κοπέλα, με την προτροπή της δηλαδή– και μία ραδιοφωνική εκπομπή που πρέπει να έχει νέα, ειδήσεις, μουσική είναι αρκετή προσπάθεια, αρκετό έργο. Και παράλληλα βγάζουν και ένα φανζινάκι που λεγόταν Ο Πόθος, σε άτακτα χρονικά διαστήματα, φωτοτυπημένο. Το οποίο είχε σημεία διανομής κάποια δισκάδικα και κάποια μιλημένα περίπτερα στη Βενιζέλου, που πουλούσαν τσόντες, γκέι τσόντες, και πουλούσαν και αυτό, 500 δραχμές. Πέρασα πάρα πολύ ωραία με τις εκπομπές. Έγιναν και κάτι αφιερώματα με τα ροζ τρίγωνα, έτσι με κατάλληλη μουσική και με ανθρώπους που είχαν ραδιοφωνική χροιά στη φωνή τους. Και κάτι άλλες εκπομπές που δεν θυμάμαι, έχουν διασωθεί σε κασέτες. Έγινε ένας κύκλος και άρχισαν τα προβλήματα. Η Κιβωτός βούλιαξε στα χρέη, δεν μπορούσε να εκπέμπει λόγω τεχνικών προβλημάτων, τα οποία θέλανε και άλλα χρήματα. Η συνέλευση ήταν πάρα πολύ δύστροπη και σιωπηλή και απαισιόδοξη και το μόνο θέμα συζήτησης ήταν πού θα βρούμε χρήματα. Και κάπως αυτό το ραδιοφωνικό εγχείρημα άρχισε να γίνεται πάρα πολύ ακριβό και να τρώει τις σάρκες του, αυτών που το δοκίμασαν. Οπότε αποχωρήσαμε και βρεθήκαμε χωρίς αντικείμενο, χωρίς ραδιοφωνική εκπομπή. Οπότε τότε πρότεινα στα παιδιά να ξανακάνουμε τον Πόθο αλλά με μία τελείως διαφορετική σκοπιά. Δηλαδή να είναι ένα έντυπο θα μοιράζεται σε όλη την πόλη, όπως μοιραζόταν τότε ο Εξώστης, που ήταν τότε το de facto free-press της πόλης, να μοιράζεται σε κεντρικά στέκια στο κέντρο, να βγαίνει σε χιλιάδες αντίτυπα και να είναι μηνιαίο και να προσπαθήσουμε όλοι να τιμήσουμε την μηνιαία έκδοσή του, για να γίνει γνωστό και να μάθει όσο γίνεται περισσότερο ο κόσμος ο γκέι για γκέι πράγματα, αλλά και να τολμήσουμε να εμφανιστούμε και ενώπιον των στρέιτ, χωρίς ντροπές και παρεξηγήσεις. Και πήγε καλά, έβγαλε 24 τεύχη, 2 χρόνια πήγε πάρα πολύ καλά. Εννοώ πήγε πάρα πολύ καλά από αποδοχής κόσμου γκέι αλλά και ότι δεν ακούστηκε ούτε ένα κιχ από τους στρέιτ που έπεφτε στα χέρια τους, τουλάχιστον υπό μορφή γράμματος ή προσωπικής επαφής με κάποιον που τα μοίραζε εκείνη την ώρα, «Τι είναι αυτά; Τι φέρνεις; Πάρ’ τα από δω».
Είχατε κάνει, παράλληλα με την έκδοση του περιοδικού, κάνατε και κάποιες εκδηλώσεις; Κάποια events;
Στο περιοδικό, εκεί κατά το καλοκαίρι υπήρχε μία στήλη στην τελευταία σελίδα που έλεγε Gay Pride Europe και έχει όλα τα gay pride της Ευρώπης. Στουτγκάρδη 4 Αυγούστου, Μάινχαιμ... όλα, όλα, όλα, και τα είχε και φυσικά δεν είχε τη Θεσσαλονίκη. Οπότε αποφασίσαμε να κάνουμε gay pride party, αλλά αυτό το γράφαμε με πολύ μικρά γράμματα στις αφίσες. Κάποιος από μακριά που την έβλεπε, έβλεπε μόνο το gay pride και κάναμε και πάρτι στο μοναδικό γκέι μπαρ που υπήρχε, που ήταν και πάρα πολύ φιλικό προς τα εμάς, το «Ahududu», που ήταν απέναντι από το «Μακεδονία Παλλάς». Και ήταν σε μία πόλη στρατηγική θέση γιατί μαζευόταν πάρα πολύς κόσμος, γινόταν το αδιαχώρητο. Κάποιοι καθόταν στην αυλή[00:20:00] του μπαρ και τα λέγανε εκεί πέρα, αλλά και εκεί γινόταν το αδιαχώρητο, και απέναντι, στο «Μακεδονία Παλλάς» ήτανε μία πιάτσα που μπορούσες να ψωνιστείς. Εκεί που είναι το δημαρχιακό μέγαρο τώρα υπήρχε άλλη μία πιάτσα, ένα πάρκινγκ που μπορούσες να ψωνιστείς. Οπότε στους γύρω δρόμους υπήρχε μία κινητικότητα και διαχεόταν η πουστρίλα, τέλος πάντων, σε εύρος πολύ μεγαλύτερο από τους τοίχους του «Ahududu» και ήταν πολύ ευχάριστο αυτό να το βλέπεις, δηλαδή να κάνεις μία βόλτα. Ήταν πώς είν’ εκείνα τα αμερικανικά γκέτο που παντού περπατούν γκέι και έχει και γκέι μαγαζιά και τα λοιπά. Έτσι ήταν, αν έκανες μία βόλτα στους δρόμους συναντούσες παρέες από γκέι, μόνους, κατά 4, κατά… Αυτά ήταν τα gay pride party, τρία γίνανε. Και κάποιες αφισοκολλήσεις κάναμε, έτσι θα έλεγα πολύ βιωματικές στο θέμα τους και καμία σχέση με τα προτάγματα του σήμερα. Υπήρχε ένα κειμενάκι –που φυσικά δεν το θυμάμαι– και το πρόταγμα ήτανε «Σήμερα γίνε ο ομοφυλόφιλος που θέλεις να είσαι», που βέβαια αντικατόπτριζε και την μοναξιά και την καταπίεση της εποχής. Δεν υπήρχαν τα social media, το YouTube, δεν υπήρχε κάποια επαφή με εξωτερικά ερεθίσματα. Το ίντερνετ ακόμα δεν ήταν πολύ διαδεδομένο και θα έλεγα για την εφημερίδα μάλιστα ότι βασιζόταν πολύ στο ίντερνετ. Δηλαδή έπαιρνε κομμάτια μετά από έρευνα στο διαδίκτυο και τα μετέφραζε και τα έφερνε προς ανάγνωση. Σήμερα θα μπορούσε να τα βρει κάποιος άλλος, δεν θα είχε νόημα αυτή η εφημερίδα.
Πώς ήταν για σένα εκείνη την εποχή; Πώς θα ένιωθες με το να είσαι μέλος μιας συλλογικότητας και συγκεκριμένα του Ο.Π.Ο.Θ.;
Α, πάρα πολύ ωραία. Διεύρυνε την φαντασία μου, με γέμιζε στόχους και όνειρα, μεγάλωσε την αυτοπεποίθησή μου, αυτό που λέμε τώρα «Είδα δύο αγόρια να πιάνονται χέρι χέρι στην παραλία...», εγώ με το φίλο μου πιανόμαστε χέρι χέρι και μάλιστα μία φορά εκεί που αράζαμε μου λέει «Πάμε στα πανεπιστήμια να φιληθούμε» και του λέω «Γιατί δεν μπορούμε να φιληθούμε εδώ πέρα;» και μου λέει «Όχι, πρέπει να βλέπουν να μαθαίνουν». Υπήρχαν τέτοια πράγματα και από τότε δηλαδή. Επίσης όταν κολλούσαμε τις αφίσες, εγώ, ως παιδί μεσοαστικής οικογένειας, είχα ένα πρόβλημα με τον βανδαλισμό. Πώς θα βανδαλίσω το σεβαστό πανεπιστήμιο; Οπότε ξεπέρασα και αυτό το φόβο, του βανδαλισμού, ξεπέρασα και το φόβο της έκθεσης γιατί στην αρχή κολλούσαμε στο πανεπιστήμιο αλλά τις αφίσες gay pride τις κολλήσαμε και κάτω στην Εγνατία, στην Σβώλου, Ναυαρίνου. Όπου εκεί φοβόμασταν λιγάκι, αλλά... Επίσης με τα παιδιά ήμασταν πολύ εύθυμοι. Αυτό το είχαν παρατηρήσει και στο Ράδιο Κιβωτός που ήρθαν να παρακολουθήσουν κάτι φίλες μας, κορίτσια που είχαν εκπομπή πριν την συνέλευσή μας, κάθισαν στην συνέλευση, «Τι ευχάριστα που είναι! Καμία σχέση με τη δικιά μας που είμαστε κατηφείς και σοβαροί». Γιατί υπήρχαν πειράγματα, υπήρχαν μικροπαρεξηγήσεις, υπήρχε ένα φουρφούρισμα τέλος πάντων. Πηγαίναμε μαζί εκδρομές, κάναμε γυμνισμό, δενόμασταν περισσότερο μεταξύ μας. Ήταν πάρα πολύ ωραία. Δέκα χρόνια αξέχαστα.
Αναφέρθηκες και σε έναν φίλο σου...
Ναι.
Από τότε που πήγες στο πανεπιστήμιο πώς άλλαξαν οι ερωτικές σου σχέσεις; Πώς ήταν;
Όταν πήγα στο πανεπιστήμιο προσπάθησα να διοχετεύσω την ερωτική μου κλίση και φούρια μέσα από αυτά που διάβαζα στην εφημερίδα Μακεδονία που αγόραζε ο μπαμπάς. Η οποία ήτανε σοβαρή εφημερίδα αλλά και άκρως σκανδαλοθηρική. [00:25:00]Θέλω να πω ότι για τις πιάτσες των ομοφυλοφίλων τα έγραφε με το νι και με το σίγμα, μόνο χάρτη δεν έβγαζε, ότι εκεί συμβαίνουν αυτά τα αίσχη. Οπότε πήγα και εγώ εκεί που συμβαίνουν αυτά τα αίσχη, στο σταθμό, στο πάρκο του σταθμού και γνώρισα έτσι μερικούς ανθρώπους που δεν μπορούσα να περάσω πολύ ωραία. Μου φαινότανε πιο κομπλεξικοί και από μένα, μου φαινότανε φοβισμένοι. Και όταν πρωτομπήκα στο σταθμό… στο πάρκο του σταθμού, συγνώμη, ένιωσα, παρ’ όλο που πήγα απελπισμένος, φοβισμένος, ένιωσα ξαφνικά πολύ ευθυτενής απέναντι σε ανθρώπους που κρύβονταν πίσω από θάμνους, ήτανε γερτοί, είχαν το βλέμμα ενός ζώου που το έχουν δείρει πολλές φορές. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό σαν πρόταση ζωής και σαν κατάσταση. Σύντομα όμως γνώρισα την Ο.Π.Ο.Θ. και το φίλο μου μέσα από κει πέρα και κατάλαβα ότι υπάρχει και μία άλλη διάσταση και τέλος πάντων πήγα μερικές νύχτες σε αυτά τα πάρκα. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να βάλω χέρι μου στη φωτιά ότι έτσι ήταν η κατάσταση. Εγώ πάντως ονειρευόμουν από την εφημερίδα ότι σε αυτά τα μέρη, στους θάμνους, θα υπήρχε ένα διονυσιακό συμπόσιο από ημίγυμνους άντρες που θα καλούσαν κι εμένα να συμμετέχω. Προφανώς δεν υπήρχε κάτι τέτοιο.
Ωραία. 10 χρόνια Ο.Π.Ο.Θ., πολύ σημαντική περίοδος, πολύ ευχάριστη, ξεκίνησες όμως στην αρχή της συνέντευξης και μου μίλησες για την κεντρικότητα της ψυχικής ασθένειας στη ζωή σου. Πότε άρχισε να υπάρχει αυτή η κεντρικότητα και να καθορίζει της ζωή σου;
Προς το τέλος του Πόθου είχαμε όλοι κουραστεί, είχαν φύγει όλα τα μέλη και στην ουσία το έβγαζα εγώ, τον κύριο όγκο, μαζί με 2-3 άτομα που γράφαν κάτι περιφερειακά. Οπότε όταν δήλωσα ότι έχω κουραστεί έγινε σεβαστό ότι δεν θα πηγαίνει και ο Πόθος και έτσι κάπως τελείωσε και η Ο.Π.Ο.Θ. και όλα. Μείναμε φίλοι αλλά σκορπισμένοι πλέον, δεν είχαμε το ραντεβού της Δευτέρας για συνέλευση και μέναν μακριά τα παιδιά. Εγώ χώρισα με τον φίλο μου και προσπάθησα... είπα στον εαυτό μου ότι προσπαθώ να ανακτήσω τα χρόνια τα ακτιβιστικά, να τα ανακτήσω ερωτικά. Να ριχτώ στο σεξ και τους έρωτες, που τους είχα στερηθεί από την πολιτική και το τρέξιμο και το κουβάλημα και το… Εκεί κατάλαβα ότι το 10 χρόνια ψυχανάλυσης, που σου είχα πει ότι έκανα στη ζωή μου, έπρεπε να το είχα κάνει τα χρόνια που ήμουνα στην ομάδα. Παρόλο που ήμουνα χαρούμενος και αισιόδοξος και τα λοιπά, έπρεπε να τα έχω κάνει. Γιατί αυτά που μου κληρονόμησαν οι γονείς μου είχαν κουκουλωθεί αλλά δεν είχαν φύγει. Ένιωσα μετά την Ο.Π.Ο.Θ. τη γη να διαλύεται κάτω από τα πόδια μου, να μην μπορώ να διαπραγματευτώ, να μην μπορώ να μιλήσω, να με πλακώνει μία μαυρίλα, να τρέμω στην ομιλία μου και κυρίως να νιώθω ότι πρέπει να βρω κάποιον που θα κρεμαστώ επάνω του και αυτός θα φροντίζει για όλα περί εμού, κάτι σαν σωτήρας πατέρας, κυρίαρχος αφέντης, μία τέτοια μίξη. Και αυτόν το βρήκα τελικά. Ήταν πολύ ωραία στην αρχή, ακούγαμε και την ίδια μουσική. Ήταν και μπάρμαν σε ένα πολύ γνωστό underground μπαρ, που έδινε πόντους αυτό το πράγμα στα μούτρα μου, αλλά όταν τελικά κατάλαβα ότι είναι ένας καταπιεστής και κατάλαβα ότι δεν μπορώ να φύγω από κοντά του και ότι τρέμω. Με μαγνητίζει όπως το φως του κεριού τη σκνίπα που ξέρει ότι θα πεθάνει αλλά δεν μπορεί να φύγει. [00:30:00]Άρχισαν οι έντονες αντιδράσεις, δηλαδή περπατούσα στο σπίτι μπουσουλώντας και φτύνοντας και ουρλιάζοντας σαν σκύλος, έκοβα τα χέρια μου, εκεί που έτρωγα έχανε τον τόνο του, τον μυϊκό τόνο του, το κορμί μου και έπεφτε το πρόσωπό μου μέσα στο φαγητό. Είχα τέτοια συμπτώματα. Ένας γνωστός μου μού είπε ότι πρέπει να πάω σε ψυχίατρο, εγώ δεν ήξερα τίποτα από ψυχιάτρους, νόμιζα ότι είναι κάτι τρομακτικό. Πήγα και μου έδωσε 2 χάπια, τα πήρα και την επόμενη μέρα ήμουνα σαν κομπρεσέρ. Χόρευα, φώναζα, ούρλιαζα και μου άλλαξε τη διάγνωση, μου την έκανε από κατάθλιψη-βαριά κατάθλιψη, μου την έκανε διπολική διαταραχή. Μου ξανάλλαξε τα χάπια, πήρα το πρώτο μου αντιψυχωσικό για να ηρεμήσω και μπήκα στο λούκι. Δεν έχει σημασία να πω πολλά για το τι συνάντησα περαιτέρω, να αφηγηθώ επεισόδια δηλαδή, γιατί, πρώτον, η διπολική διαταραχή για τον καθένα είναι ξεχωριστή, είναι μία ιδιαίτερη ασθένεια, δεύτερον, υπάρχουν βιβλία που μπορεί κανείς να διαβάσει παρόμοια αφηγήματα και να τα συγκρίνει με τα δικά του, αν έχει και αυτός διπολική διαταραχή. Περισσότερο σημασία έχει ότι πέρασα άλλα 10 χρόνια –με δεκάδες πάνε τα χρόνια, με δεκαετίες– πέρασα μία δεκαετία μαστουρωμένος από τα φάρμακα –μου τα έδινε σε άφθονες δόσεις και πάνω από τη μέγιστη δόση– όπου απλά πήγαινα στη δουλειά και στο σπίτι κοιμόμουνα και έκανα αυτό το πράγμα. Ούτε φίλους πάλι ούτε κοινωνικές δραστηριότητες ούτε καν στο κέντρο κατέβαινα με το αυτοκίνητο. Δεν ήξερα πώς είναι η Τσιμισκή, πώς είναι η Εγνατία, είχα χρόνια να τις δω. Ψέματα, πήγαινα στο γραφείο της, αλλά τέλος πάντων καταλαβαίνεις τι λέω.
Πώς έβλεπες την ψυχίατρό σου ή και άλλους αν έβλεπες στη συνέχεια;
Επειδή ακριβώς δεν ήξερα τι εστί ψυχίατρος, την έβλεπα σαν θεά και τα φάρμακα επίσης τα έπαιρνα όπως παίρνει ο χριστιανός το λαδάκι του Αγίου Θεράποντα, για να θεραπευτεί από κάθε νόσο και μαλακία. Ένα πράγμα που με έβαλε σε καχυποψία ήτανε ότι με αυτές τις υστερικές μου αντιδράσεις, να πέφτω μέσα στο φαΐ, να μπουσουλάω στο πάτωμα, να κόβω τα χέρια μου και τα λοιπά, ο δήμιός μου, ο γκόμενός μου είχε μετατραπεί σε δήμιο-νοσοκόμα τώρα. Και εγώ ήθελα να χωρίσουμε. Έχοντας και μία σταθερότητα από τα φάρμακα, πλησίαζα όλο και πιο κοντά σε αυτή την απόφαση μέχρι που το ξεφούρνισα, βρήκα το θάρρος να το ξεφουρνίσω. Το αποτέλεσμα ήτανε να πάμε μαζί στη γιατρό. Εγώ σαν βρεγμένη γάτα και αυτός σαν «Ορίστε, πάρτε τον». «Τι έγινε, παιδιά;». «Ο Παναγιώτης θέλει να με χωρίσει». «Έλα μέσα στο γραφείο μου, Παναγιώτη, να μιλήσουμε» και τη βλέπω γράφει σε ένα χαρτάκι. Λέω «Μάλλον θα κρατήσει σημειώσεις, γιατί θέλω να χωρίσουμε, πώς νιώθω και τα λοιπά». Εκεί που τα σκεφτόμουν όλα αυτά, με διακόπτει μία φωνή που μου λέει «Trileptal, 600mg τις πρώτες 3 μέρες, 1.200 τις επόμενες» και λέω: «Εμένα δεν θα με ακούσει κανείς; Είμαι απλά μία καταβόθρα που τρώει φάρμακα; Δεν μπορώ να πάρω αποφάσεις για τη ζωή μου;». Βέβαια, στην περίπτωση της διπολικής θεωρείται πάρα πολύ σημαντικό το σταθερό περιβάλλον, το οικογενειακό, το επαγγελματικό, το προσωπικό, το φιλικό. Όμως και ένα άτομο που έχει διπολική διαταραχή έχει και γνώμη. Μπορεί να χωρίσει αν το θέλει. Σ’ εμένα δεν επιτράπηκε αυτό το πράγμα και από εκεί απέκτησα μία δυσπιστία και ένα θυμό απέναντι στην ψυχίατρό μου. [00:35:00]Δεν της έλεγα πράγματα. Χωρίσαμε τελικά με αυτό τον άνθρωπο, τα κατάφερα επιτέλους. Ναι. Αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που διαταράχθηκαν τελικά πολύ ριζικά οι σχέσεις μου με την ψυχίατρο μου. Ήταν περισσότερο ένα βιβλίο που διάβασα του Bentall, που πήρε και βραβείο ως βιβλίο της χρονιάς στην Αγγλία εκείνη την χρονιά, και μιλούσε και την ψυχική ασθένεια, μιλούσε για το DSM, για τα ιστορικά, έλεγε πώς οι διαγνώσεις δεν είναι... ο ένας μπορεί να σε βγάλει σχιζοφρενή και ο άλλος θα σε βγάλει διπολική διαταραχή, δεν υπάρχει σταθερότητα. Ενώ ένας πνευμονολόγος, για παράδειγμα, δεν θα σου πει ότι πάσχεις από καρδιά, θα σου πει πάσχεις από πνευμονία. Μετά μιλούσε για τα φάρμακα, μετά μιλούσε για την ψυχοθεραπεία και τα λοιπά και τα λοιπά. Και εκεί έμαθα τι εστί η ψυχική ασθένεια για τον ψυχίατρο και τι εστί ψυχική ασθένεια για τον ψυχολόγο, για τον ψυχοθεραπευτή και πήρα τη μεγάλη απόφαση να κόψω την ψυχίατρο, να κόψω και τα φάρμακα και ο Θεός βοηθός. Γιατί αισθανόμουν ότι ζούσα την ημέρα της μαρμότας. Κάθε μέρα ίδιο πράγμα και κάθε μέρα πιο κοντά στο θάνατο. Και στα 60 μου να πεθάνω και τώρα να πεθάνω το ίδιο πράγμα θα κάνω. Θα κοιμάμαι, θα δουλεύω, θα κοιμάμαι και θα τρώω κατεψυγμένα φαγητά από τη μάνα μου.
Και τι έγινε σε αυτή την προσπάθεια που έκοψες την ψυχίατρο, έκοψες τα φάρμακα, τι συνέβη εκείνη την περίοδο;
Έγιναν καταπληκτικά πράγματα. Πέρα από μία εβδομάδα που είχε απορρυθμιστεί το... αυτό που ρυθμίζει τη ζέστη και το κρύο στο σώμα, έβγαινα δηλαδή Νοέμβρη μήνα στο μπαλκόνι με το σλιπάκι για να βρω λίγη δροσιά και είχα κάτι φαγούρες, μετά ήταν σαν να σηκώθηκε μία κουβέρτα που με πλάκωνε από πάνω μου, ένιωθα τα χορταράκια, ένιωθα το δρόμο που πατάω επάνω του. Ένιωθα, ένιωθα πολλά πράγματα. Μετά μου ήρθε η λίμπιντο, που είχε χαθεί τόσο καιρό, και έμπαινα στις εφαρμογές και γνώριζα κόσμο και ήμουνα πολύ χαρούμενος που έκανα σεξ. Σεξ το οποίο το διαπραγματευόμουν όπως ήθελα εγώ και δεν το ζητούσα ως έλεος, όπως θα έκανα πριν. Και πέρασαν οι μήνες, δεύτερη ευκαιρία μου δόθηκε να κάνω ψυχανάλυση, δεν την εκμεταλλεύτηκα, ήμουνα στο αυτόματο. Οι γονείς μου συνέχισαν να μην μου μιλάνε. Το φάντασμα του μπαμπά συνέχισε να είναι εκεί πέρα. Και έτσι όταν γνώρισα κάποιο άτομο για πέρα από το σεξ αλλά και για συντροφικότητα και τα λοιπά, πολύ σύντομα διαπίστωσα ότι ήτανε κι αυτός μία πατρική φιγούρα. Πολύ βοηθητικός αλλά και πολύ απαιτητικός. Και εκεί, έτσι όπως ήμουν στην τσίτα, γιατί είχα φτάσει να είμαι στην τσίτα πια, έτριζαν τα δόντια μου από την τσίτα, έπινα μπύρες μπας και έχει κάποιο κατευναστικό αποτέλεσμα η μπύρα. Ήμουνα πολύ μέσα στην ενέργεια, έγιναν κάποια αστεία γεγονότα τα οποία απλά λειτούργησαν σαν σκανδαλισμός για να πάθω μανία και πήγα με κρεμασμένα αυτιά σε έναν άλλο ψυχίατρο, ο οποίος με έβαλε στα χάπια και μετά από μερικούς μήνες ξεκίνησα και την περίφημη ψυχανάλυση που έπρεπε να κάνω εδώ και καιρό. Για την ψυχανάλυση θα πω μόνο το input και το output και ας τα θεωρήσουμε όλα ένα μαύρο κουτί. Πήγα και της περιέγραψα το πρόβλημά μου και μου είπε «Παρουσιάζεις τον εαυτό σου σαν ένα τέρας» και το output είναι ότι «Θεωρώ έναν άνθρωπο που στέκεται στα πόδια του, δεν έχει χάσει τα στοιχεία του χαρακτήρα του, τη μελαγχολία του, τη μοναχικότητά του, δημιουργικότητά του, τη φαντασία του και όλα αυτά. Απλά πλέον μπορεί να βάζει όρια, μπορεί να απαιτεί, μπορεί να αφήνεται ελεύθερος[00:40:00] να εκφράζει τα συναισθήματά του». Τώρα έχω άλλη μία σχέση, που δεν είναι μπαμπάς, δεν είναι καθόλου μπαμπάς, και το θεωρώ και αυτό επιτυχία. Και γενικότερα νιώθω ότι από δω και πέρα η ζωή μου θα βελτιώνεται. Το πού κολλάει το γκέι σε όλο αυτό το πράγμα; Δεν κολλάει πάρα πολύ. Αν σκοτώσεις τον μπαμπά και τα γκέι βασανιστήρια, σκοτώνεις πολλά πράγματα, γιατί από το πανεπιστήμιο και μετά, έτσι όπως ήμαστε με τα παιδιά, τους Ο.Π.Ο.Θ, ήμασταν και λίγο συμμορία, δηλαδή δεν σηκώναμε πολλά πολλά, οπότε δεν γνώρισα την καταπίεση, τα κραξίματα. Υπήρχαν κάποια κραξίματα, τα οποία τα θεωρούσαμε και ερωτικής φύσης. Ήταν λίγο άλλες εποχές, λίγο σε κράζω, λίγο σε θαυμάζω. Αυτό. Ό,τι ήταν να περάσω, το πέρασα στην εφηβεία μου.
Σήμερα βασικά, απ’ ό,τι κατάλαβα, περιγράφεις μία κατάσταση που μάλλον παίρνεις ακόμα φάρμακα αλλά που έχεις μία καλή σχέση και ο δρόμος πάει προς τα καλύτερα. Παλαιότερα όμως πώς διαχειριζόσουν τις περιόδους κρίσεων, αν υπήρχανε; Τι έκανες; Τι συνέβαινε;
Τις διαχειριζόμουν DIY. Δηλαδή όταν ερχόταν η περίοδος της κρίσης, που ήταν και σωματοποιημένη, το σώμα μου ήταν τεντωμένο σαν τα νεύρα να ήταν σύρματα που τραβιόταν μέσα, για πρωινό έπινα ρετσίνες, για μεσημεριανό κάπνιζα τσιγάρα, για βραδινό, δεν θυμάμαι, έτρωγα μία σοκολάτα ή έναν καφέ. Είχε μία ευχάριστη πλευρά, με την έννοια ότι κάποιος που με έβλεπε μπορεί και να μην αντιλαμβανόταν ότι εγώ διέρχομαι κρίση. Γιατί τις περνούσα καθιστικά, σε ένα πολύ μικρό δωματιάκι που είχα νοικιάσει και καθόμουν και σκεφτόμουνα. Όταν έχεις κρίση είσαι πάρα πολύ δημιουργικός στη σκέψη, έχεις ιδεόρροια όπως λέγεται, αλλά πολλές φορές αυτές οι σκέψεις δεν έχουν συνοχή μεταξύ τους. Είναι κάτι σαν ποιήματα που πατάς στην ομοιοκαταληξία και πηδάς σα βατραχάκι από τη μία έννοια και από τη μία λέξη στην άλλη. Εγώ είχα συνοχή και σκεφτόμουνα διάφορα πράγματα, όπως να κάνω τον κόσμο να στεναχωρηθεί πάρα πολύ, να υποφέρει αλλά να μη στεναχωρηθούν οι φίλοι μου. Άρα δεν μπορώ να ρίξω στην κεντρική δεξαμενή υδροδοσίας δηλητήριο ή αντιψυχωσικά. Γιατί θα πρέπει να ειδοποιήσω έναν-έναν και μία-μία τις φίλες μου να πίνουν εμφιαλωμένο εκείνες τις ημέρες. Μετά από πολλή προσπάθεια κατέληξα ότι μία καλή λύση θα είναι να ανατινάξω την Ακρόπολη. Άμα την ανατινάξω θα στεναχωρηθούν πάρα πολλοί. Εγώ σκεφτόμουνα εικόνες από ανθρώπους που απαγγέλλουν Καβάφη και πέφτουνε από τον 5ο της πολυκατοικίας, «Δεν έχει νόημα η ζωή» και τα λοιπά. Σκεφτόμουνα να ξεκινήσω από τώρα να γράφω το μανιφέστο, ήξερα ότι η κατάσταση είναι δύσκολη, γιατί αν αποκαλυφθεί ότι είμαι τρελός δε θα με πάρει στα σοβαρά, αλλά και αν αποκαλυφθεί ότι είμαι πούστης επίσης δεν θα με πάρουν στα σοβαρά. Άρα πρέπει να έχει τρεις τόμους το μανιφέστο και είναι πάρα πολλή δουλειά. Και με τσάκωσε η ψυχαναλύτριά μου, μου λέει «Τι συμβαίνει;» και της λέω αυτό και μου λέει «Άκου να σου πω, αυτό που λες είναι και αδύνατον και ανήθικο». «Εδώ μέσα θα μιλάμε για ηθική;» της είπα. Και τελικά έμαθα, συμπτωματικά από μία ομάδα στην Αθήνα έτσι πολιτική, έγραφε κάποια ιστορικά κείμενα, το 1936 ένας μανιοκαταθλιπτικός συγγραφέας, πολιτικοποιημένος, είχε ιδρύσει την «Εταιρεία για την καταστροφή της Ακροπόλεως» και μάλιστα πέθανε αυτοκτονώντας. Ανέβαινε [00:45:00]τρέχοντας τα σκαλιά της πολυκατοικίας για να φτάσει στην ταράτσα και του λέει ένας από την πολυκατοικία «Πού πάτε, κύριε τάδε» και τα λοιπά. Λέει: «Επιστρέφω αμέεεσως» και ανεβαίνει στην ταράτσα και πέφτει κάτω.
Ήθελα να σε ρωτήσω αν έχεις κάποια σχέση –κάποιο δίκτυο, κάποιες προσωπικές σχέσεις– αν υπάρχει κάποιος χώρος που έχεις συναντηθείς με άτομα που βιώνουν και αυτά ψυχικές ασθένειες.
Ναι. Δύο χώροι. Ο ένας είναι το ψυχιατρείο, που ειδικά την πρώτη φορά που μπήκα μέσα περίμενα ότι θα συναντήσω κατά κάποιο τρόπο μία αποικία ομοϊδεατών, επαναστατών, που θέλουν να δραπετεύσουν, που μισούν τους γιατρούς και τα λοιπά και τα λοιπά. Αντί γι’ αυτό, συνάντησα ένα κοτέτσι, όπου ο καθένας από μας ήτανε μία χαζή κότα, συμπεριλαμβανομένου και εμού. Κοιτάγαμε το συμφέρον μας, την κακομοιριά μας. Κάποιοι/κάποιες λέγανε και «ευχαριστώ» στους γιατρούς. Επίσης, για να μη λέω μόνο και τα δικά μας, αλλά να λέω και των γιατρών και των νοσοκόμων, υπήρχαν πολύ δεμένοι με λουριά, που τους κάνανε ενέσεις για να είναι φρόνιμοι. Αγριότητες και σκληρότητες από τους νοσοκόμους. Επίσης, μας συμπεριφέρονταν σαν να ήμασταν νήπια και όχι ολοκληρωμένοι άνθρωποι. Και το άλλο που θυμάμαι είναι τα σκατά, πάρα πολλά σκατά. Από τις βουλωμένες τουαλέτες μέχρι τα σκατά που αποθήκευαν δεμένοι κάτω από το κρεβάτι τους για να ’ρθει να τα πάρει η νοσοκόμα κάποια στιγμή. Οπότε, εκεί μέσα δεν βρήκα κάποια απάντηση σίγουρα. Ούτε και θα συνταζόμουν με τους απέξω που έχουν αυτή τη ρομαντική ιδέα για το ψυχιατρείο, «Πάμε να ανοίξουμε τις πόρτες, να τους βγάλουμε έξω». Αυτό είναι βία. Μπορεί να μη θέλουν να βγούνε. Και το δεύτερο ήταν κάτι ομάδες που έχει το Παρατηρητήριο για τα Δικαιώματα στην Ψυχική Υγεία. Τη μία φορά πήγε καλά, έκατσα 6 μήνες. Έκανα και μία φίλη. Βοήθησε πάρα πολύ στο το ότι ήταν πάλι πολλά κορίτσια, έκαναν καλή κουβέντα. Την δεύτερη φορά που προσπάθησα να ενταχθώ σε αυτή την συνέλευση, σε αυτή την ενδυναμωτική συνάντηση, δεν μου άρεσε. Τα άτομα ήταν πιο λίγα, ήταν άντρες και λέγανε σεξιστικά τέτοια. Ήταν και ένας που μας έλεγε όλη την ώρα «Συγγνώμη, ήμουνα στην εκκλησία και άργησα». Και μετά από δύο τρεις συνεδρίες το παράτησα. Ήταν και να ενταχθώ σε μία πολιτική ομάδα που ασχολείται με το θέμα, αλλά δεν εντάχθηκα γιατί… λόγω κλειστότητας της συνέλευσης και τα λοιπά, ήταν λίγοι ακόμα, προσπαθούν να τα βρουν μεταξύ τους και δεν θέλανε καινούργια άτομα. Αυτά.
Πώς ήταν για σένα οι περίοδοι του ψυχιατρείου; Ήταν για καιρό; Ήταν πολλές; Ήταν μία;
Πέντε φορές μπήκα στο ψυχιατρείο. Η πρώτη ήταν η πιο τρομακτική. Γιατί δεν ήξερα τι με περίμενε και δεν μπορούσα να φανταστώ ότι έτσι είναι ένα ψυχιατρείο. Ένιωθα συνέχεια ταπεινωμένος από τον έλεγχο. Καταρχάς, μου πήραν και το κινητό μου. Δυσκολευόμουν πολύ να κρατήσω έναν κύκλο κοιμάμαι-ξυπνάω, γιατί οι συγκάτοικοί μου στο θάλαμο έκαναν φασαρία το βράδυ, ξυπνούσαν, έβαζαν ραδιόφωνο στο τέρμα, άνοιγαν τα φώτα και τώρα πού να διαμαρτυρηθείς στον άλλο που δεν έχει αίσθηση, δεν καταλαβαίνει; Συμμετείχα και εγώ, λέω «Βάλ’ το δυνατά». Πιο πολύ μου άρεζε να βγαίνω στα παγκάκια μπροστά από το ψυχιατρείο που είχε πολύ πράσινο ή να κάνω μία βόλτα στους κήπους του. Με επισκέφθηκαν και φίλοι μου και φίλες μου. Πέρασε ο χρόνος έτσι. Όταν ήρθε μία συγκεκριμένη φίλη μου, με ρώτησε η νοσοκόμα αν είναι το κορίτσι μου και εκεί κατάλαβα πάλι ότι κάτι παίζει. Μία άλλη φορά είπα τη νοσοκόμα «Τι θα γίνει; Θα με δει κανένας γιατρός;». Γιατί [00:50:00]γιατρός δεν με είχε δει από τότε που μπήκα. Μία φορά σε βλέπουν οι γιατροί για ένα τέταρτο, κάθε εβδομάδα. «Μην ανησυχείς», μου λέει, «ο γιατρός όλα τα μαθαίνει». Και λέω «Τι εννοεί;». Ε και όταν είχα βγάλει ένα βιβλίο να διαβάσω μου το πήρε από τα χέρια και μου λέει «Μα, είναι στα αγγλικά». Λέω «Στα αγγλικά είναι, ναι». «Πού ξέρεις εσύ να διαβάζεις αγγλικά;» «Τι θα πει πού ξέρω να διαβάζω αγγλικά; Σπούδασα αγγλικά, πήρα το Proficiency και μου χρειαζόταν και για τη σχολή και έτσι έμαθα να διαβάζω στα αγγλικά». «Μάλιστα», μου λέει. Ήθελε να το ελέγξει το βιβλίο, να δει αν μπορώ να διαβάζω τέτοια βιβλία. Δεν ξέρω τι απαγορεύονται, τα αισθηματικά; Μάλλον. Και κατάλαβα ότι οι νοσοκόμες όλη την ώρα παρατηρούν και γράφουνε. «Σηκώθηκε από το κρεβάτι του, ήταν ήρεμος, διάβασε ένα βιβλίο βγήκε μία βόλτα. Ήρθε το κορίτσι του. Τελικά δεν ήταν το κορίτσι του» και τα λοιπά. Και όλα αυτά τα μεταφέρουν στον ψυχίατρο, ο οποίος μετά έρχεται με αυτή την εικόνα και σε ρωτάει δυο κουβέντες και αυτά. Έζησα μία δραπέτευση, τον φέρανε μετά από 5 ώρες πίσω η αστυνομία. Μία πυρπόληση, που ήθελε να βάλει φωτιά στο θάλαμο των νοσοκόμων. Και γνώρισα και μία κοπέλα, η οποία έμενε μαζί μου στη γειτονιά μου και κάπως τα βρήκαμε στιγμιαία, γιατί μου λέει «Γράφω και ποιήματα». Της λέω «Α, πάρα πολύ ωραία». Μου λέει «Έχω γράψει ένα για το στρατό, ένα για το λιμενικό, ένα και την πυροσβεστική, ένα για τις Ειδικές Δυνάμεις» και κατάλαβα ότι δεν θα πάει καλά η κατάσταση και με αυτήν. Γενικώς, δεν μπορώ να πω ότι βρήκα κάποιον που να κάνουμε παρέα. Διάλεγα τους πιο αμίλητους, τους πιο κατατονικούς και καθόμουν και εγώ δίπλα τους αμίλητος. Μου έλεγε: «Τι ώρα είναι;» «5:00». «Ωραία», μου λέει. Μετά από λίγο, «Τι ώρα είναι;» «5:30». «Πολύ ωραία», μου λέει και καθόμασταν έτσι και λέγαμε την ώρα. Αυτό ήταν το πιο ενδιαφέρον. Και υπήρξε και ένα παιδί, με το οποίο θα μπορούσαμε να κάνουμε παρέα, μου φάνηκε ενδιαφέρων τύπος, αλλά δεν δέχτηκα να κάνω κάποιον συμβιβασμό περαιτέρω όσον αφορά τη σεξουαλικότητά μου εκεί μέσα στο ψυχιατρείο. Γιατί μετά από κάποιες ώρες που γνωριστήκαμε και υπήρχε ενθουσιασμός γνωριμίας, μου λέει: «Βλέπεις αυτό το βουνό απέναντι μέσα από τα κάγκελα; Είναι σαν μία γκόμενα ξαπλωμένη ανάσκελα» και τα λοιπά. «Πότε θα βγούμε από δω μέσα να γνωρίσουμε γκόμενες;» και «Τη βλέπεις την γκόμενα;». Λέω εγώ, η απάντησή μου θα ήταν «Βλέπω έναν γκόμενο», αλλά δεν ήθελα να εκτεθώ. Γιατί δεν ήξερα τι θα συμβεί αν μαθευτεί ότι είσαι γκέι εκεί μέσα. Μπορεί να χάσεις το δίκτυο υποστήριξης. Δηλαδή, δεν ακούς και σε φωνάζουν οι άλλοι: «Άρη, σε φωνάζω για τα φάρμακα», «Παναγιώτη, σε φωνάζουνε για το φαΐ», «Όταν ήσουνα για βόλτα σε έψαχνε ο γιατρός σου», «Δώσε μου ένα τσιγάρο να σου δώσω ένα μπισκοτάκι», «Δώσε μου ακόμα ένα τσιγάρο να σου δώσω ένα μπισκοτάκι». Τέτοια πράγματα. Γενικώς είναι ένα θέμα που με απασχολεί το να ξαναμπαίνεις στην ντουλάπα υπό συνθήκες ιδρυματοποίησης. Όχι απλά στο ψυχιατρείο, και στο γηροκομείο αργότερα, στη φυλακή...
Ωραία, Παναγιώτη, εγώ είμαι ευχαριστημένος. Θα ήθελες να πεις και κάτι άλλο εσύ; Κάπως να κλείσεις;
Ναι. Θα ήθελα να πω ότι αν έχετε διπολική διαταραχή και πηγαίνετε στον ψυχίατρο, μην έχετε πίστη μόνο στα φάρμακα αλλά και στην δική σας προσπάθεια. Αν δείτε ότι ο γιατρός σας περιφρονεί το κομμάτι της δικής σας προσπάθειας, το καπελώνει, περιφρονεί το κομμάτι της ψυχοθεραπείας[00:55:00] και δίνει έμφαση μόνο στο φάρμακα, κάτι συμβαίνει λάθος. Και ότι η ψυχανάλυση εμένα προσωπικά με έσωσε. Παρόλο που παίρνω φάρμακα, έτσι; Και πηγαίνω στον ψυχίατρο.
Ευχαριστώ πολύ, Παναγιώτη.
Παρακαλώ.
Χάρηκα για τη συζήτηση.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο Παναγιώτης είναι ένας 40χρονος άνδρας που πάσχει απο διπολική διαταραχή και κατάθλιψη. Μας διηγείται τη σχέση με την οικογένειά του, το ταξίδι της ομοφυλόφιλης ερωτικής του «κλίσης», καθώς και την πολιτικοποίησή του σε σχέση με αυτό το ζήτημα μέσα από την Ομάδα Πρωτοβουλία Ομοφυλόφιλων Θεσσαλονίκης. Μας μιλάει επίσης για τους έρωτές του, τη διαχείριση της ψυχικής ασθένειας, αλλά και τη ζωή στο ψυχιατρείο.
Αφηγητές/τριες
Παναγιώτης Φωκάς "Ψευδώνυμο"
Ερευνητές/τριες
Εμμανουήλ Παπαγεωργίου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
06/03/2022
Διάρκεια
55'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο Παναγιώτης είναι ένας 40χρονος άνδρας που πάσχει απο διπολική διαταραχή και κατάθλιψη. Μας διηγείται τη σχέση με την οικογένειά του, το ταξίδι της ομοφυλόφιλης ερωτικής του «κλίσης», καθώς και την πολιτικοποίησή του σε σχέση με αυτό το ζήτημα μέσα από την Ομάδα Πρωτοβουλία Ομοφυλόφιλων Θεσσαλονίκης. Μας μιλάει επίσης για τους έρωτές του, τη διαχείριση της ψυχικής ασθένειας, αλλά και τη ζωή στο ψυχιατρείο.
Αφηγητές/τριες
Παναγιώτης Φωκάς "Ψευδώνυμο"
Ερευνητές/τριες
Εμμανουήλ Παπαγεωργίου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
06/03/2022
Διάρκεια
55'