Ριζόμυλος, ένα μαρτυρικό χωριό του κάμπου: Εξέλιξη στον χρόνο και διαφύλαξη της ιστορίας
[00:00:00]Καλημέρα.
Καλημέρα.
Βρισκόμαστε στον όμορφο Ριζόμυλο, ένα από τα μαρτυρικά χωριά της Θεσσαλίας, εγώ είμαι η ερευνήτρια για το Istorima Μαρία Γκογκινούδη, σήμερα έχουμε 19 Φεβρουαρίου του 2022 και έχω τη χαρά και την τιμή να βρίσκομαι με τον κύριο Λάμπρο.
Καλημέρα. Μαρία, ευχαριστώ πάρα πολύ για την τιμή που μου κάνεις να ασχοληθείς μ’ εμένα. Εγώ ονομάζομαι Λάμπρος Μπόκας του Αθανασίου και της Αναστασίας. Γεννήθηκα το 1959 στον Ριζόμυλο, κυριολεκτικά κάτω απ’ το σπίτι που μένω σήμερα, γιατί μένω στον πρώτο όροφο, στο ισόγειο από κάτω γεννήθηκα. Με ξεγέννησε μαμή τότε, ούτε καν κλινικές ούτε καν νοσοκομεία. Μεγάλωσα στον Ριζόμυλο, έζησα στον Ριζόμυλο, πήγα στο Δημοτικό, Γυμνάσιο-Λύκειο στο Βελεστίνο, είμαι απόφοιτος του ΤΕΙ, του πρώην ΚΑΤΕΕ, Λάρισας, στο τμήμα... Είμαι Τεχνολόγος Πολιτικός Μηχανικός, και απ’ το 1984 και μετά είμαι Γραμματέας της Κοινότητας Ριζομύλου και μετά υπάλληλος του Δήμου Κάρλας και τώρα υπάλληλος του Δήμου Ρήγα Φεραίου. Και συμπληρώνω αισίως τον Ιούλιο 38 χρόνια υπηρεσίας υπαλληλικής. Αυτά σε πρώτες, γενικές γραμμές για το ποιος είμαι, για να έχουμε ένα πλάνο. Από κει και πέρα, τι άλλο θέλεις, Μαρία, να πω;
Να ξεκινήσουμε για τον Ριζόμυλο, τώρα που τα λέγαμε και πιο πριν.
Ναι.
Ως μαρτυρικό χωριό και ως κοινοτάρχης, πείτε μας τη διαδικασία. Όλα αυτά τα χρόνια πώς καταφέρατε... Πώς έγινε μαρτυρικό χωριό; Τι έγινε, τι συνέβη;
Θα πω λίγο όλη την ιστορία πώς ξεκίνησα εγώ να ασχολούμαι. Απ’ το 1984, που ήρθα στην Κοινότητα, και με δεδομένο ότι είχα και τη δυνατότητα, μέσω της Κοινότητας, να γράφω σε γραφομηχανή τότε –ούτε καν υπολογιστές–, είχα ξεκινήσει μία έρευνα από δική μου θέληση, χωρίς κάτι, επειδή μ’ άρεσε να ψάξω για την ιστορία του χωριού. Έχω στείλει επιστολές απ’ το 1984 στις βιβλιοθήκες της Ζαγοράς, των Μηλεών, των Τριών Ιεραρχών, στην Κωνσταντά, σε όλες τις βιβλιοθήκες. Βρήκα αρχικά κάποια πραγματάκια και μετά συνέχισα την έρευνα και από βιβλία και από παλιές εφημερίδες και από... Ό,τι αναφερόταν στον Ριζόμυλο το συγκέντρωνα και το αξιοποιούσα ανάλογα. Όσον αφορά για το χωριό, για το μαρτυρικό χωριό, το 1997, όταν ήταν Πρόεδρος ο Γιώργος ο Εγγλέζος, Πρόεδρος της Κοινότητας Ριζομύλου, τότε είχαν αρχίσει και χαρακτηριζόταν μαρτυρικά χωριά οι κεντρικές πόλεις, Καλάβρυτα, Χορτιάτης, οι μεγάλες πόλεις, Δίστομο... Οι μεγάλες... Αυτές με τη μεγαλύτερη πληγή απ’ την Κατοχή... Το 1997, με πρόταση του Γιώργου του Εγγλέζου, του Προέδρου... Εγώ ήμουνα Γραμματέας, και ομόφωνα το Κοινοτικό Συμβούλιο ξεκινήσαμε μία προσπάθεια να συγκεντρώσουμε υλικό για να χαρακτηριστεί το χωριό μας μαρτυρικό. Τότε είδαμε ότι πολύς κόσμος, πολλοί Ριζομυλιώτες και κάτοικοι και κάποιοι που μέναν στον Βόλο, στην Αθήνα, μας δώσανε τόσο υλικό που συγκλονιστήκαμε δηλαδή. Να φανταστείς ότι, όταν καταθέσαμε τον φάκελο για το μαρτυρικό χωριό, έχουμε ολόκληρο τόμο –δηλαδή γύρω στις 50 σελίδες– με φωτοτυπίες από αυθεντικά έγγραφα τα οποία υπάρχουν –ληξιαρχικές πράξεις θανάτου, αποφάσεις κοινότητας που αποδεικνύεται πως κάηκε το χωριό, παλιά βιβλία, σελίδες από βιβλία συγγραφέων που ασχολούνταν με την Εθνική Αντίσταση και ασχολούνταν και με τα μαρτυρικά χωριά και ασχολούνταν και με την ιστορία του τόπου–, που αποδεικνύονταν ότι αυτό που λέγαμε εμείς, ότι το χωριό κάηκε τρεις φορές απ’ τους Ιταλούς και τους Γερμανούς ήταν αλήθεια. Μαρία, μετά, μόλις θα τελειώσουμε, θα πάμε να σου δείξω την αυθεντική απόφαση, μέσα, της Κοινότητας που αποδεικνύει τις ημερομηνίες που κάηκε το χωριό: 23/03/1943, 09/09/1943 και 06/09/1944. Είναι καταγεγραμμένο και είναι το πρωτότυπο βιβλίο, που έχω μέσα. Πέρα απ’ αυτό, όλο αυτό, για να ονομαστεί κάποιο χωριό μαρτυρικό χωριό, πρέπει να υπάρχουν ουσιαστικά δύο μεγάλες προϋποθέσεις. Πρώτον, να έχει καεί σχεδόν το 80%-90% το χωριό, να ’χει καταστραφεί –των οικημάτων–, και να υπάρχουν ένα ποσοστό νεκρών σε σχέση με τον υπάρχοντα πληθυσμό. Αυτές τις προϋποθέσεις εμείς τις είχαμε ξεκάθαρα... Και όλο αυτό γίνεται από μια ειδική επιτροπή, που υπάρχει απ’ το Υπουργείο Εσωτερικών, και βγαίνει με νόμο μετά από Προεδρικό Διάταγμα απ’ τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όταν πήγε ο Γιώργος ο Εγγλέζος, που ήταν παρών, στην επιτροπή, πέρασε η πρότασή μας για χαρακτηρισμό με τη μία, που λένε, δηλαδή άμεσα. Γιατί είχαμε όλες τις προϋποθέσεις, είχαμε τέτοιο υλικό και τόσο πολύ επίσημα στοιχεία που δεν έπαιρνε να πουν όχι. Αυτό έγινε το 1997. Ξεκίνησε το 1997, αλλά ουσιαστικά, επειδή κάνουν όλα αυτά τότε πολύ μεγάλο χρονικό τέτοιο, χαρακτηρίστηκε μαρτυρικό χωριό με ΦΕΚ τον Μάρτιο, νομίζω, του 2000. Αλλά μετά αρχίσαμε να ψάχνουμε τη δυνατότητα να μπούμε στο Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών. Τότε είχε γίνει Δήμος Κάρλας και, με ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Κάρλας, εγώ είχα την τιμή να είμαι ένας απ’ τους τέσσερις εκπροσώπους που πήγαμε στα Καλάβρυτα για να συστήσουμε το Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών. Πήγαμε εγώ, Λάμπρος ο Μπόκας, ο Γιώργος ο Εγγλέζος, ο πρώην Πρόεδρος της Κοινότητας Ριζομύλου και Δημοτικός Σύμβουλος, ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου τότε, ο Κώστας ο Μπόζας, και ο Δημοτικός Σύμβουλος, ο Γιώργος Θεοχάρης του Αχιλλέα. Πήγαμε τέσσερα άτομα στα Καλάβρυτα, όπου... Πήγαμε στις 12 ή 13 Δεκεμβρίου που είναι η Μέρα Μνήμης για τους νεκρούς των Καλαβρύτων, που εκεί ήταν 1.000. Και ήταν συγκλονιστικά, και αυτά που είδαμε στο σχολείο και αυτά που ακούσαμε και όλη την τέτοια, την ατμόσφαιρα, και απ’ τον λόφο με τα μνημεία και τα καντήλια, τα χίλια καντήλια. Δηλαδή συγκλονιστικές στιγμές. Την πρώτη μέρα ήταν που πήγαμε, μετά έγινε η Γενική Συνέλευση όλων των εκπροσώπων των μαρτυρικών πόλεων και χωριών. Απ’ τη Μαγνησία ήμασταν εμείς, ήταν ο Στράτος ο Σωτηρόπουλος, πρώην Δήμαρχος Αγριάς, και ο Δράγνες, νομίζω, πρώην Δήμαρχος ή πρώην Πρόεδρος –δεν θυμάμαι τι ήτανε– Κοινότητας της Νέας Αγχιάλου. Όλοι εμείς είμαστε ιδρυτικά μέλη του Δικτύου Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών. Κατ’ εμέ, είναι ένας τιμητικός τίτλος για το χωριό, γιατί ηθικά αναδεικνύει την αξία του αγώνα που κάναν και οι κάτοικοί μας. Γιατί, για να πούμε και την αλήθεια –γιατί δεν το ’χουμε αναλύσει μέχρι τώρα–, το χωριό δεν κάηκε επειδή τους κάπνισε τους Γερμανούς. Κάτι γινόταν. Δηλαδή υπήρχαν και κάποιες εχθροπραξίες μεταξύ ντόπιων και Γερμανών, σκοτώθηκε ένας Γερμανός, αντίποινα εδώ... Το πρώτο κάψιμο, 23 Μαρτίου του 1943, το χωριό κάηκε απ’ τους Ιταλούς αρχικά, γιατί ανατινάξαν το τρένο, σκοτώθηκαν και δυο-τρεις Ιταλοί, και για αντίποινα οι Ιταλοί ήρθαν και ισοπεδώσαν το χωριό. Γιατί ήτανε το πιο κοντινό χωριό και καταλάβαν ότι από δω... Όχι μόνο από δω, και από δω... Γιατί ήταν και μέλη της Εθνικής Αντίστασης και απ’ το Βελεστίνο και απ’ τη Χλόη και απ’ τα γύρω χωριά, αλλά και από δω υπήρχε πυρήνας που βοήθησαν για να ανατιναχτεί το τρένο. Και, σου λέω, για να το λύσουμε, για να μη νομίζει κάποιος ότι ντε και καλά ήρθαν και μας κάψαν... Και μετά και πάλι γινόταν κάποιες εχθροπραξίες με τους Γερμανούς στα Εικοσάρια, άλλη μία φορά πιο ψηλά, και οι Γερμανοί, για αντίποινα, ερχόταν και καίγανε ένα κομμάτι, χτυπάγαν, σκοτώναν, καταστρέφαν, όλα αυτά. Υπ’ όψιν ότι το χωριό μας... Αυτές είναι οι τρεις φορές που έγιναν κατά την Εθνική Αντίσταση, αλλά έχει και ένα προηγούμενο, άλλες δυο καταστροφές. Το 1897, στη μάχη του Σμολένσκη μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων, ξανακάηκε από τους Τούρκους και φαίνεται μέσα στο βιβλίο Οι Έλληνες στη Θεσσαλία του Kinnaird Rose, που έχω, που φαίνεται ότι κάηκε όλο το χωριό εκτός απ’ την εκκλησία, που δεν πειράξαν οι Τούρκοι. [00:10:00]Και αυτό μου το ’λεγε και ο συγχωρεμένος ο παπα-Βαγγέλης, ο παπα-Βαγγέλης ο Παπαχρήστος –παλιότερος, πριν τον παπα-Αποστόλη που είναι τώρα–, μας το ’λεγε: «Παιδιά, το χωριό κάηκε και απ’ τους Τούρκους». Και ψάξιμο, ψάξιμο, το βρήκαμε και αναδείχτηκε. Μία καταστροφή τότε, απ’ αυτές που έχω φτάσει μέχρι στιγμής... Έχουμε φτάσει! Έχω φτάσει... Πολύ εγωιστικό, αλλά... Έχουμε φτάσει! Και μετά έρχεται και, το 1957, ο σεισμός που ισοπέδωσε, εκτός απ’ το Βελεστίνο, και εμάς, το ισοπέδωσε το χωριό. Και ξαναξεκίνησε πάλι, φτου κι απ’ την αρχή, το χωριό. Δηλαδή το χωριό έφτανε σε ένα σημείο, κατέρρεε –είτε απ’ τους Τούρκους, είτε απ’ τον σεισμό, είτε απ’ την Κατοχή– και είχε επανεκκινήσεις. Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι είμαστε ένα, όχι αξιόλογο, ένα απ’ τα πιο αξιόλογα χωριά. Έχουμε την ιστορική βάση που έχουμε σαν τόπος. Πιστεύω και εμείς οι νεότεροι, σε σχέση με εκείνες τις γενιές, προσπαθούμε, την αναδεικνύουμε την ιστορία, είτε κατ’ ιδίαν ο καθένας, είτε μέσω του Πολιτιστικού Συλλόγου Ριζομύλου «Η ΔΙΑΠΛΑΣΗ», στην οποία είμαι μέλος απ’ το 1981 μέχρι και τώρα, και απ’ τους άλλους συλλόγους. Δηλαδή γίνεται μία προσπάθεια, θεωρώ ότι... Και τώρα, και με τα μέσα μαζικής δικτύωσης που είναι, ακόμη περισσότερο αναδεικνύεται και φαίνεται ότι αυτός ο τόπος έχει ιστορία, έχει κάτι που σε τραβάει. Εμένα, προσωπικά, με τραβάει και αυτό μου δίνει το κουράγιο και τη δύναμη και τη θέληση να κάνω κάποια πράγματα σε συνεργασία και με τον φίλο μου τον Γιάννη τον Λουλούδη και με πολλούς άλλους, άλλες φορές και μόνος, άλλες φορές... Και ασχολούμαι για να... Γιατί, σου λέω, Μαρία, ότι θεωρώ, όχι υποχρέωση, ηθική υποχρέωση, απ’ τη στιγμή που έχω τη δυνατότητα και έχω και τον χρόνο και έχω και τα μέσα... Εντάξει, μέσω Δήμου, μπορώ να μπω και σε κάποια πράγματα που ένας απλός ερευνητής ενδεχομένως να μη μπορεί... Και θέλω να τα κρατήσω, να μείνει κάτι, όχι για μένα, να μείνει κάτι ιστορικά για τον τόπο μας!
Μπράβο, ωραία!
Σε κούρασα, Μαρία...
Όχι, καθόλου, καθόλου!
Τα είπα όλα μαζί!
Πάρα πολύ ωραία, δεν πειράζει!
Τα είπα όλα μαζί!
Θυμάστε καμία άλλη ιστορία που λέγανε τότε εδώ στο χωριό ή οι γονείς σας ή, όπως είπατε, ο παπάς τότε για το κάψιμο ή μετά για την Κατοχή; Για την Κατοχή γενικά, ιστορίες για τον Εμφύλιο;
Για την Κατοχή έχουμε... Κοίταξε, το 2018... ’18 ή ’17; Τέλος πάντων, το 2018 είχαμε κάνει μία μεγάλη εκδήλωση με τον Πολιτιστικό Σύλλογο, στην οποία είχαν έρθει και μιλήσαν... Δηλαδή ο λόγος είχε πάει κυρίως στους παλιούς, στον παπα-Βαγγέλη τον Παπαχρήστο, τον παπά του χωριού, ο μπαρμπα-Βασίλης ο Βούσβουρας... Πολλοί, πολλοί. Δηλαδή περάσαν πολλοί και είπαν τις... Είπαν... Είπαν θύμησες μέσα σ’ αυτά. Για το κάψιμο ο καθένας έχει διαφορετικές ιστορίες ανά περίπτωση. Όλοι λένε ότι, όταν καήκαν, πώς πηγαίναν στα Κανάλια –γιατί στα Κανάλια πήγαν οι περισσότεροι–, πώς τρέχαν, πηγαίναν στα Κανάλια με τα πόδια, με τα κάρα... Ο πατέρας μου ήταν τότε στο κάψιμο, ήταν... Πόσο ήταν; Ήταν μικρός, και ο παππούς μου ήταν τσαγκάρηδες και πηγαίναν από δω στα Κανάλια, στην Κερασιά, στο Κεραμίδι, στη Χλόη, γύρω γύρω, για να μπαλώσουν τα παπούτσια για να μπορέσουν να βγάλουν να ζήσουν. Και πολλές φορές τους ζήτησαν και απ’ την Αντίσταση άνθρωποι να τους κάνουν τα παπούτσια τους, τους κάναν δωρεάν γιατί, εντάξει, ήταν αυτή η λογική τους. Φτωχοί, πάμφτωχοι! Να φανταστείς, Μαρία, ότι ο πατέρας μου ήρθε 15 χρονών απ’ το Λιά Θεσπρωτίας. Το Λιά Θεσπρωτίας είναι δίπλα στον ποταμό Καλαμά στην κοιλάδα της Μουργκάνας, ανάμεσα Γιάννενα και Ηγουμενίτσα. Είναι στην πλαγιά και δεξιά από πίσω είναι η Αλβανία. Από κει ήρθε με τα πόδια εδώ ο παππούς και μετά ήρθε και ο πατέρας μου, και ξεκινήσαν, μείναν αρχικά στον μύλο, σε έναν μύλο που ήταν πίσω απ’ τον παιδικό σταθμό... Μύλος, νερόμυλος που αλέθανε και βγάζανε σιτάρι. Ο παππούς και ο πατέρας μου απλώς μένανε εκεί. Μετά... Γιατί δεν είχαν σπίτι, φτώχεια, τσαγκαρική και μόνο ό,τι έβγαινε απ’ αυτό. Μετά φύγανε από κει, πήγανε στο παλιό δημοτικό σχολείο και την τρίτη φορά πήγαν σε ένα καφενείο και περιμέναν, να φανταστείς, Μαρία, να κλείσει το καφενείο για να πάνε να κοιμηθούνε. Τόσο φτώχεια δηλαδή και τόσο είχαν ταλαιπωρηθεί. Και σιγά σιγά, και απ’ την τσαγκαρική και αργότερα ο πατέρας μου με την ξυλουργική που ασχολήθηκε, καταφέρανε, πήρανε ένα σπίτι, κάνανε ένα σπίτι, μετά, με το καλό, άρχισε περπάτησε η τέτοια… Και λέγαμε για την τέτοια… Και, σου λέω, ο πατέρας μου, απ’ ό,τι μου γράφει... Γιατί μου άφησε ένα τετράδιο, που έγραφε αυτά που σου είπα ότι, έξω από αυτά τα επαγγελματικά της τσαγκαρικής –που πηγαίνανε στον Λάμπρο, στη Μαρία, στον τάδε, και τους πλήρωναν, γιατί, εντάξει, με αυτά ζούσαν–, κάναν και μεγάλες προσφορές σ’ αυτούς που ασχολούνταν με την Εθνική Αντίσταση, και βοηθήσαν έμμεσα. Ο πατέρας μου, τότε που τον πιάσανε για την Κίτρινη Αποθήκη –θα σου πω λίγο–, είχε πάει στη Χλόη και μετά ξεκινήσαν να πάνε στο Μεγάλο Μοναστήρι στον δρόμο. Και τότε κάτι είχε γίνει στην περιοχή και είχαν βγει οι Γερμανοί έξω και συλλαμβάναν όλους που περπατάγανε. Τον πατέρα μου τον πιάσανε μέσα στα χωράφια μαζί μ’ έναν Κοντομήτρο, που δουλεύαν μαζί. Και τότε τους συλλαμβάναν και τους πηγαίναν κατευθείαν στην Κίτρινη Αποθήκη. Η Κίτρινη Αποθήκη, τώρα, δεν θυμάμαι πού είναι στον Βόλο, είναι γνωστή τέτοια. Είχε γράψει ο πατέρας μου τι γινότανε μέσα, πώς έβλεπε κάποιους, πώς μπήκε μέσα, πώς τους συμπεριφερθήκαν, πώς τους βάζαν σε ομάδες από δω, πως βλέπανε την άλλη μέρα το πρωί πέντε ανθρώπους και μετά δεν τους ξαναβλέπαν και μαθαίναν ότι αυτούς τους σκοτώσαν, και την αγωνία και των δικών του, δηλαδή οι αδερφές του πατέρα μου, τα αδέρφια του να κάνουν προσπάθειες να βγει... Και βγήκε μετά από είκοσι-είκοσι πέντε μέρες, με χίλια ζόρια και επειδή αποδείχτηκε ότι τότε δεν είχε κάνει κάτι ο πατέρας μου, σ’ εκείνο το δεδομένο τέτοιο... Δηλαδή αυτά είναι, σου λέω, καταγραμμένα με τα δικά του γράμματα. Θα σ’ το δείξω, Μαρία, είναι με τα δικά του γράμματα. Γιατί ο πατέρας μου, φτωχός, αγράμματος, αλλά είχε ένα τέτοιο, ήθελε το κεφάλι να το ’χει ψηλά, που λένε, μια αξιοπρέπεια, μια προσπάθεια και, δόξα τω Θεώ, ήρθε μ’ ένα δισάκι και έχτισε ολόκληρα σπίτια. Και, δόξα τω Θεώ, τον ευγνωμονώ που με βοήθησε και μένα και την αδελφή μου και όλους. Η δε μάνα μου η καταγωγή της είναι απ’ την Ανατολική Ρωμυλία, δηλαδή ο πατέρας της είναι απ’ την Ανατολική Ρωμυλία, ο Γιάννης ο Μπαλγκουρανίδης. Η μάνα μου βέβαια γεννήθηκε κι αυτή εδώ, αλλά μεγάλωσε με τις αρχές κι αυτή της αξιοπρέπειας. Πάντα μας ορμήνευε, που λέει, για το καλό, ποτέ δεν πειράξαμε κανέναν, και σαν οικογένεια και σαν άτομο. Καλύτερα να έχεις φιλικές σχέσεις και να έχεις καλή διάθεση με τον κόσμο, παρά να μαλώνεις. Και δεν έχει και κανένα νόημα, ουσιαστικά. Αυτά προς το παρόν, Μαράκι μου.
Να σας ρωτήσω τώρα, με αφορμή... Το γράμμα πώς το βρήκατε; Ξέρατε ότι υπήρχε;
Όχι, δεν το ’ξερα. Εγώ όταν ξεκίνησα... Αυτό το γράμμα το ’χω μάθει, το ’χω βρει... Αυτά τα τετράδια τα ’χω βρει πριν από... Εφτά, δέκα χρόνια; Δηλαδή και κάπου κάθισα και το ρούφηξα, που λένε... Είναι γιατί είναι δυο τετράδια, νομίζω. Τα ρούφηξα. Και προσπαθώ τώρα να τα γράψω με δικά μου γράμματα και να τα περάσω και στον υπολογιστή, για να βγει, να το ’χω, ας πούμε, αντιπαράθεση. Γράφω αυτό, είναι εκείνο, στα τέτοια... Μαρία, μπορώ να σου πω ότι συγκλονίστηκα, γιατί έμεινα... Μου τα ’λεγε ο πατέρας μου, αλλά στο προφορικό κάπου χανόμασταν, που λένε. Εντάξει, το ’λεγε, το ξέχναγε, το τέτοιο... Αλλά το γραπτό είναι γραπτό. Τα ’χω δίπλα, εδώ πέρα, θα σ’ τα δείξω. Όλα αυτά, σου λέω, κοίταξε, όλη αυτή η κατάσταση, εμένα προσωπικά –τώρα, δεν ξέρω, το ’χω πάρει και λίγο συναισθηματικά–, ό,τι κάνω το κάνω επειδή μ’ αρέσει. Κανένας δεν μου είπε: «Κάνε εκείνο», «δεν κάνε εκείνο» ή «μην κάνεις εκείνο». [00:20:00]Εγώ έχω μια άποψη, αυτή. Θα την κάνω. Θεωρώ ότι προσφέρω στον τόπο, αλλά προσφέρω και κάπου αλλού. Προσφέρω και σ’ εμένα, στη δικιά μου την ψυχή, στη δικιά μου την ικανοποίηση και της οικογένειάς μου, ότι βγαίνει κάτι καλό. Δηλαδή όλα αυτά... Και θα σου πω μετά και για τα καρναβάλια και για τα τέτοια που... Δηλαδή ό,τι γίνεται, η ικανοποίηση που νιώθεις, ότι «κοίταξε, κάτι έγινε, ρε παιδί μου», δηλαδή «α, ωραίο», κάτι, οτιδήποτε. «Έγινε μαρτυρικό χωριό το Ριζόμυλο». Ναι! Ξέρεις τι υπερηφάνεια νιώσαμε; Ξέρεις τι υπερηφάνεια ένιωσε και ο Πρόεδρος και εγώ, που τρέχαμε, και όλοι, όλοι που βοηθήσαν; Και άλλα, πολλά δηλαδή. Κάτσε, να τα θυμηθώ κιόλας, δεν τα θυμάμαι κιόλας. Μετά, ναι... Δηλαδή για το χωριό και για το τέτοιο... Εν τω μεταξύ, εγώ για το χωριό είχα ξεκινήσει έρευνα απ’ το 1989. Είχε έρθει τότε η Κατερίνα η Καμηλάκη, η οποία κατάγεται από την Τσαγκαράδα. Ήταν Πρόεδρος της... Όχι Πρόεδρος, Διευθύντρια του Τμήματος Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, στην Ακαδημία Αθηνών. Είχε έρθει το 1987-'88. Είχε έρθει εδώ πέρα, είχε στείλει ένα έγγραφο σαν Ακαδημία Αθηνών στην Κοινότητα τότε, να την εξυπηρετήσουμε να πάει να βρει κάποια αρχεία, κάποιες ιστορίες. Κι ήρθαμε, ήρθε, κάθισε εδώ πέρα τρεις-τέσσερις μέρες, γυρίσαμε το χωριό, έχει βγάλει πάρα πολλές φωτογραφίες, έχει στο αρχείο της γραμμένο, με κασετοφωνάκι –όχι αυτό το κασετοφωνάκι, εκείνα τα παλιά, τα κλακ και τα έτσι–, έχει παλιά παραμύθια, παλιές ιστορίες από γιαγιάδες, αυθεντικά δηλαδή, και στοιχεία παράδοσης από παρέες, που καθόμασταν και τους βρίσκαμε, και μ’ αυτή την τέτοια είχε ξεκινήσει τότε και η προσπάθεια για να γίνει το Μουσείο Γεωργικών Εργαλείων του Βελεστίνου. Γι’ αυτό έχουμε λίγο έλλειψη εμείς στον Ριζόμυλο, γιατί πολλά αντικείμενα γεωργικής φύσεως πήγαν στο Μουσείο του Βελεστίνου. Δεν μας πειράζει. Απ’ ό,τι βλέπεις, Μαρία, εδώ πέρα έχουμε το υλικό που θέλουμε. Τώρα, τι άλλο να σου πω… Να, μετά, το 1989 εκείνες οι χρονιές ήταν καλές για μας. Ξεκινήσαμε με τον Δημήτρη τον Κακαζιάννη του Πασχάλη... Τότε υπήρχε ένας ραδιοφωνικός σταθμός, ο Ράδιο ΛΙΜΠΕΡΟ. Το είχε ο Δημήτρης καμιά δεκαετία, αν θυμάμαι καλά, και κουβέντα στην κουβέντα... Ήμασταν, βασικά... Όλα αυτά, σου λέω, ήταν και σε συνεργασία και με τα παιδιά και με τον Πολιτιστικό Σύλλογο Ριζομύλου «Η ΔΙΑΠΛΑΣΗ»... Τότε ήταν και ο Δημήτρης στο Διοικητικό Συμβούλιο και, κουβέντα στην κουβέντα, παραμονές Χριστουγέννων του 1988, γύρω στον Οκτώβριο-Νοέμβριο, λέγαμε πώς θα τραγουδήσουμε τα παραδοσιακά κάλαντα της Ανατολικής Ρωμυλίας, που έχουμε εδώ πέρα, που τραγουδιούνται το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Και ξεκινήσαμε, κάναμε... Μαζέψαμε τότε τους παλιούς, τον πατέρα του Δημήτρη, τον Πασχάλη τον Κακαζιάννη, τον Χρήστο τον Κακαζιάννη, τον Θόδωρα τον Τσόγκαρη, τον Κώστα τον Χαζλή και άλλον έναν, δεν θυμάμαι, τέλος πάντων, τον πατέρα, νομίζω, της Δάφνης του Ζλατούδη, τον Χρήστο τον Ζλατούδη, τους μαζέψαμε στο στούντιο... Το στούντιο ήταν τόσο δα, μη νομίζεις, του Δημήτρη... Τραγουδήσαν τα κάλαντα –είναι 13 ή 14, αν θυμάμαι καλά–, τραγουδήσαν, εγώ πήρα την κασέτα, πήρα μία κασέτα, και έκανα απομαγνητοφώνηση λέξη λέξη –«ανοίξ’», το ’γραφα, «κυρά μου», το ’γραφα, «την πόρτα σου», το ’γραφα–, τα βγάλαμε, τα έγραψα μια σειρά –και τότε, Μαρία, δεν υπήρχαν ούτε υπολογιστές να μπεις να το κάνεις αλλαγή και διόρθωση– στη γραφομηχανή, τους τα δίνω, διαβάζουν, «Λάμπρο, εδώ έκανες λάθος», εκεί «α, δεν είναι αυτή η λέξη, είναι έτσι η λέξη». Και γιατί είχε και ιδιωματισμούς λέξεων, δεν είχε απλά μία λέξη. Τα ξαναγράψαμε. Να φανταστείς, αυτά έγιναν το ’88, όλη αυτή η διαδικασία κράτησε ένα χρόνο. Δηλαδή εγώ, Ιούλιο μήνα του 1989, με σαράντα βαθμούς, εγώ έκανα απομαγνητοφώνηση τα κάλαντα, κάτω στο μαγαζί και στο σπίτι μου. Και έρχεται το 1989, ο Νοέμβριος μήνας, που πάμε και τα κάνουμε κανονική εγγραφή. Βγάζουμε... Τότε ήταν οι κασέτες. Βγάζουμε... Έβγαλε ο Δημήτρης γιατί είχε τη δυνατότητα, είχε 4, 5 ντεκ που είχε εκεί πέρα και έκανε εγγραφή από 1 σε 5, παράδειγμα. Και είχαμε βγάλει γύρω στις εκατό-διακόσιες κασέτες τις οποίες πουλήσαμε για τον σύλλογο, περισσότερο για να απλωθεί η γνώση και η τέτοια. Έχω ακούσει ανθρώπους να κλαίνε στο τηλέφωνο... Ο Γιώργος ο Ζούκας, ο ξάδερφός μου, να με παίρνει και να κλαίει γιατί είχε ν’ ακούσει τα κάλαντα αυτά είκοσι-τριάντα χρόνια! Και μετά, το 1989 είχαμε αρχίσει πουλούσαμε τις κασέτες... Πουλούσαμε... Πουλούσαμε για οικονομική ενίσχυση –όχι για προσωπική σχέση– του Συλλόγου. Την Πρωτοχρονιά του 1990 –όχι την παραμονή, την Πρωτοχρονιά– είχαμε πάει εγώ, ο Δημήτρης ο Κακαζιάννης και ο Βασίλης ο Παπατζέλος είχαμε πάει στον Βόλο σε ένα μαγαζί να πιούμε ένα κρασάκι. Και γυρίζοντας απ’ τον Βόλο... Να δεις τι συγκλονιστικές στιγμές, Μαρία, είναι τώρα... Γυρίζοντας με τον Δημήτρη, ο Βασίλης είχε φύγει με το δικό του αμάξι, με τον Δημήτρη, με το αγροτικό του, πιάνουμε Δεύτερο Πρόγραμμα και έλεγε τότε το Δεύτερο Πρόγραμμα... Ήτανε μία εκπομπή που έλεγε: «Πάρτε μας και πείτε μας τα ήθη και έθιμα του χωριού σας για την Πρωτοχρονιά, για το ένα, για το άλλο». Ε, ακούγαμε, βάζαν τραγούδια, βάζαν δημοτικά, βάζαν παραδοσιακά, βάζαν ό,τι ζήταγε ο καθένας, φτάνουμε, μου λέει ο Δημήτρης: «Πάμε να μιλήσουμε». Τότε το Δεύτερο Πρόγραμμα έβγαινε παγκόσμια μέσω των βραχέων κυμάτων... Εκείνη τη βραδιά, εκείνες οι εκπομπές του ήταν μέσω των βραχέων κυμάτων, που ακουγόταν παγκόσμια. Δηλαδή ακούγαμε από τη Σπάρτη την τάδε, από τον Καναδά τον τάδε, από την Αυστραλία τον τάδε, από δω, από τη Γερμανία τον τάδε... Διάφοροι λέγανε ευχές, λέγανε τέτοια. Γυρίζουμε στο σπίτι, αυτή η τέτοια ήταν γύρω στις δωδεκάμισι το βράδυ. Προσπαθούσε ο Δημήτρης να βγάλει, κάποια στιγμή βγάζει, λέει ότι είμαστε από τον Ριζόμυλο Μαγνησίας, έχουμε τα παραδοσιακά κάλαντα της Ανατολικής Ρωμυλίας και είπε το «Άνοιξε κυρά μ’ την πόρτα σου», έβαλε ένα, γιατί δεν είχαν χρόνο να βάλουν πολύ. «Είμαστε αυτοί, είμαστε ο Πολιτιστικός Σύλλογος», «είμαστε αυτοί, είμαστε στον Ριζόμυλο», «αυτά είναι ένα απ’ τα έθιμα του χωριού μας»... Ακούγεται παγκόσμια, κλείνει το τηλέφωνο ο Δημήτρης και τότε συνειδητοποιούμε τι έχουμε κάνει. Τότε, το 1989, η μεγαλύτερη απήχηση που μπορούσες να έχεις είναι να το γράψει στις εφημερίδες του Βόλου και να το μάθει η περιοχή. Και τότε καταλάβαμε ότι κάναμε κάτι πολύ μεγάλο. Για τα χρόνια εκείνα, ακούστηκε παγκόσμια το χωριό μας. Μιλάμε, Μαράκι, αγκαλιαστήκαμε, ρίξαμε ένα κλάμα, αλλά είναι από τις στιγμές που αξίζουν στη ζωή και αξίζει η όποια προσπάθεια κάνουμε και ό,τι μπορούμε για τον τόπο μας. Κατάλαβες;
Φανταστικό!
Λοιπόν, τι άλλο έχουμε να πούμε; Α, για το τέτοιο, για το... Όσον αφορά την ιστορία του χωριού γενικότερα, εγώ, σου λέω, είχα ξεκινήσει απ’ το 1984... Υπάρχει χρόνος κάπου;
Όχι, όχι, μια χαρά, μια χαρά είμαστε.
Απ’ το 1984 είχα ξεκινήσει την έρευνα. Μάζευα συνέχεια, διάφορα, δηλαδή όλα αυτά κατά 90% είναι δικά μου. Να μην είμαι και υπερβολικός και πω 99, που είναι, αλλά τέλος πάντων. Το κάνω γιατί μ’ αρέσει! Και κάποια στιγμή... Εν τω μεταξύ, ξέχασα να πω ότι, εκτός απ’ όλα αυτά, έχω και μια ψιλοτρελίτσα, ζωγραφίζω κιόλας. Από πιτσιρικάς ξεκίνησα. Έχω πάρει ένα πτυχίο της ABC με αλληλογραφία. Μη νομίζεις, Μαρία, τον καθηγητή μου δεν τον ξέρω ακόμα, μετά από τόσα χρόνια. Μου στέλναν ένα βιβλίο, μας βάζαν κάποιες ασκήσεις, τις στέλναμε και μας διορθώναν. Αυτό ήταν. Δέκα βιβλία. Από φοιτητής. Έχω κάνει μια πρώτη έκθεση ζωγραφικής, εκεί απέναντι, το 1985, εκεί στο μπλε, εκεί πέρα, Μαράκι. Το 1985 η πρώτη έκθεση ζωγραφικής. Είχα εκθέσει γύρω στα τριάντα-τριάντα πέντε εργάκια –μικρά, μεγαλούτσικα τέτοια–, είχα πουλήσει τα τριάντα. Μετά το 1989 πάλι –είδες πόσο κομβική είναι το 1989;–, το 1989 γίνεται μία έκθεση ζωγραφικής στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων –στη Σχολή Ευελπίδων, νομίζω, είναι αυτό– απ’ τον Σύλλογο Βελεστινιωτών Αθήνας με όλους τους ερασιτέχνες ζωγράφους του Βελεστίνου και της περιοχής Βελεστίνου. [00:30:00]Εγώ, επειδή ήδη έγραφα στη «Φωνή του Βελεστίνου», που έβγαζε αυτός ο Σύλλογος από το 1985, και τα ’χω όλα αυτά τα κιτάπια –για το χωριό έγραφα εγώ–, με καλέσαν κι εμένα και συμμετείχα στην έκθεση το 1989 μαζί με τέσσερις-πέντε ακόμα ζωγράφους του Βελεστίνου, κυρίως, και άλλους που μέναν στον Βόλο με καταγωγή απ’ το Βελεστίνο. Δεύτερη έκθεση... Μετά, αυτή η έκθεση τις επόμενες χρονιές ξαναέγινε στο ισόγειο του Δημαρχείου του Βελεστίνου και η τελευταία έκθεση που έχω κάνει, η ατομική, είναι το 2010 στον Πολιτιστικό Σύλλογο, που έκθεσα γύρω στα εξήντα-εξήντα πέντε εργάκια. Εντάξει, αρκετά καλά πήγε κι αυτή, αλλά συνεχίζω, Μαρία, και ασχολούμαι με τα πάντα. Όπως είδες πριν, έχουμε κάνει και τις μακέτες... Αυτά είναι μέσα στην έρευνα. Δηλαδή, άμα δεις τη χρονολογία που έγινε η μακέτα της βρύσης του δημοτικού σχολείου, είναι απ’ το 2000, είναι είκοσι δύο χρόνια που την έχω κάνει. Αυτά είναι τα γούστα. Δηλαδή ψάχνω, βρίσκουμε... Τώρα κάνουμε μια προσπάθεια αυτή τη βρύση... Επειδή ξέρουμε πού είναι –την έχουμε σκανάρει με το τέτοιο, την έχουμε σταντάρει πού είναι–, ψάχνω να βρω κάποιες φωτογραφίες απ’ αυτή, γιατί το παράδοξο είναι ότι, ενώ εγώ ξέρω ότι υπάρχουνε φωτογραφίες, δεν μπορεί να μου δώσει κανένας, δεν μπορούμε να βρούμε κάπως φωτογραφία... Για να το διεκδικήσουμε να την αναδείξουμε, να τη φράξουν εκεί πέρα και να φαίνεται. Γιατί στο χωριό, καλώς ή κακώς, τα περισσότερα παλιά έχουν γκρεμιστεί. Έχουν καταστραφεί. Όπως καταστράφηκε και το ρουμάνι, γιατί όλοι οι αγρότες... Ίσκιωνε το δέντρο, το κόψανε για να απλώσουν... Γιατί παλιά, εκεί που είναι η στροφή του Ρομφαία... Πού είναι τα φωτοβολταϊκά τώρα; Εκεί είχε τόσα πολλά δέντρα, δεν έβλεπες, και πέρναγε και το νερό απ’ το Κεφαλόβρυσο, που περνούσε μέσα απ’ το χωριό και κατέληγε στην Κάρλα... Αλλά σιγά σιγά τα χαλάσαν. Και, άλλη μια προσπάθεια που έκανα, έχω σώσει, μέσα σε εισαγωγικά... Άμα δεις φωτογραφίες κάτω εκεί πέρα στο τέτοιο, και εκεί και πάνω, είναι πλίθινα τα οποία τα έσωσα φωτογραφικά. Δηλαδή... Θα σου πω ποια είναι ζωντανά τώρα, ποια έχουν κατεδαφιστεί. Απλά έμεινε μια ιστορική... Γι’ αυτό και έγινε και ο συνδυασμός και κάναμε αυτό το πλίθινο με τον Γιάννη. Είπε ο Γιάννης να κάνουμε ένα παλιό όπως ήταν το σπίτι και να φανταστείς ότι κάναμε ακόμα και τις φωλιές για τα χελιδόνια, άμα τις βλέπεις εκεί πέρα. Και τι άλλο λέγαμε τώρα; Α, ναι, όλο αυτό το υλικό, μετά την έκθεση του ’10, μίλησα με τον Δημήτρη τον Καραμπερόπουλο, τον Πρόεδρο του Συλλόγου Βελεστινιωτών, και με προσκάλεσε να μιλήσω σε ένα απ’ τα συνέδρια ΥΠΕΡΙΑ, που γίνονται κάθε τρία-τέσσερα χρόνια. Είναι... Πώς λέγεται; Συνέδριο Φεραί Βελεστίνου ΥΠΕΡΙΑ. Και πήγα και μίλησα το 2012, τον Οκτώβριο μήνα, για τα στοιχεία που είχα συγκεντρώσει για τον Ριζόμυλο τότε. Καλά, η ομιλία μου ήταν γύρω στο τέταρτο με είκοσι λεπτά, γιατί μας είχε βάλει και χρονοχρέωση, που λένε, τότε. Τέλος πάντων, κατάφερα μέσα σε αυτά τα λεπτά να αναδείξω και το χωριό και το μαρτυρικό χωριό και ό,τι είχα, δηλαδή μια άποψη πολύ καλή. Και είχα την ευχαρίστηση να πάρω τα συγχαρητήρια –δεν θυμάμαι τα ονόματα μόνο– δύο καθηγητών πανεπιστημίου. Ο ένας ήταν καθηγητής πανεπιστημίου του Ιστορικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Μακεδονίας... Τώρα υπάρχει; Όχι Μακεδονίας... Πειραιά! Δεν ξέρω το τμήμα. Και η άλλη ήταν απ’ το... Αριστοτέλειο; Δεν θυμάμαι. Αλλά πήρα τα συγχαρητήρια για την παρουσίαση. Την έχω μέσα, Μαρία, θα τη δεις και αυτή την παρουσίαση. Μαρία μου, σε γενικές γραμμές αυτά. Για τη ζωγραφική είπαμε, για τις μακέτες... Οι μακέτες, σου λέω, είναι προσπάθεια να διατηρήσουμε και να μάθουν και οι νεότεροι και να θυμηθούν και οι παλιότεροι. Α, και μετά ξεκινάμε, απ’ το 1981, πριν έρθω ακόμα στην Κοινότητα... Εγώ ήμουνα τότε φοιτητής στη Λάρισα. Έμενα στη Λάρισα, κατέβαινα κάθε Παρασκευή στη στάση, απέναντι απ’ το μαγαζάκι του Γουτούλη, εκεί πέρα, ήταν η Ζωή, δούλευε. Όλη η παλιοπαρέα εκεί, πηγαίναμε πίναμε τσιπουράκια... Και τότε είχε κάνει μία πτώση, μία κοιλιά, ο Πολιτιστικός Σύλλογος, γιατί ο Γιάννης ο Καραμπουτάκης, ο παλιός Γραμματέας, που ήταν Πρόεδρος, είχε μείνει μόνος ουσιαστικά. Δηλαδή είχαν φύγει οι άλλοι, οι περισσότεροι είχαν φύγει από το χωριό, είχαν πάει οπουδήποτε, και ο άνθρωπος πάλευε, έκανε μία εκδρομή τον χρόνο ή τίποτα. Και κάποια στιγμή, εμείς είχαμε τώρα... Τότε ήταν και άλλα τα χρόνια, Μαρία, άλλα τα ιδανικά, άλλες οι βλέψεις του κόσμου... Όλη η παρέα η δικιά μου και άλλα παιδιά ξεκινήσαμε να κάνουμε τον Πολιτιστικό Σύλλογο, να τον ξαναπάρουμε, να αναδειχτεί, να το κάνουμε... Τελικά, μαζευόμαστε κάποια στιγμή το 1981 –Νοέμβριο, κάπου εκεί πέρα–, πηγαίνουμε στον Γιάννη τον Καραμπουτάκη –ήταν Γραμματέας στην Κοινότητα, πριν από μένα, εγώ, σου λέω, τότε ήμουνα φοιτητής ακόμα, δεν είχα πάει ούτε καν φαντάρος–, μαζευόμαστε εκεί πέρα, του λέμε: «Γιάννη είμαστε αυτοί -δεκαπέντε-είκοσι άτομα, όλη η παρέα, αγόρια-κορίτσια-, είμαστε αυτοί, θέλουμε να ασχοληθούμε με τον Πολιτιστικό Σύλλογο. Πώς θες; Θα μας δώσεις τα κλειδιά -που λένε-, θες να κάνουμε εκλογές;». Βάζει τα κλάματα ο Γιάννης απ’ τη συγκίνηση, μας έδωσε εν λευκώ τον Σύλλογο και τότε του είχαμε υποσχεθεί –εγώ, προσωπικά, είχα υποσχεθεί και του το λέω και το θυμάται– ότι θα κοιτάξουμε να δικαιώσουμε αυτή την επιλογή σου, ότι μας δίνεις, μας εμπιστεύεσαι τον Σύλλογο. Και, Μαρία, απ’ το 1981-82, ουσιαστικά, που ξεκινήσαμε, πιστεύω ότι καλά πήγαμε μέχρι τώρα, αλλά –για να δεις πώς ξεκινάει το καρναβάλι τώρα– μέχρι τότε Καθαρά Δευτέρα στο χωριό κρεμάγαν τα σκυλιά, ήταν το έθιμο με το κρέμασμα των σκυλιών. Το κρέμασμα των σκυλιών, ουσιαστικά, ήταν ένα έθιμο το οποίο πίστευε ο κόσμος –και είναι διασταυρωμένο αυτό που σου λέω– ότι... Κατ’ αρχάς, τα σκυλιά δεν παθαίναν τίποτα, απλά ζαλιζόταν και πέφταν απάνω σε ένα πυκνό στρώμα άχυρο. Ήταν δύο τρίποδα, είχαν μια τριχιά μέσα και, όταν τραβάγαν τα σκοινιά και άνοιγαν οι τρίποδες αυτοί, το σκυλί περιστρεφόταν, τιναζόταν λίγο πάνω και έπεφτε σε ένα άχυρο χοντρό. Περισσότερο τρομάρα ήταν, αλλά αυτό το είχαν οι παλιότεροι –και είναι ένα έθιμο που ήρθε από την Ανατολική Ρωμυλία και εμμέσως έχουμε αναφορές και απ’ τους Ρωμαίους ότι υπήρχε κάτι ανάλογο– ότι μ’ αυτό το τέτοιο τα ζώα, τα σκυλιά εν προκειμένω, γλιτώναν απ’ τη λύσσα. Ήταν δηλαδή κάτι σαν ιατρικό, σαν φάρμακο. Τέλος πάντων. Αλλά από ένα σημείο και μετά έγινε μέρος της διασκέδασης –γιατί βλέπαν τα σκυλάκια που τρέχαν τέτοιο– του τότε. Εν τω μεταξύ, είχε ξεκινήσει και το φιλοζωικό κίνημα και υπήρχαν ήδη προβλήματα... Ακουγόταν φωνές, δεν υπήρχε πρόβλημα. Και εμείς τότε, όταν ξεκινήσαμε το 1981-1982 –ο Γιάννης είχε έρθει οριακά, τα ’χαμε ξεκινήσει αυτά–, αποφασίσαμε και είπαμε ότι «κοιτάξτε, καλό αυτό το έθιμο, αλλά εμείς λέμε να το καταργήσουμε ή να το κάνουμε εικονικό, δηλαδή να πάρουμε ένα κουκλάκι, αυτά τα πάνινα, να το βάλουμε για να δείχνει. Παρ’ όλα αυτά, εμείς θα κάνουμε καρναβάλι, θα κάνουμε παρέλαση». Και ξεκινήσαμε, Μαρία, το 1982-83 –κάπου εκεί μέσα, τώρα τη χρονιά δεν τη θυμάμαι ακριβώς– και ξεκινήσαμε και κάναμε τον πρώτο Καρνάβαλο με τη φρέζα του Τάκη του Μπάτη τη μεγάλη, τη ντύσαμε, την κάναμε διάφορα, ένα κάρο παλιό το κάναμε σπιτάκι, τα παιδιά συμμετοχή πολλή ήταν, την επόμενη χρονιά κάναμε κάτι καλύτερο, μετά αρχίσαμε να κάνουμε κατασκευές, μετά το μεγαλώσαμε, μετά είχαμε και τη δυνατότητα από την κοινότητα, μας έκανε κάποιες καρότσες χαμηλές, που κάνουμε και στήνουμε, ακόμα και τώρα δηλαδή, κάποια πράγματα... Μετά άρχισε και μεγάλωσε και αρχίσαμε και παίρναμε φελιζόλ όγκους και παίρναμε και φελιζόλ και χτίζαμε και έχουμε κάνει και γλυπτά, έχουμε κάνει και έχουμε δώσει... Αναδείξαμε και κάποια πράγματα τα οποία δεν τα ήξερε ο κόσμος, δηλαδή δεν θυμόταν την αρκούδα με τον αρκουδιάρη. Έχω κάνει... Περιαυτολογώ, αλλά, εντάξει, είμαι περήφανος γι’ αυτά που λέω... Έχω κάνει έναν γύφτο –χωρίς τέτοιο– με μία αρκούδα, πώς ερχόταν με το ντέφι, πώς χτύπαγε το ντέφι και πώς χόρευε η αρκούδα. Και όλο αυτό το κάναμε... [00:40:00]Έκανα αρκούδα μεγάλη, δύο μέτρα, και τον άνθρωπο κι αυτόν γύρω στο ενάμισι-δύο μέτρα, να έχει το ντέφι στο χέρι, και την αρκούδα την κάναμε έτσι που κουνιόταν πάνω στο άρμα, με τη βοήθεια του Τάκη του Κλιούμη, που βρήκαμε έναν συνδυασμό. Δηλαδή γινόταν πραγματική αναπαράσταση. Και θα σου δείξω μετά πώς κάναμε την αναπαράσταση την τριλογία –το όργωμα, τη σπορά και τον θέρο– στον κάμπο με φελιζόλ. Δηλαδή θα δεις τα αγάλματα χτισμένα από φελιζόλ –γιατί παίρναμε όγκους φελιζόλ– και το κάναμε γλυπτό. Αυτό μ’ ένα ειδικό σύρμα που καιγόταν –σαν βούτυρο καίγεται τα φελιζόλι– γινόταν οι κατασκευές. Αλλά, εντάξει, ήθελε εργατοώρες και με μάσκες, Μαρία, τότε, γιατί ήταν και πάντα χειμώνας το καρναβάλι... Καταφέραμε κατά 90%, κατά 80%, και δείξαμε στους κατοίκους πώς γινόταν παλιότερα. Πέρα από αυτά, έξω απ’ τις κατασκευές, υπήρχε και συμμετοχή άπειρη. Πιστεύω, και συ, κάποια στιγμή, έχεις περάσει απ’ το καρναβάλι, ξέρεις τι γινότανε παλιότερα. Ο πατέρας σου ήταν εδώ, ήταν δηλαδή παρόντες κι αυτοί... Τα γλέντια που γινόταν, η συμμετοχή που γινόταν, στη φωτιά το βράδυ, στον χορό μετά, στο καρναβάλι, στα διόδια που βάζαμε πάνω, που κλείναμε τον δρόμο, άμα δεν πέρναγαν, στη Βόλου-Λαρίσης... Επικίνδυνα πράγματα τότε, αλλά πού καταλαβαίναμε εμείς από επικίνδυνα και από τέτοια... Τέλος πάντων, δηλαδή όλα αυτά, και οι κατασκευές και ο συνδυασμός με τα παιδιά και με τα πιτσιρίκια, απ’ το νηπιαγωγείο μέχρι μεγάλοι, ντυνόταν καρναβάλι, με το δικαστήριο εδώ, με τη φασολάδα, με τις λαγάνες, γινόταν ένα πανηγύρι... Θα σου δείξω φωτογραφίες πώς ήταν οι Απόκριες παλιότερα, τι κόσμο είχε. Δεν έπεφτε καρφίτσα στα δώδεκα στρέμματα πλατείας που έχουμε στο χωριό.
Που είπατε πριν... Τι βάζατε στον Βόλου-Λαρίσης;
Διόδια! Σταματάγαμε... Ήταν δυο ομάδες –μία στη μία είσοδο του χωριού και μία στην άλλη είσοδο– και σταματάγαν... Πηγαίναν τώρα ντυμένοι καρναβάλια και σταματάγαν... Είχαμε κάποια τέτοια... «Για να περάσεις θα μου δώσεις ένα ευρώ», παράδειγμα. Ή εκατό δραχμές παλιότερα, πολύ παλιότερα. Εντάξει, ο κόσμος ανταποκρινόταν. Εντάξει, υπήρχαν και κάποιοι οι οποίοι δυσανασχετούσαν, αλλά τώρα, αφού ξεκινάς να πας βόλτα Καθαρά Δευτέρα, εκεί θα κολλήσεις, στο ένα ευρώ που θα δώσεις στα παιδιά για να βοηθήσεις; Τέλος πάντων, αυτό το σταματήσαμε γιατί μετά άρχισαν και γινόταν επικίνδυνα τα πράγματα –αυξήθηκαν και οι ταχύτητες, αυξήθηκαν και τα τέτοια– και ηρεμήσαμε, κάναμε έτσι μια γύρα... Σε όλα αυτά τα καρναβάλια είχαμε πάντα τη συμπαράσταση της Κοινότητας, του Δήμου Κάρλας –με κάποια ταρακουνήματα κάποιες χρονιές, άσχετο– και, όσο ήμασταν, και του Δήμου Ρήγα Φεραίου, μέχρι που φτάσαμε, Μαρία, το 2018, που κάναμε... Το ’19 κάναμε; Το ’18, που κάναμε το τελευταίο καρναβάλι με τον Γιάννη... Αλλά, άμα σκεφτείς, Μαρία, ότι ασχολούμαστε με το καρναβάλι απ’ το 1982 και έχουμε 2022, είναι αισίως τριάντα εννιά με σαράντα χρόνια. Και, επειδή είμαστε και πολύ πιτσιρικάδες, εγώ είμαι ήδη 22 χρονών, έχουμε πολλά δηλαδή... Έχουμε περάσει πολλά, μπήκαμε πιτσιρικάδες, ασπρίσαν τα μαλλιά μας, δηλαδή κάπου αρχίσαμε να κουραζόμαστε. Α, δεν είπα και για τον εαυτό μου! Είμαι παντρεμένος με την Αγγέλα τη Λιάκα –τα ξεχάσαμε αυτά στην αρχή–, την Αγγέλα τη Λιάκα του Θεοδώρου, η οποία είναι φιλόλογος. Η κόρη μου είναι φοιτήτρια, τώρα είναι στο τέταρτο έτος στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, στο οποίο έχω την τιμή και την περηφάνια να την έχω δει ότι πέρασε δεύτερη στη σχολή. Ήταν πρώτη απόφοιτος του Λυκείου Βελεστίνου με 19,9 και 18.340 μόρια, πρώτη απ’ το Λύκειο Βελεστίνου στις Πανελλήνιες Εξετάσεις το 2018. Είμαι περήφανος και για τη γυναίκα μου και για το παιδί μου και γενικά για την οικογένειά μου, ότι είμαστε αυτοί... Πώς το λένε, «δεν έχω πειράξει άνθρωπο»; Προσπαθούμε όλοι για το καλό και θέλω γύρω μου ανθρώπους να χαμογελάνε μόνο. Χωρίς κάτι άλλο.
Σωστό. Μπράβο!
Μαρία μου, δεν ξέρω. Α, κάτσε, έχουμε ξεχάσει και το τέτοιο. Το 1993 ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ριζομύλου, με εκπρόσωπο τον Γιάννη τον Λουλούδη, τον Γιώργο τον Εγγλέζο –ήταν, ναι, τότε Πρόεδρος– και εμένα, έχουμε πάει στο Κιλκίς, στην πρώτη Καταστατική Συνέλευση της ΠΟΣΑΡ, της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Ανατολικής Ρωμυλίας... Είμαστε απ’ τα ιδρυτικά μέλη και εκεί! Και, σου λέω, έχω κι εκεί την τιμή, γιατί όλες αυτές τις συμμετοχές τις θεωρώ ύψιστη τιμή στο πρόσωπό μου, και για την επιλογή που μου κάνουν, αλλά και για τη συγκυρία να είμαι παρών σε κάποια σημαντικά σημεία του χωριού μου, και χρονικά σημεία του χωριού μου. Μαράκι μου, πιστεύω, τα έχω πει τα περισσότερα–
Ωραία...
Δεν έχω κάτι… Α, έχω κάνει κι ένα τέτοιο, Μαράκι, συγγνώμη… Α, ναι. Έχω συγκεντρώσει κάποιες παλιές λέξεις από μόνος μου και τις έχω κάνει μια ψιλο-μετάφραση, παλιές ντόπιες, ντοπιολαλιάς. Τώρα, είναι σωστές, είναι λάθος; Δεν ξέρω. Κάπου τα ’χω συγκεντρώσει αυτά. Α, και τώρα έχω καμιά τριετία-τετραετία, συμμετέχω στην προσπάθεια που κάνει η Θεατρική Λέσχη του Βελεστίνου –πώς τη λένε; «Αειράνη», νομίζω; δεν θυμάμαι, δεν το θυμάμαι, τέλος πάντων–, τους έχω κάνει κάποιες ζωγραφιές... Όχι ζωγραφιές... Κάποιες κατασκευές, δηλαδή κάποια κεραμίδια, κάποια παντζούρια που θέλαν, τώρα τους ετοιμάζω ένα περίπτερο που θέλουν να κάνουν γιατί θα ανεβάσουν ένα έργο σε ένα μήνα περίπου... Αυτά.
Πολύ ωραία, κύριε Λάμπρο. Να σας ρωτήσω κι εγώ;
Ό,τι θες, Μαρία μου.
Το καρναβάλι, που τώρα πλησιάζει κιόλας, είναι τώρα οι μέρες, έχει ανοίξει, πώς το θυμάστε παλιά; Δηλαδή μας είπατε για τα σκυλιά. Τι άλλο γινότανε; Για το δικαστήριο. Τι ακριβώς είναι;
Αυτό, σου λέω... Τα σκυλιά ήταν κάτι το οποίο προσπαθήσαμε να το καταργήσουμε με την αυθεντική τέτοιο, με την παρουσίαση με αληθινό σκυλί. Τα καρναβάλια τότε, και γενικότερα όλο αυτό το στήσιμο, ήταν το εξής, Μαρία. Κατ’ αρχάς, ετοιμάζαμε, ένα μήνα πριν τουλάχιστον, κάποιες κατασκευές και ο Γιάννης, κατά βάση, επειδή είχε τα παιδιά απ’ το χορευτικό τμήμα, τα οποία τα ήξερε και ήξερε ποιος μπορεί, ποιος δεν μπορεί, έκανε κάποιες ομάδες... Εγώ δηλαδή ασχολούμουν κατά βάση με κατασκευές και με κάποια πράγματα, με αυτά τα γλυπτά και τα τέτοιες που δείχναμε και με τα πανό που έγραφα με μαρκαδόρο και ερχόταν τα πιτσιρίκια και μαλώναν ποιο θα πρωτοβάψει το κόκκινο και το πράσινο και το κίτρινο χρώμα... Αυτό ήταν η προετοιμασία. Οι εκδηλώσεις του καρναβαλιού ξεκινούσαν απ’ την... Αρχικά, για κάποια χρόνια –πάνω από δέκα-δεκαπέντε χρόνια–, το Σάββατο ή την Κυριακή το πρωί της Αποκριάς έκανα και κάτι άλλο, έκανα και το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού, που έβαζα σημάδια μέσα στην πλατεία, συμμετείχαν οι τρεις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου –Τετάρτη, Πέμπτη, Έκτη–, έβαζα σημάδια και καταλήγαν κάπου και μία ομάδα έβρισκε ένα μπλε χαρτί, ένα τέτοιο, και έπαιρναν σαν τάξη, τους δίναμε κάποια δώρα εκεί πέρα, κάποια για το σχολείο, για τέτοια... Γινόταν ένας πανζουρλισμός με την πιτσιρικαρία. Αυτό ξεκίναγε το Σάββατο, κατά βάση. Την Κυριακή το πρωί δεν είχαμε κάτι ιδιαίτερο, είχαμε ξεκούραση λίγο και τσιπουράκι εμείς που ασχολούμασταν όλο αυτό το διάστημα για την προετοιμασία. Την Κυριακή το βράδυ γινότανε η φωτιά, η κεντρική φωτιά στο χωριό, στον Σύλλογο μπροστά, εκεί που... Ακόμα και τώρα έχουμε προβλέψει να βάλουμε πυρότουβλα εκεί που την ανάβουμε. Η φωτιά αυτή ήτανε… Την κάναμε συνολικά, για να μαζευτεί όλο το χωριό, γιατί παλιότερα εγώ θυμάμαι ότι την Κυριακή της Αποκριάς σε όλο το χωριό ανάβαν δέκα φωτιές. Σε κάθε σταυροδρόμι, σε κάθε δεύτερο σταυροδρόμι, ανάβαν μία φωτιά η γειτονιά, η γειτονιά εκεί, η γειτονιά η άλλη, η γειτονιά η τρίτη, η τέταρτη. Και κάποια στιγμή λέμε εμείς, σαν Σύλλογος, να μαζέψουμε όλο το χωριό και να γίνει ένα πανηγύρι. Και γινόταν εδώ το πανηγύρι. Συγχρόνως, κάναμε τον διαγωνισμό καρναβαλιού. Από ένα σημείο και μετά βάζαμε τα παιδιά, μεγάλοι, μικροί, όποιος ήθελε ντυνότανε και, με τη βοήθεια του Δήμου, μας λέγανε, ας πούμε, «πάρε 50 ευρώ ο πρώτος», τυπικό, για να έχει συμμετοχή. Το βραδάκι καθόμασταν στις ταβέρνες. Τότε το χωριό περίμενε το καρναβάλι για να αναζωογονηθεί μέσα στον χειμώνα. Ιδίως τα μαγαζιά περιμέναν πώς και πώς. [00:50:00]Γιατί τότε, άμα σου πω ότι ερχόταν και πέντε χιλιάδες και τρεις χιλιάδες και επτά χιλιάδες κόσμος; Όλη η Μαγνησία ερχόταν εδώ! Και μετά ξυπνάγαμε τη Δευτέρα το πρωί. Ανεξάρτητα τι ώρα κοιμόμασταν την Κυριακή, εμείς 07:00 η ώρα ήμασταν κάτω στις αποθήκες, που είχαμε προετοιμάσει τα θέματα, αρχίζαμε τα στήναμε στον κεντρικό δρόμο, γύρω στις 11.00-12.00 γινόταν η παρέλαση. Από ένα σημείο και μετά συνεννοούμασταν και με τα παιδιά της Ευξεινούπολης, να μην πετύχουν και οι δυο οι παρελάσεις. Και πολλές φορές, νομίζω, τα παιδιά της Ευξεινούπολης το κάναν το απόγευμα, στις 15.00. Οπότε ερχόσουνα εσύ, Μαρία, στον Ριζόμυλο, έβλεπες το καρναβάλι, μετά πήγαινες και στην Ευξεινούπολη και τα ’βλεπες όλα, που λένε. Ξεκίναγε η παρέλαση, πέρναγε, μετά ερχόταν όλος ο κόσμος... Η παρέλαση, τώρα, ήτανε με μουσική από μεγάφωνα, με πανό που τα φτιάχναν τα παιδιά, ουσιαστικά –εγώ τα έγραφα με τον μαρκαδόρο, τα παιδιά τα φτιάχναν, τις κατασκευές αυτές που φτιάχναμε ανά τέτοιο–, θέματα που συμμετείχαν παιδιά, μεγάλοι, που κάναν τους μπεκρήδες, που κάναν τους χορευτές, διάφορα θέματα... Τα πιτσιρίκια... Είχαμε διάφορα θέματα. Μετά τελείωνε η παρέλαση, ερχόμασταν μέσα στην πλατεία το χωριού, στο κέντρο, στο οποίο είχαμε στήσει μία κρεμάλα, αλλά σου είχα πει με ένα λούτρινο κουκλάκι για σκυλάκι, για να δείξουμε την κίνηση που γινόταν. Συγχρόνως, στήναμε το δικαστήριο, στο οποίο δικαστήριο δικαζόταν όλοι οι γαμπροί οι καινούργιοι που ερχόταν στον Ριζόμυλο. Δηλαδή, άμα κάποιος παντρευόταν, αρραβώνιαζε μια κοπέλα ή ανάποδα, μια κοπέλα ένα παιδί εδώ πέρα, όποιος ήταν γαμπρός ή νύφη ξένος –ξένος... εκτός απ’ το χωριό και ερχόταν στο χωριό–, τον συλλαμβάναμε εμείς, κατά βάση από τον Σύλλογο, τον πηγαίναμε και λέγαμε: «Μαρία, για να σε αφήσουμε, θα μας δώσεις ένα ευρώ», παράδειγμα. Εντάξει, όλο αυτό ήταν μια προσπάθεια έμμεσης οικονομικής ενίσχυσης του Συλλόγου. Και μετά ξεκίναγε ο χορός γύρω από την κρεμάλα και μετά όλοι καταλήγαμε για κάνα τσιπουράκι, για κάνα τέτοιο μέχρι την Τρίτη το πρωί! Γιατί τότε έχουμε ρίξει χορούς, Μαρία, μέχρι 00:00 το βράδυ. Δηλαδή να ’σαι απ’ τις 06:00 το πρωί μέχρι τις 00.00 σερί και να ’χεις πιει και πέντε-έξι τσιπουράκια. Δηλαδή το καρναβάλι το θεωρούμε κομβικό σημείο για το χωριό και, εκτός του ότι αναδεικνύεται και το χωριό, ακούγοντάς το, ότι «κοίταξε, στο καρναβάλι του Ριζομύλου»... Άλλοι έχουν θετικές… Οι περισσότεροι έχουν θετικές απόψεις, υπάρχουν κι άλλοι που, εντάξει, οτιδήποτε... Αλλά έξω η φήμη είναι φήμη. Είτε καλή είτε άσχημη, είναι καλή. Θεωρούμε ότι αναδείξαμε και το χωριό μας. Πάντα, αυτό πρέπει να το ομολογήσουμε, ότι ήταν ιδέα του Γιάννη του Λουλούδη... Το αντάμωμα που κάνουμε των Φίλων της Παράδοσης, κάθε Αύγουστο, εκτός από τώρα τελευταία. Που είχε ξεκινήσει απ’ τον Βόλο το πρώτο αντάμωμα, απ’ τους γυμναστές του Βόλου, μετά πήγαμε στο Παλιούρι πάνω –που είχα την τιμή να είμαι κι εγώ εκεί πέρα, με τον Γιάννη, στο δεύτερο αντάμωμα–, και μετά το αναλάβαμε εμείς σαν Πολιτιστικός Σύλλογος. Και στο οποίο αντάμωμα –Μαρία, πιστεύω, έχεις έρθει–, μαζεύει περίπου πάνω από χίλια άτομα, χίλια διακόσια άτομα, γεμίζει η μισή πλατεία, δουλεύουν όλα τα μαγαζιά, χορεύουμε απ’ το απόγευμα μέχρι τις έξι η ώρα το πρωί. Και καλά περνάμε και μας έρχεται κόσμος κι απ’ όλη τη Θεσσαλία, πιστεύουμε. Και έχουμε κάνει το χωριό σημείο αναφοράς. Και συνεχίζοντας αυτό το σημείο αναφοράς, για να μη το παρατήσουμε και μας πάρουν πίσω όλα τα πράγματα, Μαρία, αποφασίσαμε με τον Γιάννη το Λουλούδη, τον χοροδιδάσκαλο του Πολιτιστικού Συλλόγου, πρώην Πρόεδρο και Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, που είμαστε μαζί, εδώ και δύο χρόνια, τρία, σκεφτήκαμε να κάνουμε το Λαογραφικό Μουσείο, το Ιστορικό-Λαογραφικό Μουσείο, στο οποίο, Μαρία, είμαστε τώρα και μιλάμε. Ξεκινήσαμε δειλά δειλά και όλα ξεκίνησαν... Ήμασταν μια μέρα, ένα βραδάκι, στον Πολιτιστικό Σύλλογο και μας είχαν περισσέψει κάτι φελιζόλ –δεν θυμάμαι από τι, κάτι είχαμε κάνει και μας είχαν περισσέψει κάτι φελιζόλ, κάποια φελιζόλ– και εγώ στην πλάκα ξεκινάω, του λέω: «Γιάννη, να κάνουμε έναν φούρνο;». Αυτό τον φούρνο που έχουμε μέσα, ο οποίος είναι χάρτινος και με φελιζόλ, είναι συνδυασμός ένα τέτοιο. Και ξεκίνησα να κόβω φέτες εκεί πέρα και άρχισε μια πρώτη κουβέντα... Γιατί περιττό να σου πω ότι, απ’ το 1982, τα αρχικά μας σχέδια, όλη η ομάδα που ξεκινήσαμε, και μετά και με τον Γιάννη, ήταν να κάνουμε κάποια στιγμή ένα μουσείο για να κρατήσουμε κάποια πράγματα, να μάθουν οι νέοι, να θυμηθούν οι παλιοί... Έρχονται εδώ πέρα και κλαίνε, Μαρία. Μπαίνουν μέσα και κλαίνε εδώ μέσα, από συγκίνηση οι παλιοί. Και έτσι ξεκίνησε, δειλά δειλά. Πριν από τρία χρόνια, νομίζω, γύρω στον Οκτώβριο, κάναμε τον φούρνο, μετά κάναμε τη βάση του φούρνου με φελιζόλ και με χρώματα πλαστικά που τα βάφουμε, μετά ξεκινήσαμε να κάνουμε τον μύλο, τον νερόμυλο που είχαμε παλιά... Για να καταλαβαίνουν γιατί κάνουμε τον νερόμυλο... Παλιά υπήρχαν δύο μύλοι, δύο νερόμυλοι μέσα στο χωριό. Ο ένας είναι όπως πηγαίνουμε, Μαρία... Πού είναι το Νηπιαγωγείο του χωριού; Ακριβώς απέναντι ήταν ο ένας ο νερόμυλος, τον οποίο έχω ζωγραφίσει εγώ κάποια στιγμή. Ένα σκιτσάκι είναι βέβαια, αλλά υπάρχει. Και ένας άλλος είναι... Πού είναι ο Παιδικός Σταθμός; Από πίσω στη γωνία ήταν πάλι ο νερόμυλος, στον οποίο... Θυμάσαι που σου έχω πει πριν από λίγο ότι έμενε ο παππούς μου και ο πατέρας μου; Εκεί μέναν, πίσω απ’ τον Παιδικό Σταθμό. Αυτοί οι δύο νερόμυλοι. Και περιττό να σου πω ότι ό,τι κάνουμε, σε κατασκευές και σε μακέτες και σε τέτοια, δεν τις κάνουμε του κεφαλιού μας, που λένε. Τις κάνουμε ρωτώντας. Και για τον μύλο. Ρωτήσαμε τον μπαρμπα-Βασίλη τον Βούσβουρα, ρωτήσαμε τους γείτονες εκεί, παλιότερους, νεότερους... Όλοι μας κατευθύναν... Τώρα, εντάξει, το ’χουμε πετύχει στο 90%, σαν φιλοσοφία πώς δουλεύει. Γιατί, άμα το πιάσεις, δουλεύει, γυρίζει το τέτοιο. Για να κάνω τη μακέτα το 2000, που έκανα της υπόγειας βρύσης του δημοτικού σχολείου, ρώτησα, με κατευθύναν, κάπως έτσι, κάπως αλλιώς, τη θυμόμουνα κι εγώ λίγο, την κάναμε. Το άλλο είναι από φωτογραφία, το αρτεσιανό. Άμα δεις τη φωτογραφία που είναι μπροστά, που είναι ο πατέρας μου, η μάνα μου και ο Τάκης ο Θεοχάρης με την κυρα-Ασπασία, φαίνεται από κάτω. Αλλά το θυμόταν και οι παλιότεροι. Για τη βρύση. Εκτός απ’ την τουλούμπα, το σύστημα της τουλούμπας, που είναι το αυθεντικό, όλο το άλλο είναι με φελιζόλ και με διαφάνεια –αυτό που είδαμε, Μαρία, πριν– για να φαίνεται το νερό. Είναι φελιζόλ και ζωγραφική. Εγώ θυμάμαι, βλέποντας αυτή την πλάκα κάτω, θυμάμαι το πατρικό μου σπίτι, γιατί είχαμε μία με ακριβώς τα ίδια χρώματα. Την κατάφερα και πέτυχα και τα χρώματα και μου γυρίζεις θύμησες παλιές. Και μετά, συγχρόνως, Μαρία, ξεκινήσαμε το μουσείο πάνω, αρχικά, γιατί εδώ που είμαστε ήταν το ΚΑΠΗ. Το ΚΑΠΗ ήταν ένας χώρος που ερχόταν στο τέλος τρία άτομα, ουσιαστικά. Αρχικά, έχει γίνει το μουσείο απάνω, στον πρώτο όροφο του Δημοτικού Κτιρίου του Ριζομύλου. Είναι ένα επιχορηγούμενο πρόγραμμα, να γίνει σκάλα πίσω, τα κιόσκια και τα τέτοια. Εντάξει, τα τιμήσαμε εκεί πέρα, δηλαδή έγινε αρχικά πάνω το μουσείο, το στήσαμε –θα σου δείξω φωτογραφίες και από αυτό–, αλλά, από ένα σημείο και μετά, επειδή το πάνω είναι δύσκολο και είναι δύσχρηστο και δεν είναι επισκέψιμο, δεν το βλέπει ο κόσμος να μπει μέσα, να ανοίξει την πόρτα, να πει: «Να δω, ρε παιδιά» ή να δείξεις αυτά που θες να δείξεις, κάναμε μία προσπάθεια, και με τον Πολιτιστικό Σύλλογο, κάναμε μία αίτηση στην Κοινότητα αν μπορεί να πάμε κάτω. Γιατί τότε είχε... Τώρα τελευταία έγινε αυτό... Υπήρχε και το πρόβλημα που πέθανε και ο Κώστας ο Τριανταφύλλου που το διαχειριζόταν... Εν τω μεταξύ, απ’ τους ηλικιωμένους ελάχιστοι ερχόταν πλέον –τρία άτομα, δύο άτομα–, οι οποίοι μπoρούσαν να πάνε και δίπλα σε μία καφετέρια άλλη. Κάναμε μία αίτηση, μέσω του Πολιτιστικού Συλλόγου, στην Κοινότητα –είπε ναι– στο Δημοτικό Συμβούλιο –είπε ναι– και αρχίσαμε και κάναμε όλη αυτή την κίνηση και στήσαμε αυτό εδώ πέρα. [01:00:00]Το οποίο, Μαρία, αν απάνω είχε μια επισκεψιμότητα –τα δύο χρόνια, απ’ το 2019, που γίναν τα εγκαίνια, μέχρι το 2021– αν είχε μία επσκεψιμότητα εκατό άτομα συνολικά, μαζί μ’ αυτούς που ήταν στα εγκαίνια, εδώ είχε μέχρι τώρα, γύρω στα… Απ’ τον... Να σου πω... Τρεις μήνες τώρα, πρέπει να ’χει γύρω στα πεντακόσια. Και, άμα δεις έξω που έχει λιακάδα, έχουν ήδη αρχίσει και συγκεντρώνονται οι κυρίες που θα πιουν ένα καφεδάκι. Να φανταστείς την πλατεία γεμάτη το καλοκαίρι, γεμάτη παιδιά, γεμάτη κόσμο, γεμάτη μανάδες, και τα μαγαζιά, τις ταβέρνες, που ξέρεις, Μαρία, δίπλα στο χωριό, να ’ναι γεμάτα κόσμο, και φαντάσου να είναι και το μουσείο ανοιχτό μέχρι κάποια ώρα, με τα φώτα του, με τους προβολείς του –που θα βάλουμε τώρα, δεν έχει τελειώσει ακόμα–, πόσο θα αναδειχθεί και η τοπική ιστορία και το χωριό και θα λένε... Ενδεχομένως θα γίνει και σημείο αναφορά... «Πάμε στον Ριζόμυλο, να φάμε καλό ψητό απ’ τις ταβέρνες που έχουν -όλες οι ταβέρνες έχουν πολύ καλό ψητό και κάτω εκεί τσιπουράκια και απ’ όλα έχει το χωριό μας-, αλλά θα πάμε να δούμε και το μουσείο. Άμα πάμε 08:00 η ώρα, 09:00, θα προλάβουμε να μπούμε μέσα. Ή και να μην προλάβουμε...». Γιατί αυτά θα μένουν ανοιχτά μέχρι κάποια ώρα, να είναι προσβάσιμα. Θεωρούμε, Μαρία, ότι κάναμε ένα σημαντικό βήμα να διατηρηθεί η ιστορία του χωριού, να αναδειχθεί και να είμαστε εμείς καλά. Εγώ, κυριολεκτικά, Μαρία, δεν θέλω κάτι. Δηλαδή μ’ αρέσει αυτό που κάνω, μ’ αρέσει που είναι αυτό που με γεμίζει. Ένα τελευταίο όνειρο, μια τέτοια που θέλω, επειδή έχω συγκεντρώσει ένα υλικό, κάποια στιγμή, άμα μπορέσω, άμα είμαστε καλά, άμα θέλει ο Θεός και είμαστε καλά, να βγάλω ένα μικρό βιβλίο, με την ιστορία, με το μαρτυρικό χωριό, με τα κάλαντα με όλα αυτά, να υπάρχει κι αυτό για να ’ρθεις εσύ, να ’ρθει το παιδί σου, να ’ρθει το εγγόνι μου, το έτσι, να τα δουν, για να διατηρηθεί η ιστορία.
Πάρα πολύ ωραία, κύριε Λάμπρο!
Μαρία μου, τώρα...
Πολύ συγκινητικά όλα, εντάξει...
Καταλαβαίνεις ότι... Κι έχουμε πει και με τον Γιάννη τον Λουλούδη –που, εντάξει, με τον Γιάννη μεγαλώσαμε μαζί, τώρα σαράντα χρόνια– ότι εμείς γι’ αυτό το μουσείο και για ό,τι έχουμε κάνει μαζί, κι εγώ, θεωρώ, και ό,τι έχω κάνει και μόνος μου, ακόμα και με τη Θεατρική Λέσχη και μ’ όλα αυτά, και με τη ζωγραφική, σ’ εμένα κυριαρχεί μία λέξη: «Μεράκι». Η ελληνική τέτοια... Το κάνεις γιατί γουστάρεις. Δεν θες να το κάνεις; Άσ’ το, ρε φίλε, μην το κάνεις. Άσ’ το. Πες τη Μαρία που ξέρει, πες τον Γιάννη που ξέρει, πες τον τάδε. Θες κάτι να κάνεις; Κάν’ το με μεράκι, να είναι όμορφο, να είναι τέτοια. Βλέπεις εδώ... Εντάξει, αντρική τακτοποίηση είναι–
Όχι, πολύ ωραίο.
Αλλά έχουμε και τη βοήθεια της Δάφνης του Ζλατούδη, η οποία μας έχει βοηθήσει εδώ πέρα να στήσουμε όλα αυτά, τον Κώστα τον Κακαζιάννη που έχτισε... Αυτό, η εκκλησία, ήταν η παλιά η φάτνη, η περσινή, και την πήραμε και τη διαμορφώσαμε και κάναμε εκκλησία και κάναμε και καμπαναριό και τέτοια... Δηλαδή, να πούμε, και τα παιδιά του Πολιτιστικού Συλλόγου βοηθήσαν, και στο κουβάλημα και στο στήσιμο και στο τέτοιο, και ο Αποστόλης ο Παπαπαναγιώτου και ο Μίμης ο Λουφόπουλος και η Κατερίνα η Σούκια, όλα τα παιδιά, και μικρά και μεγάλα, όλοι βοηθήσανε... Αλλά έχουμε την ευτυχία να είμαστε, εγώ με τον Γιάννη, αυτοί που έχουμε φάει, όχι εργατοώρες, έχουμε φάει ώρες δημιουργίας εδώ πάρα πολλές, το αγαπάμε και να φανταστείς ότι κάθε βράδυ ερχόμαστε και καθόμαστε εδώ καμιά ώρα, βάζουμε και λίγο την τηλεόραση εκεί πέρα, παίζει, κουβεντιάζουμε, περνάει κόσμος, έρχεται, και είναι η απόλυτη ικανοποίηση, Μαρία μου.
Πάρα πολύ ωραία!
Μαρία μου, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ!
Εγώ ευχαριστώ, κύριε Λάμπρο. Να σας ρωτήσω, για να το γράψω. Αυτά μέσα –θα τα βγάλω και φωτογραφία– από πού είναι, που είπατε...
Τα άμφια; Τα άμφια είναι απ’ την Ανατολική Ρωμυλία, τα έφεραν το 1890... Σύμφωνα με αυτά που μας έχει πει ο παπα-Αποστόλης, ο ιερέας που έχουμε, τα έφερε ένας ιερέας απ’ την Ανατολική Ρωμυλία, μεταφέρθηκαν στον παπα-Μιχάλη τον Άρη, που ήταν παλιότερα παπάς, μετά στον παπα-Βαγγέλη τον Παπαχρήστο, και τέλος στον παπα-Αποστόλη τον Ρήγα, ο οποίος είναι ο σημερινός μας ιερέας και ο οποίος μας τα... Ναι, μας τα δώρισε σαν εκκλησία στο μουσείο. Γιατί εδώ, είδες κι εσύ, που μόλις άκουσες τι είναι, ένιωσες έκπληξη, γιατί είδες κάτι πολύ παλιό. Υπ’ όψιν ότι μέσα έχουμε και βιβλία, απ’ τη βιβλιοθήκη του Πολιτιστικού Συλλόγου Ριζομύλου «Η ΔΙΑΠΛΑΣΗ», τα οποία έχουν εκδοθεί το 1900, το 1901. Κάτι μικρά εγχειρίδια είναι, αλλά, άμα τα δεις, παθαίνεις. Είδες την εφημερίδα; 28 Οκτωβρίου 1940. Δηλαδή, άμα ψάξεις, όλο έχεις εκπλήξεις. Είναι εκπλήξεις ευχάριστες και ευχαριστούν κι εμάς γιατί μπορέσαμε και τα βρήκαμε. Δηλαδή κάποιοι άλλοι μάς παρακαλούσαν... Φωτογραφίες εδώ, βλέπεις, από τέτοιο... Και ο χώρος πάνω θα γεμίσει φωτογραφίες. Δεν έχει τελειώσει ακόμα. Είναι ένα ρευστό μουσείο, που και θα ανεβαίνει και θα εμπλουτίζεται. Όποιος λέει: «Έχω αυτό, είναι μεγάλο». «Φέρ’ το». Μας έδωσε ο άλλος τη ρόδα πίσω, κάτω. Ρόδα από κάρο. «Πού θα τη βάλετε;». «Τι σε νοιάζει; Φέρ’ τη σ’ εμάς. Θα τη βάλουμε, θα την κρεμάσουμε. Τι σε νοιάζει εσένα;». Δηλαδή, Μαρία, είναι ένα συνεχώς να γεμίζει το μουσείο με τέτοιο. Τη νιώσαμε και την αγάπη από τον κόσμο, από πολύ κόσμο. Εντάξει, υπήρξαν μία-δυο φωνές: «Γιατί να φύγει το ΚΑΠΗ;». Εντάξει, ήτανε ξεκάθαρο ότι εμείς δεν πήγαμε ούτε καν να κυνηγήσουμε, απλά πήγαμε να τιμήσουμε αυτή τη γενιά των παλιών. Και ήταν άδικο αυτός ο χώρος να μένει, τη στιγμή που οι ίδιοι άνθρωποι μπορούν να πάνε δίπλα ή σε μία καφετέρια να πιουν ένα καφέ, δεν είναι εκεί το θέμα. Η ουσία είναι ότι, Μαρία, θεωρούμε ότι φέτος το καλοκαίρι, αν όλα πάνε καλά, όπως προβλέπεται να πάνε –θ’ ανοίξουν ο χώρος και τέτοιο–, ενδεχομένως να έχουμε και σειρά έξω, και ουρά έξω απ’ το μουσείο σε κάποιες μέρες και κάποια βραδάκια. Γιατί εμείς αυτό το τραπεζάκι θα το κολλήσουμε, που είναι τέτοιο, αλλά θα το βγάζουμε έξω. Όπως λέει κι ο Γιάννης, θα καθόμαστε, θα παίρνουμε έναν καφέ, μία μπύρα, ένα τσιπουράκι, ανάλογα, και θα καθόμαστε. Και θα ξέρουμε ότι θα έχουμε επισκεψιμότητα μεγάλη, για να αναδειχθεί και η ιστορία του χωριού, να αναδειχθεί και το χωριό μας, και, σου λέω, εμένα με έχει γεμίσει όλη αυτή η προσπάθεια. Σου λέω, το κάνω επειδή μου βγαίνει. Να, τώρα, χθες καθόμουνα ας πούμε, εκεί πέρα και... Ξέρεις τι έκανα χθες; Έβγαλα τα παλιά περιοδικά, όχι για τον Ριζόμυλο, για τη Θεατρική Λέσχη. Παλιά περιοδικά, είναι περίπτερου... Και έψαξα και βρήκα στο ίντερνετ παλιά περιοδικά –το «ΡΟΜΑΝΤΖΟ», το «ΦΑΝΤΑΖΙΟ», το «ΝΤΟΜΙΝΟ», πώς τα λέγαν εκείνα;–, τα ’βγαλα, τα εκτυπώσαν τα παιδιά πάνω στο Δημαρχείο, έγχρωμα, και θα τα κρεμάσουν σαν να είναι περιοδικά, ό,τι πουλάγαν, εκείνης της εποχής. Κατάλαβες; Δηλαδή κάθομαι και ασχολούμαι με πράγματα τα οποία σε μερικούς φαντάζουν ανέκδοτα, αλλά, εντάξει, δεν…
Είναι, εντάξει, φανταστικά...
Εμένα με γεμίζουν αυτά. Όπως κάθομαι και ζωγραφίζω όταν βρω ευκαιρία ή κατασκευές ή το ένα ή το άλλο, γουστάρω και τα κάνω.
Κύριε Λάμπρο, τέλεια! Να σας ρωτήσω και κάτι που δεν είναι πολύ γνωστό και, νομίζω, γίνεται τώρα τις Απόκριες αλλά δεν είμαι σίγουρη. Για τον «Ραγκαβέλα»...
Α, η γιορτή του «Ραγκαβέλα» ξεκίνησε... Λοιπόν, αυτό ξεκίνησε επί Κοινότητας... Κατ’ αρχάς, όταν ξεκινούσαμε τις προετοιμασίες, υπήρχε κι ένας δίσκος της Δόμνας Σαμίου με τα Αποκριάτικα, τα οποία είναι σκωπτικά, είναι και σκωπτικά, έχουν και λίγο ακατάλληλα πραγματάκια μέσα, για να τα πούμε πιο εύχρηστα, που λένε. Και κάποια στιγμή στην Κοινότητα ήμασταν και ήμασταν μία Παρασκευή απόγευμα –γιατί τότε στην Κοινότητα δουλεύαμε πρωί-βράδυ, δεν είχαμε ωράριο– και τότε είχαμε βρει την κασέτα από τη Δόμνα Σαμίου με τα σκωπτικά της τραγούδια, για τα αποκριάτικα. Και τη βάλαμε στον υπολογιστή –σε ένα κασετόφωνο, μάλλον, όχι στον υπολογιστή, σε ένα κασετόφωνο–, την ακούμε και τέτοιο. Ε, και λέμε, εντάξει, είχε πάει 22:00 η ώρα: «Α, μωρέ, πάμε στον Τσάκο, από πίσω -ο Τσάκος ήταν στο πίσω μαγαζί, στο παλιό μαγαζί-, να πάμε εκεί πέρα, πάμε να πιούμε ένα ποτό και να τα βάλουμε να τα ακούσουμε». Πάμε εκεί πέρα, πρώτη βραδιά, τα βάζουμε... Εν τω μεταξύ, είχε κάποιους... Μετά τις δέκα ήταν κυρίως άντρες... Εν τω μεταξύ, αυτά, άμα τα ακούσεις, Μαρία, συγγνώμη αλλά θα ντραπείς, με την έννοια ότι είναι σκωπτικά. Τώρα, εγώ αδυνατώ να μπω σ’ αυτό. Ξεκινήσαμε να τα βάζουμε τα τραγούδια και να χορεύουμε. Εν τω μεταξύ, ήταν μερικοί οι οποίοι ντρεπόταν και πηγαίναν και κλείναν το φινιστρίνι που είχε ο Τσάκος προς τον δρόμο να μη μας δουν τι κάνουμε και τι ακούγονται. [01:10:00]Έτσι ξεκίνησε, δηλαδή, για πρώτη φορά, εντελώς δειλά, έγινε μια πρώτη βραδιά. Την άλλη χρονιά... Τώρα, χρονιά ακριβώς, πότε ξεκίνησε, Μαρία μου, δεν θυμάμαι... Αλλά, την άλλη χρονιά, κουβέντα στην κουβέντα... Εν τω μεταξύ, ένα τραγούδι αναφέρεται σε κάποιον Ραγκαβέλα, κάποιος ο οποίος αγαπούσε, ήταν... Τέλος πάντων, οτιδήποτε. Και λέμε... Α, μας είχε μείνει ότι θα ακούσουμε τα τραγούδια του Ραγκαβέλα, της Δόμνας Σαμίου και λέγαμε του Ραγκαβέλα –«Βάλε τον Ραγκαβέλα», «Βάλε αυτό», «Βάλε τον Ραγκαβέλα»– και κάποιος πέταξε μια ιδέα. «Ρε παιδιά», λέει, «γιατί να μην πάμε να κάνουμε μια γιορτή του Ραγκαβέλα;». Και ξεκίνησε αυτό να γίνεται τη Δευτέρα πριν την Καθαρά Δευτέρα, δηλαδή μια βδομάδα πριν την Καθαρά Δευτέρα, τη Δευτέρα. Αλλά εκεί πέρα ήταν εντελώς ακατάλληλο για κοπέλες, για κορίτσια, για γυναίκες... Ήταν εντελώς ακατάλληλο, γιατί υπήρχαν κάποιες κατασκευές, υπήρχαν κάποιες τούρτες με κάποια πράγματα τα οποία δεν λέγονται, τα τραγούδια ήταν κατά 99% αυτά και ό,τι άλλα βρίσκαμε με διάφορα shocking και με διάφορα τέτοια... Κι έτσι ξεκίνησε αυτή η βραδιά, του Ραγκαβέλα, στην οποία ήταν κατά βάση μόνο άντρες... Αφού παλαιότερα στέλναμε και προσκλήσεις που ήτανε... Δηλαδή δεν έχει μπει γυναίκα, έστω και ντυμένη καρναβάλι, δεν έχει μπει μέσα σε αυτή τη γιορτή... Και ξεκινήσαμε τότε... Έχουμε κάνει κάποιες όταν ο Κουβελάς είχε ένα ουζερί στο Καπακλί, ένα... Από κει ξεκινήσαμε, στον Δημήτρη τον Κακαζιάννη, που είχε το μαγαζί εδώ στο Λίλλο, παλιότερα στο άλλο το μαγαζί, στον Κουβελά... Γενικώς, δηλαδή υπήρχε μία ροή, μία συμμετοχή μεγάλη. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή, όπως όλα, κάποια στιγμή ξεθωριάζουν μέχρι ένα σημείο. Τώρα, πιστεύω, Μαρία, να... Όχι πιστεύω, ελπίζω να βρεθεί κάποιος, κάποια, κάποια παιδιά, να ξαναπάρουν λίγο πιο δυναμικά το θέμα του Συλλόγου, το θέμα της κίνησης. Εμείς εδώ είμαστε, δηλαδή και εγώ εδώ είμαι και ο Γιάννης εδώ είναι. Ανά πάσα στιγμή, αν μου... Όχι αν μου ζητηθεί... Θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου πλέον, αλλά καλό είναι να πάει η σκυτάλη και στον επόμενο, γιατί και εμείς μεγαλώνουμε, εντάξει, αρχίζουν άλλες υποχρεώσεις, αλλά καλό είναι, για να διατηρηθεί η ιστορία και όλο το τέτοιο, πρέπει να έρθει η καινούργια γενιά, να το δουλέψει. Μπορεί να ’χουμε κάνει σωστά, μπορεί να ’χουμε κάνει λάθη, μπορεί να έχουμε ελλείψεις, μπορεί να έχουμε μέχρι τώρα ελλείψεις, καλό είναι να ’ρθει η καινούργια γενιά να μας συνεχίσει, να μας διορθώσει, να ανεβάσει παραπάνω, να... Εγώ θεωρώ, σου λέω, ύψιστη τιμή που μπόρεσα και έβαλα ένα μικρό λιθαράκι για να διατηρηθεί η ιστορία του χωριού μου σε ένα τέτοιο και να ξέρει πολύς κόσμος για τον Ριζόμυλο.
Κύριε Λάμπρο, πάρα πολύ ωραία! Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Μαρία, ευχαριστώ κι εγώ για την τιμή που μου έκανες, γιατί το θεωρώ τιμή–
Και για μένα ήταν, και για μένα!
Το θεωρώ τιμή και μια ηθική ικανοποίηση. Να ’σαι καλά, κοπέλα μου, κάθε επιτυχία–
Ευχαριστώ!
Στη ζωή σου, ό,τι καλύτερο, να ’σαι γεμάτη χαμόγελα –όπως έχεις τώρα, το πανέμορφο χαμόγελό σου– και να περάσεις καλά και με τον σύζυγο και, με το καλό, με πιτσιρίκια, να χαρεί και ο παππούς ο Τριαντάφυλλος και η γιαγιά η... Πώς τη λένε;
Η προγιαγιά, τώρα... Α, η Βάσω, η γιαγιά, ναι, ναι, ναι!
Η γιαγιά η Βάσω...
Τώρα, τον κοροϊδεύουν όλοι τον μπαμπά τώρα...
Ε, καλά... Ωραία.
Ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε Λάμπρο!
Μαρία μου, κι εγώ.
Φωτογραφίες

Λάβαρο
Λάβαρο του Πολιτιστικού Συλλόγου Ριζομύλου ...

Άρμα
Άρμα με το σήμα κατατεθέν του χωριού, το σ ...

Φωτογραφίες

Ιστορικό-Λαογραφικό Μουσ ...

Νερόμυλοι
Αναπαράσταση από φελιζόλ.

Γράμμα (συνέχεια)
To γράμμα του πατέρα του αφηγητή από την Κ ...

Βεβαίωση
Βεβαίωση από τον Ερυθρό Σταυρό.

Γράμμα
To γράμμα του πατέρα του αφηγητή από την Κ ...

Παλιά βιβλία
Βιβλία του 1900 από το χωριό.

Βραβείο

Ευχαριστήριο

Κινηματογράφος

Βιβλία
Παλαιά βιβλία του χωριού.

Απόφαση της Κοινότητας Ρ ...
Χαρακτηρισμός του Ριζόμυλου ως Μαρτυρικό Χ ...

Καρναβάλι
Κατασκευές από φελιζόλ για το καρναβάλι.

Καρναβάλι
Εικόνα από το καρναβάλι στον Ριζόμυλο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Λάμπρος Μπόκας, κάτοικος Ριζόμυλου Μαγνησίας και υπάλληλος του Δήμου Ρήγα Φεραίου, είναι ένας από τους πιο ενεργούς κατοίκους του χωριού. Αφηγείται τις προσπάθειες που έγιναν ώστε να χαρακτηριστεί ο Ριζόμυλος μαρτυρικό χωριό και να ενταχθεί στο Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών. Στη συνέχεια, παρουσιάζει την οικογενειακή του ιστορία και την πολύπτυχη προσωπική του ενασχόληση με την ιστορία και το παρόν του τόπου του, καθώς και τη συμμετοχή του σε πολιτιστικές δράσεις και πρωτοβουλίες, στη διοργάνωση εκδηλώσεων και στη συνέχιση εθίμων με στόχο την ανάδειξη του χωριού του.
Αφηγητές/τριες
Λάμπρος Μπόκας
Ερευνητές/τριες
Μαρία Γκογκινούδη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
18/02/2022
Διάρκεια
74'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Λάμπρος Μπόκας, κάτοικος Ριζόμυλου Μαγνησίας και υπάλληλος του Δήμου Ρήγα Φεραίου, είναι ένας από τους πιο ενεργούς κατοίκους του χωριού. Αφηγείται τις προσπάθειες που έγιναν ώστε να χαρακτηριστεί ο Ριζόμυλος μαρτυρικό χωριό και να ενταχθεί στο Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών. Στη συνέχεια, παρουσιάζει την οικογενειακή του ιστορία και την πολύπτυχη προσωπική του ενασχόληση με την ιστορία και το παρόν του τόπου του, καθώς και τη συμμετοχή του σε πολιτιστικές δράσεις και πρωτοβουλίες, στη διοργάνωση εκδηλώσεων και στη συνέχιση εθίμων με στόχο την ανάδειξη του χωριού του.
Αφηγητές/τριες
Λάμπρος Μπόκας
Ερευνητές/τριες
Μαρία Γκογκινούδη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
18/02/2022
Διάρκεια
74'