© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«17 χρόνια γεμάτα ποδόσφαιρο και απόλαυση!»: Από τον Πυργετό Λάρισας στον Ποσειδώνα Νέας Μηχανιώνας

Κωδικός Ιστορίας
21555
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Χρήστος Αθανασίου (Χ.Α.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/03/2022
Ερευνητής/τρια
Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς (Μ.Μ.)
Μ.Μ.:

[00:00:00]Καλησπέρα. Θα μου πείτε το όνομά σας;

Χ.Α.:

Καλησπέρα. Λοιπόν, Αθανασίου Χρήστος.

Μ.Μ.:

Είναι Πέμπτη 10 Μαρτίου του 2022. Είμαι ο Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς, ερευνητής για το Istorima, είμαστε στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης και είμαι με τον κύριο Αθανασίου Χρήστο. Αρχικά πείτε μας λίγα πράγματα για εσάς. 

Χ.Α.:

Λοιπόν, γεννήθηκα στον Πυργετό, Πυργετό Λάρισας, το 1967. Στο χωριό τότε δεν είχαμε πολλά πράγματα για παιχνίδι και τα λοιπά. Μόνο με το ποδόσφαιρο, μαζευόμασταν στις αλάνες πιτσιρικάδες, στους δρόμους ανάμεσα στα σπίτια, και περνούσαμε την ώρα μας, παίζαμε όλη μέρα, δηλαδή μας χάναν απ' το σπίτι. Φεύγαμε το πρωί και γυρίζαμε το βράδυ. Αυτό. Τώρα τι άλλο να πω; Να ξεκινήσουμε απ' τα μικρά χρόνια. Λοιπόν, μέχρι τα 13, 14 χρόνια, ας πούμε, που ήμουν στο χωριό πιτσιρικάς έπαιζα μόνο με παρέες στους δρόμους, ξυπόλυτοι πολλές φορές, γιατί δεν είχαμε και ποδοσφαιρικά τότε, ή μάλλον είχαμε αλλά δεν τα είχαμε και πάντα να τα φορέσουμε, και όταν βρίσκαμε μια μπάλα, αρχίζαμε και παίζαμε. Τα πόδια μας άνοιγαν μπροστά, μας φεύγαν κομμάτια όταν κλοτσάγαμε κάτω την άσφαλτο, και ήταν κάτι που αγαπούσα και μου άρεσε. Η μαμά μου πάντα φώναζε, αγρίευε, «πρώτα το σχολείο!» και τα λοιπά, εγώ εν τω μεταξύ ήμουν ένας μέτριος μαθητής, δεν είχα τα γράμματα και πολύ ας πούμε σε υπόληψη, ούτε αυτά με θέλανε. Και ενώ ο πατέρας μου ήταν πιο χαλαρός, επειδή εντάξει, είχε φύγει και στο Βέλγιο κάμποσα χρόνια, έπαιζε και αυτός ποδόσφαιρο στα νιάτα του και ασχολήθηκε λίγο και με την ομάδα του χωριού, οπότε πάντα με σιγοντάριζε και έφευγα, πήγαινα και έπαιζα. Το πρώτο μου δελτίο πρέπει να το έβγαλα σε ηλικία, στο χωριό μου ήτανε, τότε ήμασταν στη Β' Ερασιτεχνική νομίζω Λάρισας, αν θυμάμαι καλά. Το έβγαλα, σε ηλικία ήμουνα Α' Λυκείου, πρέπει να 'μουνα 15 στα 16, και επειδή ας πούμε πήγαινα στο γήπεδο και έπαιζα και με τους άλλους, αλλά ήμουνα μικρός σχετικά μετά, γιατί τότε στα χωριά παίζανε παίχτες ηλικίας 30, 35, 25 και πάνω. Ήταν αρκετά μεγάλοι, που είχαν χρόνια που παίζανε και δύσκολα κάποιοι πιτσιρικάδες μπορούσαν να χωθούν και να παίξουν, αλλά επειδή δεν συμπληρώναν πολλές φορές, βγάζαν και δελτία σε κάποιους πιτσιρικάδες να τους έχουν να συμπληρώνουν εντεκάδα. Έτσι και εμένα μια φορά είπαν τον μπαμπά μου «Να τον βγάλουμε ένα δελτίο, γιατί καλός είναι, ρε παιδί μου, έρχεται στο γήπεδο, παίζει και με μας μαζί λίγο έτσι, του αρέσει» και ο πατέρας μου άλλο που δεν ήθελε, η μάνα μου φώναζε: «Μικρός είσαι, θα σε χτυπήσουνε!». Ποιος την άκουγε τέλος πάντων. Τελικά έβγαλα δελτίου, Α' Λυκείου ήμουνα, και χαρακτηριστικά το πρώτο ματς της χρονιάς κιόλας που είχα βγάλει το δελτίο, περίπου το '82-'83 αν θυμάμαι καλά, παίζαμε μέσα σε ένα χωριό, στη Ραψάνη, γνωστό χωριό, βγάζουν και τα κρασιά εκεί, και ήτανε τοπικό ντέρμπι μίσους, όπως είναι οι γείτονες που δεν συμπαθεί ο ένας τον άλλο, ναι. Και δεν έπαιζα βέβαια απ' την αρχή, το ματς πήγε 0-0 ημίχρονο, ο κόσμος απέξω ψιλοκαβγάδιζε μεταξύ τους, ήταν και πολύς κόσμος τότε σε αυτά, παρακολουθούσαν τις μικρές ομάδες εδώ ο κόσμος, τα ερασιτεχνικά. Στο ημίχρονο έβαλε εμένα ο προπονητής μέσα, κερδίσαμε 0-4. Αυτό ήταν κιόλας, έμεινα μέσα και από εκεί ξεκίνησα να παίζω. Ανεβήκαμε κατηγορία, πήγαμε Α', εγώ βέβαια πήγα Β' Λυκείου, Γ' Λυκείου ξαναμείναμε στην Α', συνέχιζα, έπαιζα κανονικά, έπαιζα και στη μεικτή Λάρισας τότε, στα 17 μου με πήραν στη μεικτή Λάρισας. Οι πιο πολλοί παίκτες τότε ήταν από ομάδες μέσα στη Λάρισα, από σωματεία που είχαν ιδρυθεί μέσα στη Λάρισα και κάναν προπόνηση μέσα στη Λάρισα, οπότε ήταν πολύ οργανωμένες ομάδες. Τώρα εμείς στο χωριό υπήρχε κάποιος προπονητής, πότε κάναμε πότε δεν κάναμε προπόνηση, ξέρεις, από αυτό που ήξερε ο καθένας πιο πολύ. Και όταν, είχα δώσει πανελλήνιες το '85 και πέρασα, όλως παραδόξως, στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, ΤΕΙ Λάρισας, γιατί δεν ήμουν μαθητής καλός, αλλά ντάξει, κάπου με βοήθησε λίγο η τύχη, πέρασα εκεί. Αποφάσισα να πάω και στη Λάρισα να πηγαινοέρχομαι κάπως ή να μένω και κάνα βράδυ σε κάποια θεία μου εκεί πέρα που είχα και να κάνω και ένα φροντιστήριο για να ξαναδώσω την επόμενη χρονιά μαθηματικά, γιατί εκεί ήμουν αδύναμος, και εντάξει, εγώ έκανα βέβαια τις καλοκαιρινές διακοπές μου όπως κάθε χρονιά στον Πλαταμώνα. Και ένα βραδάκι που 'μαστε στον Πλαταμώνα, λίγο πριν αρχίσει η περίοδος η ποδοσφαιρική, ψάχναν να με βρουν στον Πλαταμώνα κάποιοι άνθρωποι, δεν ήξερα ποιοι είναι αυτοί, ήταν και ο μπαμπάς μου μαζί, να πάω να υπογράψω στον Πηνειό, μια ομάδα Α' τοπικό Λάρισας που είχε κάποιες υποδομές, και μιας που θα 'μουν κι εγώ στη Λάρισα, θα έμενα κάποιες μέρες, θα πήγαινα να παίξω εκεί. Εντάξει, έγινε η μεταγραφή μου απ' το χωριό, βέβαια με βαριά καρδιά με δώσαν τότε θυμάμαι, δεν θέλαν να με δώσουν κιόλας οι δικοί μου, και πήγα στον Πηνειό με την προοπτική «εντάξει, το παιδί να 'ρθεί, μικρός είναι ακόμη». Τότε ήμουν εγώ 18, ούτε 18. «Μικρός είναι, καθώς θα σπουδάζει τουλάχιστον να κάνει καμιά προπόνηση». Με αυτή την προοπτική πήγα. Ούτε να παίξω ούτε να... εντάξει, αλλά από ό,τι φαίνεται... Εντάξει, προσπάθησα και εγώ λίγο παραπάνω, πρώτη φορά έκανα προετοιμασία και όλα αυτά που κάνει μια ομάδα, και ήμουν αρκετά καλός, και επειδή ήμουνα και στη μεικτή, φροντιστήριο κάθε μέρα τρεις τέσσερις ώρες, προπόνηση, ματς την Κυριακή. Έτσι πέρασε το πρώτο εξάμηνο στη Λάρισα, μέχρι που ήρθε ο Δεκέμβριος, του '85 πρέπει να ήταν ο Δεκέμβριος, του '85. Τότε χαρακτηριστικά θυμάμαι, επειδή έμενα στη θεία μου εκείνο το βράδυ, βράδυ αργά, 22:00, 23:00 η ώρα. Ήρθε ο πρόεδρος της ομάδας του Πηνειού απέξω, με πήρε και μου λέει: «Έλα να πάμε κάπου. Πρέπει να πάμε τώρα οπωσδήποτε το βράδυ». Μαζί και ο τερματοφύλακας της ομάδας, ο Βασίλης, μας πήγε στα γραφεία της ΒΙΟΚΑΡΠΕΤ, στον Καντώνια. Ο Καντώνιας ήταν ο πρόεδρος της ΑΕΛ. Η ΑΕΛ εκείνη τη χρονιά είχε πάρει το πρωτάθλημα, είχε πάρει ήδη το κύπελλο μια φορά, και θα το 'παιρνε, θα το 'παιρνε το κύπελλο κι ακόμα μια φορά, το '87 νομίζω το πήρε πάλι. Η ΑΕΛ ήταν ένα δέος εκείνο το... όχι μόνο στη Λάρισα, σε όλη την Ελλάδα. Ήταν μια ομάδα που ήτανε ομάδα-υπόδειγμα δηλαδή, την παρακολουθούσαν όλοι. Ωραία. Τώρα σαν όνειρο ας πούμε το θυμάμαι. Πήγαμε στη ΒΙΟΚΑΡΠΕΤ, μας είπε ο Καντώνιας: «Παιδιά, και οι δύο απ' το καλοκαίρι θα είστε επαγγελματίες στη Λάρισα, θα κάνετε μαζί μας προπόνηση», εγώ νόμιζα πλάκα με κάναν εν τω μεταξύ, λέω: «Καμιά κάμερα να μας τραβάει από κάπου δεν υπάρχει» αλλά λέω: «Ας το πιστέψουμε». Και φύγαμε το βράδυ, γυρίσαμε σπίτι. Αφού δεν το πίστευα κιόλας ότι έγινε αυτό, που δεν πήρα τηλέφωνο ούτε τους γονείς μου να τους πω ότι «ξέρετε; Θα πάω στη Λάρισα!», που ο πατέρας μου το ποδόσφαιρο το αγαπούσε. Τελικά το είπα μετά από μια βδομάδα στον πατέρα μου. Την επόμενη μέρα πήγα προπόνηση στη Λάρισα, στα χαμένα. Είναι δηλαδή σαν να σε παίρνουν και να σε ρίχνουν μέσα σε έναν ωκεανό και να σε λένε: «Βούτα εδώ πέρα και ό,τι βρεις». Τι θα βρεις δεν ξέρεις. Στο Αλκαζάρ. Αν και τα αποδυτήρια του Πηνειού ήταν κάτω απ' το Αλκαζάρ, κάτω απ' τις κερκίδες, υπήρχε μεγάλη διαφορά να μπαίνεις απέξω μεριά κάτω από τις κερκίδες, από το να μπαίνεις από τη μέσα μεριά κάτω απ' τις κερκίδες. Τότε ήταν, ας πούμε, η Λάρισα είχε –ήταν ο Γκμοχ προπονητής– παίχτες πασίγνωστους. Ο Βαλαώρας ο Γιάννης, ο Γκαλίτσιος, ο Μητσιμπόνας, ο Καραπιάλης, με τον Βασίλη παίζαμε και μαζί στη μεικτή τότε, ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερος από μένα, Παραφέστας, Πατσαβούρας, Γκμίετσικ. Μιλάμε για παίχτες που δεν υπάρχουν. Και στην πρώτη μου προπόνηση, δεν είχα και παπούτσια κιόλας και με έδωσε ο Αγορογιάννης τα δικά του, «πάρε, μικρέ, γιατί έχω και άλλα εγώ. Πάρ' τα εσύ αυτά» και μου τα 'δωσε τα παπούτσια. Απίστευτο! Πέρασα εκεί τη μισή χρονιά μου, έπαιξα με τη Λάρισα σε κάποια φιλικά, μεγάλες, πολύ μεγάλες εμπειρίες για έναν ποδοσφαιριστή 18 στα 19, ας πούμε, από χωριό, που ούτε καν ήξερα ας πούμε τι είναι η προετοιμασία πριν έναν χρόνο, αλλά εντάξει, οι άνθρωποι αυτοί κάτι βλέπαν σε μένα, κάτι περιμέναν από μένα και με πήραν. Τώρα πέρασε αυτό το διάστημα, εν τω μεταξύ το καλοκαίρι ήταν να ξαναδώσω πάλι πανελλήνιες, ήταν να ξαναδώσω πάλι πανελλήνιες, στις οποίες πανελλήνιες έχασα τη Γυμναστική Ακαδημία για ένα μόριο, ήταν το απωθημένο μου η Γυμναστική Ακαδημία, δηλαδή από μικρός έλεγα ότι θέλω να γίνω γυμναστής, άσχετα αν δεν ήμουνα καλός μαθητής, δεν ξέρω πώς μου είχε κολλήσει, και όμως έχασα για ένα μόριο τη Γυμναστική Ακαδημία, ένα μόριο τότε. Μεγάλη απογοήτευση ήτανε τότε αυτό, και η δεύτερη πιο μεγάλη απογοήτευση, μαζί τύχαν και τα δύο, ότι η Λάρισα θα υπέγραφα επαγγελματίας και δεν μ' έδωσε η ομάδα μου τελικά, γιατί δεν θα παίρναν και τον τερματοφύλακα που είχε συμφωνήσει ο πρόεδρος και μας είπε: «Ή θα πάτε και οι δύο ή δεν πάει κανένας» και μας κράτησε στην ομάδα, στον Πηνειό.  [00:10:00]Τότε, εντάξει, υπήρχε μεγάλη απογοήτευση από μένα, είπα να τα παρατήσω κιόλας, και αντί για Γυμναστική Ακαδημία που έχασα για ένα μόριο, πέρασα Πάντειο Αθήνα, Δημόσια Διοίκηση. Εντάξει, δεν μπορώ κι εγώ να καταλάβω πού έβρισκα το κουράγιο, ξεκίνησα να πάω. Πήγα Αθήνα, έμεινα εκεί, νοίκιασα σπίτι και τα λοιπά. Απ' την ομάδα εδώ τον Πηνειό μου λέγαν να κατεβαίνω κάθε Κυριακή να παίζω, οι άνθρωποι πληρώναν τα εισιτήριά μου, κατέβαινα, έπαιζα, ξανάφευγα, στο χωριό μου δεν πήγαινα σχεδόν καθόλου, τότε δεν υπήρχαν και τηλέφωνα, ούτε καν σταθερά, όχι κινητά, σταθερά τηλέφωνα υπήρχαν σε ελάχιστα σπίτια που χρειαζόταν, ας πούμε. Εμείς δεν χρειαζόμασταν και δεν είχαμε. Αιτήσεις είχαν γίνει βέβαια για τηλέφωνα από πολύ κόσμο, αλλά λίγοι είχαν πάρει τηλέφωνο τότε. Λοιπόν, πάω, συνεχίζω στην Αθήνα, πήγα παρακολούθησα δυο τρεις μήνες και εκεί, άφησα τα ΤΕΙ στη Λάρισα, δεν ήταν σχολή που να μου αρέσει γιατί είχε μαθηματικά, πολλά μαθηματικά, που εγώ δεν μου αρέσανε κιόλας, και δεν μου άρεσε, αλλά πήγαινα, επειδή έπρεπε να πάω. Οπότε τον Δεκέμβριο με ενημερώνουν από την ομάδα μου, από τον Πηνειό, ότι με ζητάει η Καλαμαριά και έδινε και κάποια χρήματα καλά εκείνη την περίοδο, η Λάρισα δεν έδινε τίποτα, γιατί η Λάρισα έπαιρνε κάθε χρονιά έναν δυο παίκτες μικρούς χωρίς να πληρώνει το σωματείο που τους παίρνει, δωρεάν τότε, έτσι ήταν οι συμφωνίες που είχε κάνει με όλα τα σωματεία. Εντάξει, η Καλαμάρια πλήρωσε, μας πήρε εμένα και ένα άλλο παιδί, ήρθαμε Θεσσαλονίκη, παρατάω τη σχολή της Δημόσιας Διοίκησης στην Πάντειο στην Αθήνα χωρίς να έχω μάθει και πολλά πράγματα και έρχομαι Θεσσαλονίκη Δεκέμβριο, από τον Δεκέμβριο που πήγα στη Λάρισα, τον επόμενο Δεκέμβριο ήρθα Θεσσαλονίκη. Στην Καλαμαριά τότε υπήρχε, μας παρακολουθούσε από ό,τι ξέρω ο Γκουερίνο, ο Νέτο Γκουερίνο, που ήταν ο σκάουτερ της Καλαμαριάς τότε, ήταν Α' Εθνική ομάδα. Όταν ήρθα τον Δεκέμβριο ήταν τρίτη κιόλας στη βαθμολογία, με αρκετούς παίκτες καλούς, πολλούς παίκτες καλούς τότε η Καλαμαριά, είχε καλή ομάδα, πρόεδρος καλός ο Λαζαρίδης, ο Χάρρυ Κλυνν ασχολούντανε ενεργά με την ομάδα τότε και τον γνώρισα κιόλας τον Χάρρυ Κλυνν στα γραφεία κάποια στιγμή. Μιλήσαμε, κάναμε αρκετά, δηλαδή όλοι προσέχαν πολύ, αρκετά τους παίκτες τότε, και έμεινα Καλαμαριά. Γενικά πέρναγα καλά στην Καλαμαριά, μόνο προπόνηση, τίποτα άλλο, είχα βέβαια στο μυαλό μου στο τέλος της χρονιάς, επειδή ήμουνα πάντα, ήθελα να μαθαίνω, ήμουνα της σχολής δηλαδή, είχα στο μυαλό μου να δώσω πάλι πανελλήνιες για να περάσω σε μια σχολή της Θεσσαλονίκης τώρα, γιατί με βόλευε. Ε, αυτό το άφηνα στην άκρη και περνάμε το εξάμηνο στην Καλαμαριά, αλλά κάτι δεν πήγε καλά στην όλη διαδικασία, γιατί μάλλον δεν πρόσεχα πολύ τον εαυτό μου, και ενώ ήταν το καλοκαίρι τότε να φύγω με την ομάδα στην Αυστρία και να γυρίσω και να είμαι έτοιμος, επαγγελματίας κιόλας, ενώ όταν πήγα να δώσω τα αγωνίσματα στη Λάρισα, γιατί ήταν να δώσω πάλι πανελλήνιες, για Γυμναστική Ακαδημία ήθελα να δώσω, βρήκανε κάτι το ανησυχητικό, μία αρρώστια ανησυχητική, που θα έπρεπε να σταματήσω κάθε δραστηριότητα για τουλάχιστον πέντε με έξι μήνες. Οπότε και από κει σταμάτησα, ενημέρωσα την ομάδα ότι δεν μπορώ να συνεχίσω, ότι θα επιστρέψω μετά από έξι μήνες περίπου. Οι άνθρωποι το σεβάστηκαν, έφυγα πήγα στο χωριό μου, αυτό έγινε το καλοκαίρι, αν θυμάμαι καλά, 19 Ιουνίου είχα πάει να δώσω αγωνίσματα, έμεινα όλο το διάστημα στο χωριό μου, από 19 Ιουνίου μέχρι αρχές Οκτωβρίου ήμουνα στο χωριό μου, με ιατρική παρακολούθηση, με ιατροφαρμακευτική συνέχεια κάλυψη και όλα αυτά, και αποφάσισα αφού ήμουνα καλύτερα να επιστρέψω στη Θεσσαλονίκη, στην Καλαμαριά. Ήρθα στην Καλαμαριά, νομίζω ήταν Οκτώβριος, τέλη Οκτωβρίου. Άρχισα να κάνω πάλι προπόνηση, από ό,τι φαίνεται τα κατάφερνα, και 3 Δεκεμβρίου, που είναι και τα γενέθλιά μου, έπαιξα το πρώτο ματς. Βέβαια έπαιξα με τους μικρούς, κάτω των 19 που είχαμε τότε, γιατί τότε τόσο ήμουνα, 19 ήμουνα το '87. Έπαιξα πρώτο εξάμηνο αρκετά καλά, το καλοκαίρι η Καλαμαριά με έκανε επαγγελματία και μου έδωσε υποσχετική στον Απόλλωνα Λάρισας. Ήθελε βέβαια να με κρατήσει, αλλά δεν ήθελα να μείνω στην Καλαμαριά, γιατί δεν μου άρεσε το κλίμα που είχε αυτή τη στιγμή η ομάδα, γιατί είχαν φύγει αυτοί που με είχαν πάρει, είχε αλλάξει η διοίκηση, είχε πέσει η ομάδα Β' Εθνική, ανάλαβαν κάποιοι που δεν ξέρω τι σκοπό είχανε, δεν τους εκτιμούσα ούτε τους συμπαθούσα και ήθελα να φύγω. Και τελευταία μέρα αντί να πάω με την Καλαμαριά προετοιμασία, έφυγα με τον Απόλλωνα Λάρισας προετοιμασία στο Σαντάνσκι, με προπονητή τον πρώην συμπαίκτη μου τον Τάκη Παραφέστα. Ωραία πράγματα! Εκείνη η χρονιά στη Λάρισα, στον Απόλλωνα, ήταν δύσκολη χρονιά, γιατί η ομάδα ήταν νεοφώτιστη, χωρίς γήπεδο, έκανε το γήπεδό της τότε με χόρτο, είναι το γήπεδο που υπάρχει αυτή τη στιγμή τώρα. Παίζαμε σε ουδέτερες έδρες και τελικά δεν τα καταφέραμε, πέσαμε, πέσαμε Δ'. Εντάξει, όμως ήταν μία αρκετά καλή χρονιά, γνώρισα αρκετό κόσμο, καινούργιους φίλους, παλιούς φίλους, που τους ήξερα από τη Λάρισα όταν ήμουνα παλιά. Γενικά πέρασα καλά, αλλά ήταν δύσκολα όμως, γιατί δεν πήγαινε καλά η ομάδα. Και την επόμενη χρονιά, αφού τελείωσε το συμβόλαιό μου που είχα στον Απόλλωνα Λάρισας και δεν ήθελα να μείνω, η Καλαμαριά με πήρε στο δυναμικό της, και επειδή είχε κάποιες καλές σχέσεις με την Κοζάνη, που η Κοζάνη αγωνιζόταν Γ' Εθνική εκείνη τη χρονιά, και πήγε και ο προπονητής που είχα στην Καλαμαριά πριν δυο χρόνια, ο Στράτος ο Βουτσακέλης, πήγε στην Κοζάνη, πήρε εμένα και άλλα τρία παιδιά από την Καλαμαριά με υποσχετική ενός χρόνου στην Κοζάνη. Η Κοζάνη ήτανε μία ξεχωριστή εμπειρία, είναι μία κατηγορία μόνη της. Βέβαια ίσως δεν ξέρω για ποιο λόγο, ίσως να έτυχα εγώ στη χρονιά; Να είχαμε άσχημη χρονιά; Να μην υπήρχε σωστή διοίκηση; Δεν υπήρχαν, υπήρχαν πολλά προβλήματα στην ομάδα οικονομικά, αρκετοί παίκτες δεν πληρωνόντουσαν, ανάμεσα σε αυτούς ήμασταν και εμείς που είχαμε έρθει από την Καλαμαριά, άσχετα αν οι δύο παίζαμε βασικοί στην ομάδα, εγώ και ένα παιδί ακόμα παίζαμε βασικοί στην ομάδα, δεν μας πληρώναν όμως όπως έπρεπε να μας πληρώσουν, θέμα που είχαμε πρόβλημα επιβίωσης. Και αφού το συζητήσαμε μαζί τους, αποφασίσαμε να φύγουμε. Φύγαμε τότε τον Δεκέμβριο στις γιορτές και πήγα στο χωριό μου, έκατσα στις γιορτές, είχε και διακοπή το πρωτάθλημα τότε δυο εβδομάδες λόγω των εορτών. Αφού πέρασαν οι γιορτές, μετά αφού και αυτοί κατάλαβαν ότι κάπου η ομάδα πρέπει να τη στηρίξουν, η διοίκηση ας πούμε της Κοζάνης, μας πήραν τηλέφωνο τους δύο από τους τέσσερις να ανέβουμε να πάρουμε κάποια χρήματα και να τελειώσει η χρονιά μας. Όντως ανεβήκαμε για να τελειώσουμε τη χρονιά, έτσι μας είπαν και από την Καλαμαριά βέβαια. Και τότε ήτανε και ένα συμβάν ας πούμε στη Λαμία από αυτά που γίνονται στα ελληνικά γήπεδα. Είχαμε πάει να παίξουμε στη Λαμία, ήτανε προς το τέλος της σεζόν, ήθελε ακόμα τέσσερις πέντε αγωνιστικές να τελειώσει. Τότε η Λαμία Γ' Εθνική, η Κοζάνη Γ' Εθνική, Βόρειος Όμιλος. Ήταν δύο όμιλοι τότε η Γ' Εθνική, Βόρειος, Νότιος όμιλος, ήταν ένας όμιλος η Β' Εθνική και μετά η Α' Εθνική, έτσι λεγόταν παλιά, και κάτω από τη Γ' Εθνική υπήρχαν έξι όμιλοι Δ' Εθνικής τότε σε όλη την Ελλάδα. Εμείς ήμασταν Βόρειο Όμιλο Γ' Εθνικής, ήταν μες στην κατηγορία μας και η Λαμία. Η Λαμία είχε έρθει να παίξει με την Κοζάνη την περίοδο που εγώ έλειπα, είχα φύγει, που είχα μαλώσει εκείνη την περίοδο, και κατεβήκαμε να παίξουμε στη Λαμία. Εμείς ήμασταν αδιάφοροι, ήμασταν τέταρτοι-πέμπτοι από την κορυφή, δεν υπήρχε περίπτωση να βγούμε, αν και γι' αυτό ξεκινήσαμε, να βγούμε, δεν μπορούσαμε να βγούμε, αν και είχαμε κάποιους καλούς παίκτες. Η Λαμία όμως καιγόταν να πάρει το ματς με εμάς για να σωθεί, και από ό,τι έμαθα μετά, όταν ήρθε η Λαμία να παίξουμε στην έδρα μας γίνανε φασαρίες, οι άνθρωποι είχα παράπονα από τη φιλοξενία της Κοζάνης, χωρίς να το ξέρω εγώ. Όταν πήγαμε στο γήπεδο με το πούλμαν, με το που μπήκαμε στα αποδυτήρια και τα λοιπά, μέχρι να φτάσουμε στα αποδυτήρια, να μπούμε από την καταπακτή και όλα αυτά, άρχισαν να υπάρχουν κάποιες αψιμαχίες μεταξύ κάποιων παικτών από αυτούς, μεταξύ κάποιων φιλάθλων, τι δουλειά είχαν όλοι αυτοί εκεί μέσα δεν ξέρω, γενικά το ματς μύριζε μπαρούτι. Και τελικά το ματς τελειώνει 0-0, και με το που τελειώνει το ματς 0-0 γίνεται ένα, είχε γύρω στις δύο με τρεις χιλιάδες κόσμο έξω στην κερκίδα, αστυνομική δύναμη ήταν πέντ' έξι αστυνομικοί, τι να κάνουν οι άνθρωποι, και γίνεται μια μπούκα μες στο γήπεδο από κόσμο και από παίκτες, ευτυχώς δεν μπήκαν και πολλοί, φοβούνταν να μπουν στο γήπεδο, μπήκαν καμία τριάντα σαράντα άτομα. Ένα ξύλο μιλάμε μες στο γήπεδο να φυλάγεσαι από παντού, και δεν μπορούσαμε να μπούμε και στην καταπακτή, γιατί ήταν πίσω από την εστία και από εκεί μας πέταγαν κάτι πέτρες, ήμασταν κάνα μισάωρο μες στο γήπεδο στο έλα να δεις, Φαρ Ουέστ, και αφού μπήκαμε, καταφέραμε και μπήκαμε μες [00:20:00]στην καταπακτή και φτάσαμε στα αποδυτήρια, με κάμποσα ανοιγμένα κεφάλια από τις πέτρες, μετά από δύο ώρες φύγαμε με κλούβα των ΜΑΤ που μας περίμενε κάτω στην είσοδο του γηπέδου, όπως ήμασταν με τα παπούτσια τα εξάταπα τρέχαμε έξω στους δρόμους να μπούμε μες στην κλούβα και οι πέτρες να πέφτουν από παντού, και μας πήγε η κλούβα στη Στυλίδα, κάποια χιλιόμετρα έξω από τη Λαμία. Από εκεί μας περίμενε το λεωφορείο μας και ανεβήκαμε στην Κοζάνη. Εντάξει, μία κακιά παρένθεση, λέω κι εγώ, πέρασε αυτό, αλλά όμως είχε γίνει ένσταση σε εκείνο το ματς. Είχε γίνει ένσταση από μας στην αρχή για κακό ορισμό επόπτη, η οποία ένσταση δεν την υποστηρίξαμε μετά, γιατί δεν θέλαμε να ξαναπάμε να παίξουμε, αλλά στηρίχτηκε μόνη της στο αθλητικό δικαστήριο. Και μετά από δυο εβδομάδες μας πήρανε, ήρθε μήνυμα ότι «πρέπει να ξαναπαίξετε το ματς στη Λαμία». Και όμως πήγαμε, και είχε τελειώσει το πρωτάθλημα και θέλαν νίκη αυτοί. Πήγαμε, μας υποδεχτήκαν οι άνθρωποι εκεί πέρα με το χαμόγελο, με γλυκά, με χυμούς, με νερά στα αποδυτήρια, χάσαμε 1-0 και φύγαμε ήρεμα και ωραία, μόνο που δεν μας κάναν και το τραπέζι όταν τελείωσε το ματς. Τέλος πάντων, ας είναι καλά οι άνθρωποι, δεν μας δείραν και δεύτερη φορά, και τελείωσε αυτή η υπόθεση. Αυτά στην Κοζάνη εκείνη τη χρονιά. Εντάξει, γνωρίσαμε κάμποσο κόσμο, γύρισα αρκετές πόλεις από όλη την Ελλάδα και μετά επέστρεψα στη βάση μου, η οποία βάση μου ήταν η Καλαμαριά. Και που η Καλαμαριά πλέον αν δεν με κρατούσε επαγγελματία, θα έμενα ελεύθερος, γιατί μπορούσε να με έχει δύο χρόνια υποσχετική και μετά έπρεπε να υπογράψω συμβόλαιο στην Καλαμαριά, αλλιώς θα μουνα ελεύθερος. Οπότε τι σκέφτεται η Καλαμαριά και κάνει; Αφού και  ο προπονητής που είχα στην Κοζάνη και που τον συμπαθούσα, με εκτιμούσε, πήγε στη Μηχανιώνα, στον Ποσειδώνα Μηχανιώνας, που η Μηχανιώνα ανέβηκε Γ' Εθνική εκείνη τη χρονιά, σκέφτηκε να μου δώσει, υποσχετική δεν μπορούσε να μου δώσει, ελευθέρας με έδωσε στη Μηχανιώνα. Για έναν χρόνο υπέγραψα στη Μηχανιώνα και τον επόμενο χρόνο αν ήθελε να με πάρει πίσω, με έπαιρνε, γιατί η Μηχανιώνα υποτίθεται ήταν κάπως σαν θυγατρική της Καλαμαριάς εκείνη τη χρονιά, γιατί είχε δώσει εμένα και άλλους δυο παίκτες. Εκείνη τη χρονιά στη Μηχανιώνα ήταν η καλύτερη χρονιά που έχω περάσει στα γήπεδα. Μια ομάδα η οποία από τους έντεκα παίκτες που παίζανε από την εντεκάδα της Μηχανιώνας, οι επτά ήμασταν από την Καλαμαριά εδώ και πριν τέσσερα χρόνια μαζί, τότε που είχαμε πάρει την πρώτη θέση στο ερασιτεχνικό της Ελλάδος με την Καλαμαριά εκείνη τη χρονιά που πρόλαβα να παίξω. Πέντ' έξι παιδιά μιλάμε χαρακτήρες άψογοι, 20 χρόνων όλοι, που θέλαμε να παίζουμε μπάλα. Κάθε μέρα πηγαινοερχόμασταν, γιατί μέναμε Καλαμάρια οι πιο πολλοί, πηγαινοερχόμασταν στη Μηχανιώνα μία και δυο φορές, όταν είχαμε διπλές προπονήσεις, πηγαίναν όλα μία χαρά. Και το μεγάλο όπλο της ομάδας αυτής, εκτός από την ομάδα, που είχε κάποιους παίκτες που ήταν δεμένοι και γνώριζε ο ένας τον άλλονα, ήταν ότι είχε ξερό γήπεδο, γιατί τα υποχρεωτικά χόρτο γίναν από την επόμενη χρονιά, από το '92 και μετά έγιναν υποχρεωτικά χόρτα σε επαγγελματικές κατηγορίες. Αυτό το ξερό γήπεδο έγινε το μαρτύριο για πολλές μεγάλες ομάδες, όπως π.χ. όταν χωρίστηκαν οι όμιλοι του Κυπέλλου, ήταν όμιλοι των πέντε ομάδων οι περισσότερες. Τότε στον όμιλό μας, το Κύπελλο ξεκινάει πολύ πριν το πρωτάθλημα, ξεκινάει τον Αύγουστο, ενώ το πρωτάθλημα ξεκίναγε τέλη Σεπτεμβρίου. Στον όμιλό μας ήταν ο ΠΑΟΚ Α' Εθνική, Ολυμπιακός Βόλου, Α' Εθνική τότε, το Μεσολόγγι, εμείς, ο Ποσειδώνας Μηχανιώνας, και μία ομάδα από την Κρήτη. Ήταν νομίζω το Ηράκλειο, που έπαιζε στην έδρα της Σητείας, παίξαμε στη Σητεία με την ομάδα αυτή, δεν θυμάμαι, νομίζω ήταν ο Ποσειδώνας Ηρακλείου νομίζω τότε. Ξεκινάνε τα ματς, το πρώτο μας ματς νομίζω ήταν μέσα στο Μεσολόγγι. Ήταν από ένα ματς με τον καθένα τους, δεν ήταν δίπλα στις δυο έδρες. Ήταν πρωταθληματάκι των πέντε ομάδων και οι δύο πρώτες βγαίναν στην επόμενη φάση, στη φάση των τριάντα δύο νομίζω. Κερδίσαμε 0-1 μέσα στο Μεσολόγγι, μετά κερδίσαμε 0-1 και μέσα στον Ποσειδώνα Ηρακλείου. Την τρίτη αγωνιστική έρχεται ο ΠΑΟΚ στην έδρα μας. 3-2 τον ΠΑΟΚ, τον γονατίσαμε τον Δικέφαλο, να ξέρεις. Τότε ήταν και με τον Βουλινό, τα παόκια τα ρημάξαν όλα, 3-2 τον ΠΑΟΚ, και έρχεται τελευταία αγωνιστική, ενώ έχει αρχίσει και το πρωτάθλημά μας, πηγαίναμε πολύ καλά, ήμασταν μέσα στην τριάδα, έρχεται τελευταία αγωνιστική ο Ολυμπιακός Βόλου στην έδρα μας. Και υπήρχαν τα εξής σενάρια. Ή φέρναμε Χ με τον Ολυμπιακό Βόλου και περνάγαμε εμείς και ο Βόλος στην επόμενη φάση ή κερδίζαμε μες στον Βόλο και περνάγαμε εμείς με τον ΠΑΟΚ στην επόμενη φάση. Κερδίσαμε 2-0 τον Βόλο και περάσαμε εμείς και ο ΠΑΟΚ. Εκείνη τη χρονιά ο ΠΑΟΚ είχε παίξει τελικό κυπέλλου, νομίζω είχε χάσει από τον Ολυμπιακό, νομίζω, αν δεν κάνω λάθος νομίζω, αλλά για να φτάσουμε, αφού περάσαμε και τον ΠΑΟΚ, κερδίσαμε τον Ολυμπιακό Βόλου, περάσαμε τον ΠΑΟΚ η επόμενη κλήρωση ήτανε με τον Χαραυγιακό και ήμασταν τυχεροί που παίζαμε το πρώτο ματς εκτός έδρας, γιατί στον Χαραυγιακό χάσαμε 3-0, αλλά ήρθαν στην έδρα μας και χάσανε 4-0. Μετά κληρωθήκαμε με τον Λεβαδειακό. Με το Λεβαδειακό ήμασταν στους δεκάξι, πήγαμε να παίξουμε στον Λεβαδειακό και ο προπονητής του Λεβαδειακού ήταν ένας πολύ γνωστός προπονητής, είχε και την Εθνική Ελλάδος, είχε την Εθνική Ελλάδος στο Μουντιάλ το '96 στην Αμερική. Ποιος ήταν αυτός ο προπονητής;

Μ.Μ.:

Ο Παναγούλιας;

Χ.Α.:

Ο Αλκέτας ήταν;

Μ.Μ.:

Νομίζω.

Χ.Α.:

Ο Παναγούλιας. Αυτόν νομίζω είχανε, αν θυμάμαι. Ναι, αυτός, ο Παναγούλιας ήταν. Στο Λεβαδειακό, ο Λεβαδειακός ήταν Α' Εθνική. Είχε μέσα παίχτες ο Τσάνας, ο Καβαλιέρης, παίξαν μετά στην ΑΕΚ, παίξαν αυτοί οι παίχτες αλλού, πολύ καλή ομάδα, αλλά όταν πήγαμε να παίξουμε ήταν νομίζω Τετάρτη, είχε χιόνια το γήπεδο και μείναμε εκεί το βράδυ για να παίξουμε την επόμενη. Όντως την επομένη είχε λιώσει το χιόνι, αλλά είχε μια λάσπη μέσα το γήπεδο και χάσαμε 4-1, χάναμε 4-0 και κάναμε το 4-1 στο 90'. Ψιλοαπογοητευτήκαμε. Ήρθανε στην έδρα μας μετά από δύο Τετάρτες, 4-0, πάει και ο Λεβαδειακός, και είμαστε στους 8 του Κυπέλλου Ελλάδος, 8 Κύπελλου Ελλάδος. Είχαν μέσα Ολυμπιακός, ΠΑΟΚ, Παναθηναϊκός, εμείς, ο Απόλλων Αθηνών, δεν θυμάμαι ποιοι άλλοι, και κληρωνόμαστε με τον Απόλλωνα Αθηνών. Για κακή μας τύχη παίζουμε το πρώτο ματς στην έδρα μας. Πάντα τους είχαμε στην έδρα μας δεύτερο, τώρα παίξαμε πρώτο. Τότε ήρθαμε 0-0 στην έδρα μας. Δύσκολο ματς, καλή ομάδα ο Απόλλων Αθηνών, Α' Εθνική τότε ο Απόλλων Αθηνών, με παίκτες καλούς. Πήγαμε να παίξουμε στην έδρα τους, στη Ριζούπολη. Προηγηθήκαμε στο 76' 0-1 και δεχτήκαμε δύο γκολ στο 91' και το 93' και αποκλειστήκαμε, και η ατυχία μου ήταν ότι τα ζευγάρια στην επόμενη ήταν ΠΑΟΚ-Παναθηναϊκός, όχι, ήταν ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός, ημιτελικός ήταν, ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός, αποκλείστηκε ο ΠΑΟΚ εκεί με τον Ολυμπιακό, ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός και Απόλλων Αθηνών-Παναθηναϊκός, δηλαδή θα 'παιζα με τον Παναθηναϊκό αντίπαλο, που είναι η ομάδα μου. Εντάξει, πάει αυτό. Το ξεπεράσαμε και αυτό, βγάλαμε τη χρονιά μας όλα ωραία και καλά, τα χρήματά μας στην ώρα τους, όλο το συμβούλιο κοντά μας, όλο το χωριό, γιατί χωριό είναι, εντάξει, η Μηχανιώνα είναι πέντε έξι χιλιάδες κόσμος, δεν είναι ούτε πόλη ούτε κωμόπολη, αλλά εντάξει, είναι αρκετά οικονομικά δυνατή, γιατί έχει κάτω εκεί τη σκάλα, από τότε είχε την ιχθυόσκαλα που κατεβάζαν τα ψάρια τα βράδια και όλα αυτά, είχε αρκετά λεφτά, διακινούνταν στο μέρος εκείνο, οπότε μπορούσαν να συντηρούν την ομάδα όλοι αυτοί. Τελείωσε η χρονιά μας, ήρθαμε τρίτοι στην κατηγορία, δεν βγήκαμε, δεν πέσαμε, όλα καλά, το συμβούλιο ήθελε να με κρατήσει και την επόμενη χρονιά και εκεί ανακάλυψα ότι είχα υπογράψει πενταετία αντί για έναν χρόνο, που η Καλαμαριά με είχε δώσει για έναν χρόνο και ήθελε να με πάρει πίσω. Τότε μάλωσε η Καλαμαριά με τη Μηχανιώνα για τον λόγο αυτό, γιατί το κάναν πενταετία οι από εκεί χωρίς να το ξέρουν οι από εδώ. Δεν πειράζει, ούτε εγώ θα γύρναγα, εκεί ήθελα να μείνω, εκεί έμεινα. Την επόμενη χρονιά ήταν δύσκολα τα πράγματα, επειδή μας υποχρεώσαν να κάνουμε χόρτο το γήπεδο, παίζαμε σε άλλες έδρες, κάναμε προπόνηση σε άλλες έδρες, και μέχρι τον Δεκέμβριο που μπορέσαμε να μπούμε στο γήπεδό μας, που δεν ήταν και το πλέον κατάλληλο, ήταν ακόμη πολύ μαλακό και δεν είχε σφίξει το χόρτο, ήμασταν σχεδόν πεσμένοι. Εκείνη η έδρα που είχαμε, ας πούμε, που δεν πέρναγε τίποτα, πλέον παίζαμε ουδέτερα από δω και από κει και εκείνη τη χρονιά πέσαμε. Εντάξει, εγώ είχα άλλα τρία χρόνια συμβόλαιο βέβαια, έπαιξα Δ' Εθνική το '93. '93, '94, δυο χρονιές παίξαμε Δ' Εθνική. Την πρώτη χρονιά που παίξαμε δεν μπορέσαμε να ανέβουμε, τη δεύτερη χρόνια προσπαθήσαμε να ανέβουμε, έπρεπε να φύγω και φαντάρος. Στη Δ' Εθνική έγιναν πάρα πολλά κωμικοτραγικά γεγονότα, σε χωριά να μας κυνηγάει το μισό χωριό, ας πούμε, μέχρι και ο παπάς. Εντάξει, είναι μία πολύ δύσκολη κατηγορία, χωρίς να υπάρχει αστυνομία, χωρίς να υπάρχει τίποτα και ό,τι γίνεται μένει στο γήπεδο, δεν το μαθαίνει κανένας έξω από το γήπεδο, αυτό είναι το μείον. [00:30:00]Τη δεύτερη χρονιά Δ' Εθνικής, που βγήκαμε κιόλας ξανά στη Γ', είχαμε πάρει και το Κύπελλο Ελλάδος Ερασιτεχνών, είχαμε παίξει στα Τρίκαλα σε ουδέτερη έδρα με μία ομάδα της Αθήνας, νομίζω, τον Αχαρναϊκό, και το πήραμε στα πέναλτι το κύπελλο, άρα γίναμε κυπελλούχοι Ελλάδας, έστω και στο ερασιτεχνικό πλέον. Εκείνη τη χρονιά ανεβήκαμε και στη Γ', έμεινα, τελείωσε και το συμβόλαιό μου και υπέγραψα για άλλα δύο χρόνια, και για τα δύο χρόνια που υπέγραψα πήρα αρκετά χρήματα τότε, για την κατηγορία τότε τη Γ' Εθνική και για τη χρονιά εκείνη που υπέγραψα, πήρα αρκετά λεφτά, για δύο χρόνια υπέγραψα. Βέβαια στον πρώτο χρόνο έπαθα έναν σοβαρό τραυματισμό, χιαστό, Μεγάλη Εβδομάδα, Μεγάλη Τετάρτη παίζαμε στην έδρα μας. Είδες τι γίνεται Μεγάλη Τετάρτη; Κακώς παίζουνε Μεγάλη Εβδομάδα. Έκανα την επέμβαση.  Λοιπόν, εδώ είμαστε στη Μηχανιώνα τώρα, γίναν πάρα πολλά. Εντάξει, εκείνες οι χρονιές, Δ' Εθνική ιδίως, αλλά Γ’ εθνική τώρα που ανεβήκαμε, εντάξει, αρκετά καλά χρήματα, ήδη έχω φτάσει κοντά στα 30 πλέον, χωρίς να το καταλάβω, γιατί το '94 είμαι στα 27, στα 28, υπογράφω για δυο χρόνια μέχρι το '97, το '96 τραυματίζομαι αρκετά σοβαρά με χιαστό, πήγα στην Αθήνα, έκανα επέμβαση στον Μήτσου, πρόεδρος του Παναθηναϊκού τότε ο Αργύρης, ναι. Ερχόταν από τον Παναθηναϊκό, ας πούμε τα ράμματα ήρθε ο Παναθηναϊκός ανέβηκε μετά από δυο εβδομάδες πάνω εδώ, στο ξενοδοχείο πάνω στο Πανόραμα, πώς το λένε; Το ξέχασα τώρα. Θα το θυμηθώ. Εκεί έμενε ο Παναθηναϊκός πάντα, πήγα και με έκοψε τα ράμματα τότε ο Μήτσου. Βιάστηκα να μπω να παίξω, μπήκα στους πέντε μήνες να παίξω με χιαστό. Εντάξει, είναι λάθη που τα κάνουνε οι ποδοσφαιριστές σε μικρές κατηγορίες, που βιάζονται να βοηθήσουν την ομάδα, δεν σκέφτεσαι λίγο τον εαυτό σου, τι επακόλουθα μπορεί να έχει αυτό, τι προβλήματα μπορεί να έχεις στο μέλλον, βιάστηκα. Πήγα στους πέντε μήνες να παίξω και μπήκα και σε γήπεδο δύσκολο, μες στα Γιάννενα ήτανε το πρώτο παιχνίδι που έπαιξα και τα Γιάννενα πάντα έχουν λάσπη, είχαν, τώρα δεν ξέρω, το γήπεδό τους φαίνεται καλό, αλλά πάντα είχαν λάσπη τα Γιάννενα, πάντα έβρεχε, και εντάξει, είχα προβλήματα με το πόδι μου. Όλη τη χρονιά την έβγαλα πρηζότανε, ξεπρηζότανε, πάγους, προπονήσεις, θεραπείες, έβγαλα τη χρονιά μου. Τη δεύτερη χρονιά ήμουνα καλύτερα, χωρίς να έχω συνέλθει τελείως απ' τον τραυματισμό, Γ' Εθνική η ομάδα, συνέχιζε κανονικά, με τους παίκτες που είχαμε πάει τότε ήμασταν σχεδόν με όλους μαζί ακόμη, μέχρι το '97, από το '91 που είχαμε πάει μέχρι το '97-'98 που σταματήσαμε ήμασταν μαζί όλοι εκεί μία παρέα. Περνάγανε καλά, προπόνηση, έξω παρέα, στο γήπεδο παρέα, η ομάδα πήγαινε όπως πρέπει, δεν κινδύνευε, δεν θέλαμε και κάτι παραπάνω. Και στο τέλος της χρονιάς, τέλος του '97, τελειώνει το συμβόλαιό μου και βέβαια εγώ είχα αρχίσει να δουλεύω και εκτός, και σε άλλη δουλειά, δούλευα σε μία εταιρεία. Πολλή κούραση βέβαια, από το πρωί μέχρι το μεσημέρι στην εταιρεία, το μεσημέρι έφευγα για προπόνηση, γύρναγα βράδυ, πολλές φορές ξαναπήγαινα πάλι στη εταιρεία που δούλευα. Δεν ξεκουραζόμουνα και πολύ, αλλά γενικά ήταν ωραία χρόνια, ήμασταν μικροί σε ηλικία, το ποδόσφαιρο δηλαδή αν μου λέγανε τότε που το ξεκίνησα ότι κάποια στιγμή θα κάνεις αυτό και θα πληρώνεσαι, δεν το πιστεύει κανένας, δηλαδή να κάνεις κάτι... ας πούμε όλα αυτά τα αθλήματα, όλοι οι ποδοσφαιριστές, όλοι, οτιδήποτε κάνουνε, όταν κάνουν αυτό που τους αρέσει και πληρώνονται είναι το καλύτερο, δεν υπάρχει καλύτερο από αυτό. Εντάξει, για αρκετά χρόνια το έκανα, πέρασα καλά, από θέμα οικονομικό είχα, είχαν μείνει κάποια χρήματα, εντάξει, λόγω και της γυναίκας μου, της τωρινής γυναίκας μου, τότε τη γνώρισα, το '92, από το '92 την κουβαλάω μαζί μου δηλαδή, και ευτυχώς που την κουβαλάω μαζί μου, γιατί μόνος μου δεν θα 'κανα τίποτα. Και αφού να φανταστείς, αν θυμάμαι καλά το '94 αρραβωνιαστήκαμε, που εγώ έπαιζα ας πούμε και έπαιρνα χρήματα όλο αυτό το διάστημα, χρήματα που δεν παίρνανε ο κόσμος όλος που είχε μια κανονική δουλειά εκείνη τη στιγμή, μου είπε το εξής: «Για να 'ρθείς να γνωρίσεις τον πατέρα μου», που ο πατέρας της ερχόταν και με έβλεπε στο γήπεδο, «για να έρθεις να γνωρίσεις τον πατέρα μου θα πρέπει να βρεις μια δουλειά», και εγώ την κοιτούσα σαν χαζός, λέω: «Τι λέει τώρα αυτή;». Είχε δίκιο, γιατί το ποδόσφαιρο κάποια στιγμή, είναι από τα 20 μέχρι τα 30, λέμε τώρα, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Από κει μετά σηκώνεσαι ένα πρωί και δεν έχεις ούτε ένσημα ούτε ομάδα και αρχίζεις κάποια στιγμή να παρακαλάς να σε πάρουν κάπου, οπότε πρέπει κάτι να έχεις, από κάπου να έχεις πιαστεί. Αυτά είναι όλα τα χρόνια, δηλαδή αν υπολογίσεις τα χρόνια που έπαιξα ποδόσφαιρο πόσα να είναι, τρία και δύο, πέντε... δεκατέσσερα. Δεν είναι εκεί. Έπαιξα και δύο χρόνια στον Μαραθώνα, όταν σταμάτησα απ' το επαγγελματικό ας πούμε ποδόσφαιρο, έπαιξα δυο χρονιές στον Μαραθώνα, μία ομάδα Α' τοπικό Θεσσαλονίκης, πήγαινα και βοηθούσα πιο πολύ, μόνο κάθε Κυριακή πήγαινα. Εντάξει, οι άνθρωποι θέλαν εκεί πέρα να έχουν, με έβαζαν έπαιζα, όταν δεν μπορούσα δεν πήγαινα, οπότε πάμε στα δεκαέξι. Δεκαέξι χρόνια, μέχρι το 2000, σταμάτησα, δηλαδή από τα 14 μέχρι τα 30, μέχρι τα 33, είναι δεκαεπτά χρόνια γεμάτα ποδόσφαιρο και απόλαυση!

Μ.Μ.:

Καταλαβαίνω απόλυτα. Κύριε Χρήστο, μας δώσατε μια πολύ ωραία έτσι εικόνα της ζωής σας ως ποδοσφαιριστής, οπότε θα ήθελα να το πιάσουμε λίγο από την αρχή, να του δώσουμε λίγο μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Είπατε ότι παίζατε ποδόσφαιρο μικρός με τους φίλους σας, είπατε ότι ο πατέρας σας έπαιζε και εκείνος κάποτε ποδόσφαιρο. Μες στην οικογένεια υπήρχε το ας πούμε να κάτσουμε να δούμε το ποδόσφαιρο μια μέρα, Κυριακή να κάτσουμε να δούμε τον αγώνα, τον Παναθηναϊκό, ας πούμε, που υποστηρίζετε εσείς, ή οποιαδήποτε ομάδα;

Χ.Α.:

Ποια οικογένεια;

Μ.Μ.:

Στο σπίτι, στο χωριό.

Χ.Α.:

Στο χωριό; Στο χωριό. Κατ' αρχήν οι τηλεοράσεις τότε δεν δείχναν ποδόσφαιρο. Τηλεόραση θυμάμαι πήραμε, πρέπει να ήμουνα, ασπρόμαυρη, παλιά τηλεόραση, που είχε την ΕΡΤ και την ΥΕΝΕΔ, δυο κανάλια έπιανε και αυτά δεν τα έπιανε κιόλας, είχε κύματα τις πιο πολλές φορές. Πήραμε, εγώ ήμουνα σε ηλικία... τι 10; Ήμουνα 10-11; Τέλη Δημοτικού, αρχές Γυμνασίου, και οι τηλεοράσεις δεν δείχνανε, μόνο ραδιόφωνο και αυτό είχαν έναν σταθμό που μετέδιδε όλα τα ματς της Κυριακής, έλεγε τα αποτελέσματα, ας πούμε «τώρα μπήκε γκολ στο γήπεδο του Απόλλωνα Αθηνών» και μετά έδινε τη νικήτρια στήλη για το ΠΡΟΠΟ. Δεν υπήρχε κάτι να δούμε κάπου. Αλλά όμως, όσο για την οικογένεια και το ποδόσφαιρο, εκτός από εμένα που είχα παίξει ποδόσφαιρο, όταν σταμάτησα το ποδόσφαιρο, εγώ θεωρώ ότι σταμάτησα το ποδόσφαιρο το '97-'98, όταν σταμάτησα από τη Μηχανιώνα. Μετά που έπαιξα δυο χρόνια ερασιτεχνικό, δεν θεωρώ ότι έπαιξα, γιατί προπόνηση πήγαινα όταν μπορούσα και ματς πήγαινα κάθε Κυριακή. Θεωρώ ότι πήγαινα να κάνω έτσι ένα, να περάσω μια Κυριακή, ας πούμε, που κανονικά την Κυριακή θα έπρεπε να κάθομαι να ξεκουράζομαι σπίτι μου με την οικογένειά μου, αλλά πήγαινα, με άρεσε. Εγώ όταν σταμάτησα από τη Μηχανιώνα το '97-'98, που έπαιξα επτά χρόνια, ξαναπήγα στη Μηχανιώνα το 2013, γιατί ένας πρώην συμπαίκτης μου ήταν προπονητής και με κάλεσε να πάω. Δηλαδή αν και μου άρεσε πάρα πολύ το ποδόσφαιρο, κάποια στιγμή όταν σταμάτησα, δεν το σκέφτηκα πολύ αν έπρεπε να σταματήσω, αν έπρεπε να ανανεώσω το συμβόλαιό μου. Θα μπορούσα να ανανεώσω το συμβόλαιό μου για άλλα δυο χρόνια, θα μπορούσα άνετα να παίξω για άλλα δυο χρόνια τουλάχιστον. Ήμουν ελαφρύς παίκτης, εκτός από τον τραυματισμό αυτό δεν είχα άλλο τραυματισμό, ήμουνα γενικά από φυσική κατάσταση πολύ καλά και θα μπορούσα άνετα να παίξω δυο τρία χρόνια ακόμα άνετα, αλλά θεωρούσα ότι έπρεπε να σταματήσω τότε, δεν το σκέφτηκα, ούτε στεναχωρέθηκα, το πήρα σαν δεδομένο, δηλαδή με την ομάδα μου ούτε καν το συζήτησα. Τους είχα πει από την αρχή της χρονιάς ότι «εγώ φέτος τέλος της χρονιάς θα σταματήσω, δεν μπορώ άλλο». Είχα κουραστεί από τα ταξίδια, είχα κουραστεί από την προπόνηση, είχα κουραστεί από τις δουλειές που έκανα, γιατί άρχισα να δουλεύω και εκτός ποδοσφαίρου. Και προσωπικά εγώ έχω δει τρία ματς, όχι, τέσσερα ματς ποδοσφαίρου μέσα σε γήπεδο, πήγα να δω τέσσερα ματς. Από την ηλικία που θυμάμαι, το πρώτο μου ματς ήταν που πήγα να δω, με πήγε ο μπαμπάς μου να δούμε τη Λάρισα, έπαιζε με μια ομάδα, δεν θυμάμαι πότε, ήμουνα γυμνάσιο; Τότε άρχισα να παίζω στο χωριό μου νομίζω, τότε νομίζω άρχισα, και με ρώτησε: «Μπορείς να παίξεις εδώ μέσα με αυτούς;» και του λέω: «Γιατί να μην μπορώ;», τότε. Ε, μετά από πέντε χρόνια μπόρεσα. Αλλά ήταν μία χρονιά αυτή, μία χρονιά που πήγα να δω τον ΠΑΟΚ σε ένα ματς Ευρώπης που έπαιζε μες στην Τούμπα, με κάποια παιδιά από τη δουλειά που έκανα όταν σταμάτησα το ποδόσφαιρο πλέον, ένα ματς που πήγα να δω τον Παναθηναϊκό που έπαιζε με τη Γιουβέντους όταν ήμουνα στην Αθήνα, και ένα ματς, το τελευταίο κιόλας που είδα, είναι το σημαδιακό, τον Ηρακλή με τον Ολυμπιακό, που έγινε ανατροπή με τον Σολτάνι τότε νομίζω, εδώ στο Καυταντζόγλειο, κέρδιζε ο Ολυμπιακός 0-1, κέρδισε ο Ηρακλής 3-1 νομίζω μετά, ή 2-1, με τον Βέλλιο που έβαλε τα γκολ. [00:40:00]Και τότε Ηρακλής έπεσε κιόλας, διαλύθηκε μετά, και αποφάσισα να μην ξαναπάω να δω ματς, δηλαδή η αγάπη μου για το ποδόσφαιρο ήταν να παίζω. Ας πούμε τύχαινε πολλές φορές να πηγαίνουν να παίζουν ματς Champions League το βράδυ η τηλεόραση και εγώ να είμαι έξω να πίνω καφέ. Δεν με ενδιέφερε να δω ποδόσφαιρο στην τηλεόραση. Τώρα αν θα κάτσω, θα κάτσω θα δω μόνο κάποια ματς που έχουν ενδιαφέρον, δηλαδή να βάλω τον Παναθηναϊκό αν παίξει κάποιο ματς σοβαρό, γιατί είναι η ομάδα μου ο Παναθηναϊκός, ή να δω κάποιο ματς Champions League που έχει κάποιο ενδιαφέρον. Δεν μπορώ να παρακολουθήσω άλλα ματς να τα δω.

Μ.Μ.:

Καταλαβαίνω.

Χ.Α.:

Και η οικογένειά μου, ο γιος μου δεν το είχε το ποδόσφαιρο, λίγο με το βόλεϊ και το παράτησε, η κόρη μου ποτέ και αυτή δεν είχε, η γυναίκα μου εντάξει, όσο έβλεπε εμένα στην αρχή. Μετά δεν ενδιαφερόταν.

Μ.Μ.:

Καταλαβαίνω. Ας μείνουμε λίγο στα πρώτα χρόνια που ασχολείστε ακόμα με την ομάδα του χωριού, και πιο πριν, όταν ήσασταν παιδί, θυμάστε το πρώτο σας ποδοσφαιρικό παπούτσι, την πρώτη σας ποδοσφαιρική φανέλα που παίρνετε και πώς νιώθετε όταν τα έχετε στα χέρια σας ας πούμε;

Χ.Α.:

Λοιπόν, τότε δεν υπήρχαν παπούτσια. Παπούτσια υπήρχαν τότε τα πιο ζόρικα παπούτσια που ήταν, κάναν για όλα, ήταν τα σταράκια. Αυτά τα φοράγαμε στην πλατεία, τα φοράμε για να παίξουμε και μπάλα, τα φοράγαμε να κάνουμε και βόλτα, παντού. Πολλές φορές παίζαμε μπάλα ξυπόλυτοι, πιο πολλές φορές παίζαμε μπάλα ξυπόλυτοι, και όταν ήμασταν στο γήπεδο βάζαμε παπούτσια συνηθισμένα σπορτέξ. Εμένα, για καλή μου τύχη, μου είχε φέρει ο μπαμπάς μου που είχε πάει στη Βουλγαρία, ήμουνα Γυμνάσιο, πριν αρχίσω να παίζω, Γυμνάσιο ήμουν ακόμη, και με έφερε κάτι παπούτσια με δέρμα ήταν. Παπούτσια με δέρμα δεν υπήρχαν τότε, με δέρμα, πρέπει να ήταν το '78-'77, ήμουν ακόμη Δημοτικό, με δέρμα και από κάτω με πλαστικές τάπες, και εγώ τα φόραγα έξω, έπαιζα έξω στους δρόμους με τα τσιμέντα, γιατί είχαν παντού τσιμέντο και πίσσα, δεν υπήρχε χωματόδρομος στον Πυργετό, από πολύ μικρός θυμάμαι είχαν στρώσει τους δρόμους όλους, εντάξει, μας χαλάσαν κάμποσα παιχνίδια αυτά, αλλά αυτά ήταν τα παπούτσια που πρωτοφόρεσα και δεν το πίστευα κιόλας. Και όσο για τη φανέλα είναι αυτό που λένε «κάποιος παίρνει τη φανέλα σπίτι του» σε μία ομάδα. Ας πούμε αυτή τη στιγμή πες μου μία ομάδα ας πούμε ξένη, Μπαρτσελόνα. Ο Μέσι τη φανέλα την είχε σπίτι του. Αν δεν πήγαινε, παίζαν με δέκα οι άλλοι, δεν βάζαν έντεκα στη θέση του Μέσι. Εμείς τότε τη φανέλα μας την παίρναμε σπίτι, γιατί έπρεπε να την πλύνουμε, να την ξαναφορέσουμε στο επόμενο ματς, και όντως τη φανέλα την παίρναμε σπίτι, αλλά και όντως δεν ξαναβγήκα από την ομάδα, την είχα σπίτι τη φανέλα μου, ήταν το 6 νομίζω τότε, αυτό είχα.

Μ.Μ.:

Καταλαβαίνω. Και πώς είναι η πρώτη φορά όταν μπαίνετε, όταν πατάτε γήπεδο στον Πυργετό, στο πρώτο σας ματς που παίζετε με τον Πυργετό, πώς νιώθετε όταν μπαίνετε μέσα;

Χ.Α.:

Κοίτα, το χαρακτηριστικό μου είναι ότι δεν θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες ποτέ. Βρίσκω ας πούμε παλιούς μου συμπαίκτες και δεν θυμάμαι ας πούμε κάποια ματς που μου λένε ότι παίξαμε, ότι ήμασταν εκεί. Δεν ξέρω γιατί, έχω ξεχάσει πάρα πολλά συμβάντα από το ποδόσφαιρο, έχω ξεχάσει πάρα πολύ κόσμο που έχω γνωρίσει, πολλά πράγματα ας πούμε δεν θυμάμαι ότι γίνανε, μου τα θυμίζουν οι άλλοι. Δεν νομίζω να έχω κάποιο πρόβλημα στην υγεία μου, αλλά απλώς δεν τα έδινα σημασία τότε. Δηλαδή αυτό που θυμάμαι από το χωριό μου είναι το πρώτο ματς που είχα παίξει στην Αιγάνη, στη Ραψάνη μάλλον, κερδίσαμε 0-4, και ακόμη ένα δυο ματς ακόμη που έπαιζα ας πούμε πιτσιρικάς, που επειδή ήμουν αρκετά καλός και αρκετά γρήγορος για μερικούς από αυτούς τους τριανταπεντάρηδες που παίζανε τότε, όλοι με φοβέριζαν ας πούμε και με χτυπούσαν και με δέρνανε και εκτός φάσης, όταν δεν βλέπει ο διαιτητής, σε τραβάνε και το αυτί, σε δίνουν και καμιά κλοτσιά, εντάξει, όλα αυτά γίνονται, αλλά ας πούμε χαρακτηριστικά ας πούμε θυμάμαι αυτό το πρώτο ματς του Πυργετού στη Ραψάνη, θυμάμαι την πρώτη προπόνηση που έκανα με τα αποδυτήρια της Λάρισας μέσα, τον Γκμοχ που με φώναζε «μικρέ», αυτό το μικρός με ακολουθούσε σε όλη μου την τέτοια. Ακόμη οι συμπαίκτες μου «Μικρέ» με φωνάζουν, οι παλιοί που έχω ακόμη, που με ξέρουν από τότε. Θυμάμαι το ξύλο που έχω φάει σε πολλά γήπεδα, όχι εγώ, κι όλοι μαζί. Είναι κάποια στάνταρ πράγματα που κάνει ο καθένας, γιατί όλοι να ξέρεις οι ποδοσφαιριστές, να πω, έχουν κάποια στάνταρ που κάνουν σε όλη τη διαδικασία μέχρι να μπουν στο γήπεδο. Ας πούμε κάτι γούρι, έχει ο καθένας κάποιο γούρι. Εγώ ας πούμε είχα το γούρι να δένω πρώτα το δεξί μου παπούτσι, να βάζω πρώτα τη δεξιά μου κάλτσα, να μπαίνω με το δεξί μες στο γήπεδο. Όλα αυτά είναι στάνταρ σε κάθε ματς, από κει και μετά εντάξει, μένουν κάποια χαραγμένα, ας πούμε είχα βάλει ένα αυτογκόλ στον Πυργετό. Ήμουνα τότε πρώτη χρονιά που έπαιζα, ήμουν 15 χρονών, και είχα βάλει ένα αυτογκόλ, χωρίς να θέλω τώρα, με κεφαλιά, και είχαμε έναν 32 χρόνων τότε, με πέρναγε καμιά δεκαεπτά χρόνια αυτός, έναν στόπερ, έναν ψηλό, ο Γιάννης, ο οποίος με αγαπούσε πολύ, και με λέει, αστεία-σοβαρά μου το είπε: «Έλα τώρα εδώ, μικρέ, να σε τραβήξω το αυτί, γιατί αν πάμε στα αποδυτήρια θα σε δώσω και μπάτσες» και εντάξει, είναι πράγματα που μένουν. Τι να πω; Εντάξει, είναι πολλά και ξεχνιούνται κιόλας.

Μ.Μ.:

Κάτι πολύ βασικό που και εγώ παρέλειψα, σε ποια θέση παίζατε όταν ήσασταν ποδοσφαιριστής;

Χ.Α.:

Η θέση μου ήταν αμυντικό χαφ. Εκεί μεγάλωσα, στο κέντρο του γηπέδου εκεί, ήθελα να είμαι μέσα στο γήπεδο, αν και έχω παίξει και στη δεξιά μεριά, στη δεξιά πλευρά. Στο 3-5-2 έχω παίξει στην πλευρά όλη ας πούμε τη δεξιά. Είχα πνευμόνι, με βάζαν από κει σε ορισμένα ματς, κάποιοι προπονητές με δοκίμασαν και εκεί, αλλά η θέση μου που έβγαλα τα πιο πολλά ματς ήταν αμυντικό χαφ ή δίπλα στο αμυντικό χαφ, γιατί μπορούσα να ανεβοκατεβαίνω άνετα το γήπεδο. Εντάξει, δεν ήξερα, δεν ήμουνα ο παίκτης ο τεχνίτης, αν και ήξερα ποδόσφαιρο, ήξερα αρκετά καλά μπάλα, ήξερα μπάλα, δηλαδή δεν ήμουνα ο γκασμάς, που λένε, γιατί αμυντικά χαφ παίζουν πιο πολύ, παλιά παίζαν πιο πολύ κάτι παίκτες που ήταν να κόβουν μόνο περισσότερο. Δεν ήμουνα τέτοιος παίκτης, ήμουνα παίκτης που ήξερα μπάλα. Το βασικό είναι να ξέρεις τι πρέπει να κάνεις μες στο γήπεδο. Δηλαδή είναι κάποιοι ποδοσφαιριστές που κάνουν κάποια πράγματα που οι άλλοι οι έξω τα βλέπουν δύσκολα, κι όμως για αυτούς είναι πολύ εύκολα να τα κάνουν. Είναι κάτι, κάποιος τρόπος που συνηθίζει να σκέφτεται ο καθένας μες στο γήπεδο, και όσο κάνεις προπόνηση και σκέφτεσαι κάποια πράγματα, μετά πλέον δεν είναι θέμα το να ξέρεις μπάλα με τα πόδια σου, αυτά που πρέπει να ξέρεις με τα πόδια σου τα ξέρεις, το θέμα είναι στο κεφάλι σου, το να έχεις σκεφτεί τι πρέπει να κάνεις, όλα αυτά είναι μαζί. Η θέση μου ήταν αμυντικό χαφ, έβαζα κάθε χρόνο δυο, τρία, τέσσερα γκολ, επτά, και πέρναγε η χρονιά μας.

Μ.Μ.:

Καταλαβαίνω. Περνάνε λοιπόν οι χρονιές που είστε στον Πυργετό, πηγαίνετε στον Πηνειό, σας παίρνει η μεικτή Λάρισας, και το ερώτημά μου είναι το εξής. Βλέποντας να σας παίρνει η μεικτή Λάρισας, σκέφτεστε κάποια στιγμή ότι «μπορεί να με πάρει και η ΑΕΛ»; Γιατί η ΑΕΛ ήταν η ανερχόμενη δύναμη ας πούμε εκείνη την περίοδο για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Είχε περάσει ποτέ από το μυαλό σας;

Χ.Α.:

Όχι, ποτέ. Δεν υπήρχε. Η ΑΕΛ ήταν, ας πούμε, η ΑΕΛ ήταν ένα όνειρο, δεν υπήρχε, ας πούμε. Κάθε χρονιά η ΑΕΛ έπαιρνε ή έναν ή δυο ποδοσφαιριστές από ερασιτεχνικά σωματεία του νομού. Όλοι από εκεί περάσαν ας πούμε, δηλαδή αν σκεφτείς ο Κολομητρούσης, ο Καραπιάλης, ο Αγορογιάννης, ο Πλίτσης, ο Βαλαώρας, ο Μαλουμίδης, ο Παραφέστας, ο Πατσιαβούρας, όλοι αυτοί που παίξανε ήταν από ομάδες ερασιτεχνικές της περιοχής, δεν υπήρχε παίκτης από μακριά. Νομίζω τον Τσιώλη πήρε κάποια στιγμή εκτός νομού, ήταν απ' την Καρδίτσα νομίζω ο Τσιώλης, και εκτός από τον Τσιώλη δυο ξένους, τον Άνταμτσικ και τον Γκμίετσικ, που είχε φέρει εκείνη τη χρονιά, πριν δεν επιτρεπόταν και ξένοι νομίζω, εκεί τα χρόνια επιτράπηκαν ξένοι, έπαιρνε κάθε χρόνο έναν με δύο παίκτες. Και επειδή υπήρχε πληθώρα παικτών, τότε ο νομός Λάρισας έβγαζε πληθώρα παικτών. Είχε ας πούμε η μεικτή, στη μεικτή ήταν 22 ποδοσφαιριστές και από αυτούς τους 22 ποδοσφαιριστές εγώ πρόλαβα ας πούμε τον Καραπιάλη, που τον είχε πάρει η Λάρισα την προηγούμενη χρονιά. Εκείνη τη χρονιά η Λάρισα είχε πάρει, ήθελε να πάρει εμένα και τον Κακανούλια τον Νίκο, πήρε τον Κακανούλια τον Νίκο, εμένα δεν με έδωσε η ομάδα μου, γιατί εντάξει, είχε κάποια οφέλη και δεν με έδωσε. Και που με πήρε ο πρόεδρος το βράδυ και πήγαμε στον Καντώνια, μιλήσαμε, κάναμε, γύρισα, κοιμήθηκα, και την άλλη μέρα το πρωί που σηκώθηκα, λέω: «Μπα, όνειρο είδα, δεν πήγα πουθενά το βράδυ, εδώ ήμουνα», ούτε καν πέρασε από το μυαλό μου ότι μπορεί να παίξω στην ΑΕΛ, όμως θα μπορούσα. Θα μπορούσα άνετα να παίξω στην ΑΕΛ, αν και δεν είμαι άνθρωπος που να λέω κάποια πράγματα, θα μπορούσα, γιατί ήμουνα πολύ καλός τότε, αλλά όταν γίνανε κάποια πράγματα στραβά και κάπου χάνεις το τέτοιο σου, το θέλω σου και την εμπιστοσύνη [00:50:00]στον εαυτό σου, γιατί οι μεγάλοι παίκτες, αυτοί που παίζουν στις ομάδες, είναι ότι δεν είναι μόνο ότι θέλουνε, ότι μπορούνε, είναι ότι το έχουν σαν δεδομένο ότι «θα παίξω». Δηλαδή έχουν αυτό τον τσαμπουκά, που λένε ότι «εγώ θα παίξω. Θα πάρω την μπάλα και θα κάνω αυτό», ενώ οι άλλοι, οι πιο πολλοί και να το έχουν μέσα αυτό το ταλέντο, αν δεν μπορέσεις να έχεις τον τσαμπουκά μέσα στο γήπεδο, γιατί το ποδόσφαιρο είναι ομαδικό άθλημα, δεν είσαι μόνος σου να κάνεις ένα άλμα στο μήκος και να πεις: «Θα πάρω φόρα και θα κάνω άλμα στο μήκος. Δεν έχω άλλον δίπλα μου να με ενοχλεί, να με παρεμποδίζει, να λέει διάφορα, οτιδήποτε». Είναι ομαδικό άθλημα, πολλές φορές δεν παίζουν οι καλύτεροι. Πρέπει να αποδείξεις δέκα φορές κάποια φορά, κάποιες στιγμές ότι είσαι καλύτερος από κάποιον άλλον για να παίξεις εσύ και να το αποδεικνύεις σε κάθε προπόνηση και να μην παίζεις στο τέλος για κάποιους λόγους. Υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι που αυτή τη στιγμή δεν παίζουν κάποιοι παίκτες που θα 'πρεπε να παίζουν και παίζουν κάποιοι που δεν θα 'πρεπε να παίζουν, αλλά το θέμα είναι ο ποδοσφαιριστής ο ίδιος να πιστεύει τον εαυτό του, να έχει αυτόν τον τσαμπουκά. Είναι ένα άθλημα που ξεχωρίζει γι' αυτό. Θα παίξεις γιατί θέλεις και πρέπει να παίξεις και θες να παίξεις και μπορείς να παίξεις! Κατάλαβες;

Μ.Μ.:

Καταλαβαίνω. Ήθελα να ρωτήσω λίγο πριν να πάμε στη χρόνια της Λάρισας, επειδή μας είπατε ότι διαβάζετε για τις πανελλαδικές ταυτόχρονα όσο ήσασταν στον Πηνειό, αυτό πόσο δύσκολο ήταν για έναν μαθητή σαν κι εσάς, απ' τη μία να θέλει να είναι εντάξει με την ομάδα του και από την άλλη να προσπαθεί να πετύχει τον στόχο του;

Χ.Α.:

Ήταν πάρα πολύ εύκολο, γιατί, κατ' αρχήν δεν ήμουνα μαθητής… ήμουνα μαθητής του 13, τότε βέβαια το 13 ήταν αξιοσέβαστο νούμερο, γιατί υπήρχαν πολλά εννιάρια. Μάλιστα και σε μία χρονιά είχα μείνει στη χημεία με το 9 και το πέρασα, μέσο όρο 13 είχα και το πέρασα το μάθημα. Δεν ήμουν καθόλου καλός στα μαθηματικά, αλλά μου άρεσαν πάρα πολύ τα θεωρητικά μαθήματα, όχι τα αρχαία, μου άρεσε η ιστορία, η βιολογία, αυτά μου άρεσαν πάρα πολύ. Και όταν πήγα εκείνη τη χρονιά στη Λάρισα και τον Δεκέμβριο με πήρε η Λάρισα, είχα στο πρόγραμμα ότι τέσσερα βραδιά από δύο ώρες είχα φροντιστήριο μαθηματικά, βράδια εννοούσα 20:00 με 22:00 το βράδυ. Εγώ με τη Λάρισα έκανα προπόνηση το πρωί, ή πρωί νωρίς ή διπλή προπόνηση πρωί και βράδυ, ή μόνο πρωί ή μόνο βράδυ, βράδυ εννοούσα 16:00-17:00 η ώρα το απόγευμα, οπότε το φροντιστήριο ήταν μετά, χώρια ότι εκτός από τις ώρες που πήγαινα φροντιστήριο δεν αφιέρωνα ώρες στο διάβασμα σπίτι, γιατί ήταν μόνο μαθηματικά αυτά που θα έδινα, και την έκθεση, που έκθεση δεν έκανα φροντιστήριο, γιατί θα 'δινα αυτό που θα έγραφα, αυτό που ήταν να γράψω, και τα μαθηματικά εκείνη τη χρονιά τα είχα μάθει απέξω στο φροντιστήριο, γι' αυτό μαθηματικά έγραψα καλά στο τέλος της χρονιάς. Έγραψα 17,5 και δεν πρόλαβα να γράψω και το μισό θέμα μιας ερώτησης, να πάρω 20, αλλά τα είχα μάθει απέξω, δηλαδή αυτές τις ώρες που πήγαινα φροντιστήριο εμένα μου ήταν πάρα πολλές, οπότε δεν κουράστηκα καθόλου. Άνετα έβγαινε το πρόγραμμα.

Μ.Μ.:

Καταλαβαίνω.

Χ.Α.:

Για έναν μαθητή σαν εμένα, του 13.

Μ.Μ.:

Καταλαβαίνω. Και έρχεται λοιπόν εκείνη η στιγμή που με είπατε και πριν. Που μπαίνετε στο αμάξι με τον πρόεδρο του Πηνειού και μπαίνετε στα γραφεία της ΒΙΟΚΑΡΠΕΤ, όταν το συνειδητοποιείτε βασικά ότι είστε στη ΒΙΟΚΑΡΠΕΤ πώς νιώθετε;

Χ.Α.:

Τι να πω; Το μόνο που θυμάμαι αυτή τη στιγμή είναι ότι πάταγα σε κάτι μαλακό, που ήταν οι τάπητες κάτω, η ΒΙΟΚΑΡΠΕΤ. Αυτή τη στιγμή, αυτό θυμάμαι μόνο δηλαδή, τίποτα, ένα κενό. Δηλαδή στην αρχή νομίζεις ότι σε κοροϊδεύουν, λες: «Μήπως φέραν λάθος άτομο εδώ; Μήπως δεν έπρεπε να είμαι εδώ; Μήπως με κοροϊδεύει ο πρόεδρος απέναντι;». Αφού σου είπα ότι το βράδυ που γύρισα σπίτι στη θεία μου δεν την είπα τίποτα και με ρώτησε: «Πού σε πήγαν αυτοί οι κύριοι;». Πού να ξέρει η γυναίκα ας πούμε και λέω: «Ο πρόεδρος της ομάδας ήταν. Κάπου μας πήγε βόλτα με έναν άλλον και γυρίσαμε». Και τους γονείς μου, τον πατέρα μου τον είπα μετά από μια εβδομάδα ότι πάω και κάνω προπόνηση με τη Λάρισα, δεν το ήξερε, ούτε καν το είχα συνειδητοποιήσει ας πούμε, και αυτό είναι μεγάλο λάθος. Είναι μεγάλο λάθος, γιατί ένας... Όλα τα έπαιρνα λίγο χαλαρά και λίγο εντάξει, λίγο «εντάξει, δεν πειράζει», και όλα αυτά, ενώ αν ήταν κάποιος στην ηλικία μου, έστω η ηλικία μου, τι ήμουν; 19 χρονών ήμουνα, δεν ήμουνα και μικρός, 19 χρονών είναι 19 χρονών, αλλά ήμουνα παιδί από χωριό, χωρίς να έχω ανταγωνισμούς ή οτιδήποτε από μικρός, χωρίς να έχω κοντραριστεί με άλλους συνομήλικούς μου για διάφορα. Μεγάλωσα με παιδιά στην ηλικία μου, με συγχωριανά μου παιδιά, με συμμαθητές μου. Σε αυτή τη δεδομένη στιγμή, ας πούμε, όταν πήγα στη Λάρισα, κάποιος θα το έπαιρνε πιο ζεστά, θα έλεγε: «Στη Λάρισα είσαι» ή «πρόσεχε αυτό. Κάνε εκείνο» ή όταν είπε ο πρόεδρος ο δικός μου στον Καντώνια: «Ή θα πάρεις και τους δυο ή δεν παίρνεις κανέναν» και μας πήρε και φύγαμε και δεν με κράτησε η Λάρισα εκείνη τη χρονιά, δηλαδή αυτό το πράγμα δεν μπορεί να συμβαίνει, μία ομάδα Α' τοπικό να μη δίνει έναν παίκτη στην Α' Εθνική! Αυτός ο παίκτης δηλαδή τι πρέπει να κάνει εκείνη την ώρα; Δεν πρέπει να αντιδράσει; Εγώ δεν αντέδρασα καθόλου, γιατί δεν το πίστευα ότι ήμουνα εκεί. Κακό αυτό, πολύ κακό. Δίνω μεγάλο φταίξιμο στον εαυτό μου σε όλο αυτό που έγινε. Έτσι έχουν τα πράγματα.

Μ.Μ.:

Όταν το έμαθαν οι γονείς σας ότι προπονείστε με τη Λάρισα πλέον τι είπανε;

Χ.Α.:

Να σου πω ότι δεν ξέρω και πολλά πράγματα, γιατί στο χωριό μου πήγαινα ελάχιστα, ο μπαμπάς μου γενικά είναι ένας ήσυχος άνθρωπος, μπορεί να μην είπε και τίποτα στο χωριό, μπορεί από το χωριό να το μάθαν από κάποιον άλλον και όχι απ' τον μπαμπά μου. Γενικά δεν ήμασταν άνθρωποι ούτε να το συζητάμε πολύ ούτε να το… είμαστε γενικά μια μαζεμένη οικογένεια, χωρίς να θέλουμε την πολλή φασαρία ούτε στο όνομά μας ούτε στο… οπότε πέρασε κάπου αν και ο κόσμος όλος, ας πούμε, όλοι με ξέραν ποδοσφαιριστής, χωρίς να ξέρουν πού παίζω. Ας πούμε η μαμά μου, ήμουνα φαντάρος το '94 στην Κόρινθο, και αυτή νόμιζε ότι παίζω μπάλα εδώ με τη Μηχανιώνα, ότι είμαι εδώ, στη Θεσσαλονίκη μένω ακόμα. Δεν ήξερε και πολλά πράγματα, δεν τους έλεγα πολλά πράγματα, από τότε γενικά. Δεν είχαμε, δεν ρωτάγανε. Όχι, ρωτάγανε, θέλαν να μάθουν, αλλά όταν με βρίσκανε, οπότε όσο δεν με βρίσκανε δεν ξέραν και πολλά πράγματα.

Μ.Μ.:

Όταν πατάτε το πόδι σας στο Αλκαζάρ, με μία Λάρισα να έχει πάρει το Κύπελλο την προηγούμενη χρονιά, τεράστιο μέγεθος, και αρχίζετε και κάνετε προπόνηση σε αυτό το ιστορικό γήπεδο, με αυτούς τους παίκτες που είχε, που ήταν τεράστιοι για την εποχή, ας πούμε, με Γκμοχ προπονητή, πώς νιώθετε εσείς;

Χ.Α.:

Θα σου πω κάτι. Τέλος πάντων, το είχα ψιλοξεχάσει εγώ, αλλά θα σ' το πω, τώρα γιατί το θυμήθηκα. Δεν θα το πιστέψεις, αλλά όταν πήγα να κάνω προπόνηση στο Αλκαζάρ, εκτός ότι το άγχος, όλα αυτά που είχα πάνω μου, το «τι κάνω εγώ εδώ;», το να καταλάβω τι θέλουν οι άλλοι γύρω από μένα, γιατί αυτοί κάνουν μια προπόνηση με κάποιες ασκήσεις στάνταρ, με αυτό. Λέει ο προπονητής: «Κάντε εκείνο», πάνε το κάνουν μόνοι τους, εγώ για να το κάνω αυτό έπρεπε να μου το εξηγήσουν πέντε φορές για να καταλάβω τι ακριβώς θέλουν να κάνω. Εκτός όλα αυτά εκείνη την περίοδο είχα και ένα αμόρε στη Λάρισα, η οποία ήταν αθλήτρια του στίβου και η οποία έκανε προπόνηση στο ταρτάν γύρω. Την προηγούμενη μέρα ήξερε ότι έπαιζα μπάλα στον Πηνειό και τα λοιπά, την άλλη μέρα με βλέπει μέσα στο γήπεδο με τη Λάρισα. Ε, εκείνη την ώρα τα ξέχασα όλα, και το τι πρέπει να κάνω και το τι με έλεγε ο Γκμοχ, χάζευα λίγο την πιτσιρίκα απέξω και έφυγε και όλο άγχος μου, και έτσι πέρασε η πρώτη προπόνηση, είναι χαρακτηριστικό.

Μ.Μ.:

Οι συμπαίκτες σας πώς σας αντιμετωπίζανε;

Χ.Α.:

Ποιοι συμπαίκτες;

Μ.Μ.:

Στη Λάρισα, όσο προπονούσασταν με την ομάδα, ή και ο προπονητής;

Χ.Α.:

Κοίτα, αυτό το κατάλαβα εγώ, πώς με βλέπαν αυτοί, όταν εγώ ήμουνα πλέον 27, 28, 30 και ήμουνα στη Μηχανιώνα, στην Κοζάνη, ξέρω γω, που ήμουνα όπου έπαιζα, που έρχονταν κάποιοι παίκτες 19, 18, να τους πάρουν, να τους κάνουν επαγγελματίες, να αρχίσουν να παίρνουν προπόνηση και όλα αυτά. Δηλαδή φαντάζομαι με βλέπαν όπως έβλεπα και εγώ πλέον τους πιο μικρούς που ερχόνταν σε μένα, τότε κατάλαβα ας πούμε ότι γι' αυτούς δεν τους ενδιέφερα αν υπήρχα ή όχι, γιατί εντάξει, ήταν επαγγελματίες, κάναν τη δουλειά τους, παίζανε, κάνανε προπόνηση, προσπαθούσε ο καθένας να παίξει, ο καθένας να κάνει τη δικιά του προπόνηση. Μπορεί και μερικοί να μη με είχαν δει ότι υπήρχα στην ομάδα, δεν τους ενδιαφέρουν αυτά τα πράγματα. Δηλαδή μπαίνεις να κάνεις την προπόνηση, ο καθένας κάνει για τον εαυτό του προπόνηση, δεν κάνει για τον προπονητή ούτε για τον συμπαίκτη του. Ο καθένας κοιτάει τον εαυτό του. Πρέπει να είναι εντάξει αυτός σε όλα και μετά να έχει απαιτήσεις από την ομάδα. Όταν έρχεται κάποιος πιτσιρικάς, θα 'ρθεί ο πιτσιρικάς, θα τον πουν ένα «γεια» και τα λοιπά, λίγο αστεία, κάνα καλαμπούρι, επειδή ξέρουν όλοι ας πούμε ότι ο μικρός όταν μπαίνει σε μία ομάδα είναι λίγο μαγκωμένος, λίγο έτσι, όλοι κοιτάνε να τον βοηθήσουν, οι πιο πολλοί, οι πιο σωστοί. Εντάξει, υπάρχουν και μερικοί που μαλώνουν με τον εαυτό τους πάντα, αλλά οι πιο σωστοί όπως και εμένα με βοήθησαν στην αρχή. Με μιλήσαν, με κάναν: «Από που είσαι;» και τα λοιπά, εντάξει, λίγο πλακίτσα, λίγο έτσι, να μου φύγει το γκάζωμα, αλλά δεν τους ενδιαφέρουν και πολύ αν είμαι εγώ εκεί. Εντάξει, είσαι και εσύ εδώ, όπως είμαι εγώ εδώ, είσαι και εσύ, είμαστε αυτοί να κάνουμε την προπόνησή μας. Αυτό είναι.

Μ.Μ.:

Υπήρχε κάποιο έτσι σκηνικό όσο προπονείστε εκεί πέρα που να σας έχει μείνει ιδιαίτερα, εκτός από την πρώτη προπόνηση ας πούμε με τη Λάρισα, κάτι που να το θυμάστε πολύ έντονα;

Χ.Α.:

Όχι, δεν έχω κάτι το… προπόνηση, ο Γκμοχ μου κόλλησε το «μικρέ», από τότε μου έμεινε το «μικρέ», με τους κώνους, πρώτη φορά έβλεπα κώνους σε γήπεδο, αφού έλεγα ότι «τι τους βάζουν τους κώνους, θα τρακάρουμε πάνω στους κώνους», χωρίς να ξέρω ότι αυτοί οι κώνοι είναι για να δείχνουν κάποιο σημείο που πρέπει εκεί πέρα να πάει η μπάλα κάποια στιγμή ή ότι μέχρι εκεί είναι που πρέπει να πας. Εγώ κώνους πρώτη φορά [01:00:00]έβλεπα τότε, οι κώνοι ήταν ένα σημείο που στάθηκα, γιατί φοβόμουν να μην πέσω και πάνω τους και πέσω. Χαρακτηριστικά, ας πούμε, ο Μητσιμπόνας με τον Γκαλίτσιο, που κάναν προπόνηση στο τέλος οι δυο τους, τους θυμάμαι, και πάρα πολύ χαρακτηριστικά μου έχουν μείνει οι ατομικές που μου έκανε ο βοηθός του Γκμοχ, ήταν ο Οράσιο Μοράλες, αυτός ήταν και προπονητής σε ομάδες, στον Απόλλων Λάρισας ήταν προπονητής πιο μετά, σε ομάδες Γ' Εθνικής, Β' Εθνικής πήγε ο Οράσιο. Ήταν από κάτι, ή Αργεντινός ή Βραζιλιάνος ήταν, δεν θυμάμαι τι εθνικότητα έχει, αλλά ήξερε πάρα πολλά από τεχνική και από ποδόσφαιρο. Ο Οράσιο δηλαδή ήταν κάτι το σημαντικό εκείνη την περίοδο, η ατομική που μας έκανε. Δεν έχω τίποτα άλλο, αυτά είναι που θυμάμαι από κει.

Μ.Μ.:

Και όταν έρχεται εκείνη η ώρα που μαθαίνετε τελικά ότι δεν υπογράφετε στη Λάρισα, ότι γυρνάτε στον Πηνειό ουσιαστικά ως παίκτης. Εκτός από την απογοήτευση που μας μεταφέρετε, τι άλλο νιώθετε; Τι άλλο νιώθετε εκείνη τη στιγμή;

Χ.Α.:

Κοίτα, εκείνη τη στιγμή δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα. Χάνεσαι, δηλαδή δεν καταλαβαίνεις κάτι, δεν μπορείς να σκεφτείς κάτι, δεν μπορείς να πάρεις μια απόφαση. Είναι ένα άσχημο, άσχημο συναίσθημα, δηλαδή απ' τις λίγες φορές που πιστεύω ότι, όχι εγώ, και όλοι οι άνθρωποι βρίσκουν κάτι τέτοιο μπροστά τους, είναι λίγες στιγμές που είναι κάτι, συμβαίνει κάτι άσχημο γι' αυτούς, που δεν μπορούν να κάνουν κάτι να το φτιάξουν ή να αντιδράσουν ή να πούνε κάτι. Το δέχεσαι χωρίς να μπορείς να κάνεις κάτι, δηλαδή είναι κάτι πολύ άσχημο. Προσπαθείς ας πούμε όλα τα χρόνια, κάποια στιγμή σου δίνουν κάτι έτοιμο μπροστά σου, λες: «Εντάξει», ας πούμε δεν αισθάνεσαι ότι προσπάθησες τόσο για να σου δώσουν αυτό το πράγμα. Εγώ δεν αισθανόμουν ότι έκανα τόσο σκληρή προπόνηση, ότι προσπάθησα αυτά τα χρόνια. Πιο πολύ έκανα, μου άρεσε, έκανα, έτρεχα, έπαιζα, ό,τι μου λέγανε το έκανα και τα λοιπά και μου δίνουν αυτό και λέω: «Μου δίνετε αυτό; Τόσο εύκολο είναι;» σκέφτηκα. «Τόσο εύκολο είναι να με πάρει η Λάρισα», δεν κατάλαβα, και μετά μου λένε αυτό και τότε ισοπεδώνονται όλα. Δεν μπορείς να αντιδράσεις.

Μ.Μ.:

Καταλαβαίνω. Και μετά μου είπατε ότι κατεβαίνετε Αθήνα εκείνη τη χρονιά, έτσι;

Χ.Α.:

Αθήνα. Ναι, κατέβηκα Αθήνα, πήρα απόφαση. Είχα πάρει δυο χοντρούς, δυο δυνατά, δυο χοντρούς τράκους, που λέμε. Μία που δεν με πήρε η Λάρισα, μία που έχασα τη Γυμναστική Ακαδημία για ένα μόριο, αυτά γίνανε μέσα σε έναν μήνα, και εκεί που ήμουνα ας πούμε και έλεγα: «Τι να πρωτοκάνω από τα δύο που μου αρέσουνε;», γιατί ήθελα να είμαι και στη Γυμναστική Ακαδημία και στη Λάρισα, αλλά έψαχνα να βρω τρόπο να τα συνδυάσω, να κάνω, ξαφνικά μένω έξω και από τα δύο. Μεγάλη απογοήτευση, κατέβηκα στην Αθήνα με τον μπαμπά μου, θυμάμαι, πήγαμε βρήκαμε ένα σπίτι, έμεινα εκεί, πήγαινα στη σχολή κάπου κάπου, πήγαινα παρακολουθούσα λίγο, δεν μου άρεσε, είχα πάρει απόφαση να σταματήσω το ποδόσφαιρο, αλλά δεν ήξερα και τι να κάνω, δεν ήξερα να κάνω κάτι άλλο. Να μείνω μόνο στη σχολή, δεν θεωρούσα ότι εγώ με αυτή τη σχολή θα μπορούσα να κάνω κάτι, γιατί πίστευα ότι ποτέ δεν θα την έβγαζα με αυτά τα μαθήματα που είχε. Γενικά υπήρχε μία απογοήτευση, μεγάλη απογοήτευση, και πιστεύω ότι από εκεί ξεκίνησε όλο αυτό το αρνητικό που βρήκα εκείνη τη χρονιά, ας πούμε, αυτό, η ασθένεια που με βρήκε ήταν από όλο αυτό που πέρασα εκείνο το διάστημα, δηλαδή όταν ανέβηκα στην Καλαμαριά ήμουν ήδη καταβεβλημένος και μέχρι να βγάλω τη χρονιά μου στην Καλαμαριά και να καταλάβω ότι κάτι δεν πάει καλά, ας πούμε, τότε ήταν που με πήρε από κάτω μετά. Όλο αυτό ήταν, αυτή η χρονιά ήταν πολύ δύσκολη για μένα.

Μ.Μ.:

Όταν σας λέει ο Πηνειός ότι «πας στην Καλαμαριά, σε θέλει η Καλαμαριά και πηγαίνεις στην Καλαμαριά», πώς νιώθετε τότε; Γιατί και η Καλαμαριά ήταν ένα καλό μέγεθος για το ελληνικό ποδόσφαιρο εκείνα τα χρόνια.

Χ.Α.:

Ήταν, βέβαια. Α' Εθνική ήτανε. Κοίτα, εκεί που έλεγα «Τα παρατάω», βρέθηκε αυτό. Για μένα κάτι θετικό ήταν, δηλαδή εκεί που θα μπορούσα βέβαια να έχω τη Λάρισα, να έχω τη Γυμναστική Ακαδημία και όλα αυτά, κάπου έχω την Καλαμαριά. Εντάξει, κάπου δεν είναι, δεν τα ισοσταθμίζει αυτά τα δύο, να πεις ότι «έχασα το ένα, πήρα το άλλο», αλλά είναι κάτι που ας πούμε με κρατάει εν ζωή σε αυτό που ήθελα να κάνω από μικρός, να παίξω μπάλα. Αυτό μου άρεσε να κάνω, δεν ήξερα τίποτε άλλο να κάνω, και η μάνα μου φώναζε συνέχεια: «Δεν θα σε ξαναγράψω του χρόνου! Είσαι μικρός και σε χτυπάνε», έτσι έλεγε η μάνα μου. «Γιάννη, έγραψες το παιδί!», το θυμάμαι, εντάξει. Αυτά έλεγε συνέχεια, «το χτύπησαν πάλι!», γυρνούσα σπίτι με καμιά γρατζουνιά, με καμιά μελανιά, αλλά εντάξει, η Καλαμαριά ήταν κάτι που θα μπορούσα να το ακολουθήσω και γι' αυτό ήρθα. Δεν είχα κάτι άλλο, ήταν η μοναδική μου διέξοδος.

Μ.Μ.:

Πόσο δύσκολο ήταν να προσαρμοστείτε σε μία νέα πόλη; Ήσασταν ένα παιδί ουσιαστικά τότε 20 χρόνων, 19, 20 χρονών. Έρχεστε από τη Λάρισα, ανεβαίνετε Θεσσαλονίκη. Πόσο δύσκολη ήταν η προσαρμογή μαζί με τις απαιτήσεις της προπόνησης του να παίζετε στην Καλαμαριά;

Χ.Α.:

Κοίτα, ήμουνα ένα εύκολο παιδί γενικά, από μικρός. Δεν είχα πολλές απαιτήσεις, ήμουνα ήσυχος, έκανα αυτό που μου έλεγαν να κάνω, δεν έκανα φασαρία ποτέ, δεν μάλωνα ποτέ. Ήμουνα πολύ δύσκολος στο να προσαρμόζομαι σε άλλο περιβάλλον, ήμουνα πολύ δύσκολος να αλλάζω ομάδες, κι όμως όσο δύσκολος ήμουνα στο να τα κάνω όλα αυτά, τόσες πολλές πόλεις και τόσες πολλές ομάδες άλλαξα χωρίς να το προσπαθώ και χωρίς να το θέλω. Εντάξει, πολύ εύκολη η προσαρμογή, δεν ήταν τίποτα. Ήρθα και με τον φίλο μου στη Θεσσαλονίκη, με το που ήρθα γνώρισα άλλα δέκα παιδιά και από τότε ήμασταν μαζί για άλλα δέκα χρόνια με μερικά παιδιά από αυτά. Πολύ εύκολο.

Μ.Μ.:

Και οι απαιτήσεις της Καλαμαριάς, ας πούμε, πόσο διαφορετικές ήταν από αυτό που είχατε στη Λάρισα ή σίγουρα και με τις άλλες ομάδες που ήταν πιο ερασιτεχνικού επιπέδου;

Χ.Α.:

Εντάξει, η Καλαμαριά ήταν μία ομάδα Α' Εθνικής, είχε πολλούς παίκτες, είχε μπορώ να πω οργάνωση, όχι τόσο οργάνωση όσο έχει η Λάρισα. Εντάξει, η Καλαμαριά ήταν μία ομάδα με χρόνια στην Α' Εθνική, αλλά που πολλές φορές μπέρδευε κάποια πράγματα, γι' αυτό και είναι αυτό που είναι σήμερα, δηλαδή δεν υπήρχε οργάνωση όπως έπρεπε να υπάρχει, δεν υπήρχαν οι άνθρωποι που πρέπει να τρέξουν για μία ομάδα. Στο να προσαρμοστώ στην Καλαμαριά ήταν πολύ εύκολο, γιατί είχα προσαρμοστεί σε άλλα πράγματα πολύ πριν, που αυτά που ήθελε η Καλαμαριά ήταν εύκολα για μένα πλέον. Δεν είχα πρόβλημα στην Καλαμαριά, δηλαδή και που με το που ήρθα κατευθείαν βρήκα κάποια παιδιά οι οποίοι ήταν σαν εμένα, οι οποίοι ήταν να γίνουν επαγγελματίες, τους είχαν κάποιες φορές με τη μεγάλη ομάδα. Εμένα με πήραν κατευθείαν στη μεγάλη ομάδα, ούτε καν, έκανα μια, δυο, τρεις προπονήσεις κατευθείαν, 19 χρονών, 19 το '87, 19 στα 20 ήμουνα. Με πήραν κατευθείαν στην ομάδα. Εντάξει, αυτή η χρονιά πέρασε. Δεν είχα πρόβλημα προσαρμογής. Είχαμε τα λεφτά μας, είχαμε τα φαγητά μας, είχαμε το σπίτι, όλα πληρωμένα. Τίποτα, μόνο προπόνηση, ήταν για μας κάτι πολύ εύκολο. Εντάξει, ήταν καθόλου δύσκολη η προσαρμογή πιστεύω, και η Καλαμάρια όπως και η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη, να γυρίσεις, να περάσεις καλά.

Μ.Μ.:

Καταλαβαίνω.

Χ.Α.:

Οπότε…

Μ.Μ.:

Και όταν σας λένε από την Καλαμαριά ότι «πας στον Απόλλωνα Λάρισας», βασικά ξεκινάει όλη αυτή η διαδρομή, Απόλλων Λάρισας, Κοζάνη και μετά Ποσειδώνας Μηχανιώνας, πώς είναι όλη αυτή, αυτά τα χρόνια πώς τα περνάτε, που είστε από πόλη σε πόλη ουσιαστικά;

Χ.Α.:

Ναι. Στον Απόλλωνα Λάρισας πήγα το '89. Μία χρονιά, από το '87 μέχρι το '88, μισή χρονιά δεν αγωνίστηκα τότε, μισή χρόνια το '88 δεν αγωνίστηκα, λόγω της ασθένειας που είχα. Όταν επέστρεψα στην Καλαμαριά είχε αλλάξει η διοίκηση της Καλαμαριάς, είχαν αναλάβει κάποιοι άλλοι άνθρωποι. Εφόσον εγώ άρχισα να ξαναπαίζω, άρχισαν πλέον να μου ξαναδείχνουν εμπιστοσύνη, και στο τέλος της χρονιάς είχα κάνει όλους, ήταν να φύγω στην Αυστρία προετοιμασία με τους επαγγελματίες. Είχα μιλήσει με τον πρόεδρο, ο Μπαλτίδης ήταν τότε πρόεδρος. Είχα μιλήσει με τον πρόεδρο, μου είπε ότι «θα πας προετοιμασία και θα γυρίσεις να υπογράψεις επαγγελματίας. Δεν πρόκειται να φύγεις». Το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα, επειδή έβλεπα όμως ότι δεν μου αρέσει η Καλαμαριά όπως σκέφτεται και όπως κινείται, βλέπω ότι υπάρχουν πάρα πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν τον πρόεδρο, τον προπονητή. Γενικά η Καλαμαριά πάντα προτιμούσε και έσπρωχνε παιδιά δικά της, δηλαδή από το παιδικό που τους έχει, από Πόντιους, προσπαθούσε όλο αυτό το κομμάτι να το σπρώξει, έβλεπα ότι υπάρχει μία αδικία, και προς το μέρος μου υπήρχε αδικία σε αρκετά θέματα, οπότε το είχα πάρει απόφαση ότι και να πήγαινα και να υπέγραφα επαγγελματίας, δεν θα έπαιζα στην Καλαμαριά, δηλαδή έβλεπα ότι κάπως διαφορετικά κινούνται τα νήματα σε αυτή την ομάδα, οπότε δεν ήταν του γούστου μου. Και ενώ είχα περάσει όλες τις ιατρικές εξετάσεις, ήμουν ok σε όλα και τα λοιπά, μιλάμε ήταν καλοκαίρι τώρα, οι μεταγραφές ήταν μέχρι 15 Ιουλίου, 11 Ιουλίου είχα περάσει όλες τις εξετάσεις ιατρικές, είχα βγάλει διαβατήριο, πηγαίναμε Αυστρία, προπονητής ο Γεωργιάδης τότε, ο Αντώνης, Αυστρία φεύγαμε με την Καλαμαριά, είχα βγάλει διαβατήριο, όλα, δεν ήθελα να πάω. Με είχαν πλησιάσει από τη Λάρισα, τον Απόλλωνα Λάρισας, κάποιοι παράγοντες, με είχαν πάρει τηλέφωνο, από εκεί κάποια παιδιά που ήξερα από τον Πηνειό. Με λένε: «Έτσι και έτσι, ενδιαφερόμαστε. Έλα να σε πάρουμε, αυτό. Οικονομικά θα τα βρούμε με την ομάδα. Δανεικό να σε πάρουμε, να μη λένε και αυτοί ότι σε αφήνουν ελεύθερο», και πήγαινα κάθε μέρα στο γραφείο πάνω του προέδρου, που τον πρόεδρο δεν τον έβλεπε κανένας, πέρναγα από την υποδοχή μπροστά, 19 χρονών, [01:10:00]πέρναγα από την υποδοχή, χτύπαγα την πόρτα. Μπαμ, μπαμ. Έλεγε ο πρόεδρος: «Ποιος;». «Εγώ» έλεγα απέξω. Άνοιγα την πόρτα, ήτανε τότε, είχε και το στομάχι του ο Μπαλτίδης, ήταν ξαπλωμένος σε έναν καναπέ έτσι και πόναγε, ήταν μαζεμένος και έλεγα: «Πρόεδρε, θέλω να φύγω» χαρακτηριστικά, ε; Αυτό γινόταν μία εβδομάδα. Κάθε μέρα πήγαινα. «Πρόεδρε, θέλω να φύγω!». «Δεν θα πας πουθενά. Σε έχω πει να μην ξαναρθείς εδώ. Φεύγεις προετοιμασία πάνω στην Αυστρία, φύγε!». Έφευγα. «Πρόεδρε, θέλω να φύγω». Οπότε τελευταία μέρα, την επόμενη έφευγε η Καλαμαριά στην Αυστρία και ο Απόλλωνας έφευγε Βουλγαρία, και μου λέει, πάω τελευταία μέρα, λέω: «Δεν πρόκειται να έρθω αύριο. Σ' το λέω από τώρα να ξέρεις. Δώσε με στον Απόλλωνα μια χρονιά». «Ποιος, ρε, σε είπε για τον Απόλλωνα εσένα» με έλεγε ο πρόεδρος, «ποιος σε είπε;». Λέω: «Δώσε με μια χρονιά». Λέει: «Να έρθουν να μου πουν εμένα». Την επόμενη μέρα το πρωί ήρθαν απ' τον Απόλλωνα, υπογράψαμε έναν χρόνο υποσχετική και την επόμενη μέρα αντί να φύγω Αυστρία, έφυγα, πήγα στα σύνορα και έφυγα με τον Απόλλωνα, πήγαμε με έναν στα σύνορα της Βουλγαρίας, με πήγε με το αυτοκίνητο, από δω ήρθε και με πήγε ένας βοηθός του Απόλλωνα, πήγαμε πάνω και έφυγα όχι με τον Απόλλωνα Καλαμαριάς στην Αυστρία, με τον Απόλλωνα Λάρισας στη Βουλγαρία. Και η μία χρονιά ήταν αυτή. Αφού έβγαλα εκείνη τη χρονιά στον Απόλλωνα Λάρισας, γύρισα μετά στην Καλαμαριά, έφευγε ο προπονητής μου ο Βουτσακέλης, πήγαινε στην Κοζάνη, άλλο που δεν ήθελα. Μου λέει: «Θα 'ρθεις;». «Έρχομαι». Πήγαμε, και εκεί καλά ήταν, μπάλα παίζαμε, γνωρίσαμε κόσμο, κοπέλες πολλές, παντού κοπέλες ωραίες, αλλά δεν ήταν η Κοζάνη η πόλη που θα μπορούσε να είναι σωστή. Δεν ήταν σωστοί απέναντί μας, πολλά ταξίδια. Πηγαίναμε προς τα εκεί, κατεβαίναμε από Σαραντάπορο προς τη Λάρισα, πηγαίναμε προς τα Γιάννενα, περνάγαμε Κατάρα, ερχόμασταν προς τα εδώ να 'ρθουμε, περνάγαμε, πώς τον λένε πάνω απ' τη Βέροια τον δρόμο, Καστανιά. Όπου και να πηγαίναμε βρίσκαμε δρόμο δύσκολο. Η χρονιά ήταν πάρα πολύ δύσκολη στην Κοζάνη, και αφού γύρισα μετά έγινε αυτό με τον Ποσειδώνα Μηχανιώνας, που ξαναπήγε ο προπονητής μου εκεί, πήγαμε και έξι παίκτες από την Καλαμαριά τότε εκεί. Έμεινα όπως έμεινα εκεί, και μου άρεσε που έμεινα, πέρασα επτά χρόνια καλά, πολύ καλά, είχα σε πολλούς ανθρώπους εκεί αδυναμία και με είχαν αδυναμία πολλοί άνθρωποι, πολλοί, αφού όταν πήγα μετά από δεκαπέντε χρόνια στο γήπεδο, με το που πήγα τότε ήρθαν όλοι να μου μιλήσουν, να κάνουν, άνθρωποι δηλαδή που είχα να τους δω δεκαπέντε χρόνια, και μάλιστα κανονίσανε τότε να παίξουμε και φιλικό και είχαμε μαζευτεί και πήγα και στο φιλικό μετά και έπαιξα. Παλαίμαχοι είχαμε παίξει μεταξύ μας. Και μετά, όταν έπαιζε η Μηχανιώνα, πριν λίγα χρόνια τώρα, πριν τρία χρόνια νομίζω, τέσσερα, έπαιζε τελικό Κυπέλλου, Ερασιτεχνών βέβαια, του νομού Θεσσαλονίκης, με στείλαν πρόκληση να πάω στην Τούμπα να τους δω και πήγα. Αυτά. Γενικά ήταν καλά. Θα μπορούσα να πω τα καλύτερά μου χρόνια ήταν στη Μηχανιώνα.

Μ.Μ.:

Θέλω να σταθώ σε μία ερώτηση που μου ήρθε τώρα, επειδή ήσασταν στη Λάρισα, προπονηθήκατε στη Λάρισα για έναν χρόνο. Η Λάρισα παίρνει το πρωτάθλημα το '88, έτσι; Εσείς…

Χ.Α.:

Το '88;

Μ.Μ.:

Ναι.

Χ.Α.:

Την επόμενη το πήρε, ναι. Είχε πάρει Κύπελλο πριν, ε; Ναι.

Μ.Μ.:

Όταν το μαθαίνετε ότι παίρνει πρωτάθλημα η Λάρισα εσείς πώς νιώθετε, γιατί είστε και από την περιοχή, είχατε και προπονηθεί. Πώς νιώθετε εσείς όταν το μαθαίνετε αυτό το πράγμα;

Χ.Α.:

Εντάξει, κοίτα, είναι ευκαιρίες που χάνονται αυτές. Δηλαδή δεν θα ήτανε πολύ δύσκολο να είμαι τότε στη Λάρισα και να έχω πάρει και το πρωτάθλημα, αλλά εντάξει, αυτά τα πράγματα είναι τυχερά. Πάρα πολλά πράγματα είναι τυχερά. Εντάξει, στη ζωή του καθενός γίνονται κάποια πράγματα που έρχονται, απλώς εσύ πρέπει να κάνεις κάποιες επιλογές, χωρίς να ξέρεις ποια είναι η σωστή βέβαια, ε; Δεν είναι μαθηματικά να πεις 1+1 κάνουν 2. Έχεις δυο λύσεις. Να κάνω αυτό ή να κάνω εκείνο; Επιλέγεις τη μία. Πάντα επιλέγεις κάτι. Τώρα από κει και πέρα σε βγάζει κάπου αλλού που λες που σου βγάζει και λες: «Έκανα το σωστό» ή «δεν έκανα το σωστό». Αν ήξερες από πριν ας πούμε τι θα γινόταν, θα είχες κάνει πάντα σωστές επιλογές, αλλά επειδή δεν ξέρεις επιλέγεις κάτι. Εντάξει, η ζωή είναι έτσι, λίγο περίεργη, είναι και πολλά θέμα τύχης, το τι θα 'ρθει και τι όχι.

Μ.Μ.:

Και επειδή σε εκείνα τα χρόνια, '89-'90 νομίζω, μας είχατε πει ότι ήσαστε στην Κοζάνη και είπατε ότι η Κοζάνη είχε θέματα, είχε οικονομικά προβλήματα, και ξέρουμε ότι αυτό το πρόβλημα υπάρχει γενικά στον αθλητισμό, στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Το να παίζει ένας ποδοσφαιριστής ουσιαστικά απλήρωτος πώς είναι; Πόσο τον επηρεάζει;

Χ.Α.:

Να σου πω. Στη μικρή ηλικία σχεδόν καθόλου, δηλαδή δεν σκέφτεται ότι… κατ' αρχήν δεν περνάει από το μυαλό του να ζητήσει να πληρωθεί για να παίξει, γιατί κάνει αυτό που του αρέσει. Όσο όμως περνάνε τα χρόνια και αυτός ο ποδοσφαιριστής έχει οικογένεια, έχει υποχρεώσεις και όλα αυτά, το να παίζει απλήρωτος είναι πολύ δύσκολο, γιατί κατ' αρχήν υπάρχει όλη η οικογένειά του που πρέπει να τη σκεφτεί, υπάρχουν υποχρεώσεις που πρέπει να σκεφτεί και κάπου μπορεί να τον επηρεάσει, αλλά το βασικό στην όλη υπόθεση είναι ότι ένας ποδοσφαιριστής που του αρέσει το ποδόσφαιρο, και στους πιο πολλούς τους αρέσει, για να ασχοληθούνε, από μικροί τους αρέσει. Πιο μετά μπαίνεις σε μια διαδικασία που άλλοι παράγοντες μπαίνουν ανάμεσα και κάπου σε μπερδεύουν λίγο, αλλά γενικά όλους όσους ασχολούνται με το ποδόσφαιρο τους αρέσει. Έχουν τρέλα με το ποδόσφαιρο, τους αρέσει να το κάνουν αυτό. Απ' τη στιγμή που θα μπεις μες στο γήπεδο δεν σε επηρεάζει αν πληρώθηκες ή όχι, αυτό είναι το μόνο που περνάει από το μυαλό σου. Θα μπεις γιατί κατ' αρχήν παίζεις γι' αυτό που είσαι, δηλαδή δεν μπορείς να είσαι κακός και να κάθεσαι να σε βλέπει ο άλλος απέξω, ο κόσμος, ένας, δύο, πέντε, χίλιοι, δέκα χιλιάδες, όσοι είναι, να σε βλέπουν εσένα κακό. Κακό δεν θες να βλέπεις καν τον εαυτό σου εσύ. Δεν σε επηρεάζει. Όταν μπεις στο γήπεδο, είσαι πληρωμένος, όταν σταματάει το ματς και βγαίνεις, τότε είσαι απλήρωτος. Αυτή είναι η διαφορά. Δεν τον επηρεάζει, απλώς είναι όλο το υπόλοιπο κομμάτι της μέρας του που είναι χάλια.

Μ.Μ.:

Καταλαβαίνω. Και πώς είναι να είναι ένας ποδοσφαιριστής ταυτόχρονα και εργαζόμενος, γιατί μας είπατε στη Μηχανιώνα ότι δουλεύατε παράλληλα. Αυτό πόσο δύσκολο ήταν για σας ή μάλλον πόσο εύκολο ήταν για εσάς να το διαχειριστείτε μαζί;

Χ.Α.:

Η πλάκα στη Μηχανιώνα είναι ότι ενώ τα πρώτα χρόνια περάσαμε καλά, είχαμε πάρει χρήματα, ήμασταν μικροί βέβαια, ήμουν 22, 23 χρονών όταν πήγα, το '92, στη Μηχανιώνα ήμουν 24 χρονών. Όταν πήγα είχα πάρει γενικά χρήματα λιγότερα από ό,τι πήραν κάποιοι άλλοι, που μερικοί δεν παίζαν και όσο έπαιζα εγώ ας πούμε, αλλά επειδή ήμουνα μικρός γενικά και δεν είχα υποχρεώσεις έτσι, τα χρήματα που έπαιρνα μου φτάναν και μου περισσεύαν κιόλας και πέρναγα και καλά, μέχρι που το '94 μου είπε η γυναίκα μου: «Πάνε βρες μια δουλειά για να με ζητήσεις από τον μπαμπά μου», εκείνο με προβλημάτισε αφάνταστα που μου είπε, και ενώ το '96 μέχρι το '97-'98 που έπαιξα, υπέγραψα συμβόλαιο πολύ καλό, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, για την ομάδα που ήμουνα, για τα οικονομικά δεδομένα της Ελλάδος, δηλαδή έπαιρνα λεφτά που… έπαιρνα τα διπλάσια και τα τριπλάσια λεφτά από ανθρώπους που δούλευαν έξω σε άλλες δουλειές. Τότε άρχισα να θέλω να δουλέψω, βρήκα και άλλη δουλειά, κι αν και εκείνα τα χρόνια η ομάδα μου, τα πέντε πρώτα τα έπαιξα με πιο λίγα χρήματα, χωρίς να έχω καμιά απαίτηση από την ομάδα μου και τα λοιπά, τα δύο τελευταία που είχα το συμβόλαιο το καλό, που έπαιρνα τα χρήματα που έπρεπε να πάρω και παραπάνω από ό,τι έπρεπε να πάρω τα έπαιρνα και με πληρώνανε κανονικά, έκανα και δεύτερη δουλειά και αυτοί δεν μου λέγαν τίποτα. Γιατί πολλές φορές η προπόνηση έπρεπε να πάμε τουλάχιστον ένα τέταρτο πριν, να ξεντυθούμε, να κάνουμε. Εγώ από τη δουλειά μου σκοτωμένος έφτανα και πολλές φορές ήταν ο προπονητής μέσα που μίλαγε στην ομάδα, και εγώ έμπαινα από το πλάι, καθόμουνα, ξεντυνόμουνα σιγά σιγά και δεν μου έλεγε και κάνεις τίποτα και έλεγα: «Γιατί δεν μου μιλάνε τώρα αυτοί;» αλλά εντάξει, αφού με είχαν τόσα χρόνια σχεδόν τζάμπα γι' αυτούς, καλά για μένα, αλλά τώρα σου λέει: «Τι να τον πούμε; Αυτός ο άνθρωπος έπαιξε τόσα χρόνια εδώ πέρα και δεν έπαιρνε και αυτά που έπρεπε να πάρει. Άσ' τον τώρα, ας κάνει το κομμάτι του» έτσι κάπως λέγανε. Τέλος πάντων, αυτό είναι.

Μ.Μ.:

Επειδή με είπατε ότι το '92 γνωρίζετε και τη σύζυγό σας, έτσι;

Χ.Α.:

Εδώ είμαστε!

Μ.Μ.:

Η σύζυγός σας πόσο σας βοήθησε αυτά τα χρόνια που είστε στη Μηχανιώνα, όσα χρόνια παίζετε μέχρι να κλείσετε την ποδοσφαιρική σας καριέρα, ας πούμε.

Χ.Α.:

Με βοήθησε πώς. Το βασικό είναι ότι της άρεσε το ποδόσφαιρο, της άρεσε που ήμουνα ποδοσφαιριστής, νεαροί που ήμασταν. Πιο μετά όμως έβλεπε ότι αυτό τελειώνει κάποια στιγμή. Το βασικότερο είναι αυτό, ότι με βοήθησε να καταλάβω ότι κάτι τελειώνει, το βασικότερο, και ευτυχώς δηλαδή που μου το έδωσε να το καταλάβω αυτό, γι' αυτό και φρόντισα ώστε κάτι να έχω, μία δουλειά, κάτι άλλο να έχω πριν τελειώσει αυτό. Αυτό είναι το βασικότερο.

Μ.Μ.:

Και όταν κλείνει τελικά η καριέρα σας και λέτε την απόφαση «οk, εγώ σταματάω», τι νιώθετε; 

Χ.Α.:

Τίποτα. Δύσκολο συναίσθημα, αλλά ταυτόχρονα επειδή όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούσα να είμαι πολύ τυπικός σε όλα, στις προπονήσεις μου, στους αγώνες, σε κουράζει πάρα πολύ αυτό, δηλαδή είναι το άγχος που έχεις για την ομάδα, πώς θα πάει η ομάδα, ο κόσμος. Όλα αυτά σε κουράζουν, δηλαδή κάποια στιγμή είχα κουραστεί τόσο πολύ που δεν ήθελα καν να ασχοληθώ με το ποδόσφαιρο. Τα τελευταία χρόνια που έπαιζα, και πληρωνόμουν και καλά, είχα πάρα πολύ άγχος για την ομάδα. Να είναι καλά η ομάδα, να σωθεί, να μην κινδυνεύσει, ο κόσμος [01:20:00]να μην γκρινιάζει, να κάνει, κάποια στιγμή αρχίζουν και σε κουράζουν πολύ όλα αυτά, οπότε πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσεις, δηλαδή πιστεύω ότι σταμάτησα στη σωστή χρονική στιγμή, γιατί ήταν σαν να είχα πάρει μία απόφαση που είχε συμβιβαστεί και η ομάδα μου, δηλαδή είχα πει κάτι, το δεχτήκανε, ούτε με ενόχλησαν μετά ούτε τίποτε. Φίλοι, καλά και ωραία, τέλος. Αυτό ήτανε.

Μ.Μ.:

Θέλω να το δούμε λίγο συγκεντρωτικά έτσι πριν να κλείσουμε τη συνέντευξη. Ας πούμε με είπατε για μια ασθένεια που είχατε, με είπατε για τους χιαστούς που πάθατε. Όλοι αυτοί οι σοβαροί τραυματισμοί, τα σοβαρά θέματα υγείας πώς επηρεάζουν έναν ποδοσφαιριστή;

Χ.Α.:

Πάρα πολύ. Πάρα πολύ τον επηρεάζουν. Το θέμα είναι να μπορέσει να τα ξεπεράσει και να επιστρέψει, που είναι πάρα πολύ δύσκολο, δηλαδή τις χρονιές που εγώ έπαθα αυτά που έπαθα, τώρα βλέπεις κάποιος παθαίνει ένα χιαστό, φεύγει, γυρίζει μετά, δεν του επιτρέπουν να γυρίσει πριν τους έξι μήνες, γιατί είναι θέμα οργανισμού οι έξι μήνες. Το μόσχευμα που σε βάζουν θέλει έξι μήνες ο οργανισμός σου να το κάνει δικό του. Αν παίξεις πριν από τους έξι μήνες κινδυνεύεις να το χάσεις το μόσχευμα, οπότε δεν είναι ότι έκανα πιο πολύ προπόνηση και γυρνάω πιο νωρίς, είναι θέμα οργανικό, ότι ο οργανισμός θέλει έξι μήνες για να κάνει κάτι δικό του από την αρχή. Οπότε εκείνες τις χρονιές που παίζαμε εμείς, λίγες χρονιές πριν πάθω εγώ αυτό με χιαστό, όποιοι παθαίναν χιαστό σταματάγανε, δεν μπορούσαν να παίξουν. Δεν υπήρχε η τεχνολογία ώστε να φτιάξουν το χιαστό για να ξαναπαίξει. Εγώ ήμουνα τυχερός που είχε αρχίσει τότε, κάνανε. Εγώ πήγα στην Αθήνα να κάνω χιαστό, γιατί Θεσσαλονίκη δεν κάναν χιαστό, δεν ξέραν οι πιο πολλοί. Πήγα στον Μήτσου, του Παναθηναϊκού, και έκανα χιαστό. Και όντως ο άνθρωπος μου έκανε πολύ καλή δουλειά, αλλά εγώ την αποθεραπεία μου δεν την έκανα σωστά. Εγώ πήγαινα, συνέχισα να δουλεύω στη δουλειά μου, να πάω κάθε πρωί, κάθε απόγευμα, να κάνω προπόνηση, να γυρίζω κάθε βράδυ με πρησμένο γόνατο, να βάζω πάγο κάθε φορά στο γόνατό μου, να πρήζεται και το άλλο μου γόνατο, γιατί επιβαρυνόταν από την προπόνηση, γιατί αυτό δεν μπορούσε να αντέξει, χρησιμοποιούσα πιο πολύ το αριστερό μου γόνατο. Είχα μία δύσκολη κατάσταση. Όσο περνάν τα χρόνια τόσο πιο εύκολα γίνονται όλα αυτά, αλλά γενικά ένας τραυματισμός είναι κάτι το πολύ άσχημο για έναν ποδοσφαιριστή και οποιονδήποτε αθλητή. Το θέμα είναι πιο πολύ σωματικό αλλά και ψυχολογικό να το ξεπεράσει.

Μ.Μ.:

Και παίζοντας όλα αυτά τα χρόνια, αυτά τα δεκατέσσερα χρόνια που μας είπατε, ποιο είναι το γήπεδο που μπαίνετε μέσα και σας έχει μείνει χαρακτηριστικό και ποια είναι η ομάδα που παίζετε αντίπαλος και σας έχει μείνει;

Χ.Α.:

Το γήπεδο που μου έχει μείνει χαρακτηριστικό είναι το '90, Κύπελλο Ολυμπιακός-Κοζάνη, στο Καραϊσκάκη. Τότε ο Ολυμπιακός, εκείνη τη χρονιά, ήταν που είχε φέρει τους Ρώσους, τον Λιτόφτσενκο, τον Σάβιτσεφ, είχε προπονητή τον Μπλαχίν, με τον Κόκκαλη νομίζω πρόεδρο; Νομίζω, μετά Κοσκωτά εποχή, ή με Κοσκωτά είναι; Με Κοσκωτά είναι. Τότε τους μάζεψε όλους ο Ολυμπιακός. Χατζήδες, όλους, ό,τι βρήκε, τους μάζεψε όλους. Με την Κοζάνη. Χάσαμε 1-0 στο 79' με γκολ του Αναστόπουλου. Τότε ο Ολυμπιακός Αναστόπουλος, Τσαλουχίδης, Τσιαντάκης, Μαυρομάτης, Τοχούρογλου, αυτοί, Λιτόφτσενκο, Προτάσοφ και όλοι αυτοί μέσα. Είναι χαρακτηριστικό. Ένα είναι αυτό, που ήταν το... και ένα ήταν σε ένα ματς Κυπέλλου την επόμενη χρονιά που είχαμε πάει στους 8, πέσαμε κιόλας στη Γ' Εθνική, ΑΕΚ-Ποσειδών Μηχανιώνας 7-0. Εφιάλτης, μείναμε και με δέκα στο πρώτο τέταρτο, έφαγε κόκκινη ο τερματοφύλακάς μας, μείναμε δέκα και αυτοί οι δαιμόνιοι τότε, κάτι Τσάρτας, κάτι, δεν τους θυμάμαι κιόλας. Παύλος Παπαϊωάννου και όλοι αυτοί, μπροστά ήταν ο... ποιον είχαν σέντερ φορ; Μας σακατέψανε! Εφιάλτης πραγματικός!

Μ.Μ.:

Καταλαβαίνω.

Χ.Α.:

Το δεδομένο όμως είναι ένα. Αυτό να το θυμάσαι κι εσύ. Σε όλη σου τη ζωή θα γνωρίσεις πολλά πράγματα, θα γνωρίσεις πολλούς ανθρώπους, όπως και εγώ γνώρισα αρκετούς, πάρα πολλούς. Από αυτούς θα κρατήσεις δύο με τρία άτομα, γιατί αυτοί πραγματικά θα είναι δίπλα σου. Οι υπόλοιποι είναι για να υπάρχουνε, να είναι φίλοι σου, να περνάς καλά, αλλά κάποια άτομα θα μείνουν δίπλα σου. Αυτούς θα προσέχεις.

Μ.Μ.:

Καταλαβαίνω. Κύριε Χρήστο, έτσι για να ολοκληρώσουμε αυτή τη συνέντευξη, θα το ξανακάνατε σήμερα; Δηλαδή αν ήσασταν σήμερα πάλι 14, 15 χρονών και σας έλεγε ο Πυργετός: «Έλα, υπογράφεις σε εμάς. Παίρνεις δελτίο στον Πυργετό» ας πούμε, θα το ξανακάνατε;

Χ.Α.:

Και ας με χτυπούσαν, όπως έλεγε η μάνα μου τότε ότι δεν με ξαναγράφει, ε; Θα έκανα ακριβώς τα ίδια! Δεν θα άλλαζα τίποτα!

Μ.Μ.:

Καταλαβαίνω. Και όλα αυτά τα δεκατέσσερα χρόνια ως ποδοσφαιριστής, με όλη αυτή την εμπειρία που μας είπατε, γιατί είναι πολύ μεγάλη εμπειρία, τι σας έχει αφήσει ως άνθρωπο;

Χ.Α.:

Να σου πω κάτι. Ο αθλητισμός, και να το πω και πιο ειδικά, το ποδόσφαιρο, γιατί το ποδόσφαιρο είναι απ' τα πιο δύσκολα αθλήματα που υπάρχει, γιατί στο ποδόσφαιρο δεν κερδίζει πάντα ο καλύτερος. Στο μπάσκετ είχες τον Γκάλη, τέλειωνε η υπόθεση. Στο ποδόσφαιρο δεν πάει να είχες τον Μέσι; Και χθες η Παρί Σεν Ζερμέν; Αποκλείστηκε. Κατάλαβες; Στο ποδόσφαιρο δεν κερδίζει πάντα ο καλύτερος. Απ' όλο αυτό είναι ότι ο αθλητισμός, γενικά ο αθλητισμός, ειδικά το ποδόσφαιρο, σε κάνει πάντα να πολεμάς και να παλεύεις για να κερδίσεις. Δεν τα παρατάς! Αυτό είναι το μόνο που μ' άφησε.

Μ.Μ.:

Καταλαβαίνω. Κύριε Χρήστο, ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξη!

Χ.Α.:

Κι εγώ! Ναι, και θέλω να προσθέσω κάτι ακόμη.

Μ.Μ.:

Βεβαίως.

Χ.Α.:

Αυτή η ατμόσφαιρα του γηπέδου για τον κόσμο είναι κάτι το... νομίζουν ότι όταν πάει η ομάδα εκτός έδρας και τα λοιπά... Σε πληροφορώ ότι οι ποδοσφαιριστές που τους αρέσει να παίζουν ποδόσφαιρο και τους αρέσει... όταν σου αρέσει να παίζεις ποδόσφαιρο σ' αρέσει να παίζεις σε κόσμο. Όταν είναι άδειες οι κερκίδες δεν παίζεις με όρεξη το ματς, παίζεις, κάνεις αγγαρεία περισσότερο. Εγώ προσωπικά έπαιζα πολύ καλύτερα εκτός έδρας πάντα και έπαιζα και πολύ καλύτερα όταν αρχίζαν και με βρίζανε εκτός έδρας. Αυτό είναι που την αδρεναλίνη σου τη φτάνει στο ανώτατο όριο, δηλαδή ενεργείς μες στο γήπεδο σαν να μην τρέχει τίποτα, σαν να παίζεις στη γειτονιά σου, ας πούμε, τόσο πολύ. Άρα οι πιο πολλοί ποδοσφαιριστές παίζουν καλύτερα εκτός και ειδικότερα όταν τους βρίζουν.

Μ.Μ.:

Καταλαβαίνω.

Χ.Α.:

Νόμος είναι αυτό.

Μ.Μ.:

Και έτσι μια τελευταία ερώτηση. Πόσο εύκολο ή πόσο δύσκολο είναι να κάνετε φιλίες και να κάνετε αντιπαλότητες στον χώρο που ήσασταν, στον χώρο του ποδοσφαίρου ως παίκτης;

Χ.Α.:

Να σου πω. Είναι θέμα χαρακτήρα του καθενός. Εγώ πάντα είχα φίλους, σχεδόν με όλους τους συμπαίκτες μου ήμουνα φίλος, δεν έχω μαλώσει ποτέ με συμπαίκτη μου, δεν βρήκα τον λόγο να μαλώσω ποτέ. Προσπαθούσα στην προπόνηση τουλάχιστον να είμαι σωστός, να προσέχω τους συμπαίκτες μου, να τους προσέχω, το βασικό είναι αυτό, αλλά από κει και πέρα είναι θέμα χαρακτήρα του καθενός. Εγώ ήμουνα έτσι. Ήμουνα με όλους δεκτικός, με όλους φιλικός, απλώς όταν κάποιος δεν μου άρεσε ή δεν μου φαινόταν σωστός, τον απομόνωνα. Δεν του έκανα κακό, τον είχα στο περιθώριο.

Μ.Μ.:

Καταλαβαίνω.

Χ.Α.:

Αυτό.

Μ.Μ.:

Καταλαβαίνω. Κύριε Χρήστο, σας ευχαριστούμε πολύ!

Χ.Α.:

Ευχαριστώ, λεβέντη μου.